I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Κυριακή 17 Αυγούστου 2025

GREEK POETRY -Υπερβατική Εκβολή -χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

 .

.

GREEK POETRY

-Υπερβατική Εκβολή

-χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis

POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης




χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Υπερβατική Εκβολή 


εντός χαλκευτηρίου σαλπιγγών

γυμνή στιλπνή  ακροβατισα 

ψιθυρίζει άναρθρα σε αργίλους 

κυμάτων μνήμης επί μαγμάτων ηθικών

όταν πληθυντικοί φθόγγοι επιπλέουν 

εντός συνομοταξιών σαρκος

τεμαχίζοντας την προπατορική έλξη

εντός κρυσταλλοφόρου αιθέρος

ἐντός ψυχροῦ χιτωνίου μαγνητικῆς μήτρας

σκιρτῶσα μνήμη αδαμαντίνου πλοκαμοῦ

καθαιροῦσα νεφελοειδεῖς θαλάμους

ἀντιθέτων ἀναβλυσμῶν καὶ εὐφημοσύνης

επὶ τοῦ πλαγίου τῆς στιλβούσης φλογός

ἀντιχαράσσεται ὁ νούς τῷ λόγῳ,

ὑψικρατὴς τῶν ἀνάλεκτων σπασμῶν

ἀλλοπρόσαλλων αστέρων τοῦ ερέβους

ἀνυπότακτος τομὴ τῆς επιφάνειας

εγκάρσιον ενύπνιον πτερωτῆς διαισθήσεως

επιχωρίου σημείου μεταμορφωθεῖσα σιγή

ὡς παλίντροπος ἔρως ἐπὶ ἀνυψώσει ἐπαναπαύεται

φλέγεται  τῆς ἀνακλήσεως

ὁ ναὸς τοῦ αφραστου συλλαλητηρίου

ἐντός ὁρμῶν καὶ ἐκρήξεων ἄφυλων ὀνείρων

πλάνης καὶ θεουργίας συντεθραυσμένων

φθεγγόμενα τρίξινα ὑπερμηκῆ συμφωνοῦν

μετὰ τῆς μελιχρᾶς στάχτης τῶν αρχαίων ηγεμόνων

ὁ κάτοχος τοῦ αοράτου σκαλιζει

τὴν παράδοξη αρμονία 

καὶ ἡ στάσις ὁμιλεῖ μετὰ τοῦ αέναου ρεύματος

ἐν μέλπειᾳ μονοειδοῦς συντελείας,

ὅτε οἱ επίκλητοι τῆς τελευτῆς

ἐναγκαλίζονται τὴν σάρκα τῆς αρχῆς

καὶ τότε

πληθύνεται ὁ θρῆνος τῶν αλαλήτων

ἐξαϋλῶσις τῶν ἐνδοσκοπούμενων 

φθάνοντες τὴν υπαρξιν ἀποτυπῶσι

ἐν σκιάδι ἀναρχίας

υψοῦ ἡ σιγή, βαθμίς αναβάσεως

ἐπὶ τοῦ στερεώματος τῶν Ελλήνων 

ὅπου ἀνυμνεῖται ἡ κάθαρσις

ἐν ὑπερκόσμῳ ορχήστρᾳ χρυσῶν δικτύων

ἐντός τοῦ ἀπείρου βάθους τῆς σπείρας

ἐντός πτερυγίων φωτεινῶν ἀτμοσφαιρικῶν ἐπιρροῶν,

στροβιλίζεται ὁ λογισμὸς τοῦ ἀπείρου

ἄχρονη αἰτία, ἐμβρυικὴ παλμική ἀνάταση

ἐπὶ τοῦ ῥομβοειδοῦς κέντρου τῶν αυλων

ἀναφλέγεται τὸ ἔνδον ἔρεβος,

φλεγμονὴ νοερῶν ἱνῶν ὑψίσυχνων

παλλόμενη μήτρα ἐντροπίας

ὑφαίνει τὸν ἄναρχον ἑαυτό

κλώθουσιν αὐτοὺς οἱ ἐχθροὶ 

σκιές μεταμορφικὲς ἐν βρόχοις ἀχρόνου τάξεως,

ἄφωνοι συνειδήσεις

διακλαδίζονται ὡς ἰόντα ἐν ἀκτίνων ἐσοπτρίοις

πλοκάμι θελητικὸν διέρχεται τὰ στρώματα

τοῦ ἔμμορφου ὄντος

καθ’ ἕκαστον παλμόν

ἀνίσταται τὸ ἀνέκφραστον

ἐκχυλίζει μνήμη αὐγῆς ἀπόκοσμης

ὡς λόγος προκατακλυσμιαίος,

ὅταν σιγῇ τὸ ἔναυσμα

τοῦ διαρκῶς ἐπαναπροσδιοριζομένου ὄντος

ἔνδον τῆς γλώσσης διαρρηγνύεται

ἡ ἀρχέγονη ὕλη τῶν νοημάτων,

καὶ ἡ παλίντονος ἀνάκλησις

τομὴ γίνεται ἐπὶ τοῦ προσώπου τῆς ἀβύσσου.

ὁλκή συντελείας,

ἔνθεον κενὸν σὺν παλμῷ ἀείζωον

ἐν ἀλογίᾳ κυοφορεῖται

καὶ ὅμως

τὸ ἄρρητον οὐκ ἐξαφανίζεται,

ἀλλ’ ἐνδύεται μορφὴν,

καὶ ψιθυρίζει ἐντὸς ἡμῶν

τὴν πηγαίαν συμφωνίαν

τοῦ παντος

ἐντός ἀναθυμιάσεων τοῦ πρώτου ἤχου

ὁ ὄφις τοῦ πρώτου κραδασμοῦ

συστρέφεται ἐν σπείραις ἀνεξιχνίαστες,

ὡς φῶς ἐκπεσὸν ἐπὶ τοῦ μηδενός

ψιλαφητὸς ὁ χρόνος ὡς βρύα

ἐπὶ τοῦ προσώπου τῆς ἐγκοσμίου ἀβύσσου

ἐπιστρωματώσεις λήθης

ἐντείνουν τὴν ἀρχὴν τοῦ βλέμματος,

ὅπου τὸ βλέμμα καθρεπτίζει

τὴν ἐτερότητα τοῦ ὄντος.

πλοῦτος ἀσώματος

παλμοί φωνολογίας ἐν τοῖς μετασχηματισμοῖς

τοῦ ἀπολεσθέντος προσώπου.

ἡ σκέψις ἀγρυπνεῖ

ὡς φῶς μαιανδρικὸν ἐν κατακόμβαις

ἄφωνων ἔργων ἐπὶ πυρίνου ἀκμονος,

νὰ ἀναφλέξει τὸ σπέρμα τοῦ παλίνδρομου κόσμου

καὶ τότε,

ὁ ἀνήκουστος κρότος

και θραύεται η κυκλικὴ δομή τοῦ παντός

ἔκρηξις σιγῆς

ὁ ἀσάλευτος λόγος

κυοφορεῖ τὴν μορφὴν 

τοῦ ἀμετάβλητου.

ἡ λέξις ἐνδύεται φῶς

καὶ τὸ φῶς μεταλλάσσεται εἰς 

ἀφώνη αἰωνιότητα

ἐντός τοῦ ἐσχάτου ἀναστεναγμου

παλλεται ἡ ἀρχὴ

ἐν φρυκτωρίαις ἀνέκφραστων ὑδάτων,

εἰς δόνησιν ἀδιατύπωτης λεξεως

καὶ τότε 

ἐκρήγνυται ἐντός σαρκος.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Συσπειρώσεις υγρών εντροπών 


αναρτημένος άμβωνας αιδοιοσκόπου καταισχύνης

εντός τραχείας λαρυγγικής εσχάρας αδενοφλέβων

επιληπτικά κυοφορούσα θραυσματικά φωνήεντα

εν χροιά τυμπανοκρουστού ακανθώδους ερωτογενούς

εκτινασσομένου επί γλώσσης χιμαιροφόρου

αιμορροούσης παραληρηματικό μαύρο σάλιο Κίρκης

με παρυφές 

επάνω σε παλίνδρομες τροχιές ευνουχισμένων δρυοκολαπτών

πορνοποιούμενα σκάμματα σπερμοκατάθλιψης

μετεωρίζουν ενισχυμένους ιαμβικούς σπασμούς

μεταξύ λαγόνων τεφροειδούς Σφίγγας και χειλέων 

ανάσες εναρκτήριες, λειχήνες εγκλείστων χρησμων

ομφαλοσκοπούνταν υπό φλεγμονώδεις σπονδυλωτές αρκούδες

ενώ περιφερόταν η γενετήσια μονάδα τού εκπορνευμένου Ορφέα

ως μεταλλικό σήμα προσδέσεως στην αυθόρμητη επιφάνεια τής Άρτεμις.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis 


καθίζηση αντιπαρθενικής αμβλυωπίας


επί υμεναλγών τελετουργιών

ενσπείρω βροχοφόρους ελέφαντες 

εντός κοιλοτήτων σαρκογλυφικών,

μαστίγω τον βόστρυχο τής σελήνης

διανθίζοντας αιθέρες με σπέρματα 

βυθόκραχων φιλοθεάμων.

από φανταστική σάλπιγγα αναδύεται 

η θλίψις τού σμικρυμένου ιπποπόταμου,

ενώ ηδονιστικοί σταλακτίτες

στάζουν παρθενοβιασμένες ψυχές

σε ακροκέραμα κροταλιστών αναμνήσεων.

ολήθος γεννητικών λαμπαδηδρομιών

σπείρει ασφόδελους επί τού  λειμώνος 

των αγίων τειχομαχών.

ουρλιαχτά ευνούχων αγκιστρώνονται 

σε μελίρρυτες αλκυονίδες,

καθώς οι κάλαμοι τών Δελφών

ευφραίνονται με τα λύτρα τού Περσεφόνειου λώρου.

και ο Πάνας, αιώνιος κι αεροφόρος,

με αυλό από σπονδυλικές στήλες 

μεταλλαγμένων Κυθήρων,

κηρύσσει τον τετρασυζυγικό ευαγγελισμό

των ατελεύτητων εσπερματώσεων 

επί στιβαρών τροχών αποκαλύψεως.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis 


Εκμαγείον  σπασμων


κατάκοιτος λοβός ερυθροτάτης 

ηβηδικής ενάρξεως

επιτηρεί τα παλλόμενα ρείθρα 

απολεσθέντων τριχοφυών

εντός φυλλοβόλων ψαλιδωτών ινών

ερωτοφορούσης αμφιβληστροειδούς

κατακλυσμιαίοι δεσμοί ηδονών 

επί σινδόνος μαγνητικών

υπερμυκήτων φιλοσόφων τών Κυθήρων,

οριζόντιες εξαγωγές πτηνών ομφαλικών

σε λήθης χωνευτήριο ενδορρηγματικών 

γυροσκοπίων

κλαγγή κνημών αγελαίων ερινύων με παπιγιόν

εκσφενδονίζει υδροφόρους  

εντός ωρυομένων βουκολικών

τυμπανιαίων εκκρίσεων, 

εν μέσω κανθάρων αποτοξίνωσης

πολλαπλόφυλλοι σπασμοί της κλινοσκεπής

εξάγουν ιεροφαγικές σπατάλες μυκηναϊκής ενοχής

προς διαβούλευσιν με τη σεληνιακή δορά αρλεκίνου

σε καλειδοσκοπική εξανδραποδισμό

γένεσις σε αναμονή εξαντλημένου θεού

με βλεφαρίδες από σκουριά χαλύβων,

ελκυόμενος δια προγούλας χαμαιτυπείων

σε τροπικό ακρωτήριο αφώνων σπερμοκραυγών.

μέδουσα επί σκαραβαίου τροχοφόρου

πνίγει διαυγείς σπερματικούς κροτάφους,

ενώ αντηχούν πανταχού οι ιαχές

παρθενικών εγκεφαλοσυρμών σε μετακίνηση.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis 


ορατότητα  μυήσεων 


ενδοσπλαχνικός παροξυσμός αποκεφαλισμένων μυήσεων

γλαυκή ηχώ ερεθισμένων θηλαστικών αιδοιόστομων

μεσούντος  οργασμού υπό κραδασμούς αρτηριακής λιποθυμίας

ενός ημίτρελου αιδημονούντος πηδαλίου κόρης αφροδισιακού επιταχυντή

μεταξυ βοστρυχίων θεομηνίας καυλοσταυροφόρων ελάτων εκ Πιερίης

αναρριχάται ο οφθαλμός της με σάλιο ευφορίας

ενώ ψυχαναγκαστικές μέλισσες αντλούν  εκκρίσεις από

ουροδόχους κύστεις κυκλώπειων υμνωδών υποτακτικών τής εκδιδομένης

αποκάλυψης εν βουκολική συμφωνία με φερομόνες Περσεφόνης

ισθμός από ρινοκερική έκσταση, τρυπάνια τρυφερά εντός σπερματογένεσης όπου οι άμωμοι νεογνικές

λαρυγγίτιδες βοούν σονέτα εις τιμήν τής επιληπτικής κλειτορίδας

που ορίζει το ρυθμό της

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ΑΝΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ


''Αυτά μού άφησε ο Προμηθέας'' είπε, και άνοιξε τα χέρια του: 

δυο σπίθες, μικρές, σαν καρποί ροδιας

τις πέταξε στη γη,

κι έσβησαν.

Ήρθαν τα παιδιά το βράδυ, μίλησαν για ήλιους που πέφτουν 

κι ένα ζώο που τρώει τα όνειρα

Τότε κάποιος από εμάς,

όχι ο σοφότερος,

είπε: ''Δεν ήταν φωτιά. Ήταν τιμωρία''

κι άρχισε να μουρμουριζει

με την ένταση μιαςμάχης.


.ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΕΣ ΣΙΩΠΗΣ 


ο γρύλος στον ώμο τής Πυθίας

προφήτευε πίσω από το αυτί της,

ότι η Μνήμη θα εκδικηθεί

την προδοσία τών λησμονημένων.

και τότε η κυρία Αντιγόνη

μοίραζε σάβανα στα παιδιά

που δεν είχαν μάθει ακόμη

τι είναι κηδεία

τα τύλιγαν σαν παιχνίδι,

ανέβαιναν ταράτσες

τραγουδούσαν για ήρωες

που δεν γνώρισαν ποτέ.

Ένα, πιο σιωπηλό από τ’ άλλα

ρώτησε:

''Αν δεν θυμάμαι ποιος είμαι,

είμαι ακόμη εγώ;''

κανείς δεν απάντησε.

Μόνο οι σκιές στον τοίχο

αντέδρασαν με μορφασμούς.


ΑΝΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ ΕΝΟΧΗΣ 


τραβούσαμε το χώμα με σκοινιά

μην πέσει ο ουρανός

πάνω στα χαρτιά μας

γιατί εκεί είχαμε γράψει

όλους τους νεκρούς

με σειρά εμφάνισης

ο κύριος Ηράκλειτος έβγαλε

μια λίμνη από την τσέπη του

μας κάλεσε να πνιγούμε εντός της

''για να μάθετε,'' είπε,

''πώς ο ποταμός διδάσκει σιωπή''

κι εμείς, ακούγοντας μόνο

το νερό να ξεχνάει το όνομά του

πνιγήκαμε.

.λτότε ο ήχος μιας λέξης

έσκασε στον ορίζοντα

σαν φλαμίνγκο που πεθαίνει στον πάγο


η ποίηση, είπαμε,

είναι ακατάληπτη

μόνο όταν συμβαίνει στ’ αλήθεια


 Κύριε,

δεν αρνήθηκα τον πόνο μου

Κύριε,

δεν προσκύνησα την ασφάλεια

Κύριε,

παίρνω ό,τι μου δώσεις


εν πάσει περιπτώσει:

[κι όχι από θρήνο το λέω]

όταν το φως τρέμει στα κόκκαλα τού χρόνου

ο ανθρωπος στέκεται σαν ρίζα

σ' ένα δέντρο που δεν έχει φύλλα,

αλλά θυμάται ακόμη τη σκιά του


και τότε

η Ιστορία,

μάς ξαναγράφει απ’ την αρχή


ΙΣΟΡΡΟΠΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΑΣΥΝΕΠΕΙΑΣ


«Μας καλεσε η Αντιγονη», ειπε

και κρατουσε ενα σπασμενο κοκκαλο στο χερι,

μας το εδειξε –

το αριστερο μηριαιο τού Πολυνεικη,

«το βρηκα στον σκουπιδοτενεκε, διπλα στις αποδειξεις

και στις προθεσμίες».

το αφησε στο τραπεζι.

κανεις δεν το αγγιξε.

περιμεναμε τη σιγη να φυγει απ’ το δωματιο.

ηρθε η Αντιγονη, με φορεμα σχολης μπαλέτου

και παγωτό χωνάκι.

«Τους έθαψα όλους», μας είπε.

«Μα δεν είναι καλοκαίρι», τής είπαμε.

(ειχε ανεβει στη σοφίτα

και τραβούσε απο το ταβάνι ριπές κατεδαφίσεως·

επάνω απ’ το κεφάλι της

φτερούγιζαν κάτι μαύρα ρολόγια)

οταν περασε η κυρία με το σιδερένιο πρόσωπο

μας έδωσε λουλούδια: πλαστικά, ανθισμένα σε μέταλλο.

κι είπε: «αυτα φυτρώνουν μόνο σε μετανοημένους»

μετα ηρθαν οι φωνες.

οχι εξωτερικες. μεσα.

σαν προσευχες από σπασμενο ραδιοφωνο.

και καποιος – ισως εγω – ειπε:

«πρεπει να καψουμε το σπιτι.

να μην αφησουμε τιποτα

που να θυμιζει οτι ζησαμε εδω».

καπνος.

οι λεξεις ανεβαιναν στις κουρτινες

και μετα κατεβαιναν σαν μαυρα σκουληκια στα χαρτια μας.

η κυρια με το σιδερένιο πρόσωπο

πέρασε ξανά.

μας ρώτησε:

«Ποιος έγραψε το όνομά του στον τοίχο με αίμα;»

ουδείς απάντησε.

ήταν όλοι απασχολημένοι

να διπλώνουν το μέλλον σε μικρά τρίγωνα χαρτιά,

να τα πετούν στον αέρα

και να φωνάζουν:

«Αυτό είναι ποίηση!»

η ποίηση ειναι ανακύκλωση πτωμάτων

σε νέα ενδεχόμενα


Κύριε

δεν αρνήθηκα τη βία του καθρέφτη

Κύριε

δεν υπέγραψα για τον ρόλο του δολοφονου

Κύριε

Ἐφθασεν ἡ ὥρα – δώσε μου την αιωνιοτητα


(εν πασει περιπτωσει: αν χαθω,

μην ψαξετε το πτωμα.

ριξτε τους στιχους μου στη θαλασσα.

ο ανθρωπος ηταν οστρακο, και εσπασε)


ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΥΑΤΙΔΑΣ


Στο αρχαίο ταχυδρομείο 

μας μοίρασαν φακέλους από πέτρα

με γραμματόσημα από οστεώδεις σφήκες·

μέσα ο καθένας βρήκε τη λέξη

που τού έλειπε από το χθες.

Ένας έβγαλε απ’ τον φάκελο

τον ήχο μιας σάλπιγγας που δεν είχε παιχτεί ποτέ,

άλλος βρήκε ένα σιδερένιο χελιδόνι

που μιλούσε Σανσκριτικά.

Τότε ήταν που η Καρυάτιδα,

έκανε την πρώτη της δήλωση:

"Δεν σας κοιτούσα,

ήμουν τυφλή απ' τον αιώνα μου."

Τα παιδιά τής γειτονιάς

έβαλαν τα γυαλιά της και έπαιζαν

«τυφλόμυγα στα Επτά Θαύματα».

.Ένα από τα παιδιά χάθηκε πίσω απ’ τον Παρθενώνα

το βρήκαν μετά τρεις μέρες

να ζωγραφίζει με κιμωλία

τη σκιά τού Διονύσου σ' ένα βράχο·

έτρωγε φύλλα ελιάς και έλεγε:

"Το κρασί είναι η μνήμη σε υγρή μορφή."

Ήρθε ο Αριστοτέλης,

κρατώντας ένα σφυρί και μια σακούλα από δόγματα·

άρχισε να καρφώνει θεωρίες πάνω στις πεταλούδες.

Οι πεταλούδες έκλαιγαν αθόρυβα

και οι σάτυροι πουλούσαν μαντίλια

στα τουριστικά λεωφορεία.

Τότε η θεία μου η Πολυξένη,

ανέβηκε σ' ένα τραπέζι με μαρμάρινα πόδια και φώναξε:

"Η λογική είναι ένα λάθος

που επαναλαμβάνεται με ακρίβεια!"

Κάποιος έφερε ένα ρολόι που έδειχνε πάντα χτες·

το φορέσαμε στον καρπό τής Ποίησης

και μας είπε:

"Δεν χτυπάει πια.

Το χρόνο τον έφαγαν τα έντομα τών βιβλιοθηκών."


ΣΥΝΟΨΗ:


Ένας κουρέας στην Αμφίπολη

ξυρίζει τις έννοιες με παλιά λεπίδα·

ο Ηράκλειτος ήπιε το ποτάμι του

και το μετέτρεψε σε κάρβουνο.

Η Κασσάνδρα παίζει τάβλι με τον Όμηρο·

χάνει πάντα,

μα προβλέπει το ζάρι.


Κύριε,

δεν ζήτησα συγγνώμη που σκέφτηκα με εικόνες,

Κύριε,

δεν εξόφλησα ποτέ τον λογαριασμό τού Ονείρου,

Κύριε,

εγώ απλώς γύρισα ανάποδα το κάτοπτρο·

και φάνηκε η λέξη "ΕΛΛΑΔΑ"

γραμμένη με βρύα.


Και τέλος,

όταν όλα τα παιδιά κοιμήθηκαν

στην κοιλιά του Ξενοφώντα,

ένα περιστέρι στάθηκε πάνω σε μια τελεία

και την έκανε ήλιο.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Αναγραμματισμοί Ενός Εγχειριδίου Μνήμης


I.ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΙΔΩΛΩΝ

Βρήκα στο χώμα μια ρωγμή —

έλεγε ΠΑΤΗΣΕ ΕΔΩ Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ

κι έσταζε λέξεις

(ό,τι είχε απομείνει από τη συνείδησή μας).

Το απόγευμα, κάποιος άφησε στην πλατεία

μια μάσκα αρχαίου θεάτρου:

το στόμα ορθάνοιχτο,

σαν να ούρλιαζε ακόμη την τελευταία του αλήθεια.

Πέρασε ένα παιδί και την φόρεσε.

"Μαμά, δες! Είμαι τραγωδία!"

κι όλοι γελάσαμε

εκτός από εκείνον που έγραφε στο τετράδιο

την πρόταση:

"Η Ιστορία δεν είναι θέατρο. Είναι επανάληψη χωρίς θεατές."


II. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ

Μέσα στον καθρέφτη τού μουσείου,

κατοικεί ένα άλογο χωρίς μάτια.

Δαγκώνει τη χλόη,

όπου μεγαλώνουν ασφοδελοι 

Η κυρία που καθαρίζει λέει πως το είδε να κλαίει.

"Με υαλοκαθαριστήρες δακρύζει η Ιστορία,"

είπε,

και συνέχισε να σφουγγαρίζει το πάτωμα με σελίδες

παλιών σχολικών βιβλίων.

Τα παιδιά, με φτερά στους ώμους,

ζητούσαν Wi-Fi από τον Θεό.

Το πιο μικρό ρώτησε:

"Μπαμπά, υπάρχει ουρανός σε offline mode;"

Κανείς δεν απάντησε.


III. ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΠΡΑΞΕΩΝ

Μάζευα πέτρες.

Βρήκα ανάμεσά τους

το δόντι ενός κούρου και το δάχτυλο τής Αντιγόνης.

Τα έδωσα στον περιπτερά.

"Εδώ πληρώνετε με Ιστορία ή με λεξεις;" ρώτησε.

Δεν ήρθε στη δουλειά.

Τον είδαν τελευταία φορά με μια λέξη στο στόμα,

τη μάσησε, την κατάπιε,

και μετά

έβγαλε φτερά.


IV. ΜΑΘΗΜΑ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟΥ

Ο ήλιος έλαμψε πάνω στη σιωπή.

Η λέξη "Ελευθερία" πήρε τη γενική πληθυντικού.

"Των Ελευθεριών;"

Όχι. "Των Ελευθεροκτόνων."


Κύριε,

δεν ανέφερα την υπακοή μου.

Δεν ξεπλήρωσα την ποινή τής ιδιοτελειας.

Δεν γονάτισα στο συμβολαιογραφείο του έθνους.

Μα έγραψα:

"Ο άνθρωπος έχει το σχήμα κοχυλιού,

αντηχεί ό,τι δεν τόλμησε να πει."


ΤΕΛΟΣ:


Η ποίηση είναι αναδιάταξη συνειδήσεων.

Σαν μια προσευχή σε γλώσσα που δεν υπάρχει.

Κι όμως όλοι την καταλαβαίνουμε

όταν σωπαίνουμε.


ΜΕΤΑΜΕΘΥΣΜΕΝΑ ΚΛΙΣΕ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ


(αλλοίωση δοξασιών με μηχανικά μέσα)


είπα: φέρε μου το πρόσωπο

και μου ’δωσε ένα σπάραγμα λέξης

πλαστικό

κάτι σαν "σελήνη" ή "σιωπή"

αλλά με ορθογραφικά λάθη

που στάζαν,

σαν λάδι πάνω σε νεοκλασική πρόθεση

και πίσω, μέσα από ένα διάφανο κουκούλι,

ο Πίνδαρος ξεκούμπωνε τις ωδές του

σαν κουμπιά

που ποτέ δεν κουμπώθηκαν σωστά

και λέμε ότι ήρθε ο Ερμής

αλλά έφερε τιμολόγια

ο θάνατος δεν έρχεται πια με χλαμύδα

έρχεται με προπληρωμένο QR code

(η Φαίδρα σε ρόλο ελεγκτή

ζητάει το εισιτήριο της καταστροφής)

και το ’χεις ξεχάσει στο άλλο σου κινητό

λέξεις με καθρέφτες

αντανακλούν τα νοήματα προς τα πίσω:

τι σημαίνει "παρών", όταν είναι ήδη παρελθόν;

το "είμαι"

σαν ρήμα χωρίς υποκείμενο

σκοντάφτει στην είσοδο τών πραγμάτων

και το παιδί

που ήθελε να ζωγραφίσει τον κόσμο

έβγαλε το δέρμα του

και το φόρεσε ανάποδα

για να νιώσει "έξω"

ἡ γραφή τρέμει

σαν χέρι σε υπερέκθεση

σαν εξίσωση με ηθικές παραμέτρους

ο Δαίδαλος, πλέον, σχεδιάζει εφαρμογές

το λαβύρινθος είναι digital

και ο Μινώταυρος κάνει coaching

σε διευθυντές ανθρώπινου δυναμικού

«Ποιος είμαι;»

ρώτησε η φωνή

ενώ το στόμα είχε ήδη ξεχαστεί

στην αποθήκη σημασιών τού Derrida

και κάπου εκεί,

ένα ποίημα που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ

αλλά διαβάστηκε σε δύο συνέδρια

ως "ερμηνευτικό σφάλμα"

πήρε Νόμπελ

όχι για την ποίησή του

αλλά για το λάθος του


 η ποίηση είναι το κάτοπτρο

που σπάει πρώτα από το φως


ΜΝΗΜΟΤΟΠΙΑ 

/ Μεταγραφή για πολλαπλές φωνές σε χαλκό και νερό


ἔτεκεν Ἀφροδίτην ἐκ γυναικῶν ὁ πόνος,

ἀλλ’ ἐστὶ καὶ ὁ θάνατος μετὰ κρίνων

εἰς σπήλαια κέδρινα


Κάποιος βρήκε τη φωνή τού Αισχύλου

μέσα σε χαλασμένο μεγάφωνο

στη Λυρική,

κάποιο απόγευμα τού Οκτώβρη

που έβρεχε ήλεκτρο.

(Στην αγορά τής Αλεξανδρειας

ο πωλητής γυαλιών

έκλαιγε τον Πλάτωνα,

νόμιζε πως τον είχε γνωρίσει.)

Και στα τείχη, σκίτσα από κάρβουνο:

— ο Φάουστ με ράσο στρατιωτικό —

— η Ιώ, έγκλειστη σε νοσοκομείο COVID —

— και ο Καποδίστριας, φτιαγμένος από σπίρτα.

Ο Αίας τα μάτια του

τα παρέδωσε σε παιδιά τού ’29·

όχι εκείνα της κρίσης —

εκείνα της Σμύρνης, με βέλη

χαραγμένα στις παλάμες.

"Σιωπή! Ο Τεύκρος δεν ήρθε.

Δεν παίζουν οι ήρωες στα πεζοδρόμια."

Τότε μια γυναίκα — ίσως η Λιζ Ταυλορ

φορούσε πέπλο από χάρτινα ειδοποιητήρια

και μοίραζε το φως σε τεμάχια.

Ένα παιδί ρώτησε:

«Ο Ουρανός... είναι κάτι που δίνεται ή κάτι που παίρνεται;»

Και του απάντησε ένα άγαλμα χωρίς στόμα:

«Είναι κάτι που σου πέφτει

όταν ξεχάσεις πώς λέγεται ο πατέρας σου.»

Μελισσοκέφαλοι Κούροι

Δάχτυλα από πέτρα

Και το νόμισμα του Αρδιαίου,

τούς πλήρωσε σε λέπια.


Η ποίηση είναι παλίμψηστο,

το αλάτι τού χρόνου

στα τραύματα τής λήθης.


Και στην έρημη Λαρισα ένας άνδρας

έγραφε με το τέλος

μιας λεζάντας τού Βυζαντίου.

ενας χρυσοφόρος παπαγάλος

μιλάει αρχαία Βαβυλωνιακά

και γελάει με τα πετεινά του ουρανού.

Μολών Λαβέ;

Μα ποιος μιλάει σε ποιον εδώ;

Η φωνή επιστρέφει στον κοχλία τού αυτιού,

η Ιστορία αντηχεί στον άδειο θώρακα

τού τελευταίου ανθρώπου.


Και το ποίημα, όπως πρέπει,

ξεραίνεται

σαν το χρώμα στο τοίχο,

όταν κανείς δεν κοιτάει.


χτύπος μεταλλικός, ο αχός μιας φράσης 

που δεν ειπώθηκε ποτέ


ΤΟ ΑΣΤΙΚΟΝ ΕΛΕΓΕΙΟΝ


Ι. ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΤΡΩΕΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ


«Σ’ εκείνο το στενό τού Θησείου,

ένας γέρος έσκαβε

με κουτάλι το χώμα·

έβγαλε κάτι σπασμένα δόντια

και μια κάρτα σίτισης του ’44.


—Ήταν του Θηβαίου, είπε.

—Όχι, του Εφιάλτη, είπε άλλος.


Αλλά το παιδί πήρε τα δόντια,

τα έβαλε στην τσέπη,

και μετά έφαγε ψωμί

με σταφίδες και σουσαμι.

Στα μπαλκόνια τών πολυκατοικιών

μαραίνονται οι βασιλικοί·

καμία Ανάσταση δεν ήρθε φέτος.


ΙΙ. ΜΝΗΜΗ ΥΔΑΤΙΝΗ


Μια γυναίκα σιδέρωνε μαντήλια,

στο ραδιόφωνο ψιθύριζαν Ειδήσεις.

«Ο Choam Chomsky προσεύχεται

για τους μικρομεσαίους».

Η κόρη της διάβαζε Σοπενχάουερ,

δεν ένιωθε τίποτα.


—Πού είναι το νερό;

—Δεν έχουμε πηγάδι.

—Πού είναι ο λόγος;

—Τον κατασχέσαν.


Τα περιστέρια πέθαναν σιωπηλά

στα καλώδια της ΔΕΗ.


ΙΙΙ. ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΥΦΛΟΤΗΤΑΣ


Ο Οιδίποδας πίνει φραπέ

στην Ομόνοια.

Ο Τειρεσίας κάνει TikTok live.

Ο Κρέων, μάνατζερ στο Υπουργείο Ανάπτυξης.


—Αυτό δεν είναι Θήβα·

είναι Παγκράτι, μετά την έξωση.


Οι λέξεις ξεπέφτουν:

"Πατρίς", "Τιμή", "Ελευθερία"

γίνονται hashtags.

Στο τέλος, η Αντιγόνη

δεν θάβει πια τον αδελφό της·

παραδίδει την έκθεσή της στο Project.


IV. ΤΕΛΟΣ ΜΕ ΧΡΥΣΑ ΕΝΤΟΜΑ


Οι πέτρες που πετάχτηκαν τότε

βλάστησαν·

βγήκαν απ’ το χώμα

σκαραβαίοι με μικρόφωνα·

τραγουδούσαν:

«Ήμασταν πάντα ο τάφος σας

μα δεν το ξέρατε».

Ο Αρδιαιος κρεμάστηκε

από καλώδια ρεύματος·

τον πήγαν στο Δρομοκαΐτειο.

Το φεγγάρι, τυφλό και ξεπλυμένο,

έγλειφε τις λεπίδες στα δέντρα.


V. ΕΠΙΜΕΤΡΟ 

(Ή, ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕ)


Δεν έχω τιποτα,

μόνο ένα παλιό εισιτήριο λεωφορείου,

μια απόδειξη super market

και μια φωτογραφία

τού Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

με φίλτρο Instagram.


«Κύριε, δεν αρνήθηκα την Ιστορία μου.

Κύριε, δεν πλήρωσα την αφωνία μου.

Μολών Λαβέ».


Και ο ήλιος,

καθόλου ένδοξος,

έσταζε σαν ιδρώτας

στην άκρη τού γραμματοσήμου.


Θραύσμα Οστράκου


I.

Βρήκα μια πέτρα στο ποτάμι·

όχι πέτρα – πρόσωπο ήταν,

φαγωμένο απ’ το ρέμα

με δυο ρωγμές αντί για μάτια.

Την πήγα σπίτι,

την έπλυνα με ξύδι και σιωπή.

«Είναι της Ελενης» είπε ο πατέρας

μα η μάνα κοίταξε αλλού.

Το βράδυ την ονειρεύτηκα:

φώναζε λέξεις από χάλκινο στόμα

– ὕβρις, νόστος, ἀνάγκη –

και η γλώσσα της έσταζε θάλασσα.


II.

Στην αυλή βρήκαμε τα παιδιά

να ζωγραφίζουν κύκλους με κάρβουνο.

Ο ένας είπε: «εδώ ήταν ο τάφος του Θησέα».

Ο άλλος: «όχι, ήταν στάση λεωφορείου».

Η γιαγιά καθάριζε κουκιά.

Στην τηλεόραση ο στρατηγός

έλεγε για ειρήνη με αργές,

πολύ αργές χειρονομίες.

Κάποιο παιδί τρύπησε το χαρτί.

Μέσα απ’ την τρύπα

έβλεπες καθαρά έναν ουρανό

που δεν ήθελε πια να μας γνωρίσει.


III.

Την Κυριακή,

σε παραλία τού Ιονιου

κάποιος βρήκε μια άρβυλο

και μέσα ένα κοχύλι.

Το κοχύλι ψιθύριζε:

"Εγώ θυμάμαι.

Εσύ;"

Κάναμε πως δεν ακούσαμε.

Το κύμα ανέβαινε, ήσυχα,

σα να προσπαθούσε να σβήσει

την ενοχή του κόσμου.


IV.

Στο τέλος,

κάποιος έγραψε το όνομά του με κιμωλία

πάνω στο κούφιο τύμπανο τού χρόνου.

Ο ήχος ήταν βαρύς,

όπως οι σκιές τών λευκών αγαλμάτων

όταν γέρνουν προς τα πίσω,

έτοιμα να πέσουν

στη σκόνη τής αλήθειας


Ο χρόνος δεν επιστρέφει.

Η μνήμη επιστρέφει τον εαυτό της,

κομμένη σε κομμάτια.


ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ


"Και είδα την άβυσσο με βλέμμα ξεπλυμένο·

το μάτι ενός Θεού, αδρανές,

στα σκοινιά τής ανάμνησης."


Ι. ΜΝΗΜΕΣ ΕΚ ΤΩΝ ΤΑΦΩΝ


Ένα κορίτσι στο Πεδίο του Άρεως

ψάχνει για τα παπούτσια της Εκάβης.

Λέει: «Τα είδα, σαν κέρινα, μες στον ήλιο.

Ίσως κάποιος τα φόρεσε στο Θέατρο του Διονύσου.»

Το παιδί με το τατουάζ του Ερμή στο μέτωπο

είπε: «Όχι, είναι του Αγαμέμνονα,

σκοτωμένα μες στη μπανιέρα».

Κι έτσι περπάτησαν όλοι —μικροί και μάρτυρες—

πάνω σε φύλλα φοίνικα,

ενώ η κυρία Αλκμήνη μοίραζε

σταφύλια από το όραμα του Ιεζεκιήλ.


ΙΙ. ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΜΝΗΣΙΑΣ


Ο ποιητής έκανε χαρακίρι σε ζωντανή μετάδοση.

Δεν υπήρχε αίμα — μόνο λέξεις:

«επιείκεια», «παρακμή», «νεφέλωμα».

Τα μάζεψε ο σκηνοθέτης,

τα έβαλε σε μπομπίνες.

Ο Άρης Βελουχιώτης

διάβαζε Mallarmé στη σπηλιά.

Έγραψε με κάρβουνο στον βράχο:

«Όταν το κανόνι σιωπά, αρχίζει η μεταφορά.»

Έπειτα χτύπησε την πέτρα με το κράνος του,

και χύθηκε από μέσα

ένα λευκό περιστέρι με στόμα λύκου.


ΙΙΙ. ΙΣΟΡΡΟΠΑ ΕΝΤΟΣ ΧΡΟΝΟΥ


Στην οδό Σκουφά μια γριά φώναζε:

«Ο Κρέων έχει ήδη πεθάνει, αλλά επιμένει να κυβερνά.»

Τα παιδιά που έπαιζαν δίπλα της

μεταμόρφωσαν τις λέξεις σε πυροτεχνήματα.

Και τότε μια φωνή από το υπόγειο:

«Εδώ οι καρποί της Ιστορίας:

Κουκούτσια και μάρμαρα.»

Η φωνή τού Pound μετέδιδε απ’ το ραδιόφωνο:

“To purify the language of the tribe”

και σταμάτησε εκεί .


IV. ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ


Η Μόνα Λίζα, τώρα αγρότισσα στην Πιερία,

καλλιεργεί σινδόνη.

Στέλνει γράμματα σε ένα θλιμμένο φιλόλογο

που δεν διάβασε ποτέ Πλούταρχο.

Ένας σπουργίτης σκάβει τη γη

και βρίσκει το κρανίο τού Τειρεσία.

Το κρατά στα χέρια του

σαν μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

Το διαβάζει:


«η ποίηση είναι συντεταγμένη αποσύνθεση.

κι εσύ;

έμαθες τίποτε από τα λάθη των άλλων;»


ΙΣΟΡΡΡΟΠΑ ΟΡΑΜΑΤΩΝ


> "The broken fingers of a marble god / point nowhere."

(Ezra Pound, fragment 127b, lost translation from the Theban cycle)


1. Κρατήρες


Στη μέση τού δρόμου ένα παιδί κρατούσε

ένα σιδερένιο αντικείμενο.

«Είναι το χέρι τού Γιωργου», είπε —

μα το χέρι ήταν μηχανικό,

λυγισμένο σε στάση ευχής.

Η μάνα του φώναξε:

"Αυτό δεν είναι παιχνίδι, είναι υποκατάστατο."

Οι άλλοι γέλασαν.

Ο δάσκαλος είπε:

"Το φαντασιακό έχει διαρρεύσει στη σκόνη τών αγαλμάτων."

Μα οι νευρώνες,

πάντα πιστοί στη λιποθυμία τής σκέψης,

αναπαρήγαγαν τις κινήσεις τού Αριστογείτονα

στη διαφήμιση για aftershave.

Κι ο ουρανός,

όπως πάντα, διακριτικός:

ένα μωβ σεντόνι ξεχασμένο σε σφαγείο.


2. Αναγνώσεις


Στο σαλόνι, καθισμένος μπροστά στην τηλεόραση,

ο Οιδίποδας ρυθμίζει τον ήχο.

Κάθε φορά που ανεβαίνει η ένταση,

το βλέμμα του αιμορραγεί.

> "Le regard est l'objet petit a."

(Lacan, σεμινάριο XI)

Πίσω του, οι κόρες του –

αντανακλάσεις τού ονόματος που ποτέ δεν πρόφερε.

«Δεν φταις εσύ», τού λένε.

«Φταίει η γραμματική των ενοχών σου».

Ο Τειρεσίας στο iPad

τού δείχνει ένα meme με τη λέξη Trauma

σε γραμματοσειρά Comic Sans.


3. Περάσματα


Η κυρία Μονρόε μαθαίνει στα παιδιά

πώς να κεντούν το δέρμα τής μνήμης

με βελόνες πορσελάνινης ηδονής.

Στο παράθυρο,

ο Σεφέρης ψιθυρίζει:

"Τι είναι θεοί χωρίς λατρευτές;"

Ένα παιδί τον κοιτά

με τα μάτια του Αίαντα.

Δεν μιλά. Δεν χρειάζεται.

Τα πουλιά έξω τρώνε τις λέξεις.

Μένουν μόνο τα άρθρα και οι προθέσεις.

Έτσι ομιλούν οι αναλυτές:

μέσα από ρήματα λειψά και συμφράσεις σιωπών.


4. Τελικός πίνακας


Η Ιστορία δεν καίγεται·

ξεφλουδίζεται.

Ένας άντρας στην αγορά φωνάζει:

"Αριστοτέλης, 3 το κιλό!"

Ο άλλος απαντά:

"Δώσε μου δύο Παρμενίδες, κι ένα μισό Πλάτωνα για τα παιδιά."

Στον τοίχο, με κόκκινο σπρέι:


"Η ποίηση είναι η έλλειψη στην κανονικότητα τού πραγματικού."


Τα παιδιά μπήκαν στην τάξη.

Ο δάσκαλος έγραψε στον πίνακα:


"ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποιος είμαι;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Δεν είμαι αυτό που σκέφτεσαι.

Παρακαλώ προσπαθήστε ξανά."


Και ύστερα,

το φως

σαν φιλί

πάνω σε γρανιτένιο μάγουλο της Σφίγγας.


Υστερόγραφο:


Κύριε,

ο Γιώργος γύρισε.

Στο χέρι του κρατούσε ένα φύλλο δάφνης.

Το έβαλε στο στόμα του.

Το μάσησε.

Δεν μίλησε.


ΙΣΟΡΡΡΟΠΑ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΥΛΗΣ


Επειδή δεν υπάρχει καθαρή γραμμή μεταξύ ύλης και ονείρου,

γι’ αυτό το παιδί στον ύπνο του κουβαλούσε τη Μύρτιδα.

Κι ήταν μεσημέρι, θυμάμαι, με τα φορτηγά τού Δήμου 

να γδέρνουν τις πλάκες τής οδού Μιχαήλ Βόδα

όταν η γυναίκα με το πράσινο παλτό μοίραζε φωτοτυπίες 

τών Πυθαγορείων

στα χέρια αργόσχολων, με την ακρίβεια ενός εκκρεμούς

που μόλις πρόφτασε να σκοτώσει έναν ποιητή στο χείλος 

μιας εγκυκλοπαίδειας.

«Όχι, δεν ήταν η Σαπφώ, ήταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ,» 

είπε ο μικρός.

Και τα υπόλοιπα παιδιά σώπασαν. Γιατί είχε δίκιο.

Το ματωμένο καλσόν, τα μωβ βλέφαρα, η ιλαρή καρδιά 

όλα ήσαν απομεινάρια ενός πολιτικού εγκλήματος

που το κρύψαμε κάτω από τα γραμματόσημα,

Και το φεγγάρι, εκείνο το φεγγάρι τού Οκτώβρη,

δεν ήξερε πώς να κατέβει στο κεφάλι τού αγάλματος,

αποφεύγοντας την ειρωνεία τού Καβάφη

και το φιλί τής Αντιγόνης.


ΙΣΟΡΡΡΟΠΑ ΑΡΝΗΣΗΣ


“Εγώ δεν ήμουν εκεί,” είπε. “Εγώ μόνο ξεσκόνισα τη λαιμητόμο.”

Τον είδαμε, ήτανε μες στη βιτρίνα του Μουσείου·

μισό πρόσωπο Πατροκλος, μισό Ταξιτζής της Ομόνοιας,

κρατούσε τη μαύρη σακούλα τών Lidl

και μέσα της — όχι λεία,

μα το κομμένο αυτί τού Ρεμπώ,

(όχι τού Van Gogh,αυτό σίγουρα)

μια κονσέρβα από γάλα εβαπορέ,

και τις τελευταίες λέξεις τού Αντρέ Μπρετόν.

Δεν τις ανοίξαμε.

Επειδή γνωρίζουμε πώς οι λέξεις ξεγελούν το μέλλον 

και ο μέλλον, κύριε,

είναι ένα πλυντήριο,

που στα σφραγισμένα του τύμπανα

γυρίζει το χρυσό δάκρυ τού Ομήρου.


ΙΣΟΡΡΡΟΠΑ ΠΑΤΡΙΔΑΣ


Όταν ο στρατιώτης έστειλε επιστολή από τον Άδη,

δεν έγραψε τίποτα.

Μόνο ένα σχέδιο από λαγόνια και κράνος

και την επιγραφή:

Εδώ, τελειώνει η ρητορική σας.

Η κυρία Κατίνα —δασκάλα—

την κορνίζωσε με βρύα και αρχαίες λινάτσες

και την τοποθέτησε δίπλα στον Προμηθεα

Τα παιδιά τη χειροκρότησαν,

και η Ιστορία

έκλαψε ξεφλουδίζοντας μανταρίνια.


ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΦΘΟΡΑΣ


«Την είδα στο παζάρι των ρημάτων,

φορούσε μάσκα από πηλό,

στα μάτια της

έκαιγε η σκόνη»

Κι ύστερα – ήταν μεσημέρι,

στο περίπτερο κάτω απ’ την πλατεία

ο πλανόδιος φώναζε:

"Πάρτε σφαίρες! Τρεις η μια! Χρήση οικιακή!"

Στην ουρά στεκόταν ο Λεωνίδας

κρατούσε στα χέρια του έναν μαρκαδόρο,

σημείωνε πάνω στους ώμους τών νεκρών

την ώρα τής προδοσίας.


«Τίνος είναι αυτός ο σταυρός;»

ρώτησε ο Επίκτητος στον διπλανό του.

«Ολωνών», τού απάντησε το παιδί

που έπαιζε με γυαλί σπασμένο απ’ τον ήλιο.

Και τότε βγήκε απ’ το καφενείο :

μύριζε ρετσίνι,

τα ρουχα ήσαν ραμμένα με ύβρεις,

έσερνε πίσω του

μια κασέτα με την Πάτι Σμιθ να τραγουδά

σε μετάφραση Ρίτσου.


«Μνήμη; Εδώ;

Εδώ κρατάμε μόνο αποδείξεις και παραχαραγμένα νομίσματα

με το πρόσωπο τού Ομήρου σε λανθασμένη προοπτική.»


Κάτω απ’ την γέφυρα του Κηφισού

βρήκαν τον Ορέστη να κοιμάται

με μια πλαστική σακούλα για μαξιλάρι·

είχε μέσα δυο τρύπιες χλαμύδες

και ένα ποίημα τού Αναγνωστάκη

γραμμένο με κάρβουνο.


«Μη τους ξυπνάτε,

ο ύπνος είναι η τελευταία υπεράσπιση του τραύματος.»


Και είπα:

«Κύριε,

με συγχωρείς αν δεν πλήρωσα εγκαίρως τη λήθη,

μα είχα τις τσέπες γεμάτες από

πέτρες που μου ’δωσες μικρός

κι έλεγες: “Θυμήσου, αυτές είναι ο δρόμος σου.”»


ΕΙΜΑΣΤΕ Ο,ΤΙ ΔΕΝ ΘΥΜΗΘΗΚΑΜΕ.


ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΕΝΟ


Τι απομένει απ’ την Ιστορία;


Ένα λευκό πιόνι στη σκακιέρα

που αρνείται να προχωρήσει.


Ένα παιδί

που γλείφει παγωτό με γεύση

Αιωνιοτητας.


Μολών Λαβέ,

είπα στην παύση,

κι εκείνη με άρπαξε από το λαιμό

σαν λέξη που ζητά την τελευταία της χρήση.


Το ποίημα σταματά εδώ.

Όχι γιατί τελείωσε –

αλλά γιατί δεν άντεξε

το βάρος τής συνέχειας.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΠΤΩΣΕΩΝ


και τι απόμεινε, ρώτησε η φωνή πίσω απ’ τον τοίχο,

μόνο η σκιά τού ανδριάντα και οι ήχοι από καρφιά που αφαιρέθηκαν.

στον τάφο τού Αίαντα είχαν γράψει το όνομα άλλου.

στη σαρκοφάγο του Κρέοντα κοιμόταν ένα παιδί.

ανοίξαμε τον τάφο. Βρήκαμε μέσα

ένα μαχαίρι, ένα πλαστικό μπουκάλι,

και τρία λουλούδια σε γυάλινη θήκη από νοσοκομείο.

ο Τεύκρος κοιτούσε από την κορυφή τής σκάλας,

φορούσε γυαλιά ηλίου.

«δεν είμαι πια εγώ», μας είπε.

«στον καθρέφτη βλέπω τον Οιδίποδα.

η Ελένη ήταν φάντασμα.λ,δεν πέθανε ποτέ,

μονάχα ξεχάστηκε.»

η μνήμη είναι κόκαλο. η μνήμη δεν πονά.

τα παιδιά επέστρεψαν με πέτρες στις τσέπες,

με λάσπη στα γόνατα,

το μικρότερο έδειξε το μάτι του:

άδειο, παγωμένο,

ένα φεγγάρι με τρύπα στη μέση.


ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΣΙΩΠΗΣ


βρήκαμε

ένα χαρτί με την ένδειξη: «Ανήκει στον Σοφοκλή».

η Μόνα Λίζα κάπνιζε στο χορτάρι,

τάιζε τα κοράκια με κριθαρένια δαχτυλίδια.

το παιδί που ανέβηκε στον ουρανό

δεν είχε όνομα.

είχε μόνο πρόθεση.

εκοβε τον ουρανό 

το φως έσταζε στις στέγες,

οι γυναίκες το μάζευαν με κουτάλια.

το μοιράζαν στα παιδιά σαν σούπα.

η μνήμη, είπε, είναι κάτι που μαγειρεύεται.

και τα κομμάτια του ουρανού,

άλλοι τα έβαζαν στις τσέπες,

άλλοι τα κάπνιζαν,

άλλοι τα έκαιγαν στις αυλές τους.

η Μέριλιν Μονρόε έγραφε το όνομά της

με λωτούς σε φέτες ψωμιού.

τα παιδιά την έφαγαν.

ξέχασαν ποια ήταν.


ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΠΡΑΞΗΣ


είχαμε ένα σύστημα με τροχαλίες

σηκώναμε τα πτώματα

και τα κάναμε σύμβολα.

ενας Κούρος ψιθύρισε:

«η ομορφιά είναι τεκμήριο θανάτου».

μια Κόρη χαμογέλασε 

τα δάχτυλά της ήταν μελισσόχορτο.

ο Πλάτων ξαναδιηγούνταν τον μύθο:

«τον Αρδιαίο τον έσυραν στους ασπάλαθους,

γιατί αγνόησε τη λογική του μέτρου».

[σημείωση:

οι Έλληνες, πλέον, δεν διαβάζουν.]

ο Κώστας, στη λαχαναγορά,

μαχαιρώθηκε για ένα κιλό ντομάτες.

πάνω του βρήκαν ένα ρολόι και ένα ποίημα.

ελειπε ο τίτλος.


ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΛΗΘΗΣ


το φεγγάρι,

λιθοβόλησε τις κραυγές

τα περιστέρια γύριζαν κύκλους

χωρίς φτερά.


η ποίηση είναι ανάπτυξη ανοχής

ανισοτήτων.


το φως είναι αυτό που απομένει

όταν δεν έχουμε τίποτα να θυμηθούμε.


Κύριε,

δεν δήλωσα την απώλεια.

Κύριε,

δεν πλήρωσα για την ελπίδα.

Κύριε,

μόλον λαβέ.


και στο τέλος 

το θαμβό φως ανάμεσα στα φύλλα,

ο ήχος τού Παπαδιαμάντη να σκάει στο κύμα

και το κοχύλι να αντηχεί τη γλώσσα μας:

μία λέξη κάθε φορά.

εως ότου σωπάσει.


ΙΣΟΡΡΟΠΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΩΝ


«αυτό δεν είναι καθρέφτης», μας ειπε

οι μύγες γυάλιζαν στο φως,

σα μικρά νομίσματα της μνήμης,

που οι μάζευαν για να πληρώνουν τις σκιές τους.

το απόγευμα η κυρία Αριαδγνη είπε πως είδε τον Θησέα

να ψωνίζει στη λαϊκή,

κρατούσε πλαστικές σακούλες γεμάτες κόκαλα,

και πίσω του ένα αγόρι χωρίς κεφάλι

κρατούσε το νήμα,

το ξετύλιγε αργά, σαν να μην ήθελε να φτάσει ποτέ στην αρχή.

εκείνη τη στιγμή, το ραδιόφωνο είπε πως

το τελευταίο παιδί γεννήθηκε δίχως πρόσωπο.

«οχι από ασθένεια, από επιλογή», εξήγησαν.

δεν ήθελε ταυτότητα.

ηθελε να μοιάζει σε όλους, και σε κανέναν.

βρηκε

σημειώσεις του Σωκράτη,

για τα πράγματα που δεν ήξερε.


ΙΣΟΡΡΟΠΑ ΛΗΘΗΣ


μια πόρτα, χτισμένη με κόκαλα χελιδονιών·

κάθε φορά που τη διασχίζεις, ξεχνάς

ένα όνομα, μια φωνή, ένα χρέος.

η κυρία Αντιγόνη, ντυμένη σαν ξενοδοχειακή καθαρίστρια,

μοίραζε μανταρίνια στα παιδιά τού πολέμου·

«τρώτε τη μνήμη σας», τους έλεγε,

«αλλιώς θα σας τη φάνε,με μαχαίρια ».

 έγραψε σε νοσοκομειακή γαζα

«δεν είμαι ήρωας, είμαι το λάθος τής λέξης».

 έπειτα την τύλιξε γύρω από τη γλώσσα του,

κι έπαψε να μιλά.

αλλά η γάζα άρχισε να αιμορραγεί ποίηση.

μάταια προσπαθούσαμε να σταματήσουμε τα ρήματα.


η κυρία Σαπφώ περπάτησε στο γρασίδι

κρατώντας ένα βαζάκι με φωνή  εντός,

«είναι το τραγούδι τού πρώτου ανθρώπου»,

είπε και το άφησε πάνω στον τάφο της 

το άνοιξε ένα κορίτσι 

κι έπεσαν από μέσα κουδουνίσματα,

μωβ και χρυσά, σαν θραύσματα από ύπνο.


ΙΣΟΡΡΟΠΑ ΕΞΑΦΑΝΙΣΗΣ


εκεί πήγαιναν όσοι είχαν χάσει τον εαυτό τους —

κρατούσαν τα παλιά τους σώματα σε σακούλες,

και τα ξέπλεναν στο σκοτάδι.

ενας είπε: «δεν θυμάμαι πως με λενε».

ενας άλλος είπε: «εγώ ήμουν κάποτε ποτάμι»

η φωνή του μύριζε φλοιό από πεύκο 

και παλιά γραμματόσημα.

τότε εμφανίστηκε ένας επιθεωρητής,

κρατούσε αρχεία, βεβαιώσεις,

και σφραγίδες για την τακτοποίηση του χάους.

εγραψε: «οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι πια κατάλληλοι».

κι όλοι συμφωνήσαμε.

όνο ένα παιδί, με μάτια από νερό και στόμα γεμάτο χάρτες,

είπε: «εγώ θα σας θυμάμαι».

και χάθηκε κι αυτό,

μέσα στη λέξη μνήμη.


ΤΕΛΟΣ ή ΑΝΑΜΝΗΣΗ


οταν τελειώνουν οι πράξεις,

ξεκινούν οι ήχοι.

και όταν τελειώνουν οι ήχοι,

μένει ο ψίθυρος 

να παίζει μπουκάλα με τις αποτυχίες μας.


Κύριε, δεν σας είπα ποτέ ποιος ήμουν

Κύριε, δεν είχα χρόνο για εξομολόγηση

Κύριε, η λέξη Μολών Λαβέ μου έκαψε το στόμα


αλλά αν με δείτε ,

να σκάβω μικρούς τάφους για ποιήματα,

μην με διακόψετε·

είμαι απλώς ο γραφιάς τού αοράτου.

απλώς, ο ήχος που ξέχασε να γίνει λέξη.


ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ


I

τον βρήκαν στο φρεάτιο — φορούσε ακόμα τη στολή από χαρτόνι

είχε κολλήσει επάνω του μικρά τετράγωνα κάτοπτρα

έναν καθρέφτη για κάθε ηλικία που αρνήθηκε να γίνει.

''δεν είμαι εγώ'', φώναξε, ''είμαι οι άλλοι που απέτυχαν μέσα μου''

και μας έδειξε τον φάκελο:

ένα κομμάτι από καρβουνιασμένη ψυχή,

μια μασέλα χωρίς δόντια,

και το δεξί του χέρι σε φωτοτυπία —

με μια κουκκίδα εκεί που κάποτε υπήρχε γραφή.


II

κάθε βράδυ τοποθετούσαμε τις μνήμες μας με τάξη σε συρτάρια,

συρτάρια χωρίς πάτο,

και το πρωί τις βρίσκαμε κάτω απ’ τα παπούτσια μας, ποδοπατημένες.

η κυρία με το κομμένο λαιμό και το διαβατήριο στο στόμα

μας είπε να τραγουδήσουμε τον εθνικό ύμνο

ανάποδα.

''γιατί;'' ρώτησε το παιδί

''για να καταλάβεις πώς είναι να επιστρέφεις

σε μια πατρίδα που δεν σε περιμένει''.


III

ηρθε μετά η σειρά της Ιστορίας:

ο άντρας με το γυάλινο κρανίο έγραψε με κιμωλία πάνω στο μέτωπό του:

"ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΑ".

κι όμως υπήρξε.

ηταν αυτός που κουβάλησε τον νεκρό στρατιώτη στο σπίτι,

τον έβαλε να καθίσει στο σαλόνι,

του πρόσφερε κρασί

κι έπειτα κάλεσε τους γείτονες να του μιλήσουν 

κανείς δεν τόλμησε να πει λέξη

για την πληγή στο στήθος

ή το σκουλήκι που κάπνιζε πούρο απ’ το μάτι του.


IV

εκεί είδαμε την κυρία με τα μαύρα γυαλιά

να τυφλώνει τα παιδιά ένα-ένα,

τους έδινε ύστερα μια λευκή σημαία

και τα έστελνε να βρουν τον Θεό στα σύννεφα.μ

όνο ένα επέστρεψε.

κρατούσε έναν κύβο.

οταν τον άνοιξε,

πετάχτηκαν από μέσα οι λέξεις:

''Πατρίς'',

''Ουτοπία'',

''Σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου''.

δεν τις καταλάβαμε.

κανείς δεν είχε λεξικό.

αυτος έβγαλε την καρδιά του, την άνοιξε:

ήταν γραμμένη στην πολυτονική.


V

και τότε, την ώρα που τέλειωναν οι πράξεις,

μπήκε ο αλλος —

ντυμένος με τα κόκαλα τού εαυτού του,

κουβαλούσε μια πινακίδα:

"ΤΕΛΟΣ: ΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΕΙΝΑΙ ΗΔΗ ΝΕΚΡΟΙ"

την ακούμπησε δίπλα στη μάντρα τών σκουπιδιών,

κι έφυγε.

δεν μιλήσαμε.

δεν έπρεπε.

η ποίηση ήταν ήδη εκεί.

γλιστρούσε ανάμεσά μας

σαν φίδι, με τη γλώσσα σε σχήμα θαυμαστικού

κι ένα ρολόι για μάτι που έλεγε πάντα "προχθές".


Ισορροπία τών σκιών και τών λέξεων.


το βράδυ ήρθαν  με τα μάτια τους φτιαγμένα από σίδερο,

τα παιδιά πήραν τα κομμάτια τού χρόνου 

κι ένας ανάμεσά μας, δεν ήταν ο Θησέας, ούτε ο Προμηθέας,

ήταν η φωνή που έσπαγε τον καθρέφτη τής λήθης,

"δεν είναι ο Ηρακλής, είναι ο Σίσυφος που σηκώνει 

το βάρος τού ανέμου."


μέσα στην πέτρα φυτρώνει το χορτάρι, 

τρέφεται με τη σιωπή των νεκρών,


Η μνήμη είναι άγρια σαν τη μέντα 

που ανθίζει στα χαλάσματα,

και το βλέμμα της Ποτνειας τών Θηρων 

που κρατάει λωτούς κι ασπρα πουλιά,

σαν να μας καλεί να θυμηθούμε ποιοι είμαστε,

όχι με λόγια, αλλά με σιωπές,

και μια λιθινη κεφαλή αλόγου σκαλισμένη 

στη σκιά της ψυχής.

με τροχαλίες σηκώνουμε τα νερά 

απ’ το βάθος τής ψυχής,

κι οι πέτρινοι κούροι γίνονται τα αγάλματα 

των σιωπηλων σωμάτων μας,,

τα δάχτυλα γεμάτα μέλισσες και σκορπιούς 

που σπέρνουν το μέλλον,

όμως ο αθλιος Αρδιαίος κυλά στα αγκάθια 

και χάνεται στην αφάνεια,

κι εμείς στις σκιές μας,

σαν να ξέρουμε πως η ποίηση είναι  

η ανάπτυξη των ανισοτήτων 

που κάνει τον άνθρωπο να σηκώνει τη γροθιά του.


Κύριε, δεν δήλωσα την ανυπακοή μου,

Κύριε, δεν πλήρωσα την απειθαρχία μου,

Κύριε, Μολών Λαβέ


κι αυτή η φωνή είναι ο ήχος του ήλιου 

που σκάει στα κλαδιά,

ο άνθρωπος έχει το σχήμα κοχυλιού,

αντηχεί μέσα του την Ιστορία 

σαν το κύμα που σπάει πάνω στην άμμο,


ΕΠΙΛΟΓΗ ΠΕΡΙ ΕΡΗΜΟΥΣ ΛΕΞΕΩΝ


(Ίσως να ήταν μια πέτρα. Ίσως να ήταν το τέλος τού γλάρου. 

Ίσως να μην ήταν κανείς.)


1. 


Είπε: Δεν υπάρχουν πια λέξεις. Μόνο θραύσματα επιβίωσης.

Μου έδειξε ένα κουτί. Μέσα, δάχτυλα παιδιών. Έγραφαν ακόμη με κιμωλία

πάνω στις παλάμες τους τα ονόματα των χαμένων.


2. 


Εγώ θυμήθηκα τον Αντιγόνη. Όχι την κόρη — την σκιά.

Την είδα στον προθάλαμο τού μετρό να ζητιανεύει συγγνώμες

από όσους έθαψαν χωρίς έγκριση.


3. 


Στη γωνία, ένας Ορέστης με πατερίτσα

πουλούσε κομμάτια τού εγκεφάλου του σε αποστειρωμένα βάζα.

Τον ρώτησα τι απομένει.

Είπε: Η γεύση της μητριαρχίας. Πάντα πικρή.


4. 


Κάτω από τη στάση τού λεωφορείου, η Εκάβη σε στυλ κόμικς

μάζευε καμένα χαρτιά και τα μετέφραζε σε emojis.

Από δίπλα της, περνούσε ο Θουκυδίδης μασουλώντας σπόρους

και μονολογούσε: Η Ιστορία είναι θνησιγέννητη και περήφανη.


5. 


Το απόγευμα ήρθε η Μαρία

φορούσε μπλουζάκι με το πρόσωπο τού Warhol.

Μου έδωσε ένα βάζο με στάχτη: Εδώ κάποτε ήταν ο χρόνος. 

Κράτα τον.


6. 


Εγώ άρχισα να φυτεύω ημερομηνίες. Φύτρωσαν

μόνο βίντεο σε μορφή αναστεναγμού.

Το κάθε φύλλο έγραφε: Δεν πρόλαβα να είμαι κάποιος.


7. 


Εντωμεταξύ, στην ταράτσα, η Μήδεια

δίδασκε διαλογισμό σε γάτες.

Η κάθε γάτα είχε σπουδάσει σε διαφορετική τραγωδία.

Έμαθαν όλες τους να σιωπούν τη σωστή στιγμή.


8. 


Ο Κρέων βγήκε στο μπαλκόνι.

Μίλησε στο κοινό:

Η εξουσία είναι παρεξήγηση που επιβίωσε τον καθρέφτη της.


9. 


Τότε τα παιδιά μπήκαν μέσα.

Ένα κρατούσε ένα φτερό από δράκο. Άλλο, τη σπονδυλική στήλη τής Ευρώπης.

Το πιο μικρό, απλώς έδειξε το στόμα του και είπε:

Εδώ, εδώ έκρυψα τη βόμβα. Μέσα στη γλώσσα.


10. 


Και στο τέλος, είπαμε όλοι μαζί:

Κύριε, δηλώσαμε την ανυπακοή μας.

Κύριε, πληρώσαμε την απειθαρχία μας.

Κύριε, η Ποίηση είναι το μόνο εγκλημα που συγχωρείται με χειροκρότημα.


11. 


Στον καθρέφτη: ο Παπαδιαμάντης,

με tattoo τη λέξη "ΝΟΣΤΟΣ" στον λαιμό,

ανάβει το φως — και το διαγράφει.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.ncouvelis


ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ


οι ακίνητοι παλμοί των λόφων 

σελίδες παρτιτούρας

σε τροχιά δωρική,

με σιωπές γραμμένες σε φθόγγους θυμαριού

και βραχογραφίας αναπνοη

ένα κοχύλι 

στην αγκαλιά μιας ελιάς,

το άλας σε ιωνική στήλη,

εκεί να ραμφιζουν οι χρωματιστοί γλάροι

είμαστε κληρονόμοι αναλογιών,

με ιμάτια  ανέμων

ψιθυρίζοντας αρχαία μέλλοντα χρονο

ένας Άνθρωπος ξεκρέμασε το Σώμα του

και το ακούμπησε σε μαρμάρινη παύση,

οι διερχόμενοι το φωτογράφισαν

με βλέμμα βιολογικής τέχνης

χωρίς να κατανοήσουν

πως επρόκειτο για ανάθεση υπαρξιακή

τα παιδιά συνέλεξαν το φως σε τενεκεδάκια,

το μοίρασαν στις σκιές

με μέτρο αμφίκυκλου ρυθμού,

εκεί

στα χείλη της μεεγάλης σιωπής

γεννήθηκε ο τελευταίος ηχος:

ένα αμετάφραστο άσμα

σε τονικότητα ανθρώπου.


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΟΡΑΤΩΝ

 

το ρήμα ανασαίνω σε όλους τούς χρόνους

η ραφή τών φωνηέντων

στο σώμα 

η γλώσσα εγγράφει το φως 

οι παλμοί της σιγής

σε κυψέλες χρόνου

είδα ένα παιδι

κρατούσε μια σφαίρα ημιδιάφανη

και μοίραζε άδεια βιβλία

στα μάτια τών περαστικών

σχημάτισε λέξεις το φως:


κι από τότε

παραμένουμε Έλληνες

σε πτώση ονομαστική

αλλά πρόσθεση απείρου.


ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΝΟΣ ΚΥΜΑΤΟΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ


εντός τής κρυστάλλινης σφαίρας 

τού απείρου

το κάθε τι εκφέρεται με τάξη·

η φυσαρμόνικα των ιδεων

κίονες ιδεών

σε ισόρροπη γωνία 

με την αναπνοή τού ανέμου·

σε δάπεδα με μωσαϊκά φωνηέντων·

α, ε, η – ησυχία.

το φως 

σχηματίζοντας το ισοσκελές

τού ανθρώπου με τον εαυτό του.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ΣΥΜΜΕΤΡΙΑ ΤΟΥ ΑΣΥΜΜΕΤΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ


στους αρμούς τής σιωπής ανασαίνουν 

τα σύμφωνα

υδάτινα άλφα κυλούν στις κοιλάδες των ιδεών

ένα φθόγγο δέχεται η πέτρα·

η λέξη: ελευθερία, σε μορφή ανεμώνης

στις πτυχώσεις τού βλέμματος

ως πνοή σε ρυθμό δωρικό —

οι κορμοί των λέξεων 

συλλαβίζουν ένα νέο αιώνα..

στο δεξί του χέρι,

ένα ρήμα σε υπερσυντέλικο χρόνου

στο αριστερό του,

μια ελιά και μια τελεία

με γεωμετρική ακρίβεια,

στεγνώνει τις ενοχές

και το φως

το φως

το φως

ανατέμνει

τον Χρόνο

σε στιγμές αθανασίας.

ισορροπία τών σκιών και τών ήχων

«Εδώ ξετυλίγεται το παν,

η ύπαρξη στα όρια τής απουσίας».

οι πεταλούδες 

αγγίζουν απαλά τα γυμνά κλαδιά,

στην αναπνοή που χωρίζει το παρόν 

από το άπειρο,


Ισορροπία Ανέμων και Σκιών


το κύμα, σε λά ματζορε,

ξεδιπλώνει τις ερημιές του σε γλώσσες κοχυλιών·

μια λευκή ατμομηχανή γλάρων

αχνά σαν ίχνη μνήμης.

στην οδό Αθηνάς, το σώμα γδύνθηκε —

τοποθετήθηκε πλατύ στο τραπέζι τού κόσμου,

νεκρή φύση σε ζωγράφο που σκηνοθετεί την απώλεια,

διαλαλώντας: «Προς πώληση τα Υπάρχοντα του Ανθρώπου».

ενα δωδεκάχρονο παιδί τα φόρεσε,

και με βήματα αόρατα διέλυσε το πλήθος.


Ισορροπίες Σπασμένων Φωνών


στο χαρτί του απείρου.

ο χρόνος — ένας χορός ετερόκλητος —

μοιράζει σιωπές και λέξεις,

στην ατέρμονη συμμετρία 

τών φωνών μας.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


 ελληνική σύγχρονη ροή συνείδησης


1


ο Ορέστης βάδιζε

σαν μυρμήγκι σε μωσαϊκό παλιό

γραμμές τσιμέντου, βήματα χωρίς πυξίδα.

Ομόνοια. Χαυτεία. νύχτα.

σκιές ξεφτισμένες, φώτα γαλαζοκίτρινα.

και τα τραμ να τρίζουν σαν αρθρώσεις γέρου 

σπασμένες υποσχέσεις προόδου.

Στάση Δημοκρατίας.

"Στάσου ρε", του φώναξε ο εαυτός του,

μα προσπέρασε.

στον αέρα αιωρούνταν

ο ήχος μιας ραδιοφωνικής προσευχής

για τους αγνοούμενους τού '22,

τους καμένους τού '44,

τους σφαγμένους τού '47

τούς ξεχασμένους τού 2025

Δεν φτάνει η Μνήμη, είπε. Ούτε η Λήθη.

χαρτί εφημερίδας σκισμένο στα δυο,

στα χέρια του –

στη μία πλευρά: πολιτική

στην άλλη: διαφήμιση πλαστικής ευτυχίας.

κι ανάμεσα

μια σταγόνα αίμα. Από που;

ενας τύπος με κουκούλα

πούλησε Ηράκλειτο σε pdf

«το πυρ τ’ αείζωον», είπε,

κι έσβησε στο σκοτάδι πίσω από το Everest.

"Ζει;"

"Όχι. Απλώς βρίσκεται online."

και τότε

φως neon σε βιτρίνα καφετέριας.

μέσα, η Υπατία.

πούλαγε Πλουτάρχους.

"Δύο Βίοι έναν καφέ",

τού χαμογέλασε χωρίς δόντια.

Τι είναι ζωή;

Ένα takeaway espresso.

κατέβηκε την  Ερμού.

η Ιστορία μπλεγμένη με βρομιά,

με ρευστό σαπούνι στο δημόσιο ουρητήριο

όπου κάποιος έγραφε:

«Ο Νίκος ζει. Ο Μπελογιάννης χαμογελά.

Ο Πουλαντζάς έπεσε μα δεν σώπασε.»

οι τοίχοι μιλούσαν,

μόνο που η γλώσσα τους 

ήταν σκισμένα ελληνικά. γκραφίτι σε Unicode.

update 6:0.2

ενας στο δρόμο

σήκωσε το χέρι:

— «Έχεις φωτιά;»

ο Ορέστης τού έδωσε έναν αναπτήρα κι ένα ποίημα.

(Καίγεται το χαρτί εύκολα.

Μα όχι η λέξη.)

Αθήνα, σε κυκλώνω. Όχι σαν εχθρός..

Με τα όπλα στον ώμο. Με τη γλώσσα γεμάτη επανάσταση.

«City’s labyrinths»,

είπε στον εαυτό του —

και μπήκε μέσα.

Στο κέντρο τής πλατείας,

ένα άγαλμα έλειπε.

Κάποιος το είχε πάρει,

άλλοι το είχαν ξεχάσει.

Κάτω από τη βάση του

έγραφε:

“Ergo cogito sum”

και πιο κάτω:

“Sum ergo?”

Ήταν η νύχτα που η Ιστορία

φορούσε παπούτσια από λάσπη

κι έσερνε το βήμα της

μες στη βρώμικη Αθήνα

ψάχνοντας έναν

να την ακούσει

χωρίς να την πετάξει

σαν φυλλάδιο

στα Χαυτεία.

.

.


Β

Στη στοά τής Κοραή, γλιστρούν οι σκιές 

πάνω σε μαρμάρινα πλακάκια – μία, δύο, τρεις φορές 

επανάληψη της μνήμης, deja vu.

-Ο χρόνος αναδιπλώνεται, φίλε, είπε εκείνος ο τύπος 

που έμοιαζε με τον Σεφέρη αλλά μιλούσε 

σαν να ‘βγαινε μόλις απ’ το Brazilian

στάζει σιωπή.

OMΩΝΟΙΑ – έδρα Σισύφου.

η νύχτα ξεψυχάει στο στήθος μιας ιερόδουλης,

με τη γόβα της πατημένη πάνω στο Σύνταγμα.

και στη Σταδίου;

Ο Βαμβακάρης με κόκκινα All Star μοιράζει φεϊγβολάν:

«ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΞ ΑΙΜΑΤΟΣ»

από πίσω, η φωνή του Αριστοτέλη:

“Ζῷον πολιτικόν, ναι, μα με GPS και update firmware”

Περνούν απέναντι.

Ζήνων, Εμπεδοκλής, Πουλαντζάς, Μπελογιάννης,

όλοι με μάσκες, κανείς με σώμα,

ονόματα μόνο 

NAMES NAME ΟΝΟΜΑΤΑ NOMOS LAW

φαβορίτες τής Ιστορίας.

«Σ’ αυτήν τη χώρα δεν πεθαίνεις·

δανείζεσαι χρόνο από τους παλιούς»,

είπε ο Γιώργος,

– "Τι ώρα είναι;"

– "Πολύ νύχτα."

η φωνή τής γυναίκας στα Χαυτεία

-“Είμαι η Ελένη, είσαι ο Οδυσσέας μου;”

μα εκείνος,

απλώς κατέβασε το βλέμμα,

πήρε ένα free press απ’ το περίπτερο,

το δίπλωσε και το πέταξε στον υπονομο

στην αρχή τής Πανεπιστημίου:

τοίχος + graffiti = μαρτυρία

«ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ: τα πάντα ρει.

ΠΟΥΛΑΕΙ ΚΑΙ Ο ΙΚΑΡΟΣ»

γερνάει η πόλη.

η Ελλάδα 2025 -μια γυναικα μέσα στη τσαντα της

κουβαλάει 

συντάξεις, θραύσματα και σελίδες από τον Επίκουρο.

στην οθόνη τής πλατείας,

ο μπασίστας Ηρακλής παλεύει με τον άνεργο –

δεν ξέρεις ποιος είναι ο ήρωας,

δεν ξέρεις ποιος ο άθλος.

το φανάρι γίνεται κόκκινο:

Stop — σκεφτείτε πριν αναπνεύσετε.

Διαφημιστικό διάλειμμα:

«ΖΩΗ. ΜΟΝΟ ΜΕ 2,99€/μήνα»

ο Αρης Κωνσταντινίδης περνάει ξανά τη Σόλωνος.

Ανέβαινε ή κατέβαινε;

Προς τα πάνω, πάντα προς τα πάνω.

Η σκιά του Σωκράτη στον καθρέφτη τού Zara.

Ο Ελπήνορας;

Στο παγκάκι έξω απ’ τα Everest.

– "Γιατί πατρίδα πολεμήσαμεν;"

– "Για να ψωνίζεις στο Public με άτοκες;"

Μέσα στον καθρέφτη, ο εαυτός:

Ergo Cogito Sum

Κλείνει ο κύκλος.

Ομόνοια — 

Χαυτεία — Σταδίου

Σύνταγμα —Ερμου

Κι ο άνεμος,

φέρνει χώμα απ’ την πατρίδα

μα όχι τη δική μας

τη δική τους

των νεκρών.

post scriptum:

B-Bread... L-Life... E-End...

Ο Joyce χαμογελάει πίσω από το Παναθηναϊκό στάδιο·

κρατάει στα χέρια του μια σακούλα από το Βιβλιοπωλείο τής Εστίας.

Διαβάζει Καρυωτάκη.

σηκώνει το βλέμμα:

“Αθήνα. Μια παλίρροια από μνήμες χωρίς σώμα.”

.

.

.

2


Φωνές. Ραγισμένες, κολλημένες σε τοίχους λερωμένους, 

λέξεις να στάζουν από ακάλυπτα μπαλκόνια.

 Στην Ομόνοια η φωνή τού ανθρώπου μπαίνει σε τροχιά, 

πέφτει στο κέντρο, καρφώνεται σε πλακάκια βρεγμένα 

απ’ την πρωινή μάνικα. 

Τροχιοδρομούν οι ιδεολογίες, πυροβολούν χωρίς ήχο 

– προσοχή! – στις στάσεις τών τρόλεϊ 

όπου ακόμα περιμένει η Δημοκρατία. 

Επέκταση, λέει, Democracy in extension. 

Στάζει από τα φύλλα τού δέντρου της πλατείας.

Βαπόρια δεν φέρνουν χώμα πια. Το '22 καίγεται ακόμη .

Τραπεζούντα, Σμύρνη, Νέα Σμύρνη, Νέα Ιωνία 

– παλιές λέξεις, νέες ουλές. 

Η ιστορία επιβιβάζεται με εισιτήριο μειωμένο 

και κατεβαίνει κάθε φορά πριν φτάσει στην ώρα της.

2025. Αθήνα. Καμία περιττή συλλαβή.

manwomanmankind

– Οδυσσεύ, τι;

Σκιές από αντρικά ονόματα πάνω στα πεζοδρόμια. 

Νίκος Πουλαντζάς σκοτωμενος, Νίκος Μπελογιάννης.σκωτομενος. 

Γιώργος, άγνωστος, νεκρός. Όλοι τους, οδοδείκτες σε διαδρομές 

που καταργούνται.

Αθήνα – κατοικητήριο ζητιάνων και ξένων. 

Η Ομόνοια σε κύκλο φαύλο, κι αν τη δεις απ’ το drone, 

μοιάζει με στόμα που φωνάζει χωρίς γλώσσα.

Namen, names, ονόματα, ονομάτων.

Νόμος. Nomos. Law.

Αιδώς Αργείοι!

Fanfaroni με λάτε πικρό στο χέρι. TV INVENTORS UNIVERSALIS 

– ποιος τα σκέφτηκε όλα αυτά;

Η Υπατία πουλάει Πλουτάρχους στη Μενάνδρου και εκδίδεται με απόδειξη.

«Αυτή είναι η Ελλάδα, εγώ είμαι άνεργος», είπε. Τον άκουσα, δεν τον ήξερα.

ICH BIN ARBEITLOS. workLESS. NIE TRAVAIL.

B... Bread. L... Life. E... End.

Να πάρε! Θεώρημα του Θαλή, αντί πινακίου φακής. Εδώ έχουμε κι άλλα: 

τα τέσσερα ριζώματα του Εμπεδοκλή – εικονογραφημένα, παρακαλώ!

– Κλικ Σωκράτους

– Κλικ Ζήνωνος

– Κλικ Αθηνάς

– Κλικ Συντάγματος

– Κλικ nothing.

H θάλασσα σε αφίσα, λεωφόρος σε καρτ-ποστάλ. Η Ελένη – mobile selfie

Αγόρασε εφημερίδα. 

Χαυτεία – μια γυναίκα τον ρώτησε:

– Τι ώρα είναι;

– Πολύ νύχτα, της είπε.

Ergo Cogito Sum.

(ή ERGO COGITO SUM?)

Είδα τον Άρη Κωνσταντινίδη να ανεβαίνει τη Σόλωνος, μεσημέρι.

Ανέβαινε προς τον ουρανό.

Ο θόρυβος τών λεωφορείων.

Ο ήχος των βημάτων.

Ο μονόλογος τού πλήθους.

Fin

.

.

.


ΣΚΟΥΡΙΑΣΜΕΝΟ ΦΩΣ ΣΤΗΝ ΟΜΟΝΟΙΑ


στον ήχο του τρόλεϊ έτριζαν τα κόκκαλα τής γιαγιάς μου

που κουβάλησε τη Σμύρνη σε μαύρη μαντήλα

κι άφησε μνήμες στα παγκάκια τής Νέας Ιωνίας

αδιάβαστες, σαν προκηρύξεις χωρίς ταυτότητα.

όχι, δε φταίει η ιστορία. φταίει που ακόμα τη γράφουν με αίμα.

κι ο άστεγος σ' ένα κουτί Nike

γράφει «ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΖΩΗ» με μαρκαδόρο

δίπλα σε γκράφιτι:

"Η ΠΟΙΗΣΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑ. ΕΙΝΑΙ ΧΡΕΟΣ."

στα φανάρια, κόκκινο για τον πεζό

τον άκουσα:

"έλα ρε, κι αυτοί οι άνθρωποι γιατί δεν πάνε σπίτια τους;"

ποια σπίτια;

αυτά με τις κουζίνες

και τα ενεχυροδανειστήρια στις καρδιές;

δεν είμαι ποιητής. είμαι σεισμογράφος με νεύρα.

στα Εξάρχεια πουλούσαν ελπίδα σε φακελάκια

κι ο Αριστοτέλης είχε γίνει delivery boy

με κουπόνι για τη ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

"1+1 δώρο. μόνο σήμερα."

στα Προπύλαια

ένα παιδί φώναξε:

"δε θέλω μέλλον, θέλω παρόν"

και το πήραν με κλωτσιές

Σόλωνος – Πανεπιστημίου – Ακαδημίας

κλικ κλικ κλικ

σαν παλιό φλας που καίει την όραση

μα δεν τραβάει τίποτα

παρά μόνο αναμνήσεις σε καραντίνα.

τους είδα όλους.

τη Γωγού με το τσιγάρο να ψάχνει

τον Καρυωτάκη να ξεχνάει

τον Πουλαντζά να πέφτει ξανά και ξανά

τον Μπελογιάννη με λουλούδι κι αλυσίδα

και σ' εμάς; ούτε λουλούδι, ούτε αλυσίδα.

μόνο scroll.

η Αθήνα δεν πεθαίνει.

σαπίζει.

κι εμείς την τραβάμε selfie.

Ομόνοια:

ένα ρολόι χωρίς δείκτες

μια πλατεία χωρίς απαντήσεις

κι εγώ

—εσύ

—όλοι μας

χωμένοι ως τον λαιμό

σε μια πατρίδα

που 'γινε παγίδα.

Τέλος ποίησης.

ή

Αρχή τής σιωπής.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelus


ΑΝΘΡΩΠΟΦΑΓΟΙ ΧΑΡΤΕΣ


στου Ψυρρή ένα παιδί πουλούσε

το μέλλον του για 2 ευρώ και μια ανάσα

χωρίς κάμερα.

«μη με δείξεις, κυρία

θα με πάρει η πρόνοια»

η πρόνοια δεν παίρνει,

ξεφορτώνεται.

στα Χαυτεία

ο ήλιος ανατέλλει σ’ ένα ποτήρι Τζόνι

και το αίμα στον αστράγαλο

μιας τραβεστί

λέει την ιστορία καλύτερα

απ’ τα βιβλία Ιστορίας τού Υπουργείου

(με κόκκινο στυλό).

στατιστική:

1 φοιτητής κάθεται σ’ ένα πεζούλι

2 άντρες ψάχνουν για μεροκάματο

3 γυναίκες πουλάνε το σώμα τους

4 τουρίστες φωτογραφίζουν την πτώση

κανείς δεν ξέρει τον γείτονά του

Ο Κάφκα στον Άγιο Παντελεήμονα

κοιμάται με το φως ανοιχτό

και τα Εξάρχεια

δεν έχουν πια ούτε μολότοφ

ούτε λόγο.

τι απόμεινε;

ένα φάντασμα με ράστα

που φωνάζει «Ασφάλεια!»

σε μια γλώσσα χωρίς γράμματα

σε μια χώρα με σημαία ξεσκισμένη

μεταξωτή,

made in Bangladesh.

κι εγώ;

Εγώ έμαθα να μην εμπιστεύομαι

ούτε το ρολόι μου.

Η ώρα εδώ,

δεν είναι ποτέ τώρα.

είναι πάντα λίγο μετά το τέλος.

και δεν λέει να περάσει.


ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΒΑΛΕ ΒΕΝΖΙΝΗ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΑΣ


και τους είπα "όχι", αλλά είχαν ήδη κλείσει οι κάμερες.

ασπρόμαυρα φανάρια

λάμπουν στη γωνία τής Αριστοτέλους

όπου ένας μετανάστης

πουλάει τριαντάφυλλα σε νεκρούς.

Κάτω από την Ομόνοια

τρέχουν οι σωλήνες τού ΔΝΤ

και το αίμα στάζει σε δόσεις

24 άτοκες

με υπογραφή ψυχοφαρμάκου.

Πέρασε η Ελένη,

γύρισε και είπε:

 «Σήμερα δεν πηγαν τα παιδιά σχολείο.

Τα ’φαγε ο σεισμός τού ενοικίου».

Στα Εξάρχεια,

κάποιος φώναξε το όνομα τού Νίκου,

αλλά ήρθε ένας ασφαλίτης

και τον συνέλαβε για ποίηση.

-τι ώρα είναι;

-Πολύ νύχτα.

Στις στάσεις δεν περνάνε πια λεωφορεία,

μόνο ΜΑΤ

Ο μπαμπάς μου είχε πει: «να είσαι τίμιος και θα σε φάνε.»

Κι ήμουν.

Και με φάγανε.

Ονειρεύτηκα τον Πουλαντζά

με ένα πιστόλι στον κρόταφο

και την Ηλέκτρα που σκούπιζε το αίμα

Λουτρό τών Μυκυνων

Στην Αχαρνών

ψάχνουν οι γέροι για οστεΐνη

στα σκουπίδια

και στις οθόνες τρέχουν διαφημίσεις

για μπάρες πρωτεΐνης.

Επανάσταση σε μορφή σνακ.

Καποιος είπε "πατρίδα",

και γέλασε ο κουτσός στη Σόλωνος.

Καποιος είπε "Δικαιοσύνη",

και πήγε στο ψυχιατρείο.

Είμαστε γενιά

που μάθαμε να πεθαίνουμε σιγά

για να μη διαταράξουμε

την οικονομική ανάκαμψη.

Η μάνα μου έκρυβε τα λεφτά

κάτω απ’ το στρώμα.

Εγώ τα έκρυψα μέσα μου

Άκου, σου λέω 

αν δεν φωνάξεις τώρα

θα γίνει το δέρμα σου

οθόνη plasma

με mute στο στόμα

και εσύ

καρτούν

να διαφημίζεις τη σιωπή σου.

Είναι όμορφη η πατρίδα μας

όταν καίγεται.


ΒΡΑΔΥ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ


η Πολιτεία βρωμάει ιδρώτα και αίμα

απορρυπαντικό ψεύτικης ζωής

στο μετρό ένα παιδί με μάτια Χιροσίμας

τραγουδάει κάτι που μοιάζει με προσευχή

αλλά είναι "δώσε μου ένα ευρώ, ρε φίλε"

κάθε κόρνα ταξί και ένα ''σκάσε''

κάθε ρουθούνισμα τής μηχανής

και μία κραυγή από Δεκέμβρη '43

κι από Μάη '36

κι από Φλεβάρη '22

και δεν αλλάζει τίποτα ρε πούστη μου

μ’ έπιασαν τα γέλια

σε μια βιτρίνα τής Κηφισίας

όπου ο καπιταλισμός πουλάει

συνείδηση σε 12 άτοκες δόσεις

κι ένα μωρό σε καρότσι

ονομάστηκε future investor

σε μια ταράτσα τής Πατησίων

ο Marx καπνίζει Camel χωρίς φίλτρο

δίπλα του ο Νίκος Πλουμπίδης

του λέει: ''σου το 'πα, θα 'ρθουν κι άλλα χειρότερα''

κι η Μαρφίν ακόμα καπνίζει, μάνα μου

κι οι εφημερίδες λένε:

''άγνωστοι δράστες – γνωστές συνέπειες''

οι ταρίφες σε πάνε πάντα δεξιά

και τα σχολεία σού μαθαίνουν την Παναγία

αλλά ποτέ τη Λούξεμπουργκ

ούτε τη Billie Holiday

και στο Εφετείο η Δικαιοσύνη φοράει Ray-Ban

για να μην τη δουν να κλαίει

ή να γελάει

 Είμαι η φωνή σου

όταν δεν σ' αφήνουν να μιλήσεις

πάλι κατουράω αίμα από το πολύ

"ναι"

και σκέφτομαι πόσες χειραψίες

μπορεί να χωρέσει μια κρεμάλα

Στα Εξάρχεια, οι τοίχοι φωνάζουν ακόμα

και η Κατερίνα -κάπου εκεί ανάμεσα στα σπρέι και τα γκράφιτι-

σου ψιθυρίζει:

"μην τους πιστέψεις, ποτέ.

ούτε όταν χαμογελάνε.

ειδικά τότε."

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Θραύσματα Φωνων


1

στην αρχή ήταν μια λέξη

και μετά δύο σειρήνες που χόρευαν στο σταθμό Λαρίσης.

απροσδιόριστες—σαν τα σύνορα μεταξύ πατρίδας και μνήμης.

ξεχασμένα κλειδιά,

δίπλα σε αποδείξεις καφέ και

μία φωτογραφία τής Πλατείας Κουμουνδούρου το 1959.

—Ο κόσμος σου είναι ένας καθρέφτης χωρίς πρόσωπα.

ςπό τη Σωκράτους, ανέβαινε ένας σκελετός

ντυμένος με φύλλα εφημερίδας:

«ΚΑΤΑΡΓΕΙΤΑΙ Η ΕΛΠΙΔΑ»,

έλεγε ο τίτλος,

κι από κάτω ένα χαμόγελο—κοινοτικό, Ευρωπαϊκό,

ψεύτικο σαν τις μπανάνες τού 1980.

Γραφομηχανές έγραφαν ακόμα:

EGO SUM NIHIL.

Ο Καβάφης κάπνιζε ηλεκτρονικά

και δίδασκε Instagram φιλοσοφία:

«Μη ζητάς να φτάσεις στην Ιθάκη,

κατέβα στον σταθμό Πανόρμου».

Το τραμ τής ιστορίας δεν σταματά ποτέ:

μια παλιά διαδήλωση σ’ ένα καινούργιο reel,

ο Μακρυγιάννης live stream.

Ο Πλάτωνας δικάζει τον εαυτό του

σε podcast με χορηγό σάντουιτς κοτόπουλο.

Μέσα στα στενά τής Αθήνας,

το μέλλον τρέχει ξυπόλυτο και βρίζει.

Αλλά κι η Ελένη, με μάτια σαν pixel,

πουλάει προφητείες στα φανάρια:

«Η Ελλάδα θα σωθεί από την ποίηση ή από κανέναν».

Και μετά έσπασε ο ουρανός στα δύο

και βγήκε ο Εμπεδοκλής με drone.

“Ergo sum... ή απλώς υπάρχω στο Instagram;”

Στους δρόμους—

Χαυτεία, Σταδίου, Αθηνάς—

οι λέξεις περπατάνε χωρίς σώμα,

φωνάζουν χωρίς ήχο,

ονειρεύονται με φωνή τών περαστικών:

«Δεν υπάρχει πια Ομόνοια, μόνο κυκλοφορία.»

«Η δικαιοσύνη παίζει φλιπεράκι στην Πανεπιστημίου.»

«Το αύριο αναβάλλεται λόγω καιρικών συνθηκών.»

Κι ένας ζητιάνος-Σωκράτης

κοιμάται με τα χέρια σταυρωμένα

σαν να κρατάει τη Δημοκρατία μέσα του,

μισή, ψιθυριστή,

όπως μια προσευχή χωρίς Θεό.

Η πόλη υπάρχει.

Εμείς είμαστε οι ίσκιοι της.

Οι λαβύρινθοι; Μόνο καθρέφτες.

Το κέντρο; Μια ερώτηση χωρίς απάντηση.

.

.

2


σε δρόμους που δεν χαρτογραφήθηκαν ποτέ

περπατούν ιδέες με πόδια από σύννεφο

και κεφάλια τηλεοπτικών δεκτών

τηλεκοντρόλ δαιμόνων,

συντονισμένων στη συχνότητα της Απώλειας.

ο κόσμος τελειώνει στην οδό Μενάνδρου

εκεί που η Υπατία πουλάει τα Πάντα

κι ο Ηράκλειτος εξαργυρώνει αντιφάσεις

με χαρτονόμισμα «δεν ξέρω».

Πέρασε ο Θουκυδίδης

φορώντας κράνος μηχανής,

δεν μίλησε — μόνο κοίταξε

έναν άστεγο που διάβαζε τη "Πολιτεία"

με τα δάχτυλα.

Στην Ομόνοια,

άγαλμα του Πλάτωνα παίζει λατέρνα

κι ο Αριστοτέλης πουλάει κουλούρια

«στρογγυλή λογική με σουσάμι» φωνάζει

κι ένα παιδί τον ρωτάει:

—"Daddy, ποια είν' η αλήθεια;"

κι αυτός γελάει

με όλα του τα μέλη.

σε γκράφιτι στον τοίχο τής Νομικής

γράφει: "Cogito Interruptus"

και από πάνω:

μια φωτογραφία τού Μαρξ με μπαλόνι

και κασκόλ τού Ολυμπιακού

στις στάσεις τών τρόλεϊ είναι άγιοι

και στα παγκάκια ψιθυρίζουν

στους άστεγους το Πιστεύω.

Στην Πλατεία Κάνιγγος

ο Νίτσε μοιράζει παγωτά

γεύση Αβύσσου.

Νέα Ιωνία – Νέα Σμύρνη – Νέα Γλώσσα

κανείς δεν μιλάει μα όλοι ουρλιάζουν

σε διαλέκτους Απώλειας:

"Ich bin Vergangenheit"

"Je suis le rêve oublié"

"Είμαι αυτό που ξεχάστηκε πριν γεννηθεί"

Το τελευταίο τσιγάρο καίγεται

στα χέρια της Ελλάδας,

που φοράει μαντήλι από εφημερίδες

κι ορκίζεται να μη ξαναμιλήσει

παρά μόνο με σιωπές.

Μες στο βαγόνι τού ηλεκτρικού,

ο Οδυσσέας κοιμάται

κρατώντας μια σακούλα Ζάρα

και η Πηνελόπη δουλεύει σε call center.

Σ' ένα ηχείο, η φωνή τού Πουλαντζά

αναμεταδίδεται ανάποδα:

«Είμαστε μόνοι

μες στη συλλογικότητα της λύπης.»

Ο ποιητής κατεβαίνει στο Μοναστηράκι

γράφει "τέλος"

με κόκκινο στυλό

πάνω σ’ ένα αποτσίγαρο

και φεύγει

χαμογελώντας

σε ένα άγαλμα που του έκλεισε το μάτι.

.

.

3


πέρασε  με μια τσάντα γεμάτη

ομηρικά επιρρήματα και χάπια για την πίεση.

Στουρνάρη και Μπενάκη 

ένα κορίτσι 

πουλούσε ψυχοσωματικές διαταραχές

σε τιμές φοιτητικού επιδόματος.

Στην Πλατεία Βικτωρίας

μια γιαγιά ψιθύρισε σε ένα girl-escort:

«όλα είναι ενύπνιο· και το Κράτος

κι η Σύνταξη κι η Παναγία τών Εξαρχείων»

στον Οίκο του Λόγου

μπήκε ένας τρελός ντυμένος Αριστοτέλης

και ζήτησε να επιστρέψει η Λογική

στο ένστικτο.

μνήμες που δεν έζησα με κυνηγούν

σε graffiti υποσχέσεων:

ΣΑΠΦΩ IS DEAD // LONG LIVE ΕΡΩΣ

κλικ

στα Τάρταρα τού TikTok

ο Ησίοδος κάνει live-streaming καταγγελίες

για τη μοίρα τών ποιητών.

τζάμια σπασμένα,

και πίσω τους

μια διαδήλωση από άστεγους :

ΠΑΡΤΕ ΠΙΣΩ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ – ΔΩΣΤΕ ΜΑΣ ΕΝΑ ΚΡΕΒΑΤΙ

Ομόνοια.

κύκλος φαύλος.

παράκρουση.

ένας ιερέας εξομολογεί

ένα ΑΤΜ που έκλαψε.

φωναζαν οι λέξεις στα λεωφορεία:

ΜΗ ΜΕ ΑΦΗΝΕΙΣ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΩ

κι ένας νέος στην Ακαδημίας

διάβαζε Πλάτωνα στο κινητό

και τον έπιασε κρίση πανικού.

"Δεν αντέχω άλλες ιδέες."

το Σύνταγμα έλιωνε.

όχι το κτίριο·

το νόημα.

κι ο Καβάφης ντυμένος delivery

έφερνε ειρωνεία στο σπίτι σου,

με απόδειξη.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΜΕΛΙΣΣΩΝ


στις 03:14

 ο Κηφισός ανάβλυσε ασπρόμαυρες τηλεοράσεις.

κάθε οδόφραγμα μια λέξη που δεν ειπώθηκε

κάθε λέξη, ένας κώδικας Morse για τη σιωπή.

βγήκα απ’ τη στάση "Αγνοια"

φορώντας κοστούμι απογευματινής εφημεριδας

τα περιστέρια άπλωσαν τα φτερά τους

και σχημάτισαν τη λέξη ΤΙΠΟΤΑ στον ουρανό.

την ίδια ώρα, μια κάμπια διάβαζε Καστοριάδη

σε καφενείο με σερβιτόρα τη Μήδεια.

"Η δημοκρατία αυτοτραυματίστηκε στο Σύνταγμα"

έγραφε το γκράφιτι πάνω σ’ ένα αυτόματο μηχάνημα ΑΤΜ

η Πλάκα ξύπνησε ντυμένη Παγκράτι

και το Παγκράτι ονειρεύτηκε πως είναι Βερολίνο.

Πωλείται ουρανός.

Ζητείται άσυλο για ιδέες.

Ακούστηκε η φωνή του Καρυωτάκη

από το στόμα σκύλου στην Καλλιδρομίου:

"Δεν ήμουν ποτέ αληθινός,

ήμουν η λέξη που ξέχασε να πει ο χρόνος."

ενας εργάτης φύτευε τραυματισμένα οράματα

στα παρτέρια τής Ευριπίδου.

Τι ώρα είναι;

είπε ο Χρόνος, φορώντας παλιά παπούτσια.

Είναι η ώρα τού κανενός.

είπε το Φάντασμα τής Μεταπολίτευσης,

και μπήκε σ’ ένα τρόλεϊ χωρίς προορισμό.

πούλαγαν λέξεις με το κιλό,

μα κανείς δεν αγόραζε.

ολοι ήθελαν

μόνο ένα πράγμα:

σιωπή σε μορφή πατρίδας.

LABYRINTHOS URBANOS

ένα κόκκαλο πεταμένο στὸ πεζοδρόμιο

κι ὁ Ἀρίσταρχος κρυμμένος στὴν εἴσοδο πολυκατοικίας

ὑπολογίζει ξανά τὴ γωνία τοῦ φωτός

ἀπὸ ἕναν ἥλιο ἀνύπαρκτο.

click. Συντάγματος. click. Μενάνδρου. click. Σταδιου

στὶς σκιὲς παιδιά μαθαίνουν ἀπ’ ἔξω τὰ ψευδώνυμα τοῦ μέλλοντος:

Ανεργία,

Μετανάστευση,

Ψευτο-Εὐημερία.

στην Ομόνοια, ένας άντρας ρώτησε

«Ποια εἶναι ἡ μορφὴ τοῦ θεοῦ στὸ GPS σου;»

καὶ του ἀπάντησαν

«4G, ἀλλὰ μὲ διακοπές.»

ο Ἡράκλειτος σερβίρετε στο Everest

κι ὁ Πλάτων πίνει φραπέ

ἀναλύοντας τη Θεωρία τῶν Εἰδῶν

μέσα σὲ μιὰ διαφήμιση οὐίσκι.

Σμύρνη-Νέα Σμύρνη

Ἐξάρχεια

ὅλα συνδεδεμένα μὲ ἕνα USB 

σφηνωμένο στὸν τοίχο κάποιου νεκροταφείου ἀστέγων.

Ἐν οἴδματι Ἀθηνῶν,

ὁ Ἐμπεδοκλῆς ψιθυρίζει στὸ ὑπόγειο:

"Τὰ τέσσερα ριζώματα εἶναι

κονσέρβες με ληγμένη ημερομηνία."

Ἐνῶ ἡ Υπατία

προβάλλεται σε LED ὁθόνες

διαφημίζοντας

το Αιδοιο ποὺ ἐκπτώθηκε στὸ Black Friday.

Ἐγὼ σκεφτοῦμαι, ἄρα δουλεύω;

Ἐγὼ δουλεύω, ἄρα ὑπάρχω;

Ἐγὼ ὑπάρχω, ἄρα...ποιον νοιάζει;

η θάλασσα σὲ ἀφίσα

ἡ Ἑλένη σὲ selfie

καὶ ὁ Ἀχιλλέας σερβιτόρος σὲ βραδινό μαγαζί

ποὺ ἀνακυκλώνει μουσικὴ δεκαετίας 90.

Ὁ Ἀρης Κωνσταντινίδης

ἀνεβαίνει τὴ Σόλωνος μὲ ἀνεστραμμένο σχέδιο πόλεως.

Τὸ μολύβι του τρέμει,

καὶ μέσα στὰ μάτια του ὁλόκληρα πολυκαταστήματα

καταρρέουν ὡς ἀχυρένιοι ἀεροθάλαμοι.

Κι εἶπαμεν, μεταξύ μας:

Ὁ τόπος ἐγένετο ἕνα ποίημα

γραμμένο μὲ τὴν πένα τῆς ἀπώλειας,

κι ἐμεῖς, οἱ ἀναγνώστες,

χωρὶς μνήμη

χωρὶς μετάφραση

χωρὶς λέξη.


CITY'S ECHO / ΠΟΛΗ-ΑΝΤΙΛΑΛΟΣ


μηχανές σφυρίζουν σε ρε μινόρε

οι σημαίες έχουν κοιμηθεί από χτες

στη Βικτώρια ένας άστεγος πουλάει μεταχειρισμένα όνειρα

Δελφοί → Αχαρνών → Οδός Εγκατάλειψης

τρεις λέξεις γραμμένες με αίμα σε τοίχο του Μεταξουργείου:

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΞΕΧΝΩ Ή ΤΙΠΟΤΑ

στη στάση τρόλεϊ μια γιαγιά μασάει την ιστορία

ανάμεσα σε Σικελιανό και ληγμένο εισιτήριο

οι Θεσμοί καπνίζουν slim τσιγάρα

και κοιτάνε το τέλος τού δρόμου σαν happy end

που κόπηκε στο μοντάζ

ο Σοφοκλής κλαίει σε σιγανή βροχή

έξω απ’ την Κλαυθμώνος

κρατάει τον Σαρτρ και μια τυρόπιτα

φώναξε «Είμαι Μήδεια!» και εξατμίστηκε

μέσα από τρύπα Wi-Fi του ΟΤΕ

ο χρόνος ράγισε και χύθηκε στον καφέ

ο Μπελογιάννης ζωγραφίζει λουλούδια με σφαίρες

μια φωνή απ’ τη Μενάνδρου φωνάζει "δεν υπάρχω για σένα"

στην Ομόνοια μοιράζουν πιστοποιητικά ανασφάλειας

και τότε εμφανίστηκε ένας αγγελος στην Ακαδημίας

όχι με φτερά

μα με καλώδια στο κεφάλι και καλώδια στην καρδιά

είπε:

"Χάθηκες ανάμεσα σε πεζοδρόμια και πατρίδες

μα δεν έψαξες ποτέ τον εαυτό σου στο παγκάκι"

κι έφυγε, χωρίς ήχο

χωρίς ελπίδα

μόνο με τον ήχο

τού τελευταίου τρένου

που ποτέ δεν ήρθε

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ΑΣΤΙΚΗ ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΗΣΗ / URBAN REFLUX


στις 05:42 π.μ.

ο ήλιος έπαθε μπλακ άουτ

τα περιστέρια φοράνε κοστούμια

και παίζουν Μπρεχτ στο πεζοδρόμιο

η ΔΕΗ στέλνει ειδοποιήσεις

γραμμένες σε σπασμένα καθρεφτάκια

κάθε φως που ανάβει

χάνεται κι ένα παιδικό όνειρο από μνήμη RAM

Ομόνοια – Σύνταγμα – Ασωμάτων

σ’ ένα βαγόνι χωρίς πάτωμα

ο Άμλετ ψάχνει το κινητό του

κι ο Παπαδιαμάντης τού στέλνει κονσερβα με σαρδέλες

στις οθόνες τού μετρό

διαφημίζουν "καθαρό αέρα σε δόσεις"

ενώ ο Marquis de Sade με GPS

χάθηκε στον τρίτο δακτύλιο

στις αποβάθρες, τα φαντάσματα τών προγονων μας

μαγειρεύουν φασολάδα με ήχους από TikTok

η γιαγιά μου μού ψιθυρίζει:

"όλη η ελευθερία είναι θέμα ακυρωμένου εισιτηρίου"

κάτω από το άγαλμα τού Κολοκοτρώνη

μια σαύρα γράφει ποιήματα

με τα νύχια της σε οθόνες αφής

οι αστυνομικοί την συλλαμβάνουν για

ποιητική αναρχία

στις 08:08 π.μ.

ο χρόνος κάνει αναστροφή

τα φανάρια ανάβουν μόνο όταν δεν τα κοιτάς

κι ένας άνθρωπος με κεφάλι από βινύλιο

φωνάζει:

"είμαι το remix του εαυτού μου"

κι εγώ;

εγώ κάθομαι σε ένα παγκάκι

που δεν υπάρχει

σε μια πόλη

που με ονειρεύεται


ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ / CITYFRAME


στο Κερατσίνι κάποιος μαγνητοφωνεί τις σιωπές 

τών περαστικών

το ηχείο παίζει αντίστροφα – ψίθυροι που λένε 

μην εμπιστεύεσαι το φως

ένα παιδί χορεύει στο νταβανι

η μάνα του ουρλιάζει "Θα μας βρει το αύριο"

αλλά το αύριο έχει καθυστερήσει

τρέχει στον ΗΣΑΠ ντυμένο πλανόδιος πωλητής

Ο Κάφκα πίνει φραπέ στην Πατησίων

λέει: “όλα τα μυρμήγκια έχουν ΑΦΜ”

και φτύνει μια απόδειξη στο κράσπεδο

στην πλατεία Βάθης βρέχει φακέλους

οι πιο πολλοί γράφουν ΕΝΔΟΞΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ — ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΤΑΙ

αλλά κάποιος τους ανοίγει

και βρίσκει μέσα

ένα κατοικίδιο τραύμα με όνομα ΕΥΘΡΑΥΣΤΟ


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ:

Ο Σωκράτης έπαθε burnout

η Αθηνά ψάχνει ψυχολόγο μέσω ΕΦΚΑ

ο Άδωνις πουλάει αρχαία self-help σε e-book

και ο χρόνος διαφημίζεται στο μετρό σαν app: 

“Κατέβασε τον Εαυτό Σου™”


Περαστικοί περπατούν με μάτια κατεβασμένα

όχι από ντροπή

μα επειδή τα σύννεφα γράφουν spoilers

για το επόμενο κεφάλαιο τής πόλης


και ξαφνικά

στην Ερμού

κάποιος παίζει πιάνο χωρίς πλήκτρα

το πλήθος σταματά

και για 3,4 δευτερόλεπτα

η Αθήνα θυμάται πώς να σωπαίνει


κάποιος ψιθυρίζει:

"Μη φοβάσαι την πτώση.

φοβήσου τα σκαλοπάτια που δεν οδηγούν πουθενά."


και μετά

το φανάρι ανάβει

μα κανείς δεν περνάει

.

.


ΑΓΙΟΙ ΑΛΓΟΡΙΘΜΟΙ


στον πέμπτο όροφο πολυκατοικίας στο Παγκράτι

μια webcam προσεύχεται σε pixels·

κάθε βράδυ στριμάρει αποκαλύψεις —

“το σώμα είναι ναός, αλλά με συνδρομή μηνιαία”

ο Marquis de Sade στο USB

κατεβάζει manual ηδονής

και το Wi-Fi δονείται απ’ το upload τής επιθυμίας

ενώ έξω βρέχει stories, κι όλα έχουν φίλτρο vintage αποδοχής

η Ελένη ανεβάζει ένα βίντεο

με λεζάντα: "λάμψε ακόμα και θα σε πληρώνουν γι' αυτό"

και στα σχόλια:

ένα emoji-δακρυ, ένα “θεά”, και τρεις ερωτήσεις για το παρελθόν της

ο Πλάτωνας κάνει scroll

ψάχνει Ιδέες με καμπύλες

γράφει κάτω από ένα clip:

“τι είναι αλήθεια; αυτό που επιλέγουμε να πουλήσουμε;”

στην Κολοκοτρώνη, η σιλουέτα μιας πρώην influencer

μοιράζει φυλλάδια με τίτλο:

“Η Ντροπή Είναι Υπερεκτιμημένη”

ενώ στο background παίζει ambient ήχος από likes που δεν ήρθαν

ένα ρομπότ με κοριτσίστικη φωνή

ψιθυρίζει προσφορές σε DMs

“subscribe τώρα, δες το εσωτερικό μου —

στην τιμή που αξίζει η προσοχή σου”

κάπου στην Αχαρνών

ένα graffiti λέει:

"το μέλλον θα είναι θεαματικό ή τίποτα"

κι από δίπλα, ένα QR code που οδηγεί σε live stream εξομολόγηση

και για λίγο — πολύ λίγο —

το timeline κολλάει

κανείς δεν ανεβάζει

κανείς δεν κατεβάζει

μονάχα ένα frame απόλυτης σιωπής:

που δεν ζητά τίποτα

μόνο να φανεί.

Κι αν ρωτήσεις: "ποιος πληρώνει ποιον;"

ο server γελάει.

Όλοι πληρώνουν.

Μα όχι πάντα με χρήματα.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.ncouvelis


OnlyΣκιά 


στο TikTok τής Ομόνοιας

κάποιος πουλάει εικονική εγγύτητα σε τιμή προσφοράς

κάτω απ’ τον ήλιο με φίλτρο Valencia

η Αφροδίτη έχει account

φοράει pixelated φτερά

και λέει “don’t judge me baby, ο έρωτας είναι content”

ενώ το pose της μαζεύει καρδιές

που στάζουν από τις οθόνες σαν υγρό λάικ

στην Πανεπιστημίου, μια influencer ουρλιάζει

“το σώμα μου είναι ιδέα — η ιδέα μου έχει συνδρομή”

και το κοινό ψηφίζει με swipe:

ΑΞΙΖΕΙ ή ΣΚΡΟΛΑ ΠΙΟ ΠΕΡΑ

ο Σωκράτης κάνει live

σε ένα dark room γεμάτο emojis

ψάχνει subscribers

που να πληρώνουν με αλήθειες

κάτω απ’ το hashtag 

ο Πλάτωνας χορεύει με ring light

και λέει: “η σπηλιά ήταν απλώς το πρώτο studio”

ενώ από πίσω του καίγεται το timeline

κάθε like

είναι και μια εξη προς το άγνωστο

κάθε comment

ένα φάντασμα που φωνάζει “ΠΡΟΣΕΞΕ ΜΕ”

με φωνή bot

η Αθήνα γεμάτη QR codes

που οδηγούν σε ψεύτικες ευτυχίες

και σε exclusive περιεχόμενο για λίγους

όπου η μοναξιά γίνεται curated εμπειρία

ένας κλόουν με ringlight φτερά

γράφει στην πλατεία Συντάγματος:

“το κορμί είναι πατρίδα — και η πατρίδα σε live stream”

και στο τέλος,

κάποιος ανεβάζει story:

μια καρέκλα άδεια

και λεζάντα: “Εδώ καθόταν η αθωότητα — πριν ζητήσει verified badge”

Σημείωση προς το μέλλον:

τα likes θα τελειώσουν

το upload δεν θα ολοκληρωθεί

και θα χρειαστεί να αγαπήσουμε ξανά

χωρίς Wi-Fi.

.

.


 ψηφιακή επιδερμίδα


στο δάσος τών pixels,  βγάζει τη μάσκα

δέρμα από φωτόνια και ψίθυρους αποθεμάτων,

το σώμα της ένα φόρουμ με κλειδαριές και κλειδιά,

οι άδειες καρδιές κάνουν subscribe σε κάθε της αναπνοή.

το δωμάτιο μυρίζει αλγόριθμους και νερό αβύσσου,

ένας κροκόδειλος φοβάται μήπως χαλάσει το filter,

το φως τρεμοπαίζει, το like πέφτει σαν βροχή,

και οι σκιές τών followers τεντώνονται σαν δάχτυλα στο δέρμα της.

μια αράχνη πλέκει stories από γυμνά emojis,

κάποιος παίζει σαξόφωνο στο background τής live μετάδοσης,

η πόλη κοιμάται σε fullscreen mode,

και η αγάπη πωλείται σε πακέτα – με bonus τα μυστικά.

κάπου, στη γωνία, η νύχτα κάνει repost την ίδια ψευδαίσθηση,

και το άβαταρ της μοιάζει με κοχύλι που χάνει την αντήχηση,

η μοναξιά περνάει checkout, φοράει ετικέτα 'exclusive',

και το αύριο φορτώνει buffering — χωρίς skip.

η πόλη διαβάζει την bio, παίζει rewind το παρελθόν,

και το σκοτάδι τυλίγεται σε κώδικες:

«Μην εμπιστεύεσαι το streaming της ψυχής,

το μόνο που μένει είναι η εικόνα — και αυτή πουλάει.»


ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΜΟΤΙΦ

,

μια φωτεινή βιτρίνα αναβοσβήνει: προσοχή, εθισμός!

η κάμερα δεν κοιμάται, τραβάει τη νύχτα σαν μετάξι,

και οι ψυχές γυμνές ξεπουλιούνται σε followers που δεν υπάρχουν

η κοπέλα με το φτερό τού φεγγαριού φοράει μάσκα από pixels,

και χορεύει πάνω σε κάλτσες με hashtag αστερι με λαμψη

τα δάχτυλα της παίζουν ένα τραγούδι που κανείς δεν ακούει,

μόνο τα bots κρατάνε το ρυθμό και γλείφουν τη δόση.

στο βάθος, ένας άντρας με κοστούμι από σπασμένα likes,

ψιθυρίζει στο μικρόφωνο: "Είσαι η κυρία τού εικονικού πάθους,

μα ξέρεις, εδώ το χρήμα μυρίζει σαν ψευδαίσθηση" —

και πετάει στο κοινό μια φωτογραφία που καίγεται.

το άβαταρ τής αγάπης φοράει μάτια από pixel dust,

και μέσα στα chat rooms καίγονται μυστικά σαν φλόγες,

μα κανείς δεν τα συλλέγει, γιατί ο χρόνος εδώ είναι selfie,

και οι καρδιές μας κολλάνε σαν emojis σε μια οθόνη 

που δεν κοιμάται.

ένα like πέφτει βροχή, και ένα άλλο χάος γεννιέται 

στο onlyFans της ψυχής, όλοι είμαστε και θεατές και παιχνίδι,

μια πόλη από pixels που χορεύουν χωρίς σώμα,

κι η σιωπή ακούγεται σαν το βουητό ενός ρημαγμένου προφίλ..

.

.

.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου