I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Σάββατο 31 Ιουλίου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Παρθένιος ο Νικαευς Περί Ερωτικών Παθημάτων Περί Κλειτης,Αισαονος,Κορυθου -μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Παρθένιος ο Νικαευς

Περί Ερωτικών Παθημάτων

Περί Κλειτης,Αισαονος,Κορυθου

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.



Κλειτη



Νιοβη


Κορυθος


Παρθένιος ο Νικαευς

Περί Ερωτικών Παθημάτων

Περί Κλειτης,Αισαονος,Κορυθου

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


28. Περὶ Κλείτης

(Ιστορεί ο Ευφοριων στον Απολλόδωρο, μετά ο Απολλώνιος στα Αργοναυτικά βιβλίο α') 

[28.1] Διαφορετικά ιστορείται περί Κυζίκου του Αινεου,οι μεν λέγουν πως παντρευτηκε την Λάρισα του Πιάσου,με την οποία ο πατέρας έσμιξε πριν τον γάμο και σε μάχη πέθανε. 

 άλλοι πως μόλις παντρεύτηκε την Κλειτη από παραεξηγηση συγκρουστηκε μ'αυτους που με τον Ιάσονα με την Αργώ έπλεαν.

κι όπως έπεσε νεκρος σ'ολους προκάλεσε οδυνηρό πόνο,και πιο πολύ στην Κλειτη.

βλέποντας τον ριγμένο κατω,τον αγκάλιασε και πολύ οδύρονταν,

την νύχτα ξεφεύγοντας από την προσοχή των υπηρετριων από κάποιο δέντρο κρεμάστηκε.

.

.

33. Περὶ Αἰσάονος

(Ιστορεί ο Ξανθος στα Λυδιακα και ο Νεανθης βιβλίο β' και ο Σιμμίας ο Ρόδιος)

[33.1]Διαφορετικά στα πολλά ιστορούνται και τα της Νιόβης,γιατί λένε πως απ'τον Ταντάλον δεν γεννήθηκε,αλλά του Ασσαονα κόρη,και του Φιλοττου του γυναίκα.σε διαφωνία οταν ήρθε με την Λητώ ποια γέννησε πιο καλα παιδια  δέχτηκε την τιμωρία αυτή εδώ.τον Φιλοττον 

στο κυνήγι σκότωσαν,και τον Ασσαονα τον κυρίεψε πόθος για την κόρη να την παντρευτεί.   

 [33.2]επειδή δεν ενέδωσε η Νιόβη τα παιδιά σε γιορτινό τραπέζι αφού τα κάλεσε τα εκαψε.κι αυτή μετά από τέτοια συμφορά από πολύ ψηλή πέτρα ρίχτηκε,συνειδητοποιωντας τα αμαρτήματα του ο Ασσαων αυτοκτόνησε.

.

.

34. Περὶ Κορύθου

(Ιστορεί ο Ελλάνικος στα Τρωικά και ο Κεφαλων ο Γεργιθεος)

[34.1]Απο την Οινωνη και τον Αλέξανδρο παιδί γεννήθηκε ο Κόρυθος,αυτός σύμμαχος όταν ήρθε στο Ίλιον ερωτεύθηκε την Ελένη.κι εκείνη αυτόν τον δέχτηκε με μεγάλη συμπάθεια,

στην εμφάνιση ήταν υπέροχος,

ανακαλύπτοντας αυτό ο πατέρας τον σκοτωσε.

[34.2] ωστόσο ο Νίκανδρος λέει πως ο Κόρυθος όχι από την Οινωνη, αλλά από την Ελένη και τον Αλέξανδρο γεννήθηκε,

λέγοντας σ'αυτους(τους στίχους)

 

ο τάφος είναι του Κορυθου που στον Άδη κατεβηκε

κι αφου σε γάμο αρπαγμενη εξαναγκάστηκε η Τυνδαριδα

υποφεροντας τον κακό συνέλαβε γόνο βοσκου

.

.

.

Παρθένιος ο Νικαευς

Περί Ερωτικών Παθημάτων

Περί Κλειτης,Αισσαονος,Κορυθου


28. Περὶ Κλείτης

(Ἱστορεῖ Εὐφορίων Ἀπολλοδώρῳ, τὰ ἑξῆς Ἀπολλώνιος Ἀργοναυτικῶν α΄)

[28.1] Διαφόρως δὲ ἱστορεῖται περὶ Κυζίκου τοῦ Αἰνέου· οἱ μὲν γὰρ αὐτὸν ἔφασαν ἁρμοσάμενον Λάρισαν τὴν Πιάσου, ᾗ ὁ πατὴρ ἐμίγη πρὸ γάμου, μαχόμενον ἀποθανεῖν· τινὲς δὲ προσφάτως γήμαντα Κλείτην συμβαλεῖν δι᾿ ἄγνοιαν τοῖς μετὰ Ἰάσονος ἐπὶ τῆς Ἀργοῦς πλέουσι, καὶ οὕτως πεσόντα πᾶσι μὲν [τοῖς] ἄλλοις ἀλγεινὸν πόθον ἐμβαλεῖν, ἐξόχως δὲ τῇ Κλείτῃ· ἰδοῦσα γὰρ αὐτὸν ἐρριμμένον, περιεχύθη καὶ πολλὰ κατωδύρατο, νύκτωρ δὲ λαθοῦσα τὰς θεραπαινίδας ἀπό τινος δένδρου ἀνήρτησεν [ἑαυτήν].

.

.

33. Περὶ Αἰσάονος

(Ἱστορεῖ Ξάνθος Λυδιακοῖς καὶ Νεάνθης β΄ καὶ Σιμμίας ὁ Ῥόδιος)

[33.1] Διαφόρως δὲ τοῖς πολλοῖς ἱστορεῖται καὶ τὰ Νιόβης. οὐ γὰρ Ταντάλου φασὶν αὐτὴν γενέσθαι, ἀλλ᾿ Ἀσσάονος μὲν θυγατέρα, Φιλόττου δὲ γυναῖκα· εἰς ἔριν δὲ ἀφικομένην Λητοῖ περὶ καλλιτεκνίας ὑποσχεῖν τίσιν τοιάνδε· τὸν μὲν Φίλοττον ἐν κυνηγίᾳ διαφθαρῆναι, τὸν δὲ Ἀσσάονα τῆς θυγατρὸς πόθῳ ἐχόμενον αὐτὴν αὑτῷ γήμασθαι· [33.2] μὴ ἐνδιδούσης δὲ τῆς Νιόβης, τοὺς παῖδας αὐτῆς εἰς εὐωχίαν καλέσαντα καταπρῆσαι. καὶ τὴν μὲν διὰ ταύτην τὴν συμφορὰν ἀπὸ πέτρας ὑψηλοτάτης αὑτὴν ῥῖψαι, ἔννοιαν δὲ λαβόντα τῶν σφετέρων ἁμαρτημάτων διαχρήσασθαι τὸν Ἀσσάονα ἑαυτόν.

.

.

34. Περὶ Κορύθου

(Ἱστορεῖ Ἑλλάνικος Τρωϊκῶν * * καὶ Κεφάλων ὁ Γεργίθιος)

[34.1] Ἐκ δὲ Οἰνώνης καὶ Ἀλεξάνδρου παῖς ἐγένετο Κόρυθος. οὗτος ἐπίκουρος ἀφικόμενος εἰς Ἴλιον Ἑλένης ἠράσθη, καὶ αὐτὸν ἐκείνη μάλα φιλοφρόνως ὑπεδέχετο· ἦν δὲ τὴν ἰδέαν κράτιστος· φωράσας δὲ αὐτὸν ὁ πατὴρ ἀνεῖλεν. [34.2] Νίκανδρος μέντοι τὸν Κόρυθον οὐκ Οἰνώνης, ἀλλὰ Ἑλένης καὶ Ἀλεξάνδρου φησὶν γενέσθαι, λέγων ἐν τούτοις·


ἠρία τ᾿ εἰν Ἀίδαο κατοιχομένου Κορύθοιο,

ὅντε καὶ ἁρπακτοῖσιν ὑποδμηθεῖσ᾿ ὑμεναίοις

Τυνδαρίς, αἴν᾿ ἀχέουσα, κακὸν γόνον ἤρατο βούτεω.

.

.

.

piano dianisma -piano composition χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

 .

.

piano dianisma

-piano composition χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


https://www.youtube.com/watch?v=ggoJRbFjL10.

.

.





Παρασκευή 30 Ιουλίου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Ein Märchen der Brüder Grimm Von dem Machandelboom Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ Το δέντρο του κεδρου -μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Ein Märchen der Brüder Grimm

Von dem Machandelboom

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

Το δέντρο του κεδρου

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Ein Märchen der Brüder Grimm

Von dem Machandelboom

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

Το δέντρο του κεδρου

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Πολλά χρόνια πριν,δυο χιλιάδες χρόνια,μια φορά ήταν ένας πλούσιος άντρας 

κι είχε μια όμορφη φρόνιμη γυναίκα,που'χαν μεγάλη αγάπη,άλλα παιδιά δεν είχαν,όσο να το επιθυμούσαν  και νύχταμέρα να προσεύχονταν.

Μπροστά απ'τό σπίτι τους ήταν μια αυλή,κι εκεί ήταν ένας κέδρος.

Από κάτω του κάθονταν μια φορά χειμώνα  η γυναίκα και καθάριζε ένα 

μήλο,δεν πρόσεξε κι έκοψε το δάκτυλο,και το αίμα επεσε στο χιόνι.

Αχ,αναστεναξε η γυναίκα σαν είδε το αίμα,να'ταν ν'αποκτησω ένα.παιδι,τοσο

κόκκινο οσο το αίμα  και τοσο άσπρο οσο το χιόνι.

Είπε κι ένιωσε χαρούμενη.Σαν κάτι που θα γίνει.

Κατόπιν πήγε στο σπίτι,κι ένας μήνας πέρασε κι έλιωσε το χιόνι.Μετα

από δύο μήνες όλα πρασινισαν,μετά από τρεις μήνες  φύτρωσαν απ'τό

χώμα τα λουλούδια,και στους τέσσερεις μήνες φουντουσαν όλα τα δέντρα,

και κλαδωσαν πράσινα,όλα τα πουλιά κελαηδούσαν,όλα άνθισαν.

Όταν ο πέμπτος μήνας πέρασε,κι αυτή πάντοτε κάθονταν κατω από τον κέδρο

που μοσχομυριζε.

Η καρδιά της γέμισε χαρά,κι όταν ο έκτος μήνας ήταν περασμένος τα φρούτα

άρχισαν να ωριμαζουν και τον έβδομο μήνα μάζεψε κεδρομηλα κι έφαγε 

κι αρρώστησε,τον όγδοο μήνα φώναξε τον άντρα της και κλαίγοντας είπε.

Αν πεθάνω κάτω απ',τον κέδρο να με θάψετε.

Μέχρι τον ένατο μήνα ηρέμησε κι ήταν ευχαριστημένη.Τοτε γέννησε ένα

παιδί τόσο κόκκινο όσο το αίμα και τοσο άσπρο όσο το χιόνι,και σαν το είδε

ευχαριστημενη  πέθανε.

Τότε ο άντρας της την έθαψε κάτω απ'τον κέδρο,και για πολύ καιρό την

έκλαιγε,κατόπιν συνήλθε και πήρε μια άλλη γυναίκα.

Με την δεύτερη γυναικα αποκτησε μια κόρη,το παιδί απ'την πρώτη γυναίκα

ήταν ένα μικρό αγόρι,τόσο κόκκινο οσο το αίμα και τοσο άσπρο οσο το χιόνι.

Η γυναίκα αγαπούσε  πολύ την κόρη της και κακοβλεπε το αγόρι,σαν αντίπαλο

στη κληρονομιά και δεν τ'αφηνε σε ησυχία,και το παιδί είχε μεγάλη στεναχώρια.

Μια φορά που η γυναίκα καθόταν ψηλά στη κάμαρα της είπε η μικρή κόρη.

Μάνα δωσ'μου ένα μήλο.Και της έδωσε ένα ωραίο μήλο που το'βγαλε απ'τό

μπαούλο,που είχε να βαρύ σκέπασμα.

Μάνα,είπε η κόρη,πρέπει και στον αδελφό μου να δώσεις.

Αυτό δεν της άρεσε,όμως είπε.Βεβαια,όταν απ'τό σχολείο γυρίσει.

Όταν είδε το παιδί να γυρίζει απ'το σχολειο πήρε το μήλο απ'τη κόρη κι

είπε.Αυτο θα το πάρει ο αδελφός σου.Κι ερριξε το μήλο στο μπαουλο και

το εκλεισε.

Φάνηκε το παιδί στη πόρτα,αυτή την έπιασε ο κακος δαίμονας,και του'ειπε

δήθεν φιλικά.Γιε μου,θέλεις ένα μήλο;

Μάνα,ειπε το παιδί,δώσε μου.

Έλα δω,του'πε κι άνοιξε το μπαούλο,σκύψε και πάρτο από μέσα.

Μόλις έσκυψε το παιδί μπραφ! εκείνη έκλεισε το σκεπασμα το κεφαλι του κόπηκε και το μήλο έπεσε κάτω.

Τότε αναστατωθηκε και σκέφτηκε τι να κάνει.

Κατέβηκε κάτω και πήρε απ'τα ρούχα ένα άσπρο σεντόνι κι έβαλε το κεφάλι

πάνω στο λαιμό και τυλιξε σφιχτά γύρω το σεντόνι τίποτα να μην μπορεί

να φανεί,και το καθησε στη πορτα πάνω σ'ενα σκαμνί και του'βαλε το μήλο

στο χέρι.

Τότε πήγε η μικρή Μαντλίν στη κουζίνα στη μάνα της.Την βρήκε που ζέστανε νερό στη κατσαρόλα.

Μάνα,είπε η μικρή Μαντλίν ,ο αδελφός μου κάθεται μπροστά στη πόρτα,κι είναι άσπρος και κραταει στο χέρι μήλο.Του ζήτησα το μήλο να μου δώσει και δεν μου απάντησε,κι αυτό πολυ παράξενο μου φάνηκε.

Πήγαινε,άλλη μια φορά,της είπε η μάνα,κι αν δεν σ'απαντησει,χτυπά τον πίσω

απ'τ'αυτια.

Τότε πήγε η μικρή Μαντλίν και του'πε.Αδελφε δωσ'μου το μήλο.

Όμως εκείνος ήταν σιωπηλος.και τότε τον χτύπησε  πίσω απ'τ'αυτια.

Τότε έπεσε το κεφάλι κι αυτή τρόμαξε κι άρχισε να κλαίει και να φωνάζει

κι έτρεξε στη μάνα της κι είπε.Αχ,μάνα,το κεφάλι τ'αδελφου μου έκοψα.

κι έκλαιγε κι έκλαιγε κι ηρεμία δεν είχε.

Μικρή Μαρλίν,είπε η μάνα,τι'ναι αυτό που'κανες!Σώπα,να μην το μάθει κανένας,

τώρα δεν μπορεί ν'αλλαξει,αυτόν πρεπει να τον μαγειρέψουμε.

Τότε η μάνα πήρε το μικρό αγόρι και το'κοψε κομμάτια,τα έβαλε στη κατσαρόλα και τα'βρασε.Η μικρή Μαρλίν κάθονταν κοντά κι έκλαιγε κι έκλαιγε κι όλα τα

δάκρυα της έπεφταν στη κατσαρόλα κι έτσι δεν χρειάστηκαν καθόλου 

αλάτι.

Οταν ήρθε ο πατέρας στο σπίτι,κάθισε στο τραπέζι κι είπε.Που'ναι ο γιος

μου;Τότε η μάνα μια μεγάλη πιατέλα με μαύρο ζουμί του πρόσφερε κι η

Μαρλίν έκλαιγε και δεν μπορούσε να κρατηθεί.Τοτε είπε πάλι ο πατέρας.

Που'ναι λοιπόν ο γιος μου;Αχ,είπε η μάνα,πέρα στο τόπο πήγε,που'ναι οι

συγγενείς της μάνας του,και θέλει εκεί για λίγο να μείνει.

Πήγε εκεί;είπε ο πατέρας,και δεν με αποχαιρέτησε;

Το'θέλε τόσο πολύ ,είπε η γυναίκα,και με παρακάλεσε,αν εκεί μπορούσε

να μείνει για έξι βδομάδες.Αχ,είπε ο άντρας,αυτό με στεναχωρεί,δεν είναι

σωστό,να μην μ'εχει αποχαιρετησει.

Τότε άρχισε να τρώει κι είπε.Μαρλιν,γιατί κλαίς;Ο αδελφός σου σύντομα

θα ξαναγυρίσει.

Αχ,γυναίκα,είπε,πόσο ωραία μυρίζει το φαι!Δωσ'μου κι άλλο!

Κι όσο περισσότερο έτρωγε τόσο περισσότερο ήθελε κι είπε.Δωσ'μου κι άλλο,αυτό είναι όλο δικό μου,μόνο για μένα.

Κι έτρωγε κι έτρωγε και τα κόκκαλα τα'ριχνε κάτω απ'τό τραπέζι,μέχρι

που τελείωσε.

 Η Μαρλίν τότε πήγε στο κομοδίνο της και πηρε απ' το κάτω συρτάρι το

πιο καλό της μεταξωτο μαντήλι και μάζεψε όλα τα κόκκαλα κάτω απ'τό

τραπέζι και τα τύλιξε στο μαντήλι και τα μετέφερε μπροστά στη πόρτα

κι έκλαιγε με πίκρα δάκρυα.

Εκεί τα τοποθέτησε κάτω απ'τον κέδρο στο πράσινο χορτάρι,κι όταν τα

τοποθέτησε ένιωσε ηρεμία και δεν έκλαιγε πια.

Τότε άρχισε ο κέδρος να κουνιέται,και τα κλαριά του πήγαιναν πέρα δωθε,

σαν κάποιοςμε την καρδιά του να χαίρεται και να χειροκροτεί.Επισης μια

ομίχλη σηκώθηκε απ'τό δέντρο και μέσα στην ομίχλη έκαιγε μια φωτιά

κι απ'τη φωτιά πεντάχτηκε ένα όμορφο πουλί,που τραγουδούσε υπέροχα,

και πέταξε ψηλά στον αέρα,κι όταν μακριά ήταν,ο κέδρος όπως πριν έγινε,

και το μαντήλι με τα κόκκαλα ήταν άφαντο.

Η Μαρλίν όμως αισθανθηκε  χαρα σαν ο αδελφός της ακόμα να ζούσε.

Τότε γύρισε στο σπίτι ήρεμη και κάθισε στο τραπέζι κι έφαγε.

Το πουλί πέταξε και κάθισε πάνω στο σπίτι ενός χρυσοχόου κι άρχισε

να τραγουδάει.


Η μάνα μου μ'εσφαξε

Ο πατέρας μου μ'εφαγε

Η Μαρλίν η αδελφή μου

Μάζεψε τα κόκκαλα μου

Σ'ενα μεταξωτό μαντήλι τύλιξε

Κάτω απ'τον κέδρο το'βαλε

τουιτ τουιτ τι όμορφο  είμαι πουλί

 

Ο χρυσοχόος κάθονταν στο εργαστήριο του κι έκανε μια χρυσή αλυσίδα,όταν

άκουσε το  πουλί,που πάνω στη στέγη κάθονταν και τραγουδούσε,γοητεύτηκε.

Τοτε σηκώθηκε κι όταν στη πόρτα πήγε του βγήκε μια παντόφλα.Ομως πήγε

στη μέση του δρόμου με μια παντόφλα και μια καλτσα,φορούσε τη πόδια και

στο'να χέρι είχε την  χρυσή αλυσιδα και στ'αλλο την λαβίδα κι ο ήλιος φωτίζε

το δρόμο.Τοτε στάθηκε και κοίταξε το πουλί.Πουλι,είπε,πόσο όμορφα

τραγουδάς!Τραγουδα για μένα ακόμα μια φορά!-Οχι,είπε το πουλί,,δύο φορές

εγώ δεν τραγουδαω χωρίς λόγο.Δωσ'μου τη χρυσή αλυσίδα και τότε για

σένα ακόμα μια φορά θα τραγουδήσω.-Ενταξει,είπε ο χρυσοχόος,την έχεις

την χρυσή αλυσίδα,μονάχα τραγουδα για μένα ακόμα μια φορά.

Τότε ήρθε το πουλί και πήρε την χρυσή αλυσίδα στο δεξί του νυχι και κάθισε

μπροστά απ'τον χρυσοχόο και τραγουδησε.


Η μάνα μου μ'εσφαξε

Ο πατέρας μου μ'εφαγε

Η Μαρλίν η αδελφή μου

Μάζεψε τα κόκκαλα μου

Σ'ενα μεταξωτό μαντήλι τύλιξε

Κάτω απ'τον κέδρο το'βαλε

τουιτ τουιτ τι όμορφο  είμαι πουλί


Τότε πέταξε το πουλί σ'ενα υποδηματοποιο,και κάθισε στη στεγη του και

τραγουδούσε.


Η μάνα μου μ'εσφαξε

Ο πατέρας μου μ'εφαγε

Η Μαρλίν η αδελφή μου

Μάζεψε τα κόκκαλα μου

Σ'ενα μεταξωτό μαντήλι τύλιξε

Κάτω απ'τον κέδρο το'βαλε

τουιτ τουιτ τι όμορφο  είμαι πουλί


 Ο υποδηματοποιός τ'ακουσε κι έτρεξε με την λερωμένα πόδια στη πόρτα 

του και κοίταξε πανω στη στέγη του κι έβαλε το χέρι μπροστά απ'τα  μάτια

για να μην τον τυφλώσει ο ήλιος.

Πουλι,είπε,τι όμορφα που τραγουδάς.

Τότε φώναξε προς τη πορτα.Γυναικα βγες έξω,εκεί είναι ένα πουλί,κοίταξε

το πουλί,πόσο όμορφα τραγουδαει.

Κατόπιν φώναξε την κόρη του και τα παιδιά και τους τεχνίτες,τους μαθητές

και την υπηρέτρια κι ήρθαν όλοι στο δρόμο και κοιταξαν το πουλί,πόσο

όμορφο ήταν κι είχε τόσο όμορφα κόκκινα και πράσινα φτερά και γύρω

απ'τόν λαιμό  ήταν καθαρό χρυσάφι,και τα μάτια αστραφταν όπως τ'αστερια

στο κεφάλι.

Πουλι,είπε ο υποδηματοποιός,τώρα τραγουδα για μένα ακόμα μια φορά.

-Οχι,είπε το πουλί,δύο φορές εγώ δεν τραγουδάω χωρίς λόγο,πρέπει σε

μένα κάτι να δωρίσεις.-Γυναικα,είπε ο υποδηματοποιός,πήγαινε μέσα  στο εργαστήριο,πάνω στο ψηλότερο ράφι,είναι ένα ζευγάρι κόκκινα παπούτσια,

φέρτα εδώ.

Τότε μπήκε μέσα η γυναίκα και πήρε τα παπούτσια.

Εντάξει,πουλί,είπε ο άντρας,τώρα τραγουδα για μένα το τραγούδι ακόμα

μια φορά.

Τότε ήρθε το πουλί και πήρε τα παπούτσια με το αριστερό νύχι και πέταξε 

πάλι πάνω στη στέγη και τραγούδησε.


Η μάνα μου μ'εσφαξε

Ο πατέρας μου μ'εφαγε

Η Μαρλίν η αδελφή μου

Μάζεψε τα κόκκαλα μου

Σ'ενα μεταξωτό μαντήλι τύλιξε

Κάτω απ'τον κέδρο το'βαλε

τουιτ τουιτ τι όμορφο  είμαι πουλί


Κι όταν αυτό τελείωσε το τραγούδι,πέταξε μακριά,την αλυσίδα είχε στο δεξί

και τα παπούτσια στ'αριστερο νύχι και πέταξε πέρα μακριά σ'ενα μύλο,κι ο

μύλος δούλευε,κλιπ κλαπ,κλιπ κλαπ,κλιπ κλαπ.Και στο μύλο ήταν  είκοσι

μυλωνάδες που σκάλιζαν μια πέτρα,χικ χακ, χίκ χακ ,χικ χακ κι ο μύλος δούλευε.

κλιπ κλαπ ,κλιπ κλαπ,κλιπ κλαπ.

Τότε κάθισε το πουλί πάνω σε μια φλαμουριά,που ήταν μπροστά στο μύλο και 

τραγουδησε.


Η μάνα μου μ'εσφαξε


Τότε σταματησε ένας.


Ο πατέρας μου μ'εφαγε


Τότε σταμάτησαν  ακόμα δύο


Η Μαρλίν η αδελφή μου


Τότε σταμάτησαν τεσσερις


Μάζεψε τα κόκκαλα μου

Σ'ενα μεταξωτό μαντήλι τύλιξε


Τώρα σκάλιζαν μονάχα οκτώ.


Κάτω απ'τον κέδρο


Τώρα μονάχα πεντε


το'βαλε


Τώρα μονάχα ένας


τουιτ τουιτ τι όμορφο  είμαι πουλί


Τότε σταματησε κι ο τελευταίος κι άκουσε το τελείωμα.


Πουλι,είπε,τι όμορφα που τραγουδάς!Ας για μένα να τ'ακουσω,τραγούδησε το 

για μένα ακόμα μια φορά!

-Οχι,είπε το πουλί,δύο φορές εγώ δεν τραγουδω χωρίς λόγο,δωσ'μου την

μυλόπετρα,και τότε θα τραγουδήσω ακόμα μια φορά.

-Ενταξει,είπε αυτός,αν αυτή σε μένα μονάχα ανήκει,θα την έχεις

-Ενταξει,είπαν οι άλλοι,αν ακόμα μια φορά τραγουδησει,θα την έχει.

Τότε ήρθε το πουλί κι οι μυλωνάδες και οι είκοσι με τη βοήθεια ξύλου

σηκωσαν την μυλόπετρα,ε οπ ,ε οπ,ε οπ.

Τότε πέρασε το πουλί το λαιμό μέσα στη τρύπα και ήταν σαν κολαρο και 

πέταξε πάλι πάνω στο δέντρο και τραγουδησε.


Η μάνα μου μ'εσφαξε

Ο πατέρας μου μ'εφαγε

Η Μαρλίν η αδελφή μου

Μάζεψε τα κόκκαλα μου

Σ'ενα μεταξωτό μαντήλι τύλιξε

Κάτω απ'τον κέδρο το'βαλε

τουιτ τουιτ τι όμορφο  είμαι πουλί


Κι όταν αυτό τελείωσε το τραγούδι του,ανοιξε τα φτερά του  κι είχε στο

δεξι νυχι την αλυσίδα και στ'αριστερο τα παπούτσια και στον λαιμό την

μυλόπετρα,και πέταξε πέρα μακριά προς του πατέρα του το σπίτι.

Στο σαλόνι κάθονταν ο πατέρας η μάνα κι η Μαρλίν στο τραπεζι κι ο

πατέρας είπε.Αχ,πόση ηρεμία νιώθω,πόση χαρά.

Όχι,είπε η μάνα,εγώ νιώθω μεγάλη αναστατωση,σαν να πρόκειται να'ρθει βαρια

καταιγιδα.

Η Μαρλίν κάθονταν κι έκλαιγε κι έκλαιγε.

Τότε ήρθε το πουλί πετώντας και πάνω στη στέγη κάθισε,τότε είπε ο

πατέρας.Αχ,πόση χαρά νιώθω,κι ο ήλιος φωτίζει τόσο όμορφα,είναι σαν

κάποιον παλιό γνωστό ότι  θα ξαναδω.

Όχι,είπε η γυναίκα,εγώ νιώθω αναστατωση τα δόντια μου τρίζουν,κι είναι

σαν να'χω φωτιά στις φλέβες.

Και  ξεκουμπουσε το φορεμα της για να πάρει αέρα.

Κι η Μαρλίν κάθονταν στην άκρη κι έκλαιγε κι είχε τη πόδια της στα μάτια

και την καταβρεχε με τα κλάματα.

Τότε κάθισε το πουλί πάνω στον κέδρο και τραγούδησε.


Η μάνα μου μ'εσφαξε


Τότε η μάνα βούλωσε τ'αυτια κι έκλεισε τα μάτια και ηθελε να μην βλέπε και

να μην ακουει,όμως βουιζαν τ'αυτια όπως σε μια φοβερή θύελλα και τα μάτια

έκαιγαν κι αστραφταν αστραπές.


Ο πατέρας μου μ'εφαγε


Αχ μάνα,είπε ο άντρας,εκει'ναι ένα όμορφο πουλί,που τόσο υπέροχα τραγουδάει κι ο ήλιος τόσο ζεσταινει και μοσχομυρίζει κανέλα


Η Μαρλίν η αδελφή μου


Τότε ακούμπησε η Μαρλίν το κεφάλι πάνω στα γόνατα κι εκλαιγε συνέχεια.

Κι ο άντρας είπε.Παω έξω,θέλω να δω το πουλί από κοντά.

-Αχ,μην πας,είπε η γυναίκα,μου φαίνεται σαν να ταρακουνιεται όλο το σπίτι

και να καίγεται.

Όμως ο άντρας πήγε έξω και κοίταξε το πουλί.


Μάζεψε τα κόκκαλα μου

Σ'ενα μεταξωτό μαντήλι τύλιξε

Κάτω απ'τον κέδρο το'βαλε

τουιτ τουιτ τι όμορφο  είμαι πουλί


Τότε άφησε το πουλί τη χρυσή αλυσίδα νά πεσει,κι έπεσε ακριβώς στο λαιμό

του άντρα,που του ταίριαξε θαυμάσια.

Κατόπιν μπήκε μέσα και είπε.Δεστε,τι μου δώρισε το όμορφο πουλί,αυτή την

όμορφη χρυσή αλυσίδα,που τόσο όμορφη φαίνεται.

Αλλά η γυναίκα ήταν πολύ αναστατωμένη,που έπεσε κάτω στο σαλόνι και το

καπέλο απ'κεφαλι επεσε.

Τότε ξανατραγουδησε το πουλί.


Η μάνα μου μ'εσφαξε


Αχ,είπε η γυναίκα,να μου'να στη γη χωμένη χίλια βάθη,να μην τ'ακουσω αυτό.


Ο πατέρας μου μ'εφαγε


Τότε έπεσε η γυναίκα κάτω σαν να'ταν πεθαμένη


Η Μαρλίν η αδελφή μου


-Αχ,είπε η Μαρλίν,θα πάω έξω να δω,αν σε μένα το πουλί κάτι θα δωρίσει;

Τότε αυτή πήγε έξω.


Μάζεψε τα κόκκαλα μου

Σ'ενα μεταξωτό μαντήλι τύλιξε


Τότε το πουλί της ερριξε τα παπουτσια


Κάτω απ'τον κέδρο το'βαλε

τουιτ τουιτ τι όμορφο  είμαι πουλί


Τότε αυτή ηρέμησε και χάρηκε.Φορεσε τα καινούργια κόκκινα παπούτσια 

και χορεψε και πήδηξε.

Αχ,είπε,ήμουνα τόσο λυπημένη,όταν πηγα έξω,και τώρα ηρέμησα.Αυτο είναι

ένα υπεροχο πουλί,που μου δώρισε ένα ζευγάρι κόκκινα παπούτσια.

Όχι,είπε η γυναίκα,κι αναπηδησε από κάτω και τα μαλλιά ήταν σηκωμένα σαν φλογες,νιώθω ο κόσμος να αναποδογυριστηκε,θα βγω έξω,μήπως ηρεμησω.

Και σαν αυτή βγήκε απ'τη πόρτα,μπραφ!της ρίχνει το πουλί τη μυλόπετρα

πάνω στο κεφάλι,και της το σύντριψε.

Ο πατέρας κι η Μαρλίν τ'ακουσαν αυτό και πήγαν έξω.Τοτε καπνος βγήκε και

φλογες και φωτιά απ'τον τόπο,και σαν πέρασε,εκεί στέκονταν ο μικρός

αδελφός,και πήρε τον πατέρα του και την Μαρλίν απ'τό χέρι κι ήταν κι οι

τρεις τόσο ευτυχισμένοι και πήγαν μέσα στο σπίτι ,κάθισαν στο τραπέζι 

κι έφαγαν

.

.

.

Von dem Machandelboom

Ein Märchen der Brüder Grimm

Von dem Machandelboom

Das ist nun lange her, wohl an die zweitausend Jahre, da war einmal ein reicher Mann, der hatte eine schöne fromme Frau, und sie hatten sich beide sehr lieb, hatten aber keine Kinder. Sie wünschten sich aber sehr welche, und die Frau betete darum soviel Tag und Nacht; aber sie kriegten und kriegten keine. Vor ihrem Hause war ein Hof, darauf stand ein Machandelbaum. Unter dem stand die Frau einstmals im Winter und schälte sich einen Apfel, und als sie sich den Apfel so schälte, da schnitt sie sich in den Finger, und das Blut fiel in den Schnee. "Ach," sagte die Frau und seufzte so recht tief auf, und sah das Blut vor sich an, und war so recht wehmütig: "Hätte ich doch ein Kind, so rot wie Blut und so weiss wie Schnee." Und als sie das sagte, da wurde ihr so recht fröhlich zumute: Ihr war so recht, als sollte es etwas werden. Dann ging sie nach Hause, und es ging ein Monat hin, da verging der Schnee; und nach zwei Monaten, da wurde alles grün; nach drei Monaten, da kamen die Blumen aus der Erde; und nach vier Monaten, da schossen alle Bäume ins Holz, und die grünen Zweige waren alle miteinander verwachsen. Da sangen die Vöglein, dass der ganze Wald erschallte, und die Blüten fielen von den Bäumen, da war der fünfte Monat vergangen, und sie stand immer unter dem Machandelbaum, der roch so schön. Da sprang ihr das Herz vor Freude, und sie fiel auf die Knie und konnte sich gar nicht lassen. Und als der sechste Monat vorbei war, da wurden die Früchte dick und stark, und sie wurde ganz still. Und im siebenten Monat, da griff sie nach den Machandelbeeren und ass sie so begehrlich; und da wurde sie traurig und krank. Da ging der achte Monat hin, und sie rief ihren Mann und weinte und sagte: "Wenn ich sterbe, so begrabe mich unter dem Machandelbaum." Da wurde sie ganz getrost und freute sich, bis der neunte Monat vorbei war: da kriegte sie ein Kind so weiss wie der Schnee und so rot wie Blut, und als sie das sah, da freute sie sich so, dass sie starb.


Da begrub ihr Mann sie unter dem Machandelbaum, und er fing an, so sehr zu weinen; eine Zeitlang dauerte das, dann flossen die Tränen schon sachter, und als er noch etwas geweint hatte, da hörte er auf, und dann nahm er sich wieder eine Frau.


Mit der zweiten Frau hatte er eine Tochter; das Kind aber von der ersten Frau war ein kleiner Sohn, und war so rot wie Blut und so weiss wie Schnee. Wenn die Frau ihre Tochter so ansah, so hatte sie sie sehr lieb; aber dann sah sie den kleinen Jungen an, und das ging ihr so durchs Herz, und es dünkte sie, als stünde er ihr überall im Wege, und sie dachte dann immer, wie sie ihrer Tochter all das Vermögen zuwenden wollte, und der Böse gab es ihr ein, dass sie dem kleinen Jungen ganz gram wurde, und sie stiess ihn aus einer Ecke in die andere, und puffte ihn hier und knuffte ihn dort, so dass das arme Kind immer in Angst war. Wenn er dann aus der Schule kam, so hatte er keinen Platz, wo man ihn in Ruhe gelassen hätte.


Einmal war die Frau in die Kammer hoch gegangen; da kam die kleine Tochter auch herauf und sagte: "Mutter, gib mir einen Apfel." - "Ja, mein Kind," sagte die Frau und gab ihr einen schönen Apfel aus der Kiste; die Kiste aber hatte einen grossen schweren Deckel mit einem grossen scharfen eisernen Schloss. "Mutter," sagte die kleine Tochter, "soll der Bruder nicht auch einen haben?" Das verdross die Frau, doch sagte sie: "Ja, wenn er aus der Schule kommt." Und als sie ihn vom Fenster aus gewahr wurde, so war das gerade, als ob der Böse in sie gefahren wäre, und sie griff zu und nahm ihrer Tochter den Apfel wieder weg und sagte; "Du sollst ihn nicht eher haben als der Bruder." Da warf sie den Apfel in die Kiste und machte die Kiste zu. Da kam der kleine Junge in die Tür; da gab ihr der Böse ein, dass sie freundlich zu ihm sagte: "Mein Sohn, willst du einen Apfel haben?" und sah ihn so jähzornig an. "Mutter," sagte der kleine Junge, "was siehst du so grässlich aus! Ja, gib mir einen Apfel!" - "Da war ihr, als sollte sie ihm zureden. "Komm mit mir," sagte sie und machte den Deckel auf, "hol dir einen Apfel heraus!" Und als der kleine Junge sich hineinbückte, da riet ihr der Böse; bratsch! Schlug sie den Deckel zu, dass der Kopf flog und unter die roten Äpfel fiel. Da überlief sie die Angst, und sie dachte: "Könnt ich das von mir bringen!" Da ging sie hinunter in ihre Stube zu ihrer Kommode und holte aus der obersten Schublade ein weisses Tuch und setzt den Kopf wieder auf den Hals und band das Halstuch so um, dass man nichts sehen konnte und setzt ihn vor die Türe auf einen Stuhl und gab ihm den Apfel in die Hand.


Darnach kam Marlenchen zu ihrer Mutter in die Küche. Die stand beim Feuer und hatte einen Topf mit heissem Wasser vor sich, den rührte sie immer um. "Mutter," sagte Marlenchen, "der Bruder sitzt vor der Türe und sieht ganz weiss aus und hat einen Apfel in der Hand. Ich hab ihn gebeten, er soll mir den Apfel geben, aber er antwortet mir nicht; das war mir ganz unheimlich." - "Geh noch einmal hin," sagte die Mutter, "und wenn er dir nicht antwortet, dann gib ihm eins hinter die Ohren." Da ging Marlenchen hin und sagte: "Bruder, gib mir den Apfel!" Aber er schwieg still; da gab sie ihm eins hinter die Ohren. Da fiel der Kopf herunter; darüber erschrak sie und fing an zu weinen und zu schreien und lief zu ihrer Mutter und sagte: "Ach, Mutter, ich hab meinem Bruder den Kopf abgeschlagen," und weinte und weinte und wollte sich nicht zufrieden geben. "Marlenchen," sagte die Mutter, "was hast du getan! Aber schweig nur still, dass es kein Mensch merkt; das ist nun doch nicht zu ändern, wir wollen ihn in Sauer kochen." Da nahm die Mutter den kleinen Jungen und hackte ihn in Stücke, tat sie in den Topf und kochte ihn in Sauer. Marlenchen aber stand dabei und weinte und weinte, und die Tränen fielen alle in den Topf, und sie brauchten kein Salz.


Da kam der Vater nach Hause und setzte sich zu Tisch und sagte: "Wo ist denn mein Sohn?" Da trug die Mutter eine grosse, grosse Schüssel mit Schwarzsauer auf, und Marlenchen weinte und konnte sich nicht halten. Da sagte der Vater wieder: "Wo ist denn mein Sohn?" - "Ach," sagte die Mutter, "er ist über Land gegangen, zu den Verwandten seiner Mutter; er wollte dort eine Weile bleiben." - "Was tut er denn dort? Er hat mir nicht mal Lebewohl gesagt!" - "Oh, er wollte so gern hin und bat mich, ob er dort wohl sechs Wochen bleiben könnte; er ist ja gut aufgehoben dort." - "Ach," sagte der Mann, "mir ist so recht traurig zumute; das ist doch nicht recht, er hätte mir doch Lebewohl sagen können." Damit fing er an zu essen und sagte: "Marlenchen, warum weinst du? Der Bruder wird schon wiederkommen." - "Ach Frau," sagte er dann, "was schmeckt mir das Essen schön! Gib mir mehr!" Und je mehr er ass, um so mehr wollte er haben und sagte: "Gebt mir mehr, ihr sollt nichts davon aufheben, das ist, als ob das alles mein wäre." Und er ass und ass, und die Knochen warf er alle unter den Tisch, bis er mit allem fertig war. Marlenchen aber ging hin zu ihrer Kommode und nahm aus der untersten Schublade ihr bestes seidenes Tuch und holte all die Beinchen und Knochen unter dem Tisch hervor und band sie in das seidene Tuch und trug sie vor die Tür und weinte blutige Tränen. Dort legte sie sie unter den Machandelbaum in das grüne Gras, und als sie sie dahin gelegt hatte, da war ihr auf einmal ganz leicht, und sie weinte nicht mehr. Da fing der Machandelbaum an, sich zu bewegen, und die zweige gingen immer so voneinander und zueinander, so recht, wie wenn sich einer von Herzen freut und die Hände zusammenschlägt. Dabei ging ein Nebel von dem Baum aus, und mitten in dem Nebel, da brannte es wie Feuer, und aus dem Feuer flog so ein schöner Vogel heraus, der sang so herrlich und flog hoch in die Luft, und als er weg war, da war der Machandelbaum wie er vorher gewesen war, und das Tuch mit den Knochen war weg. Marlenchen aber war so recht leicht und vergnügt zumute, so recht, als wenn ihr Bruder noch lebte. Da ging sie wieder ganz lustig nach Hause, setzte sich zu Tisch und ass. Der Vogel aber flog weg und setzte sich auf eines Goldschmieds Haus und fing an zu singen:


"Mein Mutter der mich schlacht,

mein Vater der mich ass,

mein Schwester der Marlenichen

sucht alle meine Benichen,

bindt sie in ein seiden Tuch,

legt's unter den Machandelbaum.

Kiwitt, kiwitt, wat vör'n schöön Vagel bün ik!"


 


Der Goldschmied sass in seiner Werkstatt und machte eine goldene Kette; da hörte er den Vogel, der auf seinem Dach sass und sang, und das dünkte ihn so schön. Da stand er auf, und als er über die Türschwelle ging, da verlor er einen Pantoffel. Er ging aber so recht mitten auf die Strasse hin, mit nur einem Pantoffel und einer Socke; sein Schurzfell hatte er vor, und in der einen Hand hatte er die goldene Kette, und in der anderen die Zange; und die Sonne schien so hell auf die Strasse. Da stellte er sich nun hin und sah den Vogel an. "Vogel," sagte er da, "wie schön kannst du singen! Sing mir das Stück noch mal!" - "Nein," sagte der Vogel, "zweimal sing ich nicht umsonst. Gib mir die goldene Kette, so will ich es dir noch einmal singen." - "Da," sagte der Goldschmied, "hast du die goldene Kette; nun sing mir das noch einmal!" Da kam der Vogel und nahm die goldene Kette in die rechte Kralle, setzte sich vor den Goldschmied hin und sang: "Mein Mutter der mich schlacht, mein Vater der mich ass, mein Schwester der Marlenichen, sucht alle meine Benichen, bindt sie in ein seiden Tuch, legt's unter den Machandelbaum. Kiwitt, kiwitt, wat vör'n schöön Vagel bün ik!"


Da flog der Vogel fort zu einem Schuster, und setzt sich auf sein Dach und sang: "Mein Mutter der mich schlacht, mein Vater der mich ass, mein Schwester der Marlenichen, sucht alle meine Benichen, bindt sie in ein seiden Tuch, legt's unter den Machandelbaum. Kiwitt, kiwitt, wat vör'n schöön Vagel bün ik!"


Der Schuster hörte das und lief in Hemdsärmeln vor seine Tür und sah zu seinem Dach hinauf und musste die Hand vor die Augen halten, dass die Sonne ihn nicht blendete. "Vogel," sagte er, "was kannst du schön singen." Da rief er zur Tür hinein: "Frau, komm mal heraus, da ist ein Vogel; sieh doch den Vogel, der kann mal schön singen." Dann rief er noch seine Tochter und die Kinder und die Gesellen, die Lehrjungen und die Mägde, und sie kamen alle auf die Strasse und sahen den Vogel an, wie schön er war; und er hatte so schöne rote und grüne Federn, und um den Hals war er wie lauter Gold, und die Augen blickten ihm wie Sterne im Kopf. "Vogel," sagte der Schuster, "nun sing mir das Stück noch einmal!" - "Nein," sagte der Vogel, "zweimal sing ich nicht umsonst, du musst mir etwas schenken." - "Frau," sagte der Mann, "geh auf den Boden, auf dem obersten Wandbrett, da stehen ein paar rote Schuh, die bring mal her!" Da ging die Frau hin und holte die Schuhe. "Da, Vogel," sagte der Mann, "nun sing mir das Lied noch einmal!" Da kam der Vogel und nahm die Schuhe in die linke Kralle und flog wieder auf das Dach und sang:


"Mein Mutter der mich schlacht,

mein Vater der mich ass,

mein Schwester der Marlenichen

sucht alle meine Benichen,

bindt sie in ein seiden Tuch,

legt's unter den Machandelbaum.

Kiwitt, kiwitt, wat vör'n schöön Vagel bün ik!"


Und als er ausgesungen hatte, da flog er weg; die Kette hatte er in der rechten und die Schuhe in der linken Kralle, und er flog weit weg, bis zu einer Mühle, und die Mühle ging: Klippe klappe, klippe klappe, klippe klappe. Und in der Mühle sassen zwanzig Mühlknappen, die klopften einen Stein und hackten: Hick hack, hick hack, hick hack; und die Mühle ging klippe klappe, klippe klappe, klippe klappe. Da setzte sich der Vogel auf einen Lindenbaum, der vor der Mühle stand und sang: "Mein Mutter der mich schlacht," da hörte einer auf; "mein Vater der mich ass," da hörten noch zwei auf und hörten zu; "mein Schwester der Marlenichen" da hörten wieder vier auf; "sucht alle meine Benichen, bindt sie in ein seiden Tuch," nun hackten nur acht; "legt's unter," nun nur noch fünf; "den Machandelbaum" – nun nur noch einer; "Kiwitt, kiwitt, wat vör'n schöön Vagel bün ik!" Da hörte der letzte auch auf, und er hatte gerade noch den Schluss gehört. "Vogel," sagte er, "was singst du schön!" Lass mich das auch hören, sing mir das noch einmal!" - "Neun," sagte der Vogel, "zweimal sing ich nicht umsonst; gib mir den Mühlenstein, so will ich das noch einmal singen." - "Ja," sagte er, "wenn er mir allein gehörte, so solltest du ihn haben." - "Ja," sagten die anderen, "wenn er noch einmal singt, so soll er ihn haben." Da kam der Vogel heran und die Müller fassten alle zwanzig mit Bäumen an und hoben den Stein auf, "hu uh uhp, hu uh uhp, hu uh uhp!" Da steckte der Vogel den Hals durch das Loch und nahm ihn um wie einen Kragen und flog wieder auf den Baum und sang:


"Mein Mutter der mich schlacht,

mein Vater der mich ass,

mein Schwester der Marlenichen

sucht alle meine Benichen,

bindt sie in ein seiden Tuch,

legt's unter den Machandelbaum.

Kiwitt, kiwitt, wat vör'n schöön Vagel bün ik!"


Und als er das ausgesungen hatte, da tat er die Flügel auseinander und hatte in der echten Kralle die Kette und in der linken die Schuhe und um den Hals den Mühlenstein, und flog weit weg zu seines Vaters Haus.


In der Stube sass der Vater, die Mutter und Marlenchen bei Tisch, und der Vater sagte: "Ach, was wird mir so leicht, mir ist so recht gut zumute." - "Nein," sagte die Mutter, "mir ist so recht angst, so recht, als wenn ein schweres Gewitter käme." Marlenchen aber sass und weinte und weinte. Da kam der Vogel angeflogen, und als er sich auf das Dach setzte, da sagte der Vater: "Ach, mir ist so recht freudig, und die Sonne scheint so schön, mir ist ganz, als sollte ich einen alten Bekannten wiedersehen!" - "Nein," sagte die Frau, "mir ist angst, die Zähne klappern mir und mir ist, als hätte ich Feuer in den Adern." Und sie riss sich ihr Kleid auf, um Luft zu kriegen. Aber Marlenchen sass in der Ecke und weinte, und hatte ihre Schürze vor den Augen und weinte die Schürze ganz und gar nass. Da setzte sich der Vogel auf den Machandelbaum und sang: "Meine Mutter die mich schlacht" - Da hielt sich die Mutter die Ohren zu und kniff die Augen zu und wollte nicht sehen und hören, aber es brauste ihr in den Ohren wie der allerstärkste Sturm und die Augen brannten und zuckten ihr wie Blitze. "Mein Vater der mich ass" - "Ach Mutter," sagte der Mann, "da ist ein schöner Vogel, der singt so herrlich und die Sonne scheint so warm, und das riecht wie lauter Zinnamom." (Zimt) "Mein Schwester der Marlenichen" - Da legte Marlenchen den Kopf auf die Knie und weinte in einem fort. Der Mann aber sagte: "Ich gehe hinaus; ich muss den Vogel in der Nähe sehen." - "Ach, geh nicht," sagte die Frau, "mir ist, als bebte das ganze Haus und stünde in Flammen." Aber der Mann ging hinaus und sah sich den Vogel an - "sucht alle meine Benichen, bindt sie in ein seiden Tuch, legt's unter den Machandelbaum. Kiwitt, kiwitt, wat vör'n schöön Vagel bün ik!"


Damit liess der Vogel die goldene Kette fallen, und sie fiel dem Mann gerade um den Hals, so richtig herum, dass sie ihm ganz wunderschön passte. Da ging er herein und sagte: "Sieh, was ist das für ein schöner Vogel, hat mir eine so schöne goldene Kette geschenkt und sieht so schön aus." Der Frau aber war so angst, dass sie lang in die Stube hinfiel und ihr die Mütze vom Kopf fiel. Da sang der Vogel wieder: "Mein Mutter der mich schlacht" - "Ach, dass ich tausend Klafter unter der Erde wäre, dass ich das nicht zu hören brauchte!" - "Mein Vater der mich ass" - Da fiel die Frau wie tot nieder. "Mein Schwester der Marlenichen" - "Ach," sagte Marlenchen, "ich will doch auch hinausgehen und sehn, ob mir der Vogel etwas schenkt?" Da ging sie hinaus. "Sucht alle meine Benichen, bindt sie in ein seiden Tuch" - Da warf er ihr die Schuhe herunter. "Legt's unter den Machandelbaum. Kiwitt, kiwitt, wat vör'n schöön Vagel bün ik!"


Da war ihr so leicht und fröhlich. Sie zog sich die neuen roten Schuhe an und tanzte und sprang herein. "Ach," sagte sie, "mir war so traurig, als ich hinausging, und nun ist mir so leicht. Das ist mal ein herrlicher Vogel, hat mir ein Paar rote Schuhe geschenkt!" - "Nein," sagte die Frau und sprang auf, und die Haare standen ihr zu Berg wie Feuerflammen, "mir ist, als sollte die Welt untergehen; ich will auch hinaus, damit mir leichter wird." Und als sie aus der Tür kam, bratsch! Warf ihr der Vogel den Mühlstein auf den Kopf, dass sie ganz zerquetscht wurde. Der Vater und Marlenchen hörten das und gingen hinaus. Da ging ein Dampf und Flammen und Feuer aus von der Stätte, und als das vorbei war, da stand der kleine Bruder da, und er nahm seinen Vater und Marlenchen bei der Hand und waren alle drei so recht vergnügt und gingen ins Haus, setzten sich an den Tisch und assen.

.

.

.

Πέμπτη 29 Ιουλίου 2021

two pianos -piano composition χ.ν.κουβελης c.n.couvelis https://youtu.be/NuFNZPuFJ-Q

 .

.

two pianos

-piano composition χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


https://youtu.be/NuFNZPuFJ-Q.

.

.

.

Τετάρτη 28 Ιουλίου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ --Das Mädchen ohne Hände -Το κορίτσι χωρίς χερια -Ein Märchen der Brüder Grimm -Ένα Παραμύθι των αδελφών Γκριμ-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

--Das Mädchen ohne Hände

-Το κορίτσι χωρίς χερια

-Ein Märchen der Brüder Grimm

-Ένα Παραμύθι των αδελφών Γκριμ-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Das Mädchen ohne Hände

Το κορίτσι χωρίς χερια

Ein Märchen der Brüder Grimm

Ένα Παραμύθι των αδελφών Γκριμ-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ένας μυλωνάς ήταν σε μεγάλη φτώχεια και δεν είχε τίποτα άλλο από τον μύλο του και μια μεγάλη μηλιά πίσω.

Μια φορά πήγε στο δάσος,ξύλα να κόψει,κι εκεί συνάντησε έναν  γέρο  που ποτέ δεν ειχε ξαναδεί,

κι αυτός του μίλησε κι είπε.

τι βασανίζεσε με τα ξύλα,θα σε κάνω πλούσιο,αν μου δώσεις ότι πίσω από τον μύλο σου είναι.

Τίποτα άλλο από τη μηλιά δεν είναι,σκέφτηκε ο μυλωνάς,κι είπε,ναι.συμφωνοντας με τον άγνωστο.Αυτος γέλασε όλο κακια κι είπε πως σε τρία χρόνια θα'ρθει να πάρει ότι του ανήκει,κι έφυγε.

Όταν ο μυλωνάς γύρισε σπίτι,βγήκε η γυναίκα του έξω και του'πε .Πες μου,μυλωνά,από που ήρθε αυτός ο  πλούτος ξαφνικά στο 

σπίτι μας;κι είναι όλα τα μπαούλα κι οι κασέλες γεμάτες.

Κανένας δεν ήρθε να τον φέρει.

Τότε αυτός της απάντησε.

Έναν άγνωστο συνάντησα μέσα στο δάσος και μου-πε πως θα μου δωσει μεγάλο θησαυρό,αν σ'ανταλλαγμα του δώσω αυτό που'ναι πίσω απ'τον μύλο,μόνο η  μηλιά είναι κι είπα ναι.

Αχ άντρα μου,είπε η γυναίκα τρομαγμένη,αυτός ήταν ο διάβολος,δεν θέλει τη μηλιά,αλλά την κόρη μας που ήταν πίσω απ'τον μύλο και σάρωνε την αυλή.

Η κόρη του μυλωνά ήταν ένα όμορφο και φρόνιμο κορίτσι,κι έζησε τα τρία χρόνια με φόβο Θεού και δίχως ν'αμαρτησει.

Όταν πέρασε ο καιρός,κι η μέρα έφτασε να την πάρει ο κακος άντρας,πλυθηκε καθαρή να'ναι κι έγραψε ένα κύκλο με κιμωλία

γύρω της.

Ο διάβολος ήρθε πολύ νωρίς,αλλά δεν μπορούσε να την πλησιάσει.

Τότε θύμωσε κι είπε στον μυλωνά.Εξαφανισε το νερό ώστε να μην μπορεί να πλυθει,

γιατί δεν έχω καθόλου δύναμη να την πιάσω.

Ο μυλωνάς φοβηκε και το'κανε.

Την άλλη μέρα ξανα'ρθε ο διάβολος,αλλ'αυτη είχε πάνω στα χέρια της κλάψει κι ήταν ολοκάθαρα.Επειδη δεν μπορούσε να την πλησιάσει είπε θυμωμένος στον μυλωνά.

Κοψ'της τα χέρια,αλλιώς δεν μπορώ να την πλησιάσω.

Ο μυλωνάς τρόμαξε και του απάντησε.

Πως μπορώ να  κόψω τα χέρια του παιδιού μου.

Τότε ο κακος άντρας τον απείλησε.

Αν δεν το κάνεις,του'πε,τότε θα πάρω εσενα

Ο πατέρας τρόμαξε πολύ κι υποσχέθηκε πως θα το κάνει.

Πήγε λοιπόν στο κορίτσι και του'πε.

Παιδί μου αν δεν σου κόψω τα δυο σου χέρια,ο διάβολος θα  πάρει εμενα,και στο φόβο μου του το υποσχεθηκα .Συγχωρα με για το κακό που θα σου κάνω.

Τότε αυτή του απάντησε.Αγαπημενε μου πατέρα,κάνε με οτι  θέλεις,παιδί σου είμαι.

Κι αμέσως τέντωσε τα δυο της χέρια κι άφησε να κοπούν.

Ο διάβολος ήρθε για τρίτη φορά.Ομως αυτή είχε τόσο πολύ κλάψει πάνω στις πληγές,που ήταν ολοκαθαρες.

Τότε αυτός έφυγε χάνοντας τα

όλα.

Τότε ο μυλωνάς της μίλησε κι ειπε.Τοσα πολλά καλά κέρδισα από σένα,κι εσένα σε όλη τη ζωή θα σε φροντίζω.

Αλλ' αυτή του απάντησε.Δεν μπορώ πια εδώ να μείνω,θα φύγω μακρυά,φιλεύσπλαχνοι 

άνθρωποι θα μου δώσουν ότι χρειαστώ.

Αφού άφησε τα κομμένα χέρια στη πλάτη να της δεσουν,με την ανατολη του ήλιου πήρε το δρόμο και περπάτησε όλη τη μέρα,μέχρι που νύχτωσε.Τοτε έφτασε σ' έναν βασιλικό κήπο,και στη λάμψη του φεγγαριού ειδε τα δέντρα που ήταν γεμάτα ωραιους καρπούς,αλλ'αυτη δεν μπορούσε να μπει μέσα,γιατί γυρω-γυρω νερό ηταν.Κι επειδή όλη τη μέρα περπατούσε και τίποτα δεν έφαγε,κι η πείνα την βασάνιζε,σκέφτηκε,αχ,να μπορούσα να μπω μέσα,φρούτα να φάω,να μην πεθάνω απ'την πείνα.

Τότε γονάτισε,είπε τ'ονομα του Θεού και προσευχήθηκε.

Κάποια στιγμή ήρθε ένας άγγελος,έκανε ένα ανοιγμα στο νερό,το χαντάκι  στέγνωσε κι έτσι μπόρεσε να διαβεί.Μπηκε στον κήπο και μαζί της ο άγγελος.Είδε ένα δέντρο με ώριμα φρούτα,που ήταν ωραία αχλάδια,αλλά ήταν όλα

μετρημένα.Τοτε πλησίασε κι έφαγε ένα με το στόμα απ'το δέντρο,την πείνα της να ησυχάσει,ένα όχι περισσότερα.

Ο κηπουρός την είδε,αλλά επειδή ήταν ο άγγελος μαζί της,

δείλιασε και πήρε το κορίτσι για κάποιο πνεύμα,και κράτηθηκε να μην φωνάξει ούτε στο πνεύμα να μιλήσει.Οταν αυτή έφαγε το αχλάδι,χόρτασε και πήγε και κρύφτηκε μέσα στο θάμνο.

Ο βασιλιάς,στον οποίο ανήκε ο κήπος,ήρθε τ'αλλο πρωί,μέτρησε τα φρούτα κι είδε πως ένα αχλαδι  έλειπε και ρώτησε τον κηπουρό τι είχε γίνει,αφού δεν ήταν κάτω απ'το δέντρο κι έλλειπε.

Τότε τ'απαντησε ο κηπουρός.Την περασμένη νύχτα μπήκε ένα πνεύμα που δεν είχε καθόλου χέρια κι έφαγε ένα με το στόμα.

Ο βασιλιάς μίλησε κι είπε.Πως το πνεύμα μπόρεσε πάνω απ'το νερό να περάσει;και που αυτό πήγε,αφού το αχλάδι έφαγε;

Ο κηπουρός απαντησε'πως ηρθε κάποιος με λευκό σαν χιόνι ρούχο απ'τον ουρανό,αυτός έκανε άνοιγμα και το νερό κύλισε,για να μπορέσει το πνεύμα μέσα απ'το χαντάκι να περάσει.Κι επειδή αυτός ένας άγγελος πρέπει να ήταν,φοβήθηκα,κι ούτε φώναξα κι ούτε μίλησα.Σαν το πνεύμα το αχλάδι εφαγε  έφυγε.

Ο βασιλιάς μίλησε κι είπε.Αν έγινε όπως λες,τότε αυτή τη νύχτα μαζί σου θα παραφυλαξω.

Όταν σκοτείνιασε,πήγε ο βασιλιάς στον κήπο,και μαζί του είχε έναν παπά,για να μιλησει στο πνεύμα.Κι οι τρεις κάθησαν κάτω απ'το δέντρο και πρόσεχαν.Γυρω στα μεσάνυχτα βγήκε το κορίτσι απ'το θαμνο ερπωντας,πλησίασε στο δέντρο,κι έφαγε πάλι με το στόμα ένα αχλαδι,δίπλα της στέκονταν ο άγγελος με λευκό ρούχο.

Τότε πετάχτηκε πάνω ο παπας κι είπε.Ερχεσαι απ'το Θεό η' είσαι του κόσμου;είσαι πνεύμα η άνθρωπος;

Αυτή απάντησε κι ειπε.Δεν είμαι πνεύμα,αλλά ένα φτωχο κοριτσι ,απ'ολους παρατημένο αλλά όχι απ'τον θεο.

Ο βασιλιάς μίλησε κι είπε.Αν απ'ολο τον κόσμο είσαι παρατημένο,εγώ δεν θα σε παρατήσω.

Και την πήρε μαζί του στον βασιλικό πύργο,κι αφού  τόσο όμορφη ήταν και φρόνιμη,την αγάπησε μέσα απ'την καρδιά  του,είπε να της κάνουν ασημένια χέρια και την πήρε γυναίκα του.

Όταν μετα απο'να χρόνο έπρεπε ο βασιλιάς στον πόλεμο να πάει,αφησε τη νεαρή βασίλισσα στη προστασία της μάνα του κι είπε.Οταν έρθει ο καιρός να γεννήσει,καλά να την φροντίσεις και γράψε μου γράμμα.

Και γέννησε αυτή ένα όμορφο αγόρι.Τοτε έγραψε η γριά μάνα αμέσως κι έστειλε το ευχάριστο νέο.Ο αγγελιοφόρος όμως όταν έφτασε σε μια οκτη ποταμού,επειδή απ'τον μακρύ δρόμο ένιωσε κούραση,ξάπλωσε και κοιμήθηκε.

Τότε ήρθε ο διάβολος που'θελε πάντα στην φρόνιμη βασίλισσα να  κάνει κακό,άλλαξε το γράμμα μ'ενα άλλο,όπου μέσα έγραφε,ότι η βασίλισσα ένα τέρας στον κόσμο έχει φέρει.

Όταν ο βασιλιάς το γράμμα διάβασε τρόμαξε και στεναχωρηθηκε πολύ,ωστόσο έγραψε την απάντηση,πως έπρεπε τη βασίλισσα καλά να την έχει και να την φροντιζει  μέχρι να γυρίσει.

Ο αγγελιοφόρος γύρισε με το γράμμα πίσω,έφτασε στο ίδιο μέρος και πάλι κοιμήθηκε.Τοτε ήρθε ο διάβολος γι'αλλη μια φορά κι έβαλε ένα άλλο γράμμα στη τσέπη,που έγραφε,ότι αυτή έπρεπε τη βασιλισσα με το παιδι να σκοτώσει.

Η γριά μάνα τρόμαξε πολύ,οταν το γράμμα πήρε,δεν μπορούσε να το πιστέψει κι έγραψε στον βασιλιά ακόμα μια φορά,αλλ'αυτη δεν έλαβε καμία 

άλλη απάντηση,γιατί ο διάβολος στον αγγελιοφόρο  κάθε φορά ένα πλαστό γράμμα εβαζε,και μάλιστα το τελευταίο γράμμα έγραφε,ότι πρέπει για απόδειξη τη γλώσσα και τα μάτια της βασίλισσας να ξεριζώσουν.

Ωστόσο η γριά μάνα έκλαψε,που αθώο αίμα έπρεπε να χυθεί.Ζητησε μέσα στη νυχτα να της φέρουν μια ελαφίνα,και της έκοψε τη γλώσσα και της έβγαλε τα μάτια και τα φύλαξε.Τοτε μίλησε στη βασίλισσα κι είπε.Δεν.μπορω να σ' αφήσω να σε σκοτωσουν,όπως διέταξε ο βασιλιάς,όμως δεν πρέπει πια να μείνεις εδώ,φύγε με το παιδί σου και πότε να μην ξαναγυρίσεις.

Της έδεσε το παιδί πάνω στη πλάτη,κι η φτώχια γυναίκα έφυγε μακρυά με δακρυσμένα μάτια.

Εφτασε σ'ενα μεγάλο άγριο δάσος,τότε γονάτισε και προσευχήθηκε στον Θεό,κι ο άγγελος φάνηκε και την οδήγησε σ'ενα μικρό σπίτι,όπου ήταν μια επιγραφή με τα λόγια:εδώ μένει ο καθενας ελεύθερα.

Απ'το σπιτακι  βγήκε μια νεαρη γυναίκα λευκή όπως το χιόνι,που είπε.Καλως ορισες,κυρά βασίλισσα,και την οδήγησε μέσα.Οπου ξεδεσε το μικρό παιδί απ'τη πλάτη και

το'κρατησε στο στήθος της για να πιει,κι έπειτα το ξάπλωσε σ'ενα ωραίο κρεβατάκι.Τοτε μίλησε η φτώχια γυναίκα κι είπε.Απο που γνωρίζεις,ότι μια βασίλισσα ήμουν;

Κι η λευκή νεαρή γυναίκα απάντησε.Αγγελος είμαι,απ'τον θεο σταλμένος,εσένα και το παιδί σου να προστατέψω.

Κι έμεινε σ'αυτο το σπίτι εφτα συνολικά χρόνια κι ήταν καλά προστατευμένη,και με τη χάρη του Θεού και την φρονιμαδα της

ξαναβγηκαν τα κομμένα της χέρια.

Ο βασιλιάς επιτέλους γύρισε πάλι απ'τον πόλεμο στο σπίτι,και το πρώτο ήταν,τη γυναίκα του με το παιδί να δει.

Τότε άρχισε η γριά μάνα να κλαίει και του μίλησε και του είπε.Παλιανθρωπε,δεν μου'γραψες,δύο αθώων ψυχών να κόψω τη ζωή;και του'δειξε τα δυο γράμματα,που ο κακος άντρας είχε αλλάξει,και μίλησε κι είπε ακόμα.Εκανα,όπως με διεταξες.και του' δειξε την απόδειξη,τη γλώσσα και τα μάτια.

Τότε άρχισε ο βασιλιάς να κλαιει πολύ πικρά για την φτωχια του γυναίκα και για το μικρό του γιο,ώσπου η γριά μάνα τον σπλαχνιστηκε και του μίλησε και του'πε.Ηρεμησε,ακόμα ζουν.Εγω κρυφά μια ελαφίνα άφησα να σφαχτεί κι απ' αυτή αυτές τις αποδείξεις κράτησα,στη πλάτη της γυναίκας σου έδεσα το παιδί,και την συμβούλεψα,στον μακρυνό κόσμο να πάει,και να μου  υποσχεθεί,πως ποτέ πια  εδω δεν θα ξαναγυρισει,γιατί τόσο σκληρός σ'αυτη ησουν.

Τότε μίλησε κι είπε ο βασιλιάς.Θα φυγω,τόσο μακριά όσο γαλάζιος ουρανός ειναι,κι ούτε θα τρώω κι ούτε θα πίνω,μέχρι να ξαναβρώ την αγαπημένη μου γυναίκα και το παιδί μου,αν από εξάντληση η' απο πείνα δεν έχουν πεθάνει.

Περιπλανήθηκε ο βασιλιάς,εφτά  χρόνια και τους έψαχνε σ'ολες

τις ρεματιες και τις σπηλιές,αλλά όμως δεν τους έβρισκε και σκέφτονταν ότι έχουν χαθεί.

Δεν έτρωγε  και δεν έπινε όλο αυτό τον καιρό,αλλά ο Θεός τον 

κρατούσε.

Τελικά έφτασε σ'ενα μεγάλο δάσος και μέσα σ'αυτο βρήκε το μικρό σπιτάκι,όπου επιγραφή ήταν με τα λόγια: εδω μένει ο καθένας ελεύθερα.

Τότε βγήκε έξω η λευκή νεαρή γυναίκα,τον πήρε απ'το χέρι,τον οδήγησε μέσα και του μίλησε και του είπε.Καλως ορισες,βασιλιά,και τον ρώτησε,από που έρχεται.

Αυτός απάντησε.Σχεδον εφτά χρόνια περιπλανιέμαι,και ψάχνω τη γυναίκα μου με το παιδί μου,όμως δεν μπορώ να τους βρω.

Ο άγγελος τον προσκάλεσε να φαει και να πιει,αλλ'αυτος αρνήθηκε,κι ήθελε μονάχα λίγο να ησυχάσει.

Τότε κοιμήθηκε και σκέπασε μ'ενα μαντήλι το πρόσωπο του.

Τότε πήγε ο άγγελος στο δωμάτιο,που η βασίλισσα με τον γιο της κάθονταν,τον οποίο συνήθως Πονεμένο μου τον ονόμαζε,και μίλησε και της είπε.Βγες έξω μαζι με το παιδι

σου,ο άντρας σου έχει έρθει.

Τότε αυτή πήγε,όπου αυτός ήταν ξαπλωμενος,και το μαντήλι έπεσε απ'το πρόσωπο του.

Τότε αυτή μίλησε κι είπε.Πονεμενο μου,σήκωσε το μαντήλι του πατέρα σου και ξανασκεπασε του το πρόσωπο.

Το παιδί το σήκωσε και ξανασκεπασε το πρόσωπο του 

Αυτό τ'ακουσε ο βασιλιάς μεσα στον γλυκό ύπνο κι άφησε με χαρά το μαντήλι ακόμα μια φορά να πέσει.

Τότε το παιδάκι δυσανασχετησε κι είπε .Αγαπημένη μάνα,πως μπορώ του πατέρα μου το πρόσωπο να σκεπάσω,δεν έχω κανέναν πατέρα πανω στον κόσμο,έμαθα την προσευχή μου,πάτερ ημών,ο εν τοις ουρανοίς,αφού μου'χεις πει,ο πατέρας μου είναι στον ουρανό κι είναι ο καλός θεός,γιατι πρέπει έναν τέτοιο αγριανθρωπο να γνωρίζω;αυτός δεν είναι ο πατέρας μου.

Όπως ο βασιλιάς αυτό τ'ακουσε,σηκώθηκε και ρώτησε,ποια αυτή ήταν.Τοτε αυτή είπε.Ειμαι η γυναίκα σου,κι αυτός είναι ο γιος σου,ο Πενεμενος.

Κι αυτός είδε τα ζωντανά της χέρια  και μίλησε κι είπε.Η γυναίκα μου είχε ασημένια χέρια.

Κι αυτή απάντησε.Τα φυσικά χέρια ο φιλευσπλαχνος θεος μου τα'χει δώσει ξανά.

Κι ο άγγελος μπήκε στο δωματιο,κρατούσε τα ασημένια χέρια και του τα'δειξε.

Τότε βεβαιωθηκε,ότι αυτοί η αγαπημένη του γυναίκα και το αγαπημενο του παιδί ήταν,τους φιλησε κι ήταν χαρούμενος,κι είπε.Μια βαριά πέτρα απ'την καρδιά μου έπεσε.

Τότε ο άγγελος του Θεού τους έβαλε να δειπνισουν  ακόμα μια φορά μαζί,και μετά πήγαν στο σπίτι στη γριά μάνα του

Εκεί έγινε παντού μεγάλη χαρά,κι ο βασιλιάς κι η βασίλισσα γι'αλλη μια φορά έκαναν γάμο,κι έζησαν ευτυχισμένοι μέχρι το 

ευλογημένο τέλος τους.

.

.

Das Mädchen ohne Hände

Ein Märchen der Brüder Grimm


Das Mädchen ohne Hände

Ein Müller war nach und nach in Armut geraten und hatte nichts mehr als seine Mühle und einen großen Apfelbaum dahinter. Einmal war er in den Wald gegangen, Holz zu holen, da trat ein alter Mann zu ihm, den er noch niemals gesehen hatte, und sprach 'was quälst du dich mit Holzhacken, ich will dich reich machen, wenn du mir versprichst, was hinter deiner Mühle steht.' 'Was kann das anders sein als mein Apfelbaum?' dachte der Müller, sagte 'ja,' und verschrieb es dem fremden Manne. Der aber lachte höhnisch und sagte 'nach drei Jahren will ich kommen und abholen, was mir gehört,' und ging fort. Als der Müller nach Haus kam, trat ihm seine Frau entgegen und sprach 'sage mir, Müller, woher kommt der plötzliche Reichtum in unser Haus? auf einmal sind alle Kisten und Kasten voll, kein Mensch hats hereingebracht, und ich weiß nicht, wie es zugegangen ist.' Er antwortete 'das kommt von einem fremden Manne, der mir im Walde begegnet ist und mir große Schätze verheißen hat; ich habe ihm dagegen verschrieben, was hinter der Mühle steht: den großen Apfelbaum können wir wohl dafür geben.' 'Ach, Mann,' sagte die Frau erschrocken, 'das ist der Teufel gewesen: den Apfelbaum hat er nicht gemeint, sondern unsere Tochter, die stand hinter der Mühle und kehrte den Hof.'


Die Müllerstochter war ein schönes und frommes Mädchen und lebte die drei Jahre in Gottesfurcht und ohne Sünde. Als nun die Zeit herum war, und der Tag kam, wo sie der Böse holen wollte, da wusch sie sich rein und machte mit Kreide einen Kranz um sich. Der Teufel erschien ganz frühe, aber er konnte ihr nicht nahekommen. Zornig sprach er zum Müller 'tu ihr alles Wasser weg, damit sie sich nicht mehr waschen kann, denn sonst habe ich keine Gewalt über sie.' Der Müller fürchtete sich und tat es. Am andern Morgen kam der Teufel wieder, aber sie hatte auf ihre Hände geweint, und sie waren ganz rein. Da konnte er ihr wiederum nicht nahen und sprach wütend zu dem Müller 'hau ihr die Hände ab, sonst kann ich ihr nichts anhaben.' Der Müller entsetzte sich und antwortete 'wie könnt ich meinem eigenen Kinde die Hände abhauen!' Da drohte ihm der Böse und sprach 'wo du es nicht tust, so bist du mein, und ich hole dich selber.' Dem Vater ward angst, und er versprach, ihm zu gehorchen. Da ging er zu dem Mädchen und sagte 'mein Kind, wenn ich dir nicht beide Hände abhaue, so führt mich der Teufel fort, und in der Angst hab ich es ihm versprochen. Hilf mir doch in meiner Not und verzeihe mir, was ich Böses an dir tue.' Sie antwortete 'lieber Vater, macht mit mir, was Ihr wollt, ich bin Euer Kind.' Darauf legte sie beide Hände hin und ließ sie sich abhauen. Der Teufel kam zum drittenmal, aber sie hatte so lange und so viel auf die Stümpfe geweint, daß sie doch ganz rein waren. Da mußte er weichen und hatte alles Recht auf sie verloren.


Der Müller sprach zu ihr 'ich habe so großes Gut durch dich gewonnen, ich will dich zeitlebens aufs köstlichste halten.' Sie antwortete aber 'hier kann ich nicht bleiben: ich will fortgehen: mitleidige Menschen werden mir schon so viel geben, als ich brauche.' Darauf ließ sie sich die verstümmelten Arme auf den Rücken binden, und mit Sonnenaufgang machte sie sich auf den Weg und ging den ganzen Tag, bis es Nacht ward. Da kam sie zu einem königlichen Garten, und beim Mondschimmer sah sie, daß Bäume voll schöner Früchte darin standen; aber sie konnte nicht hinein, denn es war ein Wasser darum. Und weil sie den ganzen Tag gegangen war und keinen Bissen genossen hatte, und der Hunger sie quälte, so dachte sie 'ach, wäre ich darin, damit ich etwas von den Früchten äße, sonst muß ich verschmachten.' Da kniete sie nieder, rief Gott den Herrn an und betete. Auf einmal kam ein Engel daher, der machte eine Schleuse in dem Wasser zu, so daß der Graben trocken ward und sie hindurchgehen konnte. Nun ging sie in den Garten, und der Engel ging mit ihr. Sie sah einen Baum mit Obst, das waren schöne Birnen, aber sie waren alle gezählt. Da trat sie hinzu und aß eine mit dem Munde vom Baume ab, ihren Hunger zu stillen, aber nicht mehr. Der Gärtner sah es mit an, weil aber der Engel dabeistand, fürchtete er sich und meinte, das Mädchen wäre ein Geist, schwieg still und getraute nicht zu rufen oder den Geist anzureden. Als sie die Birne gegessen hatte, war sie gesättigt, und ging und versteckte sich in das Gebüsch. Der König, dem der Garten gehörte, kam am andern Morgen herab, da zählte er und sah, daß eine der Birnen fehlte, und fragte den Gärtner, wo sie hingekommen wäre: sie läge nicht unter dem Baume und wäre doch weg. Da antwortete der Gärtner 'vorige Nacht kam ein Geist herein, der hatte keine Hände und aß eine mit dem Munde ab.' D er König sprach 'wie ist der Geist über das Wasser hereingekommen? und wo ist er hingegangen, nachdem er die Birne gegessen hatte?' Der Gärtner antwortete 'es kam jemand in schneeweißem Kleide vom Himmel, der hat die Schleuse zugemacht und das Wasser gehemmt, damit der Geist durch den Graben gehen konnte. Und weil es ein Engel muß gewesen sein, so habe ich mich gefürchtet, nicht gefragt und nicht gerufen. Als der Geist die Birne gegessen hatte, ist er wieder zurückgegangen.' Der König sprach 'verhält es sich, wie du sagst, so will ich diese Nacht bei dir wachen.'


 


Als es dunkel ward, kam der König in den Garten, und brachte einen Priester mit, der sollte den Geist anreden. Alle drei setzten sich unter den Baum und gaben acht. Um Mitternacht kam das Mädchen aus dem Gebüsch gekrochen, trat zu dem Baum, und aß wieder mit dem Munde eine Birne ab; neben ihr aber stand der Engel im weißen Kleide. Da ging der Priester hervor und sprach 'bist du von Gott gekommen oder von der Welt? bist du ein Geist oder ein Mensch?' Sie antwortete 'ich bin kein Geist, sondern ein armer Mensch, von allen verlassen, nur von Gott nicht.' Der König sprach 'wenn du von aller Welt verlassen bist, so will ich dich nicht verlassen.' Er nahm sie mit sich in sein königliches Schloß, und weil sie so schön und fromm war, liebte er sie von Herzen, ließ ihr silberne Hände machen und nahm sie zu seiner Gemahlin.


Nach einem Jahre mußte der König über Feld ziehen, da befahl er die junge Königin seiner Mutter und sprach 'wenn sie ins Kindbett kommt, so haltet und verpflegt sie wohl und schreibt mirs gleich in einem Briefe.' Nun gebar sie einen schönen Sohn. Da schrieb es die alte Mutter eilig und meldete ihm die frohe Nachricht. Der Bote aber ruhte unterwegs an einem Bache, und da er von dem langen Wege ermüdet war, schlief er ein. Da kam der Teufel, welcher der frommen Königin immer zu schaden trachtete, und vertauschte den Brief mit einem andern, darin stand, daß die Königin einen Wechselbalg zur Welt gebracht hätte. Als der König den Brief las, erschrak er und betrübte sich sehr, doch schrieb er zur Antwort, sie sollten die Königin wohl halten und pflegen bis zu seiner Ankunft. Der Bote ging mit dem Brief zurück, ruhte an der nämlichen Stelle und schlief wieder ein. Da kam der Teufel abermals und legte ihm einen andern Brief in die Tasche, darin stand, sie sollten die Königin mit ihrem Kinde töten. Die alte Mutter erschrak heftig, als sie den Brief erhielt, konnte es nicht glauben und schrieb dem Könige noch einmal, aber sie bekam keine andere Antwort, weil der Teufel dem Boten jedesmal einen falschen Brief unterschob: und in dem letzten Briefe stand noch, sie sollten zum Wahrzeichen Zunge und Augen der Königin aufheben.


Aber die alte Mutter weinte, daß so unschuldiges Blut sollte vergossen werden, ließ in der Nacht eine Hirschkuh holen, schnitt ihr Zunge und Augen aus und hob sie auf. Dann sprach sie zu der Königin 'ich kann dich nicht töten lassen, wie der König befiehlt, aber länger darfst du nicht hier bleiben: geh mit deinem Kinde in die weite Welt hinein und komm nie wieder zurück.' Sie band ihr das Kind auf den Rücken, und die arme Frau ging mit weiniglichen Augen fort. Sie kam in einen großen wilden Wald, da setzte sie sich auf ihre Knie und betete zu Gott, und der Engel des Herrn erschien ihr und führte sie zu einem kleinen Haus, daran war ein Schildchen mit den Worten 'hier wohnt ein jeder frei.' Aus dem Häuschen kam eine schneeweiße Jungfrau, die sprach 'willkommen, Frau Königin,' und führte sie hinein. Da band sie ihr den kleinen Knaben von dem Rücken und hielt ihn an ihre Brust, damit er trank, und legte ihn dann auf ein schönes gemachtes Bettchen. Da sprach die arme Frau 'woher weißt du, daß ich eine Königin war?' Die weiße Jungfrau antwortete 'ich bin ein Engel, von Gott gesandt, dich und dein Kind zu verpflegen.' Da blieb sie in dem Hause sieben Jahre, und war wohl verpflegt, und durch Gottes Gnade wegen ihrer Frömmigkeit wuchsen ihr die abgehauenen Hände wieder.


Der König kam endlich aus dem Felde wieder nach Haus, und sein erstes war, daß er seine Frau mit dem Kinde sehen wollte. Da fing die alte Mutter an zu weinen und sprach 'du böser Mann, was hast du mir geschrieben, daß ich zwei unschuldige Seelen ums Leben bringen sollte!' und zeigte ihm die beiden Briefe, die der Böse verfälscht hatte, und sprach weiter 'ich habe getan, wie du befohlen hast,' und wies ihm die Wahrzeichen, Zunge und Augen. Da fing der König an noch viel bitterlicher zu weinen über seine arme Frau und sein Söhnlein, daß es die alte Mutter erbarmte und sie zu ihm sprach 'gib dich zufrieden, sie lebt noch. Ich habe eine Hirschkuh heimlich schlachten lassen und von dieser die Wahrzeichen genommen, deiner Frau aber habe ich ihr Kind auf den Rücken gebunden, und sie geheißen, in die weite Welt zu gehen, und sie hat versprechen müssen, nie wieder hierher zu kommen, weil du so zornig über sie wärst.' Da sprach der König 'ich will gehen, so weit der Himmel blau ist, und nicht essen und nicht trinken, bis ich meine liebe Frau und mein Kind wiedergefunden habe, wenn sie nicht in der Zeit umgekommen oder Hungers gestorben sind.'


Darauf zog der König umher, an die sieben Jahre lang, und suchte sie in allen Steinklippen und Felsenhöhlen, aber er fand sie nicht und dachte, sie wäre verschmachtet. Er aß nicht und trank nicht während dieser ganzen Zeit, aber Gott erhielt ihn. Endlich kam er in einen großen Wald und fand darin das kleine Häuschen, daran das Schildchen war mit den Worten 'hier wohnt jeder frei.' Da kam die weiße Jungfrau heraus, nahm ihn bei der Hand, führte ihn hinein und sprach 'seid willkommen, Herr König,' und fragte ihn, wo er herkäme. Er antwortete 'ich bin bald sieben Jahre umhergezogen, und suche meine Frau mit ihrem Kinde, ich kann sie aber nicht finden.' Der Engel bot ihm Essen und Trinken an, er nahm es aber nicht, und wollte nur ein wenig ruhen. Da legte er sich schlafen, und deckte ein Tuch über sein Gesicht.


Darauf ging der Engel in die Kammer, wo die Königin mit ihrem Sohne saß, den sie gewöhnlich Schmerzenreich nannte, und sprach zu ihr 'geh heraus mitsamt deinem Kinde, dein Gemahl ist gekommen.' Da ging sie hin, wo er lag, und das Tuch fiel ihm vom Angesicht. Da sprach sie 'Schmerzenreich, heb deinem Vater das Tuch auf und decke ihm sein Gesicht wieder zu.' Das Kind hob es auf und deckte es wieder über sein Gesicht. Das hörte der König im Schlummer und ließ das Tuch noch einmal gerne fallen. Da ward das Knäbchen ungeduldig und sagte 'liebe Mutter, wie kann ich meinem Vater das Gesicht zudecken, ich habe ja keinen Vater auf der Welt. Ich habe das Beten gelernt, unser Vater, der du bist im Himmel; da hast du gesagt, mein Vater wär im Himmel und wäre der liebe Gott: wie soll ich einen so wilden Mann kennen? der ist mein Vater nicht.' Wie der König das hörte, richtete er sich auf und fragte, wer sie wäre. Da sagte sie 'ich bin deine Frau, und das ist dein Sohn Schmerzenreich.' Und er sah ihre lebendigen Hände und sprach 'meine Frau hatte silberne Hände.' Sie antwortete 'die natürlichen Hände hat mir der gnädige Gott wieder wachsen lassen;' und der Engel ging in die Kammer, holte die silbernen Hände und zeigte sie ihm. Da sah er erst gewiß, daß es seine liebe Frau und sein liebes Kind war, und küßte sie und war froh, und sagte 'ein schwerer Stein ist von meinem Herzen gefallen.' Da speiste sie der Engel Gottes noch einmal zusammen, und dann gingen sie nach Haus zu seiner alten Mutter. Da war große Freude überall, und der König und die Königin hielten noch einmal Hochzeit, und sie lebten vergnügt bis an ihr seliges Ende.

.

.

.

Τρίτη 27 Ιουλίου 2021

PHOTOS-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ -ΦωτοΑφηγησεις -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis- PHOTOS-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis}

 .

.

PHOTOS-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
-ΦωτοΑφηγησεις
 -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis-
PHOTOS-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis}

ΦωτοΑφηγησεις-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis













.

.

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Τι σκέφτεστε; Was denkst du? -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Τι σκέφτεστε;

Was denkst du?

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis



Τι σκέφτεστε;

Was denkst du?

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


-Η Ανθρωπότητα ένα τεράστιο κενό που πρέπει ο άνθρωπος να γεμισει


Die Menschheit ist eine riesige Leere, die der Mensch füllen muss


-σκεφτομαι,είπε ο κ.Κ,πως ο διάλογος μπορεί να γίνει με μια σειρά από  μονολόγους.


-Ich denke, Herr K sagte, dass der Dialog in einer Reihe von Monologen geführt werden kann.


-αν αγοράσω ένα πράγμα,τι πραγματικά αγοράζω

Wenn ich eine Sache kaufe, was kaufe ich wirklich?


-ο θεός είναι δημιουργός του σύμπαντος

ο άνθρωπος είναι δημιουργός του μπίζνες σύμπαντος

ποιος είναι ο μεγαλύτερος δημιουργός;


-Der Gott ist ein Schöpfer des Universums

Der Mensch ist der Schöpfer des Business Universums 

Wer ist der größte Schöpfer?


-αν με τη γλώσσα δεν μπορώ να εκφράσω κάτι,τότε αυτό δεν έχει ύπαρξη (?)


wenn ich mit der Sprache etwas nicht ausdrücken kann,dann hat das keine Existenz (?)


-τι είναι η Ιστορία ;                    

Μια Αφήγηση επαναλαμβανομενης Βαρβαροτητας


Was ist Geschichte?                    

Ein Narrativ wiederholter Barbarei


-μια ερώτηση:

αν ο κόσμος δεν υπήρχε,

ποιο είναι αυτό που δεν θα υπήρχε;

Απάντηση:

Το Χρημα


-eine Frage:                          

Wenn die Welt nicht existieren würde,

Was wäre es, was es nicht 

existieren würde?

Antwort:

Das Geld


-το σκέφτεστε σοβαρά ότι ο άνθρωπος είναι το μεγάλο σφάλμα της φύσης (?)


du denkst ernsthaft, dass der Mensch der große Irrtum der Natur ist (?)


-αν ο Ηράκλειτος δεν είχε πει:ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΡΕΙ, 

πιστεύεται ότι είναι πολύ δύσκολο αυτό να το είχατε πει εσεις ;


Wenn Heraklit nicht gesagt hätte:  

ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΡΕΙ

denkst du, es ist sehr schwierig für dich, das zu sagen?


-αλήθεια,εσύ το γνωρίζεις πως ο νεο-καπιταλισμος είναι  μια νεο-βαρβαροτητα


Wirklich, Sie wissen, dass der Neokapitalismus eine Neobarbarie ist.


-πολλοί είναι αυτοί που αγνοούν τον Μπαχ,τι σημαίνει αυτό για την ανθρωποτητα;


Viele sind diejenigen, die Bach ignorieren, was bedeutet das für die Menschheit?


-αν ζεις μόνος σου είσαι ζώο,αν ζεις με άλλους είσαι άνθρωπος

Το μάθημα είναι από τόν Αριστοτελη


wenn du alleine lebst, bist du ein Tier, wenn du mit anderen zusammenlebst, 

bist du ein Mensch.

Die Lektion stammt von Aristoteles


-Δράμα η' κωμωδία η αιωνιοτητα;

Μάλλον κωμωδία


Drama oder Komödie die Ewigkeit?


Es ist wahrscheinlich eine Komödie.


-η αλήθεια δεν μας εξυπηρετεί,

 το ψέμα μας εξυπηρετεί


Die Wahrheit dient uns nicht.                                 

die Lüge dient uns


-

Ένα Αίνιγμα:

τι κοινό υπάρχει στον Φρόυντ στον Μαρξ και στον Χάιντεγκερ?


Ein Rätsel:

Was hat Freud mit Marx und Heidegger gemeinsam?


-εσείς νομίζετε,ότι ο ντε Σαντ θα έκανε ανηθικοτερο τον κοσμο


Du denkst, de Sade würde die Welt unmoralischer machen.


-είναι πολύ βέβαιο,πως ο άνθρωπος από απελπισία καταστρέφει τον κόσμο,αυτό 

ομως 

σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι είναι αθωος


Es ist sehr sicher, dass der Mensch von Verzweiflung die Welt zerstört, aber das 

bedeutet keineswegs, dass er unschuldig ist.


-αμφιβολια:                                  

μήπως ο χρόνος δεν είναι χρήμα και το αντίστροφο;


Zweifel:                                

Ist Zeit nicht Geld und umgekehrt?


-αν οι άνθρωποι είχαν το ιδιο πρόσωπο δεν θα γίνονταν πολεμοι

(Επιστημονική αφέλεια)


Wenn die Menschen das gleiche Gesicht hätten, gäbe es keine Kriege.

(Wissenschaftliche Naivität)


-οι εγκληματίες είναι φρουδικοι,                              

 οι επαναστάτες είναι  μαρξιστες


Kriminelle sind Freuds.                                  

Die Rebellen sind Marxisten.


μεγάλος πληθωρισμός από τους πρώτους,               

τεράστια έλλειψη από τους δευτερους


hohe Inflation von erste,               

riesiger Mangel an der zweiten


-κρίσιμη εκτίμηση:.                       

υστερία η' νευρωση;                      

και τα δυο


kritische Bewertung:                     

Hysterie oder Neurose?                     

beide


-πως εσύ εξηγείς την αυτοκτονία του βαν Γκογκ          

η' την αυτοκτονία του Νίκου Πουλαντζά;


Wie erklären Sie van Gogh Selbstmord 

oder Nikos Pulantzas Selbstmord?


-όλα γεννημένα μέσα στην ιστορία.                                       

Τίποτα από το ΥπέρΠεραν


alle in der Geschichte geboren.                                       

Nichts vom Jenseits.

.

.

.


Κυριακή 25 Ιουλίου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Rätselmärchen Παραμύθι Αίνιγμα Ένα Παραμύθι των αδελφων Γκριμ Ein Märchen der Brüder Grimm -μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Rätselmärchen

Παραμύθι Αίνιγμα

Ένα Παραμύθι των αδελφων Γκριμ

Ein Märchen der Brüder Grimm

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.



Rätselmärchen

Παραμύθι Αίνιγμα

Ένα Παραμύθι των αδελφων Γκριμ

Ein Märchen der Brüder Grimm

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Παραμύθι Αινιγμα

Τρεις γυναίκες ήταν σε λουλούδια μεταμορφωμένες,οι οποιες πάνω στο

χωράφι στέκονταν,ωστόσο απ'αυτες σε μια επιτράπηκε τη νύχτα στο 

σπίτι της να είναι.Τοτε μίλησε στον άντρα της την ώρα που η μέρα

πλησίαζε κι πάλι στις συντρόφισσες της στο χωράφι θα πήγαινε κι

ένα λουλούδι έπρεπε να γίνει.'Αν σήμερα το πρωί έρθεις και με κόψεις,

θα απελευθερωθω και για πάντα με σένα θα μεινω'.το οποίο τοτε και

συνεβηκε.Τωρα να η ερώτηση:πως ο άντρας της την έχει γνωρισει,

αφού τα λουλούδια χωρίς ομοιότητα και χωρίς διαφορά ήταν;


Απάντηση:ενώ αυτή τη νύχτα στον άντρα της κι όχι στο χωράφι ήταν,

δεν έπεσε η δροσιά πάνω της όπως πάνω στις άλλες δύο,απ'οπου ο άντρας

την γνωρισε


Rätselmärchen

Ein Märchen der Brüder Grimm


Rätselmärchen

Drei Frauen waren in Blumen verwandelt, die auf dem Felde standen, doch deren eine durfte des Nachts in ihrem Hause sein. Da sprach sie auf eine Zeit zu ihrem Mann, als sich der Tag nahte und sie wiederum zu ihren Gespielen auf das Feld gehen und eine Blume werden mußte: "Wenn du heute vormittag kommst und mich abbrichst, werde ich erlöst und für immer bei dir bleiben," was dann auch geschah. Nun ist die Frage, wie sie ihr Mann erkannt habe, da die Blumen ganz gleich und ohne Unterschied waren?


Antwort: "Dieweil sie die Nacht in ihrem Haus und nicht auf dem Feld war, fiel der Tau nicht auf sie wie auf die andern zwei, wobei sie der Mann erkannte."

.

.

.


Σάββατο 24 Ιουλίου 2021

GREEK POETRY -(Κατά Κάποιον Τρόπον η Ιστορία) Ρέκβιεμ στον Αυτοκράτορα Νικηφόρον Β' Φωκά ,963-969 μ.Χ -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

 .

.

GREEK POETRY

-(Κατά Κάποιον Τρόπον η Ιστορία)

Ρέκβιεμ στον Αυτοκράτορα Νικηφόρον Β' Φωκά ,963-969 μ.Χ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

.

.




(Κατά Κάποιον Τρόπον η Ιστορία)

Ρέκβιεμ στον Αυτοκράτορα Νικηφόρον Β' Φωκά ,963-969 μ.Χ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


τον άξιον αυτοκράτωρα Νικηφόρον Β ' Φωκά τον εθελγε η ασκητική

ησυχία  κι είχε την παλαιά συνηθεια των στρατιωτικών να κοιμάται

στο πάτωμα,τέτοια λιτότητα αδύνατον να αντέξει η' ν'ανεχθει

η Θεοφανώ,κατά κόσμον Αναστασω κόρη του ταβερνιαρη Καρτερού 

Λακαινα εκπαγλου καλλονής και δι'αυτο λίαν επικίνδυνος και διβουλος,

εθισμένη τοσο που ήτο από τον πρώην σύζυγό Ρωμανό Β' στην ασωτεια 

και στην τρυφηλη ζωή,ετούτον τον Νικηφόρο αλλα τον ενδιέφεραν,

η αφοσίωση στο στράτευμα, η μοναστική ζωή, η μεγάλη ευσέβεια,

φίλους είχε τον Αθανάσιο Αθωνίτη και τον Νίκωνα Μετανοείτε,

αυτή όμως έπρεπε να κοιτάξει το μέλλον τον παιδιών της και κυρίως

του Βασιλείου,οι βαριές φορολογίες στα μοναστήρια για τα πολεμικά

η αυξανόμενη δυσαρέσκεια των ευγενών συντόμως θα τα τίναζαν όλα 

στον αέρα,ο Αρμένιος Ιωάννης Τσιμισκης ήταν εραστης της και φιλόδοξος

νέος και σ'ενα νεύμα της θα υπακουσε παραυτα κι έτσι έγινε,ξημερώνοντας

η 11τη Δεκεμβρίου του 969 εισήλθαν κρυφά οι συνομωτες στον κοιτώνα

προσευχής τ'αυτοκρατορα και καθώς από στρατιωτική συνήθεια τον βρήκαν

ξαπλωμένο στο πάτωμα να κοιμάται τον χτύπησαν απανωτά με το ακουφιον ξίφος κατά τον ιστορικό  Λέοντα τον Διάκονο και το κομμένο κεφάλι του το πέταξαν απ'τό παράθυρο στα χιονια στα αζητητα,μετά από ώρα δικοί του

μετά φόβου το μάζεψαν και χωρίς αυτοκρατορικές τιμές το έθαψαν

στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων γραφοντας επιγραμματικά πανω

στη σαρκοφάγο του: 'τους νίκησε όλους εκτός από μια γυναικα',αυτος

που κατανίκησε στη Κρήτη τους Σαρακηνούς όχι όμως την Αναστασω Θεοφανω

'

.

.

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - Ηρόδοτος,Ιστορίαι,βιβλίο Δ' Μελπομένη,172,176 Νασαμωνες-Γινδανες, Από τους Παράξενους λαούς της Λιβύης -μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

- Ηρόδοτος,Ιστορίαι,βιβλίο Δ' Μελπομένη,172,176

Νασαμωνες-Γινδανες,

Από τους Παράξενους λαούς της Λιβύης

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.

Ηρόδοτος,Ιστορίαι,βιβλίο Δ' Μελπομένη,172,176

Νασαμωνες-Γινδανες,

Από τους Παράξενους λαούς της Λιβύης

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ΝΑΣΑΜΩΝΕΣ

172 

απο τούτους τους Αυχισεους  προς τα δυτικά επόμενοι ειναι οι Νασαμωνες,έθνος που είναι πολύ,οι οποίοι το θέρος παρατουν στη θάλασσα 

τα πρόβατα κι ανεβαίνουν στη περιοχή Αυγιλα για να συλλέξουν τους φοίνικες,που πολλοί και με αφθονία σοδειάς έχουν φυτρώσει,όλοι τους καρποφόροι.και τις ακρίδες όταν τις πιάσουν αφού τις αφήνουν στον ήλιο 

τις τρίβουν κι έπειτα πάνω στο γάλα ρίχνοντας το πίνουν.

γυναίκες συνηθίζουν πολλές να έχει ο καθένας από κοινου τις σμιχνονται

με τρόπο παραπλήσιο με τον οποιο κι οι Μασσαγετες,όταν ραβδί  στήσουν μπροστά τις σμίγουν.

κατά τον πρώτο γάμο του Νασαμωνα άντρα νόμος είναι η νύφη στη πρώτη 

νύχτα από όλους να περνάει τους καλεσμένους σμίγοντας,κι ο καθένας αφου

την σμιχθεικε,της δίνει δώρο το οποίο έχει φέρει από το σπιτι.

κάνουν όρκους και καταγινονται με την μαντική έτσι,ορκιζονται στους πιο δίκαιους κι άριστους άνδρες οι οποίοι σ'αυτους λέγονται να γεννήθηκαν,

αυτών,τους τάφους,αγγίζοντας,μαντεύουν στα μνήματα των προγόνων συχναζοντας,και αφού προσευχηθούν πάνω τους κοιμούνται,κι οποίο αν δουν στον ύπνο όνειρο σε τούτο χρησμοδοτουν.

για την καλή πίστη έτσι ενεργούν.απο το χέρι δίνει να πιει κι αυτός από αυτο

του άλλου πίνει.αν δεν έχουν κανένα υγρό,αυτοί από κάτω σκόνη λαμβανοντας

την γλειφουν

.

.

ΓΙΝΔΑΝΕΣ

 176 

από τούτους τους Μακεους έπομενοι οι Γινδανες ειναι.αυτων οι γυναίκες

δεσμούς γύρω από τον αστράγαλο δερμάτινους πολλούς κάθε μία φοράει 

για αυτόν εδώ το λόγο,καθώς λέγεται.για κάθε άντρα με τον οποίο σμιχνεται

δεσμο γύρω από τον αστράγαλο δένει,αυτή δε που τους περισσότερους έχει,

αυτή η άριστη θεωρείται να είναι καθώς από περισσοτερους άντρες αγαπηθηκε

.

.

Ηρόδοτος Ιστορίαι βιβλίο Δ' Μελπομένη,

Νασαμωνες-Γινδανες


172

1 Αὐσχισέων δὲ τούτων τὸ πρὸς ἑσπέρης ἔχονται Νασαμῶνες, ἔθνος ἐὸν πολλόν, οἳ τὸ θέρος καταλείποντες ἐπὶ τῇ θαλάσσῃ τὰ πρόβατα ἀναβαίνουσι ἐς Αὔγιλα χῶρον ὀπωριεῦντες τοὺς φοίνικας. οἳ δὲ πολλοὶ καὶ ἀμφιλαφέες πεφύκασι, πάντες ἐόντες καρποφόροι. τοὺς δὲ ἀττελέβους ἐπεὰν θηρεύσωσι, αὐήναντες πρὸς τὸν ἥλιον καταλέουσι καὶ ἔπειτα ἐπὶ γάλα ἐπιπάσσοντες πίνουσι. 2 γυναῖκας δὲ νομίζοντες πολλὰς ἔχειν ἕκαστος ἐπίκοινον αὐτέων τὴν μῖξιν ποιεῦνται τρόπῳ παραπλησίῳ τῷ καὶ Μασσαγέται· ἐπεὰν σκίπωνα προστήσωνται, μίσγονται. πρῶτον δὲ γαμέοντος Νασαμῶνος ἀνδρὸς νόμος ἐστὶ τὴν νύμφην νυκτὶ τῇ πρώτῃ διὰ πάντων διεξελθεῖν τῶν δαιτυμόνων μισγομένην· τῶν δὲ ὡς ἕκαστος οἱ μιχθῇ, διδοῖ δῶρον τὸ ἂν ἔχῃ φερόμενος ἐξ οἴκου. 3 ὁρκίοισι δὲ καὶ μαντικῇ χρέωνται τοιῇδε· ὀμνύουσι μὲν τοὺς παρὰ σφίσι ἄνδρας δικαιοτάτους καὶ ἀρίστους λεγομένους γενέσθαι, τούτους, τῶν τύμβων ἁπτόμενοι· μαντεύονται δὲ ἐπὶ τῶν προγόνων φοιτέοντες τὰ σήματα, καὶ κατευξάμενοι ἐπικατακοιμῶνται· τὸ δ᾽ ἂν ἴδη ἐν τῇ, ὄψι ἐνύπνιον, τούτῳ χρᾶται. 4 πίστισι δὲ τοιῇσιδε χρέωνται· ἐκ τῆς χειρὸς διδοῖ πιεῖν καὶ αὐτὸς ἐκ τῆς τοῦ ἑτέρου πίνει. ἢν δὲ μὴ ἔχωσι ὑγρὸν μηδέν, οἳ δὲ τῆς χαμᾶθεν σποδοῦ λαβόντες λείχουσι.

.

.

176

Μακέων δὲ τούτων ἐχόμενοι Γινδᾶνες εἰσί, τῶν αἱ γυναῖκες περισφύρια δερμάτων πολλὰ ἑκάστη φορέει κατὰ τοιόνδε τι, ὡς λέγεται· κατ᾽ ἄνδρα ἕκαστον μιχθέντα περισφύριον περιδέεται· ἣ δὲ ἂν πλεῖστα ἔχῃ, αὕτη ἀρίστη δέδοκται εἶναι ὡς ὑπὸ πλείστων ἀνδρῶν φιληθεῖσα

.

.

.

Τετάρτη 21 Ιουλίου 2021

PHOTOS-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ -Αστική Φωτογραφια-5 Ανθρώπινα Ενσταντε -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis- PHOTOS-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis}

 .

.

PHOTOS-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
-Αστική Φωτογραφια-5 Ανθρώπινα Ενσταντε
 -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis-
PHOTOS-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis}
.

Αστική Φωτογραφια-5 Ανθρώπινα Ενσταντε-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis






.

.

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - ΚΑΡΥΑΤΙΔΕΣ,6 ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

- ΚΑΡΥΑΤΙΔΕΣ,6 ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.



ΚΑΡΥΑΤΙΔΕΣ,6 ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Παυσανίας,Ελλάδος Περιήγησις,Μεσσηνιακά,16,9-10

(Κατά τον Β' Μεσσηνιακό Πόλεμο,685-668,ο αρχηγός των Μεσσηνίων 

Αριστομένης για αντίποινα στους Σπαρτιάτες)

τὰς δ' ἐν Καρύαις παρθένους χορευούσας τῇ Ἀρτέμιδι. ἐλόχησε μεθ' ἡμέραν

 καὶ συνέλαβεν ὅσαι χρήμασιν αὐτῶν καὶ ἀξιώματι πατέρων προεῖχον: ἀγαγὼν δὲ ἐς κώμην τῆς Μεσσηνίας τὴν νύκτα ἀνεπαύετο, ἀνδράσι τῶν ἐκ τοῦ λόχου τὴν φρουρὰν ἐπιτρέψας τῶν παρθένων. [16.10] ἐνταῦθα ὑπὸ μέθης οἱ νεανίσκοι δοκεῖν ἐμοὶ καὶ ἄλλως ἀκρατῶς ἔχοντες λογισμοῦ πρὸς βίαν ἐτρέποντο τῶν παρθένων

.Η νεαρή χορεύτρια εκτέλεσε το μέρος της Καρυάτιδος,ντυμένη με απλό πέπλο,

το αριστερό πόδι ελάχιστα μπροστά,χωρίς να δίνει την αίσθηση του βαδίσματος,

το αριστερό χέρι στο πλάι κάτω,στο δεξί κρατάει άνθος λωτού,

.Η μαρτυρία  λέει:

άρπαξαν απ'τό ιερό της Αρτέμιδος,τις Καρυάτιδες χορεύτριες,κόρες εξεχουσων οικογενειών,τις συγκέντρωσαν σ'ενα μέρος και τις φρουρούσαν τη νύχτα,και κάποιοι νεαροί παρεκτραπηκαν και βίασαν τις κοπελες

.μαρτυρια:

εντεταλμένοι ένοπλοι έσπασαν τις πόρτες με ρόπαλα,ρίχτηκαν στις γυναίκες

και τις βίασαν,μπροστά στα μάτια των δικών τους με την απειλή όπλου, κι έπειτα τις παράτησαν ντροπιασμενες

.έξι Καρυάτιδες νεαρές χορεύτριες,χορεύουν παίζοντας με τα χέρια τους 

καρύδια,πετώντας συνέχεια τρία καρύδια,έπειτα κρατώντας η μία τα χέρια της άλλης χορεύουν σχηματίζοντας ημικύκλιο,ύστερα ανοίγουν και ξανά κλείνουν

.Κάποιος μέσα στους θεατές φώναξε:είναι πέντε,η άλλη που είναι;

.

.

.

Τρίτη 20 Ιουλίου 2021

GREEK POETRY -Ομήρου Οδύσσεια,ραψωδία σ' ,στίχοι 320-339 Λογομαχία Μελανθους και Οδυσσέα -μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis Και η τιμωρία της μαζί με τις αλλες εντεκα ερωμένες των μνηστήρων (ραψωδία χ',στίχοι 417-473) POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

 .

.

GREEK POETRY

-Ομήρου Οδύσσεια,ραψωδία σ' ,στίχοι 320-339

Λογομαχία Μελανθους και Οδυσσέα

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Και η τιμωρία της μαζί με τις αλλες εντεκα ερωμένες των μνηστήρων

(ραψωδία χ',στίχοι 417-473)

POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

.

.


Ομήρου Οδύσσεια,ραψωδία σ' ,στίχοι 320-339

Λογομαχία Μελανθους και Οδυσσέα

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Και η τιμωρία της μαζί με τις αλλες εντεκα ερωμένες των μνηστήρων

(ραψωδία χ',στίχοι 417-473)


είπε,κι αυτές γέλασαν,η μια την άλλη κοιτώντας 320

κι άσχημα τ'αντιμιλησε η Μελανθω η ομορφομαγουλη

αυτή που ο Δόλιος γέννησε κι η Πηνελόπη φρόντισε

κι από παιδί ανάθρεψε,δινοντας με την καρδιά της παιχνιδια

αλλ'ομως αυτή δεν συμπονουσε πια την Πηνελοπη

αλλά με τον Ευρυμαχο σμιγονταν και ερωτοτροπούσε 325

αυτή λοιπόν στον Οδυσσέα αντιμιλησε με ξεδιάντροπος λόγια

ελεεινε ξενε,τα'χεις ολότελα χαμένα και μας ξεκουφανες

δεν πας λέω να κοιμηθείς μεσ'στο χαλκωματαδικο

η' στη παράγκα,παρά εδώ γύρω πολύ ν'αγορευεις

με θράσος σε τόσους πολλούς άντρες χωρίς κάποιος φόβος 330

να σε τρομάζει,η' μήπως το κρασί σου πήρε τα φρενα,η' τώρα

πάντα τέτοια τα μυαλά σου είναι,γι'αυτό και αερολογεις

η' μήπως πενευεσαι ότι τον Ιρο νικησες τον ζητιανο;

πρόσεξε μήπως απ'τον Ιρο πιο δυνατος άλλος εμφανισθει

κάποιος που μεσ' στα δύο στιβαρα του χέρια σου σπάσει το κεφαλι 335

κι απ'τό παλάτι σε ξαποστειλει βουτηγμένο μεσ'στα πολλά  αιματα

τοτ'αυτη αγριοκοιταζοντας είπε ο πολυστροφος Οδυσσεας

τώρα γρηγορα στον Τηλέμαχο θα πω,σκύλα,αυτά π'αγορευεις

προς τα κεί πηγαίνοντας,αμέσως για να σε κάνει κομματια 339

.

.

Ομήρου Οδύσσεια,ραψωδία σ' στίχοι 320-339


ὣς ἔφαθ', αἱ δ' ἐγέλασσαν, ἐς ἀλλήλας δὲ ἴδοντο.   320

τὸν δ' αἰσχρῶς ἐνένιπε Μελανθὼ καλλιπάρῃος,

τὴν Δολίος μὲν ἔτικτε, κόμισσε δὲ Πηνελόπεια,

παῖδα δὲ ὣς ἀτίταλλε, δίδου δ' ἄρ' ἀθύρματα θυμῷ·

ἀλλ' οὐδ' ὧς ἔχε πένθος ἐνὶ φρεσὶ Πηνελοπείης,

ἀλλ' ἥ γ' Εὐρυμάχῳ μισγέσκετο καὶ φιλέεσκεν.   325

ἥ ῥ' Ὀδυσῆ' ἐνένιπεν ὀνειδείοισ' ἐπέεσσι·

«ξεῖνε τάλαν, σύ γέ τις φρένας ἐκπεπαταγμένος ἐσσί,

οὐδ' ἐθέλεις εὕδειν χαλκήϊον ἐς δόμον ἐλθὼν

ἠέ που ἐς λέσχην, ἀλλ' ἐνθάδε πόλλ' ἀγορεύεις

θαρσαλέως πολλοῖσι μετ' ἀνδράσιν, οὐδέ τι θυμῷ   330

ταρβεῖς· ἦ ῥά σε οἶνος ἔχει φρένας, ἤ νύ τοι αἰεὶ

τοιοῦτος νόος ἐστίν, ὃ καὶ μεταμώνια βάζεις.

ἦ ἀλύεις ὅτι Ἶρον ἐνίκησας τὸν ἀλήτην;

μή τίς τοι τάχα Ἴρου ἀμείνων ἄλλος ἀναστῇ,

ὅς τίς σ' ἀμφὶ κάρη κεκοπὼς χερσὶ στιβαρῇσι   335

δώματος ἐκπέμψῃσι φορύξας αἵματι πολλῷ.»

τὴν δ' ἄρ' ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·

«ἦ τάχα Τηλεμάχῳ ἐρέω, κύον, οἷ' ἀγορεύεις,

κεῖσ' ἐλθών, ἵνα σ' αὖθι διὰ μελεϊστὶ τάμῃσιν.»

.

.

.

και μέσα στα τρομερά γεγονότα της Μνηστηριοφονιας(ραψωδία χ',στίχοι 417-473) την Μελανθω  την κρεμασαν για τιμωρια μαζί με  τις έντεκα  άλλες ερωμένες των μνηστήρων

Ο Οδυσσέας είπε στην τροφο Ευρυκλεια να καλέσει  τις 12 άπιστες γυναίκες,

αυτές που σμιγονταν αδιαντροπα με τους μνηστήρες,τὴν ἄρ' ὑπὸ μνηστῆρσιν ἔχον μίσγοντό τε λάθρῃ 445,

κι αφού μαζέψουν τους νεκρούς και καθαρίσουν τα τραπέζια ο Τηλέμαχος με

τον βουκολο και τον χοιροβοσκός να τις σφάξουν,όμως ο Τηλέμαχος έκρινε 

πιο ατιμωτικό θάνατο γι'αυτες,να τις κρεμασουν


ἀλλ' ἄγε μοι σὺ γυναῖκας ἐνὶ μεγάροις κατάλεξον,

αἵ τέ μ' ἀτιμάζουσι καὶ αἳ νηλείτιδές εἰσι.»


τὸν δ' αὖτε προσέειπε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια·

«τοιγὰρ ἐγώ τοι, τέκνον, ἀληθείην καταλέξω.   420

πεντήκοντά τοί εἰσιν ἐνὶ μεγάροισι γυναῖκες

δμῳαί, τὰς μέν τ' ἔργα διδάξαμεν ἐργάζεσθαι,

εἴριά τε ξαίνειν καὶ δουλοσύνην ἀνέχεσθαι·

τάων δώδεκα πᾶσαι ἀναιδείης ἐπέβησαν,

οὔτ' ἐμὲ τίουσαι οὔτ' αὐτὴν Πηνελόπειαν.   425

Τηλέμαχος δὲ νέον μὲν ἀέξετο, οὐδέ ἑ μήτηρ

σημαίνειν εἴασκεν ἐπὶ δμῳῇσι γυναιξίν.

ἀλλ' ἄγ' ἐγὼν ἀναβᾶσ' ὑπερώϊα σιγαλόεντα

εἴπω σῇ ἀλόχῳ, τῇ τις θεὸς ὕπνον ἐπῶρσε.»


τὴν δ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·   430

«μή πω τήν γ' ἐπέγειρε· σὺ δ' ἐνθάδε εἰπὲ γυναιξὶν

ἐλθέμεν, αἵ περ πρόσθεν ἀεικέα μηχανόωντο.»


ὣς ἄρ' ἔφη, γρηῢς δὲ διὲκ μεγάροιο βεβήκει

ἀγγελέουσα γυναιξὶ καὶ ὀτρυνέουσα νέεσθαι.

αὐτὰρ ὁ Τηλέμαχον καὶ βουκόλον ἠδὲ συβώτην   435

εἰς ἓ καλεσσάμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·


«ἄρχετε νῦν νέκυας φορέειν καὶ ἄνωχθε γυναῖκας·

αὐτὰρ ἔπειτα θρόνους περικαλλέας ἠδὲ τραπέζας

ὕδατι καὶ σπόγγοισι πολυτρήτοισι καθαίρειν.

αὐτὰρ ἐπὴν δὴ πάντα δόμον διακοσμήσησθε,   440

δμῳὰς ἐξαγαγόντες ἐϋσταθέος μεγάροιο,

μεσσηγύς τε θόλου καὶ ἀμύμονος ἕρκεος αὐλῆς,

θεινέμεναι ξίφεσιν τανυήκεσιν, εἰς ὅ κε πασέων

ψυχὰς ἐξαφέλησθε καὶ ἐκλελάθωντ' Ἀφροδίτης,

τὴν ἄρ' ὑπὸ μνηστῆρσιν ἔχον μίσγοντό τε λάθρῃ.»   445


ὣς ἔφαθ', αἱ δὲ γυναῖκες ἀολλέες ἦλθον ἅπασαι,

αἴν' ὀλοφυρόμεναι, θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέουσαι.

πρῶτα μὲν οὖν νέκυας φόρεον κατατεθνηῶτας,

κὰδ δ' ἄρ' ὑπ' αἰθούσῃ τίθεσαν εὐερκέος αὐλῆς,

ἀλλήλοισιν ἐρείδουσαι· σήμαινε δ' Ὀδυσσεὺς   450

αὐτὸς ἐπισπέρχων· ταὶ δ' ἐκφόρεον καὶ ἀνάγκῃ.

αὐτὰρ ἔπειτα θρόνους περικαλλέας ἠδὲ τραπέζας

ὕδατι καὶ σπόγγοισι πολυτρήτοισι κάθαιρον.

αὐτὰρ Τηλέμαχος καὶ βουκόλος ἠδὲ συβώτης

λίστροισιν δάπεδον πύκα ποιητοῖο δόμοιο   455

ξῦον· ταὶ δ' ἐφόρεον δμῳαί, τίθεσαν δὲ θύραζε.

αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πᾶν μέγαρον διεκοσμήσαντο,

δμῳὰς ἐξαγαγόντες ἐϋσταθέος μεγάροιο,

μεσσηγύς τε θόλου καὶ ἀμύμονος ἕρκεος αὐλῆς,

εἴλεον ἐν στείνει, ὅθεν οὔ πως ἦεν ἀλύξαι.   460

τοῖσι δὲ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἦρχ' ἀγορεύειν·


«μὴ μὲν δὴ καθαρῷ θανάτῳ ἀπὸ θυμὸν ἑλοίμην


τάων, αἳ δὴ ἐμῇ κεφαλῇ κατ' ὀνείδεα χεῦαν

μητέρι θ' ἡμετέρῃ, παρά τε μνηστῆρσιν ἴαυον.»


ὣς ἄρ' ἔφη, καὶ πεῖσμα νεὸς κυανοπρῴροιο   465

κίονος ἐξάψας μεγάλης περίβαλλε θόλοιο,

ὑψόσ' ἐπεντανύσας, μή τις ποσὶν οὖδας ἵκοιτο.

ὡς δ' ὅτ' ἂν ἢ κίχλαι τανυσίπτεροι ἠὲ πέλειαι

ἕρκει ἐνιπλήξωσι, τό θ' ἑστήκῃ ἐνὶ θάμνῳ,

αὖλιν ἐσιέμεναι, στυγερὸς δ' ὑπεδέξατο κοῖτος,   470

ὣς αἵ γ' ἑξείης κεφαλὰς ἔχον, ἀμφὶ δὲ πάσαις

δειρῇσι βρόχοι ἦσαν, ὅπως οἴκτιστα θάνοιεν.

ἤσπαιρον δὲ πόδεσσι μίνυνθά περ, οὔ τι μάλα δήν.

.

·

.