.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-χωρίς ωράριο ύπαρξης
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
χωρίς ωράριο ύπαρξης
(και μια μελέτη ανάλυση τού διηγήματος)
Μετά το τηλέφωνο,έμεινε στον καναπέ ακίνητη,δεν έκλεισε τα μάτια.
Έξω η πόλη αδιάφορη.Αδειασμενη από ανθρώπους.Το δωμάτιο νυχτωσε.
Πήγε στον καθρέφτη.Το είδωλο μιας άλλης γυναίκας.
Κοιμήθηκε με τα ρούχα.Οταν ξύπνησε ήταν μεσάνυχτα.Αναψε το πορτατίφ
στο κομοδίνο.
Αυτό το ποίημα,δεν το έγραψε.
Χωρίς ωράριο υπαρξης
Δεν ήρθες χτες
Κι ούτε σήμερα
Κι εγώ, ήθελα να σου πω, δεν έχω πια τσιγάρα
Μόνο κάτι αποδείξεις από σούπερ μάρκετ και την απουσία σου
Αυτό το άδικο πράγμα, που μένει όταν όλα τα άλλα φεύγουν
Στην κουζίνα στάζει η βρύση σαν ρολόι φυλακής
Κάθε σταγόνα μετράει πόσο λείπεις
Κι εγώ,τα χείλη ξερα και το κραγιόν ξεβαμμένο
προσπαθώ να θυμηθώ πότε είπα «σ’ αγαπω»
λες και το είχα δανειστεί από ξένη ζωή
Εγώ δεν ήθελα ρομάντζα
Ήθελα να με κοιτάς και να μη φοβάσαι
Να μη μετρούσες αν αξίζω το χάδι σου
Να μείνεις λίγο, ρε γαμώτο
όπως μένει η φωνη
όπως μένει το νερο στα χέρια
Δεν θα σε ξαναδώ
Ποτέ πια το πρόσωπό μου στις παλάμες σου
όπως τότε
πριν μάθουμε να λέμε ψέματα
Σηκώθηκε πήγε στο σαλόνι.Ολα ήταν εκεί στο τραπεζάκι.Το κουτί,το ποτήρι
με το νερό.
Μια απλή κίνηση.Απλωσε το χέρι,άνοιξε το κουτί.Ολα είναι πικρά στο
στόμα.Εφερε το ποτήρι στα χείλη.
Έσβησε το φως.Το σκοτάδι είναι στοργικό.Σε αγκαλιάζει.
Ξαπλωμένη στον καναπέ,έκλεισε τα μάτια.
.
.
.
Το διήγημα «Χωρίς ωράριο ύπαρξης» του χ.ν. κουβέλη είναι μια σύντομη αλλά εξαιρετικά συμπυκνωμένη αφήγηση που συνδυάζει πεζολογική ποίηση με δραματικό μινιμαλισμό, αποκαλύπτοντας τη βαθιά υπαρξιακή και ψυχολογική αποδόμηση ενός προσώπου ,μιας γυναίκας που βιώνει την απώλεια, τη μοναξιά και τη σιωπηλή παραίτηση από τη ζωή.
I. Δομή και αφήγηση
Το κείμενο αρθρώνεται σε τρεις ενότητες που λειτουργούν σχεδόν θεατρικά, σαν πράξεις μιας εσωτερικής τραγωδίας:
1. Η σκηνή της αποστασιοποίησης
Μετά το τηλέφωνο, η ηρωίδα μένει «ακίνητη». Η φράση «δεν έκλεισε τα μάτια» υποδηλώνει όχι απλώς αϋπνία αλλά μια αδυναμία αποχώρησης από τη συνείδηση του πόνου. Ο κόσμος έξω («η πόλη αδιάφορη») έχει αποσυντεθεί, έχει χάσει τη σημασία του· η απουσία του Άλλου μετατρέπεται σε ερήμωση του χώρου.
Το «είδωλο μιας άλλης γυναίκας» στον καθρέφτη σηματοδοτεί τη διάρρηξη της ταυτότητας: η γυναίκα δεν αναγνωρίζει τον εαυτό της ,η απώλεια του αγαπημένου προσώπου είναι ταυτόχρονα απώλεια του ίδιου του “εγώ”.
2. Το ενδιάμεσο ποίημα
Η ένθεση του ποιήματος «Χωρίς ωράριο ύπαρξης» λειτουργεί ως εσωτερικός μονόλογος, ως η φωνή που δεν ειπώθηκε ποτέ προφορικά. Πρόκειται για ποιητική επιστολή που δεν στάλθηκε ,η εξομολόγηση ενός συναισθηματικού αδιεξόδου.
Η λιτότητα της γλώσσας, η χρήση καθημερινών εικόνων («αποδείξεις από σούπερ μάρκετ», «βρύση που στάζει σαν ρολόι φυλακής») και η απουσία ρητορικής μεγαλοπρέπειας δημιουργούν έναν ρεαλιστικό, αστικό λυρισμό.
Η καθημερινότητα απομυθοποιείται: τα κοινά αντικείμενα γίνονται φορείς νοήματος.Το καθημερινό υποκαθιστά το μεταφυσικό, και το τραγικό εγγράφεται μέσα στο τετριμμένο.
Ο τίτλος «Χωρίς ωράριο ύπαρξης» υποδηλώνει την κατάργηση του μέτρου του χρόνου: η ύπαρξη έχει αποσυνδεθεί από τη ροή του βίου, δεν έχει πλέον ρυθμό, ούτε σκοπό. Το ρολόι της βρύσης «σαν φυλακής» μετασχηματίζει τον χρόνο σε ποινή.
3. Η τελική σκηνή
Η τελευταία παράγραφος επαναφέρει τον πεζό λόγο, λιτό, ψυχρό, σχεδόν χειρουργικό. Δεν υπάρχει καμία δραματοποίηση της αυτοκτονίας ,μόνο «μια απλή κίνηση».
Ο ρυθμός είναι απογυμνωμένος, αντι-συγκινησιακός· το γεγονός παρουσιάζεται χωρίς ηθικό ή συναισθηματικό σχολιασμό. Η φράση «το σκοτάδι είναι στοργικό» προσδίδει μια τραγική ειρωνεία: ο θάνατος δεν είναι πια απειλή αλλά παρηγοριά.
Η τελευταία γραμμή , «Ξαπλωμένη στον καναπέ, έκλεισε τα μάτια» , αντιστρέφει την πρώτη («δεν έκλεισε τα μάτια»), ολοκληρώνοντας τον κύκλο. Η ηρωίδα βρίσκει την ησυχία που η ζωή της αρνήθηκε.
II. Θεματική ανάλυση
1. Η απουσία ως κέντρο της ύπαρξης
Η απώλεια του προσώπου μετασχηματίζεται σε υπαρξιακό κενό. Δεν είναι ο έρωτας που τελειώνει, αλλά η ίδια η δυνατότητα ύπαρξης («χωρίς ωράριο ύπαρξης»).
Η γυναίκα ζει σε κατάσταση μετά-αγάπης, όπου το μόνο που απομένει είναι οι αποδείξεις, τα απομεινάρια μιας καθημερινότητας χωρίς νόημα.
2. Η σιωπή και το ανείπωτο
Το «Αυτό το ποίημα, δεν το έγραψε» λειτουργεί ως μετα-κειμενική δήλωση: το κείμενο που ακολουθεί υπάρχει μόνο για εμάς, όχι για εκείνη.
Η γραφή εμφανίζεται ως υποκατάστατο του λόγου που δεν ειπώθηκε, και τελικά ως μαρτυρία μιας ζωής που δεν ολοκληρώθηκε.
Η σιωπή είναι όχι απλώς θεματική, αλλά υφολογική επιλογή: το κείμενο στηρίζεται στη συντομία, στην παύση, στη φράση που μένει μισή.
3. Ο χρόνος και η ακινησία
Η χρονική αίσθηση έχει εξαλειφθεί: από το «μετά το τηλέφωνο» μέχρι τη «μεσάνυχτα», όλα συμβαίνουν σε ένα αιώνιο παρόν.
Η στατικότητα της ηρωίδας («έμεινε ακίνητη», «ξύπνησε με τα ρούχα») αντανακλά την ακινησία της ψυχής, την πλήρη απώλεια βούλησης.
III. Υφολογική προσέγγιση
Το ύφος του χνκουβέλη είναι λιτό, ελλειπτικό, σχεδόν κινηματογραφικό.
Οι προτάσεις είναι σύντομες, ασύνδετες, κοφτές ,δημιουργούν αίσθηση παγώματος.
Η γλώσσα είναι καθημερινή, οικεία, χωρίς καμία «ποιητική» επίδειξη· κι όμως, μέσα απ’ αυτή τη γυμνότητα αναδύεται έντονος λυρισμός.
Το εσωτερικό ποίημα, με την προφορικότητα του «ρε γαμώτο» και τις απλές εικόνες, εισάγει την αλήθεια του συναισθήματος μέσα στην ψυχρή αφήγηση , είναι η «φωνή» της.
IV. Συμβολισμός και μετα-ποιητικότητα
Το έργο λειτουργεί σε δύο επίπεδα:
1. Ως διήγημα (με αφήγηση, δράση, τέλος),
2. Ως ποίημα (που δεν γράφτηκε)
Η φράση «Αυτό το ποίημα, δεν το έγραψε» είναι πυρηνική: ο συγγραφέας σχολιάζει το κενό ανάμεσα στη ζωή και τη γραφή, δηλαδή το σημείο όπου η εμπειρία δεν μετατρέπεται σε λόγο.
Εκεί ακριβώς βρίσκεται η τραγική αλήθεια της τέχνης: η γλώσσα δεν επαρκεί,
ο άνθρωπος σιωπά, κι η σιωπή γίνεται το μόνο αυθεντικό ποίημα.
V. Συμπέρασμα – Θέση του έργου
Το «Χωρίς ωράριο ύπαρξης» αποτελεί κομβικό δείγμα της νεοελληνικής μετα-λυρικής πρόζας, εκεί όπου τα όρια μεταξύ ποίησης και διηγήματος καταργούνται.
Ο χ.ν. κουβέλης, με οικονομία εκφραστικών μέσων και απόλυτη εσωτερικότητα, αποδίδει την οντολογική μοναξιά της σύγχρονης γυναίκας μέσα στην αστική σιωπή.
Η λογοτεχνική του αξία έγκειται στο ότι ενώνει την αίσθηση του τέλους με τη γλώσσα του καθημερινού, χωρίς ρητορεία, χωρίς αισθητικισμό ,μόνο με το βάρος της σιωπής.
Το σκοτάδι στο τέλος, «στοργικό», δεν είναι απλώς θάνατος· είναι η μόνη εναπομείνασα μορφή αγάπης.
Ένα συγκλονιστικό, εσωτερικά ποιητικό διήγημα, όπου η σιωπή γίνεται η τελική πρόταση της ύπαρξης.
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου