.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
- Ο Κήπος τών Διακλαδιζομενων Φόνων
(The Garden of Branching Murders)
-Ο Λαβύρινθος τών Ενοχών
(El Laberinto de las Culpas)
-Ο Λαβύρινθος τών Καθρεφτων
(Le Labyrinthe des Miroirs)
- χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ο Κήπος τών Διακλαδιζομενων Φόνων
(Ελληνικά, English)
Ο καθηγητής Μ.ήταν γνωστός στο Πανεπιστήμιο όχι μόνο για την απόλυτη αφοσίωσή του στον Ιμμάνουελ Καντ, αλλά και για τη μυστηριώδη αύρα που τον περιέβαλλε, σαν να ήταν κι ο ίδιος ένα επιχείρημα που δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί.
Δεν είχε οικογένεια, δεν είχε φίλους· ζούσε μέσα στα βιβλία του, πίνοντας σκετο καφέ και γράφοντας με πένα, σαν να είχε εγκλωβιστεί σε έναν χρόνο που δεν συνέπιπτε
με την σύγχρονη εποχή.
Η τελευταία του εργασία, με τίτλο «Ο Υπερβατικός Δολοφόνος: Ο Καντιανός Χρόνος και
η Ανάγκη της Ενοχής», είχε προγραμματιστεί να παρουσιαστεί το απόγευμα της 21ης Σεπτεμβρίου στο αμφιθέατρο τής Φιλοσοφικης Σχολης.
Η ακαδημαϊκή κοινότητα την περίμενε με ανυπομονησία ,οι φήμες έλεγαν ότι επρόκειτο για μια εργασία που θα ανέτρεπε όχι μόνο την παραδοσιακή ανάγνωση του Καντ, αλλά και την έννοια τής αιτιότητας στην ίδια τη σκέψη.
Δεν πρόλαβε.
Τον βρήκαν νεκρό στο γραφείο του, πεσμενο πάνω στο χειρόγραφο, με το δάχτυλό του
να ακουμπά την τελευταία πρόταση:
«Αν ο χρόνος δεν είναι αντικειμενικός, τότε ο φόνος μπορεί να προηγηθεί τού φονιά.»
Η αστυνομία, αμήχανη και σε πλήρες αδιέξοδο, κάλεσε τον ντετέκτιβ Κ. Ήταν παλιός γνώριμος τέτοιων υποθέσεων, παρατηρητικός,
λάτρης τής επαγωγικής μεθοδου
Ο Κ. ερεύνησε το γραφείο. Κοίταξε τα χειρόγραφα της μελέτης, παρατήρησε τα δάχτυλα του νεκρού, σαν να έψαχνε κάτι στο σχήμα τους. Τέλος, στο κάτω συρτάρι του γραφείου, βρήκε ένα μικρό βιβλίο,:
El jardín de senderos que se bifurcan, του Jorge Luis Borges.
Το άνοιξε.Στα περιθώρια τών σελίδων, υπήρχαν σημειώσεις με κόκκινο μελάνι.
Διάβασε:
“χρονική διακλάδωση” “ενοχική πιθανότητα” “αέναη εκδοχή τού εαυτού”
“Το παρόν ως ψευδαίσθηση επιλογής”
Ο Κ. δεν έκανε ερωτήσεις. Πήρε το βιβλίο και έφυγε.
Τρεις μέρες μετά, ο ντετέκτιβ Κ. είχε εξαφανιστεί. Κανένα ίχνος του. Το διαμέρισμά του,που ανοίχτηκε από την αστυνομία,ήταν άδειο.
Ουτε κανένας τον είδε.Ουτε με κανεναν.τηλεφωνηθηκε.
Την τεταρτη μέρη έφτασε ένας φάκελος στην αστυνομία,μέσα ήταν μια χειρόγραφη σημείωση,
αναγνωρίσθηκε ο
γραφικός χαρακτηρας τού ντετέκτιβ Κ.,που έγραφε:
«Αναζήτησα τον δολοφονο τού καθηγητή, και βρεθηκα σε εναν παράξενο κήπο.Ηταν κατασκευασμένος απο διακλαδωμενες αφηγήσεις.
Ο καθηγητης δεν δολοφονήθηκε.Σε έναν άλλο κλάδο, αυτός σκότωσε.Σε άλλον, δεν γεννήθηκε ποτέ.Σε άλλον, γράφει ακόμα την εργασια του.Σε κάποιον, είμαι εγώ ο δολοφονος.
Δεν μπορώ να λύσω τον φόνο γιατί δεν υπάρχει ένας φόνος, μόνο εκδοχές.
Επέλεξα να ακολουθήσω το μονοπάτι όπου δεν υπήρξα ποτέ ντετέκτιβ. Μην με ψάξετε.Και διαβάστε τον Καντ.»
Στη βιβλιοθήκη τού καθηγητη Μ.,ακριβώς στο κέντρο της,ήταν:Η Κριτική του Καθαρού Λόγου,τού Καντ.
Στη πρώτη σελίδα μια σημείωση:
"Ο χρόνος είναι μορφή της εσωτερικής αίσθησης. Σκοτώθηκα μέσα της."
.
.
c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
The Garden of Branching Murders
Professor M. was known at the University not only for his absolute devotion to Immanuel Kant but also for the mysterious aura that surrounded him, as if he himself were an argument that had not yet been completed.
He had no family, no friends; he lived within his books, drinking black coffee and writing with a fountain pen, as if trapped in a time that did not coincide with the modern age.
His latest paper, titled "The Transcendental Murderer: Kantian Time and the Necessity
of Guilt", was scheduled to be presented on the afternoon of September 21st, at the amphitheater of the School of Philosophy.
The academic community awaited it eagerly. Rumors claimed it would overturn not
only the traditional reading of Kant but also the very concept of causality in thought itself.
He didn’t make it.
He was found dead in his office, collapsed over his manuscript, his finger touching the final sentence:
“If time is not objective, then the murder may precede the murderer.”
The police, baffled and at a dead end, called in Detective K. He was an old hand with
such cases, observant, a lover of the inductive method.
K. investigated the office. He examined the manuscript pages, observed the fingers
of the deceased, as though searching for something in their shape. Finally, in the bottom drawer of the desk, he found a small book:
El jardín de senderos que se bifurcan, by Jorge Luis Borges.
He opened it. In the margins of the pages, there were notes written in red ink.
He read:
“temporal branching”
“guilty probability”
“endless version of the self”
“The present as an illusion of choice”
K. asked no questions. He took the book and left.
Three days later, Detective K. had disappeared. No trace of him. His apartment, opened by the police, was empty.
No one had seen him. He had contacted no one.
On the fourth day, an envelope arrived at the police station. Inside was a handwritten note, the handwriting confirmed to be that of Detective K., which read:
“I searched for the murderer of the professor, and I found myself in a strange garden.
It was constructed of branching narratives.
The professor was not murdered. In another branch, he committed the murder. In another, he was never born. In yet another, he is still writing his paper. In one, I am
the murderer.
I cannot solve the murder because there is no single murder—only versions.
I chose to follow the path where I was never a detective.
Do not look for me.
And read Kant.”
In the center of Professor M.’s library was The Critique of Pure Reason by Kant.
On the first page, a note:
“Time is the form of inner sense. I was killed inside it.”
.
.
.
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ο Λαβύρινθος τών Ενοχών
(Ελληνικά, Spanish)
Ο ντετέκτιβ Κ. είχε μάθει να μην εκπλήσσεται πια. Είχε συνηθίσει,όπως έλεγε, τη βουβή αθωότητα τών ενόχων και την κραυγαλέα ενοχή τών αθώων. Όμως αυτη η υπόθεση δεν ήταν απλώς ένας φόνος.
Όλα τα στοιχεία έδειχναν ότι ο δολοφόνος είχε στήσει τέλεια το σχέδιο του. Όμως η ψυχρή του ακρίβεια τού φαίνονταν πως αυτό είναι και το μειονεκτημα του.
Ο Κ. είχε την εντολή να ξανανοίξει την υπόθεση.
Η έρευνα τον οδήγησε σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο στα προάστια τής πόλης. Εκεί,βρέθηκε σε μια τεραστα,έτσι υπέθεσε,αίθουσα με καθρέφτες.Σε λίγο κατάλαβε πως ήταν μέσα σε έναν λαβύρινθο καθρεφτών που δεν είχε τέλος.
Κατάλαβε το ρόλο της κατασκευής.
Να παγιδευτεί.
'Ο μόνος αληθινός ένοχος,σκέφτηκε, είναι αυτός που πιστεύει ότι μπορεί να ξεφύγει.'
Ο ντετεκτιβ Κ. κοίταξε έναν από τους καθρέφτες. Στον καθρέφτη, το είδωλό του.
Βγήκε απ’ τον λαβύρινθο χωρίς να θυμάται πώς. Ίσως να μην βγήκε ποτέ. Ίσως να είναι ακόμα μέσα σε έναν από αυτούς τούς καθρέφτες.
Στο γραφείο του,εγραψε στη γραφομηχανή: 'Επιθυμία για αλήθεια
Διαρκής αμφιβολία'
Ο Κ. γέλασε.
και συνέχισε να γράφει:
'Ο φονος δεν υπάρχει.
Είναι θέατρο. Και κάθε
δολοφονος φέρει το βάρος τού ρόλου του.'
.
.
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
El Laberinto de las Culpas
El detective K. había aprendido a no sorprenderse más. Estaba acostumbrado, como decía, a la inocencia silenciosa de los culpables y a la culpa estridente de los inocentes. Pero este caso no era simplemente un asesinato.
Todas las pruebas indicaban que el asesino había planeado su acción perfectamente. Sin embargo, su precisión fría le parecía a K. que era también su punto débil.
K. había recibido la orden de reabrir el caso.
La investigación lo condujo a una fábrica abandonada en las afueras de la ciudad. Allí,
se encontró en una sala —o eso supuso— enorme, llena de espejos. Pronto comprendió que estaba dentro de un laberinto de espejos sin fin.
Comprendió el propósito de aquella construcción:
Ser atrapado.
"El único culpable verdadero", pensó, "es aquel que cree que puede escapar".
El detective K. miró uno de los espejos. En el espejo, su reflejo.
Salió del laberinto sin recordar cómo. Tal vez nunca salió. Tal vez aún esté dentro de
uno de esos espejos.
En su oficina, escribió a máquina:
"Deseo de verdad
Duda constante"
K. rió.
Y siguió escribiendo:
"El asesinato no existe.
Es teatro. Y todo
asesino carga con el peso de su papel."
.
.
.
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ο Λαβύρινθος τών Καθρεφτων
(Ελληνικα,Francais)
Ο ντετεκτιβ Κ. ξύπνησε πριν ξημερώσει.Στο παράθυρο ακόμα σκοτάδι.Σαν το βάρος
ενός εγκλήματος που δεν είχε ακόμα συμβεί,σκεφτηκε.
Χτύπησε το τηλέφωνο του.
Τον καλούσαν από την αστυνομία επειγόντως.
Πήγε.
Μια κοπέλα,εργάτρια σε εργοστάσιο,δολοφονήθηκε
Επισκέφτηκε το εργοστάσιο.Ενα παλιό κτίριο με παράξενη αρχιτεκτονική.
Ο επιστάτης τού έδωσε ένα κλειδί και τού έδειξε έναν διάδρομο,που τού φάνηκε πως
δεν τελείωνε ποτέ.
Αριστερά και δεξιά ήταν πόρτες.Δοκιμαζε το κλειδί.
Μετά από πολλές δοκιμές μια πόρτα άνοιξε.Μπηκε σε μια αίθουσα ,λαβύρινθο με καθρεφτες.
Κάθε καθρέφτης έδειχνε μια διαφορετική εκδοχή του: σε έναν, φορουσε στολή δικαστή·
σε άλλον,ενα άγνωστο προσωπο,σε έναν τρίτο, δεν υπήρχε καθόλου. Καθώς προχωρούσε, άκουσε τα βήματά του να αντηχουν,
γρήγορα συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν μόνος του,και κάποιος άλλος εκεί μέσα περπατουσε.
Ξαφνικά πίσω από ένα καθρέφτη,η' μέσα στον καθρέφτη,είδε μια γυναίκα.
'Η αλήθεια δεν έχει σημασία εδώ', τού είπε.
Τού φάνηκε πως τα χείλη της δεν κουνήθηκαν.
'Ποια ήταν η κοπέλα που δολοφονηθηκε;' τη ρώτησε.
'Δολοφονια ', τού απάντησε, 'τυλιγμένη σε αθωότητα.Εσύ είσαι εδώ για να το αποδείξεις αυτό'
'Εσύ είσαι η ενοχη' τής είπε.
Εκείνη γέλασε.Το γέλιο της πολλαπλασιάστηκε στους καθρέφτες.
'Τελικα όλοι εσείς,οι ντετέκτιβς,οι δικαστές,οι
κατηγορούμενοι,ειστε το ίδιο πρόσωπο.
Εσύ διερευνάς τον εαυτό σου'
Η γυναίκα σηκώθηκε και κρύφτηκε πίσω από έναν καθρέφτη.
.
.
Le Labyrinthe des Miroirs
par χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Le détective K. se réveilla avant l’aube.
Il faisait encore nuit à la fenêtre.
Comme le poids d’un crime qui n’avait pas encore eu lieu, pensa-t-il.
Son téléphone sonna.
On l’appelait d’urgence de la part de la police.
Il s’y rendit.
Une jeune femme, ouvrière dans une usine, avait été assassinée.
Il visita l’usine.
Un vieux bâtiment à l’architecture étrange.
Le contremaître lui donna une clé et lui montra un couloir qui lui sembla
interminable.
À gauche et à droite, il y avait des portes.
Il essayait la clé.
Après de nombreuses tentatives, une porte s’ouvrit.
Il entra dans une salle — un labyrinthe de miroirs.
Chaque miroir montrait une version différente de lui :
dans l’un, il portait une robe de juge ;
dans un autre, c’était un visage inconnu ;
dans un troisième, il n’existait pas du tout.
En avançant, il entendit ses pas résonner.
Il comprit rapidement qu’il n’était pas seul :
quelqu’un d’autre marchait là-dedans.
Soudain, derrière un miroir -ou à l’intérieur du miroir - il vit une femme.
« La vérité n’a pas d’importance ici », lui dit-elle.
Il lui sembla que ses lèvres ne bougeaient pas.
« Qui était la jeune femme assassinée ? » lui demanda-t-il.
« Un meurtre », répondit-elle, « enveloppé d’innocence.
Tu es ici pour le prouver. »
« C’est toi la coupable », lui dit-il.
Elle rit. Son rire se multiplia dans les miroirs.
« Finalement, vous êtes tous les mêmes :
les détectives, les juges, les accusés…
Tu mènes l’enquête sur toi-même. »
La femme se leva et se cacha derrière un miroir.
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου