I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2022

GREEK POETRY -Αριστοφάνης ,Εκκλησιάζουσαι, -στιχ 586-640 -Κατά κάποιο τρόπο ενας Κομουνισμος -μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

 .

.

GREEK POETRY

-Αριστοφάνης ,Εκκλησιάζουσαι,

-στιχ 586-640

-Κατά κάποιο τρόπο ενας Κομουνισμος

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

.

.


Αριστοφάνης ,Εκκλησιάζουσαι,

στιχ 586-640

Κατά κάποιο τρόπο ενας Κομουνισμος

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Πραξαγορα

κανενας τώρα από σας μην φέρει αντιλογία μητε ν'αντικρουσει

πριν μάθει τι έχει να πει ο ομιλητής κι ακούσει.

γιατί,θα πω,κοινά σ'ολους θα'ναι, σ'ολα θα μετέχουν και θα ζουν,κι ούτε πλούσιοι,κι ούτε φτωχοί,μήτε πολλά κάποιος θα'χει χωράφια,κι άλλος ούτε να ταφεί,μήτε πολλούς καποιος υπηρέτες να'χει,κι ο άλλος ούτε 

κανέναν,αλλά ένα κοινό θα κάνω σ'ολους το προς το ζειν κι ιδιο


Βλεπυρος

πως γίνεται σ'ολους να'ναι κοινά;


Πραξαγορα

θες να τρως τα σκατα πριν από μένα;


Βλεπυρος

και τα σκατα είναι για μας κοινα;


Πραξαγορα

όχι μα το.θεο,αλλά δεν κρατιέσαι να μ'αντικρουσεις

γιατί αυτό πρόκειται να πω,

τη γη πρώτα πρώτα θα την κανω κοινή όλων,και τα χρήματα,κι όλα τ'αλλα όσα είναι στον καθένα,έπειτα απ'αυτα τα κοινά θα σας τρεφουμαι εμείς,με οικονομία και μέτρο και περισκεψη


Βλεπυρος

όσο για όποιον δεν κατέχει γη εντάξει,αλλά για τα χρήματα και τους δαρεικους,που'ναι αδηλωτος πλουτος,τι γινεται; 


Πραξαγορα

αυτόν στο κοινό ταμείο θα καταθεσει


Βλεπυρος

κι αν δεν καταθέσει;


Πραξαγορα

 θα επιορκησει


Βλεπυρος

σιγα τ'αυγα,έτσι τα κερδισε


Πραξαγορα

αλλα σε τιποτα παντως δεν θα του είναι χρησιμος


Βλεπυρος

πως δηλαδή;


Πραξαγορα

κανένας δεν θα πεινάσει.γιατι ολα θα τα'χουν όλοι,ψωμιά,κρέατα,πίτες,πανωφόρια,κρασί,στεφάνια,ρεβύθια,ώστε τι κέρδος θα'χουν να μην τα καταθέσουν;για σκέψου και πες μου


Βλεπυρος

αφού κι όσα περισσότερα  να'χουν ακόμα κλέβουν;


Χορος

πρωτυτερα ναι,φίλε μου,όταν είχαμε τους πρωτερους νόμους,τώρα,αφού ο βίος είναι κοινος,ποιο το κέρδος να μην τα κατεθεσουν;


Βλεπυρος

αν όμως μια μικρούλα δει κι επιθυμήσει και θέλει να καββαλήσει,απ'αυτα θ'αφαιρεσει να δωσει,και στα κοινά θα τρέξει να πάρει μερος αφού  κοιμηθεί μαζί της


Πραξαγόρα

δεν θα χρειαστεί να της δώσει για να κοιμηθεί μαζί της,γιατί θα τις κάνω όλες κοινές με τους άντρες να ξαπλώνουν και να κάνουν παιδιά 

μ'οποια θελουν


Βλεπυρος

τοτε δεν θα πηγαίνουν όλοι στην πιο ωραία και να της ζητουν κρεββάτι;


Πραξαγορα

οι ασχημοτερες και οι πλατσουμυτες 

κοντά στις θεογκομενες θα κάθονται,κι όταν κάποιος μια τέτοια επιθυμήσει,την άσχημη πρώτα θα χουφτωσει.


Πραξαγορα

και πως εμείς τα γεροντια

αφού με τις άσχημες σμίξουμε,

δεν θα'ναι,πες μαςεξαντλημένο το πέος μας,μ'εκεινες τις καλές να πάμε;


Πραξαγορα

δεν θα μαλωσουν,για σένα,μη φοβάσαι δεν θα μαλωσουν


Βλεπυρος

τι θες να πεις;


Πραξαγορα 

αν δεν μπορεις να κοιμηθείς μαζί της,δεν υπάρχει προβλημα


Βλεπυρος

και μ'αυτη τη γνώμη σας τα'χετε όλα καλά οργανώσει,καμιας όπως προβλέπεται δεν θα μείνει η τρύπα κενή,τι θα γίνει όμως με τους άντρες;γιατί θ'αποφευγουν τους άσχημους,και πάνω στους ωραίους θα ρίχνονται


Πραξαγορα

βεβαια θα φύλλανε οι άσχημες να βγουν οι ωραίοι απ'το δείπνο και να τους παίρνουν από πίσω στο δρόμο,όμως καμια ωραία δεν θα κοιμηθεί μ'ωραιο και παλικαρι αν δεν την χαρεί πρωτα ασχημος και κοντοστουπης


Βλεπυρος

δηλαδή η στραβή μύτη του Λυσικρατη ίσια κι ο όμοια με τους ωραίους θα περνιεται;


Πραξαγορα

μα το θεό ναι,δημοκρατια εχουμε,και τι πλάκα θα κάνουμε

όταν σε κάποιον που νομίζει πως κάποιος είναι και φοράει πολλά δαχτυλίδια,ένας με παλιοπαπουτσα του πει,

πρώτος είμαι κάτσε και κοίτα,όταν τελειώσω στην παραδίνω δεύτερο χερι να περασεις


Πραξάγορα

μή νυν πρότερον μηδεὶς ὑμῶν ἀντείπῃ μηδ᾽ ὑποκρούσῃ,

πρὶν ἐπίστασθαι τὴν ἐπίνοιαν καὶ τοῦ φράζοντος ἀκοῦσαι.

590κοινωνεῖν γὰρ πάντας φήσω χρῆναι πάντων μετέχοντας

κἀκ ταὐτοῦ ζῆν, καὶ μὴ τὸν μὲν πλουτεῖν, τὸν δ᾽ ἄθλιον εἶναι,

μηδὲ γεωργεῖν τὸν μὲν πολλήν, τῷ δ᾽ εἶναι μηδὲ ταφῆναι,

μηδ᾽ ἀνδραπόδοις τὸν μὲν χρῆσθαι πολλοῖς, τὸν δ᾽ οὐδ᾽ ἀκολούθῳ:

ἀλλ᾽ ἕνα ποιῶ κοινὸν πᾶσιν βίοτον καὶ τοῦτον ὅμοιον.


Βλέπυρος

595πῶς οὖν ἔσται κοινὸς ἅπασιν;


Πραξάγορα

κατέδει πέλεθον πρότερός μου.


Βλέπυρος

καὶ τῶν πελέθων κοινωνοῦμεν;


Πραξάγορα

μὰ Δί᾽ ἀλλ᾽ ἔφθης μ᾽ ὑποκρούσας.

τοῦτο γὰρ ἤμελλον ἐγὼ λέξειν: τὴν γῆν πρώτιστα ποιήσω

κοινὴν πάντων καὶ τἀργύριον καὶ τἄλλ᾽ ὁπόσ᾽ ἐστὶν ἑκάστῳ.

εἶτ᾽ ἀπὸ τούτων κοινῶν ὄντων ἡμεῖς βοσκήσομεν ὑμᾶς

600ταμιευόμεναι καὶ φειδόμεναι καὶ τὴν γνώμην προσέχουσαι.


Βλέπυρος

πῶς οὖν ὅστις μὴ κέκτηται γῆν ἡμῶν, ἀργύριον δὲ

καὶ Δαρεικοὺς ἀφανῆ πλοῦτον;


Πραξάγορα

τοῦτ᾽ ἐς τὸ μέσον καταθήσει.

καὶ μὴ καταθεὶς ψευδορκήσει.


Βλέπυρος

κἀκτήσατο γὰρ διὰ τοῦτο.


Πραξάγορα

ἀλλ᾽ οὐδέν τοι χρήσιμον ἔσται πάντως αὐτῷ.


Βλέπυρος

κατὰ δὴ τί;


Πραξάγορα

605οὐδεὶς οὐδὲν πενίᾳ δράσει: πάντα γὰρ ἕξουσιν ἅπαντες,

ἄρτους τεμάχη μάζας χλαίνας οἶνον στεφάνους ἐρεβίνθους.

ὥστε τί κέρδος μὴ καταθεῖναι; σὺ γὰρ ἐξευρὼν ἀπόδειξον.


Βλέπυρος

οὔκουν καὶ νῦν οὗτοι μᾶλλον κλέπτουσ᾽ οἷς ταῦτα πάρεστιν;


Πραξάγορα

πρότερόν γ᾽ ὦταῖρ᾽ ὅτε τοῖσι νόμοις διεχρώμεθα τοῖς προτέροισιν:

610νῦν δ᾽ ἔσται γὰρ βίος ἐκ κοινοῦ, τί τὸ κέρδος μὴ καταθεῖναι;


Βλέπυρος

ἢν μείρακ᾽ ἰδὼν ἐπιθυμήσῃ καὶ βούληται σκαλαθῦραι,

ἕξει τούτων ἀφελὼν δοῦναι, τῶν ἐκ κοινοῦ δὲ μεθέξει

ξυγκαταδαρθών.


Πραξάγορα

ἀλλ᾽ ἐξέσται προῖκ᾽ αὐτῷ ξυγκαταδαρθεῖν.

καὶ ταύτας γὰρ κοινὰς ποιῶ τοῖς ἀνδράσι συγκατακεῖσθαι

615καὶ παιδοποιεῖν τῷ βουλομένῳ.


Βλέπυρος

πῶς οὖν οὐ πάντες ἴασιν

ἐπὶ τὴν ὡραιοτάτην αὐτῶν καὶ ζητήσουσιν ἐρείδειν;


Πραξάγορα

αἱ φαυλότεραι καὶ σιμότεραι παρὰ τὰς σεμνὰς καθεδοῦνται:

κᾆτ᾽ ἢν ταύτης ἐπιθυμήσῃ, τὴν αἰσχρὰν πρῶθ᾽ ὑποκρούσει.


Βλέπυρος

καὶ πῶς ἡμᾶς τοὺς πρεσβύτας, ἢν ταῖς αἰσχραῖσι συνῶμεν,

620οὐκ ἐπιλείψει τὸ πέος πρότερον πρὶν ἐκεῖσ᾽ οἷ φῂς ἀφικέσθαι;


Πραξάγορα

οὐχὶ μαχοῦνται: περὶ σοῦ θάρρει: μὴ δείσῃς: οὐχὶ μαχοῦνται.


Βλέπυρος

περὶ τοῦ;


Πραξάγορα

τοῦ μὴ ξυγκαταδαρθεῖν. καὶ σοὶ τοιοῦτον ὑπάρχει.


Βλέπυρος

τὸ μὲν ὑμέτερον γνώμην τιν᾽ ἔχει: προβεβούλευται γάρ, ὅπως ἂν

μηδεμιᾶς ᾖ τρύπημα κενόν: τὸ δὲ τῶν ἀνδρῶν τί ποιήσει;

625φεύξονται γὰρ τοὺς αἰσχίους, ἐπὶ τοὺς δὲ καλοὺς βαδιοῦνται.


Πραξάγορα

ἀλλὰ φυλάξουσ᾽ οἱ φαυλότεροι τοὺς καλλίους ἀπιόντας

ἀπὸ τοῦ δείπνου καὶ τηρήσουσ᾽ ἐπὶ τοῖσιν δημοσίοισιν:

κοὐκ ἐξέσται παρὰ τοῖσι καλοῖς καὶ τοῖς μεγάλοις καταδαρθεῖν

ταῖσι γυναιξὶ πρὶν ἂν τοῖς αἰσχροῖς καὶ τοῖς μικροῖς χαρίσωνται.


Βλέπυρος

630ἡ Λυσικράτους ἄρα νυνὶ ῥὶς ἴσα τοῖσι καλοῖσι φρονήσει.


Πραξάγορα

νὴ τὸν Ἀπόλλω καὶ δημοτική γ᾽ ἡ γνώμη καὶ καταχήνη

τῶν σεμνοτέρων ἔσται πολλὴ καὶ τῶν σφραγῖδας ἐχόντων,

ὅταν ἐμβάδ᾽ ἔχων εἴπῃ πρότερος, ‘παραχώρει κᾆτ᾽ ἐπιτήρει,

ὅταν ἤδη 'γὼ διαπραξάμενος παραδῶ σοι δευτεριάζειν.’

.

.

.

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2022

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Οι λευκές νύχτες του Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Οι λευκές νύχτες του Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Οι λευκές νύχτες του Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


κατέβηκαν τα σκαλια για το υπογειο,ήταν τρεις,φορούσαν τις επίσημες

στολές,

Ακίνητοι,όλοι,φώναξε ο μεσαίος,

ο μεσαίος,διάβασε σε ένα χαρτί,ποιος είναι ο Φιοντόρ Μιχαηλοβιτς

Ντοστογιέφσκι;

δεν απάντησε κανείς

ποιος είναι ο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς  Ντοστογιέφσκι;,επανέλαβε με αυστηρή

φωνή,

ένας άντρας σωριαστηκε δίπλα στη ρουλέτα,έβγαζε αφρούς απ'τό στόμα,

και τίναζε τα πόδια τους,γρυλιζε σαν ζώο

σηκωστε τον,διέταξε ο δεξιός άντρας

έπαθε επιληψία,είναι επικίνδυνο να τον αγγίξεις,φώναξε ένας νεαρός,θα

παθει καρδιακή προσβολη

υποκρίνεται,δεν έχει τίποτα,τον έκοψε ο αριστερός

πετάξτε του νερό στο πρόσωπο,να συνέλθει,φώναξε ο μεσαίος

φοβερή η ζωή του στη φυλακή,μια αράχνη ήταν η μόνη συντροφιά του,την

έβλεπε ξαφνικά να διασχίζει την οροφή του κελιού,αν αυτοκτονούσε δεν

θα την ξαναβλεπε,

εσένα πως σε λένε,ηλιθιε;ρώτησε ο μεσαίος τον νεαρο

Λέφ Νικολαγιεβιτς Μυνσκιν,ξέρετε είμαι κι εγώ επιληπτικός,απάντησε 

δεν μας ενδιαφέρει,δείξε μου τα χαρτιά σου;

δεν έχω;

τότε γιατί να μην λες ψέματα;θα μπορούσες  κάλλιστα να ήσουνα ο Νικολάι Σταβρογκιν

ο επιληπτικός άντρας συνήλθε,με δυσκολία σηκώθηκε,

είσαι ο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι;τον ρώτησε ο μεσαίος

αυτός είμαι;απάντησε

του έδειξαν μια φωτογραφία,

πες μας την γνωρίζεις,ποια είναι αυτή;ρώτησε ο αριστερος αντρας

δεν ξέρω

την έδειξαν στον νεαρό

εσύ ξέρεις;όχι ψέματα

η Νασταζια Φιλιπποβνα,αυτή είναι

την βρήκαν σφαγμενη,φώναξε ο δεξιός,ποιος το'κανε; εσύ;

τον είχαν καταδικάσει να τουφεκιστει,τον σήκωσαν απ'τον ύπνο,τον μετέφεραν

με άλλους στον τόπο της εκτελεσης,ανάμεσα τους ήταν ο Ραγκοζιν,αν με 

σκοτώσουν,σκέφτηκε,δεν θα είμαι; η' θα είμαι κάποιος;,η ' κάτι;που;

η ποινή μεταβάλλετε σε τετραετή εξορια ,διάβασε ο μεσαίος,στο Ομσκ της

Σιβηριας,2700 χλμ απόσταση από την Μοσχα

οι τρεις άντρες σε ευθεία παράταξη ανέβηκαν τα σκαλιά από το υπογειο

συνεχιστηκαν τα πονταρισματα στη ρουλετα

επιστρέφει στο διαμέρισμα της Οδου Κουζνέτσνυ αριθ. 5,Αγία Πετρούπολη,

Ιούνιος,

ξαπλώνει στον καναπέ,η Άννα λείπει,τα μάτια του κλείνουν,ξυπνάει,

από το παράθυρο κοιτάζει τη λευκή νύχτα,είναι η πέμπτη λευκή νύχτα,ο ουρανός δεν σκοτεινιάζει,

βλέπει την Αννα

λες να φταίνε οι λευκές νύχτες;ρωτάει την Αννα

.

.

.

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2022

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Η Τελευταία Κριση Κατά Ματθαίον κεφ. κε΄ 31 - 46 -μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Η Τελευταία Κριση

Κατά Ματθαίον κεφ. κε΄ 31 - 46

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.

Γεώργιος Κλωντζας(1530-1608) Δευτέρα Παρουσία

Η Τελευταία Κριση

Κατά Ματθαίον κεφ. κε΄ 31 - 46

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


είπε ο Κύριος.οταν έρθει ο υιός του ανθρώπου μ'ολη του τη δόξα κι όλοι

οι άγιοι άγγελοι μ'αυτον ,τότε θα καθίσει πάνω στο θρόνο της δόξας του

και θα συγκεντρωθούν μπροστά του όλα τα έθνη,και θα αποχωρισει αυτούς

απ'τους άλλους όπως ακριβώς ο βοσκός αποχωρίζει τα πρόβατα από τα 

κατσίκια και θα τοποθετήσει τα πρόβατα στα δεξιά του και τα κατσίκια

στα αριστερα.

τότε θα πει ο βασιλιάς σ'αυτους στα δεξιά του.ελατε οι ευλογημένοι του

πατέρα μου,να κληρονομήσεται την ετοιμασμενη  για σας βασιλεία απ'την αρχή 

του κόσμου.γιατι πείνασα και δώσατε σε μένα να φάω,διψασα και με ξεδιψασατε,

ξένος ήμουνα και με συμμαζέψατε,γυμνός,και με ντυσατε,αρρώστησα,και μ'

επισκεφτηκατε,στη φυλακή ήμουνα κι ήρθατε σε μενα.

τότε θα αποκριθούν σ'αυτόν οι δίκαιοι λέγοντας.κυριε,ποτε σε είδαμε να

πεινάς και σ'εθρεψαμε,η' να δίψας και σε ξεδιψασαμε;ποτέ σε είδαμε ξένο 

και σε συμμαζεψαμε,η' γυμνό και σε ντυσαμε;ποτέ σε είδαμε άρρωστο η' στη φυλακή κι ήρθαμε σε σένα;

και θ'αποκριθει ο βασιλιάς και θα πει σ'αυτους.αληθεια σας λέω,εφ'οσον 

το κάνατε σ'εναν απο τούτους τους καταφρονεμενους αδελφούς μου,σε μένα

το κάνατε.

τότε θα πει και σ'αυτους στα αριστερά.φυγετε μακρυά από μένα οι καταραμένοι

στην αιώνια φωτιά την ετοιμασμενη για τον διάβολο και τους αγγέλους του,

γιατι πείνασα και δεν δώσατε σε μένα να φάω,διψασα και δεν με ξεδιψασατε,

ξένοςήμουνα ,και δεν με συμμαζεψατε,γυμνός,και δεν με ντυσατε,ασθενής και στη φυλακή και δε μ'επισκεφτηκατε.

τότε θα αποκριθούν σ'αυτόν κι αυτοί λέγοντας.κυριε,ποτέ σε είδαμε να πεινας

η' να διψας η' ξένο η' γυμνό η' ασθενή η' στη φυλακή και δεν σε υπηρετήσαμε;

τότε θ'αποκριθει σ'αυτους λέγοντας.αληθεια σας λέω,εφ'οσον δεν το κάνατε

σ'εναν από τουτους τους καταφρονεμενους αδελφούς μου,ούτε σε μένα το κάνατε.

και θα πάνε αυτοί στην αιώνιο κόλαση,οι δε δίκαιοι στην αιώνιο ζωη


Εἶπεν ὁ Κύριος· όταν ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ᾿ἀλλήλων ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων.

Τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Ἐπείνασα γάρ, καὶἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με.

Τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; Πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; Πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ ἤλθομεν πρός σε;

Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε.

Τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ᾿ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. Ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με.

Τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι;

Τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε.

Καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον.

.

.

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Η παραβολή των μυρίων ταλαντων -Κυριακή ια' Ματθαίου,κεφ. ιη΄ 23-35 -μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Η παραβολή των μυρίων ταλαντων

-Κυριακή ια' Ματθαίου,κεφ. ιη΄ 23-35

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.

Η παραβολή των μυρίων ταλαντων

Κυριακή ια' Ματθαίου,κεφ. ιη΄ 23-35

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


είπε ο Κύριος την παραβολή αυτή.μοιαζει η βασιλεια των ουρανών με άνθρωπο

βασιλιά,που θέλησε να λογαριαστει με τους δούλους του.αφου άρχισε να 

λογαριάζει  έφεραν μπροστά σ'αυτόν ένα οφειλέτη μυρίων ταλαντων,και αφού

δεν ειχε να του δώσει πίσω τον πρόσταζε ο κύριος να  πουλησει τον εαυτό

του και τη γυναίκα του και τα παιδιά κι όλα όσα είχε,και να δωθεί πίσω.

πέφτοντας  λοιπόν ο δούλος τον προσκυνούσε λεγωντας.κυριε,δειξε υπομονή

σε μένα κι όλα θα σου τα δώσω πισω.τοτε επειδη τον λυπήθηκε ο κύριος του 

δούλου εκείνου τον άφησε να φύγει και το δάνειο του χαρισε.

βγαίνοντας έξω ο δούλος εκείνος βρήκε έναν από τους δούλους που είναι 

μαζί,που ώφειλε σ'αυτόν εκατό δηνάρια,και αφού τον έπιασε τον πίεζε πολυ λέγοντας,δωσ'μου πίσω ότι μου οφείλεις,πέφτοντας λοιπόν ο συνδουλος του 

στα πόδια του τον παρακαλούσε λέγοντας.δειξε υπομονή σε μένα και θά σου τα δώσω πισω. όμως δεν θέλησε,αλλά αφού έφυγε τον έβαλε στη φυλακή μέχρι να

το δώσει πίσω αυτό που του χρωστουσε.οταν ειδαν οι συνδουλοι του αυτά

που έγιναν στεναχωρήθηκαν  πάρα πολύ και πήγαν κι είπαν ακριβώς στον κύριο τους όλα οσα εγιναν.τοτε αφού τον  προσκάλεσε ο κύριος του λέει σ'αυτόν.

δουλε πονηρέ,όλο σου το χρέος στο χάρισα,επειδή με παρεκάλεσες,δεν έπρεπε 

και συ να λυπηθείς τον συνδουλο σου,όπως κι εγώ σε λυπηθηκα;κι επειδή

οργίστηκε ο κύριος του τον παρέδωσε στους βασανιστές μέχρι να δωσει

πίσω όλο το χρέος του σ'αυτόν.ετσι κι ο πατέρας μου θα κάνει σε σας,αν δεν

συγχωρέστε ο καθένας στον αδελφό του μεσα απ'την καρδιά σας τα αδικήματα

των


Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ­ταύτην· ὡ­­­μοι­ώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὃς ἠθέλησε συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ. ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναί­ρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης ­μυρίων ταλάν­των. μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ­ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναῖ­κα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι. πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε, ­μα­κροθύμησον ἐπ’ ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω. ­σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐ­τὸν καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ. ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν ­συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤ­­­φειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ ­κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγε λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις. πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων· ­μακροθύμησον ἐπ’ ἐμοὶ καὶ ἀποδώσω σοι. ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλ­λὰ ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον. ἰδόν­τες δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καὶ ἐλθόν­τες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα. τότε προσ­καλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με· οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγώ σε ἠλέησα; καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ ­παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ. Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ­καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν.

.

.

.

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2022

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Η παραβολή των ταλαντων -Κυριακη ιστ' Ματθαίου κεφ. κε' στίχοι 14-30 -μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Η παραβολή των ταλαντων

-Κυριακη ιστ' Ματθαίου κεφ. κε' στίχοι 14-30

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Η παραβολή των ταλαντων

Κυριακη ιστ' Ματθαίου κεφ. κε' στίχοι 14-30

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


είπε ο Κύριος την παραβολή αυτή.καποιος άνθρωπος που ετοιμάζονταν για

ταξίδι,κάλεσε τους δούλους του και παρέδωσε σ'αυτους τα υπάρχοντα του,

και στον μεν ένα έδωσε πέντε τάλαντα,στον δε δύο,στον δε ένα,στον καθένα 

κατά την δύναμη του,κι αναχώρησε αμέσως.

πηγε λοιπόν αυτός που  έλαβε τα πέντε τάλαντα εργασθηκε μ'αυτα κι έκανε

άλλα πέντε τάλαντα.το ίδιο κι αυτός με τα δύο κέρδισε κι αυτός αλλά δύο.

αυτός όμως που έλαβε το ένα αφού εφυγε έσκαψε στη γη κι έκρυψε το

χρήμα του κυρίου του.μετα από πολύ καιρό έρχεται ο κύριος των δούλων

εκείνων και λογαριάζεται μ'αυτους.και αφού πλησιασε αυτός που τα πεντε ταλαντα έλαβε και έφερε άλλα πέντε τάλαντα λεγωντας.πεντε τάλαντα

σε μένα  παρέδωσες,να άλλα πέντε ταλαντα κέρδισα επιπλέον σ'αυτα.

είπε σ'αυτόν ο κύριος του.ευγε,δουλε αγαθέ και πιστε.στα λίγα ησουν 

πιστός,στα πολλά θα σε τοποθετήσω.μπες στη χαρά του κυρίου σου.

αφού πλησιασε λοιπόν κι αυτός που τα δύο τάλαντα έλαβε είπε.κυριε,δύο

τάλαντα σε μένα παρέδωσες,να αλλα δυο τάλαντα κέρδισα επιπλέον σ'αυτα.

ειπε σ'αυτόν ο κύριος του.ευγε,δουλε αγαθέ και πιστε,στα λίγα ήσουν 

πιστός,στα πολλά θά σέ τακτοποιήσω.μπες στη χαρα του κυρίου σου.

αφου πλησίασε λοιπον κι αυτός που το ένα τάλαντα είχε λαβει είπε.κυριε,

γνωρίζοντας σε ότι σκληρός είσαι ανθρωπος,αφού θερίζεις όπου δεν εσπειρες,

και μαζευεις απ'οπου δεν σκορπίσες,κι επειδή φοβήθηκα αφού έφυγα έκρυψα

το ταλαντο σου στη γη,να πάρ'το το δικό σου.

τότε αποκρίθηκε λοιπόν  ο κύριος του κι είπε σ'αυτόν.πονηρε δουλε κι οκνηρε.

γνωριζες ότι θεριζω όπου δεν εσπειρα και μαζεύω απ'οπου δεν σκόρπισα,

έπρεπε λοιπον εσύ να καταθέσεις το χρήμα μου στους τραπεζίτες,κι όταν θα

έρθομουν  θα επαιρνα το δικό μου συν τον τοκο.παρτε λοιπόν απ'αυτον το

ταλαντο και δώστε το σ'αυτόν που έχει τα δέκα τάλαντα.

γιατί σ'αυτόν που έχει τα πάντα θα δωθούν και θα περισσέψουν.απ,'αυτον όμως

που δεν έχει κι αυτό που έχει θα αφαιρεθεί απ'αυτον.και τον άχρηστο δούλο

πετάξτε εις το σκότος το εξώτερον εκεί που είναι κλαμα και τριγμος δοντιών.

αυτά λεγωντας είπε.αυτος που έχει αυτιά να ακούει,ας ακουει


Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπός τις ἀπορῶν, ἐκάλεσε τοὺς ἰδίους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, καὶ τῷ μὲν ἔδωκε πέντε τάλαντα, τῷ δὲ δύο, τῷ δὲ ἐν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν, καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως. Πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα. Ὠσαυτὼς καὶ ὁ τὰ δύο ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο. Ὁ δὲ τὸ ἐν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν ἐν τῇ γῆ καὶ ἀπέκρυψε τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ. Μετὰ δὲ χρόνον πολὺν ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ συναιρεῖ μετ' αὐτῶν λόγον. Καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα λέγων κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας· ἰδὲ ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ' αὐτοῖς.

Ἐφῇ αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ. Ἐπ’ ὀλίγα ᾖς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σὲ καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σοῦ. Προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαντα λαβὼν εἶπε· κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας· ἰδὲ ἀλλὰ δύο τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ' αὐτοῖς. Ἐφῇ αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ· ἐπ’ ὀλίγα ᾖς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σὲ καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σοῦ. Προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἐν τάλαντον εἰληφὼς εἶπε· κύριε, ἔγνων σὲ ὅτι σκληρὸς εἰ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας· καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῆ· ἰδὲ ἔχεις τὸ σόν. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ· ἡδεῖς ὅτι θερίζω ὅπου οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα, ἔδει οὖν σὲ βαλεῖν τὸ ἀργύριόν μου τοῖς τραπεζίταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ· Ἄρατε οὖν ἀπ' αὐτοῦ τὸ τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι τὰ δέκα τάλαντα.

Τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ' αὐτοῦ. Καὶ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. Ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω

.

.

.

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2022

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΛΕΟ ΤΟΛΣΤΟΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ ΣΤΟ ΣΤΑΘΜΟ ΤΟΥ ΑΣΤΑΠΟΒΟ,20 Νοεμ 1910 -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΛΕΟ ΤΟΛΣΤΟΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ ΣΤΟ ΣΤΑΘΜΟ 

ΤΟΥ ΑΣΤΑΠΟΒΟ,20 Νοεμ 1910

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΛΕΟ ΤΟΛΣΤΟΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ ΣΤΟ ΣΤΑΘΜΟ 

ΤΟΥ ΑΣΤΑΠΟΒΟ,20 Νοεμ 1910

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


στο τρένο,Νοέμβριος,20,1910,όλα χιονισμενα,γεμάτο μουζικους,ο Λέο Τολστόι,ανάμεσα τους,τι ευτυχία,τους έλεγε,να μην σπάσει ο δεσμός ανάμεσα στη φύση και τον άνθρωπο,τον άκουγαν σαν Απόστολο,για να αλλάξει κάποιος τον κόσμο,πρέπει να αλλάξει αυτός ο ίδιος,κρύωνε,το στήθος του πονούσε,82 χρόνια στην ανθρωπότητα,το μέλλον,σκέφτονταν,να είναι καλλίτερο,χωρίς πόλεμο,αλλά με ειρήνη,κοίταξε από το παράθυρο το απέραντο λευκό τοπίο,να υπηρετείς την ανθρωποτητα αυτό ειναι το νόημα της ζωής,κάποτε είχε γράψει στο 

μυθιστόρημα του Άννα Καρένινα,όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιαζουν,κάθε όμως δυστυχισμένη οικογένεια είναι δυστυχισμένη για τον δικό της λόγο,τα πρόσωπα των μουζικων,σκεφτικα,κουρασμένα,

η Σοφία τον φώναζε που ασχουνταν μαζί τους,που τους άνοιξε σχολεία να μορφωθούν,στο σπίτι του στη Γιασναγια Πολιάνα,που πήγαινε στα χωράφια και δούλευε μαζί τους,αυτός

ένας πλούσιος αριστοκράτης Ρώσος,όλοι τον λένε Αναρχικό Χριστιανό,η εκκλησία τον αφόρισε,

η κυβέρνηση,τον άκουσαν οι μουζικοι στο τρένο να λέει,είναι μια

συμμορία ανθρώπων που ασκεί βια στούς άλλους,δεν γνωρίζουμε,συνέχισε,τιποτα,κι αυτό είναι η πιο μεγάλη σοφία στον άνθρωπο,σταματηστε την εργασία σας και κοιτάξτε γύρω σας, αν θέλεις να'σαι ευτυχισμένος,θα'σαι,

σε πέντε λεπτά,φωναζε περνώντας ο υπάλληλος του τρενου χτυπώντας ένα καμπανάκι,φτάνουμε στο σταθμό του Ασταποβο,ένιωθε ρίγη στο κορμί,του έρχονταν να λιποθυμήσει,όχι δεν τον φόβιζε αυτό,το τέλος,

έκλεισαν τα μάτια του,

έφτασαν στο σταθμό,μια αναστάτωση,κάποιος είπε πως μια νέα γυναίκα έπεσε στις γραμμές του τρένου,την έσυραν νεκρή,

η Άννα Καρένινα ,ψιθύρισε,

τον πήγαν στο κτιριο του σταθμού,εβηχε,έτρεμε,το κρύο επιδείνωσε τη κατάσταση του,είπε ο γιατρός,δεν μπορεί να γίνει τίποτα,η πνευμονία,

το κορμί του Λέο Τολστόι ασαλευτο,

κάπου στον κόσμο ακούγεται η 5η συμφωνια του Μπετόβεν


https://youtu.be/_mdyCDpdec4

.

.

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -θεραπεία των 10 λεπρων -Ευαγγελικό Aνάγνωσμα: Λουκας. ιζ’ 12 – 19 -μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-θεραπεία των 10 λεπρων

-Ευαγγελικό Aνάγνωσμα: Λουκας. ιζ’ 12 – 19

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


θεραπεία των 10 λεπρων

Ευαγγελικό Aνάγνωσμα: Λουκας. ιζ’ 12 – 19

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


το καιρό εκεινο ,όταν έμπαινε ο Ιησούς σε κάποια κωμόπολη,συναντήθηκαν

με αυτόν δέκα λεπροί άντρες,οι οποίοι στάθηκαν μακρυα και φώναξαν δυνατά.

Ιησού εσύ που γνωρίζεις,έλεησε μας.Και βλεπωντας είπε σ'αυτους.πηγαινετε

να δείξετε τους εαυτούς σας στους ιερείς,και καθώς πήγαιναν καθαρίστηκαν.

Ένας απ'αυτους ,βλεπωντας ότι θεραπεύτηκε,επέστρεψε με φωνή μεγάλη 

δοξάζοντας τον Θεό,κι έπεσε με το πρόσωπο του στα  πόδια του ευχαριστωντας

τον,ήταν Σαμαρείτης.τοτε ρώτησε ο Ιησούς.δεν καθαρίστηκαν και οι δέκα;

οι εννέα που είναι;δεν βρέθηκε κανένας άλλος να επιστρέψει και να δοξασει

τον Θεό παρά μόνο  ο αλλοφυλος αυτός.και είπε σ'αυτόν.σηκω πανω και πήγαινε,

η πίστις σου σ'εχει σωσει


Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσερχομένου τοῦ Ἰησοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν, καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς. Καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν. Εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; Οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; Καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε

.

.

.

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2022

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Από τα διηγήματα του ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ Τοξαρις η' περί φιλίας -μεταφραση-αποδοση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Από τα διηγήματα του ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοξαρις η'  περί φιλίας
-μεταφραση-αποδοση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Από τα διηγήματα του ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ
Τοξαρις η'  περί φιλίας
-μεταφραση-αποδοση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

α' μέρος
Αγαθοκλής και Χαρίκλεια

ΜΝΗΣΙΠΠΟΣ.μαρτυρας λοιπόν ας είναι ο Φίλιος Ζευς,για όσα,θα σου πω,
είτε ο ιδιος τα γνωριζω,είτε απ'αλλους για την ακρίβεια ρώτησα να μάθω,
τίποτα από μόνος μου δεν θα μεγαλοποιησω.
και κατά πρώτον του Αγαθοκλή και του Δεινια τη φιλια θα σου διηγηθώ,
που φημισμένη στους Ίωνες έγινε.Γιατι αυτος ο Αγαθοκλής απ'τη Σάμο
που πριν λίγο ζούσε,άριστος στη φιλία αποδείχτηκε,στα αλλά δεν ήταν
καθόλου ανώτερος από τους πολλούς Σαμιους ούτε σε γενια ούτε σε άλλη περιουσία.
Με τον Δεινια του Λυσωνα απ'την Έφεσο φίλος από παιδί ήταν.Ο Δεινιας
ήταν πλούσιος πάρα πολύ κι όπως γίνεται αφού νεόπλουτος ήταν,πολλούς
και διάφορους είχε γύρω του, επιτήδειους να πίνουν μαζί  και στις
διασκεδάσεις να συνεβρίσκονται,στη φιλία όμως παρά πολύ υπολειπονταν.
Στην αρχή λοιπόν μ'αυτους κι ο Αγαθοκλής συναναστρέφονταν και συνεβρισκονταν κι έπινε μαζί τους,χωρίς μ'αυτους να του αρέσει πολύ 
τέτοια σπατάλη.Κι ο Δεινιας απ'την άλλη καθόλου δεν του'χε περισσότερη
εκτίμηση απ'τους κόλακες.
Και τέλος ήταν αντίθετος πολλά κατακρινοντας,και φορτικός εγινε
επενθυμίζοντας πάντα τους προγόνους και προειδοποιωντας να φυλαει 
αυτά που μετα πολλων κόπων ο πατέρας σ'αυτον αφού απόκτησε του
τ'άφησε,με αποτέλεσμα γι'αυτά στα γλέντια δεν τον έπαιρνε πια,αλλά
μόνος μ'εκείνους διασκέδαζε,προσπαθώντας να ξεφύγει τον Αγαθοκλη.
Και κάποτε απ'τους κόλακες εκείνους ο δυστυχος πείστηκε πως
τον ερωτεύτηκε η Χαρίκλεια του Δειμωνακτα η γυναίκα,ενός άντρα επιφανούς
και πρώτου απ'τους Εφεσιους στα πολιτικά.Και γράμματα του έφταναν στο σπίτι από τη γυναίκα  και στεφάνια μισομαραμενα και κάποια μήλα δαγκωμενα
κι άλλα απ'όσα οι πουτανες για τους νέους μηχανεύονται,με προσοχη
σχεδιάζουν σ'αυτους τους ερωτες και τους φουντώνουν να νομίζουν πως
πρώτη φορά ερωτεύονται,γιατί αυτό ελκυστικό είναι και μάλιστα σ'αυτούς
που νομίζουν πως είναι ωραίοι,μέχρι χωρίς να το καταλάβουν στα δίχτυα να πέσουν. 
Η Χαρίκλεια ήταν γοητευτική γυναίκα,αδιαντροπη όμως στη πουτανια και παντοτε την έπεφτε σ'οσους συναντούσε κι ακόμα αν πολύ λίγο καποιος το ήθελε.κι αν καποιος και μόνο την κοιτούσε,αμέσως του'κανε νεύμα ναι,και 
καμια ντροπή δεν είχε για ν'αρνηθεί η Χαρίκλεια.
πανούργα και κατά τ'αλλα και τεχνητρα από οποια ήθελε από τις εταιρες
να παρασύρει εραστή κι αν διστάζει ολοκληρωτικά να γοητεύει κι αφού
τον είχε τον αναστατωνε και τον έκαιγε δηθεν με το θυμό,δηθεν με ερωτολογα
και μετά από λίγο με την περιφρόνηση και με προσποιηση πως άλλον προτιμά,
κι είχε όλο τον έλεγχο η γυναίκα και πολλά τεχνάσματα ετοίμαζε για τους
εραστες,
αυτη λοιπόν τότε οι κόλακες του Δεινια έρριξαν στον αβγαλτο νεαρό και
με πολλά κοροϊδεύοντας,τον εσπρωχναν στον έρωτα της Χαρίκλειας,αυτή 
πολλούς ήδη νέους είχε καταστρέψει και μυριάδες έρωτες ειχε υποκριθει
και σπίτια πλούσια είχε αναστατώσει,πονηρή και πολύπειρη να αποπλανησει,
παίρνοντας στα χέρια αφελή κι άπειρο σε τέτοια τεχνάσματα νεαρό μέσα
στα νύχια της,τον ξεμυαλισε εντελώς,όμως κάνοντας τον κυριολεκτικά ότι 
ήθελε κι αυτή όμως χάθηκε απ'το θυμα της και στον δύστυχο τον Δεινια για
μύρια κακά η αιτία έγινε.
κατά πρώτον λοιπόν του πετούσε εκείνα τα γράμματα ,στέλνοντας συνεχως
την ρουφιανα υπηρετρια της,πως τάχα έκλαψε και δεν είχε υπνο και τέλος 
πως θα κρεμαστει για τον έρωτα του,ώσπου ο αφελής πείστηκε πως είναι
ωραίος και στις γυναίκες της Εφέσου περιζητητος και με τα πολλά τέτοια
κόλπα πιάστηκε στα δίχτια της.
Από κεί και πέρα ήταν πια εύκολο,για να καταστραφεί από γυναίκα ωραία
και γνωστρια των ερωτικών απολαύσεων,και ποτε έκανε πως δακρύζει,
και που συχνά αναστεναζε παθιαρικα αναμεσα τα λόγια της  κι όταν αυτός έφευγε τον αγκάλιαζε,κι όταν έρχονταν έτρεχε να τον προϋπαντήσει και
καλλωπιζονταν για να του αρέσει πιο πολύ και συχνά τραγουδούσε κι έπαιζε κιθαρα.
Όλ'αυτά για τον Δεινια τα μεταχειρίζονταν,κι όταν κατάλαβε ότι τον είχε αποπλανησει  και εντελώς από έρωτα ξετρελανει,κι άλλο επινόησε επιπλέον 
και τον δύστυχο αφάνισε.εκανε τάχα πως γκαστρωθηκε απ'αυτον-
αρκετό αυτό για να βάλει φωτιά σ'έναν βλάκα εραστη-κι έπαψε να πηγαινει σ'αυτόν,
τάχα να φυλαχτεί απ'τον άντρα της που'χε μάθει για τον έρωτα τους,αυτό 
εκείνος δεν μπορούσε να το υποφερει,ούτε ν'αντεξει να μην την βλέπει,έκλαιγε 
και τους κολακες έστελνε,και τ'ονομα της Χαρίκλειας φώναζε και την
εικόνα της αγκαλιαζε-που'χε κάνει με λευκή πετρα-οδυρονταν,και τέλος,
πέφτοντας στο πάτωμα κυλιονταν και ήταν ακριβως σαν να'χε λυσσαξει,
Και τα δώρα πια δεν ήταν μήλα και στεφάνια που της έδωσε,αλλά ολόκληρα
σπίτια και χωράφια και υπηρέτες και φορέματα στολισμένα στο χρυσό όσα
ηθελε.
και μετά τι έγινε;σύντομα απ'το σπίτι του Λυσωνα,το πιο ονομαστό στην Ιωνία,
δεν εμεινε τίποτα πια κι άδειασε.Επειτα,αφού πια στεγνός ήταν,τον παράτησε 
για κάποιον άλλον Κρητικό νεαρό από πλούσια οικογένεια ψαρεύοντας και
σ'εκεινον πήγαινε και του'κανε την ερωτευμένη και κείνος το πιστευε.
παρατημένος λοιπόν ο Δεινιας όχι μόνο απ'την Χαρίκλεια αλλά κι απ'τους
κόλακες γιατί εκείνοι ήδη στον Κρητικό εραστή έτρεξαν παει στον
Αγαθοκλή που από πολύ καιρό ήδη ήξερε την κατάντια του και ντρεπονταν 
να του τα  πει ολα-για τον ερωτα,για το ξαφρισμα,για την περιφρόνηση της γυναίκας,για τον Κρητικό αντεραστη,και τέλος,πως δεν μπορεί να ζήσει
χωρις τη Χαρίκλεια,και θεωρώντας που είναι άκαιρο να θυμίσει στον Δεινια
ότι αυτόν μονάχα απ'τους φίλους δεν έκανε παρέα αλλά τους κόλακες απ'αυτον
προτιμούσε τοτε,αφού πούλησε το μοναδικό πατρικό σπίτι που'χε στη
Σάμο επέστρεψε και του'δωσε τα χρήματα,τρία ταλαντα,
παίρνοντας τα ο Δεινιας αμέσως εμφανίστηκε στη Χαρίκλεια που τον βρήκε 
πως ξαναομορφηνε και πάλι η ρουφιαννα υπηρέτρια και τα γράμματα,και του
παραπονέθηκε που εξαφανίστηκε τόσο καιρό,κι οι κόλακες ξανατρεξαν να 
μαδησουν,βλεπωντας πως ήταν ακόμη φαγώσιμος ο Δεινιας.
Της είπε πως θα πάει σ'αυτη και πήγε την ώρα του πρώτου ύπνου και μεσα
ήταν,ο Δειμωνακτας,ο άντρας της Χαρίκλειας,είτε το μυριστηκε,είτε κι επειδή 
από συννενόηση με τη γυναίκα,και τα δύο λέγονται,βγαίνοντας από κρυψώνα
φώναξε να κλειστεί η πόρτα της αυλής και να συλληφθεί ο Δεινιας,με φωτιά 
και μαστίγιο απειλώντας και τράβηξε  πάνω του το σπαθί όπως σε μοιχο,
αυτός καταλαβαίνοντας τον κίνδυνο,αρπάζει ένα λοστό που ήταν εκεί κοντά
και σκοτώνει τον Δειμωνακτα,κτυπώντας τον στον κρόταφο,και τη Χαρίκλεια,
όχι μία φορά πληγώνοντας,αλλά με το λοστό πολλές φορές,και με το σπαθί 
του Δειμωνακτα υστερα.
οι υπηρέτες στην αρχή έμειναν αφωνοι,απ'τό τρομερό πράγμα που γίνονταν
ξαφνιασμένοι,έπειτα προσπαθησαν να τον συλλάβουν,αυτός όρμησε με
το ξίφος πάνω τους,κι εκείνοι σκόρπισαν,ο Δεινιας απομακρύνθηκε γρήγορα μετα απο τέτοιο μεγάλο φονικό που εκανε και μέχρι να ξημερώσει στον Αγαθοκλη έμεινε,κι αναλογίζονταν αυτά που πραχτηκαν,κι αυτά που πρόκειται να συμβουν  μελλοντικά,όταν ξημέρωσε ήρθαν οι στρατηγοι-γιατι ήδη το φονικό μαθευτηκε-κι αφού συνέλαβαν τον Δεινια,που δεν αρνήθηκε πως έκανε φονο,τον πήγαν στον αρμοστή που κυβερνούσε την Ασία τοτε,αυτός στον μεγάλο βασιλέα τον παραπεμπει και μετά από λίγο στάλθηκε ο Δεινιας στη Γυάρο νησι
των Κυκλάδων,σ'αυτη να μείνει εξόριστος για πάντα με απόφαση του βασιλεα,
ο Αγαθοκλής και στ'αλλα συμπαραστάθηκε και βρέθηκε στην Ιταλία και
παρουσιάστηκε στο δικαστήριο ο μόνος απ'τους φίλους και σε τίποτα
δεν δείλιασε,κι όταν  πια έφευγε για την εξορία ο Δεινιας,ούτε τότε εγκατέλειψε τονφίλο,καταδίκασε λοιπόν τον ίδιο του τον εαυτό να μεινει στη Γυαρο
και εξορίατηκε μαζί μ'αυτον,και επειδή σ'ολα τα αναγκαία  είχαν στέρηση,
πήγε σε ψαράδες πορφύρα και έκανε καταδύσεις και μ'αυτο που κέρδιζε
κι έφερνε έτρεφε τον Δεινια,κι οταν κάποτε αρρώστησε για πολύ καιρό τον φρόντισε και τον θεραπευσε,κι όταν πέθανε δεν θέλησε να γυρίσει στο
στο τόπο του,αλλά στο νησί έμεινε επειδή ντρέπονταν και πεθαμένο 
να εγκαταλείψει τον φίλο του.
αυτη  είναι η συμπεριφορά Έλληνα φίλου που δεν  έγινε πριν από  πολλά χρονια,
γιατι όπως ξέρω πέντε ήδη χρόνια έχουν περάσει απ'ότου ο Αγαθοκλής στη 
Γυαρο πεθανε.
.
.
ΜΝΗΣΙΠΠΟΣ 12 ἴστω τοίνυν ὁ Ζεὺς ὁ Φίλιος, ἦ μὴν ὁπόσα, ἂν λέγω πρὸς σὲ ἢ αὐτὸς εἰδὼς ἢ παρ᾽ ἄλλων ὁπόσον οἷόν τε ἦν δι᾽ ἀκριβείας ἐκπυνθανόμενος ἐρεῖν, μηδὲν παρ᾽ ἐμαυτοῦ ἐπιτραγῳδῶν. Καὶ πρώτην γέ σοι τὴν Ἀγαθοκλέους καὶ Δεινίου φιλίαν διηγήσομαι, ἀοίδιμον ἐν τοῖς Ἴωσι γενομένην. Ἀγαθοκλῆς γὰρ οὗτος ὁ Σάμιος οὐ πρὸ πολλοῦ ἐγένετο, ἄριστος μὲν πρὸς φιλίαν, ὡς ἔδειξεν, τὰ ἄλλα δὲ οὐδὲν ἀμείνων Σαμίων τῶν πολλῶν οὔτε ἐς τὸ γένος οὔτε ἐς τὴν ἄλλην περιουσίαν. Δεινίᾳ δὲ τῷ Λύσωνος Ἐφεσίῳ φίλος ἐκ παίδων ἦν. ὁ δὲ Δεινίας ἐπλούτει ἄρα εἰς ὑπερβολήν καὶ ὥσπερ εἰκὸς νεόπλουτον ὄντα, πολλοὺς καὶ ἄλλους εἶχε περὶ ἑαυτόν, ἱκανοὺς μὲν συμπιεῖν καὶ πρὸς ἡδονὴν συνεῖναι, φιλίας δὲ πλεῖστον ὅσον ἀποδέοντας. Tέως μὲν οὖν ἐν τούτοις καὶ ὁ Ἀγαθοκλῆς ἐξητάζετο, καὶ συνῆν καὶ συνέπινεν αὐτοῖς οὐ πάνυ χαίρων τῇ τοιαύτῃ διατριβῇ, καὶ ὁ Δεινίας οὐδὲν αὐτὸν ἐντιμότερον εἶχεν τῶν κολάκων. Τελευταῖον δὲ καὶ προσέκρουε τὰ πολλὰ ἐπιτιμῶν, καὶ φορτικὸς ἐδόκει ὑπομιμνήσκων ἀεὶ τῶν προγόνων καὶ φυλάττειν παραγγέλλων ἃ μετὰ πολλῶν καμάτων ὁ πατὴρ αὐτῷ κτησάμενος κατέλιπεν, ὥστε διὰ ταῦτα οὐδὲ ἐπὶ τοὺς κώμους ἀπῆγεν ἔτι αὐτόν, ἀλλὰ μόνος μετ᾽ ἐκείνων ἐκώμαζε, λανθάνειν πειρώμενος τὸν Ἀγαθοκλέα.
13 Καὶ δή ποτε ὑπὸ τῶν κολάκων ἐκείνων ὁ ἄθλιος ἀναπείθεται ὡς ἐρῴη αὐτοῦ Χαρίκλεια Δημώνακτος γυνή, ἀνδρὸς ἐπιφανοῦς καὶ πρώτου Ἐφεσίων τὰ πολιτικά: καὶ γραμματεῖά τε εἰσεφοίτα παρὰ τῆς γυναικὸς αὐτῷ καὶ στέφανοι ἡμιμάραντοι καὶ μῆλά τινα ἀποδεδηγμένα καὶ ἄλλα ὁπόσα αἱ μαστροποὶ ἐπὶ τοῖς νέοις μηχανῶνται, κατὰ μικρὸν αὐτοῖς ἐπιτεχνώμεναι τοὺς ἔρωτας καὶ ἀναφλέγουσαι τὸ πρῶτον ἐρᾶσθαι νομίζοντας ἐπαγωγότατον γὰρ τοῦτό γε καὶ μάλιστα τοῖς καλοῖς εἶναι οἰομένοις, ἄχρι· ἂν λάθωσιν εἰς τὰ δίκτυα ἐμπεσόντες. ἡ Χαρίκλεια δὲ ἦν ἀστεῖον μέν τι γύναιον, ἑταιρικὸν δὲ ἐκτόπως καὶ τοῦ προστυχόντος ἀεί, καὶ εἰ πάνυ ἐπ᾽ ὀλίγῳ ἐθελήσειέ τις· καὶ εἰ προσίδοι τις μόνον, εὐθὺς ἐπένευε, καὶ δέος οὐδὲν ἦν μή πη ἀντείποι Χαρίκλεια. Δεινὴ δὲ καὶ τὰ ἄλλα, καὶ τεχνῖτις παρ᾽ ἥντινα βούλει τῶν ἑταιρῶν ἐπισπάσασθαι ἐραστὴν καὶ ἀμφίβολον ἔτι ὄντα ὅλον ὑποποιήσασθαι καὶ ἐνεχόμενον ἤδη ἐπιτεῖναι καὶ προσεκκαῦσαι ἄρτι μὲν ὀργῇ, ἄρτι δὲ κολακείᾳ καὶ μετὰ μικρὸν ὑπεροψίᾳ καὶ τῷ πρὸς ἕτερον ἀποκλίνειν δοκεῖν, καὶ ὅλη συνεκεκρότητο ἁπανταχόθεν ἡ γυνὴ καὶ πολλὰ μηχανήματα παρεσκεύαστο κατὰ τῶν ἐραστῶν.
14Ταύτην οὖν τότε οἱ Δεινίου κόλακες παραλαμβάνουσιν ἐπὶ τὸ μειράκιον, καὶ τὰ πολλὰ ὑπεκωμῴδουν, συνωθοῦντες αὐτὸν εἰς τὸν ἔρωτα τῆς Χαρικλείας. ἡ δὲ πολλοὺς ἤδη νέους ἐκτραχηλίσασα καὶ μυρίους ἔρωτας ὑποκριναμένη καὶ οἴκους πολυταλάντους ἀνατρέψασα, ποικίλον τι καὶ πολυγύμναστον κακόν, παραλαβοῦσα εἰς τὰς χεῖρας ἁπλοϊκὸν καὶ ἄπειρον τῶν τοιούτων μηχανημάτων νεανίσκον οὐκ ἀνῆκεν ἐκ τῶν ὀνύχων, ἀλλὰ περιέχουσα πανταχόθεν καὶ διαπείρασα, ὅτε ἤδη παντάπασιν ἐκράτει, αὐτή τε ἀπώλετο ὑπὸ τῆς ἄγρας καὶ τῷ κακοδαίμονι Δεινίᾳ μυρίων κακῶν αἰτία ἐγένετο
Tὸ μὲν γάρ πρῶτον εὐθὺς ἐκεῖνα ἐπ᾽ αὐτὸν καθίει τὰ γραμματεῖα, συνεχῶς πεμπομένη τὴν ἅβραν, ὡς ἐδάκρυσε καὶ ἐπηγρύπνησε καὶ τέλος ὡς ἀπάγξει ἑαυτὴν ἡ ἀθλία ὑπὸ τοῦ ἔρωτος, ἕως δὴ ὁ μακάριος ἐπείσθη καλὸς εἶναι καὶ ταῖς Ἐφεσίων γυναιξὶ περιπόθητος, καί που συνηνέχθη πολλὰ
15 ἱκετευθείς. Τὸ ἐντεῦθεν ἤδη ῥᾷον, ὡς τὸ εἰκός, ἁλώσεσθαι ἔμελλεν ὑπὸ γυναικὸς καλῆς καὶ πρὸς ἡδονήν τε ὁμιλῆσαι ἐπισταμένης καὶ ἐν καιρῷ δακρῦσαι καὶ μεταξὺ τῶν λόγων ἐλεεινῶς ὑποστενάξαι καὶ ἀπιόντος ἤδη λαβέσθαι καὶ εἰσελθόντι προσδραμεῖν καὶ καλλωπίζεσθαι ὡς ἂν μάλιστα ἀρέσειε, καί που καί ᾆσαι καί κιθαρίσαι.
Οἷς ἅπασι κατὰ τοῦ Δεινίου ἐκέχρητο· καὶ ἐπεὶ ᾔσθετο πονηρῶς ἔχοντα καὶ διάβροχον ἤδη τῷ ἔρωτι καὶ τακερὸν γεγενημένον, ἄλλο ἐπὶ τούτοις ἐπενόει καὶ τὸν ἄθλιον ἀπώλλυε· κύειν τε γὰρ ἐξ αὐτοῦ σκήπτεται — ἱκανὸν δὲ καὶ τοῦτο βλᾶκα ἐραστὴν προσεκπυρῶσαι — καὶ οὐκέτι ἐφοίτα πρὸς αὐτόν, φυλάττεσθαι ὑπὸ τἀνδρὸς λέγουσα πεπυσμένου τὸν ἔρωτα.
ὁ δ᾽ οὐκέτι οἷός τε ἦν φέρειν τὸ πρᾶγμα, οὐδὲ ἠνείχετο μὴ ὁρῶν αὐτήν, ἀλλὰ ἐδάκρυε καὶ τοὺς κόλακας εἰσέπεμπεν καὶ τοὔνομα τῆς Χαρικλείας ἐπεβοᾶτο καὶ τὴν εἰκόνα περιβαλὼν αὐτῆς — ἐπεποίητο δὲ λίθου λευκοῦ — ἐκώκυε, καὶ τέλος καταβαλὼν ἑαυτὸν εἰς τοὔδαφος ἐκυλίνδετο καὶ λύττα ἦν ἀκριβὴς τὸ πρᾶγμα. Τὰ μὲν γὰρ δῶρα οὐ κατὰ μῆλα καὶ στεφάνους ἀντεδίδοτο αὐτῇ, ἀλλὰ συνοικίαι ὅλαι καὶ ἀγροὶ καὶ θεράπαιναι καὶ ἐσθῆτες εὐανθεῖς καὶ χρυσὸν ὁπόσον ἐθελήσειε.
14 Ταύτην οὖν τότε οἱ Δεινίου κόλακες παραλαμβάνουσιν ἐπὶ τὸ μειράκιον, καὶ τὰ πολλὰ ὑπεκωμῴδουν, συνωθοῦντες αὐτὸν εἰς τὸν ἔρωτα τῆς Χαρικλείας. ἡ δὲ πολλοὺς ἤδη νέους ἐκτραχηλίσασα καὶ μυρίους ἔρωτας ὑποκριναμένη καὶ οἴκους πολυταλάντους ἀνατρέψασα, ποικίλον τι καὶ πολυγύμναστον κακόν, παραλαβοῦσα εἰς τὰς χεῖρας ἁπλοϊκὸν καὶ ἄπειρον τῶν τοιούτων μηχανημάτων νεανίσκον οὐκ ἀνῆκεν ἐκ τῶν ὀνύχων, ἀλλὰ περιέχουσα πανταχόθεν καὶ διαπείρασα, ὅτε ἤδη παντάπασιν ἐκράτει, αὐτή τε ἀπώλετο ὑπὸ τῆς ἄγρας καὶ τῷ κακοδαίμονι Δεινίᾳ μυρίων κακῶν αἰτία ἐγένετο.
Καὶ τί γάρ; ἐν βραχεῖ ὁ Λύσωνος οἶκος, ὀνομαστότατος τῶν ἐν Ἰωνίᾳ γενόμενος, ἐξήντλητο ἤδη καὶ ἐξεκεκένωτο. Εἶτα, ὡς ἤδη αὖος ἦν, ἀπολιποῦσα αὐτὸν ἄλλον τινὰ Κρῆτα νεανίσκον τῶν ὑποχρύσων ἐθήρα καὶ μετέβαινεν ἐπ᾽ ἐκεῖνον καὶ ἤρα ἤδη αὐτοῦ, κἀκεῖνος ἐπίστευεν.
ἀμελούμενος οὖν ὁ Δεινίας οὐχ ὑπὸ τῆς Χαρικλείας μόνον ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τῶν κολάκων κἀκεῖνοι γὰρ ἐπὶ τὸν Κρῆτα ἤδη τὸν ἐρώμενον μετεληλύθεσαν ἔρχεται παρὰ τὸν Ἀγαθοκλέα καὶ πάλαι εἰδότα ὡς ἔχοι πονηρῶς τὰ πράγματα αὐτῷ, καὶ αἰδούμενος τὸ πρῶτον ὅμως διηγεῖτο πάντα — τὸν ἔρωτα, τὴν ἀπορίαν, τὴν ὑπεροψίαν τῆς γυναικός, τὸν ἀντεραστὴν τὸν Κρῆτα, καὶ τέλος ὡς οὐ βιώσεται μὴ οὐχὶ συνὼν τῇ Χαρικλείᾳ. ὁ δὲ ἄκαιρον εἶναι νομίσας ἐν τούτῳ ἀπομνημονεύειν τῷ Δεινίᾳ διότι οὐ προσίετο μόνον αὐτὸν τῶν φίλων ἀλλὰ τοὺς κόλακας αὐτοῦ προετίμα τότε, ἣν μόνον εἶχεν πατρῴαν οἰκίαν ἐν Σάμῳ ἀπεμπολήσας ἧκεν αὐτῷ τὴν τιμὴν κομίζων, τρία τάλαντα.
17 Λαβὼν δὲ ὁ Δεινίας οὐκ ἀφανὴς εὐθὺς ἦν τῇ Χαρικλείᾳ καλός ποθεν αὖθις γεγενημένος, καὶ αὖθις ἡ ἅβρα καὶ τὰ γραμματεῖα, καὶ μέμψις ὅτι μὴ πολλοῦ χρόνου ἀφίκετο, καὶ οἱ κόλακες συνέθεον ἐπικαλαμησόμενοι, ὁρῶντες ἐδώδιμον ἔτι ὄντα τὸν Δεινίαν. ὡς δὲ ὑπέσχετο ἥξειν παρ᾽ αὐτὴν καὶ ἧκε περὶ πρῶτον ὕπνον καὶ ἔνδον ἦν, ὁ Δημῶναξ, ὁ τῆς Χαρικλείας ἀνήρ, εἴτε ἄλλως αἰσθόμενος εἴτε καὶ ἀπὸ συνθήματος τῆς γυναικός ἄμφω γὰρ λέγεται ἐπαναστὰς ὥσπερ ἐκ λόχου τήν τε αὔλειον ἀποκλείειν ἐκέλευεν καὶ συλλαμβάνειν τὸν Δεινίαν, πῦρ καὶ μάστιγας ἀπειλῶν καὶ ξίφος ὡς ἐπὶ μοιχὸν σπασάμενος.
ὁ δὲ συνιδὼν οὗ κακῶν ἦν, μοχλόν τινα πλησίον κείμενον ἁρπάσας αὐτόν τε ἀποκτείνει τὸν Δημώνακτα, πατάξας εἰς τὸν κρόταφον, καὶ τὴν Χαρίκλειαν, οὐ μιᾷ πληγῇ ταύτην, ἀλλὰ καὶ τῷ μοχλῷ πολλάκις καὶ τῷ ξίφει τοῦ Δημώνακτος ὕστερον. Οἱ δ᾽ οἰκέται τέως μὲν ἑστήκεσαν ἄφωνοι, τῷ παραδόξῳ τοῦ πράγματος ἐκπεπληγμένοι, εἶτα πειρώμενοι συλλαμβάνειν, ὡς καὶ αὐτοῖς ἐπῄει μετὰ τοῦ ξίφους, ἐκεῖνοι μὲν ἔφευγον, ὁ Δεινίας δὲ ὑπεξέρχεται τηλικοῦτον ἔργον εἰργασμένος. καὶ τὸ μέχρι τῆς ἕω παρὰ τῷ Ἀγαθοκλεῖ διέτριβεν, ἀναλογιζόμενοι τὰ πεπραγμένα καὶ περὶ τῶν μελλόντων ὅ τι ἀποβήσεται σκοποῦντες: ἕωθεν δὲ οἱ στρατηγοὶ παρῆσαν — ἤδη γὰρ τὸ πρᾶγμα διεβεβόητο — καὶ συλλαβόντες τὸν Δεινίαν, οὐδ᾽ αὐτὸν ἔξαρνον ὄντα μὴ οὐχὶ πεφονευκέναι, ἀπάγουσι παρὰ τὸν ἁρμοστὴν ὃς ἥρμοζε τὴν Ἀσίαν τότε. ὁ δὲ βασιλεῖ τῷ μεγάλῳ ἀναπέμπει αὐτὸν καὶ μετ᾽ οὐ πολὺ κατεπέμφθη ὁ Δεινίας εἰς Γύαρον νῆσον τῶν Κυκλάδων, ἐν ταύτῃ φεύγειν εἰς ἀεὶ τεταγμένος ὑπὸ βασιλέως.
18 ὁ δὲ Ἀγαθοκλῆς καὶ τἄλλα μὲν συνῆν καὶ συναπῆρεν εἰς τὴν Ἰταλίαν καὶ συνεισῆλθεν εἰς τὸ δικαστήριον μόνος τῶν φίλων καὶ πρὸς οὐδὲν ἐνεδέησεν. ἐπεὶ δὲ ἤδη ἔφευγεν ὁ Δεινίας, οὐδὲ τότε ἀπελείφθη τοῦ ἑταίρου, καταδικάσας δὲ αὐτὸς αὑτοῦ διέτριβεν ἐν Γυάρῳ καὶ συνέφευγεν αὐτῷ, καὶ ἐπειδὴ παντάπασιν ἠπόρουν τῶν ἀναγκαίων, παραδοὺς ἑαυτὸν τοῖς πορφυρεῦσι συγκατεδύετο καὶ τὸ γινόμενον ἐκ τούτου ἀποφέρων ἔτρεφε τὸν Δεινίαν· καὶ νοσήσαντά τε ἐπὶ μήκιστον ἐθεράπευσε καὶ ἀποθανόντος οὐκέτι ἐπανελθεῖν εἰς τὴν ἑαυτοῦ ἠθέλησεν, ἀλλ᾽ αὐτοῦ ἐν τῇ νήσῳ ἔμεινεν αἰσχυνόμενος καὶ τεθνεῶτα ἀπολιπεῖν τὸν φίλον.
Τοῦτό σοι ἔργον φίλου Ἕλληνος οὐ πρὸ πολλοῦ γενόμενον· ἔτη γὰρ οὐκ οἶδα εἰ πέντε ἤδη διελήλυθεν ἀφ᾽ οὗ Ἀγαθοκλῆς ἐν Γυάρῳ ἀπέθανεν.Μνήσιπποςbr> 12 ἴστω τοίνυν ὁ Ζεὺς ὁ Φίλιος, ἦ μὴν ὁπόσα, ἂν λέγω πρὸς σὲ ἢ αὐτὸς εἰδὼς ἢ παρ᾽ ἄλλων ὁπόσον οἷόν τε ἦν δι᾽ ἀκριβείας ἐκπυνθανόμενος ἐρεῖν, μηδὲν παρ᾽ ἐμαυτοῦ ἐπιτραγῳδῶν. Καὶ πρώτην γέ σοι τὴν Ἀγαθοκλέους καὶ Δεινίου φιλίαν διηγήσομαι, ἀοίδιμον ἐν τοῖς Ἴωσι γενομένην. Ἀγαθοκλῆς γὰρ οὗτος ὁ Σάμιος οὐ πρὸ πολλοῦ ἐγένετο, ἄριστος μὲν πρὸς φιλίαν, ὡς ἔδειξεν, τὰ ἄλλα δὲ οὐδὲν ἀμείνων Σαμίων τῶν πολλῶν οὔτε ἐς τὸ γένος οὔτε ἐς τὴν ἄλλην περιουσίαν. Δεινίᾳ δὲ τῷ Λύσωνος Ἐφεσίῳ φίλος ἐκ παίδων ἦν. ὁ δὲ Δεινίας ἐπλούτει ἄρα εἰς ὑπερβολήν καὶ ὥσπερ εἰκὸς νεόπλουτον ὄντα, πολλοὺς καὶ ἄλλους εἶχε περὶ ἑαυτόν, ἱκανοὺς μὲν συμπιεῖν καὶ πρὸς ἡδονὴν συνεῖναι, φιλίας δὲ πλεῖστον ὅσον ἀποδέοντας. Tέως μὲν οὖν ἐν τούτοις καὶ ὁ Ἀγαθοκλῆς ἐξητάζετο, καὶ συνῆν καὶ συνέπινεν αὐτοῖς οὐ πάνυ χαίρων τῇ τοιαύτῃ διατριβῇ, καὶ ὁ Δεινίας οὐδὲν αὐτὸν ἐντιμότερον εἶχεν τῶν κολάκων. Τελευταῖον δὲ καὶ προσέκρουε τὰ πολλὰ ἐπιτιμῶν, καὶ φορτικὸς ἐδόκει ὑπομιμνήσκων ἀεὶ τῶν προγόνων καὶ φυλάττειν παραγγέλλων ἃ μετὰ πολλῶν καμάτων ὁ πατὴρ αὐτῷ κτησάμενος κατέλιπεν, ὥστε διὰ ταῦτα οὐδὲ ἐπὶ τοὺς κώμους ἀπῆγεν ἔτι αὐτόν, ἀλλὰ μόνος μετ᾽ ἐκείνων ἐκώμαζε, λανθάνειν πειρώμενος τὸν Ἀγαθοκλέα.
13 Καὶ δή ποτε ὑπὸ τῶν κολάκων ἐκείνων ὁ ἄθλιος ἀναπείθεται ὡς ἐρῴη αὐτοῦ Χαρίκλεια Δημώνακτος γυνή, ἀνδρὸς ἐπιφανοῦς καὶ πρώτου Ἐφεσίων τὰ πολιτικά: καὶ γραμματεῖά τε εἰσεφοίτα παρὰ τῆς γυναικὸς αὐτῷ καὶ στέφανοι ἡμιμάραντοι καὶ μῆλά τινα ἀποδεδηγμένα καὶ ἄλλα ὁπόσα αἱ μαστροποὶ ἐπὶ τοῖς νέοις μηχανῶνται, κατὰ μικρὸν αὐτοῖς ἐπιτεχνώμεναι τοὺς ἔρωτας καὶ ἀναφλέγουσαι τὸ πρῶτον ἐρᾶσθαι νομίζοντας ἐπαγωγότατον γὰρ τοῦτό γε καὶ μάλιστα τοῖς καλοῖς εἶναι οἰομένοις, ἄχρι· ἂν λάθωσιν εἰς τὰ δίκτυα ἐμπεσόντες. ἡ Χαρίκλεια δὲ ἦν ἀστεῖον μέν τι γύναιον, ἑταιρικὸν δὲ ἐκτόπως καὶ τοῦ προστυχόντος ἀεί, καὶ εἰ πάνυ ἐπ᾽ ὀλίγῳ ἐθελήσειέ τις· καὶ εἰ προσίδοι τις μόνον, εὐθὺς ἐπένευε, καὶ δέος οὐδὲν ἦν μή πη ἀντείποι Χαρίκλεια. Δεινὴ δὲ καὶ τὰ ἄλλα, καὶ τεχνῖτις παρ᾽ ἥντινα βούλει τῶν ἑταιρῶν ἐπισπάσασθαι ἐραστὴν καὶ ἀμφίβολον ἔτι ὄντα ὅλον ὑποποιήσασθαι καὶ ἐνεχόμενον ἤδη ἐπιτεῖναι καὶ προσεκκαῦσαι ἄρτι μὲν ὀργῇ, ἄρτι δὲ κολακείᾳ καὶ μετὰ μικρὸν ὑπεροψίᾳ καὶ τῷ πρὸς ἕτερον ἀποκλίνειν δοκεῖν, καὶ ὅλη συνεκεκρότητο ἁπανταχόθεν ἡ γυνὴ καὶ πολλὰ μηχανήματα παρεσκεύαστο κατὰ τῶν ἐραστῶν.
14Ταύτην οὖν τότε οἱ Δεινίου κόλακες παραλαμβάνουσιν ἐπὶ τὸ μειράκιον, καὶ τὰ πολλὰ ὑπεκωμῴδουν, συνωθοῦντες αὐτὸν εἰς τὸν ἔρωτα τῆς Χαρικλείας. ἡ δὲ πολλοὺς ἤδη νέους ἐκτραχηλίσασα καὶ μυρίους ἔρωτας ὑποκριναμένη καὶ οἴκους πολυταλάντους ἀνατρέψασα, ποικίλον τι καὶ πολυγύμναστον κακόν, παραλαβοῦσα εἰς τὰς χεῖρας ἁπλοϊκὸν καὶ ἄπειρον τῶν τοιούτων μηχανημάτων νεανίσκον οὐκ ἀνῆκεν ἐκ τῶν ὀνύχων, ἀλλὰ περιέχουσα πανταχόθεν καὶ διαπείρασα, ὅτε ἤδη παντάπασιν ἐκράτει, αὐτή τε ἀπώλετο ὑπὸ τῆς ἄγρας καὶ τῷ κακοδαίμονι Δεινίᾳ μυρίων κακῶν αἰτία ἐγένετο
Tὸ μὲν γάρ πρῶτον εὐθὺς ἐκεῖνα ἐπ᾽ αὐτὸν καθίει τὰ γραμματεῖα, συνεχῶς πεμπομένη τὴν ἅβραν, ὡς ἐδάκρυσε καὶ ἐπηγρύπνησε καὶ τέλος ὡς ἀπάγξει ἑαυτὴν ἡ ἀθλία ὑπὸ τοῦ ἔρωτος, ἕως δὴ ὁ μακάριος ἐπείσθη καλὸς εἶναι καὶ ταῖς Ἐφεσίων γυναιξὶ περιπόθητος, καί που συνηνέχθη πολλὰ
15 ἱκετευθείς. Τὸ ἐντεῦθεν ἤδη ῥᾷον, ὡς τὸ εἰκός, ἁλώσεσθαι ἔμελλεν ὑπὸ γυναικὸς καλῆς καὶ πρὸς ἡδονήν τε ὁμιλῆσαι ἐπισταμένης καὶ ἐν καιρῷ δακρῦσαι καὶ μεταξὺ τῶν λόγων ἐλεεινῶς ὑποστενάξαι καὶ ἀπιόντος ἤδη λαβέσθαι καὶ εἰσελθόντι προσδραμεῖν καὶ καλλωπίζεσθαι ὡς ἂν μάλιστα ἀρέσειε, καί που καί ᾆσαι καί κιθαρίσαι.
Οἷς ἅπασι κατὰ τοῦ Δεινίου ἐκέχρητο· καὶ ἐπεὶ ᾔσθετο πονηρῶς ἔχοντα καὶ διάβροχον ἤδη τῷ ἔρωτι καὶ τακερὸν γεγενημένον, ἄλλο ἐπὶ τούτοις ἐπενόει καὶ τὸν ἄθλιον ἀπώλλυε· κύειν τε γὰρ ἐξ αὐτοῦ σκήπτεται — ἱκανὸν δὲ καὶ τοῦτο βλᾶκα ἐραστὴν προσεκπυρῶσαι — καὶ οὐκέτι ἐφοίτα πρὸς αὐτόν, φυλάττεσθαι ὑπὸ τἀνδρὸς λέγουσα πεπυσμένου τὸν ἔρωτα.
ὁ δ᾽ οὐκέτι οἷός τε ἦν φέρειν τὸ πρᾶγμα, οὐδὲ ἠνείχετο μὴ ὁρῶν αὐτήν, ἀλλὰ ἐδάκρυε καὶ τοὺς κόλακας εἰσέπεμπεν καὶ τοὔνομα τῆς Χαρικλείας ἐπεβοᾶτο καὶ τὴν εἰκόνα περιβαλὼν αὐτῆς — ἐπεποίητο δὲ λίθου λευκοῦ — ἐκώκυε, καὶ τέλος καταβαλὼν ἑαυτὸν εἰς τοὔδαφος ἐκυλίνδετο καὶ λύττα ἦν ἀκριβὴς τὸ πρᾶγμα. Τὰ μὲν γὰρ δῶρα οὐ κατὰ μῆλα καὶ στεφάνους ἀντεδίδοτο αὐτῇ, ἀλλὰ συνοικίαι ὅλαι καὶ ἀγροὶ καὶ θεράπαιναι καὶ ἐσθῆτες εὐανθεῖς καὶ χρυσὸν ὁπόσον ἐθελήσειε.
14 Ταύτην οὖν τότε οἱ Δεινίου κόλακες παραλαμβάνουσιν ἐπὶ τὸ μειράκιον, καὶ τὰ πολλὰ ὑπεκωμῴδουν, συνωθοῦντες αὐτὸν εἰς τὸν ἔρωτα τῆς Χαρικλείας. ἡ δὲ πολλοὺς ἤδη νέους ἐκτραχηλίσασα καὶ μυρίους ἔρωτας ὑποκριναμένη καὶ οἴκους πολυταλάντους ἀνατρέψασα, ποικίλον τι καὶ πολυγύμναστον κακόν, παραλαβοῦσα εἰς τὰς χεῖρας ἁπλοϊκὸν καὶ ἄπειρον τῶν τοιούτων μηχανημάτων νεανίσκον οὐκ ἀνῆκεν ἐκ τῶν ὀνύχων, ἀλλὰ περιέχουσα πανταχόθεν καὶ διαπείρασα, ὅτε ἤδη παντάπασιν ἐκράτει, αὐτή τε ἀπώλετο ὑπὸ τῆς ἄγρας καὶ τῷ κακοδαίμονι Δεινίᾳ μυρίων κακῶν αἰτία ἐγένετο.
Καὶ τί γάρ; ἐν βραχεῖ ὁ Λύσωνος οἶκος, ὀνομαστότατος τῶν ἐν Ἰωνίᾳ γενόμενος, ἐξήντλητο ἤδη καὶ ἐξεκεκένωτο. Εἶτα, ὡς ἤδη αὖος ἦν, ἀπολιποῦσα αὐτὸν ἄλλον τινὰ Κρῆτα νεανίσκον τῶν ὑποχρύσων ἐθήρα καὶ μετέβαινεν ἐπ᾽ ἐκεῖνον καὶ ἤρα ἤδη αὐτοῦ, κἀκεῖνος ἐπίστευεν.
ἀμελούμενος οὖν ὁ Δεινίας οὐχ ὑπὸ τῆς Χαρικλείας μόνον ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τῶν κολάκων κἀκεῖνοι γὰρ ἐπὶ τὸν Κρῆτα ἤδη τὸν ἐρώμενον μετεληλύθεσαν ἔρχεται παρὰ τὸν Ἀγαθοκλέα καὶ πάλαι εἰδότα ὡς ἔχοι πονηρῶς τὰ πράγματα αὐτῷ, καὶ αἰδούμενος τὸ πρῶτον ὅμως διηγεῖτο πάντα — τὸν ἔρωτα, τὴν ἀπορίαν, τὴν ὑπεροψίαν τῆς γυναικός, τὸν ἀντεραστὴν τὸν Κρῆτα, καὶ τέλος ὡς οὐ βιώσεται μὴ οὐχὶ συνὼν τῇ Χαρικλείᾳ. ὁ δὲ ἄκαιρον εἶναι νομίσας ἐν τούτῳ ἀπομνημονεύειν τῷ Δεινίᾳ διότι οὐ προσίετο μόνον αὐτὸν τῶν φίλων ἀλλὰ τοὺς κόλακας αὐτοῦ προετίμα τότε, ἣν μόνον εἶχεν πατρῴαν οἰκίαν ἐν Σάμῳ ἀπεμπολήσας ἧκεν αὐτῷ τὴν τιμὴν κομίζων, τρία τάλαντα.
17 Λαβὼν δὲ ὁ Δεινίας οὐκ ἀφανὴς εὐθὺς ἦν τῇ Χαρικλείᾳ καλός ποθεν αὖθις γεγενημένος, καὶ αὖθις ἡ ἅβρα καὶ τὰ γραμματεῖα, καὶ μέμψις ὅτι μὴ πολλοῦ χρόνου ἀφίκετο, καὶ οἱ κόλακες συνέθεον ἐπικαλαμησόμενοι, ὁρῶντες ἐδώδιμον ἔτι ὄντα τὸν Δεινίαν. ὡς δὲ ὑπέσχετο ἥξειν παρ᾽ αὐτὴν καὶ ἧκε περὶ πρῶτον ὕπνον καὶ ἔνδον ἦν, ὁ Δημῶναξ, ὁ τῆς Χαρικλείας ἀνήρ, εἴτε ἄλλως αἰσθόμενος εἴτε καὶ ἀπὸ συνθήματος τῆς γυναικός ἄμφω γὰρ λέγεται ἐπαναστὰς ὥσπερ ἐκ λόχου τήν τε αὔλειον ἀποκλείειν ἐκέλευεν καὶ συλλαμβάνειν τὸν Δεινίαν, πῦρ καὶ μάστιγας ἀπειλῶν καὶ ξίφος ὡς ἐπὶ μοιχὸν σπασάμενος.
ὁ δὲ συνιδὼν οὗ κακῶν ἦν, μοχλόν τινα πλησίον κείμενον ἁρπάσας αὐτόν τε ἀποκτείνει τὸν Δημώνακτα, πατάξας εἰς τὸν κρόταφον, καὶ τὴν Χαρίκλειαν, οὐ μιᾷ πληγῇ ταύτην, ἀλλὰ καὶ τῷ μοχλῷ πολλάκις καὶ τῷ ξίφει τοῦ Δημώνακτος ὕστερον. Οἱ δ᾽ οἰκέται τέως μὲν ἑστήκεσαν ἄφωνοι, τῷ παραδόξῳ τοῦ πράγματος ἐκπεπληγμένοι, εἶτα πειρώμενοι συλλαμβάνειν, ὡς καὶ αὐτοῖς ἐπῄει μετὰ τοῦ ξίφους, ἐκεῖνοι μὲν ἔφευγον, ὁ Δεινίας δὲ ὑπεξέρχεται τηλικοῦτον ἔργον εἰργασμένος. καὶ τὸ μέχρι τῆς ἕω παρὰ τῷ Ἀγαθοκλεῖ διέτριβεν, ἀναλογιζόμενοι τὰ πεπραγμένα καὶ περὶ τῶν μελλόντων ὅ τι ἀποβήσεται σκοποῦντες: ἕωθεν δὲ οἱ στρατηγοὶ παρῆσαν — ἤδη γὰρ τὸ πρᾶγμα διεβεβόητο — καὶ συλλαβόντες τὸν Δεινίαν, οὐδ᾽ αὐτὸν ἔξαρνον ὄντα μὴ οὐχὶ πεφονευκέναι, ἀπάγουσι παρὰ τὸν ἁρμοστὴν ὃς ἥρμοζε τὴν Ἀσίαν τότε. ὁ δὲ βασιλεῖ τῷ μεγάλῳ ἀναπέμπει αὐτὸν καὶ μετ᾽ οὐ πολὺ κατεπέμφθη ὁ Δεινίας εἰς Γύαρον νῆσον τῶν Κυκλάδων, ἐν ταύτῃ φεύγειν εἰς ἀεὶ τεταγμένος ὑπὸ βασιλέως.
18 ὁ δὲ Ἀγαθοκλῆς καὶ τἄλλα μὲν συνῆν καὶ συναπῆρεν εἰς τὴν Ἰταλίαν καὶ συνεισῆλθεν εἰς τὸ δικαστήριον μόνος τῶν φίλων καὶ πρὸς οὐδὲν ἐνεδέησεν. ἐπεὶ δὲ ἤδη ἔφευγεν ὁ Δεινίας, οὐδὲ τότε ἀπελείφθη τοῦ ἑταίρου, καταδικάσας δὲ αὐτὸς αὑτοῦ διέτριβεν ἐν Γυάρῳ καὶ συνέφευγεν αὐτῷ, καὶ ἐπειδὴ παντάπασιν ἠπόρουν τῶν ἀναγκαίων, παραδοὺς ἑαυτὸν τοῖς πορφυρεῦσι συγκατεδύετο καὶ τὸ γινόμενον ἐκ τούτου ἀποφέρων ἔτρεφε τὸν Δεινίαν· καὶ νοσήσαντά τε ἐπὶ μήκιστον ἐθεράπευσε καὶ ἀποθανόντος οὐκέτι ἐπανελθεῖν εἰς τὴν ἑαυτοῦ ἠθέλησεν, ἀλλ᾽ αὐτοῦ ἐν τῇ νήσῳ ἔμεινεν αἰσχυνόμενος καὶ τεθνεῶτα ἀπολιπεῖν τὸν φίλον.
Τοῦτό σοι ἔργον φίλου Ἕλληνος οὐ πρὸ πολλοῦ γενόμενον· ἔτη γὰρ οὐκ οἶδα εἰ πέντε ἤδη διελήλυθεν ἀφ᾽ οὗ Ἀγαθοκλῆς ἐν Γυάρῳ ἀπέθανεν.
.
.
.

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2022

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -(ΙΔΙΟΤΡΟΠΟΙ ΕΡΩΤΕΣ) μια αιώνια ιστορία -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-(ΙΔΙΟΤΡΟΠΟΙ ΕΡΩΤΕΣ)

μια αιώνια ιστορία -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


(ΙΔΙΟΤΡΟΠΟΙ ΕΡΩΤΕΣ)

μια αιώνια ιστορία -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Την είδε στον εμπορικό  δρόμο,την ακολούθησε,εκεινη μπήκε σε ενα κατάστημα γυναικείων ρούχων,την περίμενε,βγήκε μετά από ώρα με μια τσάντα,ένιωθε πως έχουν ζήσει μια ολόκληρη ζωή μαζί,

ήταν ευτυχισμενη μαζί του,η γυναίκα κατευθύνθηκε προς ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο,ένας άντρας βγήκε, τη φίλησε,της εβαλε τα πράγματα στο πορτμπαγκάζ,μπήκαν στο αυτοκίνητο έφυγαν,εκείνος  εμεινε μόνος στο δρόμο,η μοναξιά του τρομερή, ενιωθε να κρυώνει,άκουσε τη φωνή ενος ζητιανου,κυριε μια βοήθεια,αμήχανα έρριξε ενα νόμισμα,κάθησε σε ενα καφέ,

χτύπησε το τηλέφωνο του,ακουσε ώρα,ο άλλος φλυαρουσε,

.

.

.

Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2022

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Περί του Πλούτου -Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον: Κεφ. Ιβ. 16 – 21 -Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον: Κεφ. ιθ’ 16-26 -Μεγας Βασίλειος,Ομιλία εις το Καθελώ μου τας αποθήκας (αποσπάσματα) -μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Περί του Πλούτου

-Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον: Κεφ. Ιβ. 16 – 21

-Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον: Κεφ. ιθ’ 16-26

-Μεγας Βασίλειος,Ομιλία εις το  

Καθελώ μου τας αποθήκας

(αποσπάσματα)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Περί του Πλούτου

-Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον: Κεφ. Ιβ. 16 – 21

-Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον: Κεφ. ιθ’ 16-26

-Μεγας Βασίλειος,Ομιλία εις το  

Καθελώ μου τας αποθήκας

(αποσπάσματα)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον: Κεφ. Ιβ. 16 – 21


είπε ο Κύριος αυτή τη παραβολή.Καποιου ανθρώπου πλούσιου αφθονα καρποφόρεσαν τα χωράφια και σκέφτονταν λέγοντας:τι να κάνω,ότι δεν έχω που να συγκεντρώσω τους καρπούς μου;Και είπε:αυτό θα κάνω.Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και μεγαλύτερες θα οικοδόμησω,και θα συγκεντρώσω εκεί όλα

τα γεννηματά μου και τα αγαθά μου,και θα πω στην ψυχή μου.Ψυχη,

έχεις πολλά αγαθά,θα είναι για χρόνια πολλά.Αναπαυσου,φάγε,πιε,ευφρανου.

Είπε τότε σε αυτόν ο Θεός:Αφρονα,αυτή τη νύχτα την ψυχή σου θα σου

ζητήσουν,αυτά που ετοίμασες ποιανού θα είναι;Έτσι ειναι αυτός που θησαυριζει για τον εαυτό του,και δεν πλουτίζει εις Θεόν.Αυτα λέγοντας είπε:αυτός που έχει

αυτιά να ακούει,ας ακουει


Είπεν ο Κύριος την παραβολήν ταύτην. Ανθρώπου τινός πλουσίου ευφόρησεν η χώρα και διελογίζετο εν εαυτώ λέγων: τί ποιήσω, ότι ουκ έχω πού συνάξω τους καρπούς μου? Και είπε: τούτο ποιήσω. Καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω, και συνάξω εκεί πάντα τα γενήματά μου και τα αγαθά μου, και ερώ τη ψυχή μου. Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά, κείμενα εις έτη πολλά. Αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου. Είπε δέ αυτώ ο Θεός: «άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σού, α δέ ητοίμασας τίνι έσται»? Ούτως ο θησαυρίζων εαυτώ, και μή εις Θεόν πλουτών. Ταύτα λέγων εφώνη: ο έχων ότα ακούειν, ακουέτω.

.

.

Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον: Κεφ. ιθ’ 16-26


Και να ένας πλησιάζοντας είπε σ'αυτον.διδασκαλε αγαθέ,τι αγαθό να κάνω για

να έχω ζωή αιωνιο;τότε αυτός είπε σ'αυτόν.γιατι με λες αγαθό;κανένας αγαθός

δεν είναι παρά ένας ο Θεός.αν θέλεις να εισέλθεις στη ζωή,τήρησε τις εντολές.λεει σ'αυτόν.ποιες;τότε ο Ιησούς είπε.το ου φονεύσεις,ου μοιχευσεις,ου κλέψεις,ου ψευδομαρτυρησεις,τιμα τον πατέρα και την μητέρα,και να αγαπησεις

τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου.λεγει σ'αυτόν ο νεαρός.ολα αυτά τα

φύλαξα από την νεότητα μου.τι ακόμα μου μενει να κανω;είπε σ'αυτόν ο Ιησούς.

αν θέλεις τέλειος να είσαι.πηγαινε και πώλησε τα υπάρχοντα σου και δωσ'τα στους πτωχούς,και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό.κι έλα εδώ κι ακολούθησε με.

τότε αφού άκουσε ο νεαρός το λόγο αυτό αναχώρησε στεναχωρημένος,γιατί

είχε κτήματα πολλά.Τοτε ο Ιησούς είπε στους μαθητές του.Αληθεια σας λέω

ότι δύσκολα πλούσιος θα εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών.και παλι σας λέω.

ευκολότερον είναι καμήλα μέσα από τρυπα βελόνας να περάσει πάρα πλούσιος στη βασιλεία του Θεού να εισέλθει.τοτε οταν άκουσαν οι μαθητές αυτό εξεπλάγησαν πάρα πολύ λέγοντας.ποιος επομενως μπορεί να σωθεί;τότε

κοιτάζοντας τους ο Ιησούς είπε σ'αυτους.για τους ανθρώπους αυτό αδύνατο 

είναι.ομως για το Θεό τα πάντα δυνατά είναι.


16 Καὶ ἰδοὺ εἷς προσελθὼν εἶπεν αὐτῷ· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον; 17 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. εἰ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολάς. 18 λέγει αὐτῷ· ποίας; ὁ δὲ  Ἰησοῦς εἶπε· τὸ οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, 19 τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. 20 λέγει αὐτῷ ὁ νεανίσκος· πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου· τί ἔτι ὑστερῶ; 21 ἔφη αὐτῷ ὁ  Ἱησοῦς· εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. 22 ἀκούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά. 23  Ὁ δὲ  Ἰησοῦς εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. 24 πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ραφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. 25 ἀκούσαντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐξεπλήσσοντο σφόδρα λέγοντες· τίς ἄρα δύναται σωθῆναι; 26 ἐμβλέψας δὲ ὁ  Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· παρὰ ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστι, παρὰ δὲ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι

.

.

Μεγας Βασίλειος,Ομιλία εις το  

Καθελώ μου τας αποθήκας

(αποσπάσματα)

....

μη νομίζεις ολα για την κοιλιά σου ότι έχουν ετοιμαστει.Πως είναι αλλων σκέψου αυτά στα χέρια σου,

λίγο χρόνο σε ευχαριστουν,επειτα

σκορπούν και χανονται.


 μὴ πάντα οἴου

τῇ γαστρὶ τῇ σῇ παρεσκευάσθαι. Ὡς

περὶ ἀλλοτρίων βουλεύου τῶν ἐν χερ-

σίν· μικρὸν εὐφραίνει σε χρόνον, εἶτα

διαῤῥυέντα οἰχήσεται,

....

Συ όμως όλα μαζί με πόρτες και μοχλούς τα'χεις κλεισμένα


 Σὺ δὲ πάντα ὁμοῦ θύραις καὶ

μοχλοῖς ἐναποκλείσας ἔχεις· 

....

Τι να κάνω;Εύκολο θα ήταν να πεις ότι θα χορτάσω τις ψυχές των πεινασμενων,θ'ανοιξω τις αποθηκες κι όλους θα καλέσω τους δυστυχεις


Τί ποιήσω; Ἕτοιμον ἦν εἰπεῖν ὅτι

Ἐμπλήσω τὰς ψυχὰς τῶν πεινώντων,ἀνοίξω τὰς ἀποθήκας, καὶ πάντας καλέσω τοὺς ἐνδεεῖς.

....

Κι ας πούνε και για σένα.Μοιρασε,έδωσε στους πτωχους,η δικαιοσύνη θα παραμείνει στον αιωνα.

Μην μεγαλώνεις τις τιμές

εκμεταλλευόμενος τις ανάγκες.Μην περιμένεις έλλειψη σιταριού για να 

ανοίξεις τα αμπάρια με το σιταρι


Λεγέσθω καὶ περὶ σοῦ· Ἐσκόρπισεν,

ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη

αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα·

Μὴ βαρύτιμος ἔσο ταῖς χρείαις ἐπιτιθέσομενος. Μὴ ἀνάμενε σιτοδείαν, ἵνα ἀνοίξῃς σιτοδοχεῖα·

....

γιατί ποια μηχανή για χρυσό δεν κινείς;το σιταρι σε σένα γίνεται χρυσός,το κρασί σε χρυσό στεροποιειται,τα μαλλια χρυσωνονται,καθε εμπορική πραξη,

κάθε ιδεα σε σένα χρυσό φερνει.

Αυτός ο ίδιος ο χρυσός χρυσό γεννάει πολλαπλασιαζόμενος από τα δάνεια,και χορτασμος δεν είναι,

και τέλος  της επιθυμίας δεν βρισκειται


Ποίαν γὰρ μηχανὴν διὰ χρυσὸν

οὐ κινεῖς; Ὁ σῖτος χρυσός σοι γίνεται,ὁ οἶνος εἰς χρυσὸν μεταπήγνυται, τὰἔριά σοι ἀποχρυσοῦται· πᾶσα ἐμπορία,

πᾶσα ἐπίνοια χρυσόν σοι προσάγει.

Αὐτὸς ἑαυτὸν ὁ χρυσὸς ἀπογεννᾷ πολυπλασιαζόμενος ἐν δανείσμασι· καὶκόρος οὐκ ἔστι, καὶ τέλος τῆς ἐπιθυμίας οὐκ ἐξευρίσκεται.

....

Τα πηγάδια όταν αντλούνται γεμιζουν νερο,όταν είναι παρατημένα σαπίζει το νερο,έτσι κι ο πλούτος όταν είναι στάσιμος είναι αχρηστος,όταν όμως κινειται και μοιραζεται για κοινή ωφέλεια είναι και καρποφόρος


 Τὰ φρέατα ἐξαντλούμενα εὐροώτερα γίνεται· ἐναφιέμενα

δέ, κατασήπεται· καὶ πλούτου τὸ μὲνστάσιμον ἄχρηστον, τὸ δὲ κινούμενον καὶ μεταβαῖνον κοινωφελὲς καὶ ἔγκαρπον. 

....

φάγε,πιε,ευρανσου κάθε μέρα.Τι παραφροσύνη!Αν ψυχή είχες χοίρου,τι άλλο παρά αυτό σ'αυτη 

θα προσφέρεις;Τόσο σαν ζώο είσαι,τόσο χωρίς συναισθηση για τα αγαθά της ψυχής με τροφές σαρκικές αυτή τρεφεις.Κι όσα ο απόπατος δεχεται,αυτά στη ψυχή στελνεις


φάγε, πίε, εὐφραίνου καθ'

ἡμέραν· Ὤ τῆς ἀλογίας! Εἰ δὲ χοιρείανεἶχες ψυχήν, τί ἂν ἄλλο ἢ τοῦτο αὐτῇεὐηγγελίσω; Οὕτω κτηνώδης εἶ, οὕτωςἀσύνετος τῶν τῆς ψυχῆς ἀγαθῶν, τοῖς τῆς σαρκὸς αὐτὴν βρώμασιν δεξιούμενος· καὶ ὅσα ὁ ἀφεδρὼν ὑποδέχεται,ταῦτα τῇ ψυχῇ παραπέμπεις;

....

Αυτός λοιπόν που σε λίγο πρόκειται 

να φύγει από τη ζωή,τι σκέφτεται;

Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας, καὶ μείζονας οἰκοδομήσω


Ὁ γὰρ μετ' ὀλίγον μέλλων ἀνάρ-

παστος ἄγεσθαι, οἷα βουλεύεται;

Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας, καὶ μείζονας οἰκοδομήσω

....

Η' λωποδύτης αυτός που απογυμνωνει τον ντυμένο.θα ονομαστεί.Αυτος που μπορεί και δεν ντύνει τον γυμνό,με ποιο άλλο όνομα αξίζει να ονομαστεί;Γι'αυτον.που πεινάει είναι ο άρτος,που εχεις,στο γυμνομενο το ρούχο,που φυλας στις αποθηκες,στον  ξυπολητο το παπούτσι ,που σε σένα σαπιζει,το χρήμα που'χεις κρυμμένο,σ'αυτον που το χρειαζεται,Ώστε αδικεις τόσους οσους θα μπορούσες να δωσεις


Ἢ ὁ μὲν ἐνδεδυμέ-

νον ἀπογυμνῶν λωποδύτης ὀνομα-

σθήσεται· 

· ὁ δὲ τὸν γυμνὸν μὴ ἐνδύων,

δυνάμενος τοῦτο ποιεῖν, ἄλλης τινός

ἐστι προσηγορίας ἄξιος; Τοῦ πεινῶντός

ἐστιν ὁ ἄρτος, ὃν σὺ κατέχεις· τοῦ γυ-

μνητεύοντος τὸ ἱμάτιον, ὃ σὺ φυλάσ-

σεις ἐν ἀποθήκαις· τοῦ ἀνυποδέτου τὸ

ὑπόδημα, ὃ παρὰ σοὶ κατασήπεται· τοῦ

χρῄζοντος τὸ ἀργύριον, ὃ κατορύξας

ἔχεις. Ὥστε τοσούτους ἀδικεῖς, ὅσοις

παρέχειν ἠδύνασο.


.....


πόσο άξιος σε σένα θα φανει τη μέρα της κρισεως ο λογος εκείνος.Ελατε,οι ευλογημένοι από τον Πατέρα μου,κληρονομησατε την ετοιμασμενη για σας βασιλεία από την αρχή του κοσμου.Γιατι πεινασα,και δώσατε σε μένα να φάω,δίψασα,και με ξεδιψασατε,γυμνός ήμουν και με 

ντυσατε.

Αλλά τρομερή φρικη σε σένα,

και ιδρώτας και σκοτάδι θα σε 

σκεπάσει,όταν ακούσεις την καταδίκη.Φυγετε από μενα,οι καταραμένοι,εις το σκότος το εξώτερον,που ετοιμάστηκε από τον διάβολο και τους αγγέλους του.Γιατι πεινασα,και δεν δώσατε σε μένα να φάω,δίψασα κι ούτε με ξεδιψασατε,γυμνός ήμουν και δεν με ντυσατε,

Γιατί εκεί δεν δικάζεται ο άρπαγας,αλλά  αυτος που δεν 

μοιράζεται με άλλους  κρινεται

 

Ὤ πόσου ἄξιόν σοι φα-

νεῖται ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τὸ ῥῆμα ἐκεῖνο· Δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμα-

σμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέμοι φαγεῖν· ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατε με·

γυμνὸς ἤμην, καὶ περιεβάλετέ με· Ποταπὴ δέ σοι φρίκη, καὶ ἱδρώς, καὶ σκότος περιχυθήσεται, ἀκούοντι τῆς

καταδίκης· Πορεύεσθε ἀπ' ἐμοῦ, οἱ κατηραμένοι, εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον,τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. Ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ

ἐδώκατέ μοι φαγεῖν· ἐδίψησα, καὶ οὐκἐποτίσατέ με· γυμνὸς ἤμην, καὶ οὐ περιεβάλετε με· Οὐδὲ γὰρ ἐκεῖ ὁ ἅρπαξ

ἐγκαλεῖται, ἀλλ' ὁ ἀκοινώνητος κατακρίνεται.

.

.

Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2022

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Η Τραγωδία του Φιλοκτήτη (Κείμενα,Ομήρου Ιλιάδα Οδύσσεια,-Σοφοκλη Φιλοκτήτης) -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Η Τραγωδία του Φιλοκτήτη

(Κείμενα,Ομήρου Ιλιάδα Οδύσσεια,-Σοφοκλη Φιλοκτήτης)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Η Τραγωδία του Φιλοκτήτη

(Κείμενα,Ομήρου Ιλιάδα Οδύσσεια,-Σοφοκλη Φιλοκτήτης)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


το αρχαίο θέατρο καταμεστο θεατών,στο βάθος του ορίζοντα,

σειρές ελιές ανέβαιναν στους χαμηλούς λόφους,κι ανάμεσα 

κυπαρισσια,η θαλασσα στο βάθος ακινήτη στο λαμπερό φως του ήλιου,


Ακούστηκε στην ορχήστρα ο κορυφαίος του χορού:


Σ'εκεινους που την Μηθωνη  και την Θαυμακιη κατοικούσαν 

και την Μελίβοια είχαν και την Ολιζωνα τον άγριο τόπο

αυτών ο Φιλοκτήτης αρχηγός ήταν

των τόξων καλός γνώστης

μ'εφτα καράβια,κωπηλάτες σε καθένα πενήντα μέσα μπηκαν

με τόξα καλα γνωριζοντας γενναια να μάχονται 720

αλλ'ομως αυτός στη νήσο βρίσκονταν βαρια βάσανα πάσχοντας 

στην Λήμνο την ιερή,όπου εκεί

τον εγκατέλειψαν οι γιοι των Αχαιών

με τη κακια πληγή να βασανίζεται απ'την  δηλητηριώδη υδρα

εκεί λοιπόν βρίσκεται βοηθώντας,

γρήγορα ομως οι Αργείοι να τον θυμηθούν ήρθε η ώρα 

κοντά στα καράβια τον Φιλοκτήτη βασιλιά 725


θυμάται,που πήγε στη Λήμνο,μετά την εξορία ηταν,

περιπλανιόταν στις ερημες ακτές του νησιού  όλες τις μερες,

το κύμα έσκαβε τα βράχια,περίμενε,υπομονετικά,

η ιστορία να επαναληφθεί,

μεσημέρι ήταν που τον είδε,

ημίγυμνο,καμενο το κορμι απ'τον ήλιο,

έρχονταν από αριστερα της παραλιας,


τον άκουσε:


πόσο άθλιος είμαι,και μισητός στους θεούς;κανένα όνομα εδώ να'χω 

στη πατρίδαμήτε στης Ελλάδας τη γη πουθενά κάπου να'φτασε

αλλ'αυτοί που με πεταξαν χωρίς ντροπή γελούν κάνοντας 

πως τίποτα δεν ξέρουν,

κι η αρρώστια μου συνέχεια να μολύνεται και μεγαλυτερη να γινεται 

μάθε πώς εγω'μαι εκείνος,αν ίσως άκουσες,που του Ηρακλη κατέχει 

τα όπλα,του Ποιαντα το παιδί ο Φιλοκτητης,

που οι δύο αρχηγοί,οι Ατρείδες, και των Κεφαλλήνων ο βασιλιάς 

μ'ερριξαν χωρίς ντροπη  σ'αυτη εδω την έρημο,απο βαριά αρρώστια 

να λιώνω,πληγωμένος απ'τ'αγριο δάγκωμα φονικης οχιάς,

μ'αυτη τη πληγή να με τυραννα εκεινοι ήρθαν στην έρημο εδώ

απ'τό νησί Χρυση με τα καράβια τους και μένα  παρατησαν 

τοτε όταν μ'ειδαν μετά απ'τη πολύ θαλασσοταραχή

να κοιμαμαι σε σπηλιά στην ακτή,μ'εγκαταλείψαν κι έφυγαν,αφού

μ'αφησαν λίγα κουρέλια σαν κι αυτά που ζητιάνος φοράει και λιγοστό

φαι,να τους βρει η κατάρα μου,μπορείς να φανταστείς τι ένιωσα

όταν ξύπνησα κι ήμουνα μόνος,πόσο έκλαψα και πόσο θρηνησα για το

κακο,όταν είδα τα καράβια με τα οποία ταξίδεψα να'χουν εξαφανιστεί,

ουτ'ενας άνθρωπος δεν έμεινε πίσω,ουτ'ενας να με βοηθήσει να ζησω

ουτ'ενας να με φροντίσει στην αρρώστια μου,τίποτα γύρω μου παρά μόνο

συμφορά,ούτε πριν ούτε μετά είχα μόνο παρόν γεμάτο πόνο,ο χρόνος

κυλούσε όλο κυλούσε κι έπρεπε να επιζήσω,το πεινασμένο μου στομάχι 

μ'αυτο το τόξο σκοτωνοντας αγριοπερίστερα το χορτενα,και σερνομουνα

ουρλιάζοντας απ'τους πόνους  της πληγής εκεί που'χαν πέσει

να τα μαζέψω,και για νερό να πιω και για ξύλα να ζεσταθω τους

παγωμένους χειμώνες πάλι έσερνα τα πόδια,και για φωτιά 

χτυπούσα πυριτολιθαρα ν'αναψουν,είχα στέγη ειχα φωτιά,

όμως η αρρώστια έμενε αγιάτρευτη,και σ'αυτη τη πέτρα 

το νησί κανένας δεν έφτανε ναυτικός,δεν έχει κανένα όρμο λιμάνι

τι να έχει κέρδος εδώ,ποιος που'χει το μυαλό του να  κατεβει

εδω,όμως μεγάλος ο χρόνος στους ανθρώπους,και τυχαινε

κάποιος να'ρθει,κι είχε καλό λόγο να πει,να με λυπηθεί,να δώσει 

τροφή,η' ρούχο,αλλά κανένας δεν θέλει να με πάρει μαζί του,να με

σώσει στη πατρίδα,άλλα δέκα χρόνια τώρα υποφέρω απ'την κακία

αρρώστια που με λιώνει,γι'αυτό φταίνε οι Ατρείδες κι ο Οδυσσέας,

και μέρα νύχτα παρακαλάω τους θεούς να πληρώσουν πολύ σκληρά

την ατιμία τους


αυτά είπε,του είπε,

και χαθηκε δεξιά στο βάθος της παραλίας


στο θέατρο,στον επίλογο,δύο ηθοποιοι διάβασαν:


-α' ηθοποιός:

 

(Ομήρου Οδύσσεια,ραψωδία γ')

εὖ δὲ φιλοκτήτην, Ποιάντιον ἀγλαὸν υἱόν.   190

Πως αισια ο Φιλοκτήτης του Ποιαντα ο ξακουστός γιος επέστρεψε 

στη πατριδα


-β' ηθοποιός:


(Ομήρου Οδύσσεια,ραψωδία θ')

οἶος δή με Φιλοκτήτης ἀπεκαίνυτο τόξῳ

δήμῳ ἔνι Τρώων, ὅτε τοξαζοίμεθ' Ἀχαιοί·   220

Μονο ο Φιλοκτήτης εμένα με ξεπερνούσε στο τόξο

όταν στη χωρα των Τρώων τοξευαμε εμείς οι Αχαιοι

είπε στους άρχοντες Φαιακες


Κατάλαβα τη βαθιά του συντριβή για το κακό που έκανε στον ηρωα


έσβησαν τα φώτα του θεάτρου


Τέλος της παραστασης

.

.

αρχαία κείμενα:


(Ομήρου Ιλιάδα ραψωδία Β' Καταλογος νηων,στιχ.716-725)


Οἳ δ’ ἄρα Μηθώνην καὶ Θαυμακίην ἐνέμοντο

καὶ Μελίβοιαν ἔχον καὶ Ὀλιζῶνα τρηχεῖαν,

τῶν δὲ Φιλοκτήτης ἦρχεν τόξων ἐῢ εἰδὼς

ἑπτὰ νεῶν· ἐρέται δ’ ἐν ἑκάστῃ πεντήκοντα

ἐμβέβασαν τόξων εὖ εἰδότες ἶφι μάχεσθαι.720

ἀλλ’ ὃ μὲν ἐν νήσῳ κεῖτο κρατέρ’ ἄλγεα πάσχων

Λήμνῳ ἐν ἠγαθέῃ, ὅθι μιν λίπον υἷες Ἀχαιῶν

ἕλκεϊ μοχθίζοντα κακῷ ὀλοόφρονος ὕδρου·

ἔνθ’ ὅ γε κεῖτ’ ἀχέων· τάχα δὲ μνήσεσθαι ἔμελλον

Ἀργεῖοι παρὰ νηυσὶ Φιλοκτήταο ἄνακτος.725

.

.

(Σοφοκλή Φιλοκτήτης)


Φιλοκτήτης

ὦ πόλλ᾽ ἐγὼ μοχθηρός, ὦ πικρὸς θεοῖς,    255

οὗ μηδὲ κληδὼν ὧδ᾽ ἔχοντος οἴκαδε

μηδ᾽ Ἑλλάδος γῆς μηδαμοῦ διῆλθέ που.

ἀλλ᾽ οἱ μὲν ἐκβαλόντες ἀνοσίως ἐμὲ

γελῶσι σῖγ᾽ ἔχοντες, ἡ δ᾽ ἐμὴ νόσος

ἀεὶ τέθηλε κἀπὶ μεῖζον ἔρχεται.    260

ὦ τέκνον, ὦ παῖ πατρὸς ἐξ Ἀχιλλέως,

ὅδ᾽ εἴμ᾽ ἐγώ σοι κεῖνος, ὃν κλύεις ἴσως

τῶν Ἡρακλείων ὄντα δεσπότην ὅπλων,

ὁ τοῦ Ποίαντος παῖς Φιλοκτήτης, ὃν οἱ

δισσοὶ στρατηγοὶ χὠ Κεφαλλήνων ἄναξ    265

ἔῤῥιψαν αἰσχρῶς ὧδ᾽ ἔρημον, ἀγρίᾳ

νόσῳ καταφθίνοντα, τῆς ἀνδροφθόρου

πληγέντ᾽ ἐχίδνης ἀγρίῳ χαράγματι·

ξὺν ᾗ μ᾽ ἐκεῖνοι, παῖ, προθέντες ἐνθάδε

ᾤχοντ᾽ ἔρημον, ἡνίκ᾽ ἐκ τῆς ποντίας

Χρύσης κατέσχον δεῦρο ναυβάτῃ στόλῳ.    270

τότ᾽ ἄσμενοί μ᾽ ὡς εἶδον ἐκ πολλοῦ σάλου

εὕδοντ᾽ ἐπ᾽ ἀκτῆς ἐν κατηρεφεῖ πέτρᾳ,

λιπόντες ᾤχονθ᾽, οἷα φωτὶ δυσμόρῳ

ῥάκη προθέντες βαιὰ καί τι καὶ βορᾶς

ἐπωφέλημα σμικρόν, οἷ᾽ αὐτοῖς τύχοι.    275

σὺ δή, τέκνον, ποίαν μ᾽ ἀνάστασιν δοκεῖς

αὐτῶν βεβώτων ἐξ ὕπνου στῆναι τότε;

ποῖ᾽ ἐκδακρῦσαι, ποῖ᾽ ἀποιμῶξαι κακά;

ὁρῶντα μὲν ναῦς, ἃς ἔχων ἐναυστόλουν,

πάσας βεβώσας, ἄνδρα δ᾽ οὐδέν᾽ ἔντοπον,    280

οὐχ ὅστις ἀρκέσειεν οὐδ᾽ ὅστις νόσου

κάμνοντι συλλάβοιτο· πάντα δὲ σκοπῶν

ηὕρισκον οὐδὲν πλὴν ἀνιᾶσθαι παρόν,

τούτου δὲ πολλὴν εὐμάρειαν, ὦ τέκνον.

ὁ μὲν χρόνος δὴ διὰ χρόνου προύβαινέ μοι,    285

κἄδει τι βαιᾷ τῇδ᾽ ὑπὸ στέγῃ μόνον

διακονεῖσθαι. γαστρὶ μὲν τὰ σύμφορα

τόξον τόδ᾽ ἐξηύρισκε, τὰς ὑποπτέρους

βάλλον πελείας· πρὸς δὲ τοῦθ᾽, ὅ μοι βάλοι

νευροσπαδὴς ἄτρακτος, αὐτὸς ἂν τάλας    290

εἰλυόμην, δύστηνον ἐξέλκων πόδα,

πρὸς τοῦτ᾽ ἄν· εἴ τ᾽ ἔδει τι καὶ ποτὸν λαβεῖν,

καί που πάγου χυθέντος, οἷα χείματι,

ξύλον τι θραῦσαι, ταῦτ᾽ ἂν ἐξέρπων τάλας

ἐμηχανώμην· εἶτα πῦρ ἂν οὐ παρῆν,    295

ἀλλ᾽ ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων μόλις

ἔφην᾽ ἄφαντον φῶς, ὃ καὶ σῴζει μ᾽ ἀεί.

οἰκουμένη γὰρ οὖν στέγη πυρὸς μέτα

πάντ᾽ ἐκπορίζει πλὴν τὸ μὴ νοσεῖν ἐμέ.

φέρ᾽, ὦ τέκνον, νῦν καὶ τὸ τῆς νήσου μάθῃς.    300

ταύτῃ πελάζει ναυβάτης οὐδεὶς ἑκών·

οὐ γάρ τις ὅρμος ἔστιν οὐδ᾽ ὅποι πλέων

ἐξεμπολήσει κέρδος ἢ ξενώσεται.

οὐκ ἐνθάδ᾽ οἱ πλοῖ τοῖσι σώφροσιν βροτῶν.

τάχ᾽ οὖν τις ἄκων ἔσχε· πολλὰ γὰρ τάδε    305

ἐν τῷ μακρῷ γένοιτ᾽ ἂν ἀνθρώπων χρόνῳ·

οὗτοί μ᾽, ὅταν μόλωσιν, ὦ τέκνον, λόγοις

ἐλεοῦσι μέν, καί πού τι καὶ βορᾶς μέρος

προσέδοσαν οἰκτίραντες ἤ τινα στολήν·

ἐκεῖνο δ᾽ οὐδείς, ἡνίκ᾽ ἂν μνησθῶ, θέλει,    310

σῶσαί μ᾽ ἐς οἴκους, ἀλλ᾽ ἀπόλλυμαι τάλας

ἔτος τόδ᾽ ἤδη δέκατον ἐν λιμῷ τε καὶ

κακοῖσι βόσκων τὴν ἀδηφάγον νόσον.

τοιαῦτ᾽ Ἀτρεῖδαί μ᾽ ἥ τ᾽ Ὀδυσσέως βία,

ὦ παῖ, δεδράκασ᾽, οἷ᾽ Ὀλύμπιοι θεοὶ    315

δοῖέν ποτ᾽ αὐτοῖς ἀντίποιν᾽ ἐμοῦ παθεῖν.

.

.

(μετάφραση -αποδοση αρχαίων κειμένων χ.ν.κουβελης c.n.couvelis)

.

.

.

Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2022

Δημοτικά Τραγούδια-Μαχαιρα-χ.ν.κουβελης c n couvelis-τραγουδαει ο Δημήτρης Αγγελης-1,2,3

 .

.

Δημοτικά Τραγούδια-Μαχαιρα-χ.ν.κουβελης c n couvelis-τραγουδαει ο Δημήτρης Αγγελης-1

Νοσταλγησα,μωρέ παιδιά,το όμορφο χωριό μου

https://youtu.be/RFPvgiAm1NM

.

.

Δημοτικά Τραγούδια-Μαχαιρα-χ.ν.κουβελης c n couvelis-τραγουδαει ο Δημήτρης Αγγελης-2

Ένας γέρος μέσ' τ'αλωνι μπαλωνε το παντελόνι

Ένα σπάνιο τραγούδι

Με ερωτικό περιπαιχτικο υφος

Το γύρισμα του τραγουδιόταν από διάφορους τραγουδιστές,άντρες γυναίκες,περιπαιχτικα

https://youtu.be/MsTdzxv31yY

.

.

Δημοτικά Τραγουδια-Μαχαιρα-χ.ν.κουβελης c n.couvelis-τραγουδαει ο Δημήτρης Αγγελης-3

Να αναστεναξω μανούλα μ' δεν μ'ακους

https://youtu.be/SWLH6tB5e4U

.

.

.