.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
μεταφράζοντας κατευθειαν λαϊκά
Λουκιανου
Εταιρικοὶ Διάλογοι
Μήτηρ καὶ Μουσάριον
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
μεταφράζοντας κατευθειαν λαϊκά
Λουκιανου
Εταιρικοὶ Διάλογοι
Μήτηρ καὶ Μουσάριον
μάνα.
αν βρούμε έναν άλλον τέτοιον αγαπητικό,Μουσιτσα μου,όπως ο Χάρης,
τότε είναι να το γιορτάσουμε,στις τρεις χαρές να'μαστε,τώρα απ'αυτον
το γκόμενο ούτε ένα ευρώ πήρες,ούτε φόρεμα κανένα,ούτε γοβα,,
ούτε κολόνιες,αλλά όλο προφασεις κι ελπίδες ένα σωρό,'αν ο.πατερας...,
τότε κληρονομω,κι όλα δικά σου,και συ η αγαθιαρα νομίζεις πως θα σε στεφανωσει
Μουσιτσα.
μ'ορκιστηκε,μαμά μου,στην τιμή του
μάνα.
τώρα σωθηκαμε,γι'αυτό χτες για να πληρώσει τα χρέη του,κρυφά εν άγνοια μου,
τού 'δωσες το δαχτυλίδι,που φυσικά το γλεντησε,και πάλι σού 'φαγε τα δυο
περιδεραια τα πανάκριβα που στα δώρισε ο Χιώτης ο εφοπλιστής στο Παρίσι
φκιαγμενα,για τα γλέντια τού λέγαμενου με τη παρέα του,ορε τι μεγαλο κελεπουρι ειναι αυτός,ώφελος μεγάλο για μας.
Μουσιτσα.
αλλά είναι όμορφος,νεαρός,κι είναι ερωτευμένος,γιος πλουσίων,τραπεζίτης
ο μπαμπάς,δασκάλα η μαμά,και λέει πως θα με παντρευτει και μεγάλες ελπίδες έχουμε να ξελασπωσουμε,αν τα τιναξει ο γέρος του
μάνα.
α τώρα μάλιστα,Μουσιτσα,αν αγιρασουμε παπούτσια και ζητά ο έμπορος
λεφτά,θα του πούμε,ευρώ δεν έχουμε,πάρε όμως λιγες απ'τις ελπίδες μας,
και στον φούρναρη τα ίδια,κι αν μας ζητήσουν το ενοίκιο,περιμενετε,θα πούμε,
αν ο συμπέθερος τα τιναξει θα το δώσουμε μετά το γάμο,σαν δεν ντρεπεσε
να'σαι η μόνη απ'τις πουτανιτσες που ούτε σκουλαρίκι ούτε κολιέ ουτε
μεταξωτο κομπινεζον εχεις.
Μουσιτσα.
και τι έγινε,μαμά,μήπως είναι πιο καλύτερες και πιο γκομενες από μένα;
μάνα.
όχι,αλλά πιο καπατσες πιο πονηρές πιο γάτες,και δεν πιστεύουν παραμύθια,
από νεαρούς με το ψεμα στα χείλη,όρκους και κουραφεξαλα,ενώ εσύ η
κορόιδα το παίζεις πίστη και δεν πας μ'αλλον άντρα παρά μόνο με τον Χάρη,
και προχτές που'ρθε κείνος ο αγρότης απ' το Μενίδι που'χε μεσα στο πορτοφόλι
εκατομυρια,κι ήταν νεαρός,τον έστειλε ο πατέρας του και πούλησε το κρασί,
εσύ τον εδιωξες,και γαμιεσαι με τον Χάρη,που το παίζει Καζανόβας.
Μουσιτσα.
μα τι λες,μαμά,να τον παρατησω και να πάω μ'αυτον τον εργάτη που ζεχνει στη κοπριά,και ν'αφησω τον Χάρη το γλυκό μου γουρουνάκι.
μάνα.
εντάξει.εκεινος σου μυρίζει.και τον άλλον τον Φώντα που σου υποσχέθηκε
εκατομυριο γιατί δεν τον δέχτηκες,μήπως δεν ήταν ωραίος κι από πολη
και στην ίδια ηλικία με τον Χάρη;
Μουσιτσα.
τις λες τωρα;ο Χάρης απείλησε να μας σφάξει και τους δύο,αν μας πιάσει μαζί.
μάνα.
καλά,αυτό τ'ακουσαμε κι απ' αλλού,πόσοι άλλοι δεν απειλούν;μου φαίνεται θα μείνεις χωρίς γκόμενο στο τέλος απ'αυτα τα χαζά χωρίς και θα το μετανιώσεις κι από πουτανιτσα παρθενα σε μοναστήρι θα κλειστεις,α και σήμερα που'ναι τα γενέθλιά σου,τι δώρο θα σου κάνει;
Μουσιτσα.
δεν έχει φράγκο,μανουλα μου.
μάνα.
αυτός ούτε σκέφτεται να τα πάρει με κόλπο από τον πατέρα,ούτε παρακαλά
τη μάνα,απειλώντας οτι θα φύγει στα ξένα θα εξαφανιστεί,αν δεν πάρει,
παρά κάθεται σε μας και μας τα τρωει,ουτε δίνοντας δεκαρα μήτε αυτούς
που δίνουν αφηνει να πάρουμε,συ νομίζεις,Μουσιτσα μου,πως πάντα δεκαοκτώ χρονών θα'σαι;και τα ίδια θα σκέπτεται ο Χάρης,όταν πλουτίσει,η' η μάνα του
τού βρει νύφη με πολλά λεφτά;νομίζεις,πως θα θυμηθεί,τα δάκρυα και τα φιλιά και τους όρκους κοιτώντας μια προίκα πενταροδεκαρες;
Μουσιτσα.
και βέβαια θα θυμηθεί,απόδειξη,που μέχρι τώρα δεν παντρεύτηκε αλλη,
αν και τον πίεσαν πολύ αρνήθηκε.
μάνα.
μακάρι να μην διαψευστεί,αλλά τότε,Μουσιτσα μου,θα στο θυμησω εγώ.
.
.
μήτηρ
[1] ἂν δ᾽ ἔτι τοιοῦτον ἐραστὴν εὕρωμεν, ὦ Μουσάριον, οἷος ὁ Χαιρέας ἐστί, θῦσαι μὲν τῇ πανδήμῳ δεήσει λευκὴν μηκάδα, τῇ οὐρανίᾳ δὲ τῇ ἐν κήποις δάμαλιν, [p. 296] στεφανῶσαι δὲ καὶ τὴν πλουτοδότειραν, καὶ ὅλως μακάριαι καὶ τρισευδαίμονες ἐσόμεθα. νῦν ὁρᾷς παρὰ τοῦ νεανίσκου ἡλίκα λαμβάνομεν, ὃς ὀβολὸν μὲν οὐδεπώποτέ σοι δέδωκεν, οὐκ ἐσθῆτα, οὐχ ὑποδήματα, οὐ μύρον, ἀλλὰ προφάσεις ἀεὶ καὶ ὑποσχέσεις καὶ μακραὶ ἐλπίδες καὶ πολὺ τό, ἐὰν ὁ πατὴρ . . καὶ κύριος γένωμαι τῶν πατρῴων, καὶ πάντα σά. σὺ δὲ καὶ ὀμωμοκέναι αὐτὸν φὴς ὅτι νόμῳ σε γαμετὴν ποιήσεται.
Μουσάριον
ὤμοσε γάρ, ὦ μῆτερ, κατὰ ταῖν θεοῖν καὶ τῆς Πολιάδος.
μήτηρ
καὶ πιστεύεις δηλαδή· καὶ διὰ τοῦτο πρῴην οὐκ ἔχοντι αὐτῷ καταθεῖναι συμβολὴν τὸν δακτύλιον δέδωκας ἀγνοούσης ἐμοῦ, ὁ δὲ ἀποδόμενος κατέπιε, καὶ πάλιν τὰ δύο περιδέραια τὰ Ἰωνικά, ἕλκοντα ἑκάτερον δύο δαρεικούς, ἅ σοι ὁ Χῖος Πραξίας ὁ ναύκληρος ἐκόμισε ποιησάμενος ἐν Ἐρέσῳ· ἐδεῖτο γὰρ Χαιρέας ἔρανον συνεφήβοις ἀπενεγκεῖν. ὀθόνας γὰρ καὶ χιτωνίσκους τί ἂν λέγοιμι; καὶ ὅλως ἕρμαιόν τι ἡμῖν καὶ μέγα ὄφελος συμπέπτωκεν οὗτος.
Μουσάριον
[2] ἀλλὰ καλὸς καὶ ἀγένειος, καὶ φησὶν ἐραν καὶ δακρύει καὶ Δεινομάχης καὶ Λάχητος υἱός ἐστι τοῦ Ἀρεοπαγίτου καὶ φησὶν ἡμᾶς γαμήσειν καὶ μεγάλας ἐλπίδας [p. 297] ἔχομεν παρ᾽ αὐτοῦ, ἢν ὁ γέρων μόνον καταμύσῃ. [p. 249]
μήτηρ
οὐκοῦν, ὦ Μουσάριον, ἐὰν ὑποδήσασθαι δέῃ, καὶ ὁ σκυτοτόμος αἰτῇ τὸ δίδραχμον, ἐροῦμεν πρὸς αὐτόν, Ἀργύριον μὲν οὐκ ἔχομεν, σὺ δὲ τῶν ἐλπίδων ὀλίγας παρ᾽ ἡμῶν λαβέ· καὶ πρὸς τὸν ἀλφιτοπώλην τὰ αὐτά· καὶ ἢν τὸ ἐνοίκιον αἰτώμεθα, Περίμεινον, φήσομεν, ἔστ᾽ ἂν Λάχης ὁ Κολυττεὺς ἀποθάνῃ· ἀποδώσομεν γάρ σοι μετὰ τοὺς γάμους. οὐκ αἰσχύνῃ μόνη τῶν ἑταιρῶν οὐκ ἐλλόβιον οὐχ ὅρμον οὐ ταραντινίδιον ἔχουσα;
Μουσάριον
[3] τί οὖν, ὦ μῆτερ; ἐκεῖναι εὐτυχέστεραί μου καὶ καλλίους εἰσίν;
μήτηρ
οὔκ, ἀλλὰ συνετώτεραι καὶ ἴσασιν ἑταιρίζειν, οὐδὲ πιστεύουσι ῥηματίοις καὶ νεανίσκοις ἐπ᾽ ἄκρου τοῦ χείλους τοὺς ὅρκους ἔχουσι· σὺ δὲ εἶ πιστὴ καὶ φίλανδρος οὐδὲ προσίῃ ἄλλον τινὰ ὅτι μὴ μόνον Χαιρέαν· καὶ πρῴην μὲν ὅτε ὁ γεωργὸς ὁ Ἀχαρνεὺς ἧκε δύο μνᾶς κομίζων, ἀγένειος καὶ αὐτός — οἴνου δὲ τιμὴν ἀπειλήφει τοῦ πατρὸς πέμψαντος — σὺ δὲ ἐκεῖνον μὲν ἀπεμύκτισας, καθεύδεις δὲ μετὰ τοῦ Ἀδώνιδος Χαιρέου
Μουσάριον
τί οὖν; ἐχρῆν Χαιρέαν καταλείψασαν παραδέξασθαι τὸν ἐργάτην ἐκεῖνον κινάβρας ἀπόζοντα; λεῖός μοι, φασί, Χαιρέας καὶ χοιρίσκος Ἀχαρνικός. [p. 298]
μήτηρ
ἔστω· ἐκεῖνος ἀγροῖκος καὶ πονηρὸν ἀποπνεῖ. τί καὶ Ἀντιφῶντα τὸν Μενεκράτους μνᾶν ὑπισχνούμενον οὐδὲ τοῦτον ἐδέξω; οὐ καλὸς ἦν καὶ ἀστεῖος καὶ ἡλικιώτης Χαιρέου;
Μουσάριον
[4] ἀλλ᾽ ἠπείλησε Χαιρέας ἀποσφάξειν ἀμφοτέρους, εἰ λάβοι μέ ποτε μετ᾽ αὐτοῦ.
μήτηρ
πόσοι δὲ καὶ ἄλλοι ταῦτα ἀπειλοῦσιν; οὐκοῦν ἀνέραστος σὺ μενεῖς διὰ τοῦτο καὶ σωφρονήσεις καθάπερ οὐχ ἑταίρα, τῆς δὲ Θεσμοφόρου ἱέρειά τις οὖσα; ἐῶ τἆλλα. τήμερον Ἁλῶά ἐστι. τί δέ σοι δέδωκεν ἐς τὴν ἑορτήν; [p. 250]
Μουσάριον
οὐκ ἔχει, ὦ μαννάριον.
μήτηρ
μόνος οὗτος οὐ τέχνην εὕρηκεν ἐπὶ τὸν πατέρα, οὐκ οἰκέτην καθῆκεν ἐξαπατήσοντα, οὐκ ἀπὸ τῆς μητρὸς ᾔτησεν ἀπειλήσας ἀποπλευσεῖσθαι στρατευσόμενος, εἰ μὴ λάβοι, ἀλλὰ κάθηται ἡμᾶς ἐπιτρίβων μήτε αὐτὸς διδοὺς μήτε παρὰ τῶν διδόντων ἐῶν λαμβάνειν; σὺ δὲ οἴει, ὦ Μουσάριον, ὀκτωκαίδεκα ἐτῶν ἀεὶ ἔσεσθαι; ἢ τὰ αὐτὰ φρονήσειν Χαιρέαν, ὅταν πλουτῇ μὲν αὐτός, ἡ δὲ μήτηρ γάμον πολυτάλαντον ἐξεύρῃ αὐτῷ; μνησθήσεται ἔτι, οἴει, τότε τῶν δακρύων ἢ τῶν φιλημάτων ἢ τῶν ὅρκων πέντε ἴσως τάλαντα προικὸς βλέπων;
Μουσάριον
μνησθήσεται ἐκεῖνος· δεῖγμα δέ, ὡς οὐδὲ νῦν γεγάμηκεν, ἀλλὰ καταναγκαζόμενος καὶ βιαζόμενος ἠρνήσατο.
μήτηρ
γένοιτο μὴ ψεύδεσθαι. ἀναμνήσω δέ σε, ὦ Μουσάριον, τότε.
.
.
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου