I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2025

GREEK POETRY - στην επόμενη σκηνη -χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

 .

.

GREEK POETRY

- στην επόμενη σκηνη

-χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis

POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

στην επόμενη σκηνη


(και μια μελέτη ανάλυση τού ποιήματος)


το Ιόνιο κυματίζει με προελληνικες λέξεις

σα-λα-σσα και φθόγγους ανεμων αλς αλος


στην επόμενη σκηνή:ο Αντίοχος έχασε τη Συρια

μετά, μια τομή: jump cut στον Καντ

στέκει μπροστά στο Καθεδρικό τής Κριτικής Λογικής

και βρέχει σε ρυθμό clusters Gyorgy Ligeti 

ο Καντ ανοίγει την ομπρέλα

στην επόμενη σκηνή: η Λουκρητία Βοργία 

γράφει μια υποσημείωση στο περιθωριο 

μιας σελίδας τού Marx :Η εξουσία παράγει τη δική της

υπεραξία μυθου

στο πιάνο τής δυναστείας Τανγκ ο Ezra Pound

αναλύει την τονικότητα τής Usura

ένα φιλμ 16mm με κόκκους δείχνει έναν γραφεα Βυζαντινό

τίτλος:Η ισχύς και η Στάση τού Νικα

στην επόμενη σκηνή:σε στούντιο τής Cinecitta

οι γάμοι τού Αλεξάνδρου και τής Ρωξάνης

με επίκαιρα fade in στην βιομηχανική Αγγλία

όλο το Κεφάλαιο είναι θέμα οπτικής γωνιας

στην επόμενη σκηνή η Lucretia Borgia 

ξεφυλλίζει ένα χειρόγραφο αλχημείας

με συνταγές καλλωπισμού 

για την πολιτική η ομορφιά είναι μηχανη

στην επόμενη σκηνή: στη New York City 1929

ο Μιθριδάτης και ο Keynes συναντιούνται στη Times Square 

συντασοντας το μανιφέστο:Η ανοσία τού πληθωρισμου

και ολη η Ευρώπη μετατοπίζεται σε μια εποχή παγετώνων 

ο κόσμος πλέον είναι ζήτημα δοσολογίας βαρβαρισμων


άλς (θάλασσα), βορρός (άνεμος), λάβρυς (διπλό)

προελληνικα ηχώματα στη μνήμη τών κυματων

.

.

.

 Μελέτη ανάλυση του ποιήματος του χ.ν.κουβελη «στην επόμενη σκηνή». 


1. Εισαγωγή: Η ποιητική χειρονομία του hypercollage


Το ποίημα ανήκει στην χαρακτηριστική ποιητική αισθητική του χνκουβελη:

συνάρθρωση ιστορίας – φιλοσοφίας – κινηματογράφου – μουσικής – γλωσσολογίας – οικονομίας – μυθολογίας, σε μορφή κινηματογραφικού μοντάζ.

Δεν πρόκειται για απλή διακειμενικότητα· πρόκειται για μια συνεχή ανασύνθεση του παγκόσμιου πολιτισμικού αρχείου, όπου η ποίηση λειτουργεί ως μηχανή διασύνδεσης ετερογενών χρονικοτήτων. Το ποίημα διαρθωνεται σε:

μοντερνιστικές τεχνοτροπίες (Ezra Pound)

κινηματογραφική γραφή (jump cut, fade in, 16mm grain)

φιλοσοφική εννοιολογία (Ορθός Λόγος/Kant, Marx)

ιστορική εκδοχήση (Αντίοχος, Βοργίες, Μιθριδάτης)

γλωσσολογικά στρώματα (προελληνικές ρίζες, απολιθώματα φθόγγων).

Ο τίτλος μοτίβο —«στην επόμενη σκηνή»— υποδηλώνει ότι η ποίηση είναι μια 

μη γραμμική αλυσίδα πλαισίων, σαν κινηματογραφική ταινία που αυτοσυντίθεται μπροστά στα μάτια μας.


2. Δομή: Το ποίημα ως κινηματογραφικό σενάριο


Το ποίημα είναι χτισμένο σε πλέγμα σκηνών που παρατίθενται ως πλάνα.


Το μοντέλο μοιάζει με:

αποσπασματικό μοντάζ Eisenstein

περιπλάνηση Camera Obscura

αρχιτεκτονική ποιητικού storyboarding.


Συνεκτική αφηγηματική γραμμή δεν υπάρχει. Στη θέση της έχουμε:

εναλλαγή εποχών

συγχώνευση ιστορικών στρωμάτων

χρονικά άλματα

εννοιολογικούς συνειρμούς

παραλληλία εικόνων με εννοιακά σχήματα.


Το ποίημα χρησιμοποιεί το σχήμα:


1. Μυθογλωσσολογική αρχή

2. Ιστορικές σκηνές

3. Φιλοσοφικά jump-cuts (Καντ)

4. Μαρξιστική αναφορά

5. Μουσικολογικό σχόλιο (Ligeti, πιάνο Τανγκ)

6. Πολιτικό-οικονομικό montage (Keynes, Μιθριδάτης)

7. Ετυμολογική-προελληνική κατακλείδα


Η δομή είναι κυκλική: ξεκινά και τελειώνει στην πρωτογλωσσική θάλασσα, 

στην προέλευση της μνήμης.


3. Η Θάλασσα ως γλωσσολόγιο: προελληνικά ίχνη


Το ποίημα ανοίγει με:

το Ιόνιο κυματίζει με προελληνικες λέξεις

σα-λα-σσα και φθόγγους ανεμων αλς αλος

Εδώ ο χνκουβελης δεν κάνει λογοτεχνική ζωγραφική· κάνει:

γλωσσεοαρχαιολογική πράξη: η θάλασσα «μνημονεύει» προελληνικά φωνήεντα.

φωνολογικό υπαινιγμό: σα-λα-σσα (παράγωγο της “θάλασσας” από προελληνικό υπόστρωμα) ως ηχητική επιβίωση.

υλικότητα γλώσσας: οι φθόγγοι = τα κύματα.

Η θάλασσα εδώ είναι το μητρώο της μνήμης· όλη η ανθρώπινη ιστορία που ακολουθεί στο ποίημα αρθρώνεται πάνω σ’ αυτή τη «πρωτογλώσσα».


4. Η Ιστορία ως κινηματογραφικό montage


4.1 Αντίοχος – Συρία

στην επόμενη σκηνή:ο Αντίοχος έχασε τη Συρια

Η σύντομη φράση μοιάζει με:

τίτλο επικαίρων

επιγραφή ντοκιμαντέρ

σχολιασμό μιας εξαφανισμένης αυτοκρατορίας.

Η απώλεια δεν είναι μόνο ιστορική· είναι μεταφορά για την κατάρρευση κάθε εξουσίας.


4.2 Jump cut στον Καντ: ορθός λόγος υπό βροχή

jump cut στον Καντ

στέκει μπροστά στο Καθεδρικό τής Κριτικής Λογικής

και βρέχει σε ρυθμό clusters Gyorgy Ligeti

Εδώ ο Κχνκουβελης δημιουργεί μια σουρεαλιστική συμπύκνωση:

ο Καντ στέκεται μπροστά στο “Καθεδρικό της Κριτικής Λογικής”:

η κριτική φιλοσοφία γίνεται ναός.

η βροχή πέφτει «σε ρυθμό clusters του Ligeti»:

η μουσική του Ligeti, χαρακτηριζόμενη από ηχητικά νέφη, ταιριάζει τέλεια με 

την κρισιακή ασάφεια του Καντιανού ορίου της γνώσης.

ο Καντ ανοίγει την ομπρέλα —

μια ποιητική εικόνα: ο Ορθός Λόγος προσπαθεί να προστατευτεί από την καταιγίδα της μοντέρνας πολυφωνίας.


4.3 Λουκρητία Βοργία – Marx: εξουσία και μύθος

γράφει μια υποσημείωση στο περιθώριο μιας σελίδας τού Marx :

Η εξουσία παράγει τη δική της υπεραξία μύθου

Η ιδιοφυής αυτή συνάντηση είναι πολλαπλά σημασιολογική:

Η Λουκρητία Βοργία είναι το αρχέτυπο της πολιτικής τοξικότητας, της δαιμονοποιημένης εξουσίας.

Ο Marx αναλύει την υπεραξία της εργασίας.

Η Βοργία προσθέτει ότι η εξουσία παράγει υπεραξία μύθου— όχι οικονομική, αλλά συμβολική, φήμη, φόβο, μυθοπλασία.

Είναι μια πολιτική πρόταση: οι εξουσιαστικοί μηχανισμοί επιβιώνουν μέσω των ιστοριών που φτιάχνουν για τον εαυτό τους.


4.4 Ezra Pound – Usura: η μουσική της οικονομίας

στο πιάνο τής δυναστείας Τανγκ ο Ezra Pound

αναλύει την τονικότητα τής Usura

Εδώ έχουμε:

αναφορά στην κινέζικη λογοτεχνική παράδοση (η λατρεία του Pound για την Κίνα).

το ποίημα Usura (Usury) ως αντιπαγκοσμιοποιητική, αντιτοκιστική ωδή.

«τονικότητα της Usura»: η οικονομία γίνεται μουσική δομή, σύστημα τόνων και αρμονιών ή δυσαρμονιών.

Ο χνκουβελης μετατρέπει την οικονομική κριτική σε ήχο.


4.5 Βυζάντιο – Νίκα: η ισχύς και η εξέγερση

ένα φιλμ 16mm με κόκκους δείχνει έναν γραφεα Βυζαντινό

τίτλος: Η ισχύς και η Στάση τού Νικα

Σημαντικό εδώ:

το 16mm δίνει αίσθηση ντοκιμαντέρ – φθαρμένου χρόνου.

ο Βυζαντινός γραφέας συμβολίζει τη κυρίαρχη αφήγηση, τη γραφή ως εργαλείο εξουσίας.

η αναφορά στη Στάση του Νίκα φέρνει το ζήτημα λαϊκής εξέγερσης.

Η ιστορία εδώ είναι μονταρισμένη ως πάλη τάξεων, αφήγησης, φωνών.


4.6 Cinecitta – Αλέξανδρος & Ρωξάνη – βιομηχανική επανάσταση

οι γάμοι τού Αλεξάνδρου και τής Ρωξάνης

με επίκαιρα fade in στην βιομηχανική Αγγλία

όλο το Κεφάλαιο είναι θέμα οπτικής γωνιας

Νεοκλασικό κινηματογραφικό πλατό (Cinecitta).

Ένα ιστορικό γεγονός μετατρέπεται σε θεατρικό αναπαράστασης της εξουσίας.

Fade-in στη βιομηχανική Αγγλία: μετάβαση από αυτοκρατορική επέκταση → καπιταλιστική μετάλλαξη.

Η φράση:

Όλο το Κεφάλαιο είναι θέμα οπτικής γωνίας

είναι θεωρητικά αιχμηρή:

μαρξιστική κριτική

θεωρία κινηματογράφου (το κάδρο ως ιδεολογικός μηχανισμός)

φιλοσοφία της θέασης (Foucault – Debord).


4.7 Νέα Υόρκη 1929 – Μιθριδάτης & Keynes

ο Μιθριδάτης και ο Keynes… συντασοντας το μανιφέστο:

Η ανοσία τού πληθωρισμου

Η σκηνή είναι εξαιρετικά ευρηματική:

Μιθριδάτης = συμβολική φιγούρα ανοσίας στα δηλητήρια.

Keynes = πατέρας της μακροοικονομικής πολιτικής κατά της ύφεσης.

Η συνάντηση τους στο 1929 (κραχ) → αλληγορία για τον οικονομικό εμβολιασμό απέναντι στην κρίση.

Η Ευρώπη μετά «μετατοπίζεται σε εποχή παγετώνων» —

εικόνα της Μεγάλης Ύφεσης ως ιστορικής παγωνιάς.


5. Θεωρία της εξουσίας – ομορφιά – πολιτική


Σημαντική φράση:

για την πολιτική η ομορφιά είναι μηχανή

Αυτό συναντά:

Αισθητικοποίηση της πολιτικής (Benjamin)

Ναζιστική αισθητική (Riefenstahl)

Τη λειτουργία του πολιτικού θεάματος (Debord).

Ο χνκουβελης προτείνει ότι η ομορφιά δεν είναι ουδέτερη· παράγει ρυθμίσεις, επιθυμίες, εξουσίες.


6. Η καταληκτική τριάδα: προελληνικά σημαίνοντα


Το ποίημα κλείνει με:

άλς (θάλασσα), βορρός (άνεμος), λάβρυς (διπλό)

προελληνικα ηχώματα στη μνήμη τών κυματων

Η επιστροφή στα προελληνικά λήμματα λειτουργεί ως:

κύκλος: από την αρχή (θάλασσα) στο τέλος.

μεταγλωσσικό σχόλιο: η γλώσσα είναι το μεγάλο αρχείο.

παλίμψηστο της ιστορίας: κάτω από όλα τα στρώματα (Καντ, Marx, Pound, Βοργίες), υπάρχουν οι πρωτογενείς φωνές.

Ο χνκουβελης υποδεικνύει ότι:

Το όλον της ιστορίας είναι ιζηματοποίηση πάνω στο αρχαιότερο κύμα της ανθρώπινης φωνής.


7. Στυλ και τεχνικές: Η ποιητική οικονομία του Κουβελη


Το ποίημα εφαρμόζει:

κινηματογραφική τεχνική (jump cut, fade in, 16mm grain)

semiotic compression: έννοιες αποδομούνται σε εικόνες

πολυεπίπεδη διακειμενικότητα

συμβολικό μοντάζ

ιδεολογική υποδήλωση

μουσικολογική δομή (Ligeti, τονικότητα, ρυθμικότητα).

Υπάρχει ελεγχόμενη αποσπασματικότητα: το ποίημα δεν είναι χάος· είναι 

αυστηρά επεξεργασμενο πλέγμα.


8. Ερμηνεία: Τι σημαίνει το ποίημα;


Το ποίημα είναι μια πολυεπίπεδη ανθρωπολογική τοιχογραφία που καταλήγει σε μια θεμελιώδη θέση:

Η ιστορία, η πολιτική, η οικονομία, η φιλοσοφία και ο πολιτισμός δεν είναι παρά ριπές πάνω στη θάλασσα των γλωσσικών και μνημονικών υποστρωμάτων.

Η «επόμενη σκηνή» είναι πάντα η επόμενη ανάγνωση, η επόμενη εποχή, η επόμενη καταστροφή ή γέννηση ιδεών.

Το ποίημα είναι μηχανή μετάβασης, όχι αφήγηση.


9. Συμπέρασμα: Η θέση του ποιήματος στο έργο του χνουβελη


Το ποίημα:

ανήκει στο ώριμο ύφος hypercollage του ποιητή

ανανεώνει την παράδοση του μοντερνιστικού αποσπασματισμού

μετατρέπει τον πολιτισμό σε ποιητικό κινηματογράφο

λειτουργεί ως μεταϊστορική σύνθεση

είναι από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα του χνουβελη:

πυκνό, πολυπολιτισμικό, μουσικό, διανοητικά ενεργό.

Συνολικά αποτελεί μια μορφή ποιητικής ιστοριοσοφίας: ένα έργο που συνομιλεί με το σύνολο του ανθρώπινου πολιτισμού, από την προελληνική γλώσσα ως τον Keynes.

.

.

.

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -(Ταινία) Δεκαλογος Χρωματων -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-(Ταινία)

Δεκαλογος Χρωματων

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis



χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

(Ταινία)

Δεκαλογος Χρωματων


Σκηνή 1:

Χρώμα: Μπλε 

Long shot:Η κάμερα αργά zoom στο πρόσωπό τής γυναίκας 

Close-up: στα χέρια .

Ήχος: η  ανάσα της


Σκηνή 2:

Χρώμα: Κόκκινο, σκιές στον τοίχο

Medium shot: Ο άντρας ανοίγει ένα συρτάρι, μια φωτογραφία τής γυναικας

Cut: Close-up στα μάτια του..

Ήχος: πιάνο.

Ο άντρας ψιθυρίζει: «Συγγνώμη»


Σκηνή 3:

Χρώμα: Κίτρινο 

Tracking shot: η γυναίκα ακολουθει ενα παιδί.Το.παιδι κλέβει ένα μήλο 

από πάγκο μαναβικου.

Close-up:στα χέρια της που σφιγγουν

Ήχος: κίνησης δρόμου.

φωνή τής γυναίκας:«Δεν είναι δικό του, αλλά ίσως να το χρειάζεται.»


Σκηνή 4:

Χρώμα:Πράσινο

Two-shot: ο άντρας καθισμένος απέναντι από την γυναίκα. 

Close-up στα χείλια τής γυναίκας.

φωνή τής γυναίκας:«Ησουν παντοτε απων .»


Σκηνή 5:

Χρώμα: Μπλε

Close-up: στο πρόσωπο τής γυναικας

Camera pan αργά από το πρόσωπο στο δρόμο.

Ήχος: σιγανη βροχή, βήματα που χάνονται στη νύχτα.


Σκηνή 6:

Χρώμα: Κόκκινο που σβήνει αργά στο μαύρο

Medium shot: 0.αντρας κοιτάζει τη φωτογραφία τής γυναίκας.

Close-up: στο βλέμμα του.

Ήχος: η αναπνοη του.


Σκηνή 7:

Χρώμα: Κίτρινο 

Long shot: η γυναίκα παρακολουθεί τον άντρα στον κήπο.

Close-up: στο χαμόγελο της..

Ήχος: ήχοι φύσης.

φωνή τής γυναίκας:«αυτη η ζωη με ηρεμεί.»


Σκηνή 8:

Χρώμα: Πράσινο

Medium shot:ο άντρας μέσα σε μια τεράστια άδεια αιθουσα

Close-up: στο πάτωμα, οπως περπατα.

Ήχος: τού περπατηματος.

φωνή τού άντρα: «πρεπει να φύγω,δεν θα ερθει»


Σκηνή 9:

Χρώμα: Μπλε

Long take:η γυναίκα προχωράει στο βάθος ενός ερήμου τοπιου.

Ήχος: Ήχος φύλλων που πέφτουν.


Σκηνή 10:

Χρώμα: Εναλλαγή χρωμάτων χρωμάτων (μπλε, κόκκινο, κίτρινο, πράσινο)

Ήχος:πιάνο.

σιωπή


αργο fade out στο λευκό


Τελος

.

.

.

GREEK POETRY - Fragmenta (Ελληνικά, English, Francais, German, Italiano, Spanish, Portuguese)-χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

 .

.

GREEK POETRY

- Fragmenta

-χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis

POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Fragmenta 

(Ελληνικά, English, Francais, German, Italiano, Spanish, Portuguese)



(μια μελέτη ανάλυση τού ποιήματος)


υγρή ανάσα

λυγίζει τη νυχτα

φωτεινή η σεληνη


δεν υπάρχουμε μαζί

ο χρόνος μάς σπρώχνει μακριά


και θ'αγαπω

το σκοτάδι τού φόβου σου


κι εμείς φύλλα αιωρούμενα 

στη σιωπή

το κενό τής αιωνιότητας 

το γεμίζω με σένα


και το βλέμμα σου

που μόνο εγώ γνωριζω


γαλάζιο διάφανο

.

.


Fragmenta


wet breath

bends the night

the moon luminous


we do not exist together

time pushes us apart


and I will love

the darkness of your fear


and we, leaves suspended

in silence

the void of eternity

I fill with you


and your gaze

that only I know


transparent blue

.

.


Fragmenta


souffle humide

qui plie la nuit

la lune lumineuse


nous n’existons pas ensemble

le temps nous rejette au loin


et j’aimerai

l’obscurité de ta peur


et nous, feuilles en suspens

dans le silence

le vide de l’éternité

je le comble avec toi


et ton regard

que moi seul connais


bleu translucide

.

.


Fragmenta


feuchter Atem

biegt die Nacht

der Mond lichthell


wir existieren nicht gemeinsam

die Zeit stößt uns auseinander


und ich werde lieben

die Dunkelheit deiner Angst


und wir, schwebende Blätter

in der Stille

die Leere der Ewigkeit

fülle ich mit dir


und deinen Blick

den nur ich kenne


durchscheinendes Blau

.

.


Fragmenta


respiro umido

che piega la notte

la luna luminosa


non esistiamo insieme

il tempo ci spinge lontano


e amerò

l’oscurità della tua paura


e noi, foglie sospese

nel silenzio

il vuoto dell’eternità

lo colmo con te


e il tuo sguardo

che solo io conosco


azzurro trasparente

.

.


Fragmenta


aliento húmedo

que dobla la noche

la luna luminosa


no existimos juntos

el tiempo nos empuja lejos


y amaré

la oscuridad de tu miedo


y nosotros, hojas suspendidas

en el silencio

el vacío de la eternidad

lo lleno contigo


y tu mirada

que solo yo conozco


azul transparente

.

.


Fragmenta


hálito úmido

que dobra a noite

a lua luminosa


não existimos juntos

o tempo nos afasta


e amarei

a escuridão do teu medo


e nós, folhas suspensas

no silêncio

o vazio da eternidade

eu o preencho contigo


e o teu olhar

que só eu conheço


azul translúcido

.

.

.

Μελέτη και ανάλυση του ποιήματος του χνκουβέλη:Fragmenta.


1. Γενική εντύπωση και μορφή


Το ποίημα αποτελείται από μικρά, ασύνδετα φραστικά τεμάχια (fragmenta), όπως και δηλώνει ο τίτλος, δίνοντας την αίσθηση θραυσμάτων σκέψης και συναισθήματος. Η σύνταξη είναι λιτή, με συχνή χρήση ρημάτων στον ενεστώτα και μέλλοντα χρόνο, γεγονός που δημιουργεί αίσθηση άμεσης εμπειρίας και διαρκούς ροής του χρόνου.

Η μορφή του ποίηματος είναι ελεύθερη, χωρίς δεσμευτικό μέτρο ή ομοιοκαταληξία. Οι στίχοι είναι σύντομοι, πολλές φορές μονολεκτικοί ή αποτελούμενοι από λίγες λέξεις. Η διάσπαση των φράσεων με παύλες, εισαγωγές ή σημεία στίξης ενισχύει την αίσθηση διάσπασης και αιώρησης, ενώ δημιουργεί ρυθμό αναπνοής που παραπέμπει σε στοχαστική ποίηση.


2. Θέμα και θεματικές ενότητες


Το ποίημα μπορεί να χωριστεί σε επιμέρους θεματικές ενότητες:


α) Το φυσικό και κοσμικό στοιχείο

«υγρή ανάσα / λυγίζει τη νυχτα / φωτεινή η σεληνη»

Η εικόνα της νύχτας και της σελήνης δημιουργεί μια ατμόσφαιρα σιωπής, μυστικισμού και ευαισθησίας. Η «υγρή ανάσα» λειτουργεί μεταφορικά, πιθανόν ως αναφορά στην παρουσία του ποιητή ή του έρωτα, ή ακόμη και στη φυσική αίσθηση της ψυχής που ανασαίνει μέσα στη νύχτα. Το στοιχείο του φωτός («φωτεινή η σελήνη») αντιπαρατίθεται με τη σκοτεινότητα της νύχτας, υπογραμμίζοντας την ένταση μεταξύ φως/σκοτάδι, γνώσης/αβεβαιότητας.


β) Χρόνος και απόσταση

«δεν υπάρχουμε μαζί / ο χρόνος μάς σπρώχνει μακριά»

Η ανθρώπινη σχέση υποβάλλεται από την αίσθηση απόστασης και διαχωρισμού. Ο χρόνος λειτουργεί ως δύναμη που απομακρύνει, μια θεμελιώδης ύλη στην ποίηση του χνκουβέλη: η προσωρινότητα της σχέσης, η φθορά, αλλά και η νοσταλγία που γεννιέται από την απουσία.


γ) Έρωτας, φόβος και σκοτάδι

«και θ'αγαπω / το σκοτάδι τού φόβου σου»

Η αγάπη δεν εκφράζεται απλώς ως τρυφερότητα, αλλά συνοδεύεται από φόβο και ανασφάλεια. Το σκοτάδι εδώ δεν είναι μόνο φυσικό, αλλά ψυχικό και υπαρξιακό. Υποδηλώνει την ένταση και την αναπόφευκτη σύγκρουση μεταξύ επιθυμίας και φόβου.


δ) Η ύπαρξη και η αιωνιότητα

«και εμείς φύλλα αιωρούμενα / στη σιωπή / το κενό τής αιωνιότητας / το γεμίζω με σένα»

Η μεταφορά των ανθρώπων σε «φυλλα αιωρούμενα» δίνει την αίσθηση εφήμερης ύπαρξης, ευθραυστότητας και παρατηρητικής αποστασιοποίησης από τον κόσμο. Το κενό της αιωνιότητας υποδηλώνει το άγνωστο, το αχανές, το υπαρξιακό κενό, το οποίο όμως γεμίζει με το αγαπημένο πρόσωπο – μια σύνδεση ατομικού και συλλογικού, προσωπικού και υπαρξιακού.


ε) Το βλέμμα και η μοναδικότητα

«και το βλέμμα σου / που μόνο εγώ γνωριζω / γαλάζιο διάφανο»

Η τελευταία εικόνα είναι ιδιαίτερα φορτισμένη συναισθηματικά. Η μοναδικότητα του βλέμματος του άλλου ενώνει αισθητικά και συναισθηματικά το εγώ με το άλλο. Η αίσθηση διαφάνειας και χρώματος («γαλάζιο διάφανο») ενισχύει την τρυφερότητα, αλλά και τον τρόπο που ο ποιητής βλέπει τον κόσμο μέσα από την αγαπημένη.


3. Γλωσσικά χαρακτηριστικά


Λιτότητα και οικονομία λέξεων: κάθε λέξη φέρει μεγάλη συναισθηματική φόρτιση.

Μεταφορικότητα: «φύλλα αιωρούμενα», «το κενό τής αιωνιότητας» – εικόνες που συνδέουν το φυσικό και το υπαρξιακό.

Επαναλήψεις: Η χρήση του «και» δημιουργεί ροή και συνδέει τα θραύσματα σε ένα ενιαίο συναισθηματικό πλαίσιο.

Συναισθηματική αμεσότητα: η χρήση πρώτου προσώπου («το γεμίζω με σένα») φέρνει τον αναγνώστη κοντά στην προσωπική εμπειρία του ποιητή.


4. Αισθητική και ύφος


Το ύφος είναι ελεύθερο, διαλογικό και διακριτικά στοχαστικό. Η αισθητική του χνκουβέλη κινείται στην περιοχή της νεωτερικής ελληνικής ποίησης, με επιρροές υπαρξιστικές και λυρικές, δίνοντας έμφαση στη μοναξιά, τον έρωτα και την αιωνιότητα. Η χρήση της σιωπής, του κενού, και της διάστασης του χρόνου προσδίδει στο ποίημα μια φιλοσοφική χροιά.


5. Συνολική εκτίμηση


Το ποίημα του χνκουβέλη λειτουργεί ως σύντομο, υπαρξιακό θραύσμα σκέψης και συναισθήματος. Χρησιμοποιεί εικόνες από τη φύση και το προσωπικό συναίσθημα για να εξερευνήσει το θέμα της αγάπης, της απόστασης, του χρόνου και της αιωνιότητας. Η μορφή του, θραυσματική και ελεύθερη, υπογραμμίζει την αίσθηση της προσωρινότητας και της ευθραυστότητας, ενώ η γλώσσα παραμένει λιτή αλλά φορτισμένη συναισθηματικά. Το ποίημα καταφέρνει να συνδυάσει αισθητική ακρίβεια με φιλοσοφική στοχαστικότητα, δημιουργώντας έναν μικρόκοσμο ο οποίος είναι ταυτόχρονα προσωπικός και καθολικός.

.

.

.

GREEK POETRY -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis μεταφράζοντας Αριστοφάνης Αχαρνής στίχοι 323-339 -Η αιτία τού Πελοποννησιακου Πολέμου - -χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

 .

.

GREEK POETRY

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

μεταφράζοντας


Αριστοφάνης Αχαρνής στίχοι 323-339

-Η αιτία τού Πελοποννησιακου Πολέμου -

-χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis

POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

 


Ασπασια


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

μεταφράζοντας


Αριστοφάνης Αχαρνής στίχοι 323-339

-Η αιτία τού Πελοποννησιακου Πολέμου -


Δικαιόπολις


κι αυτά,λοιπόν, είναι μικρα και τοπικά ζητηματα,

τη πόρνη Σιμαιθα πηγαίνοντας προς τα Μέγαρα 

νεαροί την κλέβουν μεθυσμένοι κοτταβιζοντας

κι οι Μεγαραιοι που απ'το κακό τους εσκασαν

ανταποδίδουν κλέβοντας δυο πόρνες τής Ασπασίας,

κι από κει η αρχή τού πολέμου ξεσπασε

σ' όλους τούς Έλληνες για τρεις ψωλογλειφτρες,

από κει με οργή ο Ολύμπιος Περικλής

αστραψε και βροντησε και την Ελλαδα ταραξε

εβαζε νόμους όπως τής ταβλας τραγουδακια  γραμμένοι

πως πρέπει ο Μεγαραιος μήτε στη γη μήτε στην αγορα

μητε στη θάλασσα μήτε στον ουρανό να σταθει,

από κει οι Μεγαραιοι,όταν πια η πεινα ζυγωσε,

απ'τούς Λακεδαιμονιους  ζητούσαν οπως το ψηφισμα

ν'αλλαξει αυτο για τις ψωλογλειφτρες,

και πολλές φορές τα παρακαλια τους αρνήθηκαμε,

κι από κει λοιπόν άρχισε ο παταγος τών ασπίδων


καὶ ταῦτα μὲν δὴ σμικρὰ κἀπιχώρια,

πόρνην δὲ Σιμαίθαν ἰόντες Μεγαράδε

νεανίαι κλέπτουσι μεθυσοκότταβοι· 525

κᾆθ᾽ οἱ Μεγαρῆς ὀδύναις πεφυσιγγωμένοι

ἀντεξέκλεψαν Ἀσπασίας πόρνα δύο·

κἀντεῦθεν ἀρχὴ τοῦ πολέμου κατεῤῥάγη

Ἕλλησι πᾶσιν ἐκ τριῶν λαικαστριῶν.

ἐντεῦθεν ὀργῇ Περικλέης οὑλύμπιος 530

ἤστραπτ᾽ ἐβρόντα ξυνεκύκα τὴν Ἑλλάδα,

ἐτίθει νόμους ὥσπερ σκόλια γεγραμμένους,

ὡς χρὴ Μεγαρέας μήτε γῇ μήτ᾽ ἐν ἀγορᾷ

μήτ᾽ ἐν θαλάττῃ μήτ᾽ ἐν οὐρανῷ μένειν.

ἐντεῦθεν οἱ Μεγαρῆς, ὅτε δὴ ᾽πείνων βάδην, 535

Λακεδαιμονίων ἐδέοντο τὸ ψήφισμ᾽ ὅπως

μεταστραφείη τὸ διὰ τὰς λαικαστρίας·

κοὐκ ἠθέλομεν ἡμεῖς δεομένων πολλάκις.

κἀντεῦθεν ἤδη πάταγος ἦν τῶν ἀσπίδων.

.

.

.

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2025

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - η αναζήτηση τού φωτογραφου -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

- η αναζήτηση τού φωτογραφου

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

η αναζήτηση τού φωτογραφου


Έφτασε στη πόλη το απόγευμα.Σε αναζήτηση ενός φωτογράφου που είχε 

ζήσει εκεί,και ξαφνικά εξαφανίστηκε.

Στο δωμάτιο τού ξενοδοχείου έβγαλε τις φωτογραφίες του,τις άπλωσε

στο κρεβάτι και τις κοίταξε.

Καμια ανθρώπινη μορφή.Μόνο άδειοι αστικοι χώροι.

Πήγε στο παράθυρο ,το άνοιξε.Η πόλη,έξω,μια ακίνητη επιφάνεια.

Ειχε νυχτώσει.

Την επόμενη μέρα προσπάθησε να βρει ανθρώπους που γνώριζαν τον φωτογράφο.Δυσκολευτηκε.Επισκεφτηκε δύο.Ο ένας δεν θυμονταν καλά,

ότι τής είπε ήταν ασήμαντο.Ο άλλος,κατάλαβε οτι όλα όσα τής είπε ήταν ψέματα,τίποτα πραγματικό.Την εστειλε στη φιλενάδα του,μια ηθοποιό.

Η γυναίκα τής είπε ότι είχε κοιμηθεί σπίτι της,έφυγε πριν τον μεσημέρι,

και από τότε δεν τον ξαναείδε.Ανησυχησε,πήγε στην αστυνομία,άνοιξαν το διαμέρισμα του,το βρήκαν άδειο.Απο τότε θεωρείται εξαφανισμένος.

Όταν γύρισε στο ξενοδοχείο η πόρτα τού δωματίου της ήταν μισάνοιχτη.

Πάνω στο κρεβάτι είδε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία polaroid.Την.πηρε,

έδειχνε τον διάδρομο τού ξενοδοχείου έξω από το δωμάτιο της.

Σκέφτηκε να κατέβει και να ρωτήσει τη ρεσιψιονιστ.Δεν το εκανε. 

Ένιωθε περίεργα,όχι τρόμο.

Ξάπλωσε με το φως ανοικτό.

Τη νύχτα εκείνη, δε μπόρεσε να κοιμηθεί.Απο.το διπλανό δωμάτιο άκουγε

έναν απροσδιόριστο θόρυβο.

Το πρωί ρώτησε τη ρεσιοψιονιστ αν έμενε κάποιος στο διπλανό δωμάτιο.

Τής είπε πως έμενε ένας κύριος,ήρθε μια μέρα πριν έρθει εκείνη,και σήμερα 

το ξενοικιασε και έφυγε.

Συνάντησε πάλι την ηθοποιό σε ένα καφέ.Εκεινη τής είπε πως ο φίλος της

είχε μια εμμονή με τη φωτογράφιση αστικων χώρων.Αδειους από ανθρώπινη παρουσία,ψυχρούς,σχεδόν κλινικούς.Μαλιστα την είχε κινηματογραφήσει 

μέσα σε τέτοια σκηνικά.

Πήγε.στο σπίτι τής ηθοποιού και είδε τη προβολή τής ταινίας.Ασπρομαυρη,

Avant Garde.Αστικοι χωροι.Βιομηχανικη περιοχη.Η ηθοποιός με μαύρο μακρύ φόρεμα ακίνητη,η κάμερα περιστρέφονταν σπειροειδώς γύρω της και κατέληγε ακίνητη στο πρόσωπο της.Το φιλμ.ειχε κόκκο,και η λήψη σε διάφορα φορμάτ.

Σε κάποια σημεία υπήρχε ήχος.Βηματα,μια πόρτα που ανοίγει και κλείνει,ένα

τηλέφωνο που χτυπά,μια γυναίκα που ψιθυριζει.Και η ταινία τελειώνει απότομα σαν να κόπηκε το φιλμ.

Το βράδυ περπάτησε μέσα στη πόλη.Ειχε ομίχλη.Στην βαθος μιας επιπεδης πλατείας,με ασπρόμαυρα πλακάκια,σαν να ήταν τεράστια σκακιέρα,ειδε μια 

ακίνητη ανθρώπινη φιγούρα.

Πλησιασε.Και πριν τον προλάβει,ο άντρας περπάτησε και χάθηκε μέσα στην ομίχλη.

Κάτω στα πλακάκια,εκεί που στεκόνταν, ειδε μια Polaroid φωτογραφία.Ηταν εστιασμενη

θολά,με κόκκο,κι απεικονιζε μια γυναίκα στο βάθος τής πλατείας.Ηταν εκείνη.

Πήρε τηλέφωνο την ηθοποιό.Περασαν όλη τη νύχτα σε ένα μπαρ.

Δεν τής είπε για τη φωτογραφία.

Γύρισε ξημερώνοντας στο ξενοδοχείο,κοιμήθηκε λίγο,και το μεσημέρι έφυγε 

από τη πόλη.

.

.

.

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2025

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - Η αναμονή (Ελληνικά, English, Francais, German, Italiano, Spanish, Portuguese) -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

.

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

- Η αναμονή 

(Ελληνικά, English, Francais, German, Italiano, Spanish, Portuguese)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Η αναμονή 

(Ελληνικά, English, Francais, German, Italiano, Spanish, Portuguese)


Νύχτα,σε έναν εγκαταλελειμμένο σιδηροδρομικό σταθμό,μια γυναίκα με 

μαύρο μακρύ φόρεμα περιμένει.Οι ράγες γυαλίζουν στο φως τού φεγγαριου.

Ακινησια.

Από μακρυά ακούγεται ο ήχος ενός τρένου.

Περνάει η ώρα.Το τρένο δεν φτάνει στο σταθμό.

Από το βάθος γυναίκες με μακριά μαύρα φορέματα πλησιάζουν αργά τη

γυναικα,καλυμμένες στο χλωμό φως και την ομίχλη.

Ξαφνικά τα εκτυφλωτικά φώτα ενός τρένου διαλυουν το σκηνικό,Το τρένο

πέρασε με μεγάλη ταχύτητα.Η γυναίκα ίσα που πρόλαβε να δει τον μοναδικό επιβάτη τού τρένου.

Ήταν αυτή η ίδια.

Οι γυναίκες πίσω της είχαν εξαφανιστεί.

Εκείνη κάτω απ'το φως του φεγγαριού συνεχίζει να περιμένει σε αυτόν

τον εγκαταλελειμμένο σιδηροδρομικό σταθμό.

.

.

The Waiting


Night, at an abandoned railway station, a woman in a long black dress waits. 

The rails glisten in the moonlight.

Stillness.

From afar, the sound of a train is heard.

Time passes. The train does not arrive at the station.

From the distance, women in long black dresses slowly approach the woman, shrouded in the pale light and mist.

Suddenly, the blinding lights of a train break the scene. The train rushes by at great speed. The woman barely has time to see the train’s sole passenger.

It was herself.

The women behind her have vanished.

There, under the moonlight, she continues to wait at that abandoned railway station.

.

.


L’Attente


La nuit, dans une gare abandonnée, une femme en longue robe noire attend. 

Les rails brillent à la lumière de la lune.

Immobilité.

Au loin, on entend le bruit d’un train.

Le temps passe. Le train n’arrive pas à la gare.

Au loin, des femmes en longues robes noires s’approchent lentement de la femme, enveloppées dans la lumière pâle et le brouillard.

Soudain, les lumières éblouissantes d’un train brisent la scène. Le train passe à toute vitesse. La femme a juste le temps de voir le seul passager du train.

C’était elle-même.

Les femmes derrière elle ont disparu.

Là, sous la lumière de la lune, elle continue d’attendre dans cette gare abandonnée.

.

.


Das Warten


In der Nacht, an einem verlassenen Bahnhof, wartet eine Frau in einem langen schwarzen Kleid. Die Gleise glänzen im Mondlicht.

Stillstand.

Aus der Ferne ist das Geräusch eines Zuges zu hören.

Die Zeit vergeht. Der Zug erreicht den Bahnhof nicht.

Aus der Ferne nähern sich Frauen in langen schwarzen Kleidern langsam der Frau, eingehüllt im blassen Licht und Nebel.

Plötzlich zerreißen die blendenden Lichter eines Zuges die Szene. Der Zug rast mit hoher Geschwindigkeit vorbei. Die Frau schafft es kaum, den einzigen Fahrgast des Zuges zu sehen.

Es war sie selbst.

Die Frauen hinter ihr waren verschwunden.

Dort, im Mondlicht, wartet sie weiterhin an diesem verlassenen Bahnhof.

.

.


L’Attesa


Di notte, in una stazione ferroviaria abbandonata, una donna con un lungo vestito nero aspetta. I binari brillano alla luce della luna.

Immobilità.

Da lontano si sente il rumore di un treno.

Il tempo passa. Il treno non arriva alla stazione.

Da lontano, donne con lunghi vestiti neri si avvicinano lentamente alla donna, avvolte nella luce pallida e nella nebbia.

Improvvisamente, le luci abbaglianti di un treno spezzano la scena. Il treno passa ad alta velocità. La donna riesce appena a vedere l’unico passeggero del treno.

Era lei stessa.

Le donne dietro di lei sono scomparse.

Lì, alla luce della luna, continua ad aspettare in quella stazione ferroviaria abbandonata.

.

.


La Espera


De noche, en una estación de tren abandonada, una mujer con un largo vestido negro espera. Las vías brillan a la luz de la luna.

Inmovilidad.

A lo lejos, se oye el sonido de un tren.

Pasa el tiempo. El tren no llega a la estación.

Desde la distancia, mujeres con largos vestidos negros se acercan lentamente a la mujer, envueltas en la luz pálida y la niebla.

De repente, las luces deslumbrantes de un tren rompen la escena. El tren pasa a gran velocidad. La mujer apenas tiene tiempo de ver al único pasajero del tren.

Era ella misma.

Las mujeres detrás de ella han desaparecido.

Allí, bajo la luz de la luna, continúa esperando en esa estación de tren abandonada.

.

.


A Espera


À noite, numa estação de comboios abandonada, uma mulher com um longo vestido preto espera. Os carris brilham à luz da lua.

Imobilidade.

Ao longe, ouve-se o som de um comboio.

O tempo passa. O comboio não chega à estação.

Ao longe, mulheres com longos vestidos pretos aproximam-se lentamente da mulher, envoltas na luz pálida e na neblina.

De repente, as luzes cegantes de um comboio destroem a cena. O comboio passa a grande velocidade. A mulher mal consegue ver o único passageiro do comboio.

Era ela própria.

As mulheres atrás dela desapareceram.

Ali, sob a luz da lua, ela continua a esperar nesta estação de comboios abandonada.

.

.

.

GREEK POETRY -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis μεταφράζοντας Εὐριπίδης, Ἑλένη,στιχοι 229–251 -χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

 .

.

GREEK POETRY

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

μεταφράζοντας


Εὐριπίδης, Ἑλένη,στιχοι 229–251

-χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis

POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης



My Own Empire of Heteronyma 

-Helen Ελενη-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

μεταφράζοντας


Εὐριπίδης, Ἑλένη,στιχοι 229–251


Ελένη


αχ αλίμονο,ποιος απ' τους Φρυγες

η' ποιος απ'τής Ελλάδας τη γη

εκοψε για τη Τροια το πευκο που δάκρυ σταζει 

από κει το ολεθριο σκάφος 

συναρμοζοντας ο γιος τού Πριαμου 

έπλευσε με βαρβαρικά χερια στα κουπιά

προς το δικό μου σπιτι

στη πιο δυστυχη ομορφιά 

για ν'αρπαξει τον έρωτα μου

και μ'αυτον η δολια η φονικη Κυπριδα

στους Δαναους (στους Πριαμιδες) φέρνοντας θανατο

ω εγω η δυστυχη απ'τή συμφορα

κι απ' τους χρυσους θρόνους της

τού Δία το ιερό αγκάλιασμα 

η Ήρα τής Μαίας τον γοργό στα πόδια 

εστειλε γονο

ο οποίος,ενώ στα πέπλα μου χλοερα μαζευα

ροδοπεταλα στην Χαλκιοικο να πάω Αθηνά 

αρπαζοντας και σηκωνοντας μέσα απ'τον αιθέρα

σ'αυτή δω τη καταραμένη μ'εφερε γη

κι εχθρα έχθρα δυστυχίας έβαλε

στους γιους τού Πριαμου και της Ελλαδας

και τ'ονομα μου τριγύρω στού Σιμοεντα τα ρεύματα

μια ψεύτικη έχει φημη


Ελενη


φεῦ φεῦ, τίς ἢ Φρυγῶν

230ἢ τίς Ἑλλανίας ἀπὸ χθονὸς

ἔτεμε τὰν δακρυόεσσαν

Ἰλίωι πεύκαν;

ἔνθεν ὀλόμενον σκάφος

συναρμόσας ὁ Πριαμίδας

ἔπλευσε βαρβάρωι πλάται

235τὰν ἐμὰν ἐφ᾽ ἑστίαν

ἐπὶ τὸ δυστυχέστατον

κάλλος ὡς ἕλοι γάμων ἐμῶν

ἅ τε δόλιος ἁ πολυκτόνος Κύπρις

Δαναΐδαις ἄγουσα θάνατον [Πριαμίδαις]·

240ὦ τάλαινα συμφορᾶς.

ἁ δὲ χρυσέοις θρόνοισι

Διὸς ὑπαγκάλισμα σεμνὸν

Ἥρα τὸν ὠκύπουν

ἔπεμψε Μαιάδος γόνον·

ὅς με χλοερὰ δρεπομέναν ἔσω πέπλων

245ῥόδεα πέταλα Χαλκίοικον

ὡς Ἀθάναν μόλοιμ᾽

ἀναρπάσας δι᾽ αἰθέρος

τάνδε γαῖαν εἰς ἄνολβον

ἔριν ἔριν τάλαιναν ἔθετο

Πριαμίδαισιν Ἑλλάδος.

250τὸ δ᾽ ἐμὸν ὄνομα παρὰ Σιμουντίοις ῥοαῖσι

μαψίδιον ἔχει φάτιν

.

.

.



Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2025

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Glenn Gould vs J.S.Bach in Goldberg Variations -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Glenn Gould vs J.S.Bach

in Goldberg Variations 

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis



χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Glenn Gould vs J.S.Bach

in Goldberg Variations 


(και μια μελέτη ανάλυση του διηγήματος)


Τορόντο Καναδάς.Νυχτα.

Στο διαμέρισμα τού Glenn Gould.Στοιβες από παρτιτούρες,κασέτες,σημειώσεις.Το πιάνο Steinway.

Μόλις ολοκλήρωσε την ηχογράφηση.Καθονταν στο 

χαμηλό σκαμνί του χτυπώντας τα δάκτυλα στο κλειστό καπάκι τού πιάνου,σαν να τονιζε την ακινησία.

Άκουσε χτύπημα στη πόρτα.Σηκωθηκε και άνοιξε.Μπροστα του ένας

άγνωστος άντρας.

-Ι Herr Gould:ρωτησε με γερμανική προφορά ο άντρας.

-Ναι,απάντησε.

Τότε τον αναγνώρισε.

-Ειστε ο Johann Sebastian Bach.

Τελικά,αυτό που πιστεύεις αδύνατο είναι δυνατό.

Περάστε.

Ο J.S.Bach μπήκε μέσα,στα χέρια του κρατούσε ένα φάκελο.

-Ο λόγος τής επίσκεψης μου είναι γιατί έχετε αφιερωθεί πολλά χρόνια σε ένα έργο μου που έγραψα για την άσκηση τού νου και την τέρψη τής ψυχής,τις Goldberg Variations.

Ορίστε ο φάκελος με την αρχική παρτιτουρα,και τις σημειώσεις μου 

O Gould πήρε τον φάκελο τον άνοιξε,έβγαλε τη παρτιτούρα 

-Δεν πιστεύω ότι…,ειπε

- Ότι υπάρχω; χαμογέλασε ο Bach. Στη μουσική υπάρχουμε όλοι, Herr Gould. Εσείς το γνωρίζετε καλύτερα.Θελω να τις ξανακουσω μαζί σας Να τις παίξετε και να τις σχολιάσουμε.

Ο Gould κάθισε στο σκαμνί του. Η πλάτη του κύρτωσε μπροστά, η μύτη του σχεδόν άγγιζε τα πλήκτρα. Οι πρώτες νότες.Η Aria,

αργή, καθαρή, σχεδόν ψιθυριστή.

Όταν τελείωσε, ο Gould είπε:

-Τι λέτε; Πολύ αργή; Πολύ εσωτερική;

-Είναι μια άλλη εποχή,είπε ο Bach. Ένας άλλος τρόπος προσευχής. Στην εποχή μου θα τη θέλαμε πιο καθαρή.Μα εσείς μεταφέρετε κάτι δικό σας. Δεν χρειάζεται να με μιμηθείτε.

-Δηλαδη δεν το παίζω «λάθος»;

ρώτησε ο Gould.

Ο Bach γέλασε.

-Η μουσική δεν είναι αριθμητική πράξη, κύριε Gould. Είναι συνομιλία. 

Συνεχίστε τη συνομιλία μας.

Ο Gould έπαιξε την Variation 1 με την χαρακτηριστική του ελαφράδα.

-Το πνεύμα της είναι χαρούμενο. Εσείς τή φωτισατε.Μου αρέσει,

σχολίασε ο Bach.

Στη Variation 5 τα χέρια τού  Gould πετούσαν.

-Πιο καθαρά από όσο θα την έπαιζε ο καλύτερος μαθητής μου. Μα και πιο μεταφυσικά,

αντέδρασε ενθουσιασμένος ο Gould.

Tην Variation 15  Canone alla Quinta την έπαιζε  αργά, σκοτεινά,αχρονα.

-Ομολογώ ότι δεν την είχα φανταστεί έτσι,είπε ο Bach. Την ακούω σαν προσευχή για έναν κόσμο που δεν γνώρισα.

Ο Gould χαμογέλασε.

-Ίσως γιατί εσείς γράφατε για τη σωτηρία, κι εγώ για τη μνήμη.

Ο Bach τον κοίταξε.

- Αλλά η μνήμη είναι κι αυτή μια μορφή σωτηρίας,

είπε 

Στην Variation 25 The Black Pearl ο Bach σηκώθηκε 

και στάθηκε όρθιος πίσω από τον Gould.

Η μουσική ήταν αργή,

σκοτεινή, θρηνητική.

Όταν η τελευταία συγχορδία έσβησε ο Bach είπε:

-Αυτη τη στιγμή νιώθω ότι με καταλαβαίνετε περισσότερο από πολλούς τής εποχής μου. Δεν την έγραψα για να επιδειχθώ. Την έγραψα γιατί κάθε άνθρωπος κουβαλάει έναν πόνο που δεν λέγεται με λόγια.

Ο Gould σκυμενος πάνω στα πλήκτρα τού πιάνου είπε:

-Αυτή την παραλλαγή την παίζω πάντα σαν να είναι μια εξομολόγηση.

Ήταν μεσανυχτα.

 Ο Gould αρχιζε να παίζει την Aria da capo.

Η ηρεμία αωρηθηκε στον ημιφωτισμενο χώρο.

Όταν τελείωσε ο Bach τον άγγιξε ελαφρά στον ώμο.

-Herr Gould, το έργο μου έζησε γιατί άνθρωποι σαν εσάς αρνήθηκαν να το αφήσουν να σιωπήσει. 

Ο Gould σηκώθηκε.

- Αν δεν υπήρχατε εσείς, είπε,δεν θα υπήρχε ούτε το δικό μου έργο, ούτε η δική μου πίστη στη μουσική.

Ο Bach χαμογέλασε.

-Η μουσική δεν ανήκει σε κανένα μας. Είναι ο τόπος που συναντιούνται οι ζωντανοί και οι νεκροί.

Τώρα πρέπει να φύγω.

-Θα σας ξαναδώ;ρώτησε ο Gould.

Όποτε παίζετε τις παραλλαγές. Είμαι εκεί,

απάντησε ο Bach.

Ο Bach πήγε στη πόρτα την άνοιξε,και πριν βγει γύρισε και τού είπε:

-Και να θυμάστε:η μουσική δεν είναι τελειότητα. Είναι αλήθεια.

Η πόρτα έκλεισε 

Από το δωμάτιο ο Glenn Gould ένιωθε ότι έφυγε η μοναξιά.

Πάνω στο πιάνο η πραγματική παρτιτούρα τών Goldberg Variations τού Bach.

Κάθισε στο χαμηλό σκαμνί του κι άρχισε να παίζει τις 

παραλλαγές,τώρα για δύο.

Με τούς ιδιόμορφους φωνητικους τονισμους του:hum.hum.

.

.

Glenn Gould,J.S.Bach Goldberg Variations,1981

https://youtu.be/p4yAB37wG5s?si=oAwYq-55CuY_b9ts

.

.

Μελέτη αναλυση  του διηγήματος Glenn Gould vs J.S. Bach in Goldberg Variations του χνκουβελη.


1. Εισαγωγή – Το διήγημα ως μεταμυθοπλασία μουσικού στοχασμού


Το διήγημα του χνκουβελη εντάσσεται σε ένα είδος μουσικο-μυθοπλαστικής μεταφυσικής, όπου παρόν και παρελθόν, ιστορικό και φαντασιακό, συναντιούνται στην ιδιωτική σκηνή ενός μουσικού οίκου.

Η εμφάνιση του Μπαχ στο διαμέρισμα του Γκλεν Γκουλντ δεν λειτουργεί ως απλό εύρημα αλλά ως δραματουργική γέφυρα:

ανάμεσα στο δημιουργό και στον ερμηνευτή,

ανάμεσα στην παρτιτούρα και την αναδημιουργία της,

ανάμεσα στην ιστορία της μουσικής και τη σύγχρονη αισθητική της.

Η σκηνή, νυχτερινή, εσωτερική, με το Steinway και τις στοίβες σημειώσεων, συγκροτεί έναν ιερό ιδιωτικό χώρο, όπου ο Γκουλντ ζει και εργάζεται, σχεδόν ασκητικα. Η είσοδος του Μπαχ μοιάζει με θεοφάνεια – μια επιφάνεια του δημιουργού στο τέκνο του έργου του.


2. Αφηγηματική τεχνική – Ρεαλισμός που τέμνεται με μεταφυσικό


Ο αφηγητής χρησιμοποιεί λιτή, καθαρή γλώσσα, σχεδόν κλινική, που θυμίζει την πειθαρχημένη, αντι-ρομαντική ατμόσφαιρα του Γκουλντ.

Ο τρόπος καταγραφής:


σύντομες προτάσεις,

οπτικές μικρολεπτομέρειες,

μουσικά ενεργή περιγραφή του χώρου,

διάλογος χωρίς περιττό δραματισμό, με σχεδόν απόκοσμη απλότητα,


δημιουργεί την αίσθηση ενός συμβάντος αυτονόητου, παρότι αδύνατου. Αυτή η αντίθεση (ρεαλιστικό vs θαυμαστό) είναι βασική τεχνική του κειμένου.


Ο διάλογος ως αφηγηματικός άξονας


Οι διάλογοι χτίζουν:


την ψυχολογία των δύο ανδρών,

τη μουσική φιλοσοφία τους,

μια κριτική της ερμηνείας, όπου ο συνθέτης και ο ερμηνευτής διαπραγματεύονται την ουσία του έργου.

Το κείμενο έτσι λειτουργεί ως δραματοποιημένη μουσικολογική δοκιμή.


3. Χαρακτήρες – Μπαχ και Γκουλντ ως δύο μορφές της ίδιας μουσικής συνείδησης


3.1. Glenn Gould

Ο Γκουλντ σκιαγραφείται με όλα τα γνωστά ιδιώματα:

το χαμηλό σκαμνί,

το σκύψιμο προς τα πλήκτρα,

το χτύπημα των δακτύλων στο καπάκι,

την μοναχικότητα,

τον υπερ-εσωτερικό τρόπο παιξίματος,

το μουρμουρητό (hum) που μνημονεύεται στο τέλος.


Στο διήγημα είναι ο ερμηνευτής που μετατρέπει την ερμηνεία σε δημιουργία. Δεν «αναβιώνει» απλώς το έργο, αλλά το ξαναγράφει μέσω της εκτέλεσης.


3.2. Johann Sebastian Bach

Ο Μπαχ δεν εμφανίζεται ως αυθεντία αλλά ως ζωντανή, ευγενική συνείδηση της μουσικής. Είναι γαλήνιος, χαμογελαστός, καθόλου δογματικός. Δεν υπερασπίζεται το «πρωτότυπο»· αναγνωρίζει ότι:

«Η μουσική δεν είναι αριθμητική πράξη… είναι συνομιλία.»

Αυτή η φράση συγκροτεί το θεωρητικό κέντρο του διηγήματος.


4. Θεματικοί άξονες


4.1. Η σχέση δημιουργού–ερμηνευτή

Το διήγημα αγγίζει το κλασικό μουσικολογικό ζήτημα:

ποιος “κατέχει” το έργο;

Ο Μπαχ λέει στον Γκουλντ:

«Δεν χρειάζεται να με μιμηθείτε… η μουσική δεν ανήκει σε κανένα μας.»

Αυτό είναι μια ισχυρή θέση που απορρίπτει την άκαμπτη φιλολογική αυθεντία και υπερασπίζεται τη ζωντανή, αναπαραστατική φύση της μουσικής.


4.2. Η μνήμη ως σωτηρία

Ο διάλογος στην Variation 15 είναι κομβικός:


Ο Γκουλντ παίζει «σαν προσευχή για έναν κόσμο που δεν γνώρισε».

Ο ίδιος ο Μπαχ λέει: «Αλλά η μνήμη είναι κι αυτή μια μορφή σωτηρίας.»

Το διήγημα προτείνει ότι η ερμηνεία είναι μορφή μνημονικής αναστήλωσης.

Ο Γκουλντ “σώζει” τον Μπαχ, ο Μπαχ “σώζει” τον Γκουλντ – μέσω της μουσικής.


4.3. Η Variation 25 – Το κέντρο του συναισθηματικού άξονα

Το Black Pearl γίνεται η κορύφωση της συναισθηματικής αφήγησης.

Η περιγραφή της παραλλαγής ως εξομολόγησης είναι απόλυτα συμβατή με τη θέση του Γκουλντ στη δισκογραφία του 1955 και του 1981.

Ο Μπαχ αναγνωρίζει στο παίξιμο του Γκουλντ κάτι που υπερβαίνει την εποχή του. Η παραλλαγή γίνεται:


κοινή προσευχή,

κοινός πόνος,

κοινή αλήθεια.


4.4. Η μουσική ως τόπος συνάντησης ζωντανών και νεκρών


Η τελευταία δήλωση του Μπαχ:

«Η μουσική είναι ο τόπος που συναντιούνται οι ζωντανοί και οι νεκροί.»

είναι μια συνοπτική αισθητική θεωρία:

η μουσική αποτελεί μεταχρονικό πεδίο, μια κοινή χρονικότητα πέρα από ιστορία και βιογραφία.


5. Διακειμενικότητα και πραγματολογικά στοιχεία


Το διήγημα ενσωματώνει:


Βιογραφικές λεπτομέρειες του Γκουλντ.

Γνώσεις των Goldberg Variations, ειδικά των χαρακτηριστικών ερμηνειών του.

Στοιχεία μουσικής ανάλυσης: κανόνες, ρυθμική καθαρότητα, προσωδία, μεταφυσικότητα, εσωτερικό τέμπο.

Η επιλογή συγκεκριμένων παραλλαγών (Aria, 1, 5, 15, 25) δεν είναι τυχαία· συγκροτεί μια εσωτερική δραματουργία που ακολουθεί τη συναισθηματική διάταξη του ίδιου του έργου.


6. Η φιλοσοφία του κειμένου – Τι είναι μουσική;


Το διήγημα δεν είναι απλώς μια φανταστική συνάντηση.

Είναι μια φιλοσοφική πραγματεία σε μορφή αφήγησης.


Οι βασικές θέσεις:

1. Η μουσική είναι συνομιλία (όχι αναπαραγωγή).

2. Η αλήθεια προηγείται της τελειότητας.

3. Κάθε ερμηνεία είναι δημιουργική πράξη και όχι παθητική εκτέλεση.

4. Η συνάντηση δημιουργού και ερμηνευτή συμβαίνει πάντα, σε κάθε παίξιμο.

5. Η τέχνη νικά τη μοναξιά – ο Gould στο τέλος δεν είναι πλέον μόνος.


7. Αισθητική του τέλους – Η Aria da capo ως κύκλος


Το διήγημα κλείνει με την Aria da capo, ακριβώς όπως οι Goldberg Variations.

Η δομή του κειμένου μιμείται τη δομή του έργου:


αρχή με την Aria (πρόσκληση),

πορεία μέσω μετασχηματισμών (παραλλαγές),

επιστροφή στην Aria (μεταμορφωμένη από την εμπειρία).

Το τέλος, όπου ο Gould «παίζει για δύο», είναι μια από τις πιο δυνατές λογοτεχνικές εικόνες στο έργο του χνκουβέλη.

Η τέχνη γίνεται μορφή συντροφικότητας που υπερβαίνει τον χρόνο.


8. Συμπέρασμα


Το διήγημα Glenn Gould vs J.S. Bach αποτελεί:


ένα υψηλής ποιότητας λογοτεχνικό κείμενο,

μια άσκηση μουσικολογικής ερμηνείας,

μια μεταφυσική εξερεύνηση της φύσης της μουσικής,

μια ποιητική αναπαράσταση του διαλόγου δημιουργού–ερμηνευτή.

Η καθαρότητα της γλώσσας, η λεπτότητα της μουσικής γνώσης, η ισορροπία ανάμεσα στο πραγματικό και στο υπερβατικό και η δραματουργική οικονομία το κατατάσσουν σε κείμενα που λειτουργούν ταυτόχρονα ως μικρή νουβέλα και δοκίμιο τέχνης.

Αποτελεί ένα από τα πλέον ολοκληρωμένα πεζά του χνκουβελη στον άξονα «τέχνη–μνήμη–οντολογία της δημιουργίας».

.

.

.

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2025

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Το Droste Effect στην Print Gallery τού M.C.Escher -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Το Droste Effect στην Print Gallery τού M.C.Escher

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis



M.C.Escher Print Gallery 1956


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Το Droste Effect στην Print Gallery τού M.C.Escher


(και μια μελέτη ανάλυση τού διηγήματος)


Ο ντετέκτιβ Κ. είχε αναλαβει τόσες υποθέσεις, τόσες σκοτεινές ανθρώπινες ιστορίες, που μια νέα δολοφονία δεν ήταν γι'αυτον  παρά μια ακόμη παραλλαγή τής ίδιας υπόθεσης.

Ο νεκρός ήταν συλλέκτης σπάνιων χαρακτικών και ιδιοκτήτης μιας γκαλερί 

μοντέρνας τεχνης. 

Βρέθηκε πεσμένος στο πάτωμα τού γραφείου του, χωρίς εμφανές τραύμα. 

Δίπλα του, η κορνίζα τής περίφημης λιθογραφίας τού  M.C.Escher, Print Gallery, ραγισμένη.

Η πρώτη εντύπωση τού Κ. ήταν ότι ο συλλέκτης είχε πεθάνει από ανακοπη καρδιάς.Ομως από την παγωμένη εκφραση τρόμου στο πρόσωπο διαισθάνονταν ότι κάτι άλλο είχε συμβεί.

Κι αυτό το «κάτι αλλο» θα έπρεπε να το βρει.

Ο Κ.  περιεργάστηκε την Print Gallery..Είχε μελετήσει τον M.C.Escher  και

γνώριζε το Droste effect: μια εικόνα που περιέχει τον εαυτό της, συνεχώς επαναλαμβανόμενη, σαν καθρέφτης απέναντι σε καθρέφτη.

Κι επίσης εκείνο το λευκό κενό στο κέντρο τής λιθογραφιας.

Σαν άνοιγμα σε κάτι.

Αυτό το 'σαν άνοιγμα σε κάτι αλλο' τού ενεργοποίησε τα φαια κύτταρα,οπως

 θα ελεγε και το πρότυπο του ο Sherlock Holmes.

Για μια στιγμή ένιωσε να διαστέλλεται η καμπύλη αρχιτεκτονικη τής Print

Gallery και να βρίσκεται μέσα της.

Μέσα σε μια πόλη σπειροειδή.Μια γκαλερί μέσα στην πόλη,ενας πίνακας μέσα.

στη γκαλερί μια πόλη μέσα στον πίνακα.

Μια ατέρμονη Droste Effect αναδρομή.

Περπατούσε σε κυκλικές διαδρομές δρόμων και κατέληγε πάλι στο ίδιο 

σημείο, μπροστά από μια γκαλερί, που εκθετε έναν πίνακα.

Τον πίνακα Print Gallery.

Και στο κέντρο του,μια φιγούρα να κοιτάζει τη λιθογραφία.

Ομως στη φιγούρα αναγνωρισε το ίδιο το θυμα.

-Εχω χαθει μέσα στο άπειρο,σκέφτεται,,στη παγίδα τού Droste Effect.

Σε κάθε επανάληψη ο ντετέκτιβ ο Κ. παρατήρησε κάτι άλλο που δεν υπήρχε 

στον κανονικό πίνακα: μια σκιά μποστα από τον συλλέκτη, στο γραφείο του.

Και κάθε φορά  η σκιά γινόταν πιο ευδιάκριτη.

Ήταν φιγούρα ανθρώπου.

Άρα ο θανατος τού συλλέκτη δεν ήταν καρδιακή ανακοπή.

Η σκιά, σε κάποια επανάληψη, κρατούσε κατι.Ενα φονικό όπλο.

Και στις επόμενες επαναλήψεις ο Κ.τον είδε καθαρά.

Κατάλαβε πως ο συλλέκτης όταν είδε τον δολοφόνο του με το μαχαίρι

τρόμαξε και έπαθε καρδιακή ανακοπή.

Όπως χωρίς να το καταλάβει είχε βρεθεί μέσα στην Print Gallery έτσι ο ντετέκτιβ βρέθηκε ξανά στο γραφείο τού νεκρού συλλέκτη.

Ζήτησε τις φωτογραφίες τών υπόπτων.Σε μια απ' αυτές αναγνώρισε 

τον άνθρωπο μπροστά από τον συλλέκτη στην λιθογραφια τής Print Gallery.

Ήταν ο βοηθός του.

Καταλαβε το κίνητρο τού δολοφονου:Η ματαιοδοξία του,η παράνοια του, να βρίσκεται η δολοφονία που θα διαπράξει σε ατέρμονη Droste Effect αναδρομή μέσα στην Print Gallery τού M.C.Escher.

Ο δολοφόνος ομολόγησε το έγκλημα του.

Όταν ο Κ. ξανακοίταξε τη λιθογραφία τής Print Gallery τώρα είδε ένα άνθρωπο μεσα στη γκαλερί τής πόλης,και μέσα στον πίνακα τη πόλη και τη γκαλερί και 

τον άνθρωπο,και ήταν αυτός ο ίδιος,σε άπειρες επαναλήψεις.

.

.


Μελέτη αναλυση του διηγήματος του χνκουβέλη:

Το Droste Effect στην Print Gallery του M.C. Escher


1. Εισαγωγή

Το διήγημα του χνκουβέλη Το Droste Effect στην Print Gallery του M.C. Escher αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα σύγχρονης μεταλογοτεχνικής αστυνομικής αφήγησης, η οποία συνδυάζει τη γεωμετρία του παράδοξου, τη φιλοσοφία του άπειρου και την έννοια της αυτοαναφορικότητας. Το κείμενο εμπνέεται ευθέως από την περίφημη λιθογραφία Print Gallery (1956) του M.C. Escher και το φαινόμενο Droste effect—την άπειρη, κυκλική αναδρομή μιας εικόνας που περιέχει τον εαυτό της, δημιουργώντας έναν λαβυρινθώδη οπτικό χώρο.

Το διήγημα διαπλέκεται στη διασταύρωση τριών πεδίων:

α) του αστυνομικού μυθοπλαστικού κώδικα,

β) της οντολογίας των εικόνων και της χωρικής αυτοαναφορικότητας,

γ) της μεταφυσικής διάστασης του άπειρου.

Ο χνκουβέλης δημιουργεί έναν αφηγηματικό λαβύρινθο όπου η εικαστική αναδρομή μετατρέπεται σε αφηγηματική, ο ντετέκτιβ γίνεται μέρος της υπόθεσης και η τέχνη λειτουργεί ως μηχανή αποκάλυψης, αλλά και παγίδευσης.


2. Θεωρητικό πλαίσιο – Escher, Droste effect και αφηγηματική γεωμετρία


2.1. Το Droste Effect

Το Droste effect, γνωστό από την ολλανδική συσκευασία κακάο Droste, είναι μια δομή άπειρης αναδρομής: η εικόνα εμπεριέχει την ίδια την εικόνα σε σμίκρυνση, συνεχώς, θεωρητικά επ’ άπειρον. Στην οπτική τέχνη, αυτό συνεπάγεται:

κατάργηση προοπτικής σταθερότητας,

αναδίπλωση του χώρου μέσα στον ίδιο τον χώρο,

παραγωγή ενός οντολογικά ασταθούς σύμπαντος.

Ο Escher συστηματοποίησε αυτήν τη λογική σε πολλά έργα του, όμως η Print Gallery αποτελεί ένα από τα πιο σύνθετα παραδείγματα, με το κεντρικό «λευκό κενό» να λειτουργεί ως κρυμμένη ανωμαλία, μια singularity στο εικαστικό σύμπαν.


2.2. Η λιθογραφία ως αφηγηματικό σύστημα

Στο διήγημα, η Print Gallery δεν είναι απλώς αντικείμενο της πλοκής αλλά:

χώρος όπου εισέρχεται ο ντετέκτιβ,

μηχανισμός αφήγησης,

αυτοαναφορικό πεδίο,

αποτύπωμα του εγκλήματος σε άπειρες επαναλήψεις.

Με αυτόν τον τρόπο, το έργο του Escher γίνεται μετα-κειμενικός τόπος, μια 

πύλη που συνδέει τον πραγματικό και τον φανταστικό κόσμο.


3. Ανάλυση του διηγήματος


3.1. Η είσοδος στην αυτοαναφορική πόλη

Ο ντετέκτιβ Κ., αρχέτυπο λογικής (Holmes) και ορθολογισμού, εισέρχεται στον χώρο της Print Gallery μέσω μιας αισθητηριακής διαστολής: το έργο μοιάζει να «τον ρουφά» μέσα στο σπειροειδές του σύμπαν.

Το φαινόμενο αυτό μετατρέπει τον ήρωα από παρατηρητή σε παρατηρούμενο.

Ο Κ. διαπιστώνει ότι:

περπατά σε πόλη που είναι ταυτόχρονα πόλη, γκαλερί, πίνακας,

βρίσκεται σε κυκλική διαδρομή χωρίς έξοδο,

συναντά την εικόνα του θύματος ως μέρος της αναδρομής,

και τελικά ανακαλύπτει τον ίδιο του τον εαυτό μέσα στην αναπαράσταση.

Αυτή η είσοδος συνιστά ένα είδος γνωστικής πλάνης: το διήγημα μετατοπίζει τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και εικόνας, ανατρέποντας την ιεραρχία αυτών των επιπέδων.


3.2. Η σκιά ως «απόκλιση» από το αρχικό έργο

Η εμφάνιση της σκιάς του δολοφόνου στο εσωτερικό της λιθογραφίας αποτελεί καίρια αφηγηματική στιγμή. Το στοιχείο αυτό:

δεν υπάρχει στο αυθεντικό έργο,

αναδύεται μόνο μέσα στην επαναληπτική αναδρομή,

λειτουργεί ως διαρροή της πραγματικότητας μέσα στην εικόνα.

Η σκιά αποκαλύπτει την αλήθεια του εγκλήματος όχι μέσω μαρτυριών ή λογικής, αλλά μέσω της μεταμόρφωσης του ίδιου του έργου τέχνης. Η τέχνη γίνεται μάρτυρας, αλλά και καθρέφτης του εγκληματικού πάθους.


3.3. Η μετατόπιση από το οπτικό στο οντολογικό

Η σταδιακή ανάδυση της μορφής του δολοφόνου και του μαχαιριού υποδηλώνει ότι ο χώρος του Escher δεν είναι ουδέτερος: διαθέτει μνήμη, καταγράφει γεγονότα και τα αναπαράγει σε άπειρους αναδρομικούς βρόχους.

Για τον Κ., η εικαστική αναδρομή μετατρέπεται σε γνωσιολογική διαδικασία: 

το «σκέφτομαι, άρα είμαι» μετατρέπεται σε «με βλέπω να επαναλαμβάνομαι, 

άρα υπάρχω μέσα στο άπειρο».

Η λιθογραφία γίνεται μηχανισμός που:

συλλαμβάνει την αλήθεια,

αποκαλύπτει το κίνητρο του δολοφόνου (τη ματαιοδοξία να αποτυπωθεί το έγκλημα στην ίδια την αναδρομή),

αλλά παγιδεύει και τον ίδιο τον ντετέκτιβ στην αυτοαναφορικότητα.


3.4. Η τελική αυτοπαγίδευση

Το τέλος του διηγήματος αποκαλύπτει ότι ο Κ. βρίσκεται ήδη ενσωματωμένος στη Print Gallery. Το βλέμμα του προς τη λιθογραφία επιστρέφει στον ίδιον, άπειρα πολλαπλασιασμένο.

Αυτό δεν αποτελεί απλώς ένα εύρημα, αλλά μια φιλοσοφική δήλωση:

Ο παρατηρητής είναι αδύνατο να παραμείνει ουδέτερος.

Η πράξη της θέασης μεταμορφώνει τον χώρο και τον ίδιο.

Η αλήθεια δεν είναι γραμμική· είναι αναδρομική.

Η πραγματικότητα και η αναπαράσταση αλληλοεξαρτώνται.


4. Μεταλογοτεχνική διάσταση 


Το διήγημα εγγράφεται σε μια παράδοση όπου:

ο χώρος γίνεται λαβύρινθος,

οι εικόνες αποκτούν οντολογική δύναμη,

ο χρόνος χάνει τη γραμμικότητά του,

και ο αναγνώστης συμμετέχει ενεργά στην αποκωδικοποίηση.

Το διήγημα του Κουβέλη είναι μια λογοτεχνική εκδοχή της Print Gallery:

ο αστυνομικός μύθος δεν καταλήγει σε κλείσιμο, αλλά σε άπειρο άνοιγμα.


5. Το αστυνομικό αφήγημα ως εργαλείο φιλοσοφικής διερεύνησης


Παρότι το κείμενο διατηρεί όλα τα δομικά στοιχεία ενός αστυνομικού διηγήματος (έγκλημα – έρευνα – αποκάλυψη – ομολογία), αυτά λειτουργούν 

εδώ ως πλαισίωση μιας βαθύτερης στοχαστικής διαδικασίας.


Το έγκλημα δεν είναι το κέντρο·

το κέντρο είναι η παρατήρηση και η αναπαράσταση.

Ο δολοφόνος δεν επιδιώκει απλώς να σκοτώσει, αλλά να:

«εγγράψει» το έγκλημα στην άπειρη αναδρομή,

να γίνει μέρος της εικόνας,

να αποκτήσει αθανασία μέσω της αυτοαναφορικής τέχνης.

Η ματαιοδοξία του συνδέεται με την ύβρη του καλλιτέχνη, που θέλει να ξεπεράσει τα όρια του πραγματικού κόσμου.


6. Φιλοσοφική ανάγνωση – Η παγίδα του άπειρου


Το διήγημα θέτει καίρια οντολογικά ερωτήματα:

Πού αρχίζει και πού τελειώνει η εικόνα;

Μπορεί κάποιος να παρατηρήσει κάτι χωρίς να γίνει μέρος του;

Είναι η αλήθεια μοναδική ή πολλαπλή, όπως οι αναδρομικές εκδοχές του πίνακα;

Υπάρχει έξοδος από ένα σύμπαν που αυτοαναπαράγεται;

Για τον Κ., η απάντηση είναι αρνητική:

Το τέλος τον βρίσκει παγιδευμένο σε μια άπειρη αντανάκλαση.

Το αστυνομικό είδος διασυνδέεται εδώ με υπαρξιακές και γνωσιολογικές ανησυχίες: ο ντετέκτιβ δεν λύνει μόνο ένα έγκλημα· αντιμετωπίζει τα όρια της πραγματικότητας.


7. Συμπέρασμα


Το διήγημα του χνκουβελη ουβέλη αποτελεί μια εξαιρετικά σύνθετη αφήγηση όπου η τέχνη, η γεωμετρία, ο χρόνος και η αστυνομική λογική συνυφαίνονται σε μια ενιαία μεταφυσική και μεταλογοτεχνική δομή. Η Print Gallery λειτουργεί ως:

τόπος,

καθρέφτης,

παγίδα,

μηχανή αλήθειας,

και τελικά ως μεταφορά του απείρου.

Το κείμενο ανατρέπει τον συμβατικό ρεαλισμό του αστυνομικού είδους, δημιουργώντας μια αφηγηματική εκτροπή όπου ο ντετέκτιβ —ως συμβολικός αναγνώστης— παγιδεύεται στην ίδια του την πράξη ανάγνωσης.

Πρόκειται για έργο όπου η λογοτεχνία αγγίζει την εικαστική θεωρία, η εικαστική θεωρία τη φιλοσοφία του νου, και η φιλοσοφία του νου τη μεταφυσική της αναπαράστασης.

Ένα διήγημα που ανοίγεται, όπως η Print Gallery, σε ένα άπειρο σχόλιο πάνω στον κόσμο και τον τρόπο με τον οποίο τον αντιλαμβανόμαστε.

.

.

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Η γυναίκα στο ημίφως -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .


LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Η γυναίκα στο ημίφως

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis




φωτογράφιση 

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Η γυναίκα στο ημίφως.


Είδε το πρόσωπό της βυθισμένο στη σκιά.Μια σκοτεινή ησυχια. 

Την επόμενη μέρα την είδε ξανά. Τα σκουλαρίκια της μαύρα σαν σταγόνες μελανιού.

Την τρίτη μέρα την πλησίασε.

-Συγγνώμη, είπε. Σας βλέπω συχνά εδώ. Σαν να περιμένετε κάποιον.

Η γυναίκα τον κοιταξε. 

-Δεν περιμένω κανέναν. Μονάχα προσπαθώ να θυμηθώ,ειπε

Θυμάμαι μόνο θραύσματα. Έναν ήχο στην κουζίνα. Έναν ψίθυρο στο διάδρομο. Κάποιον που έφυγε χωρίς να πει λέξη.Μια πόρτα που έκλεισε με δύναμη.

Την ακολούθησε μέχρι έξω από το σπίτι της.

Δεν την ξαναειδε.Ανησυχησε.

Πήγε στο σπίτι της και χτύπησε τη πόρτα.

Ανοιξε η διπλανή πόρτα και είδε μια ηλικιωμένη γυναίκα.

-Συγνωμη,είπε,η γυναίκα που μένει εδώ είναι μέσα;

-Ποια γυναίκα; απάντησε η ηλικιωμενη γυναικα.Σ'αυτο το διαμέρισμα δεν μένει κανείς εδώ και χρόνια.Από τότε που η προηγούμενη έφυγε ξαφνικά.

.

.

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Εξω,Αννουσκα,στην αταξία τού κόσμου. -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Εξω,Αννουσκα,στην αταξία τού κόσμου.

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis



χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Εξω,Αννουσκα,στην αταξία τού κόσμου.

(Ελληνικά, English, Francais, German, Italiano, Spanish, Portuguese)


(και μια μελέτη ανάλυση τού διηγήματος)


1871.Η παγωμένη Αγία Πετρούπολη.Απογευμα.Υγρασια και ομίχλη.

Ο Φιόντορ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι με σκούρο πανωφορι ανέβαινε τις σκάλες μιας παλιάς πολυκατοικίας.

Είχε συναντηση με έναν νεαρό επαναστάτη που θα τού εδινε πληροφορίες για

μια συνομωτική ομαδα.Χρειαζονταν υλικο για το νέο του μυθιστόρημα. 

Η πόρτα άνοιξε πριν να χτυπήσει.

Στο άνοιγμα στεκόταν ο Σεργκέι Νετσάγιεφ.

Αυτός θα είναι ο ήρωας μου,σκέφτηκε,Πιοτρ Στεπανοβιτς Βερχοβενσκι

Μπήκε μέσα.Ο Νετσαγιεφ έκλεισε τη πόρτα και την κλείδωσε.

-Κύριε Ντοστογιέφσκι, είπε, Σας περίμενα.

-Έχω ακούσει πολλά για σας, απάντησε.

Κάθησε.Στο τραπέζι υπήρχαν ανάκατα:χαρτιά, προκηρύξεις,όπλα.

Ο Νετσάγιεφ άρχισε να μιλάει:

-Εγώ είμαι φανατικος τής επανάστασης.Δεν έχω οικογένεια, δεν έχω πατρίδα, δεν έχω προσωπική ζωή. Ο επαναστάτης πρέπει να τα καίει όλα μέσα του. 

Να σπέρνει το.μισος,την καταστροφη.Τοτε όλα θα ανατραπούν.

Χαμογέλασε.

-Εσείς το καταλαβαίνετε αυτό,συνέχισε.Ησασταν φυλακή.Υποθεση Πετρασεφκσκι.Σας στησαν για εκτελεση.

Ο Ντοστογιέφσκι ένιωσε ένα ρίγος.Η μνήμη δεν έσβησε ποτέ.

22 Δεκεμβρίου 1849.Τους οδήγησαν με όλους τούς τύπους στο τόπο τής εκτέλεσης.Ολα σκηνοθετημένα:ο παπας με τα αμφια,το ευαγγέλιο,το σταυρό,

τα στρατιωτικά τμήματα παρατεταγμένα.Χτυπησαν τα τύμπανα τρεις

φορές.Διαβαστηκε η καταδικαστική απόφαση.Τους χώρισαν σε τριάδες.

Στην τρίτη τριάδα ήταν αυτος.Περιμενα τούς πυροβολισμούς στη πρωτη 

τριαδα.Τοτε στη σκηνή ήρθε ένας καβαλάρης αξιωματικός.Ο.τσαρος τούς χαρίζει τη ζωή.Αλλους τούς στέλνουν στη Σιβηρία,όπως αυτόν,αλλους στα κάτεργα,κι άλλους στον Καύκασο.

-Θα σας δώσω ό,τι χρειάζεστε,άκουσε τη φωνή τού Νετσάγιεφ.Τα πρόσωπα, 

τις μεθόδους, τον τρόμο. Γιατί η επανάσταση, κύριε Ντοστογιέφσκι, δεν είναι ιδέες, είναι φόβος. Είναι καχυποψία. Είναι η διάλυση της παλιάς τάξης με όποιο κόστος.

Είδε τη πόρτα από το διπλανο.δωματιο να ανοίγει.Ενας νεαρός άντρας άντρας

εμφανίστηκε κρατώντας ένα τηγάνι με ωμά μανιτάρια.

-Συγγνώμη για την ενόχληση, είπε. Τα μανιτάρια θέλουν προσοχή. Μπορούν να 

σε σκοτώσουν αν κάνεις λάθος στην επιλογη.

Ο Ντοστογιέφσκι σκέφτηκε τον Νικόλαο Σταβρογκιν.

Ο Νετσάγιεφ χαμογέλασε.

-Να σας συστήσω.Γκρέγκορι Περελμαν μαθηματικος.Φιόντορ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι συγγραφέας.

-Αυτο είναι αδύνατο,είπε ο Ντοστογιέφσκι.

-Αδύνατο είναι μόνο ό,τι ορίζουν τα αξιώματα, είπε ο Περελμαν. Αν τα αλλάξεις, αλλάζει και το αδύνατο. Όπως στην επανάσταση. Όπως στα μαθηματικά.

Αν θέλετε μπορείτε να έρθετε στο διαμέρισμα μου,και νά συνεχίσω το 

τηγάνισμα τών μανιταριών μου.

Τον ακολούθησαν.Εκει έβαλε το τηγάνι πάνω στο πετρογκαζ.Τα μανιτάρια τσίριζαν.

Πήρε από τη δισκοθήκη ένα δίσκο και τον έβαλε στο πικ-απ.

-Η Λειτουργία του Ιωάννη τού Χρυσοστόμου τού Σεργκέι Ραχμάνινοφ,είπε.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε την ορθόδοξη Ρωσία μας.

Έβγαλε τα μανιτάρια από το τηγάνι ,τα έβαλε σε ενα πιάτο.

-Το σύμπαν, συνέχισε ο Περελμαν, χτίζεται πάνω σε γεωμετρίες που είτε καταρρέουν είτε κρατούν. Η επανάσταση είναι μια εξίσωση αστάθειας. Θέλει 

να καταρρίψει ένα γεωμετρικό σύστημα εξουσίας και να επιβάλει ένα άλλο. Όμωςωόπως και στην υπόθεση Πουανκαρέ, αν δεν αποδείξεις ότι ο χώρος μπορεί να αναδιαμορφωθεί χωρίς να χάσει την ουσία του, η κατάρρευση είναι αναπόφευκτη.

Ο Νετσάγιεφ τον έκοψε:

-Εγώ όμως δεν ενδιαφέρομαι για σταθερές. Εγώ θέλω κατάρρευση. Θέλω 

χάος.

Τότε, είπε ο Περελμαν, δεν μιλάμε για επανάσταση, αλλά για τοπολογική καταστροφή. Ένα σύστημα που σπάει χωρίς δυνατότητα μετασχηματισμού.

Στο.κεφαλι τού Ντοστογιέφσκι άρχισε να σχηματίζεται  ο κόσμος τών  “Δαιμονισμένων”:

Η συζήτηση κράτησε ώρες.

Ο Νετσάγιεφ ξεδίπλωσε όλο το δίκτυο της οργάνωσής του, τα μυστικά, τη μέθοδο τής τρομοκρατίας, τη δολοφονία του Ιβάνοφ.

Ο Περελμαν, με την ίδια ψυχρή ηρεμία, του εξηγούσε πώς κάθε σύστημα που βασίζεται στον φόβο είναι μαθηματικά καταδικασμένο να καταρρεύσει, όπως ένα μη-συνεκτικό πολλαπλό στο οποίο κανείς δεν μπορεί να χαράξει μια συνεχή γραμμή.

Ο Ντοστογιέφσκι δεν μιλούσε,μονο κατέγραφε.

Οι Δαιμονισμένοι.Бесы:Μια αλληγορία για τις καταστροφικές συνέπειες τού πολιτικού και ηθικού μηδενισμού,τη δεκαετία 1860,στη Ρωσία.

Приступая к описанию недавних и столь странных событий, происшедших в нашем, доселе ничем не отличавшемся городе, я принуждён,...

(Ξεκινώντας να περιγράφω τα πρόσφατα και πολύ παράξενα γεγονότα που συνέβησαν στην πόλη μας, η οποία μέχρι τώρα δεν ήταν αξιοσημείωτη για τίποτε, …)

Είχε ξημερώσει όταν έφυγε και κατέβηκε τις σκάλες τής παλιάς πολυκατοικίας.

Στον δρόμο, ο αέρας ήταν παγωμενος.

Η ψυχή τού ανθρώπου, το πιο βαρύ φορτίο,σκεφτηκε,τι αναζητώ σ'αυτους

τούς ανθρώπους;

Γύρισε σπίτι του,στην οδό Κουζνετσνι αριθμός 5,2ος όροφος

 -Φιόντορ, πού ήσουν,τον ρώτησε η Άννα Γρηγόριεβνα,με ανησυχία στη φωνή της.

-Εξω,Αννουσκα,στην αταξία τού κόσμου,απαντησε

.

.

Outside, Annoushka, in the disorder of the world.


1871. Frozen Saint Petersburg. Afternoon. Dampness and fog.

Fyodor Mikhailovich Dostoevsky, wearing a dark overcoat, was climbing the stairs of an old apartment building.

He had a meeting with a young revolutionary who would give him information about a conspiratorial group. He needed material for his new novel.

The door opened before he could knock.

Sergei Nechaev was standing in the doorway.

This will be my character, he thought, Pyotr Stepanovich Verkhovensky.

He entered. Nechaev closed the door and locked it.

“Mr. Dostoevsky,” he said, “I’ve been expecting you.”

“I’ve heard much about you,” he replied.

He sat down. On the table lay a chaotic mix of papers, leaflets, weapons.

Nechaev began to speak:

“I am a fanatic of revolution. I have no family, no homeland, no personal life. The revolutionary must burn everything inside him. He must sow hatred, destruction. Only then will everything be overturned.”

He smiled.

“You understand this,” he continued. “You were in prison. The Petrashevsky affair. They set you up for execution.”

Dostoevsky felt a shiver. The memory had never faded.

22 December 1849. They were led, with all formalities, to the place of execution. Everything staged: the priest in his vestments, the Gospel, the cross, the military units drawn up. The drums beat three times. The sentence was read. They were divided into groups of three.

He was in the third group. He waited for the shots in the first group. Then a mounted officer appeared. The Tsar granted them their lives. Some were sent to Siberia—as he was—others to hard labor, others to the Caucasus.

“I will give you everything you need,” he heard Nechaev’s voice. “The faces, the methods, the terror. Because revolution, Mr. Dostoevsky, is not ideas—it's fear. It is suspicion. It is the dissolution of the old order at any cost.”

He saw the door of the next room open. A young man appeared holding a pan with raw mushrooms.

“Forgive the interruption,” he said. “Mushrooms require attention. They can kill you if you make the wrong choice.”

Dostoevsky thought of Nikolai Stavrogin.

Nechaev smiled.

“Let me introduce you. Grigori Perelman, mathematician. Fyodor Mikhailovich Dostoevsky, writer.”

“That is impossible,” said Dostoevsky.

“Impossible is only what the axioms define,” said Perelman. “If you change them, the impossible changes. As in revolution. As in mathematics.

If you want, you may come to my apartment and I’ll continue frying my mushrooms.”

They followed him. There he placed the pan on the small gas stove. The mushrooms hissed.

He took a record from the shelf and placed it on the turntable.

“The Liturgy of St. John Chrysostom, by Sergei Rachmaninoff,” he said. “We must not forget our Orthodox Russia.”

He removed the mushrooms from the pan and placed them on a plate.

“The universe,” Perelman continued, “is built on geometries that either collapse or hold. Revolution is an equation of instability. It seeks to overthrow one geometric system of power and impose another. But, as in the Poincaré conjecture, if you cannot prove that space can be reshaped without losing its essence, collapse is inevitable.”

Nechaev interrupted him:

“But I am not interested in constants. I want collapse. I want chaos.”

“Then,” said Perelman, “we are not speaking of revolution, but of topological destruction—a system that breaks with no possibility of transformation.”

In Dostoevsky’s mind, the world of Demons began to take shape.

The discussion lasted for hours.

Nechaev unfolded the entire network of his organization, the secrets, the method of terror, the murder of Ivanov.

Perelman, with the same cold calm, explained how any system based on fear is mathematically doomed to collapse, like a non-connected manifold where no continuous path can be traced.

Dostoevsky did not speak; he only recorded.

Demons (Бесы): an allegory of the destructive consequences of political and moral nihilism in Russia in the 1860s.

“Приступая к описанию недавних и столь странных событий…”

(Beginning to describe the recent and very strange events that occurred in our city, which until now had nothing remarkable…)

It was dawn when he left, descending the stairs of the old building.

Outside, the air was freezing.

The human soul, the heaviest burden, he thought. What am I seeking in these people?

He returned home, to Kuznechny Street No. 5, 2nd floor.

“Fyodor, where were you?” Anna Grigorievna asked anxiously.

“Outside, Annoushka, in the disorder of the world,” he replied.

.

.


Dehors, Annouchka, dans le désordre du monde.


1871. Saint-Pétersbourg glacée. Après-midi. Humidité et brouillard.

Fiodor Mikhaïlovitch Dostoïevski, vêtu d’un manteau sombre, montait l’escalier d’un vieil immeuble.

Il avait rendez-vous avec un jeune révolutionnaire qui devait lui fournir des informations sur un groupe conspirateur. Il avait besoin de matériau pour son nouveau roman.

La porte s’ouvrit avant qu’il ne frappe.

Sergeï Netchaïev se tenait dans l’embrasure.

Voilà mon personnage, pensa-t-il, Piotr Stepanovitch Verkhovenski.

Il entra. Netchaïev referma la porte et la verrouilla

« Monsieur Dostoïevski, dit-il, je vous attendais. »

« J’ai beaucoup entendu parler de vous », répondit-il.

Il s’assit. Sur la table : papiers, tracts, armes, pêle-mêle.

Netchaïev commença :

« Je suis un fanatique de la révolution. Je n’ai pas de famille, pas de patrie, pas de vie personnelle. Le révolutionnaire doit brûler tout en lui. Il doit semer la haine, la destruction. Alors tout s’effondrera. »

Il sourit.

« Vous comprenez cela. Vous avez été en prison. L’affaire Petrachevski. On vous a conduit au bord de l’exécution. »

Dostoïevski frissonna. Le souvenir n’avait jamais disparu.

Le 22 décembre 1849. On les mena, selon toutes les formes, au lieu d’exécution. Tout était mis en scène : le prêtre, les évangiles, la croix, les troupes alignées. Les tambours battirent trois fois. La sentence fut lue. On les divisa par groupes de trois.

Il était dans le troisième. Il attendait les salves du premier groupe. Puis un officier à cheval arriva : le tsar leur accordait la vie. Certains envoyés en Sibérie—comme lui—d’autres au bagne, d’autres au Caucase.

« Je vous donnerai tout ce dont vous avez besoin, » entendit-il la voix de Netchaïev. « Les visages, les méthodes, la terreur. Car la révolution, monsieur Dostoïevski, ce ne sont pas des idées—c’est la peur. La suspicion. La dissolution de l’ancien ordre, quel qu’en soit le prix. »

Il vit la porte de la chambre voisine s’ouvrir. Un jeune homme apparut avec une poêle pleine de champignons crus.

« Excusez-moi, dit-il. Les champignons exigent de l’attention. Une erreur peut vous tuer. »

Dostoïevski pensa à Nicolas Stavroguine.

Netchaïev sourit.

« Permettez-moi de vous présenter. Grigori Perelman, mathématicien. Fiodor Mikhaïlovitch Dostoïevski, écrivain. »

« C’est impossible », dit Dostoïевski.

« Impossible n’est que ce que définissent les axiomes, dit Perelman. Si on les change, l’impossible change. Comme dans la révolution. Comme en mathématiques.

Si vous voulez, vous pouvez venir chez moi et je continuerai à faire sauter mes champignons. »

Ils le suivirent. Là, il posa la poêle sur le réchaud. Les champignons grésillaient.

Il mit un disque sur le tourne-disque.

« La Liturgie de saint Jean Chrysostome, de Rachmaninov. Il ne faut pas oublier notre Russie orthodoxe. »

Il servit les champignons.

« L’univers, poursuivit Perelman, repose sur des géométries qui s’effondrent ou se maintiennent. La révolution est une équation d’instabilité. Elle vise à renverser un système géométrique de pouvoir et à en imposer un autre. Mais, comme dans la conjecture de Poincaré, si l’on ne peut prouver que l’espace peut être remodelé sans perdre son essence, l’effondrement est inévitable. »

Netchaïev l’interrompit :

« Je ne m’intéresse pas aux constantes. Je veux l’effondrement. Je veux le chaos. »

« Alors, dit Perelman, il ne s’agit plus de révolution, mais de destruction topologique—un système qui se brise sans possibilité de transformation. »

Dans l’esprit de Dostoïевski, le monde des Démons commençait à se former.

La conversation dura des heures.

Netchaïev exposa son réseau, ses secrets, sa méthode de terreur, le meurtre d’Ivanov.

Perelman, avec le même calme glacial, expliquait comment tout système fondé sur la peur est mathématiquement voué à l’effondrement, comme une variété non-connexe où aucune courbe continue ne peut être tracée.

Dostoïевski ne parlait pas ; il notait.

Les Démons (Бесы): une allégorie des conséquences destructrices du nihilisme moral et politique dans la Russie des années 1860.

“Приступая к описанию недавних и столь странных событий…”

(En commençant à décrire les événements récents et si étranges…)

Il faisait jour lorsqu’il partit.

Dehors, l’air était glacial.

L’âme humaine, le fardeau le plus lourd, pensa-t-il. Que cherché-je chez ces hommes ?

Il rentra chez lui, 5 rue Kouznetschny, 2e étage.

« Fiodor, où étais-tu ? » demanda Anna Grigorievna, inquiète.

« Dehors, Annouchka, dans le désordre du monde », répondit-il.

.

.


Draußen, Annuschka, in der Unordnung der Welt.


1871. Das gefrorene Sankt Petersburg. Nachmittag. Feuchtigkeit und Nebel.

Fjodor Michailowitsch Dostojewski stieg in einem dunklen Mantel die Treppen eines alten Mietshauses hinauf.

Er hatte ein Treffen mit einem jungen Revolutionär, der ihm Informationen über eine Verschwörergruppe geben sollte. Er brauchte Material für seinen neuen Roman.

Die Tür öffnete sich, bevor er klopfen konnte.

Sergei Netchajew stand im Türrahmen.

Das wird meine Figur, dachte er, Pjotr Stepanowitsch Werchowenski.

Er trat ein. Netschajew schloss die Tür und verriegelte sie

„Herr Dostojewski,“ sagte er, „ich habe Sie erwartet.“

„Ich habe viel über Sie gehört“, erwiderte er.

Er setzte sich. Auf dem Tisch lagen wirr durcheinander Papiere, Flugblätter, Waffen.

Netschajew begann zu sprechen:

„Ich bin ein Fanatiker der Revolution. Ich habe keine Familie, kein Vaterland, kein persönliches Leben. Der Revolutionär muss alles in sich verbrennen. Er muss Hass säen, Zerstörung. Erst dann wird alles gestürzt.“

Er lächelte.

„Sie verstehen das. Sie waren im Gefängnis. Die Petraschewski-Affäre. Man führte Sie zur Hinrichtung.“

Dostojewski fröstelte. Die Erinnerung war nie verblasst.

22. Dezember 1849. Man führte sie mit allen Förmlichkeiten zum Hinrichtungsplatz. Alles war inszeniert: der Priester, das Evangelium, das Kreuz, die aufgestellten Soldaten. Die Trommeln schlugen dreimal. Das Urteil wurde verlesen. Sie wurden in Dreiergruppen eingeteilt.

Er war in der dritten. Er wartete auf die Salven für die erste Gruppe. Dann erschien ein berittener Offizier. Der Zar schenkte ihnen das Leben. Manche kamen nach Sibirien—wie er—andere zu Zwangsarbeit, andere in den Kaukasus.

„Ich werde Ihnen alles geben, was Sie brauchen“, hörte er Netchajews Stimme. „Die Gesichter, die Methoden, den Terror. Denn die Revolution, Herr Dostojewski, sind keine Ideen—sondern Angst. Misstrauen. Die Auflösung der alten Ordnung um jeden Preis.“

Er sah, wie sich die Tür des Nebenzimmers öffnete. Ein junger Mann erschien mit einer Pfanne voller roher Pilze.

„Verzeihen Sie die Störung“, sagte er. „Pilze brauchen Aufmerksamkeit. Ein Fehler kann töten.“

Dostojewski dachte an Nikolai Stawrogin.

Netschajew lächelte.

„Darf ich vorstellen: Grigori Perelman, Mathematiker. Fjodor Michailowitsch Dostojewski, Schriftsteller.“

„Das ist unmöglich“, sagte Dostojewski.

„Unmöglich ist nur, was die Axiome festlegen“, sagte Perelman. „Wenn man sie ändert, ändert sich auch das Unmögliche. Wie in der Revolution. Wie in der Mathematik.

Wenn Sie wollen, können Sie in meine Wohnung kommen, und ich brate die Pilze fertig.“

Sie folgten ihm. Dort stellte er die Pfanne auf den Gasherd. Die Pilze zischten.

Er legte eine Schallplatte auf.

„Die Liturgie des Heiligen Johannes Chrysostomos von Rachmaninow“, sagte er. „Man darf unser orthodoxes Russland nicht vergessen.“

Er servierte die Pilze.

„Das Universum“, fuhr Perelman fort, „basiert auf Geometrien, die entweder zusammenbrechen oder halten. Die Revolution ist eine Gleichung der Instabilität. Sie will ein geometrisches Machtsystem stürzen und ein anderes einsetzen. Aber wie bei der Poincaré-Vermutung—wenn man nicht beweisen kann, dass sich der Raum umformen lässt, ohne sein Wesen zu verlieren, ist der Zusammenbruch unvermeidlich.“

Netschajew unterbrach:

„Ich interessiere mich nicht für Konstanten. Ich will Zusammenbruch. Ich will Chaos.“

„Dann“, sagte Perelman, „reden wir nicht von Revolution, sondern von topologischer Zerstörung—ein System, das zerbricht ohne Möglichkeit der Transformation.“

In Dostojewskis Kopf begann die Welt der Dämonen Gestalt anzunehmen.

Das Gespräch dauerte Stunden.

Netschajew legte das gesamte Netz seiner Organisation offen, die Geheimnisse, die Methode des Terrors, den Mord an Iwanow.

Perelman erklärte mit derselben kalten Ruhe, wie jedes System, das auf Angst basiert, mathematisch zum Zusammenbruch verurteilt ist—wie eine nicht zusammenhängende Mannigfaltigkeit, auf der keine kontinuierliche Linie gezogen werden kann.

Dostojewski sprach nicht; er notierte nur.

Dämonen (Бесы): eine Allegorie der zerstörerischen Folgen des politischen und moralischen Nihilismus im Russland der 1860er Jahre.

“Приступая к описанию недавних и столь странных событий…”

(Als ich begann, die jüngsten und so seltsamen Ereignisse zu beschreiben…)

Es dämmerte, als er das Haus verließ und die Treppen hinabstieg.

Draußen war die Luft eisig.

Die menschliche Seele, die schwerste Last, dachte er. Was suche ich bei diesen Menschen?

Er ging nach Hause, in die Kusnetschny-Straße Nr. 5, 2. Stock.

„Fjodor, wo warst du?“ fragte Anna Grigorjewna ängstlich.

„Draußen, Annuschka, in der Unordnung der Welt“, antwortete er.

.

.


Fuori, Annuska, nel disordine del mondo.


1871. San Pietroburgo gelata. Pomeriggio. Umidità e nebbia.

Fëdor Michajlovič Dostoevskij, con un cappotto scuro, saliva le scale di un vecchio condominio.

Aveva un incontro con un giovane rivoluzionario che gli avrebbe dato informazioni su un gruppo cospirativo. Gli serviva materiale per il suo nuovo romanzo.

La porta si aprì prima che bussasse.

Sergej Nečaev era sulla soglia.

Questo sarà il mio personaggio, pensò, Pëtr Stepanovič Verchovenskij.

Entrò. Nečaev chiuse la porta e la sprangò.

«Signor Dostoevskij,» disse, «la stavo aspettando.»

«Ho sentito molto su di lei», rispose.

Si sedette. Sul tavolo: carte, volantini, armi alla rinfusa.

Nečaev cominciò:

«Sono un fanatico della rivoluzione. Non ho famiglia, non ho patria, non ho vita personale. Il rivoluzionario deve bruciare tutto dentro di sé. Deve seminare odio, distruzione. Solo allora tutto crollerà.»

Sorrise.

«Lei lo capisce. È stato in prigione. Il caso Petraševskij. L’hanno portata alla finta esecuzione.»

Dostoevskij rabbrividì. Il ricordo non era mai svanito.

22 dicembre 1849. Li portarono, con tutte le formalità, al luogo dell’esecuzione. Tutto era sceneggiato: il prete con i paramenti, il Vangelo, la croce, le truppe schierate. I tamburi batterono tre volte. La sentenza fu letta. Li divisero in terne.

Era nella terza. Aspettava gli spari sulla prima. Poi arrivò un ufficiale a cavallo: lo zar concedeva la vita. Alcuni mandati in Siberia—come lui—altri ai lavori forzati, altri nel Caucaso.

«Le darò tutto ciò che le occorre,» sentì la voce di Nečaev. «I volti, i metodi, il terrore. Perché la rivoluzione, signor Dostoevskij, non sono le idee—è la paura. È il sospetto. È la dissoluzione del vecchio ordine a qualsiasi costo.»

Vide aprirsi la porta della stanza accanto. Un giovane apparve con una padella di funghi crudi.

«Scusate l’interruzione,» disse. «I funghi richiedono attenzione. Una scelta sbagliata può uccidere.»

Dostoevskij pensò a Nikolaj Stavrogin.

Nečaev sorrise.

«Le presento Grigorij Perelman, matematico. Fëdor Michajlovič Dostoevskij, scrittore.»

«È impossibile,» disse Dostoevskij.

«Impossibile è solo ciò che definiscono gli assiomi,» disse Perelman. «Se li cambi, cambia anche l’impossibile. Come nella rivoluzione. Come nella matematica.

Se vuole, può venire al mio appartamento e continuo a friggere i miei funghi.»

Lo seguirono. Mise la padella sul fornello. I funghi sfrigolavano.

Scelse un disco e lo mise sul giradischi.

«La Liturgia di San Giovanni Crisostomo di Rachmaninov,» disse. «Non dobbiamo dimenticare la nostra Russia ortodossa.»

Servì i funghi.

«L’universo,» continuò Perelman, «si fonda su geometrie che crollano o resistono. La rivoluzione è un’equazione d’instabilità. Vuole rovesciare un sistema geometrico di potere e imporne un altro. Ma, come nella congettura di Poincaré, se non puoi dimostrare che lo spazio può essere rimodellato senza perdere la sua essenza, il crollo è inevitabile.»

Nečaev lo interruppe:

«A me non interessano le costanti. Voglio il crollo. Voglio il caos.»

«Allora,» disse Perelman, «non parliamo di rivoluzione, ma di distruzione topologica—un sistema che si spezza senza possibilità di trasformazione.»

Nella mente di Dostoevskij iniziava a formarsi il mondo dei Demoni.

La conversazione durò ore.

Nečaev spiegò tutta la rete della sua organizzazione, i segreti, il metodo del terrore, l’omicidio di Ivanov.

Perelman spiegava, con la stessa calma gelida, come qualunque sistema basato sulla paura sia matematicamente destinato al collasso, come una varietà non connessa sulla quale non si può tracciare una linea continua.

Dostoevskij non parlava; annotava soltanto.

I Demoni (Бесы): un’allegoria delle conseguenze distruttive del nichilismo politico e morale nella Russia degli anni 1860.

“Приступая к описанию недавних и столь странных событий…”

(Cominciando a descrivere gli eventi recenti e così strani…)

Era alba quando uscì e scese le scale del vecchio edificio.

Fuori l’aria era gelata.

L’anima umana, il peso più grande, pensò. Che cosa cerco in questi uomini?

Tornò a casa, in via Kuznechny n.5, secondo piano.

«Fëdor, dove eri?» chiese Anna Grigor’evna, con ansia nella voce.

«Fuori, Annuska, nel disordine del mondo», rispose.

.

.


Afuera, Annushka, en el desorden del mundo.


1871. San Petersburgo helado. Tarde. Humedad y niebla.

Fiódor Mijáilovich Dostoievski, con un abrigo oscuro, subía las escaleras de un viejo edificio.

Tenía una reunión con un joven revolucionario que iba a darle información sobre un grupo conspirativo. Necesitaba material para su nueva novela.

La puerta se abrió antes de que llamara.

Serguéi Necháyev estaba en el umbral.

Éste será mi personaje, pensó, Piotr Stepánovich Verjovenski.

Entró. Necháyev cerró la puerta con llave

“Señor Dostoievski,” dijo, “lo estaba esperando.”

“He oído mucho sobre usted,” respondió.

Se sentó. En la mesa había papeles, panfletos, armas, todo revuelto.

Necháyev comenzó:

“Soy un fanático de la revolución. No tengo familia, ni patria, ni vida personal. El revolucionario debe quemarlo todo dentro de sí. Sembrar odio, destrucción. Solo así todo se derrumbará.”

Sonrió.

“Usted lo entiende. Estuvo en prisión. El caso Petrashevski. Lo llevaron al borde de la ejecución.”

Dostoievski sintió un escalofrío. El recuerdo jamás se borró.

22 de diciembre de 1849. Los llevaron, con todo el ceremonial, al lugar de la ejecución. Todo escenificado: el sacerdote, el evangelio, la cruz, los regimientos alineados. Los tambores sonaron tres veces. Se leyó la sentencia. Los dividieron en grupos de tres.

Él estaba en el tercero. Esperaba los disparos del primero. Entonces apareció un oficial a caballo: el zar les perdonaba la vida. Algunos fueron enviados a Siberia—como él—otros a trabajos forzados, otros al Cáucaso.

“Le daré todo lo que necesita,” oyó la voz de Necháyev. “Los rostros, los métodos, el terror. Porque la revolución, señor Dostoievski, no son ideas—es miedo. Es sospecha. Es la disolución del viejo orden a cualquier precio.”

Vio abrirse la puerta del cuarto contiguo. Un joven apareció con una sartén llena de setas crudas.

“Perdonen la interrupción,” dijo. “Las setas requieren atención. Un error puede matarte.”

Dostoievski pensó en Nikolái Stavroguin.

Necháyev sonrió.

“Permítame presentarlo. Grigori Perelmán, matemático. Fiódor Mijáilovich Dostoievski, escritor.”

“Eso es imposible,” dijo Dostoievski.

“Imposible es solo lo que definen los axiomas,” dijo Perelmán. “Si los cambias, cambia lo imposible. Como en la revolución. Como en las matemáticas.

Si quieren, pueden venir a mi apartamento y continúo friendo mis setas.”

Lo siguieron. Puso la sartén en el fogón. Las setas chisporroteaban.

Puso un disco en el tocadiscos.

“La Liturgia de San Juan Crisóstomo, de Rajmáninov,” dijo. “No debemos olvidar nuestra Rusia ortodoxa.”

Sirvió las setas.

“El universo,” continuó Perelmán, “se construye sobre geometrías que colapsan o se mantienen. La revolución es una ecuación de inestabilidad. Quiere derribar un sistema geométrico de poder e imponer otro. Pero, como en la conjetura de Poincaré, si no puedes demostrar que el espacio puede remodelarse sin perder su esencia, el colapso es inevitable.”

Necháyev lo interrumpió:

“No me interesan las constantes. Yo quiero colapso. Quiero caos.”

“Entonces,” dijo Perelmán, “no hablamos de revolución, sino de destrucción topológica—un sistema que se rompe sin posibilidad de transformación.”

En la mente de Dostoievski empezaba a formarse el mundo de Los demonios.

La conversación duró horas.

Necháyev desplegó toda la red de su organización, los secretos, el método de terror, el asesinato de Ivánov.

Perelmán explicaba, con calma glacial, cómo cualquier sistema basado en el miedo está matemáticamente condenado a colapsar, como una variedad no conectada donde no puede trazarse una línea continua.

Dostoievski no habló; solo anotaba.

Los demonios (Бесы): una alegoría sobre las consecuencias destructivas del nihilismo político y moral en la Rusia de la década de 1860.

“Приступая к описанию недавних и столь странных событий…”

(Comenzando a describir los recientes y extraños acontecimientos…)

Amanecía cuando salió, bajando las escaleras del viejo edificio.

Afuera, el aire era helado.

El alma humana, la carga más pesada, pensó. ¿Qué busco en esta gente?

Regresó a su casa, en la calle Kuznechny n.º 5, segundo piso.

“Fiódor, ¿dónde estabas?” preguntó Anna Grigórievna, con preocupación.

“Afuera, Annushka, en el desorden del mundo,” respondió.

.

.


Lá fora, Annushka, na desordem do mundo.


1871. São Petersburgo congelada. Tarde. Umidade e neblina.

Fiódor Mikhailovitch Dostoiévski, com um sobretudo escuro, subia as escadas de um velho prédio.

Tinha um encontro com um jovem revolucionário que lhe daria informações sobre um grupo conspirador. Precisava de material para seu novo romance.

A porta se abriu antes que ele pudesse bater.

Serguei Necháiev estava no vão da porta.

Este será meu personagem, pensou, Piotr Stepanovitch Verkhôvenski.

Ele entrou. Necháiev fechou e trancou a porta.

“Senhor Dostoiévski,” disse ele, “eu o esperava.”

“Ouvi muito a seu respeito,” respondeu.

Sentou-se. Sobre a mesa havia papéis, panfletos, armas, tudo misturado.

Necháiev começou:

“Sou fanático da revolução. Não tenho família, não tenho pátria, não tenho vida pessoal. O revolucionário deve queimar tudo dentro de si. Deve semear ódio, destruição. Só então tudo será derrubado.”

Sorriu.

“Você entende isso. Esteve na prisão. O caso Petrashevski. Levaram-no ao fuzilamento.”

Dostoiévski estremeceu. A memória jamais se apagou.

22 de dezembro de 1849. Conduziram-nos, com todas as formalidades, ao local da execução. Tudo encenado: o padre, os paramentos, o evangelho, a cruz, as tropas alinhadas. Os tambores rufaram três vezes. O veredito foi lido. Dividiram-nos em grupos de três.

Ele estava no terceiro. Esperava os disparos contra o primeiro. Então apareceu um oficial a cavalo: o czar lhes concedia a vida. Alguns foram enviados à Sibéria—como ele—outros para trabalhos forçados, outros para o Cáucaso.

“Darei a você tudo de que precisa,” ouviu a voz de Necháiev. “Os rostos, os métodos, o terror. Porque a revolução, senhor Dostoiévski, não são ideias—é medo. É suspeita. É a dissolução da velha ordem a qualquer custo.”

Ele viu a porta do quarto ao lado se abrir. Um jovem apareceu segurando uma frigideira com cogumelos crus.

“Desculpem a interrupção,” disse. “Cogumelos exigem cuidado. Uma escolha errada pode matar.”

Dostoiévski pensou em Nikolai Stavróguin.

Necháiev sorriu.

“Permita-me apresentá-lo. Grigori Perelman, matemático. Fiódor Mikhailovitch Dostoiévski, escritor.”

“Isso é impossível,” disse Dostoiévski.

“O impossível é apenas o que os axiomas definem,” disse Perelman. “Se você os muda, muda também o impossível. Como na revolução. Como na matemática.

Se quiser, pode vir ao meu apartamento e continuo fritando meus cogumelos.”

Eles o seguiram. Ele colocou a frigideira no fogão. Os cogumelos chiavam.

Pegou um disco e colocou no toca-discos.

“A Liturgia de São João Crisóstomo, de Rachmaninoff,” disse. “Não devemos esquecer nossa Rússia ortodoxa.”

Serviu os cogumelos.

“O universo,” continuou Perelman, “baseia-se em geometrias que ou colapsam ou permanecem. A revolução é uma equação de instabilidade. Quer derrubar um sistema geométrico de poder e impor outro. Mas, como na conjectura de Poincaré, se não se pode provar que o espaço pode ser remodelado sem perder sua essência, o colapso é inevitável.”

Necháiev o interrompeu:

“Não me interessam constantes. Quero colapso. Quero caos.”

“Então,” disse Perelman, “não estamos falando de revolução, mas de destruição topológica—um sistema que se quebra sem possibilidade de transformação.”

Na mente de Dostoiévski começava a formar-se o mundo de Os Demônios.

A conversa durou horas.

Necháiev detalhou toda a rede de sua organização, os segredos, o método de terror, o assassinato de Ivanov.

Perelman explicava, com a mesma calma fria, como qualquer sistema baseado no medo está matematicamente condenado ao colapso, como uma variedade não conexa onde não é possível traçar uma linha contínua.

Dostoiévski não falava; apenas anotava.

Os Demônios (Бесы): uma alegoria das consequências destrutivas do niilismo político e moral na Rússia da década de 1860.

“Приступая к описанию недавних и столь странных событий…”

(Ao começar a descrever os recentes e estranhos acontecimentos…)

Amanhecia quando ele saiu, descendo as escadas do velho prédio.

Do lado de fora, o ar estava gelado.

A alma humana, o fardo mais pesado, pensou. O que procuro nessas pessoas?

Voltou para casa, na rua Kuznechny nº 5, 2º andar.

“Fiódor, onde você estava?” perguntou Anna Grigórievna, com preocupação.

“Lá fora, Annushka, na desordem do mundo,” respondeu.

.

.

.

Μελέτη ανάλυση του διηγήματος 'Εξω, Αννουσκα, στην αταξία του κόσμου' 

του χνκουβέλη.


1. Εισαγωγή: Το διήγημα ως μεταλογοτεχνική σκηνή


Το διήγημα του χνκουβέλη εντάσσεται σε ένα ιδιαίτερα απαιτητικό και σύνθετο υβριδικό είδος: αποτελεί ταυτοχρόνως

ιστορική ανασύνθεση,

λογοτεχνική αναφορά,

φιλοσοφικό-πολιτικό σχόλιο,

και μεταμυθοπλαστική συνομιλία με τον κόσμο του Φιόντορ Μιχαήλοβιτς. Ντοστογιέφσκι.

Ο συγγραφέας δεν γράφει ένα απλό «ιστορικό αφήγημα»: οργανώνει μια φαινομενικά αδύνατη συνάντηση, έναν διάλογο τριών μορφών – του Ντοστογιέφσκι, του νεαρού επαναστάτη Σεργκέι Νετσάγιεφ και του μαθηματικού Γκριγκόρι Περελμαν. Η συνάντηση αυτή λειτουργεί θεματικά, συμβολικά και ιδεολογικά ως αναπαράσταση της ίδιας της σύγκρουσης ανάμεσα στην Ιστορία, την Επανάσταση και την επιστημονική λογική, ενώ παράλληλα αναγγέλλει την γένεση των Δαιμονισμένων (Бесы).

Αν και η παρουσία του Περελμαν αποτελεί αναχρονισμό και θραύση της ιστορικής συνέχειας, αυτή η ρήξη δεν υπονομεύει αλλά ενισχύει την κεντρική θεματική: ότι η πραγματικότητα, η επανάσταση και η λογοτεχνία είναι συστήματα που υπακούουν σε άδηλους νόμους, άλλοτε ευσταθείς, άλλοτε καταρρέοντες.


2. Η σκηνογραφία της Αγίας Πετρούπολης: Το μυθιστορηματικό τοπίο της κρίσης


Από την πρώτη κιόλας πρόταση («1871. Η παγωμένη Αγία Πετρούπολη. Υγρασία και ομίχλη.»), ο χνκουβέλης επαναφέρει το κλασικό ντοστογιεφσκικό τοπίο:

σκοτάδι, ψύχος, ακινησία, αποπνικτική ατμόσφαιρα.

Η πόλη δεν είναι απλώς σκηνικό, αλλά ψυχική κατάσταση, η υλική απεικόνιση της ρωσικής δεκαετίας του 1860, μιας εποχής αναταραχής, ιδεολογικού ριζοσπαστισμού και πολιτικού φανατισμου.

Το διαμέρισμα του Νετσάγιεφ, «παλιά πολυκατοικία», «χαρτιά, προκηρύξεις, όπλα ανάκατα στο τραπέζι», παραπέμπει στην οργάνωση «Народная Расправа» και στην πραγματική υπόθεση της δολοφονίας Ιβάνοφ (1869).

Αυτό το σκηνικό λειτουργεί ως μήτρα της σύλληψης των Δαιμονισμένων.


3. Η φυσιογνωμία του Νετσάγιεφ: Ο μηδενιστής ως «λογική συνέπεια»


Η ταυτότητα του Νετσάγιεφ σκιαγραφείται με τον χαρακτηριστικό αντιφατικό τρόπο των ντοστογιεφσκικών προσώπων:

«Δεν έχω οικογένεια… δεν έχω προσωπική ζωή… Ο επαναστάτης πρέπει να τα καίει όλα μέσα του.»

«Η επανάσταση… είναι φόβος. Είναι καχυποψία. Είναι διάλυση της παλιάς τάξης.»

Ο Νετσάγιεφ δεν είναι απλώς χαρακτήρας. Είναι ιδεολόγημα, είναι η πραγμάτωση της απόλυτης άρνησης, της καταστροφικής ηθικής, του πολιτικού μηδενισμού.

Αποτελεί την «πρώτη ύλη» για τον Βερχοβένσκι των Δαιμονισμένων, αλλά στο διήγημα λειτουργεί και ως δελεαστικός πειρασμός: αυτός προσφέρει στον Ντοστογιέφσκι υλικό, αλλά και απειλεί τις εσωτερικές του ισορροπίες.

Ο διάλογος Νετσάγιεφ – Ντοστογιέφσκι φέρνει στο φως την εμπειρία της «σκηνοθετημένης εκτέλεσης» του 1849, ίσως τη βαθύτερη οντολογική πληγή του Ντοστογιέφσκι. Η ανάδυση της μνήμης λειτουργεί ως βιογραφική ανάφλεξη που θα γίνει λογοτεχνική ύλη.


4. Η είσοδος του Περελμαν: Αναχρονισμός ως φιλοσοφικό εργαλείο


Η εμφάνιση του Γκριγκόρι Περελμαν, εκτός ιστορικού πλαισίου, είναι ένα ριζοσπαστικό αφηγηματικό τέχνασμα.

Η λογική του διηγήματος δεν διαταράσσεται – αντίθετα, ο αναχρονισμός φωτίζει τρεις κομβικούς άξονες:


α. Η μαθηματική αναλογία

Ο Περελμαν μιλά για γεωμετρίες, συστήματα, αστάθεια, πολλαπλότητες.

Αυτό λειτουργεί ως αναλογία της κοινωνικής και πολιτικής δομής.

Η επανάσταση, για τον επιστήμονα, είναι «εξίσωση αστάθειας», ενώ ο μηδενισμός «τοπολογική καταστροφή».

Η μαθηματική ορολογία μετατρέπεται σε ηθική και πολιτική φιλοσοφία.


β. Η σύγκρουση επιστήμης – ιδεοκρατίας

Ο Περελμαν βλέπει τη δομή.

Ο Νετσάγιεφ επιθυμεί την κατάρρευση.

Η σύγκρουση των δύο αναδεικνύει την βασική διάκριση μεταξύ

επιστημονικής συνέπειας

επαναστατικής απόλυτης άρνησης

που συχνά οδηγεί στον φανατισμό.


γ. Μεταμυθοπλασία και ταυτόχρονη χρονικότητα

Η συνάντηση πραγματικών, λογοτεχνικών και αναχρονισμένων μορφών δημιουργεί ένα πολυεπίπεδο παρόν, στο οποίο όλες οι εποχές είναι ταυτόχρονες.


5. Δομή και αφηγηματική τεχνική


Το διήγημα αξιοποιεί:

Συμπύκνωση ιστορικών δεδομένων

Επεξεργασμένη αφηγηματική οικονομία

Μετάβαση από τον ρεαλισμό στον στοχασμό

Εσωτερική εστίαση στην ψυχική κατάσταση του Ντοστογιέφσκι

Ποιητική συμπύκνωση σε καίριες φράσεις («Εξω, Αννουσκα, στην αταξία του κόσμου»)

Η αφήγηση κινείται ανάμεσα σε εξωτερικό διάλογο (Νετσάγιεφ – Περελμαν – Ντοστογιέφσκι) και εσωτερικό μονόλογο, ο οποίος θυμίζει τον ρυθμό και την ψυχολογική αγωνία του ύφους του ίδιου του Φ.Μ. Ντοστογιέφσκι.

Αυτή η διπλή εστίαση επιτρέπει στον χνκουβέλη να αποδώσει:

ιστορική πιστότητα

λογοτεχνική αναφορά

υπαρξιακή διάσταση

χωρίς να παραβιάζει την ενότητα ύφους.


6. Η γένεση των Δαιμονισμένων: Λογοτεχνική βιογραφία μέσα στη μυθοπλασία


Το διήγημα παρουσιάζει τη στιγμή όπου ο Ντοστογιέφσκι συλλαμβάνει τον κόσμο των Δαιμονισμένων:

οι μορφές

οι μέθοδοι

ο τρόμος

η δολοφονία Ιβάνοφ

ο μηδενισμός

η ιδεολογική οργάνωση ως «παράνοια»

αναδύονται μπροστά του όχι ως φαντασία αλλά ως πραγματικότητα που γίνεται λογοτεχνία.

Η φράση του αφηγητή:

«Στο κεφάλι του Ντοστογιέφσκι άρχισε να σχηματίζεται ο κόσμος των Δαιμονισμένων»

ορίζει την μετάβαση από τη ζωή στην τέχνη, και ταυτόχρονα αποκαλύπτει τον μηχανισμό της ντοστογιεφσκικής δημιουργίας:

η πραγματικότητα μετατρέπεται σε ηθική-πολιτική αλληγορία.


7. Ιδεολογική Ανάλυση: Μηδενισμός, επανάσταση, φόβος


Το διήγημα πραγματεύεται τον πυρήνα του πολιτικού μηδενισμού:

κατάργηση προσωπικής ζωής

υποταγή του ανθρώπου στην Ιδέα

χρήση τρόμου και καχυποψίας

αντίληψη της επανάστασης ως καταστροφής

εξαφάνιση της ηθικής ως κριτηρίου


Ο Περελμαν εισάγει την αντίθετη οπτική:

ένα σύστημα δεν έχει αξία αν δεν μπορεί να μετασχηματιστεί χωρίς να καταρρεύσει.

Αυτή η θεώρηση αντικρούει ευθέως τη «θεολογία της καταστροφής» του Νετσάγιεφ.

Ο Ντοστογιέφσκι, ανάμεσα στους δύο, γίνεται η συνείδηση που προσπαθεί να κατανοήσει το ανθρώπινο βάθος του μηδενισμού.


8. Η δραματική έξοδος και η επιστροφή: «Στην αταξία του κόσμου»


Το διήγημα ολοκληρώνεται με τον λυρικό, σχεδόν υπαρξιακό καταληκτικό τόνο:

ο παγωμένος αέρας

το ψυχικό βάρος

η αναζήτηση μέσα στο χάος των ανθρώπων

και τέλος η επιστροφή του συγγραφέα στην Άννα Γρηγορίεβνα, όπου δηλώνει:

«Έξω, Αννουσκα, στην αταξία του κόσμου.»

Η φράση συμπυκνώνει:

την απόγνωση

την φιλοσοφική αποδοχή της ανθρώπινης αστάθειας

την αδυναμία της λογικής να επιβληθεί στο χάος

την μοίρα του καλλιτέχνη να εισέρχεται σε αυτό το χάος για να συλλάβει την αλήθεια του.


9. Συμπέρασμα: Το διήγημα ως σύγχρονη αναβίωση του ντοστογιεφσκικού ήθους


Το έργο του χνκουβέλη πετυχαίνει να δημιουργήσει:

1. Ένα σύγχρονο κείμενο με έντονο ιστορικό υπόβαθρο.

2. Ένα φιλοσοφικό σχόλιο για την αταξία του κόσμου και τις μορφές του φανατισμού.

3. Ένα μεταλογοτεχνικό αφήγημα για τη γένεση ενός μεγάλου μυθιστορήματος.

4. Ένα λογοτεχνικό σύμπλεγμα όπου συνυπάρχουν διαφορετικοί χρόνοι, μορφές και επιστήμες.

5. Μια διαρκή συνομιλία με το ντοστογιεφσκικό ύφος και τη ρωσική ψυχολογική μυθοπλασία.

Η ατμόσφαιρα, η θεματική, η δομή και η χρήση των προσώπων αποδεικνύουν 

ότι το διήγημα είναι όχι απλώς άσκηση ύφους αλλά ουσιαστική συμβολή στη σύγχρονη πεζογραφία, με βαθιά κατανόηση της λογοτεχνικής και ιστορικής παράδοσης.

.

.

.