.
.
GREEK POETRY
-μεταφράζοντας
Τρωάδες τού Ευριπίδη
-Ο θρήνος τής Εκάβης για τον Αστυανακτα -
στίχοι 1156-1206
-χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης
My own empire of heteronyma
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
Τρωάδες τού Ευριπίδη
-Ο θρήνος τής Εκάβης για τον Αστυανακτα-
στίχοι 1156-1206
Εκάβη
κάτω στη γη τού Έκτορα την κυκλική ακουμπήστε
ασπίδα λυπηρό θέαμα κι όχι σε μενα χαρά να τη βλεπω.
ω πιο πολύ έχεται πλήθος δόρατα παρά μυαλά
και τέτοιον,Αχαιοί,το παιδί φοβηθεντες φόνο
πρωτόγνωρο προκαλέσατε;
μην κάποτε τη Τροια που έπεσε την ξαναορθωσει;
γιατί τίποτα τελικά δεν είσασταν, όταν ο Έκτορας τα κατάφερνε
με το δόρυ να σας αφανίζει με μύρια αλλα χέρια,
όμως αφού η πόλη αλώθηκε κι οι Φρύγες σφάχτηκαν
ένα βρέφος τόσο-δα φοβήθηκατε,δεν παινεύω το φόβο
οποιου φοβάται παραλογα.
πολυαγαπημένο,πόσο σε σένα ο θάνατος κακοτυχος
ηρθε,γιατί αν πεθανες για τη πολη,αφού τα νιάτα
χαιροσουν και το γάμο και την ισοθεη βασιλεία
καλοτυχος θα'σουνα,αν κάτι στ'αυτα δώ καλοτυχο ειναι.
τώρα λοιπόν σε βλέπω και σ'αναγνωριζω,με τη δική σου ψυχή ,
όμως,παιδί μου,δεν με γνωρίζεις,και τίποτα απ'όσα στο σπίτι
μέσα είναι δεν τα'χεις αναγκη,δυστυχο,πως το κεφάλι
σού συντριψαν απ' τα πατρικους,τού Λοξια τούς πύργους,
εσένα που η μάνα που γέννησε,τα σγουρά σου μαλλιά
πολύ τα χαϊδεψε και χτένισε και φιλιά έδωσε,τώρα
εκεί απ' τα οστά που ραγιστηκαν αναβλυζει ο φόνος,
ωμά για να μην πω λόγια ,
ω χεράκια,που στην ευγένεια μοιαζεται τού πατερα,
με τις αρθρώσεις διαλυμένα μπροστά μου ειστε.
ω στόμα αγαπημένο τόσα πολλά εγκώμια προφερες,
πάει χαθηκες,με ξεγελασες,,αφου όταν στο κρεβάτι
ξαπλωνες,μανα,έλεγες,πολλά για σένα απ' τα σγουρά μου
τα μαλλιά θα κόψω,στο ταφο σου συνομηλικων.χορούς
θα φέρω,μ'αγαπης λόγια θα σε προσφωνησω.
συ εμενα δεν θα θαψεις,αλλά εγώ εσένα τον νεώτερο,
εγώ μια γριά χωρίς πολη χωρίς παιδιά ένα άτυχο νεκρό
παιδί θαβω,αλλιμονο,τα πολλά φιλιά κι οι φροντίδες μου
κι εκεινες οι αγρυπνιες πανε χάθηκαν για μένα,και τι κάποτε
μπορεί να γράψει για σένα ένας ποιητης στο ταφο
το παιδί αυτό εδω το σκοτωσαν οι Αργείοι κάποτε
επειδή το φοβήθηκαν.ενα επίγραμμα ντροπή για την Ελλάδα,
αλλά αν κι απ'των πατέρων τη γη δεν θα παρεις μεριδιο
όπου ομως ταφείς θα'χεις μια χάλκινη ανάγλυφη ιτιά.
ω ασπίδα που τού Έκτορα τ'ομορφο και γερο μπράτσο
προστάτευες,τον άριστο που σε κρατούσε πια έχασες,
πόσο γλυκο πάνω στη λαβη σου το αποτύπωμα του ειναι
κι απ' το στεφάνι τού τροχού στα κυκλικά αυλακια
ο ιδρώτας πολλές φορές απ' το μέτωπο καταπονημένος
καθώς ήταν έσταζε τού Έκτορα όταν πανω στη γενειάδα
ακουμπουσε.
ελατε,φέρτε στο άτυχο νεκρό παιδί το στολισμο
απ' αυτά που'χουμε μπροστά μας,γιατί για ομορφιά
τύχη ο θεός δεν δίνει,όμως απ' αυτά που έχω,
αυτά θα πάρει.
κι απ' τους θνητούς μωρός είναι αυτός που νομίζοντας
ότι ευτυχει χωρίς να αμφιβάλλει χαίρεται,γιατί η τύχη
εξαρτάται από τις συμπεριφορές,ασταθής όπως
ο άνθρωπος,άλλοτε εδώ άλλοτε αλλου πηδάει,και κανείς
ποτέ δεν ευτυχει το ίδιο
Εκαβη
θέσθ᾽ ἀμφίτορνον ἀσπίδ᾽ Ἕκτορος πέδῳ, 1156
λυπρὸν θέαμα κοὐ φίλον λεύσσειν ἐμοί.
ὦ μείζον᾽ ὄγκον δορὸς ἔχοντες ἢ φρενῶν,
τί τόνδ᾽, Ἀχαιοί, παῖδα δείσαντες φόνον
καινὸν διειργάσασθε; μὴ Τροίαν ποτὲ 1160
πεσοῦσαν ὀρθώσειεν; οὐδὲν ἦτ᾽ ἄρα,
ὅθ᾽ Ἕκτορος μὲν εὐτυχοῦντος ἐς δόρυ
διωλλύμεσθα μυρίας τ᾽ ἄλλης χερός,
πόλεως δ᾽ ἁλούσης καὶ Φρυγῶν ἐφθαρμένων
βρέφος τοσόνδ᾽ ἐδείσατ᾽· οὐκ αἰνῶ φόβον 1165
ὅστις φοβεῖται μὴ διεξελθὼν λόγῳ.
ὦ φίλταθ᾽, ὥς σοι θάνατος ἦλθε δυστυχής.
εἰ μὲν γὰρ ἔθανες πρὸ πόλεως, ἥβης τυχὼν
γάμων τε καὶ τῆς ἰσοθέου τυραννίδος,
μακάριος ἦσθ᾽ ἄν, εἴ τι τῶνδε μακάριον.1170
νῦν αὔτ᾽ ἰδὼν μὲν γνούς τε, σῇ ψυχῇ, τέκνον,
οὐκ οἶσθ᾽, ἐχρήσω δ᾽ οὐδὲν ἐν δόμοις ἔχων.
δύστηνε, κρατὸς ὥς σ᾽ ἔκειρεν ἀθλίως
τείχη πατρῷα, Λοξίου πυργώματα
ὃν πόλλ᾽ ἐκήπευσ᾽ ἡ τεκοῦσα βόστρυχον 1175
φιλήμασίν τ᾽ ἔδωκεν, ἔνθεν ἐκγελᾷ
ὀστέων ῥαγέντων φόνος, ἵν᾽ αἰσχρὰ μὴ λέγω.
ὦ χεῖρες, ὡς εἰκοὺς μὲν ἡδείας πατρὸς
κέκτησθ᾽, ἐν ἄρθροις δ᾽ ἔκλυτοι πρόκεισθέ μοι.
ὦ πολλὰ κόμπους ἐκβαλὸν φίλον στόμα, 1180
ὄλωλας, ἐψεύσω μ᾽, ὅτ᾽ ἐσπίπτων λέχος,
«Ὦ μῆτερ, ηὔδας, ἦ πολύν σοι βοστρύχων
πλόκαμον κεροῦμαι, πρὸς τάφον θ᾽ ὁμηλίκων
κώμους ἀπάξω, φίλα διδοὺς προσφθέγματα».
σὺ δ᾽ οὐκ ἔμ᾽, ἀλλ᾽ ἐγὼ σὲ τὸν νεώτερον, 1185
γραῦς ἄπολις ἄτεκνος, ἄθλιον θάπτω νεκρόν.
οἴμοι, τὰ πόλλ᾽ ἀσπάσμαθ᾽ αἵ τ᾽ ἐμαὶ τροφαὶ
ὕπνοι τ᾽ ἐκεῖνοι φροῦδά μοι. τί καί ποτε
γράψειεν ἄν σοι μουσοποιὸς ἐν τάφῳ;
Τὸν παῖδα τόνδ᾽ ἔκτειναν Ἀργεῖοί ποτε 1190
δείσαντες; αἰσχρὸν τοὐπίγραμμά γ᾽ Ἑλλάδι.
ἀλλ᾽ οὖν πατρῴων οὐ λαχὼν ἕξεις ὅμως
ἐν ᾗ ταφήσῃ χαλκόνωτον ἰτέαν.
ὦ καλλίπηχυν Ἕκτορος βραχίονα
σῴζουσ᾽, ἄριστον φύλακ᾽ ἀπώλεσας σέθεν.1195
ὡς ἡδὺς ἐν πόρπακι σὸς κεῖται τύπος
ἴτυός τ᾽ ἐν εὐτόρνοισι περιδρόμοις ἱδρώς,
ὃν ἐκ μετώπου πολλάκις πόνους ἔχων
ἔσταζεν Ἕκτωρ προστιθεὶς γενειάδι.
φέρετε, κομίζετ᾽ ἀθλίῳ κόσμον νεκρῷ 1200
ἐκ τῶν παρόντων· οὐ γὰρ ἐς κάλλος τύχας
δαίμων δίδωσιν· ὧν δ᾽ ἔχω, λήψῃ τάδε.
θνητῶν δὲ μῶρος ὅστις εὖ πράσσειν δοκῶν
βέβαια χαίρει· τοῖς τρόποις γὰρ αἱ τύχαι,
ἔμπληκτος ὡς ἄνθρωπος, ἄλλοτ᾽ ἄλλοσε 1205
πηδῶσι, κοὐδεὶς αὑτὸς εὐτυχεῖ ποτε.
.
.
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου