I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2025

GREEK POETRY -Υπερβατική Εκβολή -2- χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

 .

.

GREEK POETRY

-Υπερβατική Εκβολή

-2-

-χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis

POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης



χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

(Ιστορίες τού κ.Κ)

Μυθιστορηματικός Λαβύρινθος:

 "Ο Πολλαπλασιασμός των Σιωπών"


Στέκει. Στη μέση τού δρόμου. Ίσως η Σταδίου. Ίσως όχι. Ίσως μόνο η αναπαράσταση της σε ασπρόμαυρη τηλεόραση.

Στέκει. Ένας άντρας χωρίς ηλικία. Χωρίς προορισμό. Κρατά ένα χαρτί

 ή μήπως όχι; Το χέρι του είναι άδειο, αλλά στην παλάμη αποτυπώνεται ορθογώνιο σχήμα, σαν από μνήμη που δεν θέλει να διαγραφεί.

Κλικ. Στάση. Ομονοια.

Η οθόνη τρεμοπαίζει. Πράσινο, μετά κόκκινο. Έπειτα τίποτα.

Κατεβαίνει.

Το πλήθος δεν τον αγγίζει κι όμως τον διαπερνά.

Μυρωδιά καμένου λαδιού, ιδρώτας, μια διαφήμιση για παγωτό, ξεχασμένη 

πάνω από το κατεστραμμένο περίπτερο.

Μπροστά του,μια γυναίκα που δεν υπάρχει,φοράει κόκκινα,

πουλάει Τα Απομνημονεύματα τού Μακρυγιάννη, έκδοση με σχόλια.

Το πρόσωπό της καλύπτεται με μασκα,

Ο δρόμος εναλλάσσεται.

η Πανεπιστημίου γίνεται Αθηνάς

η Αθηνάς γίνεται Πατησίων

η Πατησίων γίνεται Σταδιου

Στην τσέπη του, ένα νομισμα. Ίσως διευρω Ίσως τίποτα.

Το τρίβει σαν να ανακαλεί ένα όνειρο.

Πίσω του, φωνές.

Ίσως διαδηλωτές.

Ίσως η Ηχώ.

Ίσως το Εγώ του.

– Μα εγώ δεν μίλησα, λέει στον εαυτό του.

– Αλλά άκουσα.

Ονόματα.

Νίκος. Νίκος. Γιώργος.

Ονόματα χωρίς πρόσωπο.

Φωνές από ραδιοφωνικό ντοκιμαντέρ για το ’53, το ’67, το ’74.

Η Ελλάδα δεν έχει πρόσωπο.

Η Ελλάδα είναι σκηνή χωρίς ηθοποιούς.

Μια αφίσα.

Η θάλασσα.

Γαλάζιο με λευκές γραμμές.

Λέει: "Ζήσε την αυθεντική εμπειρία!"

Την αγνοεί.

Προτιμά την ρωγμή στον τοίχο δίπλα.

Σχήμα αινιγματικό. Ίσως Κρήτη. Ίσως ένα γράμμα. Ίσως ένα σώμα.

Στρέφεται.

Πάλι μπροστά του η γυναίκα με τα βιβλία.

– Τι ώρα είναι; τον ρωτά.

– Πολύ νύχτα, απαντά.

Φεύγει. Ίσως αυτή. Ίσως αυτός. Ίσως κανείς.

Στον ουρανό ανεβαίνει ένας άντρας με γυαλιά.

Μοιάζει με τον Αρη Κωνσταντινίδη.

Ίσως είναι. Ίσως ο εαυτός του σε άλλη εποχή.

Η αρχιτεκτονική τού ουρανού: κυβισμός μνήμης.

Κατεβαίνει τώρα τις σκάλες.

Προς Μετρό. Προς υπόγειο.

Το φως τρεμοπαίζει, όχι από λάμπες – από συνειρμούς.

Διαβάζει: "Ο χρόνος είναι κάτι που συμβαίνει αλλού."

Χωρίς ήχο.

Χωρίς αφήγηση.

Χωρίς λέξεις με βάρος.

Απλώς εικόνες.

Ακολουθίες.

Μεταβάσεις.

Κάπου, ο Ελπήνωρ περιμένει.

Ήδη νεκρός, αλλά χαμογελά.

Του λέει:

– Δεν έφτασα εδώ με ηρωισμό, αλλά με επανάληψη.

Ο άντρας τον χαιρετά με λάθος όνομα.

Ο Ελπήνωρ κλείνει το μάτι.

Η πόλη συνεχίζει.

Όχι προς τα εμπρός.

Αλλά σε κύκλο.

Σε φράκταλ.

Σε επανάληψη.

Σαν την ιστορία.

Ή σαν το ίδιο αυτό το διήγημα.

Που τελειώνει.

Χωρίς να έχει αρχίσει.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

(Ιστορίες τού κ.Κ)


ONLYFANS STORIES

(ψυχογεωγραφια)


1


Ξύπνησα με φως από οθόνη. Το σώμα μου εκθετο

Οι φαν μου ζητούσαν "κάτι αυθεντικό σήμερα".

Τους έδωσα ένα story:

Εγώ με ένα μπλουζάκι με τη λέξη ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ 

Caption: WorkLESS NIE TRAVAIL

Κάποιος μου έγραψε: "Πόσο βαθύ..."

στην Ερμού άκουσα μια ζητιάνα να λέει σ’ έναν άστεγο:

"Ο Αρης Κωνσταντινίδης μένει πλέον στο TikTok,

κοιμάται στα comments".

Της χαμογέλασα. Δεν κατάλαβα αν μιλούσε σοβαρά.

Ομόνοια, μεσημέρι.

Πέρασα από τον περιπτερά, μου πέταξε μια εφημερίδα:

"Πάρε, κορίτσι μου, για τα μάτια σου".

Δεν τού είπα πως τα μάτια μου ήταν στο OnlyFans.

Δεν του είπα πως πληρώνονται με tokens.

Την δίπλωσα και την πέταξα κι εγώ στα Χαυτεία.

Μια γυναίκα με ρώτησε: "Τι ώρα είναι;"

"Πολύ νύχτα", της απάντησα.

Click: Αθηνάς. Click: Ερμού. Click: Παραλληλοι Βίοι.

Τα πουλάω όλα σε πακέτα 15 δολαρίων τον μήνα.

Το κορμί μου; Ιδεολογία.

Τα βυζιά μου; Πηγή χρηματοδότησης μετα-μοντέρνων 

απογοητεύσεων.

Μα δεν φέρνω πια χώμα απ’ την πατρίδα.

Δεν με ρωτάει κανείς για τη Σμύρνη, 

μόνο για το αν είναι φυσικά τα χείλη μου.

Οδυσσεύς; Τι;

Στα DMs μου με ρωτάνε: "Είσαι περισσότερο Ελένη ή Πηνελόπη;"

Απαντώ: Αιδώς Αργείοι.

Η φωνή μου δεν ακούγεται.

Ο αλγόριθμος δεν συμπαθεί τα τραύματα.

Μόνο τα trends.

Ergo Cogito Sum

ΞΥΠΝΗΣΑ ΑΝΕΡΓΗ

Μου είπαν κάποτε "πουλάς το σώμα σου".

Απάντησα:

"Όχι, τον εαυτό σας αγοράζετε, σε μικρές δόσεις αναγνώρισης."

Το βράδυ έκλεισα το live με μία σκέψη:

"Αυτή είναι η Ελλάδα. Εγώ είμαι ανεργη.

Εσείς είστε θεατές.

Όλοι μας είμαστε μέρος της ίδιας παράστασης,

με χορηγό την Ιστορία και τίτλο

Πόσο κοστίζει η Δημοκρατία αν είναι σε προσφορά;"

.

.

2


νύχτα

κάτω από τις ράγες τού μετρό

"εγώ πουλάω εικόνα, μα δεν με βλέπει κανείς"

μου είπε

''σ' ένα chatroom ένας με φώναζε θεά,

κι ύστερα με ρώτησε

αν έχω να τού στείλω βυζιά μου σε delivery packet

 για το σπίτι του''

έκλεισε την κάμερα

και η σιωπή έγινε το μόνο content

που δεν πληρώνεται

"δεν είμαι το σώμα μου" είπε,

"μα δεν ξέρω τι άλλο να είμαι"

την είδα να κατεβαίνει τη Σωκράτους

με κάτι ψηλοτάκουνα σαν καρφιτσες

και τα μάτια της ήταν παντού και πουθενά

σαν κλειστό account

.

.

3


"Ξύπνησα αργά. Το feed γεμάτο αιτήματα. 

Σώματα, χρήμα, emoji φωτιές.

 Και έξω, Ομόνοια. Όχι του TikTok, η άλλη. 

Εκείνη με τις σπασμένες φωνές 

και τα αποτσίγαρα στα σκαλοπάτια.

Έπαιξα λίγο με το φίλτρο τού σώματος, 

το 'BodyTuned 2.0', ενώ απ' έξω 

ο ήχος από τρόλεϊ περνούσε σαν αρχαία ανάμνηση 

"μεταφορά Ιστορίας", είπαν. Εγώ; 

Μια σύγχρονη Ιεροδούλη τών pixels. 

Στην Ερμού, σάρκα και μάρκα πια δεν ξεχωρίζουν.

Ένας άντρας με ρώτησε τι ώρα είναι. 

Είπα: "πολύ νύχτα", και του έκλεισα το μάτι. 

Στους δρόμους, 

παλιοί θεοί ζητούν likes και retweets. 

Η Υπατία πουλάει Παράλληλους Βίους και με κοιτά σαν καθρέφτης:

"Ζεις;". Της απαντώ με ένα hashtag: IchBinArbeitslos

Στη Ζήνωνος, ένα ακόμη DM. "Θέλεις να παίξεις την Ελένη;" 

Ίσως. Αν πληρώσεις προκαταβολή.

Η ποίηση μου έρχεται σαν πακέτο από το delivery. 

Δεν τρώγεται. Διαβάζεται με scrolling. Nobel's Holes. 

Ash Holes.Και κάπου εκεί, μεσα στην Πανεπιστημίου, ένας Ελπήνωρ 

με προσπέρασε. Του είπα "Μio amico". Δεν απάντησε. Κοιτούσε ψηλά.

Εγώ, ένα πρόσωπο σε οθόνη. Κι όμως, το αίμα μέσα μου 

ακόμα θέλει να φωνάξει. Όχι γιατί ξέρω, αλλά γιατί νιώθω.

Αυτή είναι η Αθήνα. Εγώ, είμαι απλώς ένα username."

.

.

4


«Στην Ομόνοια έχασα τον εαυτό μου»

by Nadia K., content creator, Athens 2025


Τράβηξα το κορμί μου απ’ το κρεβάτι στις 3 το μεσημέρι. 

Ήταν μια μέρα που ένιωθα διάφανη. Φόρεσα τα καλά μου 

όχι για κάποιο ραντεβού, αλλά για να τραβήξω φωτογραφίες 

για το προφίλ.

OnlyFans. Ναι. Μικρή οθόνη, μεγάλη ψευδαίσθηση.

Περπάτησα προς την Ομόνοια.

Μπροστά μου περνούσε ένα τρόλεϊ - «μεταφορά Ιστορίας».

Μέσα του καθόταν μια γριά, έμοιαζε να ήρθε απ’ το 1922.

Από πίσω της: Τραπεζούντα, Νέα Ιωνία, Μνήμη.

Κρατούσε χώμα σε σακουλάκι.

Μια άλλη δίπλα της, κρατούσε ένα κινητό.

OnlyFans? TikTok? Ποια η διαφορά, 

όταν οι λέξεις είναι ίδιες: έκθεση, επιθυμία, εξαγορά.

Στη Μενάνδρου συνάντησα μια άλλη κοπέλα, σαν κι εμένα.

Δε με κοίταξε. Πουλούσε κορμί, όπως εγώ πουλάω εικόνα.

Εγώ για δολάρια, εκείνη για ευρώ.

Η Υπατία πουλάει Παράλληλους Βίους.

Άναψα τσιγάρο στην Ερμού.

Σκεφτόμουν τον Πουλαντζά.

«Κι εγώ σκοτωμένη είμαι», ψιθύρισα.

Όχι με σφαίρα – με scroll.

Στάθηκα κάτω από μια κάμερα παρακολούθησης.

FALSE/TRUE INVENTORS UNIVERSALIS

Μ’ έβλεπε άραγε κανείς;

Μ’ έβλεπα εγώ;

Κατέβηκα στο μετρό.

Ένας τύπος διάβαζε εφημερίδα, την δίπλωσε, την πέταξε.

«Τι ώρα είναι;» τον ρώτησα.

«Πολύ νύχτα», μου απάντησε.

Και ήταν.

Νύχτα στα μάτια, στα stories, στις φωτογραφίες που βγάζω.

Νύχτα στο μυαλό που ψάχνει μια διέξοδο.

Κλικ Σωκράτους, κλικ Ζήνωνος.

Κλικ παντού.

Βρήκα καταφύγιο σ’ ένα καφέ.

Πίσω από την πλάτη μου η Βουλή.

Μπροστά μου η θάλασσα σε αφίσα.

Και μια Ελένη σε οθόνη, να χορεύει ημίγυμνη, να γελά.

Εγώ.

Μια περαστική φώναξε "αγόρασε εφημερίδα, στην Ομόνοια".

Δεν την άκουσε κανείς.

Έστειλα post:

"Είμαι καλά."

Δέκα likes, τρία μηνύματα, ένα φιλοδώρημα.

Έκλεισα την οθόνη.

Και τότε, για λίγο, άκουσα τη φωνή.

Όχι τη δική μου. Την ανθρώπινη.


Πίσω από την πόλη-λαβύρινθο, πίσω από την Ελλάδα 

που «καμία συλλαβή περιττή δεν έχει», 

πίσω απ’ τα τρόλεϊ τής Ιστορίας και τις εκδιδόμενες Υπατίες, 

μια νέα φωνή ψάχνει να σταθεί. 

Όχι για να σωθεί. Αλλά για να μαρτυρήσει πως έζησε. 

Έστω και σ’ ένα story που κράτησε 24 ώρες.


Αυτό ήταν το ταξίδι τής Νάντιας.

Ίσως αύριο να πει κάτι άλλο. Ίσως και όχι.

.

.

ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΗΣ Μ.


τον ειδα απο μακρια

στη γωνια Μενάνδρου και Σωκράτους

κρατουσε εναν καφε κι εναν παλιο χαρτοφύλακα

μου ειπε:

«σ'εβλεπα μηνες, δεν ηξερα αν εισαι αληθινη»

του απαντησα:

«κανενα προβλημα, τα αληθινα κοριτσια 

δεν φαινονται στην οθονη»

χαμογελασε

μεσα στα δοντια του, λιγο αιμα

(η αληθεια κοβει, φιλε μου)

δεν ηταν πελατης

ηταν καθρεφτης

μου εδειξε το προφιλ μου απο το κινητο του

μου ειπε:

«σ'αγορασα, και τωρα τι;»

στο δωμάτιο — χαμηλό φως

στο background, μια εκπομπή με πολιτική ανάλυση

ενας τυπος μιλουσε για Νικους σκοτωμενους

για Μπελογιάννηδες με γαρύφαλλα

για δημοκρατίες που δεν πατησαν ποτέ Σταδίου

εκείνος έλυνε τα κορδόνια του σαν να ξετυλιγε θεωρία

μου ειπε:

«συγγνωμη, δεν θελω sex, θελω να μ’ακουσεις»

εκατσα, ακουσα

μιλουσε για τον πατερα του

για την μανα του

για τα παιδια που δεν εκανε

για δουλειες που εκλεισαν

για την ψυχη που χανεται το ξημερωμα

«εγω δεν σε πληρωσα για να χυσω» ειπε

«σε πληρωσα γιατι ηθελα να ειμαι καποιος για καποια στιγμη»

κι εγω του ειπα:

«ειμαι εδω, εισαι εδω, αυτο ειναι κατι»

βγηκε

απ’εξω, δυο πακιστανοι χτυπουσαν παλαμακια 

στον ρυθμο της ζωης

καθισα, αναψα τσιγαρο

κι ειπα μεσα μου:

«ο δρομος τής Ερμου δεν εχει μονη κατευθυνση»

ουτε κι εγω:

.

.


Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΙΛΑ 


«τον είδα στην Ομόνοια,

φορούσε κουστούμι αλλά τα μάτια του 

ήτανε ξυπόλυτα

ένα βλέμμα σαν χαλασμένος ανελκυστήρας

ανέβαινε, κατέβαινε, κόλλαγε στους ορόφους 

τών σκέψεων

του είπα "μην ακουμπάς",

μα είχε ήδη φτάσει στη μέση μου

με τα μάτια του μόνο

OnlyFans με λένε

δεν είναι όνομα

είναι επιγραφή νέον

στο παράθυρο ενός διαμερίσματος στου Ψυρρή

"κάμερα ανοικτή"

"το κορμί ενοικιάζεται, η ψυχή χαρίζεται στα φαντάσματα"

αυτός ήθελε να μιλήσει

όχι να με δει

να με διαβάσει

"σου αρέσει η ιστορία;" με ρώτησε

"όχι, προτιμώ την εξουθένωση", του είπα

και γελάσαμε κι οι δύο

σαν δυο πεταμένοι αναπτήρες σε κάδο απορριμμάτων

"είμαι ....", ένα επάγγελμα μου είπε

"είμαι σύστημα", του είπα

και μπήκα μέσα στο δωμάτιο με τα φώτα 

στο χρώμα του εμποτισμένου ροζ

μπήκε κι αυτός

κουβαλώντας 

στην τσέπη του την ανεργία

κι έναν θάνατο του Μπελογιάννη στο στόμα

όχι από πολιτική

από απελπισία

ακουγόταν η τηλεόραση στο απέναντι διαμέρισμα

έπαιζε talk show

"η Ελλάδα αλλάζει", έλεγαν

μα εγώ ακουμπούσα τα γόνατα του 

πάνω στο δικό μου δέρμα

με ρώτησε τι ώρα είναι

του απάντησα "πολύ νύχτα"

ήπιε το νερό απ’ το ποτήρι με το κραγιόν μου

μου ζήτησε ένα στίχο

του απήγγειλα Εμπεδοκλή,

κάπου ανάμεσα στις κάμερες και στα κορμιά

κάποια θραύσματα επιβιώνουν

έστω για μια συνεδρία των 60 ευρώ

κι ύστερα έφυγε

όπως ήρθε

ένας λαβύρινθος 

ένας θόρυβος στην Πανεπιστημίου

ένας άντρας χωρίς πρόσωπο

σε μια πόλη χωρίς πατρίδα

“Ergo cogito sum”, μουρμούρισε φεύγοντας

κι εγώ άνοιξα το κινητό μου

κι έκανα livestream

ένα χαμόγελο,

ένα ψέμα,

μια νέα εγγραφή.

.

.


STRIP CITY


Στο δωμάτιο 403, κρεμάστηκε η σιωπή 

σαν βρεγμένο φόρεμα στο καλοριφέρ.

Ήταν 40άρης. Λευκό πουκάμισο, τα χέρια του 

μύριζαν απολύμανση ή αποτυχία, δεν ήξερα.

Έβαλα το κινητό στη βάση. Στην οθόνη έτρεχε 

μια playlist με τίτλο CITY'S LABYRINTHS.

Άρχισα να λικνίζομαι. Όχι για να του αρέσει.

Γιατί κάπως έπρεπε να σκοτώσω τον χρόνο

τον μισούσα πιο πολύ κι από τον καθρέφτη.

Εκείνος καθόταν σαν να παρακολουθούσε 

δελτίο ειδήσεων.

"Ξέρεις", του είπα,

"έχω ένα τατουάζ στη μέση 

γράφει Σμύρνη 1922 με καπνούς."

Δεν με ρώτησε τίποτα.

Του έδωσα την μπλούζα μου, .

Πίσω μας, ο τοίχος ξεφλούδιζε όπως η Ιστορία.

"Πόσο πάει;" με ρώτησε στο τέλος.

Του απάντησα:

"Τόσο, όσο να ξεχάσεις ότι είσαι άνθρωπος."

Πλήρωσε και έφυγε χωρίς να με κοιτάξει.

Άναψα τσιγάρο.

Στον δρόμο, ακούστηκε μια σειρήνα.

Ομόνοια προς Χαυτεία.

Η νύχτα πούλαγε σάρκα, και η μέρα 

υποσχόταν ελευθερία με δόσεις.

Είμαι μια γυναίκα.

Είμαι μια χώρα.

Είμαι ο καθρέφτης σας.

.

.

ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΠΛΗΡΩΜΗ


Στο δωμάτιο 313, η πόλη συνέχισε να ουρλιάζει

κάτω απ' τα φώτα νέον τής Πατησίων

"γδύσου", είπε,

κι εγώ έβγαλα πρώτα τα ψέματα

μετά το φόρεμα

μετά την ανάσα

έμεινα με το βλέμμα μου μόνο

στριπτίζ σαν εγκατάλειψη

σαν την Ελλάδα μετά το 2010

σαν προσευχή χωρίς θρησκεία

του ζήτησα να με κοιτάξει,

όχι το σώμα

το λάθος μου.

Εκείνος ήθελε να πληρώσει με Revolut

εγώ ήθελα ν'αλλάξω τη διατριβή μου

από "Σώμα και Χώρος στη μεταμοντέρνα Αθήνα"

σε "Σώμα και Πληρωμή"

-είπα τ' όνομά μου ήταν Εκάβη

μα στο προφίλ με λένε EllyNude94

του είπα "κάποτε, εσύ κι εγώ

είμασταν παιδιά στην πλατεία Αμερικής"

δε θυμήθηκε.

.

.


ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΒΙΩΣΗ 


Σώμα σε καθρέφτη, Αντανάκλαση σε σάρκα

Στο δωμάτιο 506, Μάρνης και Πατησίων,

μύριζε ιδρώτα, ταλαιπωρία και λαχτάρα.

Ένας άντρας, όνομα δεν είπε,

μόνο «κλείσε το φως, άσε το φεγγάρι».

Φορούσα μαύρη δαντέλα.

Όχι για 'κείνον – για μένα.

«Αργά», μου είπε.

Η μουσική: τίποτα.

Μόνο τα κορναρίσματα 

Κατέβασα τον ώμο, μετά τον άλλο.

Το σουτιέν έπεσε σα σημαία σε πόλη που παραδόθηκε.

Εκείνος καθόταν βουβός.

Ένα ποτήρι ουίσκι, ένας πόλεμος εντός του

– και μέσα μου.

Το κορμί μου έκανε κύκλους,

όχι στροφές.

Οχι για να διεγείρει,

αλλά να εξηγήσει την ύλη.

«Αυτό είναι τέχνη;»

ρώτησε.

«Αυτό είναι Αθήνα», του απάντησα.

Μένω στα Εξάρχεια.

Στους τοίχους, ξεθωριασμένοι πίνακες,

ξενοδοχειακής αισθητικής:

νεκρές φύσεις – όπως τα όνειρα μας.

Χάιδεψα τον μηρό μου,

όχι όπως το κάνουν στα βίντεο,

αλλά όπως το κάνουν οι γυναίκες

όταν ψάχνουν αν έχουν ακόμα παλμό.

 «Είσαι καλά;» με ρώτησε.

Είχα μόλις βγάλει το τελευταίο εσώρουχο.

Δεν του απάντησα.

Η φωνή του έσπασε,

Μίλησε για γυναίκα που τον άφησε

και για παιδί που δεν γνώρισε.

Εγώ γύρισα πλάτη,

άναψα τσιγάρο 

όχι από πόζα,

αλλά γιατί κάτι ήθελα να καεί.

Τον κοίταξα.

Μα δεν ήταν εκεί.

Ήταν στον Περαία, ή στο 2013, ή στη Νέα Ιωνία.

Κάπου που ακόμα οι άντρες πιστεύουν

πως η σιωπή είναι δύναμη.

Έφυγα χωρίς να πληρωθώ.

Και το βράδυ, στο μετρό,

έβγαλα selfie.

Την ανέβασα.

Έγραψα caption:

"Αυτό δεν είναι πορνό.

Αυτό είναι επιβίωση."

.

.

.


Τεκμησσα και Αίαντας

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Σκηνή Τεκμησσας 

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


(Σκηνή: Ένα σκοτεινό,  δωμάτιο Η γυναίκα κάθεται στο πάτωμα, με την πλάτη στον τοίχο. Φωτίζεται από μια σχισμή στο παντζούρι. Κοιτάζει το κενό, με βλέμμα που τρέμει ανάμεσα στην αγωνία και την παραίσθηση. Μιλάει σιγανά, σαν να απαντά σε φωνές που δεν ακούμε.)


ΓΥΝΑΙΚΑ (μονόλογος):


Μη μπαίνεις Μη μπαίνεις.

Μη μου μιλάς με το στόμα σου ανοιχτό, στάζουν οι λέξεις σου πάνω μου σαν αίμα.

Δεν σ' έφερα εγώ εδώ. Δεν άνοιξα εγώ την πόρτα.


(Παύση. Κλείνει τα μάτια.)


Η θάλασσα βουίζει, 

Την ακούς κι εσύ

Όχι, όχι, εσύ δεν είσαι εδώ, εσύ πέθανες.

Αλλά σε βλέπω. Ξέρεις γιατί;

Γιατί ο καθρέφτης δεν είπε ποτέ την αλήθεια.


(Σηκώνεται αργά, πλησιάζει έναν νοητό καθρέφτη στον τοίχο.)


Εδώ, εδώ μέσα

Το πρόσωπό σου. Ή το δικό μου; Δεν ξεχωρίζω πια.

Κάποιος φώναξε τη νύχτα "Αίαντας".

Κι εγώ απάντησα "Τεκμήσσα", σαν να είχα το δικαίωμα.

Και με κοίταξε — όχι εκείνος, ο καθρέφτης — και είπε:

"Εσύ σκότωσες το φως."


(Πιάνει τα μπράτσα της, σαν να κρατάει κομμάτια από κάτι που έσπασε.)


Μα δεν το σκότωσα εγώ.

Εκείνο έπεσε μόνο του, σκουντούφλησε στα πεύκα και μάτωσε το φεγγάρι.

Και το φως του έσταξε μέσα στα μάτια μου.

Τώρα δεν βλέπω.

Ή βλέπω πάρα πολλά.

(ψιθυριστά) Και όλα φωνάζουν.


(Ξαφνικά, έντονα)


Γιατί δεν με ξύπνησες;

Τι ώρα είναι; Πόσες φορές να πεθάνουμε μέσα στην ίδια μέρα;


(Χαμηλώνει πάλι τη φωνή.)


Ο ίδιος χρόνος, μου είπες.

Πάντα ο ίδιος.

Ένα ρολόι σπασμένο, που χτυπάει την ίδια πληγή.


(Ανασαίνει βαριά.)


Μιλάνε οι τοίχοι. Ψιθυρίζουν το όνομά μου, λάθος.

Πάντα λάθος.

Δεν τους διορθώνω πια.

Τους άφησα να με ονομαζουν όπως θέλουν.


(Κλείνει τα μάτια της, σαν να γυρνά σε άλλη διάσταση.)


"Είμαι δίπλα σου, όπως και τότε."

Το είπα, το θυμάμαι.

Κι εσύ μ' έσφιξες τόσο, που κομματιάστηκε η αγκαλιά.


(Κοιτάζει έξω από τη σχισμή στο παράθυρο.)


Ακούς;

Ακούς τη θάλασσα;

Τις λέξεις που βουλιάζουν;

Τις λέξεις μου;


(Παύση. Μένει ακίνητη, σαν να προσπαθεί να ακούσει απάντηση.)


Όχι, δεν τις ακούει κανείς.


(Μια μικρή κραυγή πνιγμένη στον λαιμό της. Ψιθυριστά.)


Εγώ

εγώ είμαι η κραυγή.

Το μουγκρητό στον καθρέφτη.

Ο Αίαντας.

Η Τεκμήσσα.

Το φεγγάρι που αιμορραγεί.


(Καταρρέει στο πάτωμα, σχεδόν ψιθυρίζοντας)


Δεν είμαι μόνη.

Απλώς κανείς άλλος δεν είναι εδώ.


(Σκοτάδι.)

.

.



πορτραίτο γυναίκας

χνκουβελης cncouvelis 


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

μόνο η μνημη και η σιωπή

μιας μαρτυρίας


Σκηνή γυναικας


ο ήλιος μόνο καίει

καίει το μέσα μου.

Ο Ιλισσός; Πού; Πού κυλάει τώρα; Τον άδειασαν. Τον γέμισαν σωλήνες και σιωπή.

Άκου, άκου λίγο

ακούς; Είναι το παιδί μου που γελάει ή κλαίει;

Όχι όχι, είναι τα σκυλιά…

"Ήμουνα εκεί! Τα είδα όλα!"

Όλα! Μου τα πήρε όλα η φωτιά. Μου πήρε το παιδί, τον άντρα, το σπίτι, τη θάλασσα…

Κατινάκι,το κοριτσάκι μου

έλεγε "μαμά, θα βάλω το φόρεμα με τις πεταλούδες να με δεις να χορεύω".

Δεν πρόλαβε. Δεν είχαμε πια καθρέφτες. Ούτε πόρτες. Ούτε φωνές. Μόνο τσιμέντο και

πυροβολισμούς.

Και μετά το τίποτα.

Τι έγινε μετά;

Με μάζεψαν

Μου πέταξαν μια κουβέρτα

μου πήραν το όνομα.

Κατερίνα. Κατινάκι. Εμένα έτσι με φώναζε,

ήταν διώροφο με αυλή

το σπίτι μας

ο κήπος ακουμπούσε τη θάλασσα…

Ναι. Ναι. Όταν φυσούσε, έμπαινε το αλάτι στα ρουθούνια, κι εμείς γελούσαμε, λέγαμε "είμαστε πλούσιοι, έχουμε αλμύρα στο τραπέζι μας!"

φωνάζω ονόματα, ένα-ένα, σαν κάλεσμα ψυχών)

Ελένη

Φωτεινή

Ανδρομάχη

Εκάβη

Κερασία

Ελισώ

Κασσάνδρα

Όλες ήμασταν εδώ. Όλες. Κυκλώνουμε τον χρόνο με τα βήματά μας.

Κι εγώε η πιο βουβή από όλες.

Γιατί δεν ξέχασα;

Γιατί δεν ξεχνάει κανείς!

η μνήμη είναι νύχι 

σκάβει ξύνει

Είναι φόβος. Μας φοβούνται. Μας ταΐζουν λήθη.

Έπρεπε να ουρλιαξουμε.

Να τους φτύσουμε κατάμουτρα. Να τους πούμε:

"Δεν είμαστε τρελές. Είμαστε οι φλόγες που αφήσατε πίσω σας."

Τι έπρεπε να κάνουμε και δεν το κάναμε;

Μας ντρόπιασαν 

Ντραπήκαμε που επιζήσαμε. Που ακόμα θυμόμαστε.

Ο Φρύνιχος

του έβαλαν πρόστιμο γιατί τους έκανε να θυμούνται. Εμένα με κλείσανε σ’ αυτό το δωμάτιο.

Γιατί δεν ξέχασα.

Τι είναι η κάθαρση; Να ουρλιάξεις τόσο δυνατά που να λιώσει ο σοβάς;

Ή να σωπάσεις για πάντα;

Ποιο απ’ τα δύο είναι πιο δίκαιο;

Ποιο πιο αρχαίο;

Εδώ που ο ήλιος κάθετος τις στήλες ξυρίζει

κι ο Ιλισσός άηχος πια 

δεν κυλάει τίποτα

ούτε νερό ούτε θρήνους

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Τι είναι αυτός ο ήχος;


12 Μονόλογοι μιας γυναίκας 


1


Τι είναι αυτός ο ήχος;

Η βροχή

Η βροχή,φυσικά. 

Μα όχι μόνο. Είναι και νερό. Πάνω σε τζιτζίκι.

Τσιρίζουν τα φτερά του. Ξέρεις ότι τα τζιτζίκια πεθαίνουν από τη σιωπή;

Στην Ερμού μια γυναίκα με σάκο πλάτης, μοιραζε φυλλάδια.

«Ο κόσμος τελειώνει στο μεσαίο παγκάκι»

ελεγε

 «Αγαθόν και κακόν ταυτόν».

Ο Ηράκλειτος. Ή  ο Οιδίποδας με γυαλιά ηλίου.

 Ή ένας Προμηθέας που πούλησε τη φωτιά 

Τι είναι αυτός ο ήχος;

Falling down falling down falling down…

Είδα τον Τειρεσία. Ή τον Ξενοφάνη.Καποιον Γιώργο που γύρισε από εμφυλιο.

Παγωνισ.

Μου έδειξε ένα βάτραχο. Πράσινο.

Μεγαλώνει η χλόη γύρω του κι ανεβαίνει το νερό!

Μην πνιγείς!

Μην πνιγείς…

Σιγή.

Σιωπη

τίποτα.

Κι ύστερα, ήχος.

Όχι βροχή. Όχι αέρας.

Σαύρα χρόνου.

στα τοιχώματα τού μυαλού μου.

Θέλω νερό! Να πλύνω το πρόσωπό μου!

«Από τι;»

Ρωτάς από τι;! Από τον χρόνο, από την ενοχή, από τη μητέρα μου που τραγουδούσε: “This is my man…” ενώ εγώ ήμουν ακόμα μέσα της.

Η γλώσσα ή ο θόρυβος τής ς γλώσσας.

Μια μηχανή ραπτικής πάνω σε χειρουργικό τραπέζι.

Μια ομπρέλα. Ανοιχτή.

Ο Μαρκήσιος ντε Σαντ την εγκρίνει.

Υπουργός Πολιτισμού τής Δημοκρατίας του Σαλό.

«Ταιστε τους αυτό. Τα προϊόντα θα είναι πιο... σκατά.»

What is that sound?

Ο θόρυβος τής βροχής.

Ο θόρυβος τής βροχής.

Κλείστε το παράθυρο!

Το φως μπαίνει και ψάχνει. Με τυφλώνει.

Αυτά τα φτερά από τι είναι φτιαγμένα;

Από λέξεις; Από ενοχές; Από ύπνο που δεν ήρθε ποτέ;

Η γλώσσα.

Η ή ο θόρυβος τής γλώσσας.

Μου μιλάει. Όχι εσύ.

Αυτή.

.

.

2


Φως από πάνω, ψυχρό, τετραγωνισμένο. Τοίχοι. 

Η φωνή μου ανακλάται. Δεν είναι πάντα δική μου.

Τι είναι αυτός ο ήχος;

Είναι σαν… λέξεις.

Λέξεις που στάζουν από τη ρωγμή στο ταβάνι.

Μία-μία.

"Καίγεσαι."

"Δεν είσαι εδώ."

"Εκείνη σε βλέπει."

Ποια είναι εκείνη; Κοιτάει απ’ τον καθρέφτη. Δεν είμαι εγώ.

Ο καθρέφτης έχει δύο πρόσωπα. Το ένα σου χαμογελάει, το άλλο σε πνίγει στον ύπνο σου.

Δεν κοιμάμαι. .

Τι είναι αυτός ο ήχος;

Σαν να μιλάει η μητέρα. Μα είναι νεκρή.

Είπε, "Σκούπισε το αίμα, δεν είναι δικό σου."

Μα εγώ δεν βλέπω αίμα. Μόνο κάτι σαν μελάνι.

Ο Προμηθέας. Τον είδα. Κρεμασμένος από τα ράμματα τού στρώματος.

Σου λέω, εκείνος μού ψιθύρισε:

"Μην εμπιστεύεσαι το νερό. Είναι γεμάτο βλέμματα."

Και μετά, μια φωνή. Ψηλή, λεπτή, σπασμένη:

"Είσαι το λάθος στην εξίσωση.

Είσαι το μηδέν μέσα στο ένα."

Γελάς; Εγώ δεν γελάω.

Ο γιατρός λέει πως είναι "συμπτώματα".

Είπα να μου δώσουν καθρέφτη. Να κοιταξω μέσα του και να πω:

"Δεν είμαι εγώ. Δεν είμαι εδώ."

Ο ήχος δυναμώνει.

Είναι ρυθμός πια.  

τών τοίχων.

τών βιδωμένων παραθύρων.

τής ακινησίας.

Τι είναι αυτός ο ήχος;

Η βροχή;

Η γλώσσα;

Η γλώσσα που στάζει σαν βροχή.

Ή σαν βελόνες στην παλάμη μου,

Θέλω να βγω.

Μα όχι από την πόρτα.

Θέλω να βγω από το σώμα.

Να μείνω ως λέξη μόνο.

Να γράψω τον εαυτό μου σε τοίχο.

Να με διαβάσει κάποιος, τυχαία, και να πει:

_"Κάποτε υπήρξε κάποια

 που άκουγε τη βροχή

.

.


3


Τί είναι αυτός ο ήχος;

—What is that sound?

Είναι η βροχή

Όχι. Όχι η βροχή. 

Είναι οι λέξεις που στάζουν από το ταβάνι.

Δες, δες! Πέφτουν — μια-μια — πάνω μου.

Μου μουσκεύουν το δέρμα, τις φλέβες.

Χώμα είμαι.

Θα φυτρώσω. Θα ανθίσω. Θα ουρλιάξω.

Άνοιξα το στόμα και μπήκε μέσα ο άνεμος.

Περίμενα.

Δεν υπάρχει χρόνος εδώ μέσα.

Το ρολόι δείχνει “χτες”.

Οι τοίχοι είναι φτιαγμένοι από σκέψεις άλλων,

που γλύφουν τις άκρες τους και με κοιτάζουν.

Ήρθαν σήμερα. Ήρθαν πάλι.

Μου έφεραν το παιδί μου, αλλά είχε μάτια αλόγου.

Το κοίταξα. Δεν έκλαψε.

Μόνο μου είπε: «Μαμά, γύρνα πίσω τον ήλιο. Εδώ δεν ξημερώνει ποτέ.»

Το κατάπια.

Ήταν πικρό.

Ο Τειρεσίας με ρώτησε τι βλέπω.

Είπα: “ένα πεύκο να στάζει τσιμέντο στην Ερμού”

Είπε: “σωστά. αυτό είναι ο Θεός.”

και χάθηκε. Μέσα στον τοίχο.

What is that sound?

Ο θόρυβος της γλώσσας. 

Η ΓΛΩΣΣΑ!

Η μηχανή της — γρατζουνάει τη σπονδυλική μου στήλη.

—Κλείστε το παράθυρο! Το φως με καρφώνει.—

δείχνει το ταβάνι

Εκεί. Εκεί, κοιτάξτε. Κάποιος γράφει με κάρβουνο:

«Ο έρωτας είναι εργαλείο βασανισμού όταν λείπει το σώμα.»

Μου έβαλαν νερό στα μάτια για να ξεχάσω τη μορφή του.

Αλλά εγώ τον θυμάμαι. Φορούσε δέρμα από μαύρη θάλασσα και μύριζε αλήθεια.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ Ο ΗΧΟΣ;

What is that sound?

Είναι απλώς η γλώσσα που έσπασε.

Και τώρα στάζει.

Μες στο στόμα μου.

.

.

4


από τα όνειρα δεν ξεφεύγεις ποτέ, μόνο σε αλλάζουν μορφή

Τι είναι αυτός ο ήχος;

βήματα ή σταγόνες 

ή σκέψεις που πέφτουν από τον ουρανό του κρανίου μου

ή το νύχι τής Ελένης

που ξύνει τον τοίχο δίπλα

ή ο ήχος τής ανάσας τού ακροβατη — βαριά — αργή — σαν οξυγόνο σε πλαστικό σωλήνα

(είναι αυτοί που κοιτάζουν από την τρύπα στο ταβάνι)

δεν κοιμάμαι, κοιτάζω

εγώ τους κοιτάζω

είμαι το μάτι

Λέει "Δεν υπάρχει έξω. Το έξω είναι εδώ μέσα".

Του απαντάω: "Βγάλε τα ρουχα, σε βλέπω γυμνό, γερασμένο"

και μετά, ο θόρυβος:

τι είναι αυτός ο ήχος;

είναι ο χρόνος π

ή ένα το δάχτυλο  που  γράφει στην πλάτη:

 "μην πεις τίποτα";

και γυρίζω και του φωνάζω:

"ΔΕ ΘΑ ΣΩΠΑΣΩ!"

ένα χέρι στο μέτωπο

ένα άλλο στη σπονδυλική στήλη

ένα τρίτο — το δικό μου — ψάχνει να βρει την έξοδο

μα δεν έχει πόρτα, μόνο καθρέφτες

και στο καθρέφτη, η μάνα μου

και η μάνα τής μάνας μου

και πίσω της εγώ

χωρίς δέρμα

γυμνή στο αίμα μου

μιλάει:

«κόρη, το ψάρι μυρίζει από την ουρά, μα εσύ είσαι το κεφάλι»

Χθες είδα την Μαρία να κάθεται στο παράθυρο

φορούσε πιτζάμες, 

έτρωγε μήλο

μου είπε:

"όλα είναι συμβολικά, ακόμα κι εσύ"

"ακόμα κι εγώ;", είπα

"ειδικά εσύ", είπε

και μετά πήγε κι έκλεισε τη κουρτινα.

Τι είναι αυτός ο ήχος;

κάτι πέφτει από ψηλά

λέξεις

ή λέπια

ή φωνές από την τηλεόραση 

που δείχνει πάντα ειδήσεις χωρίς ήχο

χωρίς λόγο

χωρίς σώμα

χωρίς λύση

“Μην εμπιστεύεσαι τον ήχο, η γλώσσα είναι παγίδα”

Σιωπή.

Μετά:

φωνή:

«σου φέραμε τα χάπια σου»

όχι, ευχαριστώ, τα κατάπια ήδη μέσα στα όνειρά μου

ήταν μπλε, κόκκινα και ένα σαν φτερό

το έφαγα και μίλησα σε ένα φυτό

μου είπε πως μεγαλώνει ανάποδα, από τη ρίζα ως τον ουρανό

όπως οι πληγές

όπως τα ονόματα

ποιος μου έβαλε τον Οιδίποδα κάτω από το μαξιλάρι;

ποιος έγραψε "η τύφλωση είναι λύτρωση";

αυτό δεν ήταν ποτέ στο φάκελό μου

το πρόσθεσε η Μήδεια την ώρα τής ησυχίας

Τι είναι αυτός ο ήχος;

είναι η γλώσσα

όχι η δικιά σου

η άλλη

η υπόγεια

που μιλάει με σπασμένα σύμβολα και τρίξιμο

και ουρλιαχτό

και σιωπή

ΣΙΩΠΗ

σιωπή

σιώπη

σιωπη σιωπη σιωπη

.

.

5


.Σας είπα να μην ανοίγετε το παράθυρο, σας το είπα!

Κλείστε το. Μπαίνει μέσα η φωνή του πεύκου.

Ένα πράσινο πεύκο... ψιθυρίζει δίπλα μου.  ,

μια γυναικα τραγουδάει "THIS IS MY MAN" κρατώντας μια σακούλα από το σούπερ μάρκετ.

ΜΗΝ ΤΟΝ ΑΝΟΙΓΕΤΕ ΤΟΝ  ΟΦΘΑΛΜΟ!

Ο Οιδίποδας, ο Προμηθέας, ο Μαρσύας με τη φλογέρα στο λαρύγγι!

Μου έδωσε φέιγ βολάν ο Ξενοφάνης.

Έγραφε: "Αγαθόν και Κακόν, ταυτόν."

Σημείωσα: «Σημειώσατε Χ».

Βλέπω ένα βάτραχο. Πράσινος.

Η χλόη γύρω του μεγαλώνει σαν σκέψη.

Κι εγω;

Εγώ νομίζω πως είμαι ο Τειρεσίας,

αλλά στατιστικά μιλώντας είμαι μια ραπτομηχανή πάνω σε χειρουργικό τραπέζι

κι από πάνω μια ομπρέλα. Ακριβώς.

Ο Sade έγινε υπουργός.

Ο Marat πέθανε στη μπανιέρα του.

Κι εγώ;

Με ταΐζουν τροφές που κάνουν τις σκέψεις μου πιο shit.

je suis d’accord... je suis d’accord... une passion...

une passion pour laquelle ils tous sont subordonnés

Όλα στον ίδιο ήχο

.

.



6


Ο θόρυβος τής βροχής, 

δεν είναι έξω, είναι μέσα. Μέσα στα κόκκαλα.

Μια σταγόνα στον αυχένα μου — κάηκα.

Κάποιος άφησε το παράθυρο ανοιχτό. 

Ειφα τον Οιδίποδα να μοιράζει φέιγ-βολάν:

Αγαθόν και κακόν ταυτόν.

Σκέφτηκα να τον φιλήσω, μα είχε χέρια από στάχτη.

Τι;

This is my man, τραγουδούσε μια γυναίκα... Μα η φωνή της ερχόταν από το στόμα του παιδιού της.

Χυσε νερό να πλύνω 

το πρόσωπο μου

Από τι;

Ρωτάς από τι;

Λες κι είναι κάτι έξω από μένα.

Μα εγώ είμαι ο θόρυβος. falling down

falling down

falling down

και μαζί και ο Hieronymus Bosch

τότε ήταν που

ο Τειρεσίας μού έδωσε ένα βατραχάκι.

«Δες πώς μεγαλώνει η χλόη γύρω του», είπε.

Κι εγώ τον ευχαρίστησα. Με φίλησε στο μέτωπο και είπε:

«Η σιωπή είναι μόνο ένα διάλειμμα ανάμεσα σε δύο κραυγές».

Σιωπη

Όχι! Μη μου την δίνετε τη σιωπή σαν χάπι.

Μέσα της κρύβεται ο θόρυβος τής γλώσσας.

Η φωνή τής μητέρας μου όταν με ξυπνούσε.

Ο πατέρας μου να ουρλιάζει στον ύπνο του.

Ο γιατρός να λέει: «Θα την κρατήσουμε λίγες μέρες ακόμα»

Εδώ μεσα στον καθρέφτη 

δεν υπάρχει πρόσωπο.

Υπάρχει μόνο μια τρύπα απ’ όπου στάζει νερό.

Ή χρόνος.

.

.

7


Τ’ ακούς κι εσύ;

Τ’ ακούς. Μη μου πεις όχι.

Τι είναι; Βροχή.

Όχι, όχι βροχή. Είναι οι ψίθυροι τους, πέφτουν σαν σταγόνες από το ταβάνι,

όπως τότε, στη σκάλα της Οδησσού, 

με τα μάτια τού Τειρεσθα που δεν έβλεπε αλλά έδειχνε.

Ο Τειρεσίας. Ή μήπως ήταν η μάνα μου; Πάντα τα μπέρδευω.

Η μάνα μου.

Εδώ είναι.

Εδώ μιλάει.

Μες στον τοίχο.

Τι είπες;

"Είναι όλα ο καθρέφτης ενός σπασμένου ποτηριού."

Και το κρασί;

Το ήπιαν οι σκιές, λέει. Για να με ξεχάσουν.

Ο  Αισχυλος φοράει ρόλεξ και με κοιτάει απ’ το παράθυρο.

"Είναι ώρα", λέει.

Μα ποια ώρα; 

Η ώρα που ο Προμηθέας δεν άντεξε κι έγλειψε την πληγή του;

Η γλώσσα με τύλιξε σαν φίδι και μου 'πε

"Σώπα. Δεν υπάρχεις."

Εσύ. Ναι, εσύ. Που μοιράζεις φέιγ βολάν στη Σταδίου.

Μη με κοιτάς έτσι.

Το ξέρω πως μου μοιάζεις.

Το ξέρω πως κρατάς το ίδιο σύνθημα:

"Αγαθόν και κακόν ταυτόν."

Νερό!

Ρίξε μου νερό να πλύνω το πρόσωπό μου!

Να καθαρίσει η γλώσσα απ’ το ψέμα.

Κάθε μέρα ένας νέος ήχος.

Χθες ήταν χιόνι. Σήμερα βροχή. Αύριο; Ποιος ξέρει;

Ίσως ο ήχος τού κόσμου όταν σωπαίνει.

Όταν επιτέλους σωπαίνει.

Ο θόρυβος της γλώσσας.

Όχι των λέξεων.

Της γλώσσας.

Που δαγκώνει.

Άνοιξέ μου το παράθυρο.

Να μπω έξω.

Να βγω μέσα.

Να με βρω, αν υπάρχω.

.

.

8


Κλείσε το παράθυρο.

Κλείσε το φως.

Κλείσε τη γλώσσα μου – με καίει.

Μια γυναίκα είμαι.

Εδώ.

Μέσα.

Έξω μου.

Με ένα φόρεμα από χαρτί, μουσκεμένο.

Μου 'παν να μην το σκίζω. Μα έχει μέσα φωνές.

Περνάει ο Οιδίποδας…

Μάτια βγαλμένα – μα βλέπει.

Περνάει ο Προμηθέας…

Δεμένος – αλλά ελεύθερος.

Περνάει ο Ηράκλειτος…

Λέει: Πάντα ρει. Κι εγώ πνίγομαι.

Στον τοίχο γράφω με νύχι:

"Το σώμα μου είναι το δωμάτιο."

Μα κανείς δεν μπαίνει.

Τις νύχτες έρχεται ο Τειρεσίας.

Με φιλάει στο μέτωπο και λέει:

"Εδώ δεν υπάρχει χρόνος. Μόνο ήχος."

Μαμά,

Τι είναι αυτός ο ήχος;

Ένα παιδί γελά.

Ή μήπως ουρλιάζει;

Το ίδιο είναι.

Κάτω απ' το κρεβάτι φυτρώνει ένα πεύκο.

Με βελόνες από σίδερο.

Στο πλάι του ένα βατραχάκι ανασαίνει με λέξεις:

"Γλώσσα ή σιωπή, διάλεξε."

Διάλεξα.

Τη μητέρα.

Να τραγουδάει: This is my man.

Στην Ερμού

κάποιος μου 'δωσε ένα τσιτάτο:

"Αγαθόν και κακόν ταυτόν."

Ναι. Το νιώθω στο στέρνο μου, που ανοίγει σαν ραπτομηχανή.

Ο Μαρκήσιος ντε Σαντ μου φέρνει την απόφαση:

Τρέφουμε τις λέξεις με σάρκα για να τις κάνουμε πιο αληθινές.

Κι εγώ;

Πού να πάω με τόσο πολύ δέρμα και τόσο λίγο ήχο;

Κάποτε ήμουν μητέρα.

Ή κόρη.

Ή μήπως απλώς γυναίκα;

Μια μέρα, το φως απέκτησε φτερά.

Πέταξε απ' τη λάμπα και κάθισε στο μέτωπό μου.

Είπα: "Χύσε νερό να πλύνω το πρόσωπό μου!"

Μα απάντησε: "Από τι;"

"Ρωτάς από τι;"

Από τις λέξεις. Από τη γλώσσα. Από μένα.

Σιωπή 

ένα ελάχιστο δευτερόλεπτο

μια ολόκληρη αιωνιότητα

Κι ύστερα πάλι:

Τι είναι αυτός ο ήχος;

Ο θόρυβος τής βροχής;

Ή της ύπαρξης που στάζει απ’ τον εγκέφαλό μου;

σιωπή

.nothing...

ή μήπως

everything...

.

.

9


Τι είναι αυτός ο ήχος;

Ο ήχος τής βροχής.

 Όχι μόνο βροχή. 

Κάτι άλλο.

Κάτι μέσα στη βροχή.

Σαν τζιτζίκι που πνίγεται. Σαν φωνή που βγαίνει από πηγάδι.

Η Ερμού γεμάτη νερό. Η Αιόλου μες στην ομίχλη.

Κάποιος μου μίλησε εκεί. Μου έδωσε ένα φέιγ βολάν.

"Αγαθόν και κακόν ταυτόν."

Το διάβασα και εξαφανίστηκε. 

Οιδίποδας με δεμένα μάτια ή Προμηθέας με δεμένα χέρια;

Το φως εκείνη τη μέρα είχε φτερά.

Μια γυναίκα τραγουδούσε, "this is my man",

αλλά το στόμα τής μάνας ήταν κλειστό.

Και τότε κατάλαβα

πως η γλώσσα δεν χρειάζεται φωνή.

Ο , Hieronymus Bosch  κάνει καταδυση απο γέφυρα τού Λονδίνου.

Ο Τειρεσίας μου έδειξε ένα βατραχάκι.

Πράσινο, μέσα στο νερό .

Όλα μεγαλώνουν σιωπηλά. Η σιωπή κάνει θόρυβο.

Σιωπη

Ένα δευτερόλεπτο  ολόκληρη αιωνιότητα.

Ένας ευγενής με βλέμμα βελούδινο

και δόντια σκουριασμένα μου είπε:

"Η ηδονή είναι τρόπος — όχι προορισμός."

Ήταν ο Μαρκήσιος.

Υπέγραψε πάνω στην καρδιά μου μια διαταγή:

"Ταιστε τους αυτό. Θα χαθούν από μέσα προς τα έξω."

Όταν εγώ διαφθείρω, θέλω πάνω στο χειρουργικό τραπεζι

ραπτομηχανή και ομπρέλα. Ναι. Ακριβώς!

Τι είναι αυτός ο ήχος;

Βροχή. Βροχή. Κλείστε το παράθυρο, σας λέω!

Δεν αντέχω άλλο την γλώσσα τής βροχής.

Ούτε τη γλώσσα. Ούτε τον θόρυβο τής γλώσσας.

Είμαι η γυναίκα στον Προμηθέα Δεσμώτη,

η μάνα 

είμαι το παιδί και το βατραχάκι,

κι η βροχή που με πνίγει κι η βροχή που με ξυπνά.

Είμαι εγώ.

.

.

10


Ένας άνθρωπος.

ένα σχήμα.

Ο Οιδίποδας.

Ο Προμηθέας.

Ο Ηρακλής που παραληρεί;

Μοιράζει φυλλάδια.με ρητά.

Ρητά του Ηράκλειτου.

«Αγαθόν και Κακόν ταυτόν. έδωσε. 

Στο χαρτί έγραφε:

"Μηδέποτε ειπείν 'ουκ έστιν', αλλ’ αεί 'γίνεται'."

και μετά άρχισε να βρέχει. 

Μια φωνη

"Χύσε νερό!"

"Να πλύνω το πρόσωπό μου!"

— "Από τι;"

— "Ρωτάς από τι;"

is falling down

falling down

falling down

ο Τειρεσίαςς

ο Εμπεδοκλή

ο Ξενοφάνης

μου έδειξε ένα βατράχι  χλωροπράσινο 

Σιωπή.

Σιωπή

Σιωπη

κάθε λέξη σπάει στον αέρα σαν γυαλί

Ένα δευτερόλεπτο.

ολη η αιωνιότητα.

Τίποτα.

Και μετά

θόρυβος.

Ο ήχος

βροχή;

ή μήπως ο χρόνος;

μια σαύρα που σύρεται στον τοίχο τού μυαλού μου.

Ο υπουργός Μαρκήσιος ντε Σαντ 

υπογράφει με μελάνι

"Ταΐστε τους αυτά. Θα γίνουν πιο ανθρώπινοι."

ή πιο shit

"Εδώ όταν θα την διαφθείρω.

πάνω στο χειρουργικό τραπέζι

θέλω και μια ραπτομηχανή

και μια ομπρέλα."

"Ακριβώς έτσι!"

"Ακριβώς!"

Τι είναι αυτός ο ήχος;

Ο θορυβος τής βροχής;

Κλείστε το. Κλειστε το παράθυρο.

Μπαίνει η γλώσσα μέσα.

Όχι αέρας.

Όχι νερό.

Η γλώσσα.

Ο θόρυβος τής γλώσσας.

Το φως αποκτά φτερά.

Πετά.

Φεύγει.

Δεν είμαι εδώ.

Αγαθόν και Κακόν ταυτόν.

Αγαθόν και Κακόν ταυτόν.

Αγαθόν και Κακόν ταύτόν.

.

.

11


Όχι!Όχι!

μην ανοίγεις το παράθυρο, θα μπει το νερό.

ο ήχος είναι νερό

ή είναι τζιτζίκια που βουλιάζουν

ενα πράσινο πεύκο, εκεί 

Ο Οιδίποδας μου χαμογέλασε!

ήταν κι  ο Προμηθέας

με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη του.

Μου ‘δωσε ένα χαρτάκι:

«Αγαθόν και κακόν ταυτόν.»

Γέλασα. Γέλασα πολυ δυνατα

μια γυναίκα κρατούσε το παιδί της και τραγουδούσε:

“This is my man…”

μανα

Χυσε νερο!

να πλύνω το πρόσωπό μου!

από τι;

από ό,τι απέμεινε από το όνομά μου

is

falling

down

falling

down

ο Hieronymus Bosch,

με φτερά από χήνα και γλώσσα από πέτρα.

Ο Τειρεσίας η' ο Ξενοφάνης 

δεν μπορώ να ξεχωρθυ

με κοίταξε 

και μου έδειξε έναν βάτραχο.

έναν βάτραχο

μεσα στη χλόη.

σιωπή

μια στιγμή

ένα αιώνιο τίποτα

κι ύστερα

θορυβος 

βροχή

η φωνή τής μητέρας μου που φωνάζει:

«Μη μασάς τις λέξεις! Θα σε καταπιούν!»

ο Μαρκήσιος ντυμένος με τη σάρκα τού Marat

υπογράφει διαταγές για τρόφιμα και ποιήματα.

πάνω στο χειρουργικό τραπέζι,

μια ραπτομηχανή, μια ομπρέλα.

και με κοίταξε: 

“Αυτο, ναι. ακριβώς!”

Τι είναι αυτός ο ήχος;

ο ήχος τής γλώσσας;

τής γλώσσας που διαλύεται σε θόρυβο;

εγώ

εγώ είμαι ο ήχος

.

.

12


Τι είναι αυτός ο ήχος;

ο ήχος τής βροχής 

Είναι κι ο ήχος τού χρόνου που στάζει. 

Σταγόνες.

Κάθε σταγόνα κι ένα όνομα που ξέχασα.

Α, ήσουν εσύ! Ναι, εσύ ήσουν τότε πίσω από το πράσινο πεύκο.

Εκείνο που μεγάλωνε πλάι στο παιδικό μου κρεβάτι.

Μου μιλούσες στα αρχαία.

"Αγαθόν και κακόν ταυτόν".

Το κράτησα, ξέρεις. Σαν πέτρα κάτω από τη γλώσσα.

Ακούς;

Φωνές.

Μέσα στα πηγάδια τής Ερμού.

Στην Αιόλου.

Φωνές που γυρίζουν γύρω μου, σαν ψίθυροι που ξεράθηκαν πριν προλάβουν να ανθίσουν.

Ένας άντρας με μάτια τυφλά μου έδωσε ένα χαρτί.

Είχε πάνω τον Τειρεσία.

 Ή τον Εμπεδοκλή.

Ή μήπως ήταν ο εαυτός μου;

.Δεν ξέρω πια τη διαφορά.

Κλείστε το παράθυρο!

Η βροχή μπαίνει και γεμίζει τις φλέβες μου!

Σαν να στάζουν λέξεις, 

σαν να αιμορραγεί η γλώσσα!

Μια γυναίκα τραγουδούσε “This is my man”

Μάλλον ήμουν εγώ.

Όχι η μάνα,

Με μαύρα μαλλιά που τραβούσα πίσω απ' το πρόσωπο,

να δω αν υπάρχει ακόμα

πρόσωπο.

Όχι λέξεις,

όχι νόημα,

μόνο

ήχος.

Σαν θρόισμα φύλλων που πέφτουν από δέντρα που δεν υπάρχουν πια.

Σαν τις σελίδες που σκίζει ο νους μου όταν διαβάζει τον εαυτό του.

Σαν την ομπρέλα στο χειρουργικό τραπέζι.

Είναι μόνο έτσι που φτάνουμε στην ηδονή.

Ακούω να σχολιάζει ο Marquis de Sade

Μέσα από τον θόρυβο.

Μέσα απ’ την άρνηση του εαυτού.

Μέσα από το τίποτα.

Ο Οιδίποδας είμαι.

Ο Προμηθέας.

Η Μαινάδα.

Η Εκάβη.

Η γυναίκα που κρατά παιδί που δεν γεννήθηκε ποτέ.

Εγώ 

Είμαι η γλώσσα που ουρλιάζει γιατί δεν την ακούν.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

7 συναντήσεις(sessions) τής γυναίκας με τον Marquis de Sade


1η συνάντηση:


(Το φως πέφτει από μεγάλα παράθυρα. Το διαμέρισμα είναι άδειο σχεδόν: ένας λευκός καναπές, ένα φυτό σε πήλινη γλάστρα, τοίχοι γυμνοί. Η κάμερα είναι ανοιχτή. Η γυναίκα φορά ένα μεταξωτό ρόμπα που γλιστρά αργά από τον ώμο της. Μιλά στον φακό — ή μήπως στον Μαρκήσιο, που τον φαντάζεται εκεί, αόρατο,Η φωνή της ήρεμη, υπνωτιστική.)


ΓΥΝΑΙΚΑ:


Ανάβεις, έτσι δεν είναι, Μαρκήσιε;

Όχι από το κορμί μου. Αυτό είναι το εύκολο. Το ξέρεις, το έχουμε διαλύσει σε εικόνες, πίξελ, πρόχειρα μενού επιθυμίας. 

Σου δείχνω έναν ώμο, εσύ φαντάζεσαι το αποκεφαλισμένο ήθος της εποχής σου.

Εσύ θέλεις λέξεις. Την πληγή που μιλά. Γι’ αυτό είσαι εδώ.


(χαμογελά )


Το ξέρω τι ψάχνεις. Ψάχνεις να βρεις μια αρχαία θεά να σέρνεται πια στα DMs σου, με ψευδώνυμο και emoji.

Είμαι η Ελένη, η Βερενίκη, η Ευχαρίς.

Μισή χθες, μισή σήμερα.

Το αιδοίο μου πορφυρόν, σαν το περίτυ που κρατούσαν οι Κόρες στην Ακρόπολη.

Εσύ; Ένα απομεινάρι τής Δύσης που αρνείται να πεθάνει. Ένα φάντασμα στο κουμπί “subscribe”.

Πληρώνεις, για να δεις.

Εγώ μιλάω, για να κρατηθώ.


(κάθεται στη γωνία τού καναπέ, τα πόδια της σταυρωμενα)


Έχω δει γυναίκες να γελάνε στο inbox και μετά να ξεχνιούνται στον καθρέφτη.

Εσύ όμως δεν γελάς. Εσύ ζητάς τις λέξεις.

Γουστάρεις την ταπείνωση με μια ιέρεια των pixels.

Αλλά δεν είμαι ούτε ιέρεια, ούτε καλλιτέχνης.

Είμαι το αντίγραφο μιας εποχής που δεν υπάρχει,

με τατουάζ πάνω στη μέση μου μια φράση από τον Οβίδιο, που την πέρασαν για quote στο Pinterest.


(παύση)


Μου ζήτησες σήμερα να σε φωνάξω αιχμάλωτό μου.

Κι εγώ να σου πω ιστορίες από τη Μικρά Ασία,

εκεί που λέγαμε ὕσσωπος, μες στη σκόνη και τον ιδρώτα τής λήθης.


Αχ, Μαρκήσιε


Αν ήσουν εδώ, σε τούτο το λευκό διαμέρισμα,

θα σου ζητούσα να καθαρίσεις το πάτωμα με τη γλώσσα.

Όχι γιατί το θέλω -αλλά γιατί το περιμένεις.


Και μετά θα σου ψιθύριζα:


"Ἄργος πολυδίψιον, ἔνθεν ἄνακτες ἀνέστησαν..."

(Αλλά εσύ δεν ξέρεις ελληνικά, ε;)

Μόνο τα δεσμά σου.


(σηκώνεται, πλησιάζει αργά την κάμερα. Τα δάχτυλά της ακουμπούν την οθόνη σαν να χαϊδεύει το δέρμα κάποιου.)


Τι σου προσφέρω, τελικά;

Ούτε σάρκα, ούτε λύτρωση.


Μόνο τη μνήμη.

Τη μνήμη τής Ελένης που δεν σώθηκε ποτέ.


(Το φως τρεμοπαίζει. Η εικόνα παγώνει για λίγο. Το "live" κόβεται. Η γυναίκα μένει ακίνητη.)

.

.

2η συνάντηση:


(Εσωτερικό.  Μοντέρνο λευκό διαμέρισμα. Τοίχοι καθαροί, εκτός από μία ασπρόμαυρη φωτογραφία από το θέατρο Διονύσου. Η γυναίκα—η Αρτεμία, ίσως Ελένη—μιλά, μόνη, απευθυνόμενη σε μια οθόνη ή σε κάποιον αόρατο θεατή πίσω από αυτήν. Είναι μισογυμνη .Το βλέμμα της στέκεται κάπου αλλού—σταθερό, σκεπτικό, ειρωνικό.)


ΑΡΤΕΜΙΑ


(χαμηλόφωνα)


Μαρκήσιε,

πάλι μου έστειλες εκείνα τα πέντε μηνύματα,

Με λέξεις που στάζουν μέλι και δηλητήριο,

σταγόνα-σταγόνα πάνω στο λευκό μου iPad,

"Γράψε μου για το Αργος", είπες.

"Κάνε μου έρωτα με αρχαία λέξη."

"Πες μου πώς πεθαίνει ο Ετεοκλής όταν τον κοιτάζει η Αντιγόνη."


(παύση – πλησιάζει την κάμερα, χαμογελά )


Μαρκήσιε.

Με ζήτησες για ἱέρεια.

Για δούλη και θεά.

Με ήθελες να γλείψω τις πληγές του Οιδίποδα

Να ψιθυρίσω "χαῖρε" με τη φωνή τής Σαπφούς

και να γελάσω με τα χείλη της Λυσιστράτης.


(σιωπή, βηματίζει ημιγυμνη στο φως που πέφτει από το μεγάλο παράθυρο)


Το δωμάτιο μου, μινιμαλιστικό, 

Στους τοίχους, η σιωπή.

Στο πάτωμα, το σώμα μου:

μία επιγραφή, μισοσβησμένη:

γυνή ἐγώ, οὐ θεά.

Εδώ, η μόνη επίπλωση:

ένας καθρέφτηςενα τραπεζι,κι ένα σχοινί κρέμεται απο το ταβάνι,

για αιώρηση ακροβατη

η' αυτόχειρα,

Εδώ σου δείχνω τον ύσσωπο που φυτρώνει

κάτω από τη γλώσσα μου.

Την Ιφιγένεια που σφάζω ξανά,

κάθε φορά που ανοίγω τα πόδια μου.


(σχεδόν ψιθυριστά)


Σε φαντάζομαι να γράφεις με πένα μελανι

και μόνος,

σ' ένα κελί που μυρίζει απουσία.

Εγώ όμως, εγώ σου στέλνω βίντεο

με τίτλο “Ὕσσωπος, ή πώς ανθίζει ο οργασμός στο Αιγαίο.”

Και πληρώνεις.

Γιατί στο φόντο βάζω

μια φωτοτυπία από επιγραφή Μυκηναϊκή,

μια ελαφίνα από τοιχογραγια τής Κνωσού,

ένα αντίγραφο λευκό τού Δισκοβόλου

και τη φωνή μου,

να λέει σε φθόγγους κυκλαδικούς:

"ἔρως με δάγκωσε,

τίποτα πιο αρχαίο."


(παύση – γυρνά στην κάμερα ξανά)


Μου ζήτησες, μια φορά,

να σε αποκαλέσω “θεό”.

Δεν ήξερα αν εννοούσες τον Διόνυσο ή τον ίδιο τον εαυτό σου.


(γελά)


Και σου απάντησα:

“Στον δικό μου Όλυμπο,

οι θεοί πληρώνουν συνδρομή.”


(ΦΩΣ ΛΕΥΚΟ. ΤΕΛΟΣ ΣΥΝΔΕΣΗΣ.)

.

.

3η συνάντηση:


(Η σκηνή: Ένα λευκό, φωτεινό διαμέρισμα. Γυμνοί τοίχοι, μια ιαπωνική κουρτίνα πάλλεται ελαφρά, ένα μεταλλικό τραπέζι, ένα ποτήρι νερό, ένα λάπτοπ. Καθισμένη ημιγυμνή η γυναίκα κοιτάζει την κάμερα. Χαμηλή μουσική ένα κομμάτι ακορντεόν από το Μεσοπόλεμο ακούγεται μακριά, σαν να παίζει σε μνήμη άλλης χώρας, άλλου χρόνου.)


Γυναίκα:


Το είχες ζητήσει έτσι, θυμάσαι;

"Απόλυτη απλότητα", είπες.

"Γδύσε τον χώρο, όχι μόνο εσένα".

Και γδύθηκα.

Τοίχος, λευκός.

Σώμα, λευκό.

Ψυχή; Ε, ας πούμε υπό κατασκευή.

Είμαι η Ελένη.

Όχι εκείνη των πλοίων και τών επών,

αλλά η άλλη, τών πληρωμένων συνδέσεων,

τής φτηνής κάμερας και τής καλής γωνίας.

Σήμερα μπήκες με όνομα "Donatien Alphonse",

αλλά σε ξέρω, μαρκήσιε.

Το ύφος, το βλέμμα, το αίτημα να σε αποκαλώ κύριε

και να σε κοιτάζω μόνο όταν το διατάζεις.

Καταλαβαίνεις, εγώ δεν χρειάζεται να σε φοβάμαι.

Εσύ, είσαι απλώς ένα subscription.

Το δέρμα μου δεν αγγίζεις.

Η βία σου είναι copy-paste.

Τα πάθη σου έχουν κουμπί: unsubscribe.


(παύση,πίνει ουισκι)


Έξω φυσάει.

Μια σαύρα σερνεται

στα ξερά χόρτα.

Η Βερενίκη με τη λεκάνη νερού.

ήταν στην τοιχογραφία του ύπνου.

Στην άκρη του φόντου, ένας Φρύγας.

Με χέρι  πηλινο, έγραφε “Πόθος”,

κι ο ήλιος φώτιζε το λαιμό τής Λυσιστράτης.

Σου φαίνονται όλα αυτά παράξενα;

Μα εσύ δεν ήθελες "αρχαιοπρεπή φαντασίωση";

Σου την έφερα.

Άργος.

Ο Ορέστης κοιμάται.

Η Κλυταιμνήστρα, 10:18 πμ,

γράφει DM στον Αίγισθο:

"Έλα. Ο γιος κοιμάται".

Αν με ρωτήσεις γιατί τα λέω όλα αυτά εδώ —

σε ένα livestream 4K, με φωτισμό LED και promo code 25% off —

θα σου απαντήσω:

Δεν υπάρχει ερωτισμός χωρίς Ιστορία.

Εσύ γδύνεσαι με λέξεις.

Εγώ ντύνομαι με εικόνες.

Εσύ με πληρώνεις για να "υποκύψω",

μα εγώ διαλέγω.

Εγώ σου ορίζω το πλαίσιο.

Εγώ είμαι η σκηνοθέτις τής ταπείνωσής σου,

όπως κι εσύ νομίζεις ότι είσαι της δικής μου.


(παύση — πλησιάζει την κάμερα.)


Ξέρεις ποια είναι η πραγματική ανωμαλία, μαρκήσιε;

Δεν είναι η μάσκα, το μαστίγιο, ο ρόλος.

Είναι να ζητάς έλεος από ένα σώμα που δεν είναι εκεί.

Να θες να πονέσεις από οθόνη.

Να φαντάζεσαι σάρκα,

και να καταλήγεις με pixels.


Και εγώ;

Εγώ, η Ελένη — ναι, εκείνη, πάλι —

χαμογελώ.

Γιατί στην ουσία, και εγώ, και εσύ, και ο Ορέστης, και η Ιφιγένεια,

και η Λυσιστράτη ,

είμαστε μονάχα αναμνήσεις του πόθου.

Αλλεπάλληλα αρχείa .mp4,

σε κάποιον server που δεν θυμάται.


(παύση. Κλείνει το λάπτοπ. Το ακορντεόν συνεχίζει λίγο. Σιωπή.)


Τέλος Μονόλογου

.

.

4η συνάντηση:


( καθισμένος στην πολυθρόνα ο Μαρκήσιος ντε Σαντ διαβάζει την Justine.

Εκείνη ,η OnlyFans Ελένη, με τ’ όνομα μυκηναϊκής πριγκίπισσας και πόρνης πολυτελείας τής ροζ φαντασίωσης — φορά μόνο ένα διαφανές πέπλο, σαν τις λουόμενες σε τοιχογραφία τών Θηβών.


Η κάμερα γράφει. Το live είναι συνδρομητικό.


Ο Μαρκήσιος υψώνει τον τόμο και λέει:


>«Μα τί είναι η Αρετή όταν το Σύμπαν είναι φτιαγμένο από σκληρότητα;»

Κι εκείνη, με αργό στροβιλισμό των γοφών, του απαντά:

«Είναι η Ελένη που λούζεται σ’ ἀργυρέᾱν ἀσάμινθον, ενώ ο Φρύγας φωτογραφίζει το άργιλλον χέρι της — και δεν σε έχει ανάγκη.»


Η μνήμη είναι γεωλογία. Κάθε πόζα, κάθε λέξη, κάθε φράση, μια εποχή:


Μυκηναϊκή ανάσα: ἴππος, Ορέστης, Κλυταιμνήστρα -αίμα και άλως.


Κλασική συμμετρία: οι καμπύλες τής Ελένης, σαν τρίγλυφα κιώνος.


Ελληνιστικός πειρασμός: κρασί, λιβάνι, καρτ-ποστάλ 1947, “ΕΛΛΑΣ-GREECE”.


Νεοκλασική νοσταλγία: κάδρα τού Μονάχου, υπομνήματα τού Σικελιανού,

αλλά και οι ήχοι από το Messenger με ειδοποιήσεις συνδρομητών.


Ενδιάμεσα, το σώμα της γίνεται χάρτης:


Γράφει με κραγιόν στη κοιλιά της:


«Πίνε και χαίρε, Σαπφώ θεά 

οι άνδρες πληρώνουν, 

οι γυναίκες μνημονεύουν.»


Και πιο κάτω, στον μηρό:

qou-ko-ro — βουκόλος πυρρός.

(Η Γραμμική Β' συναντά το sexting.)


Σχολιασμός:


Ο Μαρκήσιος ντε Σαντ  είναι απλώς ένας ρομαντικός πελάτης,

που ζητά από την Ελένη όχι σώμα, αλλά Ιστορία.

Θέλει ηδονή αρχαιολογημένη,

σκαμμένη μέσα σε στρώματα μνήμης, σιωπής 

Ζητά να τού διαβάσει Λυσιστράτη ενώ αυνανίζεται με τα δάχτυλα γεμάτα λογοτεχνία.


Κι εκείνη,

σαν ελαφίνα που ξέφυγε απ’ το θυσιαστήριο τής Ιφιγένειας,

χαμογελά  που δεν ανήκει στην πορνογραφία

αλλά στη μυσταγωγία.


Τέλος:


Ο Μαρκήσιος πληρώνει το tip.

Εκείνη κλείνει την κάμερα.

Στο πάτωμα, δίπλα στο προφυλακτικό και μια σελίδα από τον Cicero,

αναβοσβήνει ένα λαμπάκι, η ειδοποίηση από νέο subscriber

.

.

5η συνάντηση:


(Φορω διάφανο 

μαύρο κομπινεζον.

Κοιτάζω τον Μαρκήσιο)


[Voiceover]

Η φωνή του είναι σταθερή, σαν να διαβάζει νομικό κείμενο.

«La vertu, Justine» ψιθυρίζει, με προφορά βαριά, σχεδόν τελετουργική.

Κάθομαι ημιγυμνη πάνω στο κρεβατι , σαν μια νέα Ιφιγένεια που δεν πρόκειται να σωθεί από κανέναν ελάφι.

Μόνο που αντί για βωμό, έχω φως led από το ring light.


[Σκέψεις τής Ελένης,

σε ροή εσωτερικού μονόλογου, με κομμένα timeline:]


Η Ελένη, σ’ ἀργυρέᾱν ἀσάμινθον, λούζεται·

ο Μαρκήσιος τής μιλάει για ηδονές και βασανιστήρια,

μα εκείνη θυμάται τις Μυκήνες σε τουριστική περίοδο,

μια Κλυταιμνήστρα φωτογραφίζει με κινητό,

μια Βερενίκη τής δίνει το χέρνιβον.


Ο χώρος γεμίζει με άρωμα ύσσωπου 

στο τραπέζι το πανάρχαιο δέρμα ενός manuscipt τού Κικέρωνα.


[Ο Μαρκήσιος,αόρατος, αλλά παρών]

«Μιλάς αρχαία ελληνικά στο κορμί σου», της λέει.

«Η Ιστορία είναι σάρκα, και η σάρκα σου pixels)


[Η δημιουργός σχολιάζει στο OnlyFans:]


«Σήμερα ο πελάτης μου ήταν ο de Sade.

Διάβασε το Justine.

Του ζήτησα να μου πει τι είναι αρετή·

μου είπε: "η λέξη που χρησιμοποιείς, όταν δεν έχεις ακόμα αμαρτήσει αρκετά".


(Αργότερα τον ξαναβρηκα στο εξώφυλλο ενός περιοδικού τού ’49 για τους γάμους τής Υπερμνήστρας με τον Λυγκέα.)


Update: Έβαλα νέο content με τίτλο "Λυσιστράτη Πορφυρά", εμπνευσμένο από μια καρτ ποστάλ τού '47.

Μια σταγόνα Μικρά Ασία στη φλέβα μου.»


Στην κοίλη γη τού Άργους,

η αρετή δεν είναι παρά άλλο ένα φίλτρο.

Ο Μαρκήσιος, ένας Φρύγας με κάμερα.

Η Ελένη, μια Ευχαρίς σε βοιωτικό χωριό·

στο φως λέξεων, σώμα χρόνου.


End of Session.

.

.

6η συνάντηση:


Ο Sade με κοιτάζει  

εχει ήδη διαβάσει όλο μου το κορμί, πριν πει την πρώτη λέξη. Ανοίγει το Justine και αρχίζει να διαναζει.


Καθώς η Justine χάνεται στις περιπέτειες τής αρετής της, 

εγώ βυθίζομαι στις δικές μου.

Πίσω του, η τοιχογραφία που κολλήσαμε με blu-tack: ένας Φρύγας που φωτογραφίζει την Ελένη

 ή μήπως την Ευχαρίδα με το πορφυρόν αιδοίον της;


"Δεν υπάρχουν ιδέες άνοιξης", λέω

καθώς αλλάζω πόζα. 

Μόνο φως και σώμα. 

Ο Sade γελά. "Δεν υπάρχουν αρετές, μονάχα πράξεις." 


Ο Μαρκήσιος λέει πως οι αρετές είναι αλυσίδες.

Εγώ τις βγάζω, μία-μία, μπροστά του. Σαν να σβήνω μυκηναϊκές λέξεις από πινακιδες Γραμμικής Β’.


Η κάμερα γράφει.

Ο Sade διαβάζει. 

Η Justine υπομένει. 

Κι εγώ, η Ελένη του τώρα, .


Μια γυναίκα τού OnlyFans με πελάτη τον Sade δεν είναι πια performer, ούτε μυθοπλασία. 

Είναι ένα εθνολογικό σύμπαν, μια ηρωίδα χωρίς εποχή, ένα "δωρικό περίτυ" με φόρμα mp4.


Την ώρα που ο μαρκήσιος φτάνει στο απόγειο της ανάγνωσης, εγώ απλώνω το σώμα μου στο στρώμα, σαν Ιφιγένεια που περιμένει να μην θυσιαστεί ποτέ. 

Οι λέξεις έχουν πια γίνει όργανα. Δεν ακούμε, νιώθουμε. Κι η κάμερα κλείνει με ήχο μεταλλικό .


Υ.Γ. Κάθε Κυριακή θα κατεβαίνουμε στη θάλασσα. 

Εγώ, η Justine, ο Sade, κι εσύ, Δαναέ απ’ το Κιβέρι, που ακόμα βλέπεις τα όνειρά σου σε ψηφιακή μορφή. Όλα τα σώματα είναι αρχαία, αν τα φωτίσεις σωστά.

.

.

7η συνάντηση:


Καθόταν στον καναπέ, γυμνή απ’ τον αφαλό και κάτω, φορώντας μόνο ένα ριγέ πουκάμισο ξεκούμπωτο.

Τα μαλλιά της υγρά ακόμα απο το ντουζ


Ο Μαρκήσιος ντε Σαντ,κρατά το Justine και διαβάζει


«Ἡ ἀρετή της, μονίμως προδομένη, υποφέρει, χωρίς να ανταμειφθεί. Καθώς ο κόσμος ανταμείβει τους διεφθαρμένους»


Εκείνη γελά.


«Πες μου, μαρκήσιε,» τού λέει. «Εγώ τι είμαι για σένα; Η Justine ή η Juliette;»

Δεν απαντά. 

Ξέρει πως αυτό είναι ένα από εκείνα τα ρητορικά ερωτήματα της.


Στο background:

Το διαμέρισμα είναι μισό στο φως, μισό στο σκοταδι.

Ένα πόστερ τού Μποντλαίρ, 

ένα καρτ-ποστάλ με την Ακρόπολη (ταχυδρομημένο το '47), 

ένα αρχαίο πήλινο ειδώλιο

Κι εκείνη, γυρνώντας αργά το πρόσωπό της στον φακό του iPhone που γράφει το exclusive content, ψιθυρίζει:


«Το μουνί μου είναι αρχαιοελληνικό. 

Μυρίζει Υσσωπο και θαλασσινό αεράκι απ’ την πλευρά τής Ιωνίας. Και κάθε φορά που με διαβάζεις, το Αργος τρέμει.»


Ο ήχος τουυ ακκορντεόν συνοδεύει κάθε γύρισμα σελίδας.

Το κορμί της είναι χρονικό:

-από τις Κυκλάδες στην Ζάκυνθο

-απ’ το 1600 π.Χ. στο Μόναχο του ’63

-από την Κλυταιμνήστρα στην Ευχαρίδα


Εκείνη παίζει ρόλους: είναι Ιφιγένεια που προσποιείται πως δεν φοβάται, 

είναι η Λυσιστράτη με παρτούζα στο bio, 

είναι η Πολυνείκη που αρνείται να νικηθεί.

Η κάμερα γράφει,

ποζάρει το σώμα της, 

ο ντε Σαντ διαβάζει.


«Ἔχω αἰῶνες ἱστορίας νὰ κοιμηθῶ,» τής λέει.

Εκείνη απαντά: 

«Όχι, απόψε θα μείνεις ξύπνιος. Σαν τον Ετεοκλή στα τειχη τής Θήβας.»


Κι έτσι συνεχίζουν.

Ο Μαρκήσιος, αναγνώστης τής αρετής.

Εκείνη, σώμα-OnlyFans έπος.

Ο έρωτας

συμπυκνώνει όλα τα σχήματα του πόθου,

απ’ το qou-ko-ro τής Γραμμικής Β’,

ως το καρτ-ποστάλ «ΕΛΛΑΣ-GREECE» 

με σφραγίδα απ’ την Κατοχή,

μέχρι το μόνο πραγματικό αρχείο:

το video-content 27:43 λεπτών,

μόνο για συνδρομητές.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Ορατό και Αορατο


Η Ελένη

 η Ελένη σ' ἀργυρέαν ἀσάμινθον λούζεται.

Την είδα πριν λίγο, στο παράθυρο

Και το φως, τρεμούλιαζε πάνω στο δέρμα της 

σαν αρχαία επιγραφή.

Δεν με πιστεύετε

μα ήταν εκεί.

Οι Μυκήνες γέμισαν τουρίστες, η πέτρα θυμάται

το Θυεστειο δειπνο

Ο άνεμος στη συκιά φωνάζει 

Αγαμέμνονα Αγαμεμνονα

η Βερενίκη με το χέρι από ἄργιλλον

Ποζάρει στο πλαισιο τής τοιχογραφίας

Και ξαφνικά ένας Φρύγας με φωτογραφίζει.

"Χαμογέλα!" μου λέει. "Πού; Στο 1375 π.Χ ή στο 1922;"

Δεν ξέρω. Στη Σμύρνη ή στη Νέα Σμύρνη;

Είμαστε οι Ίωνες 

σαν κοχύλι που κουβαλά  τη θάλασσα.

Δεν υπάρχουν ιδέες άνοιξης.

Μόνο ουρανός και θάλασσα 

Όπως το σώμα μου

Όπως οι λέξεις όταν με εγκαταλείπουν.

ὠκέες ἵπποι, ανεμοι, Κυκλάδες! Ρόδος, Ζάκυνθος, Κεφαλονιά 

Τρέχουν όλα μέσα μου, δεν προλαβαίνω!

Ο Ορέστης.το άλογο, η Κλυταιμνήστρα!

Ένα φεγγάρι μετέωρο, ακορντεόν νοητό.

Σαν την καρδιά μου όταν ανοίγει και ξανακλείνει 

με ήχους ακατάληπτους.

Εμείς οι Έλληνες προφέραμε τον ύσσωπο στα Λύστρα.

Όχι σαν φυτό.

Νότια τού Ικονίου, χωριό Hatunsaray 

εκεί κατεβαίναμε Κυριακές να μετρήσουμε 

τ'αμφίκοιλα νερά της γλώσσας μας.

Ζηλεύαμε τα τύμπανα τών τζιτζικιών.

Γιατί ποτέ δεν σιωπούν.

Εγώ σωπαίνω, και η σιωπή με καταπίνει.

Αλλά τη νύχτα η σελήνη Σελάνα, Μάτηρ 

πῖνε καὶ χαῖρε Σαπφώ θεᾱί σ᾽ ἰκέλᾱν

Άργος ἄειδε! Πολυδίψιον!

Το 43, το 49, το 63, σ' ένα ξερό Άργος.

Αγνώριστος. Τα μαλλιά μου μακριά, το βλέμμα άγριο.

Με ρωτούσαν: "Πώς ήρθες ως εδώ;"

Δεν απαντούσα. Μόνο έλεγα:

"Έχω αιώνες Ιστορίας να κοιμηθώ."

Τ’ όνομά μου Κανείς.

Όπως ο Δαναός απ’ το Κιβέρι.

Το βράδυ, ένας λύκος έφαγε τον ταύρο.

Στη στήλη life style τών γάμων τής Υπερμνήστρας.

Ζούσαμε σ' ένα Βοιωτικό χωριό.

Η Ευχάρις.

Μου έδινε το κύπελλο. Μου έλεγε:

“Πιες. Σώπα. Όλα είναι μνήμη.”

Κι εγώ έπινα.

Η Ευχάρις. Σώμα πουλιού. Μετέωρο.

Ορατό κι αόρατο.

Όπως εγώ. Εδώ. Τώρα.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ΕΓΚΛΙΝΩΝ ΛΟΓΟΣ

(μια συνομιλία ανάμεσα σε εικόνες, σώματα και φωνές)


1


[1] ΙΝΣΤΑΝΤ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ


Η φωτογράφιση ήταν μια αφορμή.

Το μοντέλο, ο φακός, το φως — όλα προσχήματα.

''Μη με δεις, κοίτα με''.

Αυτό μου είπε.

Και ήταν αλήθεια. Όπως όλα τα ψέματα.


[2] ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΣΥΝΟΡΩΝ


 Η εικόνα εισβάλλει.

Το βλέμμα δεν περιγράφει, ερμηνεύει.

Κι όταν ερμηνεύει, απογυμνώνει.

Όχι το σώμα.

Το βλέμμα που το κοιτά.


(Παρατήρηση 1: 

Όλα τα βλέμματα είναι πορνογραφικά — όχι όλα τα σώματα.)


[3] ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ


«Το φως δεν δείχνει. Κρύβει», είπε εκείνη.

Το είπε ξαπλωμένη στον καναπέ, φορώντας μονάχα τη σιωπή της.

«Αν ανοίξεις λίγο το παραθυρόφυλλο, δεν θα δεις περισσότερα. 

Θα χαθούν όλα στο λευκό».


(Σημείωση φωτογράφου: 

Η έκθεση είναι μια μορφή αποκάλυψης. 

Η υπερέκθεση, μια μορφή βίας.)


[4] ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ


Είπαμε την ίδια ιστορία τρεις φορές.

Μία σε πρώτο πρόσωπο, μία σε τρίτο, και μία χωρίς καθόλου πρόσωπα.

Στην τρίτη εκδοχή ήμασταν εικόνες σε κάδρα.

«Αν πεις την αλήθεια αρκετές φορές, γίνεται τέχνη», μου είπε.

Της απάντησα: «Ή ψυχοπαθολογία».


[5] Ο ΘΕΑΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΣΩΜΑ


Την είδες να φεύγει.

Δεν ήταν εκεί.

Την ακολούθησες.


Το μοντάζ έγινε στη μνήμη.

Ο θεατής έμεινε με τη γεύση τού σώματος 

στο στόμα του.

Ποτέ δεν είχε φάει.

Πάντα μασούσε λέξεις.


[6] ΕΓΚΙΒΩΤΙΣΜΟΣ II


Κάθε ιστορία;


η συνθήκη


η αποδόμηση


οι επαναλήψεις


το σφάλμα


και ένα σχόλιο σε παρένθεση: 

(η επιθυμία δεν έχει σενάριο)


Ο αφηγητής παραιτήθηκε.

Το μοντέλο έγραψε το υπόλοιπο.

Με κραγιόν στον καθρέφτη:

«Εδώ αρχίζει το τέλος. Ή το αντίστροφο.»


[7] ΣΧΕΔΙΑ ΓΥΜΝΩΝ ΧΩΡΙΣ ΣΩΜΑΤΑ


Σε έναν τοίχο: ένα σώμα αποτυπωμένο με γραμμές.

Χωρίς όνομα.

Χωρίς βλέμμα.

Χωρίς πρόθεση.

Το έδειξε.

«Εγώ είμαι αυτή, ή κάποια άλλη;»

Δεν απάντησα.

Δεν είχα μάθει ακόμη να διαβάζω το σιωπηλό.


[8] ΜΕΤΑ-ΣΥΝΘΕΣΗ / ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ


Το μυθιστόρημα που έγραψε τον συγγραφέα του.

Η εικόνα που φωτογράφισε τον φωτογράφο.

Η γυναίκα που αφαίρεσε το φύλο από την επιθυμία.

Το μοντέλο που υπέγραψε την επιθυμία τού θεατή.

Κι εγώ, παρατηρητής.

Πίσω από το κάδρο.

Εκτός πλάνου.

Άδειος.


[9] ΤΕΛΙΚΗ ΕΠΙΓΡΑΦΗ 


Όλες οι φωτογραφίσεις είναι επαναλήψεις 

τής εξορίας από την ομορφιά.

Όλες οι γυναίκες είναι ονόματα που σβήνουν.

Όλα τα πορτραίτα είναι αυταπάτες .

Μόνο επιφάνεια.

Μόνο χρόνος.


Υποσημείωση:

Ο θεατής είναι το μοναδικό πρόσωπο που δεν εμφανίζεται 

ποτέ στη φωτογραφία.

.

.

2:


 Κάθισε πάλι. Πόσες φορές κάθισε; Φορούσε το λευκό φόρεμα. Ήταν το μαύρο. Όχι, το λευκό. Πάλι. Το φως στον αριστερό ώμο — εκείνο το φως. Το ίδιο φως. Το ίδιο; Άλλο. Σχεδόν το ίδιο. .

.Κόκκινα χείλη ρόδινα . Εκείνος τη θώπευσε. Όχι. Πριν. Μετά. Τώρα. Πάντοτε. Εδώ. Στο βλέμμα.

Η αφή γίνεται λέξη.  Το άγγιγμα, λέξη. Σπείρα γλωσσα:

"Σου αρέσει;"

το ερώτημα επανέρχεται, η γυναίκα επανέρχεται, με την ίδια διατύπωση, ίδια χειρονομία, αλλά διαφορετική. Η γλώσσα ως λαβύρινθος. Η γυναίκα ως φράση.

Γυναίκα ως καθρέφτης. Στο άλλο δωμάτιο, στο ίδιο. Αντίγραφα που αρνούνται 

τη μοναδικότητα.

Χτένισε τα μαλλιά. Ρουζ στα χείλη.

Χτένισε τα χείλη. Ρουζ στα μαλλιά.

φως.

Στο βλέμμα του.

Στο βλέμμα της.

Στο βλέμμα που κοιτά το βλέμμα που κοιτά.

Η γυναίκα χαμογέλασε. Εικόνα. Κίνηση εντός ακινησίας. 

Οι λέξεις δεν συνεχίζουν. Διπλώνονται. Διχοτομούνται. Εισχωρούν.

Εκείνος τη ρωτά.

«Τι σημαίνει να κοιτάς;»

Εκείνη: «Να κοιτάς σημαίνει να βλέπεις το περίγραμμα της μυρωδιάς μου.»

Το πρόσωπό της. Ο ώμος της. Το ρόδο στα χείλη της.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Τριπλή Σκηνη στο Κόκκινο Κυβικο Δωματιο


(Η σκηνή εκτυλίσσεται σε ένα κυβικό δωμάτιο.Οι τέσσερις τοίχοι,το δάπεδο,

και η οροφή είναι βαμμένα κόκκινα.  Η γυναίκα στέκεται μπροστά σε καθρέφτη. Από τη γωνία του δωματίου παρακολουθεί ο Joseph Beuys, αμίλητος. Ο Salvador Dalí κάθεται σταυροπόδι πάνω σ’ ένα ανεστραμμένο ρολόι. Ο Μαρκήσιος ντε Σαντ εμφανίζεται μόνο μέσω τής φωνής του που αντηχεί από τους τοίχους. Η γυναίκα μιλά.)


Ο κόκκινος κύβος είναι ο εγκέφαλος μου. Δεν έχει πόρτα. 

Μόνο ανακλάσεις. Καθρέφτης—εσύ. Καθρέφτης—εγώ. 

Όλα καθρεφτίζονται εδώ, ακόμα κι ο χρόνος, 

σε σχήμα ερωτηματικού.

Να σου πω κάτι, Salvador; Όταν σε είδα να λιώνεις πάνω στο ρολόι, 

κατάλαβα πως δεν είμαι τρελή. Εσύ ήσουν το αποδεικτικό στοιχείο. 

Είσαι η φωνή τής στατικότητας που κυλά. Κι εγώ, το σώμα που 

διασπάται.

(χαμογελάει)

Μιλούσα πριν λίγο με τον Μαρκήσιο. Με φώναξε σκλάβα τής επιθυμίας μου, 

αλλά τού απάντησα: "Δεν έχω επιθυμία. Έχω γραμματική."

Αναρωτιέμαι αν ποτέ σου διάβασες Όμηρο,Όχι από μετάφραση. 

Από το  πρωτότυπο.

"Πόντος."

Τη λέξη την έβρισκα στις σελίδες τής "Οδύσσειας".

Πόντος. Το πέλαγος. Η απώλεια. Ο κόσμος ανάμεσα σε δύο κόσμους.

(Γελάει)

Ο Joseph Buys με κοιτά. Δεν μιλά. Μου ζωγράφισε με λίπος έναν λαγό 

πάνω στον τοίχο.

Του είπα: "Αυτό δεν είναι τέχνη. Είναι χρησμος."

Και τότε ο λαγός μου μίλησε.

Μου είπε: "Μη φύγεις απ’ τον κύβο. Ο λαβύρινθος είναι έξω."

Κάποτε εγραψα ένα διήγημα. Μόνο μια σελίδα. Κενή.

Μόνο ο τίτλος: "Ο Λαβύρινθος των Λέξεων."

Γιατί οι λέξεις ήταν περισσότερες απ’ όσες μπορούν να επιβιώσουν

Salvador

Μου έδειξες έναν καθρέφτη, αλλά μέσα του είδα μόνο το μάτι σου.

Μισάνοιχτο. Σαν ρωγμή στο ύφασμα.

Εκεί έριξα τον εαυτό μου.

Η επιφάνεια ρευστή. Όχι νερό. Όχι υδράργυρος. Ήταν ιδέα.

(Κοιτάζει τον θεατή)

Τι είναι να κοιτάς έναν άνθρωπο;

Είναι να λες: "ο ήχος τής λέξης ευτυχία, ο ρυθμός της."

Είναι να μην χρειάζεσαι λέξεις.

(Σηκώνεται)

Σου αρέσει;

(φοράει το λευκό φόρεμα)

Σου αρέσει;

(φοράει το μαύρο)

Σου αρέσει;

(Σταματά)

Ο Μαρκήσιος είπε: "Η επιθυμία είναι η μόνη νομιμότητα."

Και τότε ο Νταλί πέταξε ένα ρολόι πάνω του.

Στο ρολόι είχε καρφώσει μια ελιά.

Ο χρόνος είναι γεωργική εργασία.

Εγώ, γυναίκα. Στο μυαλό μου έχω βροχές.

Στα χέρια μου γράφω λέξεις.

Πόντος, πόντος, πόντος.

Ένας λαβύρινθος. Κάθε έξοδος είναι λέξη.

Και κάθε λέξη, παγίδα.

(Κοιτάζει για τελευταία φορά στον καθρέφτη)

Δεν είναι κρίση. Είναι τελετουργία.

Δεν είμαι διπολική. Είμαι δίθυρη.

Δύο φύλλα. Δύο καθρέφτες. Μια γυναίκα.

Μισή στο φως.

Μισή στο κόκκινο.


(Σκοτάδι)

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Η Έκλειψη 


Δεν ήθελα να πάω. Στ’ αλήθεια. 

Όχι σ’ αυτή τη συνάντηση. Όχι με αυτούς τους τρεις.

Ο Jaques Lacan.μου είχε πει:

"Δεν υπάρχει το ασυνείδητο χωρίς επιθυμία. Και χωρίς καθρέφτη."

Κι εγώ του απάντησα:

"Ο καθρέφτης ράγισε. Κι είμαι εγώ τα θραύσματα."

Κι ύστερα... μπήκε η Marilyn.

Με το φόρεμα το λευκό, να την κρατά απ’ τον αέρα της ανυπαρξίας της.

Κι εκείνη γελούσε, γελούσε τόσο δυνατά που πονούσαν τα δόντια μου.

Ο Lacan έσκυψε στο αυτί της και της ψιθύρισε κάτι.

Δεν καταλάβαινε. Αλλά χαμογελούσε. Και τον άγγιξε στο γόνατο.

Κι εγώ σκέφτηκα:

"Μα φυσικά. Πάντα η ομορφιά καταπίνει το αδυνατο."

Η Mona Lisa Joconda καθόταν απέναντι.

Η ψυχαναλύτρια

Χωρίς μπλοκ, χωρίς χαρτί, χωρίς κανένα βλέμμα.

Μόνο εκείνο το ηλίθιο τέλειο χαμόγελο.

Το βλέπεις;

Πάντα γελά.

Ό,τι κι αν πεις. Ό,τι κι αν κάνεις.

Αν της πεις ότι σκότωσες τον πατέρα σου, θα σου χαμογελάσει.

Αν της πεις ότι πνίγηκες στα δάκρυά σου, θα σου πει:

"Μήπως τελικά ήθελες να πνιγείς;"

Και δίπλα της...

Ο Charles.

Ο Bukowski.

Με το τσιγάρο σβησμένο και το ποτήρι τού ουίσκι.

Με τα μάτια καρφωμένα στα πόδια μου.

Όχι στα μάτια μου. Ποτέ στα μάτια μου.

Εγώ τον φώναξα. Ήρθε. Γιατί;

Γιατί τον θέλω να με μισεί όταν με φιλάει.

Γιατί να γράφει για τις γυναίκες που τού διέλυσαν τη ζωή,

Εγώ τού την διέλυσα. Εγώ.


Εκείνη τη μέρα. Εκείνη την ώρα.

Μου εδώ τα εισιτήρια για την Όπερα.

Για τον Puccini. Για την Tosca. Για μένα.

Και δεν άκουγα τίποτα.

Οι λέξεις έγιναν βελόνες.

Με τρυπούσαν.

Ήθελα να του φωνάξω να σταματήσει.

Να σωπάσει. Να σωπάσει.


(παύση. Γελάει)


Ξέρεις τι είπε η Marilyn στο τέλος;

Όταν είδα τις φωτογραφίες της και της είπα:

"Η πρόκληση είναι το μόνο αληθινό που μας έμεινε."

Μου απάντησε:

"Τότε γιατί ντύνεσαι σαν να θες να εξαφανιστείς;"

Μα εκείνη ήταν γυμνή.

Εγώ, από σιωπή.


Ο Lacan, έγραψε κάτι στο σημειωματάριο του.

Δεν είδα τι.

Μα τον είδα να με κοιτάζει.

Όχι όπως κοιτάει ένας άντρας μια γυναίκα.

Αλλά όπως κοιτάει ο χασάπης ένα κομμάτι κρέας πριν το τεμαχίσει.

Σα να έλεγε:

"Εσύ δεν είσαι άτομο. Είσαι σύνθεση από επιθυμίες τρίτων."


(,σχεδόν ψιθυρίζει)


Ημουν εγώ που τηλεφώνησα.

Ξανά και ξανά.

Και κανείς δεν απάντησε.

Μέχρι που έκλεισα το τηλέφωνο.

Και τότεκατάλαβα.

Είχα φτάσει 

Εκεί που είσαι μόνη σου.

Με την Monroe,

τον Lacan,

την Joconda,

τον Bukowski,

και τον εαυτό σου σε σήψη.


(παύση)


Ομορφιά ή πρόκληση;, με ρώτησες.

Καμία.

Επιλογή δεν υπάρχει.

Υπάρχει μόνο το βλέμμα.

Αυτό που σε ξεβρακώνει.


Και τότε

Μένει το χαμόγελο.

Αυτό τής Mona Lisa.

Το μισώ.

 .

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΕΚΛΕΙΨΗ / OBSCURA


Persona muta. Il vuoto tra δύο σώματα που κάποτε ακουμπούσαν...

Η φωνή του .Η ομίχλη. Η αιώρηση τών λέξεων.Μονολογοι.

Εκείνος μιλά για τον κόσμο έξω: χρηματιστήρια, ταξίδια, όπερα. 

Εκείνη ζει την έκλειψη μέσα της. .


“Silenzio è la vera musica” – θα έλεγε η Vitti, κοιτώντας στο κενό 

τού Antonioni.


Αναρωτιέται γιατί δεν φεύγει. Το σώμα της είναι πια ξένο∙λ

Ενα πορτραίτο τού Lucian Freud, που ξεγυμνώνει την σάρκα 

για να δείξει το βλέμμα . 

Κάποτε τον επιθυμούσε. Τώρα δεν αντέχει ούτε το άγγιγμα.

Σκέφτεται: “ήταν ποτέ δικός μου;” , ένα αντικείμενο σκοτεινό. 

Μια ανάμνηση.Τον σκέφτεται.Ηταν cut-up script 


.Ένα γυάλινο τοπίο.


Vivre sa vie, ou vivre l’image de sa vie;


“Η πραγματικότητα είναι μοντάζ εικόνων, ήχων, σωμάτων.


Τα μάτια της ψεύτικα μπλε, όπως ενός χαρακτήρα manga.

Το βλέμμα της απόν.


κάτω από το make-up, το κενό. 

Μια σιωπή που μοιάζει με  απόλυτη παραφωνία.


She is not speaking anymore,

because the words have betrayed her.


η γυναίκα είναι ένα σώμα στον καναπέ,  

μια pop persona με baby botox και hashtag σκέψη.

αποκαλύπτει τις ενοχές και τις ρωγμές τού σώματος. 

ένα ready-made τού Warhol,  που μιλά σε σπασμένη αγγλική με emoji-ενθουσιασμό, 

η στάση ενός ώμου, το βλέμμα λίγο δεξιά, το χαμόγελο. 

ένα cut-up ύπαρξης

για να εντείνει το αίνιγμα.

«Δεν μπορώ άλλο», ψιθυριζει 

Άνθρωποι μιλούσαν για χρήμα

Λέξεις χωρίς σωμα

Χρειαζόταν σιωπή.

Η πόλη έξω .

Κενή.

Ακίνητη..

Σκιές χωρίς σώμα.

Σιωπή .


I shop, therefore I am. I smile, therefore I’m young. 

My tattoo is a relic of love that never was.


Δεν είναι πρόσωπο. Είναι brand.

Δεν βιώνει. Ποζάρει.

Κάθε συναίσθημα – φίλτρο.

Κάθε χειρονομία – meme.

Κάθε στιγμή – ιστορία που δεν την εζησε

Κάθε φωτογραφία – άλλο πρόσωπο.

Το δικό της – άγνωστο.

Κι όταν παίζει Für Elise στο πιάνο, δεν είναι Beethoven. 

Είναι ηχητικό φόντο.


Cut-up consciousness: “her voice / not voice / room spinning / 

he’s speaking but is not there / tele-screen-mirror-shadow-face / 

the sound of unanswered phones / her mouth opens to scream / 

but sound is / syntax broken 

/ void calls back void.”


Την φωτογράφισε ξανά.

Ξανά.

Ξανά.


Η ομορφιά δεν υπάρχει.

Υπάρχει μόνο η απόσταση μεταξύ ομορφιάς και πρόκλησης.


She smiled enigmatically.

Like a woman who finally saw her reflection in a mirror

only to realize it wasn’t hers.


Κάπου αλλού:

φτιάχνει τα νύχια της και ανεβάζει stories.

Το Finnegan's Wake της μόδα

Ο Joyce θα γελούσε.


Η ομορφιά είναι η ερώτηση, ποτέ η απάντηση.


Και τελικά, όπως στο Cantos XX του Ezra Pound:

"In the gloom, the gold

Gathers the dust of silence."


Ο χρόνος κυλάει με Godard εμμονη.

(μοντάζ σκέψεων – μοντάζ θραυσμάτων)

Στη θέση του νοήματος, ένα κενό που πάλλεται.


Η φωτογραφία.

Η κάμερα, της λέει ο φωτογράφος,

θέλει να σε γδύσει. Όχι από ρούχα.

Από αυταπάτες.


Το σώμα της, ακίνητο σε μια πόζα,

φωτογραφημένο 

εξόριστο από τον εαυτό του.

Ολα είναι φτιαγμένα

για να ξεχαστούν.

 εγώ, εγώ, εγώ.

σαν writing cut-up μηχάνημα του Burroughs)

shopping/cocktail/tattoo/piano/Botox/Beethoven

Ο Pound στην Canto XX

"…et vera incessu patuit dea…"

O Pound είναι ο νεκρός τής Πιζας

στο ύφος τού Finnegans Wake

She rings. He’s not.

She shrieks. He is not not.

Who’s there?

Τηλεφωνεί. Δεν απαντά.

Τηλεφωνεί ξανά.

 ένα σώμα που αλλάζει  κάθε φορά 

που το αγγίζεις.

Vive sa vie – vivre sa mort

Η γυναίκα διαβάζει περιοδικό.

Το πρόσωπό της είναι άγνωστο.

Το αφήνει στο τραπέζι.

Δεν υπάρχει διαφορά.

(σαν τη Nana που φεύγει από τη ζωή με ένα cut)

Στο σινεμά τής μοναξιάς,

ο θεατής είναι ο μοναδικός 

που δεν σώζεται ποτέ.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

με  διακυμάνσεις στο κοκκινο

(Μονόλογος γυναίκας)


Το κόκκινο. Πάντα το κόκκινο.

Ένα όνειρο σ' ένα κόκκινο δωμάτιο. Κίτρινο κρεβάτι.

Το σώμα μου εκεί ξαπλωμένο

Στον καθρέφτη το δωμάτιο καθρεφτίζεται αλλιώς…

χτυπάει το τηλέφωνο.

Ξυπνάω.

Σιωπή. Πάλι.

Εκείνη τη μέρα ήταν έξαλλος. Με έβρισε. Με έσπρωξε. 

Έπεσα στο πάτωμα 

Ακόμα νιώθω τον πόνο στα πλευρά.

Τα χέρια του στο λαιμό μου. Έσφιγγε.

Πνιγόμουν.

Κι ύστερα

Μια κλωτσιά. Όση δύναμη μού είχε απομείνει, 

τη διοχέτευσα στα γεννητικά του.

Ούρλιαξε.

Έφυγε. Δεν τον ξαναείδα ποτέ.


(παύση)


Ξέρεις, Από εκεί ξεκινάς πάντα.

Είναι σαν να με ξεγυμνώνεις από μέσα προς τα έξω.

Μάτια, βλέμμα

Αν δε σ' αρέσει,σβήνεις. Ξανά από την αρχή.

Σαν την ίδια τη ζωή.


(παύση)


Η ζωή μου σπασμένα επεισόδια.

Σπούδασα λογοτεχνία.

Διάβασα Sylvia Plath και Anne Sexton όταν ήμουν 16.

Έγραφα ποιήματα 

Με έκλεισαν μέσα.

επικίνδυνη για τους γύρω μου. 

για τον εαυτό μου.


(χαμογελαει )


Αγαπούσα την Diamanda Gallas, έκλαιγα με τους στίχους της,

και ονειρευόμουν να ζωγραφίσει ο Warhol το πορτραίτο μου.

Αλλά εσύ, 

εσύ δεν με κάνεις όμορφη.

Με κάνεις αληθινή.


(παύση. γυρνάει το κεφάλι)


Κοίτα.

Σου είπα για το παιδί;

Ήταν μόλις τεσσάρων μηνών.

Το κρατούσα μπροστά στον καθρέφτη.

Άρχισε να κλαίει, γοερά.

Σα να μην άντεχε να δει το είδωλό του. Ή εμένα πίσω του.

Έκανε ώρα να ησυχάσει. Κι εγώ.δεν ησύχασα ποτέ.


(σηκώνει το χέρι)


Τι ώρα είναι;

(κοιτάει κάπου απέναντι)

10:42. Πόσες ώρες;

Χίλιες διακόσιες.

Είναι πολλές;

Ή είναι λίγες για έναν άνθρωπο;

Αν σκεφτείς ότι οι περισσότεροι δεν αφιερώνουν 

ούτε δέκα για να δουν την ψυχή σου.


(παύση)


Impasto. Παχύ στρώμα.

Όπως ο χρόνος πάνω στο δέρμα μου.

Τι είναι ο χρόνος;

Για ένα ζώο. Για ένα φυτό. Για μια πέτρα.

Για τον εγκέφαλό μου, που κάποτε πίστευε 

πως μπορεί να καταλάβει τα πάντα.


(χαμηλώνει η φωνή της)


Όταν ήμουν στην κλινική, έβλεπα ένα τεράστιο σκάκι 

να παίζεται από μόνο του.

Οι κινήσεις γίνονταν μηχανικά.

Πιόνια κι εγώ.

Στον τοίχο, μια μεγάλη κόκκινη έλλειψη.

Μαύρες γραμμές την έκοβαν.

Ήταν ο εαυτός μου, Ένα σώμα πάνω σε ένα παραλληλεπίπεδο.

Το εκκρεμές τού Foucault από πάνω.

Μετρούσε τον χρόνο. 16,4 δευτερόλεπτα η ταλάντωση.

Και το σώμα άλλαζε μορφή.

Γινόταν εσύ

Γινόταν εκείνος.

Γινόταν εγώ.


(παύση)


Λένε πως κάποτε θα προβάλλουν 

όλους τους ανθρώπους.

Θα τους βλέπουν 

Στο τέλος, θα δεις κι εμενα.

Θα είσαι εκει.


(αγγίζει τον ώμο της,)


Η μητέρα μου είχε έναν μεγάλο καθρέφτη.

Έβαφε τα χείλη της κόκκινα.

Ήταν όμορφη. Τότε.

Όταν γέρασε, παραμορφώθηκε.

Όχι από τον χρόνο.

Από κάτι άλλο.

Πιο βαρύ.

Το θάνατο.


(παύση)


Τι ώρα είναι τώρα;

11:39.

Ας σταματήσουμε.

Θα συνεχίσουμε το απόγευμα.


(γέρνει το κεφάλι, μισογελάει)


Justly at 17:30.

–Ακριβώς.


(σταδιακό fade out, και μετά σκοτάδι)


[Τέλος Μονολόγου]

.

.

.

Επιμονη Επανάληψη

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Στον καθρέφτη το σώμα υγρό,

σαπουνίζει τα πόδια της ως ψηλά πάνω

ο άντρας κοιτά, και ο χρόνος

κρέμεται απ’ τον ώμο του .

Στην κρεβατοκάμαρα

το σκοτάδι,

Εκείνη μιλούσε

κι εκείνος άκουγε,

μα σαν να μην ήταν εκεί.

Εκεινη

στην παλιά φωτογραφία,

ακίνητη

με τα χέρια σφιγμένα στους μηρούς.

Και στο βάθος ένα λευκό σεντόνι.

Σαν να την είχαν ντύσει

για μια απουσία.

Όταν τη ρώτησε ποια ήταν στη φωτογραφία 

εκείνη γέλασε

αυτό είναι το τελευταίο τεκμήριο ενός παρελθόντος

που δεν ανήκει σε κανέναν

τότε 

γύρισε και τού είπε μόνο

"Κοιμήσου. Έχουμε καιρό ακόμα να θυμηθούμε."

Ἔλουζε τὰ πόδια της,

ὡς τοὺς μηρούς ὁ ἀφρός.

Ὁ οβαλ καθρέφτης πρόβαλε μιὰ ἄλλη

ἡ γυναίκα — ἐκείνη ἡ ἄλλη —

ἀπλώνει σεντόνια.

έπειτα τη νύχτα

ἡ σελήνη εἶναι ψηλὰ ὡς δικαιολογία

για τις σκιες τοῦ παρελθόντος.

“Ποια εἶναι αὐτή;”

Ἐκεῖνη ἀπαντᾷ 

“Πρῶτη φορά τὴ βλέπω.”

ἐπέστρεψαν 

στὴ σάρκα,

στὸ βλέμμα,

στὴν ἔλλειψη λόγων

ενα ερώτημα, σχεδόν ψίθυρος

«Θα πλυθείς; Να σου βράσω νερό;»

Δεν περίμενε απάντηση 

Τη ρώτησε για τη φωτογραφία.

«Ποια είναι αυτή;»

Εκείνη, είπε: «Πρώτη φορά τη βλέπω».

Ηταν ψέμα 

δεν .μπορούσαν να ξεφυγουν

Μέσα στο σπίτι,

μια γυναίκα ξάπλωσε με έναν άντρα.

Είπε πως είχε καιρό.

Εκείνος, με ειρωνεία,

τής είπε πως πάχυνε.

Γέλασε.

Όχι γιατί ήταν αστείο,

.Εγώ,τού είπε,επιστρέφω 

με τη μορφή μιας φωτογραφίας

που κανείς δεν θυμάται ποιος τράβηξε.

Στο μπάνιο, ο οβαλ  καθρέφτης,

εκεί είδε να σαπουνίζει τα πόδια της,

ως πάνω στους μηρούς

το νερό να κυλάει

Κι όταν το βραδυ γύρισε,

τον ρώτησε.

«Τι να σου μαγειρέψω;»

Ο χρόνος εδώ ·είναι κύκλος,

που επιστρέφει στην ίδια ερώτηση.

Ποια είναι αυτή στη φωτογραφία;

Πήρε τη φωτογραφία στο χέρι,

είπε: «Πρώτη φορά τη βλέπω».

Της είπε πως πάχυνε·

εκείνη γέλασε

Ενα γέλιο που δεν ανήκε

σε κανένα πρόσωπο.

Πήρε  πάλι τη φωτογραφία 

—Κοίτα την.

Ποια είναι;

Η σιωπή, τελικά,

ήταν η μόνη τους κοινή γλώσσα.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Ένα καρτ-ποσταλ:ΠΟΛΥΧΡΥΣΑΙ ΜΥΚΗΝΑΙ


Στις Μυκήνες 

Ο Αγαμέμνονας περπατά χωρίς κεφάλι

κρατώντας στα χέρια του μια τηλεόραση plasma

προβάλλεται διαρκώς η δολοφονία του

σε αργή κίνηση,

το αίμα στάζει στην οθόνη σαν ρητίνη από έλατο,

τα παιδιά χειροκροτούν,

οι ξεναγοί εξηγούν:

«εδώ ο ηγεμόνας, εκεί η προδοσία,

εκείτο ταμείο τουριστικής αναπτύξεως».

Το φως δεν είναι πια φως,είναι ερωτηματικό γυάλινο,

που τρυπάει τις λέξεις και τις πετά σαν κουφάρια

στα σκυλιά της ερμηνείας.

Ο Σινόπουλος καπνίζει στα ερείπια,ο Σεφέρης κρατά σημειώσεις 

από το σκοτωμένο στην πληρωμή

ο Pound μιλάει λατινικά με τον Ορεστη,

ο Eliot δεν καταλαβαίνει λέξη

'this is not the wasteland, this is merely Greece'.

Ενας στη σκιά του κύκλου μοιράζει φέιγ βολάν:

'η ιστορία είναι προσχεδιασμένη διαφήμιση,

το μέλλον απούλητο στοκ'

Η Κασσάνδρα στο ταμείο εισιτηρίων

«πάρτε τον χάρτη, κυριε,

μη χαθείτε στο λαβύρινθο τών παραστάσεων».

Κανείς δεν την πιστεύει,από  τα αρχαία χρονια

Και στο παιδί αγορασε

ένα σουβενίρ με το προσωπείο τού Αγαμέμνονα,

ψεύτικο, πλαστικό, φτιαγμένο στην Κίνα.

Ο Ορέστης;που είναι;ήρθε;

Ρώτα η αδελφή του Ηλεκτρα

Τον είδαμε χθες στην πλατεία,τής είπαμε,

έπινε Fredo espresso.

Δεν μας μίλησε για εκδίκηση,

μόνο είπε:

«μείνε μακριά από το θέατρο, σε τρώνε οι ρόλοι».

Η Κλυταιμνήστρα σερβίρει φραπέ στο 'Mycenae Luxury Bar',

και οι τουρίστες λένε «amazing»,

τραβώντας σέλφι μπροστά στο τάφο τού Ατρέα,

ο ήλιος καίει,

το φως, το ίδιο φως,

τρυπάει άλλη μια φορά το παρελθόν

ενα καρτ ποστάλ

τού Θυεστειου δείπνου 

Κι εμείς;

Καθόμαστε στις πέτρες,

Μόνο ο αέρας φυσά,

Αλλά ποιος ακούει πια τον αέρα;

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

(οι σκιές τών Ατρειδών δεν τους ακολούθησαν

 

Ο ήχος ενός ονόματος χωρίς σώμα

Κι εγώ, πάνω στη σκόνη των Ατρειδών,

είδα την σκιά τού Αγαμέμνονα στο εισιτήριο εισόδου.

Ήταν γραμμένο στα αγγλικά: Mycenae Archaeological Site – Full Price: 12€

και δίπλα του ένα αυτοκόλλητο: ΚΛΕΙΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΑ.

(μα ο θάνατος δεν έχει αργίες)

Το φως πέρασε μέσα από τις μάσκες..

Ο Ορέστης με χειροπέδες,

'Ecce Homo!', φώναξε χωροφύλακας.

Οι θεατές στο αρχαίο θέατρο χειροκρότησαν με χέρια 

που μυρίζαν αντιηλιακό.

Στην ταβέρνα "ΠΟΛΥΧΡΥΣΑΙ ΜΥΚΗΝΑΙ"

το μενού είχε και τραγωδία με λεμόνι,

Ένας σχολιασε"Αυτό που φοβάστε δεν είναι Ιστορία. Είναι το παρόν σας!".

Οι τουρίστες έβγαλαν selfies.

Το hashtag της μέρας:

 #MycenaeanDramaExperience

Οι ηθοποιοί υποκλίθηκαν

Μετά, όλοι πήγαν για παγωτό φιστίκι

(οι σκιές τών Ατρειδών δεν τους ακολούθησαν)

και κουβέντιασαν για το ξενοδοχείο,

την πισίνα, και πόσο ωραίο ήταν το χταπόδι.

Εκεινο το απόγευμα.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΕΓΩ ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ – ΜΥΚΗΝΕΣ 2025


στις Μυκήνες η αφαίρεση τής Ιστορίας

η σκουριασμένη προγκα της

ένας κοκκινολαίμης έκανε την πρώτη γρατζουνιά

πάνω στη χρήση προσωπίδα  τού Αγαμέμνονα

κάποιο παιδί είπε: "Είναι αλουμίνιο, μαμά."

'Οχι', απάντησε εκείνη,

'είναι αρχαίο, γνήσιο, φωτογραφή σου μπροστά του'.

κάπου εκεί ανάμεσα στα ερείπια,

η σκιά τού Αίγισθου, ένα.βουητο απ’ το βαθύ υπόγειο 

τών ενοχών,

στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου,

η Κλυταιμνήστρα πλέον διατηρεί ουζερί –

'ΠΟΛΥΧΡΥΣΑΙ ΜΥΚΗΝΑΙ' 

με πλαστικό μενού,

σαλάτα χωριάτικη 9.50€

και μια αφίσα του Anthony Quinn στο φόντο να χορεύει 

πάνω σε μια πέτρα.

κάθε βράδυ, η ίδια μουσική:

μια διασκευή τού syrtaki dance σε bossa nova

και ο Ορέστης;l

νεαρός με tattoo 'ΝΕΜΕΣΙΣ' στον λαιμό,

τον σέρνουν δυο χωροφύλακες στο ανοιχτό θέατρο.

κάποιος φώναξε:

'Ποιος είναι αυτός; Από πού ξεφύτρωσε;'

'Άγνωστος', είπαν,

κι όμως όλοι γνώριζαν

σιωπή

'Να! Αυτή είναι η Ιστορία σας,

όχι όπως τη διδάξατε,

αλλά όπως την θάψατε'.

το κοινό χειροκρότησε.,

μια ακόμη τολμηρή μοντέρνα ερμηνεία 

η Ιστορία ως performance art.

κάποια κυρία δάκρυσε.

ένας καθηγητής σημείωσε 'σημείο αναφοράς στη μετα-τραγωδία'.

κι ύστερα, το σκηνικό άλλαξε 

ο Ορέστης και οι χωροφύλακες υποκλίθηκαν,

το κοινό χειροκρότησε ξανά,

ένας τουρίστας είπε "bravo!"

και άλλος ένας ρώτησε: "πού παίζει αύριο;"

τεράστια επιτυχία.

άρχισαν να μοιράζουν μπλουζάκια:

'ΕΓΩ ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ – ΜΥΚΗΝΕΣ 2025'.

.

.


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

το λεγόμενο προσωπείο τού Αγαμέμνονος


και μια γυναίκα είπε: εδώ ήταν ο Αγαμέμνων,

δεν ήξερε τι σημαίνει αυτό, αλλά το είπε σωστά.

δύο βήματα πριν τον αυτόματο πωλητή με τα παγωμένα νερά.

Ένας πατέρας φωτογραφίζει το παιδί του

μπροστά σε μια προθήκη με χρυσά ψεύτικα:

'το λεγόμενο προσωπείο τού Αγαμέμνονος'

(κάποτε ο Σλήμαν, κάποτε η Αρχαιολογια).

Ακούει μια ξενάγηση στα ιταλικά,

ένα φυλλάδιο με τίτλο: «Τα Ανάκτορα τού Μύθου»

(η Ε.Ε. το χρηματοδότησε).

Ο φύλακας φοράει γυαλιά ηλίου

Η Κλυταιμνήστρα, λένε, έχει ουζερί 

(με πλαστική μουριά, κι έναν σερβιτόρο που παριστάνει τον Ορέστη).

'Σκοτωσα τον πατέρα  σου στο λουτρό 

με ατσαλένιο δίχτυ σαν ψάρι τον τυλιξα' τού λέει κάθε βράδυ,

κι εκείνος βουβος πίσω απ’ την ταμειακή.

Κάποιοι λένε πως οι πέτρες μιλούν.

Άλλοι, πως απλώς αντηχούν τη φωνή μας,

καθώς φωνάζουμε μέσα τους.

Ένα παιδί, ζητάει παγωτό.

Η μητέρα του τού δείχνει τα ερείπια:

'Εδώ σκοτώθηκε ο Αγαμέμνων'.

Δεν το καταλαβαίνει.

Ούτε κι εμείς.

Το απόγευμα πέφτει,

κι οι τουρίστες κατηφορίζουν προς την Καραθώνα.

Ο ήλιος φωτογραφίζεται με όλους.

Ούτε αυτός αντιδρά.

Στο τέλος τής διαδρομής

(μια ταβέρνα, ένα μπακλαβατζίδικο, μια στάση για καρτ-ποστάλ),

κάποιος αφήνει γραμμένο στο βιβλίο επισκεπτών:

'Υπέροχος χώρος, αξίζει η επίσκεψη.

Πολύ καθαρό, καλές τιμές'

Στις Μυκήνες, το φως δεν έχει πια τίποτα να τρυπήσει.

Μόνο εμάς.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Ημέρα επιμορφωτική, βαρυσήμαντη


Στην Αμφίπολη με το iPhone φωτογραφιζε

η κυρία Δέσποινα απ’ τη Δράμα, με καπέλο

και ένα μπούστο αρχαιοπρεπές,

μίλαγε για 'τον Μέγα' σαν να ήταν ξάδερφός της

κι έδειχνε στα εγγόνια της

'εκεί που μπήκε το άρμα τού Ηφαιστίωνα'.

Το παιδί βαριόταν. Ήθελε wifi.

 Ο ξεναγός, ακάθεκτος,

με στόμφο και φθόγγους από Ευριπιδη,

έλεγε για τις Μακεδνες Καρυάτιδες

'τις αληθινές',

κι έπειτα γέλασε και πρόσθεσε:

'Αλλά τι να σας λέω, φαντασία χρειάζεται'

Ένας νεαρός, με μπλούζα 'This is Macedonia',

έβγαλε selfie με το λέοντα τής Αμφίπολης

και έγραψε από κάτω:

"Η Ιστορία είναι content

Ο τοπικός βουλευτής, που ’χε παρκάρει

αναρωτήθηκε αν το μνημείο 'θα φέρει ανάπτυξη'

κι αν 'μπορούμε να κάνουμε φεστιβάλ'

Ένας αντιδημαρχος απάντησε:

'Ε, κάτι σαν Καρναβάλι, αλλά σοβαρό'.

Ένας άλλος, φιλόλογος,

σχολίασε σιγανα:

'Ίσως τελικά εκεί να ’ναι θαμμένος'

Μα κανείς δεν τον άκουσε. Είχε ήδη ξεκινήσει

η συναυλία τών Trappers δίπλα στον Τύμβο.

Ακούστηκαν ζητωκραυγές,

ένα drone πέρασε ψηλά και κατέγραφε το πλήθος—

και κάπου, σε μια γωνιά, ο Αλέξανδρος,

καθισμένος σκυφτός σε ένα πεζούλι,

χωρίς το ξίφος, με σκονισμένο χιτώνα,

έτρωγε ένα σουβλάκι.

Δεν τον αναγνώρισε κανείς.

Μόνο ένα σκυλί τον πλησίασε και τον μύρισε διστακτικά.

Ύστερα πήγε παρακάτω.

Το φως έπεφτε λοξά, σαν να μην ήθελε κι αυτό

να δει τι έγινε τελικά με την Ιστορία.

Ένα παιδί, προς το τέλος,

έγραψε με σπρέι σε μια πινακίδα:

'Ό,τι δεν καταλαβαίνουμε το φωτογραφίζουμε.

Ό,τι δεν αντέχουμε το χειροκροτάμε.'

Και μετά ήρθαν τα λεωφορεία.

Ώρα για φαγητό και μια στάση για γλυκο 

Ημέρα επιμορφωτική, βαρυσήμαντη,

πλούσια σε like, γεμάτη εμπειρίες.

Η Αμφίπολη κοιμόταν ήσυχη.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Στην Επίδαυρο, κάποτε, ένας Ηθοποιός Εμίλησε

για χρήση μελλοντικών επισκεπτών)


Στην Επίδαυρο ο ιδρώτας κυλά στις πλάτες 

τών Γερμανών τουριστών,

και οι γιαπωνέζες βγάζουν σέλφι με φόντο τις κερκίδες 

(η φωτογραφία αλλιώς δεν λέει),

ένας ηθοποιός, ερασιτέχνης,στάθηκε στο κέντρο τής ορχήστρας 

και είπε:

'Εγώ είμαι ο Φιλοκτήτης. Μακριά από την Τροία. Μακριά από την Αθήνα. 

Μακριά απ’ τη Δόξα σας.

Και δεν πονώ απ’ το πόδι, μα από τα ψέματα που με τάισαν ».

Γέλια από την πλευρά από τα μπροστινά  καθίσματα.

Ένας συνταξιούχος από την Καλαμάτα

ρώτησε τον ξεναγό αν είναι μέσα στο έργο αυτό

και του απάντησαν πως ναι,

Ο Φιλοκτήτης συνέχισε:

«Η Ιστορία σας — γεμάτη ημερομηνίες, χρυσά στεφάνια, 

ρητορικές στήλες και μάρμαρα — είναι κούφια. 

Η Τροία δεν έπεσε για την Ωραία Ελένη,

η Ωραία Ελένη είναι γυναίκα μου,

μα για το δέρμα που σας φόρεσαν και δεν το βγάλατε ποτέ

το δέρμα του Ενεχυροδανειστη.»

Αμηχανία. Η ομάδα τουριστών από τη Σουηδία άρχισε 

να ψάχνει το QR code στην άκρη του καθίσματος, 

μήπως τους ξέφυγε κάποιο σημείο μετάφρασης.

Οι πιο μικροί κουράστηκαν, βγάλανε τα παπούτσια τους, 

φάγανε μπαγκέτες.

Ο ηθοποιός, τώρα σχεδόν ημιγυμνος,

(κάποιος είπε πως είναι από εκείνους τους μοντέρνους, 

που τους πληρώνει το Υπουργείο),

σήκωσε τα χέρια και έδειξε τις φλέβες του:

'Εδώ,όχι στη Λάρισα, ούτε στους Δελφούς,

μα εδώ, σ’ αυτό το θέατρο,

χάθηκε ο Ελπηνωρας στην παγωνιά τού εμφυλιου'.

Ένας τού έδωσε μπουκάλι νερό 

εκείνος το πέταξε.

'Δε διψώ», φώναξε. 'Μα πνίγομαι!'

Αυτό ήταν. Το κοινό ξέσπασε σε χειροκροτήματα.

Οι υπάλληλοι ασφαλείας μπήκαν ευγενικά και τον οδήγησαν έξω.

«Συγγνώμη για την αναστάτωση», είπε μια φωνή απ’ τα μεγάφωνα.

«Το θέατρο παραμένει χώρος πολιτισμού».

Και το πλήθος, συγκινημένο,

πήγε μετά στο κοντινό καφέ "Ο Ασκληπιός" για καφέ φρέντο 

και τσιζκέικ ρόδι,

λέγοντας στους εαυτούς τους πως έζησαν κάτι σημαντικό.

Κάποιοι το ανέβασαν στο TikTok με τίτλο:

#ΕμπειρίαΑρχαίαςΤραγωδίας

Κάποιοι άλλοι — δεν ανέβασαν τίποτα.

(Τους πείραξε η υγρασία. Ίσως κι η αλήθεια.)

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Στις Μυκήνες  Ένα Μνημείο Επιτυχίας


Στις Μυκήνες λοιπόν ,μα πόσο γραφικότης!

εκεί που κάποτε η Κλυταιμνήστρα σχεδίαζε τα μαχαιρώματα

με την κομψότητα μιας πρωινής παρουσιάστριας,

τώρα, μια στάση τουριστική, με ξεναγούς προγραμματισμένους

και γυαλιά ηλίου made in China.

Ο ήλιος — ναι, πάντα ο ήλιος — ξεσκίζει τις πέτρες,

ξεθωριάζει τη δόξα και αναδεικνύει

μονάχα τη σκόνη· σκόνη πάνω στη σκόνη.

Ο μικρός κοτσυφας κελαηδά, τίποτα δεν κατάλαβε·

και καλύτερα έτσι. Ο Αίγισθος, φαντάζομαι,

θα γέλαγε βλέποντας το σουβενιράδικο

με μαγνητάκια-προσωπίδες και φλυτζάνια 'I ♥ Mycenae'·

να πιεις καφέ στην υγεία του Ατρέα,

και να δειπνισεις την Ιστορία με λίγη καρυδόπιτα.

Το ουζερί της Κλυταιμνήστρας — ναι, υπάρχει,

μόνο που τώρα λέγεται «Πολυχρυσαι Μνήμες»·

το χταποδι στα κάρβουνα

Ο Ορέστης; τον έπιασαν οι χωροφύλακες,

όχι για μητροκτονία, βεβαίως·

για αφισοκόλληση άνευ αδείας και αναστάτωση κοινής ειρήνης.

Η δίκη του έγινε στο αρχαίο θέατρο,

με κρουασάν και πλαστικά μπουκαλάκια νερού στα καθίσματα,

ηχητικά άψογα, και τον δήμαρχο παρόντα.

'Ποιος είναι αυτός ο αλήτης;' ρωτήσαν κάποιοι

με στόμφο καλλιεργημένο στα καφέ της Ερμού.

Κι αυτοί που τον ήξεραν, και σιωπηλα συνωμότησαν κάποτε,

τώρα χειροκρότησαν το θέαμα

με ενθουσιασμό,να μην μπλέξουν.

Το παιδί;

Α ναι, εκείνο το παιδί που κατέβηκε απ' τις κερκίδες

τού αρχαιου θεατρου

και φώναξε 'Η Ιστορία είναι αλλού!',

το πέρασαν για performance art,

χειροκρότησαν και γι’ αυτό

να μην τους πούνε αγράμματους.

Ο Ορέστης υποκλίθηκε, οι φύλακες μαζί του·

μετά, όλοι για παγωτό στο «Αγαμέμνων Gelato»,

η μέρα ήταν ζεστή,

και τι ωραία που τέλειωσε η παράσταση.

Στο τέλος, πάντα στο τέλος,

οι θεατές ανακουφισμένοι,

όχι για την κάθαρση,

επειδη πρόλαβαν τραπέζι στο νέο εστιατόριο

τού Αίγισθου: «Fusion Μυκηναϊκόν».

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Εν Μυκήναις Τω Νυν Έτει 

(Ή Η Αλήθεια τών Προσωπείων)


Στις Μυκήνες, ναι, εκεί όπου οι πέτρες μιλούν με σιωπές 

και το φως δεν φέγγει, αλλά ανακρίνει,συνέβησαν προσφάτως 

γεγονότα.

Η Κλυταιμνήστρα, νυν κυρία των γεύσεων,

με σορτσάκι εμπριμέ και παπούτσι πλαστικό,

στο ούζερί της "ΠΟΛΥΧΡΥΣΑΙ ΜΥΚΗΝΑΙ",

σερβίρει μύδια αχνιστά και αναμνήσεις

τηγανιτές, με λίγη ρίγανη από το Lidl.

Ο Αίγισθος, συνταξιούχος λογιστής,καθόταν πάντα στην άκρη,

όχι από τύψεις (ποιος τις θυμάται τώρα;),αλλά για το Wi-Fi, 

που ‘πιανε καλύτερα.

Κι ο Ορέστης, μ’ ένα μπλουζάκι “No More Drama”,

είπε πως ήρθε για να ξεκαθαρίσει,

αλλά το είπαν ύποπτο, αντιτουριστικό,και τον συνέλαβαν επιτόπου.

Έτσι άρχισε η παράσταση.

Το θέατρο, μισοερειπωμένο,ομως γεμάτο από κόσμο:

ταξιδιωτικούς πράκτορες,επιθεωρητές πολιτισμού,

και κάτι αρχαιολόγους που είχαν μείνεικατά λάθος στο λεωφορείο.

Τον Ορεστη τον έδεσαν, βεβαίως.Μ’ εκείνα τα πλαστικά δεσμά,

που μοιάζουν πρόχειρα μα πονάνε.

Και το πλήθος, μες στην άγνοια και τον φόβο,χειροκρότησε 

διότιτί άλλο να κάνει κανείς, ότανη Ιστορία ξαναγράφεται live,

και μάλιστα με χορηγία μπύρας;

Έπειτα , α ναι, το παιδί.Απ’ τα πάνω καθίσματα.

Ίσως γιος κάποιου καθηγητή που διάβαζε Καβάφη

(ή απλώς βαριόταν).

Κατέβηκε τρέχοντας,αψήφησε σκηνοθεσία,

κι έδειξε, ναι, τα απόκρυφά του.

“Να!” φώναξε,

'Η Ιστορία δεν είναι αυτή η χλιαρή σαλάτα

που σας σερβίρουν με λεμόνι και παγάκια.

Η Ιστορία είναι κάτι που σας κοιτάει

και δεν χαμογελάει.'

Το θεώρησαν show

Ένα flash mob avant-garde.

Γελασαν.

Ακόμα κι ο δήμαρχος χειροκρότησε.

“Σπουδαίο μήνυμα!” είπε.

“Και ποιοτική τέχνη επιτέλους στον Δήμο μας!”

Στο τέλος, όπως πάντα,

πήγαν όλοι για γλυκό κουταλιού

και ημικατεψυγμένο γαλακτομπούρεκο.

Κι ύστερα στα social,

ανέβηκαν χλιαδεςς φωτογραφίες

από τη «μοναδική πολιτιστική εμπειρία».

Εν Μυκήναις λοιπόν.

Όπου οι θεοί έχουν αποσυρθεί διακριτικά,

μα αφήσαν πίσω τους

κάτι σαν ειρωνεία.

Ή φως.

Που τρυπάει τις λέξεις —

αλλά κανείς δεν διαβάζει πια.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

από θραυσματα λέξεων


ηλθε γλωσσα χαραγμένη, ἀρχαϊκή,

ἐπικάλυψις ἑτέρου παλαιωτέρου στρώματος

η γραφή στο όστρακο: 'παρρησία ἡ Ἑλληνική'

και δίπλα η φωνή τού Δημόκριτου:

ἡ φύσις ἐρᾶ τοῦ κρυπτομένου

όμως εμείς δεν κρύψαμε τίποτα 

ήταν μνήμη

και η λάμψη τού πυρακτωμένου μετάλλου

μαρτυρούσε κάθε ψέμα που γράψαμε στα σχολικά 

βιβλια

στο βούισμα τών ελαιώνων

οι φωνές τών μακεδονικών ταγμάτων

το αγέρωχο προφίλ τού Αντίπατρου

κι οι ιωνικές στήλες ζητούν απαντήσεις

σε ερωτήσεις που δεν κάναμε ποτέ

ἐρωτῶ, ὡς Σωκράτης:

τίς ἡ εὐνομία;

πού ἡ δίκη;

εἰσὶν ἔτι πόλεις, ἢ μόνον συνάξεις συμφερόντων;

και ο Παυσανίας περπατά ακόμη στους δρόμους τής Τεγέας

κάτω απ’ το βλέμμα ενός αρχιτεκτονικού σχεδίου

με μετόπες ημιτελείς 

γιατί πάντα κάτι μένει μισό στην Ιστορία

κάποτε ένας άνδρας στην Εφεσο

κάηκε μαζί με τα βιβλία του

λέγοντας πως κάθε τέλος είναι

η κρυφή αρχή ενός κύκλου

ὁ Ἡράκλειτος γελοιοποιεί την στασιμότητα

ἡ Πυθαγόρειος σιγή καταγράφει τον ρυθμό

και στον ύπνο του ο Εμπεδοκλής

βλέπει μια πανσέληνο να κοχλάζει

μέσα απ’ το στόμιο τής Αίτνας

καὶ λέγουν,

πως η εταίρα Φρυνη μίλησε πρώτη για ἐλευθερία

πριν τη γράψει ο Αντιγόνη με το αίμα της στο χώμα

μετά, ήρθε το ψήφισμα

καὶ ο ἐκτοπισμός

στην Πνύκα, το πλήθος δεν πιστεύει πια στον λόγο

κι ο Δημοσθένης δεν πείθει,

μόνο ψιθυρίζει στους ανέμους που πάνε προς Χαιρώνεια

και στο τέλος, μια γυναίκα με το όνομα Άρτεμις

έσβησε με σφουγγάρι από τον τοίχο τής φυλακής

το τελευταίο της ποίημα

ἰδού, λοιπόν,

τί ἀπέμεινε:

μια λέξη,

τρεις φωνές που αλληλοαναιρούνται

στα εργαστήρια τής Ιστορίας 

μεταπλάθουμε το ίδιο το χάλκεον ψεύδος

και προσποιούμαστε πως είναι

Αλήθεια


συντεταγμένοι οι ήχοι τής αρχαίας σιωπής

ἴαμβοι καὶ τροχαῖοι σε γλώσσα ἑαυτοῦ

ο Πλάτων σε παλινδρομική αγωνία

ἰδεῶν το εἶδον·

ἐν τῷ σπηλαίῳ ἡ ἀλήθεια παίζει σκιές

τοῖς δεσμώταις δείκνυται κόσμος

ἔλεγε ο Σόλων: νενόμισται πάντα

μα ο νόμος, ὦ φίλε, πλανᾶται

ἀνά γε τοὺς καιροὺς τοὺς σιδηροδέσμους

σε ἀποθήκες καπνού και χαρτιού

γραμμένα τὰ σώματα, καπνισμένα

μέ μολυβένιες κραυγές

τὰ σώματα

ἡ λήθη τα μαδάει

ἕνα παιδί ἀπὸ τη Σμύρνη κρατάει στα χέρια το χώμα

προσπαθεί να γράψει με το δάχτυλο:

ἀλγος / οἶκτος / νήπιον κράτος

ὁ Θουκυδίδης στην ενορία τής Ιστοριας

ἐπ᾽ ἐκκλησίᾳ αἱ ψηφοι βαραίνουν ὡς σφαιρες

στρατηγοί κρεμασμένοι στὸ τέλος τής πρότασης

δώστε στη σφαγή τη φιλοσοφία

ὁ Πλωτίνος ἀναχωρεῖ εἰς ἕνωσιν τών ενεαδων

το ἔπος συνεχίζεται


γλώσσες θραύσματα οστών

μες στα πετρώματα των  λέξεων

σφῶν, σφεῑς, σφωε –

οἱ ἐχθροί καὶ οἱ φίλοι σφαγιάζονται 

σαν αἰσχύλεια εἴσοδος Χοροῦ.

Ἡ Ελένη στο δωμάτιο 49 τού ἙΛΛΑΣ hotel

κρατᾷ μια απόδειξη:

φωτογραφία στρατηγού,

ένα κείμενο με ψεύτικη υπογραφή,

μία σελίδα από το μέλλον.

Ο στρατιώτης είπε:

'Ἐνταῦθα στα λατομεία τών Συρακουσών'

κι έδειξε τις ουλές του.

Ἀπομένει λοιπόν ὁ Νικήτας Χωνιάτης

να μιλήσει ἐρᾱν ἐμπύρως

για τὴν ἄχραντο ἄρουρα

καὶ τὴν ἀνεπαίσθητη χλόη

Ὅμως τίποτε.

Κανεὶς δὲν ἀπάντησε.


ὥρα τρίτη. ἀπό θραυσματα λέξεων.

ἔνα πουλί κατέβηκε στήν ἀγορά

ἔγραψε μέ τήν ῥάχη του: ἐνίκησεν ἡ σκόνη.

Ἐκεῖ

ποὺ τὰ δέντρα συνομιλοῦν μὲ τὸ νερό 

ἡ Ἰστορία καπνίζει μὲ τρεμάμενα χείλη

σ’ ἕνα παγκάκι

τής Σικελίας ἢ τοῦ Δομοκοῦ.

Ὑπὲρ τῆς Πολιτείας. Ὑπὲρ τοῦ Νόμου.

Ὑπὲρ τοῦ μηδενός

ἐπιστροφὴ μιας λέξης 

ἐκπνοὴ βουβὴ

μετὰ ἀπὸ δεκαετίες λάθους.

Ἐκπνοὴ. Πρὸ τής λέξεως. Πρὸ τής χώρας.

σ᾽ ὅλα τὰ βλέμματα τῶν ἐπιζώντων

ἡ Κερκυραϊκὴ νύχτα τών φόνων ἐπανέρχεται·

'οἱ Κερκυραῖοι σφῶν αὐτῶν τοὺς ἐχθρούς ἐφόνευον'

οἱ σφῶν

οἱ σφεῖς

οἱ σφωε

τοὺς ἔκοψαν

οἱ σφέων

ἐφόνευσαν.

ὁ Θουκυδίδης ἐκάθητο μὲ ἀλαλία

στὰ λατομεῖα

ἀπὸ κάτω

φωνὲς ἔλεγαν

οὐδεμία Ἑλλάς.

ἡ Ἑλένη (φωτο)καπνίζει ἕνα τσιγάρο τής Philip Morris

ὁ Ἀντίγονος ἔστειλε φαξ

ἡ συμφωνία ἀναιρέθηκε

ἐκοίταζε ἀπὸ τὸ παράθυρο.

Τα δεντρα ἔμοιαζανμὲ ἀγχόνες.

τὸ φῶς προπαγάνδιζε ὄλεθρο.,

ἀναμνήσεις στρατοπέδων,

ἕνα φεγγάρι λευκὸ

ἀπολεσθέν.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Μνήμη σε πολλές αποσυνθεσεις


Ἐν ερείπιοις ἀνθρώπου


"Datta. Dayadhvam. Damyata."

— T.S. Eliot


"ὤ μοι ἐγὼν,οἷον ἔπος ἐκ στόματος ἔπλετο."

— Ὅμηρος


"Μνήμη,ένα σύνολο από πληγές."

— Τ. Σινόπουλος


στέκεται γυμνός μπροστά 

στον καθρέφτη τών γεγονότων·

τρέχουν υπότιτλοι

"σήμερα, 31 νεκροί"

σαν να λέμε,

"σήμερα, 31 εξάμετρα από την Ιλιάδα χάθηκαν".

η ποδάγρα τού Οιδίποδα τώρα είναι απλώς φλεγμονή.

ο πόνος εντοπίζεται όχι στη σάρκα,

μα στη μνήμη

μ’ ένα μπαστούνι ανηφορίζει την κοίλη σκηνή

πού πήγαν τα πλήθη; ποιος παίζει πια Αισχύλο;

τον φωνάζουν:

"εδώ δεν έχει θέαμα, εδώ γράφεται η Ιστορία!"

γελά.

όπως γελούσε ο Θερσίτης,πριν τον συντρίψουν.

"είμαι μόνον ένας ήχος",

ψιθυρίζει,

"ένας φθόγγος που έπεσε έξω απ' τη συμφωνία".

η ψυχή;

άραγε υπάρχει ακόμα αυτή η λέξη στο λεξικό τους;


Ὡσεί παλίμψηστη σάρκα


“These fragments I have shored against my ruins”

— T.S. Eliot


“And then went down to the ship”

— Homer


“όπου δεν υπάρχει πια τίποτα για θάνατο”

— Τάκης Σινόπουλος


“What thou lovest well shall not be reft from thee”

— Ezra Pound


ακόμη κι αν ο τόπος άλλαζε,

τα κενά στη μνήμη ήταν πανομοιότυπα.

Είχε την ποδάγρα του Οιδίποδα,

στο εργοστάσιο τα οστά στην υγρασια ηχουσαν

μια οθόνη προέβαλλε

τις τελευταίες στιγμές τής Αντιγόνης.σε loop.

Χωρίς ήχο.

Η ψυχή;

ρώτησε ο χορός.

Κανείς δεν απάντησε.

Μόνο εκείνος 

με το σώμα γδαρμένο από το  ουρικό οξύ

και αποσπάσματα δημοσιογραφικών ανταποκρίσεων

ραμμένα στην πλάτη του 

ανέβαινε τα σκαλιά της Επίδαυρου

“Δεν είσαι θεατής!”

τού φώναξε μια γυναίκα ντυμένη Κασσάνδρα

από second hand κατάστημα του Ψυρρή.

Εκείνος χαμογέλασε.

Δεν υπάκουσε.

Και σωστά.

Γιατί στη σκηνή

η κάμερα τραβούσε πάντα

εκείνους που δεν ήθελαν να φανούν.


μνήμη σε πολλαπλές αποσυνθέσεις


“These fragments I have shored against my ruins.” 

— Eliot


“And then went down to the ship…” 

— Homer


“ήταν νεκρός κι αυτός δεν το ήξερε ακόμα.” 

— Σινόπουλος


είδα τη σκιά του να στέκεται

μπροστά σε κάδους ανακύκλωσης 

σήκωνε τα χέρια

Στο θέατρο,κάποιος έβγαλε το ματι του

σε live μεταδοση

"Πού είναι οι χρησμοί ;"

και οι θεατές χειροκρότησαν

ηθελες την αληθεια

και φορτώθηκες την αιωνιοτητα


και τότε ακούστηκε η φωνή:


"ἐν δὲ φρένα θυμὸς ἀνέσσαιεν…"


(μα δεν μεταφράστηκε ποτέ.)


Στην άκρη τών επιγνώσεων


«Datta. Dayadhvam. Damyata.»

- T.S.Eliot, The Waste Land


«Pull down thy vanity...»

- Ezra Pound, Canto LXXXI


«ἀλλ’ ὅτε δὴ τρίτον ἦλθεν ἐπεὶ τότ’ ἔμαλλον ἔπειθον»

- Ὅμηρος, Ὀδύσσεια


«δεν θέλω πια να θυμάμαι· μα θυμάμαι.»

- Τάκης Σινόπουλος


στον ύπνο του

είδε τον Πάουντ,μάλλον στη Πιζα

ο Έλιοτ, σε αποβάθρα,

περίμενε τρένο που δεν ερχόταν,

η Θηβαία Σφιγγα

είχε κλειστεί σ’ ένα άσυλο μαζί με τον Σινόπουλο,

σκάβοντας με νύχια τις λέξεις

μήπως και βρει

κάποιο επιχείρημα υπέρ τού ανθρώπου.

η ιστορία πάντα ίδια 

μόνο οι ρόλοι αλλάζουν.

μια φορά ήσουν  ο Ετεοκλής,

μια φορά χειριστής drone

που κατέγραφε από ψηλά

τον Οιδίποδα να σέρνεται προς την Κολωνό.

το θέατρο άδειο,

κι όμως οι θεατές ζητούσαν συνέχεια:

«κι άλλο τών Λαμβδακιδων αγος!»

ο φροντιστής σήκωσε τους ώμους:

«ο ηθοποιός αυτομόλησε·

έγινε θεατής της ίδιας του της τύφλωσης.»

κι εσύ;

έψαχνες την ψυχή σου

ανάμεσα στα απολεσθέντα αντικείμενα,

μα εκεί υπήρχαν μόνο

ένα ακυρωμένο εισιτήριο,

ένα κομμένο δάχτυλο,

κι ένα μπουκάλι με ουρικό οξύ.


ἐπ’ ἀκροτάτῃ τῆς σιωπῆς


 "These fragments I have shored against my ruins."

— T. S. Eliot


"Pull down thy vanity."

— Ezra Pound


"ὁ δὲ κάμνε."

— Όμηρος


"κι ο τόπος έσταζε φόβο."

— Τάκης Σινόπουλος


ωσεί η ψυχή του


σπασμένος ποδι ἢ σπασμένο πλευρό,

δεν έχει σημασία.

"ἐγώ εἰμι ὁ Οἰδίπους,"

εἶπε, ομως σαν να μην άκουσε κανεις

σκυλιά σκάβουν τη μνημη

ο ἰατρὸς γνωματεύει:

"κρύσταλλοι οὐρικου  ὀξεως,

μὴν τρως πολύ κυνήγι."

και ἡ φωνή,

ἀπ’ τὰ παρασκήνια:

"οὐκ εἶ θεατὴς.

εἶ σῶμα τοῦ δράματος."


"These fragments I have shored against my ruins."


"Πάντα ταύτα συνέβησαν εν σκότει."


Το σώμα

πιο κενό κι απ’ το λευκό

Κι όμως, μέσα απ’ τη γύψινη μάσκα

έσταζε μια κραυγή

σαν απ’ τους στοχασμούς του Σινόπουλου:


“Το σώμα είναι η φρίκη που ζήσαμε.”


και έριχναν σωρούς κορμιά

με την αδιαφορία τού γραφειοκράτη.


Τα σκυλιά μύριζαν 

και ξέθαψαν τον Πάτροκλο

μέσα απ’ τις πρόχειρες ταφές.

"Δεν σε πιστεύω!"

τού φώναξε η γυναίκα

με φωνή από εσωτερικό μονόλογο της The Waste Land.

Εκείνος

έβγαλε το πουκάμισο

κι έδειξε την απουσία

την πληγή,στον εμφυλιο

Ήταν σάρκα που λύγισε 

-Και η ψυχή;

ρώτησε.

-Ποιος νοιάζεται;

απάντησε 

κι άνοιξε τα χέρια του,

όπως όταν παραδίνεσαι

ή όπως οι νεκροί τού Σινόπουλου.

όχι ως θεατής,

όχι πια.


ὠσεί ἡ ψυχή του 


“These fragments I have shored against my ruins.”

-T.S. Eliot


With usura hath no man a house of good stone...”

-Ezra Pound


Ο Σινόπουλος, σκεπτικός:

— "Όλοι νεκροί. Μα όχι με τον ίδιο θάνατο."


και τότε σώπασαν όλα


ωσεί η ψυχή του

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Ενδόμυχες συντεταγμένες


Γκράφιτι:

'Μη μιλάς,σε βλέπουν.'

Αναθεώρηση:

1. Αφαιρέστε τον ήλιο.

2. Προσθέστε έναν υπουργό και τρία τεθωρακισμένα.

3. Βάλτε την Ελένη να γελάει σε slow motion.

Η Αντιγόνη ψάχνει τον Οιδίποδα στο GPS.

Το σήμα χάνεται.

Η μηχανή λέει:

'Καμία διαδρομή δεν βρέθηκε για το πεπρωμένο'

Η Ιστορία περνάει με τακούνια

Ο Brecht καπνίζει το πούρο του και δείχνει

ένα εργοστάσιο φτιαγμένο από καθρέφτες.

'Εδώ κατασκευάζεται η συνείδηση',

λέει και γελάει 

κανένας από τον θίασο τών ηθοποιών

δεν πληρώθηκε ποτέ.

ερειπια.

Τα φώτα τρεμοπαίζουν.

Μια φωνή από μεγάφωνο:

'Η παράσταση αναβάλλεται λόγω ειλικρίνειας.'

Τώρα  οι άνθρωποι πεθαίνουν πιο αργά

κι ούτε που το καταλαβαίνουν.

Το σώμα σωπαίνει.

Τόσες αιωνες χρειάζονται

για  μια κραυγή

'Λιγότερα λόγια. Περισσότερη πείνα'.

Κι όλα μαζί ξαναρχίζουν

σ' ένα λευκό δωμάτιο με φως φθορίου

και μια πανσέληνο που επιμένει να φωτίζει

το τίποτα


Καμία λέξη στον άνθρωπο δεν είναι κενή,

εκτός απ’ αυτή που ποτέ δεν ειπώθηκε.


Ένα χέρι δείχνει την ερημιά. Δεν είναι δικό σου.


Αθήνα, έτος άγνωστο,

μια μηχανή εγγράφει επιθυμίες σε μαγνητοταινία:


Εδώ κάναμε λάθη, εδώ λατρέψαμε λάθος θεούς


Η Αντιγόνη παραληρεί στη σχολή Καλών Τεχνών

Φοράει γυαλιά ηλίου με σκελετό κοκάλινο,

τραβά selfies .

Μιλά για «πατριαρχικά τοτέμ»

(Φωνές από πίσω)

:Μην την ακούτε

Ο Κρέων σε PowerPoint:

'Καμία πράξη δεν είναι αθώα'.

Η Ιοκάστη σε σινεμασκόπ

Στην τηλεόραση: ειδήσεις,

η Θήβα κάηκε, το Άργος ψηφίστηκε πόλη της χρονιάς.

'Δεν φταίει κανείς'

είπε και χάιδεψε τα μαλλιά τού παιδιού της τού άντρα της

'Πες μου, εσύ που είδες το φως,

τι απέγινε το σκοτάδι;'


Ο Τειρεσίας φοράει Google Glass·

προβλέπει:

'Ο Dow Jones  θα καταρρεύσει στις εννιά παρά τέταρτο

μετά την πρόβα τζενεράλε τής Ιοκάστης'.

Στο βάθος

η Μακεδονία σπαρμένη drones και χιόνσμενη

κάποιοι στρατιώτες 3D-εκτυπωμένοι

τρώνε κονσέρβες μνήμης.

Χτες,ένας τους αυτοπυρπολήθηκε

με υπερβολική δόση εμφυλιου

στο Νεκροδειπνο τού μελλοντος

Ο Brecht κοιτάζει το κοινό:

'Μην κλάψετε.Καταγγείλτε».

Ο Οιδίποδας το μόνο αληθινό πρόσωπο στην τραγωδία 

πιάνει το μικρόφωνο:

'Ἐγὼ γνῶναι βούλομαι.

Ο κόσμος αυτός ήτανε πάντα,μια συνωμοσία '


Σημείωση σκηνοθέτη:

Στο τέλος της παράστασης, ένας θεατής σηκώνεται και λέει:

'Το πρόβλημα δεν είναι οι ρόλοι·

το πρόβλημα είναι ότι ξεχάσαμε πως παίζουμε'.


Στεγνό το φως, ξηλωμένο απ’ τα σπλάχνα τού Αστυανακτα

η πέτρα κοιτάει χωρίς βλέφαρα

κι η σκιά της Ελενης φυτρώνει ανάμεσα στα πιάτα,

αστακός, Chardonnay,

μια Τροία με πετσέτες λευκές και κηλίδες κρασιού.

Στο βάθος, η σιωπή .

Χτες, κάποιος άκουσε τη λέξη τάγμα.

Χτες, κάποιος δεν ήθελε να την καταλάβει.

Ένα παιδί έκλεισε το ραδιόφωνο.

Ένα άλλο ζωγράφισε με κάρβουνο τον πατέρα του

κρεμασμένο από τα γόνατα.

'Res extensa' μουρμούρισε ο Ezra Pound,

το σώμα είναι πάντα η τελευταία μετάφραση του φόβου.

Ο Brecht 

-Ο λαός δεν πέθανε· ξέχασε.

Στην Εφταπυλη  Θήβα, διανομή φυλλαδίων:

'Το κράτος είναι ο φόβος σου '

'Αν δείτε τον Κρέοντα, μην του μιλάτε ,φωτογραφίστε τον'.

Τα έπιπλα σύρονται.

Κάποιος αλλάζει την ιστορία με παλιές καρέκλες.

Οι ήχοι δεν είναι ήχοι· είναι αρνήσεις.

Η θάλασσα λάμπει.

Αλλά δεν είναι ελευθερία αυτό.

Είναι ο ιδρώτας τών πεθαμένων.


Η Ιστορία κάθεται γυμνή σε έναν παλιό καναπέ

και τρώει σταφύλια από μολυβένιο δίσκο.

Κανείς δεν την ρωτάει τι θυμάται.


Μόνο μια φωνή,

κάπου ανάμεσα σε σάρκα και μνήμη:

-Μάνα ήσουν; Γυναίκα ήσουν;

-Ποιον αγάπησες περισσότερο, τον εαυτό σου ή τον φόβο σου;


Ο Σινόπουλος δείχνει φωτογραφίες από πτώματα.


Ο Ezra Pound γράφει στην τουαλέτα της ιστορίας

κι ο Brecht φωνάζει:

-Το τέλος δεν είναι ποτέ αρκετό.


Η Ιοκάστη γδύνεται και λέει στον Οιδίποδα:

'Τίποτα δεν έχει νόημα ,και γι’ αυτό θα φάμε μαζί'


Έπειτα ξημερώνει.

Η πανσέληνος απλώς ξεθωριάζει,


Υστερόγραφο:

Καμία λέξη στον άνθρωπο δεν είναι κενή.

Αλλά πολλές ειπώθηκαν για να αδειάσουν τον χρόνο.

.

.

.

χνκουβελης cncouvelis 

κι εγώ ένα σώμα αδειο


κι εγώ ένα σώμα άδειο,

Το δέρμα μου κρατά ακόμη το βάρος του

Αλλά πάντα όλα ίδια

πάντα εγώ.

Πάντα εγώ.

Σήμερα ακούστηκε το γαύγισμα ενός σκύλου 

που θυμάται τον αφέντη του.Μέσα στη λάσπη.

Η γλώσσα τού κορμιού δεν ψεύδεται.

ad.infinitum

μέχρι την επόμενη φορά.

Οι κύκνοι στη λίμνη,

δεν κάνουν τον κόπο να με κοιτάξουν.

Μουσική ακούγεται από το βάθος,

οι γλάροι πετούσαν τόσο χαμηλά που σχεδόν άγγιζαν το νερό,

μια γυναίκα κολυμπουσε

μια εικόνα της για να την θυμάσαι ζωντανή.

Έβρεχε ,

και η νύχτα ήρθε αργά

παγιδευμένη να γίνει αιώνια

.

.

.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου