I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -4 ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ STALIN ΠΡΟΣ ΤΟΝ PRIME MINISTER WINSTON CHURCHILL (7/1941-5/1942) -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-4 ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ STALIN ΠΡΟΣ ΤΟΝ PRIME MINISTER WINSTON CHURCHILL

(7/1941-5/1942)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.

(ΙΣΤΟΡΙΑ)

4 ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ STALIN ΠΡΟΣ ΤΟΝ PRIME MINISTER WINSTON CHURCHILL

(7/1941-5/1942)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


-From Stalin to Prime Minister Winston Churchill, 15 July 1941. 


Σας ευχαριστώ πάρα πολύ  για την υπόσχεση σας να παραχωρησετε βοήθεια σε μας με τις μηνιεες παραδόσεις αλουμινίου ,δεξαμηνων και αεροσκαφών. 

Μπορώ να καλοσορισω την πρόθεση της Βρετανικής Κυβέρνησης να παραχωρήσει αυτή τη βοήθεια σε αλουμίνιο,δεξαμηνες και αεροσκάφη,όχι πάνω σε συνειθισμενη εμπορική βάση,αλλά πάνω στη βάση της συντροφικότητας και της συνεργασιας.

Ελπίζω η Βρετανική Κυβέρνηση θα έχει μεγάλη ευκαιρία να πεισθεί ότι η Σοβιετική Κυβέρνηση κατανοεί πως να εκτιμήσει την βοήθεια που δέχθηκε από τον σύμμαχο της


-From Stalin to Prime Minister Winston Churchill, 18 July 1941. 

...

Μου φαίνεται,επιπλέον,ότι η στρατιωτική θέση της Σοβιετικής Ένωσης,καθώς επίσης της Μεγάλης Βρετανίας,θα ήταν βελτιωνονταν σημαντικά αν  δημιουργουνταν ένα μέτωπο  εναντίον του Χίτλερ δυτικά(Βόρεια Γαλλία) και βόρεια(Αρκτική).

Το μέτωπο στη Βόρεια Γαλλία όχι μόνο θα μπορούσε να εκτρέψει τις δυνάμεις του Χίτλερ από την Ανατολή,αλλά, ταυτόχρονα,θα καθιστούσε αδύνατη για τον Χίτλερ την εισβολή στην Μεγάλη Βρετανία


-From Stalin to Prime Minister Winsrton Churcill, 6 May 1942


Έχω αίτημα για σας.Περιπου 90 ατμόπλοια φορτωμένα με διάφορα σπουδαία πολεμικά υλικά για την ΕΣΣΔ είναι μπλοκαρισμένα τώρα στην Ισλανδία η' για προσέγγιση από την Αμερική στην Ισλανδία.

Καταλαβαίνω υπάρχει κίνδυνος ότι ο αποπλους αυτών των πλοίων μπορεί να καθυστερήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα εξαιτίας των δυσκολιών να οργανωθεί νηοπομπή συνοδευόμενη από τις Βρετανικές Ναυτικές Δυναμεις.

Είμαι πλήρως ενήμερος των συνεπαγομενων δυσκολιων και των θυσιών που έκανε η Μεγάλη Βρετανία στο ζήτημα αυτό.

Αισθάνομαι,ωστόσο,υποχρεος από μέρος μου να σας προσεγγίσω με το αίτημα να πάρετε όλα τα δυνατά μέτρα με σκοπό να διασφαλίσετε την άφιξη όλων των παραπάνω αναφερόμενων υλικών στην ΕΣΣΔ μέσα στον Μάιο καθώς αυτό είναι άκρως σημαντικό για το μέτωπο μας


,-From Stalin to Prime Minister Winsron Churchill, 24 May 1942. 


Έλαβα το μήνυμα σας το οποίο διαβιβάστηκε στο Kuibyshev 

και στο οποίο με πληροφορητε ότι 35 πλοία που μεταφέρουν πολεμικά υλικά για την ΕΣΣΔ ,είναι τώρα στη πορεία τους προς τα σοβιετικά λιμάνια.

Σας ευχαριστώ για το μήνυμα σας για τον απόπλου.Οσον αφορά το δικό μας μέρος οι ναυτικές και αεροπορικές μας δυνάμεις θα κάνουν το πιο δυνατό για την προστασία αυτών των μεταφορών στο τμήμα της διαδρομής που μου  υποδειξατε στο μήνυμά σας στις 9 Μαϊου.

.

.

.

21-LITTERATURE - ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ- ΚΕΙΜΕΝΑ- TEXTS-Χ.Ν.ΚΟΥΒΕΛΗΣ-C.N.COUVELIS . ΜΕΡΟΣ 21 PART 21

 .

.

21-LITTERATURE - ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-
ΚΕΙΜΕΝΑ- TEXTS-Χ.Ν.ΚΟΥΒΕΛΗΣ-C.N.COUVELIS
.
ΜΕΡΟΣ 21
PART 21

.

.


Friedrich Hölderlin.Der Tod des Empedokle,Susette,

(Ο θάνατος του Εμπεδοκλή,Σουζετ)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Αίτνα,3350μ ύψος,ενεργό ηφαίστειο στη Σικελία,με ενεργές εκρήξεις πριν από 500.000 χρόνια,η ονομασία από το ελληνικό αιθω,καίγομαι,αναφλεγομαι,

όλη τη νύχτα στο διπλανό δωμάτιο η Σουζετ εβηχε,τώρα εξαντλημένη κοιμάται,

κάτω το νερό του ποταμού Neckar κυλάει αργά,

τα πάντα υπόκεινται στις κινητήριες δυνάμεις,Φιλότης/Νείκος,

ο ποιητής Friedrich Holderlin είναι τρελός,είπε ο καθηγητής,κλεισμένος στον πύργο,στο Tübingen,

άνοιξε τη πόρτα,το κρεβάτι απείραχτο,κανείς δεν κοιμήθηκε εκεί,τότε είδε το αίμα,της Σουζετ,της Διότιμας μας του,

πήγε στο παράθυρο και κοίταζε κάτω ατάραχα τα παγωμένα νερά του Νeckar,

θα τύλιγαν σαν σεντόνι το σώμα του,

τότε είδε στο βάθος το ηφαίστειο,ιερό δέος,ένας πύρινος γίγαντας,συνέχεια ανέβαινε,η αναπνοή του κόβονταν,θα έφτανε νυχτονωντας,ο θάνατος δεν διαφέρει από τη ζωή,από εδω φαίνεται όλη η Ελλάδα,Εκρήγνυται το ηφαίστειο,Υπεριωνα,

τα ψάρια γυρίζουν γύρω από βυθισμένο σώμα του,πλάι του το σώμα της Σουζετ,σε ακουγα όλη τη νύχτα,δεν κοιμομουν,το Νείκος,θα σε καταστρέψει,διαλύσει,

Φρίντριχ,που είσαι; άκουσε τη φωνή της,

έρχονταν από το βάθος της λάβας,είναι απλό αυτό που θέλω,Εμπεδοκλή,

τον είδε να πέφτει,η φωτιά ένα από τα στοιχεία της Φύσεως του,

στο δωμάτιο του πύργου,η Σουζετ κοιμάται στον καναπέ,την κοιτάζει,Ομορφιά,Φιλότητα,

ήταν τρελός τότε ο Χεντερλιν,

είπε στους φοιτητές ο καθηγητής που επισκέφτηκαν τον πύργο στο Tübingen,

από το 1905 που πέθανε η Σουζετ η ψυχική του υγεία επιδεινώθηκε,

.

.

.


(ΙΣΤΟΡΙΑ)

4 ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ STALIN ΠΡΟΣ ΤΟΝ PRIME MINISTER WINSTON CHURCHILL(7/1941-5/1942)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


-From Stalin to Prime Minister Winston Churchill, 15 July 1941. 


Σας ευχαριστώ πάρα πολύ  για την υπόσχεση σας να παραχωρησετε βοήθεια σε μας με τις μηνιεες παραδόσεις αλουμινίου ,δεξαμηνων και αεροσκαφών. 

Μπορώ να καλοσορισω την πρόθεση της Βρετανικής Κυβέρνησης να παραχωρήσει αυτή τη βοήθεια σε αλουμίνιο,δεξαμηνες και αεροσκάφη,όχι πάνω σε συνειθισμενη εμπορική βάση,αλλά πάνω στη βάση της συντροφικότητας και της συνεργασιας.

Ελπίζω η Βρετανική Κυβέρνηση θα έχει μεγάλη ευκαιρία να πεισθεί ότι η Σοβιετική Κυβέρνηση κατανοεί πως να εκτιμήσει την βοήθεια που δέχθηκε από τον σύμμαχο της


-From Stalin to Prime Minister Winston Churchill, 18 July 1941. 

...

Μου φαίνεται,επιπλέον,ότι η στρατιωτική θέση της Σοβιετικής Ένωσης,καθώς επίσης της Μεγάλης Βρετανίας,θα ήταν βελτιωνονταν σημαντικά αν  δημιουργουνταν ένα μέτωπο  εναντίον του Χίτλερ δυτικά(Βόρεια Γαλλία) και βόρεια(Αρκτική).

Το μέτωπο στη Βόρεια Γαλλία όχι μόνο θα μπορούσε να εκτρέψει τις δυνάμεις του Χίτλερ από την Ανατολή,αλλά, ταυτόχρονα,θα καθιστούσε αδύνατη για τον Χίτλερ την εισβολή στην Μεγάλη Βρετανία


-From Stalin to Prime Minister Winsrton Churcill, 6 May 1942


Έχω αίτημα για σας.Περιπου 90 ατμόπλοια φορτωμένα με διάφορα σπουδαία πολεμικά υλικά για την ΕΣΣΔ είναι μπλοκαρισμένα τώρα στην Ισλανδία η' για προσέγγιση από την Αμερική στην Ισλανδία.

Καταλαβαίνω υπάρχει κίνδυνος ότι ο αποπλους αυτών των πλοίων μπορεί να καθυστερήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα εξαιτίας των δυσκολιών να οργανωθεί νηοπομπή συνοδευόμενη από τις Βρετανικές Ναυτικές Δυναμεις.

Είμαι πλήρως ενήμερος των συνεπαγομενων δυσκολιων και των θυσιών που έκανε η Μεγάλη Βρετανία στο ζήτημα αυτό.

Αισθάνομαι,ωστόσο,υποχρεος από μέρος μου να σας προσεγγίσω με το αίτημα να πάρετε όλα τα δυνατά μέτρα με σκοπό να διασφαλίσετε την άφιξη όλων των παραπάνω αναφερόμενων υλικών στην ΕΣΣΔ μέσα στον Μάιο καθώς αυτό είναι άκρως σημαντικό για το μέτωπο μας


,-From Stalin to Prime Minister Winsron Churchill, 24 May 1942. 


Έλαβα το μήνυμα σας το οποίο διαβιβάστηκε στο Kuibyshev 

και στο οποίο με πληροφορητε ότι 35 πλοία που μεταφέρουν 

πολεμικά υλικά για την ΕΣΣΔ ,είναι τώρα στη πορεία τους προς τα σοβιετικά λιμάνια.

Σας ευχαριστώ για το μήνυμα σας για τον απόπλου.Οσον αφορά το δικό μας μέρος οι ναυτικές και αεροπορικές μας δυνάμεις θα κάνουν το πιο δυνατό για την προστασία αυτών των μεταφορών στο τμήμα της διαδρομής που μου  υποδειξατε στο μήνυμά σας στις 9 Μαϊου.

.

.

.


(ΙΔΙΟΤΡΟΠΟΙ ΕΡΩΤΕΣ)

ΤΕΛΟΣ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


έμενε στο διπλανό διαμέρισμα,ποτέ δεν τον συνάντησε,ήταν μοναχικός,

δεν είχε επισκέψεις,κάποιες φορές κάθονταν στο μπαλκόνι,σχεδόν

ακίνητος,τον παρακολουθούσε κρυμμένη,έπρεπε να βρει μια προφαση

να τον προσεγγίσει,

χτύπησε την πόρτα του,άργησε να της ανοίξει,ένας άντρας ψηλός αδύνατος

γύρω στα σαράντα,του είπε πως θα λείψει λίγες μέρες και αν μπορεί

να έχει την προσοχή του στο διαμερίσματα της,συμβαίνουν διάφορα,

διαρρηκτες,ο άλλος της είπε να μην ανησυχει,του έδωσε το τηλέφωνο της

και κατέγραψε και το δικό του,τον ευχαρίστησε,

έμεινε κλεισμένη στο σπίτι πέντε μέρες,χωρίς να κάνει θόρυβο,απενεργοποιησε

το τηλέφωνο,δεν άνοιξε τηλεόραση ούτε ηλεκτρικό φως,

διάβασε την Δική του Κάφκα και τον Δον Κιχώτης του Θερβάντες,

κοιμόνταν νωρίς,

ηταν ήσυχη,είχε πάρει την απόφαση,αυτός θα είναι ο άνθρωπος που

θα την εκτελέσει,δεν την ξεγελουσε η διαίσθηση της,είχε σχεδιάσει

πως όλο αυτό θα προχωρούσε,κι ήταν βέβαιη πως θα κατέληγε σε

αυτό που επιθυμούσε,

την πέμπτη μέρα της δήθεν επιστροφής της τον πήρε τηλέφωνο,τον

ευχαρίστησε για την εξυπηρέτηση και του πρότεινε να συναντηθούν

να πιουν καφέ,ο άλλος δέχτηκε,όρισαν ραντεβού,

παρουσιάστηκε μπροστά του εντυπωσιακή,είδε την εντύπωση που έκανε

στα μάτια του,έπρεπε να το εκμεταλλευτεί,

χαμογελούσε συνέχεια,είχε εύθυμη διάθεση,τον κοιτούσε στα μάτια,

αυτή κατηύθυνε τη συζήτηση,του είπε για τη δουλειά της,ζωγράφος,

γύρισαν μαζί σπίτι,

εκεί,έξω από τη πόρτα,του πρότεινε,αν θέλει,να μαγειρέψει και να φάνε μαζί,

είδε τη χαρά στα μάτια του,ναι,είπε

και μπήκαν στο διαμέρισμα της,κάθισαν στο σαλόνι,ουίσκι η' βότκα με λεμονι;ρώτησε,βότκα λεμόνι,αυτός,ουίσκι,εκείνη,

με συγχωρείς,του είπε,θα πάω να ετοιμάσω το φαγητο,

την άκουγε στην κουζίνα,

ήταν όμορφη,ένιωθε ερωτευμένος μαζί της,

κοίταξε έναν πίνακα της  στον τοίχο απέναντι,μια καθιστή γυναίκα,τα χρώματα

έντονα,έβλεπες τη σάρκα στα πόδια στα χέρια στο πρόσωπο,το στόμα της

ανοιχτό,σε έκφραση ουρλιαχτου,

το φαγητό είναι έτοιμο,την άκουσε,πήγε στη κουζίνα,

ψητό κοτόπουλο με πατάτες,σαλάτα μαρούλι,κόκκινο κρασί

μετα το φαγητό κάθησαν στο σαλόνι,τον ρώτησε για την δουλειά του,δικηγόρος

του αστικού δικαίου,

-η γυναίκα,στον πίνακα,της έδειξε,

-η ζωγραφική σήμερα,του είπε,δεν απεικονίζει όμορφα πράγματα,αλλά τον

βαθύτερο άνθρωπο,αυτή η γυναίκα πραγματικά ουρλιάζει,

την κοίταξε,

-είναι αυτοπορτραιτο,του είπε,


οταν έφυγε,ξάπλωσε με τα ρούχα στο κρεβάτι,κοιμήθηκε,ξύπνησε,ανεπνεε

βαριά,ένιωθε να πνίγεται,κοίταξε την ώρα,ήταν αργά,νυχτα

τον πήρε τηλέφωνο,το άφησε να χτυπάει,τελικά το σήκωσε,

-εμπρός,

-εγω είμαι,σε ξύπνησα;,με συγχωρείς,έλα αν μπορείς είναι ανάγκη,

σε λίγο ήρθε,

-ανησύχησα,

κάθησαν στο σαλόνι,

-θα σου πω τι μου συμβαίνει,μην φοβηθείς,

άρχισε να του λέει,πόσο δύσκολα αισθάνεται,δεν έχει καμία διάθεση για

ζωή,όσες προσπαθειες έκανε να συνέλθει απέτυχαν,πρέπει να τελειώσει

με αυτό,δεν γίνεται αλλιώς,

ο άλλος δεν μιλούσε,

-κοιτσξε με στα μάτια,του είπε,θέλω εσύ να είσαι αυτός που θα βάλει τέρμα

στη ζωή μου,εγώ είμαι δειλή,δεν θα το κάνω μόνη μου,και θα υποφέρω,

τρόμαξε,

-εγω,πως μπορώ;

-θα το μπορέσεις,είναι εύκολο,ένας ξένος είσαι,δεν εμπλέκεσαι συναισθηματικά,

ούτε έχεις πάθος,μια απλή πράξη,με σημαδεύεις,πατάς την σκανδάλη,και τελος

ο άλλος έσκυψε το κεφάλι,

μην διστάζεις,δεν είναι σε καμία περίπτωση εγκληματική πράξη,άλλωστε θα

γράψω και θα υπογράψω πως έχοντας το λογικό μου σου ανέθεσα αυτό το

έργο, και  θα αναγράφει το ποσό με το οποίο θα πληρωθείς γι'αυτό,αν δεν

συμφωνήσουμε,σίγουρα,κάποιος άλλος θα βρεθεί,

-ειστε τόσο όμορφη,και τόσο νέα,της είπε,


από εκείνη την μέρα δεν ξανασυναντήθηκαν,περασαν δέκα μέρες,

χτύπησε την πόρτα της,

εκείνη κοίταξε το ρολόι,10 η ώρα,νυχτα

άνοιξε την πόρτα,

-ηρθα,της είπε,

-σε περίμενα,του είπε,

τον αγκάλιασε και τον πήγε στη κρεβατοκάμαρα,χαμηλός κόκκινος φωτισμός,

εκείνη κάθισε μπροστά στον καθρέφτη,

εκείνος όρθιος πίσω της,

της έδειξε το περίστροφο,

κι έβαλε τις σφαίρες,

εκείνη έβαψε κόκκινα τα χείλη,σχεδίασε με γαλάζιο μολύβι τα μάτια,

-εισαι πολύ όμορφη,της είπε,

την σημάδευε

-ειμαι τρέλα ερωτευμένος μαζί σου,γι'αυτό το κάνω

πάτησε τη σκανδαλη

.

.

.


Αινιγμα-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


-ότι βλέπεις,ότι θα δεις-,δεν συνεχισε,-καταλαβαινεις-,δεν μιλησε,

όχι δεν θα είναι θεατρική παράσταση,η' κάποιο σόου,ένας άντρας βλέπει

μια γυναίκα,η γυναίκα ενεργεί,-εγω ενεργώ-ειπε,άρχισε να ψιθυρίζει,

επειτα σταμάτησε,-βλεπεις εδω-του έδειξε,κοίταζε,-μην πεις,είναι όμορφο,

μόνο συνέχισε να κοιτας-τι σημαίνει να έχεις όραση;,σκέφτηκε,η γυναίκα

σηκώθηκε,έρριξε τροφή στο κίτρινο ψαράκι στη γυάλα,-ο χρόνος είναι

ένα ψαρακι-χαμογελασε,κάθησε απέναντι του στην καρέκλα,-βλεπεις;-

ολα τα έβλεπε να  αποκαλυπτονται,ένα ένα,-αυτο είναι η γυναικα-του είπε,

-κάτι που αποκαλυπτεται-

.

.

.


GOOD MORNING DARLING -POP ROMANCO-2μ χ 3μ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


(Ανθρώπινα Εσωτερικά)

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΕΛΙΖΑΣ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Η Ελιζα κοίταξε το πρόγραμμα της,

σήμερα:


10πμ:μανικιούρ πεντικιούρ

11πμ:βάψιμο μαλλιών και χτένισμα

12πμ:περιποίηση προσώπου 

και μακιγιάζ

1μμ:συνάντηση με τον Πωλ και γευμα σε κεντρικό ρεστοραντ

3μμ:μεσημεριανος ύπνος

4.15μμ: συνεδρία με τον ψυχαναλυτή

5-7μμ:σοπινγκ

8μμ:Θέατρο

8.30μμ:συνάντηση με τον Πωλ,δείπνο

10μμ:σε μπαρ για ποτό και ντανσινγκ

1πμ:επιστροφή στο σπίτι,ύπνος


Στεναχωρήθηκε,γιατί η μέρα ηταν γεμάτη,δεν είχε χρόνο:


.για πατινάζ στο πάγο

.για χορό μπαλέτου

.για τα εγκαίνια της έκθεσης .ζωγραφικής φίλης της

.να ασχοληθεί με το γραψιμο του καινούργιου της μυθιστορηματος

.να συνεχίσει τη μετάφραση του

αμερικανικου μπεστ σελερ

.να επισκεφθεί τη μητέρα της

.να πάει στο γυμναστήριο


για σπα ούτε συζήτηση


ίσα που προλαβαίνει τηλεφωνισει στα παιδιά της


η ώρα είναι 8πμ,

γέμισε τη μπανιέρα με ζεστό νερό και αρωματικά,ας απολαυσει το αφρολουτρο


Μια πλήρης μέρα την περιμενει

.

.

.


,

 .

.


Der liebste Roland

Ein Märchen der Brüder Grimm

(Ο αγαπητικός Ρολάν

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ήταν μια φορά μια γυναίκα,που ήταν πραγματική μάγισσα,κι είχε δύο κορες,

μια άσχημη και κακη,και την αγαπούσε γιατί η πραγματική της κορη ήταν,και 

μια όμορφη και καλή,που τη μισούσε,γιατί ήταν θετη της κόρη.

Κάποτε η θετή κόρη είχε μια όμορφη ποδια,που άρεσε στην αλλη,τόσο που ζήλευε και στη μάνα της ειπε,πως ήθελε οπωσδηποτε να'χει την ποδια.

'Μην ανησυχείς,παιδί μου' της είπε η γρια'θα την έχεις.Η θετή σου αδερφή πρέπει να πεθάνει,σημερα τη νύχτα,όταν κοιμάται,θα'ρθω και θα της κόψω 

το κεφάλι.Προσεξε όμως,στο πίσω μέρος του κρεβατιού να'σαι,και σπρωξ'την αυτή ακριβώς μπροστά'

Αυτό θα γινονταν αν η  φτωχη κοπελα, δεν ήταν σε μια γωνια κι όλα να τα ειχε ακουσει.

Όλη τη μέρα δεν της επιτραπηκε έξω απ'τη πόρτα να βγει,και σαν ήρθε η ώρα του ύπνου,έπρεπε στο κρεβάτι να ανέβει,και να είναι πίσω.

Όταν αυτή ήταν κοιμισμενη,την έσπρωξε μπροστά,και πήρε τη θέση πίσω στο τοίχο,

Τη νύχτα μπήκε η γριά,στο δεξί χέρι κρατούσε ένα τσεκούρι,με το δεξί έψαξε,αν αυτή μπροστά ήταν,και κατόπιν έσφιξε το τσεκούρι με τα δύο χέρια,το σήκωσε και κατεβάζοντας το έκοψε το κεφάλι του παιδιού της.

Όταν αυτή εφυγε,σηκώθηκε η κοπέλα και πήγε στον αγαπητικό της ,που Ρολάν ονομάζονταν,και του χτύπησε τη πόρτα.

Όταν αυτός βγήκε εξω,του είπε.

'Ακου,αγαπημένε μου Ρολάν,πρέπει γρήγορα να φύγουμε,η μητριά μου θέλησε να με σκοτώσει,αλλά τη κόρη της έσφαξε.Μολις ξημερώσει,και δει,τι έχει κάνει,είμαστε χαμενοι'

'Ομως σε συμβουλευω'ειπε ο Ρολάν 'πως πρώτα πρέπει να της αρπάξεις το μαγικό ραβδί,αλλιώς δεν θα μπορέσουμε να γλυτώσουμε,αν μας ακολουθήσει και μας κυνηγήσει'.

Η κοπέλα άρπαξε το μαγικό ραβδί και μετά πήρε το πεθαμένο κεφάλι κι έσταξε τρεις σταγόνες πάνω στο χωμα,μια μπροστά στο κρεβάτι,μια στη κουζίνα και μια στη σκάλα.Κατοπιν με τον αγαπημένο της έφυγε βιαστικα για μακριά.

Όταν λοιπόν το πρωί η γριά μάγισσα σηκώθηκε, φωναξε την κόρη της,κι ήθελε να της δώσει την ποδιά,αλλά αυτή δεν ήρθε.Τοτε φωναξε.'Που είσαι;'

'εδω στη σκάλα,σκουπιζω'  απάντησε η μια σταγόνα από αίμα.

Η γριά βγήκε έξω,αλλά δεν είδε κανέναν στη σκάλα και ξαναφωναξε.'Που είσαι;'

'εδω στη κουζίνα,ζεστενομαι' φώναξε η δεύτερη σταγόνα από αίμα.

Αυτή πήγε στη κουζίνα,αλλά δεν βρήκε κανέναν.Τοτε φώναξε ακόμα μια φορά.'Που είσαι;'

'Εδω στο κρεβάτι,κοιμαμαι' φώναξε η τρίτη σταγόνα από αίμα.

Αυτή πήγε στο δωμάτιο στο κρεβάτι.Και τι είδε εκεί;Το παιδί της,μέσα στο αίμα του να κολυμπά,και στο οποίο αυτή η ίδια του είχε κόψει το κεφάλι.

Η μάγισσα θύμωσε,πετάχτηκε στο παράθυρο,κι όπως μπορούσε στον κόσμο να δει μακρυά,είδε την θετή της κόρη,με τον αγαπητικο της Ρολάν να φεύγουν πέρα.

'Αυτο σε τίποτα δεν θα σας βοηθησει' φώναξε,'οσο μακρυά και να πάτε,δεν θα μου ξεφυγετε'

Αυτή φόρεσε τις μπότες-μίλια μέτρα,με τις οποίες αυτή με κάθε βήμα μια 

ώρα κάνει εκανε,και δεν πέρασε πολύ και τους δυο είχε φτασει.

Όμως η κοπέλα,όπως είδε τη γριά να πλησιάζει,μεταμόρφωσε με το μαγικό ραβδί τον αγαπητικό της Ρολάν σε μια λίμνη,και τον εαυτό της σε μια πάπια,

που στη μέση της λίμνης κολυμπάει.

Η μάγισσα σταματησε στην όχτη,έρριξε κομμάτια ψωμί μέσα,κι έκανε κάθε προσπαθεια,την πάπια να πλανεψει,αλλά η πάπια δεν πλανευτηκε,κι η γριά επρεπε απραχτη να επιστρέψει.

Τότε πήρε η κοπέλα με τον αγαπητικο της Ρολάν πάλι τη φυσική μορφή,και προχώρησαν παραπέρα όλη τη νύχτα μέχρι το ξημέρωμα.

Κατόπιν μεταμορφώθηκε η κοπέλα σε ένα ομορφο λουλουδι,που στη μέση ενός τόπου γεμάτου αγκάθια ήταν,και τον αγαπητικο της Ρολάν σ'εναν βιολιστη.

Σε λίγο,έφτασε εκεί η μάγισσα,και είπε στον μουσικό:

'Καλε μου μουσικέ,μπορώ το ομορφο λουλούδι να το κόψω;'

'Ναι'απαντησε αυτός,'και θέλω να σου παίξω',

Όταν αυτή βιαστικά στ'αγκαθια χώθηκε,επειδή πολύ καλά ήξερε,ποιο ήταν το λουλούδι,και,ηθελε δεν ήθελε,έπρεπε να χορέψει,γιατί ένας μαγικός χορός 

ήταν.Όσο γρηγοτερα αυτός έπαιζε,τόσο μεγαλύτερα πηδήματα έπρεπε αυτή 

να κάνει,και τ'αγκαθια της εσχισαν τα ρούχα από το σώμα,την τρυπούσαν την ματωναν και την πλήγωναν,κι αφού αυτός δεν σταματούσε,έπρεπε συνέχεια 

να χορεύει,μέχρι που έπεσε νεκρή.

Όταν αυτοί ηταν σωζμενοι,είπε ο Ρολάν,

'Θελω τώρα να πάω στον πατέρα μου και τον γαμο να ετοιμασω'

'Τοτε εγώ εν τω μεταξυ εδώ θα μείνω' είπε η κοπέλα,'κι εσένα θα περιμένω,

και για να μην με αναγνωρίσει κανένας,θα μεταμορφωθω σε μια κόκκινη πετρα'

Έπειτα έφυγε ο Ρολάν,κι η κοπέλα έμεινε σαν μια κόκκινη πέτρα στο χωράφι 

και περίμενε τον αγαπητικο της.

Αλλά όταν Ρολάν γύρισε σπίτι,πιάστηκε στη παγίδα μιας άλλης,που τον κατάφερε,ώστε τη κοπέλα να ξεχάσει.Η φτωχή κοπέλα στάθηκε καιρό ,αλλά όταν αυτός τελικά δεν επέστρεψε,στεναχωρηκε και μεταμορφώθηκε σ'ενα 

λουλούδι και σκέφτηκε:'Καποιος θα'ρθει εδώ και  θα με ποδοπατησει'

Συνέβει τότε,ένας βοσκός στο τόπο το κοπάδι του να βοσκαει και το λουλούδι είδε,κι επειδή τόσο όμορφο ήταν,το έκοψε,το πήρε μαζί του και το έβαλε στο ντουλάπι του.

Aπο εκείνη τη στιγμή όλα πήγαιναν θαυμάσια στο σπίτι του βοσκού.Οταν σηκώνονταν το πρωι,όλες οι δουλειές ηταν καμωμένες,το δωμάτιο ήταν σκουπισμενο,το τραπέζι κι ο πάγκος σκουπισμενα,η φωτιά στο τζάκι αναμμένη και το νερό φερμένο,και το μεσημέρι,όταν γύριζε στο σπίτι,ήταν το τραπέζι στρωμένο και ένα καλό φαγητό σερβιρισμενο.

Δεν μπορούσε να καταλάβει,τι συνέβαινε,γιατί ποτέ δεν είδε έναν άνθρωπο 

στο σπίτι του,και δεν ήταν δυνατόν κανένας μέσα στο μικρη καλυβα να'ναι κρυμμένος.

Φυσικά του άρεσε η φροντιδα.αλλά στο τέλος ένιωσε φόβο,γι'αυτό πήγε σε 

μια σοφή γυναίκα και συμβουλή ζήτησε.

Η σοφη γυναικα είπε.'πισω απ'αυτο υπάρχει μαγεία,παραφύλαξε κάποιο πρωινο πολύ νωρίς,αν κάτι μέσα στο δωμάτιο κινείται,κι όταν κάτι δεις,αυτό θα'ναι,αυτό που θέλεις,τότε πέταξε γρήγορα ένα άσπρο σεντόνι πάνω του,και τότε η μαγεία θα σταματησει'

Ο βοσκός έκανε,όπως εκείνη του'πε,και τ'αλλο πρωί,όταν ξημέρωνε,είδε πως 

το ντουλάπι άνοιξε και το λουλούδι έξω βγήκε.

Γρήγορα πήδηξε αυτός και της πέταξε ένα άσπρο σεντόνι.Αμεσως η

μεταμόρφωση έπαυσε  και μια όμορφη κοπέλα στέκονταν μπροστά του,που 

του ομολόγησε ότι αυτή ήταν το λουλουδι και το νοικοκυριό του φρόντιζε.

Του διηγήθηκε τη τύχη του,κι επειδή σ'αυτον άρεσε,ρώτησε,αν ήθελε να τον 

παντρευτεί,αλλά αυτή απάντησε.'οχι',επειδη ήθελε στον αγαπητικό της Ρολάν,

αν και την είχε παρατήσει,ακόμα πίστη να μείνει,αλλά υποσχέθηκε,ότι δεν

θα φύγει,αλλά ήθελε να εξακολουθησει το νοικοκυριό του να κραταει

Τώρα ήρθε ο καιρός,ο Ρολάν να κάνει το γάμο,κι ανακοινώθηκε σύμφωνα με

το παλιό έθιμο στη χώρα,ότι όλες οι κοπέλες πρέπει να παραβρεθούν και 

τραγουδησουν προς τιμή της νύφης και του γαμπρού.

Η πιστη κοπέλα ,όταν τ'ακουσε,ένιωσε τόσο στεναχώρια,ώστε νόμιζε,πως

η καρδιά στο στήθος της θα σπάσει,και δεν ήθελε να πάει,αλλά ήρθαν οι

άλλες και την πήραν.Αλλα οταν η σειρά ήρθε,να τραγουδήσει,τραβήχτηκε 

πίσω,κι έμεινε μόνη,όμως αυτό δεν την βοήθησε.

Αλλά όπως το τραγούδι της άρχισε,και έφτασε στ'αυτια του Ρολάν,αυτός

πεταχτηκε πανω και φώναξε.'Γνωριζω τη φωνή,αυτή είναι η πραγματική νύφη,

άλλη δεν θελω'

Όλα,όσα είχε ξεχάσει κι απ'τό μυαλό του ηταν ,σβησμενα,ξαφνικά στην

καρδιά του ξαναγύρισαν.Τοτε έκανε η πίστη κοπέλα το γάμο με τον αγαπητικό

της Ρολάν,και τελείωσε η στεναχώρια κι άρχισε η ευτυχία της.

.

.

Es war einmal eine Frau, die war eine rechte Hexe, und hatte zwei Töchter, eine hässlich und böse, und die liebte sie, weil sie ihre rechte Tochter war, und eine schön und gut, die hasste sie, weil sie ihre Stieftochter war.


Zu einer Zeit hatte die Stieftochter eine schöne Schürze, die der andern gefiel, so dass sie neidisch war und ihrer Mutter sagte, sie wollte und müsste die Schürze haben. "Sei still, mein Kind," sprach die Alte, "du sollst sie auch haben. Deine Stiefschwester hat längst den Tod verdient, heute nacht, wenn sie schläft, so komm und ich haue ihr den Kopf ab. Sorge nur, dass du hinten ins Bett zu liegen kommst, und schieb sie recht vornen hin."


Um das arme Mädchen war es geschehen, wenn es nicht gerade in einer Ecke gestanden und alles mit angehört hätte. Es durfte den ganzen Tag nicht zur Türe hinaus, und als Schlafenszeit gekommen war, musste es zuerst ins Bett steigen, damit sie sich hinten hinlegen konnte; als sie aber eingeschlafen war, da schob es sie sachte vornen hin und nahm den Platz hinten an der Wand. In der Nacht kam die Alte geschlichen, in der rechten Hand hielt sie eine Axt, mit der linken fühlte sie erst, ob auch jemand vornen lag, und dann fasste sie die Axt mit beiden Händen, hieb und hieb ihrem eigenen Kind den Kopf ab. Als sie fortgegangen war, stand das Mädchen auf und ging zu seinem Liebsten, der Roland hiess, und klopfte an seine Türe. Als er herauskam, sprach sie zu ihm: "Höre, liebster Roland, wir müssen eilig flüchten, die Stiefmutter hat mich totschlagen wollen, hat aber ihr eigenes Kind getroffen. Kommt der Tag, und sie sieht, was sie getan hat, so sind wir verloren."


"Aber ich rate dir," sagte Roland, "dass du erst ihren Zauberstab wegnimmst, sonst können wir uns nicht retten, wenn sie uns nachsetzt und verfolgt." Das Mädchen holte den Zauberstab, und dann nahm es den toten Kopf und tröpfelte drei Blutstropfen auf die Erde, einen vors Bett, einen in die Küche und einen auf die Treppe. Darauf eilte es mit seinem Liebsten fort.


Als nun am Morgen die alte Hexe aufgestanden war, rief sie ihre Tochter, und wollte ihr die Schürze geben, aber sie kam nicht. Da rief sie: "Wo bist du?"


"Ei, hier auf der Treppe, da kehr ich," antwortete der eine Blutstropfen. Die Alte ging hinaus, sah aber niemand auf der Treppe und rief abermals: "Wo bist du?"


"Ei, hier in der Küche, da wärm ich mich," rief der zweite Blutstropfen. Sie ging in die Küche, aber sie fand niemand. Da rief sie noch einmal "wo bist du?"


"Ach, hier im Bette, da schlaf ich," rief der dritte Blutstropfen. Sie ging in die Kammer ans Bett. Was sah sie da? Ihr eigenes Kind, das in seinem Blute schwamm, und dem sie selbst den Kopf abgehauen hatte.


Die Hexe geriet in Wut, sprang ans Fenster, und da sie weit in die Welt schauen konnte, erblickte sie ihre Stieftochter, die mit ihrem Liebsten Roland forteilte. "Das soll euch nichts helfen," rief sie, "wenn ihr auch schon weit weg seid, ihr entflieht mir doch nicht."


Sie zog ihre Meilenstiefel an, in welchen sie mit jedem Schritt eine Stunde machte, und es dauerte nicht lange, so hatte sie beide eingeholt. Das Mädchen aber, wie es die Alte daherschreiten sah, verwandelte mit dem Zauberstab seinen Liebsten Roland in einen See, sich selbst aber in eine Ente, die mitten auf dem See schwamm. Die Hexe stellte sich ans Ufer, warf Brotbrocken hinein und gab sich alle Mühe, die Ente herbeizulocken; aber die Ente liess sich nicht locken, und die Alte musste abends unverrichteter Sache wieder umkehren.


Darauf nahm das Mädchen mit seinem Liebsten Roland wieder die natürliche Gestalt an, und sie gingen die ganze Nacht weiter bis zu Tagesanbruch. Da verwandelte sich das Mädchen in eine schöne Blume, die mitten in einer Dornhecke stand, seinen Liebsten Roland aber in einen Geigenspieler. Nicht lange, so kam die Hexe herangeschritten und sprach zu dem Spielmann: "Lieber Spielmann, darf ich mir wohl die schöne Blume abbrechen?" - "0 ja," antwortete er, "ich will dazu aufspielen." Als sie nun mit Hast in die Hecke kroch und die Blume brechen wollte, denn sie wusste wohl, wer die Blume war, so fing er an aufzuspielen, und, sie mochte wollen oder nicht, sie musste tanzen, denn es war ein Zaubertanz. Je schneller er spielte, desto gewaltigere Sprünge musste sie machen, und die Dornen rissen ihr die Kleider vom Leibe, stachen sie blutig und wund, und da er nicht aufhörte, musste sie so lange tanzen, bis sie tot liegen blieb.


Als sie nun erlöst waren, sprach Roland: "Nun will ich zu meinem Vater gehen und die Hochzeit bestellen." - "So will ich derweil hier bleiben," sagte das Mädchen, "und auf dich warten, und damit mich niemand erkennt, will ich mich in einen roten Feldstein verwandeln." Da ging Roland fort, und das Mädchen stand als ein roter Stein auf dem Felde und wartete auf seinen Liebsten.


Als aber Roland heim kam, geriet er in die Fallstricke einer andern, die es dahin brachte, dass er das Mädchen vergass. Das arme Mädchen stand lange Zeit, als er aber endlich gar nicht wiederkam, so ward es traurig und verwandelte sich in eine Blume und dachte: "Es wird ja wohl einer dahergehen und mich umtreten."


Es trug sich aber zu, dass ein Schäfer auf dem Felde seine Schafe hütete und die Blume sah, und weil sie so schön war, so brach er sie ab, nahm sie mit sich, und legte sie in seinen Kasten. Von der Zeit ging es wunderlich in des Schäfers Hause zu. Wenn er morgens aufstand, so war schon alle Arbeit getan: die Stube war gekehrt, Tische und Bänke abgeputzt, Feuer auf den Herd gemacht und Wasser getragen; und mittags, wenn er heim kam, war der Tisch gedeckt und ein gutes Essen aufgetragen. Er konnte nicht begreifen, wie das zuging, denn er sah niemals einen Menschen in seinem Haus, und es konnte sich auch niemand in der kleinen Hütte versteckt haben. Die gute Aufwartung gefiel ihm freilich, aber zuletzt ward ihm doch angst, so dass er zu einer weisen Frau ging und sie um Rat fragte. Die weise Frau sprach: "Es"es steckt Zauberei dahinter; gib einmal morgens in aller Frühe acht, ob sich etwas in der Stube regt, und wenn du etwas siehst, es mag sein, was es will, so wirf schnell ein weisses Tuch darüber, dann wird der Zauber gehemmt." Der Schäfer tat, wie sie gesagt hatte, und am andern Morgen, eben als der Tag anbrach, sah er, wie sich der Kasten auftat und die Blume herauskam.


Schnell sprang er hinzu und warf ein weisses Tuch darüber. Alsbald war die Verwandlung vorbei, und ein schönes Mädchen stand vor ihm, das bekannte ihm, dass es die Blume gewesen wäre und seinen Haushalt bisher besorgt hätte. Es erzählte ihm sein Schicksal, und weil es ihm gefiel, fragte er, ob es ihn heiraten wollte, aber es antwortete "nein," denn es wollte seinem Liebsten Roland, obgleich er es verlassen hatte, doch treu bleiben: aber es versprach, dass es nicht weggehen, sondern ihm fernerhin haushalten wollte.


Nun kam die Zeit heran, dass Roland Hochzeit halten sollte: da ward nach altem Brauch im Lande bekanntgemacht, dass alle Mädchen sich einfinden und zu Ehren des Brautpaars singen sollten. Das treue Mädchen, als es davon hörte, ward so traurig, dass es meinte, das Herz im Leibe würde ihm zerspringen, und wollte nicht hingehen, aber die andern kamen und holten es herbei. Wenn aber die Reihe kam, dass es singen sollte, so trat es zurück, bis es allein noch übrig war, da konnte es nicht anders.


Aber wie es seinen Gesang anfing, und er zu Rolands Ohren kam, so sprang er auf und rief: "Die Stimme kenne ich, das ist die rechte Braut, eine andere begehr ich nicht." Alles, was er vergessen hatte und ihm aus dem Sinn verschwunden war, das war plötzlich in sein Herz wieder heimgekommen. Da hielt das treue Mädchen Hochzeit mit seinem Liebsten Roland, und war sein Leid zu Ende und fing seine Freude an.

.

.

.


Ειλεβιη-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Παρθένιος ο Νικαεύς 

Περὶ ἐρωτικῶν παθημάτων

1. Περὶ Λύρκου

-αποδοση μεταφραστικη-αφηγηση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


1. Περὶ Λύρκου

(Η ιστορία στον Λυρκο του Νικαναιτου και στουΑπολλώνιου του Ροδιου την

Καυνο)


[1.1] όταν αρπάχτηκε η Αργεία Ιω από ληστές,,ο πατέρας της ο Ιναχος έστειλε

διάφορους να την ψάξουν,και μέσα σ'αυτους ήταν ο Λύρκος του Φορωνεα,που

περιπλανήθηκε πολύ στη στεριά και πολλές θάλασσες πέρασε,και στο τελος,αφού δεν την βρήκε,παραιτήθηκε απ'την κουραση,κι επειδή φοβήθηκε

τον Ιναχο δεν ξαναγύρισε στο Άργος,φτάνοντας στην Καυνο στον Αιγιαλό εκεί

παντρεύεται την κόρη του Ειλεβιη,λενε πως η κοπέλα μόλις είδε τον

Λυρκο τον ερωτεύτηκε και θερμοπαρακαλεσε τον πατέρα να τον δεχτεί για άντρα της,κι εκείνος  δίνοντας του μεγαλο μερίδιο από τη βασιλική περιουσια γαμπρό τον έκανε.

 [1.2] αφού πέρασε πολύ καιρός και παιδιά δεν αποκτούσε ο Λύρκος,πήγε 

στο μαντείο του Διδυμεα  να ρωτήσει αν θ'αποκτησει κι ο θεός του απαντά

πως  θα αποκτήσει με την πρώτη που θα συναντήσει μόλις φύγει απ'τό μαντείο,

νομίζοντας πως του'πε το μαντειο για τη γυναίκα του βιάστηκε να πάει σ'αυτη.

 [1.3] όταν πλέοντας έφτασε στην Βυβασσο στον Σταφυλο του Διονυσου εκείνος

τον υποδέχτηκε πολύ φιλικά  και πολύ κρασί τον κερασε κι έτσι μεθυσμένο 

τον άφησε να κοιμηθεί με την κόρη του την Ημιθεα,αυτό το'κανε γιατί γνώριζε

τα του χρησμού κι ηθελε αυτη απ'αυτον ν'αποκτησει παιδια.

[1.4] επίσης διαμαχη έγινε αναμεσα στη Ροιω και την Ημιθεα του Σταφυλου τις κόρες ποια απ'αυτες θα σμίξει με τον ξένο,τόσος ερωτικός πόθος τις επιασε.

Ο Λύρκος καταλαβαίνοντας την άλλη μέρα αυτά που'κανε και βλεπωντας 

δίπλα του την Ημιθεα ξαπλωμένη οργίστηκε και κατηγόρησε τον Σταφυλο πως

τον εξαπάτησε,ύστερα μη ξερωντας τι να κάνει,αφού έλυσε τη ζώνη του

την έδωσε στη κοπέλα λέγοντας της να την φυλάξει μέχρι το παιδί να γίνει έφηβος,σαν αναγνωριστικό ,αν ποτέ έρχονταν στον πατέρα στην Καυνο,

και αναχώρησε με το πλοίο,

 [1.5] ο Αιγιαλός όταν έμαθε τα καθέκαστα του χρησμού και για την Ημιθεα,

θέλησε να τον διώξει απ'τη χώρα,και τότε άρχισε συνεχής μάχη ανάμεσα στους φίλους του Λυρκου και στους υποστηρικτές του Αιγιαλού,μάλιστα συνεργός 

του έγινε η Ειλεβιη,γιατί δεν τον είχε αρνηθεί.

[1.6] μετά απ'αυτα όταν έγινε άντρας το παιδί της Ημιθεας και του Λυρκου

(τ'ονομα του Βασιλος ήταν)ήρθε στην Καυνο,κι αυτόν αναγνωρίζοντας ο

Λύρκος που πια γέροντας ήταν αρχηγό των λαών του τον έκανε.

.

.

1. Περὶ Λύρκου

(Ἡ ἱστορία παρὰ Νικαινέτῳ ἐν τῷ Λύρκῳ καὶ Ἀπολλωνίῳ Ῥοδίῳ Καύνῳ)

[1.1] Ἁρπασθείσης Ἰοῦς τῆς Ἀργείας ὑπὸ λῃστῶν, ὁ πατὴρ αὐτῆς Ἴναχος μαστῆράς τε καὶ ἐρευνητὰς ἄλλους καθῆκεν, ἐν δὲ αὐτοῖς Λύρκον τὸν Φορωνέως, ὃς μάλα πολλὴν γῆν ἐπιδραμὼν καὶ πολλὴν θάλασσαν περαιωθείς, τέλος, ὡς οὐχ εὕρισκεν, ἀπεῖπε τὸν κάματον· καὶ εἰς μὲν Ἄργος δεδοικὼς τὸν Ἴναχον οὐ μάλα τι κατῄει, ἀφικόμενος δὲ εἰς Καῦνον πρὸς Αἰγιαλὸν γαμεῖ αὐτοῦ τὴν θυγατέρα Εἱλεβίην· ἔφασαν γὰρ τὴν κόρην ἰδοῦσαν τὸν Λύρκον εἰς ἔρωτα ἐλθεῖν καὶ πολλὰ τοῦ πατρὸς δεηθῆναι κατασχεῖν αὐτόν· ὁ δὲ τῆς τε βασιλείας μοῖραν οὐκ ἐλαχίστην ἀποδασάμενος καὶ τῶν λοιπῶν ὑπαργμάτων γαμβρὸν εἶχεν. 

[1.2] χρόνου δὲ πολλοῦ προϊόντος ὡς τῷ Λύρκῳ παῖδες οὐκ ἐγίνοντο, ἦλθεν εἰς Διδυμέως χρησόμενος περὶ γονῆς τέκνων· καὶ αὐτῷ θεσπίζει ὁ θεὸς παῖδας φύσειν, ᾗ ἂν ἐκ τοῦ ναοῦ χωρισθεὶς πρώτῃ συγγένηται· ὁ δὲ μάλα γεγηθὼς ἠπείγετο πρὸς τὴν γυναῖκα πειθόμενος κατὰ νοῦν [ἂν] αὐτῷ χωρήσειν τὸ μαντεῖον. 

[1.3] ἐπεὶ δὲ πλέων ἀφίκετο ἐς Βύβασσον πρὸς Στάφυλον τὸν Διονύσου, μάλα φιλοφρόνως ἐκεῖνος αὐτὸν ὑποδεχόμενος εἰς πολὺν οἶνον προυτρέψατο, κἀπειδὴ πολλῇ μέθῃ παρεῖτο, συγκατέκλινεν αὐτῷ Ἡμιθέαν τὴν θυγατέρα. ταῦτα δὲ ἐποίει προπεπυσμένος τὸ τοῦ χρηστηρίου καὶ βουλόμενος ἐκ ταύτης αὐτῷ παῖδας γενέσθαι. 

[1.4] δι᾿ ἔριδος μέντοι ἐγένοντο Ῥοιώ τε καὶ Ἡμιθέα αἱ τοῦ Σταφύλου τίς αὐτῶν μιχθείη τῷ ξένῳ· τοσοῦτος ἀμφοτέρας κατέσχε πόθος. Λύρκος δὲ ἐπιγνοὺς τῇ ὑστεραίᾳ οἷα ἐδεδράκει [καὶ] τὴν Ἡμιθέαν ὁρῶν συγκατακεκλιμένην ἐδυσφόρει τε καὶ πολλὰ κατεμέμφετο τὸν Στάφυλον, ὡς ἀπατεῶνα γενόμενον αὐτοῦ· ὕστερον δέ, μηδὲν ἔχων ὅ τι ποιῇ, περιελόμενος τὴν ζώνην δίδωσι τῇ κόρῃ κελεύων ἡβήσαντι τῷ παιδὶ φυλάττειν, ὅπως ἔχῃ γνώρισμα, ὁπόταν ἀφίκοιτο πρὸς τὸν πατέρα αὑτοῦ εἰς Καῦνον, καὶ ἐξέπλευσεν. 

[1.5] Αἰγιαλὸς δὲ ὡς ᾔσθετο τά τε κατὰ τὸ χρηστήριον καὶ τὴν Ἡμιθέαν, ἤλαυνεν τῆς γῆς αὐτόν. Ἔνθα δὴ μάχη συνεχὴς ἦν τοῖς τε τῷ Λύρκῳ προσθεμένοις καὶ τοῖς τὰ Αἰγιαλοῦ φρονοῦσι· μάλιστα δὲ συνεργὸς ἐγίνετο Εἱλεβίη· οὐ γὰρ ἀπεῖπεν τὸν Λύρκον. 

[1.6] μετὰ δὲ ταῦτα ἀνδρωθεὶς ὁ ἐξ Ἡμιθέας καὶ Λύρκου (Βασίλος αὐτῷ ὄνομα) ἦλθεν εἰς τὴν Καυνίαν, καὶ αὐτὸν γνωρίσας ὁ Λύρκος ἤδη γηραιὸς ὢν ἡγεμόνα καθίστησι τῶν σφετέρων λαῶν

.

.

.


Το νησι του Καθεστώτος

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Το καθεστώς μετά την τελική ολοκληρωτική νίκη του εδραιώθηκε πανισχυρο.Ολοι οι πολιτικοί αντίπαλοι,παρακολουθούνται επί 24ωρου βάσεως,και οι ατίθασοι από αυτούς παιρνουν την αγουσαν προς τα στρατόπεδα των ξερονησιων.

Στην ακτή απέναντι από ένα τέτοιο νησι συγκέντρωναν χιλιάδες πολιτικούς κρατούμενους,και των δύο φύλων.

Τα στρατόπεδα των αντρών και των γυναικων ήταν παριφραγμενα με πυκνό συρματόπλεγμα σε υψος 3μ,πάνω πάνω ήταν ηλεκτροφόρα καλώδια,και τα χωρίζει ένα πανύψηλος μαντρότοιχος από τσιμεντολιθα,εκεί μέσα εμεναν οι κρατούμενοι σε σκηνες και παράγκες μέχρι να μεταφερθούν στο απέναντι νησί.φυλακες νύχτα και μέρα περιπολούσαν πάνοπλοι και δυνατοί προβολείς χτένιζαν το χώρο σε μεγάλη έκταση και βάθος,

συνέχεια άκουγες διαταγές και βρισιές.

Το νησί απέναντι,στέκονταν ακίνητο,μακρόστενο,περίπου 2 μίλια απόσταση,μια οροσειρά πνιγμένη από τα αρχαία χρόνια στα νερά,μια βυθισμένη ράχη γίγαντα,

αδεντρη,σκληρή πέτρα.Εκει θα τους πήγαιναν.Περίμεναν τη σειρά τους,

Είχαν φόβο ,αγωνία,ο άνθρωπος δεν είναι ατσάλι,λυγίζει Φοβόντουσαν μην δειλιασουν και υπογράψουν τη δήλωση μετανοίας.

Περνούσαν οι ώρες,οι μέρες,οι βδομάδες,δεν τους ζητούσε κανείς,

ένιωθαν πως εκεί θα μείνουν μέχρι να πεθανουν,ξεχασμένοι,ταπεινωμένοι,

τα μαλλιά τους μεγάλωσαν,και τα γένια μακρυναν,τα πρόσωπα τους σκληρηναν,βαθουλωσαν τα μάγουλα,

ζαλίζονταν,δεν μπορούσαν να κρατηθούν στα πόδια τους απ' την αδυναμία.

Και κάθε βράδυ άκουγαν πολλές φωνές απ' το νησί απέναντι, άγριες,ουρλιαχτά, φωνές τρομαχτικές,κι έβλεπαν ισχυρά φώτα,εκτυφλωτικες

δέσμες,να πηγαινοέρχονται,κι ακουγαν κροτους δυνατους,σαν ν'ανατιναζαν το βουνό με δυναμίτες,πυροβολισμούς,κοιτούσαν με ξαγρυπνα μάτια κι ακουγαν,κι αυτό από την ώρα που νύχτωνε μέχρι το 

ξημέρωμα,έπειτα ξαφνικά επαυαν όλα,ούτε φωνές,ουτε κρότοι,όλη τη μέρα ησυχία,κι επανέρχονταν,την ίδια ώρα,κάθε νύχτα,

δεν ήξεραν τι να υποθέσουν,τους βασανίζουν,τους δολοφονούν έλεγαν,αυτή θα'ναι κι η δική μας τύχη,

όμως ποτέ δεν τους σήκωσαν άγρια χαράματα να τους φορτώσουν στα καράβια να τους πάνε εκεί,ποτέ κανέναν δεν κουβάλησαν εκεί,κι ούτε κανένας γύρισε απο'κει να τους πει,άκουγαν κι έβλεπαν ξάγρυπνοι,θεατές στο τρομερό θεατρο του νησιού,κι ήταν πολλοι που δεν άντεξαν και τρελάθηκαν,πολλοί που υπεγραψαν κι άλλοι πολλοί που έσπασαν τα συρματοπλέγματα και πήδηξαν στη θάλασσα να πάνε στο νησί να δουν,

κι όλους τους γαζωσαν με τα πυροβολα,και κοκκινησαν απ'τα αίματα ανθρώπων τα νερα.


Ποτέ δεν θα μάθουν αυτοί οι έγκλειστοι στην ακτη άνθρωποι,πως απέναντι,στο νησί,δεν υπάρχει καμία ανθρώπινη ζωή,παρά μόνο μια τεράστια μηχανική κατασκευή,μια παρανοϊκή εγκατασταση,απλωμένη σε όλο το νησί,με τεράστια ηχεία και προβολείς,που αναπαράγει ηχογραφημενες φωνές,ουρλιαχτά,δέσμες ισχυρού φωτος,τρομερούς κρότους ανατιναξεων,πυροβολισμούς,απ'την ακτή την τηλεχειρίζονται ηλεκτρονικά,

την ίδια ώρα νυχτωνοντας την ενεργοποιούν και την ίδια ώρα ξημερώνοντας την απενεργοποιούν,

μια παράσταση κόλασης

.

.

 .




Άρης Βελουχιώτης-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Σχόλια ενός Προκατασκευασμενου Συμβάντος -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


έχουμε προδοθεί,και ποτε δεν.μας  έχουν προδώσει;,τα κεφάλια μας ζητούν,πλησιάζουν,ερπονται,μας περικυκλώνουν,αύριο θα γελουν εις βάρος μας,μας εξολόθρευσαν,δεν υπάκουσαμε,δεν ημασταν πατριώτες,δεν είναι εύκολο να κόψεις ένα κεφαλι,αν στη θέση του παρουσιαστουν δύο;,τότε τα κοβεις ,παρουσιάζονται τέσσερα,αλλα,σταματα τα παραμύθια και.τα μυθολογικά,κόβεις μονάχα ένα

κεφάλι κι απαλλασεσαι,από το κεφάλι;η' την Ιστορία;,τέτοια,ίσως,σκέφτεται,

αύριο δεν θα'χει κεφάλι,σε κάποιο φανοστατη κρεμασμενο,σε κοινή θέα,ησυχαστε,εχθρός ήταν δεν ήταν ήρωας,ο ήρωας αγαπά την πατρίδα του,τον Θεό της,αυτός αγαπούσε μόνο το κόμμα,μετά ήθελε αυτός να γίνει το κόμμα,μια παράνοια,ψύχωση,γι'αυτο μη λυπάστε,άλλοι είναι,θα είναι,οι ήρωες σας,αυτά σκέφτεται και τον πλακώνουν,λυπημένη η ψυχή του,ακούει τα βήματα τους,ξέρει θα τον πιάσουν θα τον εξευτελίσουν,τι μένει πλέον;δώθε με τον θάνατο,τι φοβάται;όχι δεν φοβάται,στεναχωριέται γι'αυτη την ερμη πατρίδα,τόσα όνειρα για καλύτερο κόσμο συντριφτηκαν,δεν είμαι δειλός,αυτόν τον αγώνα ξέρω να κάνω,όχι άλλον,αφού είναι το τέλος του,ας έρθει και το τέλος μου,μια κίνηση,απλή,ήμερη,έτσι,να

(ούτε άκουσε τον πυροβολισμο)

.

.

.



(ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ)

Ο αλλος κόσμος του Γιαννακου

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


μια φορά κι ένα καιρό,ήταν μια 

φτωχή  γυναίκα χήρα κι είχε ένα γιο μικρό παιδί τον Γιαννακο της,ξενοδουλευε σε χωράφια και σπίτια να το μεγαλώσει κι ήταν δύσκολα,και το παιδί την έβλεπε κουρασμένη τα βράδυα και μέσα του λυπονταν πολύ,και το'δε η μάνα και το ρώτησε,

τι έχεις Γιαννακο μου; κι εκείνο δεν της έλεγε να μην την στεναχωρήσει,και μια μέρα της ειπε:μάνα,θέλω να πάω σ'αλλο κόσμο,να'χει ήλιο,να μην καίει,μόνο να ζεστενει,να'χει γλυκό φως,τις νύχτες να μην κρυώνω,να'χει δέντρα καρποφόρα,όλα τα είδη,να μην πεινάς,και γάργαρα δροσερά νερά,να μην δίψας,

να'χει πουλιά να κελαηδούν,να'χει ήμερα ζώα,φίλοι σου να'ναι,

μάνα,αυτόν εδω τον κόσμο δεν μπορώ,κάνει καματα,παγωνιες,βρεχει και δεν σταματάει,ξηρασιες και τα πάντα μαραίνονται,δύσκολα βγαίνει το φαι,

θέλω μάνα να φύγω,και συ μαζί, σ'αλλον κόσμο,

ησυχασε,παιδάκι μου,του'πε η μάνα και τ'αγκαλιασε,

και μια μέρα σχολασαν τα παιδιά απ'το σχολείο,κι ολα γύρισαν σπίτι τους,και μονάχα ο Γιαννακός δεν γυρισε,

κι ούτε τον ξαναειδαν στο σχολείο ούτε άλλου,αυτόν και την μανα του,

κι είπαν πως θα φύγαν σ'αλλο μακρυνό τόπο εκεί να ζήσουν

.

.

.



Dylan Thomas,And death shall have no dominion

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


I'm Dylan Thomas,sir,please one double whiskey,

the 17th,a my own record,

η γυναίκα τον πλησίασε,σε θαυμάζω boy,του ψιθύρισε στο αριστερό αυτί,

και τον ακούμπησε με το βυζί της,'τιποτα,σκέφτηκε,δεν είναι πιο επικίνδυνο

από ένα βυζι',με λένε Caitlin,είπε η γυναίκα,αυτός γέλασε'το ίδιο όνομα με

τη γυναίκα μου,ξέρεις τι είναι οι λέξεις,μωρό μου;ρώτησε,οι λέξεις,απάντησε 

εκείνη,είναι,να αυτές που λέμε όταν μιλάμε,έχουν κάποιο ήχο,girl;ξαναρωτησε

,φυσικά,αφού τις ακούμε,

-αν όμως τις ανακατέψουμε,τι συμβαίνει;

-δεν ξερω,δε το'χω σκεφτεί

-την κοίταξε σοβαρά,And death shall have no dominion,της είπε

-εμενα με φοβίζει ο θανατος,είπε η κοπέλα,

-Lift its head to the blows of the rain;

Though they be mad and dead as nails,

Heads of the characters hammer through daisies;

Break in the sun till the sun breaks down,

τον άκουσε ανά απαγγέλει

-ειμαι υπέροχο,αναφώνησε,η γυναίκα

έβαλε το αριστερό χέρι του ανάμεσα στα πόδια της,η κοπέλα δεν αντέδρασε,

αναμερισε το slip της,έβαλε τα δάκτυλα του μέσα στο μουνι της

-ειναι υγρό,μωρό μου ,της είπε

εβηξε,ένιωθε να του κόβεται η αναπνοή,η Caitlin στο Chelsea Hotel θα'ναι στο κρεβάτι με τον καινούργιο της εραστη,αυτή εδώ η Caitlin στο White Horse

Tavern, είναι πιο σέξι,στη τουαλέτα;πάμε,λέει η κοπέλα,την κοιτούσε στο καθρέφτη,Heads of the characters hammer through daisies;

Break in the sun till the sun breaks down,

And death shall have no dominion,σου άρεσε;τη ρωτησε,ναι υπέροχο,σήκωσε το εσώρουχο της,κατέβασε τη φούστα,έβαλε μέσα τα βυζιά της,

-αληθεια τη γυναίκα σου τη λένε Caitlin?

-Το όνομα κάθε γυναίκας που πηγαίνω μαζί της είναι Caitlin

-ποσο χρόνων είσαι;

-τωρα είμαι 39

-και λες δεν φοβάσαι το θάνατο;

-And death shall have no dominion

-ομως,σήμερα,ακριβως,mister Dylan Thomas θα πεθανεις


γύρισε στο Chelsea Hotel,η Caitlin έκανε πρόβα χορού,κάθησε και τη χάζεψε,

υπέροχες κινήσεις,συμμετρία,ρυθμός,όπως οι λέξεις μου,σκέφτεται, αναπνέουν,

η Caitlin σταματά το χορό,-ποσο ήπιες;-18 δίπλα ουίσκι,ντάρλινγκ, εβηξε,

-ξερεις,στο White Horse,γνώρισα μια γυναίκα,είχε το ίδιο όνομα με σένα,

Caitlin,και μου είπε πως σήμερα θα πεθάνω,ξάπλωσε στο καναπέ,γέλασε,

θα πεθάνω,ο Dylan Thomas όμως λέει:And death shall have no dominion,

η αναπνοή του κόπηκε,ο γιατρός του έκανε ένεση μορφίνης,τελικά ο ποιητής

Dylan Thomas πέθανε 39 χρόνων,And death shall have no dominion

.

.

.



Charles Bukowski-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Charles Bukowski's 17 Logoi

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


I don't like jail, they got the wrong kind of bars in there


δεν μ'αρεσει η φυλακή,έχουν τα χειρότερα μπαρ εκει


I do not like the human race. I don't like their heads, I don't like their faces, I don't like their feet, I don't like their conversations, I don't like their hairdos, I don't like their automobiles


Δεν μου αρέσει το ανθρώπινο γένος.  Δεν μου αρέσουν τα κεφάλια τους, δεν μου αρέσουν τα πρόσωπά τους, δεν μου αρέσουν τα πόδια τους, δεν μου αρέσουν οι συζητήσεις τους, δεν μου αρέσουν τα χτενίσματα τους, δεν μου αρέσουν τα αυτοκίνητά τους


The difference between a democracy and a dictatorship is that in a democracy you vote first and take orders later; in a dictatorship you don't have to waste your time voting


η διαφορά μεταξύ δημοκρατίας και δικτατορίας είναι ότι στη δημοκρατία πρώτα ψηφίζεις και παίρνεις διαταγές αργότερα,σε μια δικτατορία δεν σπαταλάς το χρόνο σου ψηφίζοντας


We really had nothing to do but drink wine and make love


εγώ πράγματικα δεν έχω τίποτα να κάνω από το να πίνω και να κάνω ερωτα


I am going to die alone just the way I live.


Πρόκειται να πεθάνω μόνος ,ακριβώς όπως ζω


There is always one woman to save you from another


Πάντοτε υπάρχει μια γυναίκα να σε σώσει από μια αλλη


They disgust me, the way they wait for death with as much passion as a traffic signal. 


Τους απεχθάνομαι,για το τρόπο

που περιμένουν το θάνατο με τέτοιο τρόπο όπως το σήμα σ'ενα φανάρι κυκλοφοριας


She’s from Texas and weighs 103 pounds and stands before the mirror combing oceans of reddish hard which falls all the way down her back to her ass.


Αυτή είναι από το Τέξας και ζυγίζει 103 κιλά και στέκεται μπροστά στον καθρέφτη χτενίζοντας ένα ωκεανο  κοκκινα

μαλλια που πεφτουν πίσω στη πλάτη της μέχρι τον κωλο της


He asked, What makes a man a writer? Well, I said, it's simple. You either get it down on paper, or jump off a bridge.


Με ρώτησε:

Τι κάνει έναν άνθρωπο συγγραφέα;

Λοιπον,είπα,είναι απλό,

Είτε σκυβεις πάνω σε μια  σελίδα χαρτιού,

είτε πηδάς από μια γεφυρα


Some people never go crazy. What truly horrible lives they 

must live.


κάποιοι άνθρωποι ποτέ δεν τρελενονται,όσο πραγματικά τρομερές ζωές να ζούν


Genius might be the ability to say a profound thing in a simple way


η ιδιοφυΐα μπορεί να είναι να λες ένα σοβαρό πράγμα μ'ενα απλό τροπο


In my work, as a writer, I only photograph, in words, what I see


Στο έργο μου, σαν συγγραφέας, φωτογραφίζω,σε λέξεις,ότι βλεπω


I wanted the whole world or nothing


Θέλησα ολόκληρο το κόσμο

η' τιποτα


I guess the only time most people think about injustice is when it happens to them


Οι άνθρωποι τη μόνη φορά που σκέφτονται την αδικία  ειναι μόνο τότε όταν τους συμβαινει


Baby, I said, I'm a genius but nobody knows it but me


μωρό μου,σου είπα πως είμαι ιδιοφυία,αλλά δεν το ξέρει κανένας άλλος εκτός από μενα


People run from rain but sit in bathtubs full of water.


οι άνθρωποι αποφεύγουν τη βροχή,αλλά κάθονται μέσα σε μπανιέρες γεμάτες με νερο


Find what you love and let it kill you


βρες κάτι να ερωτευτείς κι άστο να σε σκοτώσει

.

.

.

 .


Τα δαιμόνια και η αγέλη των  χοίρων

(Ματθαίος η' 28-Λουκας η' 27)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Κυριακή Ε΄ Ματθαίου, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Μτθ. η’ 28 – θ’ 1


στο καιρο εκείνο όταν ήρθε ο Ιησούς στη χώρα των Γεργησηνων συναντήθηκαν με αυτόν δύο δαιμονισμένοι,πολύ φοβεροί,τόσο που κάποιος δεν μπορούσε από εκείνο το δρόμο να περάσει.Και τοτε του φώναξαν,λέγοντας.Γιατι σε μας Ιησού Υιε του Θεού ήρθες εδώ 

πριν την ώρα να μας βασανίσεις;

Ήταν μακριά απ'αυτους μια αγέλη πολλών χοίρων που έβοσκε.Οι δαιμονες τότε τον παρακάλεσαν λεγοντας.

Αν μας βγάλεις έξω,επέτρεψε μας να πάμε στην αγέλη των χοίρων.Και είπε σ'αυτους.Πηγενεται.Αυτοι  βγαίνοντας έξω πήγαν στην αγέλη των χοίρων.Και τότε,όρμησε όλη η αγέλη των χοίρων προς το γκρεμο στη θάλασσα και πέθαναν μέσα στα νερά.Οι βοσκοί τότε εφύγαν,και πηγαίνοντας στη πόλη,τα ανάφεραν όλα κι αυτα των δαιμονισμένων.Και τότε όλη η πόλη βγήκε έξω για να συναντήσει τον Ιησού κι όταν τον είδαν ,τον παρακάλεσαν όπως βγει από τα σύνορα τους.

Και μπαίνοντας σε πλοίο πέρασε απέναντι,και ήρθε στην πόλη του


ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ' ΛΟΥΚΑ (Λουκά κεφ. η' στίχοι 27-39


στο καιρο  εκεινο όταν ήρθε ο Ιησούς στη χώρα των Γαδαρηνων,η οποία είναι

αντιπερα της Γαλιλαίας,συναντήθηκε με αυτόν κάποιος άντρας απο τη πόλη,

ο όποιος είχε δαιμόνια από πολλά χρόνια,και ρούχο δεν ντυνονταν και σε σπίτι

δεν έμενε,αλλά μέσα στα μνήματα,.Βλεπωντας το Ιησου και βγάζοντας μεγάλη 

φωνή έπεσε μπροστά του και με φωνή μεγάλη είπε.Τι με μένα και με σένα,

Ιησού,υιέ του Θεού του υψίστου,σε παρακαλώ,μη με βασανίσεις.

Τότε διέταξε το ακάθαρτο πνεύμα να βγει έξω από τον άνθρωπο.Γιατι πολλά

χρόνια τον είχε αρπαγμενο στη κατοχή του,και έδεναν μ'αλυσιδες και χαλιναρια

να τον φυλάνε,κι αφού έσπαζε τα δεσμά έτρεχε από τον δαίμονα μεσα στις 

ερημιες.Τον ρωτησε ο Ιησούς λέγοντας.ποιο είναι τ'ονομα σου,αυτός είπε.

λεγεων γιατί δαιμονια πολλά μπήκαν μέσα σ'αυτόν και τον παρακαλούσε

να μην τα προσταξει στην άβυσσο να πάνε.

Ήταν εκεί αγέλη χοίρων πολλών που βοσκουσαν στο όρος,και τον παρεκαλούν

για να επιτρέψει σ'αυτους σ'εκεινους να μπουν μέσα και το επέτρεψε 

σ'αυτους.Τοτε εξερχόμενα τα δαιμόνια από τον άνθρωπο εισήρθαν στους χοίρους,κι όρμησε η αγέλη κατά το γκρεμό στη λίμνη και πνίγηκε.Βλεποντας

αυτοί που βοσκούσαν αυτό που έγινε έφυγαν,και ανέφεραν στη πόλη και

στους αγρούς.Βγηκαν τότε να δουν το γεγονός κι ήρθαν προς τον Ιησού και

βρήκαν καθισμενον τον ανθρωπο, απ'τον οποίο τα δαιμόνια είχαν λυθει,

ντυμένο και φρόνιμο κοντά στα πόδια του Ιησού και φοβηθηκαν

Σ'αυτους τότε ανάφεραν αυτοί που είδαν πως σώθηκε ο δαιμονισμένος.

Και ζήτησαν από αυτόν όλο το πλήθος από τα  περιχωρα των Γαδαρηνων  να φύγει απ'αυτους ,γιατί μεγάλος φόβος τους κατείχε.Τοτε αυτός μπαινοντας

σε πλοίο ξαναγύρισε.Τον ικετευε ο άντρας,απ'τον οποιο λύθηκαν από μέσα του 

τα δαιμόνια,να είναι μ'αυτον μαζί.ομως τον άφησε ελεύθερο λέγοντας

ξαναγυρισε στο σπίτι σου και να διηγηθείς ασα έκανε σε σένα ο Θεός.

Κι έφυγε σ'ολη την πόλη διαδίδοντας όσα έκανε σ'αυτόν ο Ιησους

.

Κυριακή Ε΄ Ματθαίου, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Μτθ. η’ 28 – θ’ 1


Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ ᾿Ιησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι, ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης. Καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν, λέγοντες· Τί ἡμῖν καὶ σοί, ᾿Ιησοῦ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς; Ἦν δὲ μακρὰν ἀπ᾿ αὐτῶν ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη. Οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες· Εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ὑπάγετε. Οἱ δὲ ἐξελθόντες, ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. Καὶ ἰδοὺ, ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν. Οἱ δὲ βόσκοντες ἔφυγον· καὶ ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν, ἀπήγγειλαν πάντα καὶ τὰ τῶν δαιμονιζομένων. Καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ ᾿Ιησοῦ· καὶ ἰδόντες αὐτὸν, παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν. Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον, διεπέρασε, καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν.

.

.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ' ΛΟΥΚΑ (Λουκά κεφ. η' στίχοι 27-39


Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνών, ἥτις ἐστὶν ἀντίπερα τῆς Γαλιλαίας, ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκία οὐκ ἔμενεν, ἀλλ' ἐν τοῖς μνήμασιν. Ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλη εἶπε· τὶ ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαι σοῦ, μὴ μὲ βασανίσῃς.


Παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. Πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τάς ἐρήμους. Ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὃ Ἰησοῦς λέγων τὶ σοί ἐστιν ὄνομα; ὁ δὲ εἶπε· λεγεὼν ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτὸν καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν.


Ἢν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὅρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν καὶ ἐπέτρψεν αὐτοῖς. Ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἢ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη. Ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. Ἐξήλθαν δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονὸς καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ' οὐ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἰματισμενον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν.


Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχωροῦ τῶν Γαδαρηνὼν ἀπελθεῖν ἀπ' αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο. Αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν. Ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ' οὐ ἐξεληλυθει τὰ δαιμόνια, εἲναι σῦν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὃ Ἰησοῦς λέγων· ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησε σοὶ ὁ Θεός. Καὶ ἀπῆλθε καθ' ὅλην τῇ πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.

.

.

.

 .



Η Τραγωδία του Φιλοκτήτη

(Κείμενα,Ομήρου Ιλιάδα Οδύσσεια,-Σοφοκλη Φιλοκτήτης)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


το αρχαίο θέατρο καταμεστο θεατών,στο βάθος του ορίζοντα,

σειρές ελιές ανέβαιναν στους χαμηλούς λόφους,κι ανάμεσα 

κυπαρισσια,η θαλασσα στο βάθος ακινήτη στο λαμπερό φως του ήλιου,


Ακούστηκε στην ορχήστρα ο κορυφαίος του χορού:


Σ'εκεινους που την Μηθωνη  και την Θαυμακιη κατοικούσαν 

και την Μελίβοια είχαν και την Ολιζωνα τον άγριο τόπο

αυτών ο Φιλοκτήτης αρχηγός ήταν

των τόξων καλός γνώστης

μ'εφτα καράβια,κωπηλάτες σε καθένα πενήντα μέσα μπηκαν

με τόξα καλα γνωριζοντας γενναια να μάχονται 720

αλλ'ομως αυτός στη νήσο βρίσκονταν βαρια βάσανα πάσχοντας 

στην Λήμνο την ιερή,όπου εκεί

τον εγκατέλειψαν οι γιοι των Αχαιών

με τη κακια πληγή να βασανίζεται απ'την  δηλητηριώδη υδρα

εκεί λοιπόν βρίσκεται βοηθώντας,

γρήγορα ομως οι Αργείοι να τον θυμηθούν ήρθε η ώρα 

κοντά στα καράβια τον Φιλοκτήτη βασιλιά 725


θυμάται,που πήγε στη Λήμνο,μετά την εξορία ηταν,

περιπλανιόταν στις ερημες ακτές του νησιού  όλες τις μερες,

το κύμα έσκαβε τα βράχια,περίμενε,υπομονετικά,

η ιστορία να επαναληφθεί,

μεσημέρι ήταν που τον είδε,

ημίγυμνο,καμενο το κορμι απ'τον ήλιο,

έρχονταν από αριστερα της παραλιας,


τον άκουσε:


πόσο άθλιος είμαι,και μισητός στους θεούς;κανένα όνομα εδώ να'χω 

στη πατρίδαμήτε στης Ελλάδας τη γη πουθενά κάπου να'φτασε

αλλ'αυτοί που με πεταξαν χωρίς ντροπή γελούν κάνοντας 

πως τίποτα δεν ξέρουν,

κι η αρρώστια μου συνέχεια να μολύνεται και μεγαλυτερη να γινεται 

μάθε πώς εγω'μαι εκείνος,αν ίσως άκουσες,που του Ηρακλη κατέχει 

τα όπλα,του Ποιαντα το παιδί ο Φιλοκτητης,

που οι δύο αρχηγοί,οι Ατρείδες, και των Κεφαλλήνων ο βασιλιάς 

μ'ερριξαν χωρίς ντροπη  σ'αυτη εδω την έρημο,απο βαριά αρρώστια 

να λιώνω,πληγωμένος απ'τ'αγριο δάγκωμα φονικης οχιάς,

μ'αυτη τη πληγή να με τυραννα εκεινοι ήρθαν στην έρημο εδώ

απ'τό νησί Χρυση με τα καράβια τους και μένα  παρατησαν 

τοτε όταν μ'ειδαν μετά απ'τη πολύ θαλασσοταραχή

να κοιμαμαι σε σπηλιά στην ακτή,μ'εγκαταλείψαν κι έφυγαν,αφού

μ'αφησαν λίγα κουρέλια σαν κι αυτά που ζητιάνος φοράει και λιγοστό

φαι,να τους βρει η κατάρα μου,μπορείς να φανταστείς τι ένιωσα

όταν ξύπνησα κι ήμουνα μόνος,πόσο έκλαψα και πόσο θρηνησα για το

κακο,όταν είδα τα καράβια με τα οποία ταξίδεψα να'χουν εξαφανιστεί,

ουτ'ενας άνθρωπος δεν έμεινε πίσω,ουτ'ενας να με βοηθήσει να ζησω

ουτ'ενας να με φροντίσει στην αρρώστια μου,τίποτα γύρω μου παρά μόνο

συμφορά,ούτε πριν ούτε μετά είχα μόνο παρόν γεμάτο πόνο,ο χρόνος

κυλούσε όλο κυλούσε κι έπρεπε να επιζήσω,το πεινασμένο μου στομάχι 

μ'αυτο το τόξο σκοτωνοντας αγριοπερίστερα το χορτενα,και σερνομουνα

ουρλιάζοντας απ'τους πόνους  της πληγής εκεί που'χαν πέσει

να τα μαζέψω,και για νερό να πιω και για ξύλα να ζεσταθω τους

παγωμένους χειμώνες πάλι έσερνα τα πόδια,και για φωτιά 

χτυπούσα πυριτολιθαρα ν'αναψουν,είχα στέγη ειχα φωτιά,

όμως η αρρώστια έμενε αγιάτρευτη,και σ'αυτη τη πέτρα 

το νησί κανένας δεν έφτανε ναυτικός,δεν έχει κανένα όρμο λιμάνι

τι να έχει κέρδος εδώ,ποιος που'χει το μυαλό του να  κατεβει

εδω,όμως μεγάλος ο χρόνος στους ανθρώπους,και τυχαινε

κάποιος να'ρθει,κι είχε καλό λόγο να πει,να με λυπηθεί,να δώσει 

τροφή,η' ρούχο,αλλά κανένας δεν θέλει να με πάρει μαζί του,να με

σώσει στη πατρίδα,άλλα δέκα χρόνια τώρα υποφέρω απ'την κακία

αρρώστια που με λιώνει,γι'αυτό φταίνε οι Ατρείδες κι ο Οδυσσέας,

και μέρα νύχτα παρακαλάω τους θεούς να πληρώσουν πολύ σκληρά

την ατιμία τους


αυτά είπε,του είπε,

και χαθηκε δεξιά στο βάθος της παραλίας


στο θέατρο,στον επίλογο,δύο ηθοποιοι διάβασαν:


-α' ηθοποιός:

 

(Ομήρου Οδύσσεια,ραψωδία γ')

εὖ δὲ φιλοκτήτην, Ποιάντιον ἀγλαὸν υἱόν.   190

Πως αισια ο Φιλοκτήτης του Ποιαντα ο ξακουστός γιος επέστρεψε 

στη πατριδα


-β' ηθοποιός:


(Ομήρου Οδύσσεια,ραψωδία θ')

οἶος δή με Φιλοκτήτης ἀπεκαίνυτο τόξῳ

δήμῳ ἔνι Τρώων, ὅτε τοξαζοίμεθ' Ἀχαιοί·   220

Μονο ο Φιλοκτήτης εμένα με ξεπερνούσε στο τόξο

όταν στη χωρα των Τρώων τοξευαμε εμείς οι Αχαιοι

είπε στους άρχοντες Φαιακες


Κατάλαβα τη βαθιά του συντριβή για το κακό που έκανε στον ηρωα


έσβησαν τα φώτα του θεάτρου


Τέλος της παραστασης

.

.

αρχαία κείμενα:


(Ομήρου Ιλιάδα ραψωδία Β' Καταλογος νηων,στιχ.716-725)


Οἳ δ’ ἄρα Μηθώνην καὶ Θαυμακίην ἐνέμοντο

καὶ Μελίβοιαν ἔχον καὶ Ὀλιζῶνα τρηχεῖαν,

τῶν δὲ Φιλοκτήτης ἦρχεν τόξων ἐῢ εἰδὼς

ἑπτὰ νεῶν· ἐρέται δ’ ἐν ἑκάστῃ πεντήκοντα

ἐμβέβασαν τόξων εὖ εἰδότες ἶφι μάχεσθαι.720

ἀλλ’ ὃ μὲν ἐν νήσῳ κεῖτο κρατέρ’ ἄλγεα πάσχων

Λήμνῳ ἐν ἠγαθέῃ, ὅθι μιν λίπον υἷες Ἀχαιῶν

ἕλκεϊ μοχθίζοντα κακῷ ὀλοόφρονος ὕδρου·

ἔνθ’ ὅ γε κεῖτ’ ἀχέων· τάχα δὲ μνήσεσθαι ἔμελλον

Ἀργεῖοι παρὰ νηυσὶ Φιλοκτήταο ἄνακτος.725

.

.

(Σοφοκλή Φιλοκτήτης)


Φιλοκτήτης

ὦ πόλλ᾽ ἐγὼ μοχθηρός, ὦ πικρὸς θεοῖς,    255

οὗ μηδὲ κληδὼν ὧδ᾽ ἔχοντος οἴκαδε

μηδ᾽ Ἑλλάδος γῆς μηδαμοῦ διῆλθέ που.

ἀλλ᾽ οἱ μὲν ἐκβαλόντες ἀνοσίως ἐμὲ

γελῶσι σῖγ᾽ ἔχοντες, ἡ δ᾽ ἐμὴ νόσος

ἀεὶ τέθηλε κἀπὶ μεῖζον ἔρχεται.    260

ὦ τέκνον, ὦ παῖ πατρὸς ἐξ Ἀχιλλέως,

ὅδ᾽ εἴμ᾽ ἐγώ σοι κεῖνος, ὃν κλύεις ἴσως

τῶν Ἡρακλείων ὄντα δεσπότην ὅπλων,

ὁ τοῦ Ποίαντος παῖς Φιλοκτήτης, ὃν οἱ

δισσοὶ στρατηγοὶ χὠ Κεφαλλήνων ἄναξ    265

ἔῤῥιψαν αἰσχρῶς ὧδ᾽ ἔρημον, ἀγρίᾳ

νόσῳ καταφθίνοντα, τῆς ἀνδροφθόρου

πληγέντ᾽ ἐχίδνης ἀγρίῳ χαράγματι·

ξὺν ᾗ μ᾽ ἐκεῖνοι, παῖ, προθέντες ἐνθάδε

ᾤχοντ᾽ ἔρημον, ἡνίκ᾽ ἐκ τῆς ποντίας

Χρύσης κατέσχον δεῦρο ναυβάτῃ στόλῳ.    270

τότ᾽ ἄσμενοί μ᾽ ὡς εἶδον ἐκ πολλοῦ σάλου

εὕδοντ᾽ ἐπ᾽ ἀκτῆς ἐν κατηρεφεῖ πέτρᾳ,

λιπόντες ᾤχονθ᾽, οἷα φωτὶ δυσμόρῳ

ῥάκη προθέντες βαιὰ καί τι καὶ βορᾶς

ἐπωφέλημα σμικρόν, οἷ᾽ αὐτοῖς τύχοι.    275

σὺ δή, τέκνον, ποίαν μ᾽ ἀνάστασιν δοκεῖς

αὐτῶν βεβώτων ἐξ ὕπνου στῆναι τότε;

ποῖ᾽ ἐκδακρῦσαι, ποῖ᾽ ἀποιμῶξαι κακά;

ὁρῶντα μὲν ναῦς, ἃς ἔχων ἐναυστόλουν,

πάσας βεβώσας, ἄνδρα δ᾽ οὐδέν᾽ ἔντοπον,    280

οὐχ ὅστις ἀρκέσειεν οὐδ᾽ ὅστις νόσου

κάμνοντι συλλάβοιτο· πάντα δὲ σκοπῶν

ηὕρισκον οὐδὲν πλὴν ἀνιᾶσθαι παρόν,

τούτου δὲ πολλὴν εὐμάρειαν, ὦ τέκνον.

ὁ μὲν χρόνος δὴ διὰ χρόνου προύβαινέ μοι,    285

κἄδει τι βαιᾷ τῇδ᾽ ὑπὸ στέγῃ μόνον

διακονεῖσθαι. γαστρὶ μὲν τὰ σύμφορα

τόξον τόδ᾽ ἐξηύρισκε, τὰς ὑποπτέρους

βάλλον πελείας· πρὸς δὲ τοῦθ᾽, ὅ μοι βάλοι

νευροσπαδὴς ἄτρακτος, αὐτὸς ἂν τάλας    290

εἰλυόμην, δύστηνον ἐξέλκων πόδα,

πρὸς τοῦτ᾽ ἄν· εἴ τ᾽ ἔδει τι καὶ ποτὸν λαβεῖν,

καί που πάγου χυθέντος, οἷα χείματι,

ξύλον τι θραῦσαι, ταῦτ᾽ ἂν ἐξέρπων τάλας

ἐμηχανώμην· εἶτα πῦρ ἂν οὐ παρῆν,    295

ἀλλ᾽ ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων μόλις

ἔφην᾽ ἄφαντον φῶς, ὃ καὶ σῴζει μ᾽ ἀεί.

οἰκουμένη γὰρ οὖν στέγη πυρὸς μέτα

πάντ᾽ ἐκπορίζει πλὴν τὸ μὴ νοσεῖν ἐμέ.

φέρ᾽, ὦ τέκνον, νῦν καὶ τὸ τῆς νήσου μάθῃς.    300

ταύτῃ πελάζει ναυβάτης οὐδεὶς ἑκών·

οὐ γάρ τις ὅρμος ἔστιν οὐδ᾽ ὅποι πλέων

ἐξεμπολήσει κέρδος ἢ ξενώσεται.

οὐκ ἐνθάδ᾽ οἱ πλοῖ τοῖσι σώφροσιν βροτῶν.

τάχ᾽ οὖν τις ἄκων ἔσχε· πολλὰ γὰρ τάδε    305

ἐν τῷ μακρῷ γένοιτ᾽ ἂν ἀνθρώπων χρόνῳ·

οὗτοί μ᾽, ὅταν μόλωσιν, ὦ τέκνον, λόγοις

ἐλεοῦσι μέν, καί πού τι καὶ βορᾶς μέρος

προσέδοσαν οἰκτίραντες ἤ τινα στολήν·

ἐκεῖνο δ᾽ οὐδείς, ἡνίκ᾽ ἂν μνησθῶ, θέλει,    310

σῶσαί μ᾽ ἐς οἴκους, ἀλλ᾽ ἀπόλλυμαι τάλας

ἔτος τόδ᾽ ἤδη δέκατον ἐν λιμῷ τε καὶ

κακοῖσι βόσκων τὴν ἀδηφάγον νόσον.

τοιαῦτ᾽ Ἀτρεῖδαί μ᾽ ἥ τ᾽ Ὀδυσσέως βία,

ὦ παῖ, δεδράκασ᾽, οἷ᾽ Ὀλύμπιοι θεοὶ    315

δοῖέν ποτ᾽ αὐτοῖς ἀντίποιν᾽ ἐμοῦ παθεῖν.

.

.

(μετάφραση -αποδοση αρχαίων κειμένων χ.ν.κουβελης c.n.couvelis)

.

.

.


Περί του Πλούτου

-Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον: Κεφ. Ιβ. 16 – 21

-Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον: Κεφ. ιθ’ 16-26

-Μεγας Βασίλειος,Ομιλία εις το  

Καθελώ μου τας αποθήκας

(αποσπάσματα)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον: Κεφ. Ιβ. 16 – 21


είπε ο Κύριος αυτή τη παραβολή.Καποιου ανθρώπου πλούσιου αφθονα καρποφόρεσαν τα χωράφια και σκέφτονταν λέγοντας:τι να κάνω,ότι δεν έχω που να συγκεντρώσω τους καρπούς μου;Και είπε:αυτό θα κάνω.Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και μεγαλύτερες θα οικοδόμησω,και θα συγκεντρώσω εκεί όλα

τα γεννηματά μου και τα αγαθά μου,και θα πω στην ψυχή μου.Ψυχη,

έχεις πολλά αγαθά,θα είναι για χρόνια πολλά.Αναπαυσου,φάγε,πιε,ευφρανου.

Είπε τότε σε αυτόν ο Θεός:Αφρονα,αυτή τη νύχτα την ψυχή σου θα σου

ζητήσουν,αυτά που ετοίμασες ποιανού θα είναι;Έτσι ειναι αυτός που θησαυριζει για τον εαυτό του,και δεν πλουτίζει εις Θεόν.Αυτα λέγοντας είπε:αυτός που έχει

αυτιά να ακούει,ας ακουει


Είπεν ο Κύριος την παραβολήν ταύτην. Ανθρώπου τινός πλουσίου ευφόρησεν η χώρα και διελογίζετο εν εαυτώ λέγων: τί ποιήσω, ότι ουκ έχω πού συνάξω τους καρπούς μου? Και είπε: τούτο ποιήσω. Καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω, και συνάξω εκεί πάντα τα γενήματά μου και τα αγαθά μου, και ερώ τη ψυχή μου. Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά, κείμενα εις έτη πολλά. Αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου. Είπε δέ αυτώ ο Θεός: «άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σού, α δέ ητοίμασας τίνι έσται»? Ούτως ο θησαυρίζων εαυτώ, και μή εις Θεόν πλουτών. Ταύτα λέγων εφώνη: ο έχων ότα ακούειν, ακουέτω.

.

.

Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον: Κεφ. ιθ’ 16-26


Και να ένας πλησιάζοντας είπε σ'αυτον.διδασκαλε αγαθέ,τι αγαθό να κάνω για

να έχω ζωή αιωνιο;τότε αυτός είπε σ'αυτόν.γιατι με λες αγαθό;κανένας αγαθός

δεν είναι παρά ένας ο Θεός.αν θέλεις να εισέλθεις στη ζωή,τήρησε τις εντολές.λεει σ'αυτόν.ποιες;τότε ο Ιησούς είπε.το ου φονεύσεις,ου μοιχευσεις,ου κλέψεις,ου ψευδομαρτυρησεις,τιμα τον πατέρα και την μητέρα,και να αγαπησεις

τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου.λεγει σ'αυτόν ο νεαρός.ολα αυτά τα

φύλαξα από την νεότητα μου.τι ακόμα μου μενει να κανω;είπε σ'αυτόν ο Ιησούς.

αν θέλεις τέλειος να είσαι.πηγαινε και πώλησε τα υπάρχοντα σου και δωσ'τα στους πτωχούς,και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό.κι έλα εδώ κι ακολούθησε με.

τότε αφού άκουσε ο νεαρός το λόγο αυτό αναχώρησε στεναχωρημένος,γιατί

είχε κτήματα πολλά.Τοτε ο Ιησούς είπε στους μαθητές του.Αληθεια σας λέω

ότι δύσκολα πλούσιος θα εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών.και παλι σας λέω.

ευκολότερον είναι καμήλα μέσα από τρυπα βελόνας να περάσει πάρα πλούσιος στη βασιλεία του Θεού να εισέλθει.τοτε οταν άκουσαν οι μαθητές αυτό εξεπλάγησαν πάρα πολύ λέγοντας.ποιος επομενως μπορεί να σωθεί;τότε

κοιτάζοντας τους ο Ιησούς είπε σ'αυτους.για τους ανθρώπους αυτό αδύνατο 

είναι.ομως για το Θεό τα πάντα δυνατά είναι.


16 Καὶ ἰδοὺ εἷς προσελθὼν εἶπεν αὐτῷ· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον; 17 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. εἰ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολάς. 18 λέγει αὐτῷ· ποίας; ὁ δὲ  Ἰησοῦς εἶπε· τὸ οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, 19 τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. 20 λέγει αὐτῷ ὁ νεανίσκος· πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου· τί ἔτι ὑστερῶ; 21 ἔφη αὐτῷ ὁ  Ἱησοῦς· εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. 22 ἀκούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά. 23  Ὁ δὲ  Ἰησοῦς εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. 24 πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ραφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. 25 ἀκούσαντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐξεπλήσσοντο σφόδρα λέγοντες· τίς ἄρα δύναται σωθῆναι; 26 ἐμβλέψας δὲ ὁ  Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· παρὰ ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστι, παρὰ δὲ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι

.

.

Μεγας Βασίλειος,Ομιλία εις το  

Καθελώ μου τας αποθήκας

(αποσπάσματα)

....

μη νομίζεις ολα για την κοιλιά σου ότι έχουν ετοιμαστει.Πως είναι αλλων σκέψου αυτά στα χέρια σου,

λίγο χρόνο σε ευχαριστουν,επειτα

σκορπούν και χανονται.


 μὴ πάντα οἴου

τῇ γαστρὶ τῇ σῇ παρεσκευάσθαι. Ὡς

περὶ ἀλλοτρίων βουλεύου τῶν ἐν χερ-

σίν· μικρὸν εὐφραίνει σε χρόνον, εἶτα

διαῤῥυέντα οἰχήσεται,

....

Συ όμως όλα μαζί με πόρτες και μοχλούς τα'χεις κλεισμένα


 Σὺ δὲ πάντα ὁμοῦ θύραις καὶ

μοχλοῖς ἐναποκλείσας ἔχεις· 

....

Τι να κάνω;Εύκολο θα ήταν να πεις ότι θα χορτάσω τις ψυχές των πεινασμενων,θ'ανοιξω τις αποθηκες κι όλους θα καλέσω τους δυστυχεις


Τί ποιήσω; Ἕτοιμον ἦν εἰπεῖν ὅτι

Ἐμπλήσω τὰς ψυχὰς τῶν πεινώντων,ἀνοίξω τὰς ἀποθήκας, καὶ πάντας καλέσω τοὺς ἐνδεεῖς.

....

Κι ας πούνε και για σένα.Μοιρασε,έδωσε στους πτωχους,η δικαιοσύνη θα παραμείνει στον αιωνα.

Μην μεγαλώνεις τις τιμές

εκμεταλλευόμενος τις ανάγκες.Μην περιμένεις έλλειψη σιταριού για να 

ανοίξεις τα αμπάρια με το σιταρι


Λεγέσθω καὶ περὶ σοῦ· Ἐσκόρπισεν,

ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη

αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα·

Μὴ βαρύτιμος ἔσο ταῖς χρείαις ἐπιτιθέσομενος. Μὴ ἀνάμενε σιτοδείαν, ἵνα ἀνοίξῃς σιτοδοχεῖα·

....

γιατί ποια μηχανή για χρυσό δεν κινείς;το σιταρι σε σένα γίνεται χρυσός,το κρασί σε χρυσό στεροποιειται,τα μαλλια χρυσωνονται,καθε εμπορική πραξη,

κάθε ιδεα σε σένα χρυσό φερνει.

Αυτός ο ίδιος ο χρυσός χρυσό γεννάει πολλαπλασιαζόμενος από τα δάνεια,και χορτασμος δεν είναι,

και τέλος  της επιθυμίας δεν βρισκειται


Ποίαν γὰρ μηχανὴν διὰ χρυσὸν

οὐ κινεῖς; Ὁ σῖτος χρυσός σοι γίνεται,ὁ οἶνος εἰς χρυσὸν μεταπήγνυται, τὰἔριά σοι ἀποχρυσοῦται· πᾶσα ἐμπορία,

πᾶσα ἐπίνοια χρυσόν σοι προσάγει.

Αὐτὸς ἑαυτὸν ὁ χρυσὸς ἀπογεννᾷ πολυπλασιαζόμενος ἐν δανείσμασι· καὶκόρος οὐκ ἔστι, καὶ τέλος τῆς ἐπιθυμίας οὐκ ἐξευρίσκεται.

....

Τα πηγάδια όταν αντλούνται γεμιζουν νερο,όταν είναι παρατημένα σαπίζει το νερο,έτσι κι ο πλούτος όταν είναι στάσιμος είναι αχρηστος,όταν όμως κινειται και μοιραζεται για κοινή ωφέλεια είναι και καρποφόρος


 Τὰ φρέατα ἐξαντλούμενα εὐροώτερα γίνεται· ἐναφιέμενα

δέ, κατασήπεται· καὶ πλούτου τὸ μὲνστάσιμον ἄχρηστον, τὸ δὲ κινούμενον καὶ μεταβαῖνον κοινωφελὲς καὶ ἔγκαρπον. 

....

φάγε,πιε,ευρανσου κάθε μέρα.Τι παραφροσύνη!Αν ψυχή είχες χοίρου,τι άλλο παρά αυτό σ'αυτη 

θα προσφέρεις;Τόσο σαν ζώο είσαι,τόσο χωρίς συναισθηση για τα αγαθά της ψυχής με τροφές σαρκικές αυτή τρεφεις.Κι όσα ο απόπατος δεχεται,αυτά στη ψυχή στελνεις


φάγε, πίε, εὐφραίνου καθ'

ἡμέραν· Ὤ τῆς ἀλογίας! Εἰ δὲ χοιρείανεἶχες ψυχήν, τί ἂν ἄλλο ἢ τοῦτο αὐτῇεὐηγγελίσω; Οὕτω κτηνώδης εἶ, οὕτωςἀσύνετος τῶν τῆς ψυχῆς ἀγαθῶν, τοῖς τῆς σαρκὸς αὐτὴν βρώμασιν δεξιούμενος· καὶ ὅσα ὁ ἀφεδρὼν ὑποδέχεται,ταῦτα τῇ ψυχῇ παραπέμπεις;

....

Αυτός λοιπόν που σε λίγο πρόκειται 

να φύγει από τη ζωή,τι σκέφτεται;

Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας, καὶ μείζονας οἰκοδομήσω


Ὁ γὰρ μετ' ὀλίγον μέλλων ἀνάρ-

παστος ἄγεσθαι, οἷα βουλεύεται;

Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας, καὶ μείζονας οἰκοδομήσω

....

Η' λωποδύτης αυτός που απογυμνωνει τον ντυμένο.θα ονομαστεί.Αυτος που μπορεί και δεν ντύνει τον γυμνό,με ποιο άλλο όνομα αξίζει να ονομαστεί;Γι'αυτον.που πεινάει είναι ο άρτος,που εχεις,στο γυμνομενο το ρούχο,που φυλας στις αποθηκες,στον  ξυπολητο το παπούτσι ,που σε σένα σαπιζει,το χρήμα που'χεις κρυμμένο,σ'αυτον που το χρειαζεται,Ώστε αδικεις τόσους οσους θα μπορούσες να δωσεις


Ἢ ὁ μὲν ἐνδεδυμέ-

νον ἀπογυμνῶν λωποδύτης ὀνομα-

σθήσεται· 

· ὁ δὲ τὸν γυμνὸν μὴ ἐνδύων,

δυνάμενος τοῦτο ποιεῖν, ἄλλης τινός

ἐστι προσηγορίας ἄξιος; Τοῦ πεινῶντός

ἐστιν ὁ ἄρτος, ὃν σὺ κατέχεις· τοῦ γυ-

μνητεύοντος τὸ ἱμάτιον, ὃ σὺ φυλάσ-

σεις ἐν ἀποθήκαις· τοῦ ἀνυποδέτου τὸ

ὑπόδημα, ὃ παρὰ σοὶ κατασήπεται· τοῦ

χρῄζοντος τὸ ἀργύριον, ὃ κατορύξας

ἔχεις. Ὥστε τοσούτους ἀδικεῖς, ὅσοις

παρέχειν ἠδύνασο.


.....


πόσο άξιος σε σένα θα φανει τη μέρα της κρισεως ο λογος εκείνος.Ελατε,οι ευλογημένοι από τον Πατέρα μου,κληρονομησατε την ετοιμασμενη για σας βασιλεία από την αρχή του κοσμου.Γιατι πεινασα,και δώσατε σε μένα να φάω,δίψασα,και με ξεδιψασατε,γυμνός ήμουν και με 

ντυσατε.

Αλλά τρομερή φρικη σε σένα,

και ιδρώτας και σκοτάδι θα σε 

σκεπάσει,όταν ακούσεις την καταδίκη.Φυγετε από μενα,οι καταραμένοι,εις το σκότος το εξώτερον,που ετοιμάστηκε από τον διάβολο και τους αγγέλους του.Γιατι πεινασα,και δεν δώσατε σε μένα να φάω,δίψασα κι ούτε με ξεδιψασατε,γυμνός ήμουν και δεν με ντυσατε,

Γιατί εκεί δεν δικάζεται ο άρπαγας,αλλά  αυτος που δεν 

μοιράζεται με άλλους  κρινεται

 

Ὤ πόσου ἄξιόν σοι φα-

νεῖται ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τὸ ῥῆμα ἐκεῖνο· Δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμα-

σμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέμοι φαγεῖν· ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατε με·

γυμνὸς ἤμην, καὶ περιεβάλετέ με· Ποταπὴ δέ σοι φρίκη, καὶ ἱδρώς, καὶ σκότος περιχυθήσεται, ἀκούοντι τῆς

καταδίκης· Πορεύεσθε ἀπ' ἐμοῦ, οἱ κατηραμένοι, εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον,τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. Ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ

ἐδώκατέ μοι φαγεῖν· ἐδίψησα, καὶ οὐκἐποτίσατέ με· γυμνὸς ἤμην, καὶ οὐ περιεβάλετε με· Οὐδὲ γὰρ ἐκεῖ ὁ ἅρπαξ

ἐγκαλεῖται, ἀλλ' ὁ ἀκοινώνητος κατακρίνεται.

.

.

 


(ΙΔΙΟΤΡΟΠΟΙ ΕΡΩΤΕΣ)

μια αιώνια ιστορία -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Την είδε στον εμπορικό  δρόμο,την ακολούθησε,εκεινη μπήκε σε ενα κατάστημα γυναικείων ρούχων,την περίμενε,βγήκε μετά από ώρα με μια τσάντα,ένιωθε πως έχουν ζήσει μια ολόκληρη ζωή μαζί,

ήταν ευτυχισμενη μαζί του,η γυναίκα κατευθύνθηκε προς ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο,ένας άντρας βγήκε, τη φίλησε,της εβαλε τα πράγματα στο πορτμπαγκάζ,μπήκαν στο αυτοκίνητο έφυγαν,εκείνος  εμεινε μόνος στο δρόμο,η μοναξιά του τρομερή, ενιωθε να κρυώνει,άκουσε τη φωνή ενος ζητιανου,κυριε μια βοήθεια,αμήχανα έρριξε ενα νόμισμα,κάθησε σε ενα καφέ,

χτύπησε το τηλέφωνο του,ακουσε ώρα,ο άλλος φλυαρουσε,

.

.

.


Από τα διηγήματα του ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ
Τοξαρις η'  περί φιλίας
-μεταφραση-αποδοση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

α' μέρος
Αγαθοκλής και Χαρίκλεια

ΜΝΗΣΙΠΠΟΣ.μαρτυρας λοιπόν ας είναι ο Φίλιος Ζευς,για όσα,θα σου πω,
είτε ο ιδιος τα γνωριζω,είτε απ'αλλους για την ακρίβεια ρώτησα να μάθω,
τίποτα από μόνος μου δεν θα μεγαλοποιησω.
και κατά πρώτον του Αγαθοκλή και του Δεινια τη φιλια θα σου διηγηθώ,
που φημισμένη στους Ίωνες έγινε.Γιατι αυτος ο Αγαθοκλής απ'τη Σάμο
που πριν λίγο ζούσε,άριστος στη φιλία αποδείχτηκε,στα αλλά δεν ήταν
καθόλου ανώτερος από τους πολλούς Σαμιους ούτε σε γενια ούτε σε άλλη περιουσία.
Με τον Δεινια του Λυσωνα απ'την Έφεσο φίλος από παιδί ήταν.Ο Δεινιας
ήταν πλούσιος πάρα πολύ κι όπως γίνεται αφού νεόπλουτος ήταν,πολλούς
και διάφορους είχε γύρω του, επιτήδειους να πίνουν μαζί  και στις
διασκεδάσεις να συνεβρίσκονται,στη φιλία όμως παρά πολύ υπολειπονταν.
Στην αρχή λοιπόν μ'αυτους κι ο Αγαθοκλής συναναστρέφονταν και συνεβρισκονταν κι έπινε μαζί τους,χωρίς μ'αυτους να του αρέσει πολύ 
τέτοια σπατάλη.Κι ο Δεινιας απ'την άλλη καθόλου δεν του'χε περισσότερη
εκτίμηση απ'τους κόλακες.
Και τέλος ήταν αντίθετος πολλά κατακρινοντας,και φορτικός εγινε
επενθυμίζοντας πάντα τους προγόνους και προειδοποιωντας να φυλαει 
αυτά που μετα πολλων κόπων ο πατέρας σ'αυτον αφού απόκτησε του
τ'άφησε,με αποτέλεσμα γι'αυτά στα γλέντια δεν τον έπαιρνε πια,αλλά
μόνος μ'εκείνους διασκέδαζε,προσπαθώντας να ξεφύγει τον Αγαθοκλη.
Και κάποτε απ'τους κόλακες εκείνους ο δυστυχος πείστηκε πως
τον ερωτεύτηκε η Χαρίκλεια του Δειμωνακτα η γυναίκα,ενός άντρα επιφανούς
και πρώτου απ'τους Εφεσιους στα πολιτικά.Και γράμματα του έφταναν στο σπίτι από τη γυναίκα  και στεφάνια μισομαραμενα και κάποια μήλα δαγκωμενα
κι άλλα απ'όσα οι πουτανες για τους νέους μηχανεύονται,με προσοχη
σχεδιάζουν σ'αυτους τους ερωτες και τους φουντώνουν να νομίζουν πως
πρώτη φορά ερωτεύονται,γιατί αυτό ελκυστικό είναι και μάλιστα σ'αυτούς
που νομίζουν πως είναι ωραίοι,μέχρι χωρίς να το καταλάβουν στα δίχτυα να πέσουν. 
Η Χαρίκλεια ήταν γοητευτική γυναίκα,αδιαντροπη όμως στη πουτανια και παντοτε την έπεφτε σ'οσους συναντούσε κι ακόμα αν πολύ λίγο καποιος το ήθελε.κι αν καποιος και μόνο την κοιτούσε,αμέσως του'κανε νεύμα ναι,και 
καμια ντροπή δεν είχε για ν'αρνηθεί η Χαρίκλεια.
πανούργα και κατά τ'αλλα και τεχνητρα από οποια ήθελε από τις εταιρες
να παρασύρει εραστή κι αν διστάζει ολοκληρωτικά να γοητεύει κι αφού
τον είχε τον αναστατωνε και τον έκαιγε δηθεν με το θυμό,δηθεν με ερωτολογα
και μετά από λίγο με την περιφρόνηση και με προσποιηση πως άλλον προτιμά,
κι είχε όλο τον έλεγχο η γυναίκα και πολλά τεχνάσματα ετοίμαζε για τους
εραστες,
αυτη λοιπόν τότε οι κόλακες του Δεινια έρριξαν στον αβγαλτο νεαρό και
με πολλά κοροϊδεύοντας,τον εσπρωχναν στον έρωτα της Χαρίκλειας,αυτή 
πολλούς ήδη νέους είχε καταστρέψει και μυριάδες έρωτες ειχε υποκριθει
και σπίτια πλούσια είχε αναστατώσει,πονηρή και πολύπειρη να αποπλανησει,
παίρνοντας στα χέρια αφελή κι άπειρο σε τέτοια τεχνάσματα νεαρό μέσα
στα νύχια της,τον ξεμυαλισε εντελώς,όμως κάνοντας τον κυριολεκτικά ότι 
ήθελε κι αυτή όμως χάθηκε απ'το θυμα της και στον δύστυχο τον Δεινια για
μύρια κακά η αιτία έγινε.
κατά πρώτον λοιπόν του πετούσε εκείνα τα γράμματα ,στέλνοντας συνεχως
την ρουφιανα υπηρετρια της,πως τάχα έκλαψε και δεν είχε υπνο και τέλος 
πως θα κρεμαστει για τον έρωτα του,ώσπου ο αφελής πείστηκε πως είναι
ωραίος και στις γυναίκες της Εφέσου περιζητητος και με τα πολλά τέτοια
κόλπα πιάστηκε στα δίχτια της.
Από κεί και πέρα ήταν πια εύκολο,για να καταστραφεί από γυναίκα ωραία
και γνωστρια των ερωτικών απολαύσεων,και ποτε έκανε πως δακρύζει,
και που συχνά αναστεναζε παθιαρικα αναμεσα τα λόγια της  κι όταν αυτός έφευγε τον αγκάλιαζε,κι όταν έρχονταν έτρεχε να τον προϋπαντήσει και
καλλωπιζονταν για να του αρέσει πιο πολύ και συχνά τραγουδούσε κι έπαιζε κιθαρα.
Όλ'αυτά για τον Δεινια τα μεταχειρίζονταν,κι όταν κατάλαβε ότι τον είχε αποπλανησει  και εντελώς από έρωτα ξετρελανει,κι άλλο επινόησε επιπλέον 
και τον δύστυχο αφάνισε.εκανε τάχα πως γκαστρωθηκε απ'αυτον-
αρκετό αυτό για να βάλει φωτιά σ'έναν βλάκα εραστη-κι έπαψε να πηγαινει σ'αυτόν,
τάχα να φυλαχτεί απ'τον άντρα της που'χε μάθει για τον έρωτα τους,αυτό 
εκείνος δεν μπορούσε να το υποφερει,ούτε ν'αντεξει να μην την βλέπει,έκλαιγε 
και τους κολακες έστελνε,και τ'ονομα της Χαρίκλειας φώναζε και την
εικόνα της αγκαλιαζε-που'χε κάνει με λευκή πετρα-οδυρονταν,και τέλος,
πέφτοντας στο πάτωμα κυλιονταν και ήταν ακριβως σαν να'χε λυσσαξει,
Και τα δώρα πια δεν ήταν μήλα και στεφάνια που της έδωσε,αλλά ολόκληρα
σπίτια και χωράφια και υπηρέτες και φορέματα στολισμένα στο χρυσό όσα
ηθελε.
και μετά τι έγινε;σύντομα απ'το σπίτι του Λυσωνα,το πιο ονομαστό στην Ιωνία,
δεν εμεινε τίποτα πια κι άδειασε.Επειτα,αφού πια στεγνός ήταν,τον παράτησε 
για κάποιον άλλον Κρητικό νεαρό από πλούσια οικογένεια ψαρεύοντας και
σ'εκεινον πήγαινε και του'κανε την ερωτευμένη και κείνος το πιστευε.
παρατημένος λοιπόν ο Δεινιας όχι μόνο απ'την Χαρίκλεια αλλά κι απ'τους
κόλακες γιατί εκείνοι ήδη στον Κρητικό εραστή έτρεξαν παει στον
Αγαθοκλή που από πολύ καιρό ήδη ήξερε την κατάντια του και ντρεπονταν 
να του τα  πει ολα-για τον ερωτα,για το ξαφρισμα,για την περιφρόνηση της γυναίκας,για τον Κρητικό αντεραστη,και τέλος,πως δεν μπορεί να ζήσει
χωρις τη Χαρίκλεια,και θεωρώντας που είναι άκαιρο να θυμίσει στον Δεινια
ότι αυτόν μονάχα απ'τους φίλους δεν έκανε παρέα αλλά τους κόλακες απ'αυτον
προτιμούσε τοτε,αφού πούλησε το μοναδικό πατρικό σπίτι που'χε στη
Σάμο επέστρεψε και του'δωσε τα χρήματα,τρία ταλαντα,
παίρνοντας τα ο Δεινιας αμέσως εμφανίστηκε στη Χαρίκλεια που τον βρήκε 
πως ξαναομορφηνε και πάλι η ρουφιαννα υπηρέτρια και τα γράμματα,και του
παραπονέθηκε που εξαφανίστηκε τόσο καιρό,κι οι κόλακες ξανατρεξαν να 
μαδησουν,βλεπωντας πως ήταν ακόμη φαγώσιμος ο Δεινιας.
Της είπε πως θα πάει σ'αυτη και πήγε την ώρα του πρώτου ύπνου και μεσα
ήταν,ο Δειμωνακτας,ο άντρας της Χαρίκλειας,είτε το μυριστηκε,είτε κι επειδή 
από συννενόηση με τη γυναίκα,και τα δύο λέγονται,βγαίνοντας από κρυψώνα
φώναξε να κλειστεί η πόρτα της αυλής και να συλληφθεί ο Δεινιας,με φωτιά 
και μαστίγιο απειλώντας και τράβηξε  πάνω του το σπαθί όπως σε μοιχο,
αυτός καταλαβαίνοντας τον κίνδυνο,αρπάζει ένα λοστό που ήταν εκεί κοντά
και σκοτώνει τον Δειμωνακτα,κτυπώντας τον στον κρόταφο,και τη Χαρίκλεια,
όχι μία φορά πληγώνοντας,αλλά με το λοστό πολλές φορές,και με το σπαθί 
του Δειμωνακτα υστερα.
οι υπηρέτες στην αρχή έμειναν αφωνοι,απ'τό τρομερό πράγμα που γίνονταν
ξαφνιασμένοι,έπειτα προσπαθησαν να τον συλλάβουν,αυτός όρμησε με
το ξίφος πάνω τους,κι εκείνοι σκόρπισαν,ο Δεινιας απομακρύνθηκε γρήγορα μετα απο τέτοιο μεγάλο φονικό που εκανε και μέχρι να ξημερώσει στον Αγαθοκλη έμεινε,κι αναλογίζονταν αυτά που πραχτηκαν,κι αυτά που πρόκειται να συμβουν  μελλοντικά,όταν ξημέρωσε ήρθαν οι στρατηγοι-γιατι ήδη το φονικό μαθευτηκε-κι αφού συνέλαβαν τον Δεινια,που δεν αρνήθηκε πως έκανε φονο,τον πήγαν στον αρμοστή που κυβερνούσε την Ασία τοτε,αυτός στον μεγάλο βασιλέα τον παραπεμπει και μετά από λίγο στάλθηκε ο Δεινιας στη Γυάρο νησι
των Κυκλάδων,σ'αυτη να μείνει εξόριστος για πάντα με απόφαση του βασιλεα,
ο Αγαθοκλής και στ'αλλα συμπαραστάθηκε και βρέθηκε στην Ιταλία και
παρουσιάστηκε στο δικαστήριο ο μόνος απ'τους φίλους και σε τίποτα
δεν δείλιασε,κι όταν  πια έφευγε για την εξορία ο Δεινιας,ούτε τότε εγκατέλειψε τονφίλο,καταδίκασε λοιπόν τον ίδιο του τον εαυτό να μεινει στη Γυαρο
και εξορίατηκε μαζί μ'αυτον,και επειδή σ'ολα τα αναγκαία  είχαν στέρηση,
πήγε σε ψαράδες πορφύρα και έκανε καταδύσεις και μ'αυτο που κέρδιζε
κι έφερνε έτρεφε τον Δεινια,κι οταν κάποτε αρρώστησε για πολύ καιρό τον φρόντισε και τον θεραπευσε,κι όταν πέθανε δεν θέλησε να γυρίσει στο
στο τόπο του,αλλά στο νησί έμεινε επειδή ντρέπονταν και πεθαμένο 
να εγκαταλείψει τον φίλο του.
αυτη  είναι η συμπεριφορά Έλληνα φίλου που δεν  έγινε πριν από  πολλά χρονια,
γιατι όπως ξέρω πέντε ήδη χρόνια έχουν περάσει απ'ότου ο Αγαθοκλής στη 
Γυαρο πεθανε.
.
.
ΜΝΗΣΙΠΠΟΣ 12 ἴστω τοίνυν ὁ Ζεὺς ὁ Φίλιος, ἦ μὴν ὁπόσα, ἂν λέγω πρὸς σὲ ἢ αὐτὸς εἰδὼς ἢ παρ᾽ ἄλλων ὁπόσον οἷόν τε ἦν δι᾽ ἀκριβείας ἐκπυνθανόμενος ἐρεῖν, μηδὲν παρ᾽ ἐμαυτοῦ ἐπιτραγῳδῶν. Καὶ πρώτην γέ σοι τὴν Ἀγαθοκλέους καὶ Δεινίου φιλίαν διηγήσομαι, ἀοίδιμον ἐν τοῖς Ἴωσι γενομένην. Ἀγαθοκλῆς γὰρ οὗτος ὁ Σάμιος οὐ πρὸ πολλοῦ ἐγένετο, ἄριστος μὲν πρὸς φιλίαν, ὡς ἔδειξεν, τὰ ἄλλα δὲ οὐδὲν ἀμείνων Σαμίων τῶν πολλῶν οὔτε ἐς τὸ γένος οὔτε ἐς τὴν ἄλλην περιουσίαν. Δεινίᾳ δὲ τῷ Λύσωνος Ἐφεσίῳ φίλος ἐκ παίδων ἦν. ὁ δὲ Δεινίας ἐπλούτει ἄρα εἰς ὑπερβολήν καὶ ὥσπερ εἰκὸς νεόπλουτον ὄντα, πολλοὺς καὶ ἄλλους εἶχε περὶ ἑαυτόν, ἱκανοὺς μὲν συμπιεῖν καὶ πρὸς ἡδονὴν συνεῖναι, φιλίας δὲ πλεῖστον ὅσον ἀποδέοντας. Tέως μὲν οὖν ἐν τούτοις καὶ ὁ Ἀγαθοκλῆς ἐξητάζετο, καὶ συνῆν καὶ συνέπινεν αὐτοῖς οὐ πάνυ χαίρων τῇ τοιαύτῃ διατριβῇ, καὶ ὁ Δεινίας οὐδὲν αὐτὸν ἐντιμότερον εἶχεν τῶν κολάκων. Τελευταῖον δὲ καὶ προσέκρουε τὰ πολλὰ ἐπιτιμῶν, καὶ φορτικὸς ἐδόκει ὑπομιμνήσκων ἀεὶ τῶν προγόνων καὶ φυλάττειν παραγγέλλων ἃ μετὰ πολλῶν καμάτων ὁ πατὴρ αὐτῷ κτησάμενος κατέλιπεν, ὥστε διὰ ταῦτα οὐδὲ ἐπὶ τοὺς κώμους ἀπῆγεν ἔτι αὐτόν, ἀλλὰ μόνος μετ᾽ ἐκείνων ἐκώμαζε, λανθάνειν πειρώμενος τὸν Ἀγαθοκλέα.
13 Καὶ δή ποτε ὑπὸ τῶν κολάκων ἐκείνων ὁ ἄθλιος ἀναπείθεται ὡς ἐρῴη αὐτοῦ Χαρίκλεια Δημώνακτος γυνή, ἀνδρὸς ἐπιφανοῦς καὶ πρώτου Ἐφεσίων τὰ πολιτικά: καὶ γραμματεῖά τε εἰσεφοίτα παρὰ τῆς γυναικὸς αὐτῷ καὶ στέφανοι ἡμιμάραντοι καὶ μῆλά τινα ἀποδεδηγμένα καὶ ἄλλα ὁπόσα αἱ μαστροποὶ ἐπὶ τοῖς νέοις μηχανῶνται, κατὰ μικρὸν αὐτοῖς ἐπιτεχνώμεναι τοὺς ἔρωτας καὶ ἀναφλέγουσαι τὸ πρῶτον ἐρᾶσθαι νομίζοντας ἐπαγωγότατον γὰρ τοῦτό γε καὶ μάλιστα τοῖς καλοῖς εἶναι οἰομένοις, ἄχρι· ἂν λάθωσιν εἰς τὰ δίκτυα ἐμπεσόντες. ἡ Χαρίκλεια δὲ ἦν ἀστεῖον μέν τι γύναιον, ἑταιρικὸν δὲ ἐκτόπως καὶ τοῦ προστυχόντος ἀεί, καὶ εἰ πάνυ ἐπ᾽ ὀλίγῳ ἐθελήσειέ τις· καὶ εἰ προσίδοι τις μόνον, εὐθὺς ἐπένευε, καὶ δέος οὐδὲν ἦν μή πη ἀντείποι Χαρίκλεια. Δεινὴ δὲ καὶ τὰ ἄλλα, καὶ τεχνῖτις παρ᾽ ἥντινα βούλει τῶν ἑταιρῶν ἐπισπάσασθαι ἐραστὴν καὶ ἀμφίβολον ἔτι ὄντα ὅλον ὑποποιήσασθαι καὶ ἐνεχόμενον ἤδη ἐπιτεῖναι καὶ προσεκκαῦσαι ἄρτι μὲν ὀργῇ, ἄρτι δὲ κολακείᾳ καὶ μετὰ μικρὸν ὑπεροψίᾳ καὶ τῷ πρὸς ἕτερον ἀποκλίνειν δοκεῖν, καὶ ὅλη συνεκεκρότητο ἁπανταχόθεν ἡ γυνὴ καὶ πολλὰ μηχανήματα παρεσκεύαστο κατὰ τῶν ἐραστῶν.
14Ταύτην οὖν τότε οἱ Δεινίου κόλακες παραλαμβάνουσιν ἐπὶ τὸ μειράκιον, καὶ τὰ πολλὰ ὑπεκωμῴδουν, συνωθοῦντες αὐτὸν εἰς τὸν ἔρωτα τῆς Χαρικλείας. ἡ δὲ πολλοὺς ἤδη νέους ἐκτραχηλίσασα καὶ μυρίους ἔρωτας ὑποκριναμένη καὶ οἴκους πολυταλάντους ἀνατρέψασα, ποικίλον τι καὶ πολυγύμναστον κακόν, παραλαβοῦσα εἰς τὰς χεῖρας ἁπλοϊκὸν καὶ ἄπειρον τῶν τοιούτων μηχανημάτων νεανίσκον οὐκ ἀνῆκεν ἐκ τῶν ὀνύχων, ἀλλὰ περιέχουσα πανταχόθεν καὶ διαπείρασα, ὅτε ἤδη παντάπασιν ἐκράτει, αὐτή τε ἀπώλετο ὑπὸ τῆς ἄγρας καὶ τῷ κακοδαίμονι Δεινίᾳ μυρίων κακῶν αἰτία ἐγένετο
Tὸ μὲν γάρ πρῶτον εὐθὺς ἐκεῖνα ἐπ᾽ αὐτὸν καθίει τὰ γραμματεῖα, συνεχῶς πεμπομένη τὴν ἅβραν, ὡς ἐδάκρυσε καὶ ἐπηγρύπνησε καὶ τέλος ὡς ἀπάγξει ἑαυτὴν ἡ ἀθλία ὑπὸ τοῦ ἔρωτος, ἕως δὴ ὁ μακάριος ἐπείσθη καλὸς εἶναι καὶ ταῖς Ἐφεσίων γυναιξὶ περιπόθητος, καί που συνηνέχθη πολλὰ
15 ἱκετευθείς. Τὸ ἐντεῦθεν ἤδη ῥᾷον, ὡς τὸ εἰκός, ἁλώσεσθαι ἔμελλεν ὑπὸ γυναικὸς καλῆς καὶ πρὸς ἡδονήν τε ὁμιλῆσαι ἐπισταμένης καὶ ἐν καιρῷ δακρῦσαι καὶ μεταξὺ τῶν λόγων ἐλεεινῶς ὑποστενάξαι καὶ ἀπιόντος ἤδη λαβέσθαι καὶ εἰσελθόντι προσδραμεῖν καὶ καλλωπίζεσθαι ὡς ἂν μάλιστα ἀρέσειε, καί που καί ᾆσαι καί κιθαρίσαι.
Οἷς ἅπασι κατὰ τοῦ Δεινίου ἐκέχρητο· καὶ ἐπεὶ ᾔσθετο πονηρῶς ἔχοντα καὶ διάβροχον ἤδη τῷ ἔρωτι καὶ τακερὸν γεγενημένον, ἄλλο ἐπὶ τούτοις ἐπενόει καὶ τὸν ἄθλιον ἀπώλλυε· κύειν τε γὰρ ἐξ αὐτοῦ σκήπτεται — ἱκανὸν δὲ καὶ τοῦτο βλᾶκα ἐραστὴν προσεκπυρῶσαι — καὶ οὐκέτι ἐφοίτα πρὸς αὐτόν, φυλάττεσθαι ὑπὸ τἀνδρὸς λέγουσα πεπυσμένου τὸν ἔρωτα.
ὁ δ᾽ οὐκέτι οἷός τε ἦν φέρειν τὸ πρᾶγμα, οὐδὲ ἠνείχετο μὴ ὁρῶν αὐτήν, ἀλλὰ ἐδάκρυε καὶ τοὺς κόλακας εἰσέπεμπεν καὶ τοὔνομα τῆς Χαρικλείας ἐπεβοᾶτο καὶ τὴν εἰκόνα περιβαλὼν αὐτῆς — ἐπεποίητο δὲ λίθου λευκοῦ — ἐκώκυε, καὶ τέλος καταβαλὼν ἑαυτὸν εἰς τοὔδαφος ἐκυλίνδετο καὶ λύττα ἦν ἀκριβὴς τὸ πρᾶγμα. Τὰ μὲν γὰρ δῶρα οὐ κατὰ μῆλα καὶ στεφάνους ἀντεδίδοτο αὐτῇ, ἀλλὰ συνοικίαι ὅλαι καὶ ἀγροὶ καὶ θεράπαιναι καὶ ἐσθῆτες εὐανθεῖς καὶ χρυσὸν ὁπόσον ἐθελήσειε.
14 Ταύτην οὖν τότε οἱ Δεινίου κόλακες παραλαμβάνουσιν ἐπὶ τὸ μειράκιον, καὶ τὰ πολλὰ ὑπεκωμῴδουν, συνωθοῦντες αὐτὸν εἰς τὸν ἔρωτα τῆς Χαρικλείας. ἡ δὲ πολλοὺς ἤδη νέους ἐκτραχηλίσασα καὶ μυρίους ἔρωτας ὑποκριναμένη καὶ οἴκους πολυταλάντους ἀνατρέψασα, ποικίλον τι καὶ πολυγύμναστον κακόν, παραλαβοῦσα εἰς τὰς χεῖρας ἁπλοϊκὸν καὶ ἄπειρον τῶν τοιούτων μηχανημάτων νεανίσκον οὐκ ἀνῆκεν ἐκ τῶν ὀνύχων, ἀλλὰ περιέχουσα πανταχόθεν καὶ διαπείρασα, ὅτε ἤδη παντάπασιν ἐκράτει, αὐτή τε ἀπώλετο ὑπὸ τῆς ἄγρας καὶ τῷ κακοδαίμονι Δεινίᾳ μυρίων κακῶν αἰτία ἐγένετο.
Καὶ τί γάρ; ἐν βραχεῖ ὁ Λύσωνος οἶκος, ὀνομαστότατος τῶν ἐν Ἰωνίᾳ γενόμενος, ἐξήντλητο ἤδη καὶ ἐξεκεκένωτο. Εἶτα, ὡς ἤδη αὖος ἦν, ἀπολιποῦσα αὐτὸν ἄλλον τινὰ Κρῆτα νεανίσκον τῶν ὑποχρύσων ἐθήρα καὶ μετέβαινεν ἐπ᾽ ἐκεῖνον καὶ ἤρα ἤδη αὐτοῦ, κἀκεῖνος ἐπίστευεν.
ἀμελούμενος οὖν ὁ Δεινίας οὐχ ὑπὸ τῆς Χαρικλείας μόνον ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τῶν κολάκων κἀκεῖνοι γὰρ ἐπὶ τὸν Κρῆτα ἤδη τὸν ἐρώμενον μετεληλύθεσαν ἔρχεται παρὰ τὸν Ἀγαθοκλέα καὶ πάλαι εἰδότα ὡς ἔχοι πονηρῶς τὰ πράγματα αὐτῷ, καὶ αἰδούμενος τὸ πρῶτον ὅμως διηγεῖτο πάντα — τὸν ἔρωτα, τὴν ἀπορίαν, τὴν ὑπεροψίαν τῆς γυναικός, τὸν ἀντεραστὴν τὸν Κρῆτα, καὶ τέλος ὡς οὐ βιώσεται μὴ οὐχὶ συνὼν τῇ Χαρικλείᾳ. ὁ δὲ ἄκαιρον εἶναι νομίσας ἐν τούτῳ ἀπομνημονεύειν τῷ Δεινίᾳ διότι οὐ προσίετο μόνον αὐτὸν τῶν φίλων ἀλλὰ τοὺς κόλακας αὐτοῦ προετίμα τότε, ἣν μόνον εἶχεν πατρῴαν οἰκίαν ἐν Σάμῳ ἀπεμπολήσας ἧκεν αὐτῷ τὴν τιμὴν κομίζων, τρία τάλαντα.
17 Λαβὼν δὲ ὁ Δεινίας οὐκ ἀφανὴς εὐθὺς ἦν τῇ Χαρικλείᾳ καλός ποθεν αὖθις γεγενημένος, καὶ αὖθις ἡ ἅβρα καὶ τὰ γραμματεῖα, καὶ μέμψις ὅτι μὴ πολλοῦ χρόνου ἀφίκετο, καὶ οἱ κόλακες συνέθεον ἐπικαλαμησόμενοι, ὁρῶντες ἐδώδιμον ἔτι ὄντα τὸν Δεινίαν. ὡς δὲ ὑπέσχετο ἥξειν παρ᾽ αὐτὴν καὶ ἧκε περὶ πρῶτον ὕπνον καὶ ἔνδον ἦν, ὁ Δημῶναξ, ὁ τῆς Χαρικλείας ἀνήρ, εἴτε ἄλλως αἰσθόμενος εἴτε καὶ ἀπὸ συνθήματος τῆς γυναικός ἄμφω γὰρ λέγεται ἐπαναστὰς ὥσπερ ἐκ λόχου τήν τε αὔλειον ἀποκλείειν ἐκέλευεν καὶ συλλαμβάνειν τὸν Δεινίαν, πῦρ καὶ μάστιγας ἀπειλῶν καὶ ξίφος ὡς ἐπὶ μοιχὸν σπασάμενος.
ὁ δὲ συνιδὼν οὗ κακῶν ἦν, μοχλόν τινα πλησίον κείμενον ἁρπάσας αὐτόν τε ἀποκτείνει τὸν Δημώνακτα, πατάξας εἰς τὸν κρόταφον, καὶ τὴν Χαρίκλειαν, οὐ μιᾷ πληγῇ ταύτην, ἀλλὰ καὶ τῷ μοχλῷ πολλάκις καὶ τῷ ξίφει τοῦ Δημώνακτος ὕστερον. Οἱ δ᾽ οἰκέται τέως μὲν ἑστήκεσαν ἄφωνοι, τῷ παραδόξῳ τοῦ πράγματος ἐκπεπληγμένοι, εἶτα πειρώμενοι συλλαμβάνειν, ὡς καὶ αὐτοῖς ἐπῄει μετὰ τοῦ ξίφους, ἐκεῖνοι μὲν ἔφευγον, ὁ Δεινίας δὲ ὑπεξέρχεται τηλικοῦτον ἔργον εἰργασμένος. καὶ τὸ μέχρι τῆς ἕω παρὰ τῷ Ἀγαθοκλεῖ διέτριβεν, ἀναλογιζόμενοι τὰ πεπραγμένα καὶ περὶ τῶν μελλόντων ὅ τι ἀποβήσεται σκοποῦντες: ἕωθεν δὲ οἱ στρατηγοὶ παρῆσαν — ἤδη γὰρ τὸ πρᾶγμα διεβεβόητο — καὶ συλλαβόντες τὸν Δεινίαν, οὐδ᾽ αὐτὸν ἔξαρνον ὄντα μὴ οὐχὶ πεφονευκέναι, ἀπάγουσι παρὰ τὸν ἁρμοστὴν ὃς ἥρμοζε τὴν Ἀσίαν τότε. ὁ δὲ βασιλεῖ τῷ μεγάλῳ ἀναπέμπει αὐτὸν καὶ μετ᾽ οὐ πολὺ κατεπέμφθη ὁ Δεινίας εἰς Γύαρον νῆσον τῶν Κυκλάδων, ἐν ταύτῃ φεύγειν εἰς ἀεὶ τεταγμένος ὑπὸ βασιλέως.
18 ὁ δὲ Ἀγαθοκλῆς καὶ τἄλλα μὲν συνῆν καὶ συναπῆρεν εἰς τὴν Ἰταλίαν καὶ συνεισῆλθεν εἰς τὸ δικαστήριον μόνος τῶν φίλων καὶ πρὸς οὐδὲν ἐνεδέησεν. ἐπεὶ δὲ ἤδη ἔφευγεν ὁ Δεινίας, οὐδὲ τότε ἀπελείφθη τοῦ ἑταίρου, καταδικάσας δὲ αὐτὸς αὑτοῦ διέτριβεν ἐν Γυάρῳ καὶ συνέφευγεν αὐτῷ, καὶ ἐπειδὴ παντάπασιν ἠπόρουν τῶν ἀναγκαίων, παραδοὺς ἑαυτὸν τοῖς πορφυρεῦσι συγκατεδύετο καὶ τὸ γινόμενον ἐκ τούτου ἀποφέρων ἔτρεφε τὸν Δεινίαν· καὶ νοσήσαντά τε ἐπὶ μήκιστον ἐθεράπευσε καὶ ἀποθανόντος οὐκέτι ἐπανελθεῖν εἰς τὴν ἑαυτοῦ ἠθέλησεν, ἀλλ᾽ αὐτοῦ ἐν τῇ νήσῳ ἔμεινεν αἰσχυνόμενος καὶ τεθνεῶτα ἀπολιπεῖν τὸν φίλον.
Τοῦτό σοι ἔργον φίλου Ἕλληνος οὐ πρὸ πολλοῦ γενόμενον· ἔτη γὰρ οὐκ οἶδα εἰ πέντε ἤδη διελήλυθεν ἀφ᾽ οὗ Ἀγαθοκλῆς ἐν Γυάρῳ ἀπέθανεν.Μνήσιπποςbr> 12 ἴστω τοίνυν ὁ Ζεὺς ὁ Φίλιος, ἦ μὴν ὁπόσα, ἂν λέγω πρὸς σὲ ἢ αὐτὸς εἰδὼς ἢ παρ᾽ ἄλλων ὁπόσον οἷόν τε ἦν δι᾽ ἀκριβείας ἐκπυνθανόμενος ἐρεῖν, μηδὲν παρ᾽ ἐμαυτοῦ ἐπιτραγῳδῶν. Καὶ πρώτην γέ σοι τὴν Ἀγαθοκλέους καὶ Δεινίου φιλίαν διηγήσομαι, ἀοίδιμον ἐν τοῖς Ἴωσι γενομένην. Ἀγαθοκλῆς γὰρ οὗτος ὁ Σάμιος οὐ πρὸ πολλοῦ ἐγένετο, ἄριστος μὲν πρὸς φιλίαν, ὡς ἔδειξεν, τὰ ἄλλα δὲ οὐδὲν ἀμείνων Σαμίων τῶν πολλῶν οὔτε ἐς τὸ γένος οὔτε ἐς τὴν ἄλλην περιουσίαν. Δεινίᾳ δὲ τῷ Λύσωνος Ἐφεσίῳ φίλος ἐκ παίδων ἦν. ὁ δὲ Δεινίας ἐπλούτει ἄρα εἰς ὑπερβολήν καὶ ὥσπερ εἰκὸς νεόπλουτον ὄντα, πολλοὺς καὶ ἄλλους εἶχε περὶ ἑαυτόν, ἱκανοὺς μὲν συμπιεῖν καὶ πρὸς ἡδονὴν συνεῖναι, φιλίας δὲ πλεῖστον ὅσον ἀποδέοντας. Tέως μὲν οὖν ἐν τούτοις καὶ ὁ Ἀγαθοκλῆς ἐξητάζετο, καὶ συνῆν καὶ συνέπινεν αὐτοῖς οὐ πάνυ χαίρων τῇ τοιαύτῃ διατριβῇ, καὶ ὁ Δεινίας οὐδὲν αὐτὸν ἐντιμότερον εἶχεν τῶν κολάκων. Τελευταῖον δὲ καὶ προσέκρουε τὰ πολλὰ ἐπιτιμῶν, καὶ φορτικὸς ἐδόκει ὑπομιμνήσκων ἀεὶ τῶν προγόνων καὶ φυλάττειν παραγγέλλων ἃ μετὰ πολλῶν καμάτων ὁ πατὴρ αὐτῷ κτησάμενος κατέλιπεν, ὥστε διὰ ταῦτα οὐδὲ ἐπὶ τοὺς κώμους ἀπῆγεν ἔτι αὐτόν, ἀλλὰ μόνος μετ᾽ ἐκείνων ἐκώμαζε, λανθάνειν πειρώμενος τὸν Ἀγαθοκλέα.
13 Καὶ δή ποτε ὑπὸ τῶν κολάκων ἐκείνων ὁ ἄθλιος ἀναπείθεται ὡς ἐρῴη αὐτοῦ Χαρίκλεια Δημώνακτος γυνή, ἀνδρὸς ἐπιφανοῦς καὶ πρώτου Ἐφεσίων τὰ πολιτικά: καὶ γραμματεῖά τε εἰσεφοίτα παρὰ τῆς γυναικὸς αὐτῷ καὶ στέφανοι ἡμιμάραντοι καὶ μῆλά τινα ἀποδεδηγμένα καὶ ἄλλα ὁπόσα αἱ μαστροποὶ ἐπὶ τοῖς νέοις μηχανῶνται, κατὰ μικρὸν αὐτοῖς ἐπιτεχνώμεναι τοὺς ἔρωτας καὶ ἀναφλέγουσαι τὸ πρῶτον ἐρᾶσθαι νομίζοντας ἐπαγωγότατον γὰρ τοῦτό γε καὶ μάλιστα τοῖς καλοῖς εἶναι οἰομένοις, ἄχρι· ἂν λάθωσιν εἰς τὰ δίκτυα ἐμπεσόντες. ἡ Χαρίκλεια δὲ ἦν ἀστεῖον μέν τι γύναιον, ἑταιρικὸν δὲ ἐκτόπως καὶ τοῦ προστυχόντος ἀεί, καὶ εἰ πάνυ ἐπ᾽ ὀλίγῳ ἐθελήσειέ τις· καὶ εἰ προσίδοι τις μόνον, εὐθὺς ἐπένευε, καὶ δέος οὐδὲν ἦν μή πη ἀντείποι Χαρίκλεια. Δεινὴ δὲ καὶ τὰ ἄλλα, καὶ τεχνῖτις παρ᾽ ἥντινα βούλει τῶν ἑταιρῶν ἐπισπάσασθαι ἐραστὴν καὶ ἀμφίβολον ἔτι ὄντα ὅλον ὑποποιήσασθαι καὶ ἐνεχόμενον ἤδη ἐπιτεῖναι καὶ προσεκκαῦσαι ἄρτι μὲν ὀργῇ, ἄρτι δὲ κολακείᾳ καὶ μετὰ μικρὸν ὑπεροψίᾳ καὶ τῷ πρὸς ἕτερον ἀποκλίνειν δοκεῖν, καὶ ὅλη συνεκεκρότητο ἁπανταχόθεν ἡ γυνὴ καὶ πολλὰ μηχανήματα παρεσκεύαστο κατὰ τῶν ἐραστῶν.
14Ταύτην οὖν τότε οἱ Δεινίου κόλακες παραλαμβάνουσιν ἐπὶ τὸ μειράκιον, καὶ τὰ πολλὰ ὑπεκωμῴδουν, συνωθοῦντες αὐτὸν εἰς τὸν ἔρωτα τῆς Χαρικλείας. ἡ δὲ πολλοὺς ἤδη νέους ἐκτραχηλίσασα καὶ μυρίους ἔρωτας ὑποκριναμένη καὶ οἴκους πολυταλάντους ἀνατρέψασα, ποικίλον τι καὶ πολυγύμναστον κακόν, παραλαβοῦσα εἰς τὰς χεῖρας ἁπλοϊκὸν καὶ ἄπειρον τῶν τοιούτων μηχανημάτων νεανίσκον οὐκ ἀνῆκεν ἐκ τῶν ὀνύχων, ἀλλὰ περιέχουσα πανταχόθεν καὶ διαπείρασα, ὅτε ἤδη παντάπασιν ἐκράτει, αὐτή τε ἀπώλετο ὑπὸ τῆς ἄγρας καὶ τῷ κακοδαίμονι Δεινίᾳ μυρίων κακῶν αἰτία ἐγένετο
Tὸ μὲν γάρ πρῶτον εὐθὺς ἐκεῖνα ἐπ᾽ αὐτὸν καθίει τὰ γραμματεῖα, συνεχῶς πεμπομένη τὴν ἅβραν, ὡς ἐδάκρυσε καὶ ἐπηγρύπνησε καὶ τέλος ὡς ἀπάγξει ἑαυτὴν ἡ ἀθλία ὑπὸ τοῦ ἔρωτος, ἕως δὴ ὁ μακάριος ἐπείσθη καλὸς εἶναι καὶ ταῖς Ἐφεσίων γυναιξὶ περιπόθητος, καί που συνηνέχθη πολλὰ
15 ἱκετευθείς. Τὸ ἐντεῦθεν ἤδη ῥᾷον, ὡς τὸ εἰκός, ἁλώσεσθαι ἔμελλεν ὑπὸ γυναικὸς καλῆς καὶ πρὸς ἡδονήν τε ὁμιλῆσαι ἐπισταμένης καὶ ἐν καιρῷ δακρῦσαι καὶ μεταξὺ τῶν λόγων ἐλεεινῶς ὑποστενάξαι καὶ ἀπιόντος ἤδη λαβέσθαι καὶ εἰσελθόντι προσδραμεῖν καὶ καλλωπίζεσθαι ὡς ἂν μάλιστα ἀρέσειε, καί που καί ᾆσαι καί κιθαρίσαι.
Οἷς ἅπασι κατὰ τοῦ Δεινίου ἐκέχρητο· καὶ ἐπεὶ ᾔσθετο πονηρῶς ἔχοντα καὶ διάβροχον ἤδη τῷ ἔρωτι καὶ τακερὸν γεγενημένον, ἄλλο ἐπὶ τούτοις ἐπενόει καὶ τὸν ἄθλιον ἀπώλλυε· κύειν τε γὰρ ἐξ αὐτοῦ σκήπτεται — ἱκανὸν δὲ καὶ τοῦτο βλᾶκα ἐραστὴν προσεκπυρῶσαι — καὶ οὐκέτι ἐφοίτα πρὸς αὐτόν, φυλάττεσθαι ὑπὸ τἀνδρὸς λέγουσα πεπυσμένου τὸν ἔρωτα.
ὁ δ᾽ οὐκέτι οἷός τε ἦν φέρειν τὸ πρᾶγμα, οὐδὲ ἠνείχετο μὴ ὁρῶν αὐτήν, ἀλλὰ ἐδάκρυε καὶ τοὺς κόλακας εἰσέπεμπεν καὶ τοὔνομα τῆς Χαρικλείας ἐπεβοᾶτο καὶ τὴν εἰκόνα περιβαλὼν αὐτῆς — ἐπεποίητο δὲ λίθου λευκοῦ — ἐκώκυε, καὶ τέλος καταβαλὼν ἑαυτὸν εἰς τοὔδαφος ἐκυλίνδετο καὶ λύττα ἦν ἀκριβὴς τὸ πρᾶγμα. Τὰ μὲν γὰρ δῶρα οὐ κατὰ μῆλα καὶ στεφάνους ἀντεδίδοτο αὐτῇ, ἀλλὰ συνοικίαι ὅλαι καὶ ἀγροὶ καὶ θεράπαιναι καὶ ἐσθῆτες εὐανθεῖς καὶ χρυσὸν ὁπόσον ἐθελήσειε.
14 Ταύτην οὖν τότε οἱ Δεινίου κόλακες παραλαμβάνουσιν ἐπὶ τὸ μειράκιον, καὶ τὰ πολλὰ ὑπεκωμῴδουν, συνωθοῦντες αὐτὸν εἰς τὸν ἔρωτα τῆς Χαρικλείας. ἡ δὲ πολλοὺς ἤδη νέους ἐκτραχηλίσασα καὶ μυρίους ἔρωτας ὑποκριναμένη καὶ οἴκους πολυταλάντους ἀνατρέψασα, ποικίλον τι καὶ πολυγύμναστον κακόν, παραλαβοῦσα εἰς τὰς χεῖρας ἁπλοϊκὸν καὶ ἄπειρον τῶν τοιούτων μηχανημάτων νεανίσκον οὐκ ἀνῆκεν ἐκ τῶν ὀνύχων, ἀλλὰ περιέχουσα πανταχόθεν καὶ διαπείρασα, ὅτε ἤδη παντάπασιν ἐκράτει, αὐτή τε ἀπώλετο ὑπὸ τῆς ἄγρας καὶ τῷ κακοδαίμονι Δεινίᾳ μυρίων κακῶν αἰτία ἐγένετο.
Καὶ τί γάρ; ἐν βραχεῖ ὁ Λύσωνος οἶκος, ὀνομαστότατος τῶν ἐν Ἰωνίᾳ γενόμενος, ἐξήντλητο ἤδη καὶ ἐξεκεκένωτο. Εἶτα, ὡς ἤδη αὖος ἦν, ἀπολιποῦσα αὐτὸν ἄλλον τινὰ Κρῆτα νεανίσκον τῶν ὑποχρύσων ἐθήρα καὶ μετέβαινεν ἐπ᾽ ἐκεῖνον καὶ ἤρα ἤδη αὐτοῦ, κἀκεῖνος ἐπίστευεν.
ἀμελούμενος οὖν ὁ Δεινίας οὐχ ὑπὸ τῆς Χαρικλείας μόνον ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τῶν κολάκων κἀκεῖνοι γὰρ ἐπὶ τὸν Κρῆτα ἤδη τὸν ἐρώμενον μετεληλύθεσαν ἔρχεται παρὰ τὸν Ἀγαθοκλέα καὶ πάλαι εἰδότα ὡς ἔχοι πονηρῶς τὰ πράγματα αὐτῷ, καὶ αἰδούμενος τὸ πρῶτον ὅμως διηγεῖτο πάντα — τὸν ἔρωτα, τὴν ἀπορίαν, τὴν ὑπεροψίαν τῆς γυναικός, τὸν ἀντεραστὴν τὸν Κρῆτα, καὶ τέλος ὡς οὐ βιώσεται μὴ οὐχὶ συνὼν τῇ Χαρικλείᾳ. ὁ δὲ ἄκαιρον εἶναι νομίσας ἐν τούτῳ ἀπομνημονεύειν τῷ Δεινίᾳ διότι οὐ προσίετο μόνον αὐτὸν τῶν φίλων ἀλλὰ τοὺς κόλακας αὐτοῦ προετίμα τότε, ἣν μόνον εἶχεν πατρῴαν οἰκίαν ἐν Σάμῳ ἀπεμπολήσας ἧκεν αὐτῷ τὴν τιμὴν κομίζων, τρία τάλαντα.
17 Λαβὼν δὲ ὁ Δεινίας οὐκ ἀφανὴς εὐθὺς ἦν τῇ Χαρικλείᾳ καλός ποθεν αὖθις γεγενημένος, καὶ αὖθις ἡ ἅβρα καὶ τὰ γραμματεῖα, καὶ μέμψις ὅτι μὴ πολλοῦ χρόνου ἀφίκετο, καὶ οἱ κόλακες συνέθεον ἐπικαλαμησόμενοι, ὁρῶντες ἐδώδιμον ἔτι ὄντα τὸν Δεινίαν. ὡς δὲ ὑπέσχετο ἥξειν παρ᾽ αὐτὴν καὶ ἧκε περὶ πρῶτον ὕπνον καὶ ἔνδον ἦν, ὁ Δημῶναξ, ὁ τῆς Χαρικλείας ἀνήρ, εἴτε ἄλλως αἰσθόμενος εἴτε καὶ ἀπὸ συνθήματος τῆς γυναικός ἄμφω γὰρ λέγεται ἐπαναστὰς ὥσπερ ἐκ λόχου τήν τε αὔλειον ἀποκλείειν ἐκέλευεν καὶ συλλαμβάνειν τὸν Δεινίαν, πῦρ καὶ μάστιγας ἀπειλῶν καὶ ξίφος ὡς ἐπὶ μοιχὸν σπασάμενος.
ὁ δὲ συνιδὼν οὗ κακῶν ἦν, μοχλόν τινα πλησίον κείμενον ἁρπάσας αὐτόν τε ἀποκτείνει τὸν Δημώνακτα, πατάξας εἰς τὸν κρόταφον, καὶ τὴν Χαρίκλειαν, οὐ μιᾷ πληγῇ ταύτην, ἀλλὰ καὶ τῷ μοχλῷ πολλάκις καὶ τῷ ξίφει τοῦ Δημώνακτος ὕστερον. Οἱ δ᾽ οἰκέται τέως μὲν ἑστήκεσαν ἄφωνοι, τῷ παραδόξῳ τοῦ πράγματος ἐκπεπληγμένοι, εἶτα πειρώμενοι συλλαμβάνειν, ὡς καὶ αὐτοῖς ἐπῄει μετὰ τοῦ ξίφους, ἐκεῖνοι μὲν ἔφευγον, ὁ Δεινίας δὲ ὑπεξέρχεται τηλικοῦτον ἔργον εἰργασμένος. καὶ τὸ μέχρι τῆς ἕω παρὰ τῷ Ἀγαθοκλεῖ διέτριβεν, ἀναλογιζόμενοι τὰ πεπραγμένα καὶ περὶ τῶν μελλόντων ὅ τι ἀποβήσεται σκοποῦντες: ἕωθεν δὲ οἱ στρατηγοὶ παρῆσαν — ἤδη γὰρ τὸ πρᾶγμα διεβεβόητο — καὶ συλλαβόντες τὸν Δεινίαν, οὐδ᾽ αὐτὸν ἔξαρνον ὄντα μὴ οὐχὶ πεφονευκέναι, ἀπάγουσι παρὰ τὸν ἁρμοστὴν ὃς ἥρμοζε τὴν Ἀσίαν τότε. ὁ δὲ βασιλεῖ τῷ μεγάλῳ ἀναπέμπει αὐτὸν καὶ μετ᾽ οὐ πολὺ κατεπέμφθη ὁ Δεινίας εἰς Γύαρον νῆσον τῶν Κυκλάδων, ἐν ταύτῃ φεύγειν εἰς ἀεὶ τεταγμένος ὑπὸ βασιλέως.
18 ὁ δὲ Ἀγαθοκλῆς καὶ τἄλλα μὲν συνῆν καὶ συναπῆρεν εἰς τὴν Ἰταλίαν καὶ συνεισῆλθεν εἰς τὸ δικαστήριον μόνος τῶν φίλων καὶ πρὸς οὐδὲν ἐνεδέησεν. ἐπεὶ δὲ ἤδη ἔφευγεν ὁ Δεινίας, οὐδὲ τότε ἀπελείφθη τοῦ ἑταίρου, καταδικάσας δὲ αὐτὸς αὑτοῦ διέτριβεν ἐν Γυάρῳ καὶ συνέφευγεν αὐτῷ, καὶ ἐπειδὴ παντάπασιν ἠπόρουν τῶν ἀναγκαίων, παραδοὺς ἑαυτὸν τοῖς πορφυρεῦσι συγκατεδύετο καὶ τὸ γινόμενον ἐκ τούτου ἀποφέρων ἔτρεφε τὸν Δεινίαν· καὶ νοσήσαντά τε ἐπὶ μήκιστον ἐθεράπευσε καὶ ἀποθανόντος οὐκέτι ἐπανελθεῖν εἰς τὴν ἑαυτοῦ ἠθέλησεν, ἀλλ᾽ αὐτοῦ ἐν τῇ νήσῳ ἔμεινεν αἰσχυνόμενος καὶ τεθνεῶτα ἀπολιπεῖν τὸν φίλον.
Τοῦτό σοι ἔργον φίλου Ἕλληνος οὐ πρὸ πολλοῦ γενόμενον· ἔτη γὰρ οὐκ οἶδα εἰ πέντε ἤδη διελήλυθεν ἀφ᾽ οὗ Ἀγαθοκλῆς ἐν Γυάρῳ ἀπέθανεν.
.
.
.

θεραπεία των 10 λεπρων

Ευαγγελικό Aνάγνωσμα: Λουκας. ιζ’ 12 – 19

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


το καιρό εκεινο ,όταν έμπαινε ο Ιησούς σε κάποια κωμόπολη,συναντήθηκαν

με αυτόν δέκα λεπροί άντρες,οι οποίοι στάθηκαν μακρυα και φώναξαν δυνατά.

Ιησού εσύ που γνωρίζεις,έλεησε μας.Και βλεπωντας είπε σ'αυτους.πηγαινετε

να δείξετε τους εαυτούς σας στους ιερείς,και καθώς πήγαιναν καθαρίστηκαν.

Ένας απ'αυτους ,βλεπωντας ότι θεραπεύτηκε,επέστρεψε με φωνή μεγάλη 

δοξάζοντας τον Θεό,κι έπεσε με το πρόσωπο του στα  πόδια του ευχαριστωντας

τον,ήταν Σαμαρείτης.τοτε ρώτησε ο Ιησούς.δεν καθαρίστηκαν και οι δέκα;

οι εννέα που είναι;δεν βρέθηκε κανένας άλλος να επιστρέψει και να δοξασει

τον Θεό παρά μόνο  ο αλλοφυλος αυτός.και είπε σ'αυτόν.σηκω πανω και πήγαινε,

η πίστις σου σ'εχει σωσει


Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσερχομένου τοῦ Ἰησοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν, καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς. Καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν. Εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; Οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; Καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε

.

.

.

 


Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΛΕΟ ΤΟΛΣΤΟΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ ΣΤΟ ΣΤΑΘΜΟ ΤΟΥ ΑΣΤΑΠΟΒΟ,20 Νοεμ 1910

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


στο τρένο,Νοέμβριος,20,1910,όλα χιονισμενα,γεμάτο μουζικους,ο Λέο Τολστόι,ανάμεσα τους,τι ευτυχία,τους έλεγε,να μην σπάσει ο δεσμός ανάμεσα στη φύση και τον άνθρωπο,τον άκουγαν σαν Απόστολο,για να αλλάξει κάποιος τον κόσμο,πρέπει να αλλάξει αυτός ο ίδιος,κρύωνε,το στήθος του πονούσε,82 χρόνια στην ανθρωπότητα,το μέλλον,σκέφτονταν,να είναι καλλίτερο,χωρίς πόλεμο,αλλά με ειρήνη,κοίταξε από το παράθυρο το απέραντο λευκό τοπίο,να υπηρετείς την ανθρωποτητα αυτό ειναι το νόημα της ζωής,κάποτε είχε γράψει στο 

μυθιστόρημα του Άννα Καρένινα,όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιαζουν,κάθε όμως δυστυχισμένη οικογένεια είναι δυστυχισμένη για τον δικό της λόγο,τα πρόσωπα των μουζικων,σκεφτικα,κουρασμένα,

η Σοφία τον φώναζε που ασχουνταν μαζί τους,που τους άνοιξε σχολεία να μορφωθούν,στο σπίτι του στη Γιασναγια Πολιάνα,που πήγαινε στα χωράφια και δούλευε μαζί τους,αυτός

ένας πλούσιος αριστοκράτης Ρώσος,όλοι τον λένε Αναρχικό Χριστιανό,η εκκλησία τον αφόρισε,

η κυβέρνηση,τον άκουσαν οι μουζικοι στο τρένο να λέει,είναι μια

συμμορία ανθρώπων που ασκεί βια στούς άλλους,δεν γνωρίζουμε,συνέχισε,τιποτα,κι αυτό είναι η πιο μεγάλη σοφία στον άνθρωπο,σταματηστε την εργασία σας και κοιτάξτε γύρω σας, αν θέλεις να'σαι ευτυχισμένος,θα'σαι,

σε πέντε λεπτά,φωναζε περνώντας ο υπάλληλος του τρενου χτυπώντας ένα καμπανάκι,φτάνουμε στο σταθμό του Ασταποβο,ένιωθε ρίγη στο κορμί,του έρχονταν να λιποθυμήσει,όχι δεν τον φόβιζε αυτό,το τέλος,

έκλεισαν τα μάτια του,

έφτασαν στο σταθμό,μια αναστάτωση,κάποιος είπε πως μια νέα γυναίκα έπεσε στις γραμμές του τρένου,την έσυραν νεκρή,

η Άννα Καρένινα ,ψιθύρισε,

τον πήγαν στο κτιριο του σταθμού,εβηχε,έτρεμε,το κρύο επιδείνωσε τη κατάσταση του,είπε ο γιατρός,δεν μπορεί να γίνει τίποτα,η πνευμονία,

το κορμί του Λέο Τολστόι ασαλευτο,

κάπου στον κόσμο ακούγεται η 5η συμφωνια του Μπετόβεν


https://youtu.be/_mdyCDpdec4

.

.

.


Η παραβολή των ταλαντων

Κυριακη ιστ' Ματθαίου κεφ. κε' στίχοι 14-30

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


είπε ο Κύριος την παραβολή αυτή.καποιος άνθρωπος που ετοιμάζονταν για

ταξίδι,κάλεσε τους δούλους του και παρέδωσε σ'αυτους τα υπάρχοντα του,

και στον μεν ένα έδωσε πέντε τάλαντα,στον δε δύο,στον δε ένα,στον καθένα 

κατά την δύναμη του,κι αναχώρησε αμέσως.

πηγε λοιπόν αυτός που  έλαβε τα πέντε τάλαντα εργασθηκε μ'αυτα κι έκανε

άλλα πέντε τάλαντα.το ίδιο κι αυτός με τα δύο κέρδισε κι αυτός αλλά δύο.

αυτός όμως που έλαβε το ένα αφού εφυγε έσκαψε στη γη κι έκρυψε το

χρήμα του κυρίου του.μετα από πολύ καιρό έρχεται ο κύριος των δούλων

εκείνων και λογαριάζεται μ'αυτους.και αφού πλησιασε αυτός που τα πεντε ταλαντα έλαβε και έφερε άλλα πέντε τάλαντα λεγωντας.πεντε τάλαντα

σε μένα  παρέδωσες,να άλλα πέντε ταλαντα κέρδισα επιπλέον σ'αυτα.

είπε σ'αυτόν ο κύριος του.ευγε,δουλε αγαθέ και πιστε.στα λίγα ησουν 

πιστός,στα πολλά θα σε τοποθετήσω.μπες στη χαρά του κυρίου σου.

αφού πλησιασε λοιπόν κι αυτός που τα δύο τάλαντα έλαβε είπε.κυριε,δύο

τάλαντα σε μένα παρέδωσες,να αλλα δυο τάλαντα κέρδισα επιπλέον σ'αυτα.

ειπε σ'αυτόν ο κύριος του.ευγε,δουλε αγαθέ και πιστε,στα λίγα ήσουν 

πιστός,στα πολλά θά σέ τακτοποιήσω.μπες στη χαρα του κυρίου σου.

αφου πλησίασε λοιπον κι αυτός που το ένα τάλαντα είχε λαβει είπε.κυριε,

γνωρίζοντας σε ότι σκληρός είσαι ανθρωπος,αφού θερίζεις όπου δεν εσπειρες,

και μαζευεις απ'οπου δεν σκορπίσες,κι επειδή φοβήθηκα αφού έφυγα έκρυψα

το ταλαντο σου στη γη,να πάρ'το το δικό σου.

τότε αποκρίθηκε λοιπόν  ο κύριος του κι είπε σ'αυτόν.πονηρε δουλε κι οκνηρε.

γνωριζες ότι θεριζω όπου δεν εσπειρα και μαζεύω απ'οπου δεν σκόρπισα,

έπρεπε λοιπον εσύ να καταθέσεις το χρήμα μου στους τραπεζίτες,κι όταν θα

έρθομουν  θα επαιρνα το δικό μου συν τον τοκο.παρτε λοιπόν απ'αυτον το

ταλαντο και δώστε το σ'αυτόν που έχει τα δέκα τάλαντα.

γιατί σ'αυτόν που έχει τα πάντα θα δωθούν και θα περισσέψουν.απ,'αυτον όμως

που δεν έχει κι αυτό που έχει θα αφαιρεθεί απ'αυτον.και τον άχρηστο δούλο

πετάξτε εις το σκότος το εξώτερον εκεί που είναι κλαμα και τριγμος δοντιών.

αυτά λεγωντας είπε.αυτος που έχει αυτιά να ακούει,ας ακουει


Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπός τις ἀπορῶν, ἐκάλεσε τοὺς ἰδίους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, καὶ τῷ μὲν ἔδωκε πέντε τάλαντα, τῷ δὲ δύο, τῷ δὲ ἐν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν, καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως. Πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα. Ὠσαυτὼς καὶ ὁ τὰ δύο ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο. Ὁ δὲ τὸ ἐν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν ἐν τῇ γῆ καὶ ἀπέκρυψε τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ. Μετὰ δὲ χρόνον πολὺν ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ συναιρεῖ μετ' αὐτῶν λόγον. Καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα λέγων κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας· ἰδὲ ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ' αὐτοῖς.

Ἐφῇ αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ. Ἐπ’ ὀλίγα ᾖς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σὲ καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σοῦ. Προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαντα λαβὼν εἶπε· κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας· ἰδὲ ἀλλὰ δύο τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ' αὐτοῖς. Ἐφῇ αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ· ἐπ’ ὀλίγα ᾖς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σὲ καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σοῦ. Προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἐν τάλαντον εἰληφὼς εἶπε· κύριε, ἔγνων σὲ ὅτι σκληρὸς εἰ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας· καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῆ· ἰδὲ ἔχεις τὸ σόν. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ· ἡδεῖς ὅτι θερίζω ὅπου οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα, ἔδει οὖν σὲ βαλεῖν τὸ ἀργύριόν μου τοῖς τραπεζίταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ· Ἄρατε οὖν ἀπ' αὐτοῦ τὸ τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι τὰ δέκα τάλαντα.

Τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ' αὐτοῦ. Καὶ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. Ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω

.

.

.



Η παραβολή των μυρίων ταλαντων

Κυριακή ια' Ματθαίου,κεφ. ιη΄ 23-35

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


είπε ο Κύριος την παραβολή αυτή.μοιαζει η βασιλεια των ουρανών με άνθρωπο

βασιλιά,που θέλησε να λογαριαστει με τους δούλους του.αφου άρχισε να 

λογαριάζει  έφεραν μπροστά σ'αυτόν ένα οφειλέτη μυρίων ταλαντων,και αφού

δεν ειχε να του δώσει πίσω τον πρόσταζε ο κύριος να  πουλησει τον εαυτό

του και τη γυναίκα του και τα παιδιά κι όλα όσα είχε,και να δωθεί πίσω.

πέφτοντας  λοιπόν ο δούλος τον προσκυνούσε λεγωντας.κυριε,δειξε υπομονή

σε μένα κι όλα θα σου τα δώσω πισω.τοτε επειδη τον λυπήθηκε ο κύριος του 

δούλου εκείνου τον άφησε να φύγει και το δάνειο του χαρισε.

βγαίνοντας έξω ο δούλος εκείνος βρήκε έναν από τους δούλους που είναι 

μαζί,που ώφειλε σ'αυτόν εκατό δηνάρια,και αφού τον έπιασε τον πίεζε πολυ λέγοντας,δωσ'μου πίσω ότι μου οφείλεις,πέφτοντας λοιπόν ο συνδουλος του 

στα πόδια του τον παρακαλούσε λέγοντας.δειξε υπομονή σε μένα και θά σου τα δώσω πισω. όμως δεν θέλησε,αλλά αφού έφυγε τον έβαλε στη φυλακή μέχρι να

το δώσει πίσω αυτό που του χρωστουσε.οταν ειδαν οι συνδουλοι του αυτά

που έγιναν στεναχωρήθηκαν  πάρα πολύ και πήγαν κι είπαν ακριβώς στον κύριο τους όλα οσα εγιναν.τοτε αφού τον  προσκάλεσε ο κύριος του λέει σ'αυτόν.

δουλε πονηρέ,όλο σου το χρέος στο χάρισα,επειδή με παρεκάλεσες,δεν έπρεπε 

και συ να λυπηθείς τον συνδουλο σου,όπως κι εγώ σε λυπηθηκα;κι επειδή

οργίστηκε ο κύριος του τον παρέδωσε στους βασανιστές μέχρι να δωσει

πίσω όλο το χρέος του σ'αυτόν.ετσι κι ο πατέρας μου θα κάνει σε σας,αν δεν

συγχωρέστε ο καθένας στον αδελφό του μεσα απ'την καρδιά σας τα αδικήματα

των


Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ­ταύτην· ὡ­­­μοι­ώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὃς ἠθέλησε συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ. ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναί­ρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης ­μυρίων ταλάν­των. μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ­ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναῖ­κα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι. πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε, ­μα­κροθύμησον ἐπ’ ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω. ­σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐ­τὸν καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ. ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν ­συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤ­­­φειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ ­κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγε λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις. πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων· ­μακροθύμησον ἐπ’ ἐμοὶ καὶ ἀποδώσω σοι. ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλ­λὰ ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον. ἰδόν­τες δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καὶ ἐλθόν­τες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα. τότε προσ­καλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με· οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγώ σε ἠλέησα; καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ ­παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ. Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ­καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν.

.

.

.


Γεώργιος Κλωντζας(1530-1608) Δευτέρα Παρουσία

Η Τελευταία Κριση

Κατά Ματθαίον κεφ. κε΄ 31 - 46

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


είπε ο Κύριος.οταν έρθει ο υιός του ανθρώπου μ'ολη του τη δόξα κι όλοι

οι άγιοι άγγελοι μ'αυτον ,τότε θα καθίσει πάνω στο θρόνο της δόξας του

και θα συγκεντρωθούν μπροστά του όλα τα έθνη,και θα αποχωρισει αυτούς

απ'τους άλλους όπως ακριβώς ο βοσκός αποχωρίζει τα πρόβατα από τα 

κατσίκια και θα τοποθετήσει τα πρόβατα στα δεξιά του και τα κατσίκια

στα αριστερα.

τότε θα πει ο βασιλιάς σ'αυτους στα δεξιά του.ελατε οι ευλογημένοι του

πατέρα μου,να κληρονομήσεται την ετοιμασμενη  για σας βασιλεία απ'την αρχή 

του κόσμου.γιατι πείνασα και δώσατε σε μένα να φάω,διψασα και με ξεδιψασατε,

ξένος ήμουνα και με συμμαζέψατε,γυμνός,και με ντυσατε,αρρώστησα,και μ'

επισκεφτηκατε,στη φυλακή ήμουνα κι ήρθατε σε μενα.

τότε θα αποκριθούν σ'αυτόν οι δίκαιοι λέγοντας.κυριε,ποτε σε είδαμε να

πεινάς και σ'εθρεψαμε,η' να δίψας και σε ξεδιψασαμε;ποτέ σε είδαμε ξένο 

και σε συμμαζεψαμε,η' γυμνό και σε ντυσαμε;ποτέ σε είδαμε άρρωστο η' στη φυλακή κι ήρθαμε σε σένα;

και θ'αποκριθει ο βασιλιάς και θα πει σ'αυτους.αληθεια σας λέω,εφ'οσον 

το κάνατε σ'εναν απο τούτους τους καταφρονεμενους αδελφούς μου,σε μένα

το κάνατε.

τότε θα πει και σ'αυτους στα αριστερά.φυγετε μακρυά από μένα οι καταραμένοι

στην αιώνια φωτιά την ετοιμασμενη για τον διάβολο και τους αγγέλους του,

γιατι πείνασα και δεν δώσατε σε μένα να φάω,διψασα και δεν με ξεδιψασατε,

ξένοςήμουνα ,και δεν με συμμαζεψατε,γυμνός,και δεν με ντυσατε,ασθενής και στη φυλακή και δε μ'επισκεφτηκατε.

τότε θα αποκριθούν σ'αυτόν κι αυτοί λέγοντας.κυριε,ποτέ σε είδαμε να πεινας

η' να διψας η' ξένο η' γυμνό η' ασθενή η' στη φυλακή και δεν σε υπηρετήσαμε;

τότε θ'αποκριθει σ'αυτους λέγοντας.αληθεια σας λέω,εφ'οσον δεν το κάνατε

σ'εναν από τουτους τους καταφρονεμενους αδελφούς μου,ούτε σε μένα το κάνατε.

και θα πάνε αυτοί στην αιώνιο κόλαση,οι δε δίκαιοι στην αιώνιο ζωη


Εἶπεν ὁ Κύριος· όταν ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ᾿ἀλλήλων ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων.

Τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Ἐπείνασα γάρ, καὶἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με.

Τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; Πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; Πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ ἤλθομεν πρός σε;

Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε.

Τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ᾿ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. Ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με.

Τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι;

Τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε.

Καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον.

.

.

.



Οι λευκές νύχτες του Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


κατέβηκαν τα σκαλια για το υπογειο,ήταν τρεις,φορούσαν τις επίσημες

στολές,

Ακίνητοι,όλοι,φώναξε ο μεσαίος,

ο μεσαίος,διάβασε σε ένα χαρτί,ποιος είναι ο Φιοντόρ Μιχαηλοβιτς

Ντοστογιέφσκι;

δεν απάντησε κανείς

ποιος είναι ο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς  Ντοστογιέφσκι;,επανέλαβε με αυστηρή

φωνή,

ένας άντρας σωριαστηκε δίπλα στη ρουλέτα,έβγαζε αφρούς απ'τό στόμα,

και τίναζε τα πόδια τους,γρυλιζε σαν ζώο

σηκωστε τον,διέταξε ο δεξιός άντρας

έπαθε επιληψία,είναι επικίνδυνο να τον αγγίξεις,φώναξε ένας νεαρός,θα

παθει καρδιακή προσβολη

υποκρίνεται,δεν έχει τίποτα,τον έκοψε ο αριστερός

πετάξτε του νερό στο πρόσωπο,να συνέλθει,φώναξε ο μεσαίος

φοβερή η ζωή του στη φυλακή,μια αράχνη ήταν η μόνη συντροφιά του,την

έβλεπε ξαφνικά να διασχίζει την οροφή του κελιού,αν αυτοκτονούσε δεν

θα την ξαναβλεπε,

εσένα πως σε λένε,ηλιθιε;ρώτησε ο μεσαίος τον νεαρο

Λέφ Νικολαγιεβιτς Μυνσκιν,ξέρετε είμαι κι εγώ επιληπτικός,απάντησε 

δεν μας ενδιαφέρει,δείξε μου τα χαρτιά σου;

δεν έχω;

τότε γιατί να μην λες ψέματα;θα μπορούσες  κάλλιστα να ήσουνα ο Νικολάι Σταβρογκιν

ο επιληπτικός άντρας συνήλθε,με δυσκολία σηκώθηκε,

είσαι ο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι;τον ρώτησε ο μεσαίος

αυτός είμαι;απάντησε

του έδειξαν μια φωτογραφία,

πες μας την γνωρίζεις,ποια είναι αυτή;ρώτησε ο αριστερος αντρας

δεν ξέρω

την έδειξαν στον νεαρό

εσύ ξέρεις;όχι ψέματα

η Νασταζια Φιλιπποβνα,αυτή είναι

την βρήκαν σφαγμενη,φώναξε ο δεξιός,ποιος το'κανε; εσύ;

τον είχαν καταδικάσει να τουφεκιστει,τον σήκωσαν απ'τον ύπνο,τον μετέφεραν

με άλλους στον τόπο της εκτελεσης,ανάμεσα τους ήταν ο Ραγκοζιν,αν με 

σκοτώσουν,σκέφτηκε,δεν θα είμαι; η' θα είμαι κάποιος;,η ' κάτι;που;

η ποινή μεταβάλλετε σε τετραετή εξορια ,διάβασε ο μεσαίος,στο Ομσκ της

Σιβηριας,2700 χλμ απόσταση από την Μοσχα

οι τρεις άντρες σε ευθεία παράταξη ανέβηκαν τα σκαλιά από το υπογειο

συνεχιστηκαν τα πονταρισματα στη ρουλετα

επιστρέφει στο διαμέρισμα της Οδου Κουζνέτσνυ αριθ. 5,Αγία Πετρούπολη,

Ιούνιος,

ξαπλώνει στον καναπέ,η Άννα λείπει,τα μάτια του κλείνουν,ξυπνάει,

από το παράθυρο κοιτάζει τη λευκή νύχτα,είναι η πέμπτη λευκή νύχτα,ο ουρανός δεν σκοτεινιάζει,

βλέπει την Αννα

λες να φταίνε οι λευκές νύχτες;ρωτάει την Αννα

.

.

.




ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ 25:1-13

(Η παραβολή των δέκα παρθένων)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


τότε θα παρομοιασθει  η βασιλεία των ουρανών  με δέκα παρθενες οι οποιες αφού πάρουν 

τις λαμπάδες τους θα βγουν έξω για να συναντήσουν τον κυριο,

οι πεντε από αυτές ήταν φρόνιμες και οι πέντε απρονοητες,

εκείνες οι απρονοητες αφού πήραν τις λαμπάδες τους δεν πήραν μαζί τους λαδι,

ενώ οι φρόνιμες πήραν λάδι στα αγγεία τους μαζι με τις λαμπάδες τους,

επειδή καθυστερούσε να έρθει ο νυμφίος όλες νυσταξαν και κοιμηθηκαν,

μεσάνυχτα ακούστηκε φωνή μεγάλη,Ιδού ο νυμφίος έρχεται,βγήτε εξω να τον συναντήσετε,

τότε σηκώθηκαν όλες οι παρθένες εκείνες και ετοίμασαν τις λαμπάδες τους,

όμως οι απρονοητες στις φρονιμες είπαν δώστε μας από το λάδι σας γιατί οι λαμπάδες μας 

θα σβησουν,

τότε τους απάντησαν οι φρόνιμες λέγοντας μηπως δεν φτάσει και για μας γι'αυτό καλλίτερα 

πήγαινετε στους πωλητές να αγοράσετε για σας,

αφού έφυγαν αυτές να αγοράσουν ήρθε ο νυμφίος και οι έτοιμες μπήκαν μαζί μ'αυτον στην 

αίθουσα του γάμου και κλείστηκε η πόρτα,

ύστερα έρχονται και οι υπόλοιπες παρθένες λέγοντας κύριε άνοιξε μας,

τότε αυτός τους απάντησε και είπε,αλήθεια σας λέω δεν σας γνωρίζω,

γι'αυτό λοιπόν βιαστητε γιατί δεν γνωρίζετε τη μέρα ούτε την ώρα κατά την οποία ο υιός 

του ανθρώπου θα ερθει

.

.

25 .1τοτε ομοιωθησεται η βασιλεια των ουρανων δεκα παρθενοις αιτινες λαβουσαι τας 

λαμπαδας αυτων εξηλθον εις απαντησιν του νυμφιου

2 πεντε δε ησαν εξ αυτων φρονιμοι και αι πεντε μωραι

3 αιτινες μωραι λαβουσαι τας λαμπαδας εαυτων ουκ ελαβον μεθ εαυτων ελαιον

4 αι δε φρονιμοι ελαβον ελαιον εν τοις αγγειοις αυτων μετα των λαμπαδων αυτων

5 χρονιζοντος δε του νυμφιου ενυσταξαν πασαι και εκαθευδον

6 μεσης δε νυκτος κραυγη γεγονεν ιδου ο νυμφιος ερχεται εξερχεσθε εις απαντησιν αυτου

7 τοτε ηγερθησαν πασαι αι παρθενοι εκειναι και εκοσμησαν τας λαμπαδας αυτων

8 αι δε μωραι ταις φρονιμοις ειπον δοτε ημιν εκ του ελαιου υμων οτι αι λαμπαδες ημων

 σβεννυνται

9 απεκριθησαν δε αι φρονιμοι λεγουσαι μηποτε ουκ αρκεση ημιν και υμιν πορευεσθε δε 

μαλλον προς τους πωλουντας και αγορασατε εαυταις

10 απερχομενων δε αυτων αγορασαι ηλθεν ο νυμφιος και αι ετοιμοι εισηλθον μετ αυτου 

εις τους γαμους και εκλεισθη η θυρα

11 υστερον δε ερχονται και αι λοιπαι παρθενοι λεγουσαι κυριε κυριε ανοιξον ημιν

12 ο δε αποκριθεις ειπεν αμην λεγω υμιν ουκ οιδα υμας

13 γρηγορειτε ουν οτι ουκ οιδατε την ημεραν ουδε την ωραν εν η ο υιος του ανθρωπου 

ερχεται

.

.

.




Ματθαίου Ευαγγέλιον,κ.23,

Ουαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριται

(μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis)


τοτε ο Ιησους έβγαλε λόγο στα πλήθη και στους μαθητές του,λέγοντας,πάνω στην έδρα 

του Μωυσή κάθισαν οι γραμματείς κι οι Φαρισαίοι,

όλα λοιπόν όταν σας πουν να τηρειτε,να τα τηρείτε και να τα κάνετε,όμως τα έργα τους 

μην κάνετε,γιατί λένε,και δεν κανουν,

γιατί δένουν φορτία βαριά και δυσβάσταχτα και τα φορτώνουν πάνω στους ώμους των ανθρώπων,όμως με το δάκτυλο τους δεν θέλουν να τα κινησουν,

όλα τα έργα τους τα κάνουν για να τα δουν οι άνθρωποι,γιατί πλατενουν τα φυλακτηρια τους 

και μεγαλοποιουν τα άκρα απ'τα ιμάτια τους,

προτιμούν να'ναι στη πρώτη θέση στα δείπνα και στα πρώτα καθίσματα στις συναγωγές,

και τ'αγκαλιασματα στην αγορά και καλούνται απ'τους ανθρώπους,διδασκαλε διδασκαλε,

εσείς όμως να μην καληστε διδάσκαλοι,γιατί ένας είναι ο διδάσκαλος σας,ο Χριστός,όλοι σας 

αδέρφια ειστε,

και πατέρα σας να μην καλέσετε πάνω στη γη, γιατί ένας είναι ο πατέρας σας αυτός που'ναι

στους ουρανούς,

ούτε να κληθητε καθηγητές,γιατί ένας είναι ο καθηγητής σας,ο Χριστός

αυτός που'ναι ο πιο μεγάλος από σας να είναι υπηρέτης σας,

όποιος υψώσει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί,κι όποιος ταπεινώσει τον εαυτό του θα  υψωθει,

ουαί σε σας,γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές,διότι κατατρωτε τα σπίτια των  χηρων και με πρόφαση κάνετε μακριές προσευχές,γι'αυτό θα'χετε περισσότερη αμαρτια,

ουαί σε σας, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές,διοτι κλείνετε την βασιλεία των ουρανών

μπροστά απ'τους ανθρώπους,γιατί εσείς δεν μπαίνετε μέσα,ούτε αυτούς που έρχονται 

αφήνετε να μπουν μεσα,

ουαί σε σας, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές,διότι γυρίζετε τη θάλασσα και τη ξηρά για 

να προσηλυτησετε έναν,κι όταν γίνει,τον κάνετε υιό της κόλασης δύο φορές από σας,

ουαί σε σας,οδηγοί τυφλοί,που λέτε πως όποιος ορκιστεί στο ναό,τίποτα δεν είναι,όποιος 

αν όμως ορκιστεί στο χρυσό του ναού,υποχρεώνεται,

μωροί και τυφλοι,γιατί ποιο ειναι πιο μεγάλο,ο χρυσός η' ο ναός που αγιάζει τον χρυσό;

κι όποιος αν ορκιστει στο θυσιαστήριο,τίποτα δεν είναι,όποιος όμως αν ορκιστει στο δώρο 

πάνω σ' αυτό, υποχρεώνεται,

μωροί και τυφλοι,γιατί ποιο πιο μεγάλο,το δώρο η' το θυσιαστήριο που αγιάζει το δώρο;

αυτός λοιπόν που ορκίζεται στο θυσιαστήριο ορκίζεται σ'αυτο και σ'ολα πάνω σ'αυτο,

κι αυτός που ορκίζεται στο ναό,ορκίζεται σ'αυτον και σ'αυτον που τον έχει κατοικισει,

κι αυτός που ορκίζεται στον ουρανό ορκίζεται στον θρόνο του Θεού και σ'αυτον που κάθεται 

πάνω του,

ουαί σε σας, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές,διότι δίνεται το δέκατο από τον δυόσμο 

και τον άνηθο και το κύμινο,κι αφήσατε τα βαρύτερα του νόμου,την κρίση και το έλεος 

και την πίστη,αυτά έπρεπε να κάνετε κι εκείνα να μη αφήστε,

οδηγοί τυφλοί,που φιλτράρετε το κουνούπι,την καμηλα όμως καταπίνετε,

ουαί σε σας, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές,διότι καθαρίζετε το εξωτερικό του ποτηριού 

και το πιατο,μέσα όμως είναι γεμάτα απ'αρπαγη κι αδικία,

Φαρισαιε τυφλέ,καθάρισε  πρωτα αυτό που'ναι μέσα στο ποτήρι και το πιάτο,για  να γίνει και 

το έξω απ'αυτα καθαρό,

ουαί σε σας, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές,διότι παρομοιάζεστε με τάφους που'χουν.

ασβεστωθει,οι οποίοι απ'εξω φαίνονται ωραίοι,από μέσα όμως είναι γεμάτοι από κόκκαλα νεκρών 

και από κάθε ακαθαρσία,

έτσι κι εσείς απ'εξω φαίνεστε στους ανθρώπους δίκαιοι,από μέσα όμως γεμάτοι είστε από 

υποκρισία και ανομία,

ουαί σε σας,γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές,διότι οικοδομητε τους τάφους των προφητων 

και στολίζετε τα μνημεία των δικαίων,

και λέτε,αν ήμασταν στις ημέρες των πατέρων μας,δεν θα ήμασταν συμμέτοχοι των στο αίμα 

των προφητών,

ώστε μαρτυρατε οι ίδιοι ότι υιοί είστε αυτών  που φόνευσαν τούς προφήτες,κι εσείς αποτελειώστε 

το έργο των πατέρων σας,

φίδια γεννηματα από οχιες,πως θα αποφυγετε απ'τη κρίση της κολασης;

γι'αυτό να εγώ στέλνω σε σας προφήτες και σοφούς και γραμματείς,κι απ'αυτους άλλους θα 

σκοτώστε και θα σταυρωστε,κι απ' αυτούς άλλους θα μαστιγωστε στις συναγωγές σας και θα  καταδιώξτε από πόλη σε πόλη,

για να πέσει πάνω σας όλο το δίκαιο αίμα που χύθηκε πάνω στη γη απ'το αίμα του Άβελ μέχρι 

το αίμα του Ζαχαρία υιού του Βατραχια,τον οποίον φονευσατε μεταξύ του ναού και του 

θυσιαστηρίου,

αλήθεια σας λέω ότι όλα αυτά θα φτάσουν στη γενεά αυτή,

Ιεροσαλημ Ιεροσαλημ,αυτη που σκότωσε τους προφήτες και λιθοβολησε αυτούς που 

στάλθηκαν σ'αυτη,πόσες φορές θέλησα να μαζέψω τα παιδιά σου με τον τρόπο που μαζεύει 

η όρνιθα τα κλωσοπουλα της κάτω απ'τις φτερούγες,και δεν θελησατε,

και να αφήνεται σε σας ο οίκος σας έρημος,

γιατί σας λέω,πως δεν θα με δείτε πια μέχρι να πείτε,ευλογημένος αυτός που έρχεται στο 

όνομα του Κυριου

.

.

Τότε ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε τοῖς ὄχλοις καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, 2 λέγων, Ἐπὶ τῆς Μωσέως καθέδρας ἐκάθισαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι· 3 πάντα οὖν ὅσα ἂν εἴπωσιν ὑμῖν τηρεῖν, τηρεῖτε καὶ ποιεῖτε· κατὰ δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν μὴ ποιεῖτε, λέγουσι γὰρ καὶ οὐ ποιοῦσι. 4 δεσμεύουσι γὰρ φορτία βαρέα καὶ δυσβάστακτα, καὶ ἐπιτιθέασιν ἐπὶ τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων, τῷ δὲ δακτύλῳ αὐτῶν οὐ θέλουσι κινῆσαι αὐτά. 5 πάντα δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν ποιοῦσι πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις· πλατύνουσι δὲ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν, καὶ μεγαλύνουσι τὰ κράσπεδα τῶν ἱματίων αὐτῶν· 6 φιλοῦσί 

τε τὴν πρωτοκλισίαν ἐν τοῖς δείπνοις, καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαῖς, 7 καὶ τοὺς ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς ἀγοραῖς, καὶ καλεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων, ῥαββί, ῥαββί· 8 ὑμεῖς δὲ μὴ κληθῆτε ῥαββί· εἷς γάρ ἐστιν ὑμῶν ὁ καθηγητής, ὁ Χριστός· πάντες δὲ ὑμεῖς ἀδελφοί ἐστε. 9 καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς· εἷς γάρ ἐστιν ὁ πατὴρ ὑμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. 10 μηδὲ κληθῆτε καθηγηταί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ καθηγητής, ὁ Χριστός. 11 ὁ δὲ μείζων ὑμῶν ἔσται ὑμῶν διάκονος. 

12 ὅστις δὲ ὑψώσει ἑαυτόν, ταπεινωθήσεται· καὶ ὅστις ταπεινώσει ἑαυτόν, ὑψωθήσεται.

13 Οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι, ὑποκριταί, ὅτι κλείετε τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων· ὑμεῖς γὰρ οὐκ εἰσέρχεσθε, οὐδὲ τοὺς εἰσερχομένους ἀφίετε εἰσελθεῖν.

14 Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι, ὑποκριταί, ὅτι κατεσθίετε τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν, καὶ προφάσει μακρὰ προσευχόμενοι· διὰ τοῦτο λήψεσθε περισσότερον κρίμα.

15 Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι, ὑποκριταί, ὅτι περιάγετε τὴν θάλασσαν καὶ τὴν ξηρὰν ποιῆσαι ἕνα προσήλυτον, καὶ ὅταν γένηται, ποιεῖτε αὐτὸν υἱὸν γεέννης διπλότερον ὑμῶν.

16 Οὐαὶ ὑμῖν, ὁδηγοὶ τυφλοί, οἱ λέγοντες, Ὃς ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ ναῷ, οὐδέν ἐστιν· ὃς δ’ ἂν ὀμόσῃ 

ἐν τῷ χρυσῷ τοῦ ναοῦ, ὀφείλει. 17 μωροὶ καὶ τυφλοί· τίς γὰρ μείζων ἐστίν, ὁ χρυσός, ἢ ὁ ναὸς 

ὁ ἁγιάζων τὸν χρυσόν; 18 καί, Ὃς ἐὰν ὀμόσῃ ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ, οὐδέν ἐστιν· ὃς δ’ ἂν ὀμόσῃ 

ἐν τῷ δώρῳ τῷ ἐπάνω αὐτοῦ, ὀφείλει. 19 μωροὶ καὶ τυφλοί· τί γὰρ μεῖζον, τὸ δῶρον, ἢ τὸ θυσιαστήριον τὸ ἁγιάζον τὸ δῶρον; 20 ὁ οὖν ὀμόσας ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ ὀμνύει ἐν αὐτῷ καὶ 

ἐν πᾶσι τοῖς ἐπάνω αὐτοῦ· 21 καὶ ὁ ὀμόσας ἐν τῷ ναῷ ὀμνύει ἐν αὐτῷ καὶ ἐν τῷ κατοικοῦντι 

αὐτόν· 22 καὶ ὁ ὀμόσας ἐν τῷ οὐρανῷ ὀμνύει ἐν τῷ θρόνῳ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐν τῷ καθημένῳ ἐπάνω αὐτοῦ.

23 Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι, ὑποκριταί, ὅτι ἀποδεκατοῦτε τὸ ἡδύοσμον καὶ τὸ ἄνηθον 

καὶ τὸ κύμινον, καὶ ἀφήκατε τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου, τὴν κρίσιν καὶ τὸν ἔλεον καὶ τὴν πίστιν· 

ταῦτα ἔδει ποιῆσαι, κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι. 24 ὁδηγοὶ τυφλοί, οἱ διϋλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ 

κάμηλον καταπίνοντες.

25 Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι, ὑποκριταί, ὅτι καθαρίζετε τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου 

καὶ τῆς παροψίδος, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ἐξ ἁρπαγῆς καὶ ἀκρασίας. 26 Φαρισαῖε τυφλέ, καθάρισον πρῶτον τὸ ἐντὸς τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος, ἵνα γένηται καὶ τὸ ἐκτὸς αὐτῶν καθαρόν.

27 Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι, ὑποκριταί, ὅτι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις , 

οἵτινες ἔξωθεν μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας. 

28 οὕτω καὶ ὑμεῖς ἔξωθεν μὲν φαίνεσθε τοῖς ἀνθρώποις δίκαιοι, ἔσωθεν δὲ μεστοί ἐστε ὑποκρίσεως καὶ ἀνομίας.

29 Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι, ὑποκριταί, ὅτι οἰκοδομεῖτε τοὺς τάφους τῶν προφητῶν, 

καὶ κοσμεῖτε τὰ μνημεῖα τῶν δικαίων, 30 καὶ λέγετε, Εἰ ἦμεν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν πατέρων ἡμῶν, 

οὐκ ἂν ἦμεν κοινωνοὶ αὐτῶν ἐν τῷ αἵματι τῶν προφητῶν. 31 ὥστε μαρτυρεῖτε ἑαυτοῖς ὅτι υἱοί ἐστε τῶν φονευσάντων τοὺς προφήτας· 32 καὶ ὑμεῖς πληρώσατε τὸ μέτρον τῶν πατέρων ὑμῶν. 33 ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν, πῶς φύγητε ἀπὸ τῆς κρίσεως τῆς γεέννης; 34 διὰ τοῦτο, ἰδού, ἐγὼ ἀποστέλλω

πρὸς ὑμᾶς προφήτας καὶ σοφοὺς καὶ γραμματεῖς· καὶ ἐξ αὐτῶν ἀποκτενεῖτε καὶ σταυρώσετε, καὶ ἐξ αὐτῶν μαστιγώσετε ἐν ταῖς συναγωγαῖς ὑμῶν καὶ διώξετε ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν· 35 ὅπως ἔλθῃ ἐφ’ ὑμᾶς πᾶν αἷμα δίκαιον ἐκχυνόμενον ἐπὶ τῆς γῆς, ἀπὸ τοῦ αἵματος Ἅβελ τοῦ δικαίου, ἕως τοῦ αἵματος Ζαχαρίου υἱοῦ Βαραχίου, ὃν ἐφονεύσατε μεταξὺ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου· 36 ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἥξει ταῦτα πάντα ἐπὶ τὴν γενεὰν ταύτην.

37 Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτείνουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν, ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου, ὃν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε. 38 ἰδού, ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος. 39 λέγω 

γὰρ ὑμῖν, Οὐ μή με ἴδητε ἀπ’ ἄρτι, ἕως ἂν εἴπητε, Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.

.

.

.



Carl von Clausewitz(1780-1831)

Vom Griege

(Για τον Πόλεμο)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


-ο πόλεμος δεν είναι τίποτα αλλο παρά η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μεσα


-ο κατακτητής είναι πάντοτε ένας θαυμαστης της ειρήνης,θα προτιμούσε να κατακτήσει τη χώρα 

μας χωρίς μαχη


-ο κυβερνήτης ο οποίος γνωριζοντας ότι ο στρατός του είναι έτοιμος,και βλέποντας τον πόλεμο αναπόφευκτο,διστάζει να χτυπήσει πρώτος είναι ένοχος εγκλήματος κατα της χώρας του


-πολλες αναφορές πληροφοριών στον πόλεμο είναι αντιφατικές,ακόμα περισσότερες,είναι ψευδείς,

και οι πιο πολλές αβεβαιες


-η ικανότητα του στρατηγού είναι να βρίσκει το αποφασιστικό σημείο και να συγκεντρώνει 

καθετί εκεί,μετακινώντας δυνάμεις από δευτερεύοντα μέτωπα  κι αγνοώντας μικρής αξιας στόχους 


-το πολιτικό αντικειμενο είναι ο στόχος,ο πόλεμος είναι το μέσο να τον φτάσεις,και τα μέσα δεν μπορεί ποτέ να είναι απομονωμένα απ 'το σκοπό τους


-ο πόλεμος είναι μια πράξη βίας που σκοπεύει στο να αναγκάσει τον αντίπαλο μας να εκπληρώσει 

τη θέληση μας


-η ειρήνη διατηρειται  με την ισορροπία δυνάμεων,και θα συνεχιστεί όσο καιρό αυτή η ισορροπία υφίσταται,όχι παραπερα


-καθετι παίρνει διαφορετική τροπή όταν περασουμε από τη θεωρία στη πραγματικότητα


-δυνατος είναι ο χαρακτήρας που δεν θα επηρεαστει από τα πιο ισχυρά συναισθηματα


-οποιος συνηθιζει να περιμένει από τους κατώτερους του το καλύτερο κάθε στιγμη,μόνο γι'αυτό 

είναι ακατάλληλος να διοικεί στρατο


-να συμπεριλάβουμε στη φιλοσοφία του πολέμου την μετριοπάθεια,θα ήταν παραλογο


-μεσα σ'ολες τις ανθρώπινες ενεργειες,ο πόλεμος πιο πολύ μοιάζει με παιγνίδι τραπουλας


-το.καθετι στο πόλεμο.ειναι πολύ απλό,αλλά το πιο απλό.πραγμα είναι δυσκολο


-κανενας δεν αρχίζει ένα πόλεμο,η' μάλλον ,κανείς δεν πρέπει να τον κάνει χωρίς πρώτα  

να έχει ξεκαθαρίσει στο μυαλό του τι σκοπεύει να κατορθώσει με τον πόλεμο και πως σκοπεύει 

να τον διευθυνει


-για να διατηρεισεις την ειρήνη πρέπει να προετοιμάζεσαι για πολεμο

 

-το πρώτο και πιο κύριο που πρέπει να κρίνουν οι υπεύθυνοι του πολέμου,κυβέρνηση και στρατός,είναι να καθορίσουν το είδος του πολέμου που θα διεξαγαγουν


-τα ανακοινωθέντα απ'τη μια κι απ'την άλλη δεν είναι ποτέ ακριβη,σπάνια αλήθεια και στις περισσότερες περιπτώσεις

σκοπιμα παραποιημενα


-η αριθμητική υπεροχή είναι το πιο ισχυρό μέσο στην τέχνη του πολεμου


-ο πόλεμος δεν είναι παρά μια μονομαχία μεγάλης κλιμακας


-η αιματηρή λύση της κρίσης, η προσπάθεια για την καταστροφή των δυνάμεων του εχθρού, 

είναι ο πρωτότοκος γιος του πολέμου.


-ο πόλεμος είναι τόσο επικίνδυνη επιχείρηση που τα λάθη που προέρχονται από την καλοσύνη 

είναι τα χειρότερα


-το αίμα είναι το τίμημα της νίκης


-η καλύτερη μορφή άμυνας είναι η επίθεση


-οι άγριοι λαοί κυβερνώνται από το πάθος, οι πολιτισμένοι από το μυαλό


-μόνο η καταδίωξη του νικημένου εχθρού δίνει τους καρπούς της νίκης


-στόχος του πολέμου πρέπει να είναι η ήττα του εχθρού


-η ήττα του εχθρού σημαίνει την καταστροφή των δυνάμεών του, είτε με θάνατο, τραυματισμό 

ή οποιοδήποτε άλλο μέσο που θα τον κάνει να σταματήσει να πολεμά.


-οσο ο εχθρός δεν νικηθεί, μπορεί να  με νικήσει


-ενας στρατηγός σε καιρό πολέμου βομβαρδίζεται συνεχώς από αναφορές τόσο αληθινές όσο και ψευδείς


-ολος ο πόλεμος προϋποθέτει την ανθρώπινη αδυναμία και επιδιώκει να την

εκμεταλλευτεί


-μόνο η καταδίωξη του νικημένου εχθρού δίνει τους καρπούς της νίκης


-η μάχη είναι η κεντρική στρατιωτική πράξη,εμπλοκές σημαίνουν μάχητο αντικείμενο της μάχης 

είναι η καταστροφή η' η ήττα του εχθρού

 

-για να είναι πρακτικό, κάθε σχέδιο πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη δύναμη του εχθρού να το 

ματαιώσει


-η τακτική είναι η τέχνη της χρήσης στρατευμάτων στη μάχη, η στρατηγική είναι η τέχνη 

της χρήσης μαχών για να κερδίσεις τον πόλεμο

.

.

.


Παλαιά Διαθήκη,Βασιλειων Β',κ.ΙΑ'

(Δαυίδ και Βηρσαβεε)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


κι έφερε ο χρόνος τον κύκλο του κι ήρθε ο καιρός της εξόδου των βασιλιαδων για πόλεμο κι έστειλε

ο Δαυίδ τον Ιωαβ και τους φρουρούς του μαζί του κι όλον τον στρατό του Ισραήλ και εξόντωσαν 

τους Αμμωνίτες και και πολιόρκησαν την Ραββαθ κι ο Δαυίδ έμεινε στην Ιερουσαλήμ

κι έγινε ένα απόγευμα και σηκώθηκε ο Δαυίδ απ'το κρεβάτι του και περπατούσε στο δωμάτιο του σπιτιού του βασιλιά κι είδε απ'το δωμάτιο μια γυναίκα να λούζεται και η γυναίκα αυτή ήταν πάρα πολύ ομορφη,

κι έστειλε ο Δαυίδ και ζήτησε τη γυναίκα κι είπε,δεν είναι αυτή η Βηρσαβε η κόρη του Ελιαβ και γυναίκα του Ουρία του Χετταίου;

κι έστειλε ο Δαυίδ απεσταλμένους και πήρε αυτή,κι έσμιξε μ'αυτη,και κοιμήθηκε μ'αυτη κι αυτή 

αφού καθαρίστηκε από τα έμμηνα της γύρισε στο σπίτι της,

και η γυναίκα έμεινε έγκυος,κι εστειλε και πληροφόρησε τον Δαυίδ κι είπε.ειμαι έγκυος, 

κι έστειλε ο Δαυίδ στον Ιωαβ λέγοντας,στειλε μου τον Ουρία τον Χετταιο,κι έστειλε ο Ιωαβ

τον Ουρία στον Δαυιδ,

κι ήρθε ο Ουρίας και πήγε σ'αυτον και τον ρώτησε ο Δαυίδ αν είναι καλά ο Ιωαβ και αν είναι 

καλά ο στρατός κι αν καλά πάει ο πολεμος,

κι είπε ο Δαυίδ στον Ουρία,πήγαινε στο σπίτι σου και πλυνε τα πόδια σου,και βγηκε ο Ουρίας 

απ'το σπίτι του βασιλια και βγήκε από πίσω του δώρο του βασιλιά,

και κοιμήθηκε ο Ουρίας δίπλα στη πόρτα του με τους δούλους του κυρίου του και δεν πήγε 

στο σπίτι του,

και πληροφόρησαν τον Δαυίδ λέγοντας,ότι δεν πήγε ο Ουρίας στο σπίτι του,κι είπε ο Δαυίδ 

στον Ουρία,δεν έρχεσαι από δρόμο;γιατί δεν πήγες στο σπίτι σου;

και είπε ο Ουρίας στον Δαυίδ,

ἡ κιβωτός κι ο στρατός του Ισραήλ  και του Ιούδα κατοικούν σε σκηνες,κι ο κύριος μου ο Ιωαβ 

κι οι δουλοι του κυρίου μου έξω στα χωράφια μένουν,κι εγώ θα μπω μέσα στο σπίτι μου να φάω 

και να πιω και να κοιμηθώ με την γυναίκα μου;πως;μα τη ψυχή σου,αν το κάνω αυτο το προσταγμα,

κι είπε ο Δαυίδ στον Ουρία,κάθησε εδω και σημερα,και αύριο θα σε στείλω πίσω,και κάθησε 

ο Ουρίας στην Ιερουσαλήμ τη μέρα εκείνη και την αυριανή,

και τον κάλεσε ο Δαυίδ κι έφαγε     απεναντι του κι ήπιε και τον μεθησε,και βγήκε το βράδυ να κοιμηθεί στο κρεβάτι του με τους δούλους του κυρίου του,και στο σπίτι του δεν πήγε,

και ήρθε το πρωί και έγραψε ο Δαυίδ γράμμα στον Ιωαβ το' στειλε με τα χέρια του ,και στο 

γράμμα έγραψε λέγοντας,βάλε τον Ουρία απεναντι στους δυνατούς εχθρούς και να απομακρυνθητε από πίσω του, ,και να πληγωθεί και να πεθάνει,κι έγινε ενω συνεχιζε τη πολιορκία της πόλης

ο Ιωαβ κι εβάλε τον Ουρία στον τόπο,που γνώριζε ότι ήταν δυνατοί άντρες εκεί,

και βγήκαν οι άντρες της πολης και πολέμησαν με τον Ιωαβ κι έπεσαν απ'το στρατο απ'τους 

δούλους του Δαυίδ και πέθανε κι ο Ουρίας ο Χετταιος,

κι έστειλε ο Ιωαβ και  ανακοινωσε στον Δαυίδ όλα τα γεγονότα του πολέμου λεγοντας στον

 βασιλια,

και πρόσταξε τον αγγελιοφόρο λέγοντας,αν τελειώσεις με όλα τα γεγονότα του πολέμου που 

θα πεις  στον βασιλιά,

κι αν θυμώσει ο βασιλιας και σου πει,γιατί πλησιάσατε τη πόλη να πολεμήσετε;δεν γνωρίζετε πως πάνω απ'το τείχος θα ρίξουν τοξα;

ποιος χτυπησε τον Αβιμελεχ γιο του Ιεροβααλ γιου του Νηρ;δεν έριξε μια γυναίκα κομμάτι πετρας πάνω του ψηλα απ'το τειχος και πέθανε στην Θαμαση;γιατί πλησιάσατε στο τείχος;και πες του,κι επίσης ο δούλος σου ο Ουρίας ο Χετταιος πεθανε,

και πήγε ο  αγγελιοφόρος του Ιωαβ στον βασιλιά στην Ιερουσαλήμ,κι έφτασε και ανακοίνωσε στον Δαυίδ τα παντα,όσα  προσταξε σ'αυτον ο Ιωαβ όλα τα γεγονότα του πολέμου,

και είπε ο Δαυίδ στον αγγελιοφόρο,αυτά εδώ να πεις στον Ιωαβ,μη πάρεις σαν κακό αυτό γεγονός 

στα μάτια σου,διότι ποτε έτσι και ποτε έτσι κατατρώει το μαχαιρι,

να συνεχίσεις πιο δυναμικα τον πόλεμο σου κατά της πόλης και καταγκρεμισε την και κυριεψε την,

κι άκουσε η γυναίκα του Ουρία ότι πέθανε ο Ουρίας ο άντρας της και θρήνησε τον άντρα της,

και πέρασε το πένθος κι έστειλε ο Δαυίδ,και την έφερε στο σπίτι του,κι έγινε σ'αυτον γυναίκα,

και γέννησε σ'αυτον γιο,και ανήθικη φάνηκε η πράξη που έκανε ο Δαυίδ,στα μάτια του Κυρίου

.

.

1 ΚΑΙ ἐγένετο ἐπιστρέψαντος τοῦ ἐνιαυτοῦ εἰς τὸν καιρὸν τῆς ἐξοδίας τῶν βασιλέων, καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ τὸν Ἰωὰβ καὶ τοὺς παῖδας αὐτοῦ μετ' αὐτοῦ καὶ τὸν πάντα Ἰσραήλ, καὶ διέφθειραν τοὺς υἱοὺς Ἀμμὼν καὶ διεκάθισαν ἐπὶ Ραββάθ· καὶ Δαυὶδ ἐκάθισεν ἐν Ἱερουσαλήμ. 2 καὶ ἐγένετο πρὸς ἑσπέραν καὶ ἀνέστη Δαυὶδ ἀπὸ τῆς κοίτης αὐτοῦ καὶ περιεπάτει ἐπὶ τοῦ δώματος τοῦ οἴκου τοῦ βασιλέως καὶ εἶδε γυναῖκα λουομένην ἀπὸ τοῦ δώματος, καὶ ἡ γυνὴ καλὴ τῷ εἴδει σφόδρα. 3 καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ καὶ ἐζήτησε τὴν γυναῖκα καὶ εἶπεν· οὐχὶ αὕτη Βηρσαβεὲ θυγάτηρ Ἐλιὰβ γυνὴ Οὐρίου τοῦ Χετταίου; 4 καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ ἀγγέλους καὶ ἔλαβεν αὐτήν, καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτήν, καὶ ἐκοιμήθη μετ' αὐτῆς, καὶ αὐτὴ ἁγιαζομένη ἀπὸ ἀκαθαρσίας αὐτῆς, καὶ ἀπέστρεψεν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς. 5 καὶ ἐν γαστρὶ ἔλαβεν ἡ γυνή· καὶ ἀποστείλασα ἀπήγγειλε τῷ Δαυὶδ καὶ εἶπεν· ἐγώ εἰμι ἐν γαστρὶ ἔχω. 6 καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ πρὸς Ἰωὰβ λέγων· ἀπόστειλον πρός με τὸν Οὐρίαν τὸν Χετταῖον· καὶ ἀπέστειλεν Ἰωὰβ τὸν Οὐρίαν πρὸς Δαυίδ. 7 καὶ παραγίνεται Οὐρίας καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτόν, καὶ ἐπηρώτησε Δαυὶδ εἰς εἰρήνην Ἰωὰβ καὶ εἰς εἰρήνην τοῦ λαοῦ καὶ εἰς εἰρήνην τοῦ πολέμου. 8 καὶ εἶπε Δαυὶδ τῷ Οὐρίᾳ· κατάβηθι εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ νίψαι τοὺς πόδας σου· καὶ ἐξῆλθεν Οὐρίας ἐξ οἴκου τοῦ βασιλέως, καὶ ἐξῆλθεν ὀπίσω αὐτοῦ ἄρσις τοῦ βασιλέως. 9 καὶ ἐκοιμήθη Οὐρίας παρὰ τῇ θύρᾳ τοῦ βασιλέως μετὰ τῶν δούλων τοῦ κυρίου αὐτοῦ καὶ οὐ κατέβη εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. 10 καὶ ἀνήγγειλαν τῷ Δαυὶδ λέγοντες, ὅτι οὐ κατέβη Οὐρίας εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Οὐρίαν· οὐχὶ ἐξ ὁδοῦ σὺ ἔρχῃ; τί ὅτι οὐ κατέβης εἰς τὸν οἶκόν σου; 11 καὶ εἶπεν Οὐρίας πρὸς Δαυίδ· ἡ κιβωτὸς καὶ Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδας κατοικοῦσιν ἐν σκηναῖς, καὶ ὁ κύριός μου Ἰωὰβ καὶ οἱ δοῦλοι τοῦ κυρίου μου ἐπὶ πρόσωπον τοῦ ἀγροῦ παρεμβάλλουσι· καὶ ἐγὼ εἰσελεύσομαι εἰς τὸν οἶκόν μου τοῦ φαγεῖν καὶ πιεῖν καὶ κοιμηθῆναι μετὰ τῆς γυναικός μου; πῶς; ζῇ ἡ ψυχή σου, εἰ ποιήσω τὸ ρῆμα τοῦτο. 12 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Οὐρίαν· κάθισον ἐνταῦθα καί γε σήμερον, καὶ αὔριον ἐξαποστελῶ σε. καὶ ἐκάθισεν Οὐρίας ἐν Ἱερουσαλὴμ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ τῇ ἐπαύριον. 13 καὶ ἐκάλεσεν αὐτὸν Δαυίδ, καὶ ἔφαγεν ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ ἔπιε καὶ ἐμέθυσεν αὐτόν· καὶ ἐξῆλθεν ἑσπέρας τοῦ κοιμηθῆναι ἐπὶ τῆς κοίτης αὐτοῦ μετὰ τῶν δούλων τοῦ κυρίου αὐτοῦ, καὶ εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ οὐ κατέβη. 14 καὶ ἐγένετο πρωΐ καὶ ἔγραψε Δαυὶδ βιβλίον πρὸς Ἰωὰβ καὶ ἀπέστειλεν ἐν χειρὶ Οὐρίου. 15 καὶ ἔγραψεν ἐν βιβλίῳ λέγων· εἰσάγαγε τὸν Οὐρίαν ἐξ ἐναντίας τοῦ πολέμου τοῦ κραταιοῦ, καὶ ἀποστραφήσεσθε ἀπὸ ὄπισθεν αὐτοῦ, καὶ πληγήσεται ἀπὸ ὄπισθεν αὐτοῦ, καὶ πληγήσεται καὶ ἀποθανεῖται. 16 καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ φυλάσσειν Ἰωὰβ ἐπὶ τὴν πόλιν καὶ ἔθηκε τὸν Οὐρίαν εἰς τὸν τόπον, οὗ ᾔδει ὅτι ἄνδρες δυνάμεως ἐκεῖ. 17 καὶ ἐξῆλθον οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως καὶ ἐπολέμουν μετὰ Ἰωάβ, καὶ ἔπεσαν ἐκ τοῦ λαοῦ ἐκ τῶν δούλων Δαυίδ, καὶ ἀπέθανε καί γε Οὐρίας ὁ Χετταῖος. 18 καὶ ἀπέστειλεν Ἰωὰβ καὶ ἀπήγγειλε τῷ Δαυὶδ πάντας τοὺς λόγους τοῦ πολέμου λαλῆσαι πρὸς τὸν βασιλέα 19 καὶ ἐνετείλατο τῷ ἀγγέλῳ λέγων· ἐν τῷ συντελέσαι πάντας τοὺς λόγους τοῦ πολέμου λαλῆσαι πρὸς τὸν βασιλέα 20 καὶ ἔσται ἐὰν ἀναβῇ ὁ θυμὸς τοῦ βασιλέως, καὶ εἴπῃ σοι· τί ὅτι ἠγγίσατε πρὸς τὴν πόλιν πολεμῆσαι; οὐκ ᾔδειτε ὅτι τοξεύσουσιν ἀπάνωθεν τοῦ τείχους; 21 τίς ἐπάταξε τὸν Ἀβιμέλεχ υἱὸν Ἱεροβάαλ υἱοῦ Νήρ; οὐχὶ γυνὴ ἔρριψε κλάσμα μύλου ἐπ' αὐτὸν ἀπὸ ἄνωθεν τοῦ τείχους καὶ ἀπέθανεν ἐν Θαμασί; ἱνατί προσηγάγετε πρὸς τὸ τεῖχος; καὶ ἐρεῖς· καί γε ὁ δοῦλός σου Οὐρίας ὁ Χετταῖος ἀπέθανε. 22 καὶ ἐπορεύθη ὁ ἄγγελος Ἰωὰβ πρὸς τὸν βασιλέα εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ παρεγένετο καὶ ἀπήγγειλε τῷ Δαυὶδ πάντα, ὅσα ἀπήγγειλεν αὐτῷ Ἰωὰβ πάντα τὰ ρήματα τοῦ πολέμου. καὶ ἐθυμώθη Δαυὶδ πρὸς Ἰωὰβ καὶ εἶπε πρὸς τὸν ἄγγελον· ἱνατί προσηγάγετε πρὸς τὴν πόλιν τοῦ πολεμῆσαι; οὐκ ᾔδειτε ὅτι πληγήσεσθε ἀπὸ τοῦ τείχους; τίς ἐπάταξε τὸν Ἀβιμέλεχ υἱὸν Ἱεροβάαλ; οὐχὶ γυνὴ ἔρριψεν ἐπ' αὐτὸν κλάσμα μύλου ἀπὸ τοῦ τείχους καὶ ἀπέθανεν ἐν Θαμασί; ἱνατί προσηγάγετε πρὸς τὸ τεῖχος; 23 καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος πρὸς Δαυὶδ ὅτι ἐκραταίωσαν ἐφ' ἡμᾶς οἱ ἄνδρες καὶ ἐξῆλθαν ἐφ᾿ ἡμᾶς εἰς τὸν ἀγρόν, καὶ ἐγενήθημεν ἐπ' αὐτοὺς ἕως τῆς θύρας τῆς πύλης, 24 καὶ ἐτόξευσαν οἱ τοξεύοντες πρὸς τοὺς παῖδάς σου ἀπάνωθεν τοῦ τείχους, καὶ ἀπέθανον τῶν παίδων τοῦ βασιλέως, καί γε ὁ δοῦλος σου Οὐρίας ὁ Χετταῖος ἀπέθανε. 25 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς τὸν ἄγγελον· τάδε ἐρεῖς πρὸς Ἰωάβ· μὴ πονηρὸν ἔστω ἐν ὀφθαλμοῖς σου τὸ ρῆμα τοῦτο, ὅτι ποτὲ μὲν οὕτως καὶ ποτὲ οὕτως φάγεται ἡ μάχαιρα· κραταίωσον τὸν πόλεμόν σου εἰς τὴν πόλιν καὶ κατάσπασον αὐτὴν καὶ κραταίωσον αὐτήν. 26 καὶ ἤκουσεν ἡ γυνὴ Οὐρίου ὅτι ἀπέθανεν Οὐρίας ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, καὶ ἐκόψατο τὸν ἄνδρα αὐτῆς. 27 καὶ διῆλθε τὸ πένθος καὶ ἀπέστειλε Δαυίδ, καὶ συνήγαγεν αὐτὴν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, καὶ ἐγενήθη αὐτῷ εἰς γυναῖκα, καὶ ἔτεκεν αὐτῷ υἱόν. καὶ πονηρὸν ἐφάνη τὸ ρῆμα, ὃ ἐποίησε Δαυίδ, ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου.

.

.

.


Ηροδοτου Ιστορίαι,Βιβλίο Γ',Θάλεια,84-87

-Πως έγινε ο Δαρείος βασιλιάς-

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


84.3 ,για τη βασιλεία συμφωνησαν  αυτό εδώ,οποιου αν το άλογο όταν ο ήλιος ανατείλει το πρώτο χλιμιντρισει ενώ εξω απ'τη πόλη αυτα καβαλικευουν,αυτός θα πάρει τη βασιλεια,

85.1 ο Δαρείος είχε λοιπόν ένα ιπποκόμο επιτήδειο,τ'ονομα του ήταν Οιβαρης,σ'αυτον τον άντρα,

αφού αποχώρησαν,είπε αυτά εδώ,Οιβαρη,αποφασίσαμε σχετικά με τη βασιλεία να κάνουμε αυτά εδώ,οποιου αν το άλογο το πρώτο χλιμιντρισει μόλις ο ήλιος ανέβει ενώ αυτα καβαλικευουμε,αυτός 

θα πάρει τη βασιλεία,τώρα αν έχεις κάποια καλή ιδέα,μηχανεψου πως θα πάρουμε εμεις αυτο το 

δικαίωμα κι όχι καποιος αλλος,

κι απαντα ο Οιβαρης μ'αυτα εδώ,αν κύριε μου απ'αυτο θα'χεις τη βασιλεία η' όχι,παρε θαρρος 

γι'αυτό και ησύχασε,γιατί βασιλιάς κανένας άλλος πριν από σένα δεν θα'ναι,τέτοια να βοηθήσουν κατέχω,λέει τότε ο Δαρείος,

αν λοιπόν κάτι τέτοιο έχεις τέχνασμα,ώρα να το εφαρμόσεις   και να μην το αναβάλλεις,γιατί αύριο θα'ναι η συγκέντρωση μας,όταν ακουσε αυτά ο Οιβαρης κάνει αυτό εδώ,μόλις έγινε νύχτα,απ'τις φοραδες μια,για την οποία του Δαρειου το άλογο ένιωθε έλξη μεγάλη,αφού πήρε  έξω απ'τη πόλη 

την έδεσε κι έφερε το άλογο του Δαρείου,και πολλές φορές το έφερνε γυρω κοντά στη φοράδα,να αγγίζει τη θηλυκιά,στο τέλος άφησε το άλογο να την καββαλήσει,

86.1 άμα η μέρα εφεξε οι εξι όπως συμφώνησαν φάνηκαν πάνω στα αλογα,διαβαινοντας έξω 

απ'τη πόλη,καθώς στο μέρος αυτό έφτασαν όπου την περασμένη νύχτα είχε δεθεί η φοράδα, 

εκεί τό άλογο του Δαρείου προς στα κει τρέχοντας χλιμιντρισε,

άμα το άλογο αυτό έκανε  αστραψε ενώ ήταν καθαρος ουρανος κι ακούστηκε βροντη,

αυτα που έγιναν επιπλέον στον Δαρείο θεωρηθηκαν σύμφωνα  με το τελειωμα της εκλογής 

του,κι αυτοί κατεβαίνοντας απ'τ'αλογα προσκυνησαν τον Δαρείο,

άλλοι λοιπον λενε ότι ο Οιβαρης

αυτά μηχανευτηκε,άλλοι όμως τέτοια (,γιατί και τα δυο λέγονται απ'τους Πέρσες)πως της φοράδας αυτής τα γεννητικά όργανα αγγιξε με το χέρι το οποίο έπειτα το'κρυψε μέσα στη περισκελιδα όμως μολις με του  ηλιου την  ανατολη επροκειτο να φύγουν τα άλογα,ο Οιβαρης εβγάλε το χέρι και 

το'φερε στα ρουθουνιου του αλόγου του Δαρείου,αυτό όταν μυρισε φρουμανισε και χλιμιντρισε

.

.

,84.3περὶ δὲ τῆς βασιληίης ἐβούλευσαν τοιόνδε· ὅτευ ἂν ὁ ἵππος ἡλίου ἐπανατέλλοντος πρῶτος φθέγξηται, ἐν τῷ προαστείῳ αὐτῶν ἐπιβεβηκότων, τοῦτον ἔχειν τὴν βασιληίην.

85.1 Δαρείῳ δὲ ἦν ἱπποκόμος ἀνὴρ σοφός, τῷ οὔνομα ἦν Οἰβάρης. πρὸς τοῦτον τὸν ἄνδρα, ἐπείτε διελύθησαν, ἔλεξε Δαρεῖος τάδε. “Οἴβαρες, ἡμῖν δέδοκται περὶ τῆς βασιληίης ποιέειν κατὰ τάδε· 

ὅτευ ἂν ὁ ἵππος πρῶτος φθέγξηται ἅμα τῷ ἡλίῳ ἀνιόντι αὐτῶν ἐπαναβεβηκότων, τοῦτον ἔχειν τὴν βασιληίην. νῦν ὦν εἴ τινα ἔχεις σοφίην, μηχανῶ ὡς ἂν ἡμεῖς σχῶμεν τοῦτο τὸ γέρας καὶ μὴ ἄλλος 

τις„. 2 ἀμείβεται Οἰβάρης τοῖσιδε. “εἰ μὲν δὴ ὦ δέσποτα ἐν τούτῳ τοι ἐστὶ ἢ βασιλέα εἶναι ἢ μή, θάρσεε τούτου εἵνεκεν καὶ θυμὸν ἔχε ἀγαθόν, ὡς βασιλεὺς οὐδεὶς ἄλλος πρὸ σεῦ ἔσται· τοιαῦτα ἔχω φάρμακα„. λέγει Δαρεῖος “εἰ τοίνυν τι τοιοῦτον ἔχεις σόφισμα, ὥρη μηχανᾶσθαι καὶ μὴ ἀναβάλλεσθαι, ὡς τῆς ἐπιούσης ἡμέρης ὁ ἀγὼν ἡμῖν ἐστί„. 3 ἀκούσας ταῦτα ὁ Οἰβάρης ποιέει τοιόνδε· ὡς ἐγίνετο ἡ νύξ, τῶν θηλέων ἵππων μίαν, τὴν ὁ Δαρείου ἵππος ἔστεργε μάλιστα, ταύτην ἀγαγὼν ἐς τὸ προάστειον κατέδησε καὶ ἐπήγαγε τὸν Δαρείου ἵππον, καὶ τὰ μὲν πολλὰ περιῆγε ἀγχοῦ τῇ ἵππῳ ἐγχρίμπτων τῇ θηλέῃ, τέλος δὲ ἐπῆκε ὀχεῦσαι τὸν ἵππον.

86.1 Ἅμ᾽ ἡμέρῃ δὲ διαφωσκούσῃ οἱ ἓξ κατὰ συνεθήκαντο παρῆσαν ἐπὶ τῶν ἵππων· διεξελαυνόντων 

δὲ κατὰ τὸ προάστειον, ὡς κατὰ τοῦτο τὸ χωρίον ἐγίνοντο ἵνα τῆς παροιχομένης νυκτὸς κατεδέδετο ἡ θήλεα ἵππος, ἐνθαῦτα ὁ Δαρείου ἵππος προσδραμὼν ἐχρεμέτισε· 2 ἅμα δὲ τῷ ἵππῳ τοῦτο ποιήσαντι ἀστραπὴ ἐξ αἰθρίης καὶ βροντὴ ἐγένετο. ἐπιγενόμενα δὲ ταῦτα τῷ Δαρείῳ ἐτελέωσέ μιν ὥσπερ ἐκ συνθέτου τευ γενόμενα· οἳ δὲ καταθορόντες ἀπὸ τῶν ἵππων προσεκύνεον τὸν Δαρεῖον.

87.1 Οἳ μὲν δή φασι τὸν Οἰβάρεα ταῦτα μηχανήσασθαι, οἳ δὲ τοιάδε (καὶ γὰρ ἐπ᾽ ἀμφότερα λέγεται ὑπὸ Περσέων), ὡς τῆς ἵππου ταύτης τῶν ἄρθρων ἐπιψαύσας τῇ χειρὶ ἔχοι αὐτὴν κρύψας ἐν τῇσι ἀναξυρίσι· ὡς δὲ ἅμα τῷ ἡλίῳ ἀνιόντι ἀπίεσθαι μέλλειν τοὺς ἵππους, τὸν Οἰβάρεα τοῦτον ἐξείραντα τὴν χεῖρα πρὸς τοῦ Δαρείου ἵππου τοὺς μυκτῆρας προσενεῖκαι, τὸν δὲ αἰσθόμενον φριμάξασθαί τε 

καὶ χρεμετίσαι.

.

.

 .

Ισοκρατους Λόγος Περί Ειρήνης

-(μετάφραση αποσπασμάτων χ.ν.κουβελης c.n.couvelis)


2.γιατί συγκεντρωθήκαμε  εδώ να μιλήσουμε για την ειρήνη και τον πόλεμο,τα οποία την πιο 

μεγάλη δύναμη έχουν στη ζωή των ανθρώπων

2.ἥκομεν γὰρ ἐκκλησιάσοντες περὶ πολέμου καὶ εἰρήνης, ἃ μεγίστην ἔχει δύναμιν ἐν τῷ βίῳ 

τῷ τῶν ἀνθρώπων, 


10.αν θέλετε να βρείτε το τι συμφέρει στη πόλη,μάλλον σε αυτούς που εναντιώνονται στις 

γνώμες σας πρέπει να προσέχετε παρα σε αυτούς που ευχαριστουν, γνωριζοντας ότι από αυτούς 

που εδώ εμφανίσθηκαν αυτοί που αυτά που θέλετε λένε εύκολα να σας εξαπατήσουν μπορουν,

γιατί αυτό που λέγεται για ευχαριστηση σας τυφλώνει να δείτε το πιο ωφέλιμο,από αυτους όμως 

που δεν συμβουλεύουν για την ευχαρίστηση τίποτα δεν πάθετε τετοιο,γιατί να σας μεταπείσουν  

δεν θα μπορούσαν,


10.εἴπερ ἠβούλεσθε ζητεῖν τὸ τῇ πόλει συμφέρον, μᾶλλον τοῖς ἐναντιουμένοις ταῖς ὑμετέραις 

γνώμαις προσέχειν τὸν νοῦν ἢ τοῖς καταχαριζομένοις, εἰδότας ὅτι τῶν ἐνθάδε παριόντων οἱ μὲν 

ἃ βούλεσθε λέγοντες ῥᾳδίως ἐξαπατᾶν δύνανται,τὸ γὰρ πρὸς χάριν ῥηθὲν ἐπισκοτεῖ τῷ καθορᾶν 

ὑμᾶς τὸ βέλτιστον, ὑπὸ δὲ τῶν μὴ πρὸς ἡδονὴν συμβουλευόντων οὐδὲν ἂν πάθοιτε τοιοῦτον: 

οὐ γὰρ ἔστιν ὅπως ἂν μεταπεῖσαι δυνηθεῖεν ὑμᾶς,


16.λεω λοιπόν ότι χρειάζεται να κάνετε ειρήνη όχι μόνο με τους Χιώτες και τους Ροδίτες και 

τους Βυζαντινούς και τους Κωες αλλά με όλους τους ανθρώπους,και να χρησιμοποιήστε τις 

συνθήκες όχι αυτές που καποιες τώρα έχουν γραφτεί,αλλά αυτές που έγιναν με τον βασιλιά(της Περσίας) και τους Λακεδαιμονες(την Ανταλκιδειο ειρήνη),που προτάσσουν οι Έλληνες αυτόνομοι 

να είναι και οι φρουρές από τις ξένες πόλεις να αποσυρθούν και την δική του χώρα  να κατέχει ο καθένας,γιατί από αυτά ούτε περισσότερα δικαια θα βρούμε ούτε μάλλον στη πόλη περισσότερο 

να συμφέρουν,


16.φημὶ δ᾽ οὖν χρῆναι ποιεῖσθαι τὴν εἰρήνην μὴ μόνον πρὸς Χίους καὶ Ῥοδίους καὶ Βυζαντίους 

καὶ Κῴους ἀλλὰ πρὸς ἅπαντας ἀνθρώπους, καὶ χρῆσθαι ταῖς συνθήκαις μὴ ταύταις αἷς νῦν τινὲς γεγράφασιν, ἀλλὰ ταῖς γενομέναις μὲν πρὸς βασιλέα καὶ Λακεδαιμονίους, προσταττούσαις δὲ 

τοὺς Ἕλληνας αὐτονόμους εἶναι καὶ τὰς φρουρὰς ἐκ τῶν ἀλλοτρίων πόλεων ἐξιέναι καὶ τὴν 

αὑτῶν ἔχειν ἑκάστους. τούτων γὰρ οὔτε δικαιοτέρας εὑρήσομεν οὔτε μᾶλλον τῇ πόλει 

συμφερούσας.


19.αραγε θα μας επαρκεσει,αν και την πόλη με ασφάλεια κατοικουμε και σε αυτά του βίου πιο ευκατάστατοι γίνουμε και στα δικά μας ομονοουμε και στους Έλληνες είμαστε αρεστοί;

γιατί πιστεύω πως αν αυτά υπάρξουν πραγματικά η πόλη θα ευδαιμονισει,αφού ο πόλεμος από 

όλα που είπα μας στερησε,

και γιατί περισσότερο φτωχούς μας έχει κάνει και πολλούς κινδύνους μας αναγκασε να υπομείνουμε,και στους Έλληνες μας εχει διαβαλει και με κάθε τρόπο μας έχει ταλαιπωρήσει,

20.αν όμως κάνουμε ειρήνη και 

τέτοιοι εμείς αποδεικτουμε όπως οι κοινές συνθήκες προστάζουν,με πολύ ασφάλεια την πόλη 

θα κατοικησουμε ,απαλλαγμένοι από πολέμους και κινδύνους και ταραχή,στην οποια  τώρα

ο ένας με τον αλλον είμαστε οδηγημένοι,κάθε μέρα για ευπορια να εργαζομαστε,

ήσυχασμενοι από τις εισφορες και τις τριηραρχιες και από τις άλλες του πολέμου υποχρεωσεις,

χωρίς φόβο καλλιεργώντας τη γη και τη θάλασσα πλέοντας και τις άλλες εργασίες να επιχειρούμε 

οι οποίες τώρα λόγω του πολέμου έχουν εγκαταλειφθεί,

21.τοτε θα δούμε τη πόλη διπλάσια από ότι τώρα έσοδα να παίρνει,γεμάτοι να είναι από εμπόρους 

και ξένους και μετοικους από τους οποίους έρημη κατάντησε


19.ἆρ’ οὖν ἂν ἐξαρκέσειεν ἡμῖν, εἰ τήν τε πόλιν

ἀσφαλῶς οἰκοῖμεν καὶ τὰ περὶ τὸν βίον εὐπορώτεροι

γιγνοίμεθα καὶ τά τε πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς ὁμονοοῖμεν καὶ

παρὰ τοῖς Ἕλλησιν εὐδοκιμοῖμεν; ἐγὼ μὲν γὰρ ἡγοῦμαι

τούτων ὑπαρξάντων τελέως τὴν πόλιν εὐδαιμονήσειν.

ὁ μὲν τοίνυν πόλεμος ἁπάντων ἡμᾶς τῶν εἰρημένων

ἀπεστέρηκεν· καὶ γὰρ πενεστέρους πεποίηκε, καὶ πολλοὺς

κινδύνους ὑπομένειν ἠνάγκασε, καὶ πρὸς τοὺς Ἕλληνας

διαβέβληκε, καὶ πάντας τρόπους τεταλαιπώρηκεν ἡμᾶς.

[20] ἢν δὲ τὴν εἰρήνην ποιησώμεθα καὶ τοιούτους ἡμᾶς

αὐτοὺς παράσχωμεν οἵους αἱ κοιναὶ συνθῆκαι προστάτ-

τουσι, μετὰ πολλῆς μὲν ἀσφαλείας τὴν πόλιν οἰκήσομεν,

ἀπαλλαγέντες πολέμων καὶ κινδύνων καὶ ταραχῆς,

 εἰς ἣν νῦν πρὸς ἀλλήλους καθέσταμεν, καθ’ ἑκάστην δὲ τὴν

ἡμέραν πρὸς εὐπορίαν ἐπιδώσομεν, ἀναπεπαυμένοι μὲν

τῶν εἰσφορῶν καὶ τῶν τριηραρχιῶν καὶ τῶν ἄλλων τῶν

περὶ τὸν πόλεμον λειτουργιῶν,

ἀδεῶς δὲ γεωργοῦντες

καὶ τὴν θάλατταν πλέοντες καὶ ταῖς ἄλλαις ἐργασίαις

ἐπιχειροῦντες αἳ νῦν διὰ τὸν πόλεμον ἐκλελοίπασιν.

21. ὀψόμεθα δὲ τὴν πόλιν διπλασίας μὲν ἢ νῦν τὰς προσό-

δους λαμβάνουσαν, μεστὴν δὲ γιγνομένην ἐμπόρων καὶ

ξένων καὶ μετοίκων ὧν νῦν ἐρήμη καθέστηκεν

.

.

.



-Παθολογια του πολεμου-

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ IΣΤΟΡΙΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ,βιβλίο γ'-82-4,5,6

-μεταφραση αποσπάσματος χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


4.και την συνειθισμενη σημασία των λέξεων αλλαξαν για τη  δικαιολογηση των πραξεων, γιατί 

η αλογιστη τόλμη περνιονταν για αντρεια του πιστου συμμαχου,η προνοητικη δυστακτικοτητα 

κρυφή δειλία,

η σωφροσύνη σημάδι αναντρειας,και τη σύνεση στο καθετί αδράνεια στο καθετι,

η τυφλή βία σε αρετή του άντρα συγκαταλέγεται,η σκέψη για ασφάλεια φανερή πρόφαση αποφυγής,να πετυχεις μια πλεκτάνη επιτήδειος και να υποκινήσεις ακόμη ικανότερος,

να προαποφασισεις όπως τίποτα απ'αυτα δεν χρειάζεσαι,τότε και τη συμμαχία  διαλύεις και τους εχθρους φοβάσαι,απλά οποιος τρέχει πρόθυμος για κάποιο κακό να κάνει τον επαινουν,κι.οποιος παρακινεί αυτον που ούτε το διανοείται,

[3.82.6] και μηπως και το συγγενικό του συμμαχικου δεν έγινε περισσότερο ξένο γιατί περισσότερο  προθυμοι είναι χωρίς δισταγμό να τολμήσουν,

γιατί βάσει των καθιερωμένων νομων  δεν ωφελουν τέτοιοι συνδεσμοι,αλλά αντίθετοι των κατεστημένων από υπεροψία,

και σ'αυτους τους ίδιους η εμπιστοσύνη δεν ενισχυονταν απ'τον θεϊκό νόμο μάλλον παρά από το 

κοινο της παρανομίας.


[3.82.4] καὶ τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ ἔργα ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει. τόλμα μὲν 

γὰρ ἀλόγιστος ἀνδρεία φιλέταιρος ἐνομίσθη, μέλλησις δὲ προμηθὴς δειλία εὐπρεπής, τὸ δὲ σῶφρον τοῦ ἀνάνδρου πρόσχημα, καὶ τὸ πρὸς ἅπαν ξυνετὸν ἐπὶ πᾶν ἀργόν· τὸ δ᾽ ἐμπλήκτως ὀξὺ ἀνδρὸς 

μοίρᾳ προσετέθη, ἀσφαλείᾳ δὲ τὸ ἐπιβουλεύσασθαι ἀποτροπῆς πρόφασις εὔλογος. [3.82.5] καὶ ὁ 

μὲν χαλεπαίνων πιστὸς αἰεί, ὁ δ᾽ ἀντιλέγων αὐτῷ ὕποπτος. ἐπιβουλεύσας δέ τις τυχὼν ξυνετὸς καὶ ὑπονοήσας ἔτι δεινότερος· προβουλεύσας δὲ ὅπως μηδὲν αὐτῶν δεήσει, τῆς τε ἑταιρίας διαλυτὴς 

καὶ τοὺς ἐναντίους ἐκπεπληγμένος. ἁπλῶς δὲ ὁ φθάσας τὸν μέλλοντα κακόν τι δρᾶν ἐπῃνεῖτο, καὶ 

ὁ ἐπικελεύσας τὸν μὴ διανοούμενον. [3.82.6] καὶ μὴν καὶ τὸ ξυγγενὲς τοῦ ἑταιρικοῦ ἀλλοτριώτερον ἐγένετο διὰ τὸ ἑτοιμότερον εἶναι ἀπροφασίστως τολμᾶν· οὐ γὰρ μετὰ τῶν κειμένων νόμων ὠφελίας 

αἱ τοιαῦται ξύνοδοι, ἀλλὰ παρὰ τοὺς καθεστῶτας πλεονεξίᾳ. καὶ τὰς ἐς σφᾶς αὐτοὺς πίστεις οὐ τῷ θείῳ νόμῳ μᾶλλον ἐκρατύνοντο ἢ τῷ κοινῇ τι παρανομῆσαι. 

.

.

.

Ο Κροισος και οι Ίωνες νησιωτες-

Ηροδότου,Ιστορίαι,βιβλίο α'- Κλειω-27

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


[1.27.1] όταν λοιπόν οι Έλληνες στην Ασία υποτάχτηκαν φόρο να αποδίνουν,μετέπειτα σκέφτηκε καράβια κανωντας να επιτεθει στους νησιωτες,

[1.27.2] όμως όταν όλα ήταν έτοιμα για τη ναυπήγηση,άλλοι λένε πως ο Βιαντας ο Πριηνεας

 έφτασε στις Σάρδεις,άλλοι ο Πιττακός ο Μυτιληναίος,

όταν ρώτησε ο Κροίσος αν κάτι νεώτερο συνέβαινε στην Ελλάδα,του'πε αυτα εδω να σταματήσει 

την ναυπήγηση,

[1.27.3]βασιλιά,οι νησιώτες ιππικό  συγκροτούν δέκα χιλιάδες,και στις Σάρδεις και εναντίον σου σκέφτονται να εκστρατεύσουν,

τότε ο Κροισος πιστεύοντας πως του έλεγε εκείνος αλήθεια, είπε,μακάρι  αυτό οι θεοί να κάνουν 

να  σκεφτούν οι νησιώτες,να'ρθουν κατά των Λυδών γονων με ιππικό,

[1.27.4] αυτός τότε πήρε το λόγο κι είπε,βασιλιά,ενθουσιασμένος μου φαίνεσαι να εύχεσαι τους νησιώτες που ιππεύουν να συλλάβεις στη στερια,και σωστά πιστεύεις,

οι νησιώτες λοιπόν τι νομίζεις ότι θα ευχηθούν άλλο παρα όταν     μόλις μάθουν να σκοπεύεις 

εναντίον τους να ναυπηγείς καράβια,να παρακαλούν να συλλάβουν τους Λύκους στη θαλάσσα,για τους Έλληνες που κατοικούν στη στεριά να σε τιμωρήσουν,αυτούς που εσύ έχεις υποδουλωσει;

[1.27.5]πάρα πολύ του άρεσε του Κροίσου αυτο το συμπέρασμα, γιατί λογικό του φάνηκε ότι ειπε,

και αφού πείστηκε σταμάτησε τη ναυπήγηση,κι έτσι μ'αυτους που κατοικούν τα νησιά Ίωνες φιλια συνθηκολογησε,


   27.1 ὡς δὲ ἄρα οἱ ἐν τῇ Ἀσίῃ Ἕλληνες κατεστράφατο ἐς φόρου ἀπαγωγήν, τὸ ἐνθεῦτεν ἐπενόεε 

νέας ποιησάμενος ἐπιχειρέειν τοῖσι νησιώτῃσι.    27.2 ἐόντων δέ οἱ πάντων ἑτοίμων ἐς τὴν ναυπηγίην, οἳ μὲν Βίαντα λέγουσι τὸν Πριηνέα ἀπικόμενον ἐς Σάρδις, οἳ δὲ Πιττακὸν τὸν Μυτιληναῖον, εἰρομένου Κροίσου εἴ τι εἴη νεώτερον περὶ τὴν Ἑλλάδα, εἰπόντα τάδε καταπαῦσαι τὴν ναυπηγίην·    27.3 "ὦ βασιλεῦ, νησιῶται ἵππον συνωνέονται μυρίην, ἐς Σάρδις τε καὶ ἐπὶ σὲ ἐν νόῳ ἔχοντες στρατεύεσθαι." Κροῖσον δὲ ἐλπίσαντα λέγειν ἐκεῖνον ἀληθέα εἰπεῖν "αἲ γὰρ τοῦτο θεοὶ ποιήσειαν ἐπὶ νόον νησιώτῃσι, ἐλθεῖν ἐπὶ Λυδῶν παῖδας σὺν ἵπποισι.    27.4 τὸν δὲ ὑπολαβόντα φάναι "ὦ βασιλεῦ, προθύμως μοι φαίνεαι εὔξασθαι νησιώτας ἱππευομένους λαβεῖν ἐν ἠπείρῳ, οἰκότα ἐλπίζων. νησιώτας δὲ τί δοκέεις εὔχεσθαι ἄλλο ἤ, ἐπείτε τάχιστα ἐπύθοντό σε μέλλοντα ἐπὶ σφίσι ναυπηγέεσθαι νέας, λαβεῖν ἀρώμενοι Λυδούς ἐν θαλάσσῃ, ἵνα ὓπερ τῶν ἐν τῇ ἠπείρῳ οἰκημένων Ἑλλήνων τίσωνταί σε, τοὺς σὺ δουλώσας ἔχεις ;"    27.5 κάρτα τε ἡσθῆναι Κροῖσον τῷ ἐπιλόγῳ καί οἱ, προσφυέως γὰρ δόξαι λέγειν, πειθόμενον παύσασθαι τῆς ναυπηγίης. καὶ οὕτω τοῖσι τὰς νήσους οἰκημένοισι Ἴωσι ξεινίην συνεθήκατο.

.

.

.


-ο μουγγός γιος του Κροισου-

Ηροδότου Ιστορίαι, βιβλίο α'-Κλειω-85

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


[1.85.1] και μ'αυτον τον Κροίσο αυτα εδώ έγιναν,είχε ένα παιδί,που γι'αυτό πρωτυτερα ανεφερα,

σε όλα τα άλλα  εντάξει,όμως μουγγό,στα περασμένα ευτυχισμένα χρόνια ο Κροίσος το παν γι'αυτο είχε κάνει,και μεσ'τα αλλα που σκέφτηκε και στους Δελφούς γι'αυτό είχε στείλει να πάρουν χρησμό,

[1.85.2] η Πυθία σ'αυτον είπε αυτα εδω,


Λυδὲ το γένος, πολλῶν βασιλια,

παρα πολύ ανόητε Κροισε,

μη θέλεις την πολυπόθητη φωνη μεσ'το σπίτι ν'ακουσεις του παιδιού να μιλά,

για σένα πολύ προτιμοτερο περιπου να μείνει,γιατί θα πρωτομιλησει σε μέρα δυστυχή,


[1.85.3]τότε λοιπόν που κατακτούσαν το τειχος,όρμησε κάποιος απ'τους Πέρσες παραγνωριζοντας 

για άλλον τον Κροίσο να τον σκοτώσει,ο Κροίσος ενώ τον έβλεπε να'ρχεται πάνω του μέσα στην παρούσα συμφορά δεν τον ένοιαζε,σε τίποτα σ'αυτον διέφερε αφού πληγωθει πεθανει

[1.85.4]όμως το παιδί αυτό το μουγγό όταν είδε τον Πέρση να ορμά,κι από τρόμο και για το κακό φωναξε,κι ειπε,άνθρωπε,μη σκοτώνεις τον Κροισο,

αυτος τότε αυτό πρωτομιλησε,

όμως μετά πια απ'αυτο μιλουσε όλα τα χρόνια της ζωής του.


85.1 κατ᾽ αὐτὸν δὲ Κροῖσον τάδε ἐγίνετο. ἦν οἱ παῖς, τοῦ καὶ πρότερον ἐπεμνήσθην, τὰ μὲν ἄλλα ἐπιεικής, ἄφωνος δέ. ἐν τῇ ὦν παρελθούσῃ εὐεστοῖ ὁ Κροῖσος τὸ πᾶν ἐς αὐτὸν ἐπεποιήκεε, ἄλλα 

τε ἐπιφραζόμενος, καὶ δὴ καὶ ἐς Δελφοὺς περὶ αὐτοῦ ἐπεπόμφεε χρησομένους.    85.2 ἡ δὲ Πυθίη οἱ εἶπε τάδε.


Λυδὲ γένος, πολλῶν βασιλεῦ, μέγα νήπιε Κροῖσε,

μὴ βούλου πολύευκτον ἰὴν ἀνὰ δώματ᾽ ἀκούειν

παιδὸς φθεγγομένου. τὸ δέ σοι πολὺ λώιον ἀμφὶς

ἔμμεναι· αὐδήσει γὰρ ἐν ἤματι πρῶτον ἀνόλβῳ.


   85.3 ἁλισκομένου δὴ τοῦ τείχεος, ἤιε γὰρ τῶν τις Περσέων ἀλλογνώσας Κροῖσον ὡς ἀποκτενέων, Κροῖσος μέν νυν ὁρέων ἐπιόντα ὑπὸ τῆς παρεούσης συμφορῆς παρημελήκεε, οὐδὲ τί οἱ διέφερε πληγέντι ἀποθανεῖν·    85.4 ὁ δὲ παῖς οὗτος ὁ ἄφωνος ὡς εἶδε ἐπιόντα τὸν Πέρσην, ὑπὸ δέους τε καὶ κακοῦ ἔῤῥηξε φωνήν, εἶπε δὲ "ὤνθρώπε, μὴ κτεῖνε Κροῖσον." οὗτος μὲν δὴ τοῦτο πρῶτον ἐφθέγξατο, μετὰ δὲ τοῦτο ἤδη ἐφώνεε τὸν πάντα χρόνον τῆς ζόης.

.

.

.



-Ο Αιγύπτιος Σεσωστρης και τα δυο  παιδιά του που τα ξαπλωσε στη φωτιά να καουν σαν 

γέφυρα διασωσης-

Ηροδότου Ιστορίαι βιβλίο β'-Ευτερπη-107

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


[2.107.1]αυτόν λοιπόν τώρα τον Αιγύπτιο Σεσωστρη αφού ανεχώρησε και έφερνε πολλούς

ανθρώπους από τα έθνη των χωρών που είχε κατακτησει,έλεγαν οι ιερείς,όταν ανέβηκε στις 

Δάφνες των Πηλουσιων,ο αδελφός του,στον οποίο εμπιστεύτηκε ο Σεσωστρης την Αίγυπτο,

αυτον να τον φιλοξενήσει αφού τον κάλεσε αυτόν μαζί με τα παιδιά του,

σωριασε έξω απ'το σπίτι ξύλα,και σωριάζοντας τα τους αναψε φωτια,

 [2.107.2] αμέσως το'μαθε αυτό  θέλησε να συμβουλευτει τη γυναίκα του,γιατί την γυναίκα του 

μαζί του έφερνε,

αυτή τότε τον συμβουλευσαι απ'τα έξι παιδιά που είχαν τα δυο πάνω στη φωτιά αφού ξαπλώσει 

να γεφυρώσει αυτό που καίγονταν,κι αυτοι πάνω από  εκείνα αφου πατησουν να διασωθουν,

αυτά έκανε ο Σεσωστρης και τα δυο απ' τα παιδιά κάηκαν με τέτοιο τρόπο,όμως τα υπόλοιπα σώθηκαν μαζί με τον πατερα


σημείωση:Πηλούσιον, παραλιακη πόλη τῆς Αἰγύπτου,ανατολικά του Νείλου,που συνορεύει με 

τὴν Ἀραβίαν


[2.107.1] Τοῦτον δὴ τὸν Αἰγύπτιον Σέσωστριν ἀναχωρέοντα καὶ ἀνάγοντα πολλοὺς ἀνθρώπους 

τῶν ἐθνέων τῶν τὰς χώρας κατεστρέψατο, ἔλεγον οἱ ἱρέες, ἐπείτε ἐγίνετο ἀνακομιζόμενος ἐν 

Δάφνῃσι τῇσι Πηλουσίῃσι, τὸν ἀδελφεὸν αὐτοῦ, τῷ ἐπέτρεψε ὁ Σέσωστρις τὴν Αἴγυπτον, τοῦτον 

ἐπὶ ξείνια αὐτὸν καλέσαντα καὶ πρὸς αὐτῷ τοὺς παῖδας περινῆσαι ἔξωθεν τὴν οἰκίην ὕλῃ, 

περινήσαντα δὲ ὑποπρῆσαι. [2.107.2] τὸν δὲ ὡς μαθεῖν τοῦτο, αὐτίκα συμβουλεύεσθαι τῇ γυναικί· 

καὶ γὰρ δὴ καὶ τὴν γυναῖκα αὐτὸν ἅμα ἄγεσθαι. τὴν δέ οἱ συμβουλεῦσαι τῶν παίδων ἐόντων ἓξ 

τοὺς δύο ἐπὶ τὴν πυρὴν ἐκτείναντα γεφυρῶσαι τὸ καιόμενον, αὐτοὺς δ᾽ ἐπ᾽ ἐκείνων ἐπιβαίνοντας ἐκσῴζεσθαι. ταῦτα ποιῆσαι τὸν Σέσωστριν, καὶ δύο μὲν τῶν παίδων κατακαῆναι τρόπῳ τοιούτῳ, 

τοὺς δὲ λοιποὺς ἀποσωθῆναι ἅμα τῷ πατρί. 

.

.

.


-η μετεμψύχωση κατά τα λεγόμενα των Αιγυπτίων-

Ηροδότου Ιστορίαι, βιβλίο β'-Ευτερπη-123

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


[2.123.1] τώρα τα λεγόμενα απ'τους Αιγύπτιους ας χρησιμεψουν σ'οποιον τα νομίζει αξιοπιστα,σε μένα όμως σ'ολη την εξιστόρηση κανόνας είναι τα λεγόμενα απ' τον καθένα όπως τ'ακούω να τα γράφω,αρχηγευουν στον κάτω κόσμο οι Αιγύπτιοι λένε η Δήμητρα κι ο Διόνυσος,

[2.123.2]πρώτοι λοιπόν κι αυτό εδώ το λόγο οι Αιγύπτιοι είναι που είπαν,πως του ανθρώπου η ψυχή αθάνατος είναι,κι όταν το σώμα είναι πεθαμενο σε άλλο ζώο που κάθε φορά γεννιέται μπαίνει,

κι αφού απ'ολα περάσει της  ξηράς και της θάλασσας και τα πουλιά,παλι σ'ανθρωπου σώμα που γεννιέται μπαινει,κι η περιφορά αυτή γίνεται σε τρεις χιλιάδες χρόνια,

[2.123.3]αυτό το λόγο είναι μερικοί απ'τους Έλληνες που διαδιδουν  άλλοι πρωτύτερα άλλοι ύστερα σαν δικός τους να ήταν,αυτών εγω γνωρίζωντας τα ονόματα δεν τα γραφω


123 

1 τοῖσι μέν νυν ὑπ᾽ Αἰγυπτίων λεγομένοισι χράσθω ὅτεῳ τὰ τοιαῦτα πιθανά ἐστι· ἐμοὶ δὲ παρὰ πάντα τὸν λόγον ὑπόκειται ὅτι τὰ λεγόμενα ὑπ᾽ ἑκάστων ἀκοῇ γράφω. ἀρχηγετέειν δὲ τῶν κάτω Αἰγύπτιοι λέγουσι Δήμητρα καὶ Διόνυσον. 2 πρῶτοι δὲ καὶ τόνδε τὸν λόγον Αἰγύπτιοι εἰσὶ οἱ εἰπόντες, ὡς ἀνθρώπου ψυχὴ ἀθάνατος ἐστί, τοῦ σώματος δὲ καταφθίνοντος ἐς ἄλλο ζῷον αἰεὶ γινόμενον ἐσδύεται, ἐπεὰν δὲ πάντα περιέλθῃ τὰ χερσαῖα καὶ τὰ θαλάσσια καὶ τὰ πετεινά, αὖτις ἐς ἀνθρώπου σῶμα γινόμενον ἐσδύνει· τὴν περιήλυσιν δὲ αὐτῇ γίνεσθαι ἐν τρισχιλίοισι ἔτεσι. 3 τούτῳ τῷ λόγῳ εἰσὶ οἳ Ἑλλήνων ἐχρήσαντο, οἳ μὲν πρότερον οἳ δὲ ὕστερον, ὡς ἰδίῳ ἑωυτῶν ἐόντι· τῶν ἐγὼ εἰδὼς τὰ οὐνόματα οὐ γράφω.

.

.

.


Δαρειος Α'


 - δέσποτα, μέμνεο τῶν Ἀθηναίων-

Ηροδότου Ιστορίαι, βιβλίο ε'-Τερψιχορη-105

-μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


[5.105.1] ο Ονήσιλος λοιπόν πολιορκούσε την Αμαθούντα,και στον βασιλιά έφτασε μήνυμα ότι

οι Σάρδεις αφού κυριεύτηκαν πυρπολήθηκαν κι απ'τους Αθηναίους και τους Ίωνες,ο αρχηγός 

που τους συγκεντρωσε  ώστε να κάνουν την αποστασια ήταν ο Μιλήσιος Αρισταγόρας,

κατά πρωτον λέγεται γι'αυτον,μόλις έμαθε αυτά,για τους Ίωνες δεν έκανε κανένα λόγο,καλά γνωριζοντας πως αυτοί δεν θα μείνουν ατιμώρητοι για την αποστασία,ρώτησε όμως ποιοι ήταν 

οι Αθηναίοι,αφού έμαθε ζητησε το τόξο,το πήρε και βάζοντας βέλος ψηλα προς τον ουρανό το έριξε,και στον αέρα πετώντας είπε,

[5.105.1]Δια,κάνε με τους Αθηναίους να τιμωρησω,

αφού είπε αυτά πρόσταξε έναν απ'τους υπηρέτες όταν για το δείπνο κάθεται σ'αυτον τρεις φορές 

κάθε φορά να λέει,

Κύριε,θυμήσου τους Αθηναιους


105 

1 Ὀνήσιλος μέν νυν ἐπολιόρκεε Ἀμαθοῦντα. βασιλέι δὲ Δαρείῳ ὡς ἐξαγγέλθη Σάρδις ἁλούσας ἐμπεπρῆσθαι ὑπό τε Ἀθηναίων καὶ Ἰώνων, τὸν δὲ ἡγεμόνα γενέσθαι τῆς συλλογῆς ὥστε ταῦτα συνυφανθῆναι τὸν Μιλήσιον Ἀρισταγόρην, πρῶτα μὲν λέγεται αὐτόν, ὡς ἐπύθετο ταῦτα, Ἰώνων οὐδένα λόγον ποιησάμενον, εὖ εἰδότα ὡς οὗτοί γε οὐ καταπροΐξονται ἀποστάντες, εἰρέσθαι οἵτινες εἶεν οἱ Ἀθηναῖοι, μετὰ δὲ πυθόμενον αἰτῆσαι τὸ τόξον, λαβόντα δὲ καὶ ἐπιθέντα δὲ ὀιστὸν ἄνω πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀπεῖναι, καί μιν ἐς τὸν ἠέρα βάλλοντα εἰπεῖν 2 “ὦ Ζεῦ, ἐκγενέσθαι μοι Ἀθηναίους τίσασθαι„, εἴπαντα δὲ ταῦτα προστάξαι ἑνὶ τῶν θεραπόντων δείπνου προκειμένου αὐτῷ ἐς τρὶς ἑκάστοτε εἰπεῖν “δέσποτα, μέμνεο τῶν Ἀθηναίων

.

.

.

 



Αἰσώπου Μῦθοι

Ἀετὸς τοξευθείς-Ἀθηναῖος χρεωφειλέτης-Αἰθίοψ-Ἀλεκτρυόνες καὶ πέρδιξ

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

(Πως ορίζεται μια μετάφραση μέσα στα όρια της γλώσσας;)


Ἀετὸς τοξευθείς 


πάνω σε πέτρα αετός κάθονταν λαγούς να κυνηγησει ζητώντας,

τότε κάποιος του έριξε με το τοξο,και το βέλος τον διαπερασε, κι η αιχμή του μαζί με τα φτερά μπροστά στα μάτια του σταθηκε,όταν αυτό είδε είπε,

κι αυτό σε μένα μια αλλη λυπη,

(κι αυτό για μένα αν είναι λύπη)

 απ'τα ίδια μου τα φτερα το να πεθαίνω)


(ο μύθος λέει)ότι το κεντρί της λύπης  περισσότερο οδυνηρό είναι όταν κάποιος απ'τους οικείους του κινδυνευσει

(από αιτία των δικών του κινδυνέψει)


Ὑπεράνωθεν πέτρας ἀετὸς ἐκαθέζετο λαγωοὺς θηρεῦσαι ζητῶν. Τοῦτον δέ τις ἔβαλε τοξεύσας, καὶ τὸ μὲν βέλος ἔσω εἰσῆλθεν· ἡ δὲ γλυφὶς σὺν τοῖς πτεροῖς πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν εἱστήκει. Ὁ δὲ ἰδὼν ἔφη· «Καὶ τοῦτό μοι ἑτέρα λύπη, τὸ τοῖς ἐμοῖς πτεροῖς ἀποθνῄσκειν.»


Ὅτι τὸ κέντρον τῆς λύπης δεινότερόν ἐστιν, ὅταν τις ἐκ τῶν οἰκείων κινδυνεύσῃ

.

.

Ἀθηναῖος χρεωφειλέτης 


στην Αθήνα ένας χρεωφειλετης άντρας όταν του ζητήθηκε απ'τον δανειστη το χρέος στην αρχή τον παρακαλεσε αναβολή να του δώσει,λέγοντας πως είναι άπορος,επειδή όμως δεν τον έπειθε,του έφερε τη γουρούνα την μοναδική που είχε,και με την παρουσία του.πουλούσε,όταν αγοραστής πλησίασε και ρωτησε αν γεννούσα η γουρούνα ηταν, εκείνος είπε ότι όχι μόνο αυτη γεννα,αλλά και κατά παράδοξο τροπο,γιατί στα μυστήρια

,(τα Ελευσίνια) θηλυκα ξεγεννα,στα δε Παναθήναια αρσενικα,και προς τον εκπλαγεντα ,(αγοραστή)από την αποκριση,ο δανειστης ειπε,

αλλά μην απορεις (δεν είναι ν'απορεις),γιατί αυτή σε σένα και στα Διονύσια κατσικια θα γεννησει


ο μύθος δηλώνει ότι πολλοί για ίδιον όφελος(κέρδος) δεν διστάζουν ούτε με τα αδύνατα να ψευδολογουν

(μ'αυτα που δεν μπορούν να γίνουν να ψεύδονται)


Ἀθήνησι χρεωφειλέτης ἀνὴρ ἀπαιτούμενος ὑπὸ τοῦ δανειστοῦ τὸ χρέος τὸ μὲν πρῶτον παρεκάλει ἀναβολὴν αὐτῷ δοῦναι, ἀπορεῖν φάσκων. Ὡς δὲ οὐκ ἔπειθε, προσαγαγὼν ὗν ἣν εἶχε μόνην, παρόντος αὐτοῦ, ἐπώλει. Ὠνητοῦ δὲ προσελθόντος καὶ διερωτῶντος εἰ τοκὰς ἡ ὗς εἴη, ἐκεῖνος ἔφη μὴ μόνον αὐτὴν τίκτειν, ἀλλὰ καὶ παραδόξως· τοῖς μὲν γὰρ μυστηρίοις θήλεα ἀποκύειν, τοῖς δὲ Παναθηναίοις ἄρσενα. Τοῦ δὲ ἐκπλαγέντος πρὸς τὸν λόγον, ὁ δανειστὴς εἶπεν· «Ἀλλὰ μὴ θαύμαζε· αὕτη γάρ σοι καὶ Διονυσίοις ἐρίφους τέξεται.»


Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι πολλοὶ διὰ τὸ ἴδιον κέρδος οὐκ ὀκνοῦσιν οὐδὲ τοῖς ἀδυνάτοις ψευδομαρτυρεῖν.

.

.

Αἰθίοψ 


έναν μαύρο(αιθιοπα)καποιος αγόρασε νομίζοντας ότι τέτοιο το χρωμα του είναι από  αδιαφορια 

αυτου που πρωτύτερα τον ειχε,και παιρνωντας στο σπιτι,,όλα σ'αυτον χρησιμοποίησε τα καθαριστικα(απορυπαντικα),μ'ολα τα λουτρά(τα πλυσίματα) επιχείρησε να τον καθαρισει(ασπρίσει(, το χρώμα του όμως δεν αλλαξε,αλλά η ταλαιπωρία τον αρρώστησε,

(τον έκανε ν'αρρωστησει)

(του προξένησε αρρώστια)


ο μύθος δηλώνει ότι παραμένουν οι φύσεις όπως εμφανιστηκαν στην αρχή 

(η φύση δεν αλλαζει απ'την αρχή όπως ήταν η ίδια μένει)


Αἰθίοπά τις ὠνήσατο τοιοῦτον αὐτῷ τὸ χρῶμα εἶναι δοκῶν ἀμελείᾳ τοῦ πρότερον ἔχοντος. Καὶ παραλαβὼν οἴκαδε, πάντα μὲν αὐτῷ προσῆγε τὰ ῥύμματα, πᾶσι δὲ λούτροις ἐπειρᾶτο καθαίρειν. 

Καὶ τὸ μὲν χρῶμα μεταβάλλειν οὐκ εἶχε, νοσεῖν δὲ τῷ πονεῖν παρεσκεύασεν.


Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι μένουσιν αἱ φύσεις ὡς προῆλθον τὴν ἀρχήν.

.

.

Ἀλεκτρυόνες καὶ πέρδιξ 


κοκόρια κάποιος στο σπίτι του έχοντας,όταν ετυχε περδικι ημερωμενο να πουλιεται,αυτο αφού αγόρασε το έφερε στο σπιτι να τραφούν μαζί,(το'βαλε μαζί τους να τρέφεται)

αυτά επειδή το χτυπούσαν και το 

έδιωχναν,το περδικι στεναχωριονταν,(βαριοκαρδιζε),νομίζοντας πως γι'αυτό το καταφρονουν επειδή άλλης φυλής ειναι,(ξένο είναι),μετά 

από.λιγο ομως,όταν είδε τα κοκόρια 

τα ίδια να μαχονται και να μην 

πρωτύτερα αποχωρίζονται πριν

το ένα το αλλο ματωσει,μονολογησε,

αλλ'εγω πια καθόλου δεν στεναχωριέμαι απ'αυτα να  χτυπιεμαι,γιατί τα βλεπω ουτ'αυτα να το αποφευγουν

(να μάχονται)


ο μύθος δηλώνει εύκολα 

αντέχουν των γειτόνων τις βρισιές(τις ύβρεις,τις προσβολές,την κακομεταχειρηση) οι φρονιμοι,όταν τους δουν μήτε τους οικείους τους να το αποφευγουν

(να μάχονται)(τους δικούς τους)


Ἀλεκτρυόνας τις ἐπὶ τῆς οἰκίας ἔχων, ὡς περιέτυχε πέρδικι τιθασῷ πωλουμένῳ, τοῦτον ἀγοράσας ἐκόμισεν οἴκαδε ὡς συντραφησόμενον. Τῶν δὲ τυπτόντων αὐτὸν καί  ἐκδιωκόντων, ὁ πέρδιξ ἐβαρυθύμει, νομίζων διὰ τοῦτο αὐτὸν καταφρονεῖσθαι ὅτι ἀλλόφυλός ἐστι. Μικρὸν δὲ διαλιπών, ὡς ἐθεάσατο τοὺς ἀλεκτρυόνας πρὸς ἑαυτοὺς μαχομένους καὶ οὐ πρότερον ἀποστάντας πρὶν ἢ ἀλλήλους αἱμάξαι, ἔφη πρὸς ἑαυτόν· «Ἀλλ’ ἔγωγε οὐκέτι ἄχθομαι ὑπ’ αὐτῶν τυπτόμενος· ὁρῶ γὰρ αὐτοὺς οὐδὲ αὑτῶν ἀπεχομένους.»


Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι ῥᾴδιον φέρουσι τὰς τῶν πέλας ὕβρεις οἱ φρόνιμοι, ὅταν ἴδωσιν αὐτοὺς μηδὲ τῶν οἰκείων ἀπεχομένους

.

.

.



Αἰσώπου Μῦθοι

-Ἀγαλματοπώλης-Ἀετὸς καὶ κολοιὸς καὶ ποιμήν-Αἴλουρος καὶ ἀλεκτρυών-Αἰσχρὰ δούλη καὶ Ἀφροδίτη-Ἀλώπηξ καὶ κροκόδειλος-Ἀνδροφόνος-Λύκος κεκορεσμένος καὶ πρόβατον -

Νέος ἄσωτος καὶ χελιδών

-ελευθερη απόδοση μετάφρασης χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ἀγαλματοπώλης 


κάποιος έφτιαξε έναν ξύλινο Ερμή και πηγενοντας στην αγορά τον πουλουσε,επειδή κανένας αγοραστής δεν ηρθε θέλοντας να τραβήξει κάποιους φώναζε πως αγοράζει κερδοφόρο θεό οποίος τον αγοράσει,τότε κάποιος απο'κεινους που ήταν κοντά  του'πε,αφού  είναι φέρνει κερδη γιατί τον πουλεις και δεν τον κρατάς να κερδίζεις εσύ;

εγώ,του απάντησε,τώρα αμέσως θελω να ωφεληθω,κι αυτός αργοπορει το κέρδος


ο μύθος λέει για ανθρωπο αισχροκερδη που ούτε τους θεούς σεβεται


Ξύλινόν τις Ἑρμῆν κατασκευάσας καὶ προσενεγκὼν εἰς ἀγορὰν ἐπώλει· μηδενὸς δὲ ὠνητοῦ προσιόντος, ἐκκαλέσασθαί τινας βουλόμενος, ἐβόα ὡς ἀγαθοποιὸν δαίμονα καὶ κέρδους δωρητικὸν πιπράσκει. Τῶν δὲ παρατυχόντων τινὸς εἰπόντος πρὸς αὐτόν· «Ὦ οὗτος, καὶ τί τοῦτον τοιοῦτον ὄντα πωλεῖς, δέον τῶν παρ’ αὐτοῦ ὠφελειῶν ἀπολαύειν;» ἀπεκρίνατο ὄτι ἐγὼ μὲν ταχείας ὠφελείας τινὸς δέομαι, αὐτὸς δὲ βραδέως εἴωθε τὰ κέρδη περιποιεῖν.


Πρὸς ἄνδρα αἰσχροκερδῆ μηδὲ θεῶν πεφροντικότα ὁ λόγος εὔκαιρος.

.

.

Ἀετὸς καὶ κολοιὸς καὶ ποιμήν 


ένας αητός πετώντας από ψηλή πέτρα άρπαξε ένα αρνί,μια καλιακούδα που το είδε αυτο θέλησε να κάνει κι αυτή το ίδιο κι ορμάει πάνω σ' ένα κριάρι,όμως μπερδεύτηκαν τα νυχιας της στα μαλλιά του κριαριού,και δεν μπορούσε να πετάξει,ο βοσκός άκουγωντας τη φασαρία έτρεξε και την έπιασε και της έκοψε τα φτερα,όταν βραδυασε την έφερε στο παιδί του,εκείνο τον ρώτησε τι πουλί είναι αυτό,

εγώ,απάντησε ο βοσκός ,λέω πως σίγουρα είναι καλιακούδα,αλλ'αυτη όμως θελει να'ναι αητός

 

ο μύθος λέει πως αυτοί που θέλουν να ξεπεράσουν τους εαυτούς τους γελοιοποιούνται


Ἀετὸς καταπτὰς ἀπό τινος ὑψηλῆς πέτρας ἄρνα ἥρπασε· κολοιὸς δὲ τοῦτο θεασάμενος διὰ ζῆλον τοῦτον μιμήσασθαι ἠθέλησε· καὶ δὴ καθεὶς ἑαυτὸν μετὰ πολλοῦ ῥοίζου ἐπὶ κριὸν ἠνέχθη. Ἐμπαρέντων δὲ αὐτοῦ τῶν ὀνύχων τοῖς μαλλοῖς, ἐξαρθῆναι μὴ δυνάμενος ἐπτερύσσετο, ἕως ὁ ποιμήν, τὸ γεγονὸς αἰσθόμενος, προσδραμὼν συνέλαβεν αὐτὸν καὶ περικόψας αὐτοῦ τὰ ὀξύπτερα, ὡς ἑσπέρα κατέλαβε, τοῖς ἑαυτοῦ παισὶν ἐκόμισε. Τῶν δὲ πυνθανομένων τί εἴη τὸ ὄρνεον, ἔφη· «Ὡς μὲν ἐγὼ σαφῶς οἶδα, κολοιός, ὡς δὲ αὐτὸς βούλεται, ἀετός.»


Οὕτως ἡ πρὸς τοὺς ὑπερέχοντας ἅμιλλα, πρὸς τῷ μηδὲν ἀνύειν, καὶ ἐπὶ συμφοραῖς προσκτᾶται γέλωτα.

.

.

Αἴλουρος καὶ ἀλεκτρυών 


ένας γάτος άρπαξε ένα κόκορα κι ήθελε να τον φάει,και τον κατηγορούσε πόσο ενοχλητικός είναι,να ξυπνάει νύχτα τους ανθρώπους με τα κικιρικου του,κι όλοι είναι οργισμένοι μαζί του,

τότε ο κόκορας απολογηθηκε,μα    για να τους ωφελησω το κάνω,να σηκωθούν να πάνε στη δουλειά τους,

όμως ο γάτος πάλι τον κατηγόρησε πως είναι ενας ανηθικος και αιμομικτης να καβαλα μάνα κι αδερφές,

μα,αυτό το κάνω,απάντησε,για ωφέλεια των αφεντικών μου,να τους γεννούν πολλά αυγά,

τότε ο γάτος του είπε,από δικαιολογίες ένα σωρό εισαι,εγώ όμως νηστικός δεν θα μείνω

και τον έφαγε


ο μύθος λέει ότι ο πονηρός ότι και ν'ακουσει την πονηριά του παντως θα την κανει


Αἴλουρος, συλλαβὼν ἀλεκτρυόνα, μετ’ εὐλόγου τοῦτον αἰτίας ἠβουλήθη καταφαγεῖν. Καὶ δὴ κατηγόρει αὐτοῦ ὡς ὀχληρὸς εἴη τοῖς ἀνθρώποις νύκτωρ κεκραγὼς καὶ μὴ συγχωρῶν ὕπνου τυγχάνειν. Τοῦ δ’ ἀπολογουμένου ἐπὶ τῇ ἐκείνων ὠφελείᾳ τοῦτο ποιεῖν, ὡς ἐπὶ τὰ συνήθη τῶν ἔργων ἐγείρεσθαι, πάλιν ὁ αἴλουρος αἰτίαν ἐπέφερεν ὡς ἀσεβὴς εἴη περὶ τὴν φύσιν, μητρὶ καὶ ἀδελφαῖς συμμιγνύμενος. Τοῦ δὲ καὶ τοῦτο πρὸς ὠφέλειαν τῶν δεσποτῶν πράττειν φήσαντος, πολλῶν αὐτοῖς ἐντεῦθεν ὠῶν τικτομένων, ὁ αἴλουρος εἰπών· «Ἀλλ’ εἰ σύ γε πολλῶν εὐπορεῖς εὐπροσώπων ἀπολογιῶν, ἔγωγε μέντοι ἄτροφος οὐ μενῶ», τοῦτον κατεθοινήσατο.


Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι ἡ πονηρὰ φύσις πλημμελεῖν αἱρουμένη, εἰ μὴ μετ’ εὐλόγου δυνηθείη προσχήματος, ἀπαρακαλύπτως γε μὴν πονηρεύεται.

.

.

Αἰσχρὰ δούλη καὶ Ἀφροδίτη 


μια πονηρή κι ασχημη δούλα την ερωτεύτηκε ο κύριος της,κι αυτή με χρυσά στολίζονταν,και την κυρία της δεν λογάριαζε,στη  θέα Αφροδίτη πρόσφερε θυσίες συνέχεια και την ευχαριστούσε που την έκανε ωραια,η θεά τότε φάνηκε στον ύπνο της κι είπε στη δούλα,μην μου κρατάς καμια χάρη,γιατί δεν σ'εκανα όμορφη,αλλα μ'εκεινον οργιζομαι που σε βλέπει ομορφη


ο μύθος λέει πως αυτοί που άδικα πλουτίζουν τυφλωνονται,και πόσο ξεδιάντροποι κι άσχημοι ειναι


Αἰσχρᾶς καὶ κακοτρόπου δούλης ἤρα δεσπότης. Ἡ δὲ χρυσίον λαμβάνουσα λαμπρῶς ἑαυτὴν ἐκόσμει καὶ τῇ ἰδίᾳ δεσποίνῃ μάχας συνῆπτε· τῇ δὲ Ἀφροδίτῃ ἔθυεν συνεχῶς καὶ ηὔχετο ὡς ὡραίαν αὐτὴν ποιούσῃ. Ἡ δὲ καθ' ὕπνου φανεῖσα τῇ δούλῃ ἔφη μὴ ἔχειν αὐτῇ χάριν ὡς καλὴν αὐτὴν ποιούσῃ, «ἀλλ’ ἐκείνῳ θυμοῦμαι καὶ ὀργίζομαι ᾧ σὺ φαίνῃ καλή.»


Ὅτι οὐ δεῖ τυφοῦσθαι τοὺς δι’ αἰσχρὰ πλουτοῦντας καὶ μάλιστα, εἰ ἀγενεῖς εἰσι καὶ ἄμορφοι [πρὸς αἰσχύνην μείζονα].

.

.

Ἀλώπηξ καὶ κροκόδειλος 


μια αλεπού κι ένας κορκοδειλος  μάλωναν για το ποιος κατάγεται από αρχοντική γενια,αφού πολλά είπε ο κορκοδειλος για την λαμπρότητα των προγόνων του

κατέληξε λεγοντας,ότι διευθυντές γυμνασίων ήταν οι πατεράδες του,

τότε η αλεπού του απάντησε,πως αυτό πολύ καλά φαίνεται απ'το δέρμα του,πόσο από αιώνες γυμνασμενο είναι


ο μύθος θέλει να πει,πως το ψέμα που λέει κάποιος είναι μπροστά του φανερο


Ἀλώπηξ καὶ κροκόδειλος περὶ εὐγενείας ἤριζον. Πολλὰ δὲ τοῦ κροκοδείλου διεξιόντος περὶ τῆς τῶν προγόνων λαμπρότητος καὶ τὸ τελευταῖον λέγοντος ὡς γεγυμνασιαρχηκότων ἐστὶ πατέρων, ἡ ἀλώπηξ ἔφη· «Ἀλλὰ κἂν σὺ μὴ εἴπῃς, ἀπὸ τοῦ δέρματος φαίνῃ ὅτι ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν εἶ γεγυμνασμένος.»


Οὕτως καὶ τῶν ψευδολόγων ἀνθρώπων ἔλεγχός ἐστι τὰ πράγματα.

.

.

Ἀνδροφόνος 


κάποιος σκότωσε έναν άνθρωπο και τον κυνήγησαν οι συγγενείς του,έφτασε στον Νειλο,και πέφτοντας πάνω σ' ένα λύκο,φοβήθηκε κι ανέβηκε σ'ενα δέντρο διπλα στον ποταμό,κι εκεί κρύβονταν,όμως άμα είδε εκεί πάνω ένα φίδι έπεσε κάτω στο ποτάμι,κι εκεί ένας κορκοδειλος τον καταβροχθησε


ο μύθος λέει,ο φονιάς δεν έχει σωτηρία ούτε στη γη ούτε στον αέρα ούτε στο νερο


Ἄνθρωπόν τις ἀποκτείνας ὑπὸ τῶν ἐκείνου συγγενῶν ἐδιώκετο· γενόμενος δὲ κατὰ τὸν Νεῖλον ποταμόν, λύκου αὐτῷ ἀπαντήσαντος, φοβηθεὶς ἀνέβη ἐπὶ δένδρου τῷ ποταμῷ παρακειμένου καὶ ἐκεῖ ἐκρύπτετο. Θεασάμενος δὲ ἐνταῦθα δράκοντα κατ’ αὐτοῦ διαιρόμενον, ἑαυτὸν εἰς τὸν ποταμὸν καθῆκεν· ἐν δὲ τῷ ποταμῷ κροκόδειλος αὐτὸν κατεθοινήσατο.


Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι τοῖς ἐναγέσι τῶν ἀνθρώπων οὔτε γῆς, οὔτε ἀέρος, οὔτε ὕδατος στοιχεῖον ἀσφαλές ἐστι.

.

.


Λύκος κεκορεσμένος καὶ πρόβατον 


ένας λύκος χορτασμένος όταν είδε ένα πρόβατο να'ναι ξαπλωμένο στο χώμα,σκέφτηκε πως απ'τον φόβο του γι'αυτον έπεσε,το πλησίασε θελωντας να  το ενθαρρύνει και του'πε,

πως αν του πει τρεις.αληθειες τότε δεν θα το πειράξει,

και το πρόβατο είπε,

πρώτο ποτέ δεν ήθελε να τον συναντήσει,

δεύτερο αν τύχαινε να τον συναντησει τότε να ήταν τυφλός,

τρίτο να αφανιστούν όλοι οι λύκοι γιατί ενώ κανενα δεν τους κάνουμε κακό αυτοί μας κάνουν κακο,

ο λύκος πραγματικά,απάντησε, αυτά τα τρία είναι αληθεια,

κι άφησε το πρόβατο και δεν το πειράξει


ο μύθος λέει,πως την αλήθεια ακόμη κι οι εχθροί την εκτιμουν


Λύκος τροφῆς κεκορεσμένος, ἐπειδὴ ἐθεάσατο πρόβατον ἐπὶ γῆς βεβλημένον, αἰσθόμενος ὅτι διὰ τὸν ἑαυτοῦ φόβον πέπτωκε, προσελθὼν παρεθάρσυνεν αὐτό, λέγων ὡς, ἐὰν αὐτῷ τρεῖς λόγους ἀληθεῖς εἴπῃ, ἀπολύσει αὐτό. <Τὸ> δὲ ἀρξάμενον ἔλεγε πρῶτον μὲν μὴ βεβουλῆσθαι αὐτῷ περιτυχεῖν, δεύτερον δέ, εἰ ἄρα τοῦτο ἥμαρτε, τυφλῷ, τρίτον δὲ ὅτι «κακοὶ κακῶς ἀπόλοισθε πάντες οἱ λύκοι, ὅτι μηδὲν παθόντες ὑφ’ ἡμῶν κακῶς πολεμεῖτε ἡμᾶς.» Καὶ ὁ λύκος ἀποδεξάμενος αὐτοῦ τὸ ἀψευδὲς ἀπέλυσεν αὐτό.


Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι πολλάκις ἀλήθεια καὶ παρὰ πολεμίοις ἰσχύει.

.

.

Νέος ἄσωτος καὶ χελιδών 


ένας άσωτος νεαρός αφού κατεφαγε όλη την πατρική περιουσια κι ένα μόνο πανωφόρι του έμεινε,μόλις είδε ενα χελιδόνι νόμισε πως είχε έρθει καλοκαιρι,κι επειδή τωρα το πανωφορι δεν του χρειάζονταν πήγε και το ξεπούλησε,όμως μετά από λίγο χειμωνιασε κι έκανε δυνατό κρύο,τριγυρίζοντας όταν είδε το χελιδόνι να ψοφαει τρέμοντας απ'το κρυο,του'πε,

καημενο,εσύ κι εμένα και σένα καταστρεψες


ο μύθος λέει,πως ότι δεν γίνεται στον καιρό του είναι επικινδυνο


Νέος ἄσωτος καταφαγὼν τὰ πατρῷα, ἱματίου αὐτῷ μόνου περιλειφθέντος, ὡς ἐθεάσατο χελιδόνα παρὰ καιρὸν ἐλθοῦσαν, οἰόμενος ἤδη θέρος εἶναι, ὡς μηκέτι δεόμενος τοῦ ἱματίου, καὶ τοῦτο φέρων ἀπημπόλησεν. Ὕστερον δὲ χειμῶνος ἐπιλανόντος καὶ σφοδροῦ τοῦ κρύους γενομένου, περιιών, ἐπειδὴ εἶδε τὴν χελιδόνα νεκρὰν ἐρριγωμένην, ἔφη πρὸς αὐτήν· «Ὦ αὕτη, σὺ κἀμὲ καὶ σὲ ἀπώλεσας.»


Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι πάντα τὰ παρὰ καιρὸν δρώμενα ἐπισφαλῆ τυγχάνουσιν

.

.

.


Αἰσώπου Μῦθοι

-ελευθερη αποδοση μεταφρασης χ.ν.μουβελης. c.n.couvelis

-Ὄνος καὶ βάτραχοι-Πέρδιξ καὶ ἄνθρωπος-Ποιμὴν καὶ θάλασσα-

Σφῆκες καὶ πέρδικες καὶ γεωργός -Ύαινα καὶ ἀλώπηξ-Ταῦρος καὶ αἶγες ἄγριαι-Σαλπιγκτής-Σῦς ἄγριος καὶ ἀλώπηξ-Κοχλίαι 


Ὄνος καὶ βάτραχοι 


ένας γάιδαρος φορτωμένος ξύλα περνούσε από μια λιμνη,γλίστρησε κι έπεσε κάτω,κι επειδή δεν μπορούσε να σηκωθεί οδύρονταν και στέναζε,όταν οι βάτραχοι στη λίμνη άκουσαν τους στεναγμούς του του είπαν,

φιλαράκο,τι θα'κανες αν τόσο χρόνο εδώ έμενες όσο εμεις,όταν τόσο λίγο έπεσες κι έτσι οδυρεσε;


ο μύθος λέει,για τον άνθρωπο που στην ελαχιστη δυσκολία δυσφορει,ενώ δεν αισθάνεται τι σημαίνει μεγάλη 


Ὄνος ξύλων γόμον φέρων λίμνην διέβαινεν· ὀλισθὼν δέ, ὡς κατέπεσεν, ἐξαναστῆναι μὴ δυνάμενος ὠδύρετό τε καὶ ἔστενεν. Οἱ δὲ ἐν τῇ λίμνῃ βάτραχοι ἀκούσαντες αὐτοῦ τῶν στεναγμῶν ἔφασαν· «Ὦ οὗτος, καὶ τί ἂν ἐποίησας, εἰ τοσοῦτον ἐνταῦθα χρόνον διέτριβες ὅσον ἡμεῖς, ὅτε πρὸς ὀλίγον πεσὼν οὕτως ὀδύρῃ;»


Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις πρὸς ἄνδρα ῥᾴθυμον ἐπ’ ἐλαχίστοις πόνοις δυσφοροῦντα, αὐτὸς τοὺς πλείονας ῥᾳδίως ὑφιστάμενος

.

.

Πέρδιξ καὶ ἄνθρωπος 


κάποιος έπιασε μια πέρδικα κι ήθελε να τη σφάξει,κι αυτή τον ικέτευε λέγοντας ,

άσε να ζησω,κι αντί για μένα πολλές πέρδικες θα σου φέρω,

τότε αυτός της είπε,

γι'αυτο θα σε σφαξω,επειδή θέλεις να μου παραδώσεις τους δικούς σου


ο μύθος λέει,πως δόλιος είναι αυτός που για να σωθεί ο ιδιος προδινει τους φίλους του


Πέρδικά τις θηρεύσας ἤμελλε σφάξαι. Ἡ δὲ ἱκέτευε λέγουσα· «Ἔασόν με ζῆν καὶ ἀντ’ ἐμοῦ πολλὰς πέρδικας ἐγώ σοι κυνηγήσω.» Ὁ δὲ εἶπεν· «Δι’ αὐτὸ τοῦτο μᾶλλόν σε θύσω, ὅτι τοὺς συνήθεις καὶ φίλους σοι ἐνεδρεῦσαι θέλεις.»


Ὅτι ὁ κατὰ φίλων αὐτοῦ δολίας μηχανὰς συντιθεὶς αὐτὸς ἐν ταῖς ἐνέδραις τῶν κινδύνων ἐμπεσεῖται.

.

.

Ποιμὴν καὶ θάλασσα 


ένας βοσκός σ'ενα παραθαλάσσιο τόπο έβοσκε,βλεπωντας γαλήνια τη θάλασσα πεθυμησε να πλεύσει για εμπόριο,ξεπούλησε λοιπόν τα πρόβατα κι αγοράζοντας χουρμάδες ανοίχτηκε στη θάλασσα,όμως έπιασε βαρύς χειμώνας και το καράβι κινδύνευε να βουλιάξει,τότε όλο το φορτίο το πέταξε στη θάλασσα,και μ'αδειασμενο καράβι σώθηκε,μετά από λίγες μέρες ήταν με κάποιον που θαύμασε τη γαλήνη της θάλασσας,τότε εκείνος του είπε,

φίλε μου,χουρμάδες ζητάει,γι'αυτό φαίνεται ήσυχη


ο μύθος λέει,πως τα παθήματα στους ανθρώπους γίνονται μαθήματα


Ποιμὴν ἐν παραθαλασσίῳ τόπῳ ποίμνιον νέμων, ἑωρακὼς γαληνιῶσαν τὴν θάλατταν, ἐπεθύμησε πλεῦσαι πρὸς ἐμπορίαν. Ἀπεμπολήσας οὖν τὰ πρόβατα καὶ φοινίκων βαλάνους πριάμενος ἀνήχθη. Χειμῶνος δὲ σφοδροῦ γενομένου καὶ τῆς νεὼς κινδυνευούσης βαπτίζεσθαι, πάντα τὸν φόρτον ἐκβαλὼν εἰς τὴν θάλατταν, μόλις κενῇ τῇ νηῒ διεσώθη. Μετὰ δ’ ἡμέρας οὐκ ὀλίγας παριόντος τινὸς καὶ τῆς θαλάττης (ἔτυχε γὰρ αὕτη γαληνιῶσα) τὴν ἠρεμίαν θαυμάζοντος, ὑπολαβὼν οὗτος εἶπεν· «Ὦ λῷστε, φοινίκων αὖθις, ὡς ἔοικεν, ἐπιθυμεῖ, καὶ διὰ τοῦτο φαίνεται ἡσυχάζουσα.»


Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι τὰ παθήματα τοῖς ἀνθρώποις μαθήματα γίνεται

.

.

Σφῆκες καὶ πέρδικες καὶ γεωργός 


μια φορά οι σφήκες κι οι πέρδικες διψούσαν πολύ και πήγαν σ'ενα γεωργο,και του ζητούσαν νερό 

να πιουν και θα του το ανταπεδωναν,

οι πέρδικες θα έσκαβαν τ'αμπελι,κι οι σφήκες θα περιφέρονταν με τα κεντρια τους να διώξουν τους κλεφτες,

άκουγωντας αυτα ο γεωργος είπε,

έχω δύο βόδια, πού τίποτα δεν μου υπόσχονται κι όλα τα κανουν,προτιμώ σ'αυτα να δώσω το νερό παρα σε σας


ο μύθος λέει,μην έχεις εμπιστοσύνη σ'αυτους που για να πάρουν σου υπόσχονται να σου ανταποδωσουν


Σφῆκες καὶ πέρδικες δίψῃ συνεχόμενοι πρὸς γεωργὸν ἦλθον παρ’ αὐτοῦ αἰτοῦντες πιεῖν, ἐπαγγελλόμενοι ἀντὶ τοῦ ὕδατος ταύτην τὴν χάριν ἀποδώσειν· οἱ μὲν πέρδικες σκάπτειν τὰς ἀμπέλους, οἱ δὲ σφῆκες κύκλῳ περιιόντες τοῖς κέντροις ἀποσοβεῖν τοὺς κλέπτας. Ὁ δὲ γεωργὸς ἔφη· «Ἀλλ’ ἔμοιγέ εἰσι δύο βόες, οἳ μηδὲν ἐπαγγελλόμενοι πάντα ποιοῦσιν· ἄμεινον οὖν ἐστιν ἐκείνοις δοῦναι ἤπερ ὑμῖν.»


Ὁ μῦθος πρὸς ἄνδρας ἐξώλεις ὠφελεῖν μὲν ἐπαγγελλομένους, βλάπτοντας δὲ μεγάλα

.

.

Ύαινα καὶ ἀλώπηξ 


οι ύαινες λένε πως κάθε χρόνο αλλάζουν το φύλο τους,από αρσενικές θηλυκές κι από θηλυκές αρσενικές,όταν μια ύαινα είδε μια αλεπου της πρότεινε να φιλια,αλλά η αλεπού δεν ήθελε,η ύαινα τότε ένιωσε προσβολή,

κι η αλεπού της είπε,

εγώ δεν σε προσβάλω,η φύση σου φταιει,γιατί δεν θα ξέρω πότε θα είσαι φίλη μου και πότε φίλος 

μου


ο μύθος λέει,για άνθρωπο ευμεταβολο


Τὰς ὑαίνας φασί, παρ’ ἐνιαυτὸν ἀλλασσομένης αὐτῶν τῆς φύσεως, ποτὲ μὲν ἄρσενας, ποτὲ δὲ θηλείας γίνεσθαι. Καὶ δὴ ὕαινα θεασαμένη ἀλώπεκα ἐμέμφετο αὐτὴν ὅτι φίλην θέλουσαν αὐτῇ γενέσθαι οὐ προσίεται. Κἀκείνη ὑποτυχοῦσα εἶπεν· «Ἀλλ’ ἐμὲ μὴ μέμφου, τὴν δὲ σὴν φύσιν, δι’ ἣν ἀγνοῶ πότερον ὡς φίλῃ ἢ ὡς φίλῳ σοι χρήσομαι.»

.

.

Ταῦρος καὶ αἶγες ἄγριαι 


ένας ταύρος καταδιώχθηκε από ένα λιοντάρι και κατέφυγε για να σωθεί σε μια σπηλιά,που μέσα 

ήταν άγριογιδες,οι όποιες τον χτυπούσαν και τον κουντριζαν,

τότε τις είπε,

μην νομίζετε πως σας φοβάμαι και σας ανεχομαι,ας οψεται αυτός που στέκεται μπροστα στο στομιο της σπηλιάς


ο μύθος λέει,πως υπομενεις τα μικρότερα κακά για να μην πάθεις τα χειροτερα


Ταῦρος διωκόμενος ὑπὸ λέοντος κατέφυγεν εἴς τι σπήλαιον, ἐν ᾧ ἦσαν αἶγες ἄγριαι. Τυπτόμενος δὲ ὑπ’ αὐτῶν καὶ κερατιζόμενος ἔφη· «Ἀλλ’ οὐχ ὑμᾶς φοβούμενος ἀνέχομαι, τὸν δὲ πρὸ τοῦ στομίου ἑστῶτα [λέοντα].»


Οὕτω πολλοὶ διὰ φόβον τῶν κρειττόνων καὶ τὰς ἐκ τῶν ἡττόνων ὕβρεις ὑπομένουσιν

.

.

Σαλπιγκτής 


ένας σαλπιγκτής σε καιρό πολέμου πιάστηκε αιχμάλωτος απ'τους εχθρούς,

μη με σκοτώσετε,παρακαλεσε,γιατι κανένα σας δεν σκότωσα,τίποτα άλλο απ'αυτο το χαλκό δεν 

έχω,

τότε του απάντησαν,

γι'αυτό θα πεθάνεις,γιατί αν και δεν μπορεις να πολεμήσεις τους άλλους ξεσηκωνεις για μάχη


ο μύθος λέει,πως υπαίτιοι των κακών είναι αυτοί που ξεσηκωνουν τους αλλους


Σαλπιγκτὴς στρατὸν ἐπισυνάγων καὶ κρατηθεὶς ὑπὸ τῶν πολεμίων ἐβόα· «Μὴ κτείνετέ με, ὦ ἄνδρες, εἰκῆ καὶ μάτην· οὐδένα γὰρ ὑμῶν ἀπέκτεινα· πλὴν γὰρ τοῦ χαλκοῦ τούτου οὐδὲν ἄλλο κτῶμαι.» Οἱ δὲ πρὸς αὐτὸν ἔφασαν· «Διὰ τοῦτο γὰρ μᾶλλον τεθνήξῃ, ὅτι σὺ μὴ δυνάμενος πολεμεῖν τοὺς πάντας πρὸς μάχην ἐγείρεις.»


Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι πλέον πταίουσιν οἱ τοὺς κακοὺς καὶ βαρεῖς δυνάστας ἐπεγείροντες εἰς τὸ κακοποιεῖν.

.

.

Σῦς ἄγριος καὶ ἀλώπηξ 


ένα αγριογούρουνο στέκονταν σ'ενα δέντρο κι ακονιζε τα δόντια του,σε μια αλεπού που το είδε και 

το ρωτησε,αφού δεν υπάρχει αιτία,μήτε κυνηγος μήτε κίνδυνος κανενας γιατί τότε ακονίζει τα δόντια,

απάντησε,

αν παρουσιαστεί κίνδυνος τοτε δεν θα υπάρχει χρόνος για ακονισμα


ο μύθος λέει,πως πρέπει να προετοιμαζόμαστε για να αντιμετωπίσουμε τους κινδυνουε


Σῦς ἄγριος ἑστὼς παρά τι δένδρον τοὺς ὀδόντας ἠκόνα. Ἀλώπεκος δὲ αὐτὸν ἐρομένης τὴν αἰτίαν δι’ ἥν, μηδενὸς αὐτῷ μήτε κυνηγέτου μήτε κινδύνου ἐφεστῶτος, τοὺς ὀδόντας θήγει, ἔφη· «Ἀλλ’ ἔγωγε οὐ ματαίως τοῦτο ποιῶ· ἐὰν γάρ με κίνδυνος καταλάβῃ, οὐ τότε περὶ τὸ ἀκονᾶν ἀσχοληθήσομαι, ἑτοίμοις δὲ οὖσι χρήσομαι.»


Ὁ λόγος διδάσκει δεῖν πρὸ τῶν κινδύνων τὰς παρασκευὰς ποιεῖσθαι

.

.

Κοχλίαι 


ένα παιδί ενός γεωργού έψηνε σαλιγκάρια,όταν τ'ακουσε να τσιριζουν είπε,

ανοητα πλάσματα,τα σπίτια σας καίγονται κι εσείς τραγουδάτε


ο μύθος λέει,πόσο.ανοητο είναι να κάνεις πράγματα που δεν είναι αυτά που πρεπει


Γεωργοῦ παῖς κοχλίας ὤπτα· ἀκούσας δὲ αὐτῶν τριζόντων ἔφη· «Ὦ κάκιστα ζῷα, τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων, αὐτοὶ ᾄδετε.»


Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι πᾶν τὸ παρὰ καιρὸν δρώμενον ἐπονείδιστον.

.

.

.


Αἰσώπου Μῦθοι

-Ἀγαθὰ καὶ κακά-Ἀετὸς καὶ ἀλώπηξ-Αἴξ καὶ αἰγοβοσκός-Αἶξ καὶ ὄνος-Ἀλέκτορες δύο καὶ ἀετός

-ελευθερη απόδοση μετάφρασης χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ἀγαθὰ καὶ κακά 


απ'τα κακά τα αγαθά εκδιώχτηκαν όπως ασθενη ήταν κι ανέβηκαν στον ουρανο,εκεί τα αγαθα ρώτησαν τον Δία πως γίνεται να'ναι με τους ανθρώπους,κι αυτούς τους είπε,όχι όλα μαζί,αλλά ένα ένα στους ανθρώπους να πηγαινει κατω,γι'αυτό τα κακα ερχονται συνεχως  στους ανθρώπους αφού είναι πλησιον τους,ενώ τα αγαθά αραια καθως απ'τον ουρανό κατεβαινουν


ο μύθος λέει,πως τα κακα είναι δίπλα μας,ενώ τα καλά μακρυά


Ὑπὸ τῶν κακῶν τὰ ἀγαθὰ ἐδιώχθη ὡς ἀσθενῆ ὄντα· εἰς οὐρανὸν δὲ ἀνῆλθεν. Τὰ δὲ ἀγαθὰ ἠρώτησαν τὸν Δία πῶς εἶναι μετ’ ἀνθρώπων. Ὁ δὲ εἶπεν <μὴ> μετ’ ἀλλήλων πάντα, ἓν δὲ καθ’ ἓν τοῖς ἀνθρώποις ἐπέρχεσθαι. Διὰ τοῦτο τὰ μὲν κακὰ συνεχῆ τοῖς ἀνθρώποις, ὡς πλησίον ὄντα, ἐπέρχεται, τὰ δὲ ἀγαθὰ βράδιον, ἐξ οὐρανοῦ κατιόντα.


Ὅτι ἀγαθῶν μὲν οὐδεὶς ταχέως ἐπιτυγχάνει, ὑπὸ δὲ τῶν κακῶν ἕκαστος καθ’ ἑκάστην πλήττεται

.

.

Ἀετὸς καὶ ἀλώπηξ


ένας αετός και μια αλεπού συμφώνησαν να κάνουν φιλια ο ένας με τον άλλον και να κατοικούν κοντά,κι ο αετός ανεβαίνοντας σ'ενα ψηλό δέντρο εκεί έκανε νεοσσους αετοπουλα,κι η αλεπού μπαίνοντας σ'ενα θάμνο γέννησε,κάποτε βγήκε για τροφή η αλεπού κι ο αετός που στερούνταν από τροφη πέταξε κάτω στο θαμνο κι άρπαξε τα γεννημένα μικρα αλεπουδακια,και μετά με τα μικρά αετοπουλατου τα κατεβροχθησε,

η αλεπού όταν γύρισε μόλις είδε αυτό που έγινε,δεν λυπήθηκε τόσο για το θάνατο των νεογνών  όσο για την τιμωρια,επειδη ήταν χερσαία και δεν μπορουσε να κυνηγήσει πουλι πετουμενο,γι'αυτό μακρυά πήγε να κάτσει,κι έκανε το μόνο που μένει στους αδύνατους κι ασθενείς,τον εχθρό να καταριέται,πολύ γρήγορα ήρθε η τιμωρία της ασέβειας της φιλίας,έτυχε εκεί κοντά κάποιοι να θυσιάζουν μια γίδα,κι έπεσε ένα κομμάτι κρέας πυρωμένο, το'δε ο αετός κι ορμώντας το'φερε στην  φωλιά του,τότε φύσηξε δυνατός αέρας κι άρπαξαν φωτιά τα ξερά κλαδιά της φωλιάς,και πιάνοντας φωτιά τα μωρα αετοπουλα οι νεοσσοί έπεσαν κάτω στη γη,κι η αλεπού ετρεξε και μπροστά στα μάτια του αετού όλα τα έφαγε,


ο μύθος λέει,πως το άδικο γρήγορα θα τιμωρηθεί


Ἀετὸς καὶ ἀλώπηξ φιλίαν πρὸς ἀλλήλους ποιησάμενοι πλησίον ἑαυτῶν οἰκεῖν διέγνωσαν, βεβαίωσιν φιλίας τὴν συνήθειαν ποιούμενοι. Καὶ δὴ ὁ μὲν ἀναβὰς ἐπί τι περίμηκες δένδρον ἐνεοττοποιήσατο· ἡ δὲ εἰσελθοῦσα εἰς τὸν ὑποκείμενον θάμνον ἔτεκεν. Ἐξελθούσης δὲ αὐτῆς ποτε ἐπὶ νομήν, ὁ ἀετός, ἀπορῶν τροφῆς, καταπτὰς εἰς τὸν θάμνον καὶ τὰ γεννήματα ἀναρπάσας, μετὰ τῶν ἑαυτοῦ νεοττῶν κατεθοινήσατο. Ἡ δὲ ἀλώπηξ ἐπανελθοῦσα, ὡς ἔγνω τὸ πραχθέν, οὐ <τοσοῦτον> ἐπὶ τῷ τῶν νεοττῶν θανάτῳ ἐλυπήθη ὅσον ἐπὶ τῇ ἀμύνῃ· χερσαία γὰρ οὖσα πετεινὸν διώκειν ἠδυνάτει. Διόπερ πόρρωθεν στᾶσα, ὃ μόνον τοῖς ἀδυνάτοις καὶ ἀσθενέσιν ὑπολείπεται, τῷ ἐχθρῷ κατηρᾶτο. Συνέβη δ’ αὐτῷ τῆς εἰς τὴν φιλίαν ἀσεβείας οὐκ εἰς μακρὰν δίκην ὑποσχεῖν· θυόντων γάρ τινων αἶγα ἐπ’ ἀγροῦ, καταπτὰς ἀπὸ τοῦ βωμοῦ σπλάγχνον ἔμπυρον ἀνήνεγκεν· οὗ κομισθέντος ἐπὶ τὴν καλιάν, σφοδρὸς ἐμπεσὼν ἄνεμος ἐκ λεπτοῦ καὶ παλαιοῦ κάρφους λαμπρὰν φλόγα ἀνῆψε. Καὶ διὰ τοῦτο καταφλεχθέντες οἱ νεοττοὶ (καὶ γὰρ ἦσαν ἔτι ἀτελεῖς οἱ πτηνοί) ἐπὶ τὴν γῆν κατέπεσον. Καὶ ἡ ἀλώπηξ προσδραμοῦσα ἐν ὄψει τοῦ ἀετοῦ πάντας αὐτοὺς κατέφαγεν.


Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι οἱ φιλίαν παρασπονδοῦντες, κἂν τὴν τῶν ἠδικημένων ἐκφύγωσι κόλασιν δι’ ἀσθένειαν, ἀλλ’ οὖν γε τὴν ἐκ θεοῦ τιμωρίαν οὐ διακρούονται.

.

.

Αἴξ καὶ αἰγοβοσκός 


ένας γιδοβοσκος έφερνε τα γίδια στο μαντρί,μια αιγίδα ξέμεινε,για να βοσκήσει ένα χόρτο,τότε ο βοσκός της πέταξε μια πέτρα και της έσπασε το κέρατο,

και την παρακαλουσ κιε να μην το πει στο αφεντικό,

κι αν δε μιλήσω,απάντησε η γίδα,και το κρύψω,όλοι θα το δουν το σπασμένο κέρατο


ο μύθος λέει,κάτι που φαίνεται είναι αδύνατο να κρυφτει


Αἰγοβοσκὸς τὰς αἶγας ἀνεκαλεῖτο πρὸς τὴν μάνδραν. Μία δὲ ἐξ αὐτῶν ὑπελείφθη, ἡδύ τι βοσκομένη. Ῥίψας δ’ ὁ ποιμὴν πέτραν τὸ κέρας αὐτῆς κατέαξεν εὐστοχήσας. Ἐδυσώπει δὲ τὴν αἶγα μὴ εἰπεῖν τοῦτο τῷ δεσπότῃ. Ἡ δὲ εἶπεν· «Κἂν ἐγὼ σιωπήσω, πῶς κρύψω; πρόδηλον γάρ ἐστι πᾶσι τὸ κέρας μου κεκλασμένον.»


Ὅτι, τῆς αἰτίας προδήλου οὔσης, οὐ δυνατὸν ταύτην καλύψαι

.

.

Αἶξ καὶ ὄνος 


μια κατσίκα κι ένα γάιδαρο έτρεφε κάποιος,η γίδα που φθονουσε τον γάιδαρο επειδή του έδιναν περισσότερη τροφή,του είπε,πως πολύ κουράζεται,ποτέ στο μύλο,ποτέ φορτωμένος,και τον συμβούλευε για να γλυτώσει να πάει να πέσει σ'ενα βάραθρο και ν'αναπαυτει,κι ο γάιδαρος πείστηκε ,πήγε κι έπεσε και τσακίστηκε,το αφεντικό του εφερε γιατρό να τον γειανει,κι ο γιατρός ειπε πως αν ο γάιδαρος ζουμί από σηκωτι κατσίκας πιει θα γιατρευτεί,τότε τη κατσίκα έσφαξαν κι ο γάιδαρος έγινε καλά


ο μύθος λέει,όποιος θέλει το καλό κάποιου ο ίδιος κακό παθαινει


Αἶγα καὶ ὄνον ἔτρεφέ τις. Ἡ δὲ αἴξ, φθονήσασα τῷ ὄνῳ διὰ τὸ περισσὸν τῆς τροφῆς, ἔλεγεν ὡς ἄπειρα κολάζῃ, ποτὲ μὲν ἀλήθων, ποτὲ δὲ ἀχθοφορῶν, καὶ συνεβούλευεν ἐπίληπτον ἑαυτὸν ποιήσαντα καταπεσεῖν ἔν τινι βόθρῳ καὶ ἀναπαύσεως τυχεῖν. Ὁ δὲ πιστεύσας καὶ πεσὼν συνετρίβη. Ὁ δὲ δεσπότης τὸν ἰατρὸν καλέσας ᾔτει βοηθεῖν. Ὁ δὲ αἰγὸς πνεύμονα ἐγχυματίσαι ἔλεγεν αὐτῷ καὶ τῆς ὑγείας τυχεῖν. Τὴν δὲ αἶγα θύσαντες τὸν ὄνον ἰάτρευον.


Ὅτι ὅστις καθ’ ἑτέρου δόλια μηχανᾶται ἑαυτοῦ γίνεται τῶν κακῶν ἀρχηγός

.

.

Ἀλέκτορες δύο καὶ ἀετός


δύο κοκορια μάχονταν ποιο θα επικρατήσει στα θηλυκά,τις κότες,ο ένας τον άλλον νίκησε,τότε ο νικημένος από ντροπή πήγε σε σκοτεινό μέρος και κρύφτηκε,ο νικητής ανέβηκε σε μια ψηλή μάντρα και 

φώναξε κικιρικου δυνατά,τότε ένας αετός που περνούσε τον άκουσε κι όρμησε και τον άρπαξε,κι έτσι ο κρυμμένος αετός χωρίς φόβο είχε όλες τις κότες δικές του


ο μύθος λέει,πως αυτός που υπερηφανεύεται ταπεινωνεται


Ἀλεκτόρων δύο μαχομένων περὶ θηλειῶν ὀρνίθων, ὁ εἷς τὸν ἕτερον κατετροπώσατο. Καὶ ὁ μὲν ἡττηθεὶς εἰς τόπον κατάσκιον ἀπιὼν ἐκρύβη· ὁ δὲ νικήσας εἰς ὕψος ἀρθεὶς καὶ ἐφ’ ὑψηλοῦ τοίχου στὰς μεγαλοφώνως ἐβόησε. Καὶ παρευθὺς ἀετὸς καταπτὰς ἥρπασεν αὐτόν. Ὁ δ’ ἐν σκότῳ κεκρυμμένος ἀδεῶς ἔκτοτε ταῖς θηλείαις ἐπέβαινε.


Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν

.

.

.



Η Δευτέρα Παρουσία, έργο 16ου αιώνα, Μονή Αγίου Παντελεήμονος Νομού Ηρακλείου


-Η Δευτέρα Παρουσία-

Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον,24

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


6.προκειται ν'ακουσετε για πολέμους και για φημες πολέμων,προσέξτε μην ταραζεστε,γιατί πρέπει όλα να γίνουν,αλλ'ομως δεν ήρθε το τέλος,

7.γιατι θα ξεσηκωθεί το ένα έθνος κατά άλλου έθνους και θα συμβούν λιμοί κι επιδημιες και

σεισμοί σε διάφορους τοπους

8.ολ'αυτα αρχή πονων

9.τοτε θα σας παραδωσουν σε λύπες και θα σας σκοτώσουν,και θα είστε μισητοί απ'όλα τα έθνη 

λόγω του όνοματος μου

10.και τότε θα πέσουν σε πειρασμό πολλοί κι ο ένας τον άλλον θα παραδώσουν και θα μισήσουν ο ένας τον αλλον

.

12.κι επειδή θα πολλαπλασιαστει 

η ανομία των πολλών θα παγώσει η αγάπη των πολλων

.

25.Και να, σας τα είπα πριν

26.αν λοιπόν σας πουν,να, στην έρημο είναι,να μην βγείτε,

να,μέσα στα ιδιαίτερα δωματια είναι,να μην πιστεψετε

27.γιατι ακριβώς όπως η αστραπή βγαίνει απ'την ανατολή και φαίνεται ως τη δύση,έτσι θα ειναι και παρουσία του υιου του ανθρώπου

28.για όπου να'ναι το πτώμα ,εκεί θα μαζευτούν οι αετοι

29.αμεσως μετά τη θλίψη των ημερών εκείνων ο ήλιος θα σκοτινιασει κι η σεληνη δεν θα φωτίζει και τ'αστερια θα πέσουν απ'τον ουρανό κι οι δυνάμεις των ουρανών θα ταραχτουν

30.και τότε θα φανεί το σημείο του υιού του ανθρώπου στον ουρανό,και τοτε θα θρηνήσουν όλες οι φυλές της γης και θα δουν τον υιόν του ανθρώπου να'ρχεται πάνω στις νεφέλες τ'ουρανου με δύναμη και δόξα πολλη

31.και θα στειλει τους αγγέλους του με δυνατή φωνή σάλπιγγας και θα μαζεψουν τους εκλεκτούς του  απ'των τεσσάρων ανέμων των άκρων των ουρανών μεχρι των ακρων αυτων

32.κι από τη συκιά μάθετε την παραβολη.

όταν το κλαδί της γίνεται μαλακο και τα φύλλα φυτρώνουν,τότε γνωρίζετε οτι κοντά είναι το καλοκαιρι

33.ετσι κι εσείς όταν δείτε όλα αυτά,τότε γνωρίζετε ότι κοντά είναι στη πορτα

34.αληθεια σας λέω,πως δεν θα περάσει η γενιά αυτη μέχρι όλα αυτά να γινουν

35.ο ουρανός κι η γη θα παρελθουν,τα λόγια μου όμως δεν θα παρελθουν

36.οσο για τη μέρα εκείνη και ώρα.κανείς δεν γνωρίζει,ούτε οι άγγελοι τών ουρανών,παρα μόνο ο πατέρας μου

.

.

6 Μελλήσετε δὲ ἀκούειν πολέμους καὶ ἀκοὰς πολέμων· ὁρᾶτε μὴ θροεῖσθε· δεῖ γὰρ πάντα γενέσθαι, ἀλλ᾿ οὔπω ἐστὶ τὸ τέλος.

7. Ἐγερθήσεται γὰρ ἔθνος ἐπὶ ἔθνος καὶ βασιλεία ἐπὶ βασιλείαν, καὶ ἔσονται λιμοὶ καὶ λοιμοὶ καὶ σεισμοὶ κατὰ τόπους

8 πάντα δὲ ταῦτα ἀρχὴ ὠδίνων

9 Τότε παραδώσουσιν ὑμᾶς εἰς θλῖψιν καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων τῶν ἐθνῶν διὰ τὸ ὄνομά μου.

10 Καὶ τότε σκανδαλισθήσονται πολλοὶ καὶ ἀλλήλους παραδώσουσι καὶ μισήσουσιν ἀλλήλους.

.

12 καὶ διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν

ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν

πολλῶν.

.

.

25 Ἰδοὺ προείρηκα ὑμῖν.

26 Ἐὰν οὖν εἴπωσιν ὑμῖν, ἰδοὺ τῇ ἐρήμῳ ἐστί, μὴ ἐξέλθητε, ἰδοὺ ἐν τοῖς

ταμιείοις, μὴ πιστεύσητε·

27. ὥσπερ γὰρ ἡ ἀστραπὴ ἐξέρχεται

ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ φαίνεται ἕως

δυσμῶν, οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία

τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου·

28. Ὅπου γὰρ ἐὰν ᾖ τὸ πτώμα, ἐκεῖ

συναχθήσονται οἱ ἀετοί.

29 Εὐθέως δὲ μετὰ τὴν θλῖψιν τῶν

ἡμερῶν ἐκείνων ὁ ἥλιος σκοτισθήσεται

καὶ ἡ σελήνη οὐ δώσει τὸ φέγγος αὐτῆς,

καὶ οἱ ἀστέρες πεσοῦνται ἀπὸ τοῦ

οὐρανοῦ, καὶ αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν

σαλευθήσονται.

30 Καὶ τότε φανήσεται τὸ σημεῖον τοῦ

υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ

τότε κόψονται πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς

καὶ ὄψονται τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου

ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ

οὐρανοῦ μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης

πολλῆς.

31 Καὶ ἀποστελεῖ τοὺς ἀγγέλους

αὐτοῦ μετὰ σάλπιγγος φωνῆς μεγάλης,

καὶ ἐπισυνάξουσι τοὺς ἐκλεκτοὺς αὐτοῦ

ἐκ τῶν τεσσάρων ἀνέμων ἀπ' ἄκρων

οὐρανῶν ἕως ἄκρων αὐτῶν.

32 Ἀπὸ δὲ τῆς συκῆς μάθετε τὴν

παραβολήν.Ὅταν ἤδη ὁ κλάδος αὐτῆς

γένηται ἁπαλὸς καὶ τὰ φύλλα ἐκφύῃ,

γινώσκετε ὅτι ἐγγὺς τὸ θέρος·

33 Οὕτω καὶ ὑμεῖς ὅταν ἴδητε ταῦτα

πάντα, γινώσκετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἐπὶ

θύραις.

34 Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὔτη ἕως ἂν πάντας ταῦταγένηται.

35.Ὁ.οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ

παρελεύσονται, 

οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ

παρέλθωσι.

36 Περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ

ὥρας οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ ἄγγελοι τῶν

οὐρανῶν, εἰ μὴ ὁ πατήρ μου μόνος

.

.


-ο χαρακτήρας των νεων-

Αριστοτελης, Ρητορική, 1380b35–1382a19

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n. couvelis


τα ήθη ποια είναι κατά τα πάθη και τις εξεις και τις ηλικίες και τις τύχες ας τα 

διαπραγματευτούμε μετά από αυτα,

πάθη λοιπόν λέω,την οργή,την επιθυμία και παρόμοια για τα οποία πριν μιλήσαμε,

εξεις τις αρετές και τις κακιες,και γι'αυτες ειπαμε

35 πριν,και ποια καθένας προτιμάει και ποια πράττει,

οι ηλικίες λοιπόν είναι η νεότητα,η ώριμη και η γεροντικη,

επίσης τύχη λέω την ευγενική καταγωγη και τον πλούτο και τηδύναμη και τα ενάντια σ'αυτα,

και γενικά την ευτυχία και τη δυστυχια

οι νέοι λοιπόν λόγω του χαρακτήρα τους έντονα επιθυμούν,και ως τέτοιοι κάνουν αυτά που θα επιθυμισουν,

και μάλιστα των σωμάτων τις επιθυμιες

5.προθυμοι να ακολουθήσουν τα 

ερωτικά και χωρίς εγκράτεια σ'αυτα,εύκολα αλλάζουν και γρήγορα χορταινουν στις επιθυμίες  

και ενώ πολύ δυνατά επιθυμούν γρηγορα όμως ικανοποιούνται(γιατί πάρα πολύ θέλουν όμως 

για λίγο,όπως ακριβώς στους ασθενεις η πείνα και η διψα)και ειναι συναισθηματικοι και 

οξύθυμοι και ως τετοιοι παρασύρονται απ'την οργη,

10.και χειρότεροι είναι στο θυμό,γιατί λόγω της αγαπης για τη τιμή δεν ανέχονται να καταφρονουνται,αλλά αγανακτούν αν νομίζουν ότι αδικουνται,

λοιπόν και την τιμή αγαπούν, περισσότερο όμως αγαπούν τη νίκη(γιατί το να υπερέχεις επιθυμεί 

η νεότητα,κι η νίκη είναι κάποια υπεροχη)και τα δυο αυτά περισσότερο από την αγάπη 

του χρηματος

(φιλοχρήματοι πολύ λίγο είναι επειδή όχι ακόμα δεν έχουν την εμπειρία της φτώχειας,

15 όπως ακριβώς αναφερει του Πιττακού το απόφθεγμα για τον Αμφιάραο)

και δεν είναι κακου χαρακτήρα αλλά καλού χαρακτήρα επειδή ακόμα δεν έχουν δει πολλές 

κακίες,και ευκολόπιστοι επειδή δεν έχουν πολλές φορές εξαπατηθεί,και αισιόδοξοι,γιατί όπως ακριβώς οι πιωμένοι με κρασί,έτσι ένθερμοι είναι οι νέοι απ'τη φύση, ταυτόχρονα όμως 

και επειδή (20)δεν έχουν πολλες αποτυχιες,

και ζουν το πιο πολύ με την αισιοδοξία,γιατί η ελπίδα ανήκει στο μέλλον,η μνήμη σ'αυτο 

που έχει περάσει,στους νέους λοιπόν  το μέλλον πολύ ενω αυτό που εχει περάσει μικρο,

γιατί τη πρώτη μέρα δεν έχει κάτι να θυμάται,ελπίζει όμως τα πάντα,και εύκολα εξαπατουνται 

απ'αυτο που τους λενε(25)(γιατί ελπίζουν εύκολα),

και περισσότερο ανδρείοι(γιατί  συναισθηματικοί και αισιόδοξοι,απ'αυτα το ένα τους κάνει να 

μην φοβούνται ενώ το άλλο τους κάνει να'χουν θαρρος,γιατί κανένας που οργίζεται δεν φοβάται,επειδή το να ελπίζεις κάτι καλό  θαρραλεο ειναι )

και συνεσταλμένοι(γιατί ακόμα δεν υποπτεύονται αλλα καλά ,αλλά αυτά που'χουν  εκπαιδευτει 

απ'τον νόμο μόνο)

και(30) μεγαλοψυχοι(γιατί ακόμα απ'τη ζωή δεν έχουν ταπεινωθει,και στις ανάγκες άπειροι είναι,

και το να αξίωνουν 

μεγάλα είναι μεγαλοψυχια,,κι αυτό ειναι χαρακτηριστικό του αισιόδοξου)

και μάλλον προτιμούν να πραττουν τα καλά απ'τα συμφεροντα,γιατι με το ήθος ζουν παρά 

με τον υπολογισμό,γιατί ο υπολογισμός είναι του συμφέροντος ενώ (35) η αρετή του καλου,

κι αγαπούν τους φίλους και τους συντρόφους περισσότερο 

(1389b) απ'τις άλλες ηλικίες επειδή χαίρονται να συζούν και δεν υπάρχει τίποτα που προς το συμφέρον να κρίνουν,επομένως ούτε τους φίλους,

κι όλα τα λαθη τους απ'την υπερβολή και την ορμητικότητα τους,παραβαίνοντας το Χιλωνειο

(ρητό μηδέν άγαν)(γιατί τα πάντα με υπερβολή πραττουν),

γιατί αγαπούν υπερβολικά και(5) μισούν υπερβολικά και σ'ολα τα'αλλα όμοια),και νομίζουν πως 

τα πάντα γνωρίζουν και με επιμονή υποστηρίζουν(γιατί αυτό αιτία είναι στα πάντα να  υπερβαλουν),

και τα αδικήματα που αδικούν απο το πάθος τους κι όχι από κακουργια,

και νιώθουν συμπάθεια επειδή όλους ενάρετους και καλύτερους θεωρουν(γιατί με τη δική τους ακακία τους διπλανους μετρουν,ώστε να θεωρούν πως δεν τους αξίζει αυτό που πάσχουν )

και τους αρέσει να γελούν,γι'αυτό και τους αρέσουν τα αστεία,γιατί η διάθεση για αστεία μια εξευγενισμένη προσβολή είναι

.

.

τὰ δὲ ἤθη ποῖοί τινες κατὰ τὰ πάθη καὶ τὰς ἕξεις καὶ τὰςἡλικίας καὶ τὰς τύχας, διέλθωμεν μετὰ 

ταῦτα. λέγω δὲ πάθημὲν ὀργὴν ἐπιθυμίαν καὶ τὰ τοιαῦτα περὶ ὧν εἰρήκαμεν [πρότερον], 

ἕξεις δὲ ἀρετὰς καὶ κακίας, εἴρηται δὲ περὶ τούτων

(35) πρότερον, καὶ ποῖα προαιροῦνται ἕκαστοι, καὶ ποίων πρακτικοί. ἡλικίαι δέ εἰσι νεότης 

καὶ ἀκμὴ καὶ γῆρας. τύχην δὲ

[1389a] λέγω εὐγένειαν καὶ πλοῦτον καὶ δυνάμεις καὶ τἀναντία τούτοις

καὶ ὅλως εὐτυχίαν καὶ δυστυχίαν.

    οἱ μὲν οὖν νέοι τὰ ἤθη εἰσὶν ἐπιθυμητικοί, καὶ οἷοι ποιεῖνὧν ἂν ἐπιθυμήσωσι. καὶ τῶν περὶ 

τὸ σῶμα ἐπιθυμιῶν μάλιστα

(5) ἀκολουθητικοί εἰσι τῇ περὶ τὰ ἀφροδίσια καὶ ἀκρατεῖς ταύτης, εὐμετάβολοι δὲ καὶ ἁψίκοροι 

πρὸς τὰς ἐπιθυμίας, καὶσφόδρα μὲν ἐπιθυμοῦσι ταχέως δὲ παύονται (ὀξεῖαι γὰρ αἱ

βουλήσεις καὶ οὐ μεγάλαι, ὥσπερ αἱ τῶν καμνόντων δίψαι καὶπεῖναι), καὶ θυμικοὶ καὶ ὀξύθυμοι 

καὶ οἷοι ἀκολουθεῖν τῇ ὀργῇ.

(10) καὶ ἥττους εἰσὶ τοῦ θυμοῦ· διὰ γὰρ φιλοτιμίαν οὐκ ἀνέχονται ὀλιγωρούμενοι, ἀλλ’ ἀγανακτοῦσιν ἂν οἴωνται ἀδικεῖσθαι. καὶ φιλότιμοι μέν εἰσιν, μᾶλλον δὲ φιλόνικοι (ὑπεροχῆς γὰρ ἐπι-

θυμεῖ ἡ νεότης, ἡ δὲ νίκη ὑπεροχή τις), καὶ ἄμφω ταῦτα μᾶλλον ἢ φιλοχρήματοι (φιλοχρήματοι δὲ ἥκιστα διὰ τὸ μήπω(15) ἐνδείας πεπειρᾶσθαι, ὥσπερ τὸ Πιττακοῦ ἔχει ἀπόφθεγμα

εἰς Ἀμφιάραον), καὶ οὐ κακοήθεις ἀλλ’ εὐήθεις διὰ τὸ μήπω τεθεωρηκέναι πολλὰς πονηρίας, καὶ εὔπιστοι διὰ τὸ μήπω πολλὰ ἐξηπατῆσθαι, καὶ εὐέλπιδες· ὥσπερ γὰρ οἱ οἰνωμένοι,

οὕτω διάθερμοί εἰσιν οἱ νέοι ὑπὸ τῆς φύσεως· ἅμα δὲ καὶ διὰ

(20) τὸ μὴ πολλὰ ἀποτετυχηκέναι. καὶ ζῶσι τὰ πλεῖστα ἐλπίδι· ἡμὲν γὰρ ἐλπὶς τοῦ μέλλοντός 

ἐστιν ἡ δὲ μνήμη τοῦ παροιχομένου, τοῖς δὲ νέοις τὸ μὲν μέλλον πολὺ τὸ δὲ παρεληλυθὸς

βραχύ· τῇ γὰρ πρώτῃ ἡμέρᾳ μεμνῆσθαι μὲν οὐδὲν οἷόν τε,ἐλπίζειν δὲ πάντα. καὶ εὐεξαπάτητοί 

εἰσι διὰ τὸ εἰρημένον 

(25) (ἐλπίζουσι γὰρ ῥᾳδίως), καὶ ἀνδρειότεροι (θυμώδεις γὰρ καὶ εὐέλπιδες, ὧν τὸ μὲν μὴ 

φοβεῖσθαι τὸ δὲ θαρρεῖν ποιεῖ· οὔτε γὰρ ὀργιζόμενος οὐδεὶς φοβεῖται, τό τε ἐλπίζειν ἀγαθόν 

τι θαρραλέον ἐστίν), καὶ αἰσχυντηλοί (οὐ γάρ πω καλὰ ἕτερα ὑπολαμβάνουσιν, ἀλλὰ πεπαίδευνται 

ὑπὸ τοῦ νόμου μόνον), καὶ (30) μεγαλόψυχοι (οὐ γὰρ ὑπὸ τοῦ βίου πω τεταπείνωνται, ἀλλὰ

τῶν ἀναγκαίων ἄπειροί εἰσιν, καὶ τὸ ἀξιοῦν αὑτὸν μεγάλων μεγαλοψυχία· τοῦτο δ’ εὐέλπιδος). 

καὶ μᾶλλον αἱροῦνται πράττειν τὰ καλὰ τῶν συμφερόντων· τῷ γὰρ ἤθει ζῶσι μᾶλλον ἢ

τῷ λογισμῷ, ἔστι δὲ ὁ μὲν λογισμὸς τοῦ συμφέροντος ἡ δὲ (35) ἀρετὴ τοῦ καλοῦ. καὶ φιλόφιλοι 

καὶ φιλέταιροι μᾶλλον τῶν[1389b] ἄλλων ἡλικιῶν διὰ τὸ χαίρειν τῷ συζῆν καὶ μήπω πρὸς τὸ

συμφέρον κρίνειν μηδέν, ὥστε μηδὲ τοὺς φίλους. καὶ ἅπαντα ἐπὶ τὸ μᾶλλον καὶ σφοδρότερον ἁμαρτάνουσι, παρὰ τὸ Χιλώνειον (πάντα γὰρ ἄγαν πράττουσιν· φιλοῦσι γὰρ ἄγαν καὶ

(5) μισοῦσιν ἄγαν καὶ τἆλλα πάντα ὁμοίως), καὶ εἰδέναι ἅπαντα οἴονται καὶ διισχυρίζονται (τοῦτο 

γὰρ αἴτιόν ἐστιν καὶ τοῦπάντα ἄγαν), καὶ τὰ ἀδικήματα ἀδικοῦσιν εἰς ὕβριν, καὶ οὐ κακουργίαν.

 καὶ ἐλεητικοὶ διὰ τὸ πάντας χρηστοὺς καὶ βελτίους ὑπολαμβάνειν (τῇ γὰρ αὑτῶν ἀκακίᾳ 

τοὺς πέλας με-(10) τροῦσιν, ὥστε ἀνάξια πάσχειν ὑπολαμβάνουσιν αὐτούς), καὶ

φιλογέλωτες, διὸ καὶ φιλευτράπελοι· ἡ γὰρ εὐτραπελία πεπαιδευμένη ὕβρις ἐστίν.

.

.

.


-ο χαρακτήρας των γερων-

Αριστοτελης, Ρητορική, 1389b–1390a

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n. couvelis


των νέων λοιπόν τέτοιος είναι ο χαρακτήρας,οι γεροντότεροι όμως και αυτοί που πέρασαν την ωριμοτητα σχεδόν από τα αντίθετα σ'αυτα τα πιο πολλά  έχουν ήθη,επειδή πολλά χρόνια εχουν ζησει και περισσότερο  εχουν εξαπατηθεί και έχουν κάνει λάθη,και τα περισσότερα είναι άσχημα από τα πράγματα,ουτε είναι βέβαιοι για τιποτα,και λιγότερο υπερβαλουν

πάντοτε απ'οτι πρέπει,και νομιζουν,τίποτα δεν γνωριζουν, και όταν έχουν αμφιβολίες προσθέτουν πάντα το ίσως και 

πιθανως και πάντα λένε έτσι,σταθερά όμως κανένα,και δύσκολοι στο χαρακτήρα είναι,

γιατί το δύσκολο του χαρακτήρα  είναι να θεωρείς πως προς το χειρότερο είναι τα πάντα,

ακόμη λοιπόν καχύποπτοι είναι επειδή δεν εμπιστεύονται,δεν εμπιστεύονται λόγω της εμπειρίας,κι ούτε αγαπούν δυνατά ούτε μισούν για τα ίδια αυτά,αλλά σύμφωνα με την υποθήκη του Βιαντα και αγαπούν 

σαν να πρόκειται(την άλλη στιγμή( να μισήσουν και μισούν σαν να πρόκειται(την άλλη στιγμή) να αγαπησουν,

και έχουν αδύναμο φρονημα επειδή έχουν ταπεινωθει απ'τη ζωή,γιατί κανένα μεγάλο ούτε περιττό αλλά αυτά όσα για την επιβίωση επιθυμούν,

και φειδωλοί,γιατί απ'τη μια ένα  απ'τα απαραιτητα η περιουσία,συνάμα όμως και λόγω εμπειρίας γνωρίζουν πόσο δύσκολο είναι ν'αποκτησεις και πόσο εύκολο το να χάσεις,

και δειλοί,(30) και όλα από πριν τα φοβούνται ,γιατί αντίθετα με τους  νέους βρίσκονται,

γιατί ειναι ψυχροί,ενώ οι άλλοι θερμοί,επομένως τα γηρατειά έχουν προειδοποιήσει για τη δειλία,και γιατί ο φόβος μια ψυχρότητα ειναι,

και αγαπούν τη ζωή,και μάλιστα στις τελευταιες τους μέρες επειδή η επιθυμία είναι γι'αυτό που φεύγει,κι αυτό που μας λείπει,αυτό (35)πιο πολυ επιθυμουμε,

κι αγαπούν μόνον τους εαυτούς περισσότερο απ'οτι πρέπει,γιατί κι αυτο ένα αδύνατο φρόνημα είναι,και για το συμφέρον ζουν ,αλλ'οχι για το καλό, περισσότερο απ'οτι πρέπει,επειδή αγαπούν μόνον τους εαυτους τους,

γιατι το[1390a] συμφέρον για τους ίδιους αγαθό είναι,το καλό από μονο του καλό, 

και χωρίς ντροπη περισσότερο παρά συνεσταλμένοι,επειδή δεν ενδιαφέρονται το ίδιο για το καλό και το συμφέρον αδιαφορούν για την γνώμη  των αλλων,

και απαισιόδοξοι λόγω της εμπειρίας (γιατί τα περισσότερα απ'αυτα που γίνονται (5)άσχημα είναι,γιατί τις περισσοτερες φορές καταληγουν στο χειρότερο)κι ακόμη λόγω της δειλίας,και ζουν με τη μνήμη μάλλον παρά με την ελπίδα,γιατί του βίου το υπόλοιπο λίγο αυτό όμως που έχει περάσει πολυ,η ελπίδα λοιπόν είναι για το μέλλον ενώ η μνημη γι'αυτα που έχουν περάσει,το οποίο είναι και η αιτία της πολυλογιας σ'αυτους,

(10)γιατί αδιάκοπα για αυτά που έγιναν λένε,γιατί αυτά όταν αναθυμουνται ευχαριστιουνται,

κι οι θυμοι έντονοι αλλά αδύνατοι ειναι,κι απ'τις επιθυμίες άλλες εχουν εκλειψει

άλλες αδύναμες ειναι,έτσι ώστε 

ούτε επιθυμούν ούτε πράττουν σύμφωνα με τις επιθυμίες,αλλά σύμφωνα με το κέρδος,γι'αυτό 

να'χουν συμβιβαστεί φαίνονται αυτοί αυτής της ηλικίας,κι απ'την άλλη γιατί (15) οι επιθυμίες δεν επανορθωνονται και επίσης είναι υποδουλωμένοι στο κέρδος,και μάλλον ζουν σύμφωνα με τον υπολογισμό παρά σύμφωνα με το ήθος,γιατί ο υπολογισμός του συμφέροντος είναι ενώ το ήθος της αρετής είναι,

και τ'αδικηματα που αδικούν οφείλονται σε μοχθηρία,όχι σε προσβλητική διάθεση,

συναισθηματικοί βέβαια και οι γέροντες είναι,αλλά,όχι για τους ίδιους λογους με τους νέους,γιατί  οι νέοι  λόγω,(20)  αγάπης για τον άνθρωπο,ενώ οι γεροι λόγω αδυναμίας,γιατί τα πάντα νομίζουν πλησιον είναι να τα πάθουν,αυτό λοιπόν είναι το συναισθηματικό,

γι'αυτό το λόγο παράπονα έχουν,

και δεν είναι αστείοι ούτε τους αρέσει το γέλιο,γιατί το να  παραπονιεσαι δεν ταιριάζει στον αστείο ανθρωπο

.

.

Τὸ μὲν οὖν τῶν νέων τοιοῦτόν ἐστιν ἦθος, οἱ δὲ πρεσβύ-

τεροι καὶ παρηκμακότες σχεδὸν ἐκ τῶν ἐναντίων τούτοις τὰ

(15) πλεῖστα ἔχουσιν ἤθη· διὰ γὰρ τὸ πολλὰ ἔτη βεβιωκέναι καὶ

πλείω ἐξηπατῆσθαι καὶ ἐξημαρτηκέναι, καὶ τὰ πλείω φαῦλα

εἶναι τῶν πραγμάτων, οὔτε διαβεβαιοῦνται οὐδέν, ἧττόν τε

ἄγανται πάντα ἢ δεῖ. καὶ οἴονται, ἴσασι δ’ οὐδέν. καὶ ἀμφι-

δοξοῦντες προστιθέασιν ἀεὶ τὸ ἴσως καὶ τάχα, καὶ πάντα

(20) λέγουσιν οὕτως, παγίως δ’ οὐδέν. καὶ κακοήθεις εἰσίν· ἔστι

γὰρ κακοήθεια τὸ ἐπὶ τὸ χεῖρον ὑπολαμβάνειν πάντα. ἔτι δὲ

καχύποπτοί εἰσι διὰ τὴν ἀπιστίαν, ἄπιστοι δὲ δι’ ἐμπειρίαν.

καὶ οὔτε φιλοῦσιν σφόδρα οὔτε μισοῦσι διὰ ταῦτα, ἀλλὰ κατὰ

τὴν Βίαντος ὑποθήκην καὶ φιλοῦσιν ὡς μισήσοντες καὶ μισοῦ-

(25) σιν ὡς φιλήσοντες. καὶ μικρόψυχοι διὰ τὸ τεταπεινῶσθαι

ὑπὸ τοῦ βίου· οὐδενὸς γὰρ μεγάλου οὐδὲ περιττοῦ ἀλλὰ τῶν

πρὸς τὸν βίον ἐπιθυμοῦσι. καὶ ἀνελεύθεροι· ἓν γάρ τι τῶν

ἀναγκαίων ἡ οὐσία, ἅμα δὲ καὶ διὰ τὴν ἐμπειρίαν ἴσασιν ὡς

χαλεπὸν τὸ κτήσασθαι καὶ ῥᾴδιον τὸ ἀποβαλεῖν. καὶ δειλοὶ

(30) καὶ πάντα προφοβητικοί· ἐναντίως γὰρ διάκεινται τοῖς νέοις·

κατεψυγμένοι γάρ εἰσιν, οἱ δὲ θερμοί, ὥστε προωδοπεποίηκε

τὸ γῆρας τῇ δειλίᾳ· καὶ γὰρ ὁ φόβος κατάψυξίς τίς ἐστιν. καὶ

φιλόζωοι, καὶ μᾶλλον ἐπὶ τῇ τελευταίᾳ ἡμέρᾳ διὰ τὸ τοῦ

ἀπόντος εἶναι τὴν ἐπιθυμίαν, καὶ οὗ ἐνδεεῖς, τούτου

(35) μάλιστα ἐπιθυμεῖν. καὶ φίλαυτοι μᾶλλον ἢ δεῖ· μικροψυχία

γάρ τις καὶ αὕτη. καὶ πρὸς τὸ συμφέρον ζῶσιν, ἀλλ’ οὐ πρὸς

τὸ καλόν, μᾶλλον ἢ δεῖ, διὰ τὸ φίλαυτοι εἶναι· τὸ μὲν γὰρ

[1390a] συμφέρον αὐτῷ ἀγαθόν ἐστι, τὸ δὲ καλὸν ἁπλῶς. καὶ ἀν-

αίσχυντοι μᾶλλον ἢ αἰσχυντηλοί· διὰ γὰρ τὸ μὴ φροντίζειν

ὁμοίως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ συμφέροντος ὀλιγωροῦσι τοῦ δοκεῖν.

καὶ δυσέλπιδες διὰ τὴν ἐμπειρίαν (τὰ γὰρ πλείω τῶν γιγνο-

(5) μένων φαῦλά ἐστιν· ἀποβαίνει γὰρ τὰ πολλὰ ἐπὶ τὸ χεῖρον),

καὶ ἔτι διὰ τὴν δειλίαν. καὶ ζῶσι τῇ μνήμῃ μᾶλλον ἢ τῇ

ἐλπίδι· τοῦ γὰρ βίου τὸ μὲν λοιπὸν ὀλίγον τὸ δὲ παρεληλυθὸς

πολύ, ἔστι δὲ ἡ μὲν ἐλπὶς τοῦ μέλλοντος ἡ δὲ μνήμη τῶν

παροιχομένων· ὅπερ αἴτιον καὶ τῆς ἀδολεσχίας αὐτοῖς·

(10) διατελοῦσι γὰρ τὰ γενόμενα λέγοντες· ἀναμιμνησκόμενοι γὰρ

ἥδονται. καὶ οἱ θυμοὶ ὀξεῖς μὲν ἀσθενεῖς δέ εἰσιν, καὶ αἱ ἐπι-

θυμίαι αἱ μὲν ἐκλελοίπασιν αἱ δὲ ἀσθενεῖς εἰσιν, ὥστε οὔτ’

ἐπιθυμητικοὶ οὔτε πρακτικοὶ κατὰ τὰς ἐπιθυμίας, ἀλλὰ κατὰ

τὸ κέρδος· διὸ σωφρονικοὶ φαίνονται οἱ τηλικοῦτοι· αἵ τε γὰρ

(15) ἐπιθυμίαι ἀνείκασι καὶ δουλεύουσι τῷ κέρδει. καὶ μᾶλλον

ζῶσι κατὰ λογισμὸν ἢ κατὰ τὸ ἦθος· ὁ μὲν γὰρ λογισμὸς τοῦ

συμφέροντος τὸ δ’ ἦθος τῆς ἀρετῆς ἐστιν. καὶ τἀδικήματα

ἀδικοῦσιν εἰς κακουργίαν, οὐκ εἰς ὕβριν. ἐλεητικοὶ δὲ καὶ οἱ

γέροντές εἰσιν, ἀλλ’ οὐ διὰ ταὐτὰ τοῖς νέοις· οἱ μὲν γὰρ διὰ

(20) φιλανθρωπίαν, οἱ δὲ δι’ ἀσθένειαν· πάντα γὰρ οἴονται ἐγγὺς

εἶναι αὑτοῖς παθεῖν, τοῦτο δ’ ἦν ἐλεητικόν· ὅθεν ὀδυρτικοί

εἰσι, καὶ οὐκ εὐτράπελοι οὐδὲ φιλογέλοιοι· ἐναντίον γὰρ τὸ

ὀδυρτικὸν τῷ φιλογέλωτι.

.

.

.


(Ανθρώπινα Εσωτερικά)

Αυτοφορη Εκδικηση-χ.ν.κουβελης

c.n.couvelis


συναντήθηκαν,

ήξερε ότι όλα είναι προτετελεσμενα,απλά δεν ειπώθηκαν τελειωτικά,συνέχεια έχανε,δεν είχε πια χρόνο να εξηγηθεί,όλα συνέχεια εναντίον,εκεινο εκανες τότε,αυτό κάνεις τώρα,είπες εκείνο,δεν αλλάζεις,

ο καφές δεν του άρεσε,

έπρεπε να παρθεί απόφαση,είπε,δεν ήταν ετσί τα πράγματα,δεν συνέβηκαν μ'αυτο τον τρόπο,όσο κι αν ήθελε να μίλησει,προκαλούσε εκνευρισμό,μιλάει πολύ,θα προσπαθησει να τα δικαιολογήσει,ενώ είναι ξεκάθαρα,ναι έκανε κάποια πράγματα,αλλά στα ουσιαστικά,άκουσε,ήταν απών,

γενικά δεν ήταν ότι έλεγε ότι ήταν,οι πράξεις το έδειχναν, τότε,και ξανά ξανα το ίδιο άκουγε,δεν ήθελε καμία συζήτηση,έπρεπε να πάρει απόφαση,όσο δύσκολη και να ήταν,ότι όλα έχουν τελειώσει,από δω και πέρα θα είναι παρατηρητής,έχει δίκιο;όχι δεν έχει δίκιο,παρασύρθηκε,δεν κατάλαβε,φταίει,κάποια πράγματα έπρεπε να τα δει,τώρα δεν έπαιζε κανένα ρόλο,γιατί να ασχοληθεί μαζί του,ένιωθε την αδικία,τον καταδίκαζαν,βέβαια είχε δώσει λόγους γι'αυτό,τώρα αν ζητάς την αλήθεια,ποιος ενδιαφέρεται γι'αυτό πια;τι κάνεις;,πως αντιδρας; δεν του δίνει περιθώριο,κατάλαβε ότι στο βάθος έχει πολλά εναντίον του,

πρέπει να φύγει,δεν υπάρχει συμφιλιωση,εγωισμός;εκδίκηση;ναι,σκεφτηκε,και τα δυο,εγωισμος  και εκδίκηση,κυρίως εκδίκηση,τώρα έχω τη δυναμη  να σε εκδικηθώ,αυτό έδειχνε η στάση,ένιωθε αδύνατος,τον ενοχλούσε η εκδίκηση,δεν την άξιζε,επίσης τον ενοχλούσε η δύναμη που έδειχνε,δεν υποχωρούσε,κατάλαβε,

πλήρωσε τους καφέδες,

τους τελευταίους είπε,

σηκώθηκε,απομακρύνθηκε,

ορκίστηκε να μην σηκωσει τηλέφωνο,ούτε να τηλεφωνησει,

τον ενόχλησε πολύ η εκδικηση,

.

.

.




Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ Κ.ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΗ η' ΓΥΦΤΟΔΗΜΟ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ :


Αποφαίνεται το Πολιτικό Γραφείο:


Το Κόμμα κατέβαλε πολλές προσπάθειες για να γίνει κομμουνιστής ο Καραγιώργης. Αυτό δεν το κατόρθωσε γιατί ο Καραγιώργης ήταν ύποπτης ποιότητας αριβίστας συνοδοιπόρος, που νόμιζε ότι θα γίνει ηγέτης του Κόμματος. Όλη η ζωή του Καραγιώργη είναι βασικά αντικομματική.


9/6/1950

φραξιονιστικη και αντικομματικη οποιαδήποτε κριτική στην ηγεσία και τον εμφύλιο,

προφίλ:

Κωνσταντίνος Καραγιωργης

(Γυφτοδημος)

απόφαση:

διαγραφή

φυλάκιση,Ρουμανια

κατηγορία:φραξιονιστης,αντικομματικος,αντίσοβιετιστης,

πράκτορας του Τίτο,των Γάλλων,και Βρετανών Ιμπεριαλιστών,

(μαρτυρία συναγωνιστή):ο Κ. Καραγιωργης η' Γυφτοδημος γύριζε στο βουνό με κουστούμι και γραβάτα,

συνέχεια κατηγοριών:

-εκφραστηκε χωρίς σεβασμό για τον σύντροφο Ιωσήφ Στάλιν

-το 1924 διαγράφεται από την Κ(ομμουνιστική) Ν(εολαια) του Πανεπιστημιου Αθηνών για αντικομματισμο

-το 1930 διαγράφεται από το ΚΚΕ για φραξιονισμο

-στη μάχη του Γράμμου απαράδεκτη πολιτική συμπεριφορά (σε γραμματα του προς το Π(ολιτικό) Γ(ραφείο)

στις11/12 και 28/12/1949 αναφέρει ότι βαλτώσε μέσα του,ότι έχασε κάθε ενδιαφέρον για δραστηριοτητα)

-αισχρες συκοφαντίες κατά του ΚΚΕ και της καθοδήγησης του,πως παρομοιάζουν με την φασιστική κλίκα του Τιτο-Ρανκοβιτς. 

-ιδιωτευση μετα το Καλπακι

-στα 1937 στην εξορία στη Κίμωλο απομακρύνθηκε από την κομματική οργανωση

 ανηθικότητα,ερωτική με εξοριστη)

-μετα την 6η Ολομέλεια της Κ(εντρικης) Ε(πιτροπής),Οκτώβριος του 1949 είπε στην συντρόφισσα Χρυσά Χατζηβασιλειου

.ο Ζαχαριάδης χρεωκόπησε στην εφαρμογή της κομματικής γραμμής

...

.ο Ζαχαριάδης σε όλη του την καθοδήγηση είχε μεγάλη αποτυχία στην ανάδειξη των συνεργατών του,


και σε γράμμα του στην παραπανω συντρόφισσα,6/6/1950:

ο Μάρκος κακώς διαγράφτηκε από μέλος του Κόμματος, ε­πειδή είχε άλλη πολιτική γραμμή 


-ταυτοχρονα έδειξε επιμονή άρνηση(επικαλούμενος λόγους υγείας)να δουλέψει ως δημοσιογραφος

-ενοχος για ατελείωτες παραποιήσεις, διαστρεβλώσεις, πλαστογραφίες και ψευτιές

-ιδιαιτερες σχέσεις με τον Άγγλο ταξίαρχο  Εντι,Γουντχαουζεν κι άλλους Άγγλους πράκτορες,και της Ιντελιτζενς Σέρβις (στην Αθήνα,1945-46)όπου πήγαινε στα σπίτια τους


-συντομο βιογραφικο:γόνος μικροαστικής οικογένειας,

σπούδασε ιατρικη,δίπλωμα ιατρού το 1948,Γερμανία 1931-1933,εξεδικευση:φυματολογια,Γαλλία 1934,Κομμουνιστικη Νεολαία 1920,ανταποκριτής του Ριζοσπάστη 1934-36,κομματική οργανωση Πειραια-Σαλονικης και Θεσσαλίας,διοικητής του ΚΓΑΝΕ(Κλιμάκιο Γενικού Αρχηγείου Νότιας Ελλάδας),

μέλος ΚΓ του ΚΚΕ,


-χαρακτηρας Κ.Καραγιωργη η' Γυφτοδημου:

επιρρεπής στο κουτσομπολιό,υποσκαψη συνεργατών και καθοδηγητων,κομματική ασυνεπεια,φραξιονισμος,γκρίνια,υπερφιαλος,εγωιστής,φλύαρος,αμφιλεγόμενες σχεσεις με διάφορους,χωρίς ηθική,το 1937 στην εξορια στη Κίμωλο  έδειχνε διάθεση να υπογράψει δήλωση μετανοίας και να υπακουσηλει στο φασιστικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου,

μετά τη Βάρκιζα(1945)δήλωσε την απογοήτευση του για τη συνέχιση του αγώνα,


ενδεικτικο του αγωνιστικού του ήθους το  γράμμα στον σύντροφο Ιωαννίδη 11-11-1949 όπου γράφει:

Η γενική μας κατά­σταση ύστερα από την ήττα μας και η ατομική μου οικογενειακή κατά­σταση δε συνέβαλαν στο να γίνει καλύτερη η ατομική μου ηθική υπόστα­ση. Αισθάνομαι τον εαυτό μου πολύ κουρασμένο


Επίσης σε γράμμα του προς το ΠΓ στις 11-11-1949 γράφει:

Η γενική αδυναμία του συναισθηματισμού που με χαραχτηρίζει με εμπόδισε και αυτή τη φορά να δω σωστά.

.... 

Τα πράγματα δείχνουν ότι περισσότερο από κάθε άλλον εγώ, σα στέλεχος, αντιμετωπίζω δυ­σκολία προσαρμογής προς τις απαιτήσεις του Κόμματος

 

συνεχίζουμε σύντροφοι,

Ιδού:

το 1945 ,όταν ήταν διευθυντής του Ριζοσπαστη,έβγαλε ταυτότητα στον πράκτορα της Ιντελιτζενς Σέρβις Ευριπίδη Παπαχρήστου,ο πράκτορας αυτός με την ταυτότητα αυτή εισχώρησε στο Ρουμανικό Κόμμα Εργαζομένων και με τη σύμπραξη της φασιστικής τροτσκικης κλίκας του Τιτο-Ρανκοβιτς οργάνωσε τη δολοφονία του Γιάννη Ζεβγου,μέλους της ΠΓ της ΚΕ και του ΚΚΕ,


ως διοικητής του ΚΓΑΝΕ(Κλιμάκιο Γενικού Αρχηγείου Νότιας Ελλάδας),του Γ(ενικού) Α(ρχηγειου) του ΔΣΕ,του Δημοκρατικού Στρατού, αποκρυψε την πραγματική στρατιωτική κατασταση εκφράζοντας υπερβολική αισιοδοξια,


κι ακόμα σύντροφοι,

Ακούστε


-καθησυχαζε το ΠΓ παραπλανητικά ότι ειχε λύσει το πρόβλημα της διατροφής του  ΔΣΕ ενώ εξοντωθηκαν πολλοί από την πείνα κι οχι από μαχες


-αποκρυψε την αλήθεια για τη σύλληψη στελεχών του κόμματος και του ΔΣΕ που  κατηγορηθηκαν ως κατασκοποι ,τα βασανιστήρια που υπέστησαν,και τις εκτελέσεις τους,


-θεωρει ανίκανα σχεδόν όλα τα μέλη του κόμματος,Ρούσο, Πορφυρογένη, Βασβανά, Σινάκο, Θέο, Στρίγγο, Δανιηλίδη, Γκρόζο κα

-του αποσταλμενους από το κόμμα που τον ρώτησαν για την απόπειρα του να προσχωρήσει στον ταξικό εχθρό τους αποκάλεσε χαφιέδες και κατά λέξιν είπε:

Δεν ξέρετε πόσο μισώ το επάγγελ­μα αυτό, που κάνετε σεις τώρα. Εγώ ποτέ δεν θα τόκανα στη ζωή μου. Το σιχαίνομαι


-υποστηριζει ταξικούς πράκτορες,που καταδίκασε λαϊκό επαναστατικό δικαστήριο μαζί κι αυτός,τον Σκαφιδα και Δαμασκοπουλο,


-ρητα δήλωσε ότι δεν έχει εμπιστοσύνη στον μεγάλο σύντροφο Ιωσήφ Στάλιν,

μέχρι αποδείξεως του εναντιου


-ποια άλλη απόδειξη θέλετε σύντροφοι από την απόπειρα του να προσφύγει στον ταξικό εχθρο,Τιτο ,Γαλλους, Βρετανους,

συμπερασματικα ο Κ.Καραγιωργης η' Γυφτοδημος είναι ανήθικος και εκφυλος,

αδιόρθωτο αμετανόητο στοιχειο


ο Κ.Καραγιωργης κατηγορήθηκε ότι θέλησε να διαφύγει στη Γιουγκοσλαβία,τον συνέλαβε η αστυνομια της Ρουμανιας,φυλακιστηκε,ανακρίθηκε,πεθανε στη φυλακη,άγνωστος ο τόπος ταφής του


(Κάποιοι μιλούν ,ότι τον πέταξαν στον Δούναβη)


ο Κ.Καραγιωργης μίλησε για ιδεολογικοπολιτική αποτελματωση του Νίκου Ζαχαριάδη και του περιγυρο του


Παμψηφεί,καταδικάζεται η γνώμη του Μάρκου Βαφειάδη

Παμψηφεί καταδικάζεται και η γνώμη του Μήτσου Παρτσαλιδη


Παμψηφεί ο εξευτελισμός της Βάρκιζας

Παμψηφεί η αυτοκτονία του Άρη Βελουχιώτη η' Μιζέρια


Παμψηφεί η αλάθητη τακτική και στρατηγική του Νίκου Ζαχαριάδη


Αλήθεια τι έγινε:

-στη συνεδρίαση της ΚΕ στα Πετρίλια,(καλοκαίρι 1944);

-στις συνεδριάσεις της ΚΕ στα Τρίκαλα;

-στη συνεδρίαση του ΠΓ στην Αθήνα(άνοιξη 1945);

(που η αποφαση για τη διάλυση του ΕΑΜ τελικά δεν πάρθηκε);

-ηταν οπορτουνιστικη και αγγλοφιλη η γραμμή του Ζαχαριάδη και της ομάδας του;

αντί για εθνικό απελευθερωτική  επαναστατική και λαικοδημοκρατικη;

 

Τόσοι σύντροφοι ασυνδετοι,χιλιάδες,στις φυλακές και στις εξορίες


Να σταματήσει ο φόβος κι η τρομοκρατία η στρατιωτική περίοδος στο κόμμα,

να μιλησουμε ελεύθερα,


Να σταματήσει κάθε διαφωνία να χαρακτηρίζεται:

οπορτουνισμος,τροτσκισμός,φραξιονισμος,προδοσια


Τι συμβαίνει,σύντροφοι,με την Μακεδονία;


Ναι,αρχικά,χρεωκοποπησαν ο Ιωαννίδης και ο Σιάντος

Και,

τώρα χρεωκοπησε ο Ζαχαριαδης


Αν και δεχτηκαμε,τα πάντα εν λευκω


Με συντροφικούς χαιρετισμούς 


Κ.Καραγιωργης

6/6/1950


Ιδού,συντροφοι,ο Κ.Καραγιαννης.αιρετικος από ανέκαθεν,

αρνήθηκε να  σπουδάσει στην KUTV( Σχολή κομματικών στελεχων)της Μοσχας


Αποτέλεσμα της επανερμηνειας  του Κ.Καραγιωργη η' Γυφτοδημου ήταν το Φθινόπωρο του 1954 να πεθάνει στο υπόγειο της Ρουμανικής ασφαλείας στο Βουκουρεστι


τα σταδια της επανερμηνειας:

ηθική υπονόμευση,

ομολογίες μέσω βασανιστηρίων

τελική κατηγορία:αυταποδεικτη,

η αναπόφευκτη προαποφασισμένη σφαίρα στο σώμα του προδοτη


Κάποιος ευθύνεται για την ολέθρια πενταετία,ποιος;

Φεβρουάριος 1945,Συμφωνία Βάρκιζας

1945-46 Λευκή Τρομοκρατία

1946-49 Εμφύλιος πόλεμος

1949 Ηττα


Ιδού,σύντροφοι ανακριτές,

ο κομματικός φάκελος του Κ.Καραγιωργη αποδεικνύει ότι:

Είναι πράκτορας τυχοδιωκτης,αριβιστας, προβοκάτορας,μηδενικο

(Προς την 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, Οκτωβριος 1950,Βασίλης Μπαρτζώκας)

Το Κόμμα εξετάζει σήμερα τη χαφιέδικη δράση του Καραγιώργη που ασφαλώς είναι παλιά, εκδηλώνεται με τις εγκάρδιες σχέσεις του στην πρώτη κατοχή με τον Αγγλο Εντι και Γουντχάουζ, τα συναγελάσματά του με το Κολωνάκι στα 1946-7, και την αποτελειώνει με το καταστροφικό του έργο στο ΚΓΑΝΕ (Κλιμάκιο Γενικού Αρχηγείου Νότιας Ελλάδας) του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας,

....

Είναι ο κύριος υπεύθυνος για την κατάσταση στο ΚΓΑΝΕ και για την απώλεια περίπου 6.000 ανταρτών.

....

μικροαστός, διανοούμενος, στοιχείο τυχοδιωκτικό και φιλόδοξο, ικανός να πατήσει πάνω σε πτώματα για να ανέβει.


Και η κατάληξη;


Ομόφωνη απόφαση καταδίκης


 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ (1950), μέλη:

Ζαχαριάδης Νίκος 

Βλαντάς Δημήτρης

Βοντίτσιος Γιώργος (Γούσιας)

Δανιηλίδης Πολύδωρος

Καπέτα-Σκύφτη Αλέγρα

Καρράς Ηλίας

Κούκουλου Ρούλα

Λουλές Κώστας

Μαυρομάτης Παναγιώτης

Μπαρτζώτας Βασίλης

Παρτσαλίδου Αύρα

Ρούσος Ρούσος

Στρίγγος Λεωνίδας

Τρικαλινός Γιώργος

Φλωράκης Χαρίλαος

Χατζής Θανάσης,

κα

 

κατά συνέπεια:

ο Κ.Καραγιωργης συνελήφθει,κακοποιήθηκε,απομόνωση,απόδραση,περιπλάνηση στα περίχωρα και τα πάρκα του Βουκουρεστίου,

 συλληψη από την Σεκιουριτατε της Ρουμανίας στην οδό των πρεσβειών της Γιουγκοσλαβίας και Γαλλίας,

Τότε:

1.πρεσβεία της Γιουγκοσλαβίας(αρα πράκτορας του Τιτο)

2.πρεσβεια της Γαλλίας(άρα πράκτορας των Δυτικών)

εγκλεισμός,ανάκριση


Ανακριτική Επιτροπή,συγκρο τουμενη και λογοδοτουμενη στον Νίκο Ζαχαριαδη,μέλη:

Κώστας Κολιγιάννης

(γενικός γραμματέας του ΚΚΕ,1957-1973)

 Χαρίλαος Φλωράκης

(γενικός γραμματέας του ΚΚΕ,1973-1991)

Πολύδωρος Δανιηλίδης

Ηλίας Καρράς

Γ. Τσακίρης

κα(αγνώστων στοιχείων!?)


Εφαρμόστηκε η τεχνογνωσια των Δικών της Μόσχας


ομως

χωρίς να επιτευχθεί η απόσπαση ομολογίας του

 

Ερώτημα:

τι δέον γενέσθαι;


συνεχίστε

Υπογραφή

Κώστας Κολιγιαννης


η συνέχεια

Κ Καραγιωργης η' Γυφτοδημος νεκρός 

άνοιξη(;)1954


1958,η συνέχεια της αποκατάστασης:

9η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ,23 δακτυλογραφημενες σελίδες,

Απόφαση:


Ν' ακυρωθεί η απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ της 9. 6. 50 για την καθαίρεσή του από μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και τη διαγραφή του. Ν' ακυρωθεί επίσης η καθαίρεσή του από το βαθμό του αντιστράτηγου του ΔΣΕ. Ν' αποκατασταθεί στο ΚΚΕ απ' το 1920, στην ΚΕ απ' το 7ο Συνέδριο που τον εξέλεξε και στο βαθμό του αντιστρατηγου του ΔΣΕ


Η Ολομέλεια αποφασίζει την αποκατάσταση της μνήμης των συντρόφων Γιώργη Σιάντου, Νίκου Πλουμπίδη (Μπάρμπα) και Κώστα Γυφτοδήμου (Καραγιώργη)

.

.

Αλήθεια,τι συνέβει στον Κ.Καραγιωργη η' Γυφτοδημο;

.

στην Ελλάδα(1905-1950)

.

στη Ρουμανία,στις φυλακές του Μαρτζινένι στο Πιτέστι (1950-1954);

.

στο βυθό ποιο σώμα  φάγανε τα ψάρια του Δουναβη;

.

.

.


ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Δὶς κατηγορούμενος

(Δική Μέθης εναντίον Ακαδημειας)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ΔΙΚΗ

[15] οι πρώτοι(δικαστές)ας πάρουν θέση την Ακαδημια και την Μέθη να δικασουν,εσύ χύσε το νερό στη κλεψύδρα,πρώτη λοιπόν λέγε εσύ η Μεθη,

γιατί σωπαίνει και το κεφάλι κουνά;πλησίασε την,Ερμή ,να μαθεις


ΕΡΜΗΣ

'δεν μπορώ,λέει,να αγορευσω απ'το κρασί έχω τη γλώσσα περδικλωμενη,να μην προκαλέσω γέλιο στο δικαστήριο',

μόλις που στέκεται όρθια,όπως βλεπεις


ΔΙΚΗ

θα της διαλέξω λοιπόν συνηγορο κάποιον απ'αυτους τους δημοσιους(δικαστές(,γιατί πολλοί είναι έτοιμοι για το τριοβολο

να λογοκοπανησουν


ΕΡΜΗΣ

αλλά κανείς δεν θα θελήσει στα φανερά να συνηγορήσει για τη Μέθη,πλην όμως ότι είναι ορθο φαίνεται αυτα που ζητα


ΔΙΚΗ

ποια;


ΕΡΜΗΣ

'η Ακαδημία και για τους δύο πάντοτε είναι έτοιμη να μιλήσει κι αυτό μπορεί να κάνει τα αντίθετα να υπερασπίζει,αυτή λοιπον',λεει,',υπέρ μου πρωτα να πει,κι ύστερα υπέρ της να μιλησει'


ΔΙΚΗ

Καινούργια αυτά,όμως βγάλε,Ακαδημία,για την καθεμια σας λόγο,αφού σου είναι ευκολο


ΑΚΑΔΗΜΕΙΑ

[16]ακούστε,άντρες δικαστές,πρώτα τα υπέρ της Μέθης,για εκείνη τώρα ρέει το νερό στη κλεψύδρα,αδικήθηκε η δυστυχη πάρα πολύ από μένα την Ακαδημία,τον μόνο δικό της άνθρωπο που είχε φίλο της και πιστό,που τίποτα από όσα έκανε δεν του φαίνονταν άσχημα, της πήρα τον Πολεμωνα εκείνον,ο οποίος καθε μέρα γλεντουσε μέσα στην αγορά,τραγουδίστρια εχοντας και τραγουδώντας απ'το πρωί ως το βράδυ,πάντα μεθυσμένος και σε κραιπαλη και στο κεφάλι μ'ανθη στεφανωμένος,κι αυτά ότι αλήθεια είναι μαρτυρες οι Αθηναίοι όλοι,που ουδεποτε αμεθυστο τον Πολεμωνα δεν είδαν,κι όταν ο δύστυχος στης Ακαδημίας τη πόρτα γλεντουσε,όπως σ'ολες το συνειθιζε,

αφου τον απήγαγε κι απο τα χέρια της Μέθης τον άρπαξε με τη βία και στο σπίτι της τον τραβάει και να πίνει νερό τον ανάγκασε και νηφάλιος να είναι τον εμαθε  και τα στεφανια του εβγαλε,και να πρέπει να καταπίνει ξαπλωμένος,λόγια αινιγματικά κι άχαρα και γεμάτα πολλή σκοτουρα τον εκπαιδευσε,έτσι ώστε ενώ πριν 

άνθιζε ροδαλος χλωμος ο δύστυχος έχει γίνει  και καμπουριασε το σώμα του,κι όλα τα τραγούδια ξέχασε ποτε ποτε νηστικός και διψασμένος τα βράδυα κάθεται φλυαρωντας αυτά τα οποία η Ακαδημία εγώ να φλυαρεί πολύ τον διδασκω,

και επί πλέον,ότι και χλευάζει τη Μέθη αφού από μένα ξεσηκωθηκαν τα μυαλα του και μύρια κακά ξερνα για αυτή,

αυτά τα υπέρ της Μέθης πάνω κατω τα είπα,τώρα και υπέρ εμού θα πω,και το νερό στη κλεψυδρα για μένα ας πεσει


ΔΙΚΗ

τι λοιπόν σ'αυτα θα πει;αλλ' όμως χύσε νερο  στη κλεψύδρα ισα


ΑΚΑΔΗΜΕΙΑ

[17]έτσι λοιπόν ακούσατε πολύ λογικά,άντρες δικαστές,να είναι όσα η συνηγορος είπε υπέρ της Μεθης,αν όμως και μένα ευνοϊκά ακούσετε,θα δείτε πως σε τίποτα δεν την αδίκησα,

γιατί ο Πολεμωνας αυτός,που λέει πως δικός της υπηρέτης είναι,δεν είναι από τη φύση του 

φαυλος ουτε μεθύστακας,αλλά ομοιάζει με μένα στη φύση, 

τον άρπαξε νεο ακομα κι αμαθον όντα με τη συμπραξη της Ηδονής,οπου στα πάντα την υπηρετεί,διέφθειρε τον δύστυχο στα γλέντια και στις παλιογυναικες τον παρέδωσε στην διάθεση τους,τόσο που ούτε η παραμικρη ντροπή δεν του εμεινε,

κι αυτά που υπέρ αυτής έλεγε λίγο πριν να θεωρηθούν,πως αυτά υπέρ εμού μάλλον ειπωθηκαν  να νομίσετε,γιατί κυκλοφορούσε από το πρωί ο δύστυχος στεφανωμένος,σε κραιπαλη,μέσα στην αγορά με συνοδεία αυλού,ποτέ αμέθυστος,γλεντώντας με τα πάντα,ύβρις των προγόνων κι όλης της πόλης και γέλιο στους ξένους,

όταν λοιπόν σε μένα ήρθε εγώ έτυχε,όπως συνήθιζα να κάνω,με ανοιχτές τις πόρτες στους φίλους που ήταν παρόντες λόγους σημαντικούς περι της αρετής και της  σωφροσυνης εξέταζα,

αυτός λοιπόν με τον αυλό και τα στεφάνια ορμώντας μέσα άρχισε να φωνάζει δυνατά και να  φέρει συγχυση προσπαθούσε την συνομιλια μας διαταράσσοντας με τις φωνες,

επειδή όμως καθόλου δεν του δώσαμε προσοχη,μετά από λίγο,-γιατι δεν ήταν εντελώς μεθυσμενος-ξεμεθυσε από τους λόγους,και βγάζει τα στεφανια και την αυλητριδα διατάζει να σωπάσει και για τα πορφυρά που ήταν ντυμένος ντράπηκε,

κι όπως από βαθύ ύπνο να ξύπνησε κι είδε τον εαυτό του πως καταντισμενος ήταν και τον πρωτυτερο τρόπο που ζούσε συνειδητοποίησε,και το κοκκινισμα απ'το μεθύσι μαραθηκε κι εξαφανιστηκε,κοκκινισε ομως

από τη ντροπή των πράξεών του,

και τέλος ξεφεύγοντας ήρθε με τη θέληση του σε μένα,χωρίς να τον καλέσω ούτε να τον εξανάγκασω,όπως αυτή λέει,αλλά με τη θέληση του αυτός πιο καλά αυτά να δέχεται πως είναι,

και σε μένα καλεστε τον τώρα,για να καταλάβετε με ποιο τρόπο άλλαξε διάθεση από μένα,

αυτον,άντρες δικαστές,τον παρέλαβα σε γελοία κατάσταση,που μήτε να μιλήσει μήτε από το κρασί να σταθει ορθιος μπορούσε, και τον άλλαξα και αντί να'ναι ανδραποδο τον έκανα κόσμιο άντρα και σώφρονα  και πολύ άξιο στους Έλληνες έδειξα,

και σε μένα κι αυτός ευγνωμοσύνη αναγνωρίζει γι'αυτα και οι συγγενείς του,

αυτα είχα να πω,

εσείς όμως τώρα εξεταστε με ποια από τις δυο μας πιο καλά είναι σ'αυτον να συνδεεται


ΔΙΚΗ

[18] ελάτε τωρα,μην αργοπορειτε,δώστε ψήφο,σηκωθητε,κι άλλους πρέπει να δικαστε


ΕΡΜΗΣ

σ'ολες (τις ψήφους)η Ακαδημία υπερεχει

εκτός από μια


ΔΙΚΗ

καθόλου παράξενο,να είναι και  κάποιος με της Μέθης το μερος τοποθετημενος

.

.

ΔΙΚΗ

[15] Οἱ πρῶτοι καθιζέτωσαν τῇ Ἀκαδημείᾳ καὶ τῇ Μέθῃ· σὺ δὲ τὸ ὕδωρ ἔγχει. προτέρα δὲ σὺ λέγε ἡ Μέθη. τί σιγᾷ καὶ διανεύει; μάθε, ὦ Ἑρμῆ, προσελθών.

ΕΡΜΗΣ

«Οὐ δύναμαι,» φησί, «τὸν ἀγῶνα εἰπεῖν ὑπὸ τοῦ ἀκράτου τὴν γλῶτταν πεπεδημένη, μὴ γέλωτα ὄφλω ἐν τῷ δικαστηρίῳ.» μόλις δὲ καὶ ἕστηκεν, ὡς ὁρᾷς.

ΔΙΚΗ

Οὐκοῦν συνήγορον ἀναβιβασάσθω τῶν κοινῶν τούτων τινά· πολλοὶ γὰρ οἱ κἂν ἐπὶ τριωβόλῳ διαρραγῆναι ἕτοιμοι.

ΕΡΜΗΣ

Ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς ἐθελήσει ἔν γε τῷ φανερῷ συναγορεῦσαι Μέθῃ. πλὴν εὐγνώμονά γε ταῦτα ἔοικεν ἀξιοῦν.

ΔΙΚΗ

Τὰ ποῖα;

ΕΡΜΗΣ

«Ἡ Ἀκαδήμεια πρὸς ἀμφοτέρους ἀεὶ παρεσκεύασται τοὺς λόγους καὶ τοῦτ᾽ ἀσκεῖ τἀναντία καλῶς δύνασθαι λέγειν. αὕτη τοίνυν,» φησίν, «ὑπὲρ ἐμοῦ πρότερον εἰπάτω, εἶτα ὕστερον ὑπὲρ ἑαυτῆς ἐρεῖ.»

ΔΙΚΗ

Καινὰ μὲν ταῦτα, εἰπὲ δὲ ὅμως, ὦ Ἀκαδήμεια, τὸν λόγον ἑκάτερον, ἐπεί σοι ῥᾴδιον


ΑΚΑΔΗΜΕΙΑ

[16] Ἀκούετε, ὦ ἄνδρες δικασταί, πρότερα τὰ ὑπὲρ τῆς Μέθης· ἐκείνης γὰρ τό γε νῦν ῥέον.

Ἠδίκηται ἡ ἀθλία τὰ μέγιστα ὑπὸ τῆς Ἀκαδημείας ἐμοῦ, ἀνδράποδον ὃ μόνον εἶχεν εὔνουν καὶ πιστὸν αὐτῇ, μηδὲν αἰσχρὸν ὧν προστάξειεν οἰόμενον, ἀφαιρεθεῖσα τὸν Πολέμωνα ἐκεῖνον, ὃς μεθ᾽ ἡμέραν ἐκώμαζεν διὰ τῆς ἀγορᾶς μέσης, ψαλτρίαν ἔχων καὶ κατᾳδόμενος ἕωθεν εἰς ἑσπέραν, μεθύων ἀεὶ καὶ κραιπαλῶν καὶ τὴν κεφαλὴν τοῖς στεφάνοις διηνθισμένος. καὶ ταῦτα ὅτι ἀληθῆ, μάρτυρες Ἀθηναῖοι ἅπαντες, οἳ μηδὲ πώποτε νήφοντα Πολέμωνα εἶδον. ἐπεὶ δὲ ὁ κακοδαίμων ἐπὶ τὰς τῆς Ἀκαδημείας θύρας ἐκώμασεν, ὥσπερ ἐπὶ πάντας εἰώθει, ἀνδραποδισαμένη αὐτὸν καὶ ἀπὸ τῶν χειρῶν τῆς Μέθης ἁρπάσασα μετὰ βίας καὶ πρὸς αὑτὴν ἀγαγοῦσα ὑδροποτεῖν τε κατηνάγκασεν καὶ νήφειν μετεδίδαξεν καὶ τοὺς στεφάνους περιέσπασεν καὶ δέον πίνειν κατακείμενον, ῥημάτια σκολιὰ καὶ δύστηνα καὶ πολλῆς φροντίδος ἀνάμεστα ἐπαίδευσεν· ὥστε ἀντὶ τοῦ τέως ἐπανθοῦντος αὐτῷ ἐρυθήματος ὠχρὸς ὁ ἄθλιος καὶ ῥικνὸς τὸ σῶμα γεγένηται, καὶ τὰς ᾠδὰς ἁπάσας ἀπομαθὼν ἄσιτος ἐνίοτε καὶ διψαλέος εἰς μέσην ἑσπέραν κάθηται ληρῶν ὁποῖα πολλὰ ἡ Ἀκαδήμεια ἐγὼ ληρεῖν διδάσκω. τὸ δὲ μέγιστον, ὅτι καὶ λοιδορεῖται τῇ Μέθῃ πρὸς ἐμοῦ ἐπαρθεὶς καὶ μυρία κακὰ διέξεισι περὶ αὐτῆς.

Εἴρηται σχεδὸν τὰ ὑπὲρ τῆς Μέθης. ἤδη καὶ ὑπὲρ ἐμαυτῆς ἐρῶ, καὶ τὸ ἀπὸ τούτου ἐμοὶ ῥευσάτω.

ΔΙΚΗ

Τί ἄρα πρὸς ταῦτα ἐρεῖ; πλὴν ἀλλ᾽ ἔγχει τὸ ἴσον ἐν τῷ μέρει.

ΑΚΑΔΗΜΕΙΑ

[17] Οὑτωσὶ μὲν ἀκοῦσαι πάνυ εὔλογα, ὦ ἄνδρες δικασταί, ἡ συνήγορος εἴρηκεν ὑπὲρ τῆς Μέθης, ἢν δὲ κἀμοῦ μετ᾽ εὐνοίας ἀκούσητε, εἴσεσθε ὡς οὐδὲν αὐτὴν ἠδίκηκα.

Τὸν γὰρ Πολέμωνα τοῦτον, ὅν φησιν ἑαυτῆς οἰκέτην εἶναι, πεφυκότα οὐ φαύλως οὐδὲ κατὰ τὴν Μέθην, ἀλλ᾽ οἰκεῖον ἐμοὶ τὴν φύσιν, προαρπάσασα νέον ἔτι καὶ ἁπαλὸν ὄντα συναγωνιζομένης τῆς Ἡδονῆς, ἥπερ αὐτῇ τὰ πολλὰ ὑπουργεῖ, διέφθειρε τὸν ἄθλιον τοῖς κώμοις καὶ ταῖς ἑταίραις παρασχοῦσα ἔκδοτον, ὡς μηδὲ μικρὸν αὐτῷ τῆς αἰδοῦς ὑπολείπεσθαι. καὶ ἅ γε ὑπὲρ ἑαυτῆς λέγεσθαι μικρὸν ἔμπροσθεν ᾤετο, ταῦτα ὑπὲρ ἐμοῦ μᾶλλον εἰρῆσθαι νομίσατε· περιῄει γὰρ ἕωθεν ὁ ἄθλιος ἐστεφανωμένος, κραιπαλῶν, διὰ τῆς ἀγορᾶς μέσης καταυλούμενος, οὐδέποτε νήφων, κωμάζων ἐπὶ πάντας, ὕβρις τῶν προγόνων καὶ τῆς πόλεως ὅλης καὶ γέλως τοῖς ξένοις.

Ἐπεὶ μέντοι γε παρ᾽ ἐμὲ ἧκεν, ἐγὼ μὲν ἔτυχον, ὥσπερ εἴωθα ποιεῖν, ἀναπεπταμένων τῶν θυρῶν πρὸς τοὺς παρόντας τῶν ἑταίρων λόγους τινὰς περὶ ἀρετῆς καὶ σωφροσύνης διεξιοῦσα· ὁ δὲ μετὰ τοῦ αὐλοῦ καὶ τῶν στεφάνων ἐπιστὰς τὰ μὲν πρῶτα ἐβόα καὶ συγχεῖν ἡμῶν ἐπειρᾶτο τὴν συνουσίαν ἐπιταράξας τῇ βοῇ· ἐπεὶ δὲ οὐδὲν ἡμεῖς ἐπεφροντίκειμεν αὐτοῦ, κατ᾽ ὀλίγον —οὐ γὰρ τέλεον ἦν διάβροχος τῇ Μέθῃ— ἀνένηφε πρὸς τοὺς λόγους καὶ ἀφῃρεῖτο τοὺς στεφάνους καὶ τὴν αὐλητρίδα κατεσιώπα καὶ ἐπὶ τῇ πορφυρίδι ᾐσχύνετο, καὶ ὥσπερ ἐξ ὕπνου βαθέος ἀνεγρόμενος ἑαυτόν τε ἑώρα ὅπως διέκειτο καὶ τοῦ πάλαι βίου κατεγίγνωσκεν. καὶ τὸ μὲν ἐρύθημα τὸ ἐκ τῆς Μέθης ἀπήνθει καὶ ἠφανίζετο, ἠρυθρία δὲ κατ᾽ αἰδῶ τῶν δρωμένων· καὶ τέλος ἀποδρὰς ὥσπερ εἶχεν ηὐτομόλησεν παρ᾽ ἐμέ, οὔτε ἐπικαλεσαμένης οὔτε βιασαμένης, ὡς αὕτη φησίν, ἐμοῦ, ἀλλ᾽ ἑκὼν αὐτὸς ἀμείνω ταῦτα εἶναι ὑπολαμβάνων.

Καί μοι ἤδη κάλει αὐτόν, ὅπως καταμάθητε ὃν τρόπον διάκειται πρὸς ἐμοῦ. — τοῦτον, ὦ ἄνδρες δικασταί, παραλαβοῦσα γελοίως ἔχοντα, μήτε φωνὴν ἀφιέναι μήτε ἑστάναι ὑπὸ τοῦ ἀκράτου δυνάμενον, ὑπέστρεψα καὶ ἀνένηψα καὶ ἀντὶ ἀνδραπόδου κόσμιον ἄνδρα καὶ σώφρονα καὶ πολλοῦ ἄξιον τοῖς Ἕλλησιν ἀπέδειξα· καί μοι αὐτός τε χάριν οἶδεν ἐπὶ τούτοις καὶ οἱ προσήκοντες ὑπὲρ αὐτοῦ.

Εἴρηκα· ὑμεῖς δὲ ἤδη σκοπεῖτε ποτέρᾳ ἡμῶν ἄμεινον ἦν αὐτῷ συνεῖναι


ΔΙΚΗ

[18] Ἄγε δή, μὴ μέλλετε, ψηφοφορήσατε, ἀνάστητε· καὶ ἄλλοις χρὴ δικάζειν.

ΕΡΜΗΣ

Πάσαις ἡ Ἀκαδήμεια κρατεῖ πλὴν μιᾶς.

ΔΙΚΗ

Παράδοξον οὐδέν, εἶναί τινα καὶ τῇ Μέθῃ τιθέμενον

.

.

.


Ένα τυχαίο συμβάν

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


σε ένα κεντρικό εμπορικό δρόμο παιρνωντας στάθηκε στη βιτρίνα ενός καταστήματος,το κατάστημα ήταν κλειστό εκείνη την ώρα,τα μενεκεν είχαν μια γοητεία γι'αυτον,ο τρόπος που σκηνοθετουνταν η στάση τους,τότε είδε στο βάθος του καταστήματος μια γυναίκα ξαπλωμένη,φορούσε ένα μαύρο φόρεμα,πρόσεξε και με τρόμο είδε αίμα στο δάπεδο,δεν μπορεί να έκανε λάθος,εκείνο το κόκκινο χρώμα  δεν μπορούσε να ήταν κάτι άλλο,σκέφτηκε να σταματήσει έναν περαστικό να του δείξει,όχι καλύτερα να πάρει την αστυνομία,δίστασε,μπορούσε να μπλέξει,απομακρύνθηκε κάπου 200 μέτρα,επέστρεψε,δεν είδε την νεαρή γυναίκα,είχε σηκωθεί,κάποιοι, η' κάποιος την είχε σηκώσει,όμως εκεί ήταν λίγο πριν,μάλλον δολοφονημένη,είναι σίγουρος,δεν ήταν φαντασίωση του,

την άλλη μέρα αγόρασε εφημερίδα,πουθενά δεν γράφονταν το γεγονός,πέρασε από το κατάστημα,μπήκε μέσα κι αγόρασε,δώρο για τη γυναίκα του,μια κίτρινη δερμάτινη τσάντα,η πωλήτρια έμοιαζε καταπληκτικά με τη δολοφονημένη γυναίκα,η νεαρή κοπέλα είδε το βλέμμα του,'θελετε κάτι άλλο κύριε;'τον ρώτησε,'οχι,τιποτα'της απάντησε,'μοιαζεται με κάποια γνωστή μου',η κοπέλα γέλασε,'πιθανον,οι άνθρωποι αλλωστε μοιάζουνε μεταξύ τους','χθες την είδα,μεσα σ'αυτο καταστημα,μεγάλη ομοιότητα με σας' της είπε,'εγω έπιασα δουλειά σημερα'ειπε η κοπέλα,'αλλωστε χθες ήταν αργία και το κατάστημα ήταν κλειστο','ευχαριστω πολυ'της ειπε'και συγνώμη για την ενοχληση','παρακαλω,κυριε'του είπε η κοπέλα χαμογελώντας,

από εκείνο το δρόμο δεν θέλησε να ξαναπεράσει,ούτε ξανασχοληθηκε με το θέμα,

πέρασε καιρός,

σε ένα κεντρικό σημείο της πόλης,γεμάτο καφέ και ρεστωραν,κάθονταν μεσημέρι σ'ενα καφέ και παρατηρούσε τους ανθρώπους,άλλη μια αδυναμία του,η παρατήρηση των ανθρώπων,

εκείνη την ώρα περνούσε πολύς κόσμος,τότε την είδε,ήταν εκεινη,σηκώθηκε ,την πρόφτασε και την σταμάτησε,'με θυμάστε,κύρια μου;',εκείνη έδειξε απορία,'δυστυχως,οχι',

'δεν ειστε η πωλητρια',την ρώτησε,'οχι,ποτέ δεν έχω δουλέψει πωλητρια',

'συγνωμη'της είπε,και γύρισε στο καφέ,

αφαιρέθηκε,

'κυριε,μπορεί να καθησω;'

ήταν εκείνη,

'ευχαριστως,καθιστε' της έδειξε τη καρέκλα απέναντι του,

'τι θα πιείτε;'της πρότεινε

'μια βότκα με λεμονι'ειπε η κοπέλα,

ήταν πολύ όμορφη,

''ξερεται'του είπε,'εκεινη τη μέρα',σταμάτησε,

'ποια μέρα;'την ρώτησε,

'που με είδες ξαπλωμένη,μέσα στο κατάστημα,μέσα στα αιματα'

'ησουνα εσύ,μα πως;'την ρώτησε,

'πως γίνεται;',

'μην με ρωτάτε περισσοτερα'

είπε η γυναίκα,

'ξεχαστε το',

'λιγο δύσκολο'της ειπε'σας το υποσχουμε ομως',

η γυναίκα σηκώθηκε,'δυστυχως,δεν έχω χρόνο' του είπε,

του φάνηκε λυπημένη,

έφυγε,

από τότε δεν την ξαναείδε

.

.

.