.
.
GREEK POETRY
-Ο ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ
-ΜΙΜΙΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΗΡΩΝΔΑ-
[μεταφραση αποδοση-κειμενα-χ.ν.κουβελης]-
POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης
.
.
Ηρωνδας-μιμιαμβογραφος-portrait of a man-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
Ηρωνδας-ο Διδασκαλος-Μιμιαμβος-μεταφραση αποδοση κειμενα χ.ν.κουβελης
.
.
Ο ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ
-ΜΙΜΙΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΗΡΩΝΔΑ-
[μεταφραση αποδοση-κειμενα-χ.ν.κουβελης]
.
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΙΜΙΑΜΒΟΓΡΑΦΟΥ ΗΡΩΝΔΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΑΙ ΜΙΜΙΑΜΒΙΚΑ-
χ.ν.κουβελης
ο Ηρώνδας[η' Ηρωΐδας][<Ηρα η' Ηρως+πατρονυμικο ωνδας][300-250 π.Χ περιπου]
ηταν μιμιαμβογραφος απο την Κω και ακμασε το πρωτο μισο του 3ου αιωνα π.Χ
στην Αλεξανδρεια της Αιγυπτου επι Πτολεμαιου του Φιλαδελφου,μια γενια νεωτερος,
του Θεοκριτου.
Ο μιμιαμβος ηταν μιξη δυο ειδων:το ενα ειδος ο μιμος ,με κυριο εκπροσωπο τον
Συρακουσιο Σωφρονιο,5ος αι. π.Χ ,απο τον οποιον εφερε τον μιμο ο Πλατων στην
Αθηνα,και το δευτερο ειδος ο ιαμβος,με εκπροσωπους τον Αρχιλοχο και τον Ιππωναξ.
Ο Ηρωνδας εγραψε τους μιμιαμβους του σε διαλογικη μορφη,σε νοθη ιωνικη διαλε-
κτο και με μετρο τον χωλιαμβο του Ιππωναξ[κουτσο μετρο,η προτελευταια συλλαβη
μακρα αντι βραχεια].
Τα θεματα των μιμιαμβων του ηταν τα 'κακοφημα' της πολης:
περι μαστρωπων,κυριων σ'ερωτικες σχεσεις με δουλους,πορνεια,
δικαστηρια,δασκαλοι,sex shops and sex and city...
Το 1891 βρεθηκε παπυρος σε ταφο με μουμια στην Αιγυπτο στη πολη Μαιγίρ,αρχαια
Μοῖραι, με 8 ολοκληρους μιμιαμβους του Ηρωνδα.
Αυτοι ειναι:
Ι. Προκυκλίς ή μαστροπός-(270-247 π.Χ.)
90 στιχοι-η γρια Γυλλις επισκεπτεται τη νεαρη Μητριχη που ο αντρας της Μανδρης
λειπει δεκα μηνες σε ταξιδι στην Αιγυπτο και προσπαθει να την πεισει για να την ρι-
ξει στην αγκαλια του αθλητη και πλουσιου Γρυλλου,αλλ' αυτη αρνηται ν'απατησει
τον αντρα της
ΙΙ. Ο πορνοβοσκός -[;]
102 στιχοι-ο πορνοβοσκος Βατταρος τραβαει σε δικαστηριο της Κω τον Θαλη γιατι
του εκλεψε απο το πορνειο του μια απ'τις κοπελες και ζημιωνεται ενω αυτος πληρω-
νει τον πορνικο φορο του,στο δικαστηριο παρουσιαζεται και η κοπελα κι οι δικαστες
χανουν τα μυαλα τους.
-ΙΙΙ. Ο διδάσκαλος-[;]
97 στιχοι-η Μητροτιμη φερνει στον δασκαλο Λαμπρισκο τον ασωτο γιο της Κοτταλο
που ξημεροβραδιαζεται στις λεσχες παιζοντας αστραγαλους για να τον συνετισει
δερνοντας τον αλυπητα
IV. Ασκληπιώ ανατεθείσαι και θυσιάζουσαι-(270 π.Χ ;)
95 στιχοι-η Κυννω και η Κοκκαλη επισκεπτονται το ιερο του Ασκληπιου στη Κω με τις
δουλες τους κρατωντας ενα κοκορα για να προσφερουν θυσια γιατι εγειαναν απο
καποια αρρωστια,κι εκει κοιταζουν αφιερωματα αλλων προσκυνητων ,εργα των γιων
του Πραξιτελη και του Απελλη,οπως 'η Αναδυομενη Αφροδιτη' του
V. Η Ζηλότυπος-[;]
85 στιχοι-η ελευθερη κυρια Βιτιννα εχει συναψει ερωτικη σχεση με τον δουλο της
Γαστρωνα που εχει συναψει ερωτικη σχεση και με την Αμφυταια,και του κανει φο-
βερη σκηνη ζηλοτυπιας και διαταζει εναν δουλο της να τον συρει στον Ερμωνα να
τον μαστιγωσει γυμνο και δεμενο,κι ακουωντας τα θερμα παρακαλια της δουλης της
Κυδιλης για την οποια τρεφει μητρικα αισθηματα τελικα αποσυρει την τιμωρια.
VI. Φιλιαζουσαι η' Ιδιαζουσαι-[;]
94 στιχοι-η Μητρω επισκεπτεται την φιλη της Κοριττω και συζητουν διαφορα:
πρωτον την κακη συμπεριφορα των δουλων,μετα η Μητρω ανοιγει το θεμα:ποιος
κατασκευασε το ομοιωμα του αντρικου οργανου,το ειδε στα χερια της Νοσσης που
της το'δωσε η Ευβουλη που της το'δωσε η Κοριττω,αυτο την κανει εξω φρενων,
τελικα κατασκευαστης του ομοιωματος ηταν ο Κερδωνας,ενας πανασχημος .
VII. Σκυτευς-[;]
192 στιχοι[με κενα]-η Μητρω με φιλες της πηγαινει στον υποδηματοποιο Κερδωνα
για ν'αγορασουν παπουτσια,εκεινος παινευει τη δουλεια του,δεν τα βρισκουν στην
τιμη,παζαρευουν,τελικα φευγουν χωρις να ψωνισουν,του λενε πως θα περασουν μια
αλλη φορα
...συνεχεια του προηγουμενου μιμιαμβου,οι γυναικες πηγαν στον σκυτεα για να
εφοδιαστουν μ'ομοιωματα μαλλον παρα με παπουτσια
VIII.Ενύπνιον-[;]
79 στιχοι[με κενα]-μαλλον ο ιδιος ο ποιητης διηγηται το ονειρο που ειδε,σ'ενα
χειμωνιατικο περιβαλλον απο βοσκους,στη γιορτη του Διονυσου σ'εναν ασκωλια-
σμο,μουσικοχορευτικο διαγωνισμο,στη γιορτη του Διονυσου,το πρωτο βραβειο θα
το παρει ο Ηρωνδας για να σκασουν οι επικριτες του.
-Απο τον μιμιαμβο 'Απονηστιζόμεναι' εχουν διασωθει μονο 13 στιχοι.
.
ο Κ.Π.Καβαφης εγραψε το 1892 το ποιημα:
Οι Μιμίαμβοι του Ηρώδου
Επί αιώνας μένοντες κρυμμένοι
εντός του σκότους Αιγυπτίας γης
μέσω τοιαύτης απελπιστικής σιγής
έπληττον οι μιμίαμβ' οι χαριτωμένοι·
αλλά επέρασαν εκείν' οι χρόνοι,
έφθασαν από τον Βορρά σοφοί
άνδρες, και των ιάμβων έπαυσ' η ταφή
κ' η λήθη. Οι ευτράπελοί των τόνοι
μας επανέφεραν τας ευθυμίας
ελληνικών οδών και αγορών·
κ' εμβαίνομεν μαζύ των εις τον ζωηρόν
βίον μιας περιέργου κοινωνίας.-
Μας απαντά ευθύς πονηροτάτη
μεσήτρια που σύζηγον πιστήν
ζητεί να διαφθείρη! Πλην την αρετήν
γνωρίζει η Μητρίχη να φυλάττη.
Άλλον κατόπιν βλέπωμεν αχρείον
όστις κατάστημά τι συντηρεί
και άνδρα Φρύγα εμμανώς κατηγορεί
ως βλάψαντα το - παρθεναγωγείον.
Δύο πολύλογοι, κομψαί κυρίαι
επίσκεψιν εις τον Ασκληπιόν
κάμνουν· φαιδρύνουν δε μεγάλως τον ναόν
αι νοστιμώταταί των ομιλίαι.
Εις μέγα εργοστάσιον σκυττέως
εμβαίνομεν με την καλήν Μητρώ.
Ωραία πράγματα εδώ κείντ' εν σωρώ
εδώ ευρίσκετ' ο συρμός ο τελευταίος.
Πλην πόσα έλλειψαν εκ των παπύρων·
πόσον συχνά των μιαρών σηρών βορά
έγινεν ίαμβος λεπτός και είρων!
Ο ατυχής Ηρώδης, καμωμένος
δια τα σκώμματα και δια τα φαιδρά,
τι σοβαρά μας ήλθε πληγωμένος!
.
Περι της μεταφρασης αποδοσης του μιμιαμβου σχετικα:
-αντι της μεταφρασης λεξη προς λεξη προτιμηθηκε η αποδοση του μιμιαμβου-
λαικου θεατρου λογω του ιδιολεκτου λογου του
-χαλκινδα,χαλκισμος,-στριφτο-παιχνιδι στο οποιο πετωντας στριφογυριζαν ενα
χαλκινο νομισμα και το επιαναν πριν να πεσει κατω
[ό μεν χαλκισμός, όρθόν νόμισμα έδει συντόνως περιστρέψαντας επιστρεφόμενον
επιστήσαι τώ δακτυλω]περιγραφει το παιγνιον ο Πολυδεύκης
-ἀστραγάλαι-αστραγαλοι-κοτσια-
οι 4 πλευρες του αστραγαλου:απο τις 2 πλατιες 'πρανες' λεγονταν η κυρτη και
'υπτιον' η κοιλη-απο τις 2 στενες 'χιον' λεγονταν η εξογκωμενη και 'κωον' η πε-
πιεσμενη-
η πλευρα με την οποια ο αστραγαλος αγγιζε το χωμα ειχε αξια-βαθμους:
το κωον επερνε 6,το χιον 1,το υπτιον 3 και το πρανες 4
το χιον ονομαζονταν και κυων ,το κωον εξιτης
-τριηκας-στις 30 καθε μηνα πληρωνονταν τα διδακτρα του σχολειου
-παίστρην-αιθουσα παιγνιων-παιγνιον-λεσχη
-προυνεικοι-τιποτενιοι,αχθοφοροι,χαμαληδες
-δρηπεται-δραπετες
[εν τοις ορεσιν λυκοι και λεοντες
εν ταις πολεσιν κλεπται και λωποδυται]
-Μαρων -Σιμων-αξιες στο παιγνιδι των αστραγαλων
-Φρυξ-απο τη Φρυγια- συνωνυμο του δουλου
-ἤμαιθα-ἤμαιθον-1 ἤμαιθον ισο 1/2 του οβολού και 1 οβολός ισον με 1/6 της δραχμής
-Δήλιος κυρτεύς-ψαρας της Δηλου-ενας ξεκουραστος τροπος ψαρεματος
-βοὸς κέρκος-βουνευρο-το νευρο απο τα γεννητικα οργανα του βοδιου
-λωβεῦμαι-κακοποιω-ξυλοφορτωνω
-†χολῇ† βῆξαι.-λογοπαιγνιο με τον χωλιαμβον
.
.
-III.Ο διδάσκαλος-[;]
Προέλευση: Αίγυπτος (ακριβής τόπος συγγραφής και εύρεσης άγνωστος· σύµφωνα
µε τον πωλητή του παπύρου βρέθηκε στη Μαιγίρ, αρχαία πόλη Μοῖραι).
Χρονολόγηση: 1ος / 2ος αιώνας µ.Χ. (περίπου 100 µ.Χ.).
.
ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ
1 Οὕτω τί σοι δοίησαν αἱ φίλαι Μοῦσαι,
2 Λαµπρίσκε, τερπνὸν τῆς ζοῆς τ’ ἐπαυρέσθαι,
3 τοῦτον κατ’ ὤµου δεῖρον, ἄχρις ἡ ψυχή
4 αὐτοῦ ἐπὶ χειλέων µοῦνον ἡ κακὴ λειφθῆι.
5 ἔκ µευ ταλαίνης τὴν στέγην πεπόρθηκεν
6 χαλκίνδα παίζων· καὶ γὰρ οὐδ’ ἀπαρκεῦσιν
7 αἱ ἀστραγάλαι, Λαµπρίσκε, συµφορῆς δ’ ἤδη
8 ὁρµᾶι ἐπὶ µέζον. κοῦ µὲν ἡ θύρη κεῖται
9 τοῦ γραµµατιστέω — καὶ τριηκὰς ἡ πικρή
10 τὸν µισθὸν αἰτεῖ κἢν τὰ Ναννάκου κλαύσω —
11 οὐκ ἂν ταχέως λήξειε· τήν γε µὴν παίστρην,
12 ὅκουπερ οἰκίζουσιν οἵ τε προύνικοι
13 κοἰ δρηπέται, σάφ’ οἶδε κἠτέρωι δεῖξαι.
14 κἠ µὲν τάλαινα δέλτος, ἣν ἐγὼ κάµνω
15 κηροῦσ’ ἑκάστου µηνός, ὀρφανὴ κεῖται
16 πρὸ τῆς χαµεύνης τοῦ ἐπὶ τοῖχον ἑρµῖνος,
17 ἢν µήκοτ’ αὐτὴν οἷον Ἀίδην βλέψας
18 γράψηι µὲν οὐδὲν καλόν, ἐκ δ’ ὅλην ξύσηι·
19 αἱ δορκαλῖδες δὲ λιπαρώτεραι πολλόν
20 ἐν τῆισι φύσηις τοῖς τε δικτύοις κεῖνται
21 τῆς λεκύθου ἡµέων τῆι ἐπὶ παντὶ χρώµεσθα.
22 ἐπίσταται δ’ οὐδ’ ἄλφα συλλαβὴν γνῶναι,
23 ἢν µή τις αὐτῶι ταὐτὰ πεντάκις βώσηι.
24 τριθηµέραι Μάρωνα γραµµατίζοντος
25 τοῦ πατρὸς αὐτῶι, τὸν Μάρωνα ἐποίησεν
26 οὗτος Σίµωνα ὁ χρηστός· ὥστ’ ἔγωγ’ εἶπα
27 ἄνουν ἐµαυτήν, ἥτις οὐκ ὄνους βόσκειν
28 αὐτὸν διδάσκω, γραµµάτων δὲ παιδείην,
29 δοκεῦσ’ ἀρωγὸν τῆς ἀωρίης ἕξειν.
30 ἐπεὰν δὲ δὴ καὶ ῥῆσιν οἷα παιδίσκον
31 ἢ ’γώ µιν εἰπεῖν ἢ ὁ πατὴρ ἀνώγωµεν,
32 γέρων ἀνὴρ ὠσίν τε κὤµµασιν κάµνων,
33 ἐνταῦθ’ ὅκως νιν ἐκ τετρηµένης ἠθεῖ
34 «Ἄ̣πολ̣λον Ἀ̣γρεῦ», «τοῦτο» φηµὶ «χἠ µάµµη,
35 τάλης, ἐρεῖ σοι — κἠστὶ γραµµάτων χήρη —
36 κὠ προστυχὼν Φρύξ». ἢν δὲ δή τι καὶ µεῖζον
37 γρῦξαι θέλωµεν, ἢ τριταῖος οὐκ οἶδεν
38 τῆς οἰκίης τὸν οὐδόν, ἀλλὰ τὴν µάµµην,
39 γρηῢν γυναῖκα κὠρφανὴν βίου, κείρει,
40 ἢ τοῦ τέγευς ὕπερθε τὰ σκέλεα τείνας
41 κάθηθ’ ὅκως τις καλλίης κάτω κύπτων.
42 τί µευ δοκεῖς τὰ σπλάγχνα τῆς κάκης πάσχειν
43 ἐπεὰν ἴδωµι; κοὐ τόσος λόγος τοῦδε·
44 ἀλλ’ ὁ κέραµος πᾶς ὥσπερ ἴτ‹ρ›ια θλῆται,
45 κἠπὴν ὁ χειµὼν ἐγγὺς ἦι, τρί’ ἤµαιθα
46 κλαίουσ᾿ ἑκάστου τοῦ πλατύσµατος τίνω·
47 — ἓν γὰρ στόµ’ ἐστὶ τῆς συνοικίης πάσης,
48 «τοῦ Μητροτίµης ἔργα Κοττάλου ταῦτα»,
49 κἀληθίν’ — ὥστε µηδ’ ὀδόντα κινῆσαι.
50 ὅρη δ᾿ ὁκοίως τὴν ῥάκιν λελέπρηκε
51 πᾶσαν, καθ’ ὕλην, οἷα Δήλιος κυρτεύς
52 ἐν τῆι θαλάσσηι, τὠµβλὺ τῆς ζοῆς τρίβων.
53 τὰς ἑβδόµας τ’ ἄµεινον εἰκάδας τ’ οἶδε
54 τῶν ἀστροδιφέων, κοὐδ’ ὕπνος νιν αἱρεῖται
55 νοεῦνθ’ ὅτ’ ἦµος παιγνίην ἀγινῆτε.
56 ἀλλ’ εἴ τί σοι, Λαµπρίσκε, καὶ βίου πρῆξιν
57 ἐσθλὴν τελοῖεν αἵδε κἀγαθῶν κύρσαις,
58 µἤλασσον αὐτῶι — ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ Μητροτίµη, ‹µὴ›
ἐπεύχεο·
59 ἕξει γὰρ οὐδὲν µεῖον. Εὐθίης κοῦ µοι,
60 κοῦ Κόκκαλος, κοῦ Φίλλος; οὐ ταχέως τοῦτον
61 ἀρεῖτ’ ἐπ’ ὤµου τῆι Ἀκέσεω σεληναίηι
62 δείξοντες; αἰνέω τἄργα, Κότταλ’, ἃ πρήσσεις·
63 οὔ σοι ἔτ’ ἀπαρκεῖ ταῖσι δορκάσιν παίζειν
64 ἀστράβδ’ ὅκωσπερ οἵδε, πρὸς δὲ τὴν παίστρην
65 ἐν τοῖσι προ‹υ›νίκοισι χαλκίζεις φοιτέων.
66 ἐγώ σε θήσω κοσµιώτερον κούρης,
67 κινεῦντα µηδὲ κάρφος, εἰ τό γ’ ἥδιστον.
68 κοῦ µοι τὸ δριµὺ σκῦτος, ἡ βοὸς κέρκος,
69 ὧι τοὺς πεδήτας κἀποτάκτους λωβεῦµαι;
70 δότω τις εἰς τὴν χεῖρα πρὶν χολῆ‹ι› βῆξαι.
ΚΟΤΤΑΛΟΣ
71 µή µ’ ἱκετεύω, Λαµπρίσκε, πρός σε τῶν Μουσέων
72 καὶ τοῦ γενείου τῆς τε Κόττιδος ψυχῆς,
73 µὴ τῶι µε δριµεῖ, τῶι ’τέρωι δὲ λώβησαι.
74 ‹ΛΑ.› ἀλλ’ εἲς πονηρός, Κότταλε, ὥ‹σ›τε καὶ περνάς
75 οὐδείς σ’ ἐπαινέσειεν, οὐδ’ ὅκου χώρης
76 οἱ µῦς ὁµοίως τὸν σίδηρον τρώγουσιν.
77 ΚΟ. κόσας, κόσας, Λαµπρίσκε, λίσσοµαι, µέλλεις
78 ἔς µευ φορῆσαι; ‹ΛΑ.› µὴ ’µέ, τήνδε δ’ εἰρώτα.
79 ‹ΚΟ.› τατᾶ, κόσας µοι δώσετ’; ‹ΜΗ.› εἴ τί σοι ζώιην,
80 φέρειν ὅσας ἂν ἡ κακὴ σθένηι βύρσα.
81 ‹ΚΟ.› παῦσαι· ἱκαναί, Λαµπρίσκε. ΛΑ. καὶ σὺ δὴ παῦσαι
82 κάκ’ ἔργα πρήσσων. ‹ΚΟ.› οὐκέτ’, οὐχί ‹τι› πρήξω,
83 ὄµνυµί σοι, Λαµπρίσκε, τὰς φίλας Μούσας.
84 ΛΑ. ὅσσην δὲ καὶ τὴν γλάσσαν, οὗτος, ἔσχηκας·
85 πρός σοι βαλέω τὸν µῦν τάχ’ ἢν πλέω γρύξηις.
86 ΚΟ. ἰδού, σιωπῶ· µή µε, λίσσοµαι, κτείνηις.
87 ΛΑ. µέθεσθε, Κόκκαλ’ αὐτόν. ΜΗ. οὐ δ‹εῖ σ’› ἐκλῆξαι,
88 Λαµπρίσκε· δεῖρον ἄχρις ἥλιος δύσηι.
89 ΛΑ. ἀλλ’ ἐστὶν ὕδρης ποικιλώτερος πολλῶι
90 καὶ δεῖ λαβεῖν νιν κἀπὶ βυβλίωι δήκου
91 τὸ µηδέν, ἄλλας εἴκοσίν γε, καὶ ἢν µέλληι
92 αὐτῆς ἄµεινον τῆς Κλεοῦς ἀναγνῶναι.
93 ‹ΚΟ.› ἰσσαῖ. ‹ΛΑ.› λάθοις τὴν γλάσσαν ἐς µέλι πλύνας.
94 ‹ΜΗ.› ἐρέω ἐπιµηθέως τῶι γέροντι, Λαµπρίσκε,
95 ἐλθοῦσ’ ἐς οἶκον ταῦτα καὶ πέδας ἥξω
96 φέρουσ’ ὅκως νιν σύµποδ’ ὧδε πηδεῦντα
97 αἱ πό̣τν̣ια̣ι βλέπωσ̣ι̣ν ἃς ἐµίσησεν.
.
[μεταφραση-αποδοση χ.ν.κουβελης]
ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ
και να σου δωσουν οι σεβαστες Μουσες
Λαμπρισκε,καθε καλο στη ζωη ν'απολαυσεις
πιαστον και δειρτον αλυπητα,μεχρι η ψυχη του
να βγει απ'το στομα του
5 της δυστυχης εμενα το σπιτι καταστρεψε
στριφτο παιζοντας και δεν του φτανουν
οι αστραγαλοι κι αλλη συμφορα ακομα
μεγαλυτερη παει να φερει,κι ουτε τη πορτα
του σχολειου που βρισκεται-κι η τριαντα
10 του μηνος η πικρη θελει τη πληρωμη της
κι εγω κλαιω-ξερει να πει,αλλ'αν ειναι για τη λεσχη
εκει που ξημεροβραδιαζονται κλεφτες
και λωποδυτες τα παντα ξερει κι αλλον να παρασυρει
κι η δυστυχη πλακα,που την κηρωνω
15 καθε μηνα βρισκεται χαμω παρατημενη
στο ποδι του κρεβατιου κοντα στο τοιχο
κι αν καμια φορα την πιασει σαν τον Αδη την κοιταζει
οχι για να γραψει κατι σωστο,μα για να την μουτζουρωσει
και τα κοτσια απο δορκαδα γυαλισμενα ενα-ενα
20 στις θηκες τους πιοτερο απ'το δοχειο του λαδιου
που σε καθε τι το χρειαζομαστε
δεν ξερει ακομα ουτε την αλφα συλλαβη να ξεχωρισει
αν καποιος πεντακις δεν του βροντοφωναξει
κι οταν πριν τρεις μερες τον Κυνα του διδασκε να κλινει
25 ο πατερας του,τον Κυνα εκλινε
αυτος Κωον ο κοπριτης,τοτ'εγω ειπα
πως ειμ'ανοητη,αντι να τον διδασκω γαιδαρους
να βοσκει,τον στελνω να μαθει γραμματα
νομιζοντας πως στα γεραματα θα τον εχω προστατη
30 κι αν μια προταση σαν παιδακι που'ναι
το παρακαλεσουμε να πει εγω η' ο πατερας του
που'ναι γερος ανθρωπος κι αρρωστος στα ματια και στ'αυτια
εδω οπως με το καλαθι βγαζει νερο
'Απολλων...Αγρευ...' ,'αυτο' του λεω' κι η γιαγια
35,η δυστυχη,θα στο πει-κι ας ειναι αγραμματη-
κι ο τυχαιος Φρυγας δουλος κι αν τολμησουμε κι υψωσουμε
φωνη,η' για τρεις μερες ξεχναει
του σπιτιου το δρομο,και τη γιαγια,
γρια γυναικα που ψωμοζει,ενοχλει
40 η' πανω στη σκεπη τα σκελια απλωνοντας
καθεται οπως ενας πιθηκος κατω σκυβοντας
και να με πιστεψεις τα σπλαχνα μου υποφερουν
οποτε τον βλεπω,κι οχι τοσο για λογου του.
αλλα τα κεραμιδια ολα οπως τα παξιμαδια σπανε,
45 κι οταν ο χειμωνας φτανει,τρια ταλληρα
κλαιγοντας για καθε μετρο πληρωνω
γιατι στο στομα ειμαστε ολης της συνοικιας.
'αυτα ειν'εργα του Κοτταλου της Μητροτιμης',
κι αληθεια ειναι ωστε κουβεντα δεν βγαζω.
50 δες πως τη ραχη γρατσουνισε
ολη,στα δαση,οπως ψαρας της Δηλου
στη θαλασσα,την ασημαντη ζωη του φθειροντας,
τις εφτα καλυτερα και τις εικοσι γνωριζει
απ'τους αστρονομους,κι ουτ'υπνος τον περνει
55 οταν σκεπτεται τις μερες αργιας που'χεται
αλλ'αν σε σενα,Λαμπρισκε,τα πραγματα της ζωης σου
εξοχα φερουν και καλα αυτες που τραγουδουν
μη σ'αυτον λιγοτερες δωσεις
ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ
Μητροτιμη,μην παρακαλας
δεν θα'χει τιποτα λιγοτερο,Ευθια που'σαι,
60 που Κοκκαλε,που Φιλλε,μην καθυστερητε αυτον
σηκωστε απ'τον ωμο τη σεληνη
να του δειξτε,επαινω τα εργα,Κοτταλε,που κανεις
δεν σ'αρκει πια με αυτα τα κοτσια να παιζεις
γυροφερνεις οπως ξερω στις λεσχεις
65 με κλεφτες και λωποδυτες συγχνωτιζεσε στο στριφτο
εγω θα σε φκιαξω πιο φρονιμο κι απο κοριτσι,
μητ'αχυρο ν'αγγιζεις,αν αυτο'ναι ευχαριστο.
που'ναι το τσουχτερο λουρι,η' η βοιδοπετσα,
μ'αυτο τους δεμενους σ'απομονωση κακοποιω,
70 ας μου το δωσει καποιος στο χερι πριν χολη να φτυσω
ΚΟΤΤΑΛΟΣ
μη μη ικετευω,Λαμπρισκε,στις Μουσες σου
και στο γενιο σου και της Κοττιδος ψυχης,
μη με το τσουχτερο,μ'αλλο να με χτυπησεις.
‹ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ›
αλλ'εισαι πονηρος,Κοτταλε,ωστε και για πουλημα
75 κανενας δεν θα σε παινευε,ουτ'οπου στη χωρα
τα ποντικια το σιδερο τρωνε
ΚΟΤΤΑΛΟΣ
ποσες,ποσες,Λαμπρισκε,σε θερμοπαρακαλω,προκειται
να με φορτωσεις;
‹ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ›
οχι εμενα,αυτην ρωτα
‹ΚΟΤΤΑΛΟΣ›
ωχ ωχ,ποσες θα μου δωστε;
‹ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ›
στη ζωη σου,
80 θα σε φορτωσω οσες μπορει ν'αντεξει το παλιοτομαρο σου
‹ΚΟΤΤΑΛΟΣ›
σταματα.αρκετες,Λαμπρισκε
ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ
κι εσυ σταματα
κακα εργα να κανεις
‹ΚΟΤΤΑΛΟΣ›
ποτε πια ποτε πια δεν θα κανω
σ'ορκιζομαι,Λαμπρισκε,στις σεβαστες Μουσες
ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ
τι στομα,τετοιε, εχεις
85 θα στο βουλωσω γρηγορα να μην ξεφωνιζεις πια
ΚΟΤΤΑΛΟΣ
δες,σωπαινω.μη με,σε θερμοπαρακαλω,σκοτωσεις
ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ
αφησε τον,Κοκκαλε
ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ
δεν πρεπει να παψεις να τον χτυπας.
Λαμπρισκε,δειρτον μεχρι ο ηλιος να δυσει
‹ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ
αλλ'.....................
ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ
αλλ'ειναι απ'την υδρα πιο πολυ πολυχρωμος
90 και πρεπει να παρ' αυτος- κι απανω στο βιβλιο του ακομα,
το μηδενικο-αλλες εικοσι,κι αν προκειται
καλυτερα κι απ'αυτη τη Κλειω να διαβαζει
‹ΚΟΤΤΑΛΟΣ›
πω πω
‹ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ›
κι αν δεν το καταλαβεις τη γλωσσα στο μελι να πλυνεις
‹ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ›
θα πω τωρα που το εννοησα στον γεροντα,Λαμπρισκε,
95 οταν παω στο σπιτι αυτα,και περδικλια θα φερω
γυριζοντας οπως αυτον περδικλωμενο εδω να πηδα
οι σεβαστες να τον βλεπουν που τις μισησε
.
.
.