.
.
GREEK POETRY
-(Κατά Κάποιον Τρόπο η Ιστορια)
Το θέατρο στα λατομεία της Σικελιας
-χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
(Κατά Κάποιον Τρόπο η Ιστορια)
Το θέατρο στα λατομεία της Σικελιας
(και μια μελέτη ανάλυση τού ποιήματος)
ἔνιοι δὲ καὶ δι' Εὐριπίδην ἐσώθησαν.
Πλούταρχος,Βιοι Παράλληλοι ,Νικίας,29
Οι Συρακούσιοι τούς έριξαν μέσα στα λατομεία αργά
για να πεθάνουν,φρυγμενοι στο ήλιο και στις δυσωδιες
να αποτελειώσουν,και τότε σ' αυτή τη κόλαση ακούστηκε
από έναν ο στιχος: Αἰαντα, τέκνον Τελαμῶνος,στο ψυχρό φως
τού φεγγαριού,μίλα παλι, τού φώναξαν,ποιοι είμαστε να θυμηθούμε,
κι αρχισε στου ορύγματος τα βάθη το αθηναϊκό θέατρο
έπειτα η Ελένη τού Ευριπίδη μύθος ηθος διάνοια λέξις μέλος
και οψις τα μέρη κατά ποιόν,τότε ένας από τους Συρακουσιους
φυλακες ρωτησε:αυτό είναι τού Ευριπίδη;ναι,τού απαντησαν
και συνέχισαν,γιατί δεν σωπαινετε;ξαναρωτησε,γιατί αυτός
ένας λόγος είναι να μην φοβόμαστε που θα πεθανουμε,απαντησαν
.
.
Μελέτη ανάλυση του ποίηματος «Το θέατρο στα λατομεία της Σικελίας»
του χνκουβέλη .
Η ποιητική σύνθεση αντλεί το υλικό της από ένα ιστορικό γεγονός:
τη Σικελική Εκστρατεία (415–413 π.Χ.), τη μεγάλη συμφορά των Αθηναίων που περιγράφει ο Θουκυδίδης. Όσοι από τους αιχμαλώτους επέζησαν οδηγήθηκαν στα λατομεία των Συρακουσών, όπου πολλοί πέθαναν από κακουχίες.
Ο ιστορικός αναφέρει ότι μερικοί Αθηναίοι κέρδισαν την επιείκεια των δεσμοφυλάκων τους απαγγέλλοντας στίχους του Ευριπίδη. Πάνω σ’ αυτό το ιστορικό υπόστρωμα, ο χνκουβέλης υψώνει μια μεταποιητική και μεταφυσική αναπαράσταση: το θέατρο γεννιέται μέσα στην κόλαση της ήττας και του θανάτου.
1. Δομή και αφηγηματική προοπτική
Το ποίημα είναι αφηγηματικό, με δραματικό ύφος και υποδόριο λυρισμό.
Αρχίζει με εικόνα βίας και αργού μαρτυρίου:
«Οι Συρακούσιοι τούς έριξαν μέσα στα λατομεία αργά / για να πεθάνουν…»
Ο ρυθμός είναι σπαραχτικά επιβραδυντικός, σαν η φράση να ακολουθεί το βασανιστικό πέρασμα του χρόνου στο μαρτύριο. Το «αργά» επανέρχεται ως χρονικό επίθετο-στίγμα της ανθρώπινης φθοράς. Το ποίημα αναπτύσσεται στη συνέχεια σε δραματικό διάλογο, ανάμεσα στους καταδικασμένους Αθηναίους, έναν ανώνυμο φρουρό και τη φωνή του θεάτρου. Έτσι, η αφήγηση μετατρέπεται σε μικρό θέατρο μέσα στο ποίημα: η τέχνη αναπαράγει την ίδια τη συνθήκη της ύπαρξής της.
2. Η μεταφυσική διάσταση του θεάτρου
Η καθοριστική στιγμή του ποιήματος είναι όταν «ακούστηκε από έναν ο στίχος:
«Αἰαντα, τέκνον Τελαμῶνος…»
Η επίκληση του Αίαντα, ήρωα της τραγωδίας του Σοφοκλή, λειτουργεί ως συμβολική ανάκληση της ηρωικής μνήμης και ως τελετουργική αντίσταση στον θάνατο. Ο Αίας είναι ο τραγικός πολεμιστής που, νικημένος και ταπεινωμένος, επιλέγει την αυτοκτονία. Το κάλεσμά του στα βάθη των λατομείων είναι αναφορά στην ίδια ύβρη και νέμεση που έπληξε τους Αθηναίους , αλλά και
στην αξιοπρέπεια του πάθους.
Η φράση «μίλα πάλι, τού φώναξαν, ποιοι είμαστε να θυμηθούμε» αποδίδει την υπαρξιακή ανάγκη της ταυτότητας μέσω του λόγου: η ποίηση, ο μύθος, η τέχνη είναι οι τρόποι με τους οποίους ο άνθρωπος θυμάται ποιος είναι , ακόμη και μέσα στον Άδη.
3. Το αθηναϊκό θέατρο ως πράξη λύτρωσης
Η εικόνα
«κι άρχισε στου ορύγματος τα βάθη το αθηναϊκό θέατρο»
είναι η κορυφαία μεταφορά του ποιήματος.
Η Αθήνα, το πνεύμα της τραγωδίας, αναβιώνει στα βάθη του ορύγματος — δηλαδή στην κάθοδο του Άδη, στη σκιά του μαρτυρίου. Το θέατρο εδώ δεν είναι διασκέδαση, αλλά ιερό μυστήριο αντίστασης στον θάνατο. Είναι ανάσταση της ψυχής μέσα στην πιο ακραία εξωτερική νέκρωση. Ο χνκουβέλης αντλεί από την αριστοτελική έννοια της κάθαρσης, αλλά την μετατρέπει σε πράξη ιστορικής μνήμης και ηθικής αντοχής.
Η αναφορά στα μέρη της τραγωδίας («μύθος, ήθος, διάνοια, λέξις, μέλος και όψις (το λατομείο)») λειτουργεί ως μεταποιητική δήλωση: το ίδιο το ποίημα αναστοχάζεται πάνω στην ουσία της τέχνης. Μέσα στα βάθη του ορύγματος, εκεί όπου όλα χάνονται, ο ποιητής επανασυνθέτει τα συστατικά της δημιουργίας. Έτσι, η ποίηση γίνεται θεμέλιο ταυτότητας και νοήματος.
4. Ο διάλογος με τον Συρακούσιο φρουρό
Η είσοδος του φρουρού εισάγει τον κόσμο του «άλλου» , του εχθρού, αλλά και του ανθρώπου που σιωπηλά συγκινείται:
«τότε ένας από τους Συρακούσιους φύλακες ρώτησε: αυτό είναι τού Ευριπίδη;»
Η ερώτηση δηλώνει αναγνώριση. Η τέχνη υπερβαίνει τα σύνορα της εχθρότητας.
Η απάντηση των Αθηναίων ,«ναι» , και η επόμενη ερώτηση ,«γιατί δεν σωπαίνετε;» , οδηγούν στη συγκλονιστική τελική δήλωση:
«γιατί αυτός ένας λόγος είναι να μην φοβόμαστε που θα πεθάνουμε».
Αυτό είναι το φιλοσοφικό κέντρο του ποιήματος. Η ποίηση, η τέχνη, η μνήμη είναι αντίλογος στον θάνατο. Δεν σώζει το σώμα, αλλά δικαιώνει την ψυχή.
Ο λόγος ,ως λέξη, ως τραγωδία, ως Ευριπίδης, γίνεται ηθική ασπίδα απέναντι στην εξαφάνιση.
Ο χνκουβέλης έτσι αναδεικνύει το θέατρο ως ύψιστη μορφή αντίστασης: όχι με όπλα, αλλά με λόγο. Στον απόηχο του Ευριπίδη αντηχεί το ανθρώπινο νόημα της τέχνης , η αλήθεια της συνείδησης μπροστά στο αναπόφευκτο.
5. Γλώσσα και ύφος
Η γλώσσα είναι λιτή, δωρική, σχεδόν πεζολογική, χωρίς υπερβολές ή λυρικές εξάρσεις. Η ποίηση του χνκουβέλη λειτουργεί με πυκνότητα νοήματος, όχι με στολίδι. Οι παύσεις, οι συντομευμένες προτάσεις («να αποτελειώσουν», «κι άρχισε…») προσδίδουν ρυθμό ασθματικό, σχεδόν θεατρικό.
Η ιστορική αφήγηση μεταμορφώνεται σε σύγχρονο στοχασμό πάνω στη μοίρα, τη μνήμη και τη γλώσσα. Ο ποιητής δεν επιζητεί συναισθηματική φόρτιση· επιδιώκει τραγική καθαρότητα ,την αυστηρή, σχεδόν λιθογλυφική ομορφιά της αρχαίας τραγωδίας.
6. Ιστορική και υπαρξιακή εμβέλεια
Η σκηνή στα λατομεία της Σικελίας δεν είναι απλώς ένα ιστορικό επεισόδιο· είναι παραβολή της ανθρώπινης συνθήκης. Ο άνθρωπος είναι πάντοτε ριγμένος «στα λατομεία» , μέσα στον κόσμο της φθοράς και της απώλειας. Εκεί, όμως, ανακαλεί τη φωνή του λόγου, του μύθου, της ποίησης.
Η φράση «να μην φοβόμαστε που θα πεθάνουμε» αποδίδει την ανδρεία της πνευματικής αντίστασης: η αλήθεια της τέχνης κάνει τον θάνατο νοητό, οικείο, υπερβατό.
7. Συμπέρασμα
Το ποίημα του χνκουβέλη είναι ύμνος στην αντοχή του πνεύματος.
Μέσα από ένα ιστορικό γεγονός μεταστοιχειώνει την τραγωδία σε οντολογική μαρτυρία: η τέχνη είναι η μόνη φωνή που αντέχει μέσα στον Άδη. Το «θέατρο στα λατομεία» γίνεται σύμβολο της ίδιας της ελληνικής συνείδησης, που ακόμη και μέσα στην ήττα, επιμένει να μιλά, να θυμάται, να δημιουργεί.
Η ποίηση, όπως τη νοεί ο χνκουβέλης, δεν είναι διακόσμηση της ζωής αλλά δικαίωσή της ,η ίδια η μορφή του ανθρώπινου λόγου απέναντι στην ανυπαρξία.
.
.
.
.jpeg)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου