.
.
.
... ἀργυρία ...
φρένας, ὠς ἄνεμος κὰτ ὄρος δρύσιν ἐμπέτων.
ὂν δ’ ἔψυξας ἔμαν φρένα καιομέναν πόθῳ.
....
εγω δε μονα κατευδω.
.
.
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
https://artpoeticacouvelis.blogspot.com/2020/05/blog-post_88.htm
Σαπφω-εσωτερικο
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
https://artpoeticacouvelis.blogspot.com/2016/06/blog-post_3.html
https://artpoeticacouvelis.blogspot.com/2016/02/blog-post_77.html
https://artpoeticacouvelis.blogspot.com/2015/12/blog-post_23.html
Σαπφω-εσωτερικο
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
https://artpoeticacouvelis.blogspot.com/2013/11/greek-poetry-sappho-two-poems-for.html
https://artpoeticacouvelis.blogspot.com/2015/12/the-girls-of-sappho-painting-cncouvelis.html
Σαπφω
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
https://artpoeticacouvelis.blogspot.com/2015/09/sappho-c.html
Σαπφω
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
https://artpoeticacouvelis.blogspot.com/2015/06/blog-post_10.html
Σαπφω
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
https://artpoeticacouvelis.blogspot.com/2015/01/blog-post_11.html
https://artpoeticacouvelis.blogspot.com/2014/01/blog-post_6868.html
Σαπφω
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
https://artpoeticacouvelis.blogspot.com/2012/09/litterature.html
Σαπφω
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
https://artpoeticacouvelis.blogspot.com/2010/06/sapfo-paintin.html
.
.
.
.
Οι Ελληνίδες Ποιήτριες
μ.Σ
(μετά τή Σαπφώ)
Αναστασία Δούμα-
Ελενα Καραγιαννη-
Βασιλική Πετρουδη -
Κλεοπατρα Μακρίδου Cléopâtre Robinet -
Μαρίνα Αντωνίου Μαρκου-
ΑΦαια Καλδερίμι Phaea De Calderimi -
Χρυσάνθη Μουζακίτου -
Calliope Mpagouli -
Μαρία Ευ. Σύρρου -
Σταυρούλα Δεκούλου-
Penelope Triantou
Αναστασία Δούμα
Όλα μού τα μαθες
Μόνο το πως να ζω χωρίς εσένα ξέχασες να μού πεις
Είχες χώμα και νερό στις χούφτες σου
μ'έπλασες με τη λάσπη σου
που θα κουβαλώ αιώνια
Φτιάχνω καινούργια γλώσσα
με τις λέξεις που στολίζω την απουσία σου
Σωπαίνουν τα νερά
καθώς κυλούν
λυπούνται που δεν ποτίζουν χώμα
Μέσα κι έξω απ τα κλειστά παντζούρια ,ίδιο σκηνικό
Απογοήτευση
Διώχνω τα πουλιά απ το μπαλκόνι μου.
δεν μού περισσεύουν ψίχουλα
Νυχτώνει η θύμηση και σπάει τη χαρά κομμάτια
αφού δεν βλέπεις, δεν ακούς,
αφού δεν σε αγγίζω ,και δεν σου μιλώ,
τι νόημα έχει η μέρα?
κάθε βραδιά ψάχνω το άστρο μα δεν τα καταφέρνω
δεν υπάρχει ικανότητα πια για το οτιδήποτε
Πλήρες το μέσα μου από σένα
γέμισε γρήγορα και ανεξέλεγκτα από το κενό σου
Έμαθα να σε φωνάζω,τις νύχτες ,τις μέρες, παντού
έμαθες να σιωπάς και να κοιτάζεις αλλού
Αυτή η ομίχλη του παρελθόντος, καθισμένη χρόνια στο μυαλό μου,
καταστρέφει αργά αργά τα κύτταρά μου
δεν μπορώ να τη διώξω
ο εγωισμός γίνεται μαχαίρι και με απειλεί
η ζήλια σαπίζει μεθοδικά τη ψυχή μου
κερί αναμμένο ο έρωτας σου, που όλο παλεύω να σβήσω τη φλόγα του
υποφέρω,δεν γιατρεύομαι
Ξημερώνει σ άδεια δωμάτια που ξέρουν τα πάντα και δεν μιλούν.
γυμνά χέρια κλείνουν ερμητικά τις πόρτες
χωρίς κλειδί, έτσι για ψευδαίσθηση
παγωνιά έρχεται
αιμορραγώ καημό από τα μάτια
και σκοντάφτω στα σκαλοπάτια της ανάγκης μου.
μην έρθεις!
άλλαξε ο καιρός και εγώ δυστυχώς, είμαι η ίδια, ακόμη
.
.
Έλενα Καραγιαννη
Η σιωπή
δεν παρηγορεί
Καμία ανακούφιση
δε γίνεται πιστευτή
Ακούς τα ψιθυρίσματα
Κύκλοι σμίγουν
κύκλοι διχάζουν
κύκλοι ταράσσουν
τούς ρυθμούς
Παίξτε κι άλλο μουσική
Κι άλλο να εμβαθύνω
θέλω
στη δίνη πέφτοντας
τών αντιθέτων
Αλήθεια τι σημαδεύω η' με σημαδεύει κι ύστερα θρηνώ;
Εδώ στα πλέον βορεινότερα
ο έρωτας δεν θάλλει
ούτε στον αγρό
Κάποτε πολύ με θύμωνες
Με θύμωνες τόσο
ως να στεγνώσω ανάσκελα
κάθε εκτινασσόμενο
παφλασμό κι ησύχως
να αποκοιμιέμαι εκτεθειμένη
Πάντα υπέφερα
στων πραγμάτων την
ανούσια όψη
Φορές αποκομμένη
ξεγλυστρούσα
Μάζευα τις πέτρες
που μια μέρα θα πετούσα
όχι
απαραίτητα γυαλιστερές
Βαθουλωμένα κι ανούσια
ο κόσμος ασχημαίνει
θα ξαναβάλω
τα ροζ γυαλιά μου
Ο πάνθηρ
τής ίδιας αποχρώσεως τού Freleng
δυστυχώς έχει αποσυρθεί
Μου άρεζε η αυτονόητη κατασκοπεία
Σωτήριες επιστρατεύσεις
εσωτερικής ασφάλειας
Αόρατη γίνομαι
Αν πάω η αν έρχομαι στις αμμοθίνες μέσα
σβήνω το πράσινο και λαγοκοιμάμαι
Κι αν κρίνω
κρίνε με μετά
θαμμένοι νομίζεις
πως είναι οι βολβοί σου
Απαγορεύονται οι αμμοληψίες
Κρίνα της αβύσσου
της θάλασσας
της κατάσπαρτης
μνήμης
χώμα ζητούνε περισσότερο
Άνοιξη κι ούτε ένα
σημαντικό ζωής
δεν έχω μυστικό
Βρέχει ασυμβίβαστα
Συμπυκνώνουν οι άνεμοι τις δια-ρρήξεις
αποθαρρύνοντας τα επίδοξα
Μεγάλη θλίψη
πικρή η γραφή κι άλλη
από αυτή δεν ξέρω
Ίσως πενθεί η μνήμη
Ίσως πενθεί η σάρκα και δεν ποθεί το εύφλεκτον που την
αναστηλώνει
Ίσως το παιγνιώδες να'ναι
του Απρίλη
το πρώτο ψέμα
Μόνο ο πατέρας
με γελούσε τέτοια μέρα
.
.
Βασιλικη Πετρουδη
"Ο θρήνος της Εκάβης"
Για ποιον το πένθος;
Ανάξια γηρατειά
Πόλεμε, κλέφτη αδυσώπητε
Η θλίψη μου αιώνια
Παιδιά και γη, όλα χαμένα
Αγαμέμνονα, δική σου τώρα σκλάβα
Πώς τον τάφο τον προσμένω
"Πρόβα θανάτου"
Κουράστηκε από την ακινησία του θανάτου
Ξεδίπλωσε τα παγωμένα δάχτυλά της, σηκώθηκε, πήγε κοντά στο παράθυρο και θυμήθηκε πως ήταν άνοιξη όταν πέθανε
Ανάσανε τον μυρωμένο αέρα κι έκλαψε
Ξαφνικά άκουσε βήματα να πλησιάζουν και γρήγορα γύρισε στο φέρετρό της
"Οι νεκροί γύρω μου"
Παντού γύρω μου νεκροί
Στρατιές ολόκληρες
Ακόμα και παιδιά νεκρά
Ακόμα και νεογέννητα
Βγαίνουν στο φως - ένα φως ψυχρό, χωρίς ζεστασιά-
μέσα από μήτρες νεκρές
Βυζαίνουν στήθη νεκρά
γάλα γεμάτο ύπνο θανατερό
Φοβάμαι
Με τρόμο,με αγωνία
αναζητώ ένα βλέμμα ζωντανό
Φοβάμαι
Ζω ανάμεσα σε νεκρούς
Τα ρουθούνια μου καίει
η βαριά οσμή της πτωμαΐνης
Κουφάρια παρελαύνουν
μου μιλούν
μ'αγγίζουν χέρια νεκρά
με κοιτούν με μάτια άδεια
Όλοι πέθαναν
Και οι δικοί μου
Και οι φίλοι
Κι οι γνωστοί και οι άγνωστοι
Πότε;
Πότε πέθανε ο κόσμος;
Πού ήμουν εγώ
όταν πέθαινε ο κόσμος;
Μήπως εγώ σκότωσα τον κόσμο μέσα μου;
Μήπως εγώ βλέπω
τον κόσμο μέσα από
τα νεκρά μου μάτια;
.
.
Κλεοπατρα Μακρίδου Cléopâtre Robinet
Ταξίδι Οδύσσειο
V
Και αν το δάκρυ μου ξεφύγει,
χωρίς να το θέλω,
θα το στεγνώσω αμέσως να μην το δεις
έτσι θα πιστείς πως ήσουν
μια μακρινή φιλία
κι ας ήσουν για μένα
όλη μου η ζωή!
Μην ξεχνάς πως ο χρόνος
αφήνει απάνω στο σώμα σου φεύγοντας
φαντάσματα
κι η πιο ωραία ζωή
είναι αυτή που δεν θάρθει ποτέ!
Ω μνήμη
βασανιστική ερωμένη μου
απ ´ενα κουρασμένο Οδυσσέα
δεμένο μ ´ενα λαό δύσμοιρο
πικρό και χολιασμένο
που διασχίζει τους αιώνες
μες στον κυκεώνα των άστρων
Ω Χώμα
που μέσα σου ταξίδευσα και σπήλιωσα
αν και το σώμα μου
μακριά σου γευόταν
της πρώτης αθωότητας τα κρίνα!
Ω πικρή ανάμνηση
μιας μακρινής πραγματικότητας
που δεν θα γίνει ποτέ δική σου!
Ω γεγονότα που χάθηκαν
μέσα στην σκληρότητα της μέρας
και που αρκέστηκαν σ´ενα αόριστο όνειρο!
Πατρίδα,
συγκεχυμένη κραυγή
Απρόφερτη
Ακαθόριστη
Που δεν ξέρεις αν είναι όνειρο
Ή πεπρωμενο!
Ω Πατρίδα!
Ω πνοή μου
Ω βάφτισή μου
στα της ζωής απαρηγόρητα δάκρυα
ενός άδοξου παρελθόντος
Στου Ήλιου σου το ηλιοβασίλεμα
βλέπω μυθιστόρημα προδομένων επαναστάσεων
ενός ματοβαμένου αιώνα .
Ω μάταια ελπίδα μου
Ω ζωή αμείλικτη
πόσο θάνατο έχεις σπείρει
διαβαίνοντας τα σύνορα του κόσμου.
Ω Πατρίδα
πιστή ερωμένη μου
ενός δίδυμου πόθου
που κούρσεψε τα σωθικά των ονείρων μου !
Ω Χώμα που φωσφορίζει
στης Ελευθερίας τον θόλο
κάτω από τα όνειρα
της απαρηγόρητης Προσδοκίας μου!
(Ταξίδι Οδύσσειο» Κουκκίδα 2019)
Στην αποθήκη της Ιστορίας
Στην αποθήκη της Ιστορίας φύλαξες
το αίμα των παιδιών σου
τα ακριβά σου όνειρα
τα δίσεκτα χρόνια
τις παμπάλαιες ελπίδες
τους οδυνηρούς αριθμούς
τʹαποτυπώματα των δώδεκα Θεών
τους νεκρούς που ταυτοποίησες
και την απουσία αυτών που άφησες άθαφτους
να σε κοιτούν ακόμα πικραμμένοι
Τόσα χρόνια και δεν έβαλες τάξη
η Μνήμη έπαθε υπερκόπωση και
συγχέεις πια τα αίτια με τις αφορμές
την πηγή με τις εκβολές
την Ουσία με τις λεπτομέρειες
το Δάσος με το δέντρο
έτσι που ξέχασες τα τιμαλφή
που πρέπει να σώσεις
Και γηραιά πια
πού να ερμηνεύσεις
τις μεταμφιέσεις της Ιστορίας
να ξεχωρίσεις τους φιλόσοφους από τους σοφιστές
τη μύτη της Κλεοπάτρας
από τα σπυριά του προσώπου της
τα πεδία των μαχών
από τις βολικές ακτές της φυγής
Κι ενώ οι εμπόροι των λαών
δρομολογούν την Ιστορία σου
ο Πεδιαίος ξηραίνεται
κι ο Θουκυδίδης μπροστά στην Αμμόχωστο
θυμάται τη Βαβυλώνα
και δακρύζει απεγνωσμένα
Όπως έκλεισες τʹαγάλματα στα μουσεία
έτσι κι εσύ χωρίς περιστοφές
θα παραμένεις αλυσοδεμένη στον τοίχο της σπηλιάς
Ρυτιδωμένη πια
γυμνή παλακίδα της παρακμής
θα προσμένεις μακελάρη
για να ʹ ρθει να σε πάρει
(Ηχώ της μνήμης Μανδραγόρας 2021)
Γύμνια
Στάθηκε στη σκιά του χρόνου
νʹακούει από μακριά κραυγές απόγνωσης
το όνειρο να μπλέκεται με την πραγματικότητα
Σάβανα πένθους
και γεννήσεις ερώτων
να μπερδεύονται όλα στη σκιά της μνήμης
Κέρματα παλιά
γρόσια ή φράγκα
χωρίς αντίκρυσμα τώρα
που φύλαγε για τους δίσεκτους καιρούς
να γεμίσουν το άδειο πιάτο της Αγάπης
Την είδε από μακριά
της έκανε νόημα να τον ακολουθήσει
Είχε ντυθεί τις λέξεις
για να μην φαίνεται πως ήταν ρακένδυτος
και πως με το πρώτο φύσημα του ανέμου
θα έδειχνε τα γυμνά του πόδια
(Ηχώ της μνήμης Μανδραγόρας 2021)
Το σάβανο του Λαέρτη
Ακόμη και μέσα στο μαρτύριο
το σώμα αντέχει τρικλοποδιές της Ιστορίας.
Ακόμη και στη φλυαρία δόντια σπασμένα
μεταβάλλονται σε σιναξάρια που σελιδοποιούν τον χρόνο
των εξαντλημένων μας ερώτων
των μεταχειρισμένων μας προσώπων.
Όσο κι αν εθελοτυφλείς
βλέπεις από μακριά την τελεία να πλησιάζει
το σκοτάδι να αντηχεί
τον θάνατο ενός χελιδονιού
πάνω στο κυπαρίσι της αυλής.
Στο σκάλισμα του δέντρου οι αναδυόμενες άνω τελείες
στο τέλος του στίχου τα γκρίζα θαυμαστικά
δηλώνουν την αμηχανία μας για όσα ζήσαμε.
Η ψυχή περιμένει
να νοικιάσει μερίδιο στον Ήλιο
μερίδιο στα νερά του Αχέροντα.
Ακόμη και στην δυσωδία ενός Πλανήτη μιαρού
χωρίς μύρο πολύτιμο δίχως θυμίαμα ευλογίας
χωρίς τον Λόγο του να γίνεται Ευαγγέλιο
το σάβανο του Λαέρτη ανεμίζει επιμνημόσυνα
στη οικία του λεπρού στο παλάτι της Νήσου
στο φέρετρο της Αντίκλειας στη μέση του ηλιακού
κι ο Σίσυφος παραμονεύει την έκβαση του πολέμου
με θαυμασμό τα βλέμματα στραμμένα προς τους Τρώες.
(Τα δόντια της βροχής Μανδραγόρας 2023)
Στα βαθιά
Καταδύεσαι βαθιά
στα νερά της μνήμης
να συναντήσεις εσένα
που εγκατέλειψες
επαίτης των χρωμάτων της νύχτας
ονειρευτής του Ήλιου που έσβησε
ζητιάνος του ονείρου
στο γεωγραφικό πλάτος της αγάπης
που σκοτείνιασε μέσα στο πόλεμο των λέξεων.
Στο τέλος να δεις
θα χρωστάς στο χέρι σου
που προσπερνούσε τη θλίψη
και την άτιμη κούραση
που καθ’ οδόν σε ξεγελούσε.
Η ζυγαριά πάντα βαρούσε στην άλλη μεριά
κι εσύ χρεώστης για το νερό που έπινες
για τον ιδρώτα που σε έλουζε
για τον αέρα που ανέπνεες.
Δεν είχες χρόνο για σένα
μόνο πάλευες να ισορροπήσεις τον εαυτό σου
μέσα σ’ένα κατακρεουργημένο Σύμπαν
(Τα δόντια της βροχής Μανδραγόρας 2023)
Τόση θάλασσα
Πώς χάθηκε
τόση θάλασσα που σας χώριζε
ποιος ήπιε το νερό της
και περπατάς μόνη
χωρίς αποσκευές
σκοντάφτοντας στη μνήμη;
Και τρέχεις μες στη άγρια ανεμοθύελλα
ν’ αρπάξεις το τελευταίο λεωφορείο
να συναντήσεις μισότρελλους ποιητές
που υποκλίνονται στη μέση της σκηνής
χειροκροτώντας ενθουσιασμένοι...
Προφέρουν ρήματα άστοχα
με το σπαθί στη θήκη.
Με απολιθωμένα κοχύλια στα χέρια
ερμηνεύουν τη αλήθεια
σαν να ’ναι οι τελευταίοι στην είσοδο.
Βιάζονται να προλαύουν τους χρησμούς
μη και ξεμείνουν από όνειρα
καθώς φυλλοροούν τα δειλινά του Ιούνη
η σκόνη της αμφισημίας καρτερεί
για να λουστεί μες στις πηγέςτης Κασταλίας.
(Τα δόντια της βροχής» Μανδραγόρας 2023)
Η μετριότητα
Η μετριότητα ακολουθεί τυφλά την ομάδα,
νοιώθει μόνη κι ανασφαλής στον δρόμο της ζωής.
Φοβάται την τυραννία της πλειοψηφίας
και δεν της αντιτάσσει λόγο.
Την νόησή της απομυζά η βδέλλα του δόγματος και της ιδεοληψίας
γιατί δεν βλέπει τις τρύπες του παζλ της γνώσεώς της.
Η μετριότητα κωπηλατεί στη θαλασσα
πιστεύοντας σε μια ασφαλή στεριά
κι ένα προορισμό.
Δεν νοιώθει τη μοναδικότητα της ζωής
και το πεπερασμένο της ύπαρξης.
Σπαταλά τη ζωή της για αναγνώριση
και περνά δίπλα από τη ζωή.
Ιεραρχεί τη λογική πάνω από το συναίσθημα.
Υποτιμά τους αντιήρωες της ζωής.
Δεν διακρίνει στους ανώνυμους τάφους
των κολασμένων των λησμονημένων
τα όνειρα, τις ελπίδες, τις ψευδαισθήσεις τους
καθρέφτης της δικής της ύπαρξης
όπως θα την έχει ζήσει,
όταν ο κύκλος θα τελειώσει οριστικά...
Η μετριότητα υποτιμά τον Προμυθέα
που γίνεται ένα με τον βράχο του
και που πέφτει αλλά δεν ξεπέφτει
Ο Προμυθέας εν αντιθέσει με την μετριότητα
κοιτάζει την μοίρα του κατάφατσα
και γίνεται κυβερνήτης της
γιατί είναι Ελεύθερος
ενώ ο βράχος του δεσμώτης !
(Ανέκδοτο ποίημα)
Μαρίνα Αντωνίου Μαρκου
ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ
Μη μου ξυπνάς το αστέρι
που κοιμάται στο μπαλκόνι μου.
Ταξίδεψε από πολύ μακρυά
εδώ για να φτάσει,
κουράστηκε πολύ.
Μονάχο του πέρασε
μέσα απ' του ουρανού την άβυσσο,
για να 'βρει ένα κλωνάρι δυόσμου.
Στην ανέμη των παραμυθιών,
φώτισε των δράκων τις σπηλιές
και των γενναίων
τα μαρμαρένια αλώνια.
Στο δίχτυ πιασμένο του καιρού
στόλισε δυο μαύρα μάτια
και μάτωσε δίπλα
σε δακρυσμένα αηδόνια.
Μην το ξυπνάς.
Τώρα ξεκουράζεται.
Αύριο θα φύγει πάλι.
Το περιμένουν σκοτεινές ψυχές
και δρόμοι που στενεύουν.
Του χάρισα τη γλάστρα με το δυόσμο.
ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΩ
Όταν εκεί θα ξανάρθω
ο ουρανός θα έχει μια μικρή συννεφιά.
Μέρες θα είναι του φθινοπώρου.
Εκείνες οι γυναίκες που κάποτε
ασβέστωναν τις μάντρες θα κοιτούν,
μέσα απ' τα τζάμια τους περαστικούς.
Όταν εκεί θα ξανάρθω
στο μπαλκόνι θα έχει απομείνει
άδεια η γλάστρα.
Το γεράνι θα έχει ξεραθεί χρόνια πριν
γερμένο στη μοναξιά του.
Θα ανοίξω τα παράθυρα
να φύγει η θλίψη,
που σαν σκόνη στον χώρο αιωρείται.
Θα καρφώσω στους τοίχους
τις εικόνες της μνήμης,
συντροφιά να μου κάνουν
τα μεγάλα βράδυα.
Υστερα θα μείνω να μετράω
τους ανέμους και τις σιωπές.
Προσμένοντας ένα αύριο
που έχασε κάπου το δρόμο του
και ξέχασε στην ώρα του να 'ρθει.
Παρέα θα έχω τις ανείπωτες λέξεις μου
και τα περαστικά πουλιά.
Η πρώτη φθινοπωρινή βροχή
θα έρθει μόνο ,
φέρνοντας δώρο,
ένα χειμώνα.
Τον δικό μου χειμώνα
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ
Πες μου μόνο μια καληνύχτα.
Έστριψε η ζωή
στου δρόμου τη γωνιά.
Τα μάτια τρυπούν το κενό,
ανάβουν φωτιές στον τοίχο.
Πες μου μια καληνύχτα.
Από εκείνες τις παλιές,
κάτω απ' το μπαλκόνι.
Μέσα στη βροχή, στο κρύο.
Με τα χέρια στις τσέπες,
το τσιγάρο στα χείλη βρεγμένο.
Σ' αυτόν τον άδειο κόσμο,
την ερημιά μου κρυμμένη κράτησα,
ζωγραφίζοντας σκιές στην άμμο.
Όλα είναι χτες.
Όμως πες μου μια
τελευταία καληνύχτα.
Πες την κι ας είναι πια χάραμα.
Ακόμα περιμένω.
.
.
ΑΦαια Καλδερίμι
(Phaea De Calderimi )
Αττικός Μελανόμορφος Αμφορέας
Άπαντες αμφορείς,
Περίτεχνα διακοσμημένοι
Ακολουθούν τούς νόμους τής υποκειμενικής τους ευρυθμίας.
Αμφορείς που άλλοτε συνθέτως ποιησάμενοι
Βαστάνε τα κρίνα τής Αιόλιου κλίμακος,
Άλλοι δε,που τεθρυμμένοι
αναζητούν τά σπασμένα τους
στα πόδια τών κατόχων τους.
Οι απελπισμένοι λοιποί,
από αγγεία σε χαμαιλέοντες τρέπουν το είδος τους,
και αντί νά βαστάνε φυλλώδη κλωνάρια στο ένδον τους,
καβαλάνε γυμνά και μαραμένα ραϊβοκλαδα. στο έξω τους,
προσαρμόζοντας την πολυχρωμία τους,
στην Ουδετερότητα τών στείρων κλάδων.
Μα υπήρχε ένα αγγείο πού διέφερε,
Κάτω από τούς Ιωνικούς Αττικούς Κίονες.
Είχεν μορφήν κλασσικήν.
Ωστόσο το μέλανο χρώμα του, τύλιγε τά γυμνά κάλλη του.
Απεπνεε μελωδία Υποφρυγικην,σε τόνο Μινόρε.
Στο ένδον του,ελλοχευμένα αφροδίσια ερπετά καιροφυλακτούσαν.
Όποιος εθελοτυφλος αγνοούσε,
την χρωματικήν όψη,
τα ανύπαρκτα άνθη,
καί τό εμπνευσμένο εκ τών Σειρήνων άσμα,
τολμώντας τάς χείρας του νά βάλει είς την σάρκα τού αμφορέα,
Τά ερπετά άνθιζαν σέ γαρδένιες.
Η μελωδία θά γύριζε σέ Μειζονα,
Καί στο μαύρο θά χαραζονταν μια χρυσή Αθηναϊκή περικεφαλαία.
Corpi al Colosseo
Σε μία μεταμοντέρνα εποχή,
Βιώνουμε ένα 37 Μ.Χ
Κάπου μέσα σέ ένα Κολοσσαίο
Βλέπουμε μαχήτριες,
Γυνες
Γυμνές.
Και όλοι οι άρρενες,
Με την ευχή τού Τιβέριου,
Η' το φιλί τού Καλιγούλα,
Πέφτουν ωσάν άγρια θηρία.
Από θεατές,σε μονομάχους
Για την κατασπαραξη
Μυριων σωμάτων.
Τοποθέτησαν τες γυνές
Στην αρένα,-συμμετρικα-σαν σύνθετους κιονες
Για να μονομαχήσουν.
Ήτανε λένε ένα ρωμαικο παιχνίδι,
Που κατέληξε μια καθολική τραγωδία.
Ένας πυροβολημένος ναός.
Αυτοί οι ερυθροί λεκέδες στην αρένα
Μάθαμε αν είναι οίνος η' αίμα;
FELIX LUX!
Άνευ σημασίας τά χρώματα που πουλάς στην αγορά,
Όταν τό παζάρι σου κινείται εν τη εσπέρα,
Πώς να αντικρισω δίχως φως,
Τα ρωμαϊκά κεντήματα και τόν πορφυρό σου Έρωτα
Μέσα από τις πυκνοραμενες κλωστές τού Ερέβους,
Στα τυφλά ο Έρωτας βαδιζει.
Συνεπώς και στο σκοτάδι.
Μα ο Θεός Ήλιος κάθε πρωί ανατελει,
Και τα ενδύματα πού μού πούλησες,δεν με αναδεικνύουν
Ψευδοσεληνε άνδρα!
'Quod dea,quod magni filia Solis eram'
(Remedia Amoris, Ovidius,στρ.276
Ήμουνα θεά,θυγατέρα τού μεγάλου Ηλιου)
.
.
Χρυσάνθη Μουζακίτου
Παράπονο
Και ο καντηλανάφτης θυμός
προσπερνά το μνήμα των πεπραγμένων σου
δεν σου κρατώ κακία πια.
Να μόν ΄ εκείνο το στοιχειό το παράπονο
που και που ξεβράζει την άλμη του
(ξεπλένει τα βάρη του;)
σε αυτά τα νωπά των ματιών μου τα ρείθρα.
Επιβίωση
Η ακριβοθώρητη τύχη ώρες ώρες
σηκώνει συναισθηματικές παλίρροιες.
Φουσκώνουν οι θάλασσες
σε βράχια βράγχια σε σπρώχνουν
αράχνες περίτεχνες σε περιμένουν
αν δεν προσέξεις, αν παρασυρθείς
θα μπλέξεις, θα καταποθείς...
Ύψωσε το περιστέρι της ψυχής σου
ίσως γλυτώσεις κι απ' αυτές τις Συμπληγάδες.
Ο ορθολογισμός των δικών σου ονείρων
ενάντια στον παραλογισμό του κόσμου!
Σε κυνήγι, φουρτούνα των συμφερόντων
ας είναι η λέμβος διάσωσης, διαφυγής σου
άλλωστε ξέρω καλά πως στα πολύ δύσκολα
ξέρεις να κολυμπάς και στα σύννεφα.
Ξεχύλωμα- παλινδρόμηση
Τι κι αν μεγάλο το στομάχι
τετράγωνη η λογική;
Τα όσα σερβίρουν τελευταία
δύσοσμα κι εμετικά
Μια παλινδρόμηση οξέων
που κάτω δε χωράνε πια.
Μια κατάργηση αξιών.
Μας κλείσαν αυτιά και μάτια, στόμα
αυτά τα μέσα τα τρελά..
Πάρτυ, φιέστες και πισίνες
το μαύρο να σου λένε άσπρο
κι η ένδεια της χώρας μας βαθειά.
Σταγόνα σταγόνα η αηδία
ναυτία έφερε ξανά
ξεχείλισε και το ποτήρι
και χύθηκε η ανθρωπιά.
Του κόσμου το ρολόι όλου
μεσάνυχτα χτυπά ξανά;
.
.
Calliope Mpagouli
Προσοχή στο διάκενο
μεταξύ «δίπλα» και «μου».
Πολλούς έχασα εκεί.
Ζακέτα πάρε.
Κάνει ψύχρα στις ψυχές
που θ’ανταμώσεις.
Μα και δίπλα μου
ραγισμένη η ψυχή
που και που μπάζει.
PUSHBACKS
Πρώτα με έφτασε η μυρωδιά.
Μετά ο καπνός.
Τελευταίες οι φλόγες.
Μετά δε θυμάμαι.
Ψέματα.
Το χέρι μου θυμάμαι
πώς έτρεμε απάνω στην πόρτα της γειτόνισσας.
«Κρίμα! Τι σε βρήκε! Δεν έπρεπε όμως να αφήσεις το σπίτι σου».
Χτύπησα κι άλλες πόρτες νοικοκυρεμένες.
Κάπου συμπόνια.
– λευκό σεμεδάκι διάτρητο δαντελωτό –
Αλλού απονιά.
– λευκή κουρτίνα απότομα κλεισμένη –
Με έσπρωχναν προς τα πίσω
στον καπνό,
μέχρι να χαθώ από τα μάτια τους.
Μετά δε θυμάμαι.
Ψέματα.
Το χέρι μου θυμάμαι
πώς έτρεμε απάνω στη φουσκωμένη μου κοιλιά.
«Κοριτσάκι», είχε πει ο γιατρός.
«Άρχισε να σκέφτεσαι όνομα».
Είχα σκεφτεί:
«Ανθρωπιά»
Μετά δε θυμάμαι.
Αλήθεια.
Εκεί στο καμαρίνι
περνά τον περισσότερο καιρό της.
Προσθέτει με το αϊλάινερ.
Αφαιρεί με το μέικ απ.
Στενεύει με τον κορσέ.
Ασθμαίνοντας φαντασιώνεται
να άνοιγε η αυλαία
κι εκείνη άβαφη· γυμνή
να άφηνε να πέσει πάνω της
εκτυφλωτικός ο προβολέας.
Ακούει
το τρίτο κουδούνι
το χτύπημα στην πόρτα.
Αντί να ανοίξει, τη σφαλίζει.
Εκεί στο καμαρίνι
περνά τον περισσότερο καιρό της.
Η λέξη.
.
.
Μαρία Ευ. Σύρρου
«Τὸν ἄρχοντα τριῶν δεῖ μέμνησθαι. Πρῶτον ὅτι ἀνθρώπων ἄρχει. Δεύτερον ὅτι κατὰ νόμους ἄρχει. Τρίτον ὅτι οὐκ ἀεὶ ἄρχει.» («Ο άρχων πρέπει να έχει στο νου του τρία πράγματα. Πρώτον ότι κυβερνά ανθρώπους. Δεύτερον ότι πρέπει να κυβερνά σύμφωνα με τους νόμους. Τρίτον ότι δεν θα κυβερνά αιωνίως.»)
Αγάθων (Αθήνα, περ. 448 – Πέλλα, περ. 400 π.Χ.)
ΧΑΜΕΝΗ ΑΘΩΟΤΗΤΑ
Σέρνεται ασπόνδυλη και μηχανορραφεί
η αρχή που καταβρόχθισε τον άνθρωπο
ξαναπλάθει την αλήθεια
– δαιδαλώδη σαν ψέμα –
παραδίνει το σκήπτρο στο φόβο
– ό,τι σάπισε σάπισε.
Απαρηγόρητος ο Χείρων ανελέητος
που η Φθία γέννησε τον Αχιλλέα
ανδρός δειλού στόχος να γίνει.
ΑΠΟΓΝΩΣΗ
Μη διστάζεις να χτυπήσεις
το κεφάλι στον τοίχο·
θα δείξει κατανόηση, σου λέω
– πάντα δείχνουν κατανόηση
οι τοίχοι· πάντα εχέμυθοι
στέκονται στο ύψος τους·
φυλάν αναίσχυντα μυστικά
υπομένουν χαραγμένα στιχάκια
καρφωμένα απλανή βλέμματα
την πίσσα των σέρτικων τσιγάρων
που εκπνέουν οι αντοχές του έρωτα.
Μη διστάζεις, σου λέω·
ο τοίχος θα τον αντέξει τον πόνο σου.
ΑΝΑΚΡΟΥΣΜΑ ΑΠΟΔΗΜΙΑΣ
Μας προσπερνούν αλαφιασμένες
οι ασφυκτικές δίσεκτες μέρες του ’20
– πώς δρασκελίσαμε την άβυσσο απνευστί
πώς ακροβολιστήκαμε στο περιθώριο
της εποχής· της ενοχής· της ανοχής· της αποχής
με τόσες δηλωμένες απουσίες
με τόσες εκκρεμείς αποδημίες.
Απαθής αλχημιστής αλγόριθμος
συντηρεί το γρίφο του άλγους άλυτο.
Κρύψου, εαυτέ μου, κρύψου ασφαλής
στην προπατορική της επιβίωσης σπηλιά
στις λιακάδες της χαμένης μου αθωότητας
στις τρυφηλές της νιότης μου σελίδες.
Ορθώσου στο ολοκαύτωμα καπνός από θυμίαμα
ανάκρουσμα στην τελευτή
της θέλησής μου που όλο φθίνει.
Επανάσταση· ανάσταση· στάση· τάση φυγής.
Ανιχνεύω στον καθρέφτη
σημάδια της καταφοράς
φθορές που μου αποξένωσαν το βλέμμα
(το παρατηρώ να με διαπερνά καχύποπτο
καθώς παροπλίζομαι στο βυθό της ίριδας).
Αποδημώ σε εαυτό ανάδοχο
με εγνωσμένη την απόγνωση.
Λύνω το γρίφο τής παραφορας
.
.
Σταυρούλα Δεκουλου
Βρέχει γαζία απόψε
Βρέχει γαζία απόψε
πάνω στα σκονισμένα μου ματόκλαδα.
Γεμίζω το ποτήρι μου λυγμούς
και σε κερνάω
"Στην υγειά μας, αγάπη μου"
Συλλογιέμαι τη μοναξιά τής Κυριακής,
το παράπονο τών στίχων.
Στρώνω το κρεβάτι μου με μια μεταξωτή θλίψη
κι αποκοιμιέμαι στην αγκαλιά τής απουσίας σου.
Μάκρυναν οι δρόμοι,
δεν φτάνει η φωνή μου πια σε σένα
και το χαμόγελο αδιόρατο πια.
Χαθήκαμε
Έλα να κλείσουμε κι απόψε τις κουρτίνες,
τ' άστρα μάς πρόδωσαν κι αυτά
και δεν φωτίζουν τον ουρανό μας τη νύχτα.
Έλα να σβήσουμε τα φώτα
και ν' ανταμώσουμε στο όνειρο.
Έλα
Θα σου 'χω αναμμένο ένα κερί για φάρο.
Πιάσε το χέρι μου και πάμε μακριά,
πίσω ν' αφήσουμε την έρημη τούτη πόλη.
Η διττότητα τών χρησμών
Μελώνει η εικόνα τ' ουρανού
στου ήλιου το φευγιό.
Μεθυσμένη η Δύση
στους τόνους τού μενεξεδί
κι ο αναπαμός ηδύς
στης ψυχής σου τ' απάγγιο.
Εκεινες τις ώρες τού δειλινού
δύο φάροι ανατέλλουν στα μάτια σου
και μια θύελλα
στων χειλιών σου την άκρη.
Θνήσκει η ανάσα σου
στη μαρτυρία τής φωνής σου
ευτυχισμένη.
Εγώ διδάσκομαι τη διττότητα τών χρησμών
και σαν άλλος Ιανός
βαφτίζομαι χαρμολύπη.
Πάει καιρός που τα βράδια ξηλώνω
όσα τη μέρα ύφανα,
προσμένοντας να δέσεις στο μουράγιο
μα τούτ' η Ιθάκη με πλάνεψε αισχρά
και το υφάδι μου το ξέρω θα κιοτέψει
στο πλήρωμα τού χρόνου.
Ποίημα γυμνό
Βραδιάζει
σώπασαν πια τα πουλιά
και οι άνθρωποι όλοι
στις πέτρινες πολιτείες
σώπασαν κι αυτοί
Απόψε θα ντυθώ ποίημα
γυμνό από ρίμα και μέτρο
και θα κατοικήσω
ζερβά στην καρδιά σου'
και κάθε που θα ξαστοχεί ένας χτύπος της
θ' ανατέλλω σαν άλλη πανσέληνος
γεμίζοντας τη νύχτα σου φως.
.
.
Penelope Triantou
Ραψωδία ε ω και α
Αλήθεια τώρα
με έγδυσες από τα περιττά
Μου 'δωσες να κρατώ ένα ραβδί
σαν ραψωδός
να απαγγέλλω μόνο το φωνήεν
ε ω και α, φωνάζω να έρχεσαι
στάλα τη στάλα να γεμίζω
ένα λαγήνι ξεχασμένα σύμφωνα
ρ ταυ και θαυμαστικά
πολλά θαυμαστικά
όσα δεν καταδέχεσαι ποτέ σου
Έρωτα
Κουκούτσι σε χαμηλό φως
Ο ήλιος και το φεγγάρι ζούνε στο βλέμμα σου
Πεινούν, τρων
και καταπίνουν με λαχτάρα
ό,τι σαλεύει στις σκιές
Να σκοτώνεις όσα δεν βλέπεις άγος
να βλέπεις όσα σκοτώνεις φρίκη
αλλά συμβαίνει το φως
Ένα κουκούτσι ελιάς απέμεινα
κοιμάμαι και ξυπνώ δίπλα στο τζάκι
Σκύλε, μην γαβγίζεις τόσο δυνατά, υποφέρω
Ο Λόφος
Κοίταζα χρόνια έξω από το παράθυρο
ανώνυμος και διαρκής
μέσα σε εγγραφές φωτός ο λόφος
Ολόγυρά του οριζόντιες γραμμές
και αναπαυόμουν
εγώ, το μάτι, στη σκιά
στο καταφύγιο του σπιτιού
κρύπτη μέσα στην κρύπτη του καλοκαιριού
σώμα μέσα στο σώμα
ζεστή, ασφαλής, εγώ
το μάτι στη σκιά, ονειρευόμουν
Μέχρι που μια βραδιά εξαφανίστηκε
χάθηκε από τις γραμμές των οριζόντων
χώθηκε μέσα μου έτσι απλά
έλαβα, έφαγα, ήπια
φως και γραμμές, γη κι ουρανό
ο λόφος έγινα εγώ
όνειρο που εξέπεσα μέσα στο ίδιο το κορμί μου
πτήση και πτώση, χώμα και φτερά
όλα δικά μου
(Περιλαμβάνονται
στη συλλογή Κατάνα,
εκδόσεις Οδός Πανός, 2025)
.
.
.
.