.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
- Μη μοι δώσης, Κύριε, μισθόν επίγειον, αλλ’ άφες με εν τη αφάνειά μου.
(Αφιέρωμα στον κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη)
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Μη μοι δώσης, Κύριε, μισθόν επίγειον, αλλ’ άφες με εν τη αφάνειά μου.
(Αφιέρωμα στον κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη)
-τι ψάχνεις;
-τον κόσμο
-αν η ψυχή δεν έχει ταπείνωση δεν βλέπει τιποτα
Τὴν τελευταία νύχτα ξύπνησε ἀπὸ ἕνα φῶς.
Ἐξω ἀπὸ το σπιτι ο πατέρας ηταν καθισμένος πανω σε μια πετρα
Ολα ἦταν ἀκίνητα. Ἔνιωσε παραξενα, ἀλλὰ καὶ ἡρεμια.
Δεν τον ενοχλησε.Μπηκε μέσα και κοιμήθηκε.
Ὅταν ξημέρωσε, ὁ πατερας δὲν ἦταν πιά ἐκεῖ. Μόνο ἡ πέτρα έστεκε στη
θέση της.Στη θεση του σκέφτηκε.
Θυμήθηκε τα λόγια του:
Μὴν ψάχνεις νὰ δεις τὸ θαῦμα,ούτε να το καταλάβεις.
Γιατι θα τρομάξεις.
Νοέμβρη βράδυ είχε βγει με τη βάρκα να ψαρέψει.Τον επιούσιον.Οι άλλοι
τον είχαν αποθαρρύνει.
Μην πας,θα σε πνίξει η θάλασσα.
Δεν τους άκουσε και τόλμησε να αψηφήσει τα φυσικά στοιχεία.
Ανοίχτηκε στον ποντο.Κυκλωσε τα δίχτυα.
Ο καιρός χειροτερεψε.Νυχτωνε γρήγορα.
Σε λίγο το σκοτάδι ήταν πυκνό.Η θάλασσα σαν κάποιο τεράστιο θαλασσινό
κητος μουγκριζε.
"Κύριε, σώσον τούς εν θαλάσση" προσευχήθηκε.
Και τότε είδε καθαρά κάτω στο βυθό τής θάλασσας τη μορφή ενός ανθρωπου,
που ήταν φωτεινός και περπατούσε.
Εγώ είμαι,σκέφτηκε,πνιγμένος,η' η ψυχή καποιου από τους παλιούς ναυαγους.
Μην φοβάσαι,άκουσε τη φωνή του ανθρώπου να την φέρνει πάνω το αρμυρο
νερό,η θάλασσα είναι δοκιμασία,όχι τιμωρία.
Είπαν πως τον πήρε η θάλασσα.
Η αλήθεια είναι,πως με εκείνον τον άνθρωπο παρέα ψαρεύει γαλήνιος.
Αναχώρησε σε ερημικό τοπο.Απροσπελαστο τών ανθρώπων.Εκει ζητουσε
το άρρητο.
Σε σχισμη βραχου σπήλαιο κατοικουσε.Με ακρίδες χόρτων δειπνούσε.
Και εμφανίσθηκε ο πειρασμός.Σε σαρκικές μορφές πλάνης.Γυμνη γυναίκα.
Σε υλικές.Πλουτισμου.Σε ισχύ.Εξουσιας.
Και εκείνος άντεξε,κράζοντας:
Κυριε λύτρωσόν με ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου, ὅτι ἐγὼ εἰμὶ ὁ πειρασμός μου.
Ὅστις ἑαυτόν ταπεινώσει, ἐσοὶ πλησιάζει.
Κανείς δεν ήξερε από που ήρθε εκείνος ο άνθρωπος στο νησί.
Κι όταν τον ρωτούσαν δεν απαντούσε.
Είπαν πως 'τα μυαλά του ψηλωσαν',τρελός ο δύστυχος.
Άλλος είπε πως κακουργεψε στα μέρη του και έφυγε μακριά να μην τιμωρηθεί.
Άλλος πως σε πόλεμο έχασε οικογένεια,γυναίκα και παιδιά,και βιός
Όμως κανένας δεν άγγιξε την αλήθεια τού ανθρώπου.Γιατι η αλήθεια είναι
αφατη και ξεφεύγει την περιέργεια τών ανθρώπων.
Όταν μιλούσε εκείνος ο αγιος άνθρωπος τούς φαίνονταν πως οι λέξεις του έβγαιναν μέσα απ' τη γη και ανέβαιναν στον ουρανό.Ως στρουθια.
Έλεγαν πως αγγίζει τον αόρατο κόσμο.
Και μια μέρα,ώρα μεσημέρι,κραυγή και θρήνος ακούστηκε.
Η φωνή μιας μάνας.
Πήγαν και τον βρήκαν.Το παιδι ψυχομαχει,τού είπαν,τρέξε.
Μπήκε στο σπίτι και είδε το παιδί ξαπλωμένο στο κρεβάτι,ακίνητο.
Η μάνα έσκιζε τα μάγουλα με τα νύχια της.
Έσκυψε και έπιασε το χέρι τού παιδιού.Παγωμενο και άψυχο.
Στάθηκε εκεί ώρα αμίλητος.
Και όταν τελείωσε το παιδί άνοιξε τα μάτια και ζήτησε νερό.
Σωθηκε,φώναξαν,.Θαύμα.
Και εκείνος μονάχα ψιθύρισε:
Δόξα σοι, Κύριε, που και τών ταπεινών τα χειλη ακούς.
Στην αρχη αυτόν τον ξενομεριτη άντρα τον φοβόντουσαν.Ηταν επιφυλακτικοί
να τον δεχτούν.
Σιγά σιγά λόγω τής ανθρώπινης φιλευσπλαχνιας τον συμπονεσαν.
Ένας από αυτούς πάνω στο πρόσκαιρο χώμα ήταν.Κατα εικόνα και ομοιωση.
Κάποια μέρα τον είδαν να προσεύχεται μπροστά σε μια πετρα.
-Τινος το είδωλο είναι αυτό; τον ρώτησε ένας.
-Ολων τών διψωντων και πεινωντων,απάντησε εκείνος.
Και παίρνοντας χώμα στη χούφτα το έφερε στα χείλη του και το ετρωγε.
-Ό,τι είναι καθαρό,τούς είπε,να το δίνετε· ό,τι είναι βρώμικο, να το αφηνεται.
Εκείνο το καλοκαίρι ήταν καυτό.Λιβας άναβε και έκαιγε τη γη καμίνι.
Το νερό είχε στερέψει.Ανθρωποι ζώα φυτα υποφεραν.
Και οι άνθρωποι περίμεναν με αγωνία τα Έσχατα των Αιώνων.
Εκείνος τότε ξάπλωσε στο ξεραμένο χώμα και σταύρωσε τα χέρια του.
Μόνο τα μάτια είχε ανοιχτά, στραμμένα στον ουρανό.
-Κυριε,ψιθύρισε,μην στερήσεις το νερό απο τα πλάσματα σου.
Και τότε μια σταγόνα έπεσε στο μέτωπό του.Ύστερα άλλη, και άλλη,ώσπου ο ουρανός άνοιξε τα νερά του.
Εκείνος ακριβώς εκεινη την ώρα αναλήφθηκε στην άλλη ζωή.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ το όνομά του. Στο Συναξάρι του τόπου, τον μνημονεύουν ως τον 'Αγιο τής Βροχης'.
-Η ψυχή ,που πάει όταν ο άνθρωπος φεύγει;
-Οπου φυσά ο άνεμος.
-Και που φυσά ο άνεμος;
-Παντοτε προς το φως.
.
.
.
.jpeg)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου