.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-(Ανθρώπινα Εσωτερικά)
Ημερολόγιο μιας γυναικας
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
(Ανθρώπινα Εσωτερικά)
Ημερολόγιο μιας γυναικας
(και μια μελέτη ανάλυση του μονολογου)
και ξέρεις τι με τρελαίνει περισσότερο;
οτι υπάρχουν μέρες, λίγες, αλλά υπάρχουν,
που ξυπνάω και νομίζω πως όλα θα αλλάξουν,
πως θα σηκωθώ, θα πιω έναν καφέ,
θ'ανοίξω το παράθυρο
και θα μπει μέσα καθαρός αέρας,
όχι αυτός ο βαρύς, ο γεμάτος λύσσα και καυσαέριο,
εστω μια σταγόνα.
και μετά βγαίνω στο δρόμο
και βλέπω τα ίδια βουβα προσωπα,
τις ίδιες βρισιές στα μάτια τών ανθρώπων,
την ίδια αγένεια στα πεζοδρόμια,
το ίδιο “τράβα παραπέρα, μωρή, ενοχλείς”,
και τότε μού ’ρχεται να τα σπάσω όλα,
να ουρλιάξω
πως δεν αντέχω άλλο,
πως κουράστηκα να κάνω
να σφίγγω τα δόντια,να πνιγω την αηδία μου,
αλλά δεν το κάνω.
Καποτε γύρισα σπίτι τόσο κουρασμένη
που έπεσα στο πάτωμα,
δεν ειχα ούτε χέρια ούτε πόδια,μόνο μια σκέψη καρφωμένη στο μυαλό,στο σώμα μου:
«Δεν πάει άλλο»,
κι άρχισα:
να κρατάω σημειώσεις,γράφω επίτηδες άσχημα,
για να μην μπορεί κανείς να βγάλει νόημα,
γράφω βρισιές,
σκέψεις πεταμένες,
λέξεις που μόνο εγώ καταλαβαίνω:
«Μην ξεχάσεις να αναπνέεις»,
«Μην φοβηθείς»,
«Μη μικραίνεις άλλο»,
«Μη χαθείς»,
τέτοια,παιδικά,
κι όμως, όταν τα διαβάζω,νιώθω σαν να μου κρατανε το χέρι,
και κάπου εκεί,
σε μια απ'αυτές τις ηλίθιες σημειώσεις,
έγραψα:
«Αντεξα μέχρι εδώ,από δω και πέρα είναι εγω»,
και το κρατάω αυτό
σαν υπόσχεση.
Κάπου σ'εκείνη τη ρουτίνα τυχαία τον συνάντησα στο δρόμο,
«Τι κάνεις;» μου είπε,
εκείνο το αδιάφορο «τι κάνεις»
που το λένε μόνο όσοι δεν νοιάστηκαν ποτέ,
τον κοίταξα,
είχε γεράσει,
οχι ωραία,άσχημα,
με την ασχήμια εκείνη που σού προκαλεί η ζωή
όταν παριστάνεις πως όλα τα ελέγχεις ενώ δεν ελέγχεις ούτε την ανάσα σου,
«Καλά,» τού είπα
ηταν ψέμα ,
«Πέρασε να τα πούμε καμιά φορά,» είπε,
σαν να μιλούσε σε σκύλο,
σαν να με σφύριζε,
σαν να ήμουν κάτι δεδομένο,
δεν χάρηκα,τίποτα,
τον κοίταξα,
χωρίς φόβο,
χωρίς ανάγκη,
χωρίς αυτό το «μη φύγεις»
που έτρωγα παλιά σαν ψωμί μπαγιάτικο,
«Δεν έχω τίποτα να σου πω» τού απάντησα,
και ήταν η πιο καθαρή πρόταση που είχα πει εδώ και χρόνια,
ούτε νεύριασε
ούτε στεναχωρήθηκε
γύρισε και έφυγε.
Καλύτερα.
Ήταν από εκείνους που νόμιζαν πάντα
ότι θα με βρουν όπου με άφησαν,
αλλά εγώ,επιτέλους,
δεν ήμουν πια εκεί.
Το ίδιο βράδυ όταν γύρισα σπίτι μπήκα μέσα όπως μπαίνει κανείς σε παλιό, άδειο θέατρο,δεν άναψα φως,
μόνο τα παπούτσια μου άκουγα.
και την ανάσα μου.
Κάθισα στο πάτωμα,
αναψα ένα τσιγάρο,
και δε μ'ένοιαζε τίποτα,
ούτε η μυρωδιά
ούτε η στάχτη
ούτε ο χρόνος που χανόταν.
Στο τετράδιο σημείωσα:
«Δεν φοβάμαι πια να είμαι μόνη.
Φοβάμαι μόνο να ξαναγίνω εκείνη που ήμουν».
Και τότε ενιωσα μια ησυχία,
πρώτη φορά μετά από χρόνια,εκεί μέσα,
σε αυτό το γυμνό άδειο δωματιο.
Ένα τίποτα,
κι αυτό μού ήταν αρκετό.
.
.
.
Μελέτη του μονολόγου του χνκουβέλη:' Ημερολόγιο μιας γυναίκας'.
I. Εισαγωγή: Ο τόνος ενός ημερολογίου
Ο μονόλογος του χνκουβέλη συγκροτείται ως μια εξομολόγηση-ρωγμή: μια γυναικεία φωνή, απροστάτευτη, ωμή, χωρίς σκηνικά φίλτρα, αφήνει να φανεί η καθημερινή εξάντληση μιας ψυχής που παλεύει ανάμεσα στη συνήθεια της ήττας και στην απαρχή μιας αργής, δύσκολης αυτοσυνειδησίας.
Το «ημερολόγιο» δεν είναι χρονολογικό ούτε τακτικό· είναι θραυσματικό, σαν σημειώσεις γραμμένες πάνω σε μια κρίση.
Ο λόγος μετακινείται από την παρατήρηση στην οργή, από την οργή στη μνήμη, από τη μνήμη στην απόφαση.
Η φωνή της γυναίκας σχηματίζει έναν μονόλογο εξομολογητικής ρεαλιστικής ποίησης, αστική απελπισίας,αλλα δεν υπάρχει καταγγελία προς το έξω, αλλά μια κίνηση προς τα μέσα.
II. Δομή – Σύνθεση του μονολόγου
Ο μονόλογος προχωρά σε τέσσερις αναγνωρίσιμες φάσεις:
1. Η αυταπάτη της αλλαγής (Αρχή)
Η γυναίκα ξυπνά με την ψευδαίσθηση ότι «κάτι θα αλλάξει», ότι ο αέρας θα είναι καθαρός. Το όνειρο διαλύεται μόλις βγει στον δρόμο.
Η αρχική φράση «και ξέρεις τι με τρελαίνει περισσότερο;» θέτει τον τόνο του εξοργισμένου οικείου — σαν να μιλά σε κάποιον που δεν υπάρχει ή δεν ακούει. Είναι τρόπος να δημιουργηθεί μια ψευδο-διπροσωπία.
2. Η πραγματικότητα της εξάντλησης (Μεσαίο μέρος)
Η γυναίκα περιγράφει το αίσθημα κατάρρευσης, την πτώση στο πάτωμα, την ανάγκη να γράφει «άσχημα», σαν μια υπόγεια μορφή αυτοπροστασίας.
Τονίζεται η σωματικότητά της: «δεν είχα ούτε χέρια ούτε πόδια» — η σωματική εξουθένωση περνά σε υπαρξιακή εξουθένωση.
3. Η συνάντηση με το παρελθόν (Κορύφωση)
Η συνάντηση με τον άντρα λειτουργεί ως διασταύρωση δύο χρόνων: του τότε και του τώρα.
Εκείνη αλλάζει· εκείνος γερνάει άσχημα, μεταφορικά και κυριολεκτικά.
Ο τρόπος που μιλάει («σαν να μιλούσε σε σκύλο») αποκαλύπτει τον παλιό ρόλο της γυναίκας στη σχέση: υποτιμημένη, δεδομένη.
Η άρνησή της «Δεν έχω τίποτα να σου πω» είναι η κορύφωση της ανάκτησης αυτο-ελέγχου.
4. Η κατάληξη: η απόφαση της μοναξιάς ως λύτρωση (Τέλος)
Στο τέλος γυρίζει στο σπίτι. Η εικόνα του άδειου θεάτρου υποδηλώνει την αφαίρεση των ρόλων.
Η μοναξιά δεν είναι πλέον φόβος:
«Δεν φοβάμαι πια να είμαι μόνη.
Φοβάμαι μόνο να ξαναγίνω εκείνη που ήμουν».
Η τελική ησυχία («ένα τίποτα») είναι μορφή κάθαρσης.
III. Θεματικοί άξονες
1. Η συνθήκη της σύγχρονης αστικής γυναίκας
Η γυναίκα δεν καταγγέλλει κοινωνικές πολιτικες δομές · όμως το τοπίο της καθημερινότητας —ο δρόμος, οι πεζοδρομιακές βρισιές, τα «βουβά πρόσωπα»— συνθέτουν μια βιοπολιτική πραγματικότητα:
η σύγχρονη πόλη διαλύει την υποκειμενικότητα.
2. Ψυχολογική εξάντληση και μικρές επαναστάσεις
Η επανάσταση εδώ δεν είναι μεγαλοστομία· είναι οι μικρές σημειώσεις που γράφει, παιδικές και ταπεινές:
«Μην ξεχάσεις να αναπνέεις»,
«Μη μικραίνεις άλλο».
Αυτές οι φράσεις λειτουργούν ως τελετουργία αυτοσυντήρησης.
3. Η μνήμη μιας σχέσης εξουσίας
Ο άντρας αντιπροσωπεύει την παλιά ταυτότητα του «δεδομένου υποκειμένου» — εκείνη που «έτρωγε το μη φύγεις σαν ψωμί μπαγιάτικο».
Το βάρος της σχέσης δεν αναλύεται λεπτομερώς· υπονοείται πλήρως.
Η γήρανση του άντρα δείχνει την απογύμνωση της κάποτε κυριαρχικής φιγούρας.
4. Η μοναξιά ως θετική κατάφαση
Στην τελική φάση, η μοναξιά λειτουργεί όχι ως έλλειψη αλλά ως επιστροφή στο μηδέν, μια tabula rasa όπου το υποκείμενο μπορεί να ξαναγεννηθεί.
IV. Γλώσσα – Ύφος – Τεχνικές
1. Προφορικός ρυθμός, εσωτερική προφορικότητα
Η αίσθηση ότι ο λόγος μιλιέται και όχι γράφεται ενισχύει την αλήθεια του μονολόγου. Η έλλειψη στίξης, οι μακρές περίοδοι, τα αλλεπάλληλα κόμματα, δημιουργούν μια αναπνοή εγκλωβισμένου ανθρώπου.
2. Επαναλήψεις ως μηχανισμός εμμονής
Το «ίδια… ίδια… ίδια…» στον δρόμο,
το «μην… μην… μη…» στις σημειώσεις.
Η επανάληψη λειτουργεί σαν εσωτερική ηχώ που εντείνει την ψυχολογική πίεση.
3. Εικόνες αστικής παρακμής
Αέρας «γεμάτος λύσσα και καυσαέριο»,
«βουβά πρόσωπα»,
«βρισιές στα μάτια».
Ο χνκουβέλης συχνά δημιουργεί τοπίο μέσω αισθήσεων (ακοή – οσμή – αφή). Η πόλη δεν είναι φόντο· είναι σωματικός αντίπαλος.
4. Λεξιλόγιο γυμνό, απογυμνωμένο
Δεν υπάρχουν ποιητικισμοί· η γλώσσα είναι άμεση, με λέξεις καθημερινές, βρισιές, αυθορμητισμούς,πιο εσωτερική,πιο στοχαστική
V. Ψυχολογικό πορτρέτο της αφηγήτριας
Η γυναίκα παρουσιάζεται σε τρία επίπεδα:
1. Το Εγώ που πνίγεται
Νιώθει εξάντληση, αηδία για τον κόσμο, δυσκολία στην καθημερινότητα.
2. Το Εγώ που παρατηρεί τον εαυτό του
Γράφει σημειώσεις για να κρατά σταθερή την ύπαρξή της, σαν να καταγράφει «ζωντανά σημεία» ενος κακοποιημένου ατομου.
3. Το νέο Εγώ που αναδύεται
Η απόφαση να πει «δεν έχω τίποτα να σου πω» είναι υπαρξιακή αποτίναξη του παρελθόντος.
Η τελική ησυχία λειτουργεί ως κάθαρση —όχι χαρά, όχι λύπη, αλλά αφαίρεση.
VI. Κεντρικές αντιθέσεις
1. Μέσα – Έξω
Έξω: καυσαέριο, θόρυβος, βρισιές.
Μέσα: παρακμή αλλά και δυνατότητα ησυχίας.
Το σπίτι λειτουργεί ως τόπος μετάβασης.
2. Παλιά – Νέα ταυτότητα
Παλιό εαυτός: φοβισμένος, εξαρτημένος.
Νέος: αυτοδύναμος στην αδυναμία του.
3. Σώμα – Τετράδιο
Το σώμα καταρρέει.
Το τετράδιο κρατά την ύπαρξη.
VII. Συγγένειες – Διακειμενικότητα
Με prose poetry της σύγχρονης ευρωπαϊκής γραφής: ο θρυμματισμένος εσωτερικός λόγος, η μελαγχολική παρατήρηση της πόλης.
Με τον ίδιο τον χνκουβέλη: το μοτίβο της απώλειας εαυτού και της ανακάλυψης μέσα από την ήττα εμφανίζεται και σε άλλα του κείμενα. Εδώ όμως φτάνει σε μια σπάνια, καθαρή διατύπωση του θέματος.
VIII. Η θέση του μονολόγου στο έργο του χνκουβέλη
Ο χνκουβέλης συχνά γράφει για ανθρώπους που βρίσκονται σε μεταίχμιο, ανάμεσα στην κατάρρευση και στην απόφαση.
Το Ημερολόγιο μιας γυναίκας εντάσσεται στην πλευρά της εσωτερικής λυρικής πεζογραφίας, όπου η γυναίκα δεν είναι μόνο αφηγηματικό πρόσωπο αλλά και φορέας συνειδησιακής μετάβασης.
Ο μονόλογος αποτελεί από τις πιο δυνατές στιγμές του ύφους του: καθαρός, άμεσος, χωρίς ερμητισμούς, αλλά βαθιά υπαρξιακός.
IX. Συμπέρασμα
Το κείμενο του χνκουβέλη είναι μια στιγμή αλήθειας: μια γυναίκα που έμαθε να ζει σκυμμένη, ξαφνικά σηκώνει κεφάλι — όχι με θόρυβο, αλλά με μια μικρή, πεισματική, ήσυχη απόφαση:
να μην ξαναγίνει εκείνη που ήταν.
Ο μονόλογος, στην ωμή και απλή μορφή του, αποτυπώνει μια πλήρη εσωτερική διαδρομή:
από την αστική ασφυξία → στη συναισθηματική εξάντληση → στην επαφή με το παρελθόν → στην αυτοκυριαρχία → στην ησυχία.
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου