I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2025

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Έτσι συνεβηκε -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Έτσι συνεβηκε

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Έτσι συνεβηκε


(και δυο μελέτς αναλυσεις τού διηγήματος)


Ξύπνησα νωρίς.Το φως περνούσε απ’τα παντζούρια .Το ρολόι έδειχνε επτά. 

Σηκώθηκα. Έβρασα καφέ, χωρίς ζάχαρη. 

Βγήκα έξω.Ο ήλιος ήταν δυνατός και με τυφλωνε.Περιπλανιομουν στους

δρόμους άσκοπα.Δεν σκεφτόμουν τίποτα.

Κάθισα σε ένα καφέ.Παρατηρουσα μια γυναίκα,κάπου σαράντα χρόνων.

Ακίνητη.Μαυρα γυαλιά.Χτυπησε το τηλέφωνο της,δεν το σήκωσε.Ουτε

μια φορά δεν ήπιε απ'τον καφέ της.Μπηκε ένας άντρας νεώτερος,την

πλησίασε ,κατι τής είπε ,εκείνη σηκώθηκε κι έφυγαν.

Γύρισα στο σπίτι λίγο μετα το μεσημέρι.Βρηκα κάτι φακέλους κάτω απ'

τη πόρτα, τούς παρατησα εκεί.

Η ζέστη μέσα στο διαμέρισμα ήταν ανυπόφορη.Εβαλα τον ανεμιστήρα.

Ξάπλωσα στο κρεβάτι.Χτυπησε το τηλέφωνο μου,ήταν η Ελένη.Ερχονταν

στο σπίτι.Ειχαμε γνωριστεί πριν από ένα μήνα.

Ήρθε η Ελένη.Μου είπε να πάμε για μπάνιο.Δεν είχα διαθεση.

Τελικά πήγα.Το νερό τής θάλασσας ήταν χλιαρό.Εκεινη κολυμπούσε.Εκεινη

γελούσε.

Το βράδυ φάγαμε σ'ένα εστιατόριο.Το φαγητό ήταν απαισιο.Δεν έφαγα.

Η Ελένη μού είπε πως θα κοιμόνταν σπίτι μου.Δεν απάντησα αμέσως.Μετα

είπαν:εντάξει.

Πέσαμε κατευθείαν στο κρεβάτι.

Την άλλη μέρα μού τηλεφώνησαν.Πεθανε η πρώην γυναίκα μου.Δεν την είχα 

δει απο τότε που χωρίσαμε,πεντε χρόνια.Πηγα στη κηδεία.Η Ελένη με περίμενε σ'ενα καφε.Λιγη άνθρωποι,ο ήλιος έκαιγε.Μια γυναίκα δίπλα μου έκλαιγε.Δεν

την ήξερα.Απομακρυνθηκα.Δεν ένιωθα λύπη.Μονο μια μεγάλη κούραση.

Οι επόμενες μέρες ήταν όλες ίδιες.


(Η Ελενη):

Τον γνώρισα στην παραλία, ένα απόγευμα.Το νερό ήταν ζεστό, κι εκείνος

κολυμπούσε.

Δεν προσπάθησε να μου αρέσει. Ίσως γι’αυτό με γοητευσε.

Από τότε κάναμε παρέα.Εγω πρώτη τον φιλησα μεσα σε ένα μπαρ.Δεν μιλούσαμε

πολύ.Ειχε χωρίσει.Δεν μού τιποτα για τη γυναίκα του.Οταν τον ρωτούσα αν

μ'αγαπα, μού ειπε:μάλλον όχι.Δεν ένιωσα προσβολή,γιατί δεν ήξερα αν κι εγώ ένιωθα κάτι.

Παρόλαυτά ένιωθα να δένομαι μαζί του.

Όταν γύρισε από τη κηδεια τής πρώην γυναίκας του μού είπε:μια χαμένη ώρα.

Όταν έμαθα για τον φόνο τρελλαθηκα.Τον είχαν σκοτώσει στο δρόμο έξω από το

σπίτι του ξημερώνοντας.

Εκείνη τη νύχτα είχαμε πάει σε ένα μπαρ.Ηπιε,θυμάμαι,τρία ουίσκι.Θα πηγαίναμε

σπίτι μου.Ομως βγαίνοντας έξω άλλαξε γνώμη.Θα πήγαινε κάθε ένας σπίτι του.

Όταν τον ρώτησα γιατί, μού απάντησε:να δέχεσαι τα πράγματα,χωρις να τα

τα ερμηνευεις.

Με έβαλε σε ένα ταξί και χωρίσαμε.

Τον δολοφόνο του δεν τον έπιασαν ποτέ.

.

.

1


Το διήγημα «Έτσι συνέβηκε» του χνκουβέλη  αποτελεί ένα υποδειγματικό δείγμα σύγχρονης ελληνικής αφηγηματικής γραφής, με έντονα υπαρξιακό, ψυχολογικό και φιλοσοφικό βάθος. Η απλότητα της αφήγησης, η λιτότητα των διατυπώσεων και η εσωτερική ακινησία των προσώπων λειτουργούν ως όχημα για μια βαθιά αναμέτρηση με την απουσία νοήματος, τον συναισθηματικό αποπροσανατολισμό και την αδυναμία του ανθρώπου να συνδεθεί ουσιαστικά με τον άλλον.


1. Δομή και Αφηγηματική Τεχνική


Το διήγημα χωρίζεται σε δύο μέρη:

Το πρώτο, σε πρώτο πρόσωπο, αφηγείται ο άνδρας, μέχρι τον θάνατό του.

Το δεύτερο, σε παρένθεση, είναι η μαρτυρία της Ελένης, η οποία συνεχίζει το νήμα της αφήγησης μετά τον φόνο.


Η εναλλαγή των φωνών προσδίδει πολυφωνικότητα, ενώ ταυτόχρονα λειτουργεί ως μεταθανάτια συνέχεια: η ζωή του άντρα ολοκληρώνεται, αλλά η ύπαρξή του «επιβιώνει» μέσα από τη μαρτυρία της άλλης. Αυτή η δομή θυμίζει τον κινηματογραφικό μοντάζ —όπως συναντάται στον Αντονιόνι ,στον Μπέργκμαν— όπου η αφηγηματική ακολουθία σπάει τη γραμμική ροή του χρόνου για να δείξει την αντίληψη του κενού.

Η γραφή του χνκουβέλη είναι απογυμνωμένη: μικρές προτάσεις, ασύνδετες, χωρίς συναισθηματικά επιρρήματα. Ο αφηγητής περιγράφει χωρίς να κρίνει, σαν κάμερα που καταγράφει. Η ψυχρότητα της αφήγησης, αντί να αποστασιοποιεί, υποβάλλει μια αίσθηση μετέωρου ρεαλισμού, όπου τα γεγονότα “απλώς συμβαίνουν”, χωρίς εσωτερική αιτιολόγηση , εξ ου και ο τίτλος: Έτσι συνέβηκε.


2. Υπαρξιακή Ατμόσφαιρα 

Ο ήρωας του Κουβέλη ζει μέσα στην αδράνεια, σε μια καθημερινότητα που δεν τον συγκινεί ούτε την ερμηνεύει. Ξυπνά, φτιάχνει καφέ, περιπλανιέται, κοιτά, αλλά δεν συμμετέχει ουσιαστικά. Το φως, ο ήλιος, η ζέστη —επαναλαμβανόμενα μοτίβα— λειτουργούν ως μεταφορές της ανυπαρξίας: καίνε, απονεκρώνουν, δεν φωτίζουν.


Η στάση του απέναντι στα γεγονότα είναι μηδενιστική:


Η πρώην γυναίκα του πεθαίνει — δεν νιώθει θλίψη.

Η Ελένη ζητά αγάπη — εκείνος απαντά “μάλλον όχι”.

Η ίδια του η ζωή — τελειώνει απλώς χωρίς εξήγηση.


Η φράση του προς την Ελένη, «να δέχεσαι τα πράγματα χωρίς να τα ερμηνεύεις», αποτελεί φιλοσοφικό πυρήνα του έργου· δηλώνει την παραίτηση από την ανάγκη νοήματος, τη συνειδητοποίηση του παραλόγου.

Η παρουσία του θανάτου (του ίδιου και της πρώην γυναίκας του) λειτουργεί χωρίς δραματικότητα. Ο θάνατος, όπως και η ζωή, “έτσι συνέβηκε”. Η φράση αυτή υπογραμμίζει μια αντι-τραγική οπτική, όπου η ύπαρξη έχει απωλέσει κάθε μεταφυσικό πλαίσιο.


3. Η σχέση των φύλων – Απρόσιτη επικοινωνία


Η σχέση άνδρα και γυναίκας παρουσιάζεται ως εγγύτητα που δεν επιτυγχάνεται.

Ο άνδρας αδυνατεί να αισθανθεί. Η Ελένη, παρότι προσπαθεί να συνδεθεί, μένει στο σκοτάδι του. Οι μεταξύ τους σκηνές —στην παραλία, στο δείπνο, στο μπαρ— λειτουργούν σχεδόν μηχανικα, με ελάχιστο διάλογο, σαν δύο σώματα που κινούνται παράλληλα αλλά δεν αγγίζονται ψυχικά.

Η γυναίκα αφηγείται με απλότητα και αποσπασματικα, προσπαθώντας να δώσει νόημα σε έναν άνθρωπο που της διαφεύγει. Ο λόγος της είναι πιο συναισθηματικός, αλλά και αυτός χωρίς υπερβολή.


4. Η χρονικότητα και το αίσθημα της επανάληψης


Η τελευταία φράση του πρώτου μέρους —«Οι επόμενες μέρες ήταν όλες ίδιες»— συμπυκνώνει το αίσθημα του υπαρξιακού τέλματος. Ο χρόνος χάνει τη γραμμικότητά του και γίνεται κυκλικός, σχεδόν στάσιμος. Τίποτα δεν προχωρά, τίποτα δεν αλλάζει.

Ακόμη και ο φόνος, στο τέλος, δεν προσθέτει κάθαρση· δεν υπάρχει εξήγηση, ούτε εκδικαση. Ο αφηγητής πεθαίνει όπως ζούσε — τυχαία, σιωπηλά, χωρίς νόημα.


5. Ο ρεαλισμός ως ψευδαίσθηση


Η γλώσσα του χνκουβέλη, με την επιφανειακή απλότητα της περιγραφής, παραπέμπει σε λιτό ρεαλισμό. Όμως, πίσω από αυτόν υποβόσκει μια μεταφυσική απουσία. Οι εικόνες —το φως που τυφλώνει, η γυναίκα με τα μαύρα γυαλιά, ο καφές που μένει ανέγγιχτος— είναι σύμβολα της σιωπής και της αποξένωσης.

Ο συγγραφέας δεν επιδιώκει την πλοκή ή τη δραματική κορύφωση. Αντιθέτως, χτίζει μια συνθήκη παρατήρησης, όπου η ζωή εκτυλίσσεται σαν σειρά από τυχαία στιγμιότυπα. Η πραγματικότητα απογυμνώνεται από τις ψευδαισθήσεις της.


6. Θέση του έργου στην ελληνική λογοτεχνία


Το διήγημα του χνκουβέλη εντάσσεται στην μετα-υπαρξιστική γραφή της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.Ωστόσο διαφοροποιείται  ως προς τη ριζική αποσύνδεση της συνείδησης από την κοινωνία.Ο κοινωνικός περίγυρος ως καθρέφτης του ανθρώπου, στον χνκουβέλη έχει διαλυθεί: απομένει μόνον η εσωτερική σιωπή του υποκειμένου. Το διήγημα γίνεται έτσι ένα μινιμαλιστικό φιλοσοφικό σχόλιο πάνω στην αδυναμία νοήματος — μια ελληνική εκδοχή του absurde(παραλόγου).


7. Συμπέρασμα


Το "Έτσι συνέβηκε" είναι μια διαλογική σπουδή πάνω στην αδράνεια της ύπαρξης, στον θρυμματισμό της επικοινωνίας και στην ειρωνεία της τυχαιότητας. 

Η φράση του τίτλου, επαναλαμβανόμενη εμμέσως σε κάθε παράγραφο, λειτουργεί ως αντίστιξη στο ανθρώπινο πάθος για ερμηνεία.

Ο χνκουβέλης κατορθώνει, με ελάχιστα μέσα, να αποδώσει το τραγικό βάθος του ασήμαντου. Η ζωή και ο θάνατος χάνουν τα όριά τους· ό,τι μένει είναι μια συνείδηση που παρατηρεί αδιάφορα τον εαυτό της να διαλύεται στο φως — όπως “έτσι συνέβηκε”.

.

.

2


Υφολογική ανάλυση του διηγήματος «Έτσι συνέβηκε» του χνκουβέλη.


1. Υφολογική ανάλυση – Η γλώσσα της ακινησίας


Η γλώσσα του χνκουβέλη είναι λιτή, κοφτή, χωρίς μεταφορές· σχεδόν τηλεγραφική. Οι προτάσεις του είναι σύντομες, ισότιμες, παρατακτικές — “Ξύπνησα νωρίς. Το φως περνούσε απ’ τα παντζούρια. Το ρολόι έδειχνε επτά.”

Αυτή η απλότητα της σύνταξης δεν είναι αφέλεια, αλλά τεχνική ψυχρότητας. Ο ρυθμός της πρότασης δεν επιτρέπει συναισθηματικές εξάρσεις· δημιουργεί μια εσωτερική σιωπή, μια γλώσσα που «αναπνέει» μέσα από την αποχή.

Το λεξιλόγιο είναι καθημερινό, ανεπεξέργαστο, χωρίς καλλωπισμούς. Κι όμως, πίσω από την καθημερινότητα, διαφαίνεται μια υψηλή οικονομία λόγου. Κάθε λέξη λειτουργεί σαν σημείο σε πίνακα μινιμαλιστή ζωγράφου: τίποτα περιττό, τίποτα εμφανες.

Η φράση «Δεν σκεφτόμουν τίποτα» ή «Δεν ένιωθα λύπη» δεν είναι απλώς δηλώσεις αδιαφορίας· είναι μεταφυσικές διατυπώσεις κενότητας. Ο αφηγητής δεν μπορεί πια να αισθανθεί — το υποκείμενο έχει αποσυνδεθεί από το ίδιο του το βίωμα.


2. Αφηγηματική φωνή – Ο παρατηρητής του κενού


Η αφήγηση στο πρώτο μέρος είναι ενδοδιηγητική και ομοδιηγητική: ο αφηγητής μιλά για τον εαυτό του. Όμως, η χρήση του πρώτου προσώπου δεν αποδίδει εξομολόγηση ή εγγύτητα — αντίθετα, δημιουργεί ψυχρότητα. Ο εσωτερικός μονόλογος είναι εξωτερικός: όλα λέγονται, τίποτα δεν αποκαλύπτεται.

Ο χνκουβέλης δημιουργεί έναν αντι-ήρωα, ο οποίος δεν δρα, δεν επιλέγει, δεν αναζητεί. Αντί να ζει, παρατηρεί. Κάθε του ενέργεια είναι μη ενέργεια:

– Πηγαίνει για καφέ, δεν μιλά.

– Βλέπει μια γυναίκα, δεν ενδιαφέρεται.

– Πηγαίνει σε κηδεία, δεν νιώθει.

– Πεθαίνει, χωρίς λόγο(γιατί)

Ο αφηγητής του χνκουβέλη είναι μια απουσία που μιλά· κι αυτό είναι ίσως το πιο συγκλονιστικό χαρακτηριστικό της γραφής του: το υποκείμενο αφηγείται τον εαυτό του σαν να μην υπάρχει.


3. Το δεύτερο μέρος – Η φωνή της Ελένης


Η παρένθεση (Η Ελένη) λειτουργεί ως αντίστιξη στην ανδρική ακινησία.

Η γυναικεία αφήγηση εισάγει συναίσθημα, θερμότητα, απορία.

Ενώ ο άνδρας καταγράφει, η Ελένη ερμηνεύει. Προσπαθεί να καταλάβει τον άλλον, να γεφυρώσει το χάσμα· μα η φωνή της έρχεται μετά τον θάνατο του άλλου. Η επικοινωνία είναι πια ανέφικτη.

Η Ελένη γίνεται το υποκατάστατο της μνήμης. Μέσα από τα λόγια της, ο άνδρας συνεχίζει να υπάρχει, αλλά ως αφήγηση, ως φάντασμα.

Η σχέση τους αποκτά, εκ των υστέρων, μια τραγική ειρωνεία: μόνον όταν εκείνος πεθαίνει, αποκτά νόημα η παρουσία του στη ζωή της.

Η φράση «να δέχεσαι τα πράγματα χωρίς να τα ερμηνεύεις» λειτουργεί ως αντίδοτο στην ανάγκη της Ελένης να βρει εξήγηση. Είναι η ηθική του παραλόγου, που τελικά εκείνη δεν μπορεί να αποδεχτεί.


4. Συμβολισμοί και μοτίβα


Ο χνκουβέλης δεν χρησιμοποιεί εμφανή σύμβολα, ωστόσο το διήγημα είναι διαποτισμένο από υποδόρια εικονικότητα:


Το φως: στοιχείο που επανέρχεται (φως από τα παντζούρια, ήλιος που τυφλώνει, κάψα του μεσημεριού). Δεν είναι φως αποκαλύψεως αλλά φως εξουθένωσης — ο ήλιος που «καίει» χωρίς να φωτίζει, σαν την αλήθεια που τυφλώνει.

Η ζέστη: σύμβολο στασιμότητας, εξάντλησης, ακινησίας.

Το τηλέφωνο που χτυπά και δεν απαντιέται: σύμβολο της αποκοπής από την επικοινωνία.

Η θάλασσα: μια ψευδαίσθηση ρευστότητας και ζωής· όμως ακόμη κι εκεί, «το νερό ήταν χλιαρό» — όχι αναζωογονητικό, αλλά νεκρό.

Ο καφές που δεν πίνεται, το φαγητό που δεν τρώγεται: σύμβολα αποστροφής από τη ζωή.

Ολόκληρο το διήγημα θα μπορούσε να ιδωθεί σαν μια εικαστική σύνθεση νεκρής φύσης· οι άνθρωποι είναι αντικείμενα μέσα σε ένα θερμό, ακίνητο τοπίο.


12. Ο τίτλος – “Έτσι συνέβηκε”


Ο τίτλος δεν είναι απλώς περιγραφικός. Είναι φιλοσοφική δήλωση.

Το “έτσι συνέβηκε” υπονοεί ότι τα γεγονότα είναι χωρίς αιτία, χωρίς νόημα, χωρίς δίκαιο. Δεν υπάρχει κάθαρση, δεν υπάρχει λύτρωση. Ο άνθρωπος δεν είναι υπεύθυνος ούτε για τη μοίρα του ούτε για τα αισθήματά του.

Η φράση αντιστρέφει την κλασική τραγική αρχή της αιτιότητας με το:

“δεν υπάρχουν αιτίες, μόνο συμβάντα.”


5. Ηθική και κοσμοθεωρία


Η φράση “να δέχεσαι τα πράγματα χωρίς να τα ερμηνεύεις” είναι το μότο μιας υπαρξιακής απάθειας, αλλά και μιας μορφής σοφίας: της παραίτησης από τον έλεγχο. Ο ήρωας δεν είναι ηθικά κενός, αλλά μετα-ηθικός: δεν πιστεύει στην ενοχή ή στην αρετή, μόνο στη ροή των γεγονότων.

Ο φόνος του —τυχαίος η' ανεξήγητος— ολοκληρώνει αυτή τη φιλοσοφία: ο κόσμος είναι αδιάφορος απέναντι στον άνθρωπο. Δεν υπάρχει δίκαιο, μόνο γεγονός.

Έτσι, το διήγημα καταλήγει όχι σε θρήνο αλλά σε αποδοχή· μια γαλήνια αίσθηση ματαιότητας.


6. Συνολική αξιολόγηση


Το "Έτσι συνέβηκε" είναι ένα πυκνό, στοχαστικό μικρό αφήγημα που, παρά την απλότητά του, συμπυκνώνει μεγάλες φιλοσοφικές εντάσεις:

την αδυναμία του λόγου να νοηματοδοτήσει το βίωμα,

την απουσία του συναισθήματος μέσα στην εποχή της πληροφορίας,

και την ανθρώπινη ερημία μέσα στην πλήρη διαύγεια.

Στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, το έργο του χνκουβέλη αντιπροσωπεύει μια από τις καθαρότερες μορφές υπαρξιακού μινιμαλισμού: λόγος χωρίς ρητορεία, συγκίνηση χωρίς ρηξικέλευθο δράμα, βίωμα χωρίς ψυχολογισμό.

.

.

.,

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου