I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Τα δαιμόνια και η αγέλη των χοίρων (Ματθαίος η' 28-Λουκας η' 27) -μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Τα δαιμόνια και η αγέλη των  χοίρων

(Ματθαίος η' 28-Λουκας η' 27)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Τα δαιμόνια και η αγέλη των  χοίρων

(Ματθαίος η' 28-Λουκας η' 27)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Κυριακή Ε΄ Ματθαίου, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Μτθ. η’ 28 – θ’ 1


στο καιρο εκείνο όταν ήρθε ο Ιησούς στη χώρα των Γεργησηνων συναντήθηκαν με αυτόν δύο δαιμονισμένοι,πολύ φοβεροί,τόσο που κάποιος δεν μπορούσε από εκείνο το δρόμο να περάσει.Και τοτε του φώναξαν,λέγοντας.Γιατι σε μας Ιησού Υιε του Θεού ήρθες εδώ 

πριν την ώρα να μας βασανίσεις;

Ήταν μακριά απ'αυτους μια αγέλη πολλών χοίρων που έβοσκε.Οι δαιμονες τότε τον παρακάλεσαν λεγοντας.

Αν μας βγάλεις έξω,επέτρεψε μας να πάμε στην αγέλη των χοίρων.Και είπε σ'αυτους.Πηγενεται.Αυτοι  βγαίνοντας έξω πήγαν στην αγέλη των χοίρων.Και τότε,όρμησε όλη η αγέλη των χοίρων προς το γκρεμο στη θάλασσα και πέθαναν μέσα στα νερά.Οι βοσκοί τότε εφύγαν,και πηγαίνοντας στη πόλη,τα ανάφεραν όλα κι αυτα των δαιμονισμένων.Και τότε όλη η πόλη βγήκε έξω για να συναντήσει τον Ιησού κι όταν τον είδαν ,τον παρακάλεσαν όπως βγει από τα σύνορα τους.

Και μπαίνοντας σε πλοίο πέρασε απέναντι,και ήρθε στην πόλη του


ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ' ΛΟΥΚΑ (Λουκά κεφ. η' στίχοι 27-39


στο καιρο  εκεινο όταν ήρθε ο Ιησούς στη χώρα των Γαδαρηνων,η οποία είναι

αντιπερα της Γαλιλαίας,συναντήθηκε με αυτόν κάποιος άντρας απο τη πόλη,

ο όποιος είχε δαιμόνια από πολλά χρόνια,και ρούχο δεν ντυνονταν και σε σπίτι

δεν έμενε,αλλά μέσα στα μνήματα,.Βλεπωντας το Ιησου και βγάζοντας μεγάλη 

φωνή έπεσε μπροστά του και με φωνή μεγάλη είπε.Τι με μένα και με σένα,

Ιησού,υιέ του Θεού του υψίστου,σε παρακαλώ,μη με βασανίσεις.

Τότε διέταξε το ακάθαρτο πνεύμα να βγει έξω από τον άνθρωπο.Γιατι πολλά

χρόνια τον είχε αρπαγμενο στη κατοχή του,και έδεναν μ'αλυσιδες και χαλιναρια

να τον φυλάνε,κι αφού έσπαζε τα δεσμά έτρεχε από τον δαίμονα μεσα στις 

ερημιες.Τον ρωτησε ο Ιησούς λέγοντας.ποιο είναι τ'ονομα σου,αυτός είπε.

λεγεων γιατί δαιμονια πολλά μπήκαν μέσα σ'αυτόν και τον παρακαλούσε

να μην τα προσταξει στην άβυσσο να πάνε.

Ήταν εκεί αγέλη χοίρων πολλών που βοσκουσαν στο όρος,και τον παρεκαλούν

για να επιτρέψει σ'αυτους σ'εκεινους να μπουν μέσα και το επέτρεψε 

σ'αυτους.Τοτε εξερχόμενα τα δαιμόνια από τον άνθρωπο εισήρθαν στους χοίρους,κι όρμησε η αγέλη κατά το γκρεμό στη λίμνη και πνίγηκε.Βλεποντας

αυτοί που βοσκούσαν αυτό που έγινε έφυγαν,και ανέφεραν στη πόλη και

στους αγρούς.Βγηκαν τότε να δουν το γεγονός κι ήρθαν προς τον Ιησού και

βρήκαν καθισμενον τον ανθρωπο, απ'τον οποίο τα δαιμόνια είχαν λυθει,

ντυμένο και φρόνιμο κοντά στα πόδια του Ιησού και φοβηθηκαν

Σ'αυτους τότε ανάφεραν αυτοί που είδαν πως σώθηκε ο δαιμονισμένος.

Και ζήτησαν από αυτόν όλο το πλήθος από τα  περιχωρα των Γαδαρηνων  να φύγει απ'αυτους ,γιατί μεγάλος φόβος τους κατείχε.Τοτε αυτός μπαινοντας

σε πλοίο ξαναγύρισε.Τον ικετευε ο άντρας,απ'τον οποιο λύθηκαν από μέσα του 

τα δαιμόνια,να είναι μ'αυτον μαζί.ομως τον άφησε ελεύθερο λέγοντας

ξαναγυρισε στο σπίτι σου και να διηγηθείς ασα έκανε σε σένα ο Θεός.

Κι έφυγε σ'ολη την πόλη διαδίδοντας όσα έκανε σ'αυτόν ο Ιησους

.

Κυριακή Ε΄ Ματθαίου, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Μτθ. η’ 28 – θ’ 1


Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ ᾿Ιησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι, ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης. Καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν, λέγοντες· Τί ἡμῖν καὶ σοί, ᾿Ιησοῦ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς; Ἦν δὲ μακρὰν ἀπ᾿ αὐτῶν ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη. Οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες· Εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ὑπάγετε. Οἱ δὲ ἐξελθόντες, ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. Καὶ ἰδοὺ, ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν. Οἱ δὲ βόσκοντες ἔφυγον· καὶ ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν, ἀπήγγειλαν πάντα καὶ τὰ τῶν δαιμονιζομένων. Καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ ᾿Ιησοῦ· καὶ ἰδόντες αὐτὸν, παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν. Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον, διεπέρασε, καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν.

.

.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ' ΛΟΥΚΑ (Λουκά κεφ. η' στίχοι 27-39


Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνών, ἥτις ἐστὶν ἀντίπερα τῆς Γαλιλαίας, ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκία οὐκ ἔμενεν, ἀλλ' ἐν τοῖς μνήμασιν. Ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλη εἶπε· τὶ ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαι σοῦ, μὴ μὲ βασανίσῃς.


Παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. Πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τάς ἐρήμους. Ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὃ Ἰησοῦς λέγων τὶ σοί ἐστιν ὄνομα; ὁ δὲ εἶπε· λεγεὼν ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτὸν καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν.


Ἢν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὅρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν καὶ ἐπέτρψεν αὐτοῖς. Ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἢ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη. Ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. Ἐξήλθαν δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονὸς καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ' οὐ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἰματισμενον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν.


Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχωροῦ τῶν Γαδαρηνὼν ἀπελθεῖν ἀπ' αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο. Αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν. Ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ' οὐ ἐξεληλυθει τὰ δαιμόνια, εἲναι σῦν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὃ Ἰησοῦς λέγων· ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησε σοὶ ὁ Θεός. Καὶ ἀπῆλθε καθ' ὅλην τῇ πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.

.

.

.

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2021

GREEK POETRY - Ο Εθνομαρτυς Ρήγας Φεραίος και το επίγραμμα του Σιμωνίδη του Κειου -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

 .

.

GREEK POETRY

-
Ο Εθνομαρτυς Ρήγας Φεραίος και το επίγραμμα του Σιμωνίδη του Κειου
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

.
.



Ο Εθνομαρτυς Ρήγας Φεραίος και το επίγραμμα του Σιμωνίδη του Κειου
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

(Η μετάφραση του επιγραμματος του Σιμωνίδη του Κειου από τον Ρήγα Φεραιο)

Ο Εθνομαρτυς Ρήγας Φεραίος είχε βαθειά γνώση των αρχαίων προγόνων του,των λόγων τους,να μείνει πιστός σ'εκεινους

και το ετηρησεν με τον μαρτυρικόν Υπέρ Πατρίδος θάνατον του

Σιμωνίδης ο Κείος

Ω ξειν, αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα 
τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι 

Οδοιπορε περνώντας από την Σπάρτη ειπέ πως εταφημεν εδώ,
πολεμησαντες δια τους ιερούς νόμους της
(μετάφραση του Ρήγα Φεραίου)

Φιλε,πες στους Λακεδαίμονες πως εδω ήμαστε πεσμενοι
στα λόγια εκείνων πιστοι
(μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis)
.
.
.
.
.

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Charles Bukowski's 17 Logoi -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Charles Bukowski's 17 Logoi

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Charles Bukowski-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Charles Bukowski's 17 Logoi

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


I don't like jail, they got the wrong kind of bars in there


δεν μ'αρεσει η φυλακή,έχουν τα χειρότερα μπαρ εκει


I do not like the human race. I don't like their heads, I don't like their faces, I don't like their feet, I don't like their conversations, I don't like their hairdos, I don't like their automobiles


Δεν μου αρέσει το ανθρώπινο γένος.  Δεν μου αρέσουν τα κεφάλια τους, δεν μου αρέσουν τα πρόσωπά τους, δεν μου αρέσουν τα πόδια τους, δεν μου αρέσουν οι συζητήσεις τους, δεν μου αρέσουν τα χτενίσματα τους, δεν μου αρέσουν τα αυτοκίνητά τους


The difference between a democracy and a dictatorship is that in a democracy you vote first and take orders later; in a dictatorship you don't have to waste your time voting


η διαφορά μεταξύ δημοκρατίας και δικτατορίας είναι ότι στη δημοκρατία πρώτα ψηφίζεις και παίρνεις διαταγές αργότερα,σε μια δικτατορία δεν σπαταλάς το χρόνο σου ψηφίζοντας


We really had nothing to do but drink wine and make love


εγώ πράγματικα δεν έχω τίποτα να κάνω από το να πίνω και να κάνω ερωτα


I am going to die alone just the way I live.


Πρόκειται να πεθάνω μόνος ,ακριβώς όπως ζω


There is always one woman to save you from another


Πάντοτε υπάρχει μια γυναίκα να σε σώσει από μια αλλη


They disgust me, the way they wait for death with as much passion as a traffic signal. 


Τους απεχθάνομαι,για το τρόπο

που περιμένουν το θάνατο με τέτοιο τρόπο όπως το σήμα σ'ενα φανάρι κυκλοφοριας


She’s from Texas and weighs 103 pounds and stands before the mirror combing oceans of reddish hard which falls all the way down her back to her ass.


Αυτή είναι από το Τέξας και ζυγίζει 103 κιλά και στέκεται μπροστά στον καθρέφτη χτενίζοντας ένα ωκεανο  κοκκινα

μαλλια που πεφτουν πίσω στη πλάτη της μέχρι τον κωλο της


He asked, What makes a man a writer? Well, I said, it's simple. You either get it down on paper, or jump off a bridge.


Με ρώτησε:

Τι κάνει έναν άνθρωπο συγγραφέα;

Λοιπον,είπα,είναι απλό,

Είτε σκυβεις πάνω σε μια  σελίδα χαρτιού,

είτε πηδάς από μια γεφυρα


Some people never go crazy. What truly horrible lives they 

must live.


κάποιοι άνθρωποι ποτέ δεν τρελενονται,όσο πραγματικά τρομερές ζωές να ζούν


Genius might be the ability to say a profound thing in a simple way


η ιδιοφυΐα μπορεί να είναι να λες ένα σοβαρό πράγμα μ'ενα απλό τροπο


In my work, as a writer, I only photograph, in words, what I see


Στο έργο μου, σαν συγγραφέας, φωτογραφίζω,σε λέξεις,ότι βλεπω


I wanted the whole world or nothing


Θέλησα ολόκληρο το κόσμο

η' τιποτα


I guess the only time most people think about injustice is when it happens to them


Οι άνθρωποι τη μόνη φορά που σκέφτονται την αδικία  ειναι μόνο τότε όταν τους συμβαινει


Baby, I said, I'm a genius but nobody knows it but me


μωρό μου,σου είπα πως είμαι ιδιοφυία,αλλά δεν το ξέρει κανένας άλλος εκτός από μενα


People run from rain but sit in bathtubs full of water.


οι άνθρωποι αποφεύγουν τη βροχή,αλλά κάθονται μέσα σε μπανιέρες γεμάτες με νερο


Find what you love and let it kill you


βρες κάτι να ερωτευτείς κι άστο να σε σκοτώσει

.

.

.

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Dylan Thomas,And death shall have no dominion -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Dylan Thomas,And death shall have no dominion

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Dylan Thomas,And death shall have no dominion

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


I'm Dylan Thomas,sir,please one double whiskey,

the 17th,a my own record,

η γυναίκα τον πλησίασε,σε θαυμάζω boy,του ψιθύρισε στο αριστερό αυτί,

και τον ακούμπησε με το βυζί της,'τιποτα,σκέφτηκε,δεν είναι πιο επικίνδυνο

από ένα βυζι',με λένε Caitlin,είπε η γυναίκα,αυτός γέλασε'το ίδιο όνομα με

τη γυναίκα μου,ξέρεις τι είναι οι λέξεις,μωρό μου;ρώτησε,οι λέξεις,απάντησε 

εκείνη,είναι,να αυτές που λέμε όταν μιλάμε,έχουν κάποιο ήχο,girl;ξαναρωτησε

,φυσικά,αφού τις ακούμε,

-αν όμως τις ανακατέψουμε,τι συμβαίνει;

-δεν ξερω,δε το'χω σκεφτεί

-την κοίταξε σοβαρά,And death shall have no dominion,της είπε

-εμενα με φοβίζει ο θανατος,είπε η κοπέλα,

-Lift its head to the blows of the rain;

Though they be mad and dead as nails,

Heads of the characters hammer through daisies;

Break in the sun till the sun breaks down,

τον άκουσε ανά απαγγέλει

-ειμαι υπέροχο,αναφώνησε,η γυναίκα

έβαλε το αριστερό χέρι του ανάμεσα στα πόδια της,η κοπέλα δεν αντέδρασε,

αναμερισε το slip της,έβαλε τα δάκτυλα του μέσα στο μουνι της

-ειναι υγρό,μωρό μου ,της είπε

εβηξε,ένιωθε να του κόβεται η αναπνοή,η Caitlin στο Chelsea Hotel θα'ναι στο κρεβάτι με τον καινούργιο της εραστη,αυτή εδώ η Caitlin στο White Horse

Tavern, είναι πιο σέξι,στη τουαλέτα;πάμε,λέει η κοπέλα,την κοιτούσε στο καθρέφτη,Heads of the characters hammer through daisies;

Break in the sun till the sun breaks down,

And death shall have no dominion,σου άρεσε;τη ρωτησε,ναι υπέροχο,σήκωσε το εσώρουχο της,κατέβασε τη φούστα,έβαλε μέσα τα βυζιά της,

-αληθεια τη γυναίκα σου τη λένε Caitlin?

-Το όνομα κάθε γυναίκας που πηγαίνω μαζί της είναι Caitlin

-ποσο χρόνων είσαι;

-τωρα είμαι 39

-και λες δεν φοβάσαι το θάνατο;

-And death shall have no dominion

-ομως,σήμερα,ακριβως,mister Dylan Thomas θα πεθανεις


γύρισε στο Chelsea Hotel,η Caitlin έκανε πρόβα χορού,κάθησε και τη χάζεψε,

υπέροχες κινήσεις,συμμετρία,ρυθμός,όπως οι λέξεις μου,σκέφτεται, αναπνέουν,

η Caitlin σταματά το χορό,-ποσο ήπιες;-18 δίπλα ουίσκι,ντάρλινγκ, εβηξε,

-ξερεις,στο White Horse,γνώρισα μια γυναίκα,είχε το ίδιο όνομα με σένα,

Caitlin,και μου είπε πως σήμερα θα πεθάνω,ξάπλωσε στο καναπέ,γέλασε,

θα πεθάνω,ο Dylan Thomas όμως λέει:And death shall have no dominion,

η αναπνοή του κόπηκε,ο γιατρός του έκανε ένεση μορφίνης,τελικά ο ποιητής

Dylan Thomas πέθανε 39 χρόνων,And death shall have no dominion

.

.

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -(ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ) Ο αλλος κόσμος του Γιαννακου -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-(ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ)

Ο αλλος κόσμος του Γιαννακου

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


(ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ)

Ο αλλος κόσμος του Γιαννακου

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


μια φορά κι ένα καιρό,ήταν μια 

φτωχή  γυναίκα χήρα κι είχε ένα γιο μικρό παιδί τον Γιαννακο της,ξενοδουλευε σε χωράφια και σπίτια να το μεγαλώσει κι ήταν δύσκολα,και το παιδί την έβλεπε κουρασμένη τα βράδυα και μέσα του λυπονταν πολύ,και το'δε η μάνα και το ρώτησε,

τι έχεις Γιαννακο μου; κι εκείνο δεν της έλεγε να μην την στεναχωρήσει,και μια μέρα της ειπε:μάνα,θέλω να πάω σ'αλλο κόσμο,να'χει ήλιο,να μην καίει,μόνο να ζεστενει,να'χει γλυκό φως,τις νύχτες να μην κρυώνω,να'χει δέντρα καρποφόρα,όλα τα είδη,να μην πεινάς,και γάργαρα δροσερά νερά,να μην δίψας,

να'χει πουλιά να κελαηδούν,να'χει ήμερα ζώα,φίλοι σου να'ναι,

μάνα,αυτόν εδω τον κόσμο δεν μπορώ,κάνει καματα,παγωνιες,βρεχει και δεν σταματάει,ξηρασιες και τα πάντα μαραίνονται,δύσκολα βγαίνει το φαι,

θέλω μάνα να φύγω,και συ μαζί, σ'αλλον κόσμο,

ησυχασε,παιδάκι μου,του'πε η μάνα και τ'αγκαλιασε,

και μια μέρα σχολασαν τα παιδιά απ'το σχολείο,κι ολα γύρισαν σπίτι τους,και μονάχα ο Γιαννακός δεν γυρισε,

κι ούτε τον ξαναειδαν στο σχολείο ούτε άλλου,αυτόν και την μανα του,

κι είπαν πως θα φύγαν σ'αλλο μακρυνό τόπο εκεί να ζήσουν

.

.

.

.Athens-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis -music J.S.Bach

 .

.Athens-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

-music J.S.Bach

.

https://youtu.be/8s5MaWgeqls

.

.



LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Άρης Βελουχιώτης -Σχόλια ενός Προκατασκευασμενου Συμβάντος -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Άρης Βελουχιώτης

-Σχόλια ενός Προκατασκευασμενου Συμβάντος

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Άρης Βελουχιώτης-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Σχόλια ενός Προκατασκευασμενου Συμβάντος -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


έχουμε προδοθεί,και ποτε δεν.μας  έχουν προδώσει;,τα κεφάλια μας ζητούν,πλησιάζουν,ερπονται,μας περικυκλώνουν,αύριο θα γελουν εις βάρος μας,μας εξολόθρευσαν,δεν υπάκουσαμε,δεν ημασταν πατριώτες,δεν είναι εύκολο να κόψεις ένα κεφαλι,αν στη θέση του παρουσιαστουν δύο;,τότε τα κοβεις ,παρουσιάζονται τέσσερα,αλλα,σταματα τα παραμύθια και.τα μυθολογικά,κόβεις μονάχα ένα

κεφάλι κι απαλλασεσαι,από το κεφάλι;η' την Ιστορία;,τέτοια,ίσως,σκέφτεται,

αύριο δεν θα'χει κεφάλι,σε κάποιο φανοστατη κρεμασμενο,σε κοινή θέα,ησυχαστε,εχθρός ήταν δεν ήταν ήρωας,ο ήρωας αγαπά την πατρίδα του,τον Θεό της,αυτός αγαπούσε μόνο το κόμμα,μετά ήθελε αυτός να γίνει το κόμμα,μια παράνοια,ψύχωση,γι'αυτο μη λυπάστε,άλλοι είναι,θα είναι,οι ήρωες σας,αυτά σκέφτεται και τον πλακώνουν,λυπημένη η ψυχή του,ακούει τα βήματα τους,ξέρει θα τον πιάσουν θα τον εξευτελίσουν,τι μένει πλέον;δώθε με τον θάνατο,τι φοβάται;όχι δεν φοβάται,στεναχωριέται γι'αυτη την ερμη πατρίδα,τόσα όνειρα για καλύτερο κόσμο συντριφτηκαν,δεν είμαι δειλός,αυτόν τον αγώνα ξέρω να κάνω,όχι άλλον,αφού είναι το τέλος του,ας έρθει και το τέλος μου,μια κίνηση,απλή,ήμερη,έτσι,να

(ούτε άκουσε τον πυροβολισμο)

.

.

.

Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Το νησι του Καθεστώτος -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Το νησι του Καθεστώτος

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.

Το νησι του Καθεστώτος

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Το καθεστώς μετά την τελική ολοκληρωτική νίκη του εδραιώθηκε πανισχυρο.Ολοι οι πολιτικοί αντίπαλοι,παρακολουθούνται επί 24ωρου βάσεως,και οι ατίθασοι από αυτούς παιρνουν την αγουσαν προς τα στρατόπεδα των ξερονησιων.

Στην ακτή απέναντι από ένα τέτοιο νησι συγκέντρωναν χιλιάδες πολιτικούς κρατούμενους,και των δύο φύλων.

Τα στρατόπεδα των αντρών και των γυναικων ήταν παριφραγμενα με πυκνό συρματόπλεγμα σε υψος 3μ,πάνω πάνω ήταν ηλεκτροφόρα καλώδια,και τα χωρίζει ένα πανύψηλος μαντρότοιχος από τσιμεντολιθα,εκεί μέσα εμεναν οι κρατούμενοι σε σκηνες και παράγκες μέχρι να μεταφερθούν στο απέναντι νησί.φυλακες νύχτα και μέρα περιπολούσαν πάνοπλοι και δυνατοί προβολείς χτένιζαν το χώρο σε μεγάλη έκταση και βάθος,

συνέχεια άκουγες διαταγές και βρισιές.

Το νησί απέναντι,στέκονταν ακίνητο,μακρόστενο,περίπου 2 μίλια απόσταση,μια οροσειρά πνιγμένη από τα αρχαία χρόνια στα νερά,μια βυθισμένη ράχη γίγαντα,

αδεντρη,σκληρή πέτρα.Εκει θα τους πήγαιναν.Περίμεναν τη σειρά τους,

Είχαν φόβο ,αγωνία,ο άνθρωπος δεν είναι ατσάλι,λυγίζει Φοβόντουσαν μην δειλιασουν και υπογράψουν τη δήλωση μετανοίας.

Περνούσαν οι ώρες,οι μέρες,οι βδομάδες,δεν τους ζητούσε κανείς,

ένιωθαν πως εκεί θα μείνουν μέχρι να πεθανουν,ξεχασμένοι,ταπεινωμένοι,

τα μαλλιά τους μεγάλωσαν,και τα γένια μακρυναν,τα πρόσωπα τους σκληρηναν,βαθουλωσαν τα μάγουλα,

ζαλίζονταν,δεν μπορούσαν να κρατηθούν στα πόδια τους απ' την αδυναμία.

Και κάθε βράδυ άκουγαν πολλές φωνές απ' το νησί απέναντι, άγριες,ουρλιαχτά, φωνές τρομαχτικές,κι έβλεπαν ισχυρά φώτα,εκτυφλωτικες

δέσμες,να πηγαινοέρχονται,κι ακουγαν κροτους δυνατους,σαν ν'ανατιναζαν το βουνό με δυναμίτες,πυροβολισμούς,κοιτούσαν με ξαγρυπνα μάτια κι ακουγαν,κι αυτό από την ώρα που νύχτωνε μέχρι το 

ξημέρωμα,έπειτα ξαφνικά επαυαν όλα,ούτε φωνές,ουτε κρότοι,όλη τη μέρα ησυχία,κι επανέρχονταν,την ίδια ώρα,κάθε νύχτα,

δεν ήξεραν τι να υποθέσουν,τους βασανίζουν,τους δολοφονούν έλεγαν,αυτή θα'ναι κι η δική μας τύχη,

όμως ποτέ δεν τους σήκωσαν άγρια χαράματα να τους φορτώσουν στα καράβια να τους πάνε εκεί,ποτέ κανέναν δεν κουβάλησαν εκεί,κι ούτε κανένας γύρισε απο'κει να τους πει,άκουγαν κι έβλεπαν ξάγρυπνοι,θεατές στο τρομερό θεατρο του νησιού,κι ήταν πολλοι που δεν άντεξαν και τρελάθηκαν,πολλοί που υπεγραψαν κι άλλοι πολλοί που έσπασαν τα συρματοπλέγματα και πήδηξαν στη θάλασσα να πάνε στο νησί να δουν,

κι όλους τους γαζωσαν με τα πυροβολα,και κοκκινησαν απ'τα αίματα ανθρώπων τα νερα.


Ποτέ δεν θα μάθουν αυτοί οι έγκλειστοι στην ακτη άνθρωποι,πως απέναντι,στο νησί,δεν υπάρχει καμία ανθρώπινη ζωή,παρά μόνο μια τεράστια μηχανική κατασκευή,μια παρανοϊκή εγκατασταση,απλωμένη σε όλο το νησί,με τεράστια ηχεία και προβολείς,που αναπαράγει ηχογραφημενες φωνές,ουρλιαχτά,δέσμες ισχυρού φωτος,τρομερούς κρότους ανατιναξεων,πυροβολισμούς,απ'την ακτή την τηλεχειρίζονται ηλεκτρονικά,

την ίδια ώρα νυχτωνοντας την ενεργοποιούν και την ίδια ώρα ξημερώνοντας την απενεργοποιούν,

μια παράσταση κόλασης

.

.

GREEK POETRY -Βίων ο Σμυρναίος (120 πΧ-57πΧ) Ἐπιτάφιος Ἀδώνιδος(στιχοι1-37) -μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

 .

.

GREEK POETRY

-Βίων ο Σμυρναίος

(120 πΧ-57πΧ)

Ἐπιτάφιος Ἀδώνιδος(στιχοι1-37)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

.

.


Αδωνις και Αφροδιτη -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Βίων ο Σμυρναίος

(120 πΧ-57πΧ)

Ἐπιτάφιος Ἀδώνιδος(στιχοι1-37)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Θρηνω τον Άδωνη,χάθηκε ο ωραίος Αδωνης

χάθηκε ο ωραίος Αδωνης

θρηνολογουν οι Έρωτες

ποτέ πια στα πορφυρά σεντόνια μην ξαναπλαγιασεις Κυπριδα

βγαλε,δυστυχή,τα μαύρα ρούχα

και χτύπα το στήθος,και φώναξε

παντού

χάθηκε ο ωραίος Αδωνης

Θρηνω τον Άδωνη,θρηνολογουν οι Ερωτες

ξαπλωμένος ο ωραίος Αδωνης στα ορη από δόντι στο μηρό

απ' άσπρο λευκό οδοντι δαγκωμενος

και την Κυπριδα πικραινει

καθώς ξεψυχά,

και το αιμα μαύρο κυλάει

στη χιονατη σάρκα,

στα μάτια κλεινουν τα φρύδια 

ναρκωμενα,

και το ροδαλο χρώμα φεύγει 

απ' τα χειλη

μαζί μ'αυτον πεθαίνει και το φιλημα

που ποτε πια η Κύπρια δεν θα'χει,

στη Κύπριδα το φίλημα και αν αυτος δεν ζει της αρέσει

αλλά δεν νιώθει το φιλί

ο Άδωνης που τώρα πεθαινει

θρηνω τον Άδωνη

θρηνολογουν οι Έρωτες

βαρια πολύ βαρια πληγη έχει

ο Άδωνης στο μηρό

μεγαλύτερη μέσ' στη καρδιά

η Κυθερεια έχει πληγή

κι γύρω απ'αυτον τον νεαρό άντρα  

τα πιστά σκυλιά ουρλιαζουν

κι οι νύμφες οι Ορειαδες κλαινε

η Αφροδίτη

με λυτά μαλλιά στα λαγκαδια

περιπλανιεται

θλιμμένη αναμαλλιασμενη

ξυπόλητη,τ'αγκαθια την γδερνουν

και το ιερό αίμα ρουφουν

βαριά αναστεναζοντας μέσα

σε δάση τριγυρνά

φωνάζοντας τον Ασσυριο σύζυγό της,και τον νεαρό άντρα

καλώντας,

γύρω απ' τον αφαλό του μαύρο το αίμα λιμνάζει,

τα στήθια απ'τους μηρούς βάφονται κατακόκκινα

το χιονατο σώμα στον Αδωνη πορφυραινει

θρηνω για την Κυθερεια

θρηνολογουν οι Έρωτες

έχασε τον ωραίο άντρα,και μαζί

έχασε το ιερό κάλλος

της Κυπριδας το κάλλος όσο ζούσε ο Άδωνης,

πέθαινε κι η ομορφιά μαζί με τον

Αδωνη

θρηνω για την Κύπριδα

τα όρη όλα λένε και τα δέντρα,

θρηνω τον Άδωνη,

και τα ποτάμια κλαίνε για το πένθος της Αφροδίτης

κι οι πηγές για τον Άδωνη στα όρη

δακρυζουν

τ'ανθη απ'την οδύνη κοκκινίζουν,

κι η Κυθερεια σ'ολους τους γκρεμούς,

σ'ολα τα φαραγγια πικρα τραγουδάει

Θρηνω για την Κυθερεια,χάθηκε

ο ωραίος Αδωνης

.

.

Αδωνις και Αφροδιτη -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ἄδωνιν, «ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις»·

«ὤλετο καλὸς Ἄδωνις», ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες.

μηκέτι πορφυρέοις ἐνὶ φάρεσι Κύπρι κάθευδε·

ἔγρεο, δειλαία, κυανόστολα καὶ πλατάγησον

5στήθεα καὶ λέγε πᾶσιν, «ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις».

αἰάζω τὸν Ἄδωνιν·

ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες.

κεῖται καλὸς Ἄδωνις ἐν ὤρεσι μηρὸν ὀδόντι,

λευκῷ λευκὸν ὀδόντι τυπείς, καὶ Κύπριν ἀνιῇ

λεπτὸν ἀποψύχων· τὸ δέ οἱ μέλαν εἴβεται αἷμα

10χιονέας κατὰ σαρκός, ὑπ᾽ ὀφρύσι δ᾽ ὄμματα ναρκῇ,

καὶ τὸ ῥόδον φεύγει τῶ χείλεος· ἀμφὶ δὲ τήνῳ

θνᾴσκει καὶ τὸ φίλημα, τὸ μήποτε Κύπρις ἀποίσει.

Κύπριδι μὲν τὸ φίλημα καὶ οὐ ζώοντος ἀρέσκει,

ἀλλ᾽ οὐκ οἶδεν Ἄδωνις ὅ νιν θνᾴσκοντα φίλησεν.

15αἰάζω τὸν Ἄδωνιν· ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες.

ἄγριον ἄγριον ἕλκος ἔχει κατὰ μηρὸν Ἄδωνις,

μεῖζον δ᾽ ἁ Κυθέρεια φέρει ποτικάρδιον ἕλκος.

τῆνον μὲν περὶ παῖδα φίλοι κύνες ὠρύονται

καὶ Νύμφαι κλαίουσιν Ὀρειάδες· ἁ δ᾽ Ἀφροδίτα

20λυσαμένα πλοκαμῖδας ἀνὰ δρυμὼς ἀλάληται

πενθαλέα νήπλεκτος ἀσάνδαλος, αἱ δὲ βάτοι νιν

ἐρχομέναν κείροντι καὶ ἱερὸν αἷμα δρέπονται·

ὀξὺ δὲ κωκύοισα δι᾽ ἄγκεα μακρὰ φορεῖται

Ἀσσύριον βοόωσα πόσιν, καὶ παῖδα καλεῦσα.

25ἀμφὶ δέ νιν μέλαν αἷμα παρ᾽ ὀμφαλὸν ᾀωρεῖτο,

στήθεα δ᾽ ἐκ μηρῶν φοινίσσετο, τοὶ δ᾽ ὑπὸ μαζοὶ

χιόνεοι τὸ πάροιθεν Ἀδώνιδι πορφύροντο.

«αἰαῖ τὰν Κυθέρειαν», ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες.

ὤλεσε τὸν καλὸν ἄνδρα, σὺν ὤλεσεν ἱερὸν εἶδος.

30Κύπριδι μὲν καλὸν εἶδος ὅτε ζώεσκεν Ἄδωνις,

κάτθανε δ᾽ ἁ μορφὰ σὺν Ἀδώνιδι. «τὰν Κύπριν αἰαῖ».

ὤρεα πάντα λέγοντι, καὶ αἱ δρύες «αἴ τὸν Ἄδωνιν»·

καὶ ποταμοὶ κλαίοντι τὰ πένθεα τᾶς Ἀφροδίτας,

καὶ παγαὶ τὸν Ἄδωνιν ἐν ὤρεσι δακρύοντι,

35ἄνθεα δ᾽ ἐξ ὀδύνας ἐρυθαίνεται, ἁ δὲ Κυθήρα

πάντας ἀνὰ κναμώς, ἀνὰ πᾶν νάπος οἰκτρὸν ἀείδει,

«αἰαῖ τὰν Κυθέρειαν· ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις»·

.

.

.

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Παρθένιος ο Νικαεύς Περὶ ἐρωτικῶν παθημάτων 1. Περὶ Λύρκου -αποδοση μεταφραστικη-αφηγηση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Παρθένιος ο Νικαεύς 

Περὶ ἐρωτικῶν παθημάτων

1. Περὶ Λύρκου

-αποδοση μεταφραστικη-αφηγηση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.

Ειλεβιη-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Παρθένιος ο Νικαεύς 

Περὶ ἐρωτικῶν παθημάτων

1. Περὶ Λύρκου

-αποδοση μεταφραστικη-αφηγηση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


1. Περὶ Λύρκου

(Η ιστορία στον Λυρκο του Νικαναιτου και στουΑπολλώνιου του Ροδιου την

Καυνο)


[1.1] όταν αρπάχτηκε η Αργεία Ιω από ληστές,,ο πατέρας της ο Ιναχος έστειλε

διάφορους να την ψάξουν,και μέσα σ'αυτους ήταν ο Λύρκος του Φορωνεα,που

περιπλανήθηκε πολύ στη στεριά και πολλές θάλασσες πέρασε,και στο τελος,αφού δεν την βρήκε,παραιτήθηκε απ'την κουραση,κι επειδή φοβήθηκε

τον Ιναχο δεν ξαναγύρισε στο Άργος,φτάνοντας στην Καυνο στον Αιγιαλό εκεί

παντρεύεται την κόρη του Ειλεβιη,λενε πως η κοπέλα μόλις είδε τον

Λυρκο τον ερωτεύτηκε και θερμοπαρακαλεσε τον πατέρα να τον δεχτεί για άντρα της,κι εκείνος  δίνοντας του μεγαλο μερίδιο από τη βασιλική περιουσια γαμπρό τον έκανε.

 [1.2] αφού πέρασε πολύ καιρός και παιδιά δεν αποκτούσε ο Λύρκος,πήγε 

στο μαντείο του Διδυμεα  να ρωτήσει αν θ'αποκτησει κι ο θεός του απαντά

πως  θα αποκτήσει με την πρώτη που θα συναντήσει μόλις φύγει απ'τό μαντείο,

νομίζοντας πως του'πε το μαντειο για τη γυναίκα του βιάστηκε να πάει σ'αυτη.

 [1.3] όταν πλέοντας έφτασε στην Βυβασσο στον Σταφυλο του Διονυσου εκείνος

τον υποδέχτηκε πολύ φιλικά  και πολύ κρασί τον κερασε κι έτσι μεθυσμένο 

τον άφησε να κοιμηθεί με την κόρη του την Ημιθεα,αυτό το'κανε γιατί γνώριζε

τα του χρησμού κι ηθελε αυτη απ'αυτον ν'αποκτησει παιδια.

[1.4] επίσης διαμαχη έγινε αναμεσα στη Ροιω και την Ημιθεα του Σταφυλου τις κόρες ποια απ'αυτες θα σμίξει με τον ξένο,τόσος ερωτικός πόθος τις επιασε.

Ο Λύρκος καταλαβαίνοντας την άλλη μέρα αυτά που'κανε και βλεπωντας 

δίπλα του την Ημιθεα ξαπλωμένη οργίστηκε και κατηγόρησε τον Σταφυλο πως

τον εξαπάτησε,ύστερα μη ξερωντας τι να κάνει,αφού έλυσε τη ζώνη του

την έδωσε στη κοπέλα λέγοντας της να την φυλάξει μέχρι το παιδί να γίνει έφηβος,σαν αναγνωριστικό ,αν ποτέ έρχονταν στον πατέρα στην Καυνο,

και αναχώρησε με το πλοίο,

 [1.5] ο Αιγιαλός όταν έμαθε τα καθέκαστα του χρησμού και για την Ημιθεα,

θέλησε να τον διώξει απ'τη χώρα,και τότε άρχισε συνεχής μάχη ανάμεσα στους φίλους του Λυρκου και στους υποστηρικτές του Αιγιαλού,μάλιστα συνεργός 

του έγινε η Ειλεβιη,γιατί δεν τον είχε αρνηθεί.

[1.6] μετά απ'αυτα όταν έγινε άντρας το παιδί της Ημιθεας και του Λυρκου

(τ'ονομα του Βασιλος ήταν)ήρθε στην Καυνο,κι αυτόν αναγνωρίζοντας ο

Λύρκος που πια γέροντας ήταν αρχηγό των λαών του τον έκανε.

.

.

1. Περὶ Λύρκου

(Ἡ ἱστορία παρὰ Νικαινέτῳ ἐν τῷ Λύρκῳ καὶ Ἀπολλωνίῳ Ῥοδίῳ Καύνῳ)

[1.1] Ἁρπασθείσης Ἰοῦς τῆς Ἀργείας ὑπὸ λῃστῶν, ὁ πατὴρ αὐτῆς Ἴναχος μαστῆράς τε καὶ ἐρευνητὰς ἄλλους καθῆκεν, ἐν δὲ αὐτοῖς Λύρκον τὸν Φορωνέως, ὃς μάλα πολλὴν γῆν ἐπιδραμὼν καὶ πολλὴν θάλασσαν περαιωθείς, τέλος, ὡς οὐχ εὕρισκεν, ἀπεῖπε τὸν κάματον· καὶ εἰς μὲν Ἄργος δεδοικὼς τὸν Ἴναχον οὐ μάλα τι κατῄει, ἀφικόμενος δὲ εἰς Καῦνον πρὸς Αἰγιαλὸν γαμεῖ αὐτοῦ τὴν θυγατέρα Εἱλεβίην· ἔφασαν γὰρ τὴν κόρην ἰδοῦσαν τὸν Λύρκον εἰς ἔρωτα ἐλθεῖν καὶ πολλὰ τοῦ πατρὸς δεηθῆναι κατασχεῖν αὐτόν· ὁ δὲ τῆς τε βασιλείας μοῖραν οὐκ ἐλαχίστην ἀποδασάμενος καὶ τῶν λοιπῶν ὑπαργμάτων γαμβρὸν εἶχεν. 

[1.2] χρόνου δὲ πολλοῦ προϊόντος ὡς τῷ Λύρκῳ παῖδες οὐκ ἐγίνοντο, ἦλθεν εἰς Διδυμέως χρησόμενος περὶ γονῆς τέκνων· καὶ αὐτῷ θεσπίζει ὁ θεὸς παῖδας φύσειν, ᾗ ἂν ἐκ τοῦ ναοῦ χωρισθεὶς πρώτῃ συγγένηται· ὁ δὲ μάλα γεγηθὼς ἠπείγετο πρὸς τὴν γυναῖκα πειθόμενος κατὰ νοῦν [ἂν] αὐτῷ χωρήσειν τὸ μαντεῖον. 

[1.3] ἐπεὶ δὲ πλέων ἀφίκετο ἐς Βύβασσον πρὸς Στάφυλον τὸν Διονύσου, μάλα φιλοφρόνως ἐκεῖνος αὐτὸν ὑποδεχόμενος εἰς πολὺν οἶνον προυτρέψατο, κἀπειδὴ πολλῇ μέθῃ παρεῖτο, συγκατέκλινεν αὐτῷ Ἡμιθέαν τὴν θυγατέρα. ταῦτα δὲ ἐποίει προπεπυσμένος τὸ τοῦ χρηστηρίου καὶ βουλόμενος ἐκ ταύτης αὐτῷ παῖδας γενέσθαι. 

[1.4] δι᾿ ἔριδος μέντοι ἐγένοντο Ῥοιώ τε καὶ Ἡμιθέα αἱ τοῦ Σταφύλου τίς αὐτῶν μιχθείη τῷ ξένῳ· τοσοῦτος ἀμφοτέρας κατέσχε πόθος. Λύρκος δὲ ἐπιγνοὺς τῇ ὑστεραίᾳ οἷα ἐδεδράκει [καὶ] τὴν Ἡμιθέαν ὁρῶν συγκατακεκλιμένην ἐδυσφόρει τε καὶ πολλὰ κατεμέμφετο τὸν Στάφυλον, ὡς ἀπατεῶνα γενόμενον αὐτοῦ· ὕστερον δέ, μηδὲν ἔχων ὅ τι ποιῇ, περιελόμενος τὴν ζώνην δίδωσι τῇ κόρῃ κελεύων ἡβήσαντι τῷ παιδὶ φυλάττειν, ὅπως ἔχῃ γνώρισμα, ὁπόταν ἀφίκοιτο πρὸς τὸν πατέρα αὑτοῦ εἰς Καῦνον, καὶ ἐξέπλευσεν. 

[1.5] Αἰγιαλὸς δὲ ὡς ᾔσθετο τά τε κατὰ τὸ χρηστήριον καὶ τὴν Ἡμιθέαν, ἤλαυνεν τῆς γῆς αὐτόν. Ἔνθα δὴ μάχη συνεχὴς ἦν τοῖς τε τῷ Λύρκῳ προσθεμένοις καὶ τοῖς τὰ Αἰγιαλοῦ φρονοῦσι· μάλιστα δὲ συνεργὸς ἐγίνετο Εἱλεβίη· οὐ γὰρ ἀπεῖπεν τὸν Λύρκον. 

[1.6] μετὰ δὲ ταῦτα ἀνδρωθεὶς ὁ ἐξ Ἡμιθέας καὶ Λύρκου (Βασίλος αὐτῷ ὄνομα) ἦλθεν εἰς τὴν Καυνίαν, καὶ αὐτὸν γνωρίσας ὁ Λύρκος ἤδη γηραιὸς ὢν ἡγεμόνα καθίστησι τῶν σφετέρων λαῶν

.

.

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Der liebste Roland Ein Märchen der Brüder Grimm (Ο αγαπητικός Ρολάν Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ) -μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Der liebste Roland

Ein Märchen der Brüder Grimm

(Ο αγαπητικός Ρολάν

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Der liebste Roland

Ein Märchen der Brüder Grimm

(Ο αγαπητικός Ρολάν

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ήταν μια φορά μια γυναίκα,που ήταν πραγματική μάγισσα,κι είχε δύο κορες,

μια άσχημη και κακη,και την αγαπούσε γιατί η πραγματική της κορη ήταν,και 

μια όμορφη και καλή,που τη μισούσε,γιατί ήταν θετη της κόρη.

Κάποτε η θετή κόρη είχε μια όμορφη ποδια,που άρεσε στην αλλη,τόσο που ζήλευε και στη μάνα της ειπε,πως ήθελε οπωσδηποτε να'χει την ποδια.

'Μην ανησυχείς,παιδί μου' της είπε η γρια'θα την έχεις.Η θετή σου αδερφή πρέπει να πεθάνει,σημερα τη νύχτα,όταν κοιμάται,θα'ρθω και θα της κόψω 

το κεφάλι.Προσεξε όμως,στο πίσω μέρος του κρεβατιού να'σαι,και σπρωξ'την αυτή ακριβώς μπροστά'

Αυτό θα γινονταν αν η  φτωχη κοπελα, δεν ήταν σε μια γωνια κι όλα να τα ειχε ακουσει.

Όλη τη μέρα δεν της επιτραπηκε έξω απ'τη πόρτα να βγει,και σαν ήρθε η ώρα του ύπνου,έπρεπε στο κρεβάτι να ανέβει,και να είναι πίσω.

Όταν αυτή ήταν κοιμισμενη,την έσπρωξε μπροστά,και πήρε τη θέση πίσω στο τοίχο,

Τη νύχτα μπήκε η γριά,στο δεξί χέρι κρατούσε ένα τσεκούρι,με το δεξί έψαξε,αν αυτή μπροστά ήταν,και κατόπιν έσφιξε το τσεκούρι με τα δύο χέρια,το σήκωσε και κατεβάζοντας το έκοψε το κεφάλι του παιδιού της.

Όταν αυτή εφυγε,σηκώθηκε η κοπέλα και πήγε στον αγαπητικό της ,που Ρολάν ονομάζονταν,και του χτύπησε τη πόρτα.

Όταν αυτός βγήκε εξω,του είπε.

'Ακου,αγαπημένε μου Ρολάν,πρέπει γρήγορα να φύγουμε,η μητριά μου θέλησε να με σκοτώσει,αλλά τη κόρη της έσφαξε.Μολις ξημερώσει,και δει,τι έχει κάνει,είμαστε χαμενοι'

'Ομως σε συμβουλευω'ειπε ο Ρολάν 'πως πρώτα πρέπει να της αρπάξεις το μαγικό ραβδί,αλλιώς δεν θα μπορέσουμε να γλυτώσουμε,αν μας ακολουθήσει και μας κυνηγήσει'.

Η κοπέλα άρπαξε το μαγικό ραβδί και μετά πήρε το πεθαμένο κεφάλι κι έσταξε τρεις σταγόνες πάνω στο χωμα,μια μπροστά στο κρεβάτι,μια στη κουζίνα και μια στη σκάλα.Κατοπιν με τον αγαπημένο της έφυγε βιαστικα για μακριά.

Όταν λοιπόν το πρωί η γριά μάγισσα σηκώθηκε, φωναξε την κόρη της,κι ήθελε να της δώσει την ποδιά,αλλά αυτή δεν ήρθε.Τοτε φωναξε.'Που είσαι;'

'εδω στη σκάλα,σκουπιζω'  απάντησε η μια σταγόνα από αίμα.

Η γριά βγήκε έξω,αλλά δεν είδε κανέναν στη σκάλα και ξαναφωναξε.'Που είσαι;'

'εδω στη κουζίνα,ζεστενομαι' φώναξε η δεύτερη σταγόνα από αίμα.

Αυτή πήγε στη κουζίνα,αλλά δεν βρήκε κανέναν.Τοτε φώναξε ακόμα μια φορά.'Που είσαι;'

'Εδω στο κρεβάτι,κοιμαμαι' φώναξε η τρίτη σταγόνα από αίμα.

Αυτή πήγε στο δωμάτιο στο κρεβάτι.Και τι είδε εκεί;Το παιδί της,μέσα στο αίμα του να κολυμπά,και στο οποίο αυτή η ίδια του είχε κόψει το κεφάλι.

Η μάγισσα θύμωσε,πετάχτηκε στο παράθυρο,κι όπως μπορούσε στον κόσμο να δει μακρυά,είδε την θετή της κόρη,με τον αγαπητικο της Ρολάν να φεύγουν πέρα.

'Αυτο σε τίποτα δεν θα σας βοηθησει' φώναξε,'οσο μακρυά και να πάτε,δεν θα μου ξεφυγετε'

Αυτή φόρεσε τις μπότες-μίλια μέτρα,με τις οποίες αυτή με κάθε βήμα μια 

ώρα κάνει εκανε,και δεν πέρασε πολύ και τους δυο είχε φτασει.

Όμως η κοπέλα,όπως είδε τη γριά να πλησιάζει,μεταμόρφωσε με το μαγικό ραβδί τον αγαπητικό της Ρολάν σε μια λίμνη,και τον εαυτό της σε μια πάπια,

που στη μέση της λίμνης κολυμπάει.

Η μάγισσα σταματησε στην όχτη,έρριξε κομμάτια ψωμί μέσα,κι έκανε κάθε προσπαθεια,την πάπια να πλανεψει,αλλά η πάπια δεν πλανευτηκε,κι η γριά επρεπε απραχτη να επιστρέψει.

Τότε πήρε η κοπέλα με τον αγαπητικο της Ρολάν πάλι τη φυσική μορφή,και προχώρησαν παραπέρα όλη τη νύχτα μέχρι το ξημέρωμα.

Κατόπιν μεταμορφώθηκε η κοπέλα σε ένα ομορφο λουλουδι,που στη μέση ενός τόπου γεμάτου αγκάθια ήταν,και τον αγαπητικο της Ρολάν σ'εναν βιολιστη.

Σε λίγο,έφτασε εκεί η μάγισσα,και είπε στον μουσικό:

'Καλε μου μουσικέ,μπορώ το ομορφο λουλούδι να το κόψω;'

'Ναι'απαντησε αυτός,'και θέλω να σου παίξω',

Όταν αυτή βιαστικά στ'αγκαθια χώθηκε,επειδή πολύ καλά ήξερε,ποιο ήταν το λουλούδι,και,ηθελε δεν ήθελε,έπρεπε να χορέψει,γιατί ένας μαγικός χορός 

ήταν.Όσο γρηγοτερα αυτός έπαιζε,τόσο μεγαλύτερα πηδήματα έπρεπε αυτή 

να κάνει,και τ'αγκαθια της εσχισαν τα ρούχα από το σώμα,την τρυπούσαν την ματωναν και την πλήγωναν,κι αφού αυτός δεν σταματούσε,έπρεπε συνέχεια 

να χορεύει,μέχρι που έπεσε νεκρή.

Όταν αυτοί ηταν σωζμενοι,είπε ο Ρολάν,

'Θελω τώρα να πάω στον πατέρα μου και τον γαμο να ετοιμασω'

'Τοτε εγώ εν τω μεταξυ εδώ θα μείνω' είπε η κοπέλα,'κι εσένα θα περιμένω,

και για να μην με αναγνωρίσει κανένας,θα μεταμορφωθω σε μια κόκκινη πετρα'

Έπειτα έφυγε ο Ρολάν,κι η κοπέλα έμεινε σαν μια κόκκινη πέτρα στο χωράφι 

και περίμενε τον αγαπητικο της.

Αλλά όταν Ρολάν γύρισε σπίτι,πιάστηκε στη παγίδα μιας άλλης,που τον κατάφερε,ώστε τη κοπέλα να ξεχάσει.Η φτωχή κοπέλα στάθηκε καιρό ,αλλά όταν αυτός τελικά δεν επέστρεψε,στεναχωρηκε και μεταμορφώθηκε σ'ενα 

λουλούδι και σκέφτηκε:'Καποιος θα'ρθει εδώ και  θα με ποδοπατησει'

Συνέβει τότε,ένας βοσκός στο τόπο το κοπάδι του να βοσκαει και το λουλούδι είδε,κι επειδή τόσο όμορφο ήταν,το έκοψε,το πήρε μαζί του και το έβαλε στο ντουλάπι του.

Aπο εκείνη τη στιγμή όλα πήγαιναν θαυμάσια στο σπίτι του βοσκού.Οταν σηκώνονταν το πρωι,όλες οι δουλειές ηταν καμωμένες,το δωμάτιο ήταν σκουπισμενο,το τραπέζι κι ο πάγκος σκουπισμενα,η φωτιά στο τζάκι αναμμένη και το νερό φερμένο,και το μεσημέρι,όταν γύριζε στο σπίτι,ήταν το τραπέζι στρωμένο και ένα καλό φαγητό σερβιρισμενο.

Δεν μπορούσε να καταλάβει,τι συνέβαινε,γιατί ποτέ δεν είδε έναν άνθρωπο 

στο σπίτι του,και δεν ήταν δυνατόν κανένας μέσα στο μικρη καλυβα να'ναι κρυμμένος.

Φυσικά του άρεσε η φροντιδα.αλλά στο τέλος ένιωσε φόβο,γι'αυτό πήγε σε 

μια σοφή γυναίκα και συμβουλή ζήτησε.

Η σοφη γυναικα είπε.'πισω απ'αυτο υπάρχει μαγεία,παραφύλαξε κάποιο πρωινο πολύ νωρίς,αν κάτι μέσα στο δωμάτιο κινείται,κι όταν κάτι δεις,αυτό θα'ναι,αυτό που θέλεις,τότε πέταξε γρήγορα ένα άσπρο σεντόνι πάνω του,και τότε η μαγεία θα σταματησει'

Ο βοσκός έκανε,όπως εκείνη του'πε,και τ'αλλο πρωί,όταν ξημέρωνε,είδε πως 

το ντουλάπι άνοιξε και το λουλούδι έξω βγήκε.

Γρήγορα πήδηξε αυτός και της πέταξε ένα άσπρο σεντόνι.Αμεσως η

μεταμόρφωση έπαυσε  και μια όμορφη κοπέλα στέκονταν μπροστά του,που 

του ομολόγησε ότι αυτή ήταν το λουλουδι και το νοικοκυριό του φρόντιζε.

Του διηγήθηκε τη τύχη του,κι επειδή σ'αυτον άρεσε,ρώτησε,αν ήθελε να τον 

παντρευτεί,αλλά αυτή απάντησε.'οχι',επειδη ήθελε στον αγαπητικό της Ρολάν,

αν και την είχε παρατήσει,ακόμα πίστη να μείνει,αλλά υποσχέθηκε,ότι δεν

θα φύγει,αλλά ήθελε να εξακολουθησει το νοικοκυριό του να κραταει

Τώρα ήρθε ο καιρός,ο Ρολάν να κάνει το γάμο,κι ανακοινώθηκε σύμφωνα με

το παλιό έθιμο στη χώρα,ότι όλες οι κοπέλες πρέπει να παραβρεθούν και 

τραγουδησουν προς τιμή της νύφης και του γαμπρού.

Η πιστη κοπέλα ,όταν τ'ακουσε,ένιωσε τόσο στεναχώρια,ώστε νόμιζε,πως

η καρδιά στο στήθος της θα σπάσει,και δεν ήθελε να πάει,αλλά ήρθαν οι

άλλες και την πήραν.Αλλα οταν η σειρά ήρθε,να τραγουδήσει,τραβήχτηκε 

πίσω,κι έμεινε μόνη,όμως αυτό δεν την βοήθησε.

Αλλά όπως το τραγούδι της άρχισε,και έφτασε στ'αυτια του Ρολάν,αυτός

πεταχτηκε πανω και φώναξε.'Γνωριζω τη φωνή,αυτή είναι η πραγματική νύφη,

άλλη δεν θελω'

Όλα,όσα είχε ξεχάσει κι απ'τό μυαλό του ηταν ,σβησμενα,ξαφνικά στην

καρδιά του ξαναγύρισαν.Τοτε έκανε η πίστη κοπέλα το γάμο με τον αγαπητικό

της Ρολάν,και τελείωσε η στεναχώρια κι άρχισε η ευτυχία της.

.

.

Es war einmal eine Frau, die war eine rechte Hexe, und hatte zwei Töchter, eine hässlich und böse, und die liebte sie, weil sie ihre rechte Tochter war, und eine schön und gut, die hasste sie, weil sie ihre Stieftochter war.


Zu einer Zeit hatte die Stieftochter eine schöne Schürze, die der andern gefiel, so dass sie neidisch war und ihrer Mutter sagte, sie wollte und müsste die Schürze haben. "Sei still, mein Kind," sprach die Alte, "du sollst sie auch haben. Deine Stiefschwester hat längst den Tod verdient, heute nacht, wenn sie schläft, so komm und ich haue ihr den Kopf ab. Sorge nur, dass du hinten ins Bett zu liegen kommst, und schieb sie recht vornen hin."


Um das arme Mädchen war es geschehen, wenn es nicht gerade in einer Ecke gestanden und alles mit angehört hätte. Es durfte den ganzen Tag nicht zur Türe hinaus, und als Schlafenszeit gekommen war, musste es zuerst ins Bett steigen, damit sie sich hinten hinlegen konnte; als sie aber eingeschlafen war, da schob es sie sachte vornen hin und nahm den Platz hinten an der Wand. In der Nacht kam die Alte geschlichen, in der rechten Hand hielt sie eine Axt, mit der linken fühlte sie erst, ob auch jemand vornen lag, und dann fasste sie die Axt mit beiden Händen, hieb und hieb ihrem eigenen Kind den Kopf ab. Als sie fortgegangen war, stand das Mädchen auf und ging zu seinem Liebsten, der Roland hiess, und klopfte an seine Türe. Als er herauskam, sprach sie zu ihm: "Höre, liebster Roland, wir müssen eilig flüchten, die Stiefmutter hat mich totschlagen wollen, hat aber ihr eigenes Kind getroffen. Kommt der Tag, und sie sieht, was sie getan hat, so sind wir verloren."


"Aber ich rate dir," sagte Roland, "dass du erst ihren Zauberstab wegnimmst, sonst können wir uns nicht retten, wenn sie uns nachsetzt und verfolgt." Das Mädchen holte den Zauberstab, und dann nahm es den toten Kopf und tröpfelte drei Blutstropfen auf die Erde, einen vors Bett, einen in die Küche und einen auf die Treppe. Darauf eilte es mit seinem Liebsten fort.


Als nun am Morgen die alte Hexe aufgestanden war, rief sie ihre Tochter, und wollte ihr die Schürze geben, aber sie kam nicht. Da rief sie: "Wo bist du?"


"Ei, hier auf der Treppe, da kehr ich," antwortete der eine Blutstropfen. Die Alte ging hinaus, sah aber niemand auf der Treppe und rief abermals: "Wo bist du?"


"Ei, hier in der Küche, da wärm ich mich," rief der zweite Blutstropfen. Sie ging in die Küche, aber sie fand niemand. Da rief sie noch einmal "wo bist du?"


"Ach, hier im Bette, da schlaf ich," rief der dritte Blutstropfen. Sie ging in die Kammer ans Bett. Was sah sie da? Ihr eigenes Kind, das in seinem Blute schwamm, und dem sie selbst den Kopf abgehauen hatte.


Die Hexe geriet in Wut, sprang ans Fenster, und da sie weit in die Welt schauen konnte, erblickte sie ihre Stieftochter, die mit ihrem Liebsten Roland forteilte. "Das soll euch nichts helfen," rief sie, "wenn ihr auch schon weit weg seid, ihr entflieht mir doch nicht."


Sie zog ihre Meilenstiefel an, in welchen sie mit jedem Schritt eine Stunde machte, und es dauerte nicht lange, so hatte sie beide eingeholt. Das Mädchen aber, wie es die Alte daherschreiten sah, verwandelte mit dem Zauberstab seinen Liebsten Roland in einen See, sich selbst aber in eine Ente, die mitten auf dem See schwamm. Die Hexe stellte sich ans Ufer, warf Brotbrocken hinein und gab sich alle Mühe, die Ente herbeizulocken; aber die Ente liess sich nicht locken, und die Alte musste abends unverrichteter Sache wieder umkehren.


Darauf nahm das Mädchen mit seinem Liebsten Roland wieder die natürliche Gestalt an, und sie gingen die ganze Nacht weiter bis zu Tagesanbruch. Da verwandelte sich das Mädchen in eine schöne Blume, die mitten in einer Dornhecke stand, seinen Liebsten Roland aber in einen Geigenspieler. Nicht lange, so kam die Hexe herangeschritten und sprach zu dem Spielmann: "Lieber Spielmann, darf ich mir wohl die schöne Blume abbrechen?" - "0 ja," antwortete er, "ich will dazu aufspielen." Als sie nun mit Hast in die Hecke kroch und die Blume brechen wollte, denn sie wusste wohl, wer die Blume war, so fing er an aufzuspielen, und, sie mochte wollen oder nicht, sie musste tanzen, denn es war ein Zaubertanz. Je schneller er spielte, desto gewaltigere Sprünge musste sie machen, und die Dornen rissen ihr die Kleider vom Leibe, stachen sie blutig und wund, und da er nicht aufhörte, musste sie so lange tanzen, bis sie tot liegen blieb.


Als sie nun erlöst waren, sprach Roland: "Nun will ich zu meinem Vater gehen und die Hochzeit bestellen." - "So will ich derweil hier bleiben," sagte das Mädchen, "und auf dich warten, und damit mich niemand erkennt, will ich mich in einen roten Feldstein verwandeln." Da ging Roland fort, und das Mädchen stand als ein roter Stein auf dem Felde und wartete auf seinen Liebsten.


Als aber Roland heim kam, geriet er in die Fallstricke einer andern, die es dahin brachte, dass er das Mädchen vergass. Das arme Mädchen stand lange Zeit, als er aber endlich gar nicht wiederkam, so ward es traurig und verwandelte sich in eine Blume und dachte: "Es wird ja wohl einer dahergehen und mich umtreten."


Es trug sich aber zu, dass ein Schäfer auf dem Felde seine Schafe hütete und die Blume sah, und weil sie so schön war, so brach er sie ab, nahm sie mit sich, und legte sie in seinen Kasten. Von der Zeit ging es wunderlich in des Schäfers Hause zu. Wenn er morgens aufstand, so war schon alle Arbeit getan: die Stube war gekehrt, Tische und Bänke abgeputzt, Feuer auf den Herd gemacht und Wasser getragen; und mittags, wenn er heim kam, war der Tisch gedeckt und ein gutes Essen aufgetragen. Er konnte nicht begreifen, wie das zuging, denn er sah niemals einen Menschen in seinem Haus, und es konnte sich auch niemand in der kleinen Hütte versteckt haben. Die gute Aufwartung gefiel ihm freilich, aber zuletzt ward ihm doch angst, so dass er zu einer weisen Frau ging und sie um Rat fragte. Die weise Frau sprach: "Es"es steckt Zauberei dahinter; gib einmal morgens in aller Frühe acht, ob sich etwas in der Stube regt, und wenn du etwas siehst, es mag sein, was es will, so wirf schnell ein weisses Tuch darüber, dann wird der Zauber gehemmt." Der Schäfer tat, wie sie gesagt hatte, und am andern Morgen, eben als der Tag anbrach, sah er, wie sich der Kasten auftat und die Blume herauskam.


Schnell sprang er hinzu und warf ein weisses Tuch darüber. Alsbald war die Verwandlung vorbei, und ein schönes Mädchen stand vor ihm, das bekannte ihm, dass es die Blume gewesen wäre und seinen Haushalt bisher besorgt hätte. Es erzählte ihm sein Schicksal, und weil es ihm gefiel, fragte er, ob es ihn heiraten wollte, aber es antwortete "nein," denn es wollte seinem Liebsten Roland, obgleich er es verlassen hatte, doch treu bleiben: aber es versprach, dass es nicht weggehen, sondern ihm fernerhin haushalten wollte.


Nun kam die Zeit heran, dass Roland Hochzeit halten sollte: da ward nach altem Brauch im Lande bekanntgemacht, dass alle Mädchen sich einfinden und zu Ehren des Brautpaars singen sollten. Das treue Mädchen, als es davon hörte, ward so traurig, dass es meinte, das Herz im Leibe würde ihm zerspringen, und wollte nicht hingehen, aber die andern kamen und holten es herbei. Wenn aber die Reihe kam, dass es singen sollte, so trat es zurück, bis es allein noch übrig war, da konnte es nicht anders.


Aber wie es seinen Gesang anfing, und er zu Rolands Ohren kam, so sprang er auf und rief: "Die Stimme kenne ich, das ist die rechte Braut, eine andere begehr ich nicht." Alles, was er vergessen hatte und ihm aus dem Sinn verschwunden war, das war plötzlich in sein Herz wieder heimgekommen. Da hielt das treue Mädchen Hochzeit mit seinem Liebsten Roland, und war sein Leid zu Ende und fing seine Freude an.

.

.

.