I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Τρίτη 29 Ιουνίου 2021

GREEK POETRY -(Κατά Κάποιον Τρόπον η Ιστορία) Marcus Junius Brutus -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

 .

.

GREEK POETRY

-(Κατά Κάποιον Τρόπον η Ιστορία)

Marcus Junius Brutus 

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

.

.



(Κατά Κάποιον Τρόπον η Ιστορία)

Marcus Junius Brutus 

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Στις Ειδούς τού Μαρτίου το 44 ο Μάρκος Ιούνιος 

Βρουτος σίγουρα εδιαβει τον Ρουβίκωνα

στη δε Μάχη των Φιλίππων το 42 ερριφθει ο κύβος

και ως ηθοποιός τραγωδίας αναφωνεί στίχους 

του Ευριπίδη Ζεῦ, μὴ λάθοι σε τῶνδ' ὃς αἴτιος κακῶν

(Δια,να μην ξεχνάμε τον αίτιο αυτων των κακών)

(Ευριπίδη Μήδεια 334)

κάτω απ'τον έναστρο απέραντο κι αδιάφορο ουρανό,

η τελική απόφαση ελήφθει ως του ταιριαζει

πάνυ μὲν οὖν" ἔφη "φευκτέον, ἀλλὰ διὰ τῶν χειρῶν, 

οὐ διὰ τῶν ποδῶν". 

Οπωσδήποτε θα φυγω,όχι με τα πόδια,

αλλά με τα χερια

(Πλούταρχος Βίοι Παράλληλοι Βρουτος)

με μια θαρραλέα πτώση στο αιχμηρό σπαθί 

τέκνον Βρουτε.

.

.

.


Κυριακή 27 Ιουνίου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Reve Όνειρο Dream Traum- χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Reve Όνειρο Dream Traum-

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Reve Όνειρο Dream Traum-

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Reve,στα γαλλικά όνειρο,revelation αποκαλυψη,

Trauma,στα γερμανικά,τραύμα στα ελληνικά,

συσχετίσεις παρατραβηγμενες,εξαναγκασμένες,

όμως θα ήθελε να είναι ετσι,

μια κίτρινη πεταλούδα βουιζε στο δωμάτιο,δεν την έβλεπε,άκουγε τον ήχο της,πέρασε ώρα,άνοιξε την παλάμη της,πέταξε από μέσα,σαν ταχυδακτυλουργια της φάνηκε,τώρα είχε λευκά φτερα,

βγήκε απ'το ανοιχτό παραθυρο διανύοντας ελικοειδή τροχιά,άκουσε μια φωνή,εδώ κοιμάται,που;,εδώ δεν την βλέπεις,είναι σε γυάλα μαζί με κόκκινα ψαράκια,θα την φάνε,να την ξυπνήσουμε,αδύνατον,αυτή μας ονειρεύεται,

πως το ξέρουμε αυτό;αν σταματήσει αυτό,θα βρεθεί στο κρεβάτι και δεν θα θυμάται τίποτα,τότε να παρατείνουμε το όνειρο της,πως; δεν εξαρτάται από μας,βλέπεις δεν 

είναι πια στη γυάλα,είναι καθισμένη μπροστά στον καθρέφτη,

χτενιζεται,τώρα βάφει τα χείλη της ροζ,όμως πρόσεξε είναι στην άλλη πλευρά του καθρέφτη,δεν μας ακούει,ούτε μας βλέπει,πόσο θα διαρκέσει το όνειρο;

έχει ωρα τελειώσει,έχει ξυπνήσει,δεν είναι εκεί που τη βλέπουμε,εμείς τη βλέπουμε 

εκεί,

.

.

Παρασκευή 25 Ιουνίου 2021

GREEK POETRY -Στην Αλβα Φουκεντια,162 π.Χ -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

 .

.

GREEK POETRY

-Στην Αλβα Φουκεντια,162 π.Χ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

.

.



Περσέας βασιλιάς Μακεδονίας 179-168 π Χ


Στην Αλβα Φουκεντια,162 π.Χ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Μετά από την διαπόμπευση στις βιες της Ρωμης

στην απομόνωση της Άλβα Φουκέντια εξοριστος

αυτός κάποτε βασιλιάς της Μακεδονίας των Αντιγονιδων

τώρα η ένδοξη χώρα φόρος υποτελης των  Ρωμαίων

τότε το 168 στη Πυδνα ο Περσεας κατανικηθηκε,

πολύ αναμενομενο,αφού Αιτωλεις Θεσσαλοί  Ηπειρωτες

κι οι άλλοι της Αχαίας της Περγαμου στο  μέρος του Λουκιου 

Αιμίλιου Παυλου και βέβαια το σαμποτάζ του ιππικού

εδώ στην Αλβα Φουκεντια αυτός ο τελευταίος Μακεδόνας 

βασιλιάς αναρωτιέται,αλήθεια,ποια η τύχη της Ελλάδος 

στη νέα αυτοκρατορια στο Statum novum global.

.

.

.


Τρίτη 22 Ιουνίου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Mirror's Enigma -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Mirror's Enigma

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.

Mirror's Enigma-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


την είδε στον καθρέφτη,την πρώτη φορά αδιαφόρησε,δεν ήθελε ούτε

να την επιπλήξει ούτε να την φοβίσει,όταν αυτό επαναλήφθηκε πολλές

φορές μετάνιωσε,ήταν όμως πολύ αργά,αδύνατον να την προσεγγίσει,

τις νύχτες ξύπναγε ακατάστατες ώρες και την έβλεπε εκεί,αυτό

άρχισε να το συγχέει με εφιάλτη,ο ψυχαναλυτής της είπε,πως ήταν

φυσιολογικό,η προβολή αυτή τη βοηθάει να ξεπεράσει κάποιους

κρυμμένους φόβους και άγχη της παιδικής ηλικίας,θυμήθηκε πως

κάποτε μικρή έσπασε τον καθρέφτη,ένα κομμάτι της καρφώθηκε 

στο χέρι,εγλυψε το αίμα για να το κρύψει και να αποφύγει την τιμωρία,

όχι δεν έσπασε τον καθρέφτη,τώρα θυμάται,η μητέρα έβαφε με

κόκκινο κραγιόν τα χείλη,ήταν κρυμμένη πίσω από την κουρτίνα

και την παρακολουθουσε,όταν έφυγε πήγε στο καθρέφτη και με

χέρια που τρέξαμε έβαψε κόκκινα τα χείλη,άκουσε τη φωνή της μητέρας,

'που είσαι;',τρόμαξε,άκουσε τα βήματα της,είχε βάλει τα χέρια 

της στο στόμα να κρύψει το κραγιόν,'τι κανείς εκεί;',η μητέρα πλησίασε,

'για να δω;,τι κρύβεις;',εκείνη έτοιμη να λιποθυμήσει,της τράβηξε

τα χέρια,είδε τα βαμμένα χείλη,γέλασε δυνατά και την παράτησε,

έκανε μέρες να την δει,πιστευε πως είχε πεθάνει,κι εκείνη έφταιγε,

όταν την ξαναειδε ήταν αλλαγμένη,δεν ήταν απόμακρη όπως πριν,

τώρα ήταν τρυφερή,τις νύχτες την έπαιρνε αγκαλιά μέχρι να κοιμηθεί,

μια μέρα της είπε:'μεγαλωσες μικρό μου',ήθελε να της πει πως δεν ήθελε

να μεγαλώσει,'δεν το ειπα',λέει,'γιατι δεν το ειπα',βλέπει στον καθρέφτη,

τι είναι μέσα;τι θα συμβεί;,της ήρθε παρόρμηση να τον σπάσει,τον

χτύπησε με το χέρι,ράγισε,κοίταξε το χέρι της,της έκανε εντύπωση,

δεν ήταν ματωμένο,εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκε βαθειά χωρίς διακοπή,

ποτέ δεν την  ξαναειδε στον καθρεφτη.

.

.

.


GREEK POETRY -Αριστοφάνης,Πλούτος,στιχ 959-1096 Η γριά αμοροζα του νεαρού εραστη -μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

 .

.

GREEK POETRY

-Αριστοφάνης,Πλούτος,στιχ 959-1096

Η γριά αμοροζα του νεαρού εραστη

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

.

.



Αριστοφάνης,Πλούτος,στιχ 959-1096

Η γριά αμοροζα του νεαρού εραστη

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Γριά

λοιπόν αγαπητά γεροντια στο σπίτι

φτάσαμε οντως του νέου τούτου θεού 960

η' το δρόμο έχουμε εντελώς χάσει;


Χορός

μάθε πώς στη πόρτα αυτή έφτασες

κοριτσάκι,γιατί σαν τέτοιο στην ώρα σου ρωτας


Γρια

κάποιον τώρα από κει μέσα να φωναξω


Χρεμύλος

άστο,γιατί εγώ από κει μέσα ήρθα 965

όμως πρέπει μάλιστα να πεις γιατ'ηρθες


Γρια

έχω πάθει βάσανα κι άδικα αγαπητέ

γιατί αφ' ότου ο θεός αυτός άρχισε να βλέπει

αβιωτο εχει κάνει σε μένα το βιο


Χρεμύλος

τι'ναι;μήπως κι εσύ συκοφαντρια 970

μεσ'στις γυναίκες είσαι;


Γριά 

μα το Δία οχι


Χρεμύλος

μήπως λοιπόν σε δικες έλαχες;


Γριά

κοροϊδεύεις;μεγάλη με κατατρώει καψα τη δυστυχη


Χρεμύλος

πές λοιπόν τι κάψα σε καίει;


Γρια

άκου τώρα,είχα κάποιον νεαρό αγαπητικό, 975

φτωχό ,αλλά ομορφόπαιδο και καλό

κι έντιμο,γιατί αν του ζητούσα,

όλα μου τα'κανε τακτικά και καλά

κι εγώ εκείνον στα πάντα υπηρετουσα


Χρεμύλος

τι ήταν που κάθε φορά πιο πολύ σου ζηταγε; 980


Γριά

όχι πολλά,γιατί παρά πολύ μ'εντρεπονταν,

είκοσι δραχμές ασημένιες κάποτε ζήτησε

για κουστούμι,οκτώ κάποτε για παπούτσια

και για τις αδελφές ν'αγορασει φουστάνι

ζήτησε,κάποτε για τη μάνα πανωφόρι 985

κάποτε ζήτησε σιτάρι τέσσερα σακια


Χρεμύλος

πράγματι όχι πολλά μα τον Απολλωνα αυτά

που'πες,αλλ'ομως φανερό πως σ'εντρεπονταν


Γριά

κι αυτά  βεβαια  δεν μου τα ζητούσε έλεγε

για πληρωμή,αλλά από έρωτα 990

για να με θυμάται  κουστούμι φορώντας από μενα


Χρεμύλος

όπως λες ο άνθρωπος τρελα ερωτευμένος


Γρια

αλλά δεν έχει τώρα ο σιχαμερός πια το νου

τον ιδιο αλλά άλλαξε πάρα πολύ

γιατί οταν σ'αυτον αυτό εδώ το γλύκισμα 995

και τ'αλλα στο πιάτο μισκοτακια του'στειλα

γράφοντας οτι το βράδυ θα παω


Χρεμύλος

πως αντέδρασε,πες μου


Γριά

χωρίς να τ'αγγιξει μου τα επεστρεψε μαζι 

με τη χυλοπιτα αυτή δω και να μην πάω πια 1000

ποτέ προς τα κει κι επιπλέον διώχνοντας τον άνθρωπο 

είπε ότι,'καποτε παλιά ήταν ακμαία τα Μιλήσια οργανα'


Χρεμύλος

φανερό απ'τό φέρσιμο ότι δεν ήταν κάποιος απατεωνας

αφού πλούτισε δεν τον ευχαριστούσε η φακή

πριν λόγω της φτώχιας όλα τα'τρωγε 1005


Γρια

κι όμως κάθε μέρα πριν μα το θεό

στην πόρτα μου έρχονταν παντα


Χρεμύλος

για την κηδεία;


Γρια

όχι μα τον Δία,αλλά την φωνή μου

ποθούσε  ν'ακουσει


Χρεμύλος

για να πάρει λοιπον δωρακι


Γρια

και μα το Δία αν λυπημένη μ'ενιωθε 1010

παπακι και περιστερακι χαϊδευτικά μ'ελεγε


Χρεμύλος

έπειτα βεβαια σου ζητούσε παπουτσια


Γραῦς

στα μεγάλα μυστήρια που πάνω σ'αμαξα

πήγαινα επειδή με κοίταξε κάποιος πονηρά

δερνομουνα γι'αυτο όλη τη μέρα 1015

τόσο πολύ ζηλιάρης ο νεαρός ηταν


Χρεμύλος

γιατί,ως φαίνεται,γουσταρε μοναχος να τρωει


Γρια

και τα χέρια πανέμορφα τα'βρισκε


Χρεμύλος

οπότε βέβαια του προσφερες είκοσι δραχμες


Γρια

κι έλεγε ότι γλυκομυριζει η επιδερμίδα μου 


Χρεμύλος

αν με κρασί της Θάσου τον κουμανταριζες,βέβαια,μα τον Δια


Γρια

το βλέμμα πως ήταν τρυφερό κι ομορφο


Χρεμύλος

δεν ήταν λοιπόν ανόητος ο άνθρωπος,αλλά γνώριζε

εκφυλης γριάς τη περιουσία να καταβροχθιζει


Γρια

αυτά λοιπόν ο θεός φίλε δεν τα κάνει σωστά 1025

λέγοντας πως βοηθάει πάντα τους αδικημενους


Χρεμύλος

τι δηλαδή να κάνει;λεγε και θα το'χει καμωμενο


Γρια

δίκιο είναι μα τον Δία ν'αναγκασει αυτόν 

που καλοπέρασε από μένα πάλι να με ξεπληρώσει,

αν όχι δεν είναι δίκιο κάτι καλό να'χει 1030


Χρεμύλος

λοιπόν δεν σ'ανταπεδιδε κάθε μέρα τη νύχτα;


Γρια

ναι αλλά έλεγε δεν θα μ'εγκαταλειψει ποτέ όσο ζω


Χρεμύλος

πολύ σωστά.γιατι τώρα καθόλου δεν σε νομίζει ζωντανη


Γρια

κι απ'τον πόνο έχω λιώσει αγαπητε


Χρεμύλος

όχι,αλλά σαπησες,όπως

φαίνεται 1035


Γρια

από δακτυλίδι περναω


Χρεμύλος

αν τύχει το δακτυλίδι να'ναι

κοσκινου


Γρια

και να ο νεαρός εδώ

έρχεται,

που πριν τον κατηγορουσα

νομιζω

σε γλέντι πηγαίνει 1040


Χρεμύλος

φαινεται.

με στεφάνι και δάδα κρατώντας

πορευεται


Νεαρος

σε χαιρετω


Γρια

τι είπες;


Νεαρος

παλιά φιλεναδα

ασπρισες πολύ γρήγορα,

μα τον ουρανο


Γρια

τη δυστυχη πως με βριζει


Χρεμύλος

φαίνεται πως πολύ καιρό

έχει να σε δει 1045


Γρια

τι καιρό η δυστυχη,αυτός

μαζί μου ήταν χθες


Χρεμύλος

τ'αντιθετο λοιπον εχει πάθει

απ'τους πολλούς 

γιατί μεθωντας,όπως φαίνεται,

καθαρότερα βλεπει


Γρια

όχι,γιατ'είναι άξεστος παντοτε

στους τροπους


Νεαρος

ω Ποντιε Ποσειδώνα και θεοί

των γηρατειων 1050

στο πρόσωπο πόσες ρυτιδες

εχεις


Γρια

α α

τη δάδα μην πλησιαζεις


Χρεμύλος

καλά λέει

γιατί αν μια μόνο σπίθα

την αγγίξει

όπως ξερο κλαρι ελιάς

θα καει


Νεαρος

θέλεις για λίγο  να παίξεις μαζί μου; 1055


Γρια

που αλήτη;


Νεαρος

εδώ,πάρε καρυδια


Γρια

τι παιχνίδι;


Νεαρος

πόσα δόντια εχει


Χρεμύλος

το ξέρω

γιατί τρία ίσως έχει  η' τεσσερα

.

Νεαρος

πλήρωσε,γιατί ένα τραπεζίτη μόνο εχει


Γρια

άθλιε μου φαίνεται δεν είσαι στα καλά σου ,1060

να μ',εμπαιζεις σε τόσους αντρες


Νεαρος

ευκαιρια είναι,αν κάποιος σε ξεπλυνει


Χρεμύλος

όχι βέβαια,επειδή τώρα κρύβει,

αν όμως ξεπλύνει τούτο το φκιασιδι,

θα δεις ολοφάνερα τα ρακη του προσωπου 1065


Νεαρος

φαίνεται να επιχειρεί τα βυζιά

να σου χαϊδεψει νομίζοντας πως δεν το'πιασα


Γρια

μα την Αφροδίτη όχι τα δικά μου σιχαμερε


Χρεμύλος

μα την Εκάτη όχι βέβαια,θα'χα τρελαθεί 1070

αλλά νεαρε δεν γίνεται να'αδιαφορησω 

την κοριτσακι αυτο να μισείς


Νεαρος

αλλ'εγω την υπεραγαπω


Χρεμύλος

κι όμως σε κατηγορει


Νεαρος

τι κατηγορεί;


Χρεμύλος

την έβρισες λέει κι είπες ότι

'καποτε παλιά ήταν ακμαία τα Μιλήσια οργανα' 1075


Νεαρος

εγώ γι'αυτη μαζί σου δεν θα μαλωσω


Χρεμύλος

αυτό γιατί;


Νεαρος

σέβομαι την ηλικία σου,επειδή

ποτέ σ'αλλον δεν θα επέτρεπα να το κάνει

τώρα ευχαριστημένος φεύγα παίρνοντας το κοριτσακι


Χρεμύλος

ξέρω ξέρω τι εννοείς,δεν αξιώνεις 1080

ίσως να'σαι μ'αυτη


Γρια

και ποιος είναι αυτός που θα το επιτρέψει;


Νεαρος

δεν θα συζητήσω με μια ξεπετα

μυρια και τρεις χιλιάδες χρονια


Χρεμύλος

όμως επειδή και το κρασί αξιωνες

να πινεις,να πιεις μαζί πρέπει και το κατακάθι 1085


Νεαρος

αλλά ολότελα είναι το κατακαθι παλιό και μουχλα


Χρεμύλος

τότε το πάνινο σουρωτηρι ολ'αυτα θα τα καθαρισει


Νεαρος

αλλ'ας μπωμέσα,γιατί στο θεό θέλω

πηγαίνοντας αυτά τα στεφάνια που'χω ν'αναθεσω


Γρια

κι εγώ αυτό και θέλω κάτι να σου πω 1090


Νεαρος

τοτ'εγω δεν μπαίνω μεσα


Χρεμύλος

έλα θάρρος,μη φοβάσαι,

δεν θα σε βιασει


Νεαρος

πράγματι πολύ σωστά λες

γιατί αρκετό καιρό πριν σ'αυτη υπεκυπτα


Γρια

βάδιζε,εγώ κατόπιν από σένα μπαινω


Χρεμύλος

πόσο ασφυκτικα Δια βασιλιά η γριουλα 1095

όπως πεταλίδα στον νεαρό κολλησε

.

.

.

Αριστοφάνης,Πλούτος,στιχ 959-1096


Γραῦς

ἆρ’ ὦ φίλοι γέροντες ἐπὶ τὴν οἰκίαν

ἀφίγμεθ’ ὄντως τοῦ νέου τούτου θεοῦ,960

ἢ τῆς ὁδοῦ τὸ παράπαν ἡμαρτήκαμεν;


Χορός

ἀλλ’ ἴσθ’ ἐπ’ αὐτὰς τὰς θύρας ἀφιγμένη

ὦ μειρακίσκη: πυνθάνει γὰρ ὡρικῶς.


Γραῦς

φέρε νυν ἐγὼ τῶν ἔνδοθεν καλέσω τινά.


Χρεμύλος

μὴ δῆτ’: ἐγὼ γὰρ αὐτὸς ἐξελήλυθα.965

ἀλλ’ ὅ τι μάλιστ’ ἐλήλυθας λέγειν σ’ ἐχρῆν.


Γραῦς

πέπονθα δεινὰ καὶ παράνομ’ ὦ φίλτατε:

ἀφ’ οὗ γὰρ ὁ θεὸς οὗτος ἤρξατο βλέπειν,

ἀβίωτον εἶναί μοι πεποίηκε τὸν βίον.


Χρεμύλος

τί δ’ ἔστιν; ἦ που καὶ σὺ συκοφάντρια970

εν ταῖς γυναιξὶν ἦσθα;


Γραῦς

μὰ Δί’ ἐγὼ μὲν οὔ.


Χρεμύλος

ἀλλ’ οὐ λαχοῦσ’ ἔπινες ἐν τῷ γράμματι;


Γραῦς

σκώπτεις: ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι δειλάκρα.


Χρεμύλος

οὔκουν ἐρεῖς ἀνύσασα τὸν κνισμὸν τίνα;


Γραῦς

ἄκουέ νυν. ἦν μοί τι μειράκιον φίλον,975

πενιχρὸν μέν, ἄλλως δ’ εὐπρόσωπον καὶ καλὸν

καὶ χρηστόν: εἰ γάρ του δεηθείην ἐγώ,

ἅπαντ’ ἐποίει κοσμίως μοι καὶ καλῶς:

ἐγὼ δ’ ἐκείνῳ πάντα ταῦθ’ ὑπηρέτουν.


Χρεμύλος

τί δ’ ἦν ὅ τι σου μάλιστ’ ἐδεῖθ’ ἑκάστοτε;980


Γραῦς

οὐ πολλά: καὶ γὰρ ἐκνομίως μ’ ᾐσχύνετο.

ἀλλ’ ἀργυρίου δραχμὰς ἂν ᾔτησ’ εἴκοσιν

εἰς ἱμάτιον, ὀκτὼ δ’ ἂν εἰς ὑποδήματα:

καὶ ταῖς ἀδελφαῖς ἀγοράσαι χιτώνιον

ἐκέλευσεν ἂν τῇ μητρί θ’ ἱματίδιον:985

πυρῶν τ’ ἂν ἐδεήθη μεδίμνων τεττάρων.


Χρεμύλος

οὐ πολλὰ τοίνυν μὰ τὸν Ἀπόλλω ταῦτά γε

εἴρηκας, ἀλλὰ δῆλον ὅτι σ’ ᾐχύνετο.


Γραῦς

καὶ ταῦτα τοίνυν οὐχ ἕνεκα μισητίας

αἰτεῖν μ’ ἔφασκεν, ἀλλὰ φιλίας οὕνεκα,990

ἵνα τοὐμὸν ἱμάτιον φορῶν μεμνῇτό μου.


Χρεμύλος

λέγεις ἐρῶντ’ ἄνθρωπον ἐκνομιώτατα.


Γραῦς

ἀλλ’ οὐχὶ νῦν ὁ βδελυρὸς ἔτι τὸν νοῦν ἔχει

τὸν αὐτόν, ἀλλὰ πολὺ μεθέστηκεν πάνυ.

ἐμοῦ γὰρ αὐτῷ τὸν πλακοῦντα τουτονὶ995

καὶ τἄλλα τἀπὶ τοῦ πίνακος τραγήματα

ἐπόντα πεμψάσης ὑπειπούσης θ’ ὅτι

εἰς ἑσπέραν ἥξοιμι—


Χρεμύλος

τί σ’ ἔδρασ’; εἰπέ μοι.


Γραῦς

ἄμητα προσαπέπεμψεν ἡμῖν τουτονί,

ἐφ’ ᾧ τ’ ἐκεῖσε μηδέποτέ μ’ ἐλθεῖν ἔτι,1000

καὶ πρὸς ἐπὶ τούτοις εἶπεν ἀποπέμπων ὅτι

‘πάλαι ποτ’ ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι.’


Χρεμύλος

δῆλον ὅτι τοὺς τρόπους τις οὐ μοχθηρὸς ἦν,

ἔπειτα πλουτῶν οὐκέθ’ ἥδεται φακῇ:

πρὸ τοῦ δ’ ὑπὸ τῆς πενίας ἅπανθ’ ὑπήσθιεν.1005


Γραῦς

καὶ μὴν πρὸ τοῦ γ’ ὁσημέραι νὴ τὼ θεὼ

ἐπὶ τὴν θύραν ἐβάδιζεν ἀεὶ τὴν ἐμήν.


Χρεμύλος

ἐπ’ ἐκφοράν;


Γραῦς

μὰ Δί’ ἀλλὰ τῆς φωνῆς μόνον

ἐρῶν ἀκοῦσαι.


Χρεμύλος

τοῦ λαβεῖν μὲν οὖν χάριν.


Γραῦς

καὶ νὴ Δί’ εἰ λυπουμένην γ’ αἴσθοιτό με,1010

νηττάριον ἂν καὶ φάττιον ὑπεκορίζετο.


Χρεμύλος

ἔπειτ’ ἴσως ᾔτει σ’ ἂν εἰς ὑποδήματα.


Γραῦς

μυστηρίοις δὲ τοῖς μεγάλοις ὀχουμένην

ἐπὶ τῆς ἁμάξης ὅτι προσέβλεψέν μέ τις,

ἐτυπτόμην διὰ τοῦθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν.1015

οὕτω σφόδρα ζηλότυπος ὁ νεανίσκος ἦν.


Χρεμύλος

μόνος γὰρ ἥδεθ’, ὡς ἔοικεν, ἐσθίων.


Γραῦς

καὶ τάς γε χεῖρας παγκάλας ἔχειν μ’ ἔθη.


Χρεμύλος

ὁπότε προτείνοιέν γε δραχμὰς εἴκοσιν.


Γραῦς

ὄζειν τε τῆς χρόας ἔφασκεν ἡδύ μου.1020


Χρεμύλος

εἰ Θάσιον ἐνέχεις, εἰκότως γε νὴ Δία.


Γραῦς

τὸ βλέμμα θ’ ὡς ἔχοιμι μαλακὸν καὶ καλόν.


Χρεμύλος

οὐ σκαιὸς ἦν ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἠπίστατο

γραὸς καπρώσης τἀφόδια κατεσθίειν.


Γραῦς

ταῦτ’ οὖν ὁ θεὸς ὦ φίλ’ ἄνερ οὐκ ὀρθῶς ποιεῖ,1025

φάσκων βοηθεῖν τοῖς ἀδικουμένοις ἀεί.


Χρεμύλος

τί γὰρ ποιήσει; φράζε, καὶ πεπράξεται.


Γραῦς

ἀναγκάσαι δίκαιόν ἐστι νὴ Δία

τὸν εὖ παθόνθ’ ὑπ’ ἐμοῦ πάλιν μ’ ἀντευποιεῖν,

ἢ μηδ’ ὁτιοῦν ἀγαθὸν δίκαιόν ἐστ’ ἔχειν.1030


Χρεμύλος

οὔκουν καθ’ ἑκάστην ἀπεδίδου τὴν νύκτα σοι;


Γραῦς

ἀλλ’ οὐδέποτέ με ζῶσαν ἀπολείψειν ἔφη.


Χρεμύλος

ὀρθῶς γε: νῦν δέ γ’ οὐκέτι ζῆν σ’ οἴεται.


Γραῦς

ὑπὸ τοῦ γὰρ ἄλγους κατατέτηκ’ ὦ φίλτατε.


Χρεμύλος

οὐκ ἀλλὰ κατασέσηπας, ὥς γ’ ἐμοὶ δοκεῖς.1035


Γραῦς

διὰ δακτυλίου μὲν οὖν ἔμεγ’ ἂν διελκύσαις.


Χρεμύλος

εἰ τυγχάνοι γ’ ὁ δακτύλιος ὢν τηλία.


Γραῦς

καὶ μὴν τὸ μειράκιον τοδὶ προσέρχεται,

οὗπερ πάλαι κατηγοροῦσα τυγχάνω:

ἔοικε δ’ ἐπὶ κῶμον βαδίζειν.1040


Χρεμύλος

φαίνεται.

στέφανόν γέ τοι καὶ δᾷδ’ ἔχων πορεύεται.


Νεανίας

ἀσπάζομαί σε.


Γραῦς

τί φησιν;


Νεανίας

ἀρχαία φίλη,

πολιὰ γεγένησαι ταχύ γε νὴ τὸν οὐρανόν.


Γραῦς

τάλαιν’ ἐγὼ τῆς ὕβρεος ἧς ὑβρίζομαι.


Χρεμύλος

ἔοικε διὰ πολλοῦ χρόνου σ’ ἑορακέναι.1045


Γραῦς

ποίου χρόνου ταλάνταθ’, ὃς παρ’ ἐμοὶ χθὲς ἦν;


Χρεμύλος

τοὐναντίον πέπονθε τοῖς πολλοῖς ἄρα:

μεθύων γάρ, ὡς ἔικεν, ὀξύτερον βλέπει.


Γραῦς

οὔκ, ἀλλ’ ἀκόλαστός ἐστιν ἀεὶ τοὺς τρόπους.


Νεανίας

ὦ Ποντοπόσειδον καὶ θεοὶ πρεσβυτικοί,1050

ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ῥυτίδων ὅσας ἔχει.


Γραῦς

ἆ ἆ,

τὴν δᾷδα μή μοι πρόσφερ’.


Χρεμύλος

εὖ μέντοι λέγει.

ἐὰν γὰρ αὐτὴν εἷς μόνος σπινθὴρ λάβῃ

ὥσπερ παλαιὰν εἰρεσιώνην καύσεται.


Νεανίας

βούλει διὰ χρόνου πρός με παῖσαι;1055


Γραῦς

ποῖ τάλαν;


Νεανίας

αὐτοῦ, λαβοῦσα κάρνα.


Γραῦς

παιδιὰν τίνα;


Νεανίας

πόσους ἔχεις ὀδόντας.


Χρεμύλος

ἀλλὰ γνώσομαι

κἄγωγ’: ἔχει γὰρ τρεῖς ἴσως ἢ τέτταρας.


Νεανίας

ἀπότεισον: ἕνα γὰρ γόμφιον μόνον φορεῖ.


Γραῦς

ταλάντατ’ ἀνδρῶν οὐχ ὑγιαίνειν μοι δοκεῖς,1060

πλυνόν με ποιῶν ἐν τοσούτοις ἀνδράσιν.


Νεανίας

ὄναιο μέντἄν, εἴ τις ἐκπλύνειέ σε.


Χρεμύλος

οὐ δῆτ’, ἐπεὶ νῦν μὲν καπηλικῶς ἔχει,

εἰ δ’ ἐκπλυνεῖται τοῦτο τὸ ψιμύθιον,

ὄψει κατάδηλα τοῦ προσώπου τὰ ῥάκη.1065


Γραῦς

γέρων ἀνὴρ ὢν οὐχ ὑγιαίνειν μοι δοκεῖς.


Νεανίας

πειρᾷ μὲν οὖν ἴσως σε καὶ τῶν τιτθίων

ἐφάπτεταί σου λανθάνειν δοκῶν ἐμέ.


Γραῦς

μὰ τὴν Ἀφροδίτην οὐκ ἐμοῦ γ’ ὦ βδελυρὲ σύ.


Χρεμύλος

μὰ τὴν Ἑκάτην οὐ δῆτα: μαινοίμην γὰρ ἄν.1070

ἀλλ’ ὦ νεανίσκ’ οὐκ ἐῶ τὴν μείρακα

μισεῖν σε ταύτην.


Νεανίας

ἀλλ’ ἔγωγ’ ὑπερφιλῶ.


Χρεμύλος

καὶ μὴν κατηγορεῖ γέ σου.


Νεανίας

τί κατηγορεῖ;


Χρεμύλος

εἶναί σ’ ὑβριστήν φησι καὶ λέγειν ὅτι

 ‘ πάλαι ποτ’ ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι.’1075


Νεανίας

ἐγὼ περὶ ταύτης οὐ μαχοῦμαί σοι.


Χρεμύλος

τὸ τί;


Νεανίας

αἰσχυνόμενος τὴν ἡλικίαν τὴν σήν, ἐπεὶ

οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῦτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγὼ ποιεῖν:

νῦν δ’ ἄπιθι χαίρων συλλαβὼν τὴν μείρακα.


Χρεμύλος

οἶδ’ οἶδα τὸν νοῦν: οὐκέτ’ ἀξιοῖς ἴσως1080

εἶναι μετ’ αὐτῆς.


Γραῦς

ὁ δ’ ἐπιτρέψων ἐστὶ τίς;


Νεανίας

οὐκ ἂν διαλεχθείην διεσπλεκωμένῃ

ὑπὸ μυρίων ἐτῶν γε καὶ τρισχιλίων.


Χρεμύλος

ὅμως δ’ ἐπειδὴ καὶ τὸν οἶνον ἠξίους

πίνειν, συνεκποτέ’ ἐστί σοι καὶ τὴν τρύγα.1085


Νεανίας

ἀλλ’ ἔστι κομιδῇ τρὺξ παλαιὰ καὶ σαπρά.


Χρεμύλος

οὐκοῦν τρύγοιπος ταῦτα πάντ’ ἰάσεται.


Νεανίας

ἀλλ’ εἴσιθ’ εἴσω: τῷ θεῷ γὰρ βούλομαι

ἐλθὼν ἀναθεῖναι τοὺς στεφάνους τούσδ’ οὓς ἔχω.


Γραῦς

ἐγὼ δέ γ’ αὐτῷ καὶ φράσαι τι βούλομαι.1090


Νεανίας

ἐγὼ δέ γ’ οὐκ εἴσειμι.


Χρεμύλος

θάρρει, μὴ φοβοῦ.

οὐ γὰρ βιάσεται.


Νεανίας

πάνυ καλῶς τοίνυν λέγεις.

ἱκανὸν γὰρ αὐτὴν πρότερον ὑπεπίττουν χρόνον.


Γραῦς

βάδιζ’: ἐγὼ δέ σου κατόπιν εἰσέρχομαι.


Χρεμύλος

ὡς εὐτόνως ὦ Ζεῦ βασιλεῦ τὸ γρᾴδιον1095

ὥσπερ λεπὰς τῷ μειρακίῳ προσείχετο.

.

.

.

GREEK POETRY -(Dublikaten) es ist alles -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

 .

.

GREEK POETRY

-(Dublikaten)

es ist alles

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

.

.





(Dublikaten)

es ist alles

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Es ist schön 

hier

Das Meer ist 

wunderbar

Muscheln 

essen Wasser

eine Seewed 

predigt 

Metaphysik

Möwe 

gehorcht dem 

Schwung der 

Luft

es ist alles 

untrennbar


είναι όμορφα

εδώ

η θάλασσα είναι

θαυμασια

τα κοχύλια

τρώνε νερό

ένα φυκι

κάνει κηρυγμα

Μεταφυσικής

ένας γλάρος

υπακούει στην

ορμή του

αέρα

είναι όλα

αδιαχώριστα

.

.

.

Κυριακή 20 Ιουνίου 2021

GREEK POETRY -Επι-Κρισεις -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

 .

.

GREEK POETRY

-Επι-Κρισεις

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

.

.



Επι-Κρισεις

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ποιοι μπορεί να θεωρηθούν εγκληματίες

της ανθρωπότητας ;

κάποιοι λένε ότι είναι άπειροι 

στις δημοκρατίες μας


Είσαι διαβολεας διατυπώνεις ψευδείς κατηγορίες

για αλλους


Εδώ:παράνομα γραφειν

παράνομα ειπείν


Η πραγματική ουσία του κόσμου

είναι ο φονος.

.

Τετάρτη 16 Ιουνίου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -(Ανθρώπινα Εσωτερικά) ΟΙ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-(Ανθρώπινα Εσωτερικά)

ΟΙ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


(Ανθρώπινα Εσωτερικά)

ΟΙ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ήξερε ότι του έλεγε ψέματα,καλά κρυμμένα ώστε να φαίνονται αληθεια,

στην αρχή τον πείραξε αυτό,ήθελε να αντιδράσει,όμως συγκρατήθηκε, 

το χειρίστηκε ψύχραιμα,ακούει τις αφηγήσεις της,διασκεδάζει με τις 

επινοήσεις της,εκείνη του λεει λεπτομέρειες,αναλύει πρόσωπα

που επισκέφτηκε,τις συζητήσεις τους,περιγράφει μενού φαγητών 

που έφαγε με τη παρέα μιας φίλης,κριτικάρει θεατρικές παραστάσεις

που παρακολούθησε,κινηματογραφικά έργα που είδε,διαμαρτύρεται

για το κυκλοφοριακό στη πόλη,του δείχνει βίντεο και φωτογραφίες

που τράβηξε,χαμογελαστες πόζες της φίλης της,κτίρια,γραφιτι

που την εντυπωσίασαν,χάπενινγκ με κλόουν και μουσικούς στο δρόμο,

τα έλεγε με τέτοιο τρόπο σαν να τα είχε ζήσει,να ήταν εμπειρία

της,οι επινοημενες αυτές αφηγήσεις είχαν γίνει δεύτερη φύση της,

πίστευε πως ακόμα κι αν έπαυε να  υπαρχει ο ιδιαίτερος λόγος,

του εραστή θα τις συνεχιζε,αυτά θα του ήταν χρήσιμα υλικό για

μια μελέτη πάνω στην μυθογραφικη ανάγκη,διέξοδο,των ανθρώπων,

βέβαια πολλά είχαν υπόσταση,να περιέγραφε υπαρκτά πρόσωπα,

επίσης το μενού να ήταν αυτό,να είχε πραγματικά παρακολουθήσει

τη θεατρική παράσταση,και να πήγε σινεμά,αλλά έλλειπε,αυτό

επιδιωκε,η ερωτική σχέση,βέβαια αυτός ανακάλυπτε μέσα στις

αφηγήσεις της τις ψυχολογικές και συναισθηματικές της διακυμάνσεις,

χαρά,ενθουσιασμός,μελαγχολία,απαγόηευση,τώρα τις τελευταίες

μέρες διέβλεψε απελπισία,αυτός ήταν τόσο απόμακρος,αδιάφορος 

που δεν ένιωσε ικανοποίηση,εκδίκηση,είχε την νοοτροπία ενός 

ψυχρού πειραματιστή,το πειραματόζωο του εκτέεθημενο γυμνό

ενώπιον του,παρατηρούσε τις αντιδράσεις  του στά ακρα,

δολοφονία,αυτοκτονία,ενδιάμεσα κενό,μπορούσε να την ώθησει σε 

ένα από τα δύο,επέλεξε και τα δύο,

Τον ξύπνησε επιτακτικό χτύπημα στη πόρτα,κοίταξε στο παράθυρο,

είχε νυχτώσει,

σηκώθηκε κι άνοιξε τη πόρτα,

δύο άντρες,του είπαν ήταν αστυνομικοί,

η γυναίκα του είχε πυροβολήσει έναν άντρα στο διαμέρισμα του και 

με το ίδιο όπλο αυτοκτόνησε

τον πήραν για ανάκριση,

δεν ανέφερε καμια από τις αφηγήσεις της,

.

.

.

Κυριακή 13 Ιουνίου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Παράξενες Συναντήσεις -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Παράξενες Συναντήσεις

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Παράξενες Συναντήσεις

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Σήμερα του συνεβησαν όλα τα παραξενα μαζεμένα,τα αλλόκοτα(κατά μίαν έννοια 

θα τα ελεγε κωμικά)

περπατούσε μεσημέρι σε μια κεντρικη λεωφόρο:

τον σταματά καποιος.

-Κυριε κάτι χάσατε του λέει,με φωνή που δεν σήκωνε αντίρρηση

Τον αφνιδιασε.

-Και το ξέρεις εσύ και δεν το ξέρω εγώ;τον πήρε στη πλάκα

-Μα φυσικά,του απάντησε ο άλλος χαμογελώντας αφοπλιστικα,

-Τοτε τι έχασα;το διασκέδαζε

-Το μυαλό σας,είπε ο άλλος και εξαφανίστηκε.

Ανοησίες,κακοήθειες,σκέφτηκε κατ'αρχην,

Μετά,

αν όμως έτσι είναι;,πως μπορεί να το αποδείξει,για να αποδειξεις κάτι χρειάζεται μυαλό,λογική,κι αυτός αν πραγματικά το έχει χάσει είναι αδύνατο να το αποδείξει,

αυτό μόνο ένας τρίτος μπορεί να το κάνει,ωστισο τόσες λογικές προτάσεις έχει κάνει,απόδειξη ότι δεν εχει χάσει το μυαλό του,ο άλλος,αυτός που τον σταμάτησε,

είναι ένας τρίτος,κι αυτός συμπέρανε,ήταν σίγουρος,από που;μάλλον δεν θα το 

μάθει ποτέ,επικινδυνη  σκεψη,αν το πιστέψει,τοτε οποιοσδήποτε μπορεί να του 

επιβάλλει κάθε τι ,π.χ ότι έχει τρία πόδια,κι ας βλέπει ακόμα δύο,μήπως τον γελούν 

τα μάτια του,κι έχει τέσσερα πόδια;ποιος ξέρει ;αν ρωτησει ένα τρίτο θα το μάθει,

ρωτάει έναν τυχαίο περαστικό:

-Κυριε,με συγχωρήτε,μια ερώτηση:δεν έχω τέσσερα πόδια;

-Μάλλον για σαρανταποδαρούσα μου φαίνεσθαι

Ο άλλος απάντησε.

-Εχετε χιούμορ,κύριε

-Αντιθετα,κυριολεκτω,σαράντα πόδια,θέλετε να τα μετρήσω.Οριστε.ενα,δύο,τρία,

τέσσερα,

μέχρι να φτάσει στο 40 του φάνηκε αιώνας.

-σαραντα,ακριβώς,τον ακουσε

ο λογιστης ποδιών,έτσι τον ονομάτισε,απομακρύνθηκε.

Δεν πρόλαβε να τον ρωτησει αν

υπήρχε περίπτωση να κάνει λάθος.

-Κανενας,άκουσε μια φωνή δίπλα του,σ'αυτη τη πόλη δεν κάνει λάθος,για τον άλλον.

Γύρισε και είδε μια γοητευτική

γυναίκα.

-Δηλαδη,αν πω,ότι είσαι ερωτευμένη μαζί μου,αυτό ισχύει;

-Φυσικα,απάντησε χαμογελώντας η κυρία,σε διαβεβαιω ότι είμαι ερωτευμένη μαζί σου

-Απο ποτε; ρωτάει

-Ρωτας το χρονο,λέει η γυναίκα,

όλοι το ίδιο ρωτάνε,τι ψύχωση,

τι άσκοπο να ρωτάμε για το χρόνο,ο χρόνος είναι απάτη,δεν υπαρχει

-Μα αυτά που ειπατε,που συμβαίνουν,άρχισαν και τελειώνουν,αυτό λέμε χρονο,

απαντάει

-Νομιζουμε,αγνοούμε τα πάντα για το χρόνο,τον κόβει η κυρία,

Σηκώνει το χέρι της και σταματάει ένα ταξί,ανοίγει τη πόρτα και μπαίνει μέσα,

κάθεται,πριν κλείσει τη πόρτα προλαβαίνει να δει τα πόδια της γυμνά καθώς σηκώθηκε 

η φούστα της πάνω απ' τα γονατα.

(Η περιγραφή του αντιστοιχούσε στο πραγματικο)

τα θυμηθηκε,του ήταν γνωστα,ανοησίες,όλα τα γυμνά γυναικεία πόδια είναι ίδια,

άρα γνωστά,

ο συλλογισμος του είχε σφάλμα,δεν θέλησε να τον διορθώσει,

Πιο κάτω ξαναπεσε πάνω στον πρώτο άνθρωπο.

-Βλεπω ότι είστε μια χαρά,του είπε εγκαρδια,χαιρούμε,ξέρετε ανησυχούσα για σας.

-Τι εννοείτε; τον ρωτησε

-Να ξαναβρήκατε το μυαλό σας,

είπε και ξανά εξαφανίστηκε.

Στάθηκε στη στάση,σε 5 λεπτά θα περνούσε το λεωφορείο για το σπίτι του,

Από εκείνη την στιγμή,σε όλη τη διαδρομή μέσα στο λεωφορείο,

δεν συνεβηκε τίποτα,

οι άνθρωποι απομονωμενοι στις θέσεις τους,ακίνητοι,μοναχικοί,αμίλητοι.

.


LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -3 Κυνικοί Μύθοι του Αισωπου 1.Κύων κοιμώμενος καὶ λύκος-2.Κύων καὶ μάγειρος -3.Κύων κωδωνοφορῶν -μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-3 Κυνικοί Μύθοι του Αισωπου

1.Κύων κοιμώμενος καὶ λύκος-2.Κύων καὶ μάγειρος -3.Κύων κωδωνοφορῶν

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


3 Κυνικοί Μύθοι του Αισωπου

1.Κύων κοιμώμενος καὶ λύκος-2.Κύων καὶ μάγειρος -3.Κύων κωδωνοφορῶν

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Αἰσώπου Μῦθοι

Κύων κοιμώμενος καὶ λύκος 

Σκύλος που κοιμάται και λύκος


Σκύλος μπροστά από κάποια αγροικια κοιμωνταν.Οταν λυκος κατεφθασε εκει

κι ηθελε να τον φάει,τον συγκράτησε τώρα να μην τον καταβροχθίσει.

Γιατί τώρα,είπε,είμαι πάχος κι αδύνατος,αν όμως λίγο περιμένεις,πρόκειται

τ'αφεντικα μου να κάμουν γάμους,τότε κι εγώ πολύ τρώγοντας παχύτερος

θα γίνω,και θα γινω για σένα πιο ευχάριστη τροφη'

Ο λύκος αφού πείστηκε έφυγε.Μετα από μέρες ξαναρχωντας βρήκε πάνω

στη στέγη τον σκύλο να κοιμαται,και στέκοντας κατω σ'αυτον τον καλούσε,

θυμίζοντας του τα συμφωνημενα.

Κι ο σκύλος είπε.'Λυκε,αν από τώρα και στο εξής μπροστά απ'την αγροικια

με δεις να κοιμάμαι,καθόλου μην περιμένεις τους γαμους'


Ο μύθος δηλώνει ότι απ'τους ανθρώπους οι φρονιμοι,όταν από κάτι

που κινδύνευσαν σωθούν,σ'όλη τους τη ζωή απ'αυτο φυλλαγονται.

.

.

Αἰσώπου Μῦθοι

Κύων καὶ μάγειρος 

Σκύλος και μαγειρας


Σκύλος πηδώντας μέσα σε μαγειρείο και,καθώς ο μάγειρας απασχολημένος

ήταν,καρδιά αρπάζοντας,έφυγε.

Ο μάγειρας στρέφοντας τα μάτια,όταν τον είδε να φεύγει,είπε.

'Ε κοπριτη,να ξέρεις,όπουδηποτε κι αν πας,θα φυλάξω να σε πιάσω,γιατί 

από μένα δεν πήρες καρδιά,άλλα σε μενα καρδια εδωσες'


Ο μύθος δηλώνει ότι πολλές φορές τα παθήματα στους ανθρώπους

μαθήματα γινονται

.

.

Αἰσώπου Μῦθοι

Κύων κωδωνοφορῶν 

Σκύλος που κουδούνι φοραει


Σκύλος ύπουλα δάγκωνε.Σ'αυτον το αφεντικό του κουδούνι του κρέμασε,

ώστε να γίνεται φανερός σ'ολους'.

Αυτός το κουδούνι σειωντας στην αγορά αλαζονικά κα καμαρωνε.

Μια γριά σκύλα του'πε.

'Γιατι φαντασιοπληκτεις,αυτό δεν το φοράς ως ένδειξη μεγαλείου,αλλά

προς απόδειξη της κρυμμένης σου κακιας'


Ότι η κενοδοξια των αλλαζονων φανερή είναι δηλώνοντας την κακια

που δεν φαινεται

.

.


Αἰσώπου Μῦθοι

Κύων κοιμώμενος καὶ λύκος 


Κύων πρὸ ἐπαύλεώς τινος ἐκάθευδε. Λύκου δ’ ἐπιδραμόντος καὶ βρῶμα μέλλοντος θήσειν αὐτὸν, ἐδεῖτο μὴ νῦν αὐτὸν καταθῦσαι. «Νῦν μὲν γάρ, φησί, λεπτός εἰμι καὶ ἰσχνός· ἂν δὲ μικρὸν ἀναμείνῃς, μέλλουσιν οἱ ἐμοὶ δεσπόται ποιήσειν γάμους, κἀγὼ τηνικαῦτα πολλὰ φαγὼν πιμελέστερος ἔσομαι, καὶ σοὶ ἡδύτερον βρῶμα γενήσομαι.» Ὁ μὲν οὖν λύκος πεισθεὶς ἀπῆλθε· μεθ’ ἡμέρας δ’ ἐπανελθὼν εὗρεν ἄνω ἐπὶ τοῦ δώματος τὸν κύνα καθεύδοντα, καὶ στὰς κάτωθεν πρὸς ἑαυτὸν ἐκάλει, ὑπομιμνῄσκων αὐτὸν τῶν συνθηκῶν. Καὶ ὁ κύων· « Ἀλλ’, ὦ λύκε, εἰ τὸ ἀπὸ τοῦδε πρὸ τῆς ἐπαύλεώς με ἴδοις καθεύδοντα, μηκέτι γάμους ἀναμείνῃς.»


Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οἱ φρόνιμοι τῶν α̣νθρώπων, ὅταν περί τι κινδυνεύσαντες σωθῶσι, διὰ βίου τοῦτο φυλάττονται.

.

.

Αἰσώπου Μῦθοι

Κύων καὶ μάγειρος 


Κύων εἰσπηδήσας εἰς μαγειρεῖον καὶ, τοῦ μαγείρου ἀσχολουμένου, καρδίαν ἁρπάσας, ἔφυγεν. Ὁ δὲ μάγειρος ἐπιστραφείς, ὡς εἶδεν αὐτὸν φεύγοντα, εῖπεν· «Ὦ οὗτος, ἴσθι ὡς, ὅπουπερ ἂν ᾖς, φυλάξομαί σε· οὐ γὰρ ἀπ’ ἐμοῦ καρδίαν εἴληφας, ἀλλ’ ἐμοὶ καρδίαν ἔδωκας.»


Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι πολλάκις τὰ παθήματα τοῖς ἀνθρώποις μαθήματα γίνονται.

.

.

Αἰσώπου Μῦθοι

Κύων κωδωνοφορῶν 


Λάθρᾳ κύων ἔδακνε. Τούτῳ δὲ ὁ δεσπότης κώδωνα ἐκρέμασεν, ὥστε πρόδηλον εἶναι τοῖς πᾶσι. Οὗτος δὲ τὸν κώδωνα σείων ἐν τῇ ἀγορᾷ ἠλαζονεύετο. Γραῦς δὲ κύων εἶπεν αὐτῷ· «Τί φαντάζῃ; οὐ δι’ ἀρετὴν τοῦτον φορεῖς, ἀλλὰ δι’ ἔλεγχον τῆς κεκρυμμένης σου κακίας.»


Ὅτι οἱ τῶν ἀλαζόνων κενόδοξοι τρόποι πρόδηλοί εἰσι δηλοῦντες τὴν ἀφανῆ κακίαν

.

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Η Πληρότητα του Καλλιτέχνη -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Η Πληρότητα του Καλλιτέχνη

-χ.ν.κουβελης  c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.

Η Πληρότητα του Καλλιτέχνη

-χ.ν.κουβελης  c.n.couvelis


Ο κ.Κ μας αφηγηθηκε:

Από την αρχή για την  Έκθεσης Ζωγραφικής του(δεν θα αναφέρω το όνομα

του ζωγράφου) γράφτηκαν αναλύσεις των έργων από έγκυρους κριτικους,

Αυτός τότε  κατέστρεψε όλα τα έργα,έσχισε τους μουσαμάδες σε κομμάτια,

Και τους κάλεσε να δουν,

-Αυτά ειναι τα πραγματικά μου έργα,τους είπε

Τον θεωρησαν τρελο,η' ότι τρελάθηκε,

Κάποιος τον ρώτησε γιατί το έκανε και ποια η σημασία της πράξης

καταστροφής

-Καμια καταστροφή,κύριε,του απάντησε,αντίθετα δημιουργία

Σταμάτησε να ζωγραφίζει,ξεχάστηκε,

Κανένα έργο του δεν διασωθηκε

Αυτό δεν το πείραξε,τώρα ένιωθε την πληρότητα του καλλιτέχνη,

.

.

Σάββατο 12 Ιουνίου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Sapere Aude Story -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Sapere Aude Story

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Sapere Aude Story

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


κοιτάζει έξω απ'τό παράθυρο,το τρένο διασχίζει μια πεδιάδα,ποτε

πλησιάζει ορθογώνια πρασίνου ποτε απομακρύνεται,κάπου ένας 

άνθρωπος ξαπλωμένος,υποθεση1:κοιμαται κουρασμένος,υπόθεση 2:

νεκρός(υπόθεση 1 της υπόθεσης 2:δολοφονημένος),υπόθεση 3:

αφουγκραζεται τον ήχο της γης,τώρα το τοπίο έχει λόφους,άλογα βόσκουν,

η Άννα Μαγδαληνή Μπαχ ήταν επαγγελματίας τραγουδίστρια και η

δεύτερη γυναίκα του Μπαχ,πόλη στο βάθος,πύκνωση ανθρώπων,

ελαχιστοποίηση φύσης,Notenbüchlein für Anna Magdalena Bach,το

ξεφυλλιζει,το τρένο μπαίνει σε τούνελ,σκοτάδι,εκτυφλωτικό το 

φως στην έξοδο,μετά από πέντε λεπτα σταθμός του τρένου,βρέχει,

μια γυναίκα με κίτρινη ομπρέλα,την περιμένει ένας άντρας μ'ενα

μαύρο σκυλί,κουβεντιάζουν,φεύγουν,το τρένο αναχωρεί,σ'ενα τοίχο

γράφει.Sapere Aude ,χαμογέλασε,η σύγχρονη επανεμφάνιση του Οράτιου.

Dimidium facti, qui coepit, habet; sapere aude, incipe.(Πρώτο Βιβλίο 

των Γραμμάτων,γραμμη 40).μια νεαρή γυναίκα κάθησε απέναντι του,

άνοιξε τη τσάντα της,έβγαλε ένα καθρεφτακι,μ'ενα ροζ κραγιόν εβαψε

τα χείλη της,ύστερα έκλεισε τα μάτια της,αποκόπηκε από την 

πραγματικότητα;ερώτηση,θα έκανε την ερώτηση:τι σημαίνει για 

σας κυρία μου ο Εμανουέλ Καντ;Πιθανόν να του απαντούσε:Sapere Aude.

Τολμά να γνωρίσεις.Τολμα να με γνωρίσεις.

.

.

Παρασκευή 11 Ιουνίου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Charles Perrault(Σαρλ Περω) Contes de ma mère l’Oye (Παραμύθια της μάνας μου της Χηνας) -La Belle au Bois dormant(Η Ωραία Κοιμωμένη του δάσους) -μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Charles Perrault(Σαρλ Περω)

Contes de ma mère l’Oye (Παραμύθια της μάνας μου της Χηνας)

-La Belle au Bois dormant(Η Ωραία Κοιμωμένη του δάσους)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Charles Perrault


La Belle au Bois dormant


Charles Perrault(Σαρλ Περω)

Contes de ma mère l’Oye (Παραμύθια της μάνας μου της Χηνας)

La Belle au Bois dormant(Η Ωραία Κοιμωμένη του δάσους)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


.

Μια φορά ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα,που δεν είχαν παιδιά

κι ήταν πολύ στεναχωρημένοι.

Και τι δεν έκαναν  για να αποκτήσουν,βότανα,τάματα,και προσκυνήματα.

Τελικά η βασίλισσα έμεινε έγκυος και γέννησε μια κόρη.

Και στα βαφτίσια της,καλεσαν,όπως τότε ήταν συνήθεια, τις εφτά νεράιδες

για να δωρησουν στη πριγκιπισσα όλες τις χαρές που μπορεί να φανταστεί

κάποιος.

Ετοιμάστηκαν για τη γιορτη και για  κάθε μια μπροστά έβαλαν χρυσό

πιάτο και πιρούνι και μαχαίρι με διαμάντια και ρουμπίνια.

Όταν κάθησαν στη θέση τους στο τραπέζι,μπήκε μέσα μια γριά νεράιδα

απροσκλητη,γιατί είχαν πάνω από πενήντα χρόνια ν'ακουσουν γι'αυτη

και την νόμιζαν πεθαμένη.

Ο βασιλιάς της προσέφερε πιάτο,αλλά δεν ήταν χρυσό,αφού μόνο για

τις εφτά είχε.

Η γριά νεράιδα παρεξηγήθηκε και ψιθύρισε πως κατάρες θα πει.

Μια νεαρή νεράιδα που ήταν κοντά της την άκουσε,κι επειδή φοβήθηκε

πως κακά θα πει για την πριγκίπισσα πήγε και κρύφτηκε μήπως

μπορέσει αυτο το κακό της γριας να διορθώσει.

Κι άρχισαν οι νεράιδες να δίνουν τα δώρα τους στη πριγκιπισσα.

Η πιο νέα της έδωσε για δώρο η πιο όμορφη να'ναι του κόσμου.

Η άλλη μετά την καλοσύνη να'χει τ'αγγελου.

Η τρίτη σε καθετί που κάνει να'χει τη χάρη,

Η τέταρτη,τέλεια να χορεύει.

Η πέμπτη,όπως τ'αηδονι να τραγουδάει.

Η έκτη,όλα τα μουσικά όργανα να παίζει αριστα.

Κι όταν ήρθε η σειρά της γριάς νεράιδας εκείνη είπε,ένα αδράχτι να

τρυπήσει το δάκτυλο της πριγκίπισσας και να πεθάνει.

Όλοι μολις ακουσαν αυτό το τρομερό πάγωσαν και δεν ήταν κανένας να 

μην κλάψει.

Πάνω σ' εκείνη τη στιγμή έξω  πετάγεται απ'την κρυψώνα της η νεαρή

νεράιδα και λέει αυτά τα λόγια.

Σας βεβαιώνω,βασιλιά και βασίλισσα,πως η κόρη σας δεν θα πεθάνει.

Είναι αλήθεια πως δεν έχω αρκετή δύναμη να ξεκανω αυτό που η αρχαιότερη

μου είπε να γίνει.Η πριγκίπισσα θα τρυπηθεί απ'τ'αδραχτι,αλλά αντί να

πεθάνει,θα πέσει μόνο σε πολύ βαθύ ύπνο,που θα κρατήσει εκατό χρόνια,

και στο τέλος τους η κόρη του βασιλιά θα ξυπνησει.

Τότε ο βασιλιάς για να μην γίνει αυτό έστειλε διαταγή όλοι που έχουν 

αδραχτια να τα καταστρέψουν,αλλιώς θα τιμωρηθούν με ποινή θανατου

 Πέρασαν δεκαπέντε η' δεκάξι χρόνια,ο βασιλιάς με τη βασίλισσα πήγαν 

στο εξοχικό τους παλάτι,κι η πριγκίπισσα περιφερθηκε στο κάστρο,

πηγαίνοντας από δωμάτιο σε δωμάτιο,κι έφτασε σ'ενα που μέσα ήταν

μια γριά μοναχή που εγνεθε στα γόνατα της.

Αυτή η γυναίκα δεν είχε ακούσει για τη διαταγή που βασιλιάς έβγαλε

για τ'αδραχτια.

-Τι κάνεις εδώ,καλή μου γυναίκα;της λέει η πριγκίπισσα.

-Γνεθω,καλό μου παιδί,της απαντάει η γριά που δεν την γνώρισε

-Αχ,αυτό είναι υπεροχο,λέει η πριγκίπισσα,πως το κάνεις;δωσ'μου και 

μένα να δω αν θα τα καταφέρω τόσο καλα.

Αυτή ποτέ πριν δεν είχε πιάσει αδράχτι,το πήρε βιαστικά,κι όπως η νεράιδα

είπε,τρύπησε το δάκτυλο της και λιγοθυμισε.

Η γριά τότε βάζει τις φωνές,πετάει νερό στο πρόσωπο της πριγκίπισσας,

της κουνάει τα χέρια,της τρίβει τα μάγουλα με νερό της βασίλισσας της 

Ουγγαρίας,αλλά ήταν αδύνατο να συνελθεί.

Τότε ο βασιλιάς,όταν άκουσε τις φωνές,θυμάται τι είχαν προφητεύσει 

οι νεράιδες,κι έκρινε,όπως είπαν οι νεράιδες,να βάλει την πριγκίπισσα

μέσα στο πιο όμορφο δωμάτιο του παλατιού,πάνω σ'ενα κρεβάτι κεντημένο

με χρυσό και ασήμι.

Αυτήν ήταν σαν άγγελος,τόσο ωραία,αφού η λιποθυμία δεν είχε σβήσει

τα ζωηρά χρωματα της επιδερμίδας της,τα μάγουλα της ήταν ρόδαλα,

και τα χείλια της κοραλενια,και μπορούσε ν'ακουστει ν'αναπνεει απαλά,

σημαδι πως δεν ήταν πεθαμένη.

Ο βασιλιάς διατάζει να την αφήσουν να κοιμηθεί ήσυχη,μέχρι να'ρθει 

η ώρα να ξυπνήσει.

Η καλή νεράιδα που της έδωσε να ζωή με το να κοιμάται για εκατό

χρόνια ήταν στο βασίλειο του Μετακουιν,δώδεκα χιλιάδες λεύγες

από'κει,όταν συνέβηκε αυτό στη πριγκιπισσα.

Και το έμαθε από έναν μικρό νάνο ,που'χε τις μπότες των επτά λευγων,

(δηλαδή τις μπότες με τις οποίες κάποιος έκανε επτά λεύγες με μια

δρασκελια).

Η νεράιδα αμέσως αναχωρεί και μέσα σε μία ώρα φτάνει με μια άμαξα 

όλο φωτιά,που τη σέρμανε δράκοι.Ο βασιλιας της δίνει το χέρι να κατέβει 

απ'την άμαξα.

Αυτή ενέκρινε αυτό όλο που'χε αυτός κάνει,αλλά όπως ήταν καλή προφήτισα

σκέφτηκε πως όταν θα ξυπνουσε θα ήταν πολύ στεναχωρημένη αν  ήταν 

μόνη μέσα στο παλιό κάστρο.

Και να αυτό που έκανε.

Με το ραβδί της άγγιξε το καθετί που ήταν μέσα στο κάστρο(εκτός απ'τον 

βασιλιά και την βασίλισσα),γκουβερνατες,κυρίες της τιμής,καμαριέρες,κύριους,

υπαλλήλους,ξενοδόχους,μαγείρους,βοηθούς τους,φυλακές,υπηρέτες,,ακόμη αγγίζει όλα τ'αλογα μέσα στους σταύλους,μαζί με τους ιπποκόμους,και την 

Ρουφ την  μικρή σκυλίτσα της πριγκίπισσας που κάθονταν κοντά στο κρεβάτι 

της.

Απ'τη στιγμή που τους άγγιξε όλοι αποκοιμήθηκαν,για μην ξυπνήσουν παρά

την ίδια ώρα με την κυρία τους,να'ναι έτοιμοι να την υπηρετήσουν  όταν

θα είχε ανάγκη.

Ακόμα και τα καζάνια που ήταν στη φωτιά,γεμάτα πέρδικες και φασιανούς,

αποκοιμήθηκαν,κι η φωτιά επίσης.

Ολ'αυτο έγινε σε μια στιγμή,γιατί οι νεράιδες σ'αυτα που κάνουν δεν χάνουν

χρόνο.

Κατόπιν ο βασιλιάς κι η βασίλισσα,αφού φίλησαν τ'αγαπημενο τους παιδί,

χωρίς αυτό να ξυπνήσει,έφυγαν απ'τό κάστρο και έβγαλαν απαγόρευση

κάνεις να μην πλησιάσει.

Αυτή η απαγόρευση δεν ήταν απαραίτητη,γιατί μέσα σε μία ώρα έγινε γύρω 

γύρω ένα απέραντο δάσος από μεγάλα δέντρα και μικρά,από βάτα κι αγκάθια 

πλεγμένα μεταξύ τους το'να με τ'αλλο,που ούτε άγριο ζώο ούτε άνθρωπος μπορούσε να περάσει,τέτοιο που δεν μπορούσες να δεις παρά τη κορυφή 

απ'τους πύργους του κάστρου από πολύ  μακριά.

Δεν ήταν αμφιβολία ότι η νεράιδα έκανε καλά τη δουλειά της,όσο καιρό 

θα κοιμόνταν η πριγκίπισσα να μην υπάρχει κανένας φόβος απ'τους 

περίεργους.

Στις τέλος των εκατό χρόνων,ο γιος του βασιλιά που βασίλευε τότε,

και που ήταν απ'αλλη οικογένεια απ'αυτην της κοιμισμένης πριγκιπισσας,

όταν πήγαινε για κυνήγι σε αυτή τη μερια,ρωτουσε τι ήταν αυτοί οι πύργοι

που έβλεπε χαμένους μέσα σε ένα τέτοιο πυκνό μεγάλο δάσος.

Κάθε ένας του απαντούσε σύμφωνα μ'αυτο που είχε ακούσει να λένε.

Άλλοι έλεγαν ότι ήταν ένα αρχαίο κάστρο κι εκει πήγαιναν τα φαντάσματα,

άλλοι ότι όλες οι μάγισσες της περιοχης έκαναν τη συγκέντρωση τους,

Η πιο κοινή γνώμη ήταν πως ένας δράκος εκεί έμενε και πως έφερνε

τα παιδιά π'αρπαζε ,για να τα φάει με την ησυχία του,και χωρίς κάποιος

να τον ακολουθήσει,μπορώντας μόνο αυτός  να κάνει πέρασμα μέσα 

απ'το δασος.

Ο πριγκιπας δεν ήξερε τι να πιστέψει,μέχρι που ένας γέρος χωρικός

πήρε το λόγο,και σ''αυτον είπε:

-Πριγκιπα μου,ειναι περισσότερα από πενήντα χρόνια που έχω ακούσει

να λέει ο πατέρας μου πως υπήρχε μέσα σ'αυτό το κάστρο μια πριγκίπισσα,

η πιο ωραία που κάποιος μπορούσε να δει,που εκεί έπρεπε να κοιμηθεί για

εκατό χρόνια και πως θα ήταν ξυπνημενη απ'τον γιο ενός βασιλιά,για

τον οποίον ήταν προορισμένη.

Ο νεαρός πρίγκιπας δεν δίστασε να μπει στην περιπέτεια,να δει τι κρύβεται

σ'αυτό το μερος.

Προχώρησε προς το δάσος και τότε όλα τα μεγάλα δέντρα,τα βάτα και

τ'αγκαθια αναμερισαν και τον άφησαν να περάσει ανάμεσα τους προς

το κάστρο,που το είδε στο τέλος ενος μεγάλου δρόμου,παρατήρησε

πως κανένας απ'τους ανθρώπους του δεν τον είχε ακολουθήσει,γιατί

τα δέντρα ξανασμιξαν αφοτου  αυτός πέρασε.

Δεν ένιωσε φόβο και συνέχισε το δρομο του,ο πρίγκιπας πρέπει να'ναι

τολμηρός,όπως ο ερωτευμένος.

Μπαίνει σ'ενα μεγάλο προαυλιο κι όλο αυτό που βλέπει θα μπορούσε

να τον παγώσει απ'τον φόβο.

Ήταν μια ησυχία τρομακτική,η εικόνα του θανατου παντού και δεν ήταν

παρά σώματα ανθρωπων και ζώων που φαίνονταν νεκρά.

Αναγνωρίζει καλά τους υπηρέτες,που'τανε κοιμισμένοι,τα ποτήρια τους 

είχαν ακόμα. κάποιες σταγόνες κρασί,σημάδι πως αποκοιμήθηκαν όταν

έπιναν.. 

Πέρασε μια μεγάλη αυλή με μάρμαρο πλακοστρωμενη,ανεβαίνει τη σκάλα,

και μπαίνει στην αίθουσα της φρουράς,που ήταν παρατεταγμενη,με την

καραμπίνα στον ώμο,και που ροχαλιζαν του καλού καιρού.

Διασχίζει πολλά δωμάτια γεμάτα από κυριους και κυρίες που όλοι κοιμούνταν,

κάποιοι όρθιοι κάποιοι καθιστοί.

Μπαίνει μέσα σ'ενα  δωμάτιο ολο χρυσο,και βλέπει πάνω σ'ενα κρεβάτι,που

οι κουρτίνες του ήταν ορθανοικτες,το πιο ωραίο θέαμα  που είχε δει 

ποτέ,μια πριγκίπισσα που φαίνονταν να'ναι δεκαπέντε,δεκάξι χρονών,και

της οποίας η εκτυφλωτική λάμψη είχε κάτι το θεϊκό.

Πλησίασε τρέμοντας και θαυμάζοντας και γονατίζοντας δίπλα της.

Τότε αφού το μαγεμα έφτασε στο τέλος η πριγκίπισσα ξυπνησε και τον

κοίταξε με βλέμμα τρυφερό.

-Εσυ είσαι,πρίγκιπα μου;του ειπε,εσύ που περιμενα

Ο πρίγκιπας γοητεύτηκε απ'αυτα τα λόγια κι ακόμα απ'τον τρόπο που 

ειπώθηκαν,μη γνωρίζοντας πως να δείξει τη χαρά του,την διαβεβαιώνει 

πως την αγαπάει πιο πολύ κι απ'τον εαυτό του.

Αντάλλαξαν αμήχανα λόγια,αλλά γεμάτα έρωτα,(η ιστορία ομως δεν μας λέει 

τιποτα).

Τελικά μιλούσαν τέσσερεις ώρες και δεν είχαν πει ούτε τα μισά που

ήθελαν να πουν.

Εν τω μεταξύ όλο το παλάτι είχε ξυπνησ!ει μαζί με την πριγκίπισσα και 

καθένας άρχισε να κάνει τη δουλειά του,κι όπως δεν ήταν όλοι ερωτευμένοι,

πέθαιναν της πείνας.

Η κυρία της τιμής,αναγγελει με δυνατή φωνή στη πριγκιπισσα ότι το 

κρέας σερβιριστηκε.

Ο πρίγκιπας βοηθά τη πριγκίπισσα να σηκωθεί,αυτή ήταν ντυμένη,και

παρατηρώντας του λέει πως είναι ντυμένη όπως η γιαγιά της μ'ενα κολιέ,

όμως κι έτσι δεν ήταν λιγότερο ωραία.

Περνούν μέσα σ'ενα σαλόνι με καθρέφτες κι εκεί δειπνιζουν,

σερβιρισμενοι απ'τους υπηρέτες της πριγκίπισσας.

Τα βιολιά και τα όμποε παίζουν παλιά κομμάτια,αλλά εξαιρετικά, που'χαν να 

παιχτούν εκατό χρονια

Και μετά το γεύμα,χωρίς να χάσουν χρονο,παντρεύτηκαν  στο εκκλησάκι 

του κάστρου,και η κυρία των τιμών τους τραβαει  τις κουρτίνες και κοιμούνται λιγο.

Η πριγκίπισσα τώρα δεν είχε μεγάλη ανάγκη κι ο πρίγκιπας το πρωί την αφήνει για να γυρίσει στη πόλη του,όπου ο πατέρας του στενοχωριόταν γι'αυτον

Ο πρίγκιπας του'πε πως χάθηκε μέσα στο δάσος και πώς κοιμήθηκε μέσα στη καλύβα ενός καρβουνιάρη που του'δωσε να φάει μαύρο ψωμί και τυρί.

Ο βασιλιάς ο πατέρας του,ήταν αγαθός άνθρωπος,τον πίστεψε,όμως η μανα 

του δεν πειστηκε και βλεπωντας πως σχεδόν όλες τις μέρες πήγαινε για κυνήγι και πως παντοτε είχε δικαιολογία,

όταν αυτός είχε έξω δύο η'τρεις μέρες,δεν αμβεβαλλε πλέον πως είχε κάποια αγαπητικια.

Αυτός εσμιγε με την πριγκίπισσα πάνω από δύο χρόνια,κι απέκτησε δύο παιδιά,

το ένα ήταν κορίτσι και ονομάστηκε Αυγή και το δεύτερο που ήταν αγόρι ονοματηκε Φως της Μέρας,γιατί ήταν ακόμα πιο ομορφο απ'την αδελφή του.

Η βασίλισσα πολλές φορές ρωτούσε τον γιο της να της πει,αλλ'αυτος δεν 

τολμούσε να της πει το μυστικό του.Την φοβόνταν,αν και την αγαπούσε,γιατί 

αυτή ητανναπ'τη γενια των δράκων κι ο βασιλιάς την παντρεύτηκε για την 

μεγάλη της περιουσία.

Στην αυλή λέγανε ότι είχε στο αίμα της τη δρακενα κι οταν έβλεπε να

περνούν μικρά παιδιά με δυσκολία  κρατιόταν να μην τ'αρπαξει,γι'αυτό

ο πρίγκιπας τίποτα δεν ήθελε να της πει.

Αλλά όταν ο βασιλιάς πέθανε,αυτό έγινε σε δύο χρόνια,κι αυτός θα έπαιρνε

τη θέση του κύριος,φανερώνει δημόσια τον γάμο του και με μεγάλη 

συνοδεία πηγαίνει να φερει βασίλισσα τη γυναίκα του στο κάστρο,και 

κάνει μια μεγάλειώδη είσοδο στη πρωτεύουσα ,όπου αυτή εισέρχεται

ανάμεσα στα δύο παιδιά της.

Μετά από κάποιο χρόνο ο βασιλιάς πάει να κάνει πόλεμο με τον αυτοκράτορα

Κανταλαμπουτε τον γείτονα του.Αφηνει την αντιβασιλεία στη βασίλισσα

τη μάνα του και την φροντίδα της γυναίκας και των παιδιών του.

Θα ήταν στον πόλεμο όλο το καλοκαίρι,κι όταν αναχωρησε η μάνα βασίλισσα

προσκαλεί τη νύφη της και τα παιδιά της στο εξοχικό σπίτι μέσα στο δάσος,

για να μπορέσει πιο εύκολα να ικανοποιήσει την φρικτη της επιθυμία.

Πηγαίνει μετά από κάποιες μέρες εκεί κι ένα βράδυ λέει στον αρχιμαγειρα

της.

-Θελω αύριο στο δείπνο μου να φάω την μικρή Αυγή.

Ωχ.κυρια,λέει ο αρχιμαγειρας

-,Εγώ αυτη θελω,λέει η βασίλισσα,(και του το λέει μ'εναν τονο δρακενας που

εχει επιθυμία να φάει φρέσκια σάρκα)και θέλω να την φάω με σάλτσα Ρόμπερτ.

Ο φτωχός άνθρωπος μην μπορώντας να κάνει κάτι με την δρακενα,παίρνει

το μεγάλο του μαχαίρι κι ανεβαίνει στο δωμάτιο της μικρής Αυγής.

Αυτή ήταν τεσσάρων χρόνων και μόλις τον είδε πηδούσε και γελώντας

κρεμαστηκε στο λαιμό του και του ζητούσε καραμέλες.

Τον έπιασαν τα κλάματα ,το μαχαίρι του'πεσε απ'τα χέρια,και πηγαίνοντας

στο αγρόκτημα κόβει το λαιμό ενός μικρού αρνιού και κάνει μια τόσο

καλή σάλτσα που η κυρία του του λέει πως ποτέ δεν είχε φάει τόσο 

καλή. 

Επίσης χωρίς να χάσει καιρό την μικρή Αυγή την παιρνει και την δίνει στη γυναίκα του  να την κρύψει μέσα στο οίκημα που ηταν στο βάθος του αγροκτηματος

Οκτώ μέρες αργότερα,η κακιά βασίλισσα λέει στον αρχιμαγειρα της.

-Θελω να φάω στο δείπνο μου τον μικρό Φως της Μέρας

Αυτός δεν της απάντησε,αποφάσισε να την ξεγελάσει όπως την άλλη φορά.

Πηγαίνει να ψάξει τον μικρό Φως της Μερας,και τον βρισκει μ'ενα μικρό 

σπαθάκιστο χέρι,με το οποίο έπαιζε μ'εναν μεγάλο πίθηκο.

Δεν ήταν παρά τριών χρόνων,το έφερε στη γυναίκα του ,η οποία το'κρυψε

μαζί με την μικρή Αυγή,και της δίνει στη θέση του μικρού Φως της Μέρας 

ενα μικρόκατσίκι πολύ τρυφερό,που η δρακενα το βρίσκει θαυμασια καλο.

Μέχρι εδώ όλα πήγαν πολύ καλά,αλλά ένα βράδυ αυτή η κακιά βασίλισσα 

λέει στον αρχιμαγειρα.

-Θελω να φάω τη βασίλισσα με την ίδια σάλτσα όπως τα παιδιά της.

Τότε ένιωσε τον φτωχό μάγειρα απελπισία αν θα μπορέσει πάλι να την 

ξεγελάσει.

Η νεαρή βασίλισσα ήταν είκοσι χρονών,χωρίς να υπολογιστούν τα εκατό

χρόνια που κοιμόνταν.Το δέρμα της ήταν λιγο σκληρό,αν και ωραίο και

άσπρο.

Και τι ζώο να βρει τόσο σκληρό όπως αυτή μέσα στο κοπάδι;

Αποφασίζει,για να σώσει τη ζωή του,να κόψει το λαιμό της βασίλισσας,

κι ανεβαίνει στο δωμάτιο της,

και μπαίνει με το μαχαίρι στο δωμάτιο της νεαρής βασίλισσας,δεν θέλει

καθόλου να την αιφνιδιασει και της λέει με αρκετο σεβασμό τη διαταγή

που έλαβε απ'την βασιλισσα μητερα.

-Κάντε αυτο που σας διέταξαν,του λέει,τετωντοντας το λαιμό,εκτελέστε

τη διαταγή που σας έδωσαν,εγώ θα πάω να ξαναδώ τα παιδιά μου,τα

φτωχά μου παιδιά που τόσο πολύ αγαπάω.

Αυτή πίστευε ότι ήταν πεθαμενα,αφού τα πήραν να τα κρυψουν χωρίς να

της πουν τιποτα.

-Οχι,όχι,κυρία,της απαντάει ο φτωχός αρχιμαγειρας πολύ συγκινημένος,

δεν θα πεθάνετε,και θα σας πάω να ξαναδείτε τα παιδιά σας,εκεί που

τα,χω κρυμμένα,κι ακόμα μια φορά θα ξεγελάσω τη βασίλισσα δίνοντας

της να φάει ένα νεαρό ελάφι στη θέση σας.

Και την οδηγεί αμέσως στο δωμάτιο του,όπου αφήνοντας την να αγκαλιάζει 

τα παιδια της και να κλαίει μαζι μ'αυτα,πηγαίνει να ετοιμάσει ένα ελάφι,που

η βασίλισσα θα το φάει στο γεύμα της με την ίδια όρεξη σαν να ήταν η νεαρή 

βασίλισσα.

Αυτή ήταν πολύ ικανοποιημένη με την σκληρότητα της,κι είχε προετοιμαστεί

να πει στον βασιλιά,στην επιστροφή του,ότι αγριεμενοι λύκοι είχαν φάει

τη βασίλισσα τη γυναίκα του και τα δύο του παιδιά.

Ένα βράδυ που περιφέρονταν όπως το'χε συνήθεια μέσα στις αυλές και 

στ'αγροκτηματα του κάστρου για να οσμιστει κάποια φρέσκια σάρκα,

ακούει μέσα σ'ενα υπόγειο τον μικρό Φως της Μέρας που έκλαιγε ,γιατί 

η βασίλισσα η μάνα του ήθελε να χτυπήσει,επειδή είχε κανει μια αταξία,

κι ακούειεπίσης την μικρή Αυγή που την παρακαλούσε να συγχωρέσει τον αδελφότης.

Η δρακενα αναγνωρίζει τη φωνή της βασίλισσας και των παιδιών της,

και εξαγριωμένη που ξεγελάστηκε,διατάζει,απ'την επόμενη μέρα το πρωί,

με μια φοβερή φωνή,που έκανε όλον τον κόσμο να τρεμει,να της φέρουν 

στην αυλή μια μεγάλη λεκάνη,που θα τη γεμίσει με φρυνους,οχιές,κροταλίας,

και ερπετά,για να ρίξει μέσα τη βασίλισσα και τα παιδιά της,τον αρχιμαγειρα,

τη γυναίκα του και τον υπηρέτη του,επίσης έδωσε διαταγή να τους φέρουν

με τα χέρια δεμένα πίσω.

Αυτοί ήταν εκεί,κι οι εκτελεστές ετοιμάστηκαν να τους ρίξουν μέσα στη 

λεκάνη,όταν ο βασιλιάς,που δεν τον περίμεναν τόσο γρήγορα,μπαίνει στην 

αυλή με τ'αλογο,και ρωταει μ'απορια τι σημαίνει αυτό το φοβερό θέαμα.

Κανένας δεν τόλμησε να τον πληροφορήσει,

βλέπωντας ν'αποτυχαίνει  αυτό που θέλησε,η δρακενα,εξοργισμένη βουτάει 

το κεφάλι της μέσα στην λεκάνη,και καταβροχθιστηκε σε μια στιγμή απ'τα 

δηλητηριώδη ζώα που εκεί είχε βάλει.

Ο βασιλιάς στεναχωρηκε,ήταν μάνα του,

αλλά παρηγορήθηκε πολύ γρηγορα απ'την ωραία γυναίκα του κι απ'τα

παιδιά του.

.

.


Charles Perrault

Contes de ma mère l’Oye


La Belle au Bois dormant 


Il était une fois un roi et une reine qui étaient 

si fâchés de n’avoir point d’enfants, si fâchés 

qu’on ne saurait dire. Ils allèrent à toutes les eaux 

du monde, vœux, pèlerinages, menues dévotions, 

tout fut mis en œuvre, et rien n’y faisait. Enfin 

pourtant la reine devint grosse et accoucha d’une 

fille : on fit un beau baptême ; on donna pour 

marraines à la petite princesse toutes les fées 

qu’on pût trouver dans le pays (il s’en trouva 

sept), afin que chacune d’elles lui faisant un don, 

comme c’était la coutume des fées en ce temps-

là, la princesse eût par ce moyen toutes les 

perfections imaginables. 

Après les cérémonies du baptême, toute la 

compagnie revint au palais du roi où il y avait un 

grand festin pour les fées. On mit devant chacune 

d’elles un couvert magnifique, avec un étui d’or 

massif où il y avait une cuiller, une fourchette, et

un couteau de fin or, garni de diamants et de 

rubis. Mais comme chacun prenait sa place à 

table, on vit entrer une vieille fée, qu’on n’avait 

point priée, parce qu’il y avait plus de cinquante 

ans qu’elle n’était sortie d’une tour, et qu’on la 

croyait morte ou enchantée. Le roi lui fit donner 

un couvert ; mais il n’y eut pas moyen de lui 

donner un étui d’or massif comme aux autres, 

parce que l’on n’en avait fait faire que sept pour 

les sept fées. La vieille crut qu’on la méprisait, et 

grommela quelques menaces entre ses dents. Une 

des jeunes fées, qui se trouva auprès d’elle 

l’entendit ; et jugeant qu’elle pourrait donner 

quelque fâcheux don à la petite princesse, alla, 

dès qu’on fut sorti de table se cacher derrière la 

tapisserie afin de parler la dernière, et de pouvoir 

réparer, autant qu’il lui serait possible, le mal que 

la vieille aurait fait. 

Cependant les fées commencèrent à faire leurs 

dons à la princesse. La plus jeune lui donna pour 

don qu’elle serait la plus belle personne du 

monde ; celle d’après, qu’elle aurait de l’esprit 

comme un ange ; la troisième, qu’elle aurait une 

grâce admirable à tout ce qu’elle ferait ; la

quatrième, qu’elle danserait parfaitement bien ; la 

cinquième, qu’elle chanterait comme un 

rossignol ; la sixième, qu’elle jouerait de toutes 

sortes d’instruments dans la dernière perfection. 

Le rang de la vieille fée étant venu, elle dit, en 

branlant la tête encore plus de dépit que de 

vieillesse, que la princesse se percerait la main 

d’un fuseau, et qu’elle en mourrait. 

Ce terrible don fit frémir toute la compagnie, 

et il n’y eût personne qui ne pleurât. Dans ce 

moment la jeune fée sortit de derrière la 

tapisserie, et dit tout haut ces paroles : 

– Rassurez-vous, roi et reine, votre fille n’en 

mourra pas ; il est vrai que je n’ai pas assez de 

puissance pour défaire entièrement ce que mon 

ancienne a fait. La princesse se percera la main 

d’un fuseau ; mais au lieu d’en mourir, elle 

tombera seulement dans un profond sommeil qui 

durera cent ans, au bout desquels le fils d’un roi 

viendra la réveiller. 

Le roi, pour tâcher d’éviter le malheur 

annoncé par la vieille, fit publier aussitôt un édit, 

par lequel il défendait à toutes personnes de filer

au fuseau, ni d’avoir des fuseaux chez soi, sur 

peine de la vie. 

Au bout de quinze ou seize ans, le roi et la 

reine étant allés à une de leurs maisons de 

plaisance, il arriva que la jeune princesse courant 

un jour dans le château, et montant de chambre 

en chambre, alla jusqu’au haut d’un donjon dans 

un petit galetas, où une bonne vieille était seule à 

filer sa quenouille. Cette bonne femme n’avait 

point ouï parler des défenses que le roi avait 

faites de filer au fuseau. 

– Que faites-vous là, ma bonne femme ? dit la 

princesse. 

– Je file, ma belle enfant, lui répondit la vieille 

qui ne la connaissait pas. 

– Ah ! que cela est joli, reprit la princesse, 

comment faites-vous ? donnez-moi que je voie si 

j’en ferais bien autant. 

Elle n’eut pas plus tôt pris le fuseau, que 

comme elle était fort vive, un peu étourdie, et que 

d’ailleurs l’arrêt des fées l’ordonnait ainsi, elle 

s’en perça la main, et tomba évanouie.

La bonne vieille, bien embarrassée, crie au 

secours : on vient de tous côtés, on jette de l’eau 

au visage de la princesse, on la délace, on lui 

frappe dans les mains, on lui frotte les tempes

avec de l’eau de la reine de Hongrie ; mais rien 

ne la faisait revenir. 

Alors le roi, qui était monté au bruit, se 

souvint de la prédiction des fées, et jugeant bien 

qu’il fallait que cela arrivât, puisque les fées 

l’avaient dit, fit mettre la princesse dans le plus 

bel appartement du palais, sur un lit en broderie 

d’or et d’argent. On eût dit un ange, tant elle était 

belle ; car son évanouissement n’avait pas ôté les 

couleurs vives de son teint : ses joues étaient 

incarnates, et ses lèvres comme du corail ; elle 

avait seulement les yeux fermés, mais on 

l’entendait respirer doucement, ce qui faisait voir 

qu’elle n’était pas morte. 

Le roi ordonna qu’on la laissât dormir en 

repos, jusqu’à ce que son heure de se réveiller fût 

venue. La bonne fée qui lui avait sauvé la vie en

la condamnant à dormir cent ans, était dans le 

royaume de Mataquin, à douze mille lieues de là,

lorsque l’accident arriva à la princesse ; mais elle 

en fut avertie en un instant par un petit nain, qui 

avait des bottes de sept lieues (c’était des bottes 

avec lesquelles on faisait sept lieues d’une seule 

enjambée). La fée partit aussitôt, et on la vit au

bout d’une heure arriver dans un chariot tout de 

feu, traîné par des dragons. Le roi lui alla 

présenter la main à la descente du chariot. Elle 

approuva tout ce qu’il avait fait ; mais comme 

elle était grandement prévoyante, elle pensa que 

quand la princesse viendrait à se réveiller, elle 

serait bien embarrassée toute seule dans ce vieux 

château : voici ce qu’elle fit. 

Elle toucha de sa baguette tout ce qui était 

dans ce château (hors le roi et la reine), 

gouvernantes, filles d’honneur, femmes de 

chambre, gentilshommes, officiers, maîtres 

d’hôtel, cuisiniers, marmitons, galopins, gardes, 

suisses, pages, valets de pied ; elle toucha aussi 

tous les chevaux qui étaient dans les écuries, avec 

les palefreniers, les gros mâtins de basse-cour, et 

la petite Pouffe, petite chienne de la princesse, 

qui était auprès d’elle sur son lit. Dès qu’elle les

eut touchés, ils s’endormirent tous, pour ne se

réveiller qu’en même temps que leur maîtresse, 

afin d’être tout prêts à la servir quand elle en 

aurait besoin. Les broches mêmes, qui étaient au 

feu, toutes pleines de perdrix et de faisans, 

s’endormirent, et le feu aussi. Tout cela se fit en 

un moment ; les fées n’étaient pas longues à leur 

besogne. 

Alors le roi et la reine, après avoir baisé leur 

chère enfant sans qu’elle s’éveillât, sortirent du 

château, et firent publier des défenses à qui que 

ce soit d’en approcher. Ces défenses n’étaient pas 

nécessaires ; car il poussa, dans un quart d’heure, 

tout autour du parc, une si grande quantité de 

grands arbres et de petits, de ronces et d’épines 

entrelacées les unes dans les autres, que bête ni 

homme n’y aurait pu passer ; en sorte qu’on ne 

voyait plus que le haut des tours du château, 

encore n’était-ce que de bien loin. On ne douta 

point que la fée n’eût fait là encore un tour de son 

métier, afin que la princesse, pendant qu’elle 

dormirait, n’eût rien à craindre des curieux. 

Au bout de cent ans, le fils du roi qui régnait 

alors, et qui était d’une autre famille que la

princesse endormie, étant allé à la chasse de ce 

côté-là, demanda ce que c’était que des tours 

qu’il voyait au-dessus d’un grand bois fort épais. 

Chacun lui répondit selon qu’il en avait ouï 

parler. Les uns disaient que c’était un vieux 

château où il revenait des esprits ; les autres, que 

tous les sorciers de la contrée y faisaient leur 

sabbat. La plus commune opinion était qu’un 

ogre y demeurait, et que là il emportait tous les 

enfants qu’il pouvait attraper, pour les pouvoir 

manger à son aise, et sans qu’on le pût suivre, 

ayant seul le pouvoir de se faire un passage au 

travers du bois. 

Le prince ne savait qu’en croire, lorsqu’un 

vieux paysan prit la parole, et lui dit : 

– Mon prince, il y a plus de cinquante ans que 

j’ai ouï dire à mon père qu’il y avait dans ce 

château une princesse, la plus belle qu’on eût su 

voir ; qu’elle y devait dormir cent ans et qu’elle 

serait réveillée par le fils d’un roi, à qui elle était 

réservée. 

Le jeune prince, à ce discours, se sentit tout de 

feu ; il crut sans balancer qu’il mettrait fin à une

si belle aventure ; et poussé par l’amour et par la 

gloire, il résolut de voir sur-le-champ ce qui en 

était. À peine s’avança-t-il vers le bois, que tous 

ces grands arbres, ces ronces et ces épines 

s’écartèrent d’elles-mêmes pour le laisser passer. 

Il marcha vers le château, qu’il voyait au bout 

d’une grande avenue où il entra ; et, ce qui le 

surprit un peu, il vit que personne de ses gens ne 

l’avait pu suivre, parce que les arbres s’étaient 

rapprochés dès qu’il avait été passé. Il ne laissa 

pas de continuer son chemin : un prince jeune et 

amoureux est toujours vaillant. Il entra dans une 

grande avant-cour où tout ce qu’il vit d’abord 

était capable de le glacer de crainte. C’était un 

silence affreux : l’image de la mort s’y présentait 

partout, et ce n’était que des corps étendus 

d’hommes et d’animaux, qui paraissaient morts. 

Il reconnut pourtant bien, au nez bourgeonné et à 

la face vermeille des suisses, qu’ils n’étaient 

qu’endormis, et leurs tasses où il y avait encore 

quelques gouttes de vin, montraient assez qu’ils 

s’étaient endormis en buvant. 

Il passa une grande cour pavée de marbre ; il 

monta l’escalier, il entra dans la salle des gardes

qui étaient rangés en haie, la carabine sur 

l’épaule, et ronflants de leur mieux. Il traversa 

plusieurs chambres pleines de gentilshommes et 

de dames, dormant tous, les uns debout, les autres 

assis. Il entra dans une chambre toute dorée, et il 

vit sur un lit, dont les rideaux étaient ouverts de 

tous côtés, le plus beau spectacle qu’il eût jamais 

vu : une princesse qui paraissait avoir quinze ou 

seize ans, et dont l’éclat resplendissant avait 

quelque chose de lumineux et de divin. Il 

s’approcha en tremblant et en admirant et se mit à 

genoux auprès d’elle. 

Alors, comme la fin de l’enchantement était 

venue, la princesse s’éveilla ; et le regardant avec 

des yeux plus tendres qu’une première vue ne 

semblait le permettre : 

– Est-ce vous, mon prince ? lui dit-elle, vous 

vous êtes bien fait attendre. 

Le prince, charmé de ces paroles, et plus 

encore de la manière dont elles étaient dites, ne 

savait comment lui témoigner sa joie et sa 

reconnaissance ; il l’assura qu’il l’aimait plus que 

lui-même. Ses discours furent mal rangés, ils en

plurent davantage ; peu d’éloquence, beaucoup 

d’amour. Il était plus embarrassé qu’elle, et l’on 

ne doit pas s’en étonner ; elle avait eu le temps de 

songer à ce qu’elle aurait à lui dire, car il y a 

apparence (l’histoire n’en dit pourtant rien) que la 

bonne fée, pendant un si long sommeil, lui avait 

procuré le plaisir des songes agréables. Enfin il y 

avait quatre heures qu’ils se parlaient, et ils ne 

s’étaient pas encore dit la moitié des choses qu’ils 

avaient à se dire. 

Cependant tout le palais s’était réveillé avec la 

princesse ; chacun songeait à faire sa charge, et 

comme ils n’étaient pas tous amoureux, ils 

mouraient de faim ; la dame d’honneur, pressée 

comme les autres, s’impatienta, et dit tout haut à 

la princesse que la viande était servie. Le prince 

aida la princesse à se lever ; elle était tout 

habillée et fort magnifiquement, mais il se garda 

bien de lui dire qu’elle était habillée comme sa 

mère-grand, et qu’elle avait un collet monté ; elle 

n’en était pas moins belle. 

Ils passèrent dans un salon de miroirs, et y 

soupèrent, servis par les officiers de la princesse.

Les violons et les hautbois jouèrent de vieilles 

pièces, mais excellentes, quoiqu’il y eût près de 

cent ans qu’on ne les jouât plus ; et après souper, 

sans perdre de temps, le grand aumônier les 

maria dans la chapelle du château, et la dame 

d’honneur leur tira le rideau : ils dormirent peu, 

la princesse n’en avait pas grand besoin, et le 

prince la quitta dès le matin pour retourner à la 

ville, où son père devait être en peine de lui. 

Le prince lui dit qu’en chassant il s’était perdu 

dans la forêt, et qu’il avait couché dans la hutte 

d’un charbonnier, qui lui avait fait manger du 

pain noir et du fromage. Le roi son père, qui était 

un bonhomme, le crut ; mais sa mère n’en fut pas 

bien persuadée, et voyant qu’il allait presque tous 

les jours à la chasse, et qu’il avait toujours une 

raison en main pour s’excuser, quand il avait 

couché deux ou trois nuits dehors, elle ne douta 

plus qu’il n’eût quelque amourette ; car il vécut 

avec la princesse plus de deux ans entiers, et en 

eut deux enfants, dont le premier, qui fut une 

fille, fut nommée Aurore, et le second un fils 

qu’on nomma Jour, parce qu’il paraissait encore 

plus beau que sa sœur.

La reine dit plusieurs fois à son fils, pour le 

faire expliquer, qu’il fallait se contenter dans la 

vie ; mais il n’osa jamais se fier à elle de son 

secret : il la craignait quoiqu’il l’aimât, car elle 

était de race ogresse, et le roi ne l’avait épousée 

qu’à cause de ses grands biens. On disait même 

tout bas à la cour qu’elle avait les inclinations des 

ogres et qu’en voyant passer de petits enfants, 

elle avait toutes les peines du monde à se retenir 

de se jeter sur eux ; ainsi le prince ne voulut 

jamais rien dire. 

Mais quand le roi fut mort, ce qui arriva au 

bout de deux ans, et qu’il se vit le maître, il 

déclara publiquement son mariage, et alla en 

grande cérémonie quérir la reine sa femme dans 

son château. On lui fit une entrée magnifique 

dans la ville capitale, où elle entra au milieu de 

ses deux enfants. 

Quelque temps après le roi alla faire la guerre 

à l’empereur Cantalabutte son voisin. Il laissa la 

régence du royaume à la reine sa mère, et lui 

recommanda fort sa femme et ses enfants : il 

devait être à la guerre tout l’été, et dès qu’il fut

parti, la reine mère envoya sa bru et ses enfants à 

une maison de campagne dans les bois, pour 

pouvoir plus aisément assouvir son horrible 

envie. Elle y alla quelques jours après, et dit un 

soir à son maître d’hôtel : 

– Je veux manger demain à mon dîner la petite 

Aurore. 

– Ah ! madame, dit le maître d’hôtel... 

– Je le veux, dit la reine (et elle le dit d’un ton 

d’ogresse qui a envie de manger de la chair

fraîche), et je la veux manger à la sauce Robert. 

Ce pauvre homme voyant bien qu’il ne fallait 

pas se jouer à une ogresse, prit son grand 

couteau, et monta à la chambre de la petite 

Aurore : elle avait pour lors quatre ans et vint en 

sautant et en riant se jeter à son cou, et lui 

demander du bonbon. Il se mit à pleurer : le 

couteau lui tomba des mains, et il alla dans la 

basse-cour couper la gorge à un petit agneau, et 

lui fit une si bonne sauce, que sa maîtresse 

l’assura qu’elle n’avait jamais rien mangé de si 

bon. Il avait emporté en même temps la petite 

Aurore, et l’avait donnée à sa femme, pour la

cacher dans le logement qu’elle avait au fond de 

la basse-cour. 

Huit jours après, la méchante reine dit à son 

maître d’hôtel : 

– Je veux manger à mon souper le petit Jour. 

Il ne répliqua pas, résolu de la tromper comme 

l’autre fois ; il alla chercher le petit Jour, et le 

trouva avec un petit fleuret à la main, dont il 

faisait des armes avec un gros singe ; il n’avait 

pourtant que trois ans. Il le porta à sa femme qui 

le cacha avec la petite Aurore, et donna à la place 

du petit Jour un petit chevreau fort tendre, que 

l’ogresse trouva admirablement bon. 

Cela était fort bien allé jusque-là ; mais un soir 

cette méchante reine dit au maître d’hôtel : 

– Je veux manger la reine à la même sauce que 

ses enfants. 

Ce fut alors que le pauvre maître d’hôtel 

désespéra de la pouvoir encore tromper. La jeune 

reine avait vingt ans passés, sans compter les cent 

ans qu’elle avait dormi : sa peau était un peu 

dure, quoique belle et blanche ; et le moyen de

trouver, dans la ménagerie, une bête aussi dure 

que cela ? Il prit la résolution, pour sauver sa vie, 

de couper la gorge à la reine, et monta dans sa 

chambre, dans l’intention de n’en pas faire à deux 

fois ; il s’excitait à la fureur, et entra, le poignard 

à la main, dans la chambre de la jeune reine. Il ne 

voulut pourtant point la surprendre et il lui dit 

avec beaucoup de respect l’ordre qu’il avait reçu 

de la reine mère. 

– Faites votre devoir, lui dit-elle, en lui 

tendant le col, exécutez l’ordre qu’on vous a 

donné ; j’irai revoir mes enfants, mes pauvres 

enfants que j’ai tant aimés. 

Elle les croyait morts, depuis qu’on les avait

enlevés sans lui rien dire. 

– Non, non, madame, lui répondit le pauvre 

maître d’hôtel tout attendri, vous ne mourrez 

point, et vous ne laisserez pas d’aller revoir vos 

enfants ; mais ce sera chez moi où je les ai 

cachés, et je tromperai encore la reine en lui 

faisant manger une jeune biche en votre place. 

Il la mena aussitôt à sa chambre, où la laissant 

embrasser ses enfants et pleurer avec eux, il alla

accommoder une biche, que la reine mangea à 

son souper, avec le même appétit que si c’eût été 

la jeune reine ; elle était bien contente de sa 

cruauté, et elle se préparait à dire au roi, à son 

retour, que les loups enragés avaient mangé la 

reine sa femme et ses deux enfants. 

Un soir qu’elle rôdait à son ordinaire dans les 

cours et basses-cours du château pour y halener 

quelque viande fraîche, elle entendit dans une 

salle basse le petit Jour qui pleurait, parce que la 

reine sa mère le voulait faire fouetter, à cause 

qu’il avait été méchant ; et elle entendit aussi la 

petite Aurore qui demandait pardon pour son 

frère. L’ogresse reconnut la voix de la reine et de 

ses enfants, et furieuse d’avoir été trompée, elle 

commanda, dès le lendemain au matin, avec une 

voix épouvantable qui faisait trembler tout le 

monde, qu’on apportât au milieu de la cour une 

grande cuve, qu’elle fit remplir de crapauds, de 

vipères, de couleuvres et de serpents, pour y faire 

jeter la reine et ses enfants, le maître d’hôtel, sa 

femme et sa servante : elle avait donné l’ordre de 

les amener les mains liées derrière le dos.

Ils étaient là, et les bourreaux se préparaient à 

les jeter dans la cuve, lorsque le roi, qu’on 

n’attendait pas si tôt, entra dans la cour à cheval ; 

il était venu en poste, et demanda tout étonné ce 

que voulait dire cet horrible spectacle. Personne 

n’osait l’en instruire, quand l’ogresse, enragée de 

voir ce qu’elle voyait, se jeta elle-même la tête la 

première dans la cuve, et fut dévorée en un 

instant par les vilaines bêtes qu’elle y avait fait 

mettre. Le roi ne laissa pas d’en être fâché : elle 

était sa mère ; mais il s’en consola bientôt avec sa 

belle femme et ses enfants. 

.

.

.

Τετάρτη 9 Ιουνίου 2021

recording 2-music composition χ.ν.κουβελης c.n.couvelis https://youtu.be/rvJ07CL-j0k.

 .

.

recording 2-music composition χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

https://youtu.be/rvJ07CL-j0k.

.

.


recording 1-music composition χ.ν.κουβελης c.n.couvelis https://youtu.be/8E5m0RoKHJs

 .

.

recording 1-music composition χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

https://youtu.be/8E5m0RoKHJs

.

.

organ 1-music composition χ.ν.κουβελης c.n.couvelis https://youtu.be/HBqycl7XyxI

 .

.

organ 1-music composition χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

https://youtu.be/HBqycl7XyxI

.

.



xylophone 1-music composition χ.ν.κουβελης c.n.couvelis https://youtu.be/GYtoTENTI_E

 .

.

xylophone 1-music composition χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

https://youtu.be/GYtoTENTI_E

.

.

voice 1-music composition χ.ν.κουβελης c.n.couvelis https://youtu.be/982Q6p50XgU

 .

.

voice 1-music composition χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

https://youtu.be/982Q6p50XgU

.

.