.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-Σκηνες αναζήτησης σε μια πολη
(Θεσσαλονίκη)
- χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Σκηνες αναζήτησης σε μια πολη
(Θεσσαλονίκη)
Σκηνη 1.
Νύχτα.Βρεχει.Ο άντρας στην Εγνατία..Τα φώτα τών λεωφορείων
κυλούν στην υγρασία τού δρόμου..
Στην Πλατεία Αριστοτέλους,βλεπει μια γυναίκα με κόκκινο παλτό.
Την ακολουθεί.Στρίβει στην Τσιμισκή.Μέσα στις βιτρίνες, το πρόσωπό της αλλάζει.Κάθε αντανάκλαση.Μια άλλη πόλη.
Στην Αγίου Δημητρίου,αργότερα.Την βλέπει μπροστά σε μια πόρτα.
Χαμογελάει, λέει κάτι για το φως, και χάνεται.
Μετά τα μεσανυχτα στην παραλιακή.Ακινητη θάλασσα, βαριά υγρασία.
Ο Λευκός Πύργος γκρίζος.Μια γυναίκα στέκεται στο κιγκλίδωμα.
-Σε ψάχνω κι εγώ, του λέει.
Χάνεται πάλι.
Στον Βαρδάρη, νύχτα βαθιά.Νέον επιγραφές, φορτηγά, μπύρες.
Η ίδια γυναίκα, τώρα με κοντά μαλλιά, κάθεται στο πεζοδρόμιο.
Τού ζητάει τσιγάρο.Της δίνει.Εκεινη σηκωνεται και απομακρύνεται.
Φεύγει πριν προλάβει να τη ρωτήσει.
Στα Λαδάδικα.Οι τελευταίοι πελάτες στο μπαρ.Η γυναίκα χορεύει μόνη της.
Γυμνά πόδια.Τον κοιτάει και τού κάνει νόημα.Δεν πλησιάζει.
Ξέρει πως αν το κάνει, θα χαθεί για πάντα.
Η πόλη ξημερώνει.Πίσω στην Εγνατία.Τα ρολά ανεβαίνουν, τα καφέ ανοίγουν.
Κάθε πρόσωπο που περνά ένα αγνωστο.
.
.
Σκηνή 2.
Μια γυναίκα που είχε δει στο Βαρδάρη Δεν θυμόταν καλά το πρόσωπο.
Στην Εγνατία, το πλήθος. Περνούσαν άνθρωποι βιαστικοί,τουρίστες που φωτογράφιζαν ό,τι έβλεπαν. Σ’ ένα φανάρι απέναντι από τη Ροτόντα, την είδε Μια γυναίκα με μαλλιά δεμένα ψηλά, που στεκόταν στην άκρη τού πεζοδρομίου, κρατώντας ένα πλαστικό ποτήρι με καφέ. Γύρισε το κεφάλι της και για μια στιγμή τα βλέμματά τους συναντήθηκαν.
Εφτασε στην Πλατεία Αριστοτέλους. Τα τραπέζια γεμάτα. Άνθρωποι με κινητά, τα περιστέρια έκοβαν βόλτες ανάμεσα στα πόδια.
Κάθισε σ’ ένα παγκάκι. Από το βάθος τής στοάς, μια γυναίκα πέρασε κρατώντας μια τσάντα. Ήταν άλλη.Μα είχε το ίδιο βάδισμα.Την ακολούθησε ως την Τσιμισκή. Κάποια στιγμή στάθηκε έξω από ένα κατάστημα ρούχων, κι ύστερα χάθηκε ανάμεσα στις στοές. .
Νύχτωσε.Η πόλη άλλαζε ρυθμό. Τα μαγαζιά κατέβαζαν ρολά, τα φώτα άναβαν. Βρέθηκε στη παραλιακή. Το φως τού Θερμαϊκού χρυσό, και το νερό ακίνητο. Κόσμος περπατούσε, ζευγάρια, παιδιά με ποδήλατα, παρέες που γελούσαν. Εκείνη καθόταν στο στηθαίο, κοιτώντας προς τη θάλασσα. Τώρα το πρόσωπο της φαινόταν καθαρά ,μα ήταν διαφορετικό πάλι. Άλλο χρώμα μαλλιών, άλλο βλέμμα. Κάθισε λίγα μέτρα πιο πέρα. Δεν τού μίλησε, δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Μετα σηκώθηκε και περπατούσε προς τον Λευκό Πύργο.
Την ακολούθησε ως εκεί. Οι τουρίστες έβγαζαν φωτογραφίες, οι πλανόδιοι πουλούσαν ψημενο καλαμπόκι. Εκείνη στάθηκε για λίγο στην είσοδο, τον κοίταξε,κι ύστερα ανέβηκε. Εκείνος έμεινε απ’ έξω. Δεν ήξερε αν έπρεπε να την ακολουθήσει. Όταν τελικά μπήκε, δεν την ειδε πουθενά.
Τη νύχτα στα Λαδάδικα. Έξω από ένα μπαρ, μια γυναίκα κάπνιζε.Το πρόσωπο
της φωτιζόταν από τις επιγραφές νέον.. Ήταν εκείνη. Χαμογέλασε.
-Με ψάχνεις;, τον ρώτησε.
Δεν απάντησε.
Επειτα εκείνη μπήκε μέσα. Όταν μπήκε κι εκείνος, η αίθουσα ήταν άδεια.
Βγήκε έξω. Η πόλη τον τύλιξε.
Κι ύστερα τίποτα. Μόνο το βήμα του στον δρόμο και το μακρινό βουητό
τής νύχτας.
.
.
Σκηνή 3.
Στην Πλατεία Αριστοτέλους, την είδε πρώτη φορά. Καθόταν μόνη, με ένα βιβλίο στα χέρια. Μαύρα μαλλιά, πρόσωπο φωτεινό.
Πλησίασε.
-Συγγνώμη,μήπως σε ξέρω;
Εκείνη χαμογέλασε.
-Όλοι ξέρουμε όλους εδώ. Είμαστε στην ίδια πόλη.
Σηκώθηκε και χάθηκε μέσα στο πλήθος.
Ένα παιδί πούλαγε μπαλόνια. Η πόλη άλλαζε.
Την επόμενη μέρα, περπάτησε στην Τσιμισκή. Οι βιτρίνες,τα νέα ρούχα.
-Αυτή η πόλη πάντα προσποιείται ότι είναι καινούρια, σκέφτηκε.
Και τότε, την είδε ξανά.
Φορούσε κόκκινο παλτό.
-Εσύ πάλι.
Γύρισε, τον κοίταξε χωρίς έκπληξη.
-Πάντα εσύ ψάχνεις.
-Ποια είσαι;
-Είμαι ό,τι θυμάσαι.
Είπε και τον προσπερασε.
Προχώρησε.Τα στενά είχαν σκιά και ψύχρα.
Μπροστά στη Ροτόντα παρακολουθησε μια νεαρή κοπέλα που επαιζε κιθάρα.
Σκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη.Ειναι σαν γυναίκα.Αλλάζει συνέχεια.
Κάποτε την είχαν κάψει, την είχαν χτίσει ξανά. Εβραίοι, Τούρκοι, Έλληνες,όλοι είχαν αφήσει τη σκιά τους.
-Ίσως αυτή να ’ναι η ίδια η πόλη.
Στην παραλιακή, το βράδυ ο αέρας είχε γεύση αλμυρή.
Και εκεί,στη σκιά τού Λευκού Πύργου,την είδε τρίτη φορά.Φορούσε λευκό φόρεμα
Πλησιασε προς το μέρος της.Εκείνη χάθηκε.
Αργά τη νυχτα στον Βαρδάρη.Τα φαντάσματα τών παλιών ξενοδοχείων.
Τα φώτα νέον.
Είδε μια γυναίκα με κοντά μαλλιά, τσιγάρο στο χέρι.
Τον κοίταξε και χαμογέλασε.
-Άργησες.
-Εσύ είσαι;
-Ήμουν κάποτε.
Στα Λαδάδικα εκλειναν τα μπαρ..
Μπήκε σ’ ένα μικρό μπαρ.Η γυναίκα ήταν εκει.Κοντη φούστα.Ενα ποτήρι
ουίσκι στο χέρι.
Πλησίασε.
-Είσαι η ίδια;
-Είμαι όλες..
Κάθισε δίπλα της. Για λίγο μίλησαν σαν να γνωρίζονταν, χωρίς να εξηγούν
τίποτα. Όταν γύρισε να της πει κάτι ακόμη, η καρέκλα ήταν άδεια.
Βγήκε έξω. Ο αέρας μύριζε βροχή.
Περπάτησε ως τη θάλασσα. Τα φώτα τού λιμανιού έκαναν κύκλους στο νερό.
Ένιωσε πως η πόλη τον κοιτούσε.Εκείνη, που ήταν η πόλη.
-Οτι ψαχνω, σκέφτηκε.ειναι απλώς ότι θυμάμαι.
.
.
Σκηνή 4.
Εγνατία.Ανθρωποι,λεωφορεία,αυτοκίνητα,μηχανάκια,άνθρωποι.
Σκέφτηκε πως κάτω απ’ αυτόν τον δρόμο, σιωπηλά, κοιμούνται ακόμα οι ρωμαϊκές πέτρες Όλα κάτω από άσφαλτο και διαφημίσεις.
Στην Πλατεία Αριστοτέλους, ανάμεσα στα τραπέζια και στα παιδιά που κυνηγιόντουσαν, την είδε πρώτη φορά. Καθόταν μόνη με ένα βιβλίο στα χέρια,
το φως από τη δύση έπεφτε στο πρόσωπό της.
Πλησίασε.
-Συγγνώμη,μήπως σε ξέρω;
Εκείνη χαμογέλασε.
-Όλοι ξέρουμε όλους εδώ. Από τη στάχτη τότε.
Ένιωσε να καταλαβαίνει. Η πυρκαγιά τού 1917 είχε σβήσει το παλιό κέντρο, και πάνω στα ερείπια χτίστηκε αυτή η νεοκλασική ψευδαίσθηση,με συμμετρίες και καμάρες που κοιτούν προς τη θάλασσα.
Πήγε να τής μιλήσει ξανά, μα εκείνη σηκώθηκε και χάθηκε μέσα στο πλήθος.
Την άλλη μέρα, περπατούσε στην Τσιμισκή. Οι βιτρίνες λαμπερές, μα πάνω απ’ αυτές, τα παλιά μπαλκόνια έδειχναν τη φθορά. Οι όροφοι έμοιαζαν να θυμούνται εποχές εμπορίου και προσφύγων από τη Μικρασία, οικογένειες που ξανάστησαν τη ζωή τους πάνω σε δάνεια και υποσχέσεις.
Και τότε, την είδε ξανά.
Φορούσε κόκκινο παλτό και κρατούσε μια σακούλα με βιβλία.
- Εσύ πάλι
Γύρισε, τον κοίταξε.
-Πάντα εσύ ψάχνεις.
-Ποια είσαι;
-Είμαι αυτή που αλλάζει όταν αλλάζει η πόλη.
Πέρασε δίπλα του και χάθηκε μέσα στο πλήθος.
Στη Ροτόντα. Τουρίστες γελούσαν, έπιναν μπύρες στα σκαλοπάτια.
Και τότε την είδε να περνά ,μ’ ένα μαντίλι στο κεφάλι.
Κι έσβησε πίσω από το μνημείο.
Το βράδυ κατέβηκε στην παραλιακή. Το φως τών αυτοκινήτων έσπαγε στα νερά. Οι άνθρωποι έτρωγαν, έπιναν, μιλούσαν δυνατά. Οι τουρίστες φωτογραφίζονταν κάτω από το άγαλμα τού Αλεξάνδρου.
Στον Λευκό Πύργο.Την είδε εκεί, στο κιγκλίδωμα, να κοιτάζει το νερό.
-Ήμουν εκεί όταν ήταν φυλακή.,τού είπε,Ήμουν εκεί όταν βάφτηκε λευκός για
να ξεχαστεί το κόκκινο αίμα.Εσύ τι θυμάσαι από μένα;
Στον Βαρδάρη αργοτερα Τα φώτα τών παλιών ξενοδοχείων, τα μαγαζιά με τις ταμπέλες σε τρεις γλώσσες, οι άνθρωποι που δεν κοιμούνται ποτέ.
Στην πλατεία, μπροστά σ’ ένα παλιό καφενείο, την είδε πάλι. Είχε κοντά μαλλιά, φορούσε ένα μαύρο σακάκι.
-Άργησες, τού είπε.
-Πού βρισκόμαστε τώρα;
-Εκεί όπου έφταναν οι πρόσφυγες με τα τρένα. Εδώ ξεκινούσαν τα πάντα
ξανά.
-Και εσύ;
-Εγώ ήμουν εκεί.
Στα Λαδάδικα η υγρασία τής νύχτας γλυστρουσε στον θόρυβο τών μπαρ.
Εδώ, παλιά, ήταν αποθήκες και οίκοι εμπορίου, πορνεια.
Σ’ ένα μικρό μαγαζί, με ξύλινη ταμπέλα, την βρήκε ξανά.
Το προσωπο μακιγιαρισμενο.
- Είσαι εσύ πάλι;
-Εγώ, η πόλη.
Στη παραλιακή ξημερώματα ο αέρας μύριζε βροχή και πετρέλαιο.
Στάθηκε μπροστα στη θάλασσα.Η πόλη πίσω του ξυπνούσε πάλι.
.
.
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου