I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025

N -Poetry Ποιηση -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

 .

.

N

Poetry  Ποιηση

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis



My own empire of heteronyma -χνκουβελης cncouvelis 


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

μεταφράζοντας 


Ομήρου Οδύσσεια ραψωδία τ' στίχοι 535-553

-Το όνειρο τής Πηνελοπης-


αλλά έλα τώρα τ'ονειρο άκουσε και εξηγα το μου

χήνες μέσ'στο σπίτι μου είκοσι στάρι τρωνε

βρεγμένο στο νερό και να τις βλέπω χαιρομαι 

κι ήρθε μεγαλος απ' το βουνό γαμψονυχος αετός

κι όλες απ' το λαιμό τις άρπαξε και σκοτωσε,

αυτές πεσαν σωριαστηκαν στο σπίτι,κι αυτος 

στον λαμπρό ανέβηκε αερα,και τοτ'εγω έκλαιγα

και μέσ'στο όνειρο θρηνουσα,και γύρω μου οι Αχαιες 

μαζεύτηκαν οι ομορφομαλλουσες,που φώναζα κι έκλαιγα,

γιατι αετός μού σκότωσε τις χήνες,

κι εκείνος αφού ξαναγυρισε και στου σπιτιου σε δοκάρι

κάθισε που προεξειχε μ'ανθρωπινη φωνή με ηρεμησε

και είπε:ησύχαζε,τού φημιστου Ικάριου κόρη,

δεν ειναι ονειρο,αλλά όραμα αληθινό,που θα σού βγει,

οι χήνες οι μνηστήρες,κι εγώ που πριν αετός πουλί ήμουν

τώρα όμως ο άντρας σου κι έχω γυρίσει,που σ' όλους

θα φέρω τούς μνηστήρες άδοξο τέλος,

έτσι μίλησε,και τότ'εμενα ο γλυκός μ'αφησε υπνος,

και γύρω κοιτάζοντας τις χήνες στο σπίτι ειδα

στάρι να τσιμπολογουν στη λεκάνη,όπου και πριν.

.


ἀλλ' ἄγε μοι τὸν ὄνειρον ὑπόκριναι καὶ ἄκουσον.535

χῆνές μοι κατὰ οἶκον ἐείκοσι πυρὸν ἔδουσιν

ἐξ ὕδατος, καί τέ σφιν ἰαίνομαι εἰσορόωσα·

ἐλθὼν δ' ἐξ ὄρεος μέγας αἰετὸς ἀγκυλοχήλης

πᾶσι κατ' αὐχένας ἦξε καὶ ἔκτανεν· οἱ δ' ἐκέχυντο

ἁθρόοι ἐν μεγάροισ', ὁ δ' ἐς αἰθέρα δῖαν ἀέρθη.540

αὐτὰρ ἐγὼ κλαῖον καὶ ἐκώκυον ἔν περ ὀνείρῳ,

ἀμφὶ δέ μ' ἠγερέθοντο ἐϋπλοκαμῖδες Ἀχαιαί,

οἴκτρ' ὀλοφυρομένην, ὅ μοι αἰετὸς ἔκτανε χῆνας.

ἂψ δ' ἐλθὼν κατ' ἄρ' ἕζετ' ἐπὶ προὔχοντι μελάθρῳ,

φωνῇ δὲ βροτέῃ κατερήτυε φώνησέν τε·545

«θάρσει, Ἰκαρίου κούρη τηλεκλειτοῖο·

οὐκ ὄναρ, ἀλλ' ὕπαρ ἐσθλόν, ὅ τοι τετελεσμένον ἔσται.

χῆνες μὲν μνηστῆρες, ἐγὼ δέ τοι αἰετὸς ὄρνις

ἦα πάρος, νῦν αὖτε τεὸς πόσις εἰλήλουθα,

ὃς πᾶσι μνηστῆρσιν ἀεικέα πότμον ἐφήσω.»550

ὣς ἔφατ', αὐτὰρ ἐμὲ μελιηδὴς ὕπνος ἀνῆκε·

παπτήνασα δὲ χῆνας ἐνὶ μεγάροισ' ἐνόησα

πυρὸν ἐρεπτομένους παρὰ πύελον, ἧχι πάρος περ

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

η αλήθεια είναι μορφή υπερβολής


στην μηχανή εκτύπωσης μια σημείωση του Πουλαντζά:

το κράτος δεν είναι πράγμα, είναι σχέση.

αλλά οι σχέσεις έχουν πεθάνει.

η Ρόζα Λούξεμπουργκ στη λάσπη τού καναλιου Λανβεχρ

στο Λιχτενστάιν 

ανασαίνει ακόμα.

το νερό τη θυμάται.χλωμη μικροκαμωμένη,χωλαινει ελαφρά.

τότε ο Γκράμσι γράφει από το κελί του:μισώ τούς αδιάφορους.

κανένας πια δεν αναπαράγει την ενοχή του

όλοι πλέον αγοράζουν τη μελαγχολία σε προσφορά.

οι Δίκες της Μόσχας επαναλαμβάνονται 

ο Μπέρια καταδιδει ονόματα,

κανείς δεν απαντά.

κι ύστερα,

η Ελλάδα:

ο Εμφύλιος μέσα στη  παγωμένη  Μακεδονια,

ένας αντάρτης διαβάζει Σινόπουλο,

Ελπηνορα,πως έφτασες ως εδώ κουτσαινοντας;

στο τέλος

η ιστορία δεν τελείωσε. Εγώ τελείωσα.

this is the way the world ends

με τη σιωπή μιας σκέψης που έγινε εμπορικό σήμα.

«ο ηγεμόνας είναι πλέον η γλώσσα»,

η ειρωνεία τού Nicolo Machiavelli 

ο Μπέρια χειροκροτεί.

«μπράβο», λέει,

πιο πέρα, ο Κικέρων πίνει καφέ με τον Gyorgy Lukacs 

συζητούν για τη ratio publica 

για τη δημοκρατία του φόβου,

και για το αν η ρητορική μπορεί ακόμα να σώσει ανθρώπους.

ο Lukacs γελά:

«η αλήθεια είναι μορφή υπερβολής.

μόνο ο θόρυβος τής επανάστασης μένει.»

στην εφημερίδα η Σφαγή τής Μήλου 

(Θουκυδίδης,βιβλίο ε ')

ὅ­τι δί­και­α μὲν ἐν τῷ ἀν­θρω­πε­ί­ῳ λό­γῳ ἀ­πὸ τῆς ἴ­σης ἀ­νάγ­κης κρί­νε­ται, 

δυ­να­τὰ δὲ οἱ προ­ύ­χον­τες πράσ­σου­σι καὶ οἱ ἀ­σθε­νεῖς ξυγ­χω­ροῦ­σιν

ο άνθρωπος ένα βιολογικό φαινόμενο

γεννιέται από το σώμα,όχι από την ιδεολογία

ο Σωκράτης συνομιλεί με τον Τρότσκι στο διάλειμμα

της ταινίας του Godard:Prenom.Carmen

«το δηλητήριο μού το έδωσε η πόλη»,

«εμένα το έδωσε η Επανάσταση»

κι ύστερα

«ο έρωτας και η επανάσταση είναι ζήτημα εικόνας»,

λέει η Κλεοπάτρα και φωτογραφίζεται με τον Τσε Γκεβάρα.

ο Μάρκος Αυρήλιος διαβάζει το Εις Εαυτόν:

«ό,τι συμβαίνει, συνέβη ήδη"

ό,τι λέγεται, ήδη ειπώθηκε·

ό,τι γράφεται, ήδη σβήστηκε..

διαλύεται σε θραύσματα:

ο Λούκατς: η συνείδηση ήταν το τελευταίο λάθος.

η Ρόζα: ο κόσμος άνθισε για λίγο, ύστερα έγινε σύστημα.

ο Καστοριάδης: η αυτονομία μεταφράστηκε σε interface.

ο Αξελός: το παιχνίδι τελείωσε, αλλά συνεχίζεται χωρίς παίκτες.

κι εγώ

η φωνή που απομένει

η τελευταία πρόταση δεν ολοκληρώνεται ποτέ...

και αυτή,

όπως πάντα,

είναι ο κόσμος.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Fragmenta

(Ελληνικά, English, Francais, German,Italiano, Spanish, Portuguese)


αφού δεν πεθαναμε 

στην αρχή τού θανατου

νέοι ηρωικοί γενναίοι 


θα πεθάνουμε

στο τέλος τού θανάτου

γερασμένοι αδύνατοι ερημοι

.

.

Fragmenta


since we did not die

at the beginning of death

young heroic brave


we shall die

at the end of death

aged weak alone

.

.

Fragmenta


puisque nous ne sommes pas morts

au commencement de la mort

jeunes héroïques courageux


nous mourrons

à la fin de la mort

vieux faibles seuls

.

.


Fragmenta


da wir nicht gestorben sind

am Anfang des Todes

jung heldenhaft mutig


werden wir sterben

am Ende des Todes

alt schwach einsam

.

.


Fragmenta


poiché non siamo morti

all’inizio della morte

giovani eroici coraggiosi


moriremo

alla fine della morte

vecchi deboli soli


.

.

Fragmenta


ya que no morimos

al comienzo de la muerte

jóvenes heroicos valientes


moriremos

al final de la muerte

viejos débiles solos

.

.

Fragmenta


já que não morremos

no começo da morte

jovens heróicos corajosos


morreremos

no fim da morte

velhos fracos sozinhos

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

το σώμα τής γλώσσας


ύλη συσσώρευση φωνών

είναι η συμφωνία corpus.

στο ασυμβατο

ο θρήνος τής Μήδειας 

σε ένα μαθηματικό αξίωμα.

στις αναδιπλώσεις τής αφης

και πώς το άπειρο

περιέχει απείρως απειρο

Εν τω μεταξύ,

ένα string quartet για ελικόπτερα και αντίφωνα,

ο Κικέρων περιγράφει τη Ρώμη ως έναν πίνακα Galois,

όπου κάθε ιδέα έχει ακριβώς p ρίζες, 

αρκεί να μην είναι ασυνεπής 

με τον Gödel,

στη Σαμοθράκη, το άγαλμα της Νίκης 

ακούει Verdi,

στον ήχο τού νερού,

ο Αρριανός κρατά χαρτοφυλάκια με αποδείξεις πολέμου, 

διαπραγματεύσεις, θρόνοι.

και ταυτόχρονα, μια διαδήλωση στη Λατινική Αμερική, 

οι πλατειές τής Ινδίας, οι αγώνες τωνυ γυναικών στην Αφρική

όλα συνδεμένα,

νύχτα

μια πόλη μηχανή

οι άνθρωποι είναι πειράματα προσωκρατικών εννοιών,

η κάθε βιτρίνα μια εκδοχή τού Πλάτωνα

με τα φώτα neon .

το σώμα δεν ξέρει,αλλά θυμαται,

το ίχνος μιας μέλισσας στον αέρα,

on this day έζησες λίγο,

«All the news that’s fit to print» 

τίτλος εφημερίδας, Νέα Υόρκη, 1897

Αυτόγραφα σημειώματα τού Luigi Nono: 

«…la voce / il suono / l’urlo nel silenzio…»

Παράγραφος από το Cantos τοῦ Ezra Pound:

 “And the light in Phoenicia, the sound / of cargoes 

and the winged ship, the olive…”

όταν σβήνουν οι ψυχές 

στα ορυκτά βρυα μεταμεσονυχτια,

ο Κικέρων ρητορευει: 

“Quo usque tandem abutere, Catilina, patientia nostra?”

Μέχρι πότε,Κατιλίνα,θα παίζεις με την υπομονή μας;

η επιμονή να αντέχεις

το Imperium και η Pax Romana

να φθειρονται

Ο Vladimir Lenin γράφει στην ομίχλη το όνομα

Vladimir Mayakovsky 

όπου οι λέξεις θρυμματίζονται.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Άτιτλο 


γλώσσα σώμα δαρμένο

φωνή να πονάει.

εγώ βλεπω

όλα αυτά 

σπασμένα δόντια,

φλέβες,

στα παγκάκια τής Ομόνοιας

μετράω πτώματα

και μια σφαίρα στο κεφάλι

μη μας σκοτώνετε άλλο

εγώ θέλω μόνο

να μην φοβούνται τα παιδιά.

.

.

.



χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

όμορφη μέσα στις λεξεις


δεν είσαι όμορφη 

έχεις σημάδια απ’ τις φωτιές σου

και δεν φοβάσαι να καεις ξανά.

το σώμα σου 

είναι χώμα

κι ανθίζει

τις νύχτες που στάθηκες όρθια.

δεν αρνήθηκες τη σιωπή

το δέρμα σου ουρλιάζει

κι όμως ακόμα λαμπει

είσαι κραυγη

δεν είσαι εικόνα


αν με αγαπήσεις,λεει

να ‘σαι έτοιμος να καείς,

δεν έχω άλλη ζεστασιά να δώσω


μου λένε :είσαι όμορφη.

κι εγώ γελάω,

γιατί ξέρω τι πόνεσε για να γίνει.


Κάτω απ’ το κραγιόν,

υπάρχει ένα στόμα

που έχει φτύσει την ήττα.


ζητώ λίγο χώρο να ανασανω


είμαι γυναίκα

όχι γιατί γεννήθηκα έτσι,

αλλά γιατί το άντεξα


της είπαν:“να είσαι όμορφη”.

κι εκείνη  έσπασε τον καθρέφτη.

για να μη βλέπει το πρόσωπο

μα την ψυχή

που επιλέγει να μην υποταχτεί

.

.

.


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Θραύσματα Κλυταιμνήστρας

(Μονόλογος)


καὶ τραυμάτων μὲν εἰ τόσων ἐτύγχανεν

ἀνὴρ ὅδ', ὡς πρὸς οἶκον ὠχετεύετο

φάτις, τέτρηται δικτύου πλέω λέγειν

(Αισχυλου Αγαμεμνων στίχοι 866-868)

η  Ιφιγένεια δεν φώναξε

από τότε το φως έχει χρώμα σφαγής.

η Ηλέκτρα μιλαει στις σκιές,.

'κανείς δεν είναι αθώος'

εγώ ξέρω πια πως κάθε πόλεμος αρχίζει με μια κόρη

και τελειώνει με μια κραυγή

από τότε 

απ' την Αυλίδα ως τις Μυκήνες,

ο άνεμος φυσάει ακόμη μέσα στα νεκρά σπίτια,

και παντου

το ίδιο φονικό φως

ενα παιδί παίζει με κόκαλα ζώων 

νομίζει πως φτιάχνει στρατό

πώς τα παιδιά ξεγελιουνται με τους ηρωισμους

εγώ ομως επιμένω να βλεπω

στην Αυλίδα να ξαναστήνουν τη σκηνή.

οι στρατιώτες να φορουν  μάσκες οξυγόνου,

ο Κάλχας να  μιλάει μλστο  μεγαφωνο,

το θυσιαστήριο είναι τραπέζι χειρουργείου.

ο άνεμος δεν φυσάει πια

και σ' ένα άλλο δωμάτιο 

κάθε λέξη τής Ηλέκτρας είναι βομβα

στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων 

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ .

αλλά κανείς δεν τα διαβάζει

από αδιαφορία,αμελεια

τα πλοία έχουν σκουριάσει στα ύφαλα

οι ήρωες στις ξερες

η εκδίκηση μου θα μοιάζει με λύτρωση

όμως θα είναι τιποτα

κι οι φωνές των παιδιών στο Θυεστειο Δειπνο 

παράσιτα μικροφωνισμοί σιωπή

στη φωτογραφία τού τοιχου

ο Αγαμέμνωνας φοράει κράνος

στα tv- news η Τροία καίγεται 

μόλις γύρισα απ' το νοσοκομειο

η Ιφιγένεια μου αναπνέει μέσα σε θάλαμο αποσυμπίεσης.

το σώμα της δεν υπάρχει πια 

τα μάτια μου βλέπουν 

και κάθε εικόνα είναι ανάμνηση κάποιου που δεν υπήρξε

κάποτε τα σώματα άφηναν σκιά

τὰ δ' ἄλλα φροντὶς οὐχ ὕπνῳ νικωμένη 912

θήσει–δικαίως σὺν θεοῖς εἱμαρμένα.

(Αισχυλου Αγαμεμνων στίχοι 912-913)

.

.

.


My own  empire of Heteronyma 

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

μεταφράζοντας 


Αισχύλος Αγαμεμνων,στίχοι 1125-1129

Κασσανδρα


να να! μακρυά απ'την αγελαδα κρατηστε

τον ταυρο,στα σκοτεινά πέπλα

τον πιάνει με παγιδα τον χτυπά,

μέσ'στη λεκάνη με το νερό πέφτει 

κι εγώ το φονικό σού προλεγω λουτρό.


ἆ ἆ, ἰδοὺ ἰδού· ἄπεχε τῆς βοὸς 1125

τὸν ταῦρον· ἐν πέπλοισιν

μελαγκέρῳ λαβοῦσα μηχανήματι

τύπτει· πίτνει δ' <ἐν> ἐνύδρῳ τεύχει.

δολοφόνου λέβητος τύχαν σοι λέγω.1129

.

.

.




χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

μεταφραζοντας


Αριστοφάνης Βάτραχοι στίχοι 937-944


Εὐριπίδης


ούτε αλογοκοκόρια,μα το θεό,ούτε τραγελαφικα,όπως εσυ

τέτοια που σε χαλιά περσικά μηδικα τα ζωγραφιζουν

αλλά μόλις παρέλαβα τη τέχνη από σένα απ'την αρχη

παχιά και φουσκωμένο από μεγάλα λόγια και βαριές λέξεις

πρώτα -πρωτα την αδυνάτισα και τής αφαιρεσα βάρος

με ποιηματακια και πεζά και παντζάρια ανάλατα,

δίνοντας της χυλούς πολυλογιας από άνοστα βιβλία

έπειτα με μονωδίες την αναθρεψα


οὐχ ἱππαλεκτρυόνας μὰ Δί᾽ οὐδὲ τραγελάφους, ἅπερ σύ,

ἃν τοῖσι παραπετάσμασιν τοῖς Μηδικοῖς γράφουσιν·

ἀλλ᾽ ὡς παρέλαβον τὴν τέχνην παρὰ σοῦ τὸ πρῶτον εὐθὺς

οἰδοῦσαν ὑπὸ κομπασμάτων καὶ ῥημάτων ἐπαχθῶν, 940

ἴσχνανα μὲν πρώτιστον αὐτὴν καὶ τὸ βάρος ἀφεῖλον

ἐπυλλίοις καὶ περιπάτοις καὶ τευτλίοισι λευκοῖς,

χυλὸν διδοὺς στωμυλμάτων ἀπὸ βιβλίων ἀπηθῶν·

εἶτ᾽ ἀνέτρεφον μονῳδίαις —

.

.

.

Et iterum veniet cum gloria

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Et iterum veniet cum gloria

άντρες πνίγηκαν στις αποβαθρες

μια γυναίκα κρατάει στο χέρι το στήθος της 

που το'κοψαν 

είναι η ώρα  τού θεού να αυτοκτονησει

όλοι οι  σκοτωμένοι εκείνη τη μέρα

μείναν αταφοι

τα νησιά γεμίζουν τα καλοκαίρια γέλια τουριστων

μην ελπίζεις ότι κανείς δεν θα σε σκοτώσει ξανά


Σκηνή 1:31 Οκτωβρίου 1517-οι 95 θέσεις κατά τού εμπορίου 

τών συγχωροχαρτιων 

Ο Λούθηρος χορεύει με τον Καρλ Μαρξ

σε μια ντισκοτέκ με φωτισμό λέιζερ και αποσπάσματα 

απ’ το Mein Kampf

προβλημένα στους τοίχους.

Σκηνή 2:Auschwitz.

Ένα παιδί με το ονομα Celan

κοιτάζει μια στοίβα από υποδήματα.

"Αν ο Θεός είναι εδώ", λέει,

"είναι μέσα στην τέφρα μου"

Σκηνή 3: ένα θραύσμα του Οιδίποδα

το πέτυχε,πριν προλάβει να φωνάξει:

"Ικέτες ήμαστε, ικέτες"

Ο Πάστερνακ σιωπά.

Ο Μαγιακόφσκι σβήνει το στόμα του με σφαίρα.

Ο ήχος ενός drone σαν το πιάνο του Σούμπερτ

Ο Άλφρεντ Ζαρρύ γράφει με σπρέι:

"Merdre à Dieu."

σε ότι πιο τρομερό ζητάμε να ξεχασουμε

"Πεινάμε",

"Κρυώνουμε",

"Ξεχαστήκαμε"

Κι εγώ;

Εγώ είμαι ο νεκρός

στο ποίημα.


Στον καθρέφτη:

ο Alfred Jarry με dildo-σκήπτρο,

γελάει σαν αρχιερέας cyberκόλασης:

"Merdre, messieurs. Εδώ δεν υπάρχουν ψυχές."


 ΒΙΒΛΙΟ I: CELAN - ΦΩΝΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΣΤΑΧΤΗ


"Schwarze Milch der Frühe..."

τεφροδοχος Ιστορια

η Mutter κάηκε στο φουρνο

πώς να προφέρεις "ψυχή" σε γλώσσα

που έχει υποστεί γενοκτονία;


ΒΙΒΛΙΟ II:ALFRED JARRY -ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗ  ΣΦΑΓΗ


“Merdre!”

Ο Ubu Roi γλίστρησε σε σκατά

και κήρυξε τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο

εναντίον των Ελλήνων Προσωκρατικών.”


ΒΙΒΛΙΟ III : AUSCHWITZ -TOUR


Σ'έναν θάλαμο αερίων με τουρίστες.

κάποιος έβγαλε selfie.

Μια γυναίκα έβγαλε το κρανίο της και κοίταξε την κάμερα.


ο Celan πάλι:

“Ό,τι σώθηκε, ας σωπάσει.”

“Ό,τι χάθηκε, ας ουρλιάξει.”

.

.

.

Fragmenta 

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Απευθύνεται 


αγγίζεις τις λέξεις

και μιλούν


η ησυχία

μετά από μια μέρα με φωνές


η νοσταλγία

σε κάτι που δεν έζησες ακόμη


η φωνή σου

θα γίνει η μόνη αλήθεια


το βλέμμα σου

θα ξέρω πως υπηρξες


η σιωπή σου

κραυγή παρουσίας

.

.

.




χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

μεταφράζοντας


Αριστοφάνης,Βάτραχοι,στίχοι 1500-1513

-Η εντολή τού Πλούτωνα στον Αισχυλο-


Πλουτωνας.


πηγαινε λοιπόν με χαρα, Αισχύλε,προχωρα

και σώσε την πόλη μας με καλες γνωμες,

και τούς ανοητους εκπαιδευσε,πολλοι δε είναι,

και δωσ'το αυτό δω στον Κλεοφώντα φερωντας,

κι αυτό δω στους προμηθευτες,στον Μύρμηκα 

μαζί και στον  Νικομαχο,αυτό δω στον Αρχενομο,

και πες σ'αυτους συντομα ως εδώ μπροστά μου 

να'ρθουν,και να μην τολμήσουν να καθυστερησουν,

κι αν συντομα δεν έρθουν,εγω,μα τον  Απόλλωνα,

στιγματιζοντας με καυτό σιδερο κι απ'τα πόδια μαζι 

δενοντας με τον Αδειμαντο τον γιο τού Λευκόλοφου

κατω στης γης τα βαθη συντομα θα τούς στείλω.

.

.

ἄγε δὴ χαίρων, Αἰσχύλε, χώρει,1500

καὶ σῷζε πόλιν τὴν ἡμετέραν

γνώμαις ἀγαθαῖς, καὶ παίδευσον

τοὺς ἀνοήτους· πολλοὶ δ᾽ εἰσίν·

καὶ δὸς τουτὶ Κλεοφῶντι φέρων

καὶ τουτὶ τοῖσι πορισταῖς, 1505

Μύρμηκί θ᾽ ὁμοῦ καὶ Νικομάχῳ

τόδε δ᾽ Ἀρχενόμῳ· καὶ φράζ᾽ αὐτοῖς

ταχέως ἥκειν ὡς ἐμὲ δευρὶ

καὶ μὴ μέλλειν· κἂν μὴ ταχέως

ἥκωσιν, ἐγὼ νὴ τὸν Ἀπόλλω 1510

στίξας αὐτοὺς καὶ ξυμποδίσας

μετ᾽ Ἀδειμάντου τοῦ Λευκολόφου

κατὰ γῆς ταχέως ἀποπέμψω

.

.

.

σημειώσεις:

1.για τον Κλεοφωντα,δίνει σπαθί,να καρφωθει

2.για τούς Μύρμηκα και Νικομαχο,δίνει σχοινι,να κρεμαστουν

3.για τον Αρχενομο,δίνει κώνειο,να δηλητηριαστει

4.ποριστες,διαχειριστές χρημάτων,θεωρούνταν διεφθαρμενοι

.

.

.


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

μεταφράζοντας


Αριστοφάνης,Νεφέλες,στίχοι 1408-1420

-οι σοφιστειες τού Φειδιππίδη-


Φειδιππιδης

Ας το πιάσουμε απ' την αρχή από κει που μ'έκοψες

και πρώτα πρώτα απαντά μου σ' αυτό,όταν ήμουν

παιδί με χτυπουσες;


Στρεψιαδης.

και βέβαια,αφού σ' αγαπούσα και σ'εκπαιδευα..


Φειδιππιδης.

πες μου λοιπόν.

και δεν είναι για μένα δίκαιο να σ' αγαπώ το ίδιο

και να σε δέρνω,αφού αυτό είναι ν''αγαπας,να δέρνεις;

γιατί το δικό σου σώμα να πρέπει από χτυπηματα 

απειρακτο να'ναι,το δικό μου όχι;και μήπως δεν γεννήθηκα

ελευθερος κι εγώ;κλαίνε τα παιδιά,ο πατέρας πιστεύεις

να μην κλαιει;θα πεις πως για τα παιδιά αυτό θεωρείται 

το συνειθισμενο,εγώ όμως θα πω το αντίθετο πως "δυό

φορές παιδιά οι γέροντες".και μαλλον ταιριαζει οι γέροντες

παρά οι νέοι να κλαίνε,φυσικό είναι αφού πιο λιγοτερο 

αυτοί σφαλουν.


Στρεψιαδης.

Όμως πουθενά δεν συνειθιζεται  ο πατέρας αυτο να παθαίνει.

.

.

Φειδιππιδης. 

ἐκεῖσε δ᾽ ὅθεν ἀπέσχισάς με τοῦ λόγου μέτειμι,

καὶ πρῶτ᾽ ἐρήσομαί σε τουτί· παῖδά μ᾽ ὄντ᾽ ἔτυπτες;


Στρεψιαδης.

ἔγωγέ σ᾽ εὐνοῶν τε καὶ κηδόμενος. 1410


Φειδιππιδης. 

εἰπὲ δή μοι,

οὐ κἀμὲ σοὶ δίκαιόν ἐστιν εὐνοεῖν ὁμοίως

τύπτειν τ᾽, ἐπειδήπερ γε τοῦτ᾽ ἔστ᾽ εὐνοεῖν, τὸ τύπτειν;

πῶς γὰρ τὸ μὲν σὸν σῶμα χρὴ πληγῶν ἀθῷον εἶναι,

τοὐμὸν δὲ μή; καὶ μὴν ἔφυν ἐλεύθερός γε κἀγώ.

«κλάουσι παῖδες, πατέρα δ᾽ οὐ κλάειν δοκεῖς;»1415

φήσεις νομίζεσθαι σὺ παιδὸς τοῦτο τοὔργον εἶναι·

ἐγὼ δέ γ᾽ ἀντείποιμ᾽ ἂν ὡς «δὶς παῖδες οἱ γέροντες»,

εἰκός τε μᾶλλον τοὺς γέροντας ἢ νέους τι κλάειν,

ὅσῳπερ ἐξαμαρτάνειν ἧττον δίκαιον αὐτούς.


Στρεψιαδης.

ἀλλ᾽ οὐδαμοῦ νομίζεται τὸν πατέρα τοῦτο πάσχειν. 1420

.

.

.

 


Μινοταυρος-χνκουβελης cncouvelis 


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Μινωταυρου επεα


Όταν ο Μινώταυρος αντίκρυσε τον Θησεα 

δεν είδε έναν εχθρό. 

Είδε το τέλος τού Λαβυρινθου.

Σήκωσε το κεφάλι του και μίλησε 

με φωνή αρχαία, .


𐀀𐀜𐀷𐀔𐀫𐀇

𐀅𐀜𐀨𐀈 𐀍𐀡𐀄

𐀈𐀙𐀁𐀳𐀙𐀊

𐀢𐀐𐀲𐀫𐀍𐀍𐀄


Τότε ο Μινώταυρος είδε τον εαυτό του 

να ακροβατεί 

στα ταυροκαθαψια

πηδωντας όπως οι ψυχές πηδούν 

πάνω απ’ την άβυσσο για να σωθούν.

Και ο Θησέας πλησίασε χωρίς ξίφος·

μόνο με έναν καθρέφτη.

Κι όταν τον ύψωσε, ο Μινώταυρος 

είδε ότι ο Θησέας

είχε το δικό του πρόσωπο.


𐀀𐀫𐀦𐀷 𐀲𐀏𐀐𐀂

𐀠𐀍𐀱𐀊 𐀡𐀫𐀪𐀳

𐀀𐀙𐀇 𐀅𐀐𐀀𐀷𐀍

𐀳𐀩𐀪𐀍 𐀤𐀫𐀲𐀍

𐀅𐀍 𐀀𐀫𐀦𐀷 — 𐀄𐀁𐀠𐀍𐀳!


A-ro-ta, ko-wa-na

Mi-no-ta-u-ro, qa-si-re

Pa-si-pa-ya, a-ri-a-da-na

Da-i-da-lo, to-so-na

Ka-ta, mi-no-ta-u-ro — a-ke-ne!


Στους διαδρόμους τού λαβύρινθου 

ακούει βηματα.

Και βλέπει τη μάνα του με τον Δαίδαλο,

κρυφά τού ζητάει την ξύλινη μητρα


 𐀀𐀈𐀁 𐀫𐀍𐀀𐀡𐀴𐀍 𐀞𐀴𐀄𐀙𐀂𐀫𐀄

a-ka-ne da-i-da-lo-se qe-re-ta


Και είδε την Πασιφάη,

να χαϊδεύει τη  ράχη τού ταύρου 

Στην αντανάκλασή της, εκείνος είδε 

την αιχμαλωσία του.

ποτέ δεν ξέχασε τή γιορτή:

τους ύμνους,τις γυμνόστηθες κοπέλες,

και την Αριάδνη,τις ιέρειες τών φιδιού

και άνδρες που πετούσαν 

πάνω από κέρατα τών ταυρων

και το πλήθος να κραυγάζει ρυθμούς 

γραμμένους σε πήλινες πινακιδες

με  Γραμμική Β’:


𐀀𐀈𐀁𐀍 𐀲𐀐𐀂 𐀀𐀰𐀅𐀊 𐀀𐀴𐀄𐀙𐀂

(a-ka-ne po-ro a-so-pa a-re-ta qe-re-ta)

(Πέτα, σώμα, πέτα 

δοξασμένε, κύριε τής γης)


Ο Μινώταυρος χαμογέλασε.

«Δεν ήρθες να με σκοτώσεις, Θησέα,» είπε,

«Ήρθες γιατί ο Λαβύρινθος είμαι εγώ, 

κι εσύ, ο δρόμος του.»


𐀀𐀀𐀈𐀁𐀍𐀫𐀍𐀀𐀡𐀴𐀍𐀞𐀴𐀄𐀙𐀂𐀫𐀄

(a a-ka-ne da-i-da-lo-se qe-re-ta da-i ma-ri-ne)

“Εγώ είμαι ο Δαίδαλος 

και ο Μινώταυρος,

ο άνθρωπος και το τέρας." 


Και καθώς το ατσάλι τού σπαθιού 

αγγίζει το αίμα

η πρώτη ποίηση τού ανθρώπου.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

'νυν και αειν',από τα ορυχεία τών ελληνικών λέξεων


'νυν και αειν',από τα ορυχεία τών ελληνικών λέξεων 

και η ψυχή ενιψε το απεριττο στα ριζωματα τών κρινων

και η άγρια μέλισσα ανθοφορει κόκκινες βαρκες

και η μυρωδιά των πουλιών σε εγχρωμα φυτικά ελληνικα

πως ερμηνευονται ολα αυτα τα πήλινα είδωλα μας

και η φωνή στην αμφιβολία είχε το σώμα γυμνό 

αρνυμενος ην τε ψυχην ,

δεν την θυμασαι,εκεινη ειναι η Ελενη ,υπαλληλος τουριστικου 

γραφειου στις Μυκηνες,μετα τα ''επερσε'' και τους ''νοστους'',

ασημαντη,γυναικα τού κ.Χ.,κι ενα πειστηριο για κεινη 

την λαμπρη δοξα της δεν βρεθηκε,εστω ενα κακοτεχνο 

αναγλυφο να την δειχνει,και τώρα αληθεια πες,

εκεινη την συναντησες ποτέ ;πλαγιασες μαζυ της;

η ολα κουφια λογια λόγια ,ψευτιες τσαρλατανων ραψωδων;

μέσα από καθρέφτες νερών ανέβηκε απόψε η σελήνη

κυλωντας στα πράσινα φύλλα δεντρων,μέσα σ' αυτά

άκουσα και το δικό μου όνομα και κάποια άλλα δισυλλαβα

τρισυλλαβα ονόματα,μετά η σιωπή,και σαν να περασε 

άπειρος χρονος και το νερό τής θάλασσας ακόμα

διακλαδίζεται σε συμμετρικά κοχύλια,'νυν και αειν'

.

.

.


Εθνικό Θέατρο (1963). Σκηνοθεσία: Αλέξης Σολομός ,Αρχείο Εθνικού Θεάτρου


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis 

μεταφράζοντας


Αριστοφάνης,Σφηκαι

στίχοι 1364-1387

Βδελυκλεων υιός  vs Φιλοκλεων πατήρ


Βδεδυκλεων.

ου να χαθείς,γεροξεκουτη και μουνοχαβλε

που γουστάρεις ωραίο φέρετρο

όχι ,μα τον Απολλωνα,θα γελοιοποιηθεις


Φιλοκλεων.

βλεπω σ'αρέσει να φας μια δίκη στο ξυδι


Βλεδυκλεων.

δεν ντρέπεσαι καθόλου,να κοροϊδεύεις αφου

την τραγουδίστρια απ' τη παρέα εκλεψες;


Φιλοκλεων.

ποια τραγουδίστρια,τι ανοησίες τσαμπουνας,

στο κεφάλι βαρεσες;


Βλεδυκλεων.

μα το Δια,,αυτή που'ναι μαζί σου ή Δαρδανοτοπουλα.


Φιλοκλεων.

Τι λες,αυτη'ναι η λαμπάδα που στους θεούς στη αγορα την καινε

 

Βδελυκλεων.

αυτή δω λαμπάδα;


Φιλοκλεων.

Και βέβαια λαμπάδα,δεν βλέπεις πού'χει σχισμες;


Βδελυκλεων.

και τι'ναι αυτό το μαύρο στη μέση της;


Φιλοκλεων.

η πίσσα που έξω χύνεται καθώς καιγεται


Βδελυκλεων.

και πίσω της,δεν είναι ο πρωκτός αυτος δω;


Φιλοκλεων.

α,αυτό είναι ροζος που απ' τη λαμπάδα προεξέχει.


Βδελυκλεων

τι λες,ποιος ροζος;

(στη κοπέλα)δεν θα'ρθεις δω εσυ;


Φιλοκλεων.

ε ε τι πας να κάνεις;


Βδελυκλεων.

την πάω παίρνοντας από σένα αλλού,αφού ξέρω πως ερείπιο εισαι 

και τιποτα δεν μπορείς να κάνεις.


Φιλοκλεων.

Τώρα άκουσε με,στην Ολυμπία,κάποτε ειδα γω,

τον Εφουδιωνα να μάχεται με τόν Ασκωνδα καλά

αν και γέρος ήταν,και με τη γροθιά χτυπώντας

ο γεροντοτερος έρριξε κάτω τον νεώτερο,

γι'αυτό πρόσεχε,μην μελανιασουν τα μάτια σου.


Βδελυκλεων.

μα το Δια,βλεπω την έμαθες καλά την Ολυμπία.


Βδελυκλεων.

ὦ οὗτος οὗτος, τυφεδανὲ καὶ χοιρόθλιψ,

1365ποθεῖν ἐρᾶν τ᾽ ἔοικας ὡραίας σοροῦ.

οὔτοι καταπροίξει μὰ τὸν Ἀπόλλω τοῦτο δρῶν.


Φιλοκλεων.

ὡς ἡδέως φάγοις ἂν ἐξ ὄξους δίκην.


Βδελυκλεων.

οὐ δεινὰ τωθάζειν σε τὴν αὐλητρίδα

τῶν ξυμποτῶν κλέψαντα; 


Φιλοκλεων.

 ποίαν αὐλητρίδα;

1370τί ταῦτα ληρεῖς ὥσπερ ἀπὸ τύμβου πεσών;


Βδελυκλεων.

νὴ τὸν Δί᾽, αὕτη πού ᾽στί σοί γ᾽ ἡ Δαρδανίς.


Φιλοκλεων.

οὔκ, ἀλλ᾽ ἐν ἀγορᾷ τοῖς θεοῖς δᾲς κάεται.


Βδελυκλεων.

δᾲς ἥδε; 


Φιλοκλεων.

δᾲς δῆτ᾽. οὐχ ὁρᾷς ἐσχισμένην;


Βδελυκλεων.

τί δὲ τὸ μέλαν τοῦτ᾽ ἐστὶν αὐτῆς τοὐν μέσῳ;


Φιλοκλεων.

1375 ἡ πίττα δήπου καομένης ἐξέρχεται.


Βδελυκλεων.

ὁ δ᾽ ὄπισθεν οὐχὶ πρωκτός ἐστιν οὑτοσί;


Φιλοκλεων.

ὄζος μὲν οὖν τῆς δᾳδὸς οὗτος ἐξέχει


Βδελυκλεων.

τί λέγεις σύ; ποῖος ὄζος; οὐκ εἶ δεῦρο σύ;


Φιλοκλεων.

ἆ ἆ, τί μέλλεις δρᾶν; 


Βδελυκλεων.

ἄγειν ταύτην λαβὼν

1380ἀφελόμενός σε καὶ νομίσας εἶναι σαπρὸν

κοὐδὲν δύνασθαι δρᾶν. 


Φιλοκλεων.

ἄκουσόν νυν ἐμοῦ.

Ὀλυμπίασιν, ἡνίκ᾽ ἐθεώρουν ἐγώ,

Ἐφουδίων ἐμαχέσατ᾽ Ἀσκώνδᾳ καλῶς

ἤδη γέρων ὤν· εἶτα τῇ πυγμῇ θενὼν

1385ὁ πρεσβύτερος κατέβαλε τὸν νεώτερον.

πρὸς ταῦτα τηροῦ μὴ λάβῃς ὑπώπια.


Βδελυκλεων.

 νὴ τὸν Δί᾽, ἐξέμαθές γε τὴν Ὀλυμπίαν. 

.

.

.

 



(Κατά Κάποιον Τρόπο η Ιστορια)

Flavius Julius Crispus(302-326 μ.Χ)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


το 326 μΧ ως άλλη Φαίδρα η Φαύστα πιστά αντιγράφει 

τον Ιππόλυτο τού Ευριπίδη,πως δήθεν παράνομους 

τής ζήτησε έρωτες κι όταν εκεινη αρνήθηκε 

αποπειράθηκε να τη βιασει,τι χρειαν άλλης απόδειξης;

αμεσως λοιπόν να διωχθεί ο Flavius Julius Crispus

καίσαρας τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και μάλιστα 

όταν πολλα ελπίζουν από αυτον οι Εθνικοί τής Δυσης,

έπειτα νόθος είναι της παλακιδας Μινερβινης,γνήσιος 

κληρονόμος ειναι ο Flavius Claudius Constantinus,

επακόλουθο ηταν να εκτελεσθεί στην Παυλα τής Κροατίας,

δεν ήταν δύσκολο ο Μέγας Κωνσταντίνος να πεισθεί

και τα αγάλματα τα κεραμικά τα νομισματα τής μορφής του

όλα από προσώπου γης εξαφανίσθηκαν,οι δε πανηγυρικοί

που εξαιρούν τις αρετές του σβηστηκαν, damnatio memoriae,

όμως πόσο.λιγο κρατούν η θρίαμβοι στην Ιστορία,

η συκοφαντία αποκαλυφθηκε και πνίγεται η Αυγούστα 

Fausta Maxima Flavia στο λουτρό το 326 μΧ

.

.

.

Fragmenta 

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Η ζωή μας είναι ένα δωμάτιο γεμάτο καθρέφτες 

που δεν αντανακλούν τιποτα

.

.

Our life is a room full of mirrors 

that reflect nothing.

.

.

Notre vie est une champre pleine de miroirs 

qui ne reflètent rien.


Unser Leben ist ein Raum voller Spiegel, 

die nichts widerspiegeln.


La nostra vita è una stanza piena di specchi 

che non riflettono nulla.


Nuestra vida es una habitación llena de espejos 

que no reflejan nada.


A nossa vida é uma sala cheia de espelhos 

que não refletem nada.

.

.

.

ίσως να τη θυμάμαι μόνο από τις λέξεις της


ελλειψεις ψυχών


ημίφως σώματος


στερεά οξείδωση πόθου

.

.

perhaps I remember her only by her words


gaps of souls


half-light of the body


solid oxidation of desire

.

.

peut-être que je me souviens d'elle seulement par ses mots


les creux des âmes


la demi-lumière du corps


l'oxydation solide du désir

.

.

Vielleicht erinnere ich mich nur an sie durch ihre Worte


Lücken der Seelen


Halblicht des Körpers


Feste Oxidation des Verlangens

.

.

Forse la ricordo solo per le sue parole


Spazi delle anime


Mezza luce del corpo


Ossidazione solida del desiderio

.

.

Quizás la recuerde solo por sus palabras


 Huecos de las almas


 Medialuz del cuerpo


 Oxidación sólida del deseo

.

.

Talvez eu a lembre apenas por suas palavras


Lacunas das almas


Meia-luz do corpo


Oxidação sólida do desejo

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis 


νυχτερινό σώμα

που λείπεις

το φως σαπίζει 

πάνω στη γυμνή πλατη 

με γεύση δέρματος

σε ψάχνω

χωρίς αφή στο σκοταδι

απουσία που δεν απέκτησε

μορφή 

αιώνιας τρυφεροτητας

η λευκή λέξη

που δεν έγραψες

κύμα το μέλλον μας

που δεν αγγίζει

την ακτη

.

.

Night body

that is absent

the light rots

upon the bare back

with the taste of skin

I search for you

without touch in the dark

an absence that never took

shape

of eternal tenderness

the white word

you never wrote

wave, our future

that does not touch

the shore

.

.

Corps de nuit

qui est absent

la lumière pourrit

sur le dos nu

avec le goût de la peau

je te cherche

sans toucher dans l’obscurité

une absence qui n’a jamais

pris forme

d’une tendresse éternelle

le mot blanc

que tu n’as jamais écrit

vague, notre futur

qui ne touche pas

le rivage

.

.

Nachtkörper

der fehlt

das Licht verrottet

auf dem bloßen Rücken

mit dem Geschmack von Haut

ich suche dich

ohne Berührung im Dunkeln

eine Abwesenheit, die nie

Form annahm

ewiger Zärtlichkeit

das weiße Wort

das du nie geschrieben hast

Welle, unsere Zukunft

die das Ufer

nicht berührt

.

.

Corpo notturno

che è assente

la luce marcisce

sulla schiena nuda

con il sapore della pelle

ti cerco

senza tocco nel buio

un’assenza che non ha mai preso forma

di eterna tenerezza

la parola bianca

che non hai mai scritto

onda, il nostro futuro

che non tocca

la riva

.

.

Cuerpo nocturno

que está ausente

la luz se pudre

sobre la espalda desnuda

con el sabor de la piel

te busco

sin tocar en la oscuridad

una ausencia que nunca tomó forma

de ternura eterna

la palabra blanca

que nunca escribiste

ola, nuestro futuro

que no toca

la orilla

.

.

Corpo noturno

que está ausente

a luz apodrece

sobre as costas nuas

com o gosto da pele

procuro-te

sem toque na escuridão

uma ausência que nunca tomou forma

de ternura eterna

a palavra branca

que nunca escreveste

onda, nosso futuro

que não toca

a praia

.

.

.

σε ένα βλέμμα

μακρύτερα από σένα

γραφω


in a glance

farther than you

I write


en un regard

plus loin que toi

j’écris


in einem Blick

weiter als du

ich schreibe


in uno sguardo

più lontano di te

scrivo


en un vistazo

más lejos que tú

escribo


num olhar

mais longe do que tu

eu escrevo

.


η συμπυκνωμένη λογοτεχνία 

τών ήχων

τής ωραιότητας σου


εντατικοί μονόλογοι αιωνιοτητας

.


τελικά οι λέξεις 

μάς σώζουν 

από την απωλεια

.


η γλώσσα μας

είναι ακόμα επικίνδυνη

και είναι το μόνο μέσο αντιστασης


Ich weiß keine bessere Welt als die Sprache

und keine gefährlichere

.


το πρόσωπο σου φαίνεται 

οχι στις λεξεις

αλλά στα ματια


η αναβληθεισα ομορφια

.


εθνικισμός είναι να πιστεύεις ότι ο κόσμος έξω από τα σύνορα

είναι ένα χάος μολυσμένων φυλών και παρηκμασμένων ηθών.

.


ίσως πάλι μια λέξη

μια πρόταση

σε κλείσει απαλά 

με μια αόριστη γλυκυτητα

.


(αντι-παραδοξοτητες)


το νερό τής βροχής πέφτει

επειδή βαριέται στον ουρανό

και βρίσκει πιο ενδιαφέρον στη γη


στη Water music suite τού Handel 


https://youtu.be/mAyiidg25uE?si=ebOhegiZ0CpatL5G

.


(αντι-παραδοξοτητες)


το Α ενωμένο με το Χ 

κατά κάποιο τρόπο 

γίνεται ένα ψαρι



.


(αντι-παραδοξοτητες)


το τίποτα γαβγιζε εκκοφαντικα

και τού πέταξα ένα κομμάτι σιωπης

.


(αντι-παραδοξοτητες)


ο θεός

ένα βήμα πού δεν πάτησε ποτέ στη γη

.



στην παύση

αναμεσα στις λέξεις σου

αναδύεται 

η ομορφια σου


in the pause

between your words

emerges

your beauty


dans la pause

entre tes mots

émerge

ta beauté


in der Pause

zwischen deinen Worten

taucht

deine Schönheit auf


nella pausa

tra le tue parole

emerge

la tua bellezza


en la pausa

entre tus palabras

surge

tu belleza


na pausa

entre as tuas palavras

surge

a tua beleza

.


η λέξη σου

στάζει

και γίνεται αναμνηση

.


στην άκρη τής θαλασσας 

κοχύλια θορυβώδη

ανοίγουν σε πορφυρό φως

και τα ψάρια κρυσταλλινα

αθόρυβα

ο χρόνος από νερό βυθιζεται

κι όλα ξυπνάνε από όνειρο

σε άλλο όνειρο 

η ζωή είναι

πόθος διευρυνσεως

.



(αντι-παραδοξοτητες)


το ε και το χ 

ενώθηκαν στο σχήμα 

πουλιου

και πεταξαν

.



χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Του Κωνσταντακη ο γαμος


πέρα στην άκρη τών ακρών  ο Κωνσταντάκης

φίλους στο γάμο του και συγγενείς καλει

είναι η νύφη σαν αυγή σαν κρίνος τού μαγιού 

και κει πάνω στα στεφανώματα τρεις καβαλαρεοι 

φτάνουν με τα σπαθιά τη νύφη αρπαζουνε και πανε

αδέρφια, τοιμαστε τ’ άλογο, σέλα χρυσή σελωστε

για να προφτάσω τούς ληστές τη κόρη να τη σωσω

κι όρμησε σαν ανεμοστρόβιλος στα πέρατα πηγαινει

η γης όπου περνα βογγά κι ο ουρανός ανατριχιαζει.

τρεις μέρες τούς ζητα τούς κυνηγά τρεις νύχτες

και συντυχαινει τη νύφη του στα δακρυα δεμένη 

οι κλέφτες γύρω τρώγανε και γλεντοκοπουσαν

χυμαει ο άκριτης καταπάνω τους με τ'αστραφτερο

σπαθί τούς κόβει κεφάλια χέρια τσακίζει ποδια

ο ιεπήρεν τη καλιτσα του στ'αλογο την ανεβάζει

μην φοβηθεις γυναίκα άλλος δεν θα σε παρει

δίνει βιτσιά τού μαύρου του και πάει σαράντα μίλια

.

.


το σώματά τους με μια αρχαία σκουριά

πηχτης ιστοριας

αδύναμα τα  μετατόπιζαν στούς επόμενους

θανατους

.


κατά κάποιο μυστήριο 

και μεταφυσικό τρόπο υπάρχεις 

στις Goldberg Variations τού J.S.Bach 

που παίζει ο Glenn Gould 


Στοχαστική ωραιοτητα

.


απαντήσεις σε ποίημα


κι όμως έρχεται με τον πρώτο ψίθυρο

το βάρος τής σταγόνας

που επιμένει να γίνει λεξη


σε λεπτή διαφάνεια το κοκκινο


σχισμη θάλασσας το σώμα σου


κι εκεί στην άκρη τού δισταγμού

σαν υγρή άμμος

κυλλα αναμεσα στα δακτυλα 

το ποίημα σου

άηχο κύλισμα παρουσιας


απ'το κύμα τής φωνής σου

μετρω τις αποστάσεις μας

.


υγρή ανάσα

λυγίζει τη νυχτα

φωτεινή η σεληνη

.

.


χνκουβελης cncouvelis


σαν τής Ωριάς κάστρο αλλο δεν ειδα

ούτε κόρη αρχόντισσα 

στο κόσμο απάνω κόρη γαλανη

πατέρας φύλακες τα πεντ'αδερφια

αετοί σταυραετοι 

κι εγώ την ώρια άρπαξα 

αλογοκαβαλάρης

στα μέρη περα τού ήλιου έσυρα

στου φεγγαριού τη λάμψη

σε πύργο μεσα κρυσταλλο

σε περιβολι με ρόδα και μηλιτσες

βασίλισσα την έβαλα σε γη

και ουρανο

ν'ακουγω τη φωνιτσα της

να γλυκοτραγουδιζει

.

.


οι λέξεις σου

σε απουσια

.

.

.


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

μεταφράζοντας 


Σοφοκλής,Οιδίπους Τύραννος 

στίχοι 408-428

-Η αντιμιλια τού Τειρεσία στον Οιδιποδα-


Τειρεσιας:


τι κι αν τυραννεἰς,εξίσου τουλάχιστον 

ίσα θα σου αντιλέξω,

αφου κι εγώ τούτη δω την εξουσία εχω,

γιατί δούλος σε σένα δεν είμαι, αλλά τού Λοξια.

κι ούτε προστατευομενος τού Κρέοντα είμαι 

γραμμένος,

Κι αυτά λέω,επειδή και τυφλό εμένα χλευασες,

εσυ κι αν βλέπεις καθαρά καθόλου δεν βλεπεις

ποια είναι η συμφορά σου,

ούτε που μένεις,ούτε με ποιους συγκατοικείς,

μήπως ξέρεις από ποιους είσαι;

και δεν αντιλαμβάνεσε πως εχθρός είσαι 

στους δικους σου κάτω και πάνω απ' τη γη,

και σενα διπλή θα σε πλήξει και της μάνας

και τού πατέρα σου και θα σε διώξει κάποτε 

απ' αυτή τη γη δώ η βαριά  καταρα,

αν τώρα βλέπεις καθαρά,μετά το σκοταδι,

τής κραυγής σου ποιο δεν θα'ναι λιμάνι,

ποιος Κιθαιρώνας δεν θα αντιχησει,

όταν αντιληφθείς το γάμο,που στα σπίτια

χωρίς όρμο εισεπλευσες,αφού καλός 

σού ετυχε πλους; 

και των άλλων το  πλήθος δεν νιώθεις 

τών συμφορων,

όταν το ίδιο θα'σαι και συ  και τα παιδιά σου,

ύστερα απ'αυτα  και τον Κρέοντα

και το δικό μου στόμα λασπολογησε,

γιατί δεν θα'ναι άνθρωπος ο οποίος από σένα 

χειρότερα να  συντριφτει ποτέ.


Τειρεσιας:


εἰ καὶ τυραννεῖς, ἐξισωτέον τὸ γοῦν

ἴσ᾽ ἀντιλέξαι· τοῦδε γὰρ κἀγὼ κρατῶ.

410οὐ γάρ τι σοὶ ζῶ δοῦλος, ἀλλὰ Λοξίᾳ·

ὥστ᾽ οὐ Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι.

λέγω δ᾽, ἐπειδὴ καὶ τυφλόν μ᾽ ὠνείδισας·

σὺ καὶ δέδορκας κοὐ βλέπεις ἵν᾽ εἶ κακοῦ,

οὐδ᾽ ἔνθα ναίεις, οὐδ᾽ ὅτων οἰκεῖς μέτα.

415ἆρ᾽ οἶσθ᾽ ἀφ᾽ ὧν εἶ; καὶ λέληθας ἐχθρὸς ὢν

τοῖς σοῖσιν αὐτοῦ νέρθε κἀπὶ γῆς ἄνω,

καί σ᾽ ἀμφιπλὴξ μητρός τε καὶ τοῦ σοῦ πατρὸς

ἐλᾷ ποτ᾽ ἐκ γῆς τῆσδε δεινόπους ἀρά,

βλέποντα νῦν μὲν ὄρθ᾽, ἔπειτα δὲ σκότον.

420βοῆς δὲ τῆς σῆς ποῖος οὐκ ἔσται λιμήν,

ποῖος Κιθαιρὼν οὐχὶ σύμφωνος τάχα,

ὅταν καταίσθῃ τὸν ὑμέναιον, ὃν δόμοις

ἄνορμον εἰσέπλευσας, εὐπλοίας τυχών;

ἄλλων δὲ πλῆθος οὐκ ἐπαισθάνῃ κακῶν,

425ὅσ᾽ ἐξισώσεις σοί τε καὶ τοῖς σοῖς τέκνοις.

πρὸς ταῦτα καὶ Κρέοντα καὶ τοὐμὸν στόμα

προπηλάκιζε. σοῦ γὰρ οὐκ ἔστιν βροτῶν

κάκιον ὅστις ἐκτριβήσεταί ποτε.

.

.

.


Vincenzo Camuccini,Η δολοφονία τού Ιούλιου Καίσαρα (1806)


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

(Κατα Κάποιον Τρόπο η Ιστορια)

Στις Ειδους Μαρτίου alea jacta est 


Στις Ειδους Μαρτίου το 44 πΧ με τάξη ρωμαϊκή 

με χαμόγελα με προσοχή στις χειρονομίες με τιμές 

οπως αρμόζουν σε τέτοιον Ρωμαίο άντρα τον υποδεχτηκαν,

τους τρομαζε όμως  η δικτατορική του προοπτικη,ότι

τον Ρουβικωνα διαβαίνει και μετά το alea jacta est του

ολα θα είναι δύσκολα να αντιστραφουν,γι'αυτό μέσα

στις συγκλητικες τογες έχουν τα 23 στιλετα κρυμμένα

η μέρα είναι λίαν κατάλληλη εκείνος ο παλαιός αρχαιος 

τής Ρωμαϊκής Δημοκρατιας Λεύκιος Ιούνιος Βρούτος

για τη δολοφονία τού ενός ανδρός τής Δικτατορίας

Ιούλιου Καίσαρα να αλλάξει σε Μάρκο Ιούνιο Βρουτο

και εκείνο το:'Και συ,τέκνον Βρουτε' να ακουσθεί,

επινοημένο η' όχι, που μόνο για τη θεατρικότητα τής σκηνης 

έχει σημασία,τα μετέπειτα είναι αναμενόμενα,τα συνηθη,

οι ρητορειες τής σωτηριας,οι συζητήσεις στα λουτρά,

στις ευωχιες τών συμποσίων,όμως ενδόμυχα τούς βασάνιζε 

η ιδέα ότι η εξουσία απλώς ενδύεται διαφορετικά

και όλα θα επαναληφθουν σε άλλες Ειδους Μαρτίου 

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

κι εγώ εδω


κι ύστερα έρχονται νύχτες 

κι εγώ εδω

μα τι να σού πω

πως ο άνθρωπος είναι το πλάσμα 

που στα δόντια του έχει κολλημένο χωμα

γεμάτη τσιμέντο ή πολη

αν είναι να τελειώσουμε αυτό το κόσμο 

ας τελειώσουμε με φασαρία.

Όχι άλλο ύπνο στις τηλεοράσεις.

Όχι άλλο φόβο ντυμένο καταψυκτες

η πόλη βηχει

λέξεις στραβες ξημέρωσε πάλι

Σε ψάχνω χρόνια

μέχρι που κατάλαβα 

πώς δεν βρίσκεσαι εδω

Κι αν ποτέ με δεις στο δρόμο

μην πεις τίποτα.

η ιστορία μας δεν τελείωσε.

.

.

.



χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

μεταφράζοντας


Ησίοδος,Έργα και Ημέραι 

στίχοι 202-212

-η παραβολή τού γερακιου και τής αηδονας-


ομως τώρα παραβολή στους βασιλιάδες θα πω φρόνιμοι 

και οι ίδιοι ας είναι .

έτσι το γεράκι μίλησε στην αηδόνα με τον πολυχρωμο λαιμο

πολύ ψηλα στα σύννεφα φέρνωντας με τα νύχια αρπαζοντας

κι αυτή για  έλεος,γύρω με τα γαμψά νύχια καρφωμένη 

παρακαλουσε κι έκλαιγε,όμως αυτό σ' αυτή επικρατώντας

αυτό το λόγο είπε: καημένη μου,τι φωνάζεις;τώρα ένας 

πιο ισχυρός στη κατοχή του σ'εχει και πάς όπου εγώ σε πάω 

κι ας εισαι αοιδος,δειπνο,αν θέλω,σε κάνω η' σ'αφηνω,

ανόητος οποιος να θελει με τούς ανώτερους ν'αντιτιθεται

και τη μάχη χάνει και βάσανα μαζι με την ατίμωση παθαίνει.

έτσι μίλησε το γεράκι με τ'ανοικτα φτερά,το ορνιο που γρήγορα πετά,


Νῦν δ᾽ αἶνον βασιλεῦσ᾽ ἐρέω φρονέουσι καὶ αὐτοῖς·

ὧδ᾽ ἴρηξ προσέειπεν ἀηδόνα ποικιλόδειρον,

ὕψι μάλ᾽ ἐν νεφέεσσι φέρων, ὀνύχεσσι μεμαρπώς·

205ἣ δ᾽ ἐλεόν, γναμπτοῖσι πεπαρμένη ἀμφ᾽ ὀνύχεσσι,

μύρετο· τὴν ὅ γ᾽ ἐπικρατέως πρὸς μῦθον ἔειπεν·

«δαιμονίη, τί λέληκας; ἔχει νύ σε πολλὸν ἀρείων·

τῇ δ᾽ εἶς ᾗ σ᾽ ἂν ἐγώ περ ἄγω καὶ ἀοιδὸν ἐοῦσαν·

δεῖπνον δ᾽, αἴ κ᾽ ἐθέλω, ποιήσομαι ἠὲ μεθήσω.

210ἄφρων δ᾽ ὅς κ᾽ ἐθέλῃ πρὸς κρείσσονας ἀντιφερίζειν·

νίκης τε στέρεται πρός τ᾽ αἴσχεσιν ἄλγεα πάσχει.»

ὣς ἔφατ᾽ ὠκυπέτης ἴρηξ, τανυσίπτερος ὄρνις.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

κι όλα ησύχασαν


1

ειναι αργά, 

στο τραπέζι ένα ποτήρι νερό

κι οι σκιες να μεγαλώνουν

μέσα στο δωματιο

μια γυναίκα κλείνει σιγα την πόρτα 

για να μην ξυπνήσει κανέναν

απ'τα ρολόγια ο χρόνος έχει φυγει

προσπαθούμε να θυμηθουμε 

τι ακριβώς εχουμε χάσει

και πότε

σε μια λέξη που ποτέ 

δεν ειπωθηκε

κάποτε νομιζαμε πως θα προλάβουμε

να μιλήσουμε, να αγαπηθούμε, 

να αλλάξουμε τον κόσμο

τώρα οι ψυχές μας 

στο κλειστό δωμάτιο

με τις φωτογραφίες

ασημαντων γεγονοτων

που υπήρξαμε

κι όλα ησύχασαν


2

οι άνθρωποι,

όλοι με το ίδιο βλέμμα

εκείνου που είδε και δεν θέλει να ξαναδεί

σ'ολη την Ελλάδα 

τα δέντρα να φυτρώνουν

πάνω στα οστά τών σκοτωμενων

κι όλα βυθισμενα στην ομίχλη

αδιαπεραστα

περιμένοντας να ξημερώσει

όχι για να δουν

αλλά για να επιβεβαιώσουν 

πως ακόμα υπάρχει σκοτάδι

.

.

.



χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

(Κατά Κάποιον Τρόπο η Ιστορια)

Το θέατρο στα λατομεία της Σικελιας


ἔνιοι δὲ καὶ δι' Εὐριπίδην ἐσώθησαν.

Πλούταρχος,Βιοι Παράλληλοι ,Νικίας,29


Οι Συρακούσιοι τούς έριξαν μέσα στα λατομεία αργά 

για να πεθάνουν,φρυγμενοι στο ήλιο και στις δυσωδιες

να αποτελειώσουν,και τότε σ' αυτή τη κόλαση ακούστηκε 

από έναν ο στιχος: Αἰαντα, τέκνον Τελαμῶνος,στο ψυχρό φως 

τού φεγγαριού,μίλα παλι, τού φώναξαν,ποιοι είμαστε να θυμηθούμε,

κι αρχισε στου ορύγματος τα βάθη το αθηναϊκό θέατρο

έπειτα η Ελένη τού Ευριπίδη μύθος ηθος διάνοια λέξις μέλος 

και οψις τα μέρη κατά ποιόν,τότε ένας από τους Συρακουσιους 

φυλακες ρωτησε:αυτό είναι τού Ευριπίδη;ναι,τού απαντησαν 

και συνέχισαν,γιατί δεν σωπαινετε;ξαναρωτησε,γιατί αυτός 

ένας λόγος είναι να μην φοβόμαστε που θα πεθανουμε,απαντησαν

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

triptych 

(English, Francais, German, Italiano, Spanish, Portuguese, Ελληνικά)


I. Silence in Mechanical Rain


I woke up inside a drop.

The water had no intention of falling

it was simply tired of the sky.


The words around me had forgotten their order;

an “I” ran after a “perhaps,”

and a “never” hid in the coffee cup.


The clock had turned into a fish

and was swimming in the soup bowl.


The air smelled of iron and morning body.

The streets breathed through the pavements.

Each stone, a mouth that never had time to cry out.


A typewriter without paper

kept striking again and again

the word light,

until the key broke.


II. Disassembly of Breath


A table dreams it is a cloud.

The glasses laugh with their wings.

The mirror tries to forget the face.


The letters escape;

A returns to its tree,

M transforms into a bird.

Meaning drips

like ink from a wound.


On the floor spins a clock

weaving time with its needles.


Five sounds entered, two forgotten words,

and a piece of silence that barks.


I

a button without cloth,

a gaze without face,

a step without ground.


Nothing makes a sound

so pure

it feels like a beginning.


III. The Light That Does Not Belong


I remain still inside the fragment.

The world runs headless,

bodyless,

made only of sound.


The dust shines like prayer.

Each grain, a voiceless word.

I gather them

like once the stars from the mud of dreams.


The light belongs to no one;

it passes through things

as water through sorrow.


A portrait without eyes looks at me

it is I,

before I existed.


And then

silence learns to speak.

A small, clear moment.

The beginning.

.

.


I. Silence sous la pluie mécanique


Je me suis réveillé dans une goutte.

L’eau n’avait pas l’intention de tomber,

elle s’était simplement lassée du ciel.


Les mots autour de moi avaient oublié leur ordre ;

un « moi » courait après un « peut-être »,

et un « jamais » se cachait dans la tasse de café.


L’horloge était devenue poisson

et nageait dans l’assiette de soupe.


L’air sentait le fer et le corps du matin.

Les rues respiraient à travers les trottoirs.

Chaque pierre, une bouche qui n’a pas eu le temps de crier.


Une machine à écrire sans papier

frappait encore et encore

le mot lumière,

jusqu’à ce que la touche se brise.


II. Démontage du souffle


Une table rêve d’être nuage.

Les verres rient avec leurs ailes.

Le miroir tente d’oublier le visage.


Les lettres s’échappent ;

le A retourne à son arbre,

le M devient oiseau.

Le sens coule,

comme l’encre d’une blessure.


Au sol tourne une horloge

qui tisse le temps avec ses aiguilles.


Cinq sons sont entrés, deux mots oubliés,

et un morceau de silence qui aboie.


Moi,

bouton sans vêtement,

regard sans visage,

pas sans terre.


Le rien fait un son

si pur

qu’il ressemble à un commencement.


III. La lumière qui n’appartient à personne


Je reste immobile dans le fragment.

Le monde court sans tête,

sans corps,

fait seulement de son.


La poussière brille comme une prière.

Chaque grain, un mot muet.

Je les recueille,

comme autrefois les étoiles dans la boue des rêves.


La lumière n’appartient à personne ;

elle traverse les choses

comme l’eau traverse la tristesse.


Un portrait sans yeux me regarde ;

c’est moi,

avant d’exister.


Et alors

le silence apprend à parler.

Un petit moment clair.

Le commencement.

.

.


I. Stille im mechanischen Regen


Ich wachte in einem Tropfen auf.

Das Wasser hatte keine Absicht zu fallen,

es war nur des Himmels müde.


Die Worte um mich herum hatten ihre Reihenfolge vergessen;

ein „Ich“ lief einem „Vielleicht“ hinterher,

und ein „Niemals“ versteckte sich in der Kaffeetasse.


Die Uhr war zu einem Fisch geworden

und schwamm in der Suppenschale.


Die Luft roch nach Eisen und Morgenkörper.

Die Straßen atmeten durch die Gehwege.

Jeder Stein, ein Mund, der nicht mehr schreien konnte.


Eine Schreibmaschine ohne Papier

schlug wieder und wieder

das Wort Licht,

bis die Taste zerbrach.


II. Zerlegung des Atems


Ein Tisch träumt, er sei eine Wolke.

Die Gläser lachen mit ihren Flügeln.

Der Spiegel versucht, das Gesicht zu vergessen.


Die Buchstaben entfliehen;

das A kehrt zu seinem Baum zurück,

das M verwandelt sich in einen Vogel.

Die Bedeutung tropft,

wie Tinte aus einer Wunde.


Auf dem Boden dreht sich eine Uhr,

die die Zeit mit ihren Nadeln strickt.


Fünf Klänge traten ein, zwei vergessene Worte,

und ein Stück Stille, das bellt.


Ich 

Knopf ohne Stoff,

Blick ohne Gesicht,

Schritt ohne Erde.


Das Nichts macht einen Klang,

so rein,

dass er einem Anfang gleicht.


III. Das Licht, das nicht gehört


Ich bleibe still im Fragment.

Die Welt läuft kopflos,

körperlos,

nur aus Klang.


Der Staub glänzt wie ein Gebet.

Jedes Korn, ein stummes Wort.

Ich sammle sie,

wie einst die Sterne aus dem Schlamm der Träume.


Das Licht gehört niemandem;

es geht durch die Dinge,

wie Wasser durch Trauer.


Ein Porträt ohne Augen sieht mich an;

ich bin es,

bevor ich war.


Und dann

lernt die Stille zu sprechen.

Ein kleiner, klarer Moment.

Der Anfang.

.

.


I. Silenzio nella pioggia meccanica


Mi sono svegliato dentro una goccia.

L’acqua non voleva cadere 

era stanca del cielo.


Le parole intorno a me avevano perso l’ordine;

un “io” correva dietro a un “forse”,

un “mai” dormiva nel bicchiere del caffè.


L’orologio nuotava nella zuppa,

come un pesce cieco che cerca il tempo.


L’aria odorava di ferro e di corpo mattutino.

Le strade respiravano dai marciapiedi,

ogni pietra ,una bocca che non fece in tempo a gridare.


Una vecchia macchina da scrivere,

senza carta,

batteva soltanto una parola:

luce,

finché il tasto si spezzò.


II. Smontaggio del respiro


Un tavolo sogna di essere nuvola.

I bicchieri ridono delle proprie ali.

Lo specchio tenta di dimenticare il volto.


Le lettere fuggono:

la A torna al suo albero,

la M diventa un uccello.

Il senso cola via

come l’inchiostro da una ferita.


Sul pavimento gira un orologio

che cuce il tempo con aghi d’aria.


Entrano cinque suoni, due parole dimenticate,

e un pezzo di silenzio che abbaia.


Io 

bottone senza vestito,

sguardo senza volto,

passo senza terra.


Il nulla fa un suono

così limpido

che somiglia a un inizio.


III. La luce che non appartiene


Resto immobile dentro il frammento.

Il mondo corre,

senza testa,

senza corpo,

solo con un suono che vibra come memoria.


La polvere brilla come una preghiera.

Ogni granello ,una parola muta.

Le raccolgo con le dita,

come raccoglievo stelle d’infanzia

dal fango dei sogni.


La luce non appartiene a nessuno;

passa attraverso le cose

come l’acqua attraverso la tristezza.


Un ritratto senza occhi mi guarda

sono io,

prima di nascere.


E allora 

il silenzio impara a parlare.

Un attimo piccolo, limpido.

L’inizio.

.

.


I. Silencio bajo la lluvia mecánica


Desperté dentro de una gota.

El agua no tenía intención de caer,

solo se había cansado del cielo.


Las palabras a mi alrededor habían olvidado su orden;

un «yo» corría tras un «quizás»,

y un «nunca» se escondía en la taza de café.


El reloj se había vuelto pez

y nadaba en el plato de sopa.


El aire olía a hierro y cuerpo matinal.

Las calles respiraban por las aceras.

Cada piedra, una boca que no alcanzó a gritar.


Una máquina de escribir sin papel

golpeaba una y otra vez

la palabra luz,

hasta que se rompió la tecla.


II. Desmontaje del aliento


Una mesa sueña que es una nube.

Los vasos ríen con sus alas.

El espejo intenta olvidar el rostro.


Las letras escapan;

la A vuelve a su árbol,

la M se convierte en pájaro.

El sentido gotea,

como tinta de una herida.


En el suelo gira un reloj

que teje el tiempo con sus agujas.


Entraron cinco sonidos, dos palabras olvidadas,

y un trozo de silencio que ladra.


Yo,

botón sin tela,

mirada sin rostro,

paso sin tierra.


La nada hace un sonido

tan puro

que parece un comienzo.


III. La luz que no pertenece


Permanezco inmóvil dentro del fragmento.

El mundo corre sin cabeza,

sin cuerpo,

solo de sonido.


El polvo brilla como una oración.

Cada grano, una palabra muda.

Las recojo,

como antes las estrellas del barro de los sueños.


La luz no pertenece a nadie;

pasa a través de las cosas

como el agua a través de la tristeza.


Un retrato sin ojos me mira;

soy yo,

antes de existir.


Y entonces

el silencio aprende a hablar.

Un momento pequeño y claro.

El comienzo.

.

.


I. Silêncio na chuva mecânica


Acordei dentro de uma gota.

A água não tinha intenção de cair,

apenas se cansara do céu.


As palavras ao meu redor esqueceram a ordem;

um “eu” corria atrás de um “talvez”,

e um “nunca” escondia-se na chávena de café.


O relógio tornara-se peixe

e nadava no prato de sopa.


O ar cheirava a ferro e corpo da manhã.

As ruas respiravam pelas calçadas.

Cada pedra, uma boca que não teve tempo de gritar.


Uma máquina de escrever sem papel

batia, de novo e de novo,

a palavra luz,

até a tecla partir.


II. Desmontagem do sopro


Uma mesa sonha que é nuvem.

Os copos riem com as suas asas.

O espelho tenta esquecer o rosto.


As letras fogem;

o A volta à sua árvore,

o M transforma-se em pássaro.

O sentido escorre,

como tinta de uma ferida.


No chão gira um relógio

que tece o tempo com as suas agulhas.


Entraram cinco sons, duas palavras esquecidas,

e um pedaço de silêncio que ladra.


Eu,

botão sem tecido,

olhar sem rosto,

passo sem chão.


O nada faz um som

tão puro

que parece um começo.


III. A luz que não pertence


Fico imóvel dentro do fragmento.

O mundo corre sem cabeça,

sem corpo,

feito apenas de som.


O pó brilha como oração.

Cada grão, uma palavra muda.

Recolho-os,

como outrora as estrelas do lodo dos sonhos.


A luz não pertence a ninguém;

passa pelas coisas

como a água pela tristeza.


Um retrato sem olhos olha-me;

sou eu,

antes de existir.


E então

o silêncio aprende a falar.

Um pequeno momento puro.

O começo.

.

.


I. Σιωπή σε μηχανική βροχή


Ξύπνησα μέσα σε μια σταγόνα.

Το νερό δεν είχε πρόθεση να πέσει 

απλώς βαρέθηκε τον ουρανό.


Οι λέξεις γύρω μου είχαν ξεχάσει τη σειρά τους·

ένα «εγώ» έτρεχε πίσω από ένα «ίσως»

κι ένα «ποτέ» κρυβόταν στο ποτήρι του καφέ.


Το ρολόι είχε γίνει ψάρι

και κολυμπούσε στο πιάτο με τη σούπα.


Ο αέρας μύριζε σίδηρο και πρωινό σώμα.

Οι δρόμοι ανέπνεαν μέσα απ’ τα πεζοδρόμια.

Κάθε πέτρα ,ένα στόμα που δεν πρόλαβε να φωνάξει.


Μια γραφομηχανή δίχως χαρτί

χτύπησε ξανά και ξανά

τη λέξη φως,

ώσπου έσπασε το πλήκτρο.


II. Αποσυναρμολόγηση τής Ανάσας


Ένα τραπέζι ονειρεύεται πως είναι σύννεφο.

Τα ποτήρια γελούν με τα φτερά τους.

Ο καθρέφτης προσπαθεί να ξεχάσει το πρόσωπο.


Τα γράμματα διαφεύγουν·

το Α επιστρέφει στο δέντρο του,

το Μ μεταμορφώνεται σε πουλί.

Το νόημα στάζει,

όπως το μελάνι από πληγή.


Στο πάτωμα στροβιλίζεται ένα ρολόι

που πλέκει τον χρόνο με τις βελόνες του.


Μπήκαν μέσα πέντε ήχοι, δύο ξεχασμένες λέξεις

κι ένα κομμάτι σιωπής που γαβγίζει.


Εγώ

κουμπί χωρίς ρούχο,

βλέμμα χωρίς πρόσωπο,

βήμα χωρίς γη.


Το τίποτα κάνει έναν ήχο

τόσο καθαρό

που μοιάζει με αρχή.


III. Το φως που δεν ανήκει


Μένω ακίνητος μέσα στο θραύσμα.

Ο κόσμος τρέχει χωρίς κεφάλι,

χωρίς σώμα,

μόνο με ήχο.


Η σκόνη λάμπει σαν προσευχή.

Κάθε κόκκος,μια άφωνη λέξη.

Τις μαζεύω,

όπως κάποτε τα άστρα απ’ τη λάσπη τών ονείρων.


Το φως δεν ανήκει σε κανέναν·

περνά μέσα απ’ τα πράγματα

όπως το νερό μέσα απ’ τη θλίψη.


Ένα πορτραίτο χωρίς μάτια με κοιτάζει·

είμαι εγώ,

πριν υπάρξω.


Και τότε 

η σιωπή μαθαίνει να μιλά.

Μια μικρή, καθαρή στιγμή.

Η αρχή.

.

.

.


My own empire of heteronyma -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

μεταφράζοντας


Ευριπίδης,Ελενη,στίχοι 22--36

-Η κρίση του Παρη και το είδωλο τής Ελενης


Ελένη μ'ονομασαν ,κι αυτά τα κακα που'χω πάθει

θα πω,ήρθαν τρεις θεές που για το.καλλος

διαφωνούσαν στης Ίδης τη σπηλιά στον Αλεξανδρο

η Ήρα κι η Κύπρια κι η Παρθένα του Δία γενα

για την ομορφιά θελωντας να κάνουν κρίση,

και το δικό μου κάλλος,αν ωραίο είναι η δυστυχία,

η Κύπριδα δώρο το προσφερε πως ο Αλέξανδρος 

θα με παντρευονταν,και νικάει,αφήνοντας λοιπόν

τών βοδιών τις στάνες ο Πάρις τής Ίδης στη Σπάρτη

έφτασε για να'χει το κρεβάτι μου,όμως η Ηρα

πικραμένη επειδή τις θεές δεν νικησε ματαίωσε

τον γάμο μου με τον Αλεξανδρο ,και δεν έδωσε εμένα

αλλά ένα που σε μένα έμοιαζε ειδωλο ν'αναπνεει

φτιαχνωντας το απο αιθέρα στου βασιλιά Πριαμου 

το παιδί,και νομίζει ότι μ'εχει,μια πλάνη,αφού δεν μ'εχει


Ἑλένη δ᾽ ἐκλήθην. ἃ δὲ πεπόνθαμεν κακὰ

λέγοιμ᾽ ἄν. ἦλθον τρεῖς θεαὶ κάλλους πέρι

Ἰδαῖον ἐς κευθμῶν᾽ Ἀλέξανδρον πάρα,

25Ἥρα Κύπρις τε διογενής τε παρθένος,

μορφῆς θέλουσαι διαπεράνασθαι κρίσιν.

τοὐμὸν δὲ κάλλος, εἰ καλὸν τὸ δυστυχές,

Κύπρις προτείνασ᾽ ὡς Ἀλέξανδρος γαμεῖ,

νικᾶι. λιπὼν δὲ βούσταθμ᾽ Ἰδαῖος Πάρις

30Σπάρτην ἀφίκεθ᾽ ὡς ἐμὸν σχήσων λέχος.

Ἥρα δὲ μεμφθεῖσ᾽ οὕνεκ᾽ οὐ νικᾶι θεὰς

ἐξηνέμωσε τἄμ᾽ Ἀλεξάνδρωι λέχη,

δίδωσι δ᾽ οὐκ ἔμ᾽ ἀλλ᾽ ὁμοιώσασ᾽ ἐμοὶ

εἴδωλον ἔμπνουν οὐρανοῦ ξυνθεῖσ᾽ ἄπο

35Πριάμου τυράννου παιδί· καὶ δοκεῖ μ᾽ ἔχειν,

κενὴν δόκησιν, οὐκ ἔχων. 

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

To είδωλο τής Ελενης


όλα,λοιπόν,οσα συνεβησαν στην Ελένη πλάνη ηταν

ο Αλέξανδρος Πάρις πίστευε πως την είχε,όμως

μ'ένα είδωλο στο κρεβάτι ξάπλωνε ,έτσι κατέληξε

η Κριση της Ομορφιάς στον Ιδαίον ορος κι η νίκη

τής Κυπριδας,η Ήρα το δώρο της ματαίωσε σ'αερα

το μετέτρεψε,πάντα οι θεοί κατέχουν τον τρόπο

τα φαινόμενα σε ψευδαισθησεις να μεταβάλλουν

.

.

.


The West-Eastern Divan Orchestra conducted by Daniel Barenboim performs  Beethoven's 9th Symphony at the Berlin Philharmonic.

https://youtu.be/HljSXSm6v9M?si=9t79XgbPwvOlOEIr


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

λογοι υπαρξης


καμία πιο μεγάλη δικαιολογία ύπαρξης 

από το ν'ακουσεις την 9η Συμφωνία τού Μπετόβεν 


(1)


τοσο φως περισσεύει

από την αιωνιοτητα


στο τραπέζι, ένα ποτήρι με νερό.

η γυναίκα απέναντι ποτίζει τα λουλούδια

στις γλαστρες

το νερό στάζει απ’ τα φύλλα

μια σταγόνα, δυο σταγόνες

η ανάμνηση μου ο ήχος τους


το φως που πέφτει πάνω στο χερι σου

αυτό το λίγο χρειάζεται ο ανθρωπος

.

.

(2)


όλοι αφήνουν πίσω τους,

τη σιωπη

στο δωμάτιο τής μνήμης

εκεί όλα είναι ήσυχα

και δεν χρειάζεται εξήγηση


μερικές φορές σκέφτομαι τις φωτογραφίες

όπου ποζάρουν ν'αποφυγουν τη λήθη

περιμένοντας αιώνες

όταν όλα τελειώνουν


η νύχτα ήρθε ήσυχα

δεν ξεχωρίζουν πια οι ζωντανοί

απ' τους απόντες

η καρέκλα στη μορφη τού σώματος

που καθισε

και το φως σ'αμεροληπτη ισορροπια

να συνεχίζει να υπάρχει


ίσως η αιωνιότητα

να είναι ένα τίποτα

που θυμίζει τη ζωη

.

.

(3)


τίποτα δεν τελειώνει 

άυλα

όλα επιστρέφουν

στη σιωπή τους

σε μια αόρατη παύση

αναπνοής

εκεί σ'αυτή την απουσία

ολόκληρος ο κόσμος

δεν έχει ανάγκη να τον κοιτάξεις

για να υπαρξει

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis 

ιχνοι

(Ελληνικά, English, Francais, German,Italiano, Spanish, Portuguese)


κρατούσε μια πέτρα

τούς φώναξε:να ο θεός σας


οι άνθρωποι περνούσαν

απ'τις ρωγμες τους έσταζε μεταλλο

οι ισκιοι τους μετρούν τα κόκκαλα

τής μερας.

θυμούνται τις ψυχές που αναπνεουν

τι κέρδισαν ρωτουν

σκοτεινιάζει ξανά

συχνα περιμένουν κάποιον

όμως κανείς δεν ερχεται


Δεν ήξερε αν ήταν μέρα ή νύχτα

Το ρολόι είχε σταματήσει

Η γυναίκα στο διπλανο δωμάτιο βήχει

Οι τοίχοι είναι λεπτοί

Έξω οι δρόμοι είναι άδειοι

Με την ίδια ησυχία

Την αλήθεια την μαθαίνεις 

απ' τη φθορά τών λεξεων

.

.


Traces


He held a stone

He shouted to them: here is your god


People passed by

From their cracks, metal dripped

Their shadows count the bones

Of the day.

They remember the souls that breathe

They ask what they have gained

Darkness falls again

Often they wait for someone

But no one comes


He did not know if it was day or night

The clock had stopped

The woman in the next room coughs

The walls are thin

Outside, the streets are empty

With the same quiet

The truth is learned 

From the decay of words

.

.


Traces


Il tenait une pierre

Il leur cria : voici votre dieu


Les gens passaient

De leurs fissures coulait du métal

Leurs ombres comptent les os

Du jour.

Ils se souviennent des âmes qui respirent

Ils demandent ce qu’ils ont gagné

L’obscurité revient

Souvent ils attendent quelqu’un

Mais personne ne vient


Il ne savait pas s’il faisait jour ou nuit

L’horloge s’était arrêtée

La femme dans la chambre voisine tousse

Les murs sont fins

Dehors, les rues sont vides

Avec le même silence

La vérité s’apprend 

Par la détérioration des mots

.

.


Spuren


Er hielt einen Stein

Er rief ihnen zu: hier ist euer Gott


Die Menschen gingen vorbei

Aus ihren Rissen tropfte Metall

Ihre Schatten zählen die Knochen

Des Tages.

Sie erinnern sich an die Seelen, die atmen

Sie fragen, was sie gewonnen haben

Dunkelheit fällt wieder ein

Oft warten sie auf jemanden

Doch niemand kommt


Er wusste nicht, ob es Tag oder Nacht war

Die Uhr hatte aufgehört

Die Frau im Nachbarzimmer hustet

Die Wände sind dünn

Draußen sind die Straßen leer

Mit derselben Ruhe

Die Wahrheit erfährt man

Durch den Verfall der Worte

.

.


Tracce


Teneva una pietra

Gridò loro: ecco il vostro dio


Le persone passavano

Dalle loro crepe gocciolava metallo

Le loro ombre contano le ossa

Del giorno.

Ricordano le anime che respirano

Chiedono cosa hanno guadagnato

L’oscurità cala di nuovo

Spesso aspettano qualcuno

Ma nessuno arriva


Non sapeva se fosse giorno o notte

L’orologio si era fermato

La donna nella stanza accanto tossisce

I muri sono sottili

Fuori le strade sono vuote

Con la stessa quiete

La verità la impari

Dalla rovina delle parole

.

.


Huellas


Sostenía una piedra

Les gritó: aquí está vuestro dios


La gente pasaba

De sus grietas goteaba metal

Sus sombras cuentan los huesos

Del día.

Recuerdan las almas que respiran

Preguntan qué han ganado

La oscuridad vuelve

A menudo esperan a alguien

Pero nadie llega


No sabía si era de día o de noche

El reloj se había detenido

La mujer en la habitación contigua tose

Las paredes son finas

Afuera las calles están vacías

Con la misma quietud

La verdad se aprende

A través de la decadencia de las palabras

.

.


Rastros


Ele segurava uma pedra

Gritou para eles: aqui está o vosso deus


As pessoas passavam

Das suas fissuras pingava metal

As suas sombras contam os ossos

Do dia.

Lembram-se das almas que respiram

Perguntam o que ganharam

A escuridão volta

Frequentemente esperam alguém

Mas ninguém vem


Ele não sabia se era dia ou noite

O relógio tinha parado

A mulher no quarto ao lado tosse

As paredes são finas

Lá fora, as ruas estão vazias

Com a mesma quietude

A verdade aprende-se

Através da degradação das palavras

.

.

.


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


(Κατά Κάποιον Τρόπο η Ιστορία)

Δημοσθένους ἀργυράγχη το 324 π.Χ


οὐχ ὑπὸ συνάγχης ἔφραζον, ἀλλ' ἀργυράγχης εἰλῆφθαι

(Πλούταρχος,Βίοι Παράλληλοι, Δημοσθένης,25)


μετά το 'απελαυνειν Αρπαλον' ο βαρβαρικος κύλικας

ο έρωτας τού χρυσού ή έκφραση οφεως και βλέμματος

έφερε τα είκοσι τάλαντα στον ρήτορα Δημοσθένη

από τα υπεξερεθεντα εν Ασία ταμεία τού Αλεξάνδρου

και την συνακόλουθη συναγχη με τα μαλλιά και το κασκόλ 

στο λαιμό του και την επιδέξια  ρητορικη φωνή απεκομμένη

όμως ολ'αυτα δεν διέφυγεν τού σκωπτικού  ελέγχου 

τών ευφυων τής Αγοράς πως το συνάχι είναι το αργυροσυναχι 

τοῦ τὴν κύλικα ἔχοντος η δε ζητήσις τής δωροδοκίας 

ήταν νεανική εντελώς για τα μάτια τού κόσμου που λένε 

κατ'αλλους δε το όλον θέμα μια ηθικοπλαστική επινοησις

.

.

.


My Own Empire of Heteronyma 

-Helen Ελενη-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

μεταφράζοντας


Εὐριπίδης, Ἑλένη,στιχοι 229–251


Ελένη


αχ αλίμονο,ποιος απ' τους Φρυγες

η' ποιος απ'τής Ελλάδας τη γη

εκοψε για τη Τροια το πευκο που δάκρυ σταζει 

από κει το ολεθριο σκάφος 

συναρμοζοντας ο γιος τού Πριαμου 

έπλευσε με βαρβαρικά χερια στα κουπιά

προς το δικό μου σπιτι

στη πιο δυστυχη ομορφιά 

για ν'αρπαξει τον έρωτα μου

και μ'αυτον η δολια η φονικη Κυπριδα

στους Δαναους (στους Πριαμιδες) φέρνοντας θανατο

ω εγω η δυστυχη απ'τή συμφορα

κι απ' τους χρυσους θρόνους της

τού Δία το ιερό αγκάλιασμα 

η Ήρα τής Μαίας τον γοργό στα πόδια 

εστειλε γονο

ο οποίος,ενώ στα πέπλα μου χλοερα μαζευα

ροδοπεταλα στην Χαλκιοικο να πάω Αθηνά 

αρπαζοντας και σηκωνοντας μέσα απ'τον αιθέρα

σ'αυτή δω τη καταραμένη μ'εφερε γη

κι εχθρα έχθρα δυστυχίας έβαλε

στους γιους τού Πριαμου και της Ελλαδας

και τ'ονομα μου τριγύρω στού Σιμοεντα τα ρεύματα

μια ψεύτικη έχει φημη


Ελενη


φεῦ φεῦ, τίς ἢ Φρυγῶν

230ἢ τίς Ἑλλανίας ἀπὸ χθονὸς

ἔτεμε τὰν δακρυόεσσαν

Ἰλίωι πεύκαν;

ἔνθεν ὀλόμενον σκάφος

συναρμόσας ὁ Πριαμίδας

ἔπλευσε βαρβάρωι πλάται

235τὰν ἐμὰν ἐφ᾽ ἑστίαν

ἐπὶ τὸ δυστυχέστατον

κάλλος ὡς ἕλοι γάμων ἐμῶν

ἅ τε δόλιος ἁ πολυκτόνος Κύπρις

Δαναΐδαις ἄγουσα θάνατον [Πριαμίδαις]·

240ὦ τάλαινα συμφορᾶς.

ἁ δὲ χρυσέοις θρόνοισι

Διὸς ὑπαγκάλισμα σεμνὸν

Ἥρα τὸν ὠκύπουν

ἔπεμψε Μαιάδος γόνον·

ὅς με χλοερὰ δρεπομέναν ἔσω πέπλων

245ῥόδεα πέταλα Χαλκίοικον

ὡς Ἀθάναν μόλοιμ᾽

ἀναρπάσας δι᾽ αἰθέρος

τάνδε γαῖαν εἰς ἄνολβον

ἔριν ἔριν τάλαιναν ἔθετο

Πριαμίδαισιν Ἑλλάδος.

250τὸ δ᾽ ἐμὸν ὄνομα παρὰ Σιμουντίοις ῥοαῖσι

μαψίδιον ἔχει φάτιν

.

.

.

 


Ασπασια


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

μεταφράζοντας


Αριστοφάνης Αχαρνής στίχοι 323-339

-Η αιτία τού Πελοποννησιακου Πολέμου -


Δικαιόπολις


κι αυτά,λοιπόν, είναι μικρα και τοπικά ζητηματα,

τη πόρνη Σιμαιθα πηγαίνοντας προς τα Μέγαρα 

νεαροί την κλέβουν μεθυσμένοι κοτταβιζοντας

κι οι Μεγαραιοι που απ'το κακό τους εσκασαν

ανταποδίδουν κλέβοντας δυο πόρνες τής Ασπασίας,

κι από κει η αρχή τού πολέμου ξεσπασε

σ' όλους τούς Έλληνες για τρεις ψωλογλειφτρες,

από κει με οργή ο Ολύμπιος Περικλής

αστραψε και βροντησε και την Ελλαδα ταραξε

εβαζε νόμους όπως τής ταβλας τραγουδακια  γραμμένοι

πως πρέπει ο Μεγαραιος μήτε στη γη μήτε στην αγορα

μητε στη θάλασσα μήτε στον ουρανό να σταθει,

από κει οι Μεγαραιοι,όταν πια η πεινα ζυγωσε,

απ'τούς Λακεδαιμονιους  ζητούσαν οπως το ψηφισμα

ν'αλλαξει αυτο για τις ψωλογλειφτρες,

και πολλές φορές τα παρακαλια τους αρνήθηκαμε,

κι από κει λοιπόν άρχισε ο παταγος τών ασπίδων


καὶ ταῦτα μὲν δὴ σμικρὰ κἀπιχώρια,

πόρνην δὲ Σιμαίθαν ἰόντες Μεγαράδε

νεανίαι κλέπτουσι μεθυσοκότταβοι· 525

κᾆθ᾽ οἱ Μεγαρῆς ὀδύναις πεφυσιγγωμένοι

ἀντεξέκλεψαν Ἀσπασίας πόρνα δύο·

κἀντεῦθεν ἀρχὴ τοῦ πολέμου κατεῤῥάγη

Ἕλλησι πᾶσιν ἐκ τριῶν λαικαστριῶν.

ἐντεῦθεν ὀργῇ Περικλέης οὑλύμπιος 530

ἤστραπτ᾽ ἐβρόντα ξυνεκύκα τὴν Ἑλλάδα,

ἐτίθει νόμους ὥσπερ σκόλια γεγραμμένους,

ὡς χρὴ Μεγαρέας μήτε γῇ μήτ᾽ ἐν ἀγορᾷ

μήτ᾽ ἐν θαλάττῃ μήτ᾽ ἐν οὐρανῷ μένειν.

ἐντεῦθεν οἱ Μεγαρῆς, ὅτε δὴ ᾽πείνων βάδην, 535

Λακεδαιμονίων ἐδέοντο τὸ ψήφισμ᾽ ὅπως

μεταστραφείη τὸ διὰ τὰς λαικαστρίας·

κοὐκ ἠθέλομεν ἡμεῖς δεομένων πολλάκις.

κἀντεῦθεν ἤδη πάταγος ἦν τῶν ἀσπίδων.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

στην επόμενη σκηνη


το Ιόνιο κυματίζει με προελληνικες λέξεις

σα-λα-σσα και φθόγγους ανεμων αλς αλος


στην επόμενη σκηνή:ο Αντίοχος έχασε τη Συρια

μετά, μια τομή: jump cut στον Καντ

στέκει μπροστά στο Καθεδρικό τής Κριτικής Λογικής

και βρέχει σε ρυθμό clusters Gyorgy Ligeti 

ο Καντ ανοίγει την ομπρέλα

στην επόμενη σκηνή: η Λουκρητία Βοργία 

γράφει μια υποσημείωση στο περιθωριο 

μιας σελίδας τού Marx :Η εξουσία παράγει τη δική της

υπεραξία μυθου

στο πιάνο τής δυναστείας Τανγκ ο Ezra Pound

αναλύει την τονικότητα τής Usura

ένα φιλμ 16mm με κόκκους δείχνει έναν γραφεα Βυζαντινό

τίτλος:Η ισχύς και η Στάση τού Νικα

στην επόμενη σκηνή:σε στούντιο τής Cinecitta

οι γάμοι τού Αλεξάνδρου και τής Ρωξάνης

με επίκαιρα fade in στην βιομηχανική Αγγλία

όλο το Κεφάλαιο είναι θέμα οπτικής γωνιας

στην επόμενη σκηνή η Lucretia Borgia 

ξεφυλλίζει ένα χειρόγραφο αλχημείας

με συνταγές καλλωπισμού 

για την πολιτική η ομορφιά είναι μηχανη

στην επόμενη σκηνή: στη New York City 1929

ο Μιθριδάτης και ο Keynes συναντιούνται στη Time Square 

συντασοντας το μανιφέστο:Η ανοσία τού πληθωρισμου

και ολη η Ευρώπη μετατοπίζεται σε μια εποχή παγετώνων 

ο κόσμος πλέον είναι ζήτημα δοσολογίας βαρβαρισμων


άλς (θάλασσα), βορρός (άνεμος), λάβρυς (διπλό)

προελληνικα ηχώματα στη μνήμη τών κυματων

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

στερρά έπεα 


Δεσμώτης τήδε(δέσμιος,εκ δεω,δένω)

τροχιζω τις συλλαβές μα-χαι-ρι

ὣς ἄορ aor ομηρικό

να μην σφαγούν πάλι οι ίδιοι άνθρωποι 

η ΕΛΣΤΑΤ μετράει από το 2010 ως το 2023

τη μετανάστευση:

πάνω από 450.000 νέοι έφυγαν.

Μαρτυρία από τη Θεσσαλονίκη, 2016:

«Στο χωριό έμειναν μόνο τα σπίτια.

Όλοι στο Λονδίνο δουλεύουν σερβιτόροι».

στις σπονδυλωσεις τού μαρξισμου

διασώζεται σημείωμα νοσηλεύτριας(1942):

«Σήμερα πέθαναν 34 παιδιά από αβιταμίνωση.

Το γάλα δεν έφτασε».

Μη συνηθίσετε ποτέ αυτό:

φωτογραφία Ερυθρού Σταυρού 13/9/1922,

μια γυναίκα στην προκυμαία τής Σμύρνης

κρατάει μια κούκλα παιδιού.

Αυτό απέμεινε.

Να μην το γράψει κανείς.

Ούτε η Ιστορία

να το ντύσει με κραυγές.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Κασσιανη και Θεοφιλος


μετά από την επιδεξια ρητορική 

αντιπαραθεση τών ερωτευμένων:

'Εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα'

'Αλλά και δια τής γυναικός πηγάζει τα κρείτω'

το χρυσό μήλο μοιραιως ερρίφθη 

στην Θεοδώρα τής Παφλαγονιας

και αφού το: 'ων ποδών έν τώ παραδείσω Εύα 

το δειλινόν' τής υμνωδου Κασσιανης

εσυμπληρωθει από το:

'κρότων τοις ωσίν ηχηθείσα 

τω φόβω εκρύβη'

τού αυτοκρατορα Θεοφιλου

κατέληξε στο:

Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου

αβύσσους τις εξιχνιάσει;

.

.

.


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

(Κατά Κάποιον Τρόπο η Ιστορία)

επειγόντως τα μετρα


να καθαιρεί πάραυτα τούς κυβερνητες

όταν περηφανευονται

και πολλούς οι στρατηγοί να μην έχουν

ανεσεις στις εκστρατείες 

ούτε γυναίκες να'ναι παρούσες

στα αυτοκρατορικά του συμβούλια

και τα προσωπικά του σχέδια λίγοι

να γνωρίζουν 

αυτά κατά τον βυζαντινό ιστορικό Μιχαήλ Ψελλο

συμβουλευε ο ηττημένος στρατιωτικος

Βάρδας Σκληρός

τον αυτοκράτορα Βασίλειο Β' Πορφυρογεννητο

και επειγόντως τα μέτρα να αρχισει, τού έλεγε,

με εκείνον τον επικίνδυνο ευνούχο

Βασίλειο Λεκαπηνο.

.

.

.




χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

του Κωνσταντάκη


σαράντα μήλα κόκκινα σ’ ενα μαντήλι δεμένα

ὁ Κωνσταντάκης εστειλε τσι ἀγάπης δῶρα

καὶ τὸ μαντήλι μοσχοβόλαγε κι ἡ κόρη τὸ φιλοῦσε,

μα ηρθε μαντάτο φοβερὸ ἀπ’ τὰ σύνορα τής χώρας·

πολέμου αέρας φυσηξε και τα δεντρά λυγισαν

και πρῶτος ο Κωνσταντινος ο μικροΚωνσταντακης

μ'ακριτες αντρειωμένους μαζι για πόλεμο κιναει

ευτυς στη μάχη ρίχνεται αστράφτει το σπαθί του

τρεις μέρες πολεμά σαν λιοντας εχτρούς σκορπάει

κι ο Χάροντας τονε ζήλεψε στο διάσελο ψηλά εφάνη

κονταριν στο στηθος επεταξεν την ψυχή του επαιρνει

πέφτει ο λεβεντης καταγης κι ο κόσμος όλος γύρω σβηνει

και τ'αλογο μονάχο του γυρίζει στης κόρης την αυλιτσα

εκείνη ως το'δε έρμο χωρίς αφεντη φωνή μεγάλη βγαζει

Κωνσταντακη μου άκριτη μου καλέ μου που χάθηκες

που πήγες ψηλα στ'αστερια και μενα μ'αφησες στη γής 

να σου φυλω σαράντα μηλα κόκκινα τσ'αγαπης δωρα

.

.

.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου