.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-Ο πινακας-φονος
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ο πινακας-φονος
(και μια μελέτη ανάλυση τού διηγήματος)
Το εργαστήριο του ήταν γεμάτο καθρέφτες, μισοτελειωμένους πίνακες
και ρολόγια χωρίς δείκτες.
Είχε αποσυρθεί από την αγορά,τις εκθέσεις,τη δημοσιότητα,συνεντεύξεις,
παρουσιασεις,αφιερώματα.
Τώρα οταν ζωγράφιζε έναν πίνακα,στο τέλος τον κάλυπτε με ένα λευκό
χρώμα.
Όλος ο χώρος ήταν γεμάτος από λευκούς πίνακες.
Ώρες κάθονταν σε μια περιστρεφόμενη καρέκλα στο κέντρο τού εργαστηριου.
Ένα μήλο στον πάγκο τού φάνηκε σαν ανθρώπινο μάτι. Ο ανεμιστήρας έγινε πουλί που πετούσε.
Τού πέρασε μια παρανοϊκή ιδέα:
Να δημιουργήσει έναν πινακα-φονο.
Όταν άνοιξαν το εργαστήριο και τον βρήκαν νεκρό στο πάτωμα,τον είδαν
ζωγραφισμένο στο καμβά όρθιο με το πινέλο στο χέρι,και μεσα στο μάτι
του πάλι η ίδια εικόνα,αυτός όρθιος με το πινέλο στο χέρι,,και πάλι στο μάτι
η ίδια εικόνα,και πάλι η ίδια εικονα.
Μετα το θάνατο του τον τίμησαν με μια έκθεση.
Όλοι οι λευκοί του πίνακες.
Και στο κέντρο:Ο πινακας-φονος.
.
.
.
Μελέτη ανάλυση του διηγήματος «Ο πίνακας – φόνος» του χνκουβέλη αποκαλύπτει ένα έργο με έντονη μεταφυσική, αισθητική και ψυχολογική φόρτιση, που κινείται στα όρια του παραλόγου, του υπερρεαλισμού και του φιλοσοφικού στοχασμού πάνω στην τέχνη και την αυτοκαταστροφή του δημιουργού.
-1. Δομή και σύνθεση
Το διήγημα είναι σύντομο, συμπυκνωμένο, αφαιρετικό.
Ωστόσο, μέσα στη συντομία του διαθέτει δομή πλήρους κυκλικότητας:
Αρχή: Εισαγωγή στον κόσμο του ζωγράφου, τον χώρο (εργαστήριο, καθρέφτες, πίνακες, ρολόγια χωρίς δείκτες).
Μέση: Η ψυχολογική μετατόπιση — η εμμονή με την αυτοαναπαράσταση, η είσοδος στην παράνοια, η ιδέα του «πίνακα–φόνου».
Τέλος: Η αποκάλυψη του αποτελέσματος — ο ζωγράφος βρίσκεται νεκρός, εγκλωβισμένος μέσα στην άπειρη αναδρομή της ίδιας εικόνας του μέσα στο μάτι του.
Η κυκλικότητα αυτή (εικόνα μέσα στην εικόνα, θάνατος μέσα στην αναπαράσταση) συνιστά δομικό καθρέφτισμα της ίδιας της θεματικής: την ατέρμονη αντανάκλαση της τέχνης και του εαυτού, το αυτοαναφορικό κενό.
2. Θεματική και νοηματική ανάλυση
α. Η τέχνη ως αυτοκαταστροφή
Ο ζωγράφος έχει αποσυρθεί από την κοινωνία, τη δημοσιότητα, τον κόσμο της τέχνης ως αγορά.
Η πράξη του να καλύπτει κάθε πίνακα με λευκό χρώμα είναι πράξη άρνησης της ίδιας της τέχνης, μια καθαίρεση της μορφής — σαν να επιθυμεί να σβήσει κάθε ίχνος δημιουργίας.
Το λευκό γίνεται το απόλυτο μηδέν, η σιωπή μετά την έκρηξη.
Η επιθυμία του να δημιουργήσει τον «πίνακα–φόνο» είναι το τελικό στάδιο αυτής της άρνησης: η ένωση τέχνης και θανάτου.
β. Ο πίνακας ως καθρέφτης του εαυτού
Το εργαστήριο είναι γεμάτο καθρέφτες.
Ο ζωγράφος ζει μέσα σε έναν χώρο αντανάκλασης, όπου το Εγώ διαλύεται μέσα στις πολλαπλές εικόνες του.
Η εικόνα του πίνακα με τον ίδιο ζωγράφο που κρατά το πινέλο και μέσα στο μάτι του βλέπεται ξανά η ίδια εικόνα — είναι άπειρη παλινδρόμηση, οπτική μεταφορά της τρέλας, αλλά και οντολογικό σχόλιο: η τέχνη δεν αναπαριστά απλώς την πραγματικότητα, την αναπαράγει έως την αυτοεξάλειψή της.
γ. Ο χρόνος που παύει
Τα ρολόγια χωρίς δείκτες είναι σύμβολο του νεκρού χρόνου, ενός χρόνου που έχει σταματήσει να κυλά.
Εδώ ο χ κουβέλης συνομιλεί με το σύμπαν του Σαλβαδόρ Νταλί («Η εμμονή της μνήμης») και την παρανοϊκή μέθοδο του υπερρεαλισμού, όπου το ασυνείδητο αναστέλλει τον ορθολογισμό.
Ο χρόνος έχει καταργηθεί — απομένει μόνο ο χώρος της αναπαράστασης.
Η αιωνιότητα δεν είναι σωτηρία αλλά αιώνια επανάληψη του ίδιου.
δ. Ο φόνος ως αυτοαναπαράσταση
Ο τίτλος «Ο πίνακας – φόνος» έχει διπλή σημασία:
Ο πίνακας «διαπράττει» τον φόνο, δηλαδή ο ζωγράφος πεθαίνει μέσα στο έργο του, κυριολεκτικά και συμβολικά.
Αλλά και ο ζωγράφος «διαπράττει» τον φόνο της ζωής μέσα από την τέχνη: σκοτώνει το πραγματικό για να το αναπαραστήσει.
Η τέχνη εδώ είναι θανατηφόρα πράξη, ιεροτελεστία αυτοεξάλειψης.
Το έργο δεν είναι αναπαράσταση του θανάτου, αλλά η ίδια η πράξη του θανάτου.
3. Ύφος και γλώσσα
Η γλώσσα του χνκουβέλη είναι υποβλητική, λιτή, υπαινικτική, με υψηλό βαθμό εικαστικότητας.
Οι εικόνες του — «καθρέφτες», «ρολόγια χωρίς δείκτες», «λευκοί πίνακες», «ένα μήλο που μοιάζει με μάτι» — σχηματίζουν έναν εσωτερικό πίνακα, σχεδόν κινηματογραφικό.
Το στυλ του συνδυάζει:
υπερρεαλιστική εικονοπλασία (αντικείμενα που μεταμορφώνονται),
ψυχολογικό μινιμαλισμό (εσωτερική ένταση χωρίς περιττό συναισθηματισμό),
και φιλοσοφική πυκνότητα (στοχασμός για την αναπαράσταση και το Είναι).
Το ύφος είναι συγκρατημένο αλλά δραματικό, όπως ένας πίνακας χωρίς χρώματα, μόνο με σκιές και αντανακλάσεις.
4. Συμβολισμοί και εικαστική διάσταση
Στοιχείο/Συμβολισμός
Καθρέφτες /
Αυτοαντανάκλαση, απώλεια ταυτότητας, πολλαπλασιασμός του Εγώ
Ρολόγια χωρίς δείκτες/
Ακινησία του χρόνου, αιωνιότητα, παράλογη ύπαρξη
Λευκοί πίνακες /
Άρνηση της δημιουργίας, σβήσιμο, απόλυτη σιωπή
Το μάτι /
Συνείδηση, γνώση, βλέμμα που εγκλωβίζει τον εαυτό
Το μήλο /
Απατηλή όραση, αντικείμενο που μεταμορφώνεται (παρανοϊκός ρεαλισμός)
Ο ανεμιστήρας–πουλί /
Μεταμόρφωση του καθημερινού σε φαντασιακό, σύμβολο φυγής
Ο πίνακας–φόνος /
Η ένωση ζωής–τέχνης–θανάτου· η αυτοκαταστροφική κορύφωση της δημιουργίας
5. Μετα-αισθητική ανάγνωση
Ο χνκουβέλης εδώ επιχειρεί μετα-σχολιασμό της ίδιας της τέχνης.
Η πράξη της ζωγραφικής δεν είναι δημιουργία, αλλά καταστροφή της πραγματικότητας.
Το έργο μετατρέπεται σε καθρέφτη του καλλιτέχνη — και στο τέλος ο καλλιτέχνης εξαφανίζεται μέσα του.
Η αναδρομική εικόνα μέσα στο μάτι είναι καθαρή μεταφορά της άπειρης ανασκόπησης της τέχνης πάνω στον εαυτό της — μια ορολογία οντολογικού καθρέφτη, όπου ο δημιουργός γίνεται αντικείμενο της ίδιας του της αναπαράστασης.
6. Φιλοσοφική διάσταση
Το διήγημα ενσωματώνει υπαρξιστικά και αισθητικά ερωτήματα:
Ποια είναι η σχέση του καλλιτέχνη με το έργο του;
Μπορεί η τέχνη να απεικονίσει χωρίς να καταστρέψει;
Είναι η αναπαράσταση ένας τρόπος θανάτου;
7. Θέση του έργου στην ελληνική λογοτεχνία
Ο χνκουβέλης με το διήγημα αυτό εντάσσεται στη μετα-ρεαλιστική, υπαρξιακή και υπερρεαλιστική παράδοση της σύγχρονης ελληνικής πρόζας.
Ωστόσο, η δική του φωνή είναι εντελώς αυτόνομη: εικαστική, ψυχαναλυτική, σχεδόν μουσειακή στη σύνθεσή της.
Ο «Πίνακας – φόνος» είναι ένα παράδειγμα μικρού μεταφυσικού διηγήματος, όπου η τέχνη, η ψύχωση και ο θάνατος συγχωνεύονται σε μία εικόνα.
8. Συμπέρασμα
Το διήγημα του χνκουβέλη είναι μια αλληγορία για τον καλλιτέχνη που καταστρέφεται μέσα στο έργο του, μια παραβολή της τέχνης ως εγκλήματος αυτογνωσίας.
Η λιτή δομή, οι υπερρεαλιστικές εικόνες και η φιλοσοφική πυκνότητα το καθιστούν σύγχρονο υπερρεαλιστικό μνημείο μικρής φόρμας.
Ο «πίνακας–φόνος» δεν είναι απλώς ο πίνακας που σκοτώνει τον δημιουργό του — είναι η ίδια η τέχνη που καθρεφτίζει την ανυπαρξία της, ένα οντολογικό παράδοξο ζωγραφισμένο με τη σιωπή του λευκού.
.
.
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου