I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Δευτέρα 30 Αυγούστου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΌΡΗΜΑ INFINITUM AFFINITY -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΌΡΗΜΑ INFINITUM AFFINITY

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.




ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΌΡΗΜΑ INFINITUM AFFINITY

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


το τελευταίο του μυθιστόρημα INFINITUM AFFINITY ήταν έτοιμο προς έκδοση,

πρωί στα γραφεία του εκδοτικού οίκου,ο διάσημος συγγραφέας φορούσε

ένα σκούρο κουστούμι με γκρι γραβάτα,κάπνιζε πούρο κι έπινε ουίσκι,

απέναντι του ο μεγαλοεκδοτης,αντικαπνιστης,έπινε ουίσκι,

-συμφωνα με τους επιμελητές των εκδόσεων μας αυτό το βιβλίο θα είναι σκάνδαλο,είπε ο εκδότης,μέγα σκάνδαλο,το τόνισε

-οι επιμελητές,κύριε,τον έκοψε με σταθερή φωνή ο συγγραφέας,είναι μόνο

επιμελητες,δεν είναι συγγραφείς,αλλιμονο αν η λογοτεχνία υπακουε σε

υποδείξεις

-δηλαδη επιμενεται να εκδοθεί έτσι όπως είναι;είπε ο εκδότης

-φυσικα,αυτό είναι είναι το μυθιστόρημα,όπως το συνέλαβε ο συγγραφέας,

και τίποτα άλλο,αλλιώς αρνουμαι να εκδοθεί,απάντησε ο συγγραφέας με την

ίδια σταθερή φωνη

-μα θα είναι μεγάλη αποτυχία,αντέδρασε ο επιχειρηματίας,

-αυτο,κύριε,λίγο με ενδιαφέρει,απάντησε,επέμενε, ο λογοτέχνης

το βιβλίο τελικά κυκλοφόρησε,

αγοράσθηκε,μπεστ σελλερ,

αυτό θεωρήθηκε από τους κριτικούς ακατανόητο,σε μια  ψυχολογικη αναλυση

των αναγνωστών,ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΚΑΙ  ΦΕΤΙΧ,το βιβλίο  θεωρηθηκε,ερμηνεύτηκε,

ως το λατρευτικό φετίχ που αντιπροσώπευε ο διάσημος συγγραφεας,

το βιβλιο-μυθιστορημα είχε τον τίτλο,INFINITUM AFFINITY(ΑΠΕΙΡΗ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ),

το εξώφυλλο γκρι χρώμα,χωρίς το όνομα του συγγραφέα,σελίδες 251,οι πρώτες 7 σελιδες ήταν γραμμένες με συμβατικό τρόπο,σύμφωνα το γνωστό ύφος του συγγραφέα,κυριολεκτικες προτάσεις,σχεδόν πλήρη αποφυγή επιθέτων,

διαφαίνονταν αστυνομική πλοκή,κάποιο μυστήριο,με προεκτάσεις φιλοσοφικές και μεταφυσικές,

μετά την έβδομη σελίδα όλα άλλαζαν,δεν υπήρχαν διακριτές προτάσεις,

σημεία στιξεις,οι λέξεις φαίνονταν σαν είχαν διαλεχτει στην τύχη,ούτε συντακτική δομή,δεν υπήρχε καμία οργάνωση και ανάπτυξη νοήματος,

ένας γρίφος,ένα κειμενο-λαβυρινθος,

υποθετηκαν διάφορα:πως ο διάσημος συγγραφέας τρελάθηκε,πως έκανε πλάκα,

να εξευτελίσει όλη τη λογοτεχνία,μια ριζική ρήξη του τι σημαίνει λογοτεχνικό

έργο,ναρκισσισμος,εφαρμογή της θεωρίας του Χάους,ακραίο σχιζοφρενικο έργο,

η τάξη αναπόφευκτα,λόγω αβεβαιοτήτων και τυχαιότητας,σε αταξία,ΕΝΤΡΟΠΙΑ,

η λογοτεχνία είναι πολυπλοκότητα,

απέφευγε τις συνεντεύξεις,στην ερώτηση:τελικά τι είναι αυτό το βιβλίο;

απαντούσε έτσι:αυτό το βιβλίο εντέλει είναι η λογοτεχνία

-γραφετε,θα ξαναγράψεται;,ρωτούσαν οι δημοσιογράφοι,

-Οχι,κύριοι,τέλος,η μονολεκτική του απάντηση

ένα πρωί παρουσιάστηκε στα γραφεία του εκδοτικού οίκου με τον δικηγόρο

του,

φορούσε σκούρο κουστούμι και γκρι γραβάτα,κάπνιζε πούρο κι έπινε ουίσκι,

-κυριε,είπε με σταθερό τόνο στον εκδότη,δεν επιθυμώ πλέον την περαιτέρω

επανεκδοση των προηγούμενων έργων μου,όπως και μεταφράσεων τους,

αυτά τα έργα μου δεν με εκφράζουν,και είναι σαν ποτέ να μην έχουν γραφτεί,

να αποσυρθούν,να καταστραφούν,το μόνο που με ενδιαφέρει είναι το INFINITUM AFFINITY,θα μιλησετε τα τεχνικά νομικά ζητηματα με τον δικηγόρο μου,

ο εκδότης,δυσαρεστήθηκε,αλλά διπλωματικά δεν του το έδειξε,ήταν τεράστιο

γι'αυτόν οικονομικό πρόβλημα,τα βιβλία του  πουλούσαν,και μεταφράζονταν

σε όλο τον κόσμο,

-οπως θέλετε,είπε

-Καλημερα σας,είπε χαμογελωντας ο συγγραφέας,τους άφησε κι εφυγε

.

.

.

eteronoma-ετερονομα piano composition χ.ν.κουβελης c n.couvelis

 .

.

eteronoma-ετερονομα 

piano composition χ.ν.κουβελης 

c n.couvelis


https://www.youtube.com/watch?v=sopasiTFgcY&feature=youtu.be

.

.

Παρασκευή 27 Αυγούστου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Ηρακλής και Διηάνειρα -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Ηρακλής και Διηάνειρα

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Ηρακλης-3μ χ 4,5μ-χ.ν.κουβελης c.n.cpuvelis


Ηρακλής και Διηάνειρα-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


χτύπησε το τηλέφωνο του,κοίταξε τον αριθμό,

-γιατί δεν το σηκώνεις;είπε η Διηάνειρα,

-αυτοι οι ενοχλητικοί είναι,επιμένουν για τη σειρά,απάντησε ο Ηρακλής

-ειναι πολλά τα λεφτά και τα χρειαζόμαστε,τον έκοψε η γυναίκα

-σου είπα δεν θέλω τηλεόραση,τους σιχαινομαι

το τηλέφωνό ξαναχτύπησε,κοίταξε τον αριθμό

-αυτοι;ρώτησε η Διηάνειρα

-αυτοι,απάντησε,

είπε ψέματα,ήταν η Ιόλη

νευρίασε,της είχε πει να μην παίρνει στο σπίτι,έσβησε τη κληση,

κάποια φορά θα γίνει το λάθος,

και τότε θα επαναληφθει η ιστορία:το λευκό πουκάμισο θα ποτίσει

με το φαρμάκι του Νέσσου,θα κολλήσει στο κορμί του,και θα ξεκολλάει

με τις σάρκες του,

τόσες φορές έπαιξε αυτό τον ρόλο,και στην Επίδαυρο και στο Ηρώδειο

-η μικρή,και εννοούσε την Ιόλη,είναι ερωτευμένη,του πέταξε η Διηάνειρα,

τρελλαθηκε,ήτανε σχέδιο,κρατήθηκε

-με τον Υλλο μας,επεμενε η γυναίκα

-μ'αυτη τη πουτανα;ξέσπασε,

-αυτες τυλίγουν τους άντρες,επέμενε η γυναίκα

-και συ που το ξέρεις;της φώναξε

-ηρθε το πρωί,και κλείστηκαν μέχρι το μεσημέρι στο δωμάτιο του Υλλου,

επέμενε η γυναίκα

-λες ψέματα,της φώναξε,

-καλα,ψέματα,άμα γαστρωθει τότε τα λέμε,επέμενε εκείνη

-με ποιον;φώναξε

-με τον Υλλο,είπε ήρεμα η γυναίκα

θέλει να μου σπάσει τα νεύρα,σκέφτηκε,

η Ιόλη σήμερα ήταν μαζί του,κολύμπησαν,φάγανε σε μια τουριστική ταβέρνα,

έπειτα πήγαν στο χοτελ,

σιωπή,

η γυναίκα τηγανιζε σαρδέλα,

γιατί δεν την σκοτώνει;τι φοβάται;

-αν απόψε βγεις,εγώ έχω πονοκέφαλο,του είπε,σου έχω σιδερωσει το 

λευκό πουκάμισο

ευκαιρία τώρα να τη σκοτώσει,

χτύπησε το τηλέφωνο της,το σήκωσε,ναι,ναι,την άκουσε,να περάσεις,αγάπη

μου,καλά,καληνύχτα,έκλεισε το τηλέφωνο

δεν την ρώτησε,

-ο Υλλος ήταν,είπε εκείνη,δεν θα'ρθει απόψε σπίτι,θα κοιμηθει άλλου,

μάλλον στην Ιόλη,την άκουσε τα γελάει

-σκασε,της φώναξε,την άρπαξε και την πέταξε κάτω,την κλωτσούσε στη

κοιλιά,

την παράτησε εκεί,

εκεινη ανασανε βαριά,

-εισαι τρελός για κείνη,ακούστηκε αδύναμη η φωνή της,δεν μπορείς να

το κρύψεις,εσύ ήσουνα πάντα γενναίος,γιατί δεν το παραδέχεσαι;

κάποτε,συνέχισε εκείνη,σ'αγαπουσα,έλεγα πως δεν θα μπορούσα να ζήσω

χωρίς εσένα,έπειτα άλλαξα,ερωτεύτηκα τρελα τον Νεσσο,εσύ το'μαθες,

και τον σκοτώσες,δεν στο συγχώρεσα ποτέ,ήθελα να σε εκδικηθώ,ούτε

ο Υλλος είναι παιδί σου,είναι εκείνου,τώρα σκότωσε με,που έμαθες την

αληθεια,

σιωπή,

έβλεπε την γυναίκα σε εμβρυϊκή στάση στο πάτωμα,

σιωπη,

έβαλε το λευκό πουκάμισο,ντύθηκε,βγήκε,

η Ιόλη τον περίμενε στο διαμέρισμα της,

-θελω να χωρίσουμε,της είπε,

η κοπέλα γέλασε,

-παλι τα ίδια;τύψεις;

-τα'χεις με τον Υλλο,

του'βγαλε το πουκάμισο,

-θελεις να κλείσω το φως;του είπε

-κλειστο,της φώναξε,σαν να την διέταξε

η κοπέλα υπάκουσε,

.

-

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Fitchers Vogel Πουλί Φιτσερ Ein Märchen der Brüder Grimm Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ -μεταφραση χ.ν.κουβελης c. n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Fitchers Vogel

Πουλί Φιτσερ

Ein Märchen der Brüder Grimm

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c. n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Fitchers Vogel

Πουλί Φιτσερ

Ein Märchen der Brüder Grimm

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

- μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Μια φορά ήταν ένας μάγος που σε ζητιανο μεταμορφώνονταν κι άρπαζε τα όμορφα κορίτσια.

Κανένας δεν ήξερε που τα πήγαινε,αφού ποτέ δεν τα ξαναβλεπαν.

Κάποτε πέρασε έξω απ'τη πόρτα 

ενός ανθρώπου,που'χε τρια κορίτσια, είχε τη μορφή ζητιάνου και στον ώμο ένα σακί,δήθεν για να'βαζει αυτά που μάζευε.

Παρακάλεσε για λίγο φαι κι όταν η πιο μεγάλη βγήκε έξω  να του δώσει ένα κομμάτι ψωμι,την άρπαξε και την έχωσε στο σακί.

Κι έφυγε με γρήγορα βήματα και την πήγε σ'ενα σκοτεινό δάσος ,στη μέση του.

Μέσα στο σπίτι όλα έλαμπαν ,ότι ήθελε θα της το'δινε,και της είπε.

Θησαυρός μου,μαζί μου θα σ' αρέσει,επειδή όλα θα τα'χεις,ότι

η καρδιά σου θέλει 

Μετά από μερικές μέρες της ειπε.

Πρέπει να ταξιδεψω μακριά και για λίγο μόνη να σ' αφήσω,αυτά'ναι τα κλειδιά του σπιτιού,μπορείς παντού να πας κι όλα να τα δεις,μονάχα σε μια αίθουσα,κι αυτό το μικρό κλειδί την ανοίγει,στ'απαγορευω με τιμωρία τη ζωή σου.

Επίσης της έδωσε ένα αυγό και της είπε.

Τ'αυγο θέλω να το προσέχεις,πάντα να το'χεις μαζί σου,γιατί αν το χάσεις,μια μεγάλη δυστυχία θα πέσει.

Αυτή πήρε τα κλειδιά και τ'αυγο και υποσχέθηκε σ'ολα να υπακούσει.

Όταν εκεινος έφυγε μακριά,εκείνη περιπλανηθηκε στο σπίτι από κάτω μέχρι πάνω κι όλα τα'δε,τις αίθουσες να λάμπουν  απ'τ'ασημι και απ'το  χρυσό,

ποτέ μια τέτοια μεγάλη  πολυτέλεια δεν είχε δει 

Τελικά ήρθε μπροστά στην απαγορευμένη πόρτα,θέλησε να την προσπεράσει,όμως η περιέργεια δεν την άφησε σε ησυχία.Κοιταξε το κλειδί,σαν να'ταν άλλος,το βάλε μέσα και το'στριψε λίγο κι η πόρτα άνοιξε. Κι τι να δει εκεί μέσα,οταν μπήκε, μια μεγάλη λεκάνη γεμάτη αίματα ήταν στη μέση και μέσα κομματιασμένοι πεθαμένοι άνθρωποι,δίπλα ήταν

ένα ξύλινο κουτσουρο και πάνω ένα γιαλιστερο  τσεκούρι.

Τρόμαξε τόσο πουλί,που τ'αυγο που κρατούσε στο χέρι,έπεσε.

Το ξαναμαζεψε και το καθαρισε απ'το αιμα,έγινε όπως ήταν,αλλά

για λίγο,τα σημάδια απ'το αιμα δεν έφυγαν.

Μετά από λίγο γύρισε ο άντρας απ'το ταξίδι,και το πρωτο που ζήτησε,ήταν το κλειδί και τ'αυγο 

Αυτή του τα'δωσε,όμως ετρεμε,γιατί αυτός απ'τις κόκκινες κηλίδες κατάλαβε πως μπήκε στην αίθουσα του αίματος.

Παράκουσες τη θέληση μου στην καμάρα πηγες,της είπε,πάλι εκεί παρά τη θέληση σου  θα ξαναπας,Η ζωή σου τελείωσε.

Την πέταξε κάτω,την άρπαξε απ'τα μαλλιά,της έβαλε το λαιμό πάνω στο κουτσουρο και την έκοψε κομμάτια,το κόκκινο αίμα 

έτρεχε στο πάτωμα,Ύστερα την ερριξε με τους υπόλοιπους στη λεκάνη.

Τώρα θέλω τη δεύτερη να πάρω,είπε ο μάγος,και ξαναπήγε με τη μορφη του ζητιάνου στο σπίτι μπροστά και ζητιανευε.

Όταν η δεύτερη του'φερε ένα κομμάτι ψωμί την άρπαξε όπως 

την πρώτη και την έφερε μακριά 

Αυτή δεν πέρασε καλύτερα απ'την αδερφή της,απ'την περιέργεια της άνοιξε την καμάρα του αιματος και με την επιστροφή του πλήρωσε με τη ζωή της.

Τώρα αυτός πήγε και πήρε την τρίτη.Ομως αυτή ήταν εξυπνη και προσεκτικη.Οταν τα κλειδιά και τ'αυγο της έδωσε και πήγε για ταξίδι, πρώτον φύλαξε τ'αυγο,μετά είδε το σπίτι και στο τέλος μπήκε στην απαγορευμένη καμάρα.

Και τι να δει!τις δύο αγαπημένες της αδερφες,ανελέητα σκοτωμένες,μέσα στη λεκάνη.

Έψαξε τα μέλη τους και τα'βαλε

όπως πρεπει μαζί,κεφάλι,κορμί,χέρια και πόδια.Κι όταν τίποτα δεν έλειπε,άρχισαν τα μέλη να κινουνται,και τα δυο κορίτσια άνοιξαν τα μάτια κι ήταν πάλι ζωντανές.Ποσο χάρηκαν και φιλουσε η μια την άλλη!

Μετά τις έβγαλε και τις δυο εξω και τις έκρυψε.

Ο άντρας κατά την επάνοδο του ζήτησε τα κλειδιά και τ'αυγο κι όταν δεν μπόρεσε να δει κανένα ίχνος από αίμα πάνω,είπε.

Πέρασες τη δοκιμασία,πρέπει γυναίκα μου να γίνεις.

Όμως αυτός τωρα δεν είχε καμία δύναμη πάνω της κι έπρεπε να κάνει ότι θα του ζητούσε.

Πολύ καλά,απάντησε αυτή,πρέπει πριν ένα καλάθι γεμάτο χρυσο στον πατέρα μου και στη μάνα μου να πας κι ο ίδιος πάνω στην πλάτη σου να το κουβαλήσεις,γιατί εγώ εδώ το γάμο θα ετοιμάσω.

Μετά πήγε στο καμαράκι της,που'χε κρύψει τις αδερφές της.

Τώρα,τις είπε,ήρθε η στιγμή,που μπορώ να σας σώσω,ο κακούργος ο ίδιος θα σας ξαναπάει στο σπίτι,όμως μόλις στο σπίτι είστε,βοήθεια να μου δωστε

 Κατόπιν έβαλε και τις δυο σ'ενα καλάθι και το σκέπασε μέχρι πάνω με χρυσό,που τίποτα να μην φαίνεται και φώναξε τον μάγο να'ρθει μέσα και του'πε.

Τώρα κουβαλα το καλάθι,όμως να μην σταματήσεις στο δρόμο και να ξεκουραστείς,απ'το μικρό παραθυράκι θα κοιταζω και θα προσεχω.

Ο μάγος φορτώθηκε το καλάθι στη πλάτη του κι έφυγε,όμως ήταν τόσο βαρύ,που ο ιδρώτας έτρεχε στο πρόσωπο του και φοβόνταν πως θα πεθάνει.

Τότε κάθισε κάτω κι ηθελε λίγο να ξεκουραστεί,όμως αμέσως φώναξε η μια μέσα απ'το καλάθι .

Σε βλέπω απ'το παραθυράκι μου,πως ξεκουράζεσαι,σήκω και τράβα.

Αυτός νομισε,πως η νύφη του φώναξε και ξεκίνησε πάλι.

Ακόμα μια φορά θέλησε να καθήσει,όμως ξαναφωναξαν.

Σε βλέπω απ'το παραθυράκι μου,πως ξεκουράζεσαι,σήκω και τράβα.

Και μετα όταν σταματούσε,του

φώναζαν,και ξεκινούσε,και τελικά ξεπνοος το καλάθι με οτο χρυσο και τα δυο κορίτσια 

στο σπίτι των γονέων τους έφερε.

Στο σπίτι λοιπόν η νύφη ετοίμαζε τη γιορτη του γάμου.

Πήρε ένα κεφάλι πεθαμένου με 

δόντια που χαμογελούσαν και του'βαλε ένα κόσμημα και το' φερε ψηλά μπροστά στ'σνοιγμα της σοφιτας  και τ'αφησε από κει προς τα έξω να κοιτάζει.

Τότε προσκαλεσε τους φίλους του μάγου στη γιορτή,κι όταν αυτό εγινε,μπήκε σ'ενα βαρέλι με μέλι,έπειτα κόλλησε φτερα κι εμοιαζε  με παράξενο πουλί και κανένας άνθρωπος δεν μπουρουσε να την αναγνωρισει.

Έτσι βγήκε απ'το σπίτι έξω,και στο δρόμο συνάντησε μια ομάδα 

απ'τους καλεσμένους του γάμου,που ρωτησαν.


πουλί φιτσερ από που ερχεσαι;

ερχομαι απ'το φιτζ-φιτσερ σπίτι

και τι κάνει εκει η νυφουλα;

το σπίτι έχει σκουπίσει από κάτω μεχρι πάνω 

κι απ'τ'ανοιγμα της σοφίτας έξω κοιτάζει.


Τελικά συνάντησε τον γαμπρό,που ξεθεωμενος γύριζε.Κι αυτός ρώτησε όπως οι άλλοι.


πουλί φιτσερ από που ερχεσαι;

έρχομαι απ'το φιτζ-φιτσερ σπίτι

και τι κάνει εκει η νυφουλα;

το σπίτι έχει σκουπίσει από κάτω κιμεχρι πάνω 

κι απ'τ'ανοιγμα της σοφίτας έξω κοιτάζει.


Ο γαμπρός κοίταξε πάνω κι είδε το καθαρισμένο κεφάλι του πεθαμένου,του φάνηκε,πως της νύφης του ήταν,και της εγνεψε και την χαιρέτησε φιλικά.

Όμως καθώς αυτός κι οι καλεσμένοι του μπήκαν μέσα στο σπίτι,τότε ήρθε κι η βοήθεια απ'τις αδερφές.

Έκλεισαν όλες τις πόρτες του σπιτιού,για να μην μπορέσει κανένας να ξεφύγει  κι εβαλαν φωτιά,για να καει ο μάγος μαζί με τους κακοποιούς του.

.

.

Fitchers Vogel

Ein Märchen der Brüder Grimm

Κι

Es war einmal ein Hexenmeister, der nahm die Gestalt eines armen Mannes an, ging vor die Häuser und bettelte und fing die schönen Mädchen. Kein Mensch wußte, wo er sie hinbrachte, denn sie kamen nie wieder zum Vorschein. Nun trat er auch einmal vor die Thüre eines Mannes, der drei schöne Töchter hatte, sah aus wie ein armer schwacher Bettler und trug eine Kötze auf dem Rücken, als wollte er milde Gaben darin sammeln. Er bat um ein bischen Essen, und als die älteste herauskam und ihm ein Stück Brot reichen wollte, rührte er sie nur an, und sie mußte in seine Kötze springen. Darauf eilte er mit starken Schritten fort und trug sie in einen finstern Wald zu seinem Haus, das mitten darin stand. In dem Haus war alles prächtig: er gab ihr, was sie nur wünschte und sprach: "Mein Schatz, es wird dir wohl gefallen bei mir, denn du hast alles, was dein Herz begehrt." Das dauerte ein paar Tage, da sagte er: "Ich muß fortreisen und dich eine kurze Zeit allein lassen, da sind die Hausschlüssel: du kannst überall hingehen und alles betrachten, nur nicht in eine Stube, die dieser kleine Schlüssel da aufschließt, das verbiet ich dir bei Lebensstrafe." Auch gab er ihr ein Ei und sprach: "Das Ei verwahre mir sorgfältig und trag es lieber beständig bei dir, denn gienge es verloren, so würde ein großes Unglück daraus entstehen." Sie nahm die Schlüssel und das Ei, und versprach alles wohl auszurichten. Als er fort war, gieng sie in dem Haus herum von unten bis oben und besah alles: die Stuben glänzten von Silber und Gold und sie meinte, sie hätte nie so große Pracht gesehen. Endlich kam sie auch zu der verbotenen Thür, sie wollte vorüber gehen, aber die Neugierde ließ ihr keine Ruhe. Sie besah den Schlüssel, er sah aus wie ein anderer, sie steckte ihn ein und drehte ein wenig, da sprang die Thür auf. Aber was erblickte sie, als sie hinein trat: ein großes blutiges Becken stand in der Mitte, und darin lagen todte zerhauene Menschen: daneben stand ein Holzblock und ein blinkendes Beil lag darauf. Sie erschrak so sehr, daß das Ei, das sie in der Hand hielt, hineinplumpte. Sie holte es wieder heraus und wischte das Blut ab, aber vergeblich, es kam den Augenblick wieder zum Vorschein, sie wischte und schabte, aber sie konnte es nicht herunterkriegen.


Nicht lange, so kam der Mann von der Reise zurück, und das erste, was er forderte, war der Schlüssel und das Ei. Sie reichte es ihm hin, aber sie zitterte dabei, und er sah gleich an den rothen Flecken, daß sie in der Blutkammer gewesen war. "Bist du gegen meinen Willen in die Kammer gegangen," sprach er, "so sollst du jetzt gegen deinen Willen wieder hinein. Dein Leben ist zu Ende." Er warf sie nieder, schleifte sie an den Haaren hin, schlug ihr das Haupt auf dem Block ab und zerhackte sie, daß ihr rothes Blut auf dem Boden dahin floß. Dann warf er sie zu den übrigen ins Becken.


"Jetzt will ich mir die zweite holen," sprach der Hexenmeister, gieng wieder in Gestalt eines armen Mannes vor das Haus und bettelte. Da brachte ihm die zweite ein Stück Brot, und er fieng sie wie die erste durch ein bloßes Anrühren und trug sie fort. Es ergieng ihr nicht besser als ihrer Schwester, sie ließ sich von ihrer Neugierde verleiten, öffnete die Blutkammer und mußte es bei seiner Rückkehr mit dem Leben büßen. Er gieng nun und holte die dritte. Die aber war klug und listig. Als er ihr Schlüssel und Ei gegeben hatte und fortgereist war, verwahrte sie das Ei erst sorgfältig, dann besah sie das Haus und gieng zuletzt in die verbotene Kammer. Ach, was erblickte sie! ihre beiden lieben Schwestern lagen, jämmerlich ermordet, in dem Becken. Aber sie hub an und suchte die Glieder zusammen und legte sie zurecht, Kopf, Leib, Arm und Beine. Und als nichts mehr fehlte, da fiengen die Glieder an sich zu regen und schlossen sich aneinander: und beide Mädchen öffneten die Augen und waren wieder lebendig. Wie freueten sie sich, küßten und herzten einander! Dann führte sie die beiden heraus und versteckte sie. Der Mann forderte bei seiner Ankunft Schlüssel und Ei und als er keine Spur von Blut daran entdecken konnte, sprach er: "Du hast die Probe bestanden, du sollst meine Braut sein." Er hatte aber jetzt keine Macht mehr über sie und mußte thun, was sie verlangte. "Wohlan," antwortete sie, "du sollst vorher einen Korb voll Gold meinem Vater und meiner Mutter bringen und selbst auf deinem Rücken hintragen, dieweil will ich die Hochzeit hier bestellen." Darauf gieng sie in ihr Kämmerlein, wo sie ihre Schwestern versteckt hatte. "Jetzt," sprach sie, "ist der Augenblick gekommen, wo ich euch retten kann, der Bösewicht soll euch selbst wieder heimtragen: aber sobald ihr zu Hause seid, laßt mir Hilfe zukommen." Dann setzte sie beide in einen Korb und deckte sie mit Gold ganz zu, daß nichts von ihnen zu sehen war, und rief den Hexenmeister herein und sprach: "Nun trag den Korb fort, aber daß du mir unterwegs nicht stehen bleibst und ruhest, ich schaue durch mein Fensterlein und habe acht."


Der Hexenmeister hob den Korb auf seinen Rücken und gieng damit fort, er ward ihm aber so schwer, daß ihm der Schweiß über das Angesicht lief und er fürchtete todtgedrückt zu werden. Da setzte er sich nieder und wollte ein wenig ruhen, aber gleich rief eine im Korbe: "Ich schaue durch mein Fensterlein und sehe, daß du ruhst, willst du weiter." Er meinte, die Braut rief ihm das zu und machte sich wieder auf. Nochmals wollte er sich setzen, da rief es abermals "ich schaue durch mein Fensterlein und sehe, daß du ruhst, willst du gleich weiter." Und so oft er stillstand, rief es, und da mußte er fort, bis er endlich ganz außer Athem den Korb mit dem Gold und den beiden Mädchen in ihrer Eltern Haus brachte.


Daheim aber ordnete die Braut das Hochzeitsfest an. Sie nahm einen Todtenkopf mit grinsenden Zähnen und setzte ihm einen Schmuck auf und trug ihn oben vors Bodenloch und ließ ihn da herausschauen. Dann ladete sie die Freunde des Hexenmeisters zum Fest ein, und wie das geschehen war, steckte sie sich in ein Faß mit Honig, schnitt das Bett auf und wälzte sich darin, daß sie aussah wie ein wunderlicher Vogel und kein Mensch sie erkennen konnte. Da gieng sie zum Haus hinaus, und unterwegs begegnete ihr ein Theil der Hochzeitsgäste, die fragten:

"Du Fitchers Vogel, wo kommst du her?"

"Ich komme von Fitze Fitchers Hause her."

"Was macht denn da die junge Braut?"

"Hat gekehrt von unten bis oben das Haus

und guckt zum Bodenloch heraus."

Endlich begegnete ihr der Bräutigam, der langsam zurückwanderte. Er fragte wie die andern:

"Du Fitchers Vogel, wo kommst du her?"

"Ich komme von Fitze Fitchers Hause her."

"Was macht denn da meine junge Braut?"

"Hat gekehrt von unten bis oben das Haus

und guckt zum Bodenloch heraus."

Der Bräutigam schaute hinauf und sah den geputzten Todtenkopf: da meinte er, es wäre seine Braut und nickte ihr zu und grüßte sie freundlich. Wie er aber sammt seinen Gästen ins Haus gegangen war, da kam die Hilfe von den Schwestern an. Sie schlossen alle Thüren des Hauses zu, daß niemand entfliehen konnte, und steckten es an, daß der Hexenmeister mitsamt seinem Gesindel verbrannte.

.

.

.

Πέμπτη 26 Αυγούστου 2021

GREEK POETRY -Συμπτώσεις -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

 .

.

GREEK POETRY

-Συμπτώσεις

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

.

.



Great Abstract 4μ χ 6μ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Συμπτώσεις

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


επολιορκει Μιλητον και κατά γην και κατά 

θαλατταν

tu ne vois pas

ερημιά,μια χελώνα στη θάλασσα

το φεγγάρι την σηκώνει ,η μνήμη

της πατρίδας

seulement : ιεμενος και καπνον νοησαι

αέρας γλάρος

είναι η στιγμή που η Ιοκάστη βγαίνει στη σκηνή

μετά ταύτα η νύχτα

στη Καδμεία Θήβα

ώρα πολύ παρατηρεί το νερό που ποτίζει τις ρίζες

.

.

.

Τετάρτη 25 Αυγούστου 2021

παραλία Αγριλιας- Ξηρόμερο χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

.

.




Σχήματα στη θαλασσα-πετρες-Αγριλια-Ξηρομερο-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


παραλία Αγριλιας- Ξηρόμερο 

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

φυσικός ηχος

https://www.youtube.com/watch?v=tNNg0n9mIXk.

.

.

παραλία Αγριλιας- Ξηρόμερο χ.ν.κουβελης c.n.couvelis music Vivaldi Summer -1

https://www.youtube.com/watch?v=pUS5Gztbp2Y&feature=youtu.be

.

.



LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Der Räuberbräutigam Ο ληστής γαμπρος Ein Märchen der Brüder Grimm Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ -μεταφραση χ.ν.κουβελης c. n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Der Räuberbräutigam

Ο ληστής γαμπρος

Ein Märchen der Brüder Grimm

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c. n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Der Räuberbräutigam

Ο ληστής γαμπρος

Ein Märchen der Brüder Grimm

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c. n.couvelis


Μια φορά ήταν ένας μυλωνάς,που'χε μια όμορφη κορη,κι όταν αυτή μεγάλωσε,η επιθυμία του ήταν να την φροντισει και να την καλοπαντρεψει.

σκέφτηκε.Αν ένας ευκατάστατος μνηστήρας έρθει και τη ζητησει θα του τη δώσω.

Δεν πέρασε καιρός,ήρθε ένας μνηστήρας,που φαίνονταν πολύ πλούσιος να'ναι,κι επειδή ο μυλωνάς δεν ήξερε τιποτα εναντίον του,του υποσχέθηκε την κόρη του.

Όμως το κορίτσι δεν τον αγαπούσε,όπως μια νύφη τον 

γαμπρό της πρέπει ν'αγαπα,και καμία εμπιστοσύνη δεν είχε σ',αυτόν,οποτε τον κοιτούσε είτε τον σκέφτονταν αισθάνονταν έναν τρόμο στη καρδιά της.

Μια φορά αυτός της μίλησε.

Είσαι νύφη μου κι ακόμα δεν μ'εχεις επισκεφτεί.

Το κορίτσι απάντησε.Δεν ξέρω,που είναι το σπίτι σας.

Τότε μίλησε ο γαμπρός.Το σπίτι μου είναι πέρα στο σκοτεινό δάσος.

Αυτό έψαξε δικαιολογία πως δεν θα μπορούσε τον δρόμο μέσα εκει να βρει

Ο γαμπρός είπε.Την επόμενη Κυριακή πρέπει σε μένα να'ρθεις,έχω κιόλας τους καλεσμένους προσκαλέσει,και για να βρεις τον δρόμο μέσα στο δάσος,θα ριξω για σένα στάχτη.

Όταν η Κυριακή ήρθε και το κορίτσι έπρεπε το δρόμο να κάνει,είχε τόσο άγχος, πού δεν ήξερε γιατί,και για να μπορέσει να σημαδέψει το δρόμο,γεμισε τις δύο τσέπες μπιζέλια και φακές.

Στην είσοδο του δάσους ήταν πεταμενη στάχτη,την ακολούθησε,όμως με κάθε βήμα έριχνε αριστερά και δεξιά μερικά μπιζέλια στο χώμα.

Προχώρησε σχεδόν όλη τη μέρα,μέχρι που έφτασε στη μέση τους δάσους,όπου στο σκοτάδι ήταν,εκεί βρίσκονταν ένα μοναχικό σπίτι,που δεν της άρεσε,επειδή τόσο σκοτεινό και τρομερό φαίνονταν.

Μπήκε μέσα,όμως κανένας δεν ήταν εκεί,και επικρατούσε μεγάλη σιωπη.Ξαφνικα ακούστηκε μια φωνή.


'γυρνα πισω,γυρνα πισω,νυφουλα,

σ'ενός δολοφόνου το σπίτι εισαι'


Το κορίτσι κοίταξε κι ειδε,πως η φωνή απο'να πουλί ήρθε,που εκει στον τοίχο ενός αγρότη κάθονταν.Κι ακόμα μια φορά φώναξε.


'γυρνα πισω,γυρνα πισω,νυφουλα,

σ'ενός δολοφόνου το σπίτι εισαι'


Τότε η όμορφη νύφη πήγε απ'το'να δωμάτιο στ'αλλο και πέρασε όλο το σπίτι,όμως ήταν  παντου άδειο και καμία ανθρώπινη ψυχή δεν βρήκε.

Τελικά πήγε στο υπόγειο,εκεί κάθονταν μια πολύ γριά γυναίκα,που κουνουσε  το κεφάλι.

Θα μπορέσεις να μου πεις,μίλησε το κορίτσι,αν ο γαμπρός μου εδώ κατοικεί;

Αχ,φτωχό παιδί,απάντησε η γριά,που έχεις μπει!σ'ενα ταφο

δολοφόνων εισαι.Νομιζεις,πως μια νύφη θα'σαι,που σύντομα γάμο θα κανει,όμως το γάμο με τον θάνατο θα'χεις μαζί.

Βλέπεις,εκεί ένα μεγάλο καζανι με νερό πρέπει να βάλω εκεί,όταν στην εξουσία τους σ'εχουν,κι εσένα, αφού σε κομματιάσουν χωρίς έλεος,θα σε μαγειρέψουν και θα σε φάνε,επειδή είναι ανθρωποφάγοι.Αν δεν σε λυπηθώ και δεν σε σώσω,εισαι χαμενη.

Τότε η γριά την πήγε πίσω απο'να μεγάλο βαρέλι,που κανένας δεν μπορούσε να δει.

Μείνε ακίνητη όπως ένα ποντίκι,είπε,μήτε να κουνιέσαι μήτε να κινείσαι,αλλιώς είσαι τελειωμένη.Τη νύχτα,όταν οι ληστές θα κοιμούνται,θα φύγουμε,πολύ καιρό για μια τέτοια ευκαιρία έχω περιμένει.

Δεν πέρασε πολύ ώρα,και η αθεοφοβη συμμορία ήρθε στο σπίτι.Μαζι τους έφεραν μια νεαρή γυναικα σέρνοντας,ήταν πιωμενοι και δεν άκουγαν τις κραυγές και τα κλάματα της.Της εδωσαν κρασί να πιει,τρία γεμάτα ποτήρια,ένα ποτήρι ασπρο,ένα ποτήρι κόκκινο κι ένα

ποτήρι κίτρινο,απ'αυτο ταράχτηκε η καρδιά της.Κατοπιν της εσκισαν τα ωραία ρούχα,την ξάπλωσαν πάνω σ'ενα τραπέζι,έκοψαν τ'ομορφο κορμί της σε κομμάτια κι ερριξαν πάνω αλατι

Η φτωχη νύφη πίσω απ'το βαρέλι,ετρεμε και τρόμαζε,επειδή έβλεπε καθαρά,ποια μοίρα γι'αυτην οι ληστές είχαν ετοιμάσει.

Ένας απ' αυτούς παρατήρησε στο μικρό δάκτυλο της σκοτωμένης ένα χρυσό δακτυλιδι,κι όταν αυτό με την μια δεν τραβιόταν,πήρε ένα τσεκούρι κι έκοψε το δάκτυλο,

όμως το δάκτυλο πεταχτηκε ψηλα πάνω απ'το βαρέλι κι έπεσε ακριβώς στα γονατα της νύφης.

Ο ληστής πήρε ένας φως κι ήθελε να το ψάξει,αλλά δεν μπορούσε  να το βρει.

Τότε ένας άλλος μιλησε.Πισω απ'το μεγάλο βαρέλι κοίταξες;

Όμως η γριά φώναξε.Ελατε να φάτε,κι αφήστε το ψάξιμο για αύριο,το δάκτυλο δεν θα φύγει.

Τότε μίλησαν οι ληστές.Η γριά έχει δίκιο,παρατησαν το ψάξιμο,κάθισαν να φάνε,κι η γριά τους εσταξε ένα υπνωτικο στο κρασί, που σε λίγο ξάπλωσαν στο υπόγειο,κοιμηθηκαν και ροχαλιζαν.

Όταν η νύφη τ'ακουσε αυτό,από πίσω απ'το βαρέλι βγήκε,κι έπρεπε πάνω απ'τους κοιμισμένους να περάσει,που σε σειρά πάνω στο χώμα ήταν ξαπλωμένοι,κι είχε μεγάλο άγχος,μήπως κάποιον ξυπνούσε.

Όμως την βοήθησε ο θεός,που πέρασε μ'επιτυχια,η γριά ανέβηκε μαζί της,άνοιξε την πόρτα και βιάστηκαν,όσο γρήγορα μπορούσαν,να φύγουν μακριά απ'τον τάφο των δολοφόνων.

Η πεταμένη στάχτη είχε απ'τον ανεμο σκορπίσει,όμως τα μπιζέλια κι οι φακές είχαν φυτρωσει και βλαστήσει,κι έδειχναν στο φως του φεγγαριού το δρόμο.

Προχώρησαν όλη τη νύχτα,μέχρι που το πρωί στο μύλο έφτασαν.

Τότε το κορίτσι τα διηγήθηκε όλα στον πατέρα της,οπως είχαν συμβεί.

Όταν η μερα ήρθε,όπου ο γάμος έπρεπε να τελεστεί,εμφανίστηκε ο γαμπρός,ο μυλωνάς όμως είχε όλους τους συγγενείς και γνωστούς προσκαλέσει.

Όπως κάθονταν στο τραπέζι,σε καθέναν ζητήθηκε,κάτι να διηγηθεί.Η νύφη κάθονταν σιωπηλή και δεν έλεγε τίποτα.

Τότε μίλησε ο γαμπρός στη νύφη,λοιπόν,καρδιά μου,τίποτα δεν ξέρεις;διηγησου μας κάτι.

Αυτή απάντησε,ένα όνειρο θα διηγηθώ.Σ'ενα δάσος μέσα πήγαινα μόνη κι έφτασα στο τέλος σ'ενα σπίτι,που καμια ανθρώπινη ψυχή μέσα δεν ήταν,όμως πάνω στον τοίχο ενός αγροτη ήταν ένα πουλί ,

που φώναζε 


'γυρνα πισω, γυρνα πισω, νυφουλα

σ'ενος δολοφόνου το σπίτι εισαι'


Κι ακόμα μια φορά το φωναξε.Θησαρευ μου,αυτό μόνο τ'ονειρευτηκα.Τοτε πέρασα απ'ολα τα δωμάτια,κι όλα ηταν άδεια,κι ήταν τόσο φοβερά,στο τέλος κατέβηκα στο υπόγειο,εκεί μέσα κάθονταν μια πολύ γριά γυναίκα,που κουνούσε το κεφάλι.

Την ρώτησα,κατοικεί μέσα σ'αυτο το σπίτι ο γαμπρός μου;.

Αυτή απάντησε.Αχ,φτωχό παιδί,σ,'ενα τάφο δολοφόνων έχεις μπει,ο γαμπρός σου εδώ κατοικεί,όμως θα σε κομματιάσει και θα σε σκοτώσει,και μετά θα σε μαγειρέψει και θα σε φάει,Θησαρευ μου,αυτό μόνο τ'ονειρευτηκα.

Όμως η γριά γυναίκα μ'εκρυψε πίσω απο'να μεγάλο βαρέλι,και σε λίγη ώρα αφ'οτου κρύφτηκα,γύρισαν οι ληστές κι έσερναν μια νέα γυναίκα μαζί τους,σ'αυτη εδωσαν τριών λογιων κρασί να πιει,άσπρο,κόκκινο και κίτρινο,απ'αυτο ταράχτηκε η καρδιά της.Θησαρευ μου,αυτό μόνο τ'ονειρευτηκα 

Εκεί τότε της τράβηξαν τα ωραία ρούχα,της έκοψαν τ'ομορφο κορμί πάνω σ'ενα τραπέζι σε κομμάτια και ερριξαν πάνω αλατι.Θησαρευ μου,αυτό μόνο τ'ονειρευτηκα.

Κι ένας απ'τους ληστές είδε,πως στο χρυσό δακτυλο

ακόμα ένα δακτυλίδι ήταν περασμένο,κι επειδή ήταν δύσκολο να τραβηχτεί,πήρε ένα τσεκούρι και το'κοψε, όμως το δάκτυλο πεταχτηκεβψηλά και πεταχτηκε  πίσω από το μεγάλο βαρέλι κι έπεσε στα γονατα μου.

Και να εδώ είναι το δάκτυλο με το δακτυλιδι.

Μ'αυτα τα λόγια το'βγαλε έξω και το'δειξε στους παρευβρισκομενους.

Ο ληστής,που με τη διήγηση όλος άσπρος σαν κιμωλία έγινε,

πετάχτηκε πάνω και θέλησε να ξεφυγει,όμως οι καλεσμένοι τον κράτησαν σφιχτά και τον παρέδωσαν στο δικαστήριο.

Εκεί αυτός κι όλη του η σπειρα για τις αποτρόπαιες πράξεις τους δικαστηκε.

.

.

Der Räuberbräutigam

Ein Märchen der Brüder Grimm


Es war einmal ein Müller, der hatte eine schöne Tochter, und als sie herangewachsen war, so wünschte er, sie wäre versorgt und gut verheiratet: er dachte "kommt ein ordentlicher Freier und hält um sie an, so will ich sie ihm geben." Nicht lange, so kam ein Freier, der schien sehr reich zu sein, und da der Müller nichts an ihm auszusetzen wußte, so versprach er ihm seine Tochter.

 Das Mädchen aber hatte ihn nicht so recht lieb, wie eine Braut ihren Bräutigam lieb haben soll, und hatte kein Vertrauen zu ihm: sooft sie ihn ansah oder an ihn dachte, fühlte sie ein Grauen in ihrem Herzen. Einmal sprach er zu ihr "du bist meine Braut und besuchst mich nicht einmal." Das Mädchen antwortete "ich weiß nicht, wo Euer Haus ist." Da sprach der Bräutigam "mein Haus ist draußen im dunkeln Wald." Es suchte Ausreden und meinte, es könnte den Weg dahin nicht finden.


Der Bräutigam sagte "künftigen Sonntag mußt du hinaus zu mir kommen, ich habe die Gäste schon eingeladen, und damit du den Weg durch den Wald findest, so will ich dir Asche streuen." Als der Sonntag kam und das Mädchen sich auf den Weg machen sollte, ward ihm so angst, es wußte selbst nicht recht, warum, und damit es den Weg bezeichnen könnte, steckte es sich beide Taschen voll Erbsen und Linsen. An dem Eingang des Waldes war Asche gestreut, der ging es nach, warf aber bei jedem Schritt rechts und links ein paar Erbsen auf die Erde. Es ging fast den ganzen Tag, bis es mitten in den Wald kam, wo er am dunkelsten war, da stand ein einsames Haus, das gefiel ihm nicht, denn es sah so finster und unheimlich aus. Es trat hinein, aber es war niemand darin und herrschte die größte Stille. Plötzlich rief eine Stimme


"kehr um, kehr um, du junge Braut,

du bist in einem Mörderhaus."


Das Mädchen blickte auf und sah, daß die Stimme von einem Vogel kam, der da in einem Bauer an der Wand hing. Nochmals rief er


"kehr um, kehr um, du junge Braut,

du bist in einem Mörderhaus."


Da ging die schöne Braut weiter aus einer Stube in die andere und ging durch das ganze Haus, aber es war alles leer und keine Menschenseele zu finden. Endlich kam sie auch in den Keller, da saß eine steinalte Frau, die wackelte mit dem Kopfe. "Könnt Ihr mir nicht sagen," sprach das Mädchen, "ob mein Bräutigam hier wohnt?" - "Ach, du armes Kind," antwortete die Alte, "wo bist du hingeraten! du bist in einer Mördergrube. Du meinst, du wärst eine Braut, die bald Hochzeit macht, aber du wirst die Hochzeit mit dem Tode halten. Siehst du, da hab ich einen großen Kessel mit Wasser aufsetzen müssen, wenn sie dich in ihrer Gewalt haben, so zerhacken sie dich ohne Barmherzigkeit, kochen dich und essen dich, denn es sind Menschenfresser. Wenn ich nicht Mitleid mit dir habe und dich rette, so bist du verloren."


Darauf führte es die Alte hinter ein großes Faß, wo man es nicht sehen konnte. "Sei wie ein Mäuschen still," sagte sie, "rege dich nicht und bewege dich nicht, sonst ists um dich geschehen. Nachts, wenn die Räuber schlafen, wollen wir entfliehen, ich habe schon lange auf eine Gelegenheit gewartet." Kaum war das geschehen, so kam die gottlose Rotte nach Haus. Sie brachten eine andere Jungfrau mitgeschleppt, waren trunken und hörten nicht auf ihr Schreien und Jammern. Sie gaben ihr Wein zu trinken, drei Gläser voll, ein Glas weißen, ein Glas roten und ein Glas gelben, davon zersprang ihr das Herz. Darauf rissen sie ihr die feinen Kleider ab, legten sie auf einen Tisch, zerhackten ihren schönen Leib in Stücke und streuten Salz darüber. Die arme Braut hinter dem Faß zitterte und bebte, denn sie sah wohl, was für ein Schicksal ihr die Räuber zugedacht hatten. Einer von ihnen bemerkte an dem kleinen Finger der Gemordeten einen goldenen Ring, und als er sich nicht gleich abziehen ließ, so nahm er ein Beil und hackte den Finger ab: aber der Finger sprang in die Höhe über das Faß hinweg und fiel der Braut gerade in den Schoß. Der Räuber nahm ein Licht und wollte ihn suchen, konnte ihn aber nicht finden. Da sprach ein anderer "hast du auch schon hinter dem großen Fasse gesucht?" Aber die Alte rief "kommt und eßt, und laßt das Suchen bis morgen: der Finger läuft euch nicht fort."


Da sprachen die Räuber "die Alte hat recht," ließen vom Suchen ab, setzten sich zum Essen, und die Alte tröpfelte ihnen einen Schlaftrunk in den Wein, daß sie sich bald in den Keller hinlegten, schliefen und schnarchten. Als die Braut das hörte, kam sie hinter dem Faß hervor, und mußte über die Schlafenden wegschreiten, die da reihenweise auf der Erde lagen, und hatte große Angst, sie möchte einen aufwecken. Aber Gott half ihr, daß sie glücklich durchkam, die Alte stieg mit ihr hinauf, öffnete die Türe, und sie eilten, so schnell sie konnten, aus der Mördergrube fort. Die gestreute Asche hatte der Wind weggeweht, aber die Erbsen und Linsen hatten gekeimt und waren aufgegangen, und zeigten im Mondschein den Weg. Sie gingen die ganze Nacht, bis sie morgens in der Mühle ankamen. Da erzählte das Mädchen seinem Vater alles, wie es sich zugetragen hatte.


Als der Tag kam, wo die Hochzeit sollte gehalten werden, erschien der Bräutigam, der Müller aber hatte alle seine Verwandte und Bekannte einladen lassen. Wie sie bei Tische saßen, ward einem jeden aufgegeben, etwas zu erzählen. Die Braut saß still und redete nichts. Da sprach der Bräutigam zur Braut "nun, mein Herz, weißt du nichts? erzähl uns auch etwas." Sie antwortete "so will ich einen Traum erzählen. Ich ging allein durch einen Wald und kam endlich zu einem Haus, da war keine Menschenseele darin, aber an der Wand war ein Vogel in einem Bauer, der rief


"kehr um, kehr um, du junge Braut,

du bist in einem Mörderhaus."


Und rief es noch einmal. Mein Schatz, das träumte mir nur. Da ging ich durch alle Stuben, und alle waren leer, und es war so unheimlich darin; ich stieg endlich hinab in den Keller, da saß eine steinalte Frau darin, die wackelte mit dem Kopfe. Ich fragte sie "wohnt mein Bräutigam in diesem Haus?" Sie antwortete "ach, du armes Kind, du bist in eine Mördergrube geraten, dein Bräutigam wohnt hier, aber er will dich zerhacken und töten, und will dich dann kochen und essen." Mein Schatz, das träumte mir nur. Aber die alte Frau versteckte mich hinter ein großes Faß, und kaum war ich da verborgen, so kamen die Räuber heim und schleppten eine Jungfrau mit sich, der gaben sie dreierlei Wein zu trinken, weißen, roten und gelben, davon zersprang ihr das Herz. Mein Schatz, das träumte mir nur. Darauf zogen sie ihr die feinen Kleider ab, zerhackten ihren schönen Leib auf einem Tisch in Stücke und bestreuten ihn mit Salz. Mein Schatz, das träumte mir nur. Und einer von den Räubern sah, daß an dem Goldfinger noch ein Ring steckte, und weil er schwer abzuziehen war, so nahm er ein Beil und hieb ihn ab, aber der Finger sprang in die Höhe und sprang hinter das große Faß und fiel mir in den Schoß. Und da ist der Finger mit dem Ring." Bei diesen Worten zog sie ihn hervor und zeigte ihn den Anwesenden.


Der Räuber, der bei der Erzählung ganz kreideweiß geworden war, sprang auf und wollte entfliehen, aber die Gäste hielten ihn fest und überlieferten ihn den Gerichten. Da ward er und seine ganze Bande für ihre Schandtaten gerichtet.

.

.

.

Τρίτη 24 Αυγούστου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -THE CITIES)ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ -Η ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΥ FIBONACCI -THE CITY OF FIBONACCI LABYRINTH -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-THE CITIES)ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ

-Η ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΥ FIBONACCI

-THE CITY OF FIBONACCI LABYRINTH

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


(THE CITIES)ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ

Η ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΥ FIBONACCI

THE CITY OF FIBONACCI LABYRINTH

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


η πόλη αυτή εχει πληθυσμό περίπου 17 εκατομμύρια,διασχίζεται από ένα πλατύ ποτάμι που ελίσσεται σε όλη την έκταση της,με πολλες γέφυρες και νησάκια, πολυτελή ποταμόπλοια τον διασχιζουν,η πόλη έχει τεράστια εμπορική δραστηριότητα,χτιστικε στις αρχές του 7ου αιώνα,και εκτοτε επεκτάθηκε συνεχώς,στον πυρήνα της διατηρούνται οι no παλιές πόλεις,σε ομόκεντρους κύκλους,και μετά η υπερσύγχρονη πόλη,με τις μεγάλες λεωφόρους,τα πάρκα,τους γυαλινους ουρανοξυστες,

σε αυτή την πόλη έχει την έδρα των επιχειρήσεων του ο μεγιστάνας Κ..Μια από τις κερδοφόρες επιχειρήσεις του είναι το τεράστιο συγκρότημα του λαβυρίνθου που έχει κατασκευάσει.Φανατικος των Μαθηματικών και της Λογικής ήταν όνειρο,σκοπός,της ζωής του.Σε αυτόν τον λαβύρινθο οι σχεδόν  άπειροι κυβικοι χώροι που τον συγκροτούν είναι 

τυχαία αριθμισμενοι,με απειρες επαναλήψεις,με τους φυσικούς αριθμούς 0,1,2,3,....,με τον αριθμό ανεγραμμενο στο κέντρο του τετραγωνου δαπέδου.Η επιχείρηση ονομάζεται: LABYRINTH FIBONACCI BET. Οποιοσδηποτε μπορεί να παίξει σε αυτό το παιχνίδι-πονταρισματος ανάλογα το ποσό που διαθέτει ,το κέρδος είναι πολλαπλάσιο,από ένα μικρό ποσό έως ένα μυθικό,η ζημιά είναι ακριβώς το ποσό που ποντάρισε.Το παιχνίδι Κέρδος/Ζημια εχει ως εξής:Ο παίχτης Α πονταρει ένα ποσό Χ σε ορισμένο χρονικό διάστημα να περάσει από έναν προκαθορισμένο αριθμό κυβικών χωρών που να είναι συνεχόμενοι όροι της ακολουθίας Fibonacci.Δηλαδη από:0,1,1,2,3,5,8,13,21,34,55,89,...(στην ακολουθία Fibonacci κάθε επόμενος όρος της γίνεται από το άθροισμα των δύο προηγούμενων όρων).

Πχ ο Α πονταρει το ποσό 1000 ευρώ να φτάσει σε χρόνο 2 ωρών στον 21ο όρο της ακολουθίας Fibonacci,το κέρδος είναι σε περίπτωση επιτυχίας 5000 ευρώ,άλλος μπορεί να ποντάρει για πολύ μεγαλύτερο κέρδος να φτάσει σε 8ωρες η' 10 ώρες ,κλπ. στον 200ο η' και πολύ παραπάνω αριθμό Fibonacci,επίσης μπορεί να γίνουν διάφοροι συνδυασμοί πχ για πόσο 1000 ευρώ σε χρόνο 3 ώρες να φτασει 2 φορές η' 3 φορές,κλπ,στον 15ο αριθμό Fibonacci,η' σε 3 διαφορετικούς,της επιλογής του,τότε το ποσό είναι 3 φορές πολλαπλάσιο,και παρα πολλοι επιλέγουν,δυσκολότερες και σε πολύ μεγαλύτερο χρόνο διαδρομές,έχουν ανοίξει μάλιστα και γραφεία στοιχημάτων αν θα το

επιτύχει,στη περίπτωση αυτη του μεγάλου χρόνου 

όταν έχουν ανάγκη ανάπαυσης,ύπνου,φαγητού,και άλλων φυσικών αναγκών,τους καθοδηγούν μέσω ηλεκτρονικών χαρτών στα κατάλληλα σημεία,όταν έχει τελειώσει ο χρόνος,είτε έχουν αποτύχει είτε έχουν πετύχει,πάλι τους καθοδηγούν σε έξοδο,ο ετήσιος τζίρος της

επιχείρησης LABYRINTH FIBONACCI BET τον περασμένο χρόνο ήταν 91 δισεκατομμύρια ευρώ,υπάρχει μεγάλος τουριστων, εκατομμυρίων, που επισκεφτονται την πόλη για να παιξουν,ο μέγιστος αριθμός των παιχτών ταυτόχρονα είναι σχεδόν άπειρος,

Επισκέφτηκα κι εγώ ως τουρίστας  την πόλη και ποντάρισα 100.000 ευρώ να φτάσω σε 3 μήνες στον 101ο αριθμο 3 φορές,στον 1001ο 3φορες και στον 701ο 5 φορές,μέσα σε 35 μέρες κατάφερα 2 φορές να φτασω μέχρι τον 101ο,3φορές μέχρι τον 1001ο,και καμια μέχρι τον 701ο,το κέρδος αν επιτύχω τους 3 στοχους θα είναι 1 δισεκατομυριο ευρώ,

αυτή τη στιγμή, έιναι μεσημερι και έφτασα στον 357ο αριθμό,ζήτησα να βρεθώ για μια ώρα ακριβώς σε μια βιβλιοθήκη,όπως το συνειθιζω κάθε μέρα,εκεί διαβάζω κάποια βιβλία που επιλέγω,ιστορικά,επιστημονικά,λογοτεχνικα,μαθηματικών,φιλοσοφικα,αστυνομικά,κλπ,

σήμερα επέλεξα το βιβλίο MY LABYRINTHS του C.N.C

.

.

.

Κυριακή 22 Αυγούστου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Η ΚΑΤΑΠΤΥΣΤΗ ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Η ΚΑΤΑΠΤΥΣΤΗ ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Η ΚΑΤΑΠΤΥΣΤΗ ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


το έβλεπε,ήταν φανερό πλέον,πως το καθεστώς θα διαρκούσε χρόνια,

'αιωνια' σκέφτονταν,σε σύγκριση με την ανθρώπινη ζωή,όλο το έργο του κινδύνευε να περιέλθει στην αφάνεια,η καινούργια εργασία του ποτέ δεν 

θα δημοσιοποιούνταν,την οποία θεωρούσε τεράστιας σημασίας για την ανθρωπότητα,θα την έκαιγαν,χρόνια την ετοίμαζε,τώρα η'  θα τους ακολουθήσει,η ' κυριολεκτικά πνευματικσ θα έχει πεθάνει,θα τον 

κατηγορησουν για ασυνείδητο συνοδοιπορο τους,ανδρεικελο τους,

θα αναγκαστεί να αποκηρύξει πολλούς συναδέλφους του,να τους προδώσει,

θα του ζητησουν να καταδώσει,θα είναι η αιτία να βασανιστούν,να διώχνουν,

να εκτελεστούν,ένας μισητός φιλόσοφος,ματαιόδοξος,εγωιστής,

'παλιανθρωπος'θα πουν,θα νιώθει την περιφρόνηση,το μίσος τους,το παραπονο τους,'γιατι;προδωσες την αξιοπρέπεια του ανθρώπου,την ελευθερία,τον ανθρωπισμό;και υπηρετεις σκλάβος την βαρβαρότητα,τον σκοταδισμό,

ήδη στα στρατόπεδα συγκεντρωσης χιλιαδες, εκατομμύρια άνθρωποι εξοντώνονται σε θαλάμους αερίων καιγονται σε φούρνους,και συ χαιρετάς

με τον γελοίο τρόπο τους,λατρεύεις τα απαίσια σύμβολα τους,συνεστιαζεσαι μ'αυτους,φωτογραφίζεσαι χαμογελαστός,χειροκροτείς τους τυράννους,

πως μπορείς και κοιμάσαι τις νύχτες;πως μιλάς την βάρβαρη γλώσσα τους,

πως επικροτείς την προπαγάνδα,την κουλτουρα τους;,γιατί μ'ενα περίστροφο 

δεν τινάζεις τα μυαλά σου;γιατι δεν κρεμας το άθλιο κορμί σου;γιατί;γιατί;

'γιατί αυτή η φιλοσοφία μου πρέπει να γραφτεί' αυτό θα τους έλεγε,αυτό 

θα τους πει,'η φιλοσοφία μου,

κάποτε,όσα χρόνια,αιώνες,και να διαρκέσει το καθεστώς τους,θα πέσει ,θα καταρρευσει,

όμως η φιλοσοφία μου αιώνια θα ωφελεί την ανθρωπότητα,με όλο αυτό το τεράστιο κόστος,

με όλο τον εξευτελισμό του φιλοσόφου,

συγνώμη σύντροφοι,συναδέλφοι,

συγνώμη ανθρωποτητα'

Χτύπησαν την πόρτα του,τρεις τους συστήματος,του έδωσαν τα χαρτιά,

'Υπογράψτε,κύριε καθηγητά',υπόγραψε,χωρίς να τα διαβάσει,

Όλη τη νύχτα συνέχισε να γράφει το έργο του,

Ξημερωντας κοιμήθηκε

.

.

.

GREEK POETRY -Ακριβώς αυτό,ερωτήματα ιλιγγιωδη -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

 .

.

GREEK POETRY

-Ακριβώς αυτό,ερωτήματα ιλιγγιωδη

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

.

.



Ακριβώς αυτό,ερωτήματα ιλιγγιωδη

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ερωτήματα ιλιγγιωδη

Τι είναι συμβιβασμός;

Παραίτηση τι είναι;

Πολιτισμός;

επιστημονική εγκληματικοτητα

Αλήθεια,ποιος φοβάται την ατομική βόμβα;

ε βέβαια,όχι αποδοχή όλων,μόνο

αποδοχή επιλεγμενων

Ο κόσμος μια παράξενη κολαση

Εμπορική προώθηση,Εμανουέλ Καντ,Έζρα Πάουντ,Μάρτιν

Χάιντεγκερ,Χάννα Αρεντ

Πολύ καιρό τώρα είναι ανεργοι

Ότι μας δίνεται στη ζωή είναι 

επικινδυνο

Δεν συμφωνώ

Διαφωνώ

Δεν συμφωνω

Αλήθεια τώρα σου αρέσει αυτό  το σόου

Τα κλισέ της αληθειας

Ο Ρέμπραντ ποπ σταρ

Κι ο Βαν Γκογκ.

.

.

.


Παρασκευή 20 Αυγούστου 2021

GREEK POETRY -Gregory Corso(1930-2001)-Poem -Last Night I Drove A Car -Greenwich Village Suicide -Sea Chanty -Proximity -μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n. couvelis POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

 .

.

GREEK POETRY

-Gregory Corso(1930-2001)-Poem
-Last Night I Drove A Car

-Greenwich Village Suicide

-Sea Chanty

-Proximity

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n. couvelis

POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

.

.



Gregory Corso(1930-2001)-Poem

Last Night I Drove A Car

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n. couvelis


Τη νύχτα χθες οδήγησα ένα αυτοκινητο


χωρίς οδήγηση να γνωρίζω

χωρίς να'ναι δικό μου τ'αυτοκινητο

   

   Οδηγώ και παρασυρω χτυπώντας


      ανθρωπους π'αγαπησα

διεσχισα με 120 μια πολη


   Σταμάτησα στο Hedgeville


και κοιμήθηκα στο πίσω καθισμα

   

      κατενθουσιασμένος με την καινούργια μου ζωή

.

.

Last night I drove a car


       not knowing how to drive

       not owning a car

   

   I drove and knocked down

   

       people I loved

       …went 120 through one town.

       

   I stopped at Hedgeville

   

       and slept in the back seat

   

       …excited about my new life.

.

.

.




Gregory Corso(1930-2001)-Poem

Greenwich Village Suicide 

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Αυτοκτονία στο Greenwich Village


Τα μπρατσα τεντωμένα

Τα χέρια ακουμπισμένα στα παραθυρόφυλλα

Αυτή κοιτάζει κάτω

Σκέφτεται τον Μπάρτοκ,τον Βαν Γκογκ

Και τα New Yorker cartoons

Αυτή πέφτει


Την απομακρύνουν με την Daily News στο πρόσωπο της

Κι ένας καταστηματάρχης ρίχνει καυτό νερό στο πεζοδρόμιο

.

.

Arms outstretched

Hands flat against the windowsides

She looks down

Thinks of Bartok, Van Gogh

And New Yorker cartoons

She falls


They take her away with a Daily News on her face

And a storekeeper throws hot water on the sidewalk

.

.

.



Gregory Corso (1930-2001)Poems

Sea Chanty -Proximity

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Sea Chanty

Της θάλασσας τραγουδάκι


η μάνα μου μισεί τη θαλασσα

τη θάλασσα μου ειδικα

την προειδοποιησα να μην

αυτό ήταν όλο που μπορούσα να κανω

Δύο χρόνια αργοτερα.

η θάλασσα την έφαγε


Πάνω στη παραλία βρήκα μια παραξενη

όμως όμορφη τροφη

Ρώτησα τη θάλασσα αν μπορούσα να τη φαω

κι η θάλασσα είπε ότι μπορουσα

-Ω,θάλασσα,τι ψάρι είν' αυτό

τόσο τρυφερό και τόσο γλυκό;

-Της μάνας σου τα ποδια-ηταν η απάντηση της

.

.

Sea Chanty


My mother hates the sea,

my sea especially,

I warned her not to;

it was all I could do.

Two years later

the sea ate her.

 

Upon the shore I found a strange

yet beautiful food;

I asked the sea if I could eat it,

and the sea said that I could.

- Oh, sea, what fish is this

so tender and so sweet? -

- Thy mother's feet - was its answer.

.

.

Proximity

Εγγύτητα


Ένα αστέρι

είναι το μακριά

όσο το μάτι

μπορεί να δει

και

τόσο κοντά

όσο το μάτι μου

είναι σε μενα

.

.

Proximity


A star

is as far

as the eye

can see

and

as near

as my eye

is to me

.

.

.

Πέμπτη 19 Αυγούστου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Die weiße Schlange Το άσπρο φιδι Ein Märchen der Brüder Grimm Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Die weiße Schlange

Το άσπρο φιδι

Ein Märchen der Brüder Grimm

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Die weiße Schlange

Το άσπρο φιδι

Ein Märchen der Brüder Grimm

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Πριν από πολλα χρόνια,ζούσε ένας βασιλιάς,που η σοφία του ήταν ξακουστή σ'ολο τον κόσμο.

Τίποτα δε του ηταν άγνωστο κι ήταν σαν ο άνεμος τα νέα απ'τα κρυμμένα πράγμα να του'φερνε 

Είχε ομως μια παράξενη συνήθεια.Καθε μεσημέρι όταν απ'το τραπέζι όλοι έφευγαν και κανενας δεν ήταν,έπρεπε ένας πιστός υπηρέτης ακόμα μια

σουπιέρα να φέρει.

Αυτη όμως ήταν σκεπασμένη,κι ο υπηρέτης ουτ'αυτος ήξερε,τι εκεί μέσα είχε,κι ούτε κανένας άνθρωπος ήξερε,γιατι ο βασιλιάς

δεν την ξεσπεπαζε πριν και δεν έτρωγε,μέχρι να μείνει μόνος.

Πέρασε πολύς καιρός,και μια μέρα ο υπηρέτης,που έφερνε παλι τη σουπιέρα,δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην περιεργεια,και τη σουπιέρα στη καμαρά του έφερε.

Όταν την πόρτα προσεκτικά κλείδωσε,σήκωσε το καπάκι.κι εκεί είδε,πως ένα άσπρο φίδι ήταν μέσα.

Στη θέα του δεν μπόρεσε να κρατησει την επιθυμία,όσο και να του στοίχιζε,κι έκοψε απ'αυτο ένα κομματάκι και το'βαλε στο στόμα.

Όμως μόλις τ,'αγγιξε στη γλώσσα του,άκουσε έξω απ'το παράθυρο του ένα παράξενο ψιθυρισμα από ψιλες φωνές.

Πήγε κι άκουσε,και παρατηρησε πως ήταν τα σπουργίτια,που το'να με τ'αλλο μιλούσαν και διάφορα διηγούνταν,τι στα χωράφια και στα δάση είχαν

δει.Το φάγωμα του φιδιού του' δωσε την ικανότητα,τη φωνή  των ζώων να καταλαβαίνει.

Συνέβηκε τότε ακριβώς σ'αυτη τη μέρα η βασίλισσα το ωραιότερο της δακτυλίδι να χάσει και πάνω στον πιστό υπηρέτη,που παντού είχε πρόσβαση,έπεσε η υποψία,πως αυτός το'χει κλέψει.

Ο βασιλιάς ζήτησε να παρουσιαστεί μπροστά του και τον απειλισε με αυστηρά επικριτικά λόγια ,αν μέχρι αύριο τον δράστη δεν μπορέσει να ονοματίσει,τότε για τέτοιο θα τον δουν και σε δίκη θα πάει.

Δεν υπήρχε ελπίδα,την αθωότητα του ν'αποδειξει,ούτε καμια καλύτερη απόφαση τον απάλλαξε,και στην ανησυχία  και στην αγωνία του πήγαινε περα δωθε στην αυλή και σκέφτονταν,πως στην δύσκολη κατάσταση να μπορέσει να βοηθηθεί.

Εκεί σε νερό που κυλούσε κάθονταν πάπιες ήρεμα η μία δίπλα στην άλλη κι αναπαύονταν,καθαριζονταν με τα ράμφη τους να γλιστρούν κι είχαν μια πολύ φιλική κουβέντα.

Ο υπηρέτης στάθηκε και τις άκουσε 

Διηγούνταν που σήμερα το πρωί είχαν περιπλανηθεί και τι καλή

τροφή είχαν βρει.

Τότε είπε μια στεναχωρημένα.

Κάτι με βαραίνει στο στομάχι,ένα δακτυλίδι που ήταν κάτω απ'το παράθυρο της βασίλισσας,βιαστικά το κατάπια.

Τότε την άρπαξε ο υπηρέτης αμέσως  απ'το λαιμό,την έφερε

στη κουζίνα κι είπε στον μάγειρα.

Σφαξ'την,είναι καλοταισμενη.

Ναι,είπε ο μάγειρας και την ζύγισε στο χέρι,κανένα κόπο 

δεν απέφυγε να μην παχύνει κι έχει πολύ γι'αυτό περιμένει ,ψητή να γίνει.

Της έκοψε το λαιμό,κι όταν την καθαρισε απ'τα εντόσθια,βρέθηκε το δακτυλίδι της βασίλισσας στο στομάχι της.

Ο υπηρέτης λοιπόν εύκολα στον 

βασιλιά την αθωότητα του απέδειξε,κι αυτός το άδικο θέλησε να επανορθώσει,του

επέτρεψε,μια χάρη να του ζητήσει και του υποσχέθηκε την πιο μεγάλη τιμητική θέση,π'αυτος στην αυλή του επιθυμούσε.

Ο υπηρέτης τ'αρνηθηκε όλα και παρακάλεσε μονάχα για ένα άλογο και χρήματα για ταξίδι.

Επειδη είχε επιθυμία,τον κόσμο να δει και για λίγο μέσα σ' αυτόν να περιπλανηθεί.

Όταν η παράκληση του εκπληρώθηκε,πήρε τον δρόμο κι έφτασε μια μέρα  σε μια μικρή λίμνη κοντά,όπου τρία ψάρια παρατήρησε,που είχαν στα καλάμια πιαστει και προσπαθούσαν να πέσουν στο νερό.Αν κι ο άνθρωπος λέει,ότι τα ψάρια βουβά είναι,όμως αυτός ακουσε το κλάμα τους,πως τόσο δυστυχισμενα θα τελειωσουν.

Επειδή αυτός μια πονετικη καρδιά είχε,κατέβηκε απ'τ'αλογο και έβαλε ξανά τα τρία πιασμένα μέσα στο νερο

Εκείνα σπαρταρισαν απ'τη χαρά,

έβγαλαν τα κεφαλια έξω και φώναξαν σ'αυτον.

Θα το θυμόμαστε και θα στ'ανταποδωσουμε,που μας έχεις σώσει.

Αυτός καβαλικεψε παραπέρα και μετά από λίγο νομισε,σαν ν'ακουσε στα πόδια του στην άμμο μια φωνή.Αφουκραστηκε κι άκουσε,πως ένας βασιλιάς μερμηγιων διαμαρτυρονταν.

Να'ταν να μην μας πατούσαν οι άνθρωποι μ'αυτα τ'αγαρμπα ζώα 

Τώρα αυτό τ'ανόητο άλογο με τις βαριες του οπλές θα τσαλαπατησει χωρίς έλεος τον λαό μου.

Αυτός αλλαξοδρομησε,κι ο βασιλιάς των μερμηγιων του φώναξε.

Θα το θυμόμαστε και θα στ'ανταποδωσουμε.

Ο δρόμος τον οδήγησε σε δασος κι εκεί είδε έναν πατέρα κόρακα και μια μάνα κορακινα που κοντά  στην φωλιά τους στέκονταν και πετούσαν έξω τα μικρα τους.

Μακριά από μας,αχόρταγα.φωναζαν,δεν μπορούμε πια να σας χορτάσουμε,μεγαλώσατε αρκετά,και μπορεί μόνα σας να τραφειτε.

Τα  μικρά τα φτωχά πέσαν στο χώμα,φτερουγιζαν και χτυπούσαν τα φτεράκια τους και τσιριζαν.

Είμαστε αβοήθητα παιδιά,πρέπει μόνα μας να τραφουμε κι ακόμα δεν μπορούμε να πεταξουμε.Δεν μας μένει τίποτα άλλο παρά εδώ από πείνα να πεθάνουμε.

Τότε κατέβηκε το καλό παλικάρι,σκότωσε τ'αλογο με το ξίφος του και τ'αφησε στα μικρά 

κοράκια για φαγητο.

Αυτά πλησίασαν,χόρτασαν και 

φώναξαν.

Θα το θυμόμαστε και θα στ'ανταποδωσουμε.

Αυτός έπρεπε τα πόδια του να χρησιμοποιήσει, κι όταν μακρύ δρόμο προχώρησε,έφτασε σε μια μεγάλη πόλη.

Εκεί ήταν μεγάλος θόρυβος και  συνωστισμός στο δρόμο κι έμαθε.Πως η κόρη του βασιλιά έψαχνε ένα άντρα(να παντρευτεί),όμως όποιος ήθελε να την ζητήσει,έπρεπε μια δυσκολη δοκιμασια να εκπληρώσει,κι αν δεν μπορέσει με επιτυχία να την εκτελέσει,τότε τη ζωή του θα χάσει.

Πολλοί είχαν ήδη προσπαθησει,

αλλ'ομως μάταια κι έχασαν τη ζωή τους.

Το παλικάρι,όταν  την κόρη του βασιλιά είδε,απ'τη μεγάλη της ομορφιά τόσο θαμπώθηκε,που ξέχασε τον κινδυνο,μπροστά στον βασιλιά παρουσιαστηκε και δήλωσε μνηστήρας.

Μετά από λίγο το οδήγησαν στη θάλασσα και μπροστά στα μάτια του ένα χρυσό δακτυλίδι ερριξαν εκει μέσα.

Κατόπιν ο βασιλιάς ζήτησε αυτό το δακτυλίδι απ'τα βάθη της θάλασσας έξω πάλι να βγαλει

και πρόσθεσε.

Αν χωρίς αυτό πάλι στην επιφάνεια έρθεις,τότε εκ νέου  θα σε βουτήξουν,μέχρι στα κύματα να τελειώσεις.

Όλοι λυπήθηκαν τ'ομορφο παλικάρι και το παρατησαν τότε μοναχο  στη θάλασσα.

Αυτό στάθηκε στην οχτη και σκέφτονταν,τι έπρεπε να κανει.

Τότε είδε τρία ψάρια να'ρχονται κολυμπώντας,και δεν ήταν κανένα άλλο απο εκείνα,που τη ζωή τους είχε σώσει.Αυτο στη μέση κρατούσε ένα κοχύλι στο στόμα,που τ'αφησε στην άμμο στα πόδια του παλικαριού,κι όταν αυτό το σήκωσε και τ'ανοιξε,μεσα ήταν το χρυσο δακτυλιδι.

Γεμάτο χαρά το'φερε στον βασιλιά και περίμενε,την ανταμοιβή που υποσχέθηκε να του δώσει.

Όμως η ακαταδεχτη κόρη του βασιλιά,όταν έμαθε,πως δεν ήταν ισάξιος της,του αρνήθηκε κι απαίτησε,πριν μια δεύτερη 

δοκιμασία να περάσει.

Κατέβηκε στο κήπο κι η ίδια άδειασε δέκα σακιά γεμάτα 

κεχρί στα χόρτα.

Αυτός πρέπει το πρωί,πριν ο ήλιος ανατείλει,να το'χει μαζέψει,είπε,κι ούτε ένας μικρός κοκκος να μην λείπει.

Το παλικάρι κάθισε στον κήπο και σκέφτονταν,πως ήταν δυνατό,τη δοκιμασία να περάσει.

αλλά δεν μπόρεσε τίποτα να σκεφτεί,κι εκεί κάθονταν πολύ στεναχωρημένο και περίμενε 

να ξημερώσει,στο θάνατο να οδηγηθεί.

Όταν όμως οι πρώτες ακτίνες του ήλιου έπεσαν στον κήπο,τότε είδε τα δέκα σακιά όλα γεμάτα το ένα δίπλα στ'αλλο να'ναι,κι ούτε ένας μικρός κοκκος δεν έλειπε μέσα.

Ο βασιλιάς των μερμηγκιων με τα χιλιάδες και χιλιάδες του μερμήγκια μέσα στη νύχτα ήρθαν ,και τα ζώα από ευγνωμοσύνη είχαν το κεχρί με

μεγάλη επιμελεια μαζεψει και μεσα στα σακιά συγκέντρωσει.

Η κόρη του βασιλιά κατέβηκε η ίδια στο κήπο και μ'εκπληξη είδε,πως το παλικάρι καταφερε,ότι του απαιτησε.

Όμως δεν μπόρεσε την ακαταδεκτη καρδιά της να συγκρατήσει κι είπε.

Και τις δύο δοκιμασίες κι αν πέρασε,όμως δεν θα γίνει άντρας μου προτου,να φέρει σε μένα ένα μήλο απ'το δέντρο της ζωής.

Το παλικάρι δεν ήξερε,που το δέντρο της ζωής ήταν.

Ξεκίνησε και πάντοτε θα προχωρούσε,όσο τα πόδια του το κρατούσαν,όμως δεν είχε καμία ελπίδα,να το βρει.

Κι όταν μέσα από τρια βασιλεια περιπλανήθηκε κι ένα βράδυ σ'ενα δάσος ήρθε,κάθισε κάτω απο'να δέντρο και θέλησε να κοιμηθεί.

Τότε ακουστηκε στα κλαριά ένας θορυθος κι ένα χρυσό μήλο έπεσε στα χέρια του.Κι αμέσως τρια κοράκια πέταξαν σ'αυτον κάτω,κάθισαν πάνω στα γόνατα του κι είπαν.

Είμαστε τα τρία μικρά κοράκια που από θάνατο πείνας έχεις σώσει.

Όταν μεγάλα γίναμε κι σκουσαμε,πως το χρυσό μήλο εψαχνες,τότε στη θάλασσα πετάξαμε μέχρι το τέλος του κόσμου,που'ναι το δέντρο της ζωής,και το'χουμε φέρει για σένα.

Γεμάτο χαρά το παλικάρι πήρε το δρόμο του γυρισμού στο σπίτι κι έφερε στην όμορφη κόρη του βασιλιά το χρυσό μήλο,και σ'αυτη τώρα καμία αντίρρηση πια δεν έμεινε 

Μοίρασαν το μήλο της ζωής κι το'φαγαν μαζί.

Τότε η καρδιά της γέμισε μ'αγαπη γι'αυτόν κι έφτασαν  μ'

αδιατάρακτη ευτυχία στα βαθειά γεραματα

.

.

Die weiße Schlange

Ein Märchen der Brüder Grimm


Es ist nun schon lange her, da lebte ein König, dessen Weisheit im ganzen Lande berühmt war. Nichts blieb ihm unbekannt und es war, als ob ihm Nachricht von den verborgensten Dingen durch die Luft zugetragen würde. Er hatte aber eine seltsame Sitte. Jeden Mittag, wenn von der Tafel alles abgetragen und niemand mehr zugegen war, mußte ein vertrauter Diener noch eine Schüssel bringen. Sie war aber zugedeckt, und der Diener wußte selbst nicht, was darinlag, und kein Mensch wüßte es, denn der König deckte sie nicht eher auf und aß nicht davon, bis er ganz allein war. Das hatte schon lange Zeit gedauert, da überkam eines Tages den Diener, der die Schüssel wieder wegtrug, die Neugierde, daß er nicht widerstehen konnte, sondern die Schüssel in seine Kammer brachte. Als er die Tür sorgfältig verschlössen hatte, hob er den Deckel auf und da sah er, daß eine weiße Schlange darinlag. Bei ihrem Anblick konnte er die Lust nicht zurückhalten, sie zu kosten; er schnitt ein Stückchen davon ab und steckte es in den Mund. Kaum aber hatte es seine Zunge berührt, so hörte er vor seinem Fenster ein seltsames Gewisper von feinen Stimmen. Er ging und horchte, da merkte er, daß es die Sperlinge waren, die miteinander sprachen und sich allerlei erzählten, was sie im Felde und Walde gesehen hatten. Der Genuß der Schlange hatte ihm die Fähigkeit verliehen, die Sprache der Tiere zu verstehen.


Nun trug es sich zu, daß gerade an diesem Tage der Königin ihr schönster Ring fortkam und auf den vertrauten Diener, der überall Zugang hatte, der Verdacht fiel, er habe ihn gestohlen. Der König ließ ihn vor sich kommen und drohte ihm unter heftigen Scheltworten, wenn er bis morgen den Täter nicht zu nennen wüßte, so sollte er dafür angesehen und gerichtet werden. Es half nichts, daß er seine Unschuld beteuerte, er ward mit keinem besseren Bescheid entlassen. In seiner Unruhe und Angst ging er hinab auf den Hof und bedachte, wie er sich aus seiner Not helfen könne. Da saßen die Enten an einem fließenden Wasser friedlich nebeneinander und ruhten, sie putzten sich mit ihren Schnäbeln glatt und hielten ein vertrauliches Gespräch. Der Diener blieb stehen und hörte ihnen zu. Sie erzählten sich, wo sie heute morgen all herumgewackelt wären und was für gutes Futter sie gefunden hätten. Da sagte eine verdrießlich: "Mir liegt etwas schwer im Magen, ich habe einen Ring, der unter der Königin Fenster lag, in der Hast mit hinuntergeschluckt." Da packte sie der Diener gleich beim Kragen, trug sie in die Küche und sprach zum Koch: "Schlachte doch diese ab, sie ist wohlgenährt." - "Ja," sagte der Koch und wog sie in der Hand; "die hat keine Mühe gescheut sich zu mästen und schon lange darauf gewartet, gebraten zu1 werden." Er schnitt ihr den Hals ab, und als sie ausgenommen ward, fand sich der Ring der Königin in ihrem Magen. Der Diener konnte nun leicht vor dem Könige seine Unschuld beweisen, und da dieser sein Unrecht wieder gutmachen wollte, erlaubte er ihm, sich eine Gnade auszubitten und versprach ihm die größte Ehrenstelle, die er sich an seinem Hofe wünschte.


Der Diener schlug alles aus und bat nur um ein Pferd und Reisegeld. Denn er hatte Lust, die Welt zu sehen und eine Weile darin herumzuziehen. Als seine Bitte erfüllt war, machte er sich auf den Weg und kam eines Tages an einem Teich vorbei, wo er drei Fische bemerkte, die sich im Rohr gefangen hatten und nach Wasser schnappten. Obgleich man sagt, die Fische wären stumm, so vernahm er doch ihre Klage, daß sie so elend umkommen müßten. Weil er ein mitleidiges Herz hatte, so stieg er vom Pferde ab und setzte die drei Gefangenen wieder ins Wasser. Sie zappelten vor Freude, steckten die Köpfe heraus und riefen ihm zu: "Wir wollen dir's gedenken und dir's vergelten, daß du uns errettet hast!" Er ritt weiter, und nach einem Weilchen kam es ihm vor, als hörte er zu seinen Füßen in dem Sand eine Stimme. Er horchte und vernahm, wie ein Ameisenkönig klagte: "Wenn uns nur die Menschen mit den ungeschickten Tieren vom Leib blieben! Da tritt mir das dumme Pferd mit seinen schweren Hufen meine Leute ohne Barmherzigkeit nieder!" Er lenkte auf einen Seitenweg ein, und der Ameisenkönig rief ihm zu: "Wir wollen dir's gedenken und dir's vergelten!" Der Weg führte ihn in einen Wald, und da sah er einen Rabenvater und eine Rabenmutter, die standen bei ihrem Nest und warfen ihre Jungen heraus. "Fort mit euch, ihr Galgenschwengel!" riefen sie, "wir können euch nicht mehr satt machen, ihr seid groß genug und könnt euch selbst ernähren." Die armen Jungen lagen auf der Erde, flatterten und schlugen mit ihren Fittichen und schrien: "Wir hilflosen Kinder, wir sollen uns selbst ernähren und können noch nicht fliegen! Was bleibt uns übrig, als hier Hungers zu sterben!" Da stieg der gute Jüngling ab, tötete das Pferd mit seinem Degen und überließ es den jungen Raben zum Futter. Die kamen herbeigehüpft, sättigten sich und riefen: "Wir wollen dir's gedenken und dir's vergelten!"


Er mußte jetzt seine Beine gebrauchen, und als er lange Wege gegangen war, kam er in eine große Stadt. Da war großer Lärm und Gedränge in den Straßen und kam einer zu Pferde und machte bekannt: Die Königstochter suche einen Gemahl, wer sich aber um sie bewerben wolle, der müsse eine schwere Aufgabe vollbringen, und könne er es nicht glücklich ausführen, so habe er sein Leben verwirkt. Viele hatten es schon versucht, aber vergeblich ihr Leben daran gesetzt. Der Jüngling, als er die Königstochter sah, ward von ihrer großen Schönheit so verblendet, daß er alle Gefahr vergaß, vor den König trat und sich als Freier meldete.


Alsbald ward er hinaus ans Meer geführt und vor seinen Augen ein goldener Ring hineingeworfen. Dann hieß ihn der König diesen Ring aus dem Meeresgrund wieder hervorzuholen, und fügte hinzu: "Wenn du ohne ihn wieder in die Höhe kommst, so wirst du immer aufs neue hinabgestürzt, bis du in den Wellen umkommst." Alle bedauerten den schönen Jüngling und ließen ihn dann einsam am Meer zurück. Er stand am Ufer und überlegte, was er wohl tun sollte. Da sah er auf einmal drei Fische daherschwimmen, und es waren keine andern als jene, welchen er das Leben gerettet hatte. Der mittelste hielt eine Muschel im Munde, die er an den Strand zu den Füßen des Jünglings hinlegte, und als dieser sie aufhob und öffnete, so lag der Goldring darin. Voll Freude brachte er ihn dem Könige und erwartete, daß er ihm den verheißenen Lohn gewähren würde. Die stolze Königstochter aber, als sie vernahm, daß er ihr nicht ebenbürtig war, verschmähte ihn und verlangte, er sollte zuvor eine zweite Aufgabe lösen. Sie ging hinab in den Garten und streute selbst zehn Säcke voll Hirse ins Gras. "Die muß Er morgen, eh die Sonne hervorkommt, aufgelesen haben," sprach sie, "und es darf kein Körnchen fehlen." Der Jüngling setzte sich in den Garten und dachte nach, wie es möglich wäre, die Aufgabe zu lösen; aber er konnte nichts ersinnen, saß da ganz traurig und erwartete bei Anbruch des Morgens, zum Tode geführt zu werden. Als aber die ersten Sonnenstrahlen in den Garten fielen, so sah er die zehn Säcke alle wohlgefüllt nebeneinander stehen, und kein Körnchen fehlte darin. Der Ameisenkönig war mit seinen tausend und tausend Ameisen in der Nacht angekommen, und die dankbaren Tiere hatten die Hirse mit großer Emsigkeit gelesen und in die Säcke gesammelt. Die Königstochter kam selbst in den Garten herab und sah mit Verwunderung, daß der Jüngling vollbracht hatte, was ihm aufgegeben war. Aber sie konnte ihr stolzes Herz noch nicht bezwingen und sprach: "Hat er auch die beiden Aufgaben gelöst, so soll er doch nicht eher mein Gemahl werden, bis er mir einen Apfel vom Baume des Lebens gebracht hat." Der Jüngling wußte nicht, wo der Baum des Lebens stand. Er machte sich auf und wollte immer zugehen, solange ihn seine Beine trügen, aber er hatte keine Hoffnung, ihn zu finden. Als er schon durch drei Königreiche gewandert war und abends in einen Wald kam, setzte er sich unter einen Baum und wollte schlafen. Da hörte er in den Ästen ein Geräusch und ein goldener Apfel fiel in seine Hand. Zugleich flogen drei Raben zu ihm herab, setzten sich auf seine Knie und sagten: "Wir sind die drei jungen Raben, die du vom Hungertod errettet hast. Als wir groß geworden waren und hörten, daß du den goldenen Apfel suchtest, so sind wir über das Meer geflogen bis ans Ende der Welt, wo der Baum des Lebens steht, und haben dir den Apfel geholt." Voll Freude machte sich der Jüngling auf den Heimweg und brachte der schönen Königstochter den goldenen Apfel, der nun keine Ausrede mehr übrig blieb. Sie teilten den Apfel des Lebens und aßen ihn zusammen. Da ward ihr Herz mit Liebe zu ihm erfüllt, und sie erreichten in ungestörtem Glück ein hohes Alter.

.

.

.


LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΑΜ ΣΠΕΗΝΤ THE SAM SPADE'S CASE -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΑΜ ΣΠΕΗΝΤ

THE SAM SPADE'S CASE

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.



Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΑΜ ΣΠΕΗΝΤ

THE SAM SPADE'S CASE

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Το εγκλημα,είπε,ο Σαμ Σπεηντ, παρότι  για μένα είναι κάτι συνειθισμενο,μια ρουτίνα,όμως πάντα με εκπλήσει.Ειτε είναι εύκολη η εξιχνίαση,η ερμηνεία,είτε δύσκολη.Στο.πιο απλό με προβληματίζει η ανάγκη του ανθρώπου να το διαπράττει.Σαν να μη μπορεί να ξεφύγει απ'αυτο.Χιλιαδες εγκλήματα γίνονται στον κόσμο και μάλιστα αυτή τη στιγμή.Απο στιγμή σε στιγμή.

Χτυπαει το τηλέφωνο.

Ορίστε ένας καινούργιος φόνος.

Σηκώνει το τηλέφωνο.

Ακούει,το πρόσωπο του σοβαρευει.

Κλείνει το τηλέφωνο.

Ακριβώς πάλι ένας φόνος,μια γυναίκα δολοφονημένη στο δωμάτιο της.Ας ελπίσουμε ο δολοφόνος να είναι αρκετα ευφυής και να μας δυσκολέψει.

Αποτρόπαια η πραξη,απάνθρωπη.Οπως κάθε βιαιότητα.Ομως για μένα,ας το πούμε μια διαστροφή,έχει τεράστια έλξη και γοητεία η άσκηση της λογικής.

Η λογική παγίδευση του δολοφόνου.Η λογική ήττα της δικής του λογικής.

Ο Σαμ Σπεηντ έφυγε.

Το διαμερισμα υπερμοντερνο,μια νεαρή  γυναίκα ξαπλωμένη στο δάπεδο του σαλονιού,μαχαιρωμένη στη  καρδιά,μια καρέκλα αναποδογυρισμένη,πάνω στο τραπέζι ένα χαρτί που άφησε ο δολοφόνος,σχεδιασμένος ένας κύκλος,έξω από αυτόν το γράμμα M με βελος συνδεδεμένο με το γράμμα F  στο εσωτερικό του κύκλου,συμφωνα με τα στοιχεία,η γυναίκα ήταν 32 χρόνων,ζωγράφος,μαύρα μαλλιά,λεπτή,ψηλή,φορούσε μαύρο κομπινεζον,είχε εραστή,ο οποίος εντοπίσθηκε,είχε άλλοθι,παλιότερα το θύμα είχε μακροχρόνια ερωτική σχέση με κάποιον γνωστο πάμπλουτο επιχειρηματία,παντρεμένο,τώρα  πεθαμένο,ετοίμαζε την τελευταία της έκθεση,

Ο Σαμ Σπεηντ δειπνισε σε ένα εστιατόριο,έπειτα πήγε σε κάποιο μπαρ,πάντα άλλαζε στέκια,αυτό τον βοηθούσε,μια ξανθιά γυναίκα τον πλησίασε,τα γνωστά,τη φωτιά σας,της άναψε,κάπου σας ξέρω,την έκοψε,ουίσκι;μπλακ ντάνιελς,είπε η κοπέλα,σχεδόν ψιθυριστά,οκ,τριφτηκε πάνω του,περιμένω φίλο,της είπε,του άφησε την κάρτα της με το τηλέφωνο,

Σε λίγο ήρθε ο Ντασιελ Χάμετ.

Ο ντετέκτιβ Σαμ Σπεηντ έβγαλε το σημείωμα από την τσέπη του,το ξεδίπλωσε και το κοίταξε,ο κύκλος το βέλος τα δυο γράμματα,το αίνιγμα του δολοφόνου,μήνυμα για ποιον;,μάλλον για τον ντετέκτιβ,κάθε δολοφόνος διαπράττει ένα φόνο με παραλήπτη έναν συγκεκριμένο ντετέκτιβ,και ευθέως τον προκαλεί να προχωρήσει στη λύση του,κυρίως αυτό τον ενδιαφέρει,είπε στον φίλο του ντετέκτιβ Ντασιελ Χάμετ,η αναμέτρηση των δύο λογικών,

δεν ξέρω,αλλά νομίζω,αυτό το σχέδιο είναι fake,για παραπλάνηση,αν αρχίσουμε το συλλογισμό μας από μια λάθος πρόταση τότε οι συναγομενες προτάσεις θα είναι λάθος,ένα φαύλος κύκλος,αυτό είναι,my friend,ένας φαύλος κύκλος, M Made to F False,

η γκόμενα Σαμ σε τρώει με τα μάτια,τι λες την καλούμε στην παρέα;ok,

η κοπέλα ήταν μισομεθυσμένη,

άλλο ένα μπλακ κούκλα;οκ ντάρλινγκ,

την πήγε σε ξενοδοχείο,το γκέρλ ήταν επαγγελματίας,όταν ξύπνησε κοιμονταν,της άφησε τα money στο κρεβάτι κι έφυγε,

στο γραφείο δεν είχαν νεώτερο για την δολοφονημένη,

όλοι οι ύποπτοι,αυτοί με τους οποίους σχετίζονταν,είχαν άλλοθι,

άλλο ένα μυστήριο έγκλημα,είπαν,η'ενα συνειθισμενο ερωτικό,

Ο Σαμ Σπεηντ θέλησε να δει τους τελευταίους πίνακες που ζωγράφισε για την έκθεση της το θύμα,

Του έκανε εντύπωση ένας,κάποιο ατελείωτο πορτραίτο,σε εκείνο το σταδιο ήταν ακαθόριστο,το φωτογράφισε,

Το βράδυ πρόβαλε στο σπίτι του τη διαφάνεια στο τοίχο,κάτι τον έκανε να πιστεύει πως αυτός ο πίνακας ήταν το κλειδί της υπόθεσης,ποιον αναπαριστούσε;

και γιατί δεν τελείωσε;,ποιος κρύβεται εκεί;

Πήρε τηλέφωνο την κοπέλα του μπαρ,σε μισή ώρα ήταν στο διαμέρισμα του,

της έδειξε τη φωτογραφία,τον γνωρίζεις αυτόν εκεί;ρώτησε,

όχι,δεν ξεχωρίζω,

όμως,της είπε,κάποιος σε έβαλε να με πλησιάσεις στο μπαρ,

είδε τον τρόμο στα μάτια της κοπέλας,

Έλα μην φοβάσαι,

Κάποιος με πλησίασε,και μου έδωσε ένα μεγάλο ποσό,να σε πλησιάσω και να σου ρίξω μια 

σκονι στο ποτό,

Γιατί δεν το έκανες;

Φοβήθηκα,έπειτα μου αρέσεις,

Το θυμάσαι ;πως ήταν;

Ψηλός ξερακιανός μαύρο κουστούμι,σκληρό καπέλο χαμηλά μέχρι τα φρύδια,μαύρα γυαλιά,σαν μάσκα μου φάνηκε,

Μια μπλακ μάσκα,

Οκ,να προσέχεις,την πλήρωσε κι η κοπέλα έφυγε,

Την άλλη μέρα ξύπνησε πολύ πρωί,

καθισμένος στο σαλόνι σκέπτονταν,το συνδιασμό του κύκλου με το πορτραίτο,κάθε ένα

ξεχωριστά ήταν fake,συνδυασμένα όχι,Man Face,

Του τηλεφώνησε ο Χάμετ,

Φίλε,κάποια προβλήματα δεν λύνονται,του είπε,κι αυτό μάλλον δεν έχει λύσει.

Αν σου πω ότι το έλυσα,

Αστειευεσαι.

Καθόλου.

Ανυπομονώ ν'ακουσω τη λύση του.

Σε μια ώρα συναντηθηκαν σε κάποιο καφέ κι ο Σαμ Σπεηντ  έδωσε τη λύση στον Ντασιελ Χάμετ.

.

.

.

Κυριακή 15 Αυγούστου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Der singende Knochen Το κόκκαλο που τραγουδουσε Ein Märchen der Brüder Grimm Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ -μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Der singende Knochen

Το κόκκαλο που τραγουδουσε

Ein Märchen der Brüder Grimm

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

-μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.

Der singende Knochen

Το κόκκαλο που τραγουδουσε

Ein Märchen der Brüder Grimm

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

-μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Μια φορά σε μια χώρα ήταν μεγάλη στεναχώρια για ένα αγριογούρουνο,που

τις καλλιέργειες των αγροτών κατέστρεφε,τα ζώα σκότωνε και τα κορμιά

των ανθρώπων με τα κοφτερά του δόντια καταξεσκιζε.

Ο βασιλιάς υποσχέθηκε σ'οποιον,τη χώρα από αυτή τη συμφορά ελευθερώσει

μια μεγαλη ανταμοιβή,όμως το άγριο θηρίο ήταν τόσο τεράστιο και δυνατό,

που κανένας κοντά στο δάσος δεν τολμούσε να πάει,όπου αυτό ζούσε.

Τελικά ο βασιλιάς ανακοίνωσε,πως όποιος το πιασει η' το σκοτώσει,θα πάρει

την μονάκριβη του κόρη για γυναίκα.

Τότε ζούσαν στη χώρα δύο αδέλφια,παιδιά ενός φτωχού ανθρώπου,τα

οποία προθυμοποιήθηκαν κι ήθελαν να το τολμήσουν.Ο πιο μεγάλος,ο οποίος

πονηρός κι έξυπνος ήταν,το'κάνε από αλλαζονια,ο πιο μικρός,ο οποίος

αθώος και ανόητος ήταν,από καλή καρδιά.

Ο βασιλιάς είπε.Για να βρήτε τ'αγριο θηρίο σίγουρα,πρέπει στο δάσος να

πατε από απέναντι μεριές.

Τότε ο πιο μεγάλος κατα το βράδι κι ο πιο μικρός κατά το πρωί έφυγαν.

Κι όταν ο πιο μικρός προχώρησε λίγο,συνάντησε έναν νάνο,ο οποίος 

κρατούσε ένα μαυρο δορυ στο χέρι και του'πε.Σου δίνω αυτό το δορυ,

γιατί η καρδιά σου αθώα κι αγαθή είναι,μ'αυτο μπορείς άφοβα καταπάνω 

στ'αγριογουρουνο να πας,κι αυτό καμια βλάβη δεν θα σου κάνει.

Ευχαρίστησε τον νάνο,έβαλε το δορυ στον ωμο και προχώρησε χωρίς

φόβο.Μετα από λίγο,είδε το θηρίο,που πάνω του όρμησε,όμως πρόβαλε

το δόρυ κι αυτό μέσ'στη τυφλη του αγριάδα όρμησε τόσο δυνατά,που η 

καρδιά του σχίστηκε στα δύο.Τοτε φόρτωσε το θηρίο στον ώμο,και πήγε 

προς το σπίτι κι ήθελε στον βασιλιά να το φέρει.

Όταν στην άλλη μεριά του δάσους έφτασε,εκεί στην είσοδο ήταν ένα σπίτι,

όπου οι άνθρωποι με χορό και κρασί διασκέδαζαν.Ο πιο μεγάλος αδελφός

του ήταν εκεί μέσα κι είχε σκεφτεί,πως το αγριογούρουνο δεν θα του

ξέφευγε,κι ήθελε πρώτα να πιει να πάρει θάρρος.

Όταν τώρα είδε τον πιο μικρό ,ο οποίος απ'τό δάσος ήρθεμφορτωμένος 

με το λάφυρο του,η φθονερη και κακια του καρδιά δεν είχε ησυχία.

Και του φώναξε.Ελα μέσα,αγαπημένε αδελφέ,ξεκουράσου και δυνάμωσε

με μια κούπα κρασί.

Ο πιο μικρός,που κανένα δόλο δεν υποψιάστηκε,μπήκε μέσα και του διηγήθηκε 

για τον νάνο,που το δόρυ του'δωσε,με το οποίο τ'αγριογούρουνο ειχε σκοτώσει.

Ο πιο μεγάλος τον καθυστέρησε μέχρι το βράδυ,κι έπειτα έφυγαν μαζί.

Οταν μέσ'στο σκοτάδι στη γέφυρα πάνω απο'να ρεμα ήρθαν,άφησε ο πιο 

μεγάλος τον πιο μικρό να πάει μπροστά,κι όταν στη μέση πάνω απ'τό νερό 

ήταν,του'δωσε από πίσω μια σπρώξια,που γκριεμιστηκε και σκοτώθηκε.

Τότε τον έθαψε  κάτω απ'τη γέφυρα,έπειτα πήρε τ'αγριογουρουνο και το'φερε 

στον βασιλιά αφού προσποιηθηκε,πως αυτός το'χε σκοτώσει,για να πάρει 

τη κόρη του βασιλιά γυναίκα.

Και γιατί ο πιο μικρός αδελφός δεν επέστρεψε,είπε.Τ'αγριογουρουνο θα

του'χει το κορμι καταξεσχισει,κι αυτό το πίστεψαν όλοι.

Όμως επειδή για τον Θεό τίποτα δεν μένει κρυμμένο,κι αυτή η μαύρη πράξη

θα βγει στο φώς.

Μετά από πολλά χρόνια έφερε ένας βοσκός μια φορά το κοπάδι του πάνω

στη γέφυρα κι είδε κάτω στην άμμο ένα λευκό σαν χιόνι κόκκαλο να'ναι και

σκέφτηκε,πως θα'κανε ένα καλό στόμιο για το κόρνο.

Τότε κατέβηκε,το σήκωσε και χάραξε σ'αυτο ένα στόμιο για το κόρνο του.

Όταν για πρώτη φορά σ'αυτό φύσηξε,άρχισε το κόκκαλο προς μεγάλη έκπληξη του βοσκού από μόνο του να τραγουδάει.


Αχ,αγαπητό βοσκόπουλο

στο κόκκαλο μου φύσηξες

ο αδελφός μου εμένα σκότωσε

κάτω απ'τη γέφυρα έθαψε

για τ'αγριογουρουνο

για τη μικρή του βασιλιά κορη


Τι παράξενο μικρό κόρνο,είπε ο βοσκός,από μόνο του τραγουδάει,πρέπει στον 

Κύριο μου τον βασιλιά να το φέρω

Κι όταν μπροστά στον βασιλιά ήρθε,άρχισε το μικρό κόρνο ακόμα μια φορά

το τραγουδάκι του να τραγουδάει.

Ο βασιλιάς το κατάλαβε καλά και το χώμα κάτω απ'γεφυρα έσκαψε,απ'όπου

ολόκληρος ο σκελετός του σκοτωμένου ήρθε στην επιφάνεια.

Ο κακος αδελφός δεν μπόρεσε τη πράξη ν'αρνηθει,τον έρραψαν μέσα σ'ενα

σακί και ζωντανό τον έπνιξαν,και τα κοκκαλα του πεθαμένου στην αυλή

της εκκλησίας μέσα σ' έναν ωραίο τάφο τα'βαλαν ν'αναπαυθουν.

.

Der singende Knochen

Ein Märchen der Brüder Grimm


Es war einmal in einem Lande große Klage über ein Wildschwein, das den Bauern die Äcker umwühlte, das Vieh tötete und den Menschen mit seinen Hauern den Leib aufriß. Der König versprach einem jeden, der das Land von dieser Plage befreien würde, eine große Belohnung; aber das Tier war so groß und stark, daß sich niemand in die Nähe des Waldes wagte, worin es hauste. Endlich ließ der König bekanntmachen, wer das Wildschwein einfange oder töte, solle seine einzige Tochter zur Gemahlin haben.


Nun lebten zwei Brüder in dem Lande, Söhne eines armen Mannes, die meldeten sich und wollten das Wagnis übernehmen. Der älteste, der listig und klug war, tat es aus Hochmut, der jüngste, der unschuldig und dumm war, aus gutem Herzen. Der König sagte: "Damit ihr desto sicherer das Tier findet, so sollt ihr von entgegengesetzten Seiten in den Wald gehen." Da ging der älteste von Abend und der jüngste von Morgen hinein. Und als der jüngste ein Weilchen gegangen war, so trat ein kleines Männlein zu ihm; das hielt einen schwarzen Spieß in der Hand und sprach: "Diesen Spieß gebe ich dir, weil dein Herz unschuldig und gut ist; damit kannst du getrost auf das wilde Schwein eingehen, es wird dir keinen Schaden zufügen." Er dankte dem Männlein, nahm den Spieß auf die Schulter und ging ohne Furcht weiter. Nicht lange, so erblickte er das Tier, das auf ihn losrannte, er hielt ihm aber den Spieß entgegen, und in seiner blinden Wut rannte es so gewaltig hinein, daß ihm das Herz entzweigeschnitten ward. Da nahm er das Ungetüm auf die Schulter, ging heimwärts und wollte es dem Könige bringen.


Als er auf der andern Seite des Waldes herauskam, stand da am Eingang ein Haus, wo die Leute sich mit Tanz und Wein lustig machten. Sein ältester Bruder war da eingetreten und hatte gedacht, das Schwein liefe ihm doch nicht fort, erst wollte er sich einen rechten Mut trinken. Als er nun den jüngsten erblickte, der mit seiner Beute beladen aus dem Walde kam, so ließ ihm sein neidisches und boshaftes Herz keine Ruhe. Er rief ihm zu: "Komm doch herein, lieber Bruder, ruhe dich aus und stärke dich mit einem Becher Wein." Der jüngste, der nichts Arges dahinter vermutete, ging hinein und erzählte ihm von dem guten Männlein, das ihm einen Spieß gegeben, womit er das Schwein getötet hätte.


Der älteste hielt ihn bis zum Abend zurück, da gingen sie zusammen fort. Als sie aber in der Dunkelheit zu der Brücke über einen Bach kamen, ließ der älteste den jüngsten vorangehen, und als er mitten über dem Wasser war, gab er ihm von hinten einen Schlag, daß er tot hinabstürzte. Er begrub ihn unter der Brücke, nahm dann das Schwein und brachte es dem König mit dem Vorgeben, er hätte es getötet; worauf er die Tochter des Königs zur Gemahlin erhielt. Als der jüngste Bruder nicht wiederkommen wollte, sagte er: "Das Schwein wird ihm den Leib aufgerissen haben," und das glaubte jedermann.


Weil aber vor Gott nichts verborgen bleibt, sollte auch diese schwarze Tat ans Licht kommen. Nach langen Jahren trieb ein Hirt einmal seine Herde über die Brücke und sah unten im Sande ein schneeweißes Knöchlein liegen und dachte, das gäbe ein gutes Mundstück. Da stieg er herab, hob es auf und schnitzte ein Mundstück daraus für sein Horn. Als er zum erstenmal darauf geblasen hatte, so fing das Knöchlein zu großer Verwunderung des Hirten von selbst an zu singen:

"Ach, du liebes Hirtelein,

du bläst auf meinem Knöchelein,

mein Bruder hat mich erschlagen,

unter der Brücke begraben,

um das wilde Schwein,

für des Königs Töchterlein."

"Was für ein wunderliches Hörnchen," sagte der Hirt, "das von selber singt, das muß ich dem Herrn König bringen." Als er damit vor den König kam, fing das Hörnchen abermals an sein Liedchen zu singen. Der König verstand es wohl und ließ die Erde unter der Brücke aufgraben, da kam das ganze Gerippe des Erschlagenen zum Vorschein. Der böse Bruder konnte die Tat nicht leugnen, ward in einen Sack genäht und lebendig ersäuft, die Gebeine des Gemordeten aber wurden auf den Kirchhof in ein schönes Grab zur Ruhe gelegt

.

.

.

Σάββατο 14 Αυγούστου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -ΕΙΜΑΙ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΟΥ ΛΑΙΚΟΥ ΚΟΜΙΣΑΡΙΑΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ, NKVD,1936-1938 -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-ΕΙΜΑΙ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΟΥ ΛΑΙΚΟΥ ΚΟΜΙΣΑΡΙΑΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ,

NKVD,1936-1938

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


ΕΙΜΑΙ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΟΥ ΛΑΙΚΟΥ ΚΟΜΙΣΑΡΙΑΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ,

NKVD,1936-1938

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


είμαι στην υπηρεσία του Λαϊκου Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων,

της NKBD,υπό την υψηλήν πανοπτικην επίβλεψην του συντρόφου Νικολάι 

Γιεζοφ,

1937,διαταραχή ύπνου,μια λίστα από στελέχη του κομμουνιστικού κόμματος,

προς εκκαθάριση,οι υπογραφές,Στάλιν,Μολότωφ,Καγκανοβιτς,Βοροσιλοφ,

Μικογιαν ,Τσουμπλαρ,

Οι αντεπαναστάτες,οι κουλακοι μιλάνε,αυτό είναι το θράσος τους, για Μεγάλη Εκκαθάριση,Μεγάλο Τρομο,Δικες της Μοσχας,

Γεμίσαμε στην ΕΣΣΔ σαμποτέρς,αντιφρονούντες,προδότες,πράκτορες του

καπιταλισμού,του ιμπεριαλισμού,του φασισμού,η Μεγάλη Σοσιαλιστική 

Επανάσταση σε κινδυνο

Ζήτω το Πολιτμπιρο!

Κάτω ο Λέων  Τρότσκι ο Νικολάι Μπουχαριν!

Ζήτω ο Ιωσήφ Στάλιν!

μεσανυχτα,συνεχίζω να κάνω αλλαγές στα έγγραφα,ναι,δεν το κρύβω παραχάραξεις,

έτσι θ'αναγκαστεί να ομολογήσει,αλλιώς,ρητή εντολή,δεν υπάρχει καμία 

εγγύηση για τα άτομα της οικογενειας του,ο κύβος ερρίφθη.

σαν αύριο το 34 δολοφονηθηκε ο μπολσεβίκος Σεργκέι Κίροφ επιμεφαλής 

του κόμματος στο Λένινγκραντ.τρομοκρατης,κατάσκοπος,προδοτης

Κάτω οι Πέμπτες φάλαγγες!

Ζήτω οι Τροικες της NKVD!

Ζήτω οι  Δικες της Μοσχας!

1.Αυγουστος,1936,κατά των αντιεπαναστατων:Λέων Τρότσκι,Γκριγκόρι Ζινόβιεφ,

Λεβ Κάμενεφ και άλλων 16,ομολογία και εκτέλεση.

2.Ιανουριος,1937,κατά των προδοτών,σαμποτέρς,Καρλ Ραντεκ,Γκεόργκι 

Πυατακοφ,Γκριγκόρι Σοκολνικοφ,και 17 αθλιων  συνοδοιπόρων τους,ομολογία,

13 εκτελέσθηκαν,οι υπόλοιποι την άγουσα  στα γκουλανγκ

3.Ιουνιος,1937,κατά επίορκων αξιωματικών του κόκκινου Στρατού,του Μιχαήλ

Τουχατσεβσι

φοβάμαι,νιώθω τη γη να τρέμει κάτω από τα πόδια μου,τις νύχτες έχω εφιάλτες,

φοβάμαι πως θα'χω σύντομα την ίδια τύχη με τους Γιακόβ Αγκρανωφ,Γκενριχ

Γιαγκοντα,Στανισλαβ Ρεντενς,αξιωματούχους της NKVD, τους συνελαβαν και

τους εκτέλεσαν.

4.Μαρτιος,1938,κατά του Νικολάι Μπουχαριν,της Τρίτης Κομμουνιστικής Διεθνούς,ιδεολόγου του Μαρξισμού,Αλεξέι Ρικοφ,πρωην πρωθυπουργου,

Γκενριχ Γιαγκομπα,πρωην επικεφαλης της NKVD,,Κρίστιαν Ρακοφσκι,Νικολάι

Κρεστινσκι,ομολογία,εκτελεση


Ξημερώνοντας με συνέλαβαν,ανακρισεις,παραχάραξη εγγράφων,εξώθηση

σε ομολογία,αυστηρός εγκλεισμός,ασφυκτική ψυχολογική πίεση, παντελής

ελλειψη ύπνου,απειλες σύλληψης κι εκτέλεσης της οικογένειας μου


στην ομολογία μου τελικά παραδέχτηκα:είμαι ένας εκφυλισμένος φασίστας,


τώρα περιμένω την εκτέλεση μου,

καταδικασμένος κατά  το άρθρο 58 του Ποινικού Κώδικα της Σοβιετικής Ρωσικής Δημοκρατίας το οποίο αφορα τα αντιεπαναστατικά εγκλήματα


και για πάντα:Damnatio Memoriae

.

.

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -THE CITIES (ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ) THE CITY OF KILLERS -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-THE CITIES (ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ)

THE CITY OF KILLERS

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


THE CITIES (ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ)

THE CITY OF KILLERS

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


σ'αυτη τη πόλη τα γεγονότα που διαδραματίζονται δέκα χρόνια τώρα είναι 

τραγικά και μυστήρια,μια αδιάλειπτη σειρά ανεξιχνίαστων φόνων,τα θύματα 

είναι άντρες ακριβώς στην ηλικία των 45 ετών,εργένηδες,ο δολοφόνος,

η' οι δολοφόνοι,δεν κάνουν διακρίσεις,όλοι οι 45αρηδες ανεξάρτητου

κοινωνικής τάξης ειναι υποψήφιοι,οι διωκτικές αρχές με την συμμετοχή 

ικανών ντετέκτιβς,παρά τις επίμονεςέρευνες,δεν έχουν ανακαλύψει το παραμικρό,όλοι οι φόνοι στο σκοτάδι,μόνο εικασίες και υποθέσεις διατυπώνονται,οι οποίες δεν επαληθεύονται,για το προφίλ του δολοφόνου,

αναλύσεις ψυχιατρικές,για τα πιθανά σενάρια που μεταχειρίζεται,εξαντλώντας

όλους τους συνδιασμούς δράσεων του,πχ οι ημερομηνιες,αν ακολουθούν κάποια αριθμητική ακολουθία,7,14,21,...,ο αριθμός του κτηρίου,του οροφου του διαμερισματος,ο αριθμός των γραμμάτων του δρομου,οι περιοχές,αν είναι κορυφές τετραγώνου,κανονικού πενταγώνου,...,σταθερός είναι ο τρόπος εκτελεσης,τρεις σφαιρες στο κεφάλι από περιστροφο,έχουν συσταθεί ενώσεις

για την προστασία των 45αρηδων,παρακολούθηση τους επί 24ωρου βάσης με 

κάμερες,ώστε να καταγράφεται οποιοσδήποτε τους πλησιάζει,αυτό έφερε

αποτέλεσμα,κανένα από τα άτομα που παρακολουθείται δεν δολοφονήθηκε,

παρ'ολ'αυτα οι φόνοι δεν σταμάτησαν,γιατί υπήρξαν,και υπάρχουν,παρά πολλοι

οι οποίοι δεν δέχτηκαν την παρακολούθηση,επικαλούμενοι προσωπικά δεδομένα,από μαρτυρίες συγγενών και γνωστών των θυμάτων αυτά τα άτομα από ένα χρονικό σημείο παρουσίασαν αλλόκοτη συμπεριφορά,κλείστηκαν στους

εαυτούς τους,παραμέλησαν τη δουλειά τους,είχαν σοβαρά ψυχοσωματικά

προβλήματα,σαν κάτι να τους βάρυνε και να μην μπορούσαν να το αντιμετωπισουν,σαν να ένιωθαν ένοχοι για κάτι,και επιζητούσαν την τιμωρία,

τον φόνο τους γι'αυτό,ως λύτρωση,

σήμερα,14 Αυγούστου 2021, στις 11 τη νύχτα,οδός...,όροφος,...,δολοφονήθηκε 

ο 45χρονος ...,δικηγόρος,στο γραφειο του,πυροβολήθηκε με τρεις σφαίρες στο κεφαλι,το θύμα ανακάλυψε η φίλη του...,27 χρόνων,γλυπτρια,

.

.

.

Τετάρτη 11 Αυγούστου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Ραπουνζέλ- Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ- Rapunzel- Ein Märchen der Brüder Grimm- Rapunzel -μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Ραπουνζέλ

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

Rapunzel-

Ein Märchen der Brüder Grimm

Rapunzel

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Ραπουνζέλ

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

Rapunzel

Ein Märchen der Brüder Grimm

Rapunzel

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ήταν μια φορά ένας άντρας και μια γυναίκα κι ήθελαν πάρα πολύ ν'αποκτησουν ένα παιδί,τελικά η γυναίκα είχε ελπίδα πως ο καλός θεός θα εκπλήρωνε την επιθυμία τους.

Αυτοί οι άνθρωποι στο πίσω μέρος του σπιτιού τους είχαν ένα

παραθυράκι απ'οπου μπορούσε κάποιος ένα θαυμάσιο κήπο να δει,που ήταν φυτεμένος με τα πιο ωραία λουλούδια και φυτά, από έναν ψηλό τοίχο ήταν περιτριγυρισμενος,και κανένας δεν τολμούσε μέσα να μπει,γιατί σε μια μάγισσα ανηκε,που'χε μεγάλη δύναμη κι όλος ο κόσμος την φοβόνταν.

Μια μέρα η γυναίκα κάθονταν σ'αυτο το παράθυρο και κοίταξε κάτω στον κήπο,εκεί είδε μια βραγιά ,που ήταν τα πιο ωραία ραπουνζέλ φυτρωμενα,κι όπως τα'δε τόσο φρεσκα και πράσινα,

ένιωσε μεγάλη επιθυμια και λαχτάρα,από τα ραπουνζέλ να φάει.

Και κάθε μέρα η επιθυμία μεγάλωνε,μέχρι που δεν μπορούσε ν'αντισταθει,τόσο πολύ την κυριάρχησε,που χλωμιασε κι υποφερε.

Τότε τρόμαξε ο άντρας και ρώτησε.Τι σου συμβαίνει,αγαπημένη μου γυναίκα;.

-Αχ,αυτή απάντησε,αν  ραπουνζέλ απ'τον κήπο κάτω απ'το σπίτι μας δεν φάω,τότε θα 

πεθάνω.

Ο άντρας,που της είχε αγάπη,σκέφτηκε.Θ'αφησεις τη γυναίκα σου να πεθάνει,φερ'της

ραπουνζέλ,όσο και να κοστίσει,αφού αυτό θέλει.

Και βραδυαζοντας πήδηξε πάνω απ'τον τοίχο στον κήπο της μάγισσας,και μαζεψε βιαστικά μια

χεριά ραπουνζέλ και τα'φερε στην γυναίκα του .

Αυτή τα'κανε αμέσως σαλάτα και τα'φαγε με μεγάλη λαιμαργια.

Όμως ήταν τόσο καλά,τόσο γευστικά,που την άλλη μέρα ακομα τρις φορές μεγαλύτερη λαχταρα ένιωσε.Για να ηρεμήσει,έπρεπε ο άντρας ακόμα μια φορά στον 

κήπο να πηδήσει.

Τότε πάλι βραδυαζοντας το'κανε,όταν ομως απ'τον τοίχο κατέβηκε,τρόμαξε πάρα πολύ,αφού είδε τη μάγισσα να στέκεται μπροστά του.

Πως το  τόλμησες,του'πε με θυμωμένο βλέμμα,στον κήπο μου να πηδήξεις κι όπως κλέφτης τα ραπουνζέλ μου να κλέψεις;.Πρέπει σκληρά να σε τιμωρήσω.

Αχ,αυτός απάντησε,ζητώ έλεος,

μονάχα από ανάγκη τ'αποφασισα,

η γυναίκα μου τα ραπουνζέλ σας απ'το παράθυρο είδε κι ένιωσε τόση μεγάλη επιθυμια,που θα πέθαινε,αν απ'αυτα δεν έτρωγε.

Τότε η μάγισσα υποχώρησε στο θυμο της κι του'πε.Ας είναι έτσι,όπως το λες,θα σου επιτρέψω ραπουνζέλ να μαζέψεις,όσο πολλά θέλεις,μόνο με τον όρο.Πρεπει να μου δώσεις το παιδί που η γυναίκα σου θα φέρει στον κόσμο.κι εγώ σαν μάνα θα το φροντίσω.

Ο άντρας απ'την ταραχή του συμφώνησε,κι όταν η γυναίκα στην εβδομάδα της ήρθε,εμφανίστηκε η μάγισσα,έδωσε στο παιδί τ'ονομα Ραπουνζέλ και το πήρε μαζί της μακριά.

Η Ραπουνζέλ έγινε το πιο όμορφο παιδί κάτω απ'τον ήλιο.Κι όταν δώδεκα χρονών εγινε,το έκλεισε η μάγισσα σ'ενα πύργο που μέσα στο δάσος βρίσκονταν κι ούτε σκάλα ούτε πόρτα είχε,μονάχα ψηλά ένα παραθυράκι.

Όταν η μάγισσα ήθελε μέσα να μπει,στεκονταν κάτω και φώναζε.


Ραπουνζέλ Ραπουνζέλ

άσε για μενα τα μαλλιά σου κατω


Η Ραπουνζέλ είχε μακριά λαμπερά μαλλιά,όμορφα όπως 

πλεξούδες χρυσάφι.

Όταν λοιπόν άκουγε τη φωνή της μάγισσας,έλυνε τις πλεξούδες της,τις τύλιγε ψηλά

στο παντζουρι του παραθύρου,και κατόπιν άφηνε τα μαλλιά είκοσι πήχες να πέσουν κάτω,,κι η μάγισσα,μ'αυτα ανέβαινε πάνω.

Μετά από μερικά χρόνια ,ο γιος του βασιλια πέρασε με τ'αλογο 

μέσα απ'το δάσος και μπροστά απ'τον πύργο έφτασε.

Τότε άκουσε ένα τραγούδι,τόσο όμορφο ήταν,που στάθηκε κι αφουγκραστηκε Ήταν η Ραπουνζέλ,που στην μοναξιά της την ώρα περνούσε,τραγουδώντας με τη γλυκειά της φωνή.

Το βασιλόπουλο ήθελε σ,'αυτη πάνω ν'ανεβει κι έψαχνε για μια πόρτα στον πύργο,όμως καμια δεν βρήκε.

Γύρισε με τ'αλογο σπίτι,όμως το τραγούδι του'χε τόσο πολύ αναστατώσει τη καρδιά,που κάθε μέρα στο δάσος πήγαινε κι άκουγε.

Όταν κάποια φορά πίσω απο'να δέντρο στέκονταν,είδε,να'ρχεται   

μια μάγισσα,και άκουσε,πως προς τα πάνω φώναξε.


Ραπουνζέλ Ραπουνζέλ

άσε για μενα τα μαλλιά σου κατω.


Τότε άφησε η Ραπουνζέλ οι πλεξούδες της κάτω να πέσουν κι η μάγισσα ανέβηκε πάνω.

Αυτη'ναι η σκάλα,σκέφτηκε,έτσι κάποιος πάνω ανεβαίνει,έτσι κι εγώ θα δοκιμάσω την ευτυχία μου να'βρω.

Και την επόμενη μέρα,όταν άρχισε να βραδυαζει,πήγε στον πύργο και φώναξε.


Ραπουνζέλ Ραπουνζέλ

άσε για μένα  τα μαλλιά σου κατω


Σε λίγο επέσαν κάτω τα μαλλιά,και το βασιλόπουλο ανέβηκε πάνω.

Στην αρχή τρόμαξε η Ραπουνζέλ 

πάρα πολύ,όταν ένας άντρας εμφανίστηκε σ'αυτη,που πριν ποτέ τα μάτια της έναν δεν είχαν δει,όμως το βασιλόπουλο άρχισε πολύ φιλικά να της μιλάει,και της διηγήθηκε,πως απ'το τραγούδι της τόσο πολύ η καρδιά του αναστατώθηκε,που καμία ησυχία δεν είχε κι έπρεπε οπωσδήποτε την ίδια να δει.

Τότε χάθηκε ο φόρος της Ραπουνζέλ κι όταν την ρώτησε,αν για άντρα της θέλει να πάρει,κι είδε,πως νέος κι όμορφος ήταν,σκέφτηκε.

Αυτός πιο πολύ εμένα απ'την γριά κυρα-Γκοθελ θα μ'αγαπαει.

κι είπε ναι,κι έβαλε το χέρι της μέσα στο χέρι του.

Κι είπε,πολύ ευχαριστως με σένα θέλω να φυγω,όμως δεν ξέρω,πως μπορώ κάτω να κατέβω.Οταν έρχεσαι,κάθε φορά μια τούφα μεταξι να φέρνεις,για μια σκάλα να πλέκω,κι όταν έτοιμη είναι,τότε θα κατέβω κάτω και πάνω στ'αλογο σου με παίρνεις.

Συμφώνησαν,όλα τα βράδια σ'αυτη να πηγαίνει,γιατί τη μέρα η γριά πήγαινε.

Η μάγισσα δεν κατάλαβε τίποτα,μέχρι που κάποια φορά η Ραπουνζέλ άρχισε και της είπε.

Πέστε μου,κυρα-Γκοθελ,πως γίνεται,εσύ τόσο δύσκολα πάνω ν'ανεβαινεις απ'οτι το νεαρό βασιλόπουλο,που σε μια στιγμή 

κοντά μου είναι.

-Αχ αθεοφοβο παιδί, φωναξε η μάγισσα,τι θ'ακουσω από σένα,

απ'ολο τον κόσμο σ'ειχα ξεχωρίσει .κι εσύ με'χεις προδώσει.

Και πάνω στο θυμό άρπαξε τ'ομορφα μαλλιά της Ραπουνζέλ 

τα γύρισε μερικές φορές στ'αριστερο της χέρι και παίρνοντας ένα ψαλίδι χρατς χρατς τα'κοιψε κι οι όμορφες πλεξούδες επεσαν πάνω στο πατωμα.

Κι ήταν τόσο ασπλαχνη,που την φτωχια Ραπουνζέλ σε μια ερημιά έφερε,όπου μέσα σε μεγάλα βάσανα και δυστυχία έπρεπε να ζήσει.

Αλλά την ίδια μέρα,που αυτή έδιωξε την Ραπουνζέλ,το βράδυ έδεσε η μάγισσα τις κομμένες πλεξούδες ψηλά απ'το παντζούρι γερά κι όταν το βασιλόπουλο ήρθε και φώναξε.


Ραπουνζέλ Ραπουνζέλ

άσε για μενα τα μαλλιά σου κατω


άφησε τα μαλλιά να πέσουν κάτω.

Το βασιλόπουλο ανέβηκε,αλλά πάνω δεν βρήκε την αγαπημένη του Ραπουνζέλ αλλά την μάγισσα,που μ'ενα κακό και φαρμακερό βλέμμα τον κοιτούσε.

Αχα,φώναξε αυτή σαρκαστικά,θέλεις την αγαπημένη σου γυναίκα να πάρεις,όμως τ'ομορφο πουλι δεν βρίσκεται πια στο κλουβί,και πια δεν τραγουδάει,η γάτα τ'αρπαξε που και σένα τα μάτια θα γρατσουνισει.Για σένα η Ραπουνζέλ χαθηκε και ποτέ πια δεν θα την ξαναδείς.

Το βασιλόπουλο παραφρόνησε απ'την στεναχώρια και στην απελπισία του πήδηξε απ'τον πύργο κατω,δεν έχασε τη ζωή του,όμως τ'αγκαθια,πάνω στα οποία έπεσε,του τσιμπισαν τα μάτια.

Τότε τριγυρνούσε τυφλός μέσα στο δάσος,και δεν έτρωγε τίποτα παρά ρίζες και μούρα,και δεν έκανε τίποτα  παρά να οδύρεται και να κλαίει για τον

χαμό της αγαπημένης του γυναίκας.

Έτσι περιπλανήθηκε μερικά χρόνια μέσα στη δυστυχία  κι έφτασε στην ερημιά,όπου η Ραπουνζέλ με τα διδυμα,τα οποία είχε γεννήσει,ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι,άθλια ζούσε.

Άκουσε μια φωνή,και του φάνηκε τόσο γνωστή,πήγε προς τα'κει κι όταν κοντά ήρθε,τον αναγνώρισε η Ραπουνζέλ και τον αγκάλιασε απ'τον λαιμό κι έκλαιψε.Ομως δυο απ'τα δάκρυα της εβρεξαν τα μάτια του,κι έτσι

μπόρεσε να δει όπως πριν.

Την πήρε στο βασιλειο,όπου με χαρά τον υποδέχτηκαν,κι έζησαν αυτοί για πολύ ευτυχισμένα και χαρούμενα.

.

.

Rapunzel

Ein Märchen der Brüder Grimm

Rapunzel

Es war einmal ein Mann und eine Frau, die wünschten sich schon lange vergeblich ein Kind, endlich machte sich die Frau Hoffnung, der liebe Gott werde ihren Wunsch erfüllen. Die Leute hatten in ihrem Hinterhaus ein kleines Fenster, daraus konnte man in einen prächtigen Garten sehen, der voll der schönsten Blumen und Kräuter stand; er war aber von einer hohen Mauer umgeben, und niemand wagte hineinzugehen, weil er einer Zauberin gehörte, die große Macht hatte und von aller Welt gefürchtet ward. Eines Tages stand die Frau an diesem Fenster und sah in den Garten hinab, da erblickte sie ein Beet, das mit den schönsten Rapunzeln bepflanzt war; und sie sahen so frisch und grün aus, dass sie lüstern ward und das größte Verlangen empfand, von den Rapunzeln zu essen. Das Verlangen nahm jeden Tag zu, und da sie wusste, dass sie keine davon bekommen konnte, so fiel sie ganz ab, sah blass und elend aus. Da erschrak der Mann und fragte: "Was fehlt dir, liebe Frau?" - "Ach," antwortete sie, "wenn ich keine Rapunzeln aus dem Garten hinter unserm Hause zu essen kriege, so sterbe ich." Der Mann, der sie lieb hatte, dachte: "Eh du deine Frau sterben läßest, holst du ihr von den Rapunzeln, es mag kosten, was es will." In der Abenddämmerung stieg er also über die Mauer in den Garten der Zauberin, stach in aller Eile eine Handvoll Rapunzeln und brachte sie seiner Frau. Sie machte sich sogleich Salat daraus und aß sie in voller Begierde auf. Sie hatten ihr aber so gut, so gut geschmeckt, dass sie den andern Tag noch dreimal soviel Lust bekam. Sollte sie Ruhe haben, so musste der Mann noch einmal in den Garten steigen. Er machte sich also in der Abenddämmerung wieder hinab, als er aber die Mauer herabgeklettert war, erschrak er gewaltig, denn er sah die Zauberin vor sich stehen. "Wie kannst du es wagen," sprach sie mit zornigem Blick, "in meinen Garten zu steigen und wie ein Dieb mir meine Rapunzeln zu stehlen? Das soll dir schlecht bekommen." - "Ach," antwortete er, "lasst Gnade für Recht ergehen, ich habe mich nur aus Not dazu entschlossen: meine Frau hat Eure Rapunzeln aus dem Fenster erblickt, und empfindet ein so großes Gelüsten, dass sie sterben würde, wenn sie nicht davon zu essen bekäme." Da ließ die Zauberin in ihrem Zorne nach und sprach zu ihm: "Verhält es sich so, wie du sagst, so will ich dir gestatten, Rapunzeln mitzunehmen, soviel du willst, allein ich mache eine Bedingung: Du musst mir das Kind geben, das deine Frau zur Welt bringen wird. Es soll ihm gut gehen, und ich will für es sorgen wie eine Mutter." Der Mann sagte in der Angst alles zu, und als die Frau in Wochen kam, so erschien sogleich die Zauberin, gab dem Kinde den Namen Rapunzel und nahm es mit sich fort.


Rapunzel ward das schönste Kind unter der Sonne. Als es zwölf Jahre alt war, schloss es die Zauberin in einen Turm, der in einem Walde lag, und weder Treppe noch Türe hatte, nur ganz oben war ein kleines Fensterchen. Wenn die Zauberin hinein wollte, so stellte sie sich hin und rief:

"Rapunzel, Rapunzel,

Laß mir dein Haar herunter."

Rapunzel hatte lange prächtige Haare, fein wie gesponnen Gold. Wenn sie nun die Stimme der Zauberin vernahm, so band sie ihre Zöpfe los, wickelte sie oben um einen Fensterhaken, und dann fielen die Haare zwanzig Ellen tief herunter, und die Zauberin, stieg daran hinauf.


Nach ein paar Jahren trug es sich zu, dass der Sohn des Königs durch den Wald ritt und an dem Turm vorüberkam. Da hörte er einen Gesang, der war so lieblich, dass er still hielt und horchte. Das war Rapunzel, die in ihrer Einsamkeit sich die Zeit vertrieb, ihre süße Stimme erschallen zu lassen. Der Königssohn wollte zu ihr hinaufsteigen und suchte nach einer Türe des Turms, aber es war keine zu finden. Er ritt heim, doch der Gesang hatte ihm so sehr das Herz gerührt, dass er jeden Tag hinaus in den Wald ging und zuhörte. Als er einmal so hinter einem Baum stand, sah er, dass eine Zauberin herankam, und hörte, wie sie hinaufrief:

"Rapunzel, Rapunzel,

Laß dein Haar herunter."

Da ließ Rapunzel die Haarflechten herab, und die Zauberin stieg zu ihr hinauf. "Ist das die Leiter, auf welcher man hinaufkommt, so will ich auch einmal mein Glück versuchen." Und den folgenden Tag, als es anfing dunkel zu werden, ging er zu dem Turme und rief:

"Rapunzel, Rapunzel,

Laß dein Haar herunter."

Alsbald fielen die Haare herab, und der Königssohn stieg hinauf.


Anfangs erschrak Rapunzel gewaltig, als ein Mann zu ihr hereinkam, wie ihre Augen noch nie einen erblickt hatten, doch der Königssohn fing an ganz freundlich mit ihr zu reden und erzählte ihr, dass von ihrem Gesang sein Herz so sehr sei bewegt worden, dass es ihm keine Ruhe gelassen und er sie selbst habe sehen müssen. Da verlor Rapunzel ihre Angst, und als er sie fragte, ob sie ihn zum Mann nehmen wollte, und sie sah, dass er jung und schön war, so dachte sie: "Der wird mich lieber haben als die alte Frau Gothel," und sagte ja, und legte ihre Hand in seine Hand. Sie sprach: "Ich will gerne mit dir gehen, aber ich weiß nicht, wie ich herabkommen kann. Wenn du kommst, so bringe jedesmal einen Strang Seide mit, daraus will ich eine Leiter flechten, und wenn die fertig ist, so steige ich herunter und du nimmst mich auf dein Pferd." Sie verabredeten, dass er bis dahin alle Abend zu ihr kommen sollte, denn bei Tag kam die Alte. Die Zauberin merkte auch nichts davon, bis einmal Rapunzel anfing und zu ihr sagte: "Sag Sie mir doch, Frau Gothel, wie kommt es nur, sie wird mir viel schwerer heraufzuziehen als der junge Königssohn, der ist in einem Augenblick bei mir." - "Ach du gottloses Kind," rief die Zauberin, "was muss ich von dir hören, ich dachte, ich hätte dich von aller Welt geschieden, und du hast mich doch betrogen!" In ihrem Zorne packte sie die schönen Haare der Rapunzel, schlug sie ein paarmal um ihre linke Hand, griff eine Schere mit der rechten, und ritsch, ratsch waren sie abgeschnitten, und die schönen Flechten lagen auf der Erde. Und sie war so unbarmherzig, dass sie die arme Rapunzel in eine Wüstenei brachte, wo sie in großem Jammer und Elend leben musste.


Denselben Tag aber, wo sie Rapunzel verstoßen hatte, machte abends die Zauberin die abgeschnittenen Flechten oben am Fensterhaken fest, und als der Königssohn kam und rief:

"Rapunzel, Rapunzel,

Laß dein Haar herunter."

so ließ sie die Haare hinab. Der Königssohn stieg hinauf, aber er fand oben nicht seine liebste Rapunzel, sondern die Zauberin, die ihn mit bösen und giftigen Blicken ansah. "Aha," rief sie höhnisch, "du willst die Frau Liebste holen, aber der schöne Vogel sitzt nicht mehr im Nest und singt nicht mehr, die Katze hat ihn geholt und wird dir auch noch die Augen auskratzen. Für dich ist Rapunzel verloren, du wirst sie nie wieder erblicken." Der Königssohn geriet außer sich vor Schmerzen, und in der Verzweiflung sprang er den Turm herab: das Leben brachte er davon, aber die Dornen, in die er fiel, zerstachen ihm die Augen. Da irrte er blind im Walde umher, aß nichts als Wurzeln und Beeren, und tat nichts als jammern und weinen über den Verlust seiner liebsten Frau. So wanderte er einige Jahre im Elend umher und geriet endlich in die Wüstenei, wo Rapunzel mit den Zwillingen, die sie geboren hatte, einem Knaben und Mädchen, kümmerlich lebte. Er vernahm eine Stimme, und sie deuchte ihn so bekannt; da ging er darauf zu, und wie er herankam, erkannte ihn Rapunzel und fiel ihm um den Hals und weinte. Zwei von ihren Tränen aber benetzten seine Augen, da wurden sie wieder klar, und er konnte damit sehen wie sonst. Er führte sie in sein Reich, wo er mit Freude empfangen ward, und sie lebten noch lange glücklich und vergnügt.

.

.

.