I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Τρίτη 16 Μαρτίου 2021

20-LITTERATURE - ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ- ΚΕΙΜΕΝΑ- TEXTS-Χ.Ν.ΚΟΥΒΕΛΗΣ-C.N.COUVELIS . ΜΕΡΟΣ 20 PART 20


.

20-LITTERATURE - ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-
ΚΕΙΜΕΝΑ- TEXTS-Χ.Ν.ΚΟΥΒΕΛΗΣ-C.N.COUVELIS
.
ΜΕΡΟΣ 20
PART 20

.

.


ΠΙΝΟΚΙΟ.ΑΥΤΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΨΕΜΑΤΑ ΑΛΛΑ ΟΥΤΕ ΚΑΙ ΑΛΉΘΕΙΕΣ

-κειμενα-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Διάβασα τις Περιπέτειες του Πινοκιο.Την Ιστορία μιας μαριονέτας

του Κάρλο Κολοντι

Carlo  Collodi 

Le  avventure  di  Pinocchio 

Storia  di  un  burattino(1883)


και φυσικά τα ψέματα του Πινόκιο και φαντασθηκα την επιμήκυνση

της μύτης του κάθε φορά


XVII 

....

. Poi dice  una bugia 

e per  gastigo gli cresce  il  naso


Ύστερα λέει ένα ψέμα 

και για τιμωρία του μεγαλωνει η μυτη


τα ψέματα είναι ζωτικά θα λέγαμε,

αναγκαία στην διαδικασία ωρίμανσης,

τα αθώα παιδιά(που καθόλου δεν είναι αθώα)λένε ψέματα,

καταφεύγουν στο ψέμα για να προκαλέσουν μια ενέργεια υπέρ τους,

είτε να ικανοποιήσουν μια επιθυμία τους είτε να αποφύγουν μια δυσκολη

κατάσταση γι'αυτα

Και στις δύο περιπτώσεις η ψυχαναλυση(του Sigmund Freud)τεκμαιρει ότι

ο φόβος του ευνουχισμού προκαλεί αυτόν τον ψευδισμο

-θέλω κάτι(μου λείπει) ψεύδομαι για να το αποκτήσω

-εχω κάνει κάτι επιλήψιμο(για το οποίο θα τιμωρηθω,θα ευνουχισθω)

ψεύδομαι για να αποφύγω την επίπληξη(την τιμωρία μου,τον ευνουχισμο

μου)

Αυτή είναι η τριμερής διαίρεση του ψυχισμού(της οντότητας) του ανθρώπου:

Αυτό(Es, Id)-Εγω-Υπερ Εγώ

Το Αυτό εκπροσωπεί το Ασυνειδητο,το αρχέγονο βασίλειο του μη λογικού,

απρόσιτο,άγνωστο,άχρονο,ενορμητικο,κυριαρχουμενο από την Libido,

ανεξέλεγκτο,

Το Αυτό εκπροσωπεί το Συνειδητό,υπακούει στην Αρχή της Αυτοσυντήρησης,

εκδηλώνεται με τη λογική,αναβάλλοντας την ενστικτώδη συμπεριφορά

στις εσωτερικές και εξωτερικές επιδράσεις,αντιλαμβάνεται το σώμα ως

διακριτή ολότητα,Εγώ είμαι Αυτός

Το Υπέρ Εγώ λογοκρίνει το Εγω,είναι αυστηρός Κριτής του και το απειλει

με Τιμωρία(ευνουχισμο),απαγορεύει

Στοιχειώνεται καταρχήν από την βρεφική και παιδική,προ λογικη,ηλικια

από τον πατέρα(Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα,Σύμπλεγμα της Ηλέκτρας) 

και μετασχηματίζεται στην Ηθική,στις Κοινωνικές Υπερδομες,Νόμοι,

Κράτος,Θεσμους Καταστολής,Εκπαίδευση,Στρατός,Αστυνομία,Φυλακή


Το Αυτό μου ζητάει την ικανοποίηση του

Το Εγώ λογοκρίνει την πραγματοποίηση του

Το Υπέρ Εγώ θα επιβάλει την τιμωρία του

...........

Στο προλογικό στάδιο του παιδιού,το παιδί ψεύδοντας παρακάμπτει,

αναβαλει,την τιμωρία του και επιδιώκει την πραγματοποίηση της επιθυμίας

του


Ο Πινόκιο είναι ξύλο,απελεκητο,αρχέγονο,ασυνείδητο,Αυτό I'd

Ο Geppetto το σκαλίζει σε μαριονέτα ,το Εγώ του

Το Υπέρ Εγώ η Άκαμπτη Οργανωμένη Κοινωνία του απαγορεύει


Του προετοιμάζει την μεταμόρφωση του από ατιθαση μαριονέτα που ψεύδεται

σε κανονικό παιδι,στις τέλος της Ιστορίας


Εν τω μεταξύ ψευδεται με ταυτόχρονη επιμήκυνση της μυτης


Τα ψεύδη γενικά κατηγοριοποιουνται από τα καθημερινά(άνευ συνεπειών)

όπως:

-τι κάνεις;

-καλά(κι ας μην είναι καλά)


-μην ανησυχείς σε λίγο θα έρθω

(και το λίγο είναι...αιώνας)


κλπ κλπ


Έχουμε και τα Κατά Συνθήκη Ψέματα (του Nordau Max)

Δεν λες την Αλήθεια,Ψευδεσε,για μην προκαλέσεις κακο

Όπως ο γιατρός αποκρύβει σε ασθενή του την αλήθεια,πόσο κρίσιμη είναι

η κατάσταση του


Και φυσικά,στην Ανώτατη Βαθμίδα,

τα Μεγάλα Ψευδή,

που αλλάζουν ριζικά τον Κόσμο και τη Ανθρωπότητα,

τη ζωή ανθρώπων,

Ιδού ο Αντισημητισμος των Ναζί

Ο Σταλινισμός με προεξάρχοντα τον Λαβρεντι Μπέρια και τον Ιωσήφ

Στάλιν

Το Watergate του Nixon

Τα πούρα του Clinton

Οι Χούντες

Η Παλιότερη και Νεώτερη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος 

Τα Περί Ω! COVID


Και επειδή τα Ψέματα δεν κόβονται συνεχιζουμε


Η ξύλινη μαριονέτα με τη μεγάλη μύτη που λέγονταν Πινόκιο,

είχε πλήρη ελευθερίας εκφρασης στα ψέματα,αναστατωνοντας την Τοσκάνη

της Ιταλίας,περί το 1883,βασανίζοντας τον 'πατερα του'μαστρο Geppeto,

βέβαια κι αυτός δεν καλοπέρασε,ποτε του πέταξε η ομελέτα που τηγάνισε

από το παράθυρο,

για αρκετό καιρό ήταν γάιδαρος που τον πέταξαν στη θάλασσα να πνιγει

για να κάνουν το δέρμα του ταμπούρλο

κι άλλα πολλά να μην τα φανερωσουμε όλα,(γιατί θα πρέπει να αγορασετε

κάποτε και το βιβλίο για να δείτε ας σας λέω ψέματα)

και πάντα του επιμηκύνονταν η μύτη και τον καταλαβαιναν,


λεει ψέματα το παιδί να η μυταρα του


Μονοχειστε το,απειλούσαν παλιότερα οι μεγάλοι τα ατίθασα παιδια


Να δω τη μύτη σου αν λες ψέματα

Και την ζουμπαγαν κι αν ήταν κόκκινη,

Να κακό παιδί πάλι ψέματα είπες


(Κατά την Θερμογραφια του Ανθρώπινου σώματος τα εντονα συναισθήματα προκαλούν θερμοκρασιακές αλλαγές σε διάφορα μέρη του σώματος

Το ψέμα κοκκινίζει τη μύτη παράπλευρα και αποκαλύπτεται με τις περαιτέρω

νουθεσίες έως... ξυλο)


Ο Πινόκιο δεν αγαπούσε το σχολείο,του στερούσε τη φαντασία στα...ψέματα,

τον μάθαινε να αναβάλει τις επιθυμίες του


One Stop:


Στη αρχική έκδοση του βιβλίου ο Πινόκιο τιμωρειται σκληρά,

Ιδού το χρονικό:

Ο Geppeto του θεραπεύει το σπασμενο(η' κάτι τέτοιο,νευροκαβαληκεμενο,

να μην λέω ψέματα)ποδι,σηκώθηκε και χόρευε,τον βλέπουν οι καραμπινιεροι,

αυτος γιατί κουτσαινει;,α τον κακοποιεί ο πατέρας του,Geppetto,

να επιβληθεί ο Νόμος Περί Κακοποίησης Ανηλικων,συλαμβανουν παραταυτα

τον άμοιρο,(αυτό είναι αλήθεια) Geppetto και τον κλείνουν στη φυλακη

οπου πεθαίνει,

ο Γρύλος ο Cricket πιάνει τον Πινόκιο και τον συμβουλεύει,ηθική κατήχηση,

Παιδί μου,δεν είναι σωστά πράγματα αυτά,του Θεού,

ο Πινόκιο δεν μασάει απ'αυτα,απ'τό'να αυτί έμπαιναν απ'τ'αλλο έβγαιναν

επεμενε ο Cricket,παιδί μου,πρέπει...

και πάνω στο πρέπει παίρνει φωτιά ο Πινόκιο αρπάζει ένα σφυρί και

συντρίβοντας το κεφάλι του Cricket του καταστρέφει το Κέντρο του

Λογου,της Λογικής

Και βέβαια μετα την Ύβρη,την Ατη,την Νέμεση,επέρχεται η Τειση,η Τιμωρία,

η Αλεπού και ο  Γάτος τον κρεμούν σε ένα δέντρο,ξύλο,

Ξύλον ην και εις Ξύλον απελευσεται


Κύριε Κάρλο Κολοντι,είπαν οι εκδότες,τώρα μην μας τα χαλάς με τέτοια

ακατάλληλα για τον παιδικό ψυχισμό,καταστραφηκαμε,εμείς επενδύσαμε

στον τεράστιο αναγνωστικό κοινό των παιδιών,δεν θέλουμε θρίλερ,

διδακτική ιστοριουλα θέλουμε,εύπεπτη,αλλάξτε σας παρακαλούμε

το Thriller End σε Happy End,

Αλλιώς The End η συνεργασία μας

Δεν θα πληρώσουμε τα απωθημένα σας για τα ψέματα των πολιτικών

και στρατιωτικών που συναναστρέφεστε,για αυτά υπάρχουν άλλοι

αρμοδιοτεροι να ...ψευστουν για να μην αποκαλυφθούν


Τι να κάνει ο άνθρωπος,έξοδα προς το ζειν είχε,λογοτεχνική φιλοδοξία ειχε,

έπειτα και ηπιότερα επιτυγχάνει τον στόχο του,σαφώς πλην εμμέσως

δείχνει τους επικίνδυνους ψεύτες της κοινωνίας

Ούτε γάτα ούτε ζημιά

Στην δεύτερη,και τελική εκδοχή,τα αίματα τέλος,τα ψέματα στη διαπασων

και στο τέλος το Happy End,

Η Γαλάζια Νεράιδα μεταμορφώνει την ξύλινη μαριονέτα με το όνομα

Πινόκιο σε Άνθρωπο με το όνομα Πινόκιο

και φυσικά τη μυταρα,είναι σήμα κατατεθέν


(Τώρα,και δεν θα αναφερθούμε περαιτέρω,στη ταινία Pinocchio του 1945 

η Disney έκανε ως συνήθως τους copyright δικους της αμερικανισμους)


Αρκετά φλυαρισαμε

Ας κάνουμε νύξεις στη Φιλοσοφία Ζαμανφουτισμου του Πινόκιο

(Και για είμαστε ενταξει με τον γαλλισμο παραθέτω από το Βικιλεξικό:


ζαμανφουτισμός < γαλλική je-m'en-foutisme < ουσιαστικοποιημένη μορφή 

της εκφράσεως «je m'en fous», αδιαφορώ πλήρως, στα παλιά μου τα παπούτσια, ας πάει να γ..., στ'αρχ... μου, ή Je m'en fiche, λιγότερο χυδαίο (μιλώντας για το αντικείμενο της συζητήσεως).)


Τώρα όλα ενταξει,συνεχίζουμε με την Πινοκικη Φιλοσοφία:


στο Κεφάλαιο IV μπαίνοντας στο σπίτι ο μπον βιβερ Πινόκιο ακουει

— Crì-crì-crì!

— Chi è che mi chiama? — disse Pinocchio tutto impaurito.

— Sono io! 

-Κρι Κρι Κρι

-Ποιος είν' αυτός που με φωνάζει; -λεει ο Πινόκιο κατατρομαγμενος

 ...

— Dimmi, Grillo, e tu chi sei?

— Io sono il Grillo-parlante, e abito in questa stanza da più di cent’anni.

— Oggi però questa stanza è mia — disse il burattino — e se vuoi farmi un 

vero piacere, vattene subito, senza nemmeno voltarti indietro.


--Πες μου, Γρύλε,και συ ποιος είσαι;

-Εγω ειμαι ο Γρύλος που μιλάει και κατοικώ σ'αυτό το δωμάτιο πάνω

από εκατό χρόνια

-Ομως από σήμερα αυτό το δωματιο είναι δικό μου-λεει η μαριονετα-

κι αν θέλεις αληθινά να με ευχαριστήσεις,ξεσκουμπισου αμέσως,

χωρίς καμία δεύτερη σκεψη

σοφός όπως είναι ο Γρύλος κάνει προσπάθειες να συνετίσει το ξύλο

 Πινοκιο,αλλά που; στο βροντο,αν και ξύλο πελεκημενο

.

Ma il Grillo, che era paziente e filosofo, invece di aversi a male di questa impertinenza, continuò con lo stesso tono di voce:

— E se non ti garba di andare a scuola, perché non impari almeno un mestiere, 

tanto da guadagnarti onestamente un pezzo di pane?

— Vuoi che te lo dica? — replicò Pinocchio, che cominciava a perdere la pazienza. — Fra i mestieri del mondo non ce n’è che uno solo che veramente mi vada a genio.

— E questo mestiere sarebbe?

— Quello di mangiare, bere, dormire, divertirmi e fare dalla mattina alla sera la vita del vagabondo.


Μα ο Γρύλος που ήταν υπομονετικός και φιλόσοφος,αντί να αισθανθεί άσχημα

από αυτη την αναιδεια ,συνέχισε με τον ίδιο τόνο στη φωνή:

-αν δεν  σου αρέσει να πηγαίνεις σχολείο,γιατι δεν μαθαίνεις τουλάχιστον μία

τέχνη,τέτοια που να κερδιζεις τίμια ένα κομμάτι ψωμί;

-Θελεις να σου το πω;-απαντα ο Πινόκιο που άρχισε να χάνει την υπομονή-

από τις τέχνες του κόσμου δεν υπάρχει παρά μόνο μια που αληθινά θα 

μου πήγαινε γαντι

-Και ποια αυτή η τέχνη θα ήταν;

-Αυτή νά τρως,να πίνεις,να κοιμάσαι,να διασκεδάζειςκαι να κάνεις απ'τό πρωί

μέχρι το βράδυ τη ζωή ενός αλήτη


Μανιφέστο Αναρχίας  από ενα ξύλο και μάλιστα όχι απελεκητο

(συγνώμη για την επανάληψη,το ανέφερα και πιο πριν)


Βέβαια δεν ήταν όλα ρόδινα,κάποτε,δηλαδή στα Κεφάλαια XIV,XV,XVI,τον

κυνηγησαν assassini δολοφόνοι,τον έπιασαν και τον κρέμασαν στα κλαδιά 

μιας βελανιδιαςκαι τον παρατησαν κρεμασμένο να πεθάνει,

κι απ' τα παράθυρα της τον είδε La Bella Bambina η καλή Γαλάζια Νεράιδα,

η Fata,τον λυπήθηκε κι έστειλε το Falco το Γερακι να τον ξεκρεμασει,

Τώρα αν σας μυριζετε έρωτας,δεν θα σας πω γιατί είστε περίεργοι,έπειτα,

κι εγώ δεν ξέρω,και δεν δια!ινδυνευω την διασταση της μύτης μου να σας πω 

ναι η' οχι,γιατί ένα από τα δύο θα είναι αληθινό και το άλλο ψεματα


Θα σας παραθέσω την επιστημονικοτατη  γνωμάτευση των δύο γιατρών ,

Corvo vs Cιvetta Κορακιου vs Κουκουβαγιας μέσω αντιστρόφων Σοφισματων

Και του τρίτου γιατρού,του Grillet,την τελική ιπποκρατική γνωματευση:


κεφάλαιο XVI

 vorrei sapere da lor signori se questo disgraziato burattino sia vivo o morto!... —

A quest’invito, il Corvo, facendosi avanti per il primo, tastò il polso a Pinocchio, 

poi gli tastò il naso,poi il dito mignolo dei piedi: e quand’ebbe tastato ben bene, pronunziò solennemente queste parole:

— A mio credere il burattino è bell’e morto: ma se per disgrazia non fosse morto, allora sarebbe indizio sicuro che è sempre vivo!

— Mi dispiace — disse la Civetta — di dover contraddire il Corvo, mio illustre 

amico e collega: per me, invece, il burattino è sempre vivo; ma se per disgrazia 

non fosse vivo, allora sarebbe segno che è morto davvero.

— E lei non dice nulla? — domandò la Fata al Grillo-parlante.

— Io dico che il medico prudente, quando non sa quello che dice, la miglior cosa 

che possa fare, è quella di stare zitto. 


θελω να μάθω από σας(λέει στους τρεις γιατρούς La Bella Bambina)

αν αυτή η άτυχη μαριονέτα είναι ζωντανή η' πεθαμένη!

Σ'αυτη την πρόσκληση,το  Κορακι,κάνοντας μπροστα πρωτος,ψηλαφισε τον σφιγμο στον Πινόκιο,ύστερα τον ψηλαφισε στη μύτη,υστερα το μικρό δάκτυλο των ποδιών:κι οταν ήταν ψηλαφισμενος καλά για  καλά,πρόφερε σοβαρα αυτά

τα λόγια:

-κατα την γνώμη μου η μαριονέτα είναι στα καλά πεθαμένη :όμως αν δυστυχως

δεν ήταν πεθαμένη,τότε θα ήταν σιγουρη ένδειξη ότι είναι συνεχεια ζωντανη!

-Λυπαμαι- λέει η Κουκουβάγια- να πρέπει να διαφωνήσω με τον Κόρακα,

εξέχοντα  φίλο μου και συνάδελφο:για μένα,αντιθετα,η μαριονέτα είναι 

συνέχεια ζωντανή:όμως αν  δυστυχώς δεν είναι ζωντανή,τότε θα ήταν ένδειξη

ότι είναι πεθαμένη αληθινά 

-Και σεις δεν λέτε τίποτα;-ζητα η Fata Νεράιδα στον Ομιλουντα-Γρυλο

-Εγω λεω ότι ο συνετός γιατρός όταν δεν γνωρίζει αυτό που θα πει,το πιο

καλό πράγμα που μπορεί να κανει,είναι αυτό:να σιωπήσει.


Ας πάρουμε με τη σειρά τα πράγματα(Κατ'αναγκην αποσπασματικήν)

Δεν θα κουρασθητε,και ίσως συνεχιστε την ανάγνωση


Λοιπόν Εν αρχή:

Κεφάλαιο I


Come andò che Maestro Ciliegia, falegname,trovò un pezzo di legno, 

che piangeva e rideva come un bambino.


— C’era una volta...

— Un re! — diranno subito i miei piccoli lettori.

— No, ragazzi, avete sbagliato. C’era una volta un pezzo di legno.

Non era un legno di lusso, ma un semplice pezzo da catasta, di quelli che 

d’inverno si mettono nelle stufe e nei caminetti per accendere il fuoco e per riscaldare le stanze.


Όπως περπατούσε ο Μαστρο Κερασης,ο ξυλουργός,βρήκε ένα κομμάτι ξύλου,

που έκλαιγε και γελούσε όπως ένα μωρό


-Ηταν μια φορά...

-Ενας βασιλιας-,λένε αμέσως οι μικροί μου αναγνώστες

-Οχι,παιδιά,έχετε κάνει λάθος.Ηταν μια φορά ένα κομμάτι ξύλο.

Δεν ήταν ένα ξύλο λουστραρισμενο,μα ένα απλό κομμάτι στο σωρό,από

αυτά που το χειμώνα ρίχνουμε μέσα στις σομπες και στα τζάκια για

ν'αναψει η φωτιά και να ζεσταθουν τα δωμάτια


Είναι παραμύθι,αλλά όχι για βασιλιάδες,

Ολική Αποκαθηλωση 


Τώρα πειναει(Pinocchio ha fame)

Κεφάλαιο V


Pinocchio ha fame e cerca un uovo per farsi una frittata;ma sul più bello, 

la frittata gli vola via dalla finestra.

Intanto cominciò a farsi notte, e Pinocchio, ricordandosi che non aveva 

mangiato nulla, sentì un’uggiolina allo stomaco, che somigliava moltissimo all’appetito.Ma l’appetito nei ragazzi cammina presto, e di fatti, dopo pochi 

minuti, l’appetito diventò fame, e la fame, dal vedere al non vedere, si convertì 

in una fame da lupi, in una fame da tagliarsi οι  col coltello.

Il povero Pinocchio corse subito al focolare, dove c’era una pentola che 

bolliva, e fece l’atto di scoperchiarla, per vedere che cosa ci fosse dentro: 

ma la pentola era dipinta sul muro. Immaginatevi come restò. Il suo naso, 

che era già lungo, gli diventò più lungo almeno quattro dita.


Ο Πινόκιο πεινάει και ψάχνει για ένα αυγό να κάνει μια ομελέτα,αλλα στο πιο καλό,η ομελέτα του πετάει μέσα απ'τό παράθυρο.

Εν τω μεταξύ άρχισε να νυχτώνει,και ο Πινόκιο έχοντας θυμηθεί ότι δεν

είχε φάει τίποτα,αισθάνθηκε ένα γουργουλισμα στο στομάχι,που εμοιαζε

πάρα πολύ στην ορεξη.Ομως η όρεξη στα παιδιά περπατά γρήγορα,και 

πραγματικά,σε λίγα λεπτά,η όρεξη έγινε πείνα,και η πείνα,να βλέπεις και 

να μην βλέπεις,μετατραπηκε σε πείνα λύκου,σε μια πείνα να κοπει με 

μαχαιρι.

Ο φτωχός Πινόκιο έτρεξε αμέσως στο τζάκι,όπου ήταν μια κατσαρόλα 

που έβραζε,κι έκανε να την ξεσκεπάσει,για να δει τι πράγμα ήταν μέσα:

αλλά η κατσαρόλα ήταν ζωγραφισμένη στον τοίχο.Φανταστειτε πως

έμεινε.Η μύτη του,που ήδη ήταν μακρυά,του έγινε πιο μακρυά σχεδόν

τέσσερα δακτυλα


Ωραία Ένας Πρόγονος Σουρεαλισμός

Φαντασθητε στην ζωγραφισμένη κατσαρόλα στον τοίχο το κοτόπουλο

που είχε μέσα να είχε βράσει και να το έτρωγε και να του φαίνονταν

πεντανόστιμο.Τοτε πόσο θα είχε μακρύνει η μύτη του,θα είχε φτάσει

ως εδω στους αναγνώστες.

Μήπως έχει φτάσει; Εγώ βλέπω πάντως κάτι να έχει τρυπήσει τον

απέναντι τοίχο και προχωράει σαν τρυπάνι κατά πάνω μου

Έλα μην φοβάστε.Ενα ψέμα ειπα


Και τώρα και μια άλλη μεταμόρφωση γαιδουρινη(via Ρωμαικης εποχής

2ος αιώνας μ Χ:

'Ο Χρυσός Γάιδαρος η'  οι μεταμορφώσεις' του Απουηλιου

Βέβαια εδώ δεν έχουμε συνευρέση Λουκιου-Γαιδαρου και matrona-Πασιφαης,

ένεκα του παιδικού βιβλίου,του παιδικού ψυχισμού,και των συναφών

ηθικοπλαστικων


Κεφάλαιο XXXII Ο Πινοκιο Βέρος Σουρεαλιστής


A Pinocchio gli vengono  gli  orecchi di  ciuco, e  poi diventa un ciuchino  

vero e comincia a ragliare. —

 E questa sorpresa  quale  fu? — Ve lo  dirò  io,  miei  cari  e  piccoli  lettori:  

la  sorpresa  fu  che  a  Pinocchio,  svegliandosi,  gli  venne  fatto naturalmente 

di  grattarsi il  capo; e nel  grattarsi il  capo si  accòrse... Indovinate  un po’  di 

che  cosa si accòrse? Si accòrse  con suo  grandissimo stupore, che  gli  

orecchi  gli  erano cresciuti più d’un palmo.


Στον Πινοκιο πετάγονται αυτιά γαϊδάρου,και ύστερα γίνεται ένας 

γαιδουρακος αληθινός κι αρχίζει να γκαριζει-

Κι αυτή η έκπληξη ποια ήταν;-Αυτό θέλω εγώ να πω,αγαπημένοι μου

και μικροί αναγνώστες:

η έκπληξη ήταν ότι ο Πινοκιο ,όταν ξύπνησε,του ήρθε φυσικα να ξύσει

το κεφάλι:και ξύνοντας το κεφάλι καταλαβε...Μαντεψατε λιγο τι πράγμα

να κατάλαβε;Κατάλαβε πολύ σαστισμένος,ότι τ'αυτια του είχαν μεγαλώσει περισσότερο από μια παλαμη

 

Στο Κεφάλαιο XXXIII ο Πινόκιο είναι γάιδαρος και δουλεύει σε έναν σκληρό

Τσιρκολανο ακούει παραγγέλματα και πρέπει να εκτελεί στην εντέλεια:


— Al passo! —

Allora il ciuchino si rizzò sulle quattro gambe, e cominciò a girare intorno al Circo, camminando sempre di passo.

Dopo un poco il Direttore gridò:

— Al trotto! — e Pinocchio, ubbidiente al comando, cambiò il passo in trotto.

— Al galoppo! — e Pinocchio staccò  il galoppo.

— Alla carriera ! — e Pinocchio si dètte a correre di gran carriera. 

Ma in quella che correva come un barbero, il Direttore, alzando il braccio in aria, scaricò un colpo di pistola.

A quel colpo il ciuchino, fingendosi ferito, cadde disteso nel Circo, come se 

fosse moribondo davvero.


-Σε Βημα!-

Τότε το γαϊδουράκι σηκώθηκε πάνω στα τέσσερα πόδια του κι άρχισε να

γυρίζει γύρω από το Τσίρκο βηματιζοντας συνεχεια

Μετά από λίγο ο Διευθυντής φωνάζει:

Σε Τροχασμο!-και ο Πινόκιο, υπακούοντας στη διαταγή,άλλαξε το βήμα σε

τροχασμο

_Σε Καλπασμό!-και ο Πινόκιο γύρισε σε καλπασμό

-Σε Κούρσα!-και ο Πινόκιο επιχείρησε να τρέξει πολύ γρήγορα

Μα εκεί που έτρεχε όπως ένα βερβερινικο,ο Διευθυντής σηκώσε το χέρι,

κι έριξε μια πιστολια.

Σ'αυτη τη πιστολια το γαϊδουράκι,προσποιήθηκε το τραυματισμενο,ξάπλωσε

ακίνητο στο Τσίρκο,σαν να ήταν ετοιμοθάνατο αληθινα


Αφού σπάει το πόδι σε ένα νουμερο με τα στεφάνια,ο Τσιρκολανος πουλάει, σχεδόν τζάμπα να το ξεφορτωθεί το κουτσό γαϊδούρι

σε έναν που ήθελε να κάνει ταμπούρλο για την μπάντα,κι εκείνος σκέφθηκε 

να το πετάξει δεμένο  στη θάλασσα βαρυ με πέτρα για βαρυδι να πνιγει


Αυτά είναι τα υπολοιπα του πνιγμού καί του ταμπούρλου

Στο Κεφαλαιο XXXIV τον ρίχνουν στη θάλασσα γάιδαρο  και βγαίνει μαριονέτα,

Περίπτωση  Μετεμψυχωσης


Pinocchio, gettato in mare, è mangiato dai pescie ritorna ad essere un burattino come prima:

ma mentre nuota per salvarsi, è ingojato dal terribile Pesce-cane.

Dopo cinquanta minuti che il ciuchino era sott’acqua, il compratore disse, discorrendo da sé solo:

— A quest’ora il mio povero ciuchino zoppo deve essere bell’e affogato. 

Ritiriamolo dunque su, e facciamo con la sua pelle questo bel tamburo. —

E cominciò a tirare la fune, con la quale lo aveva legato per una gamba: e tira, 

tira, tira, alla fine vide apparire a fior d’acqua... indovinate? Invece di un ciuchino morto, vide apparire a fior d’acqua un burattino vivo, che scodinzolava come un’anguilla.

Vedendo quel burattino di legno, il pover’uomo credé di sognare e rimase 

lì intontito, a bocca aperta e con gli occhi fuori della testa.

Riavutosi un poco dal suo primo stupore, disse piangendo e balbettando


Ο Πινόκιο πέφτοντας στη θάλασσα,είναι φαγωμενος από τα ψάρια και 

μεταμορφώνεται σε μαριονέτα όπως πριν:

αλλα ενώ κολυμπούσε για να σωθεί,είναι καταβροχθισμενος από το

τρομερό Σκυλόψαρο.

Μετά από πενήντα λεπτά που η μαριονετα ήταν κάτω από τα νερά,

ο αγοραστής λέει, μονολογώντας:

-Αυτη την ώρα το φτωχό μου κουτσό γαϊδουράκι πρέπει να είναι για

καλά πνιγμένο.

Ας το τραβήξουμε λοιπόν πάνω,κι ας κάνουμε με το δέρμα του αυτό

το ωραίο ταμπουρλο-

Κι άρχισε να τραβά το σκοινί με το οποίο το είχε δεμένο από τη γαμπα:και τραβα,τραβα,στο τέλος βλέπει να βγαινει στον αφρό των νερών....

μαντεψατε;Αντί για ένα κουτσό γαϊδουράκι πεθαμένο,βλέπει να εμφανίζεται

στον αφρό των νερών μια μαριονέτα ζωντανή,που σπαρταρουσε όπως

ένα χελι.


Κι επειδη κάθε ιστορία,και κάθε παραμύθι,είιναι σε συμφωνία με την

Μορφολογία του Παραμυθιού του Ρώσου ακαδημαϊκου Βλαντιμίρ Προπ

με τις 31 λειτουργίες του,έχει  Αρχή ,Ενδιάμεσα Στάδια και Τέλος

Εδώ το Τέλος είναι Happy End

Ο Πινόκιο από ξύλινη μαριονετα έγινε άνθρωπος με σάρκα και οστα

Στο Κεφάλαιο XXXVI


— E il  vecchio Pinocchio di legno dove  si sarà  nascosto? — Eccolo là  — 

rispose  Geppetto: e  gli  accennò un grosso burattino appoggiato a una  

seggiola,  col capo girato  sur  una  parte,  con  le  braccia  ciondoloni  e  

con  le  gambe  incrocicchiate  e  ripiegate  a  mezzo,  da parere  un miracolo 

se  stava  ritto. Pinocchio  si  voltò  a  guardarlo;  e  dopo  che  l’ebbe  

guardato  un  poco,  disse  dentro  di  sé  con  grandissima compiacenza: 

— Com’ero  buffo,  quand’ero  un  burattino!  e  come  ora  son  contento  

di  esser  diventato  un  ragazzino perbene!...  — 


-Ο παλιός Πινόκιο από ξύλο που είναι τώρα κρυμμένος;-Να εκεί-απαντησε ο

Geppeto:και του έδειξε μια μεγάλη μαριονέτα ακουμπισμένη σε μια καρέκλα,

με το κεφάλι γυρισμένο σε μια μεριά,με τα χέρια χαλαρωμενα και με τα πόδια

σταυρωμένα και λυγισμένα στη μεση,που φαίνονταν σαν θαύμα που στέκονταν

όρθια,.Ο Πινοκιο γύρισε να  κοιταξει:και μετά αφού τον είχε κοιτάξει για λίγο ,είπε από μέσα του με πολύ μεγάλη ανακούφιση:

-Τι μπούφος ημουνα,οταν ημουν μια μαριονέτα! και πως τώρα είμαι χαρούμενος

να έχω γίνει ένα παιδί αξιοπρεπές!


Κι εδώ τελειώνουν Οι περιπέτειες του Πινοκιου κι αυτό δεν είναι ψέμα

Αλλά ότι εγώ διάβασα ολόκληρο το βιβλίο αυτό είναι ψέμα,

και βλέπω τη μύτη μου να μεγαλώνει


Συνεχίζοντας Αναλύοντας(Ψυχαναλυοντας)Φροιντίζοντας(τώρα αν ο Φρόιντ

λεει Ψέματα,Θεωρίες και δεν ισχύουν θα το δούμε από τη μύτη του):

Για να λέμε και την αλήθεια(και όχι ψέματσ)Οι Περιπέτειες του Πινοκιο είναι 

ένα ανοικτό έργο,ένα Τρομερό έργο,Εφιαλτικό,αυτά που συμβαίνουν τα δεχεσε επειδή ανοίκουν στο χώρο του παράξενου,του μη λογικού,στην μεγάλη δόση φαντασίας και επινόησης,ένα ακραίο λογοτεχνικό κατασκεύασμα,γοητευτικό 

και απωθητικό ταυτόχρονα,ένα φοβερό ταξίδι ενηλικίωσης,

ένα παιδί αδιαμορφωτο,ξύλο,στο προλογικό στάδιο αρνηται την δια-μόρφωση 

(συν-μορφωση)του από την κοινωνία,τους θεσμούς της,την πραγματικότητα,

δεν υπακούει στους νομούς της,και τότε όλα μπορούν να συμβούν και να μην συμβούν,και δεν ειναι τίποτα παράξενο,είναι οδυνηρό αλλά όχι παράξενο,

τίποτα δεν επεξεργάζεται με αυστηρή λογική,κυριαρχεί το αντιφατικό,

το Α είναι Α αλλά και δεν είναι Α,οι μεταβιβάσεις από την μια κατάσταση 

στην άλλη επονται με ασυπτωτικο τρόπο,αλλά λογικό,συνεπές,με το ύφος της ιστορίας,και το σκοπό της,

ο Πινόκιο δεν λέει Ψέματα,Δεν αποκρύβει κάτι,και λέει γι'αυτό κάτι άλλο,

Το Ψέμα είναι Οι Περιπέτειες του Πινόκιο,Απίστευτες,άρα Ψεύτικες,Δεν

μπορούν να Συμβούν,άρα ότι Δεν Συμβαινει και παρουσιάζεται ότι Συμβαίνει

είναι Ψέμα,

Ψεύτης είναι ο Συγγραφέας,ο Κάρλο Κολοντι,φυσικά όχι με την Ηθική και Ανθρωπολογική έννοια,ούτε με την Λογική,αφού η Λογική,αυτό το διαμορφωμένο ανθρώπινο στάδιο εδώ είναι ανύπαρκτο,δεν υπακούετε,

ο Πινόκιο όταν λέει ψέματα μεγαλώνει η μύτη του,ο Πινόκιο λέει ψέματα,

ζει,βιώνει,ψέματα,αντιδρά με ψέματα στην ορμή του να ξεφύγει,να αποκτήσει

Εξουσία,και τότε ο Φαλλος,η μύτη του,Εμφανίζεται,κυριαρχείται από τις

Ορμές,τα Ορμεμφυτα,του Id,το Φρουδικο Αυτο,αντιστέκεται στη διαμόρφωση

του Εγώ στη σύγκρουση του,στην επαφή,με το Πραγματικό,εκεί θα παρουσιασθεί

Τεράστιο Απαγορευτικό το Υπέρ Εγώ,οι Άλλοι τι Επιβάλουν στο Αυτό,πως του Απαγορευουν την Τρομακτικη Εμφάνιση του,τότε ότι Συμβαίνει,κι αυτό διαβάζουμε,Είναι Εφιαλτικό,μια κόλαση ζει ο Πινόκιο,Οι Περιπέτειες του Είναι

Εξωπραγματικές,μη διασκεδαστικές,ένα μαρτύριο,ένας κόσμος βασανισμων και σκληρότητας,ο αγαθός Geppetto υποφέρει ως 'πατερας του' τα πάνδεινα από το 

άναρχο 'παιδι τόυ'-ξυλο,Το Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα Πραγματοποιήτε,Ο Γιος σκοτώνει τον Πατερα,ο σοφός Cricket o Γρύλλος το ίδιο,ακυρωνεται,

σκοτωνεται,Το Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα Πραγματοποιηται Συμβολικά,

παντού καραμπινιεροι του Υπέρ Εγώ,quattro mesi di  prigione τέσσερις μηνες

στη φυλακα

στο Εγώ οι assassini δολοφόνοι τον κρεμούν σε δέντρο βελανιδιάς,

μεταμορφώνεται σε γαϊδούρι,έστω και cuchino γαϊδουράκι,

ο Τσιρκολανος τον κακομεταχειρίζεται,εξαναγκαστικος Βηματισμός,

Τροχασμος,Καλπασμός,Γρήγορο Τρέξιμο,— Al passo! — Al trotto! — Al galoppo! 

— Alla carriera !

τον  πετουν στη θάλασσα να πνιγει και το δέρμα του να γίνει ταμπούρλο,κινδύνεψε να τον τηγανίζουν σαν ψάρι

XXVIII Pinocchio corre  pericolo di  esser fritto in padella,  come  un pesce,

πράγματα ψέματα,αλλά στην ιστορία συμβαίνουν είναι πραγματικά,αλήθεια,στη ιστορία ισχύουν άλλοι φυσικοί και ψυχολογικοί νόμοι,

ότι από το Λογικό Α δεν εξάγεται εδώ εξάγεται,ότι δεν ερμηνεύεται με την Λογική Δεν Είναι Ψέμα,Είναι Αλήθεια,επομένως όλα τα Ψέματα του Πινόκιο,

δηλαδή Οι Περιπέτειες του Πινόκιο Είναι Αλήθεια,

κάποτε εμφανίζεται και η Γαλάζια Νεράιδα,ο καλός βοηθός,σύμφωνα με τις 

31 λειτουργίες της Μορφολογίας του Παραμυθιού κατά τον Προπ,

αυτή με την μεταμορφωτικη της ικανοτητα (το μαγικό ραβδάκι της Νεράιδας) θα δράσει καταλυτικά και θα μεταμόρφωσει την μαριονέτα Πινόκιο από ξύλο 

σε un  ragazzino perbene,ένα αξιοπρεπές παιδί,κανονικό,κανονισμένο στους Κανόνες,ενηλικιώθηκε,

το Ψέμα Τελείωσε,ήταν buffo,— Com’ero  buffo,ηλίθιο,α-νοητο,

αρχίζει,επικρατεί,ο Κανονικός Κόσμος της Αλήθειας,κανένας δεν ξεφεύγει 

απ' αυτόν,είναι Fata,πεπρωμένο,νομοτελειακά να καταληξει εκεί,

το Αυτό το I'd είναι εφιαλτικό,

το Εγώ υπό το Υπερ-Εγω είναι κοινωνικό,η κοινωνία μας,η Αλήθεια μας 

χωρίςμΨέμα,

το Άλλο είναι Ψέμα,Αυτό(όχι το Id Αυτό),το Εγώ υπό το Υπέρ Εγώ,είναι 

η Αλήθεια,

βέβαια οι αναγνώστες,οι μικροί αναγνώστες,i piccolo lettori,απολαμβάνουν 

το Ψέμα Οι Περιπετειες του Πινόκιο και ζουν,κυριολεκτικά,σε μετάβαση,

σε μετάπτωση,σε προβολή,τις εκδηλώσεις του αρχέγονου,τρομερού,

Id Αυτου πριν εκλείψει,σε Εγώ υπό το Υπέρ Εγώ, για τον Πινόκιο και γι'αυτούς 

για πάντα,

Ένα Αχαλίνωτο,Αδιαμορφωτο Ψέμα σε μια Κανονισμένη,Διαμοφωμενη Αλήθεια,

Τι χάσαμε τι κερδίσαμε;

Χάσαμε το 

Χάσαμε το Ψέμα(το Id) κερδίσαμε την Αλήθεια(το Εγω υπο το Υπέρ Εγώ)

Χάσαμε τη Φύση(τη Φυσικότητα) κερδίσαμε την Πραγματικότητα(τον Πολιτισμό)

Χάσαμε την Αναρχία Αταξια(την Ελευθερία) κερδίσαμε την Τάξη(την Συντήρηση του Συστήματος)


Τελικά,για να κλείσω,κερδίσαμε την Απόλαυση του διαβάσματος αυτού

του Καταπληκτικού Ψέματος Οι Περιπέτειες του Πινόκιο του Κάρλο Κολοντι

Λορετζινι

Από το 1883 διαβάζουμε διαβαίνοντας από το Τρομερό Ψέμα

Και είναι πολύ Γοητευτική η Επιμήκυνση της Μύτης μας


— C’era una volta...

— Un re! — diranno subito i miei piccoli lettori.

— No, ragazzi, avete sbagliato. C’era una volta la bugia


-Ηταν μια φορά...

-Ένας βασιλιάς!-,λένε αμέσως οι μικροι μου αναγνώστες

-Οχι,παιδιά,έχετε κάνει λάθος.Ηταν μια φορά το ψεμα


Αυτό(Id):


Carlo  Collodi 

Le  avventure  di  Pinocchio 

Storia  di  un  burattino


Come  andò che  Maestro Ciliegia, falegname, trovò un pezzo di  legno, 

che  piangeva  e  rideva  come  un bambino


Όπως περπατούσε ο Μαστρο Κερασης ξυλουργός,βρήκε ένα κομμάτι

ξύλου, που έκλαιγε και γελούσε όπως ένα μωρό


II 

Maestro Ciliegia regala il pezzo di legno al suo amico Geppetto, il  quale 

lo prende  per fabbricarsi  un burattino maraviglioso, che  sappia ballare, 

tirar  di scherma e  fare i salti  mortali


Ο Μαστρο Κερασης δωρίζει το κομμάτι ξύλου στον φίλο του Geppetto,

αυτός το παίρνει για να κατασκευάσει μια μαριονέτα θαυμάσια,που

θα ξερει να χορεύει,να ρίχνει τα στεφάνια καί νά κανει το πήδημα θανάτου


III

Geppetto, tornato a casa, comincia subito a fabbricarsi il burattino e  gli  

mette  il  nome  di Pinocchio. Prime  monellerie  del burattino


Ο Geppetto γυρνώντας στο σπίτι, αρχίζει αμέσως να κατασκευάζει την

μαριονετα και της δίνει το όνομα του Πινόκιο.Πρωτες αταξίες της 

μαριονετας


IV 

La storia di Pinocchio col Grillo-parlante, dove  si vede  come  i ragazzi  

cattivi hanno a noja di  sentirsi correggere  da  chi ne sa  più di  loro


Η ιστορία του Πινόκιο με τον Ομιλουντα-Γρυλο,όπου βλέπει πως τά

κακά παιδιά δεν έχουν διάθεση να διορθωθούν από αυτούς που

γνωρίζουν περισσότερα από αυτα


Pinocchio ha fame  e  cerca un uovo per farsi una  frittata; ma sul più bello, 

la frittata gli  vola via dalla finestra


Ο Πινόκιο πεινάει και ψάχνει για ένα αυγό για να κάνει μια ομελέτα:

αλλά πάνω στο πιο ομορφο, ή ομελέτα του πετάει μέσα από το παράθυρο


VI

Pinocchio si  addormenta coi piedi sul  caldano, e  la mattina dopo si 

sveglia coi piedi tutti bruciati


Ο Πινόκιο αποκοιμιεται με τα πόδια πάνω στη θερμάστρα,και το πρωί

ξυπνάει με τα πόδια παντού καμενα


VII

Geppetto torna a casa, e  dà al burattino la colazione che  il  pover’uomo 

aveva  portata


Ο Geppetto γυρνά στο σπίτι, και δίνει στην μαριονέτα το κολατσιό που 

ο φτωχός άνθρωπος είχε φερει


VIII

Geppetto rifà i  piedi a Pinocchio, e vende  la propria casacca per comprargli l’Abbecedario


Ο Geppetto περιποιηται τα πόδια του Πινόκιο, και πουλά τη καζάκα του για να

αγορασει το Αλφαβητάριο


IX 

Pinocchio vende  l’Abbecedario per andare a vedere  il  teatrino dei burattini


Ο Πινόκιο πουλά τό Αλφαβητάριο για να πάει να δει το κουκλοθέατρο


I burattini riconoscono il  loro  fratello Pinocchio, e gli fanno una grandissima 

festa; ma sul più bello, esce  fuori  il  burattinaio Mangiafoco, e  Pinocchio 

corre  il  pericolo di  fare una brutta fine


Οι μαριονέτες αναγνωρίζουν τον αδελφό τους Πινόκιο, και σ''αυτον κάνουν

μια πολύ μεγάλη γιορτή:αλλά στο πιο όμορφο, βγαίνει έξω η μαριονέτα

Mangiafoco (που φωτιές καταπίνει) και ο Πινόκιο διατρέχει τον κίνδυνο

να έχει άσχημο τελος

 

XI 

Mangiafoco starnutisce  e  perdona a Pinocchio, il quale  poi difende  dalla 

morte il  suo amico Arlecchino


Ο Mangiafoco φταρνιζεται και συγχωρεί τον Πινόκιο,ο οποίος ύστερα

υπερασπιζεται από τον θάνατο τον φίλο του Αρλεκινο


XII 

Il burattinaio Mangiafoco regala cinque  monete d’oro a Pinocchio perché  

le porti  al suo babbo Geppetto:  e  Pinocchio, invece, si lascia abbindolare 

dalla Volpe e  dal Gatto e  se ne  va  con loro. 


Η μαριονέτα Mangiafoco δωρίζει πέντε νομίσματα χρυσά στον Πινόκιο

βυζιά να τα φέρει στον πατέρα του Geppetto: και ο Πινόκιο, αντίθετα,

αφήνεται να απατηθει από την Αλεπού και τον Γατο και πάει μαζί τους


XIII 

L' osteria del «Gambero  Rosso».

Η ταβέρνα της 'Κοκκινης Καραβίδας'


XIV 

Pinocchio, per non aver dato retta ai  buoni consigli  del Grillo-parlante, 

s’imbatte negli  assassini


Ο Πινόκιο,για να μην έχει δώσει προσοχή στις συνετές συμβουλές του

Ομιλουντα Γρύλου,έπεσε στους δολοφόνους


XV 

Gli assassini inseguono  Pinocchio; e  dopo averlo  raggiunto, lo impiccano 

a un ramo  della Quercia grande


Οι δολοφόνοι κυνηγούν τον Πινόκιο:,κι αφού τον έχουν πιάσει,τον κρεμανε

σε ένα κλαδί της μεγάλης Βελανιδιας


XVI 

La bella Bambina dai  capelli turchini fa raccogliere  il  burattino: lo mette  

a letto, e chiama  tre medici per sapere  se  sia vivo o  morto


Η Bella Bambina με τα γαλάζια τουρκουαζ μαλλιά συμμαζευει την

μαριονετα και φωνάζει τρεις γιατρούς για να μάθει αν είναι ζωντανή 

η' πεθαμένη


XVII 

Pinocchio mangia lo zucchero, ma non vuol purgarsi: però quando vede  

i becchini  che  vengono a portarlo via, allora si purga. Poi dice  una bugia 

e per  gastigo gli cresce  il  naso


Ο Πινόκιο τρώει ζαχαρι,μα δεν θέλει να καθαρίσει:αλλά όταν βλέπει

τους νεκροθάφτες που έρχονταν να τον πάρουν , τότε καθαρίζει.Υστερα

λέει ένα ψέμα και για τιμωρία μεγαλωνει η μυτη


XVIII 

Pinocchio ritrova la Volpe e  il  Gatto, e va con loro a seminare  le quattro 

monete nel Campo de’ miracoli


Ο Πινόκιο ξαναβρίσκει την Αλεπού και τον Γατο, και πηγαίνει μαζί τους

να σπείρει τα τέσσερα νομίσματα στην Πεδιάδα των Θαυμάτων


XIX 

Pinocchio è derubato delle sue  monete d’oro, e  per gastigo, si busca quattro 

mesi di  prigione


Του Πινόκιο κλέβουν τα χρυσά νομίσματα ,και για τιμωρία,του καταλογίζεται

τέσσερις μήνες φυλακη


XX

Liberato dalla prigione,  si avvia per tornare  a casa della Fata; ma lungo 

la strada  trova un serpente  orribile, e  poi rimane  preso alla tagliuola. 


Απελευθερωμενος από την φυλακή, ξεκινά να γυρίσει στο σπίτι της Fata

Νεράιδας:αλλά στο μάκρος του δρόμου βρίσκει ένα τρομερό φίδι,και 

ύστερα πατάει μια παγίδα


XXI 

Pinocchio è preso da un  contadino, il  quale lo costringe a far da can di 

guardia a un pollajo


Ο Πινόκιο συλλαμβάνεται από έναν χωρικό,που τον εξαναγκάζει να 

κάνει  τον σκύλο φύλακα σε ένα κοτετσι


XXII 

Pinocchio scuopre  i ladri, e  in ricompensa di  essere  stato fedele vien 

posto in libertà

 

Ο Πινόκιο αποκαλύπτει τους κλέφτες και για ανταμοιβή να είναι πιστός

απελευθερώνεται


XXIII 

Pinocchio piange  la morte  della bella Bambina dai  capelli turchini: poi 

trova  un Colombo, che  lo porta sulla riva del mare, e  lì  si getta nell’acqua 

per andare in aiuto del suo  babbo Geppetto


Ο Πινόκιο κλαιει τον θάνατο της Bella Bambina με τα γαλάζια τουρκουαζ

μαλλιά: ύστερα βρίσκει ένα Περιστέρι που τον μεταφέρει στην ακτή της θάλασσας,κι αυτός πέφτει στο νερό για να πάει σε βοήθεια τού πατέρα

του Geppetto


XXIV 

Pinocchio arriva all’isola delle «Api industriose» e  ritrova  la Fata


Ο Πινόκιο φθάνει στο νησί των 'Εργατων Μελισσών' και ξαναβρίσκει την

Fata Νεράιδα


XXV 

Pinocchio promette  alla  Fata di  esser  buono e  di studiare, perché  è  

stufo di fare il burattino e  vuol diventare  un bravo ragazzo


Ο Πινόκιο υπόσχεται στην Fata Νεράιδα να είναι φρόνιμος και να σπουδάσει,

γιατί βαρέθηκε να κάνει την μαριονετα και θέλει να γίνει ένα άξιο παιδι


XXVI 

Pinocchio va co’ suoi compagni di scuola in riva al mare, per vedere  il  

terribile Pesce-cane


Ο Πινόκιο πάει με τους συμμαθητές του  του σχολείου στην ακτή της θάλασσας,

για να δει το τρομερό Σκυλόψαρο


XXVII 

Gran combattimento fra Pinocchio e i suoi  compagni: uno de’ quali essendo rimasto ferito, Pinocchio viene  arrestato dai carabinieri


Μεγάλη μάχη ανάμεσα στον Πινοκιο και στους συμμαθητές:,ένας απ' αυτούς

τραματισθηκε,ο Πινόκιο συλλαμβάνεται από τους καραμπινιερους


XXVIII 

Pinocchio corre  pericolo di  esser fritto in padella,  come  un pesce


Ο Πινόκιο διατρέχει κίνδυνο να τηγανισθει στο τηγάνι,όπως ένα ψάρι


XXIX 

Ritorna a casa della Fata, la quale gli promette  che  il  giorno dopo non 

sarà più un burattino, ma diventerà un ragazzo. Gran colazione  di 

caffè-e-latte per festeggiare questo grande  avvenimento


Ξαναγυρίζει στο σπίτι της Fata Νεράιδας,η οποία σ''αυτον υπόσχεται ότι 

το επόμενο πρωινό δεν θα είναι πια μια μαριονέτα,αλλά θα γίνει ένα

παιδί.Πλουσιο κολατσιό με καφέ και γάλα για να γιορταστεί αυτό το 

μεγάλο γεγονός


XXX Pinocchio, invece  di diventare un ragazzo, parte  di nascosto col 

suo amico Lucignolo per il «Paese  dei balocchi». 


Ο Πινόκιο, αντί να γίνει ένα παιδί, φεύγει κρυφά με τον φίλο του

Lucignolo για την 'Χώρα των Παιχνιδιών,'


XXXI 

Dopo cinque  mesi di  cuccagna, Pinocchio con sua gran maraviglia, 

sente spuntarsi un bel pajo d’orecchie asinine, e  diventa un ciuchino,  

con la coda e  tutto


Μετά από πέντε μήνες διασκεδασης,ο Πινόκιο,προς μεγάλη του έκπληξη,

αισθάνεται να ξεπετάγεται ένα ωραίο ζευγάρι αυτιά γαϊδάρου,και γίνεται

ένα γαϊδουράκι,με την ουρά και ολα


XXXII 

A Pinocchio gli vengono  gli  orecchi di  ciuco, e  poi diventa un ciuchino  

vero e comincia a ragliare


Στον Πινοκιο πετιουνται τ'αυτια του γαϊδάρου,και ύστερα γίνεται γαϊδουράκι

αληθινό και αρχίζει να γκαριζει


XXXIII 

Diventato un ciuchino vero, è  portato a vendere, e  lo compra il Direttore  

di una compagnia di  pagliacci, per insegnargli a ballare e  a saltare i cerchi: 

ma una sera azzoppisce  e  allora lo ricompra un altro, per far  con la sua 

pelle  un tamburo


Αφού έγινε ένα αληθινό γαϊδουράκι,το έφεραν για πούλημα,και το αγοράζει

ο Διευθυντής μιας κομπανίας παλιατσων,για να το εκπαιδευσει να χορεύει

και να πηδά τους κύκλους:μα μια βράδυα κουτσαθηκε και τότε το ξαναγορασε

ένας άλλος,για να φτιάξει με το δέρμα του ένα ταμπούρλο


XXXIV 

Pinocchio, gettato in mare, è  mangiato dai  pesci e  ritorna ad essere  

un burattino come  prima: ma mentre nuota per salvarsi, è  ingojato dal 

terribile  Pesce-cane


Ο Πινόκιο, πεταμένος στη θαλασσα,είναι φαγωμενος από τά ψάρια

και ξαναγυρίζει να είναι μια μαριονέτα:αλλά καθως κολυμπά για να σωθεί,

είναι καταβροχθισμενος από το τρομερό Σκυλόψαρο


XXXV 

Pinocchio ritrova in corpo al  Pesce-cane... chi ritrova? Leggete questo 

capitolo e lo saprete


Ο Πινόκιο ξαναβρίσκεται μέσα στο σώμα τού Σκυλόψαρου....ποιον

ξαναβρίσκει;Διαβάστε αυτό το κεφάλαιο και θα το μσθεται


XXXVI Finalmente Pinocchio cessa d’essere  un burattino e  diventa 

un ragazzo


Τελικά ο Πινόκιο παύει να είναι μια μαριονέτα και γίνεται ένα παιδί

.

.

.


David Hilbert-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis



DAVID HILBERT HOTEL.ΤΟ ΑΠΡΟOΠΤΟ ΑΠΕΙΡΟ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ήθελα να κάνω διακοπές,που να μου μεινουν αξέχαστες,

απέρριξα τα εξτριμ σπορ,ελεύθερη πτώση σε καταρράκτη,κάθετη 

κατάβασησε γκρεμό, αλεξίπτωτο πλαγιάς,άλλωστε δεν ήταν της ηλικίας 

μου,

αυτό το αξέχαστες διακοπές ήταν αόριστο,δεν ήθελα να σχεδιάζω,το 

απρόοπτο,το ξέρουμε, έχει πολλούς τροπους να εμφανισθεί,εκεί που

όλα λειτουργούν ομαλά,ξαφνικά η μεγάλη έκπληξη,και γιατί όχι η

περιπέτεια,

αγόρασα έναν τουριστικό οδηγό και τον ξεφυλλισα,τίποτα ενδιαφέρον,

και ξαφνικά βλέπω:

DAVID HILBERT HOTEL

είχε και φωτογραφία του Hotel,

αμέσως μου τράβηξε την περιέργεια,συνήθως τα Hotels διακοπών έχουν

τα tourist attractions names:,LA PARADISE,STELLA MARE, PALAZZO,

αυτό είχε το όνομα: DAVID HILBERT,

παράξενο και αινιγματικό μου φάνηκε,δεν το εξέτασα,

ετοιμασθηκα και την άλλη μέρα μετά το μεσημέρι ξεκίνησα,

η διαδρομή ήταν εξαιρετική,η απεραντη γαλάζια θαλασσα αριστερά μου,

και οι πλαγιές των βουνών  και οι πεδιάδες δεξιά μου,

έφθασα στο Hotel  όταν είχε βραδυασει,

το κτίριο ήταν  εντυπωσιακό,επιβλητικό,μου φάνηκε τεράστιο,σε όλες 

τις διαστάσεις, αλλά δεν έδωσα σημασια,

ζήτησα δωμάτιο,

ο ρεσεψιονίστ είδα που στεναχωρέθηκε,

Δυστυχώς,κύριε,είμαστε πλήρης,όλα τα δωμάτια κατειλημμένα,

Κρίμα,είπα,και ήθελα πολύ να μείνω στο ξενοδοχείο σας,άλλη φορά θα είμαι

πιο τυχερός, ευχαριστω,καληνύχτα σας

έκανα να φύγω,

Μια στιγμή,κύριε,άκουσα τον ρεσεψιονίστ,

βρήκα λύση,θα μείνετε στο δωμάτιο αριθμός 1,

μου φάνηκε παράξενο που σε ένα πλήρες ξενοδοχείο μου δώσανε δωμάτιο

με τον αριθμό 1

παρακαλώ καθίστε στο σαλόνι, περιμένετε λίγο μέχρι να ετοιμασθεί,

 ευχαριστώ

μετά από λίγη ώρα ήρθε,

έτοιμο,ορίστε,Κύριε, τα κλειδιά,καλή διαμονή,ότι χρειασθητε τηλεφωνηστε,

το δωμάτιο ήταν τέλειο,πολυτελές,

ήμουνα κουρασμένος και ξάπλωσα με τα ρούχα,πριν με πάρει ο ύπνος

διάβασα την εφημερίδα που είχα αγοράσει το πρωί,ερριξα μια ματιά στο

Χρηματιστήριο,οι δικές μου μετοχές είχαν άνοδο,

έκλεισαν τα μάτια μου,

με ξύπνησε το κουδούνι της εξώπορτας,

άνοιξα ,ήταν ο ρεσεψιονίστ,

με συγχωρείτε,πρέπει,για ανωτερους λόγους να μετακινηθειτε στο δωμάτιο 

με αριθμό 41,

μετακινήθηκα στο δωμάτιο με αριθμό 41, 

ίδιο δωμάτιο,τέλειο,πολυτελές,

πεινούσα,στο ψυγείο βρήκα γάλα και φρούτα

δεν πρόλαβα να ξαπλώσω κι άκουσα το κουδούνι της εξώπορτας,

ήταν πάλι ο ρεψιονιστ,

με συγχωρείτε,πρέπει,για ανωτερους λόγους να μετακινηθειτε στο δωμάτιο 

με αριθμό 7,

υπάκουσα,

το δωμάτιο αριθμός 7,ίδιο με το δωμάτια αριθμος 1 και 41

σ'αυτό το DAVID HILBERT HOTEL,σχολίασα κάπως.εκνευρισμενος, φαίνεται

πως έχουν εμμονή με τους αριθμούς,

ισως,σκέφθηκα και τρόμαξα,μπορεί τρομοκράτες να έχουν τοποθετήσει

βόμβες,τώρα μόνο στα δωμάτια που εμένα εγώ;περίεργο,

αλλά,χαμογέλασα,αυτό το περίεργο προκαλεί τον ενδιαφέρον,την έκπληξη,

το απρόοπτο που περίμενα από τις διακοπές μου,

έπειτα,αφού το Hotel είναι πλήρες,και με μετακινούν,από το 1 στο 41,κι 

από το 41 στο 7 κι ακόμα δεν  ξερω που αλλού,θα μετακινούν και 

τους ενοίκους στα 1,41,7  σε άλλα δωματια και φυσικά,λογικά εξάγεται,

στα 1,41 θα μετακινηθούν άλλοι  από άλλα δωμάτια 

όλος αυτός ο λαβύρινθος των μετακινήσεων και αριθμών με ζαλισε,

μου φάνηκε πως αυτή τη νύχτα θα συνεχισθεί άπειρες φορές,

ο ύπνος τέλος,

στην αρχή πανικοβλήθηκα

αμέσως το ξανασκεφθηκα και μου άρεσε

Θαυμάσιο! Καταπληκτικό!Αυτό που ήθελα!Το Απρόοπτο!

Δεν πρόλαβα να χαρω,πάλι χτυπήματα στη πόρτα

ωραία,φίλε μου έτοιμος για μετακίνηση,αγγίζουμε την απειροτητα

άνοιξα

με συγχωρείτε,είπε ο ρεσεψιονίστ,πρέπει,για ανωτερους λόγους να μετακινηθειτε  στο δωμάτιο με αριθμό...  

κοίταξε ένα χαρτί

2 εις την 7ην διάβασε, δηλαδή ο αριθμός 128,

Ευτυχώς,σχολίασα,που δεν με στείλατε στην άκρη του κόσμου,

Μα είστε ,κύριε,ήδη στο άπειρο,απάντησε ο ρεσεψιονίστ αινιγματικά

Το δωμάτιο αριθμός 128 ίδιο,τέλειο,πολυτελές, με τα δωμάτια 1,41,7 και

φυσικά,λογικά συμπεραίνω,με τα άπειρα δωμάτια που απόψε φαίνεται

πως θα μετακινηθω,μαζί με τους άλλους,που αλληλομετακινούμαστε,

Βέβαια αυτό δεν με πείραζε, αντίθετα με εξιταρε,να επιτέλους Θαυμάσιες διακοπές,

Τέλειες

Έμεινα ξάγρυπνος περιμένοντας την επόμενη μετακίνηση,

και τώρα και τώρα και τώρα και τώρα 

η εξώπορτα δεν χτύπησε

Μήπως ονειρεύομαι;

Αδύνατον,

πήγα στη τουαλέτα άνοιξα τη βρύση,την έκλεισα,βγήκα στο μπαλκόνι,

μέσα στη νύχτα το τεράστιο Hotel ένας πολυοματος δράκος,τα άπειρα

φωτισμένα παράθυρα του,

αν ονειρευόμουνα δεν θα έκανα αυτές τις συνειδητές πράξεις και σκέψεις,

στο όνειρο είμαστε σε καταστολή,ενεργούμε χωρίς τη θέληση μας,το

όνειρο μας επιβάλλεται,δεν μπορούμε ούτε να το σχεδιάσουμε,ούτε να

το καθορίσουμε,ούτε να το διακόψουμε,

εμένα τίποτα από αυτά δεν μου συμβαίνει,άρα είμαι ξύπνιος,

σκέφθηκα,πως οι άπειροι άλλοι ένοικοι,το ίδιο όπως εγώ,ήταν ξύπνιοι

και τις ίδιες με μένα θα έκαναν σκέψεις,

βγήκα στον διάδρομο, ημιφωτισμενος,

μου φάνηκε,σαν δυο άπειρες ημιευθείες με σημείο αρχής το δωμάτιο 

μου,σε αυτή τη σκέψη,την παρομοίωση, με βοήθησαν οι λίγες γνώσεις 

της Γεωμετρίας του Ευκλείδηπου είχα,

σκέφθηκα να χτυπήσω την πόρτα του διπλανού μου,αριθμός 129,

αλλά διστασα να τον ενοχλήσω,

έπειτα δεν ήθελα καμια εξήγηση,

μου έφτανε το Απόλυτο Απρόοπτο κι αυτό έπρεπε να απολαύσω,

μπήκα μέσα,έκλεισα πόρτα,

τώρα δεν περίμενα,όλα έχουν ένα όριο είπα,αν επαναληφθεί κάτι που 

σε εξιταρει,θα γίνει συνειθισμενο,ανιαρό,θα σε απογοητεύσει,

Το πρωί κατέβηκα στη ρεσεψιόν,

Καλημέρα,

Καλημέρα,απάντησε με χαμόγελο ο ρεσεψιονιστ,

Παρακαλώ να πληρώσω

Πιστεύω να σας άρεσε το Hotel μας,είπε με ύφος αυτοπεποίθησης ο 

ρεσεψιονίστ

Φυσικά,απάντησα,είμαι καταενθουσιασμένος,το αντίθετο των συνειθισμενων

Hotels,γέλασα,στα άλλα κοιμάσαι σε ένα μοναδικό δωμάτιο,εδώ δεν κοιμασαι

και μετακινησαι όλη τη νύχτα σε άπειρα δωμάτια

Μας συγχωρείτε,είπε ο ρεσεψιονιστ,ανώτεροι λόγοι

Μην στεναχωριέσαι,φίλε μου,εγώ πάντως το απόλαυσα,ήθελα αξέχαστες διακοπές και τις είχα.Ευχαριστω πολύ!και σας και το Hotel

Έφυγα και πήγα σε άλλη περιοχή και διέμενα σε ένα νορμάλ Hotel,

με ένα από τα tourist attractions ονόματα,STELLA MARE

κοιμόμουνα κολυμπούσα κοιμομουνα

άλλη μια επαναληπτικοτητα άπειρη


Πέρασα Κα-τα-πλη-κτι-κα!Ο-νει-ρο!

απάντησα καταενθουσιασμένος στον φίλο μου που με ρώτησε πώς περασα

στις διακοπές,

εκείνο το Hotel είναι το αντίθετο των συνειθισμενων Hotels,στα άλλα 

κοιμασαι σε ένα μοναδικό δωμάτιο,εδώ δεν κοιμασαι και μετακινησαι όλη 

τη νύχτα σε άπειρα δωμάτια,

επισης του διηγηθηκα,αναλυτικά,σχεδόν φωτογραφικά,για τις μετακινήσεις

στα δωμάτια1,41,7,128,

ένας λόγος που το έκανα ήταν γιατί έτσι ξαναζωνταευα αυτά που έζησα εκεί,

φίλε μου, το απόλαυσα,ήθελα αξέχαστες διακοπές και τις είχα σε υπερβολικό βαθμό,στο απειρο

Πως ονομαζεται το ξενοδοχείο;ρώτησε ο φίλος μου

DAVID HILBERT HOTEL

Ώστε αυτό είναι;είπε γελώντας ο φίλος μου,λογικό να σου συμβούν όλα αυτά

Το ξέρεις αυτό το Hotel;άλλη μια έκπληξη!είπα

Φυσικά και το ξέρω ,αφού έχω κάνει διδακτορικό στο Πανεπιστήμιο,με 

θέμα τον Μαθηματικό David Hilbert και τα 23 Προβλήματα που έθεσε προς

απόδειξη,,στο Διεθνές Συνέδριο των Μαθηματικών στο Παρίσι το 1900,

το 1ο πρόβλημα είναι Η Υπόθεση του Συνεχούς, Continuum Ypothesis,

του Georg Cantor,

Ανάμεσα στο σύνολο των Ακεραίων Αριθμών και του συνόλου των 

Πραγματικών Αριθμών δεν υπάρχει σύνολο του οποίου η πληθικοτητα

(ο αριθμός των στοιχείων του )να είναι ενδιάμεσα

Και το σύνολο των Ακεραίων Αριθμών  και το σύνολο των Πραγματικών 

Αριθμών έχουν άπειρα στοιχεία,είναι απειροσυνολα,μόνο που το σύνολο 

των Πραγματικών Αριθμών είναι πιο απειρο,πιο άπειροσυνολο

Ένα απρόοπτο δηλαδη,τον εκοψα

Ακριβώς,φίλε μου,ένα Απρόοπτο,δεν υπάρχουν ίσα άπειρα,απάντησε,

Έχει αποδειχθεί,συνέχισε,ότι η Continuum Ypothesis είναι μη αποδειξιμη,

Αδύνατο να την αποδείξεις αληθή η' ψευδη

Και φυσικά,σύμφωνα με τα λεγόμενά σου,οι μετακινήσεις σου από δωματιο 

σε δωμάτιο εκείνη τη νύχτα,είναι συμφυτες με την απειροτητα,αφού το 

DAVID HILBERT HOTEL έχει άπειρα δωμάτια,

Όταν εσύ,λοιπόν,πηγές και ζήτησες δωμάτιο,το Hotel ήταν πλήρες,

κατειλημμένα τα απειρα δωμάτια του από άπειρους πελάτες,άρα δεν 

υπήρχε κανένα κενό δωμάτιο,

τοτε ο ρεσεψιονίστ,με ικανότητες λογικής,έλυσε το πρόβλημα,θα μου πεις,

τι πρώτη φορά το αντιμετώπισε;πιθανόν να το αντιμετώπισε πρώτη φορά,

η'  να είχε ξανασυμβεί η' και να συνέβαινε τακτικα,η' να είχε εκπαιδευτεί 

αν παρουσιασθεί πως να το αντιμετωπίσει,και προσθέτω και μια περίπτωση,

εξωπραγματικη,το DAVID HILBERT HOTEL,να κτίστηκε για σένα,να προορίζονταν  μόνο για σένα,γέλασε,όμως ας σοβαρευτούμε,

πάντως ότι και να συνέβαινε,ο ρεσεψιονιστ το αντιμετώπισε τη νύχτα που 

πήγες εκεί,με αυτό τον τρόπο,πάντα εικαζονταςλογικά,αφου στερουμαστε 

την μαρτυρία του:

Κατ'αρχην το Hotel ήταν πλήρες από άπειρους πελάτες,που είχαν πιασμένα

τα δωμάτια:1,2,3,4,5....έως το άπειρο

Βάζοντας σου εσένα στο δωμάτιο 1 μετακίνησε τους αλλους κατά ένα δωμάτιο,

και λόγω της απειροτητας πάλι χωρέσετε και πάλι το Hotel ήταν πλήρες

Όταν σε μετακίνησε στο δωμάτιο 41,είχαν έρθει 40 νέοι πελάτες,οπότε

μετακινηθηκατε κατά 40 δωμάτια ο καθένας,εσύ από το 1 στο 41,ο διπλανός

στο 2 στο 42,κλπ

Τώρα όταν σε μετακίνησαν στο 7,είχαν έρθει άπειροι πελάτες,

και χώρισθηκαν τα δωμάτια σε δυο άπειρες σειρές:

άρτιοι αριθμοί 2,4,6,8,10,...

και περιττοί αριθμοί 1,3,5,7,9,...

εσείς οι παλιοί τοποθετηθηκατε στα δωμάτια με περιττό αριθμό,εσύ συγκεκριμένα στο 7,

και οι καινούργιοι στα δωμάτια με άρτιο αριθμό,

και λόγω της απειροτητας των δύο συνολων,άρτιων και περιττών,πάλι χωρέσετε και πάλι το Hotel ήταν πλήρες

Ύστερα οταν σου ζητησαν να μετακινηθείς στο δωμάτιο 128,θυμήσου τι

διάβασε ο ρεσεψιονίστ,2 εις την 7ην

Είχανε έρθει άπειρα αυτοκίνητα με άπειρους επιβάτες το καθένα,παράξενο,

αλλά στο DAVID HILBERT HOTEL το παράξενο είναι συνεπές με την απειροτητα του,

τότε λογικά σκεπτόμενος ο ρεσεψιονίστ έδωσε λύση:

είχε μπροστά του:άπειρα άπειρα συν ένα άπειρο,

τα άπειρα άπειρα των νεων πελατών και το δικό σας άπειρο,των παλιών,

αυτά τα χώρισε σε απειροσειρές:1,2,3,4,5,6,7,...κλπ

για κάποιο λογο που δεν έχει σημασία,εσας τους παλιούς τοποθέτησε 

στο απειρο 1:στα δωματια  2 εις την 2,2 εις την 3,2 εις την 5,2 εις την 7,

κλπ

Εξού και το δωμάτιο αριθμός 2 εις την 7,το 128, που μετακινήθηκες,

ευτυχώς που δεν σε μετακίνησαν  στο δωμάτιο  2 εις την 101,

ένας,τεράστιος,google number,τώρα δεν θα ήσουν εδώ θα έψαχνες 

ακόμα στον διαδρομο  να το βρεις.

και συνέχισε:

αυτοκίνητο 1 άπειρο 2:στα δωμάτια 3 εις την 2,3 εις την 3,3 εις την 5,

3 εις τη 7,κλπ

αυτοκίνητο 2 άπειρο 3:στα δωμάτια 4 εις την 2,4 εις την 3,4 εις την 5,

4 εις την 7,κλπ

αυτοκίνητο 3 άπειρο 4 στα δωμάτια 5 εις την 2,5 εις την 3,5 εις την 5,

5 εις την 7,κλπ

κλπ κλπ

μέχρι το άπειρο,

και έτσι πάλι το Hotel ήταν πλήρες,χώρεσε τους άπειρους άπειρους σε άπειρο

Βέβαια πρέπει να σου πω,κι αυτό είναι το γοητευτικό με το ατίθασο άπειρο,

ότι το Hotel τώρα είχε άδεια δωματια,άρα το πλήρες δεν ήταν πλήρες,

αν ερχόσουν εκείνη την στιγμή στο Hotel θα σου δίνανε δωματιο

κι ακόμα κάτι,για να γίνουν όλες αυτες οι άπειρες μετακινήσεις χρειάζεται 

κατανάλωση  άπειρης ενέργειας πράγμα το οποίο παραβαίνει την Αρχή Διατήρησης της Ενέργειας,

Βέβαια,δεν σε αμφισβητώ,όλα αυτά τα άπειρα εγιναν

Αυτά,

να μην σε ζαλίζω άλλο με τα άπειρα


Καταπληκτικό Απρόοπτο το Άπειρο!αναφωνησα


Βγήκαμε για φαγητό και η συζήτηση μας περιστράφηκε στα συνειθισμενα

θέματα,

Χρηματιστήριο, Πολιτική,Γυναίκα,

.

.

.



Bertrand Russell-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Bertrand Russell's eleven Logoi

-μεταφραση translation χ.ν.κουβελης c.n.couveli


Mathematics rightly viewed possesses not only truth but supreme beauty.

Τα ορθά διατυπωμένα Μαθηματικά δεν κατέχουν μόνο την αλήθεια

αλλα καί την ανώτατη ωραιότητα

....

To create a healthy philosophy you should renounce metaphysics but be 

a good mathematician

Για να δημιουργήσεις μια υγιή φιλοσοφία θά πρέπει νά αποποιηθεις

την μεταφυσική αλλά και να είσαι ένας καλός μαθηματικος

....

Have no respect for the authority of others, for there are always contrary

authorities to be found

Μην έχεις καμία εκτίμηση για την αρχή των άλλων,γιατί υπάρχουν αντίθετες

αρχές να βρεθούν

....

My whole religion is this: do every duty, and expect no reward for it, 

either here or hereafter.

Όλη μου η θρησκεία είναι αυτή:να πραττω κάθε καθηκον και να μην

προσμένω ουδεμίαν ανταμοιβή γι'αυτο είτε εδώ είτε στο υπερπέραν

....

No great achievement is possible without persistent work

Καμία μεγάλη κατάκτηση δεν είναι δυνατή χωρίς επιμονη εργασία

....

One of the chief triumphs of modern mathematics consists in having 

discovered what mathematics really is.

Ένας από τους κύριους θριάμβους των μοντέρνων μαθηματικών συνιστάται

στο ότι έχουν ανακαλύψει τι πραγματικά είναι τα μαθηματικά

....

The trouble with the world is that the stupid are cocksure and the intelligent 

are full of doubt

Το προβλημα με τον κόσμο είναι ότι οι ηλίθιοι είναι υπεροπτικά σίγουροι

και οι έξυπνοι γεμάτοι αμφιβολία

....

The place of father in the modern suburban family is a very small one, 

particularly if he plays golf

Η θέση του πατέρα στην συγχρονη αστική οικογένεια είναι πάρα πολύ

μικρή, ιδιαίτερα αν παίζει γκολφ

....

The secret of happiness is to face the fact that the world is horrible horrible

horrible

Το μυστικό της ευτυχίας είναι να αντιμετωπίσεις το γεγονός ότι ο κόσμος

είναι τρομερός τρομερός τρομερός

....

Undoubtedly the desire for food has been and still is one of the main causes 

of political events

Αναμφίβολα η επιθυμία της τροφής έχει υπάρξει κι ακόμα είναι μια

από τις κύριες αιτίες των πολιτικών γεγονότων

....

Do not fear to be eccentric in opinion, for every opinion now accepted was 

once eccentric.

Να μην φοβάσαι να είσαι εκκεντρικός στη γνώμη,γιατί κάθε αποδεκτή τώρα

γνώμη ήταν κάποτε εκκεντρική

.

.


συνθεση,τσιμέντο επιχρωματισμενο ανάγλυφο,-2μ χ 3μ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ένα μικρό παραμυθι

Ο γλαρος

-χ.ν.κουβελης c.n.couve!is


Μια φορά κι ένα καιρό μια μάνα κατέβηκε με το μικρό παιδί της

στη θάλασσα,το παιδί πρώτη φορά έβλεπε θάλασσα,

τι είναι αυτό μάνα;ρωτησε,

θάλασσα,απάντησε η μάνα,γαλάζιο νερό,

γιατί έχει γαλάζιο νερό;ξαναρωτησε το παιδί,

γιατί καθρεφτίζει τον ουρανό,απαντησε η μάνα

και είναι τόσο φωτεινή,είπε το παιδί

γιατί τη φωτίζει ο λαμπερός ήλιος από πάνω,είπε η μανα

Και το παιδί κοίταξε ψηλά,

ναι πόσο λαμπερός είναι;

κι αυτά τα άσπρα που έρχονται μάνα,τι ειναι;

είναι τα κύματα της θάλασσας με τους άσπρους αφρούς τους

και τι έχει μέσα η θάλασσα μάνα;Ρώτα το παιδί

έχει πολλά ψάρια,σαρδέλες,γόπες,γαρίδες,γαύρους,λαβράκια,βακαλάους,

κέφαλους,στρείδια,μύδια,χταπόδια,σουπιές,πέρκες,ζαργανες,

καβούρια,αχινούς,και μεγάλα ψάρια,δελφίνια,ξιφίες και πολύ μεγαλύτερα φάλαινες,καρχαρίες,είπε η μανα

Πόσο μεγάλα μάνα,σαν βουνα;

Σαν βουνα,είπε η μάνα

και τι τρωνε;ρώτησε το παιδί

τρώνε τα μικρότερα ψάρια,απάντησε η μάνα

κι εδώ που πατάμε και βουλιάζει  κι είναι τόσο μικρα τι είναι;

είναι η άμμος,ψιλα  πολύ ψιλα χαλικακια,οι κόκκοι της άμμου,

κι είναι τόσο πολλοι οι κόκκοι που δεν μπορείς να τους μετρήσεις,

είπε η μάνα

Κι ούτε μάνα αν πάω σχολείο;

Ούτε και τότε, τόσο άπειροι είναι,απάντησε η μάνα

τι είναι το άπειρο μάνα;

Κάτι πολύ πολύ μεγάλο,όπως ο χρόνος,λέει η μάνα

ο χρόνος είναι η άμμος,είπε το παιδί

Κι έπειτα είπε,μάνα ζεσταινουμε

Κι η μάνα είπε:μπες στο νερό να δροσιστείς,αλλά μην ξανοιχτεις,

γιατί ακόμα δεν ξέρεις να κολυμπάς

Και το παιδί μπήκε στη θάλασσα,και του άρεσε πολύ η δροσιά της,

κι είδε το βυθό της αστραφτερό κι είδε ψαράκια να τον πλησιάζουν

να τον τσιμπούν στα πόδια ξαφνικά και μ'ένα γρήγορο τίναγμα

να εξαφανίζονται,πόσο τον διασκέδασε αυτό,κι έκανε παιχνίδια,βουτούσε 

το κεφάλιστο νερό και το έβγαζε,όπως η πάπια που είχανε στην αυλή 

τους,και γελούσε,

και το παιδί στη τόση ομορφιά ξεχάστηκε και  ξανοιχτηκε στα βαθειά,

κι η μάνα δεν πρόλαβε να το φωνάξει,και ψάρι βουνό ήρθε κι άνοιξε το

τεράστιο στόμα του  και ρουφηξε το παιδί στα σπλάχνα του και στρίβοντας

που νερά της θάλασσας συνταραχτηκαν κι ανυψωθηκαν θεορατα 

εξαφανίστηκε στο μεγάλο κι απεραντο βάθος της θάλασσας

Κι μάνα ως είδε αυτό το φοβερό,ουρλιαξε,παιδί μου,παιδάκι μου

Και το παιδί έφυγε για πάντα με το μεγάλο ψάρι

Κι ήταν η απελπισία της μεγάλη και δεν ήθελε τη ζωή

Κι ήταν έτοιμη να πέσει μέσα  στα νερά να πνιγει και να βρει εκεί μέσα το 

παιδί της

Και τότε είδε εκεί που πριν ήταν το παιδί να πετιέται μέσα από τα νερά

άσπρος κάτασπρος γλάρος και ν'ανεβαινει ψηλά στον ουρανό κι εκεί να 

πετά

Παιδί μου,φώναξε η μάνα κι ο γλάρος άκουσε και χαμήλωσε και πέταξε

από πάνω της,

Τώρα το παιδί μου είναι ο γλάρος,είπε η μάνα

Κι από τότε κάθε μέρα κατεβαίνει στη θάλασσα και βλέπει το παιδί της

και κουβεντιάζει μαζί του,

Πετά γλαρακι μου,,πετά ψηλά και χαμηλά,κι η μανούλα χαίρεται να σε κοιτα 

εκεί ψηλά στον ουρανό έτσι χαρούμενο κι ευτυχισμένο που είσαι

Και πέρασαν τα χρόνια και τίποτα δεν άλλαξε από τότε

.

.

.



Abstract on Rembrandt-4μ χ 6μ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ REMBRANDT

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Η αρρώστια της Σασκια τότε είχε χειρoτερεψει,πονουσε το στήθος της,

εβηχε συνέχεια,έκανε αιμοπτησεις,και τελικά βγήκε η ψυχή της,

ένιωσε μεγάλη λύπη,απελπισία,η Σασκια η Φλώρα του έφυγε,όπως νωρίτερα 

τα τρία παιδιά τους

Έπρεπε να φροντίσει τον Τίτο,ήταν μικρός ακόμα,

Αυτός δεν είχε σχεδόν καθόλου χρόνο,όλοι οι πλούσιοι  αστοί και έμποροι 

του Άμστερνταμ ζητούσαν έργα του,στο εργαστήριο οι μαθητές του εργαζονταν νυχθημερον,

ήταν τέτοια η αυθεντία που πολλά έργα των μαθητών απλά τα υπόγραφε και ταμθεωρουσαν δικά του,

είχε γίνει πάμπλουτος,ένας μεγιστάνας της τέχνης,ανεξάρτητος,έξω από την υποστηρίξη της εκκλησίας όπως ο Καραβάτζιο, η' κάποιας βασιλικής αυλής

όπως ο Βελάσκεθ

Ήτανε λάθος του να αγοράσει εκείνο το σπίτι στην εβραϊκή συνοικία,

θα τον γονατίσει οικονομικα,έπρεπε όμως να στεγάσει τις πλούσιες συλλογές του,έργα ζωγραφικής και αρχαία γλυπτα

Την Geertje Dirckx την προσελαβε μετά το θάνατο της Saskia γκουβερνάντα

του Τίτου,όμορφη γοητευτική γυναίκα,έγινε ερωμένη του,πόζαρε σε πολλούς

πίνακες του,ήταν υπολογιστική γυναίκα,ένιωθε ότι έκρυβε την σκληρότητα

της,σαν άγριο ζώο που ενεδρευει να συμβάλει και να κατασπαράξει η' φίδι

που κάποια στιγμή θα χύσει το δηλητήριο

 Οταν γνώρισε την Hendrickje Stoffels,μικρότερη της και πιο όμορφη κι έγινε ερωμένη του,τότε η Geertje αποκαλύφθηκε,τον μήνυσε ότι αθέτησε υπόσχεση γάμου,

οι νόμοι στην Ολλανδία,στον Χρυσούν Αιώνα της,τον 17ο,ήταν αυστηροί

Χρονοβόρα δικαστήρια,στο τέλος η Geertje καταδικασθηκε για δυσφήμηση,

φυλακίσθηκε μέχρι το 1655 στις γυναικείε φυλακες της Gouda,

Κακή διαχείριση της περιουσίας τον έφεραν σε φτωχευση,δημοπρστηθηκε

το σπίτι,αυτός ο πολύς Rembrandt κατέλειψε ένας απλός υπάλληλος στο

εργαστήριο του με τους μαθητές του,παρ'όλ'αυτά οι παραγγελίες έργων δεν σταμάτησαν,

κάθησε μπροστά στον καθρέφτη,το ημίφως ήταν όπως ακριβώς ήθελε,

η σιλουέτα 3/4 στο φως,

έβαλε χρώμα να εμφανισθεί το πρόσωπο του,είχε γερασει,

Ο Rembrandt Harmenszoon van Rijn γεννημένος στο Leyden της Ολλανδίας

15 Ιούλιο 1606  το έτος 1669 4 Οκτωβρίου ήταν 63 χρονων,

όλη του η ζωή γύρισε στην απόλυτη μοναξιά,

κάποιοι τα έργα του τα θεωρούν άσχημα,σκοτεινά,μουτζουρες,

πρέπει σε αυτό το αυτοπορτρετο να σβήσει το πρόσωπο του,πίσω από το

αδιαπέραστο σκοτάδι να είναι το αληθινό του πρόσωπο του,αυτό που τελικά 

του έμεινε,

η Saskia,ξέρει,τον περιμένει,δεν βήχει πια,είναι υγιής,μια Flora,και βγάζει 

τα παιδιά βόλτα,περπατούν δίπλα στις όχθες ενός ποταμού ίδιου με τον

ποταμό Amstel του Amsterdam,όλα τα γήινα έχουν τα πρότυπα τους,καθαρά,

αναλοιωτα,

τον βλέπουν και τρέχουν να τον συναντήσουν,

ο Τίτος είναι εκεί πριν έξι χρόνια,κι αυτός τον περιμενει

εκείνο το σφαγιασμενο βόδι,αυτός είναι ο άνθρωπος,σταυρωμένος,από

τα πάθη και τις φιλοδοξίες,πορεύεται από λάθος σε λάθος,

το πρόσωπο του χάθηκε στον καθρέφτη,αυτό δεν τον στεναχωρεί,

οι καθρέφτες είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα για να τονίζει τον ναρκισσισμό

τους,εγώ είμαι αυτός,αυτός είμαι εγώ,

τώρα,αυτή την ώρα,δεν χρειάζεται,το πρόσωπο του στον πίνακα αυτή είναι 

η απόλυτη αλήθεια,το αυτοπορτρετο του Ολλανδού ζωγραφου Rembrandt,

Έξω ακούει την νυχτερινή περίπολο να περνά,ανάμεσα τους η Saskia με μια 

ξεπουπουλιαμενη κότα ζωσμένη στη μέση της,κι επίσης ένας άντρας 

κρυμμένος στην αχλυ μισοφαινεται,ποιος είναι και τι θέλει;μέσα στην 

εκθαμβωτική αυταρεσκη επιδειξη πλούτου και εξουσίας;

Ματαιότης Ματαιοτητων,

Η μοναξιά είναι η τελική κατάσταση του ανθρώπου,σκεφτεται

Το πρόσωπο του πλέον έχει τοποθετηθεί στο πρόσωπο του πίνακα

Εκεί υπάρχει ο αληθινός Rembrandt Harmenszoon van Rijn(15 Ιουλίου 1606

-4 Οκτωβρίου 1669)

.

.

.



Detective's Enigma--χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ DASHIELL HAMMETT

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Η υπόθεση φαίνονταν απλή,μοιχεία,την οποία ο σύζυγος έμαθε και ήθελε να 

εκδικηθεί,και από την άλλη φοβόνταν πως θα τον σκοτώσει το παράνομο ζευγάρι,

ο σύζυγος ήταν πλούσιος,η μοιχός σύζυγος από αριστοκρατική οικογένεια,

ο εραστής ένας νεαρός,λαϊκός τυπος,πιθανόν αδίστακτος για χρήμα,

εκείνη είχε μεγάλο πάθος μαζί του,θα την εκβίαζε για οτιδήποτε,κι εκείνη 

αρκεί να μην τον χάσει θα ήταν τυφλό  υποχείριο του

ο σύζυγος σκέφτηκε να προσλάβει επαγγελματία δολοφόνο,να μπει στο διαμερισμαπου ενοικιαζαν για τις κρυφές ερωτικές τους συνευρέσεις,να σκοτώσει τον νεαρό κι έπειτα να σκοτώσει και την μοιχό,παρουσιάζοντας 

το σαν αυτοκτονία,αφήνοντας σημείωμα με τον γραφικό χαρακτήρα της

γυναίκας,που να εξηγεί τους λόγους του φονου  του νεαρού άντρα και της 

δικής της αυτοκτονίας,καθαροί λόγοι ζηλοτυπίας,

το απέρριξε,γιατί ήθελε να την τιμωρήσει πιο πολύ,

αν σκότωνε μόνο τον εραστή,στην αγκαλιά μιας ερωμένης του,πάλι τώρα αυτοκτονία του νεαρού,και σημείωμα του,λόγοι ζηλοτυπίας,

Αυτό θα την καταρακωνε,θα την.πληγωνε,ο εραστής που τον νόμιζε μόνο

δικό της αυτοκτονησε για άλλη γυναίκα,

ήξερε πως θα διεξάγονταν ευρεια έρευνα για τα εγκλήματα κι ένας έμπειρος  ευφυής ντετέκτιβ πολύ εύκολα και γρήγορα θα έφτανε στην άκρη του νότου,

στη λύση,που σήμαινε γι'αυτόν καταδίκη και καταστροφή,ήττα και ντροπή,

ήθελε η μοιχός να ζει και να τιμωρείται,σε όλη τη ζωή της

σκέφτηκε να αφήσει τις επιχειρήσεις  του να χρεωκοπησουν,

τότε εκείνη,συνειθισμενη να έχει τα πάντα,θα στερεθει τα πάντα,κι ο εραστής 

η'  θα την παρατήσει μην βρίσκοντας πια εκανενα ενδιαφέρον σ'αυτη η' θα την  εξαναγκάσει να γίνει πόρνη,

και μια νύχτα αυτός θα την επισκεφτεί σαν πελάτης και θα την πληρώσει,

εξευτελίζοντας την,

έπειτα σκέφτηκε πιο ψύχραιμα,στους κύκλους του,οι μοιχείες είναι

συνειθισμενο φαινόμενο,να προσποιηθεί ότι δεν κατάλαβε τίποτα,αυτό θα 

την κάνει να κρύβεται συνεχως,να εφευρισκει δικαιολογίες,να λέει ψέματα,

να έχει ένα διαρκη τρόμο να μην αποκαλυφθεί,να αισθάνεται αφορητες τύψεις

για την ερωτική παρανομία της,να μην κοιμάται τις νύχτες,να καταληξει στα ψυχοφαρμακα ,να τρελαθει κι αυτός να το διασκεδάζει,να είναι ο υπεράνω,

αθεατος,που κινεί τα νήματα,τιμωρος

μέχρι εδώ το σχέδιο της ιστορίας μου δεν έχω προχωρήσει παραπέρα,

ειπε

Η ιστορία σας,απαντησε ο Dashiell  Hammett ,είναι φανερά αδιέξοδη,δεν 

μπορεί από οποία μεριά  και να την κοιτάξεις,να δημιουργήσει ένα καλό αστυνομικό βιβλίο,

μια γυναίκα έχει εραστή και τους σκοτώνει ο σύζυγος,η'  η γυναίκα σκοτωνει 

τον σύζυγό,

κίνητρα ζήλιας από τη μεριά του αντρα

η' ,από τη μεριά της γυναικας, να κληρονομήσει την τεράστια περιουσία του συζύγου, και μασήσει ανεμπόδιστη με τον εραστή,

Δεν λέω ότι δεν έχεις ταλέντο,αλλά οι αναγνώστες θέλουν κάτι το πρωτοτυπο,

κάτι που να τους κρατήσει σε αδιάλειπτη αγωνία μέχρι την τελευταία σελίδα,

το αστυνομικό διήγημα,νουβέλα,η' μυθιστόρημα,δεν είναι λογοτεχνία με την αυστηρή έννοια,οι λογοτεχνικές τεχνικες σε αυτά θεωρούνται βαρετές,

άσκοπες,φλύαρες,άσχετες με το αστυνομικό,δεν είναι ουσιαστικιες,

το αστυνομικό πρέπει να ρέει,να τρεχει,να έχει κυρίως πλοκή,

ότι άλλο το στρεβλώνει,το κατευθύνει άλλου,το μειώνει,

ένα καλό αστυνομικό πρέπει να δείχνει ότι το έγκλημα ήταν τέλειο,

και επειδή εξελίσσεται στις σελίδες του βιβλίου θα  πρεπει οπωσδήποτε 

να  υπαρχει λύση,αλλιώς δεν θα είχε γραφεί το βιβλίο,αυτό προσμένει

με αγωνία αναγνωστης,αυτό το σασπένς τον εξιταρει,

η πραγματικότητα μπορεί να είναι αδιάφορη,και είναι,το κείμενο όμως όχι,

σε καμία περίπτωση,η ' θα είναι αυτό η' δεν θα είναι

Αυτά του είπε ο Dashiel Hammett

Γυρνώντας στο ξενοδοχείο που είχε  ενοικιασει στον  διαδρομο μπροστά

του είδε έναν νεαρό να μπαίνει στο διπλανό διαμερισμα από το δικό του,

του κίνησε την περιέργεια κι έβαλε το αυτί στη πόρτα δεν άκουσε τίποτα,

μπήκε στο δωμάτιο του,έκανε ησυχθα,αφουγκραστηκε,τίποτα,κανένας ήχος,

πήγε στον διαχωριστικό τοίχο και κόλλησε το αυτί πάνω του,παλι τιποτα

ξάπλωσε  να κοιμηθεί,

χτύπησε η πόρτα του,άνοιξε,μπροστά του ήταν μια τρομαγμένη γυναίκα,

σας παρακαλώ,του είπε τραυλιζοντας,αφήστε με να μπω μέσα και κλείδωστε 

τη πόρτα,

καθηστε,να συνερθεται,της είπε,

και της έδωσε ένα κοκτέιλ να τονωθεί,

σκότωσα ένα άνθρωπο,τον εραστή μου,είπε η γυναίκα τρέμοντας,θα με 

πιάσουν θα σαπισω στη φυλακή,

πήγαν στο δωμάτιο της,

δεν  βρήκαν τον δολοφονημενο

μα εδω ήταν,είπε η γυναίκα έκπληκτη,του έδειξε το μέρος,τι έγινε;

απλουστατα,κυρία μου,της είπε με αυστηρό τόνο,δεν διαπραξατε κανέναν 

φόνο,

Αδύνατον ,εγώ τον σκότωσα πυροβολοντας τον στο κεφαλι,

εκείνος χαμογέλασε,τέτοιο ήχο πυροβολισμού δεν είχε ακούσει,πάντα  οι 

φόνοι είναι πραγματικοί,και υπόκεινται στους νομούς της φυσικής,αυτό συνέβηκε έδω τότε,και δεν αλλάζει,αν εκτελέσθηκε φόνος πραγματικά

ιδού ο δολοφονημένος,ο φόνος σαν αποτέλεσμα δεν είναι μαγική εικόνα,

είναι ορατός στο πτώμα του δολοφονημένου

επομένως αυτος ο δικό σου φόνος δεν είναι πραγματικός φόνος,

γιατι αν ήταν πραγματικός θα βλέπαμε τον δολοφονημένο,

θελεται να πειτε πως είμαι τρελη;αντέδρασε εκεινη

όχι το αντίθετο,της απάντησε,αρκετά έξυπνη ώστε να με ξεγελάσεις,

ενώ κλειδώσες τη πόρτα,δημιουργώντας το μυστήριο του κλειστού δωμάτιου,

ο δολοφονημενος άφαντος,

είδα τον άντρα που μπήκε μέσα,αλλά δεν το είδα που βγήκε

στην πραγματικότητα,σχολίασε ο Dashiell Hammett,κι αυτό, αναντίρρητα,ισχύει 

σε όλες τις εκδηλώσεις της,φυσικές αλλά και τις ανθρώπινες,ο νόμος της αιτιοτητας,αίτιο -αιτιατο,το τετελεσμένο Β ειναι το αποτέλεσμα αποκλειστικά 

του Α

Αντίθετα στην υπόθεση,αυτό που εικαζομε για να ένα γεγονός,δεν ισχύει,εκεί 

τα πράγματα είναι θολά,συγκεχυμενα,έχουμε πιθανές διακλαδώσεις,

το Α έχει προέλθει είτε από το Β είτε από το Γ είτε από το Δ,είτε...κλπ,

Ο ερευνητής γενικά,και ειδικά ο ντετέκτιβ ,πρέπει να εξετάσει,κάθε μία ξεχωριστά,να την δοκιμάσει σε λογική διαδικασία,αν αντέχει,και ανάλογα να 

την κρατήσει προχωροντας στις επαγωγες της ,που και πάλι διακλαδίζονται 

σε άλλες 

η' να την απορρίψει,σαν άτοπη, δοκιμάζοντας άλλη,

σε ένα αστυνομικό διήγημα η' νουβελα η'  μυθιστόρημα όσο περισσότερες 

διακλαδώσεις παρουσιάζονται ως δυνατές τόσο μεγαλώνει το μυστήριο 

και το σασπένς,και τόσο μεγαλύτερη η αγωνία των αναγνωστών,

το ξέρουμε πολύ καλά  εμείς που ασχολούμαστε μ'αυτο ότι ο γραμμένος φόνος είναι πιο ενδιαφέρων από τον φόνο στον πραγματικό κόσμο,

ο φόνος στον πραγματικό φόνο είναι ευάλωτος,αδύνατος,γι'αυτό και ευκολα

ανακαλυψιμος,

ενώ ο γραμμένος,έχει στοιχεία δύσκολου γρίφου,αινίγματος αλυτου,

ο ικανός ντετέκτιβ  πρέπει να έχει πληρότητα λογική για να αντιμετωπίσει 

τον έξυπνο δολοφόνο,

πρέπει να είναι το ίδιο ευφυής με αυτόν,ιδιοφυια προς ιδιοφυια,

και ο αναγνώστης όχι τόσο ευφυής για να προβλέψει τι έχει συμβεί,

αλλά διαβάζοντας το κειμενο κάθε φορά στην εξελιξη της ιστορίας η λογική του επεξεργασία να είναι κατώτερη και ελλειπής,

να νομίζει ότι βρήκε και να αποκαλύπτεται ότι δεν βρήκε και τότε να  αφήνεται,

κυριολεκτικά υπνωτισμενος στον λογικά κυρίαρχο ντετέκτιβ,

οι μυστηριώδες ιστορίες δεν γράφονται από τους αναγνωστες,αλλά από τους συγγραφείς για τους ανυποψίαστους,αδύνατους σε αυτό το επίπεδο λογικής,

αναγνώστες,

έπειτα σε αυτές οι ιστορίες,ο κύριος στόχος δεν είναι να γεμίσουν πτώματα 

το κείμενο,να προκαλέσουν ηδονή η' απέχθεια με την ανθρωποκτονία,αλλά 

είναι η αφορμή για λογικά παιχνίδια,

κι επειδή στον φόνο αυτό είναι πιο δυνατόν να γίνει,ο φόνος είναι συμφυτος 

με τη λογική,να μην παρεξηγηθουμε,αυτό το πιστεύουμε, ο φόνος γενικά είναι μια παράλογη και αποτρόπαια πράξη,μια βαρβαρότητα,

ο γραμμένος φόνος,αυτός στον οποίο εμείς είμαστε οι δράστες,οι δολοφόνοι,

αλλά και ταυτόχρονα οι αποκαλυπτες του,όσο λογικά πιο δομημένος είναι τόσο πιο ενδιαφέρον είναι,

έγινε και δεν ξέρεις πως έγινε,και δεν είναι καθόλου εύκολο να καταλάβεις 

πως έγινε,

είσαι στο σκοταδι,και φυσικά,αυτός είναι ο στόχος, ο αναγνώστης,

πρέπει να ενεργήσεις,και κατ'επεκταση ο ντετέκτιβ,το alter ego σου, με 

μοναδικό όπλο την λογική,

το Α συνέβηκε,πως συνέβηκε;τι προϋπήρχε του Α για να συμβεί;

αυτή η ακολουθία των προυπαρξεων αντιμετωπίζεται με την αυστηρή,

με την ευρεία έννοια λογική,

ο φόνος είναι μια πρόταση,όπως ακριβώς στα Στοιχεία του Ευκλείδη,

που πρέπει να αποδειχθεί από προηγούμενες αποδεδειγμένες προτάσεις 

και ένα ελάχιστο αριθμό αιτημάτων,αξιωμάτων,

αυτά ο ευφυής ντετέκτιβ πρέπει να τα ανακαλύψει για να μπορέσει να αποδείξει το θεώρημα του φόνου,

αυστηρή τυπική λογική,τα αναγκαία και ικανά,

αναλυτική και συνθετική ικανότητα,

συνέβηκε το Α τότε έπρεπε για να συμβεί το Β,το οποίο για να συμβεί έπρεπε

να συμβεί το Γ,το οποίο για να συμβεί το Δ,το οποίο συμβαίνει ανεξάρτητα

Τότε, αντίστροφα, από το Δ που ισχύει με λογική ακολουθία συμβαίνει το Γ συμβαίνει το Β συμβαινει το Α,ο φόνος,

Αυτή είναι η λύση του,

Η δυσκολία είναι μέσα σε έναν δαίδαλο πιθανών διακλαδώσεων να βρεις

τιο Β το Γ το Δ

οι υποκεμενισμοι "το θέλω να είναι έτσι","μου αρέσει να είναι αυτο και όχι άλλο","έτσι θα το κάνω να γίνει",είναι σοβαρά μειονεκτήματα σε ένα καλό,

πετυχημένο,αστυνομικο βιβλίο,απευκταια,

αν δεν λύνεται η υπόθεση του φόνου με αυστηρό λογικό τρόπο τότε είναι ασήμαντη,

ο αναγνώστης δεν ηδονιζεται με τον καθαυτό φόνο,το αίμα του και την 

βιαιοτητα του,αλλά με τους λεπτούς χειρισμούς της λογικής,

που μέσα στον λαβύρινθο των διακλαδωμενων υποθέσεων βρίσκει έξοδο,

"Αυτός ο φόνος αντικειμενικά  έγινε έτσι ακριβώς",

η τιμωρία του δεν μας ενδιαφέρει,είναι υπόθεση ανθρώπινη,των νόμων,

ηθικής,θρησκειας,

εμάς μας ενδιαφέρει η λογική του άσκηση,

τώρα,όσον αφορά την ιστορία σας που μου εκθεσατε  και ζητήσατε να πω 

την ταπεινή μου γνώμη μου,μου φαίνεται απλή,

μια πλούσια γυναίκα έχει εραστή έναν νεαρό χαμηλής τάξης,άρα φιλόδοξο 

και αδίστακτο,

ο απατημενος πλούσιος συζυγος το μαθαίνει,

τότε έχουμεντις εξεις,αυτονόητες,διακλαδώσεις:

η' δεν αντιδρά και συμπεριφέρεται σαν να μην συμβαίνει τίποτα,οπότε 

έχουμε ανυπαρξία φόνου και ιστοριας

η' αντιδρά βίαια και σκοτώνει τη γυναικα,φανερός φόνος,αδιάφορη κοινότυπη

ιστορια

επομένως και στις δύο περιπτώσεις δεν υφίσταται αστυνομική ιστορία,αλλά ψυχολογικό δράμα,

η' επιζητά την εκδίκηση της μοιχου,σχεδιάζοντας την,

η' σκοτώνοντας τους δύο εραστές,με τρόπο που να φανεί πως η γυναίκα σκότωσε τον άντρα για λόγους ζήλιας και μετά αυτοκτόνησε

η' πληρώνοντας μια άλλη γυναίκα,ερωμένη του νεαρού, να τον σκοτώσει 

στο διαμερίσματα της αμυνόμενη σε βίαιο ξέσπασμα ζηλοτυπίας του εραστή,

τότε η μοιχός σύζυγος θα νιώσει μεγάλη ταπείνωση,αφορητο εξευτελισμό,

τεράστια απογοητευση

ο έραστης ήταν ψεύτης,ένας στυγνός απατεωνας,

και τότε θα καταλήξει στην μανιοκατάθλιψη,η ζωή της θα γίνει μαρτύριο,

και η αυτοκτονία με χάπια θα είναι η τελική λύση,

εδώ η ιστορία μας με φόνο έχει καθαρά φροϊδικες  διαστασεις και

ψυχαναλυτικες,ποιος κατεχει τον Φαλλο και ποιος από την μη κατοχή του

ήταν ο ευνουχισμενος,

εναλλασσόμενες ψυχικές καταστάσεις

Καταρχήν ο πλούσιος σύζυγος είναι ο κάτοχος του Φαλλού με την εξουσία 

του πλούτου,

Με την μοιχεία της συζύγου ο απατημενος συζυγος ευνουχισθηκε και ο Φαλλος ανήκει πλέον  στη σύζυγο με την κατοχή του Φαλλού-νεαρού

Χρεοκοπωντας ο σύζυγος ευνουχιζει τους δύο εραστές στερώντας τους

την εξουσια  του πλούτου-Φαλλού

Δολοφωνοντας τους δύο εραστές τους ευνουχιζει από τον Φαλλο,

Δολοφωνοντας η άλλη ερωμένη τον νεαρό στερεί την σύζυγό από τον 

Φαλλο-νεαρο ευνουχιζοντας την,με συνέπεια την νευρωση

η' ο απατημενος πλούσιος συζυγος αγνοεί την παράνομη σχέση της γυναίκας 

του με τον λαϊκό νεαρό,

η' την γνωριζει αλλά δεν προλαβαίνει να ενεργήσει όπως αναφέραμε,

και οι δύο εραστές τον σκοτώνουν,όχι με φανερόντρόπο,δηλητηριάζοντας τον,οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου,εγκεφαλικό,ανακοπή καρδιαςνη αιτία

θανατου

η' σκηνοθετούν ένα μοιραίο αυτοκινηστικο ατύχημα,και κληρονομούν την τεράστια περιουσία του,

έχουμε κι εδώ τις ψυχαναλυτικες φροϊδικες ερμηνείες

-στην περίπτωση της άγνοιας ο σύζυγος διατηρεί την κατοχή του Φαλλου,

ακυρώνοντας την κατοχή του Φαλλου στο μοιχο σύζυγό,η οποία παραμένει 

ευνουχισμενη

-στην περίπτωση της δηλητηρίασης η' του ατυχήματος ο σύζυγος ευνουχιζεται χανοντας τον Φαλλό,ο όποιος μεταβαίνει στην κατοχή της συζυγου,

βέβαια όλες αυτές οι εγκληματικές πράξεις,όσες είναι τέτοιες,για λίγο θα

παραμείνουν κρυφές,πολύ εύκολα τις υποψιάζεται κανείς,δεν χρειάζεται να είσαι ντετέκτιβ για να τις αποκαλύψεις

και σε αυτή την περίπτωση εχουμε φόνο αλλά δεν έχουμε την ανοησια να 

τον γράψουμε σε ιστορία και να περιμένουμε να βρει αναγνώστες,

Επομένως,συμπέρασμα,αν η ιστορία μας δεν είναι λογικά δυνατή,με την 

έννοια της δύναμης,εννοω δύσκολοτατος γρίφος,αινιγμα,και από τη μεριά 

του δολοφόνου,που τον θέτει,και από τη μεριά της λογικής αποδεικτικης διαδικασιας 

του ντετέκτιβ,τότε είναι ασήμαντη,ανιαρή,αδιάφορη,αποτυχημενη

.

,

.


Seated woman-3μ χ 4.5μ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ναι ηρεμηστε

- χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ναι ηρεμηστε

Julio Cortazar

Los pasos en las huellas

Fraga acababa de cumplir cuarenta años cuando decidió estudiar la vida 

y la obra del poeta Claudio Romero. 

La cosa nació de una charla de café en la que Fraga y sus amigos tuvieron 

que admitir una vez más la incertidumbre que envolvía la persona de Romero. 

Autor de tres libros apasionadamente leídos y envidiados, que le habían 

traído una celebridad efímera en los años posteriores al Centenario, la imagen 

de Romero se confundía con sus invenciones, padecía de la falta de una 

crítica sistemática .

Η Φράγκα συμπλήρωσε τα 40 χρόνια όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με

τη ζωή και το έργο του ποιητή Claudio Romero

Το πράγμα γεννήθηκε από μια συζήτηση στο καφέ όπου η Φράγκα και οι

φίλοι της παραδέχθηκαν για άλλη μια φορά την αβεβαιότητα που περιβάλλει

το πρόσωπο του Romero.Συγγραφεας τριών βιβλίων διάβασμενσ με πάθος

και ζηλοτυπία,που του  είχαν φέρει μια εφήμερη διασημοτητα στα τελευταία χρόνια ,

της εκατονταετίας,η εικόνα του Romero συγχέεται με τις καινοτομίες του,στερούνταν 

από μια συστηματική κριτικη

Ναι ηρεμηστε

29 Μαρτίου 1945,ο Adolf Hitler εκδίδει το Nerobefehl,το Διάταγμα Νέρων

διατάσσοντας την καταστροφή υλικών υποδομών,στρατιωτικων εγκαταστάσεων

συγκοινωνιών,επικοινωνιών,βιομηχανιων και εφοδιασμων

ώστε να εμποδισθει η προέλαση των εχθρών στη Γερμανία

ALLE MILITÄRISCHEN, VERKEHRS-, NACHRICHTEN-, INDUSTRIE- 

UND VERSORGUNGSANLAGEN SOWIE SACHWERTE INNERHALB 

DES REICHSGEBIETES ... SIND ZU ZERSTÖREN

Ναι ηρεμηστε

EST luce gialla

palpito, all’orizzonte

Guarda

Ναι ηρεμηστε

.

.

.




Painting Exhibition in Dream City-3μ χ 4.5μ- χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


(THE CITIES-ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ)

ΠΟΛΗ ΟΝΕΙΡΟΥ-DREAM CITY

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


αυτή η πόλη δεν υπάρχει στον πραγματικό κόσμο,υπάρχει στα όνειρα

 όλων των ανθρώπων,κάθε βράδυ ονειρεύονται οτι βρίσκονται εκεί,

εκεί εργάζονται,εκεί ερωτεύονται,εκεί περνούν τη ζωή τους από

τη στιγμή που γεννιούνται μέχρι τη στιγμή που πεθαίνουν,όταν 

ξυπνούν δεν θυμούνται τίποτα,η πόλη τους  περιμένει όταν κοιμούνται 

να την ονειρευτούν,κι αυτη τους ονειρεύεται,αυτοί είναι οι κάτοικοι της,

κι αυτή η πόλη τίποτε δεν στερείται,είναι μια πλήρης πόλη,με τις λεωφόρους της,

τις πλατείες,τα πάρκα,τα σπίτια,τις συνοικίες,τα καταστήματα,τα καφέ,

τα μπαρ,τις ταβέρνες,τις γκαλερί,τις τράπεζες,τα ξενοδοχεια,τα νοσοκομεια,

τις βιοτεχνίεςτο μέτρο,τα τρόλεϊ,τα λεωφορεία,τα μουσεία,τα πανεπιστήμια,

την όπερα,τα ωδεία,τα στάδια,τις βιβλιοθήκες,τα σχολεία,τις διαδηλώσεις της,

ακριβώς ότι έχει μια ζωντανή σύγχρονη πόλη,έχει και ένα ποτάμι που 

την διασχίζει,δημιουργώντας λιμνούλες και νησάκια,υπέροχο θέαμα,

καταπληκτικη εμπειρία  να διαβαίνεις τις τοξότες γέφυρες,πραγματικά μια 

πόλη ονείρου,ευτυχώς που κανείς μόλις ξυπνήσει δεν θυμάται το όνειρο,

έτσι μένει καθαρή μια θεσπέσια πόλη.

.

.

.



MISTER COUP D'ETAT-3μ Χ 4.5μ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


COUP D'ETAT

-χ.ν.κουβελης c.n.cpuvelis


Ο Μίστερ Προεδρος Ν. κάλεσε να παρουσιασθει επειγόντως εμπρός του 

ο σύμβουλος των Μυστικών Υποθέσεων Μίστερ Κ.

-Για έλα δω,Μίστερ

-Τι με θέλετε,Μίστερ,άρχισε τα διπλωματικά ο Μίστερ Κ.

-Δεν μου λες,τι συμβαίνει εκεί κάτω;

Ο Σύμβουλος έκανε πως δεν καταλάβαινε,πάγια τακτική,να πάρει χρόνο

-τι που;

-Εκει

-Α εκεί,να δύσκολα τα πράγματα

-Ποσο δύσκολα

-Επικινδυνα,θα έλεγα

-Ασε τι λες εσύ,τον έκοψε τον Σύμβουλο ο Πρόεδρος,και πες τι συμβαίνει

-Να αν δεν πάρουμε άμεσα και δραστικά μέτρα  κινδυνεύουν τα συμφέροντα 

μας,πάνε τα ορυχεία,οι τουριστικές επιχειρήσεις,οι εταιρείες εξαγωγών 

φρουτων,καταστρεφομαστε

-Και τι μέτρα;

-Τα δέοντα,τα συνήθη,τον συμβούλεψε ο Σύμβουλος

-Δηλαδη;

-Προβοκατσια,συνεχή προπαγάνδα,χρυσός

-Δηλαδη;

-Καταγγελιες στα Διεθνή Δικαστήρια για παράβαση των Ανθρωπίνων

Δικαιωμάτων,για παράβαση Διεθνών Εμπορικών Συμβάσεων,για Άσυλο Προσφύγων του Κοινού Ποινικού Δικαίου

-Για συνέχισε Μίστερ Συμβουλε,,άνοιξε η όρεξη του Προέδρου

-Καταπατηση του Συντάγματος,κατηγορίες για Αθέμιτη Πολιτικη Εξόντωση

των Αντιπάλων,για Ολοκληρωτικό Καθεστώς μιας μειοψηφίας,των αγροτών

και εργατών,του φτωχού λαού όπως τους ονομάζει το Καθεστώς,καταγγελίες για σκληρά βασανιστήρια και εξαφανίσεις των αντιφρονούντων,επιστημονικές δήθεν αναλύσεις για τις αστοχίες του οικονομικού  προγράμματος του Καθεστωτος,οι τεράστιες δαπάνες για τον λαό(;) δημιουργούν διογκωμένο πληθωρισμο,άρα εξαθλίωση των  οικονομικών στρωμάτων της κοινωνίας,

-Για συνέχισε

-διαστρεβλωση οικονομική πολιτικής,παράγονται πολύ λιγότερα από ότι σπαταλουνται,με προβλεπόμενη την τελική de facto χρεοκοπία της χώρας

-Κι έτσι θα πέσει το Καθεστώς;ρωτα εναγωνίως ο Πρόεδρος

-Χρειαζεται και πολύ χρήμα,χρυσός,να αγορασθουν άτομα,σε ειδικές θέσεις 

του Κράτους,να μας βοηθήσουν,δημοσιογράφοι,καναλάρχες,καθημερινή πλύση 

εγκεφάλου,θα βγάλουμε δικούς μας πληρωμένους στους δρόμους,καθεμερινα

να διαδηλωνουν,φωνάζοντας συνθηματα κατά του Καθεστώτος,να συμπλεκονται με την αστυνομία,να χτυπούν άδειες κατσαρόλες ότι δήθεν πεινάνε,

-μα αυτό δεν είναι γραφικό;μελοδραματικο;τον έκοψε ο Πρόεδρος

-καλλιτερα γραφικό και μελοδραματικο παρά δραματικό για μας,τον έκοψε 

ο Σύμβουλος

-σωστα λες,για συνέχισε με τα πιο σοβαρα

-θα προσεγγίσουμε με μυστικούς πράκτορες μας υψηλά ιστάμενους στρατιωτικους,στρατηγους,αυτό είναι πολύ εύκολο,άτομαφιλόδοξα,

ματαιοδοξα,φανατικοι εθνικιστές,να προχωρήσουν σε coup d'etat,

-Coup d'etat;εκανε πως δεν κατάλαβε ο Πρόεδρος 

-Μαλιστα coup d'etat,εξήγησε ο Σύμβουλος, πραξικόπημα,δικτατορία

-Στο όνομα;

-Στο όνομα της Τάξης,της Ασφάλειας,του Δικαίου,της Νομιμότητας,

-Όλα αυτά;πολλά δεν είναι;σχολίασε ο μιστερ Προεδρος

-Και λίγα είναι,τόνισε ο Σύμβουλος,όσο περισσότερα τόσο εδραιώνεσαι

απέναντι στις εσωτερικες  και εξωτερικες αντιδράσεις

λοιπόν,συνέχισε,κυρίως στο όνομα του Λαου

-Ποιανου Λαού; ρωτά ο Πρόεδρος Ν.

-Τοτε δικού μας Λαού,απαντά αμέσως ο Σύμβουλος Κ.

-Α έχουμε κι εμείς τέτοιον,νόμιζα πως μόνο οι άλλοι έχουν,λέει ο Πρόεδρος

-οτι θέλουμε έχουμε,ότι θέλουμε κατασκευάζουμε για την διαφύλαξη και

ενίσχυση των συμφερόντων μας,είπε σοβαρός ο Σύμβουλος,εδώ coup d'etat 

κάνουμε,λαό φουμαρα δηλαδή δεν θα φτιάξουμε;

γέλασε

-,Και το coup d'etat τι θα κάνει;

-Αποκεφαλισμο

-Δηλαδη;

-θα αποκεφαλίσει τον αρχηγό;

-τον Πρώτο

-τον Πρόεδρο,ακριβώς

-Κυριολεκτικα; η' Συμβολικά;

-Κυριολεκτικά και Συμβολικά

-και μετά;

-μετα τα γνωστά πρακτεα,αθρόες συλλήψεις καθεστωτικών,δικες κεκλεισμενων

των θυρών,ομαδικές εκτελέσεις,φυλακίσεις,εκτοπίσεις,εξορίες σε στρατόπεδα

συγκεντρώσεων,εξαφανίσεις,απελάσεις,εξόντωση οικονομικη,συνεχή παρακολούθηση,ψυχολογική πίεση,λογοκρισία,άρση ελευθεριών,στέρηση

ελευθερίας εκφράσεις,απαγόρευση ελευθεροτυπίας,τέλος πάντων ότι μεταχειριζεται ένα διδακτορικό καθεστώς για να επιβληθεί και είναι ασφαλες

-μα αυτα δεν θα φέρουν διεθνείς αντιδράσεις;ρωτά δήθεν πως δεν ξέρει ο Πρόεδρος Ν

-και βέβαια,απαντά ο Μίστερ Σύμβουλος Κ αν και ξέρει πως ο Μίστερ Πρόεδρος

Ν. ξερει,για να εκτονωθεί η κοινή γνώμη,ύστερα τα πράγματα θα ησυχάσουν

θα ομαλοποιηθούν,έχουν συμφέροντα να συνεργασθούν,η πολιτική σήμερα,

αλλά και πάντα,γίνεται από την μεριά του ισχυρού,αυτός επιβάλλει τι θέλει

και πως αυτό θα πραγματοποιεί,ο αδύνατος δέχεται,αλλιώς καταστρέφεται,

αυτη η τακτική είναι γνωστή από την υπόθεση των Μηλίων και των

Αθηναίων το 416 π.Χ ,ἐπισταμένους πρὸς εἰδότας ὅτι δίκαια μὲν ἐν τῷ ἀνθρωπείῳ λόγῳ ἀπὸ τῆς ἴσης ἀνάγκης κρίνεται, δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν. γράφει ο Θουκυδίδης στο πεμπτο

βιβλίο του Πελοποννησιακού Πολέμου,αλλά και από τον Μακιαβέλι,ο ισχυρός

δεν πρέπει να δειχνει αδυναμία,αλλά,αντιθέτως πρέπει να επιδεικνύει δύναμη και να ενεργει κεραυνοβολα επιβαλοντας αναντίρρητη την ισχύ του,real politic,

είπε ο Σύμβουλος παραδίδοντας Μαθήματα Πολιτικής Φιλοσοφίας και Πρακτικης

-ωραια,λοιπόν,να προχωρήσει οσονουπω το coup d'etat,το γοργόν και

χάριν έχει,συμπέρανε ο Μίστερ Προεδρος Ν.

Και έδωσε την άδεια και διαταγή για το coup d'etat

Και ξεχύθηκαν οι μυστικοί πράκτορες της ΠΕΥ(Πράκτορες Εξωτερικών Υποθέσεων)και προετοιμασθηκε και ετοιμασθηκε και εγένετο το coup d'etat, 

με επικεφαλής στρατηγό τον Π. φανατικό εθνικιστή,άκρως φιλόδοξο και ματαιόδοξο,

αμέσως έγινε ο αποκεφαλισμός του ανατραπέντος Προέδρου Α.

η ιατροδικαστική εξέταση τεκμαιρε:αυτοκτονία με πιστόλι

έτσι επιβλήθηκε η real politic υπέρ των συμφερόντων των δυνατών και κατά 

των αδυνάτων,ας πούμε εν συντομία,του λαού.

.

.

.





(στους ανθρωπους που σαν χταποδια του χτυπουσαν πανω στις πέτρες 

στα ξερονήσια της εξοριας)

ΕΝΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ ΛΥΠΗΣ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ένα πέτρινο νησί,ο αέρας το περιτριγυρίζει,είναι το ρούχο του,και το ρούχο αυτών 

των ερήμων ανθρωπων,αυτές τις πέτρες διατάζουν να τις ρίξουνστη θάλασσα,

να τη γεμίσουν πέτρες να γίνει δρόμος να περάσουν στην Σαντορίνη,

φορτώνονται από το ξημέρωμα μέχρι το νυχτωμα πέτρες και  πετούν,και πετούν,

και πετούν και το νησί δεν αδειάζει από τις πέτρες,γεννα κι άλλες,

κι οι γλάροι πάνω δεν ησυχάζουν, τρυπούν τον ουρανό και δεν απομακρύνονται,

αυτοί οι άνθρωποι είναι οι δικοι μας άνθρωποι,

ακούνε τη σιωπή που τους πλακώνει τη νύχτα,σαν κουβέρτα τους σκεπάζει,

γυρίζουν μέσα στον ύπνο τους,στην αυλή του σπιτιού τους στο φράχτη είναι το 

παιδί και η γυναίκα,ο πατέρας κι η μάνα,η αδελφή,κι η ερμη πατρίδα γύρω ως περα

 'ηρθε'φωναζει το παιδί,

κι εκεί ξυπναει κι ακούει τον άνεμο,'δεν ηρθε,είναι εκει',σηκώνεται,έξω ησυχία,όπως 

όταν είσαι νεκρός,το φεγγάρι αργοσερνεται στον ουρανό,

όχι τώρα θα τον δουν,άμα δύσει,σε δύο τρεις ώρες,έπειτα είναι και τα σκυλιά

 θα τον μυρίσουν θα γαυγισουν λυσσασμενα και θα ξυπνήσουν τους φυλακες,

θα τον κυνηγήσουν και δεν θα προλάβει να ξεφυγει,

όμως απόψε πρέπει να φύγει,τον περιμένουν,τους το'χε υποσχεθεί,'εγω να δείτε 

θα τους ξεφυγω',

οι άλλοι κοιμούνται αποκαμωμενοι,κάθε ένας βυθισμένος στη λύπη του,

θα του λείψουν οι σύντροφοι,στεναχωριέται που δεν θα τους αποχαιρετήσει,

θα πάρει όμως  μαζί του τα ονόματά τους:Γιώργος,Νίκος,Τάκης,Στάθης,

Γιάννης,Βασίλης,Κώστας,Στρατος,Βαγγέλης,Σπυρος,,...,

κοιτάζει έξω,το φεγγάρι εδυσε,τώρα,να προλάβει,το σκοτάδι αυτή των ώρα είναι 

πιο βαθύ,

πέρασε πάνω από τις πέτρες,τα σκυλιά αμεσως τον πήραν μυρωδιά, λυσσαξαν,ξύπνησαν οι φυλακές,άκουσε τις βρισιές τους,'καποιο κάθαρμα το'σκασε',άναψαν φανάρια,σαν κωλοφωτουλες τους έβλεπε να τον πλησιάζουν,'απο δω',οι άγριες φωνές τους σε λίγο 

θα τον άγγιζαν,

έφτασε στη θάλασσα,βούτηξε,ακούστηκε το πλατς,

'αυτος είναι,δεν είναι ψαρι'ακουσε να λένε,

και τον πυροβόλησαν,το αίμα έβαψε κόκκινο το νερό,κι αυτός πνιγηκε,

και πηγε στην αυλή του σπιτιού,'ηρθε,φώναξε χαρούμενο το παιδί,

και το κορμί του παρασυρμένο απ'το νερό εφτασε στις βουλιαγμενες πέτρες και χώθηκε κάτω απ'αυτές,αύριο από το ξημέρωμα μέχρι το νυχτωμα θα στοιβάζονται πάνω του οι πέτρες που θα ρίχνονται,μια μικρή ταπεινή πέτρα κι αυτός για το δρόμο της ελευθεριας

.

.

.

στους ανθρώπους στην εξορία στα ξερονήσια της πατρίδας-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


https://youtu.be/4sNVIUeRHyE

.

.

.




Η ΣΧΕΤΙΚΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΊΟ ΜΟΥ ALBERT  EINSTEIN

ΚΑΙ ΤΟΝ KURT GODEL

-χ.ν.κουβελης c.n.cpuvelis


στο τρένο προς το Princeton University ,New Jersey.

ο Θείος μου Albert Einstein απεναντι μου στο κάθισμα είναι ευδιαθετος,

-ξερεις,μου λέει,εδώ στο Princeton είμαι για να ερευνήσω και όχι να διδάξω

-Αγαπητε μου θείε Albert δεν θα σε ρωτήσω για την Ειδική ούτε για την 

Γενική Θεωρία της Σχετικότητας

-πολυ σωστά θα κάνεις ,απαντησε,θα χρειάζονταν τρεις μερες και περισσότερο,

και με τα ρολόγια να πάνε πιο αργά μέσα στο κινούμενο τρένο,

γελάει,αλλά και πάλι θα ήταν μη κατανοήσημες

-Σας θεωρώ τον Αρχιμήδη της Φυσικής,του είπα

-με τον Μεγάλο Αρχιμήδη έχουμε ένα μόνο κοινό:και οι δύο μας αναφωνησαμε

ΕΥΡΗΚΑ! ΕΥΡΗΚΑ!

το τρένο προχωρούσε ακολουθώντας την κύρτωση του χωροχρόνου

Ο θείος μου είχε διάθεση για συζήτηση

-Να ο κόσμος όπως εγώ τον βλέπω,

ο Nietzsche έλεγε πως '

Μόνο τα άτομα έχουν την αισθηση της υπευθυνοτητας

Ας δούμε την Κοινωνία και την Ατομικότητα

Όταν κάνουμε επισκόπηση της ζωής μας και των εγχειρημάτων μας γρήγορα 

θα παρατηρήσουμε ότι σχεδόν το σύνολο των πράξεών μας και επιθυμιών είναι συνδεδεμένα με την ύπαρξη των άλλων ανθρωπίνων όντων.Βλεπουμε ότι όλη μας η φυση μοιάζει με εκείνη των κοινωνικών ζώων Τρώμε τροφή που οι άλλοι έχουν καλλιεργησει,φοράμε ρούχα που οι άλλοι έχουν φτιάξει,ζούμε σε σπίτια που οι άλλοι έχουν χτίσει.Το μεγαλύτερο μέρος των γνώσεων μας και των πίστεων μας  έχει κοινωποιηθει σε μας από άλλους ανθρώπους διαμέσου μιας γλώσσας που άλλοι έχουν δημιουργήσει.Χωρις γλώσσα οι νοητικές μας ικανοτητες θα ήταν πραγματικά φτωχές,συγκριτικά με εκείνες των ανώτερων ζώων.Πρεπει,επομένως,να παραδεχτούμε ότι οφείλουμε το κύριο μας πλεονέκτημα απεναντι στα ζώα στο γεγονός ότι ζούμε μέσα σε ανθρωπίνη κοινωνία.Το άτομο,αν αφεθεί μόνο από την γέννηση του θα παραμείνει πρωτόγονο και ζωώδες στις σκέψεις του και τα αισθήματα σε ένα βαθμό που δύσκολα μπορεί να συλλάβουμε.Το άτομο είναι αυτό που είναι και έχει αξια όχι τόσο πολύ εξαιτίας της ατομικότητας του,αλλά μάλλον καθώς ένα  μέλος μιας μεγάλης ανθρώπινης κοινωνίας,η οποία κατευθύνει την υλική και πνευματική του ύπαρξη από την κούνια μέχρι τον τάφο.Η αξία ενός ανθρώπου στην κοινοτητα πρώτα πρώτα εξαρτάται κατά πόσον παρά πέρα τα αισθηματα του,οι σκέψεις,και οι πράξεις είναι κατευθυνόμενες προς την προώθηση του καλού στους συνανθρώπους του.Εμεις τον καλούμε καλό η' κακό σύμφωνα με το πώς στέκεται σ'αυτο το ζήτημα.Φαινεται με πρώτη ματιά σαν η εκτίμηση μας ενός ανθρώπου να εξαρτάται εντελώς πάνω στις κοινωνικές του ιδιότητες.

Κι όμως τέτοια θέση θα ήταν λανθασμένη.Ειναι φανερό ότι όλα τα πράγματα που αξίζουν,υλικά,πνευματικά,και ηθικά,τα οποία δεχομαστε από την κοινωνία μπορεί να είναι χαραγμένα διαμέσου αμέτρητων γενεών πίσω σε ορισμένα δημιουργηκα άτομα.

Η χρήση της φωτιάς,η καλλιέργεια των φαγώσιμων φυτών,η ατμομηχανη-το καθένα ανακαλύφθηκε από έναν άνθρωπο.Μονο τα άτομα μπορούν να σκεφθούν,και κατά συνέπεια να δημιουργήσουν νέες αξίες για την κοινωνία-όχι;,

ακόμη να θέσουν νέα ηθικά πρότυπα στα οποία η ζωή της κοινοτητας προσαρμόζεται.

Χωρίς δημιουργικες,ανεξάρτητες στη σκέψη και στη κρίση  προσωπικότητες η περαιτέρω εξέλιξη της κοινωνίας είναι τόσο αδιανοητη όσο η εξέλιξη της ατομικής προσωπικότητας χωρίς το εύφορο έδαφος της κοινότητας.

Η υγεία της κοινωνίας λοιπόν εξαρτάται απόλυτα πάνω στην ανεξαρτησία των ατόμων συνθέτοντας την καθώς και στην στενή τους πολιτική συνοχη.Εχει ειπωθεί πολύ σωστά ότι ο Ελληνο-Ευρωπαικο-Αμερικανικος πολιτισμός συνολικά,και ιδιαίτερα στην λαμπρή του άνθιση στην Ιταλική Αναγέννηση,που έθεσε ένα τέλος στην στασιμότητα της μεσαιωνικής Ευρώπης,είναι βασισμένος πάνω στην απελευθέρωση και το σχετικο ξεχωρισμα του ατομου(1)

τα μαλλιά του ανακατωθηκαν από το ρεύμα στο παράθυρο,δεν έκανε προσπάθεια 

να τα διορθώσει

-ετσι με θέλουν τα pop περιοδικά,γέλασε,

στο σπίτι παίζω βιολί,σχετικά καλά,το ίδιο και πιάνο,η μουσική με βοηθά,

it's not playing dice

σκεφτόμουν την θεωρία του:

είμασταν στο τρένο,ένα αδρανειακό σύστημα,έξω υπάρχει ένα άλλο αδρανειακό

σύστημα,η ακίνητη πολη

1.Σε όλα τα αδρανειακά σύστημα ,επομένως και σε αυτά,ισχύουν αναλοιωτοι οι

φυσικοί νομοι

2.Σε κάθε αδρανειακό σύστημα η ταχύτητα του φωτός είναι σταθερή

300000000 m/s

το τρένο σταμάτησε σε έναν σταθμό,το ρολόι έδειχνε 9:14 πμ

κοίταξα το δικό μου

-9:13 ακριβώς ανηψιε μου,άκουσα τον θείο μου Αλβέρτο,

και συνέχισε,βλέπεις εκείνον τον αντρα που κάθεται σε αυτό το παγκάκι της αποβάθρας,είναι σε ένα ακίνητο αδρανειακό σύστημα,ας υποθέσουμε ότι περνούμε 

από μπροστά του με μεγάλη ταχύτητα ,τότε αυτός παρατηρει ότι το πίσω μέρος του τρένου συμπιεζεται,έχουμε δηλαδή συστολή του χώρου,

αν υποθέσουμε ότι το τρένο μας,το κινούμενο αδρανειακό μας σύστημα, έχει μήκος 1s δευτερόλεπτο και ένας επιβάτης στην μια άκρη του στείλει φωτεινό σήμα προς την άλλη,αυτο θα φθάσει σε 1s ενα δευτερόλεπτο,

ο  άντρας στην αποβάθρα του σταθμού,στο ακίνητο αδρανειακό σύστημα του,

θα μετρήσει 1.5s δευτερόλεπτα,επειδή παρατηρεί ότι η άλλη άκρη έχει μετακινηθεί επομένως το φως θα χρειασθεί περισσότερο χρόνο για να φθάσει εκεί,έχουμε δηλαδή  διαστολή του χρόνου,

και ο επιβάτης και ο άντρας το ίδιο γεγονός το αντιλαμβάνονται να εξελλισεται σε 

διαφορετικό χρόνο,τι συμβαίνει;απλά,αφού η ταχύτητα του φωτός είναι σταθερή και 

στα δύο αδρανειακα συστήματα,γνωρίζωντας  ότι η ταχύτητα είναι ίση με το διαστημα προς το χρόνο που διανύεται αυτό το διαστημα,επομένως,και για τους δύο παρατηρητές, θα είναι μεταβλητα το διάστημα και ο χρόνος,

αυτά συμβαίνουν λόγω της παραμορφώσης του χωροχρόνου μετρούμενου από ένα άλλο αδρανειακό σύστημα,βέβαια ούτε το τρένο ούτε τα ρολόγια αλλάζουν

χαμογέλασε,με εκείνο υπέροχο χαμόγελου ενός αγαθού ανθρώπου τεράστιας ευφυίας,

είδες σε πόσο χρόνο σου εκθεσα την Θεωρία της Σχετικοτητας;

τώρα το Princeton έφτασε στο τρένο,είπε,θα κατέβουμε,

και να ξεχάσουμε να αλλάξουμε την ώρα στα ρολόγια μας,είπε με χιούμορ,

το τρένο σταμάτησε στον σταθμό του τρένου,

κατεβήκαμε,

-με περιμένει ο φίλος μου ο Kurt Gödel για την συνειθισμενη πρωινή μας βόλτα, 

τρομερά ιδιοφυής αυτός ο αυστριακός,στο θεώρημα του Της Μη Πληρότητας

έδειξε πως σε κάθε αξιωματικό σύστημα θα υπάρχουν προτάσεις που δεν

θα μπορούν να αποδειχθούν ούτε αληθεις ούτε ψευδείς σε αυτό το αξιωματικό

σύστημα,

Τώρα έχουμε ένα άκρως ενδιαφέρον ζητημα να συζητήσουμε:

ο Κουρτ λέει ότι υπάρχουν Κόσμοι,συνεπαγόμενοι από τις λύσεις που βρήκε τής δικης μου

 θεωρίας της σχετικότητας,στους οποίους ο χρόνος είναιανύπαρκτος,και απέδειξε ότι

 αφού εκεί δεν υπάρχει ο χρόνος  δεν υπάρχει και στον δικό μας,

Α νάτος 

Είδα την φιγούρα ενός ψηλολιγνου άντρα με παλτό και χασκολ ενώ ήταν μέσα Ιουλίου 

κι έκανε ζέστη,μου φάνηκε ασθενικός,

τους χαιρέτησα κι απομακρύνθηκα,

Αργότερα συνάντησα τον Richard Feynman και του είπα για το περιστατικο,

εκείνος ο ιδιοφυής άντρας με το υπέροχο χιούμορ χαμογελασε και ειπε:

Eintsein Gödel Δύο Αδρανειακα Συστήματα των Μαθηματικών και της Λογικής

Συμφωνα με την Αρχή της απροσδιοριστίας του Werner Heisenberg ένας εξωτερικός 

παρατηρητής εντοπίζοντας τον έναν χάνει τον άλλον,

Eintsein Gödel κβαντικά φαινόμενα,

κι επειδή τελικά God play dice συνυπαρχουν

Από τον έναν περνάς στον άλλον με το φαινομένο της σήραγγας,αφού χρειάζεσαι τεράστια ενέργεια για να πηδήσεις από το χώρο του ενός στοχώρου του άλλου,

Einstein και Gödel βρίσκονται σε quantum entanglement,κβαντική διεμπλοκη,

η' σε κβαντικό ενσγκαλισμο,όπου δύο σωματίδια  συνδημιουργημενα μετα τον διαχωρισμο τους ασχέτως της απόστασης,όση μεγάλης και να είναι, του χώρων που βρισκονται,είναι σε κατάσταση διεμπλοκης,αν στο ένα συμβεί κάτι το άλλο αντιδρά 

αμεσα

Βέβαια στη βόλτα του,στη Νευτώνεια φυσικη είναι δύο κανονικοί άνθρωποι,φίλοι.

.

.

σημείωση

1

Απόσπασμα απο το βιβλίο:

THE WORLD AS I SEE IT 

Albert Einstein 

(μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis)


 Only individuals have a sense of responsibility. --Nietzsche


Society and Personality 

When we survey our lives and endeavours we soon observe that almost the 

whole of our actions and desires are bound up with the existence of other 

human beings. We see that our whole nature resembles that of the social 

animals. We eat food that others have grow, wear clothes that others have 

made, live in houses that others have built. The greater part of our knowledge 

and beliefs has been communicated to us by other people through the medium 

of a language which others have created. Without language our mental 

capacities wuuld be poor indeed, comparable to those of the higher animals; 

we have, therefore, to admit that we owe our principal advantage over the 

beasts to the fact of living in human society. The individual, if left alone from 

birth would remain primitive and beast-like in his thoughts and feelings to a 

degree that we can hardly conceive. The individual is what he is and has the 

significance that he has not so much in virtue of his individuality, but rather as a 

member of a great human society, which directs his material and spiritual 

existence from the cradle to the grave. 

A man's value to the community depends primarily on how far his feelings, 

thoughts, and actions are directed towards promoting the good of his fellows. 

We call him good or bad according to how he stands in this matter. It looks at 

first sight as if our estimate of a man depended entirely on his social qualities. 

And yet such an attitude would be wrong. It is clear that all the valuable 

things, material, spiritual, and moral, which we receive from society can be 

traced back through countless generations to certain creative individuals. The 

use of fire, the cultivation of edible plants, the steam engine--each was 

discovered by one man. 

Only the individual can think, and thereby create new values for society--nay, 

even set up new moral standards to which the life of the community conforms. 

Without creative, independently thinking and judging personalities the upward 

development of society is as unthinkable as the development of the individual 

personality without the nourishing soil of the community. 

The health of society thus depends quite as much on the independence of the

individuals composing it as on their close political cohesion. It has been said 

very justly that Græco-Europeo-American culture as a whole, and in 

particular its brilliant flowering in the Italian Renaissance, which put an end to 

the stagnation of mediæval Europe, is based on the liberation and comparative 

isolation of the individual.

.

.

.


Πλατωνική Διάσταση

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Κατά τον μύθο του Ηρος στην Πολιτεία του Πλάτωνα κεφάλαιο 10, 


ἐπειδὴ δ᾽ οὖν πάσας τὰς ψυχὰς τοὺς βίους ᾑρῆσθαι, ὥσπερ ἔλαχον ἐν τάξει προσιέναι 

πρὸς τὴν Λάχεσιν: ἐκείνην δ᾽ ἑκάστῳ ὃν εἵλετο δαίμονα, τοῦτον φύλακα συμπέμπειν [620e] τοῦ βίου καὶ ἀποπληρωτὴν τῶν αἱρεθέντων


(αφού λοιπόν όλες οι ψυχές τους βίους διάλεξαν,όπως  ελαχαν με την

σειρά προσηλθαν στην Λάχεση,εκείνη σε καθέναν τον δαίμονα που διάλεξε

ετούτον της έδωσε φύλακα να την  συνοδεύσει στον βίο και να εκπληρώσει

τα διαλεγμενα)


ένας άντρας και μια γυναίκα στον νέο τους βίο  επέλεξαν να είναι ζευγαρι


ἐπειδὴ δὲ κοιμηθῆναι καὶ μέσας νύκτας γενέσθαι, βροντήν τε καὶ σεισμὸν γενέσθαι, 

καὶ ἐντεῦθεν ἐξαπίνης ἄλλον ἄλλῃ φέρεσθαι ἄνω εἰς τὴν γένεσιν, ᾄττοντας ὥσπερ 

ἀστέρα

(όταν  κοιμήθηκαν και έγινε μεσάνυχτα,και βροντή και σεισμός έγινε,και

από εκεί ξαφνικά άλλη άλλη από εκεί κατευθύνθηκαν πάνω προς τη 

γέννηση,όπως διαττοντες αστερες)


και εκσφενδονησθηκαν άλλου ο ένας κι αλλού ο άλλος,

χάθηκαν,και ζούσαν μισή ζωή,

ούτε ο ένας είχε την ανάμνηση του άλλου,

μόνο ενιώθαν μελαγχολία και δεν μπορούσαν να την εξηγήσουν από πού

προερχεται κι ήταν ανικανοποίητοι,τίποτα δεν τους άρεσε,

είχανε και οι δυο παράξενα όνειρα,

ο άντρας έβλεπε μια γυναίκα με λευκό φόρεμα σε έναν μεγάλο ημιφωτισμενο

διαδρομο έτρεχε να την φτάσει,δεν την προλάβαινε,εκεινη άνοιγε μια πόρτα,

όταν έφτανε εκεί δεν έβλεπε καμιά πόρτα,ούτε άκουγε κάτι

και η γυναίκα ήταν στο διαμέρισμα της κι άκουγε να της χτυπούν τη πόρτα

άνοιγε και δεν έβλεπε κανέναν εκεί,κοιτούσε έξω κι έβλεπε στο βάθος 

του μεγάλου  ημιφωτισμενου διαδρομου έναν άντρα να απομακρυνεται και 

να χάνεται,

μια μέρα επιστρεφοντας από δουλειά στο διαδρομο λίγο πριν φτάσει στη 

πορτα του διαμερίσματος άκουσε μια φωνή,

κυρία,κυρία

σταμάτησε,γύρισε το κεφάλι,είδε έναν άγνωστο άντρα,

ο άντρας την πλησίασε,

συγνωμη για το θάρρος,θέλω να γνωριστούμε,

η γυναίκα χαμογέλασε

τι λες πάμε για φαγητό το βράδυ;πρότεινε ο άντρας

η γυναίκα δέχτηκε,

γίνανε ζευγάρι,

ενοικιασαν μεγαλύτερο διαμέρισμα άλλου,

ο άλλος άντρας κατάφερε να φτάσει τη γυναίκα του διαδρόμου,τη κράτησε

σφιχτά από το χέρι,

ασε με,με πονάς,φωναξε,τι θέλεις;είσαι τρελός

ναι τρελός για σένα,της είπε,

σε φοβάμαι,φύγε θα φωνάξω την αστυνομία,ούρλιαξε η γυναίκα,

φώναξε την,κανείς δεν θα ακούσει,αγριεψε εκείνος,,σκάσε,εμπρός άνοιξε 

γρήγορα τη πόρτα σου,

εκείνη αντιστάθηκε,τέρας,

της πήρε τα κλειδιά,κρατώντας της σφιχτά άνοιξε τη πόρτα,και την πέταξε

κατω,

κλείδωσε τη πόρτα,

είχε σηκωθεί η φούστα της,είδε τα πόδια της,

πουτανα,της φώναξε,

την βίασε,

από τότε την είχε τρομακρατημενη και την έκανε ότι ηθελε,εκείνη ένιωθε εξευτελισμενη και τον μισούσε 

είχαν περάσει τρία χρόνια και είδε αλλαγή στη συμπεριφορά της,του φαίνονταν 

απόμακρη,τη ρώτησε,δεν του απάντησε,τι συμβαίνει;θέλω να μάθω,

κάθε μέρα η απόσταση μεγάλωνε,έλλειπε ώρες από το σπίτι,γυρνούσε και δεν 

του έδινε καμια εξήγηση,

όταν γύρισε από τη δουλειά βρήκε ένα σημείωμα στο τραπέζι:

δεν αντέχω άλλο πρέπει να ξεκαθαρίσω μαζί σου,έχω γνωρίσει έναν άλλον

άντρα,αντίο,

σκέφτηκε να τους βρει και να τους σκοτώσει,

όχι αυτός είναι πληγωμενος εγωισμός,άλλωστε ποτέ δεν ένιωσε κάτι δυνατό

γι'αυτη,αν δεν ήταν αυτή θα ήταν αυτός,

γρήγορα την ξέχασε,

αυτή τη φορά ήταν προετοιμασμένη,όταν ρίχτηκε πάνω της και της έσχισε τα

ρούχα,τον κάρφωσε στη πλάτη με το μαχαίρι,εκείνος ούρλιαξε σαν ζώο

που το μαχαιρωνουν,κλωτσησε τα πόδια του,κι έπειτα έμεινε αοπνος ακίνητος,

το αίμα του πλημμύρισε τα σεντόνια,

πήγε στην αστυνομία,σκότωσα έναν άντρα,

έγιναν ανακρίσεις,ομολόγησε του βιασμούς,

αθωώθηκε,

στο όνειρο της,έβλεπε συνέχεια,έναν άντρα να τηλεφωνεί και να λέει το

ονομα της

η γυναίκα,που έβλεπε στο όνειρο, μιλούσε στο τηλέφωνο,άκουγε καθαρά

να λέει το όνομα του

.

.

.




Μηδεια-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Η ΔΙΚΗ ΤΗΣ ΜΉΔΕΙΑΣ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Κύριοι Δικαστές Κύριοι Ενορκοι,άρχισε την ομιλία του ο συνήγορος κατηγορίας,

Εδώ ενώπιον σας εχομεν μιαν στυγερήν εγκληματίαν,αμετανόητην η οποία

με άκρα ψυχρότητα διαπράττει τα εγκλήματα της,τον άτομον αυτό είναι

λίαν επικίνδυνον δια την ευνομούμενην κοινωνίαν μας και δια τον πολιτισμένον

κόσμο μας,δεν θα μεταχειρισθωμεν πολύπλοκα ρητορικά σχήματα δια να 

κατειξωμεν το αξιόποινον και το αποτρόπαιον των πράξεών της

κατηγορουμένης,τα αντικειμενικά γεγονότα είναι οι αληθείς μαρτεις

αυτων,η κατηγουρουμενη,κατά νοσηρή επαναληπτικοτητα εις το παρελθόν 

εδιέπραξεν φοβέρα εγκλήματα,

Πρώτον εις την πατρίδαν της Κολχίδα όπου εκατεσφαξεν τον μικρόν της

αδελφόν τον Αψυρτον και τεμαχιζοντας τον ερριπτεν τα μέλη του εις την

θάλασσαν ώστε να χρονοτριβησει δια την περισυλλογήν των μελών 

του άτυχου υιού του ο πατήρ αυτού Βασιλεύς της Κολχίδος Αιητης κατά 

την καταδίωξην της Αργως,και αυτής της Μήδειας και του εραστου αυτής

Ιάσονος

Δεύτερον ,ερχόμενοι εις την Ιωλκόν,θελωντας ο Ιάσων να εκδικηθεί τον Πελία 

δια τον φόνον του πατρός του και του αδελφού,εζήτησεν από αυτήν αρωγην,

και εκείνη,αυτή εδώ η κατηγορούμενη,επροχώρησεν εις το εγκληματικόν της έργον,πειθωντας τις κόρες του Πελία,πως θα επαναφέρουν εις την νεότηταν 

τον πατέρα τους,αν  τον τεμαχίσουν και τον βράσουν

Τρίτον,μετά το έγκλημα της εκδίκησης καταδιωχθεντες εκατέφυγον εις την Κόρινθον,

ούτε εδώ Κύριοι Δικαστές Κύριοι Ένορκοι έπαυσεν να εγκληματει,

και μάλιστα τώρα επροέβειν εις τριπλούν έγκλημα,ανθρωποκτονίας και διπλης

παιδοκτονιας,

και τα τρία εγκλήματα είναι ψυχρως προμελετημενα,

αυτά τα οποία εκδικαζομεν εδω

εις την μεν ανθρωποκτονίαν άτυχες θύμα της ειναι η Γλαύκη,κόρη του βασιλέως

της Κορίνθου Κρέοντα,πεμπωντας εις αυτήν,,την ημέραν του γάμου της με τον 

Ιάσοναν, δολιως ως δώρον γάμου δηλητηριασμένον πέπλον,τον οποίον όταν το εφόρεσεν η νύφη ετυλίχθηκεν αμέσως εις τις φλόγες και εκαηκεν ως δας

η στυγερος ανθρωποκτονος θα επικαλεσθεί λόγους εκδίκησης,πως ήθελεν 

να εκδικηθεί τον εραστή της Ιάσοναν δια την απιστίαν του, αυτά εις μίαν πεπολιτισμενην σύγχρονον κοινωνίαν είναι αδιανόητα,η εκδίκησης και 

η αυτοδικία ανήκουν εις τις πρωτογονες εποχές της ανθρωπότητας,και εις 

τον βαρβαρον κόσμον της εις τον οποίον εγεννηθηκεν

και βέβαια οι ψυχιατροι θα γνωματευσουν επακριβώς επιστημονικώς πως η ανθρωποκτονος δεν είναι ανθρωποκτονος,αλλά το θύμα της φαλλοκρατουμενης

κοινωνίας,και πως δεν έιχεν ουδεμιαν επίγνωσην των πράξεών της,η απιστία του εραστή της την επλήγωσεν τόσο βαθεως ωστε εκατέληξεν  μοιραιως εις την ψυχοπαθειαν,

και ο πραγματικός αυτουργός των εγκλημάτων πρέπει να αναζητηθεί άλλου,

αυτα θα τεκμαιρουν είναι και η πρόξενος αιτία των διπλής παιδοκτονιας,

των δύο αμοιρων παιδιων ,τέκνων αυτής και του Ιάσονος,,

Αγνοούν ότι το έγκλημα είναι έγκλημα,και τέτοιον είναι όποιος και να το

εκτελεσει,αποτρόπαιον και τιμωρητεον,η δε αφαιρεσις ζωής είναι το μέγιστον

κακον

Κύριοι Δικαστές Κύριοι Ένορκη,η κατηγορούμενη Μήδεια ουδολως είναι ψυχοπαθής,

μια δόλια είναι,συνειδητά δολοφόνος,ανθρωποκτονος και διπλως παιδοκτονος,

ενηργησεν απολύτως δια της ψυχρης λογικής,και δι'αυτο  ζητούμεν την παραδειγματικήν τιμωρίαν της δια τα αποτρόπαια εγκλήματα  της ανθρωποκτονίας και της διπλής παιδοκτονιας,συμφώνως των ισχυόντων  

νόμων του Ποινικού Δικαίου του Κράτους μας,

επιπλέον να δικασθεί ως αλλοδαπός δολοφόνος εις την ημεδαπην,

και να συνυπολογισθεί το βαρύ ποινικόν της μητρώον,

και το αμετανοητον εγκληματικον της προσωπικότητας της


η Μήδεια,ακίνητη,βουβή, δεν ακουγε τον συνήγορο κατηγορίας ούτε τον

διορισμένον αυτοκλητα από το δικαστήριο συνήγορο υπεράσπισης,ούτε

τους μάρτυρες που κατέθεσαν υπέρ  η' κατά,ούτε σηκώθηκε να απολογηθεί

όταν την κάλεσαν,

όλη την ώρα έβλεπε πως μετά τα παιδιά της ήταν σε μια παιδική χαρά,

εκείνη έκαναν κούνια κι εκείνη τα κουνούσε,ο Ιάσονας βιντεογραφουσε,

έπειτα έκαναν τραμπάλα και τσουλιθρα,

η Μήδεια ούτε άκουσε την απόφαση του δικαστηρίου

την έκλεισαν σε άσυλο,σε απομόνωση,

ζήτησε δύο κούκλες

τις κρατούσε αγκαλιά όλη την ώρα,

την είδαν και να τις βυζαινει,

πριν κοιμηθεί τις έβαζε στο κρεβάτι της,μια αριστερά και μια δεξιά,στο πλάι 

της και έτσι κοιμόνταν,

γενικά ήταν ήσυχη σε όλη τη χρονική διαρκεια τον εγκλεισμό της

όταν αργότερα πήρε εξιτήριο από το άσυλο πήγε στην Αθήνα,εκεί παντρεύτηκε

τον βασιλιά Αιγεα,τον πατέρα του Θησέα,και εκανε ένα γιο μαζί του τον Μηδο,


η Μήδεια βρίσκεται στο θέατρο,παρακολουθώντας την Μήδεια του Ευριπίδη,

όπου ακούει και βλέπει τους υποκριτές:


ΙΑΣΟΝ. κι η ίδια βασανίζεσαι και πρόξενος κακών εισαι

ΜΗΔΕΙΑ. καλά το ξέρεις,αλλά πάψε να γελας

ΙΑ.παιδια μου,πόσο ασπλαχνη μάνα ειχατε

ΜΗ.παιδια μου,απ'την απιστία του πατέρα χαθηκατε

ΙΑ.απ'το δικό μου δεν χάθηκαν χέρι 1365

ΜΗ.αλλα απ'τους ξεδιάντροπους γάμους σου

ΙΑ. και για το κρεβάτι έπρεπε να τα σκοτωσεις;

ΜΗ.τι νομίζεις πως για μια γυναίκα μικρό αυτό είναι πράγμα;

ΙΑ. ναι αν σώφρονα είναι,εσύ όμως είσαι κακια

ΜΗ.ξέρεις πως δεν ζούνε  πια,κι αυτό θα σε πονεσει 1370

ΙΑ να ξέρεις,αλίμονο σε σένα,στο κεφάλι σου τιμωροι θα'ναι

ΜΗ. ξέρουν οι θεοί ποιος αυτά τ'αρχισε

ΙΑ.και βεβαια ξέρουν την καταπτυστη ψυχή σου

ΜΗ.μισησε με,σιχαίνομαι τα πικροχολα λόγια σου

ΙΑ.κι εγώ τα δικά σου,θέλω να μην σε ξαναδω 1375

ΜΗ.κι εγω το θέλω πολυ

ΙΑ.ασε με να θάψω τα παιδιά μου  κι άσε με να κλαψω

ΜΗ.ποτε,εγώ με τα ίδια αυτά τα χέρια μου θα τα θαψω

να μην βρεθεί ποτέ κανένας τους τάφους των να βεβηλωσει 1380

κι εσύ κακήν κακώς θα πεθανεις

ΙΑ.κι εσένα οι τρομερές τύψεις των παιδιών θα σε συντρίψουν 

κι η τιμωρία του φόνου τους 

ΜΗ.ποιος θα ακουσει έναν ψεύτη στους όρκους 

και προδότη σαν εσένα;

ΙΑ.μακρυα μου,μίασμα,παιδοκτονα

ΜΗ.τράβα στο σπίτι και θάψε τη νυφη σου

ΙΑ.τραβω χωρίς τ' άμοιρα δύο παιδιά μου 1395

ΜΗ.ακομα δεν θρηνείς,περίμενε και τα γηρατειά

ΙΑ.παιδια μου αγαπημένα

ΜΗ. για τη μάνα,όχι για σενα

ΙΑ.γι'αυτο τα σκότωσες; 

ΜΗ.εσενα να εκδικηθώ.

ΙΑ.θελω ο δύστυχος να  φιλήσω 

και ν'αγκαλιασω τα παιδιά μου 1400

ΜΗ.τωρα θέλεις να τους μιλησεις,τώρα να τα φιλήσεις

ενώ πρώτα τα'διωχνες από κοντα σου

ΙΑ.άσε με τ'απαλα κορμιά των παιδιών μου ν'αγγιξω

ΜΗ.ποτε δεν θα σ' αφήσω,μάταια μιλας(1)

.

.

.

Σημείωση

(1)

Ευρυπίδη Μήδεια

-μετάφραση-αποδοση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ΙΑ. καὐτή γε λυπῇ καὶ κακῶν κοινωνὸς εἶ.

ΜΗ. σάφ᾽ ἴσθι· λύει δ᾽ ἄλγος, ἢν σὺ μὴ ᾽γγελᾷς.

ΙΑ. ὦ τέκνα, μητρὸς ὡς κακῆς ἐκύρσατε.

ΜΗ. ὦ παῖδες, ὡς ὤλεσθε πατρῴᾳ νόσῳ.

1365ΙΑ. οὔτοι νιν ἡμὴ δεξιά γ᾽ ἀπώλεσεν.

ΜΗ. ἀλλ᾽ ὕβρις οἵ τε σοὶ νεοδμῆτες γάμοι.

ΙΑ. λέχους σφε κἠξίωσας οὕνεκα κτανεῖν;

ΜΗ. σμικρὸν γυναικὶ πῆμα τοῦτ᾽ εἶναι δοκεῖς;

ΙΑ. ἥτις γε σώφρων· σοὶ δὲ πάντ᾽ ἐστὶν κακά.

1370ΜΗ. οἵδ᾽ οὐκέτ᾽ εἰσί· τοῦτο γάρ σε δήξεται.

ΙΑ. οἵδ᾽ εἰσίν, οἴμοι, σῷ κάρᾳ μιάστορες.

ΜΗ. ἴσασιν ὅστις ἦρξε πημονῆς θεοί.

ΙΑ. ἴσασι δῆτα σήν γ᾽ ἀπόπτυστον φρένα.

ΜΗ. στύγει· πικρὰν δὲ βάξιν ἐχθαίρω σέθεν.

1375ΙΑ. καὶ μὴν ἐγὼ σήν· ῥᾴδιοι δ᾽ ἀπαλλαγαί.

ΜΗ. πῶς οὖν; τί δράσω; κάρτα γὰρ κἀγὼ θέλω.

ΙΑ. θάψαι νεκρούς μοι τούσδε καὶ κλαῦσαι πάρες.

ΜΗ. οὐ δῆτ᾽, ἐπεί σφας τῇδ᾽ ἐγὼ θάψω χερί,

φέρουσ᾽ ἐς Ἥρας τέμενος Ἀκραίας θεοῦ,

1380ὡς μή τις αὐτοὺς πολεμίων καθυβρίσῃ

τυμβοὺς ἀνασπῶν· γῇ δὲ τῇδε Σισύφου

σεμνὴν ἑορτὴν καὶ τέλη προσάψομεν

τὸ λοιπὸν ἀντὶ τοῦδε δυσσεβοῦς φόνου.

αὐτὴ δὲ γαῖαν εἶμι τὴν Ἐρεχθέως,

1385Αἰγεῖ συνοικήσουσα τῷ Πανδίονος.

σὺ δ᾽, ὥσπερ εἰκός, κατθανῇ κακὸς κακῶς,

Ἀργοῦς κάρα σὸν λειψάνῳ πεπληγμένος,

πικρὰς τελευτὰς τῶν ἐμῶν γάμων ἰδών.

ΙΑ. ἀλλά σ᾽ Ἐρινὺς ὀλέσειε τέκνων

1390φονία τε Δίκη.

ΜΗ. τίς δὲ κλύει σοῦ θεὸς ἢ δαίμων,

τοῦ ψευδόρκου καὶ ξειναπάτου;

ΙΑ. φεῦ φεῦ, μυσαρὰ καὶ παιδολέτορ.

ΜΗ. στεῖχε πρὸς οἴκους καὶ θάπτ᾽ ἄλοχον.

1395ΙΑ. στείχω, δισσῶν γ᾽ ἄμορος τέκνων.

ΜΗ. οὔπω θρηνεῖς· μένε καὶ γῆρας.

ΙΑ. ὦ τέκνα φίλτατα. ΜΗ. μητρί γε, σοὶ δ᾽ οὔ.

ΙΑ. κἄπειτ᾽ ἔκανες; ΜΗ. σέ γε πημαίνουσ᾽.

ΙΑ. ὤμοι, φιλίου χρῄζω στόματος

1400παίδων ὁ τάλας προσπτύξασθαι.

ΜΗ. νῦν σφε προσαυδᾷς, νῦν ἀσπάζῃ,

τότ᾽ ἀπωσάμενος. ΙΑ. δός μοι πρὸς θεῶν

μαλακοῦ χρωτὸς ψαῦσαι τέκνων.

ΜΗ. οὐκ ἔστι· μάτην ἔπος ἔρριπται.

.

.

THE MULTIPLY FACES OF MEDEA

-painting and music χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

https://youtu.be/MdH5NWgQ4TQ

.

.

.


Friedrich Hegel-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Friedrich Hegel ,η χολέρα 1830-1831 και 12 Λόγοι

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Βερολίνο, Νοέμβριος1831,η πόλη αναστατη από την επιδημία χολέρας,

μαθαίνει στη Ρωσία η κατάσταση είναι τραγική,

Θεση:η πρόοδος του κόσμου,επιστημονική,βιομηχανική,υγειονομική,

θα επιτρέψει να ζουν περισσότεροι άνθρωποι και να είναι ευτυχισμένοι

Αντίρρηση:αυτό δεν θα συμβεί γιατί η ανεξέλεγκτη αύξηση του πληθυσμού

θα επιφέρει λιμούς και αρρώστιες

αυτό υποστηρίζει ο Άγγλος κληρικός λογιοςThomas Robert Malthus το 1798

στο βιβλίο του, An Essay on the Principle of Population(Δοκίμιο για την Αρχή 

του Πληθυσμου)

Ποια είναι η Σύνθεση; αναρωτήθηκε ο φιλοσοφος Friedrich Hegel περπατώντας

εκείνο το πρωινό στους δρόμους του Βερολίνου,αν και επικρατούσε αυστηρή

Απαγόρευση κυκλοφορίας,

Sein und Nichts sei dasselbe(Το Είναι και το Τίποτα είναι το ίδιο)

ο φιλόσοφος πρέπει να ζει στην κάθε φορά Ιστορία ,να παρατηρεί  την 

Πραγματικότητα  παραγωντας Θέσεις οι οποίες θα αντιμετωπίσουν τις 

Αντιθέσεις  από τις επερχόμενες γενιές ανθρώπων με άλλη Ιστορια

για να καταλήξουν σε Σύνθεση,

κι έτσι αεναως να συνεχισθεί το γαϊτανάκι:Θεση-Αντιθεση-Συνθεση,

Της Διαλεκτικής του

επομένως ανυπακοή στην κρατική διαταγή της απαγόρευσης,

Ιστορία,Χρονικό,Πως φθάσαμε ως εδώ ,στην επιδημία της χολερας:

κακές υγειονομικές συνθήκες στη πόλη,ρύπανση των νερών αποχετευσης,

μολυσμένα λύματα στον ποταμό Spree και τον Havel,η άντληση από αυτούς

νερου για πόσιμο,οι άθλιες υγιειονομικες συνθήκες στα καταστήματα,στα σφαγεία,

στις λαϊκές αγορές,βόθρους χαλασμένων σαπισμενων τροφίμων,

βόθροι σπιτιών που συγκοινωνουσαν με πηγάδια για πόσιμο νερό

Αυστηρά Κρατικα μέτρα για την αντιμετώπιση της επιδημίας:

κλιμακωση της τρομοκρατικης και αυταρχικικης συμπεριφοράς,

στρατιωτική επιβολή καραντίνας,στενή αστυνόμευση κινήσεων των πολιτών,

αυστηρά πρόστιμα,αποκλεισμός περιοχών από τις στρατιωτικες δυναμεις,

καταστροφή της οικονομίας,δραματική αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων,

ένα τρομακτικό καθεστώς hostiles

Μαλθουσιανες διαδόσεις για προμελετημένη εξόντωση του φτωχού κι αδύναμου πληθυσμού,με υπαίτιους-συνενοχους  κυβέρνηση,γιατρούς,φαρμακοποιούς,

νοσηλευτές,έχουν σαν συνέπεια βίαιες αντιδράσεις,εξεγερσεις από τον λαό,

πυρπολήσεις κυβερνητικών κτιρίων,βίαιες απελευθερωσεις ασθενων από 

τα νοσοκομεία,τα στρατόπεδα νοσηλείας,λεηλασίες καταστημάτων,άγριοι

ξυλοδαρμοί,βίαια επέμβαση της αστυνομίας,αθρόες συλλήψεις,δολοφονίες

εξεγερμένων και τραυματισμοί,δαιμονοποίηση των ξένων,των αλλοτριων,

Ένα πλήθος διαδηλωτών κυνηγημένο από την  Potsdamer  Platz έπεσε πάνω

του,βρέθηκε μέσα στη δίνη,στον τυφώνα,

οι αστυνομικοί πυροβολούσαν,χτυπούσαν αλύπητα με σιδερένια γκλοπς,

ερριχναν δακρυγόνα,οι διαληλωτες τους πετούσαν ότι έβρισκαν μπροστά τους,

πέρασε μέσα από την κόλαση,από τον ακραίο και επικίνδυνο ανορθολογισμο

Ήξερε ότι έχει μολυνθει από το βακτήριο Vibrio Cholerae,

αρχίζει να νιώθει τα συμπτωματα:διάρροια,εμετό,αφυδάτωση,υποογκαιμια,

μυϊκοί σπασμοί,αδιαθεσία,υπόταση,κυάνωση,και ως φυσική συνέπεια περιμένει την καταπληξια και τον θανατο

Ότι όμως συμβαίνει στο Ηρακλειτιο ρευμα της Ιστορίας-τωρα  πρέπει να εξετασθεί 

με τη διαλεκτική,με κανέναν δογματισμό σκέψης

Το Βερολίνο άδειο,έρημο,φοβισμένο,ένα κενό,μέσα σε Ιστορία που βράζει,

Ένας Άλλος Κόσμος θα γεννηθεί με την δική του Ιστορία,κι έπειτα κι Αυτός

θα ανατραπει από Άλλον,αυτό θα συμβαίνει οσο θα  υπάρχουν άνθρωποι,

Σε έναν ερημωμένο τοίχο ήταν γραμμένο με μαύρη μπογιά ένα σύνθημα:

ΜΗΝ ΦΟΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΜΑΣ

χαμογέλασε,πόσο ήθελε να γράψει στον τοίχο:

SEIN UND NICHTS SEI DASSELBE


κοίταξε το ρολόι του,είχε ακόμα χρόνο στην Ιστορία,

ο φιλοσοφος Friedrich Hegel 61 ετων περιφερθηκε σκεπτομενος στις 

14 Νοεμβρίου 1831


-Τίποτα μεγάλο στον κόσμο δεν έχει επιτευχθεί χωρίς πάθος

-Οι μεγάλες τραγωδίες στον κόσμο δεν είναι οι αντιπαλότητες μεταξύ δικιου

και άδικου,αλλά μεταξύ δύο δικιων

-Η Παγκοσμια Ιστορία είναι ένα Δικαστήριο Κρισεων

-Σ'αυτον που κοιτάζει τον κόσμο ορθολογιστικά,ο κόσμος με τη σειρά του

του δείχνει μια ορθολογιστική άποψη.Η σχεση είναι  αμοιβαία 

-Was vernünftig ist, das ist Wirklich; und was wirklich ist, das ist vernünftig.

Οτι είναι πραγματικό είναι λογικό,και ότι είναι λογικό είναι πραγματικό

-Η εκπαίδευση είναι η τέχνη που κάνει τον άνθρωπο ηθικο

-Αληθεια στη φιλοσοφία σημαίνει ότι η άποψη και η εξωτερική πραγματικότητα

συμπίπτουν

-Το να είσαι ανεξάρτητος από την κοινή γνώμη είναι η πρώτη προϋπόθεση

να αποκτήσεις κάτι μεγαλο

-Οτι η εμπειρία και η ιστορία μας διδάσκει είναι ότι οι άνθρωποι και οι κυβερνήσεις 

δεν έχουν μάθει τίποτα από την ιστορια

-Η αλήθεια δεν βρίσκεται ούτε στη θέση ούτε στην αντίθεση αλλά στην

αναδυόμενη σύνθεση που  συμφιλιωνει αυτές τις δυο

-So muß die Philosophie zwar die Möglichkeit erkennen, daß das Volk sich 

zu ihr erhebt, aber sie muß sich nicht zum Volk erniedrigen.

πρέπει η φιλοσοφία πράγματι να αναγνωρίσει τη δυνατότητα,ότι ο λαός

προς αυτήν θα υψωθεί,αλλά όχι ότι πρέπει αυτή προς το λαό να χαμηλωσει

-Abstraktionen in der Wirklichkeit geltend machen, heißt Wirklichkeit zerstören.

Ισχυριζόμενος τις αφαιρέσεις της πραγματικότητας ,σημαίνει ότι την

πραγματικότητα καταστρεφεις

.

.

.



Kitty-2μ Χ 3μ-χ.ν.κουβελης c..n.couvelis


LOVE'S TENNIS

FOTOROMANCO

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Η Kitty,30 χρόνων ηθοποιός,και ερασιτέχνης τενίστρια

πρωταγωνίστρια στο FOTOROMANCO:LOVE'S TENNIS


Η Kitty σε ένα τουρνουά τέννις γνωρίζεται με τον George,νιώθουν αμοιβαία

έλξη,σύντομα η γνωριμία τους γίνεται ερωτική,

Μια μέρα η Kitty δέχεται μια απρόσμενη συνάντηση,είναι η μητρυα του

George μια γοητευτική γυναίκα 40 χρόνων,που ξέρει τι θέλει,χωρίς

περιφράξεις της λέει πως ο George τρία χρόνια είναι εραστής της,και 

συνεχίζει να είναι.Αυτο την αναστατώνει.Τηλεφωνει αμέσως στον George,

εκείνος δεν το αρνείται,μια επιπόλαια σχέση,που ανήκει στο παρελθόν.

Εκείνη δεν τον πιστεύει και του ζητάει να χωρίσουν.

Στο σπίτι της αποκαλύπτεται πως η μητέρα της έχει παράνομη ερωτική

σχέση με καποιον νεότερο της,ο πατέρας παθαίνει κρίση,νοσηλευτεί σε

ψυχιατρική κλινική,και αυτοκτονεί,η μητέρα συζεί στο σπίτι με τον

εραστή,οι επιχειρήσεις του πατέρα κατέρρευσαν,

η Kitty κάνει γάμο συμφέροντος με ένα γονο πλούσιας οικογένειας,ο οποίος

ήταν κρυφά ερωτευμένος μαζί της,ζεί συμβατική ζωή μαζί του,αποκτούν

δύο παιδιά,ένα αγόρι και ένα κορίτσι,ξαναρχίζει να παίζει στο θέατρο,

και το τέννις

στο τέννις μια γνωστή της συμπαίκτρια την πληροφορεί πως ο George είναι

σοβαρά αρρωστος, πάσχει από μιας σπανιας μορφής λευχαιμία,

ένιωσε τη γη κάτω από τα πόδια της να τρέμει,ρώτησε σε ποιο νοσοκομείο

είναι,πήρε αμέσως ταξί και πήγε,της είπαν πως ήταν στην εντατική και δεν

την άφησαν να τον δει,έκλαψε τους παρακάλεσε,τελικά την άφησαν για πολύ

λίγο,είδε τα μάτια να κουνιούνται όταν την είδε,αυτό μόνο,

θα γίνονταν εγχείριση μεταμόσχευσης μυελού οστεων,υπήρχε ελπίδα,

έστω και ελάχιστη,

τεράστια αγωνία,δεν έτρωγε,δεν κοιμόνταν,παραμέλησε το σπίτι,τα παιδιά

τον σύζυγό

έγινε η εγχείρηση,ευτυχώς πέτυχε,ο George σώθηκε,

μίλησε στον άντρας της ειλικρινά,του είπε για όλα,εκείνος καταλάβαινε,

δεν της έκανε σκηνή,είσαι ελεύθερη της είπε,

χώρισαν,

όταν ο George έγινε εντελώς καλά παντρεύτηκαν,και θα ζούσαν το υπόλοιπο

της ζωής τους για πάντα μαζί

HAPPY END

.

.

.

 






Enigma-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΦΙΛΙΑΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ο βασιλιάς σε μια μακρυνή χώρα ήθελε να μάθει 

αν είναι βέβαιο ότι στη χώρα του δύο τουλάχιστον υπήκοοι του εχουν τον 

ίδιο αριθμό φίλων

όποιος έλυνε αυτό το πρόβλημα θα του δίνονταν ένα πολύ μεγάλο δώρο:

θα παντρεύονταν την μοναχοκόρη του πριγκίπισσα και θα κληρονομουσε

το βασίλειο του,

αυτό είναι όπως στα παραμύθια:

Μια φορά κι έναν καιρο

-μια κανονικότητα διαταράσσεται

-ο ήρωας πρέπει να την επαναφέρει

-σε αυτήν την προσπάθεια(περιπέτεια)επαναφορας θα συναντήσει εχθρούς 

που θα τον εμποδίσουν,

αλλα και φίλους(βοηθούς)που θα τον βοηθήσουν να το επιτυχει

-στο τέλος θα επενερθει η κανονικότητα

Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα


Ας αναλύσουμε την κατάσταση:

-η πριγκίπισσα και το αρχοντοντοπουλο είναι ερωτευμενοι(κανονικότητα)

- ο βασιλιάς θα δώσει την πριγκίπισσα στον λυτη του προβλήματος(διαταραχή

της κανονικότητας)

-ο ηρωας-αρχοντοπουλο πρέπει να δοκιμασθεί,

θα αναζητήσει,(θα συναντήσει) φίλους που θα τον βοηθήσουν,

αυτοί σίγουρα  θα είναι μορφωμένοι,γνώστες της λογικής,

επίσης θα αντιμετωπίσει(θα συναντήσει,)εχθρούς,

όλους τους αντίζηλους στη καρδιά της πριγκίπισσας,

αλλά κυρίως,ας μας επιτραπεί ο κυνισμός,στην διεκδίκηση της βασιλείας,

θα γίνει κατά κάποιον τρόπο αγώνας δρόμου,ποιος θα τερματίσει πρώτος,

φυσικά θα γίνουν παρανομίες,

οι συμφεροντολογοι αντίζηλοι θα μεταχειρισθουν an fair μέσα να πετύχουν 

τον στόχο τους,την απενεργοποίηση του αρχοντόπουλου,

θα δωροδοκήσουν τους ειδήμονες της λογικής,αμφιβόλου συνειδήσεως,

θα τους εκβιάσουν,και ίσως,κι αυτό ειναι πολύ πιθανόν να συμβεί,να τους δολοφονήσουν,με αδηλο τρόπο, δηλητηρίαση,αυτοκτονία,ατύχημα,


ο  Λογικός ,βοηθός,του αρχοντόπουλου είναι έντιμος,ηθικός,ατρομητος:

εγώ παιδί μου,του λέει,είμαι γέρος,δεν φοβάμαι τον θάνατο,μια ολόκληρη

ζωή έζησα επιδιωκοντας το αγαθό,την αρετή,την ηθική,κι αυτό θα πράξω

και τώρα,εσένα δεν θα σου δώσω τη λύση,αλλά θα σε διδάξω να βρεις

μόνο σου τη λύση,θα σου  αναπτύξω τις λογικές σου ικανότητες,θα στις αποκαλύψω,

να επικαλεσθω τον Πλάτωνα,γνωρίζω σημαίνει θυμάμαι,

και να συμπληρώσω με τον Αριστοτέλη:

στη αρχή θα υποθεσουμε,ενδιάμεσα θα δοκιμάσουμε την υπόθεση μας,

στο τέλος θα την αποδειξουμε αληθή


Λοιπόν ας αρχίσουμε το μάθημα της Λογικής:

το Α η'ειναι Α η' δεν είναι Α,η Αρχή της Αποκλεισης του Τριτου,

βέβαια διευρύνοντας την λογική,μια πρόταση Α μπορεί να είναι τριτιμη:

Αληθής,Ψευδής,Αόριστη

π.χ 'αυτό το μήλο σε δύο ώρες θα σαπίσει',

μπορεί Αληθής,μπορεί Ψευδής,αλλά και Αόριστη

αν τώρα ερευνήσουμε αντιφατικές προτάσεις,δεν είναι κατ'αναγκην η μία

Αληθής και η άλλη Ψευδης

π.χ η πρόταση:'μου αρέσει το τριανταφυλλο' προφέρεται από τον Α και τον

Β

αυτό συμβαίνει στον Α για διαφορετικους(και αντίθετους,αντιφατικούς) λόγους

από αυτους του Β


ας δούμε το 'αν Α τότε Β':


η γάτα είναι σαρκοβόρα

η γάτα είναι ζώο

............................

τότε όλα τα ζώα είναι σαρκοβόρα


ο συλλογισμός εδώ είναι επαγωγικός από κάτι μερικό-αληθες γενικεύομαι

σε αληθές


επίσης έχουμε και τον αντίθετο συλλογισμό:


όλα τα ζώα είναι σαρκοβόρα

η γάτα είναι ζώο

..............................

τότε η γάτα είναι σαρκοβόρα


εδώ από προκειμένη γενική- αληθή έχουμε μερική -αληθή

.....

και συνεχίσθηκαν τα μαθήματα λογικής


Όταν ήρθε η ώρα,

το αρχοντόπουλο παρουσιάσθηκε μπροστά στο βασιλιά


-Υψηλότατε,στη διάθεσή Σας

-το πρόβλημα είναι το εξής:

Είναι βέβαιο ότι στη χώρα Μου δύο τουλάχιστον υπήκοοι Μου εχουν τον ίδιο

αριθμό φίλων;

είπε ο βασιλιάς με επίσημη φωνη

-Βασιλεα Μου,απάντησε με σταθερή φωνή το αρχοντόπουλο, 

πρώτον ας υποθέσουμε:ότι ο αριθμος των υπηκόων Σας είναι M

τότε,όπως λογικά προκύπτει,κάθε υπήκοος μπορεί να έχει απο κανέναν,0,

φίλο,έως όλους τους άλλους,M-1

τώρα,δεύτερον ας υποθέσουμε:ότι δεν υπάρχουν στη χώρα Σας τουλάχιστον 

δύουπήκοοι Σας που να έχουν έχουν τον ίδιο αριθμό φίλων,

τότε,όπως λογικά προκύπτει,όλοι οι υπήκοοι θα έχουν διαφορετικούς 

ο καθένας

δηλαδή θα υπάρχουν M διαφορετικές φιλιες:

κανένας φίλος 0,ένας φίλος 1,δύο φίλοι 2,....M-1 φίλοι,με ολους

τότε,τρίτον,οπως λογικά προκυπτει,ο υπήκοος με M-1 φίλους,με όλους,

θα έχει οπωσδήποτε φίλο και αυτόν που δεν έχει κανέναν φίλο,0

Αυτό όμως είναι Άτοπο

Επομένως η υπόθεση μας:ότι στη χώρα Σας δεν υπάρχουν τουλάχιστον δύο υπήκοοι Σαςπου να έχουν τον ίδιο αριθμό φίλων,είναι Ψευδής,

Άρα Αληθες είναι το αντίθετο:

ότι στη χώρα Σας, δύο τουλάχιστον υπήκοοι Σας εχουν τον ίδιο αριθμό φίλων

-Μπραβο,το ελυσες,αναφώνησε ο βασιλιάς,

κι η καρδιά της πριγκίπισσας έπαψε να τρέμει από την αγωνια


Βέβαια,μετα τη λύση του προβλήματος,ο βασιλιάς έδωσε στο αρχοντόπουλο 

για γυναίκα του την πριγκίπισσα και έγιναν όλο χαρές και γλέντια σε όλο

το βασίλειο οι γάμοι των δύο ερωτευμενων


έτσι η διασαλευμενη τάξη,κανονικότητα, επανήλθε


Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

(δηλαδή και σε μας επανηλθε η τάξη,μετά τον προβληματισμό του προβλήματος

του παραμυθιού,το σασπένς του)

.

.

.


Dissolutions,1,2,3,4,5,6,7,8,9,10,11,12,13,14,15,16,17,18,19,20

-4μ Χ 6μ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


DISSOLUTIONS

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ζωγράφισε 20 πίνακες για την τελευταία του έκθεση,διαστάσεων ο καθένας 

4μ Χ 6μ,

όταν τους τελείωσε,τότε έναν έναν τους έσβησε,μέχρι που εμφανίσθηκε ένα

άσπρο γκρίζο χρώμα,

Αυτούς τους 20 πίνακες παρουσίασε στην 

PAINTING EXHIBITION

DISSOLUTIONS

by cnc

GALLERY OF ID

Madison  Avenue 41,Manhattan New York

με τίτλους:


1.Η απόδειξη του Ευκλείδη ότι: 'οι πρώτοι αριθμοί είναι άπειροι'


2.πανω στη πρόταση:Wovon man nicht sprechen kann, darüber muss man schweigen.: 

Zu den unterschiedlichen Lesarten von Sagen und Zeigen

από το Tractatus logico-philosophicus του Ludwig Wittgenstein 


3.the infinity regions of color  του Mark Rothko


4.κριτικη του Οιδιπόδειου Συμπλέγματος του Sigmund Freud


5.Ο μύθος του Ηρος στο κεφάλαιο Ι' της Πολιτείας του Πλάτωνα


6.Mythomorphic abstractionism στα Cantos του Ezra Pound


7.Το Θεώρημα της Μη Πληρότητας του Kurt Gödel : 

Any consistent formal system F within which a certain amount of elementary arithmetic can be carried out is incomplete; i.e., there are statements of the language of F which can neither be proved nor disproved in F.

στο χωροχρόνο Albert Einstein


8.Η μελαγχολία του Arshile Gorky στις 21 Ιουλίου 1948


9.Immanuel Kant:Beobachtungen über das Gefühl des Schönen und Erhabenen

(Observations on the Feeling of the Beautiful and Sublime)


10.on the Monadology του Gottfried Leibniz:

(i)entelechies or created monads

(ii) souls or entelechies with perception and memory

(iii) spirits or rational souls


11.τοῖοι ἄρα Τρώων ἡγήτορες ἧντ᾽ ἐπὶ πύργῳ.

οἱ δ᾽ ὡς οὖν εἴδονθ᾽ Ἑλένην ἐπὶ πύργον ἰοῦσαν, 

ἦκα πρὸς ἀλλήλους ἔπεα πτερόεντ᾽ ἀγόρευον·155

«οὐ νέμεσις Τρῶας καὶ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιοὺς 

τοιῇδ᾽ ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν·

αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν·

ἀλλὰ καὶ ὧς τοίη περ ἐοῦσ᾽ ἐν νηυσὶ νεέσθω,

μηδ᾽ ἡμῖν τεκέεσσί τ᾽ ὀπίσσω πῆμα λίποιτο.»160

(Ομήρου Ιλιάδα ραψωδια γ',στίχοι 153-160)


12.Les mamelles de Tiresias του Guillaume Apollinaire στην όπερα του Francis

Poulenc


13.The Turing Machine


14.As John Maynard Keynes put it on The General Theory of Employment ,Interest and Money,p. 18, "supply creates its own demand".


15.Seeing in soul of Vincent Van Gogh in Arles asylum


16.Los Angeles housewife and mother Mabel cares about her construction-worker husband Nick and desperately wants to please him, but the strange mannerisms and increasingly odd behavior she displays have him concerned. Convinced she has become a threat to herself and others, he reluctantly commits her to an institution, where she undergoes treatment for six months. Left alone with his three children, Nick proves to be neither wiser nor better than his wife in the way he relates to and interacts with them, or in the role society expects him to play.

After six months Mabel returns home but she is not prepared to do so emotionally or mentally, and neither is her husband prepared for her return. At first Nick invites a large group of people to the house for a party to celebrate his wife's return, but realizing at the last minute that this is foolish, he sends most of them home. Mabel then returns with mostly only close family, including her parents, Nick's parents, and their three children to greet her, but even this is overwhelming and the evening disintegrates into yet another emotionally and psychologically devastating event.

Nick kicks the family out of the house, leaving husband and wife alone. After yet another psychotic episode where Mabel cuts herself, Nick decides to put the children to bed. The youngsters profess their love for their mother as she tucks them in. Nick and Mabel themselves ready their bed for the night as the film ends.

(John Cassavetes American drama film 'A Woman Under the influence'1974,

starring:Gena Rowlands,Peter Falk)

(Wikipedia text)


17.fabbrica dei morti

Luigi Nono

Ricorda cosa ti hanno fatto ad Auschwitz


18.The Grigori Perelman solution of Poincare Conjecture:

Any loop on a 3-sphere—as exemplified by the set of points at a distance of 1 from the origin in four-dimensional Euclidean space—can be contracted into a point.

σε μυθιστόρημα του Fyodor Dostoevsky


19.Ευριπιδη Μηδεια

ΜΗΔΕΙΑ. ἴσασιν ὅστις ἦρξε πημονῆς θεοί.1372

ΙΑΣΩΝ. ἴσασι δῆτα σήν γ᾽ ἀπόπτυστον φρένα.

ΜΗΔΕΙΑ. στύγει· πικρὰν δὲ βάξιν ἐχθαίρω σέθεν


20.The sextet  "So What' του Miles Davis σε cool jazz αυτοσχεδιασμούς(in cool 

jazz improvisations) του Cecil Taylor

.

.

 .

ΕΥΚΛΕΙΔΗ ΣΤΟΙΧΕΙΑ,Βιβλίο Β' πρόταση ς'

-αποδειξη εικονική χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ΕΥΚΛΕΙΔΗ ΣΤΟΙΧΕΙΑ,Βιβλίο Β' πρόταση ς'


ϛ΄. Ἐὰν εὐθεῖα γραμμὴ τμηθῇ δίχα, προστεθῇ δέ τις αὐτῇ εὐθεῖα ἐπ' εὐθείας, 

τὸ ὑπὸ τῆς ὅλης σὺν τῇ προσκειμένῃ καὶ τῆς προσκειμένης περιεχόμενον ὀρθογώνιον μετὰ τοῦ ἀπὸ τῆς ἡμισείας τετραγώνου ἴσον ἐστὶ τῷ ἀπὸ τῆς συγκειμένης ἔκ τε τῆς ἡμισείας καὶ τῆς προσκειμένης τετραγώνῳ


(Αν ευθύγραμμο τμήμα διχοτομηθει και σ'αυτό προστεθεί η προέκταση 

της κατά κάποιο τμήμα,το περιεχόμενο ορθογώνιο από όλη συν

την προέκταση και την προεκτασην μετά του τετραγώνου της 

ημισείας ίσο είναι με το τετράγωνο από την ημισεια συν την προεκταση)


Απόδειξη:

έστω το τμήμα ΑΒ,το μέσον του Γ, προεκτεινουμε κατά τμήμα ΒΔ,




κατασκευάζουμε το τετράγωνο:ΓΔΖΕ

και το ορθογώνιο ΑΔΜΚ,με ΔΜ=ΒΔ,τα οποία τέμνονται στα σημεία:Μ,Λ


φέρνουμε  στο Β κάθετο ευθεία που τέμνει τις ΜΚ,ΖΕ στα σημεία:Θ,Η


τότε:

ΑΓ=ΓΒ,ΒΔ=ΔΜ

ΑΓΛΚ=ΓΒΘΛ=ΘΜΖΗ ορθογωνια

αν προσθεσουμε το ΓΔΜΛ ορθογώνιο

έχουμε:ΑΔΜΚ ορθογώνιο=ΓΔΖΗΘΛ πολύγωνο

αν προσθέσουμε το ΛΘΗΕ τετράγωνο

έχουμε:ΑΔΜΚ ορθογώνιο+ΛΘΗΕ τετράγωνο=ΓΔΖΕ τετράγωνο

επειδή:ΒΓ=ΛΘ=ΘΗ, και ΓΔ=ΔΖ

τότε:

ΑΔ.ΒΔ ορθογώνιο+ΒΓ.ΒΓ τετράγωνο=ΓΔ.ΓΔ τετραγωνο


οπερ εδει δειξαι

(αυτό το οποίο επρεπε να αποδειχθεί αποδείχθηκε)



.

.

ΕΥΚΛΕΙΔΗ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Βιβλίο Β πρόταση ς' αποδειξη εικονική and music χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


https://youtu.be/WjP36en2YEM

.

.

.





(ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ)

Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΟΜΙΛΩΝ ΑΡΧΑΙΑΝ  ΕΛΛΗΝΙΚΗΝ

-κειμενο και μεταφράσεις χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


(Ανοίγει η Αυλαία)


Χατζηβατης:(πλησιάζει στη παράγκα του Καραγκιόζη)

Μα τι συμβαίνει;μέρες έχω να δω τον Καραγκιόζη,μήπως είναι άρρωστος;(χτυπάει τη πορτα)

Καραγκιοζη,Καραγκιόζη,είσαι μέσα;

Καραγκιόζης:τι κρούεις την θύραν,και τι φωνασκεις,επιφυλλίδα ξεφλουδισμενη,στωλμυμα φαφλατα,χελιδονων μουσείον γλωσσοκοπανα(1)

Χατζηβατης:μα τι λες;το'χασες 

καημένε

Καραγκιοζης:μωρέ γρουσουζη,μ'εκοψες πάνω που εκλινα σε όλους τους 

χρόνους σε όλες τις πτώσεις κι όλες τις διαθεσεις το περδομαι

Χατζηβατης:τι;το μπερδεύομαι;

Καραγκιόζης:όχι μωρέ,το περδομαι,το πορδευομαι,άσε να δεις πως το κλίνω,(αρχίζει)

πορδιζω,πορδιζεις,πορδιζεις...

Χατζηβατης:(τον κόβει)σιγά ,φτάνει

Καραγκιόζης:γιατί σου μύρισε η πορδή;

Χατζηβατης:δεν μου λες Καραγκιόζη τι είναι αυτά;τρελάθηκες,

Καραγκιόζης:ουδόλως ουχί,μανθανω γαρ Αρχαίαν Ελληνικήν Γλωτταν

Χατζηβατης:και πως αυτό; εσυ ούτε απέξω από το σχολείο δεν πέρασες

Καραγκιόζης:Εν οίδα ότι ουδέν οίδα,

Σωκράτης,

γηρασκω αεί διδασκόμενος,

Σολων

Χατζηβατης:(ειρωνικά)και τι μανθανεις,αν επιτρέπεται;

Καραγκιόζης:

λοπαδοτεμαχοσελαχογαλεο κρανιολειψανοδριμυποτριμματοσιλφιοτυρο

μελιτοκατακεχυμενοκιχλεπικοσσυφοφαττοπεριστεραλεκτρυονοπτεκεφαλλιο

κιγκλοπελειολαγῳοσιραιοβαφητραγανοπτερυγών

(2)1169-1175

Χατζηβατης:τι είναι αυτό;γλωσσοδέτης;

Καραγκιόζης:φαγητό να χορταινεις,χορταστικό,μαγειρευτα φιλέτα σελαχιου κομμάτια από κεφάλι γαλεου πικάντικα τριμμένα καρυκεύματα γιγαντομαραθου

τυρί περιχυμενο μέλι τσίχλα με κότσυφα φασσοπεριστερο κοκκορα ψητο

κεφαλλο αγριοπεριστερο λαγό κρασατο τραγανό φτερουγες

Χατζηβατης:σιγά βρε θα βαρυστομαχιασεις κι ύστερα...

Καραγκιόζης:(τον κόβει)θα 

χεζητιασεις,

Αυτά Χατζηβατη είναι φαγητά ,

τα Αρχαία,όχι τα Νέα Ελληνικά που σε πιάνει λορδα και των γονεων

Χατζηβατης:και τι άλλο από φαγητά κι αυτό,πως το είπες;

Καραγκιόζης:χεζητιας

Χατζηβατης:αυτό το και ζητάς έμαθες;μόνο της κοιλιάς;

Καραγκιόζης:και της μυαλιας;

του νου,του πνεύματος

Χατζηβατης:να τ'ακουσω και να μην το πιστέψω,ο Καραγκιόζης φιλόσοφος

Καραγκιόζης:βεβαίως φιλόσοφος,και ουχί λωβητης τεχνης(1)

Χατζηβατης:δηλαδή;

Καραγκιόζης:λαμόγιο,χαλαστης του πνευματος,της τεχνης

Χατζηβατης:α εσυ βλέπω το πήρες σοβαρά το πράγμα,έλα τώρα ας άκουσω 

τι φιλοσοφεις

Καραγκιόζης:

τῆσδε τῆς χώρας μέτα

ὅσονπερ ὑμῖν: ἄχθομαι δὲ καὶ φέρω

175τὰ τῆς πόλεως σαπέντα βαρέως πράγματα.

ὁρῶ γὰρ αὐτὴν προστάταισι χρωμένην

ἀεὶ πονηροῖς· κἄν τις ἡμέραν μίαν

χρηστὸς γένηται, δέκα πονηρὸς γίγνεται.

ἐπέτρεψας ἑτέρῳ,πλείον᾽ ἔτι δράσει κακά.

180χαλεπὸν μὲν οὖν ἄνδρας δυσαρέστους νουθετεῖν,

οἳ τοὺς φιλεῖν μὲν βουλομένους δεδοίκατε,

τοὺς δ᾽ οὐκ ἐθέλοντας ἀντιβολεῖθ᾽ ἑκάστοτε.

(2)

Χατζηβατης:δεν κατάλαβα γρι

Καραγκιόζης:(ειρωνικα)βέβαια,

αν έλεγα οκει,κλικ αγουει,λοκνταουν,μερσι μποκου,πλιζ,ταιμ αουτ,ντου γιου λαικ,σπικ,σιτ  νταουν,μίτινγκ,κορνερ,αραουτ,θα καταλάβαινες στο φουλ,θα αντερστεντιανες ως ξενολαγνος και ξενολατρης,ξενοδουλος

λοιπόν,τείνε ώτα,αυτά είπα:

γιατι αυτής εδω της χώρας όπως κι εσείς 

έχω την έγνοια,για τη σαπιλα της βάρος εχω,γιατί βλέπω  σε προστάτες 

να πέφτει πάντα πονηρους,κι αν κάποιος για  μια μέρα μόνο αγαθός είναι,

τις δέκα πονηρός θα'ναι,κι αλλάζοντας τον σε άλλον,αυτός ακόμα 

περισσότερα κακά κάνει,δύσκολο λοιπόν ειναι απαγοητευμενους ανθρώπους 

να νουθετησεις,αυτούς που θέλουν τη φιλία τους φοβάστε,κι αυτούς που 

δεν την  θέλουν κάθε φορά τους ικετευεται,τους παρακαλειτε,

και να μιλήσω πιο τολμηρά:τους δίνεται κωλο

Χατζηβατης:τέτοια να λες Καραγκιόζη και θα καλοπερασεις,η εξουσία δεν

είναι παίξε γέλασε,θα σε αρπαξει

Καραγκιόζης:κι εγω ξέρεις πολύ καλά οτι επι  τριχιδων αυτους γεγραφω

,και περιφερων περδομαι(2)ουχί χεζητιων(1)

Χατζηβατης:κι γω λέω πως απ'το πολύ ξύλο θα κλαις και θα χεστεις

Καραγκιόζης:(ειρωνικά)έτσι

μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ.(3)

κινυρομεθος(3)

Χατζηβατης:δηλαδή στα Νέα Ελληνικά;

Καραγκιόζης:κλαυθμιριζοντας,

μειξοκλαιγωντας σαν.μικρο παιδί,μυ μυ μυ μυ μυρλιζοντας

Χατζηβατης:(σοβαρά)Καραγκιόζη θα με μάθεις και μένα Αρχαία Ελληνικά;

Καραγκιοζης:βεβαίως μετά χαράς,ας αρχίσουμε το μάθημα:

λέγε δὴ μο-λω-μεν ξυνεχὲς ὡδὶ ξυλλαβών.(3)

Χατζηβατης:μο-λω-μεν.

Καραγκιόζης: ἐξόπισθέ νυν

αὐ-το φάθι τοῦ μολωμεν. 

Χατζηβατης: αὐτο. 

Καραγκιοζης: πάνυ καλῶς.

νυν ἀτρέμα πρῶτον λέγε

25 τὸ «μολωμεν», εἶτα δ᾽ «αὐτο», 

Χατζηβατης:μολωμεν αὐτο μολωμεν αὐτομολῶμεν.

Καραγκιόζης:μπράβο,Χατζηβατη,πάνυ καλώς,πολύ καλά

και τωρα,επειδή πέρασε η ώρα,και τερμα τα διφραγμα της παράστασης:

Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΟΜΙΛΩΝ ΑΡΧΑΙΑΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗΝ

βούλει τὸ πρᾶγμα τοῖς θεαταῖσιν φράσω,

ἐπίδηλον ἡμῖν τοῖς προσώποισιν ποεῖν,

ἢν τοῖς ἔπεσι χαίρωσι καὶ τοῖς πράγμασιν

Και σε μετάφραση:

Θέλω στους θεατές αυτό να πω,και να το δω στην έκφραση του προσώπου τους,

αν μ' αυτα τα λόγια και τις πράξεις χαιρονται

Θεατές:(ομόφωνα)ναι

Καραγκιόζης:ευχαριστώ πολύ,και πριν κλείσω,θα σας πω στα Αρχαία Ελληνικά 

τι έπαθα με την Αγλαια,θέλετε;

Θεατές:(ομόφωνα)ναι,θελουμε

Καραγκιοζης:οκει,

ὅταν γὰρ αὐτοὶ ξυμπονηρευώμεθα

405ταῖσιν γυναιξὶ καὶ διδάσκωμεν τρυφᾶν,

τοιαῦτ᾽ ἀπ᾽ αὐτῶν βλαστάνει βουλεύματα.

οἳ λέγομεν ἐν τῶν δημιουργῶν τοιαδί·

«ὦ χρυσοχόε, τὸν ὅρμον ὃν ἐπεσκεύασας,

ὀρχουμένης μου τῆς γυναικὸς ἑσπέρας

410ἡ βάλανος ἐκπέπτωκεν ἐκ τοῦ τρήματος.

ἐμοὶ μὲν οὖν ἔστ᾽ εἰς Σαλαμῖνα πλευστέα·

σὺ δ᾽ ἢν σχολάσῃς, πάσῃ τέχνῃ πρὸς ἑσπέραν

ἐλθὼν ἐκείνῃ τὴν βάλανον ἐνάρμοσον.»

ἕτερος δέ τις πρὸς σκυτοτόμον ταδὶ λέγει

415νεανίαν καὶ πέος ἔχοντ᾽ οὐ παιδικόν·

«ὦ σκυτοτόμε, μου τῆς γυναικὸς τοῦ ποδὸς

τὸ δακτυλίδιον πιέζει τὸ ζυγόν,

ἅθ᾽ ἁπαλὸν ὄν· τοῦτ᾽ οὖν σὺ τῆς μεσημβρίας

ἐλθὼν χάλασον, ὅπως ἂν εὐρυτέρως ἔχῃ.»

(4 Λυσιστράτη)

γιατί εμείς τις πονηρευουμε τις γυναίκες και τις μαθαίνουμε στην καλοπέραση.Κι αυτές όλο και θέλουν.Και να με στελνει η Αγλαια 

εξάπαντος  στο χρυσοχοο και του'πα:απ'το  κολιέ που έφτιαξες,

χτες το βραδυ που χόρευε η γυναίκα μου,γλυστρισε το καρφί μέσα 

από τη τρύπα,τώρα επειδή θα λείπω σε ταξίδι για δουλειές,οποτε 

ευκαιρησεις περνά κάνα βραδάκι να της το ξαναβάλεις το καρφί 

στη τρυπα.

κι άλλη φορά μ'εστειλε στον τσαγκαρη,έναν νεαρό μα ουχί με πεος 

παιδικόν, καταλαβαίνετε τωρα,και του'πα:της γυναίκας μου το λουρί 

της σφιγγει το μικρό δακτυλακι στο πόδι,κι είναι τόσο απαλό,έλα κατά 

το μεσημεράκι να της το ξεσφιξεις και πιο φαρδυ να της το κανεις

Και τώρα,αξιότιμες Κυρίες,αξιότιμοι

Κύριοι και Αγαπητά μου παιδιά σας

αποχαιρετω και σας καληνυχτιζω πέρα για πέρα

Ες Αύριον τα Σπουδαία,με ένα καινον έργον,νέον, ουχι κενόν,άδειο νοήματος 

και γελιου


(Κλείνει η Αυλαία)

.

.

Σημειώσεις

(1)Βάτραχοι Αριστοφάνη

(2)Εκκλησιάζουσαι Αριστοφάνη

(3) Ιππεις Αριστοφάνη

(4)Λυσιστράτη Αριστοφάνη

.

.

.


Αριστοτελης-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ΑΡΙΣΤΟΤΈΛΗΣ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ,Βιβλίο Α',1343α-1343β

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Τα ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ είναι πλέον  σήμερα θεωρούμενο ψευδοαριστοτελικο έργο,

ένα σύνολο διαφόρων ετερόκλητων  οικονομικών εργασιων πολιτικης

θεωρίας

αποτελείται από τρια βιβλία:

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ Α':

(στα ελληνικά,Corpus Aristotelicum,Prusian Academy,1833)

ασχολείται με τα οικονομικά του οίκου και της πόλης,τα πολιτικά

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ Β':

(στα ελληνικά,Corpus Aristotelicum,Prusian Academy,1833)

περιεχει οικονομικα,δημοσιονομικα,νομισματικα θεματα

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ Β':

(στα λατινικά)

συμβουλές για την ενίσχυση των οικονομικών του οίκου και της πόλης


1343α ἡ οἰκονομικὴ καὶ πολιτικὴ διαφέρει οὐ μόνον τοσοῦτον ὅσον οἰκία καὶ πόλις (ταῦτα μὲν γὰρ αὐταῖς ἐστι τὰ ὑποκείμενα), ἀλλὰ καὶ ὅτι ἡ μὲν πολιτικὴ ἐκ πολλῶν ἀρχόντων ἐστίν, ἡ οἰκονομικὴ δὲ μοναρχία.

ἔνιαι μὲν οὖν τῶν τεχνῶν διῄρηνται, καὶ οὐ τῆς αὐτῆς ἐστι ποιῆσαι καὶ χρήσασθαι τῷ ποιηθέντι, ὥσπερ λύρᾳ καὶ αὐλοῖς: τῆς δὲ πολιτικῆς ἐστι καὶ πόλιν ἐξ ἀρχῆς συστήσασθαι καὶ ὑπαρχούσῃ χρήσασθαι καλῶς: ὥστε δῆλον ὅτι καὶ τῆς οἰκονομικῆς ἂν εἴη καὶ κτήσασθαι οἶκον καὶ χρήσασθαι αὐτῷ.


πόλις μὲν οὖν οἰκιῶν πλῆθός ἐστι καὶ χώρας καὶ κτημάτων αὔταρκες πρὸς τὸ εὖ ζῆν. φανερὸν δέ: ὅταν γὰρ μὴ δυνατοὶ ὦσι τούτου τυγχάνειν, διαλύεται καὶ ἡ κοινωνία. ἔτι δὲ ἕνεκα τούτου συνέρχονται. οὗ δὲ ἕνεκα ἕκαστόν ἐστι καὶ γέγονε, καὶ ἡ οὐσία αὐτοῦ τυγχάνει αὕτη οὖσα.


ὥστε δῆλον ὅτι πρότερον γενέσει ἡ οἰκονομικὴ πολιτικῆς ἐστι. καὶ γὰρ τὸ ἔργον. μόριον γὰρ οἰκία πόλεώς ἐστιν.


σκεπτέον οὖν περὶ τῆς οἰκονομικῆς καὶ τί τὸ ἔργον αὐτῆς.


μέρη δὲ οἰκίας ἄνθρωπός τε καὶ κτῆσίς ἐστιν. ἐπεὶ δὲ πρῶτον ἐν τοῖς ἐλαχίστοις ἡ φύσις [20] ἑκάστου θεωρεῖται, καὶ περὶ οἰκίας ἂν ὁμοίως ἔχοι. ὥστε καθ᾽ Ἡσίοδον δέοι ἂν ὑπάρχειν


"οἶκον μὲν πρώτιστα γυναῖκά τε βοῦν τ᾽ ἀροτῆρα."


τὸ μὲν γὰρ τῆς τροφῆς πρῶτον, τὸ δὲ τῶν ἐλευθέρων. ὥστε δέοι ἂν τὰ περὶ τὴν τῆς γυναικὸς ὁμιλίαν οἰκονομήσασθαι καλῶς: τοῦτο δέ ἐστι τὸ ποίαν τινὰ δεῖ ταύτην εἶναι παρασκευάσαι.


κτήσεως δὲ πρώτη ἐπιμέλεια ἡ κατὰ φύσιν. κατὰ φύσιν δὲ γεωργικὴ προτέρα, καὶ δεύτεραι ὅσαι ἀπὸ τῆς γῆς, οἷον μεταλλευτικὴ καὶ εἴ τις ἄλλη τοιαύτη. ἡ δὲ γεωργικὴ μάλιστα, ὅτι δικαία: οὐ γὰρ ἀπ᾽ ἀνθρώπων, οὔθ᾽ ἑκόντων, ὥσπερ καπηλεία καὶ αἱ μισθαρνικαί, οὔτ᾽ ἀκόντων, ὥσπερ αἱ πολεμικαί. ἔτι δὲ καὶ τῶν κατὰ φύσιν: φύσει γὰρ 

ἀπὸ τῆς μητρὸς ἡ τροφὴ πᾶσίν ἐστιν,


1343β ὥστε καὶ τοῖς ἀνθρώποις ἀπὸ τῆς γῆς.


1343α η οικονομικη(η τέχνη της διοίκησης του οίκου)και η πολιτική(η τέχνη 

της διοίκησης της πολης)δεν διαφέρουν μόνον τόσο όσο η οικία και η πολη

(γιατί σ' αυτές αυτά είναι τα υποκείμενα),αλλά και ότι η μεν πολιτική από πολλούς αρχοντες συνισταται (διοικείται από πολλούς) ,η δε οικονομικη είναι μοναρχια(διοικείται από έναν).


μερικές λοιπόν από τις τέχνες διαιρούνται,και δεν είναι η ίδια που κατασκευάζει

και χρησιμοποιεί το κατασκευασμένο,όπως ακριβώς στη λύρα και στον αυλό,

της δε πολιτικής η τέχνη είναι να συσταθεί έξ αρχής πόλη και στην υπάρχουσα

να χειρισθεί ορθά,ώστε φανερό ότι και η οικονομική να είναι πως να αποκτηθεί

οίκος και πως να χειρισθεί αυτος,


η μεν πόλη λοιπόν πλήθος οικιών είναι,και χώρας και κτημάτων σε αυτάρκεια

για να ζουν καλά,φανερόν δε,γιατί όταν δεν είναι δυνατόν έτσι τούτο να 

επιτευχθεί,διαλύεται και η κοινωνία.ακόμη δε είναι  ένεκα αυτού που συνέρχονται,

ένεκα του οποίου κάθε ένα είναι και έχει γίνει,και η ουσία αυτού τυχαίνει αυτή να ειναι.


ωστοσο  φανερον ότι πρωτύτερα στη γεννηση η οικονομική από την πολιτική 

είναι,κι επομένως αυτό που δημιουργεί,γιατί μέρος της πόλης η οικία ειναι,

ας σκεφτούμε λοιπόν περί της οικονομικής και ποιο το έργο αυτής.

τα δε μέρη της οικίας και ο άνθρωπος και τα αποκτήματα είναι.επειδη δε 

κατά πρώτον στα ελάχιστα η φύση καθενός εξετάζεται,και στα περί της 

οικίας τα ίδια θα ισχύουν,ώστε κατα τον Ησίοδο πρέπει να υπάρχουν


'στο σπιτι πρώτα πρώτα γυναίκα και βόδι κι αλετρι'


γιατί αυτο της τροφής  πρώτο,κι αυτό των συζύγων  γυναικών,ώστε αναγκαιον

να είναι τα περί συνεργασίας με τη γυναικα ορθά να διευθετηθούν.αυτο δε

είναι το πώς κάποια θα πρέπει τέτοια να είναι να παρασκευασθεί.


της περιουσίας πρώτη φροντίδα κατα την φύση,κατά την φυση η γεωργία κατά πρώτον,και δεύτερες όσες από τη γη,όπως η μεταλλευτική και αν άλλη κάποια τέτοια.η γεωργία πιο πολύ,ότι δικαια,γιατι όχι από ανθρώπους,ουτε να θελουν,όπως ακριβως το αισχροκερδες εμποριο και οι  μισθοδοτουμενες άνευ  ηθικής,ούτε χωρίς να θελουν,όπως ακριβώς οι πολεμικές,ακόμη και των κατά την φυση,γιατί φύσει από τη μητέρα η τροφή 

σε όλους είναι,1343β ωστε και στους ανθρώπους από τη γη

.

.

.

 



ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ,ΒΙΩΝ ΠΡΑΣΙΣ,

Η ΒΙΟΥ ΠΡΑΣΙΣ(ΠΩΛΗΣΙΣ) ΤΟΥ ΣΤΩΙΚΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ ΧΡΥΣΙΠΠΟΥ 

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς (125 - 180 μ.Χ.) ήταν ρήτορας[3] και σατιρικός συγγραφέας που έγραφε στην ελληνική γλώσσα. Ήταν ο δημιουργός του σατιρικού διαλόγου και από τους σημαντικότερους αττικιστές συγγραφείς της Δεύτερης σοφιστικής[4].

(Βικιπαίδεια)


Ο φιλόσοφος Χρύσιππος (280 π.Χ. – 206 π.Χ.), γιος του Απολλωνίου από την Ταρσό, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους της Στωικής σχολής, θεωρούμενος ως ένας από τους θεμελιωτές της

(Βικιπαίδεια)


Εδώ στο Βίων Πρασις ο Λουκιανός σατυρίζει τους ψευδοφιλοσοφουντες της 

εποχής του που μιμούνται κακά τους αρχαίους φιλοσοφους


ΖΕΥΣ

[20] άλλον κάλεσε,αυτόν τον εν χρω κουρεμένο,τον σκυθρωπό,από την Στοα

ΕΡΜΗΣ

Καλά λες.γιατι φαίνεται πολυ πλήθος να τον περιμένει από τους συγκεντρωμένους στην αγορά.την ίδια την αρετή πουλώ.των βίων τον τελειοτατον.ποιος όλα μόνος να τα ξέρει θέλει;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

πως αυτό το λες;

ΕΡΜΗΣ

ότι μόνος αυτός σοφός,μόνος καλος,μόνος δίκαιος, ανδρείος,βασιλιάς,

ρήτορας,πλούσιος,νομοθέτης και τ'αλλα όσα ειναι

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

λοιπόν και μάγειρας μόνος,και βέβαια μα τον Δία, βυρσοδεψης,η ' ξυλουργός,

και τα τοιαύτα;

ΕΡΜΗΣ

φαινεται

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

[21] έλα,φίλε μου,και πες σε με τον αγοραστή ποιος τις είσαι,και πρώτον

αν δεν σε στεναχωρεί που πουλιεσαι και δούλος εισαι

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

καθόλου.γιατι αυτά δεν είναι από μας.αυτα τα  όχι από μας αδιάφορα ειναι

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

δεν καταλαβαίνω οτι λες

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

τι λες;δεν καταλαβαίνεις ότι από τα τέτοια τα μεν είναι προτιμητέα τα δε αντιθετως μη προτιμητεα;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

ούτε τώρα καταλαβαινω

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

εύλογως.γιατι δεν είσαι συνειθισμενος στα δικες μας ονομασίες ουτε την

αντιληπτική φαντασία έχεις,όμως ο εναρετος ο οποίος την λογική

θεωρία έμαθε όχι μόνο αυτά γνωρίζει ,αλλά και το τυχαιο συμβάν  και

το επακόλουθο του τυχαίο συμβάν ποια είναι και πόσο το ένα με το αλλο

διαφερει

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

στη Σοφια σου,μην αρνηθείς τι'ναι τούτο να πεις,τι το τυχαίο συμβάν και το

επακόλουθο του τυχαίο συμβάν,γιατί δεν γνωρίζω πως εξεπλαγειν από την

ευρυθμία των ονοματων

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

όχι καμια άρνηση.γιατι αν κάποιος κουτσός όντας με εκείνο το κουτσό

πόδι σε πέτρα πέσει θα τραυματισθεί ,ο τέτοιος είχε μεν χωρίς αμφιβολία

τυχαίο συμβάν την χωλότητα,το δε τραύμα το επακόλουθο του τυχαίο 

συμβάν επιπλέον ελαβε

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

[22] τι οξύτητα νου.τι άλλο πιο πολύ λες ότι γνωρίζεις;

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

των λόγων τις περιστροφες με τις οποίες μπερδεύω τους  συνομιλούντας

και τους  αποστομονω και τους κάνω να σιωπούν,απλά φίμωτρο σ'αυτους

γύρω βαζοντας.το όνομα δε στη δύναμη αυτή ο φημισμένος συλλογισμος

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Ηρακλή,για κάποιον αμαχητο και  ισχυρο λες

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

πρόσεξε λοιπόν.υπαρχει σε σε παιδί;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

και τι;

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

αυτό,αν με κάποιο τρόπο κορκοδειλος το αρπάξει βρίσκοντας πλησίον του

ποταμού να περιπλανιέται,κι ύστερα να στο αποδώσει υπόσχεται,αν του πεις

αυτό το οποίο  πραγματικά αυτός έχει αποφασίσει για την απόδοση του βρέφους,τι θα του πεις ότι έχει σκεφτει;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

πολύ δύσκολα να αποκριθεί ρωτάς.γιατι σ'απορια είμαι ποια απ'τα δυο λέγοντας θα το λαβω πίσω,αλλά εσύ,στο Δια,αποκρισου να μου δώσει το παιδί,μη και

φτάσει να το καταπιει

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

πάρε θαρρος.γιατι κι άλλα θαυμασιωτερα θα σε διδαξω

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

τα ποια;

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

αυτόν που θερίζει κι αυτόν που κυριεύει και παν'απ'ολα την Ηλέκτρα και τον 

καλυμενον

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

για ποιον καλυμενον η' για ποια Ηλέκτρα λες;

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

την Ηλέκτρα εκείνη την ξακουστή,του Αγαμέμνονα,η οποία τα αυτά και συγχρόνως τα γνωρίζει και δεν γνωρίζει.γιατι ενώ στέκεται μπροστά της 

ο Ορέστης ακόμη άγνωστος γνωρίζει μεν τον Ορέστη ότι αδελφός της,ότι 

δε ο Ορέστης αυτός αγνοεί.τον δε πάλι καλυμενον και πολύ θαυμαστόν 

θ'ακουσει λόγο.αποκρισου σε με,τον δικό σου πατέρα τον γνωρίζεις;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

ναι.

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

τι λοιπόν;αν σε σένα παρουσιαζοντας κάποιον καλυμενο ρωτήσω,αυτόν

τον γνωρίζεις;τι θα πεις;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

φανερά το αγνοω

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

[23]αλλ'ομως αυτός ετουτος ήταν ο πατέρας ο δικός σου.ωστε αν τούτον 

αγνοείς,φανερό είναι ότι τον πατέρα τον δικό σου αγνοεις

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

όχι βεβαιως,αλλα αποκαλύπτοντας αυτόν θα μάθω την αλήθεια.ομως 

πραγματικά ποιος σε σένα είναι ο στόχος της σοφίας,η ' τι θα πράξεις 

στο πιο ακραίο σημείο της αρετής αφού είσαι φθασμενος;

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

με τα πρώτα κατά τη φύση τους θα καταπιαστώ,λέω τον πλούτο,την υγεία 

και τα τετοια,προτυτερα είναι αναγκη πολύ να ασκηθω σε ψιλογραμμενα 

βιβλία ακονιζοντας την όραση και σχόλια συναθροίζοντας και σολοικισμων

γεμάτα και άστοχων λέξεων.και ανακεφαλαιοντας,δεν είναι ορθό να γίνεις σοφός,αν δεν πιεις τρεις φορές τη μία μετά την άλλη από τον ελλεβορο

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

ευγενικά σου αυτά και αρκετά ανδρεία.το ότι είσαι φιλαργυρος και

τοκογλυφος-κι επειδη βλέπω αυτά εδώ σε σένα προσοντα-τι να πούμε,για 

άνδρα που ήδη έχει πιει τον ελλεβορον και τελειον στην αρετη;

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

ναι,σε μόνον λοιπόν στον σοφό  να δανείζει πρέπει.επειδη το ίδιον αυτού

το συλλογιζεσθαι,το  δανείζειν και το υπολογίζειν του τόκους πλησίον είναι

φαίνεται με το συλλογιζεσθαι.θα ηταν μόνος ο ενάρετος ακριβώς για εκείνο 

και τούτο.και όχι μονο για απλούς,όπως ακριβώς οι άλλοι,τόκους,αλλά και

από τούτους άλλους τόκους να λαμβάνει.η' αγνοείς ότι από τους τόκους 

μερικοί μεν είναι πρώτοι,άλλοι δε δεύτεροι,ακριβώς αυτοί  απόγονοι εκείνων;

βλέπεις βέβαια και ο συλλογισμός αυτά τα οποία λέει:εάν τον πρώτο τόκο

πάρει,θα πάρει και τον δεύτερο.αλλα οπωσδήποτε τον πρώτο θα πάρει,

επομένως θα πάρει και τον δευτερο

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

[24] λοιπόν και περί των μισθών τα ίδια θα πούμε,τους οποίους εσύ λαμβάνεις

για τη σοφία από τους νέους,και φανερό είναι ότι μόνο ο ενάρετος μισθό

για την αρετή θα λαμβανει;

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

κατάλαβες.γιατι όχι ένεκα του εαυτού μου τα λαμβάνω,αλλα  για χάρη αυτού

που τα δίνει.επειδη είναι ο μεν τις σκορπιστης,ο δε μαζωχτης,τον μεν

εαυτό ασκώ να είναι μαζωχτης,τον δε μαθητη σκορπιστης

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

και μήπως το εναντίον έπρεπε ο  νέος μεν  να είναι μαζωχτης,συ δε ο μόνος πλούσιος σκορπιστης

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

Αστειεύεσαι.αυτε μου.αλλα κοιτά μη σε τοξευσω με τον αναπόδεικτο

συλλογισμο

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

και τι τρομερό από το βέλος;

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

απορία και σιωπή και διαστροφή της διάνοιας.[25] το δε μέγιστο,αν θέλω,πολύ γρήγορα σε αποδεικνύω πετρα

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

πως πέτρα;αφού ο Περσέας,μεγάλε,δεν μου φαίνεται να'σαι.

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

να πως.η πέτρα σώμα ειναι;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

ναι

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

τι λοιπόν;το ζωντανό ον δεν είναι σώμα;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

ναι

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

εσύ δεν είσαι ζωντανο ον;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

έτσι φαινεται

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

επομένως πέτρα αν σώμα οντας.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Καθόλου,αλλά διαχώρισε με για τ'ονομα του Δια και εξ αρχής κάνε με

ανθρωπο

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

όχι δύσκολο.ελα πάλι να εισαι άνθρωπος.ομως πες μου,κάθε σώμα ζωντανό ον;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

οχι

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

τι;η πέτρα ζωντανό ον;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

οχι

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

συ σώμα είσαι;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

ναι

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

σώμα οντας ζωντανό ον είσαι;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

ναι

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

επομένως δεν είσαι πέτρα αφού ζωντανό ον εισαι

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

εύγε,ωραία το έκανες.γιατι τα μέλη όπως ακριβώς της Νιότης πάγωναν 

και στερεωμενα ηταν.αλλα βεβαίως θα σ'αγορασω.ποσο γι'αυτόν να καταβαλω;

ΕΡΜΗΣ

δώδεκα μνες.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

παρε

ΕΡΜΗΣ

εσύ μόνον αυτόν αγόρασες;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

μα τον Δία,αλλά αυτοί όλοι που βλεπεις

ΕΡΜΗΣ

πολλοι και με τους ώμους που υπομένουν και του θεριζοντος λόγου αξιοι

.

.

ΖΕΥΣ

[20] Ἄλλον κάλει, τὸν ἐν χρῷ κουρίαν ἐκεῖνον, τὸν σκυθρωπόν, τὸν ἀπὸ τῆς 

στοᾶς.

ΕΡΜΗΣ

Εὖ λέγεις· ἐοίκασι γὰρ πολύ τι πλῆθος αὐτὸν περιμένειν τῶν ἐπὶ τὴν ἀγορὰν ἀπηντηκότων. αὐτὴν τὴν ἀρετὴν πωλῶ, τῶν βίων τὸν τελειότατον. τίς ἅπαντα μόνος εἰδέναι θέλει;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Πῶς τοῦτο φής;

ΕΡΜΗΣ

Ὅτι μόνος οὗτος σοφός, μόνος καλός, μόνος δίκαιος ἀνδρεῖος βασιλεὺς ῥήτωρ πλούσιος νομοθέτης καὶ τὰ ἄλλα ὁπόσα ἐστίν.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Οὐκοῦν καὶ μάγειρος μόνος, καὶ νὴ Δία γε σκυτοδέψης ἢ τέκτων καὶ τὰ τοιαῦτα;

ΕΡΜΗΣ

Ἔοικεν.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

[21] Ἐλθέ, ὦγαθέ, καὶ λέγε πρὸς τὸν ὠνητὴν ἐμὲ ποῖός τις εἶ, καὶ πρῶτον εἰ οὐκ ἄχθῃ πιπρασκόμενος καὶ δοῦλος ὤν.

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

Οὐδαμῶς· οὐ γὰρ ἐφ᾽ ἡμῖν ταῦτά ἐστιν. ἃ δὲ οὐκ ἐφ᾽ ἡμῖν, ἀδιάφορα εἶναι συμβέβηκεν.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Οὐ μανθάνω ᾗ καὶ λέγεις.

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

Τί φής; οὐ μανθάνεις ὅτι τῶν τοιούτων τὰ μέν ἐστι προηγμένα, τὰ δ᾽ ἀνάπαλιν ἀποπροηγμένα;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Οὐδὲ νῦν μανθάνω.

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

Εἰκότως· οὐ γὰρ εἶ συνήθης τοῖς ἡμετέροις ὀνόμασιν οὐδὲ τὴν καταληπτικὴν φαντασίαν ἔχεις, ὁ δὲ σπουδαῖος ὁ τὴν λογικὴν θεωρίαν ἐκμαθὼν οὐ μόνον ταῦτα οἶδεν, ἀλλὰ καὶ σύμβαμα καὶ παρασύμβαμα ὁποῖα καὶ ὁπόσον ἀλλήλων διαφέρει.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Πρὸς τῆς σοφίας, μὴ φθονήσῃς κἂν τοῦτο εἰπεῖν, τί τὸ σύμβαμα καὶ τὸ παρασύμβαμα· καὶ γὰρ οὐκ οἶδ᾽ ὅπως ἐπλήγην ὑπὸ τοῦ ῥυθμοῦ τῶν ὀνομάτων.

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

Ἀλλ᾽ οὐδεὶς φθόνος· ἢν γάρ τις χωλὸς ὢν αὐτῷ ἐκείνῳ τῷ χωλῷ ποδὶ προσπταίσας λίθῳ τραῦμα ἐξ ἀφανοῦς λάβῃ, ὁ τοιοῦτος εἶχε μὲν δήπου σύμβαμα τὴν χωλείαν, τὸ τραῦμα δὲ παρασύμβαμα προσέλαβεν.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

[22] Ὢ τῆς ἀγχινοίας· τί δὲ ἄλλο μάλιστα φὴς εἰδέναι;

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

Τὰς τῶν λόγων πλεκτάνας αἷς συμποδίζω τοὺς προσομιλοῦντας καὶ ἀποφράττω καὶ σιωπᾶν ποιῶ, φιμὸν ἀτεχνῶς αὐτοῖς περιτιθείς· ὄνομα δὲ τῇ δυνάμει ταύτῃ 

ὁ ἀοίδιμος συλλογισμός.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Ἡράκλεις, ἄμαχόν τινα καὶ βίαιον λέγεις.

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

Σκόπει γοῦν· ἔστι σοι παιδίον;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Τί μήν;

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

Τοῦτο ἤν πως κροκόδειλος ἁρπάσῃ πλησίον τοῦ ποταμοῦ πλαζόμενον εὑρών, κᾆτά σοι ἀποδώσειν ὑπισχνῆται αὐτό, ἢν εἴπῃς τἀληθὲς ὅ τι δέδοκται αὐτῷ 

περὶ τῆς ἀποδόσεως τοῦ βρέφους, τί φήσεις αὐτὸν ἐγνωκέναι;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Δυσαπόκριτον ἐρωτᾷς. ἀπορῶ γὰρ ὁπότερον εἰπὼν ἀπολάβοιμι. ἀλλὰ σὺ πρὸς Διὸς ἀποκρινάμενος ἀνάσωσαί μοι τὸ παιδίον, μὴ καὶ φθάσῃ αὐτὸ καταπιών.

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

Θάρρει· καὶ ἄλλα γάρ σε διδάξομαι θαυμασιώτερα.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Τὰ ποῖα;

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

Τὸν θερίζοντα καὶ τὸν κυριεύοντα καὶ ἐπὶ πᾶσι τὴν Ἠλέκτραν καὶ τὸν ἐγκεκαλυμμένον.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Τίνα τοῦτον τὸν ἐγκεκαλυμμένον ἢ τίνα τὴν Ἠλέκτραν λέγεις;

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

Ἠλέκτραν μὲν ἐκείνην τὴν πάνυ, τὴν Ἀγαμέμνονος, ἣ τὰ αὐτὰ οἶδέ τε ἅμα καὶ 

οὐκ οἶδε· παρεστῶτος γὰρ αὐτῇ τοῦ Ὀρέστου ἔτι ἀγνῶτος οἶδε μὲν Ὀρέστην, 

ὅτι ἀδελφὸς αὐτῆς, ὅτι δὲ οὗτος Ὀρέστης ἀγνοεῖ. τὸν δ᾽ αὖ ἐγκεκαλυμμένον 

καὶ πάνυ θαυμαστὸν ἀκούσῃ λόγον· ἀπόκριναι γάρ μοι, τὸν πατέρα οἶσθα τὸν σεαυτοῦ;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Ναί.

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

Τί οὖν; ἤν σοι παραστήσας τινὰ ἐγκεκαλυμμένον ἔρωμαι, τοῦτον οἶσθα; τί φήσεις;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Δηλαδὴ ἀγνοεῖν.

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

[23] Ἀλλὰ μὴν αὐτὸς οὗτος ἦν ὁ πατὴρ ὁ σός· ὥστε εἰ τοῦτον ἀγνοεῖς, δῆλος 

εἶ τὸν πατέρα τὸν σὸν ἀγνοῶν.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Οὐ μὲν οὖν· ἀλλ᾽ ἀποκαλύψας αὐτὸν εἴσομαι τὴν ἀλήθειαν. ὅμως δ᾽ οὖν τί σοι 

τῆς σοφίας τὸ τέλος, ἢ τί πράξεις πρὸς τὸ ἀκρότατον τῆς ἀρετῆς ἀφικόμενος;

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

Περὶ τὰ πρῶτα κατὰ φύσιν τότε γενήσομαι, λέγω δὲ πλοῦτον, ὑγίειαν καὶ τὰ τοιαῦτα. πρότερον δὲ ἀνάγκη πολλὰ προπονῆσαι λεπτογράφοις βιβλίοις παραθήγοντα τὴν ὄψιν 

καὶ σχόλια συναγείροντα καὶ σολοικισμῶν ἐμπιπλάμενον καὶ ἀτόπων ῥημάτων· καὶ τὸ κεφάλαιον, οὐ θέμις γενέσθαι σοφόν, ἢν μὴ τρὶς ἐφεξῆς τοῦ ἐλλεβόρου πίῃς.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Γενναῖά σου ταῦτα καὶ δεινῶς ἀνδρικά. τὸ δὲ Γνίφωνα εἶναι καὶ τοκογλύφον 

—καὶ γὰρ τάδε ὁρῶ σοι προσόντα— τί φῶμεν, ἀνδρὸς ἤδη πεπωκότος τὸν ἐλλέβορον καὶ τελείου πρὸς ἀρετήν;

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

Ναί· μόνῳ γοῦν τὸ δανείζειν πρέποι ἂν τῷ σοφῷ· ἐπεὶ γὰρ ἴδιον αὐτοῦ συλλογίζεσθαι, τὸ δανείζειν δὲ καὶ λογίζεσθαι τοὺς τόκους πλησίον εἶναι 

δοκεῖ τῷ συλλογίζεσθαι, μόνου ἂν εἴη τοῦ σπουδαίου καθάπερ ἐκεῖνο καὶ 

τοῦτο, καὶ οὐ μόνον γε ἁπλοῦς, ὥσπερ οἱ ἄλλοι, τοὺς τόκους, ἀλλὰ καὶ τούτων ἑτέρους τόκους λαμβάνειν· ἢ γὰρ ἀγνοεῖς ὅτι τῶν τόκων οἱ μέν εἰσι πρῶτοί τινες, οἱ δὲ δεύτεροι, καθάπερ αὐτῶν ἐκείνων ἀπόγονοι; ὁρᾷς δὲ δὴ καὶ τὸν συλλογισμὸν ὁποῖά φησιν· εἰ τὸν πρῶτον τόκον λήψεται, λήψεται καὶ τὸν δεύτερον· ἀλλὰ μὴν τὸν πρῶτον λήψεται, ἄρα καὶ τὸν δεύτερον

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

[24] Οὐκοῦν καὶ μισθῶν πέρι τὰ αὐτὰ φῶμεν, οὓς σὺ λαμβάνεις ἐπὶ τῇ σοφίᾳ 

παρὰ τῶν νέων, καὶ δῆλον ὅτι μόνος ὁ σπουδαῖος μισθὸν ἐπὶ τῇ ἀρετῇ λήψεται;

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

Μανθάνεις· οὐ γὰρ ἐμαυτοῦ ἕνεκα λαμβάνω, τοῦ δὲ διδόντος αὐτοῦ χάριν· 

ἐπεὶ γάρ ἐστιν ὁ μέν τις ἐκχύτης, ὁ δὲ περιεκτικός, ἐμαυτὸν μὲν ἀσκῶ εἶναι περιεκτικόν, τὸν δὲ μαθητὴν ἐκχύτην.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Καὶ μὴν τοὐναντίον ἐχρῆν τὸν νέον μὲν εἶναι περιεκτικόν, σὲ δὲ τὸν μόνον πλούσιον ἐκχύτην.

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

Σκώπτεις, ὦ οὗτος. ἀλλ᾽ ὅρα μή σε ἀποτοξεύσω τῷ ἀναποδείκτῳ συλλογισμῷ.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Καὶ τί δεινὸν ἀπὸ τοῦ βέλους;

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

Ἀπορία καὶ σιωπὴ καὶ διαστραφῆναι τὴν διάνοιαν. [25] ὃ δὲ μέγιστον, ἢν ἐθέλω, τάχιστά σε ἀποδείξω λίθον.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Πῶς λίθον; οὐ γὰρ Περσεὺς σύ, ὦ βέλτιστε, εἶναί μοι δοκεῖς.

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

Ὧδέ πως· ὁ λίθος σῶμά ἐστι;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Ναί.

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

Τί δέ; τὸ ζῷον οὐ σῶμα;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Ναί.

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

Σὺ δὲ ζῷον;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Ἔοικα γοῦν.

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

Λίθος ἄρα εἶ σῶμα ὤν.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Μηδαμῶς. ἀλλ᾽ ἀνάλυσόν με πρὸς τοῦ Διὸς καὶ ἐξ ὑπαρχῆς ποίησον ἄνθρωπον.

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

Οὐ χαλεπόν· ἀλλ᾽ ἔμπαλιν ἴσθι ἄνθρωπος. εἰπὲ γάρ μοι, πᾶν σῶμα ζῷον;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Οὔ.

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

Τί δέ; λίθος ζῷον;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Οὔ.

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

Σὺ δὲ σῶμα εἶ;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Ναί.

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

Σῶμα δὲ ὢν ζῷον εἶ;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Ναί.

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

Οὐκ ἄρα λίθος εἶ ζῷόν γε ὤν.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Εὖ γε ἐποίησας, ὡς ἤδη μου τὰ σκέλη καθάπερ τῆς Νιόβης ἀπεψύχετο καὶ 

πάγια ἦν. ἀλλὰ ὠνήσομαί γε σέ. πόσον ὑπὲρ αὐτοῦ καταβαλῶ;

ΕΡΜΗΣ

Μνᾶς δώδεκα.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Λάμβανε.

ΕΡΜΗΣ

Μόνος δὲ αὐτὸν ἐώνησαι;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Μὰ Δί᾽, ἀλλ᾽ οὗτοι πάντες οὓς ὁρᾷς.

ΕΡΜΗΣ

Πολλοί γε καὶ τοὺς ὤμους καρτεροὶ καὶ τοῦ θερίζοντος ἄξιοι.

.

.

.

 


ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ,ΒΙΩΝ ΠΡΑΣΙΣ,

Η ΒΙΟΥ ΠΡΑΣΙΣ(ΠΩΛΗΣΙΣ) ΤΟΥ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ ΠΥΡΡΩΝΟΣ

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ο Πύρρων ο Ηλείος (360 π.Χ. – 270 π.Χ.) ήταν Έλληνας φιλόσοφος, ιδρυτής της Σχολής 

του Σκεπτικισμού. Ιερεύς και περίφημος για την ψυχική του γαλήνη, συμπαθών 

της απλότητος των Κυνικών και επηρεασμένος από τον Δημόκριτο και τον σχετικισμό 

των Σοφιστών , κήρυξε μία αδιατάρακτη ηρεμία του θυμικού μέσω της διαρκούς

 αμφιβολίας και της παραιτήσεως από κάθε γνώμη ή ροπή («εποχή», αποφυγή κάθε

 κρίσεως) λόγω του παντελώς αδύνατου της σιγουριάς.

(Βικιπαίδεια)


Ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς (125 - 180 μ.Χ.) ήταν ρήτορας[3] και σατιρικός συγγραφέας που έγραφε στην ελληνική γλώσσα. Ήταν ο δημιουργός του σατιρικού διαλόγου και 

από τους σημαντικότερους αττικιστές συγγραφείς της Δεύτερης σοφιστικής[4].

(Βικιπαίδεια)


ΖΕΥΣ

ποιος μας υπολείπεται;

ΕΡΜΗΣ

απομένει ο Σκεπτικός αυτός.συ ο Πυρριας έλα εδώ και πωλήσου γρήγορα.

ήδη παρέχονται οι πολλοί και μ'ολιγους θα γίνει η πώληση.ομως ποιος

κι αυτόν θ'αγορασει;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

εγώ βέβαια,αλλά πρώτα πές σε μένα,εσύ τι γνωρίζεις;

ΠΥΡΡΩΝ

τιποτα

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

πως αυτό είπες;

ΠΥΡΡΩΝ

ότι τίποτα γενικως δεν υπαρχει για μένα φαίνεται

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

ούτε εμείς επομένως είμαστε κάποιοι;

ΠΥΡΡΩΝ

ούτε αυτό γνωριζω

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

ούτε ότι εσύ κάποιος να είσαι τυγχάνεις;

ΠΥΡΡΩΝ

πολύ περισσότερο ακόμη αυτό αγνοω.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

μια απορία.τι σε σένα η ζυγαριά αυτή θέλει;

ΠΥΡΡΩΝ

ζυγίζω σ'αυτη τους λόγους και στο ίσο προσαρμόζω,κι όταν και ακριβώς

ομοίους και ισοβαρεις δω,τότε πραγματικά τότε δεν γνωρίζω ποιος είναι 

ο πιο αληθης.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

από τα άλλα τι θα κανεις αρμονικα;

ΠΥΡΡΩΝ

τα πάντα εκτός δραπέτη να καταδιωξω.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

γιατί αυτό σε σενα αδύνατο;

ΠΥΡΡΩΝ.

γιατί,φίλε μου,δεν συλλαμβανω

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

εύλογο.γιατι αργος και νωθρός να είσαι  φαίνεται.αλλα ποιος σε σένα

ο στόχος της επίβλεψης;

ΠΥΡΡΩΝ

η αμάθια και το μήτε ν'ακουω μήτε να βλεπω.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

λοιπόν και τυφλός συνάμα και κωφός πως είσαι λες;

ΠΥΡΡΩΝ

κι επιπλεον ακομη χωρίς κρίση και χωρίς αίσθηση και γενικώς απ'τό σκουλήκι

σε τίποτα μη  διαφερωντας

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

γι'αυτα για αγορά είσαι.ποσο αυτός να αξίζει πες;

ΕΡΜΗΣ

μνα  Αττικης·

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

λάβε.τι λες,αυτέ μου;σ'αγορασα;

ΠΥΡΡΩΝ

αγνωστο

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

καθόλου,αφού σ'αγορασα και το χρήμα κατεβαλα

ΠΥΡΡΩΝ

απέχω κρισης περί τούτου και το διερευνω.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

και τώρα ακολούθα με,όπως ακριβώς πρέπει υπηρέτης μου .

ΠΥΡΡΩΝ

ποιος γνωρίζει αν είναι αληθή αυτά που λες;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

ο κήρυκας και η μνα και οι παροντες

ΠΥΡΡΩΝ

γιατί παρευρίσκονται με μας κάποιοι;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

αλλ'εγω βέβαια ήδη ρίχνοντας σε μέσα στο μυλο θα πείσω ποιος είναι

ο κύριος με τον χειρότερο λογο

ΠΥΡΡΩΝ

απέχουν κρισης περί αυτου.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

μα το Δία,αλλ'ηδη εχω αποφανθει

ΕΡΜΗΣ

συ σταματά να αντιτείνεις και ακόλουθα τον αγοραστή,εσάς δε για αύριο

σας προσκαλούμε.γιατι προς πούλημα ιδιωτών και χειρονακτων και των

της αγορας  βίους να φέρουμε σκοπεύουμε


ΖΕΥΣ

Τίς λοιπὸς ἡμῖν;

ΕΡΜΗΣ

Καταλείπεται ὁ Σκεπτικὸς οὗτος. σὺ ὁ Πυρρίας πρόσιθι καὶ ἀποκηρύττου κατὰ τάχος. ἤδη μὲν ὑπορρέουσιν οἱ πολλοὶ καὶ ἐν ὀλίγοις ἡ πρᾶσις ἔσται. ὅμως δὲ τίς καὶ τοῦτον ὠνήσεται;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Ἔγωγε. ἀλλὰ πρῶτον εἰπέ μοι, σὺ τί ἐπίστασαι;

ΠΥΡΡΩΝ

Οὐδέν.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Πῶς τοῦτο ἔφησθα;

ΠΥΡΡΩΝ

Ὅτι οὐδὲν ὅλως εἶναί μοι δοκεῖ.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Οὐδὲ ἡμεῖς ἄρα ἐσμέν τινες;

ΠΥΡΡΩΝ

Οὐδὲ τοῦτο οἶδα.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Οὐδὲ ὅτι σύ τις ὢν τυγχάνεις;

ΠΥΡΡΩΝ

Πολὺ μᾶλλον ἔτι τοῦτο ἀγνοῶ.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Ὢ τῆς ἀπορίας. τί δέ σοι τὰ σταθμία ταυτὶ βούλεται;

ΠΥΡΡΩΝ

Ζυγοστατῶ ἐν αὐτοῖς τοὺς λόγους καὶ πρὸς τὸ ἴσον ἀπευθύνω, καὶ ἐπειδὰν ἀκριβῶς ὁμοίους τε καὶ ἰσοβαρεῖς ἴδω, τότε δὴ τότε ἀγνοῶ τὸν ἀληθέστερον.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Τῶν ἄλλων δὲ τί ἂν πράττοις ἐμμελῶς;

ΠΥΡΡΩΝ

Τὰ πάντα πλὴν δραπέτην μεταδιώκειν.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Τί δὲ τοῦτό σοι ἀδύνατον;

ΠΥΡΡΩΝ

Ὅτι, ὦγαθέ, οὐ καταλαμβάνω.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Εἰκότως· βραδὺς γὰρ καὶ νωθής τις εἶναι δοκεῖς. ἀλλὰ τί σοι τὸ τέλος τῆς ἐπιστάσεως;

ΠΥΡΡΩΝ

Ἡ ἀμαθία καὶ τὸ μήτε ἀκούειν μήτε ὁρᾶν.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Οὐκοῦν καὶ τὸ τυφλὸς ἅμα καὶ κωφὸς εἶναι λέγεις;

ΠΥΡΡΩΝ

Καὶ ἄκριτός γε προσέτι καὶ ἀναίσθητος καὶ ὅλως τοῦ σκώληκος οὐδὲν 

διαφέρων.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Ὠνητέος εἶ διὰ ταῦτα. πόσου τοῦτον ἄξιον χρὴ φάναι;

ΕΡΜΗΣ

Μνᾶς Ἀττικῆς·

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Λάμβανε. τί φής, ὦ οὗτος; ἐώνημαι σε;

ΠΥΡΡΩΝ

Ἄδηλον.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Μηδαμῶς· ἐώνημαι γὰρ καὶ τἀργύριον κατέβαλον.

ΠΥΡΡΩΝ

Ἐπέχω περὶ τούτου καὶ διασκέπτομαι.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Καὶ μὴν ἀκολούθει μοι, καθάπερ χρὴ ἐμὸν οἰκέτην.

ΠΥΡΡΩΝ

Τίς οἶδεν εἰ ἀληθῆ ταῦτα φής;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Ὁ κῆρυξ καὶ ἡ μνᾶ καὶ οἱ παρόντες.

ΠΥΡΡΩΝ

Πάρεισι γὰρ ἡμῖν τινες;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Ἀλλ᾽ ἔγωγέ σε ἤδη ἐμβαλὼν ἐς τὸν μυλῶνα πείσω εἶναι δεσπότης κατὰ τὸν χείρω λόγον.

ΠΥΡΡΩΝ

Ἔπεχε περὶ τούτου.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

Μὰ Δί᾽, ἀλλ᾽ ἤδη γε ἀπεφηνάμην.

ΕΡΜΗΣ

Σὺ μὲν παῦσαι ἀντιτείνων καὶ ἀκολούθει τῷ πριαμένῳ, ὑμᾶς δὲ εἰς αὔριον παρακαλοῦμεν· ἀποκηρύξειν γὰρ τοὺς ἰδιώτας καὶ βαναύσους καὶ ἀγοραίους βίους μέλλομεν.

.

.

.



ΗΡΟΔΟΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΙ,Βιβλίο Ε' Τερψιχόρη,92

-Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ ΤΟΥ ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΣΤΟΝ ΤΥΡΑΝΝΟ ΠΕΡΙΑΝΔΡΟ-

-Η ΑΠΟΓΥΜΝΩΣΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΤΗΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΕΡΙΑΝΔΡΟ-

(μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis)


-Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ ΤΟΥ ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΣΤΟΝ ΤΥΡΑΝΝΟ ΠΕΡΙΑΝΔΡΟ-


στέλνοντας λοιπόν στον Θρασύβουλο δημόσιο απεσταλμένο ρωτούσε με

ποιον τρόπο πιο ασφαλη καθιστώντας τα πράγματα πιο καλά την πόλη

θα διοικεί.Ο Θρασύβουλος αυτόν που ηρθε από τον Περιανδρο τον έβγαλε

έξω από τη τη πόλη,μπαίνοντας μέσα σε χωράφι σπαρμένο και την ίδια

στιγμη διέτρεχε τα ώριμα σπαρτά ρωτώντας και ξανα ρωτωντας

τον απεσταλμένο για την άφιξη του από την Κόρινθο και συνεχεια έσπαζε

κάποιο από τα στάχυα αν κάπως έβλεπε να υπερεχει,σπάζοντας τα πετούσε,

ώστε από τα ώριμα σπαρτά και τα πιο καλά και πιο ψηλά κατέστρεψε μ'αυτο 

τον τροπο. 

διαβαινοντας το χωράφι και μην δίνοντας του κανενα λόγο έστειλε πίσω 

τον απεσταλμένο.επιστρεφοντας ο απεσταλμένος στην Κόρινθο ήταν ανυπόμονος να ακούσει την υπόδειξη ο Περίανδρος.αυτος του είπε πως 

τίποτα ο Θρασύβουλος δεν του υπέδειξε.και απορεί μ'αυτον σε τέτοιον 

άνθρωπο που τον έστειλε,ένα παραφρονα και επιζήμιο των δικών του,

διηγουμενος αυτά που από τον Θρασύβουλο  ειδε.

ο Περιανδρος καταλαβαινοντας αυτό που έγινε και κατανοωντας ότι του

υπέδειξε ο Θρασυβουλος αυτούς που υπερεχουν από τους πολίτες να

σκοτώσει,τότε λοιπόν όλο τον κακό του χαρακτήρα φανέρωσε στους 

πολιτες


πέμψας γὰρ παρὰ Θρασύβουλον κήρυκα ἐπυνθάνετο ὅντινα ἂν τρόπον ἀσφαλέστατον καταστησάμενος τῶν πρηγμάτων κάλλιστα τὴν πόλιν ἐπιτροπεύοι. Θρασύβουλος δὲ τὸν ἐλθόντα παρὰ τοῦ Περιάνδρου ἐξῆγε 

ἔξω τοῦ ἄστεος, ἐσβὰς δὲ ἐς ἄρουραν ἐσπαρμένην ἅμα τε διεξήιε τὸ λήιον ἐπειρωτῶν τε καὶ ἀναποδίζων τὸν κήρυκα κατὰ τὴν ἀπὸ Κορίνθου ἄπιξιν, 

καὶ ἐκόλουε αἰεὶ ὅκως τινὰ ἴδοι τῶν ἀσταχύων ὑπερέχοντα, κολούων δὲ 

ἔῤῥιπτε, ἐς ὃ τοῦ ληίου τὸ κάλλιστόν τε καὶ βαθύτατον διέφθειρε τρόπῳ τοιούτω·διεξελθὼν δὲ τὸ χωρίον καὶ ὑποθέμενος ἔπος οὐδὲν ἀποπέμπει 

τὸν κήρυκα. νοστήσαντος δὲ τοῦ κήρυκος ἐς τὴν Κόρινθον ἦν πρόθυμος πυνθάνεσθαι τὴν ὑποθήκην ὁ Περίανδρος· ὁ δὲ οὐδέν οἱ ἔφη Θρασύβουλον ὑποθέσθαι, θωμάζειν τε αὐτοῦ παρ᾽ οἷόν μιν ἄνδρα ἀποπέμψειε, ὡς 

παραπλῆγά τε καὶ τῶν ἑωυτοῦ σινάμωρον, ἀπηγεόμενος τά περ πρὸς Θρασυβούλου ὀπώπεε.

Περίανδρος δὲ συνιεὶς τὸ ποιηθὲν καὶ νόῳ ἴσχων ὥς οἱ ὑπετίθετο 

Θρασύβουλος τοὺς ὑπειρόχους τῶν ἀστῶν φονεύειν, ἐνθαῦτα δὴ πᾶσαν κακότητα ἐξέφαινε ἐς τοὺς πολιήτας

.

-Η ΑΠΟΓΥΜΝΩΣΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΤΗΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΕΡΙΑΝΔΡΟ


γιατί όσα ο Κυψελος άφησε πίσω του ατελείωτα και σκοτώνοντας και 

διωκοντας,ο Περιανδρος αυτά τα αποτελείωσε.σε μια μέρα εγδυσε 

όλες τις γυναίκες των Κορινθίων για την δική του γυναίκα Μέλισσα.

όταν λοιπόν στέλνοντας στους Θεσπρωτους στον Αχέροντα ποταμό 

αγγελιοφόρους στο νεκρομαντείο για αυτά που είχε αφήσει για φύλαξη

φιλοξενουμενος ούτε θα φανερώσει είπε η Μέλισσα εμφανισθεισα ούτε 

θα μιλήσει σε ποιο μέρος βρίσκονται τα φυλαγμένα.αφου κι από το κρυο

ριγουσε και είναι γυμνη.γιατι από τα ρούχα που μ'αυτη έκαψε κανένα όφελος

δεν είναι αφού δεν κάηκαν.μαρτυρια πως αληθή είναι αυτά που λέει,ότι σε

κρυο φούρνο ο Περιανδρος τα ψωμιά μεσα πεταξε.

αυτά όταν πίσω αναγγέλθηκαν στον Περιανδρο,γιατί αληθινό ήταν το σημάδι

αφού αυτός με τη Μελισσα ενώ ήταν νεκρή  έσμιξε.αμεσως λοιπόν μετά την 

την αγγελία έβγαλε διακήρυξη στο Ηραίο να βγουν όλες οι γυναίκες των

Κορινθίων.

αυτές λοιπόν σαν σε γιορτή έφθασαν διακοσμημένες τα πιο καλά φορωντας.

αυτός τοποθετώντας κρυμμενους φύλακες εγδυσε αυτες όλες χωρίς εξαίρεση,και τις ελεύθερες τις υπηρέτριες,σωριάζοντας δε (τα φορέματα)

σε σκαμμένο λάκκο στην Μελίσσα προσευχόμενος τα κατεκαψε.

αυτά έχοντας κάνει και δεύτερη φορά στέλνοντας είπε το ειδωλο της 

Μέλισσας σε ποιο μέρος βρίσκονταν του ξένου τα φυλαγμενα


ὅσα γὰρ Κύψελος ἀπέλιπε κτείνων τε καὶ διώκων, Περίανδρος σφέα 

ἀπετέλεσε, μιῇ δὲ ἡμέρῃ ἀπέδυσε πάσας τὰς Κορινθίων γυναῖκας διὰ τὴν 

ἑωυτοῦ γυναῖκα Μέλισσαν.  πέμψαντι γάρ οἱ ἐς Θεσπρωτοὺς ἐπ᾽ Ἀχέροντα ποταμὸν ἀγγέλους ἐπὶ τὸ νεκυομαντήιον παρακαταθήκης πέρι ξεινικῆς οὔτε σημανέειν ἔφη ἡ Μέλισσα ἐπιφανεῖσα οὔτε κατερέειν ἐν τῷ κέεται χώρῳ 

ἡ παρακαταθήκη· ῥιγοῦν τε γὰρ καὶ εἶναι γυμνή· τῶν γάρ οἱ συγκατέθαψε 

ἱματίων ὄφελος εἶναι οὐδὲν οὐ κατακαυθέντων· μαρτύριον δέ οἱ εἶναι ὡς ἀληθέα ταῦτα λέγει, ὅτι ἐπὶ ψυχρὸν τὸν ἰπνὸν Περίανδρος τοὺς ἄρτους 

ἐπέβαλε.ταῦτα δὲ ὡς ὀπίσω ἀπηγγέλθη τῷ Περιάνδρῳ, πιστὸν γάρ οἱ 

ἦν τὸ συμβόλαιον ὃς νεκρῷ ἐούσῃ Μελίσσῃ ἐμίγη, ἰθέως δὴ μετὰ τὴν 

ἀγγελίην κήρυγμα ἐποιήσατο ἐς τὸ Ἥραιον ἐξιέναι πάσας τὰς Κορινθίων γυναῖκας. αἳ μὲν δὴ ὡς ἐς ὁρτὴν ἤισαν κόσμῳ τῷ καλλίστῳ χρεώμεναι, 

ὃ δ᾽ ὑποστήσας τοὺς δορυφόρους ἀπέδυσε σφέας πάσας ὁμοίως, τάς 

τε ἐλευθέρας καὶ τὰς ἀμφιπόλους, συμφορήσας δὲ ἐς ὄρυγμα Μελίσσῃ ἐπευχόμενος κατέκαιε.ταῦτα δέ οἱ ποιήσαντι καὶ τὸ δεύτερον πέμψαντι 

ἔφρασε τὸ εἴδωλον τὸ Μελίσσης ἐς τὸν κατέθηκε χῶρον τοῦ ξείνου τὴν παρακαταθήκην.

.

.

.





Woman's Two Enigmata-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

1.ανοιξε τη πόρτα,τον είδε να κοιμάται στο κρεβάτι,δίπλα του μια άλλη γυναίκα,
ξύπνησε,εκεινος κοιμόνταν,τον ξυπνησε,ποια ήταν ήταν αυτή η γυναίκα;,τον ρώτησε,εσύ,της απαντησε

2.μπηκε στη κρεβατοκάμαρα,κοιμόνταν με άλλον άντρα,
την ξύπνησε,ποιος ήταν ήταν ο άντρας;την ρώτησε,
εσύ,του απάντησε

σηκώθηκε,πήγε στον καθρέφτη,κοίταξε το πρόσωπο της,
το πρόσωπο της έμοιαζε με το πρόσωπο εκείνης της άλλης γυναίκας,
μπροστά στο καθρέφτη είναι η άλλη γυναικα

ο άλλος άντρας ήταν στο μπάνιο,
όταν βγήκε δεν του είπε τίποτα,

συνηθισε,
αυτή ήταν αυτή,κι αυτός ήταν αυτος
.
.
.






ΘΑΛΑΤΤΑ ΘΑΛΑΤΤΑ

ΞΕΝΟΦΩΝ.ΚΥΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ,βιβλίο δ',4.7.15-4.7.27

-μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


[4.7.15]από εκεί πορευθηκαν μέσα απ'τους Χαλυβους επτα σταδια και

πενήντα παρασάγγας.αυτοι απ'τους οποίους πέρασαν ήταν πολύ ανδρειοι

και στα χέρια ήταν,είχαν θώρακες από λινό μέχρι κάτω απ'τη κοιλιά,αντί

πτερύγια σπαρτά πυκνά πλεγμενα

 [4.7.16] είχαν περικνημίδες και κράνη και στη ζώνη μαχαίρι όσο το δρεπανοειδες Λακωνικό,με το οποίο έσφαζαν  αυτούς στους οποίους μπορούσαν

να επικρατησουν και κόβοντας τα κεφάλια κρατωντας επορευονταν,και

τραγουδούσαν και εχορευαν οπότε οι εχθροί αυτούς επρόκειτο να δουν.

είχαν και δόρυ ως δεκαπέντε πήχεις έχοντας μια λόγχη.

 [4.7.17] αυτοί έμεναν μέσα στους οικισμούς.οταν δεν περνούσαν οι Έλληνες,

ακολουθούσαν πάντα προς μάχη.κατοικουσαν σε οχυρα,και οι προμήθειες

μέσα σ' αυτά ήταν  αποθηκευμένες.ωστε τίποτα να μην παίρνουν από εκεί

οι Έλληνες,αλλά διατρεφονταν με τα ζώα που απ'τους Τσόχους πηραν.

[4.7.18] από αυτούς οι Έλληνες έφθασαν στον Αρπασο ποταμό,με πλάτος

τέσσερα πλεθρα.από εκει επορευθημεν μέσα από τους Σκυθηνους τέσσερις

σταθμούς και είκοσι παρασάγγας μέσα από  πεδιάδα σε χωριά,στα οποία 

έμειναν τρεις μέρες και μάζεψαν τρόφιμα.

[4.7.19]από εκεί πέρασαν τέσσερις σταθμούς και είκοσι παρασάγγας προς

πόλη μεγάλη και ευδαίμονα και κατοικιμενη,η οποία ονομάζονταν Γυμνιαδα,

απ' αυτήν ο αρχοντας στους Έλληνες στέλνει οδηγό,όπως μέσα από εχθρική

σ'αυτους χώρα τους οδηγησει

[4.7.20] όταν ήρθε  εκείνος λεει ότι θα τους φέρει σε πέντε μέρες σε μέρος

από όπου θα δουν την θάλασσα.αν όχι,να πεθάνει δήλωσε,και οδηγώντας

επειδή εισεβαλε στην εχθρική του χώρα,παρακίνησε να καίνε και να

καταστρέφουν τη χώρα,με το οποίο και φανερό έγινε ότι ένεκα τούτου

έχει ελθει,όχι για εξυπερετηση των Ελληνων.

[4.7.21] και φθάνουν στην πεμπτη μέρα στο όρος.το όνομα στο όρος ήταν Θηχης.

όταν οι πρώτοι ανέβηκαν στο όρος και είδαν την θάλασσα,κραυγή μεγάλη

εβγαλαν

[4.7.22] ακούγοντας ο Ξενοφώντας και οι οπισθοφυλακής υπέθεσαν πως απο

μπροστά άλλοι επιτίθονται εχθροί.γιατι ακολουθούσαν από πίσω από την

χώρα που καίγονταν,κι από αυτούς οι οπισθοφυλακες σκότωσαν μερικούς 

και έπιασαν ζωντανούς κάνοντας ενέδρα,κι ασπίδες πήραν από στεραια

ακατέργαστα δέρματα βοδιών περίπου εικοσι

[4.7.23]επειδή η βοη και πιο δυνατη γίνονταν και πιο κοντά και αυτοί που

συνεχώς επονταν έτρεχαν γρήγορα σ'αυτους που συνεχώς φώναζαν και πολύ 

πιο μεγάλη γίνονταν η βοη όσο πιο πολλοι γινονταν,φάνηκε τώρα ότι κάτι 

πολύ μεγάλο ήταν στον Ξενοφώντα.

[4.7.24]  κι ανεβαίνοντας στο άλλο και τον Λύκιο και τους ιππείς παίρνωντας

πήγε για βοήθεια.και μια στιγμή ακουν τους στρατιώτες να φωνάζουν:

Θαλαττα Θαλαττα και μεταφέρονταν από τον έναν στον άλλον.προς τα εκει 

τώρα έτρεχαν όλοι και οι οπισθοφυλακες,και τα υποζύγια τραβούσαν και τα αλογα.

[4.7.25]όταν έφθασαν όλοι πάνω στη κορυφή,εκεί τώρα αγκάλιαζαν ο ένας

τον άλλον και τους στρατηγούς και τους λοχαγούς δακρυσμένοι,και ξαφνικά

από υπόδειξη κάποιου οι στρατιώτες φέρνουν πέτρες και κάνουν σωρο

μεγαλο

[4.7.26]

εκεί πάνω τοποθέτησαν πλήθος δέρματα ακατέργαστα βοδιών και ραβδους

και τις ασπίδες που άρπαξαν,και ο οδηγός ο ίδιος και έκοβε σε κομμάτια τις 

ασπίδες και τους άλλους παρακινούσε να το κανουν

[4.7.27] μετά από αυτά τον οδηγό οι Έλληνες έστειλαν πισω δώρα δίνοντας 

όλοι μαζί άλογο και φιάλη αργυρη και στολή Περσική και δέκα δαρεικους.

ζητούσε μάλιστα τα δαχτυλίδια και πήρε πολλά από τους στρατιώτες.

δείχνοντας σ'αυτους χωριό όπου να κατασκηνώσουν και το δρόμο τον

οποίον θα πορευθούν  στους Μακρωνες,επειδη βραδυαζε,αναχωρησε νυχτα

φευγοντας

.

.


[4.7.15] Ἐντεῦθεν ἐπορεύθησαν διὰ Χαλύβων σταθμοὺς ἑπτὰ παρασάγγας πεντήκοντα. οὗτοι ἦσαν ὧν διῆλθον ἀλκιμώτατοι, καὶ εἰς χεῖρας ᾖσαν. 

εἶχον δὲ θώρακας λινοῦς μέχρι τοῦ ἤτρου, ἀντὶ δὲ τῶν πτερύγων σπάρτα 

πυκνὰ ἐστραμμένα. [4.7.16] εἶχον δὲ καὶ κνημῖδας καὶ κράνη καὶ παρὰ τὴν 

ζώνην μαχαίριον ὅσον ξυήλην Λακωνικήν, ᾧ ἔσφαττον ὧν κρατεῖν δύναιντο, 

καὶ ἀποτεμόντες ἂν τὰς κεφαλὰς ἔχοντες ἐπορεύοντο, καὶ ᾖδον καὶ 

ἐχόρευον ὁπότε οἱ πολέμιοι αὐτοὺς ὄψεσθαι ἔμελλον. εἶχον δὲ καὶ δόρυ 

ὡς πεντεκαίδεκα πήχεων μίαν λόγχην ἔχον. [4.7.17] οὗτοι ἐνέμενον ἐν 

τοῖς πολίσμασιν· ἐπεὶ δὲ παρέλθοιεν οἱ Ἕλληνες, εἵποντο ἀεὶ μαχούμενοι. 

ᾤκουν δὲ ἐν τοῖς ὀχυροῖς, καὶ τὰ ἐπιτήδεια ἐν τούτοις ἀνακεκομισμένοι 

ἦσαν· ὥστε μηδὲν λαμβάνειν αὐτόθεν τοὺς Ἕλληνας, ἀλλὰ διετράφησαν 

τοῖς κτήνεσιν ἃ ἐκ τῶν Ταόχων ἔλαβον.

[4.7.18] Ἐκ τούτων οἱ Ἕλληνες ἀφίκοντο ἐπὶ Ἅρπασον ποταμόν, εὖρος 

τεττάρων πλέθρων. ἐντεῦθεν ἐπορεύθησαν διὰ Σκυθηνῶν σταθμοὺς τέτταρας παρασάγγας εἴκοσι διὰ πεδίου εἰς κώμας· ἐν αἷς ἔμειναν ἡμέρας τρεῖς 

καὶ ἐπεσιτίσαντο.

[4.7.19] Ἐντεῦθεν διῆλθον σταθμοὺς τέτταρας παρασάγγας εἴκοσι πρὸς πόλιν μεγάλην καὶ εὐδαίμονα καὶ οἰκουμένην ἣ ἐκαλεῖτο Γυμνιάς. ἐκ ταύτης †τῆς χώρας† ὁ ἄρχων τοῖς Ἕλλησιν ἡγεμόνα πέμπει, ὅπως διὰ τῆς ἑαυτῶν πολεμίας χώρας ἄγοι αὐτούς. [4.7.20] ἐλθὼν δ᾽ ἐκεῖνος λέγει ὅτι ἄξει αὐτοὺς πέντε ἡμερῶν εἰς χωρίον ὅθεν ὄψονται θάλατταν· εἰ δὲ μή, τεθνάναι ἐπηγγείλατο. 

καὶ ἡγούμενος ἐπειδὴ ἐνέβαλλεν εἰς τὴν [ἑαυτοῦ] πολεμίαν, παρεκελεύετο 

αἴθειν καὶ φθείρειν τὴν χώραν· ᾧ καὶ δῆλον ἐγένετο ὅτι τούτου ἕνεκα ἔλθοι, 

οὐ τῆς τῶν Ἑλλήνων εὐνοίας. [4.7.21] καὶ ἀφικνοῦνται ἐπὶ τὸ ὄρος τῇ πέμπτῃ ἡμέρᾳ· ὄνομα δὲ τῷ ὄρει ἦν Θήχης. ἐπεὶ δὲ οἱ πρῶτοι ἐγένοντο ἐπὶ τοῦ ὄρους καὶ κατεῖδον τὴν θάλατταν, κραυγὴ πολλὴ ἐγένετο. [4.7.22] ἀκούσας δὲ ὁ Ξενοφῶν καὶ οἱ ὀπισθοφύλακες ᾠήθησαν ἔμπροσθεν ἄλλους ἐπιτίθεσθαι πολεμίους· εἵποντο 

γὰρ ὄπισθεν ἐκ τῆς καιομένης χώρας, καὶ αὐτῶν οἱ ὀπισθοφύλακες 

ἀπέκτεινάν τέ τινας καὶ ἐζώγρησαν ἐνέδραν ποιησάμενοι, καὶ γέρρα ἔλαβον δασειῶν βοῶν ὠμοβόεια ἀμφὶ τὰ εἴκοσιν.

[4.7.23] Ἐπειδὴ δὲ βοὴ πλείων τε ἐγίγνετο καὶ ἐγγύτερον καὶ οἱ ἀεὶ ἐπιόντες ἔθεον δρόμῳ ἐπὶ τοὺς ἀεὶ βοῶντας καὶ πολλῷ μείζων ἐγίγνετο ἡ βοὴ ὅσῳ 

δὴ πλείους ἐγίγνοντο, ἐδόκει δὴ μεῖζόν τι εἶναι τῷ Ξενοφῶντι, [4.7.24] καὶ ἀναβὰς ἐφ᾽ ἵππον καὶ Λύκιον καὶ τοὺς ἱππέας ἀναλαβὼν παρεβοήθει· καὶ 

τάχα δὴ ἀκούουσι βοώντων τῶν στρατιωτῶν Θάλαττα θάλαττα καὶ παρεγγυώντων. ἔνθα δὴ ἔθεον πάντες καὶ οἱ ὀπισθοφύλακες, καὶ τὰ ὑποζύγια ἠλαύνετο καὶ οἱ ἵπποι. [4.7.25] ἐπεὶ δὲ ἀφίκοντο πάντες ἐπὶ τὸ ἄκρον, ἐνταῦθα 

δὴ περιέβαλλον ἀλλήλους καὶ στρατηγοὺς καὶ λοχαγοὺς δακρύοντες. καὶ ἐξαπίνης ὅτου δὴ παρεγγυήσαντος οἱ στρατιῶται φέρουσι λίθους καὶ 

ποιοῦσι κολωνὸν μέγαν. [4.7.26] ἐνταῦθα ἀνετίθεσαν δερμάτων πλῆθος ὠμοβοείων 

καὶ βακτηρίας καὶ τὰ αἰχμάλωτα γέρρα, καὶ ὁ ἡγεμὼν αὐτός τε κατέτεμνε 

τὰ γέρρα καὶ τοῖς ἄλλοις διεκελεύετο. [4.7.27] μετὰ ταῦτα τὸν ἡγεμόνα οἱ Ἕλληνες ἀποπέμπουσι δῶρα δόντες ἀπὸ κοινοῦ ἵππον καὶ φιάλην ἀργυρᾶν 

καὶ σκευὴν Περσικὴν καὶ δαρεικοὺς δέκα· ᾔτει δὲ μάλιστα τοὺς δακτυλίους, 

καὶ ἔλαβε πολλοὺς παρὰ τῶν στρατιωτῶν. κώμην δὲ δείξας αὐτοῖς οὗ σκηνήσουσι καὶ τὴν ὁδὸν ἣν πορεύσονται εἰς Μάκρωνας, ἐπεὶ ἑσπέρα 

ἐγένετο, ᾤχετο τῆς νυκτὸς ἀπιών

.

.

.

 





ΗΡΟΔΟΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΙ,Βιβλίο Γ' Θαλεια.150-160

Ο ΖΩΠΥΡΟΣ ΜΕΓΑΒΥΖΟΥ ΚΑΙ Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΒΑΒΥΛΩΝΟΣ

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΩΝ-x.ν.κουβελης c.n.couvelis


Η μετάφραση δεν πρέπει να είναι ναρκισσιστικη επίδειξη του μεταφραστη,

αλλά να ακολουθεί το κείμενο,το ύφος του συγγραφέα του πρωτότυπου,

επειδή κάθε συγγραφέας είναι αυτόνομος στο λογο,δεν πρέπει να

εξαλείφονται οι ιδιαιτερότητες του στο βωμό της ματαιοδοξίας

του Εγώ του μεταφραστή,ο μεταφραστής είναι υπηρέτης,με την αυστηρή έννοια,

και όχι κύριος,δεν χρειάζεται τα φώτα του,και μάλιστα πολλές

φορές εκτυφλωτικά,για να φανερωθεί ο συγγραφέας,πρέπει ο συγγραφέας

να φανερώνεται ακριβώς όπως είναι,όπως είναι αυτό που έγραψε,

οι αυθαιρεσίες,απλοποιήσεις, του μεταφραστη για χάριν του νοήματος και 

του ευαναγνωστου είναι επιζήμιες,επειδή αυτός,ο μεταφρασμενος,

συγγραφέας έγραψε έτσι και όχι αλλιώς,δεν είναι ο συγγραφέας του

μεταφραστή του,δυστυχώς αυτό σπάνια(η' και καθόλου)τηρείται,

με τις μεταφράσεις να είναι(έως παντελώς) ασχετες,φουλ στο ναρκισσισμο,

'κοιταται τι πετυχημένη μετάφραση έκανα εγω',μια ωραιοποιημένη

του Εγώ του κενοδοξια εις βάρος του έργου του συγγραφέα,αυτό το

να συγχρονισουμε τους αρχαίους ειναι  μια εγωιστική ιδεοληψία,

ο συγγραφέας έγραψε τότε έτσι για εκείνους τους ανθρώπους,αυτό 

το έτσι έγραψετότε πρέπει να μας ενδιαφέρει,αν δεν μπορούμε να το 

κάνουμε ας τον αφήσουμε ήσυχο,απείραχτο,άλλωστε έχει τεράστια γοητεία 

πωςωτότε έτσι  έγραψε για εκεινους,πως σκέφτονταν,σε ποια πραγματικότητα 

σε ποια λογοτεχνία και φιλοσοφία,απαράδεκτες οι μεταφράσεις του νοήματος,

γι'αυτούς που αγνοούν τη γλώσσα από αυτούς που αγνοούν τη γλώσσα,και 

μάλιστα τους τεμπέληδες της γλώσσας,

γιατί η γλώσσα είναι πρωτίστως  εργασια,αν δεν εργασθεις σε αυτή(με αυτή)

θα μείνεις στην επιφάνεια του έργου του συγγραφέα,

θα φανείς εσύ,ο μεταφραστής,και θα χαθεί,θα αφανίσει,ο συγγραφέας

εμείς,οπωσδήποτε,θέλουμε τον έναν και μοναδικό συγγραφέα,

όχι τον παρασιτικό ναρκισσο συγγραφεα


ΗΡΟΔΟΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΙ,Βιβλίο Γ' Θαλεια.150-160

Ο ΖΩΠΥΡΟΣ ΜΕΓΑΒΥΖΟΥ ΚΑΙ Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΒΑΒΥΛΩΝΟΣ

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


150.1.οταν στη Σάμο  το ναυτικο στράτευμα είχε πάει,οι Βαβυλώνιοι επαναστάτησαν,

γιατί εν'οσω χρόνο και ο Μάγος κυβερνούσε και οι επτά επαναστάτησαν,όλον αυτό 

τον χρόνο και μέσα στην διαταραχή για την πολιορκία προετοιμάζονταν.2.και πως αυτά έκαναν δεν γνωρίζω.επειτα δε φανερά επαναστάτησαν,κι έκαναν αυτό εδώ.τις μητερες διώχνοντας,κάθε ένας μια γυναίκα διάλεξε αυτήν που ήθελε απ'αυτες του σπιτιού του,

τις δε υπόλοιπεςνόλες συγκεντρώνοντας έπνιξαν.την δε μια κάθε ένας να κάνει 

ψωμί διάλεξε.αυτες τις έπνιξαν για να μην το ψωμί τους καταναλωνουν

151.1.μαθαινοντας αυτά ο Δαρείος και μαζεύοντας όλη την δύναμη του εκστράτευσε εναντίον τους,και επελαυνοντας στην Βαβυλώνα την πολιορκησε που δεν την ένοιαξε καθόλου για τη πολιορκία.γιατι ανεβαίνοντας πάνω στους προμαχώνες του τείχους οι Βαβυλώνιοι ενεπαιζαν χορεύοντας και περιγελουσαντον Δαρείο και τον στρατόν του.και κάποιος απ'αυτους είπε αυτό το λόγο.2.τι κάθεστε Πέρσες εδώ,και δεν φεύγετε,γιατί τότε θα μας πάρετε,οταντα μουλάρια γεννησουν.αυτο είπε απ'τους Βαβυλώνιους κάποιος ελπίζονταςότι ουδέποτε μουλάρι θα γεννησει

152.1.επτα μήνες κι ένας χρόνος είχε περάσει ήδη και ο Δαρείος δυσανασχετούσε και ο στρατός όλος που δεν ήταν δυνατόν να καταλάβουν τους Βαβυλώνιους.αν και όλα τα σοφίσματα κι όλες  τις μηχανές είχε κάνει εναντίον τους ο Δαρείος.αλλα δεν κατόρθωσε αυτούς να καταλάβει.και αλλά σοφίσματα δοκιμασε ,και μάλιστα με αυτά που ο Κύρος τους κατέλαβε,και σ'αυτό δοκιμάσθηκε,αλλά ήταν σε πολύ αυστηρή επιφυλακή οι Βαβυλώνιοι,και δεν ήταν ικανός να τους καταλαβει

153.1.στον εικοστό μήνα στον Ζωπυρο του Μεγαβυζου,αυτού απ'αυτους που κατέβαλαν τον Μάγο,σ'αυτό του Μεγαβυζου το παιδί τον Ζωπυρο έγινε το θαύμα αυτό εδω.απο τις μουλες μια που κουβαλούσε τα τρόφιμα γέννησε.μόλις εξαγγέλθηκε και αφού μη πιστεύοντας το  ο ίδιος ο Ζωπυρος είδε το βρέφος είπε σ'αυτους που το είδαν ότι ήθελε 

σε κανένα να μην πουν το γεγονος.2.και τα λόγια θυμηθηκε του Βαβυλώνιου,ο οποίος στην αρχή είπε,όταν τα μουλάρια γεννήσουν,τότε το τείχος θα αλωσετε,απ'αυτον τον 

λόγο στον Ζωπυρο φάνηκε ότι είναι δυνατόν να αλωθεί η Βαβυλώνα.επομενως

μαζί με τον Θεό κι εκείνου το λόγο και τη γέννηση απ'το δικό του μουλαρι

154.1.οταν πίστεψε ότι είναι πεπρωμένο  πλέον  η Βαβυλώνα να αλωθεί,προσερχόμενος στον Δαρείο ρώτησε να μάθει αν παρά πολύ επέμενε την Βαβυλώνα να καταλάβει.αφου έμαθε πως ήταν πολύ σημαντικο,ένα άλλο έβαλε στο μυαλό του,όπως και αυτός να ειναι που θα την καταλάβει και δικό του το έργο να είναι.γιατι παρά πολύ στους Πέρσες τα καλά έργα σε πολυ μεγάλο βαθμό τιμουνται.2.τωρα με άλλο τρόπο δεν περιμένε δυνατό 

να είναι αυτή στα χέρια να βάλει,παρά αν τον εαυτό του ακρωτηριαζοντας  αυτομόλησε σ'αυτους.ετσι λοιπόν χωρίς πολύ σκέψη τον εαυτό του ακρωτηριαζει με ακρωτηριασμό αγιατρευτο. αφού έκοψε την μύτη του και τ'αυτια και μαλλιά φρικτά ζυριζοντας και μαστιγωθηκε πήγε στον Δαρειο

155 1.ο Δαρείος πολύ βαριά το έφερε βλέπωντας τον πολύ άξιον άνδρα ακρωτηριασμένο,

κι απ'τον θρόνο αναπηδωντας φώναξε και τον ρώτησε ποιος ήταν αυτός που τον ακρωτηρίασε και τι του έκανε.2.αυτος είπε:δεν υπάρχει τέτοιος ανδρας,εκτός από σένα,στον οποίο να'ναι δύναμη τόση που εμένα έτσι να μεταχειρισθει.ουτε κάποιος απ'τους ξενους βασιλιά αυτά εδώ έκανε,αλλά ο ίδιος εγώ μόνος μου,τι πολύ βαριά το

πήρα οι Ασσύριοι τους Πέρσες να περιγελουν

3.αυτος του αποκρίθηκε:απ'τους άνδρες πιο παράλογε,στο έργο το πιο αισχιστο το πιο ωραίο όνομα έθεσες,λέγοντας πως για τους πολιορκημένους τον εαυτό σου αγιατρευτα μεταχειρισθηκες.γιατι,ματαιοδοξε,επειδή εσυ  ακρωτηριάστηκες γρηγορότερα οι εχθροί θα υποκύψουν;πως να μην εχεις ξεφύγει από τα φρενα τον εαυτό σου αφανίζοντας;

4 αυτός είπε.αν σε σένα κοινοποιουσα αυτά που επρόκειτο να κάνω,ούτε καν θα μου έδινες προσοχή,τώρα όμως επιβαλλοντας το στον εαυτό μου το εκανα.αυτή τη στιγμή αν τα δικά σου δεν παραμελήσεις,θα την πάρουμε την Βαβυλώνα.γιατι εγώ όπως έχω θα αυτομολησω μέσα στο τείχος και θα πω σ'αυτους πως από σένα αυτά εδώ έπαθα.και πιστεύω,πείθοντας τους πως αυτά έχουν έτσι,να πετύχω να λάβω στρατο

5 εσύ απ'τη μέρα που θα εγω μπω μέσα στο τείχος,απ'αυτή στη δέκατη μέρα από το στρατό σου,που καθολου δεν θα σε λυπησει να χαθεί,απ'αυτον χίλιους παρέταξε κατά τις καλεσμένες πύλες Σεμίραμις.μετα παλι απ:τη δέκατη στην έβδομη άλλους σε μένα παρέταξε δυο χιλιαδες κατά τιςκαλεσμεμες πύλες των Νηνιων.απο δε την εβδομη άφησε διαστημα είκοσι μερες ,και έπειτα άλλους κατηύθυνε κατά τις καλεσμένες πύλες των

Χαλδαιων,τέσσερεις χιλιάδες,να μην έχουν μητε οι πρώτοι  κανένα απ'τα αμυντικά μήτε οι άλλοι,εκτός από μαχαίρια.τουτο επέτρεψε να έχουν.6.μετα δε την εικοστή μέρα αμέσως τον άλλο στρατό διέταξε γύρω γυρω να επιτεθεί προς το τείχος,τους Πέρσες παρέταξε και κατά τις καλεσμένες Βηλίδες και Κισσιες πυλες.οπως λοιπον πιστεύω,σε μένα αφού με μεγάλα έργα έχω αποδείξει,και τα άλλα θα επιτρέψουν σε μένα οι Βαβυλώνιοι οπωσδηποτε και των πυλών τους γάντζους για το άνοιγμα.το δε από κεί και πέρα σε μένα

και στους Πέρσες να σκεφθουμε αυτά που πρέπει να κανουμε

156.1.αυτες αφού έδωσε τις εντολές πήγε στις πύλες,κοιτώντας πίσω σαν πραγματικά αυτομολος,βλέπωντας τον από τους πύργους αυτοί που για αυτό ήταν τοποθετημένοι κατέβηκαν γρήγορα κάτω και λίγο τι ανοίγοντας τη μισή πύλη τον ρώτησαν και ποιος είναι και τι ήρθε να ζητησει.αυτος σ'αυτους είπε και πως είναι ο Ζωπυρος και αυτομολει σ'εκεινους.

2 τον πήγαν λοιπόν οι φυλακές των πυλών,αυτά μόλις άκουσαν ,στο κοινό των 

Βαβυλωνίων,στεκωντας σ'αυτο θρηνολογουσε,λέγοντας πως από τον Δαρείο έχει πάθει αυτα που έχει πάθει στον εαυτό του.επαθε δε αυτά διότι συμβουλευσε αυτοί να αποσύρουν το στρατο,επειδή πράγματι καμια διέξοδος δεν φαίνονταν για αλωση

3.και τώρα,είπε λέγοντας,εγώ σε σας Βαβυλώνιοι ήρθα για πολύ μεγάλο καλό,και στο στρατό και στους Πέρσες και στο Δαρείο για πολύ μεγάλο κακό.γιατί βέβαια εμένα έτσι που έχει ακρωτηριασει δεν θα μείνει ατιμώρητος.γνωρίζω δε όλους τους σχεδιασμούς 

των σκοπών του.τετοια είπε.

157.1.οι Βαβυλώνιοι βλέπωντας τον άνδρα που στους Πέρσες πολύ άξιος ήταν και από μύτη και απ'αυτιά στερημένον ,και απ'το μαστίγωμα στα αίματα ανακατεμένο,

ολοκληρωτικα θεωρώντας ότι αυτός λέει την αλήθεια και σ'αυτους ήρθε σύμμαχος,να του εμπιστευτούν έτοιμοι ήταν αυτά που ζητουσε.ζητούσε δε στρατο.

2.οταν απ'αυτούς αυτόν παρέλαβε,έκανε αυτά που με τον Δαρειο συμφώνησαν.γιατί βγάζοντας στη δέκατη μέρα τον στρατό των Βαβυλωνίων και αφού κύκλωσε τους χίλιους,τους πρώτους που έδωσε εντολή στον Δαρείο να παρατάξει,αυτούς τους κατέσφαξε.

3.μαθαινοντας οι Βαβυλώνιοι ότι στα λόγια του τα έργα αποδεικνύονται όμοια,

ολοκληρωτικά ευχαριστημένοι όντες στα παντα ήταν έτοιμοι να τον υπηρετήσουν .αυτός αφήνοντας να περάσουν οι συμφωνημενες μέρες,πάλι αφού έκανε επιλογή απ'τους Βαβυλώνιους τους εβγαλε έξω και κατέσφαξε απ'του Δαρείου τους στρατιώτες τους δύο χιλιαδες4.βλεπωντας κι αυτό το έργο οι Βαβυλωνιοι όλοι τον Ζωπυρο είχαν στα 

στόματα υμνώντας.αυτος δε πάλι αφήνοντας να περάσουν οι συμφωνημενες μέρες τους έβγαλε εξω σ'αυτο που προείπανε,και αφού τους κύκλωσε κατέσφαξε τους τέσσερεις χιλιάδες,όταν κι αυτό κατόρθωσε,τα πάντα ήταν στους Βαβυλώνιους ο Ζωπυρος,και στρατάρχης αυτός σ'αυτους και φύλακας των τειχών εχει αναδειχθει

158.1.οταν λοιπόν ο Δαρείος την επίθεση έκανε κατά τα συμφωνημένα γύρω γύρω απ'το τείχος τότε εκεί όλο το δόλο ο Ζωπυρος φανερωσε.γιατι οι μεν Βαβυλώνιοι ανεβαίνοντας πάνω στο τείχος αμύνονταν στο στρατό του Δαρείου που επιτίθονταν ,ο δε Ζωπυρος και τις Κισσιες και τις Βηλίδες καλεσμένες πύλες ανοίγοντας διάπλατα έβαλε τους Περσες μεσα στο τειχος.2.απ'τους Βαβυλώνιους.που είδαν αυτό που.εγινε,αυτοί κατέφυγαν 

στου Διός Βηλου το ιερό,αυτοί όμως που δεν το είδαν,έμειναν ο καθένας στη θέση του,έως ότου κι αυτοί έμαθαν ότι ήταν προδομενοι.

159.1.η Βαβυλωνα έτσι τώρα για δεύτερη φορά πάρθηκε.ο Δαρείος αφού επικράτησε των Βαβυλωνίων,το τείχος τους γκρέμισε κι όλες τις πύλες χάλασε.γιατι όταν για πρώτη φορά κατέλαβε ο Κύρος την Βαβυλώνα κανένα απ'τα δύο αυτά δεν έκανε.κι επίσης  ο Δαρείος από τους κορυφαίους άνδρες περίπου τρίς χιλιάδες παλουκωσε.στους δε λοιπούς Βαβυλώνιους τους έδωσε την πόλη να την κατοικουν.2.ωστε να έχουν γυναίκες οι Βαβυλώνιοι για να γίνει σ'αυτους γενιά,αυτά εδώ ο Δαρείος προνοωντας έκανε.γιατι τις δίκες των,όπως και στην αρχή έχει αναφερθεί,έπνιξαν οι Βαβυλώνιοι για τα τρόφιμα προβλεποντας.επιταξε τα γειτονικά εθνη γυναίκες στη Βαβυλώνα να εγκαταστήσουν,

τόσες τον καθένα επιτασσοντας,ώστε πενήντα χιλιάδες το σύνολο των γυναικών ανήλθε.απ'αυτές δε τις γυναίκες οι τωρινοί Βαβυλώνιοι έχουν γινει

160.1.του Ζωπυρου κανένας το καλό έργο απ'τους Πέρσες δεν ξεπέρασε κατά τη κρίση του Δαρείου ούτε από τα ύστερα που έγιναν ούτε από τα προτερα.παρα μόνο ο Κύρος.γιατι μ'αυτον κανένας από τους Πέρσες δεν αξίωσε τον εαυτόν του μ'αυτον να συγκριθει.πολλες φορές ο Δαρείος λέγεται πως την αποψη αυτή εδώ δηλωσε,πως θα ήθελε τον Ζωπυρο καλλίτερα να έχει απείραχτο από τη παραμορφωση παρά Βαβυλώνες είκοσι σ''αυτον πέρα απ' αυτήν να προστίθονταν.2.τιμησε δε αυτόν παρα πολυ.γιατι 

και δώρα σ''αυτον κάθε χρόνο έδινε αυτά που στους Πέρσες είναι τα πιο τιμητικά.και την Βαβυλώνα σ''αυτον έδωσε χωρίς φόρους να διαχειρίζεται μεχρι εκεινου της ζωης.κι άλλα πολλά έδωσε επιπλέον.απ' τον Ζωπυρο αυτόν γεννιέται ο Μεγαβυζος,ο οποίος στην Αιγυπτο εναντια των Αθηναίων και των συμμάχων ήταν στρατηγος.απ'τον Μεγαβυζο δε αυτόν γεννιέται ο Ζωπυρος ο οποίος στην Αθήνα αυτομόλησε απ'τους Περσες


 

150

1 Ἐπὶ δὲ Σάμον στρατεύματος ναυτικοῦ οἰχομένου Βαβυλώνιοι ἀπέστησαν, 

κάρτα εὖ παρεσκευασμένοι· ἐν ὅσῳ γὰρ ὅ τε Μάγος ἦρχε καὶ οἱ ἑπτὰ ἐπανέστησαν, ἐν τούτῳ παντὶ τῷ χρόνῳ καὶ τῇ ταραχῇ ἐς τὴν πολιορκίην παρεσκευάζοντο. 2 καί κως ταῦτα ποιεῦντες ἐλάνθανον. ἐπείτε δὲ ἐκ τοῦ ἐμφανέος ἀπέστησαν, ἐποίησαν τοιόνδε· τὰς μητέρας ἐξελόντες, γυναῖκα ἕκαστος μίαν προσεξαιρέετο τὴν ἐβούλετο ἐκ τῶν ἑωυτοῦ οἰκίων, τὰς δὲ λοιπὰς ἁπάσας συναγαγόντες ἀπέπνιξαν· τὴν δὲ μίαν ἕκαστος σιτοποιὸν ἐξαιρέετο· ἀπέπνιξαν δὲ αὐτάς, ἵνα μή σφεων τὸν σῖτον ἀναισιμώσωσι.


151

1 Πυθόμενος δὲ ταῦτα ὁ Δαρεῖος καὶ συλλέξας πᾶσαν τὴν ἑωυτοῦ δύναμιν ἐστρατεύετο ἐπ᾽ αὐτούς, ἐπελάσας δὲ ἐπὶ τὴν Βαβυλῶνα ἐπολιόρκεε φροντίζοντας οὐδὲν τῆς πολιορκίης. ἀναβαίνοντες γὰρ ἐπὶ τοὺς προμαχεῶνας τοῦ τείχεος οἱ Βαβυλώνιοι κατωρχέοντο καὶ κατέσκωπτον Δαρεῖον καὶ τὴν στρατιὴν αὐτοῦ, καί τις αὐτῶν εἶπε τοῦτο τὸ ἔπος. 2 “τί κάτησθε ὦ Πέρσαι ἐνθαῦτα, ἀλλ᾽ οὐκ ἀπαλλάσσεσθε; τότε γὰρ αἱρήσετε ἡμέας, ἐπεὰν ἡμίονοι τέκωσι„. τοῦτο εἶπε τῶν τις Βαβυλωνίων οὐδαμὰ ἐλπίζων ἂν ἡμίονον τεκεῖν.


152 

1 Ἑπτὰ δὲ μηνῶν καὶ ἐνιαυτοῦ διεληλυθότος ἤδη ὁ Δαρεῖός τε ἤσχαλλε καὶ ἡ στρατιὴ 

πᾶσα οὐ δυνατὴ ἐοῦσα ἑλεῖν τοὺς Βαβυλωνίους. καίτοι πάντα σοφίσματα καὶ πάσας μηχανὰς ἐπεποιήκεε ἐς αὐτοὺς Δαρεῖος· ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὣς ἐδύνατο ἑλεῖν σφεας, ἄλλοισί τε σοφίσμασι πειρησάμενος, καὶ δὴ καὶ τῷ Κῦρος εἷλε σφέας, καὶ τούτῳ ἐπειρήθη. ἀλλὰ γὰρ δεινῶς ἦσαν ἐν φυλακῇσι οἱ Βαβυλώνιοι, οὐδὲ σφέας οἷός τε ἦν ἑλεῖν.


153

1 Ἐνθαῦτα εἰκοστῷ μηνὶ Ζωπύρῳ τῷ Μεγαβύζου, τούτου ὃς τῶν ἑπτὰ ἀνδρῶν ἐγένετο 

τῶν τὸν Μάγον κατελόντων, τούτῳ τῷ Μεγαβύζου παιδὶ Ζωπύρῳ ἐγένετο τέρας τόδε· τῶν οἱ σιτοφόρων ἡμιόνων μία ἔτεκε. ὡς δέ οἱ ἐξαγγέλθη καὶ ὑπὸ ἀπιστίης αὐτὸς ὁ Ζώπυρος εἶδε τὸ βρέφος, ἀπείπας τοῖσι ἰδοῦσι μηδενὶ φράζειν τὸ γεγονὸς ἐβουλεύετο. 2 καί οἱ πρὸς τὰ τοῦ Βαβυλωνίου ῥήματα, ὃς κατ᾽ ἀρχὰς ἔφησε, ἐπεάν περ ἡμίονοι τέκωσι, 

τότε τὸ τεῖχος ἁλώσεσθαι, πρὸς ταύτην τὴν φήμην Ζωπύρῳ ἐδόκεε εἶναι ἁλώσιμος ἡ Βαβυλών· σὺν γὰρ θεῷ ἐκεῖνόν τε εἰπεῖν καὶ ἑωυτῷ τεκεῖν τὴν ἡμίονον.


154 

1 Ὡς δέ οἱ ἐδόκεε μόρσιμον εἶναι ἤδη τῇ Βαβυλῶνι ἁλίσκεσθαι, προσελθὼν Δαρείου ἀπεπυνθάνετο εἰ περὶ πολλοῦ κάρτα ποιέεται τὴν Βαβυλῶνα ἑλεῖν. πυθόμενος δὲ ὡς πολλοῦ τιμῷτο, ἄλλο ἐβουλεύετο, ὅκως αὐτός τε ἔσται ὁ ἑλὼν αὐτὴν καὶ ἑωυτοῦ τὸ ἔργον ἔσται· κάρτα γὰρ ἐν τοῖσι Πέρσῃσι αἱ ἀγαθοεργίαι ἐς τὸ πρόσω μεγάθεος τιμῶνται. 2 ἄλλῳ μέν νυν οὐκ ἐφράζετο ἔργῳ δυνατὸς εἶναί μιν ὑποχειρίην ποιῆσαι, εἰ δ᾽ ἑωυτὸν λωβησάμενος αὐτομολήσειε ἐς αὐτούς. ἐνθαῦτα ἐν ἐλαφρῷ ποιησάμενος ἑωυτὸν λωβᾶται λώβην ἀνήκεστον· ἀποταμὼν γὰρ ἑωυτοῦ τὴν ῥῖνα καὶ τὰ ὦτα καὶ τὴν κόμην κακῶς περικείρας καὶ μαστιγώσας ἦλθε παρὰ Δαρεῖον.


155 

1 Δαρεῖος δὲ κάρτα βαρέως ἤνεικε ἰδὼν ἄνδρα δοκιμώτατον λελωβημένον, 

ἔκ τε τοῦ θρόνου ἀναπηδήσας ἀνέβωσέ τε καὶ εἴρετό μιν ὅστις εἴη ὁ λωβησάμενος καὶ 

ὅ τι ποιήσαντα. 2 ὁ δὲ εἶπε “οὐκ ἔστι οὗτος ὡνήρ, ὅτι μὴ σύ, τῷ ἐστὶ δύναμις τοσαύτη ἐμὲ δὴ ὧδε διαθεῖναι· οὐδέ τις ἀλλοτρίων ὦ βασιλεῦ τάδε ἔργασται, ἀλλ᾽ αὐτὸς ἐγὼ ἐμεωυτόν, δεινόν τι ποιεύμενος Ἀσσυρίους Πέρσῃσι καταγελᾶν„. 3 ὃ δ᾽ ἀμείβετο “ὦ σχετλιώτατε ἀνδρῶν, ἔργῳ τῷ αἰσχίστῳ οὔνομα τὸ κάλλιστον ἔθευ, φὰς διὰ τοὺς πολιορκεομένους σεωυτὸν ἀνηκέστως διαθεῖναι. τί δ᾽, ὦ μάταιε, λελωβημένου σεῦ θᾶσσον 

οἱ πολέμιοι παραστήσονται; κῶς οὐκ ἐξέπλωσας τῶν φρενῶν σεωυτὸν διαφθείρας;

4 ὁ δὲ εἶπε “εἰ μέν τοι ὑπερετίθεα τὰ ἔμελλον ποιήσειν, οὐκ ἄν με περιεῖδες· νῦν δ᾽ ἐπ᾽ ἐμεωυτοῦ βαλόμενος ἔπρηξα. ἤδη ὦν ἢν μὴ τῶν σῶν δεήσῃ, αἱρέομεν Βαβυλῶνα. ἐγὼ μὲν γὰρ ὡς ἔχω αὐτομολήσω ἐς τὸ τεῖχος καὶ φήσω πρὸς αὐτοὺς ὡς ὑπὸ σεῦ τάδε ἔπαθον· καὶ δοκέω, πείσας σφέας ταῦτα ἔχειν οὕτω, τεύξεσθαι στρατιῆς. 5 σὺ δέ, ἀπ᾽ ἧς ἂν ἡμέρης ἐγὼ ἐσέλθω ἐς τὸ τεῖχος, ἀπὸ ταύτης ἐς δεκάτην ἡμέρην τῆς σεωυτοῦ στρατιῆς, τῆς οὐδεμία ἔσται ὤρη ἀπολλυμένης, ταύτης χιλίους τάξον κατὰ τὰς Σεμιράμιος καλεομένας πύλας· μετὰ δὲ αὖτις ἀπὸ τῆς δεκάτης ἐς ἑβδόμην ἄλλους μοι τάξον δισχιλίους κατὰ τὰς Νινίων καλεομένας πύλας· ἀπὸ δὲ τῆς ἑβδόμης διαλείπειν εἴκοσι ἡμέρας, καὶ ἔπειτα ἄλλους κάτισον ἀγαγὼν κατὰ τὰς Χαλδαίων καλεομένας πύλας, τετρακισχιλίους. ἐχόντων δὲ μήτε οἱ πρότεροι μηδὲν τῶν ἀμυνεύντων μήτε οὗτοι, πλὴν ἐγχειριδίων· τοῦτο δὲ 

ἐᾶν ἔχειν. 6 μετὰ δὲ τὴν εἰκοστὴν ἡμέρην ἰθέως τὴν μὲν ἄλλην στρατιὴν κελεύειν πέριξ προσβάλλειν πρὸς τὸ τεῖχος, Πέρσας δέ μοι τάξον κατά τε τὰς Βηλίδας καλεομένας καὶ Κισσίας πύλας. ὡς γὰρ ἐγὼ δοκέω, ἐμέο μεγάλα ἔργα ἀποδεξαμένου, τά τε ἄλλα ἐπιτρέψονται ἐμοὶ Βαβυλώνιοι καὶ δὴ καὶ τῶν πυλέων τὰς βαλανάγρας· τὸ δὲ ἐνθεῦτεν ἐμοί τε καὶ Πέρσῃσι μελήσει τὰ δεῖ ποιέειν„.


156

1 Ταῦτα ἐντειλάμενος ἤιε ἐπὶ τὰς πύλας, ἐπιστρεφόμενος ὡς δὴ ἀληθέως αὐτόμολος. ὁρῶντες δὲ ἀπὸ τῶν πύργων οἱ κατὰ τοῦτο τεταγμένοι κατέτρεχον κάτω καὶ ὀλίγον τι παρακλίναντες τὴν ἑτέρην πύλην εἰρώτων 

τίς τε εἴη καὶ ὅτευ δεόμενος ἥκοι. ὁ δέ σφι ἠγόρευε ὡς εἴη τε Ζώπυρος καὶ αὐτομολέοι ἐς ἐκείνους. 2 ἦγον δή μιν οἱ πυλουροί, ταῦτα ὡς ἤκουσαν, ἐπὶ τὰ κοινὰ τῶν Βαβυλωνίων· καταστὰς δὲ ἐπ᾽ αὐτὰ κατοικτίζετο, φὰς ὑπὸ Δαρείου πεπονθέναι τὰ ἐπεπόνθεε ὑπ᾽ ἑωυτοῦ, παθεῖν δὲ ταῦτα διότι συμβουλεῦσαι οἱ ἀπανιστάναι τὴν στρατιήν, ἐπείτε δὴ οὐδεὶς πόρος ἐφαίνετο τῆς ἁλώσιος. 3 “νῦν τε„ ἔφη λέγων “ἐγὼ ὑμῖν ὦ Βαβυλώνιοι 

ἥκω μέγιστον ἀγαθόν, Δαρείῳ δὲ καὶ τῇ στρατιῇ καὶ Πέρσῃσι μέγιστον κακόν· οὐ γὰρ δὴ ἐμέ γε ὧδε λωβησάμενος καταπροΐξεται· ἐπίσταμαι δ᾽ αὐτοῦ πάσας τὰς διεξόδους τῶν βουλευμάτων„. τοιαῦτα ἔλεγε.


157 

1 Οἳ δὲ Βαβυλώνιοι ὁρῶντες ἄνδρα τὸν ἐν Πέρσῃσι δοκιμώτατον ῥινός τε καὶ ὤτων 

ἐστερημένον, μάστιξί τε καὶ αἵματι ἀναπεφυρμένον, πάγχυ ἐλπίσαντες λέγειν μιν ἀληθέα καί σφι ἥκειν σύμμαχον, ἐπιτρέπεσθαι ἕτοιμοι ἦσαν τῶν ἐδέετο σφέων· ἐδέετο δὲ στρατιῆς. 2 ὁ δὲ ἐπείτε αὐτῶν τοῦτο παρέλαβε, ἐποίεε τά περ τῷ Δαρείῳ συνεθήκατο· ἐξαγαγὼν γὰρ τῇ δεκάτῃ ἡμέρῃ τὴν στρατιὴν τῶν Βαβυλωνίων καὶ κυκλωσάμενος 

τοὺς χιλίους, τοὺς πρώτους ἐνετείλατο Δαρείῳ τάξαι, τούτους κατεφόνευσε. 3 μαθόντες δέ μιν οἱ Βαβυλώνιοι τοῖσι ἔπεσι τὰ ἔργα παρεχόμενον ὅμοια, πάγχυ περιχαρέες ἐόντες πᾶν δὴ ἕτοιμοι ἦσαν ὑπηρετέειν. ὁ δὲ διαλιπὼν ἡμέρας τὰς συγκειμένας, αὖτις ἐπιλεξάμενος 

τῶν Βαβυλωνίων ἐξήγαγε καὶ κατεφόνευσε τῶν Δαρείου στρατιωτέων τοὺς δισχιλίους. 

4 ἰδόντες δὲ καὶ τοῦτο τὸ ἔργον οἱ Βαβυλώνιοι πάντες Ζώπυρον εἶχον ἐν στόμασι αἰνέοντες. ὁ δὲ αὖτις διαλιπὼν τὰς συγκειμένας ἡμέρας ἐξήγαγε ἐς τὸ προειρημένον, καὶ κυκλωσάμενος κατεφόνευσε τοὺς τετρακισχιλίους. ὡς δὲ καὶ τοῦτο κατέργαστο, πάντα δὴ ἦν ἐν τοῖσι Βαβυλωνίοισι Ζώπυρος, καὶ στρατάρχης τε οὗτός σφι καὶ τειχοφύλαξ ἀπεδέδεκτο.


158

1 Προσβολὴν δὲ Δαρείου κατὰ τὰ συγκείμενα ποιευμένου πέριξ τὸ τεῖχος, ἐνθαῦτα δὴ πάντα τὸν δόλον ὁ Ζώπυρος ἐξέφαινε. οἱ μὲν γὰρ Βαβυλώνιοι ἀναβάντες ἐπὶ τὸ τεῖχος ἠμύνοντο τὴν Δαρείου στρατιὴν προσβάλλουσαν, ὁ δὲ Ζώπυρος τάς τε Κισσίας καὶ Βηλίδας καλεομένας πύλας ἀναπετάσας ἐσῆκε τοὺς Πέρσας ἐς τὸ τεῖχος. 2 τῶν δὲ Βαβυλωνίων οἳ μὲν εἶδον τὸ ποιηθέν, οὗτοι μὲν ἔφευγον ἐς τοῦ Διὸς τοῦ Βήλου τὸ ἱρόν· 

οἳ δὲ οὐκ εἶδον, ἔμενον ἐν τῇ ἑωυτοῦ τάξι ἕκαστος, ἐς ὃ δὴ καὶ οὗτοι ἔμαθον προδεδομένοι.


159

1 Βαβυλὼν μέν νυν οὕτω τὸ δεύτερον αἱρέθη. Δαρεῖος δὲ ἐπείτε ἐκράτησε 

τῶν Βαβυλωνίων, τοῦτο μὲν σφέων τὸ τεῖχος περιεῖλε καὶ τὰς πύλας πάσας ἀπέσπασε· τὸ γὰρ πρότερον ἑλὼν Κῦρος τὴν Βαβυλῶνα ἐποίησε τούτων οὐδέτερον· τοῦτο δὲ ὁ Δαρεῖος τῶν ἀνδρῶν τοὺς κορυφαίους μάλιστα ἐς τρισχιλίους ἀνεσκολόπισε, τοῖσι δὲ λοιποῖσι Βαβυλωνίοισι ἀπέδωκε τὴν πόλιν οἰκέειν. 2 ὡς δ᾽ ἕξουσι γυναῖκας οἱ Βαβυλώνιοι ἵνα σφι γενεὴ ὑπογίνηται, τάδε Δαρεῖος προϊδὼν ἐποίησε· τὰς γὰρ ἑωυτῶν, ὡς καὶ 

κατ᾽ ἀρχὰς δεδήλωται, ἀπέπνιξαν οἱ Βαβυλώνιοι τοῦ σίτου προορέοντες· ἐπέταξε τοῖσι περιοίκοισι ἔθνεσι γυναῖκας ἐς Βαβυλῶνα κατιστάναι, ὅσας δὴ ἑκάστοισι ἐπιτάσσων, ὥστε πέντε μυριάδων τὸ κεφαλαίωμα τῶν γυναικῶν συνῆλθε· ἐκ τουτέων δὲ τῶν γυναικῶν οἱ νῦν Βαβυλώνιοι γεγόνασι.


160

1 Ζωπύρου δὲ οὐδεὶς ἀγαθοεργίην Περσέων ὑπερεβάλετο παρὰ Δαρείῳ κριτῇ οὔτε τῶν ὕστερον γενομένων οὔτε τῶν πρότερον, ὅτι μὴ Κῦρος μοῦνος· τούτῳ γὰρ οὐδεὶς Περσέων ἠξίωσέ κω ἑωυτὸν συμβαλεῖν. πολλάκις δὲ Δαρεῖον λέγεται γνώμην τήνδε ἀποδέξασθαι, ὡς βούλοιτο ἂν Ζώπυρον εἶναι ἀπαθέα τῆς ἀεικείης μᾶλλον ἢ Βαβυλῶνάς οἱ εἴκοσι 

πρὸς τῇ ἐούσῃ προσγενέσθαι. 2 ἐτίμησε δέ μιν μεγάλως· καὶ γὰρ δῶρά 

οἱ ἀνὰ πᾶν ἔτος ἐδίδου ταῦτα τὰ Πέρσῃσι ἐστὶ τιμιώτατα, καὶ τὴν 

Βαβυλῶνά οἱ ἔδωκε ἀτελέα νέμεσθαι μέχρι τῆς ἐκείνου ζόης, καὶ ἄλλα 

πολλὰ ἐπέδωκε. Ζωπύρου δὲ τούτου γίνεται Μεγάβυζος, ὃς ἐν Αἰγύπτῳ 

ἀντία Ἀθηναίων καὶ τῶν συμμάχων ἐστρατήγησε· Μεγαβύζου δὲ τούτου 

γίνεται Ζώπυρος, ὃς ἐς Ἀθήνας ηὐτομόλησε ἐκ Περσέων.

.

.

.


Woman in City Enigma-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


στοπ.βιτρινα.το λεπτό ψηλό μενεκεν.μειδιαμα αρχαϊκό η ' μάλλον

α λα Τζοκοντα

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΑΛΓΕΒΡΙΚΗ Η ΕΚΦΡΑΣΗ Η' ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ

η επιγραφή κοκκινου νέον αναβοσβηνει

Σκέφτεται:Η πόλη είναι αδύνατο να είναι σε τάξη(in order)

την πλησιάζει κάποιος,ζητάει τσιγάρο,δεν καπνίζει,

επιμένει:κερνάω καφέ,

δεν απαντάει,

ο άντρας επιμένει,της ζητάει το τηλέφωνο,

του δίνει ένα ψεύτικο αριθμό

πως σε λένε;

του λέει ένα ψεύτικο ονομα

φωνάζει ταξί,τον αποφεύγει

ίσως έχασε μια περιπέτεια,σίγουρα έχασε μια περιπέτεια

κάθε άνθρωπος είναι μια περιπέτεια, 

ΑΥΤΑ ΤΑ  ΘΕΩΡΗΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΓΝΗΣΙΑ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ

σε ένα κατάστημα γυναικείων ρούχων αγοράζει ένα κίτρινο φόρεμα

πληρωνει,everything, 

is convertible into money

Are you a communist? ρωταει η πωλήτρια

Εμείς είμαστε wirklichen Individuen,δεν της απανταει

σε ένα τοίχο,Ο ΜΑΚΒΕΘ ΔΗΛΑΔΗ ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ ΥΣΤΕΡΙΚΟΣ,γράφει

στοπ.βιτρινα,το λεπτό ψηλό μενεκεν ,παντελόνι κολάν eco leather

.

.

.




ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ/ΕΠΙΔΗΜΙΩΝ

ΕΠΙΔΗΜΙΩΝ Γ'. Ἑκκαίδεκα ἄρρωστοι,α' αρρωστος

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ιπποκρατική Τριαδική Αρχή:

άρρωστος/αρρώστια/ιατρός

(παρατήρηση του αρρώστου/της πορείας της αρρώστιας/απόφαση 

θεραπείας)


Δεκαέξι άρρωστοι

α' αρρωστος

XVII. [α'.] στη Θάσο ο Παριανός που ήταν κατακειτος στο Αρτεμίσιο,

δυνατος πυρετός τον επιάσε,στην αρχή συνεχής,πολύ φλογερός,δίψα,

άρχιζοντας με κώμα κατέληξε αυπνος.στη κοιλιά ταραχή στην αρχή,

ουρά αραιά.

την έκτη ούρησε όπως το λάδι.ειχε παρακρουση.την έβδομη επιδεινώθηκε

σε όλα,δεν κοιμήθηκε καθόλου.αλλα και τα ούρα όμοια και το μυαλο

ταραγμενο.απο τη κοιλιά όπως η χολή,λιπαρά αφοδευτηκαν,

την όγδοη λίγο από το μύτη έσταξε,έκανε λίγο  εμετό όπως το μωβ χρώμα.

λιγο κοιμηθηκε.

την ενατη τα ίδια,

την δέκατη συνηρθε σε όλα.

την εντεκατη ίδρωσε παντου.

πάγωσε ολόκληρος,γρήγορα όμως πάλι ζεσταθηκε,

την δεκατη τεταρτηδυνατος πυρετος.περιττωματα όπως η χολή,αραιά,

πολλά,στα ουρά αιωρηματα,είχε παρακρουση,

την δεκατη εβδομη πονούσε.δεν είχε ύπνο,και ο πυρετός αυξήθηκε,

την εικοστή ίδρωσε παντου.απυρετος,περιττώματα όπως η χολή,νηστικός,

σε κώμα,

την εικοστή τετάρτη επανήρθε.

την τριακοστη τετάρτη απυρετος.ευκοιλιοτητα,και πάλι ζεσταθηκε.

την τεσσαρακοστή απυρετος.δυσκοιλιοτητα.οχι βαρια.νηστικος.έκανε πάλι 

λίγο πυρετό και συνεχώς σε παροξυσμό,ποτε απυρετος και πότε οχι,

γιατί αν κάπως τον αφήνει και ανακουφιζεται ,γρήγορα πάλι επανερχεται.

και τροφη ελάχιστη και ακατάλληλη  παίρνει.υπνος κακός.κατα τις

υποτροπές έχει παρακρουση.τα ουρα είναι πυκνά.αλλα ουρει αυτή τη φορά

με δυσκολία και με πόνο.και έχει δυσκοιλιότητα και μετα παλι αραιωμένα

(κόπρανα),μικροι πυρετοι συνεχεια.περιττωματα αραιά.πολλα.

στις εκατόν είκοσι πέθανε.

σε τουτη την περίπτωση η κοιλιά συνεχώς από την πρώτη μέρα ήταν υγρη

όπως η χολή,σε υγρή κατάσταση πολλά ηταν(κόπρανα) η' μαζί με καυτα 

κι αχωνευτα (κόπρανα).ουρα ολότελα κακά.σε κώμα επί το πλείστον.

αϋπνος με πόνους.νηστικος συνεχως


 Ἑκκαίδεκα ἄρρωστοι


α' αρρωστος


XVII. [α'.] Ἐν Θάσῳ τὸν Πάριον, ὃς κατέκειτο ὑπὲρ Ἀρτεμισίου, πυρετὸς 

ἔλαβεν ὀξύς, κατ᾽ ἀρχὰς συνεχής, καυσώδης· δίψος· ἀρχόμενος 

κωματώδης καὶ πάλιν ἄγρυπνος· κοιλίη ταραχώδης ἐν ἀρχῇσιν, οὖρα 

λεπτά. ἕκτῃ οὔρησεν ἐλαιῶδες, παρέκρουσεν. ἑβδόμῃ παρωξύνθη πάντα, 

οὐδὲν ἐκοιμήθη, ἀλλὰ οὖρά τε ὅμοια καὶ τὰ τῆς γνώμης ταραχώδεα· ἀπὸ 

δὲ κοιλίης χολώδεα, λιπαρὰ διῆλθεν. ὀγδόῃ σμικρὸν ἀπὸ ῥινῶν ἔσταξεν, 

ἤμεσεν ἰώδεα ὀλίγα, σμικρὰ ἐκοιμήθη. ἐνάτῃ διὰ τῶν αὐτῶν. δεκάτῃ 

πάντα συνέδωκεν. ἑνδεκάτῃ ἵδρωσε δι᾽ ὅλου· περιέψυξε, ταχὺ δὲ πάλιν ἀνεθερμάνθη. τεσσαρεσκαιδεκάτῃ πυρετὸς ὀξύς, διαχωρήματα χολώδεα,

λεπτά, πολλά, οὔροισιν ἐναιώρημα, παρέκρουσεν. ἑπτακαιδεκάτῃ 

ἐπιπόνως· οὔτε γὰρ ὕπνοι, ὅ τε πυρετὸς ἐπέτεινεν. εἰκοστῇ ἵδρωσε 

δι᾽ ὅλου· ἄπυρος, διαχωρήματα χολώδεα, ἀπόσιτος, κωματώδης· 

εἰκοστῇ τετάρτῃ ὑπέστρεψε. τριηκοστῇ τετάρτῃ ἄπυρος, κοιλίη 

οὐ συνίστατο, καὶ πάλιν ἀνεθερμάνθη. τεσσαρακοστῇ ἄπυρος, κοιλίη 

συνέστη χρόνον οὐ πολύν, ἀπόσιτος, σμικρὰ πάλιν ἐπύρεξε καὶ διὰ 

παντὸς πεπλανημένως· ἄπυρος τὰ μέν, τὰ δ᾽ οὔ· εἰ γάρ τι διαλίποι καὶ διακουφίσαι, 

ταχὺ πάλιν ὑπέστρεφε. σιταρίοισί τε ὀλίγοισι καὶ φαύλοισι προσεχρῆτο. ὕπνοι κακοί, 

περὶ τὰς ὑποστροφὰς παρέκρουσεν. οὖρα 

πάχος μὲν ἔχοντα οὔρει τηνικαῦτα, ταραχώδεα δὲ καὶ πονηρά. καὶ τὰ 

κατὰ κοιλίην συνιστάμενα καὶ πάλιν διαλυόμενα. πυρέτια συνεχέα. 

διαχωρήματα λεπτά, πολλά. ἐν εἴκοσι καὶ ἑκατὸν ἔθανε. 

τούτῳ κοιλίη συνεχέως ἀπὸ τῆς πρώτης ὑγρὴ χολώδεσιν, ὑγροῖσι πολλοῖσιν ἦν 

ἢ συνισταμένη ζέουσι καὶ ἀπέπτοισιν· οὖρα διὰ τέλεος κακά· κωματώδης 

τὰ πλεῖστα, μετὰ πόνων ἄγρυπνος, ἀπόσιτος συνεχέως

.

.

.

 


Room's Enigma-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΟΥ ΔΩΜΑΤΙΟΥ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Και

ΤΡΙΑ ΟΝΕΙΡΑ

(SIGMUND FREUD-DIE TRAUMDEUTUNG, ΕΡΜΗΝΕΊΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΟΥ ΔΩΜΑΤΙΟΥ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


βρέθηκε σε ένα δωμάτιο,δεν αναρωτηθηκε πως,μια γυναίκα ήταν μπροστά

στον καθρέφτη,η γυναίκα μου σκέφθηκε,όμως όταν την κοίταξε καλυτερα

δεν της έμοιαζε,όμως θα μπορούσε να ήταν η γυναίκα του,τρόμαξε,

θα έχουν σχεδιάσει με τον εραστή της να τον δολοφονήσουν,να τον

πνίξουν στο μπάνιο,τι ώρα είναι; τον ρωτάει εκείνη,δεν ξέρω,της απαντά,

τι κρίμα,λέει εκείνη,πρέπει να ξέρουμε το χρόνο,τι ήταν πριν,τι είναι

τώρα,τι θα ειναι μετά,η γυναίκα γυρίζει προς το μέρος του,το σχέδιο

βασίζεται στην ακρίβεια του χρονου,μια αστοχία και όλα καταστρέφονται,

να είσαι έτοιμος,και κυρίως αποφασισμένος,θα με δει μαζί σου,της

είπε,θα υποψιασθει,είναι τυφλός,μην το ξεχνάς,ακούει σκληρή τη φωνή 

της,δεν θα σε δει που θα τον αρπάζεις και θα τον βουλιάζεις μέσα στο

ζεστό νερό,δεν θα καταλάβει τίποτα,σαν επιστροφή στη μήτρα θα του φανεί,

ακούς τα βήματα του;ναι τα ακούω,της απαντά,χρόνια τα ακούω,αλλά 

ποτέ δεν πλησιάζουν,δεν μπαίνει μέσα,είναι ανυπόφορο αυτό,

κάποτε θα μπει,λέει εκείνη,έτσι θα γίνει,δεν ξεφεύγει,τότε ομως εμείς 

δεν θα υπάρχουμε,της λέει,

ούτε κι εκείνος θα υπάρχει,απαντάει η γυναίκα και γυρίζει στο καθρέφτη,

κοιτά πριν είχα είδωλο,τώρα δεν έχω,

τι θα κάνουμε;τη ρωτάει,πρέπει κάποτε να τελειώνουμε,λες να'χει

καταλάβει κάτι;

αδύνατο ,ένας πνιγμενος δεν καταλαβαίνει,λέει εκείνη,

ακούνε βήματα,

είναι ακόμα ζωντανός,λέει τρομαγμένος εκείνος,θα μπει μέσα θα μας

σκοτώσει,

εμένα,όχι,ακούγεται ψυχρή η φωνή της,

τι με προδωσες;φωνάζει εκείνος,και την αρπάζει από το λαιμό,

ο λαιμός της απαλός,

δεν θα το κάνεις,του λέει εκείνη κοιτώντας τον στα μάτια,

τα χέρια του χαλαρωνουν,

μέσα στο καθρέφτη βλέπει το είδωλο της,και πίσω του ανοίγει η πόρτα 

και μπαίνει ο άντρας,

ήρθες;λέει η γυναίκα,το μπάνιο είναι έτοιμο,

.

.

ΤΡΙΑ ΟΝΕΙΡΑ

(SIGMUND FREUD-DIE TRAUMDEUTUNG, ΕΡΜΗΝΕΊΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


α' όνειρο:


ο Delboeuf είδε αυτό το όνειρο:

είδε την αυλή του σπιτιού του σκεπασμένη με χιόνι και βρήκε δύο

μικρές σαύρες μισοπαγωμενες κάτω απ'το χιόνι σκεπασμένες,

επειδή ηταν φιλοζωος τις μάζεψε,τις ζέστανε και σε μια μικρή 

τρύπα στο τοίχο τις έβαλε,επίσης έκοψε μερικά φύλλα να φάνε που 

τόσο αρεσουν σ'αυτες από μια φτέρη η οποία στον τοίχο είχε φυτρωσει,

στο όνειρο αυτός γνώριζε το όνομα του φυτού:Asplenium ruta muralis,

στο όνειρο κάπου απομακρύνθηκε και επιστρέφοντας στις σαύρες

προς έκπληξη του είδε δύο νέες σαύρες που το υπόλοιπο της φτέρης 

είχαν φάει.

ριχνοντας μια μάτια έξω είδε μια πέμπτη,και μια έκτη σαύρα να σέρνονται 

στο δρόμο προς τη τρύπα του τοίχου,

και τελικά γέμισε όλος ο δρόμος από σαύρες που ολες πήγαιναν προς 

την ίδια κατευθυνση

ο Delboeuf στο ξύπνιο του γνώριζε λίγα λατινικά ονόματα φυτών,τώρα

προς μεγάλη του απορία έπρεπε να πεισθεί πως φτέρη με τέτοιο όνομα,

Asplenium,πραγματικά υπαρχει,

Asplenium ruta muraria ήταν το κανονικό όνομα ,παραλλαγμένο στο όνειρο,

ο Delboeuf  δεν μπορούσε να λύσει το αίνιγμα:πως στο όνειρο αυτός είχε 

δωσει το όνομα Asplenium,

Αυτό είναι είναι ένα ονειρο-,μνήμης,

Αυτό το όνειρο συνέβηκε το 1862,δεκαέξι χρόνια αργότερα είδε ο

φιλόσοφος σε έναν φίλο του,τον οποίο επισκέφθηκε,ένα μικρό άλμπουμ

με αποξηραμένα φυτά,σαν αυτά που πωλούν στους τουρίστες  για ενθύμιο 

σε κάποιες περιοχές της Ελβετίας,ξεφυλλιζοντας το βρήκε μέσα σ'αυτό

το Asplenium που είδε στο όνειρο και μάλιστα γνώρισε από κάτω τα

δικο του γράμματα που έγραφαν το λατινικό του ονομα,

τώρα θυμήθηκε πως το 1860,δύο χρόνια πριν το όνειρο με τις σαύρες,

επισκέφθηκε την αδελφή του φίλου του,στο ταξίδι του μέλιτος,

αυτή τότε προοριζε αυτό το αλμπουμ για τον αδελφό της,κι αυτός έκανε 

τον κόπο κάτω από κάθε αποξηραμένο φυτό να γράψει το λατινικό του 

ονομα,

η τύχη το έφερε να μάθει και για το άλλο κομμάτι του ονείρου,

μια μέρα το έτος 1877 έπεσε στα χέρια του ένα παλιο τευχος ενός 

εικονογραφημενου περιοδικου,στο οποίο ήταν σχεδιασμένες όλες οι σαύρες,

που το 1862 είχε ονειρευτεί,το τεύχος είχε ημερομηνία το έτος 

1862,και θυμήθηκε πως αυτός τότε  ηταν συνδρομητής του περιοδικου

.

.

β' όνειρο:


στο όνειρο έχουμε αναμνήσεις που όταν ξυπνάμε δεν μπορούμε να τις

εντοπίσουμε.

ο Maury διηγείται ότι πολλά χρόνια πριν του κόλλησε στο μυαλο η λέξη Mussidan,γνώριζε πως το όνομα κάποιας γαλλικής πόλης ήταν,αλλά τίποτα 

άλλο,

μια νύχτα ονειρεύτηκε πως συζητούσε με κάποιο πρόσωπο,που του

είπε πως κατάγονταν από την Mussidan,και ρωτώντας τον που βρίσκεται

η πόλη,εκείνος του απάντησε:η Mussidan είναι πρωτεύουσα της επαρχίας

του Dordogne.

ξυπνωντας δεν έδωσε καμία πιστη σε αυτό που του ειπαν στο όνειρο,

από το γεωγραφικό λεξικό όμως μαθαινει,ότι αυτό ήταν  απολύτως 

σωστό.

σ'αυτη τη περίπτωση επιβεβαιώνεται η πρωταρχική γνώση του ονείρου,

αλλά δεν εντοπίζεται η ξεχασμένη πηγή αυτής της γνωσης

.

.

γ' όνειρο:


ο Jessen διηγείται είναι σχεδόν παρόμοιο περιστατικό ονείρου από

τα παλιά χρόνια:

σ'αυτό μέσα ανήκει μεταξύ των άλλων το όνειρο του γέρου Scaliger

ο οποίος ένα ποίημα εγκωμιαστικό για τους φημισμένους αντρες στη

Βερόνα έγραψε και σ'αυτον  ένα άντρας,ο οποίος Brugnolus ονομάζονταν,

στο όνειρο εμφανισθηκε και παραπονέθηκε,ότι αυτός ξεχασμένος ήταν,

αν και ο Scaliger δεν θυμήθηκε ,κάτι γι'αυτόν να έχει ακούσει,ωστόσο

έγραψε στίχους γι'αυτόν,κι αργότερα  ο γιος του έμαθε στη Βερόνα,

ότι κάποτε ένας ονόματι Brugnolus σαν φημισμενος κριτικος έχει 

υπαρξει

.

.

.

Sigmund Freud,Die Traumdeutung(Ερμηνεία των ονείρων)


_Delboeuf_ ausseiner eigenen Traumerfahrung. Er sah im Traume den Hof 

seines Hausesmit Schnee bedeckt und fand zwei kleine Eidechsen halb 

erstarrt undunter dem Schnee begraben, die er als Tierfreund aufnahm, 

erwärmte undin die für sie bestimmte kleine Höhle im Gemäuer 

zurückbrachte. Außerdemsteckte er ihnen einige Blätter von einem kleinen 

Farnkraut zu, das aufder Mauer wuchs und das sie, wie er wußte, sehr 

liebten. Im Traumekannte er den Namen der Pflanze: Asplenium ruta 

muralis. -- Der Traumging dann weiter, kehrte nach einer Einschaltung 

zu den Eidechsen zurückund zeigte _Delboeuf_ zu seinem Erstaunen 

zwei neue Tierchen, die sichüber die Reste der Farne hergemacht hatten

Dann wandte er den Blickaufs freie Feld, sah eine fünfte, eine sechste 

Eidechse den Weg zu demLoche in der Mauer nehmen und endlich war 

die ganze Straße bedeckt voneiner Prozession von Eidechsen, die alle 

in derselben Richtung wanderten.

_Delboeufs_ Wissen umfaßte im Wachen nur wenige lateinische

Pflanzennamen und schloß die Kenntnis eines Asplenium nicht ein. Zu

seinem großen Erstaunen mußte er sich überzeugen, daß ein Farn dieses

Namens wirklich existiert. Asplenium ruta muraria war seine richtige

Bezeichnung, die der Traum ein wenig entstellt hatte. An ein zufälliges

Zusammentreffen konnte man wohl nicht denken; es blieb aber für

_Delboeuf_ rätselhaft, woher er im Traume die Kenntnis des Namens

Asplenium genommen hatte.


 Das Traumgedächtnis. -- Hypermnesie des Traumes.


Der Traum war im Jahre 1862 vorgefallen; sechzehn Jahre später erblickt

der Philosoph bei einem seiner Freunde, den er besucht, ein kleines

Album mit getrockneten Blumen, wie sie als Erinnerungsgaben in manchen

Gegenden der Schweiz an die Fremden verkauft werden. Eine Erinnerung

steigt in ihm auf, er öffnet das Herbarium, findet in demselben das

Asplenium seines Traumes und erkennt seine eigene Handschrift in dem

beigefügten lateinischen Namen. Nun ließ sich der Zusammenhang

herstellen. Eine Schwester dieses Freundes hatte im Jahre 1860 -- zwei

Jahre vor dem Eidechsentraume -- auf der Hochzeitsreise _Delboeuf_

besucht. Sie hatte damals dieses für ihren Bruder bestimmte Album bei

sich und _Delboeuf_ unterzog sich der Mühe, unter dem Diktat eines

Botanikers zu jedem der getrockneten Pflänzchen den lateinischen Namen

hinzuzuschreiben.


Die Gunst des Zufalls, welche dieses Beispiel so sehr mitteilenswert

macht, gestattete _Delboeuf_, noch ein anderes Stück aus dem Inhalt

dieses Traumes auf seine vergessene Quelle zurückzuführen. Eines Tages

im Jahre 1877 fiel ihm ein alter Band einer illustrierten Zeitschrift in

die Hände, in welcher er den ganzen Eidechsenzug abgebildet sah, wie er

ihn 1862 geträumt hatte. Der Band trug die Jahreszahl 1861 und

_Delboeuf_ wußte sich zu erinnern, daß er von dem Erscheinen der

Zeitschrift an zu ihren Abonnenten gehört hatte.


Daß der Traum über Erinnerungen verfügt, welche dem Wachen unzugänglich

sind, ist eine so merkwürdige und theoretisch bedeutsame Tatsache, daß

ich durch Mitteilung noch anderer »hypermnestischer« Träume die

Aufmerksamkeit für sie verstärken möchte. _Maury_ erzählt, daß ihm eine

Zeitlang das Wort _Mussidan_ bei Tag in den Sinn zu kommen pflegte. Er

wußte, daß es der Name einer französischen Stadt sei, aber weiter

nichts. Eines Nachts träumte ihm von einer Unterhaltung mit einer

gewissen Person, die ihm sagte, sie käme aus _Mussidan_, und auf seine

Frage, wo die Stadt liege, zur Antwort gab: _Mussidan_ sei eine

Kreisstadt im _Département de la Dordogne_. Erwacht, schenkte _Maury_

der im Traume erhaltenen Auskunft keinen Glauben; das geographische

Lexikon belehrte ihn aber, daß sie vollkommen richtig sei. In diesem

Falle ist das Mehrwissen des Traumes bestätigt, die vergessene Quelle

dieses Wissens aber nicht aufgespürt worden.


_Jessen_ erzählt (p. 55) ein ganz ähnliches Traumvorkommnis aus älteren

Zeiten: »Dahin gehört unter anderem der Traum des älteren _Scaliger_

(_Hennings_ l. c., p. 300), welcher ein Gedicht zum Lobe der berühmten

Männer in Verona schrieb und dem ein Mann, welcher sich _Brugnolus_

nannte, im Traume erschien und sich beklagte, daß er vergessen sei.

Obgleich _Scaliger_ sich nicht erinnerte, je etwas von ihm gehört zu

haben, so machte er doch Verse auf ihn, und sein Sohn erfuhr nachher in

Verona, daß ehemals ein solcher _Brugnolus_ als Kritiker daselbst

berühmt gewesen sei.«

.

.

.



ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΟΛΥ ΑΚΡΑΙΑΣ ΕΚΜΕΤΑΛΕΥΣΗΣ

(Karl Marx ,Das Kapital,Το Κεφάλαιο του Μαρξ)

-επιλογη μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


261:5 στο υφαντουργείο τα χοντροκοκκα είδη γίνονται με τη μηχανή,

τα λεπτοτερα τυπώνονται με το χέρι.Οι πιο πολυασχολοι μήνες εργασίας

ήταν από τις αρχές του Οκτωβρη ως και τέλος του Απριλη

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου η εργασία ήταν συνεχής και 

εντατική χωρίς διακοπή από τις 6 η ώρα το πρωί ως τις 10 η ώρα

το βράδυ και αργά τη νύχτα.

 261:6–262:0 ο J. Leach καταθετει:

τον τελευταίο χειμώνα(1862) 6 από τις 19 κοπελες αναγκάστηκαν 

να λείψουν λόγω υπερκόπωσης αρρωστες.Για να τις κρατήσω ξύπνιες

έπρεπε να τους φωνάζω δυνατά.

W. Duffy: τα παιδιά συχνά δεν μπορούσαν από τη κούραση να κρατήσουν

τα μάτια ανοιχτά,κι εμείς οι ιδιοι,πραγματικά,σχεδόν καθολου δεν το 

μπορουσαμε

J. Lightbourne: είμαι 13 χρόνων...Δουλέψαμε τον τελευταίο χειμώνα

ως τις 9 η ώρα το βράδυ και τον προηγούμενο χειμώνα ως τις 10

η ωρα.

Τον τελευταίο χειμώνα σχεδόν κάθε βράδυ ουρλιάζω από τον πόνο

στα πληγωμένα πόδια μου

G.Aspden:φροντιζα το παιδι μού,όταν 7 χρόνων ήταν,στη πλάτη μου το 

κουβαλουσα

πάνω στα χιόνια κι αυτό επρεπε 16 ώρες να δουλεύει.

Γονατιζα να το ταισω ενώ αυτό στη μηχανή κάθονταν επειδή δεν

έπρεπε να την παρατήσει η ' να μείνει ακινητο.

Ο Smith,επικεφαλής εργασίας διορισμένος σε ένα εργαστήριο του

Μάντσεστερ:εμείς(εννοεί τα 'χερια του' για το 'εμεις')δουλευαμε

χωρίς διακοπή για φαγητό,ώστε η ημερισια εργασια 10 και μισή ώρες

ως στις 4 και μισή το απόγευμα να είναι έτοιμη,κι οι άλλες μετά 

είναι υπερωρία

(δηλαδή αυτός ο κύριος Smith καθόλου δεν έτρωγε για 10 και μισή

ώρες;)

εμείς(πάλι ο Smith)δεν σταματούσαμε πριν τις 6 η ώρα το βράδυ

(εννοεί την κατανάλωση της 'μηχανης εργατικής δυναμης'),έτσι ώστε

στη πραγματικότητα όλο το χρόνο δουλευουμε υπερωρία.

Τα παιδιά και οι ενήλικες(152 παιδιά και νεαρά άτομα κάτω από

18 χρόνων και 140 ενήλικες)έχουν το ίδιο δουλεψει μέσο όρο κατά τη 

διάρκεια των τελευταίων 18 μηνών τουλάχιστον 

7 μέρες και 5 ώρες την βδομαδα η'  78 και μισή ώρες εβδομαδιαίως.

Για 6 βδομάδες,τελειώνοντας στις 2 Μάη αυτού του έτους(1863)

ο μέσος όρος ηταν υψηλοτερος-8 μέρες η' 84 ώρες τη βδομάδα

.

.

261:5 In der Tapetenfabrik werden diegroberen Sorten mit Maschinen, 

die feineren mit der Hand (block printing) gedruckt. Die lebhaftesten 

Geschaftsmonate fallen zwischen Anfang Oktober und Ende April.

Wahrend dieser Periode dauert diese to Arbeit haufig und fast ohne 

Unterbrechung von 6 Uhr vormittags bis 10 Uhr abends und

tiefer in die Nacht.

261:6–262:0 J. Leach sagt aus:

''Letzten Winter“ (1862) ”blieben von 19 Madchen 6 weg infolge durch 

Uberarbeitung zugezogner Krankheiten. Um sie wach zu halten,muß ich sie anschreien.“ 

W. Duffy: ”Die Kinder konnten oft vor Mudigkeit die Augen nicht aufhalten, 

in der Tat, wir selbst konnen es oft kaum''

J. Lightbourne: ''Ich bin 13 Jahre alt . . . Wir arbeiteten letzten Winter bis 9

Uhr abends und den Winter vorher bis 10 Uhr ” 

“Ich pflegte letzten Winter fast jeden Abend vom Schmerz 

wunder Fuße zu schreien.“

G.Aspden:“Diesen meinen Jungen pflegte ich,als er 7 Jahre alt war, auf 

meinem Rucken hin und her uber den Schnee zu tragen, und er pflegte 

16 Stunden zu arbeiten; . . . Ich habe niedergekniet, um ihn zu futtern, 

wahrend er an der Maschine stand denn er durfte sie nicht verlassen 

oder stillsetzen''

 Smith,der geschaftsfuhrende Associe einer Manchester Fabrik:''Wir“ 

(er meint seine ”Hande“, ¨die fur ''uns“) ”arbeiten ohne Unterbrechung

fur Mahlzeiten, so daß die Tagesarbeit von 10 1/2 Stunden 

um 4 1/2 Uhr nachmittags fertig ist, und alles spatere ist Uberzeit.

(Ob dieser Herr Smith wohl keine Mahlzeit wahred 10 1/2 Stunden 

zu sich nimmt?) 

''Wir“(derselbe Smith) ”horen selten auf vor 6 Uhr abends“ (er meint mit 

der Konsumtion ”unser Arbeitskraftmaschinen''), ”so daß wir“ (iterum 

Crispinus) ”in der Tat das ganze Jahrdurch Uberzeit arbeiten . . . 

''Die Kinder und ¨Erwachsnen (152 Kinder und junge Personenunter 18 

Jahren und 140 Erwachsne) ”haben gleichmaßig wahrend der letzten 

18 Monate im Durchschnitt allermindestens 7 Tage und 5 Stunden 

in der Woche gearbeitet oder 78 1/2 Stunden wochentlich. 

Fur die 6 Wochen, endend am 2. Mai dieses Jahres (1863),war

der Durchschnitt hoher—8 Tage oder 84 Stunden in der Woche!

.

.

.

 


Αποσπάσματα από DER ACHTZEHNTE BRUMAIRE DES LOUIS BONAPARTE,

του KARL MARX(1851-1852)κεφάλαιο I

-επιλογη μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


<115> ο Χέγκελ παρατηρησε  κάπου  ότι όλα τα μεγάλα κοσμοϊστορικά

γεγονότα και πρόσωπα,μπορεί να ειπωθεί,δυο φορες συμβαίνουν.

Αυτος ειχε ξεχάσει να προσθέσει:τη μια φορά σαν τραγωδία,την άλλη 

σαν φάρσα.ο Caussidière για τον Danton, ο Louis Blanc για τον Robespierre, 

οι Montagne(Ορεινοί) απο1848-1851 για τους Montagne(Ορεινούς) 

από 1793-1795, ο ανηψιος για τον θείο.Κι η ίδια καρικατουρα στις

συνθηκες κάτω απ'τις οποίες γίνεται η δεύτερη έκδοση της18ης 

Μπρυμερ


<115> Hegel bemerkte irgendwo, daß alle großen weltgeschichtlichen 

Tatsachen und Personen sich sozusagen zweimal ereignen. Er hat 

vergessen, hinzuzufügen: das eine Mal als Tragödie, das andere Mal 

als Farce. Caussidière für Danton, Louis Blanc für Robespierre, die 

Montagne von 1848-1851 für die Montagne von 1793-1795, der Neffe 

für den Onkel. Und dieselbe Karikatur in den Umständen, unter denen 

die zweite Auflage des achtzehnten Brumaire herausgegeben wird!

.

.

το έθνος αισθάνεται όπως εκείνος ο τρελός Εγγλέζος στο Bedlam

(Λονδρέζικο Ψυχιατρείο)που στην εποχή των αρχαίων Φαραώ 

νόμιζε ότι ζουσε και καθημερινά για τη σκληρή δουλεια θρηνουσε,

που στα ορυχεία της Αιθιοπίας σαν χρυσωρυχος πρέπει να

εκτελεί,κλεισμένος μέσα σ'αυτη την υπόγεια φυλακή ,με μια θαμπή

λάμπα πάνω στο κεφάλι του στερεωμένη,πίσω του ο επιστάτης των

σκλαβων με το μακρύ μαστίγιο και στις εξοδους ένας οχλος από 

βάρβαρους αιχμαλώτους πολέμου,που ούτε τους εργατες 

της καταναγκαστικής εργασίας στα ορυχεία ,ούτε ο ένας με τον άλλον 

καταλαβαινε,γιατί καμιά κοινή μεταξύ τους γλώσσα δεν μιλούν.

'κι αυτά όλα συμβαινουν σε μενα',αναστεναζει ο ψυχοπαθής εγγλεζος,

'που έχω γεννηθεί ελευθερος Βρετανός,να μου απαιτούν,χρυσάφι για

τους αρχαίους Φαραώ να βγαζω'

'για τα χρέη της οικογένειας Βοναπάρτη να πληρωνω'-αναστεναζει

το γαλλικό εθνος.

Ο Άγγλος,όσο καιρο δεν ήταν στα λογικά,δεν μπορούσε από την εμμονη

ιδέα του βγάζω χρυσάφι να απαλλαγεί.

Οι Γάλλοι,όσο καιρό επαναστατούσαν,ούτε από την ναπολεόντεια ανάμνηση,

όπως η εκλογή στις 10 Δεκεμβρίου δείχνει. 

Επιθυμούσαν από τους κινδύνους της επανάστασης να επιστρέψουν.

στα σφαγεία των Αιγυπτίων,και στις 2 Δεκεμβρίου 1851 ήταν η απάντηση.

Δεν έχουν μονάχα την καρικατουρα του παλιού Ναπολέοντα,αλλά έχουν 

τον ίδιο τον παλιό Ναπολεοντα κάνει καρικατούρα,όπως πρέπει να τον 

πάρουν στο μέσο του δέκατου ένατου αιωνα

.

.

Die Nation kömmt sich vor wie jener närrische Engländer in Bedlam 

<Londoner Psychatrie>, der zur Zeit der alten Pharaonen zu leben meint 

und täglich über die harten Dienste jammert, die er in den äthiopischen 

Bergwerken als Goldgräber verrichten muß, eingemauert in dies 

unterirdische Gefängnis, eine spärlich leuchtende Lampe auf dem eigenen 

Kopfe befestigt, hinter ihm der Sklavenaufseher mit langer Peitsche und 

an den Ausgängen ein Gewirr von barbarischen Kriegsknechten, die weder 

die Zwangsarbeiter in den Bergwerken, noch sich untereinander verstehn, 

weil sie keine gemeinsame Sprache reden. "Und dies alles wird mir" – 

seufzt der närrische Engländer – "mir, dem freigebornen Briten, zugemutet, 

um Gold für die alten Pharaonen zu machen." "Um die Schulden der Familie Bonaparte zu zahlen" – seufzt die französische Nation. Der Engländer, 

solange er bei Verstand war, konnte die fixe Idee des Goldmachens nicht 

loswerden. Die Franzosen, solange sie revolutionierten, nicht die 

napoleonische Erinnerung, wie die Wahl vom 10. Dezember bewies. 

Sie sehnten sich aus den Gefahren der Revolution zurück nach den 

Fleischtöpfen Ägyptens, und der 2. Dezember 1851 war die Antwort. 

Sie haben nicht nur die Karikatur des alten Napoleons, sie haben den 

alten Napoleon selbst karikiert, wie er sich ausnehmen muß in der Mitte 

des neunzehnten Jahrhunderts.

.

.

Η αστική δημοκρατία νίκησε.Στο πλευρό της στέκονταν η αριστοκρατία

του χρήματος,η βιομηχανική αστική τάξη,η μεσαία ταξη,οι μικροαστοι,

ο στρατός,το οργανωμένο σαν εθνοφρουρά λούμπεν προλεταριάτο,,

οι πνευματικοί ηγέτες,οι παπάδες και ο αγροτικός πληθυσμος.

Στο πλευρό του παρισινού προλεταριάτου δεν στέκονταν κανένας

παρά μόνο αυτο το ιδιο

.

.

Die bürgerliche Republik siegte. Auf ihrer Seite stand die Finanzaristokratie, 

die industrielle Bourgeoisie, der Mittelstand, die Kleinbürger, die Armee, das 

als Mobilgarde organisierte Lumpenproletariat, die geistigen Kapazitäten, 

die Pfaffen und die Landbevölkerung. <122> Auf der Seite des Pariser 

Proletariats stand niemand als es selbst.

.

.

.



Samuel Beckett-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ΕΚΚΡΕΜΕΣ

ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟ- χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ένα τεράστιο λευκό δωματιο,

Α,άντρας,Γ,γυναίκα


Γ.τι είναι αυτό;

Α.αναμφιβολα ένα σκυλί

Γ.οχι,

Α.τοτε,αναμφίβολα,είναι μια γάτα.

Γ.οχι,λάθος,περυσι ήταν γάτα

Α.σημασια,πάντως,έχει ότι δεν είναι σκυλι

Γ.τι ώρα είναι;

Α.ρωτας πόση ώρα πέρασε;

Γ.ξερω πόση ώρα πέρασε,2 λεπτά 37 δευτερόλεπτα και 3 εκατοστά

του δευτερολεπτου

Α.στο όνειρο

Γ.ακριβως,παει να βρεξει

Α.πηγαινε και κλείσε τα παράθυρα

Γ.ενα παράθυρο υπήρχε

Α.αυτο

Γ.το τηλέφωνο χτυπά,

ποιος;

Α.γιατι δεν μιλάς;

μίλα

Γ.μην μιλας τόσο δυνατά.

άφησε με

Α.πες μου αυτή την ιστορία

Γ.κανει πολύ ζέστη,

αν ήμουν μητερα σου

Α.βλεπεις;εκείνος ο άντρας ταιζει το σκυλί

Γ.συνεχισε την ιστορία

Α.αυτη με τη γάτα

Γ.αυτη η γάτα,το ξέρεις,δεν είναι αληθινή

Α.η ιστορία της όμως είναι αληθινη

Γ.θυμαμαι περίμενα

Α.τι;

Γ.λαθος,τώρα περιμενω

.

.

(μεταξύ των διαλόγων παρεμβάλλονται απροσδιόριστες σιωπές

και επαναλήψεις,

όπως και καθημερινοί ήχοι)

.

.

.

 



ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ

ΠΕΡΙ ΙΕΡΗΣ ΝΟΥΣΟΥ

αποσπασμα

- μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


(Ιερή νόσο,από θεού,οι Ασκληπιαδες και οι προ-ιπποκρατικοι γιατροί

θεωρούσαν την επιληψία,και καταγινονταν με ξόρκια να την θεραπεύσουν.

Ο Ιπποκράτης τους απέδειξε πως καθόλου 'αυτη η νόσος όπως και όλες οι 

άλλες,δεν είναι από θεό,ιερή,αλλά έχει φυσικά αίτια και βρίσκοντας τα

θα θεραπευθεί,επιστημονικά και όχι μαγικο-θεουργικα)


γι'αυτη που καλούν ιερή νόσο αυτο εδώ συμβαίνει.σε τίποτα δεν μου 

φαινεται από τις άλλες νόσους ότι είναι πιο θεϊκή ούτε πιο ιερή,αλλά 

από τη φύση είναι όπως και τα λοιπά νοσήματα,από όπου προέρχεται.

λόγω της φύσης της και με προφαση αυτό οι άνθρωποι νόμισαν πως 

κάτι θεϊκό πράγμα είναι από απειρία και απορία,επειδή σε τίποτα δεν 

μοιάζει με τις άλλες νοσους.

και μ'αυτη την απορία σ'αυτους να μην γνωρίζουν το θεϊκό σ'αυτη 

παραμένει.και με την ευκολία του τρόπουτης θεραπείας με την οποία θεραπεύονται,

και με καθαρμους θεραπεύονταικαι με επωδους(ξορκισμους).

αν επειδή είναι παράξενη θεϊκή νομιζεται,τότε πολλά τα ιερά νοσήματα

θα είναι κι όχι ενα,όπως εγώ θα αποδείξω αλλά ούτε λιγότερο παράξενα

να είναι ούτε  λιγότερο υπερφυσικά,τα οποια κανένας δεν νομίζει να είναι

ιερά.

επισης κι  οι πυρετοι οι καθημερινοί  και οι τριταιοι και οι τεταρταιοι 

καθόλου λιγότερο δεν φαίνονται σε μένα  ιεροί ότι ειναι κι από το θεό

προερχόμενοι απ'αυτην τη νόσο,αν και δεν είναι τόσο παραξενοι.

επίσης βλέπω μανιασμένους ανθρώπους και να παραφρονουν  από μηδαμινή

εμφανή πρόφαση και πολλά και παράλογα κάνοντας,και στον ύπνο γνωρισα 

πολλούς να στενάζουν βαρια  και να φωνάζουν δυνατά,άλλους να πνίγονται,κι 

άλλους να τινάζονται και να τρέχουν βγαίνοντας έξω και να παραφρονουν 

μέχρι να ξυπνήσουν,έπειτα υγιείς γινονται και φρονούν όπως ακριβώς και προτυτερα,

αν κι έχουν γίνει χλωμοί και αδύναμοι,κι αυτά όχι μια φορά,

αλλα πολλέςφορες,κι άλλα πολλά είναι και παντός είδους για τα οποία 

για το καθένα να πεις θα χρειάζονταν πολλά λόγια.

σε μένα φαίνεται ότι οι πρώτοι που αυτό το νόσημα έκαναν ιερό τέτοιοι

είναι άνθρωποι οι οποίοι και τώρα είναι και μάγοι και  εξαγνιστες και

αλαζόνες,όσοι απ'αυτους προσποιούνται πως παρά πολύ θεοσεβεις είναι

και κάτι παραπάνω γνωριζουν

Αυτοί λοιπόν προφασιζόμενοι και προβάλλοντας το θείο απο την αμηχανία

να μπορέσουν να προσφέρουν ότι θα ωφελήσουν,για να μην φανερωθούν 

πωςτίποτα δεν γνωρίζουν,ιερή θεώρησαν αυτή η ασθένεια είναι,και λόγους επιλέγοντας επιτήδειους τη θεραπεία κατέστησαν ασφαλή γι'αυτους τους

ίδιους,καθαρμους προσφέροντας και επωδας(ξορκισμους) και από τα λουτρα

να απέχουν ζητώντας και από φαγητά πολλά και βλαβερα στους ανθρώπους

που νοσούν να φανε.

από τα θαλασσινά το μπαρμπούνι,το μελανουρι,τη σφυρίδα,το χέλι(γιατί

αυτά τα ψάρια είναι τα πιο επικίνδυνα),από τα κρέατα του κατσικιού και 

των ελαφιών και των γουρουνιών και του σκύλου(γιατί αυτά τα κρέατα 

πιο πολύ ταράζουν τη κοιλιά),απ'τα πουλερικά του κόκορα και της

τρυγονας και του γαλου,ακόμα όσα θεωρούνται ότι πιο πολύ βαριά

είναι,από τα λάχανα τη μέντα,το σκόρδο και το κρεμμύδι(γιατί το 

καυστικό μ'αυτον που  ασθενει καθόλου δεν συμφωνεί),μαύρο ρούχο να 

μην έχουν(γιατί ένδειξη θανάτου το μαύρο),μήτε πάνω σε κατσικίσιο δέρμα

να ξαπλωνουν μήτε να φορούν,μήτε το ένα πόδι πάνω στ'αλλο να εχουν,

μήτε το χέρι πάνω στο χέρι(να σταυρώνουν)(γιατί αυτά όλα εμπόδια 

είναι(της αρρώστιας)).

Όλα δε αυτά ενεκα του θείου επιβάλλουν,ως κάτι περισσοτερο να

γνωρίζουν και άλλα,από πρόφαση λέγοντας,οπως,αν υγιής γίνει,αυτων

η δόξα θα είναι και η ικανότητα,αν πεθάνει,εκ του ασφαλούς παρουσιάζουν

τις απολογίες τους και προφασιζονται πως δεν είναι αίτιοι αυτοί ,αλλά

οι θεοί.γιατι ούτε να φάνε,ούτε να πιουν κανένα φάρμακο δεν εδοσαν,

ούτε σε λουτρά καυτά τους έβαλαν,ώστε να θεωρηθεί ότι αίτιο είναι.

Εγώ τότε νομίζω ότι από τους Λίβυους που κατοικούν στο εσωτερικό 

της χώρας κανενας δεν υγιαινει,διότι πάνω σε κατσικίσια δέρματα 

ξαπλώνουν και κρέατα κατσικίσια έχουν σε χρήση,επειδή δεν έχουν

ουτε στρωμα ούτε ρούχο ούτε παπούτσι το οποίο κατσικισιο να μην 

είναι.γιατι δεν υπάρχει σ'αυτους κανένα άλλο πρόβατο παρά κατσίκια

και βόδια.

Αν λοιπόν αυτά όταν προσφερονται και τρώγονται τη νόσο και γεννούν

και αυξάνουν κι όταν δεν τρώγονται θεραπεύεται,άρα δεν είναι ο θεός

αίτιος για τίποτα,ουτε οι καθαρμοί ωφελούν,αλλά  τα φαγητά είναι αυτά

που θεραπεύουν και που βλάπτουν,του δε θείου εξαφανίζεται η δύναμη.

.

.

Περὶ μὲν τῆς ἱερῆς νούσου καλεομένης ὧδ' ἔχει· οὐδέν τί μοι δοκέει 

τῶν ἄλλων θειοτέρη εἶναι νούσων οὐδὲ ἱερωτέρη, ἀλλὰ φύσιν μὲν 

ἔχει ἣν καὶ τὰ λοιπὰ νουσήματα, ὅθεν γίνεται. Φύσιν δὲ αὐτῇ καὶ 

πρόφασιν οἱ ἄνθρωποι ἐνόμισαν θεῖόν τι πρῆγμα εἶναι ὑπὸ ἀπειρίης 

καὶ θαυμασιότητος, ὅτι οὐδὲν ἔοικεν ἑτέρῃσι νούσοισιν· καὶ κατὰ 

μὲν τὴν ἀπορίην αὐτοῖσι τοῦ μὴ γινώσκειν τὸ θεῖον αὐτῇ διασώζεται, 

κατὰ δὲ τὴν εὐπορίην τοῦ τρόπου τῆς ἰήσιος ᾧ ἰῶνται, ἀπόλλυται, ὅτι καθαρμοῖσί τε ἰῶνται καὶ ἐπαοιδῇσιν. Εἰ δὲ διὰ τὸ θαυμάσιον θεῖον 

νομιεῖται, πολλὰ τὰ ἱερὰ νουσήματα ἔσται καὶ οὐχὶ ἓν, ὡς ἐγὼ ἀποδείξω 

ἕτερα οὐδὲν ἧσσον ἐόντα θαυμάσια οὐδὲ τερατώδεα, ἃ οὐδεὶς νομίζει 

ἱερὰ εἶναι. Τοῦτο μὲν γὰρ οἱ πυρετοὶ οἱ ἀμφημερινοὶ καὶ οἱ τριταῖοι καὶ 

οἱ τεταρταῖοι οὐδὲν ἧσσόν μοι δοκέουσιν ἱεροὶ εἶναι καὶ ὑπὸ θεοῦ 

γίνεσθαι ταύτης τῆς νούσου, ὧν οὐ θαυμασίως γ' ἔχουσιν· τοῦτο δὲ 

ὁρέω μαινομένους ἀνθρώπους καὶ παραφρονέοντας ἀπὸ μηδεμιῆς 

προφάσιος ἐμφανέος, καὶ πολλά τε καὶ ἄκαιρα ποιέοντας, ἔν τε τῷ 

ὕπνῳ οἶδα πολλοὺς οἰμώζοντας καὶ βοῶντας, τοὺς δὲ πνιγομένους, 

τοὺς δὲ καὶ ἀναΐσσοντάς τε καὶ φεύγοντας ἔξω καὶ παραφρονέοντας 

μέχρις ἂν ἐπέγρωνται, ἔπειτα δὲ ὑγιέας ἐόντας καὶ φρονέοντας ὥσπερ 

καὶ πρότερον, ἐόντας τ' αὐτέους ὠχρούς τε καὶ ἀσθενέας, καὶ ταῦτα 

οὐχ ἅπαξ, ἀλλὰ πολλάκις, ἄλλα τε πολλά ἐστι καὶ παντοδαπὰ ὧν περὶ 

ἑκάστου λέγειν πουλὺς ἂν εἴη λόγος. Ἐμοὶ δὲ δοκέουσιν οἱ πρῶτοι 

τοῦτο τὸ νόσημα ἀφιερώσαντες τοιοῦτοι εἶναι ἄνθρωποι οἷοι καὶ νῦν 

εἰσι μάγοι τε καὶ καθάρται καὶ ἀγύρται καὶ ἀλαζόνες, ὁκόσοι δὴ 

προσποιέονται σφόδρα θεοσεβέες εἶναι καὶ πλέον τι εἰδέναι.

Οὗτοι τοίνυν παραμπεχόμενοι καὶ προβαλλόμενοι τὸ θεῖον τῆς ἀμηχανίης 

τοῦ μὴ ἴσχειν ὅ τι προσενέγκαντες ὠφελήσουσιν, ὡς μὴ κατάδηλοι ἔωσιν 

οὐδὲν ἐπιστάμενοι, ἱερὸν ἐνόμισαν τοῦτο τὸ πάθος εἶναι, καὶ λόγους 

ἐπιλέξαντες ἐπιτηδείους τὴν ἴησιν κατεστήσαντο ἐς τὸ ἀσφαλὲς σφίσιν 

αὐτοῖσι, καθαρμοὺς προσφέροντες καὶ ἐπαοιδὰς, λουτρῶν τε ἀπέχεσθαι κελεύοντες καὶ ἐδεσμάτων πολλῶν καὶ ἀνεπιτηδείων ἀνθρώποισι 

νοσέουσιν ἐσθίειν, 

θαλασσίων μὲν τρίγλης, μελανούρου, κεστρέος, ἐγχέλυος (οὗτοι γὰρ 

οἱ ἰχθύες εἰσὶν ἐπικαιρότατοι), κρεῶν δὲ αἰγείου καὶ ἐλάφων καὶ 

χοιρίων καὶ κυνὸς (ταῦτα γὰρ κρεῶν ταρακτικώτατά ἐστι τῆς κοιλίης), 

ὀρνίθων δὲ ἀλεκτρυόνος καὶ τρυγόνος καὶ ὠτίδος, ἔτι δὲ ὅσα νομίζεται ἰσχυρότατα 

εἶναι, λαχάνων δὲ μίνθης, σκορόδου καὶ κρομύου (δριμὺ γὰρ ἀσθενέοντι οὐδὲν ξυμφέρει), ἱμάτιον δὲ μέλαν μὴ ἔχειν (θανατῶδες γὰρ 

τὸ μέλαν), μηδὲ ἐν αἰγείῳ κατακέεσθαι δέρματι μηδὲ φορέειν, μηδὲ πόδα 

ἐπὶ ποδὶ ἔχειν, μηδὲ χεῖρα ἐπὶ χειρὶ (ταῦτα γὰρ πάντα κωλύματα εἶναι). 

Ταῦτα δὲ πάντα τοῦ θείου εἵνεκεν προστιθέασιν, ὡς πλέον τι εἰδότες 

καὶ ἄλλα; προφάσιας λέγοντες, ὅκως, εἰ μὲν ὑγιὴς γένοιτο, αὐτῶν ἡ δόξα 

εἴη καὶ ἡ δεξιότης, εἰ δὲ ἀποθάνοι, ἐν ἀσφαλεῖ καθισταῖντο αὐτῶν αἱ 

ἀπολογίαι καὶ ἔχοιεν πρόφασιν ὡς οὐκ αἴτιοί εἰσιν αὐτοὶ, ἀλλ' οἱ θεοί· 

οὔτε γὰρ φαγέειν οὔτε πιέειν ἔδοσαν φάρμακον οὐδὲν, οὔτε λουτροῖσι καθήψησαν, 

ὥστε δοκέειν αἴτιον εἶναι. Ἐγὼ δὲ δοκέω Λιβύων τῶν τὴν 

μεσόγειον οἰκεόντων οὐδένα ὑγιαίνειν, ὅτι ἐν αἰγείοισι δέρμασι 

κατακέονται καὶ κρέασιν αἰγείοισι χρῶνται, ἐπεὶ οὐκ ἔχουσιν οὔτε στρῶμα 

οὔτε ἱμάτιον οὔτε ὑπόδημα ὅ τι μὴ αἴγειόν ἐστιν· οὐ γάρ ἐστιν αὐτοῖς ἄλλο προβάτιον οὐδὲν ἢ αἶγες καὶ βόες. Εἰ δὲ ταῦτα προσφερό1.51 μενα καὶ ἐσθιόμενα τὴν νοῦσον

τίκτει τε καὶ αὔξει καὶ μὴ ἐσθιόμενα ἰῆται, οὐκ 

ἐστὶν ἄρα ὁ θεὸς αἴτιος οὐδενὸς, οὐδὲ οἱ καθαρμοὶ ὠφελέουσιν, ἀλλὰ 

τὰ ἐδέσματα τὰ ἰώμενά ἐστι καὶ τὰ βλάπτοντα, τοῦ δὲ θείου ἀφανίζεται 

ἡ δύναμις. 

.

.

.

 


ΑΚΟΥΣΙΛΑΟΣ Γενεηλογίαι (ή Ἱστορίαι)59-αποσπασμα 40α

Η ΚΑΙΝΗ ΤΟΥ ΕΛΑΤΟΥ

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ακουσίλαος ο Αργείος,(τέλος 6ου άι.π.Χ)λογογράφος,ιστοριογράφος,

έργο του:Γενεηλογίαι(Ιστορίαι),


Με την Καινή του Ελάτου σμιγεται ο Ποσειδων.επειτα(γιατί αυτή με αυτόν

τον θεό παιδιά δεν ήταν  να γεννήσει ούτε από εκείνον ούτε από άλλον

κανέναν)την κάνει ο Ποσειδών άντρα άτρωτο.να έχει δύναμη την πιο μεγάλη

από τους τότε ανθρώπους,κι όταν κάποιος αυτόν προσπαθούσε να κεντοισει 

με σίδερο η' χαλκό,έπεφτε αμέσως στη κατοχή του.κι αυτός γίνεται βασιλιάς

των Λαπιθών και με τους Κενταυρους πολεμουσε.επειτα στήνοντας ενα

ακόντιο στην αγορά σαν θεό πρόσταζε να υπολογισθεί.στους θεούς όμως 

δεν ήταν αρεστο.κι ο Ζευς βλέποντας αυτόν αυτά να κάνει τον απειλει και 

του ρίχνει εναντίον τους Κενταυρους.κι εκείνοι αυτόν κατακοβουν όρθιο

και πετουν καταγης κι από πάνω πέτρα τοποθετούν σημάδι και πεθαινει 


 

ΑΚΟΥΣΙΛΑΟΣ: 59. – Απόσπασμα 40α

Καινῇ δὲ τῇ Ἐλάτου μίσγεται Ποσειδῶν. ἔπειτα (οὐ γὰρ ἦν αὐτῷ ἱερὸν παῖδας τεκὲν 

οὔτ᾽ ἐξ ἐκείνου οὔτ᾽ ἐξ ἄλλου οὐδενός) ποιεῖ αὐτὸν Ποσε̣ιδέων ἄνδρα ἄτρωτον, ἰσχὺν ἔχοντα μεγίστην τῶν ἀνθρώπων τῶν τότε, καὶ ὅτε τις αὐτὸν κεντοίη σιδήρῳ ἢ χαλκῷ, ἡλίσκετο μάλιστα χρημάτων. καὶ γίγνεται βασιλεὺς οὗτος Λαπιθέων καὶ τοῖς Κενταύροις πολεμέεσκε. ἔπειτα στήσας ἀκόντιον ἐν ἀγορῇ θεὸν ἐκέλευεν ἀριθμεῖν. θεοῖσι δ᾽ οὐκ ἦεν ἀρεστόν, καὶ Ζεὺς ἰδὼν αὐτὸν ταῦτα ποιοῦντα ἀπειλεῖ καὶ ἐφορμᾷ τοὺς Κενταύρους, κἀκεῖνοι αὐτὸν κατακόπτουσιν ὄρθιον κατὰ γῆς καὶ ἄνωθεν πέτρην ἐπιτιθεῖσιν σῆμα,

 καὶ ἀποθνῄσκει.

.

.

.

 


Ανθρωπομορφια-3μ Χ 4.5μ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΧΟΜΠΣ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Είχε ολοκληρωτική συναίσθηση των πραγματων.Καθε ιστορικό γεγονός

και πρόσωπο επαναλαμβάνεται.Την πρώτη φορά ως τραγωδία,τη δεύτερη

ως φάρσα.Πριν απο αυτόν ο Νερωνας,ο Καλιγούλας.

Επελεξε συνειδητά να είναι η φάρσα τους.Η' ορθότερα,ειρωνευομενος,

η φάρσα της φάρσας τους.

Προχωρησε σε συνομωτικες πράξεις.Επιτηδες έκανε λάθη να υπονοηθούν,

να φανερωθούν και να φυλακισθεί.

Ο λαός θέλει ήρωες.Κι αυτός θα γίνονταν,σταδιακά,ο ήρωας του.

Εκει στη φυλακή ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία του Άγγλου Τόμας Χομπς.

Τον γοήτευσε το homo homini lupus.Καθε άνθρωπος για τον άλλον άνθρωπο λύκος.

Ενστικτο αυτοσυντήρησης:ο φόβος ο άλλος να προλάβει πριν από σένα να 

σου κάνει κακό,προςόφελος του.

Αφου όλοι έχουμε το ίδιο σώμα,τα ίδια χέρια,που κάνουν τις ίδιες κινήσεις,

τότε όλοι,δυνατοί και αδυνατοί,μπορούμε να πάρουμε μαχαίρι και να 

σφάξουμε τον άλλον,η' κρατώντας περίστροφο να τον πυροβολησουμε.

Εγώ,έγραψε,θέλω να είμαι αυτός που πρώτος θα σφάξει,θα πυροβολήσει.

Όταν,αποφυλακίσθηκε,σε ένα σκοτεινό υπόγειο,σε μια μικρή ομάδα οπαδών

είπε:

''δύο άνθρωποι,κάθε ένας για τον εαυτό του επιθυμούν,το ίδιο πράγμα

και στη προσπάθειά τους να το αποκτήσουν γίνονται εχθροί.

Ετσι και το δικό μας Έθνος,ο δικός μας Λαός,μόνο αν υποτάξει τα άλλα έθνη,

τους άλλους λαούς θα γίνει παντοδύναμο.

Εμεις,σύντροφοι,δεν θα ακολουθήσουμε τίποτα άλλο πιστα,παρά μόνο τη φύση,το νόμο της:

Η διαίρεση των ανθρώπων,σε διαφορετικές ατομικότητες και κοινωνικότητες τους εξωθούν σε αλληλοσυγκρουση και αλληλοεξόντωση.

Έναν διαρκη ανελεητο πόλεμο.Πρεπει να τους κηρύξουμε αστραπιαίο πόλεμο.

Να μην προλάβουν να αντιδράσουν.Να εξοντωθούν.

Οι ακροατές,ενθουσιάστηκαν,αλλά δεν χειροκρότησαν,επειδή φοβήθηκαν

μην ακουστούν.

Τα επόμενα χρόνια,εφαρμόζοντας αυστηρή στρατηγική και τακτική,το

κίνημα του διογκώθηκε σε όλη τη χωρα.Απλωθηκε ο ιστός της αράχνης του.Τεραστια φανατισμένα! πλήθη λαού τον ακολουθούσαν.

Η οργάνωση τους,το απαίτησε,ήταν στρατιωτική:

Με στολές,όρκους,ύμνους,παρελάσεις.Επιθεσεις εκκαθαρίσεων χωρίς 

έλεος στους αντιφρονούντες,τρομοκρατία,προβοκάτσια.

Προγραφες:Αυτοί είναι οι Εχθροί μας! Εξοντώστε τους!

Καθαρή Χώρα,Καθαρός Λαός.Καθαρη Ιδεολογια!

Επίμονα ζητούσαν αντιδημοκρατικές αλλαγές από τη κυβέρνηση:

κατάργηση άρθρων του Συντάγματος,άρση ελευθεριών,λογοκρισία λόγου 

και τύπου,στο Ονομα του Περιούσιου Λαού.

Η κατάσταση ήταν ακρως εκρηκτική.

Τελικά το coop d' etat.

Η Άνοδος

Η Κρίση,ο Πόλεμος

Η Πτώση

Όπως στην  Αρχαία Ελληνική Τραγωδία εκτελέσθηκαν νομοτελειακά:

η Ύβρις,η Ατις,η Νέμεσις,η Τισις

μπροστά του στο τραπέζι,το φακελάκι με τη σκόνη του αρσενικού,το

ποτήρι με το νερό,

σκίζει το φακελάκι,λευκή άγευστη σκόνη,θανατηφόρα σε μεγάλη δόση,

το δηλητήριο αγγίζει τη γλώσσα,

παίρνει το ποτήρι με το νερό και πίνει

Η δική του φάρσα έκλεισε,

Πριν από αυτή εκτελέσθηκαν άλλες:

Ο Καίσαρας Βοργίας και η αδελφή του Λουκρητία δηλητηρίαζαν με 

αρσενικό εραστές,συγγενείς,φίλους,εχθρούς,τον 16ο άι

Ο Ναπολέων Βοναπάρτης στις 5 Μαιου1821 εξόριστος στο νησί της Αγίας 

Ελένης δηλητηριασθηκε από αρσινη που απεβαλαν μύκητες στην πράσινη

ταπετσαρία της κρεβατοκαμαρα του μεταβολιζοντας αρσενικο

Πριν η φάρσα  του ολοκληρωθεί έγραψε σε ένα χαρτί:

Κέρδισα και Εχασα

Υπογραφω:

Άνθρωπος του Χομπς

.

.

.



ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ.ΗΘΙΚΑ.-ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΑΡΕΤΑΙ-

ΚΙΕΣ -ΠΙΕΡΙΑ

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Κιες

Στις νεαρές κοπέλες των Κιων έθιμο ήταν στα δημόσια ιερά να πηγαίνουν 

μαζί και να περνούν τη μέρα η μία με την άλλη,οι δε μνηστήρες τις έβλεπαν 

να παίζουν και να χορεύουν.το βράδυ στο μέρος της κάθε μιας πήγαιναν 

φροντίζοντας η μία της άλλης τους γονείς και τα αδέλφια μέχρι και τα πόδια 

τους έπλεναν.πολλες φορές απο τους μνηστήρες μια την ερωτεύονταν 

περισσότεροι με κόσμιο έρωτα και αγνό,ώστε αν ένα κοριτσι ήταν 

λογοδοσμενο σε έναν οι άλλοι αμέσως έπαυαν να διεκδικούν.το κύριο

από την καλή σταση των γυναικών είναι ότι μήτε μοιχεία μήτε διαφθορά

αμνηστευτης για επτακόσια χρόνια δεν θυμούνται σ'αυτους να εγινε


Κῖαι 

Ταῖς Κίων παρθένοις ἔθος ἦν εἰς ἱερὰ δημόσια συμπορεύεσθαι 

καὶ διημερεύειν μετ’ ἀλλήλων, οἱ δὲ μνηστῆρες ἐθεῶντο παιζούσας 

καὶ χορευούσας· ἑσπέρας δὲ πρὸς ἑκάστην ἀνὰ μέρος βαδίζουσαι 

διηκονοῦντο τοῖς ἀλλήλων γονεῦσι καὶ ἀδελφοῖς ἄχρι τοῦ καὶ τοὺς 

πόδας ἀπονίζειν. τῶν δὲ μνηστήρων ἤρων πολλάκις μιᾶς πλείονες 

οὕτω κόσμιον ἔρωτα καὶ νόμιμον, ὥστε τῆς κόρης ἐγγυηθείσης ἑνὶ 

τοὺς ἄλλους εὐθὺς πεπαῦσθαι. κεφάλαιον δὲ τῆς εὐταξίας τῶν 

γυναικῶν τὸ μήτε μοιχείαν μήτε φθορὰν ἀνέγγυον [249E] ἐτῶν 

ἑπτακοσίων μνημονεύεσθαι παρ’ αὐτοῖς γενομένην

.

.

Πιερία 

Απ'τους Ίωνες που έφθασαν στην Μίλητο στασιαζοντας μερικοί κατά

των παιδιών του Νειλεου αποχώρησαν στον Μυούντα κι εκεί κατοικισαν,

πολλά κακά υποφέροντας από τους Μιλησιους.γιατι πολεμούν

μ'αυτους λόγω της αποστασίας.ομως δεν  ήταν προκηρυγμενος ούτε

χωρίς επαφές ο πόλεμος,αλλά σε κάποιες γιορτές σύχναζαν στην

Μίλητο από τον Μυουντα γυναίκες. ήταν ο Πυθης άνδρας σ'αυτους

ξεχωριστός,γυναίκα έχοντας την Ιαπυγια,και θυγατέρα την Πιερία.

όντας λοιπόν εορτή στην Άρτεμη και θυσία στους Μιλήσιος,την οποία

ονομάζουν Νηληιδα,έστειλε την γυναίκα και τη θυγατέρα,αφού

παρεκάλεσαν όπως στη γιορτή πάρουν μερος.απ'του Νειλεου τα παιδιά

ο πιο δυνατός με τ'ονομα Φρυγιος την Πιερία ερωτευθείς είχε στο νου,

τι σ'αυτη πιο πολύ θα γίνονταν απ'αυτον να είναι χαρισμενο.οταν είπε

εκείνη ''αν διακανονισεις για μένα  πολλές φορές εδώ και με πολλές να 

ερχομαι' καταλαβαίνοντας  ο Φρυγιος ότι ζητούσε φιλιά και ειρήνη στους 

πολίτες καταπαυσε τον πολεμο.ηταν λοιπόν στις δύο πόλεις δόξα και

τιμή για την Πιερία,ώστε και οι γυναίκες των Μιλησίων να εύχονται 

μέχρι τώρα να τις αγαπούν οι άντρες τους,όπως ο Φρυγιος αγάπησε

την Πιερία

.

.

Πιερία 

Τῶν εἰς Μίλητον ἀφικομένων Ἰώνων στασιάσαντες ἔνιοι πρὸς τοὺς 

Νείλεω παῖδας ἀπεχώρησαν εἰς Μυοῦντα κἀκεῖ κατῴκουν, πολλὰ κακὰ 

πάσχοντες ὑπὸ τῶν Μιλησίων· ἐπολέμουν γὰρ αὐτοῖς διὰ τὴν ἀποστασίαν. 

οὐ μὴν ἀκήρυκτος ἦν οὐδ’ ἀνεπίμικτος ὁ πόλεμος, ἀλλ’ ἔν τισιν ἑορταῖς 

ἐφοίτων εἰς Μίλητον ἐκ τοῦ Μυοῦντος αἱ γυναῖκες. ἦν δὲ Πύθης ἀνὴρ 

ἐν αὐτοῖς ἐμφανής, γυναῖκα μὲν ἔχων Ἰαπυγίαν, θυγατέρα δὲ Πιερίαν. 

οὔσης οὖν ἑορτῆς Ἀρτέμιδι καὶ θυσίας παρὰ Μιλησίοις, [254A] ἣν Νηληίδα προσαγορεύουσιν, ἔπεμψε τὴν γυναῖκα καὶ τὴν θυγατέρα, δεηθείσας 

ὅπως τῆς ἑορτῆς μετάσχωσι· τῶν δὲ Νείλεω παίδων ὁ δυνατώτατος 

ὄνομα Φρύγιος τῆς Πιερίας ἐρασθεὶς ἐνενόει, τί ἂν αὐτῇ μάλιστα γένοιτο 

παρ’ αὐτοῦ κεχαρισμένον. εἰπούσης δ’ ἐκείνης «εἰ διαπράξαιό μοι τὸ 

πολλάκις ἐνταῦθα καὶ μετὰ πολλῶν βαδίζειν‘, συνεὶς [οὖν] ὁ Φρύγιος 

δεομένην φιλίας καὶ εἰρήνης τοῖς πολίταις κατέπαυσε τὸν πόλεμον. 

[254B] ἦν οὖν ἐν ἀμφοτέραις ταῖς πόλεσι δόξα καὶ τιμὴ τῆς Πιερίας, 

ὥστε καὶ τὰς Μιλησίων εὔχεσθαι γυναῖκας ἄχρι νῦν οὕτως ἐρᾶν τοὺς 

ἄνδρας αὐτῶν, ὡς Φρύγιος ἠράσθη Πιερίας.

.

.

.

 



ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ.ΗΘΙΚΑ.Αποφθέγματα Λακωνικά

(Αποσπάσματα)-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ΑΓΑΣΙΚΛΗΣ


σ''αυτον που του είπε πως κάποιος χωρίς σωματοφυλακες να'χει τους 

πολίτες μ'ασφαλεια να κυβερνά  μπορεί .'Αν ετσι' ειπε 'αυτους κυβερνά 

όπως ακριβώς οι πατεράδες τους γιους


Πρὸς δὲ τὸν εἰπόντα, πῶς ἄν τις ἀδορυφόρητος ὢν τῶν πολιτῶν ἄρχειν ἀσφαλῶς δύναιτο, «Ἐὰν οὕτως» ἔφη «αὐτῶν ἄρχῃ, ὥσπερ οἱ πατέρες τῶν 

υἱῶν.»

'


ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ


Ο Αγησίλαος ο μέγας σε συμπόσιο κάποτε τυχαινοντας συμποσιαρχος,

όταν ρωτήθηκε από τον οινοχόο πόσο σε καθεναν πρεπει να προσφέρει,

'Αν το πολύ κρασί ειναι προς διάθεση' ειπε 'οσο καθένας ζηταει,αν λίγο,

εξ ίσου δώσε σ'ολους'


Ἀγησίλαος ὁ μέγας παρὰ πότον ποτὲ λαχὼν συμποσίαρχος, ἐρωτηθεὶς 

ὑπὸ τοῦ οἰνοχόου πόσον ἑκάστῳ προσφέροι, «Εἰ μὲν πολὺς οἶνός ἐστιν» 

ἔφη «παρεσκευασμένος, [208c] ὅσον ἕκαστος αἰτεῖ· εἰ δ´ ὀλίγος, ἐξ ἴσου 

δίδου πᾶσι.»


για κάποιον  κακούργο που ακλόνητα υπέμεινε τα βασανιστήρια.'Οπως

πάρα πολύ πανουργος' είπε 'ανθρωπος,στα άθλια και αισχρά πράγματα

υπομονή και καρτερικότητα επιδεικνυει'


Κακούργου δέ τινος ἐμμόνως ὑπομείναντος βασάνους, «Ὡς σφόδρα πονηρός» εἶπεν «ἅνθρωπος, εἰς μοχθηρὰ  καὶ αἰσχρὰ πράγματα τὴν ὑπομονὴν καὶ καρτερίαν κατατιθέμενος.»


τα Ελληνικά έθνη στην Ασία που ψήφισαν στις πιο επιφανείς πόλεις εικόνες

αυτού να κρεμάσουν προειδοποίησε.'Σε μένα καμια εικόνα μήτε να'ναι γραπτή

μήτε από πηλο  μήτε κατασκευαστη'

'

Τῶν δ´ ἐπὶ τῆς Ἀσίας Ἑλληνικῶν ἐθνῶν ψηφισαμένων ἐν ταῖς ἐπιφανεστάταις πόλεσιν εἰκόνας ἀνιστᾶν αὐτοῦ, προέγραψεν «Ἐμοῦ μηδεμία εἰκὼν ἔστω μήτε γραπτὴ μήτε πλαστὴ μήτε κατασκευαστή.»


βλέποντας στην Ασία σπίτι σκεπασμένο στην οροφη με τετράγωνα δοκαρια

ρώτησε τον ιδιοκτήτη αν τετράγωνα σ'αυτους φυτρώνουν τα δέντρα,

λέγοντας του όχι αλλά στρογγυλά.'Αν λοιπόν τετράγωνα' ειπε 'ηταν,στρογγυλά 

θα τα καταλήγατε;'


Θεασάμενος δ´ ἐπὶ τῆς Ἀσίας οἰκίαν τετραγώνοις ὠροφωμένην δοκοῖς 

ἠρώτησε τὸν κεκτημένον εἰ τετράγωνα [210e] παρ´ αὐτοῖς φύεται τὰ ξύλα· φαμένου δὲ οὔ, ἀλλὰ στρογγύλα, «Τί οὖν;» εἶπεν «εἰ τετράγωνα ἦν, στρογγύλ´ 

ἂν ἐτελεῖτε;»


όταν ρωτήθηκε κάποτε μέχρι που είναι της Λακωνικής τα σύνορα,σειωντας  

το δόρυ είπε.' Μέχρι όπου αυτό φθανει'


Ἐρωτηθεὶς δέ ποτε ἄχρι τίνος εἰσὶν οἱ τῆς Λακωνικῆς ὅροι, κραδάνας τὸ 

δόρυ εἶπεν «Ἄχρις οὗ τοῦτο φθάνει.»


σ'αλλον που ρωτουσε γιατί χωρίς τείχη η Σπάρτη,δείχνοντας τους πολίτες

 εξωπλισμενους.Αυτα ειναι'' είπε 'των Λακεδαιμονίων τα τειχη'


Ἄλλου δ´ ἐπιζητοῦντος διὰ τί ἀτείχιστος ἡ Σπάρτη, ἐπιδείξας τοὺς πολίτας ἐξωπλισμένους «Ταῦτ´ ἐστιν» εἶπε «τὰ Λακεδαιμονίων τείχη.»


βλέποντας κάποιον Λάκωνα κουτσό στον πόλεμο να βγαίνει κι αλογο να

ζητάει.'Δεν αντιλαμβάνεσαι' είπε 'οτι όχι αυτους που φεύγουν αλλ' αυτους

που μένουν ο πόλεμος ανάγκη εχει;'


Θεωρήσας δέ τινα Λάκωνα χωλὸν ἐπὶ πόλεμον ἐξιόντα καὶ ἵππον ζητοῦντα, 

«Οὐκ αἰσθάνῃ» ἔφη «ὅτι οὐ φευγόντων ἀλλὰ μενόντων ὁ πόλεμος χρείαν 

ἔχει;»


όταν ρωτήθηκε πως μεγάλη δόξα απέκτησε.'Καταφρονοντας τον θανατο'

είπε


Ἐρωτώμενος δὲ πῶς μεγάλην δόξαν περιεποιήσατο, «Θανάτου 

καταφρονήσας» ἔφη.


άλλοτε όταν ρωτήθηκε γιατί αντίθετα απ''τους άλλους πιο πολύ 

ευδαιμονουν οι Σπαρτιατες.'Διοτι' είπε ' αντίθετα απ''τους άλλους 

και το να κυβερνάς ασκούν και το να κυβερνιεσαι,'


Ἄλλοτε δ´ ἐρωτώμενος διὰ τί μάλιστα παρὰ τοὺς [212c] ἄλλους 

εὐδαιμονοῦσιν οἱ Σπαρτιᾶται, «Διότι» εἶπε «παρὰ τοὺς ἄλλους ἀσκοῦσιν 

ἄρχειν τε καὶ ἄρχεσθαι.»


σ'αυτον κάποιος του έκανε επίδειξη το τείχος της πόλης ότι ήταν οχυροτατο

και ανθεκτικότατο οικοδομημενο και τον ρώτησε αν καλό σ''αυτον φαίνεται.

'Μα το Δια' είπε 'καλο,όχι ομως για άνδρες αλλά για γυναίκες να κατοικούν

μεσα'


212e] Ἐπεδείκνυέ τις αὐτῷ τῆς πόλεως τὸ τεῖχος ὀχυρὸν καὶ καρτερῶς 

ἄγαν ἐξῳκοδομημένον καὶ ἠρώτα εἰ καλὸν αὐτῷ φαίνεται· «Νὴ Δί´» ἔφη 

«καλὸν, οὐχ ὡς ἀνδράσι δὲ ἀλλ´ ὡς γυναιξὶν ἐνοικεῖν.»


όταν ρωτήθηκε από κάποιον ποια πρέπει να μαθαινουν τα παιδιά.'Αυτα' 

είπε'τα οποία και όταν γίνουν ανδρες θα χρησιμοποιησουν'


Ἐπιζητοῦντος δέ τινος τίνα δεῖ μανθάνειν τοὺς παῖδας, [213d] «Ταῦτ´» 

εἶπεν «οἷς καὶ ἄνδρες γενόμενοι χρήσονται


όντας ιδιαίτερα πολύ φίλος με τα παιδιά λέγεται ότι με τα μικρά του παιδιά

καλάμι καβαλικευοντας όπως άλογο στο σπίτι μαζί τους έπαιζε.οταν τον

είδε κάποιος απ'τους φίλους τον παρεκάλεσε σε κανέναν να μην το πει 

πριν κι αυτός πατέρας παιδιών να γινει


Φιλοτεκνότατος δ´ ὢν διαφερόντως λέγεται ὅτι μικροῖς τοῖς παιδίοις 

κάλαμον περιβεβηκὼς ὥσπερ ἵππον οἴκοι συνέπαιζεν· ὀφθεὶς δὲ ὑπό 

τινος τῶν φίλων παρεκάλει μηδενὶ φράζειν, πρὶν καὶ αὐτὸς πατὴρ παίδων γένηται


ΑΓΗΣΙΠΟΛΙΣ Ο ΚΛΕΟΜΒΡΟΤΟΥ


ο Αγησιπολις του Κλεομβρότου,όταν του είπε κάποιος ότι ο Φίλιππος

μέσα σε λίγες μέρες την Όλυνθο ξεθεμελίωσε.'Μα τους θεους' είπε 'αλλη

τέτοια σε πολλαπλάσιο χρόνο δεν θα οικοδομησει'


[215b] Ἀγησίπολις ὁ Κλεομβρότου, εἰπόντος τινὸς ὅτι Φίλιππος ἐν ὀλίγαις ἡμέραις Ὄλυνθον κατέσκαψε, «Μὰ τοὺς θεούς» ἔφη «ἄλλην τοιαύτην ἐν πολλαπλασίονι χρόνῳ οὐκ οἰκοδομήσει.»


ΑΓΙΣ Ο ΑΧΙΔΑΜΟΥ


 οι Λακεδαιμονίοι,είπε, δεν ρωτούν πόσοι είναι οι εχθροί,αλλά που ειναι


Οὐκ ἔφη δὲ τοὺς Λακεδαιμονίους ἐρωτᾶν πόσοι εἰσὶν οἱ πολέμιοι, ἀλλὰ 

ποῦ εἰσίν.


σε έναν πρεσβευτή από τα Άβδηρα ,όταν σταμάτησε αφού πολλά είπε,

ρωτώντας τον τι στους πολίτες θα αναφέρει.'Οτι' είπε 'οσον εσύ χρόνο

να μιλάς χρησιμοποίησες,τόσον εγω σιωπωντας ακουγα'


Πρὸς δὲ τὸν ἐκ τῶν Ἀβδήρων πρεσβευτήν, ὅτε κατεπαύσατο πολλ´ εἰπών, ἐρωτῶντα τί τοῖς πολίταις ἀπαγγείλῃ, «Ὅτι» ἔφη «ὅσον σὺ χρόνον λέγειν ἔχρῃζες, τοσοῦτον ἐγὼ σιωπῶν ἤκουον.»


ΑΓΙΣ Ο ΝΕΩΤΕΡΟΣ


σε άνθρωπο πονηρό που ρωτούσε πολλές φορές ποιος να είναι ο άριστος

Σπαρτιάτης.'Αυτος που δεν μοιάζει σε σένα καθολου'


Πρὸς δ´ ἄνθρωπον πονηρὸν ἐρωτῶντα πολλάκις τίς ἄριστος εἴη Σπαρτιάτης 

«Ὁ σοὶ ἀνομοιότατος.»


ΑΝΤΑΛΙΚΙΔΑΣ


σε άλλον Αθηναίο που σ''αυτον είπε.'Αλλα εμείς απ'τον Κηφισσο αλήθεια

πολλές φορές σας εκδιωξαμε'.'Εμεις' είπε ' ουδεποτε εσάς από τον

Ευρωτα'


Ἑτέρου δ´ Ἀθηναίου πρὸς αὐτὸν εἰπόντος «Ἀλλὰ μὴν ἡμεῖς ἀπὸ τοῦ 

Κηφισοῦ πολλάκις ὑμᾶς ἐδιώξαμεν», «Ἡμεῖς δέ» ἔφη «οὐδέποτε ὑμᾶς 

ἀπὸ τοῦ Εὐρώτα''


σ''αυτον που ρώτησε γιατί κοντά μαχαίρια κατά τον πόλεμο χρησιμοποιούν

οι Λακεδαιμονίοι.'Διοτι' είπε,'πλησιον στους εχθρούς μαχομαστε'


Πρὸς δὲ τὸν ἐπιζητοῦντα διὰ τί ἐγχειριδίοις βραχέσι κατὰ πόλεμον χρῶνται Λακεδαιμόνιοι, «Διότι» εἶπε «πλησίον τοῖς πολεμίοις μαχόμεθα.»


ΑΡΧΙΔΑΜΟΣ Ο ΖΕΥΞΙΔΑΜΟΥ


τα πολυτελή  ρούχα που στις θυγατέρες ο Διονύσιος ο τύραννος της

Σικελίας έστειλε,δεν τα δέχθηκε λεγοντας.'Φοβαμαι μήπως όταν τα

φορέσουν τα κορίτσια φανούν σε μενα ανηθικα'


Ταῖς δὲ θυγατράσιν αὐτοῦ ἱματισμὸν πολυτελῆ Διονυσίου [218e] τοῦ 

Σικελίας τυράννου πέμψαντος, οὐκ ἐδέξατο εἰπών «Φοβοῦμαι μὴ 

περιθέμεναι αἱ κόραι φανῶσί μοι αἰσχραί.»


ΑΝΑΞΙΒΙΟΣ


ο Αναξιβιος όταν πιάστηκε σε ενεδρα από τον Ιφικράτη στρατηγό των 

Αθηναίων και ρωτηθηκε  απ'τους στρατιώτες τι πρόκειται να κάνει.

'Τι αλλο' είπε ,'η' από σας να σωθώ,η' μαχόμενος να πεθανω'


[219c] Ἀναξίβιος ἐνεδρευθεὶς ὑπὸ Ἰφικράτους τοῦ Ἀθηναίων στρατηγοῦ 

καὶ ἐρωτώμενος ὑπὸ τῶν στρατιωτῶν τί δεῖ ποεῖν, «Τί γὰρ ἄλλο» ἔφη 

«ἢ ὑμᾶς μὲν σῴζεσθαι, ἐμὲ δὲ μαχόμενον ἀποθανεῖν;»


ΒΡΑΣΙΔΑΣ


σε κάποια μάχη μέσα απ'την ασπίδα χτυπήθηκε με ακόντιο και το δόρυ 

απ'τό τραύμα τραβώντας μ'αυτο το ίδιο τον εχθρό σκότωσε και όταν

ρωτήθηκε πως τραυματίσθηκε.'Απο προδοσια' είπε 'της ασπιδας'


Ἐν δέ τινι μάχῃ διὰ τῆς ἀσπίδος ἀκοντισθεὶς καὶ τὸ δόρυ τοῦ τραύματος ἐξελκύσας αὐτῷ τούτῳ τὸν πολέμιον ἀπέκτεινε καὶ πῶς ἐτρώθη 

ἐρωτηθείς «Προδούσης με» ἔφη «τῆς ἀσπίδος.»


ΔΗΜΑΡΑΤΟΣ


όταν ρωτήθηκε από κάποιον γιατί εξορίζεται από την Σπάρτη ενώ βασιλιάς

είναι.'Διοτι' είπε 'πιο ανωτεροι αυτής οι νόμοι ειναι'


220b] Πυθομένου δέ τινος διὰ τί φεύγει τὴν Σπάρτην βασιλεὺς ὤν, 

«Ὅτι» ἔφη «κρείσσονες αὐτῆς οἱ νόμοι εἰσί.»


ΕΚΠΡΕΠΗΣ


ο έφορος Εκπρεπης του μουσικού Φρυνιδα με σκεπάρνι τις δύο από τις

εννιά χορδές εκοψε λέγοντας.'Να μην κακοποιείς τη μουσικη'


Ἐκπρέπης ἔφορος Φρύνιδος τοῦ μουσικοῦ σκεπάρνῳ τὰς δύο τῶν ἐννέα 

χορδῶν ἐξέτεμεν, εἰπών «Μὴ κακούργει τὴν μουσικήν.»


ΕΥΔΑΜΙΔΑΣ Ο ΑΡΧΙΔΑΜΟΥ


ακούγοντας φιλοσοφο που έβγαζε λόγο ότι ο μόνος ικανός στρατηγός 

ο σοφός είναι.'Τα λογια' είπε ' θαυμάσια,ο ομιλητής όμως άπιστος,γιατί 

ποτέ δεν έχει τριγύρω σαλπισει'


Ἀκούσας δὲ φιλοσόφου διαλεχθέντος ὅτι μόνος ἀγαθὸς στρατηγὸς 

ὁ σοφός ἐστιν, «Ὁ μὲν λόγος» ἔφη «θαυμαστός· ὁ δὲ λέγων ἄπιστος· 

[220e] οὐ γὰρ περισεσάλπιγκται.»


ΖΕΥΞΙΔΑΜΟΣ


σε κάποιον Αιτωλό  που έλεγε ότι σ'αυτους που θέλουν να ανδραγαθησουν 

πιο ανώτερος απ'την ειρήνη ο πολεμος.'Οχι μα τους θεους' είπε 'αλλα

σ'αυτους πιο ανώτερος ο θάνατος απ'τη ζωη'


Αἰτωλοῦ δέ τινος λέγοντος ὅτι τοῖς ἀνδραγαθεῖν βουλομένοις κρείσσων 

τῆς εἰρήνης ὁ πόλεμος, «Οὐ μὰ τοὺς θεούς» ἔφη «[221c] ἀλλὰ τούτοις 

κρείσσων ὁ θάνατος τῆς ζωῆς.»


ΘΕΟΠΟΜΠΟΣ


σε ξένο που έλεγε ότι στους πολίτες του καλείται φιλολακων.'Πιο καλο 

ειναι'είπε ' φίλο των πολιτών παρα φιλολακωνα να σε καλουν'


Πρὸς δὲ τὸν ξένον τὸν λέγοντα ὅτι παρὰ τοῖς αὑτοῦ πολίταις καλεῖται φιλολάκων, «Κρεῖσσον» ἔφη «ἦν σε φιλοπολίτην ἢ φιλολάκωνα καλεῖσθαι''


σε κάποιον που έλεγε ότι η Σπάρτη σώζεται από τους βασιλιάδες που 

στην αρχή ειναι.'Οχι' είπε ' αλλά απ'τους πολίτες που σε πειθαρχια ειναι'


Λέγοντος δέ τινος ὅτι ἡ Σπάρτη σῴζεται διὰ τοὺς βασιλεῖς ἀρχικοὺς ὄντας, «Οὔκ» ἔφη «ἀλλὰ διὰ τοὺς πολίτας πειθαρχικοὺς ὄντας.»

.

.

.




(ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ)

Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΚΑΤΑ ΦΑΝΤΑΣΙΑΝ ΑΣΘΕΝΗΣ ΤΟΥ ΜΟΛΙΕΡΟΥ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Καραγκιόζης:(κάθετε σε μια καρέκλα μπροστά από ένα τραπέζι έξω

από την παράγκα)

ας λογαριάσω τι γράφει ο φαρμακοτριφτης,

τρία και δύο πέντε,και πέντε δέκα,και δέκα εικοσι,τρία και δύο πέντε

(διαβάζει)'επιπλεον την εικοστην τεταρτην ,έν μικρόν κλυσμα προς

αναζωογόνησιν των εντέρων του κυρίου',ο κύριος είμαι εγώ,α όλα

κι όλα,αυτό που πάω στον Λουλουδο τον φαρμακοτριφτη μου είναι

ότι οι συνταγές του είναι στο πολύ εντάξει,φίνες,προσέξτε:'των

εντέρων του κυρίου,τριάκοντα ευρω'',τωρα,να πούμε την μαύρη αλήθεια,

μεσιε μου Λουλουδε αυτό καθόλου δεν είναι εντάξει,φίνο,πρέπει να μην

είσαι πλεονέκτης και να γδερνεις τους άρρωστους,ακούς τριάντα

ευρώ μια πλύση!το ξέρεις,στο'πα,υπηρέτης σου είμαι,χαλί να με πατησεις

σ'αλλη συνταγή μου χρεωσατε είκοσι ευρώ,και στην γλώσσα των

φαρμακοτριφτιδων είκοσι ευρώ είναι,να πούμε,δέκα ευρώ,να τα 

δέκα ευρώ,

(διαβάζει)'επιπλεον,την προλεγόμενην ημέραν,εν καλον κλυσμα 

απολυμαντικόν συντιθεμενον εκ χαμομηλιού μέντας και άλλων προς

καθαρισμόν και ηρεμισεως του παχεους εντέρου του κυρίου,τριάκοντα

ευρω'εδω να με συμπαθας,δέκα ευρώ

(διαβάζει) 'επιπλεον ,την προλεγόμενην ημέραν,εν σιροπιον ηπατικον,

υπνωτικόν, προς εγκοιμισην του κυρίου,τριάκοντα πέντε ευρώ'δεν

έχω παράπονο,κοιμήθηκα σερί σαν βόδι,χαλάλι του,

δέκα,δεκαπέντε,δεκάξι και δεκαεφτά ευρώ κι έξι λεπτά.

(διαβάζει)'επιπλεοντην εικοστην πεμπτην,εν καλον φάρμακον συντιθεμενον

εκ λεβάντας και άλλων,συμφώνως των οδηγιών του μεσιε Καθαρού,προς  ομαλην διευκόλυνσιν της χολης του κυρίου,τέσσερα ευρω''

α μεσιε Λουλουδε αυτό είναι σκέτη κοροϊδία,δεν πάει άλλο,πρέπει να συμπασχετε 

με τους αρρωστους,ο μεσιε Καθαρός δεν σας είπε τέσσερα ευρω,ελάτε βάλτε τρία 

ευρώ,αν έχετε την ευχαριστηση,

είκοσι και τριάντα ευρώ,

(διαβάζει)'επιπλεον,την προλεγόμενην ημέραν,εν ποτον ανώδυνο και οξύν

προς ανάπαυσιν και ησυχασμον του κυρίου,τριάκοντα ευρω',

δέκα και δεκαπέντε ευρώ,μια χαρά είναι,

(διαβάζει)'επιπλεον,την εικοστήν έκτην,έν κλυσμα προς την απαλλαγήν

εκ των εντερικων αερίων του κυρίου,τριάκοντα ευρω',

έλα δέκα ευρώ μεσιε Λουλουδε

(διαβάζει),'επιπλεον,το κλυσμα του κυρίου,επαναλαμβανόμενον την

εσπεραν,όπως υπεράνω,τριάκοντα ευρω'',

μεσιε Λουλουδε μου,να δέκα ευρώ,εντάξει με το υπεράνω είναι,

(διαβάζει)'επιπλεον,την εικοστην εβδομην,έν καλόν φάρμακον προς 

διορθωσιν και εξομαλυνσιν της κακής διαθεσεως του κυρίου,τρία ευρω'',

ωραία,είκοσι και τριάντα λεπτά,μ'αρεσει που είστε λογικος κι όχι 

πλεονέκτης,

(διαβάζει),'επιπλεον,την εικοστην όγδοην, τυρόγαλον ζαχαρωμένον προς

τονωσιν του αίματος του κυρίου,είκοσι ευρω''.

ωραία,λαβε δέκα ευρώ

(διαβάζει)'επιπλεον,έν ποτον  σκόνης σόδας,σιροπιου λεμονιού και ροδου,

και άλλων,συμφώνως την οδηγίαν,πέντε ευρω''

α κύριε Λουλουδε,φρενο,,

αν το πάτε έτσι πατητος,κανένας δεν θα θέλει πια να'ναι αρρωστος,

βολευτητε με τέσσερα ευρω,

τρία και δύο πέντε και πέντε δέκα και δέκα εικοσι,

λοιπόν αυτό το μήνα πήρα ένα δύο τρία τέσσερα πέντε έξι εφτά οχτώ 

φάρμακα και ένα δύο τρία τέσσερα πέντε έξι εφτά οχτώ εννιά δέκα έντεκα 

και δώδεκα καθαρτικά και τον περασμένο  μήνα δώδεκα φάρμακα και είκοσι

καθαρτικά,και γι'αυτό δεν απορώ γιατί δεν νιώθω τόσο καλά αυτό το μήνα

όσο τον περασμένο,

θα πρέπει να πω στον μεσιε Καθαρό επιτέλους να βάλει μια τάξη σ'ολο 

αυτό,

δεν είναι κατάσταση αυτή για άρρωστο άνθρωπο,

(κοιτάζει γύρω του)δεν υπάρχει ψυχή,έχω τώρα λάθος, να λέω πως

με παρατησαν μόνο μου,που είναι όλοι τους,

θα χτυπήσω το κουδούνι,

(χτυπάει το κουδούνι)

ντριν ντριν ντριν,

τίποτα,κανένας,εξαφανιστηκαν

ντριν ντριν ντριν,

κουφοί είναι

(φωνάζει δυνατά)Αγλαία,ε Αγλαία

ντριν ντριν ντριν, 

τίποτα,ούτε κι αυτή ακούει,

μωρη ρουφιάνα,

ντριν ντριν ντριν,

τα νευρα μου,πως μπορούν να παρατανε έτσι αβοήθητο ένα φτωχό άρρωστο

σαν εμένα;

ντριν ντριν ντριν,

σκληροί απονοι,

ντριν ντριν ντριν,

θεέ μου,θα μ'αφησουν εδώ να ψοφησω σαν το σκυλί,

ντριν ντριν ντριν,


Αγλαία:(βγαίνει από την παράγκα)που κακό ψοφο δεν έχει,

τι φωνάζεις,τι έπαθες;

Καραγκιόζης:είμαι βαριά άρρωστος

Αγλαία:βαριά ψυχασθενής είσαι

Καραγκιόζης:μην κοροϊδεύεις,τον χάνεις τον Καραγκιόζη σου

Αγλαία:καλέ τι μας λες,σιγά το κελεπουρι,

(ειρωνικά)και τι έχεις Καραγιοζακο μου

Καραγκιόζης:την ασθένεια του Μολιέρου

Αγλαία:τι είναι αυτό;τρέλα;

Καραγκιόζης:να κάθε άνθρωπος είναι άρρωστος,ακόμα κι αν δεν νιώθει

άρρωστος,

Αγλαία:και τι κάνει γι'αυτό;

Καραγκιοζης:να είναι άρρωστος,να τον εξετάζουν γιατροί,να παίρνει

φάρμακα

Αγλαία:εσένα σ'εχει δει γιατρός;

Καραγκιόζης:οσονουπω

Αγλαία:σου συνιστώ ψυχίατρο,

Καραγκιόζης:(περνει ύφος πειραγμενου)δεν ντρέπεσε να κοροϊδεύεις

συνάνθρωπό σου που είναι κατά φαντασίαν ασθενής

Αγλαια:να μόλις το είπες,έρχεσαι στα λόγια μου,είσαι άρρωστος στο 

μυαλό

Καραγκιόζης:αυτή είναι η αρρώστια του Μολιέρου,ο Καραγκιόζης κατά

φαντασίαν ασθενής,θες στα πω μολιερικα;έκανα εξάσκηση πριν,

Αγλαία:όρεξη δεν έχω

Καραγκιόζης:είδες,εισαι κι εσύ άρρωστη,'επιπλεον,την προλεγόμενην

ημέραν,εν ποτον προς διέγερση ορεξεως'

Αγλαία:τα νευρα μου

Καραγκιόζης:σύμπτωμα της αρρώστιας σου,εδώ σ'εχω,'επιπλεον,την

προλεγόμενην ημέραν,έν καλόν φάρμακον προς διορθωσιν και εξομαλυνσιν 

της κακής διαθεσεως της κυρίας,τρία ευρω,'

Αγλαία:της ποιας;κυρίας;

Καραγκιόζης:να τα, να τα,Αλτσχάιμερ,απώλεια μνήμης,σύγχιση ταυτότητας,

προσωπικότητας,'επιπλεον,την προλεγόμενην ημέραν,ποτον συντιθεμενον

εξ αλοης και άλλων,προς επιβρανδυνσιν των εγκεφαλικών κυτταρικών

εκφυλισεων,τριακοντα ευρω'

Αγλαία:ε όχι και τριάκοντα,καλά είναι είκοσι,(ειρωνικά)αν οι τιμές είναι

παράλογες,τότε δεν θα θέλουμε να είμαστε άρρωστοι

Καραγκιόζης:με δουλεύεις;επαναλαμβάνεις τα λόγια μου;εγώ αυτά τα'λεγα

πριν,

Αγλαία:κι εγώ τα λέω τώρα,ποιο το πρόβλημα;

Καραγκιόζης:που τα ξέρεις;

Αγλαία:α καλά εσύ είσαι πραγματικά άρρωστος,δεν θυμάσαι που αποφασίσαμε

να ανεβάσουμε τον παράσταση:Ο Καραγκιόζης  κατά φαντασίαν ασθενής

του Μολιέρου;

Καραγκιόζης:αλήθεια;έλα ψέματα λες,μην με απογοητεύεις,και μου ταίριαζε 

το κατά φαντασίαν ασθενής

Αγλαία:και τι σ'εμποδιζει να είσαι;

Καραγκιόζης:η φαντασία μου

Αγλαία:τι να σου πω;είσαι φανταστικος,άντε έχω και δουλειές

(μπαίνει στη παράγκα)

Καραγκιοζης:τη ρουφιάνα,την άπιστη,μ'αφησε κατά φαντασία ασθενή άνθρωπο

μόνο μου,

σιγά μην μ'αφησε μόνο μου,δεν την έχω ανάγκη,έχω τις συνταγές μου,τους

λογαριασμούς,τώρα ποτέ καμία αρρώστια δεν θα μ'αφησει μόνο μου,

ας συνεχίσω με τα φάρμακα του φαρμακοτριφτη μου:

τρία και δύο πέντε,και πέντε δέκα,και δέκα εικοσι,τρία και δύο πέντε,

(διαβάζει)'επιπλεον την τριακοστην ,έν  κλυσμα προς εξαλειψιν των 

γουργουρητων των εντέρων του κυρίου,δέκα ευρώ'

όχι μεσιε Λουλουδε μου ακριβα,πιασε πέντε,κάλιο πέντε και στο χέρι παρά 

δέκα και καρτέρι,

έτσι,λογικά αν φερθείς,δεν έχεις να χάσεις,θα διαδοθεί σίγουρα ,επιδημία,

πανδημία θα γίνει,η Μολιερικη κατά φαντασία ασθενεια,

αρχίζοντας από τους θεατές της παράστασης,συμφωνείτε αξιότιμοι 

άρρωστοι με τον Καραγκιόζη θεατές μου;

συμφωνούν,φανταστικως,

λοιπόν έχουμε και λέμε:τρία και δύο πέντε,και πέντε δέκα,και δέκα εικοσι,

τρία και δύο πέντε, 

αυτό το μήνα πήρα ένα δύο τρία τέσσερα πέντε έξι εφτά οχτώ φάρμακα 

και ένα δύο τρία τέσσερα πέντε έξι εφτά οχτώ εννιά δέκα έντεκα και

 δώδεκα καθαρτικά

.

.


MOLIERE

LE MALADE IMAGINAIRE


ACTE PREMIER.


Scène I.

ARGAN, assis, une table devant lui, comptant des jetons les parties de son apothicaire.


Trois et deux font cinq, et cinq font dix, et dix font vingt ; trois et deux font cinq. « Plus, du vingt-quatrième, un petit clystère insinuatif, préparatif et rémollient, pour amollir, humecter et rafraîchir les entrailles de monsieur. » Ce qui me plaît de monsieur Fleurant, mon apothicaire, c'est que ses parties sont toujours fort civiles. « Les entrailles de monsieur, trente sols. » Oui ; mais, monsieur Fleurant, ce n’est pas tout que d’être civil ; il faut être aussi raisonnable, et ne pas écorcher les malades. Trente sols un lavement ! Je suis votre serviteur, je vous l’ai déjà dit ; vous ne me les avez mis dans les autres parties qu’à vingt sols ; et vingt sols en langage d’apothicaire, c’est-à-dire dix sols ; les voilà, dix sols. « Plus, dudit jour, un bon clystère détersif, composé avec catholicon double, rhubarbe, miel rosat, et autres, suivant l’ordonnance, pour balayer, laver et nettoyer le bas-ventre de monsieur, trente sols. » Avec votre permission, dix sols. « Plus, dudit jour, le soir, un julep hépatique, soporatif et somnifère, composé pour faire dormir monsieur, trente-cinq sols. » Je ne me plains pas de celui-là ; car il me fit bien dormir. Dix, quinze, seize, et dix-sept sols six deniers. « Plus, du vingt-cinquième, une bonne médecine purgative et corroborative, composée de casse récente avec séné levantin, et autres, suivant l’ordonnance de monsieur Purgon, pour expulser et évacuer la bile de monsieur, quatre livres. » Ah ! monsieur Fleurant, c’est se moquer : il faut vivre avec les malades. Monsieur Purgon ne vous a pas ordonné de mettre quatre francs. Mettez, mettez trois livres, s’il vous plaît. Vingt et trente sols. « Plus, dudit jour, une potion anodine et astringente, pour faire reposer monsieur, trente sols. » Bon, dix et quinze sols. « Plus, du vingt-sixième, un clystère carminatif, pour chasser les vents de monsieur, trente sols. » Dix sols, monsieur Fleurant. « Plus, le clystère de monsieur, réitéré le soir, comme dessus, trente sols. » Monsieur Fleurant, dix sols. « Plus, du vingt-septième, une bonne médecine, composée pour hâter d’aller et chasser dehors les mauvaises humeurs de monsieur, trois livres. » Bon, vingt et trente sols ; je suis bien aise que vous soyez raisonnable. « Plus, du vingt-huitième, une prise de petit lait clarifié et dulcoré pour adoucir, lénifier, tempérer et rafraîchir le sang de monsieur, vingt sols. » Bon, dix sols. « Plus, une potion cordiale et préservative, composée avec douze grains de bézoar, sirop de limon et grenades, et autres, suivant l’ordonnance, cinq livres. » Ah ! monsieur Fleurant, tout doux, s’il vous plaît ; si vous en usez comme cela, on ne voudra plus être malade : contentez-vous de quatre francs, vingt et quarante sols. Trois et deux font cinq et cinq font dix, et dix font vingt. Soixante et trois livres quatre sols six deniers. Si bien donc que, de ce mois, j’ai pris une, deux, trois, quatre, cinq, six, sept et huit médecines ; et un, deux, trois, quatre, cinq, six, sept, huit, neuf, dix, onze et douze lavements ; et, l’autre mois, il y avoit douze médecines et vingt lavements. Je ne m’étonne pas si je ne me porte pas si bien ce mois-ci que l’autre. Je le dirai à monsieur Purgon, afin qu’il mette ordre à cela. Allons, qu’on m’ôte tout ceci. (Voyant que personne ne vient, et qu’il n’y a aucun de ses gens dans sa chambre.) Il n’y a personne. J’ai beau dire : on me laisse toujours seul ; il n’y a pas moyen de les arrêter ici. (Après avoir sonné une sonnette qui est sur la table.) Ils n’entendent point, et ma sonnette ne fait pas assez de bruit. Drelin, drelin, drelin. Point d’affaire. Drelin, drelin, drelin. Ils sont sourds… Toinette. Drelin, drelin, drelin. Tout comme si je ne sonnois point. Chienne ! coquine ! Drelin, drelin, drelin. J’enrage. (Il ne sonne plus, mais il crie.) Drelin, drelin, drelin. Carogne, à tous les diables ! Est-il possible qu’on laisse comme cela un pauvre malade tout seul ? Drelin drelin, drelin. Voilà qui est pitoyable ! Drelin, drelin, drelin ! Ah ! mon Dieu ! Ils me laisseront ici mourir. Drelin, drelin, drelin [9].

.

.

.




Αρριανός,Αλεξάνδρου Ανάβασις

-Θάνατος Αλεξανδρου /Βιβλίο Ζ,7.26.1-7.26.3

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


7.26.1 έτσι στις εφημερίδες τις βασιλικες έχουν αναγραφει,κι επιπλέον

ότι οι στρατιώτες επεθυμισαν να τον δουν,άλλοι πως ακόμα να ζει

θα έβλεπαν,άλλοι,ότι έιχε πεθάνει ήδη διαδίδονταν,και αυτου απεκρυπταν

υπεθεταν οι σωματοφύλακες το θάνατο,όπως εγώ νομίζω,οι δε 

πολλοί από  βαριά  θλίψη και επιθυμία για τον βασιλιά έσπευσαν να

δουν τον Αλέξανδρο,αυτός άφωνος ήταν,λένε,όταν περνούσε μπροστά

του το στράτευμα,χαιρετούσε τον καθέναν και το κεφάλι μόλις

σηκωνοντας και με τα μάτια νευωντας

7.26.2 λένε οι εφημερίδες οι βασιλικές στο ιερό του Σεραπιδος οτι

και ο Πειθων κοιμήθηκε και ο Άτταλος και ο Δημοφώντας και ο Πευκεστας,

κι επίσης και ο Κλεομένης και ο Μένιδας και ο Σέλευκος ρωτώντας

τον θεό αν προτιμότερο και καλλιτερο για τον Αλέξανδρο ήταν στο ιερό 

του θεού να μεταφερθεί και σαν ικετης να θεραπευθεί από τον θεό,

και βγήκε κάποιος χρησμός από τον θεό να μην μεταφερθεί στο ιερο,

αλλά εκεί μένοντας θα ήταν 

7.26.3 καλλιτερο,κι αυτά αναγγελθηκαν απο τους εταίρους και ο Αλεξανδρος

λίγο ύστερα πέθανε,σαν αυτό πραγματικά να ήταν το καλλιτερο,τίποτα

παραπέρα από αυτά ούτε στον Αριστόβουλο ούτε στον Πτολεμαίο έχει

αναγραφει,άλλοι κι αυτά εδώ ανέγραψαν,ότι ρωτήθηκε από τους εταίρους

αυτός σε ποιον την βασιλεία αφήνει,και ότι αυτος αποκρίθηκε στον πιο 

δυνατό,άλλοι,πως πρόσθεσε σε αυτο το λόγο ότι μέγα επιτάφιο αγώνα 

βλέπει για αυτόν να γινεται

 .


7.26.1 Οὕτως ἐν ταῖς ἐφημερίσι ταῖς βασιλείοις ἀναγέγραπται, καὶ ἐπὶ 

τούτοις ὅτι οἱ στρατιῶται ἐπόθησαν ἰδεῖν αὐτόν, οἱ μέν, ὡς ζῶντα ἔτι 

ἴδοιεν, οἱ δέ, ὅτι τεθνηκέναι ἤδη ἐξηγγέλλετο, ἐπικρύπτεσθαι δὲ αὐτοῦ 

ἐτόπαζον πρὸς τῶν σωματοφυλάκων τὸν θάνατον, ὡς ἔγωγε δοκῶ· τοὺς πολλοὺς 

δὲ ὑπὸ πένθους καὶ πόθου τοῦ βασιλέως βιάσασθαι ἰδεῖν 

Ἀλέξανδρον. Τὸν δὲ ἄφωνον μὲν εἶναι λέγουσι παραπορευομένης τῆς 

στρατιᾶς, δεξιοῦσθαι δὲ ὡς ἑκάστους τήν τε κεφαλὴν ἐπαίροντα μόγις 

καὶ τοῖν ὀφθαλμοῖν ἐπισημαίνοντα.

7.26.2 λέγουσι δὲ αἱ ἐφημερίδες αἱ βασίλειοι ἐν τοῦ Σαράπιδος τῷ ἱερῷ Πείθωνά 

τε ἐγκοιμηθέντα καὶ Ἄτταλον καὶ Δημοφῶντα καὶ Πευκέσταν, 

πρὸς δὲ Κλεομένην τε καὶ Μενίδαν καὶ Σέλευκον, ἐπερωτᾶν τὸν θεὸν εἰ 

λῷον καὶ ἄμεινον Ἀλεξάνδρῳ εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ θεοῦ κομισθέντα καὶ 

ἱκετεύσαντα θεραπεύεσθαι πρὸς τοῦ θεοῦ· καὶ γενέσθαι φήμην τινὰ ἐκ 

τοῦ θεοῦ μὴ κομίζεσθαι εἰς τὸ ἱερόν, ἀλλὰ αὐτοῦ μένοντι ἔσεσθαι

7.26.3 ἄμεινον. ταῦτά τε ἀπαγγεῖλαι τοὺς ἑταίρους καὶ Ἀλέξανδρον οὐ 

πολὺ ὕστερον ἀποθανεῖν, ὡς τοῦτο ἄρα ἤδη ὂν τὸ ἄμεινον. οὐ πόρρω δὲ 

τούτων οὔτε Ἀριστοβούλῳ οὔτε Πτολεμαίῳ ἀναγέγραπται. οἱ δὲ καὶ 

τάδε ἀνέγραψαν, ἐρέσθαι μὲν τοὺς ἑταίρους αὐτὸν ὅτῳ τὴν βασιλείαν 

ἀπολείπει, τὸν δὲ ὑποκρίνασθαι ὅτι τῷ κρατίστῳ· οἱ δέ, προσθεῖναι 

πρὸς τούτῳ τῷ λόγῳ ὅτι μέγαν ἐπιτάφιον ἀγῶνα ὁρᾷ ἐφ΄ αὑτῷ ἐσόμενον.

.

.

.

 

LUCY,ΘΕΑΤΡΟ ΤΡΙΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Το προφίλ στο woman online:

Lucy ,age 22

Hair, Eyes: Auburn, Brown

Build: 170 cm, 55 kg, Athletic

Education: Secondary School Education 

Languages: German,French

Reading E-Mail: Every day

Do you have a tattoo?

Standard

Smoking:

no

Drinking:

Light/Occasionally

Do sports

Rarely

Do you have a pet?

- none

Character

Extrovert (outgoing)

Would you like to move abroad?

Contemplating

Your unrealized crazy dream?

Fly the whole world with you

Κυρίως σε αυτή τη κοπέλα τον ενδιέφεραν οι δύο γλώσσες Αγγλικά,

Γαλλικά που μιλούσε,

της έστειλε e-mail:

Κυρια Λούσυ ενδιαφέρομαι να σας γνωρίσω

Κανόνισαν να συναντηθούν στη βίλα του

Η Λούσυ έμεινε κατάπληκτη από την πολυτέλεια του σπιτιού,

Το σπίτι,της είπε,είναι ουσιαστικό για τον άνθρωπο,μια προέκταση

της σπηλιάς του πρωτόγονου ανθρώπου,εκεί όπου ένιωθε ασφάλεια,

Η Λούσυ γέλασε,

Εσείς όμως δεν μοιάζεται καθόλου για πρωτόγονος,του είπε

Φαινομενικά όχι,της απάντησε,γιατί στο βάθος τίποτα δεν έχει αλλάξει 

στον άνθρωπο

Θελεται να πείτε τα ενστικτά του;είπε η κοπέλα

Ναι,οι κρυφές επιθυμίες,οι ορμές του,είπε εκεινος,μάλλον ο πρωτόγονος

άνθρωπος τις ικανοποιούσε άμεσα,χωρίς λογοκρισίες,απαγορεύσεις,

απωθήσεις,ενοχές,ηθικες

Ήταν ελευθέριος,είπε η Λούσυ

Ακριβώς,ελευθεριος,ακολουθοντας τις επιταγές της φύσης,

Την πηγε στην αίθουσα με την ιδιωτική του συλλογή:

έργα του Ba!thus,Delvaux,Magritte,Dali,

Η Λούσυ στάθηκε σε έναν πίνακα,

Η Thérèse Dreaming,είπε εκείνος,του Balthus,1938 

Όταν του είπεν ότι το έργο είναι προκλητικό,πορνό

Ο Balthus απάντησε:έτσι ένα νεαρό κορίτσι κάθεται σε μια καρέκλα,

Κάποτε,όταν ήμουνα μικρή,είπε η Λούσυ,ένας ζωγράφος φίλος του 

πατέρα μου του ζήτησε να ποζάρω σε ανάλογη θέση,ξαπλωμένη στο

κρεβάτι,του έδωσε την άδεια,εγώ ένιωθα μια διέγερση σε όλη τη 

διάρκεια της ζωγραφικής,την οποία,σας ομολογώ,τη νιώθω και τώρα

που βλέπω αυτόν τον πίνακα,

Έπειτα κάθισαν για δείπνο,

Το μενού:στρείδια,φράουλες περιχυμενες με μέλι καρύδια και αμύγδαλα,

σπαράγγια σαλάτα και αβοκάντο,τρούφα γαρνιρισμενη με σοκολατα,

κόκκινο κρασί 20ετιας,

Στο σαλόνι μέσα στο ημίφως η Λούσυ έπαιξε στο πιάνο το έργο Für Elise

του Beethoven

Όταν τελείωσε,Καταπληκτικό!Θεϊκό! αναφώνησε εκείνος,και της αρπαξε

τα χέρια,

Τι υπέροχα χέρια!

Τα έβαλε στο στόμα του,εκείνη ένιωσε τα δόντια του ,σαν να ήταν τη 

σάρκα τους που ήθελε να καταβροχθίσει,έκλεισε τα μάτια,η απόλαυση

την κυριεψε,

Έβγαλε το χέρι της από το στόμα του,

Εκείνη άνοιξε τα μάτια,

Σας άρεσε νταρλινγκ;τη ρώτησε

Πόσο υπέροχα! αναστεναξε εκείνη

Τώρα ήρθε η ώρα,της είπε,αυτή για την οποία ζήτησα να σας συναντήσω,

πρόκειται για θέατρο,μην σας φάνει παραξενο,μέσω της τέχνης φθάνουμε

στη καρδιά,στο βάθος των επιθυμιών μας,ένας λογικός παρατηρητής

θα έβλεπε κάτι παρανοϊκό,μια ανηθικότητα,εμάς αυτές οι συντηρητικές

ιδέες δεν μας αγγίζουν,ο άνθρωπος πάσει θυσία πρέπει να απολαμβάνει,

κι εγώ,δεν σας το κρύβω,θέλω να σας απολαύσω,είστε η ηθοποιός μου

και θα σας σκηνοθετήσω στο έργο μου,εσείς πρέπει να υποδυθειτε το 

ρολό,εγώ σαν θεατής,ο μοναδικός,θα απολαύσω την παράσταση με

όλες τις αισθήσεις μου,οξυμένες και διεργερμενες χωρίς όρια,

Ανυπομονώ,να προχωρήσουμε,είπε η Λούσυ με φωνή συγκινημένη,

Τότε ας αρχίζουμε,είπε εκείνος,

Γδυθητε,θα φορέσετε τα ρούχα που θα σας δώσω,

Η Λούσυ γδυθηκε,και φόρεσε ένα μαύρο σατέν κομπινεζον διάφανο,

ένα χρυσό περιδέραιο με διαμάντια,ένα λευκό εσώρουχο,μεταξωτες

κάλτσες μέχρι τη μέση των μηρών,μαύρα ψηλοτακουνα δερμάτινα

παπούτσια,

έβαψε τα χείλη κατακόκκινα,τόνισε με σκούρο μπλε μολύβι τα μάτια,

έβαλε χρυσά σκουλαρίκια,εκανε στα μαλλια wet look,

Είστε αξιολατρευτη!,αναφώνησε,ακαταμάχητη! αυτό που ονειρευτηκα,

που επιθυμώ,αυτό βλέπω ακριβώς μπροστά μου,

τώρα θέλω να καθίσετε σε αυτόν τον λευκό καναπέ στη θέση της

Thérèse Dreaming του Balthus,

κλείστε τα μάτια,

εγώ απέναντι σας παρατηρώ,ένας είδος voyeurism,εσείς μπορείτε να

φανταστείτε τι κάνω,να ονειρευτείτε και να συμμετάσχετε σε όλες 

τις πράξεις,που θα σας ζητήσω,μάλλον θα σας διαταξω,

Η Λούσυ ονειρευθηκε τον άντρα απέναντι της και σε ότι της ζήτησε

συμμετειχε απολαμβάνοντας το,

Την ξύπνησε η φωνή του αντρα

Η πρώτη πράξη ολοκληρώθηκε

Τώρα η δεύτερη πράξη

Εδώ,πάλι στη στάση της Thérèse,θα υποδυθειτε,διαβάζοντας,δύο 

λατρευτες γυναίκες,είδωλα,οι οποιες απόλυτα με εξιταρουν,

η μία είναι η Justine,του Marquis de  Safe,από το μυθιστόρημα του 

JUSTINE OULES MALHEURS DE LA VERTU,1791

και η άλλη η Leni,με τα κολλημενα ,τόσο ερωτικά,δάκτυλα,από το

μυθιστόρημα DER PROZESS  Η Δική, του Franz Kafka ,1912

Ορίστε τα κείμενα,διαβάστε,ας η απόλαυση μας είναι αμοιβαια,

Εγώ η Justine του Marquis de Sade,ακούει τη φωνή της:

– Tu te trompes, Thérèse, il n'y a pas de fourberies que le

 loup n'invente pour attirer l'agneau dans ses pièges : ces ruses

 sont dans la nature, et la bienfaisance n'y est pas ; elle n'est qu'un

 caractère de la faiblesse préconisée par l'esclave pour attendrir

 son maître et le disposer à plus de douceur ; elle ne s'annonce

 jamais chez l'homme que dans deux cas : ou s'il est le plus faible,

 ou s'il craint de le devenir. La preuve que cette prétendue vertu

 n'est pas dans la nature, c'est qu'elle est ignorée de l'homme le

 plus rapproché d'elle

τι υπέροχη φωνή!αισθάνεται,πως γλύφει τις λέξεις!πως τις υγραίνει!

πως τις ρούφα!τι ισχυρή ηδονή αναβλύζει!

Και τώρα,Εγώ η Leni του Franz Kafka,ακούει τη φωνή της

»Das ist kein Vorteil«, sagte Leni. »Wenn sie keine sonstigen Vorteile hat, 

verliere ich nicht den Mut. Hat sie irgendeinen körperlichen Fehler?« 

»Einen körperlichen Fehler?« fragte K. »Ja«, sagte Leni, »ich habe nämlich

 einen solchen kleinen Fehler, sehen Sie.« Sie spannte den Mittel- und

 Ringfinger ihrer rechten Hand auseinander, zwischen denen das Verbindungs

häutchen fast bis zum obersten Gelenk der kurzen Finger 

reichte. K. merkte im Dunkel nicht gleich, was sie ihm zeigen wollte, 

sie führte deshalb seine Hand hin, damit er es abtaste. »Was für ein 

Naturspiel«, sagte K. und fügte, als er die ganze Hand überblickt hatte, 

hinzu: »Was für eine hübsche Kralle!« Mit einer Art Stolz sah Leni zu, 

wie K. staunend immer wieder ihre zwei Finger auseinanderzog und 

zusammenlegte, bis er sie schließlich flüchtig küßte und losließ. 

Βλέπει,απέναντι του,την υγρή,μυρωδικη γυναίκα,μια οπτασία,ακούει

τη φωνής της που δαγκώνει τρυφερά τις λέξεις,μια αφατή γλυκυκητα

»Oh!« rief sie aber sofort, »Sie haben mich geküßt!« Eilig, mit offenem 

Mund erkletterte sie mit den Knien seinen Schoß. K. sah fast bestürzt 

zu ihr auf, jetzt, da sie ihm so nahe war, ging ein bitterer, aufreizender 

Geruch wie von Pfeffer von ihr aus, sie nahm seinen Kopf an sich, beugte 

sich über ihn hinweg und biß und küßte seinen Hals, biß selbst in seine 

Haare. »Sie haben mich eingetauscht!« rief sie von Zeit zu Zeit, »sehen 

Sie, nun haben Sie mich eingetauscht!« Da glitt ihr Knie aus, mit einem 

kleinen Schrei fiel sie fast auf den Teppich, K. umfaßte sie, um sie 

noch zu halten, und wurde zu ihr hinabgezogen. »Jetzt gehörst du mir«, 

sagte sie. »Hier hast du den Hausschlüssel, komm, wann du willst«, 

waren ihre letzten Worte, und ein zielloser Kuß traf ihn noch im 

Weggehen auf den Rücken.

Και τώρα,η τρίτη πράξη,η τελευταία της παράστασης,είπε εκείνος,

Είσαι η Λούσυ

Εγώ είμαι η Λούσυ,είπε η κοπέλα

Εκείνος σηκώθηκε,την πλησίασε,

Η γυναίκα,τα μαύρα ψηλοτάκουνα,οι μεταξωτές κάλτσες,το λευκό εσώρουχο,

το διάφανο μαύρο κομπινεζον,το περιδέραιο,τα κόκκινα χείλη,τα βαμμένα με 

μπλε μολύβι μάτια,τα χρυσά σκουλαρίκια,τα wet look μαλλιά,

όλες οι αισθήσεις του έντονα παρούσες:όραση,γεύση,οσφρηση,ακουη,αφή,

η σάρκα του,με όλα αυτά τα εφόδια,σμιχθεικε με τη σάρκα της,

Ολοκλήρωση αυτής της Πράξης.


Την άλλη μέρα,ο άντρας πλήρωσε τη Λούσυ,δινοντας της ένα μεγάλο ποσόν,


Χώρισαν και δεν ξανασυναντηθηκαν,απόφαση του κυρίου,ποτέ αλλη φορα.


Από αυτή την συνάντηση μόνο η φωτογραφία της Λούσυ μένει που της

τράβηξε λίγο πριν φύγει απο τη βίλα,πειστήριο της αλήθειας της ιστοριας



.

.

.

 


(Ανθρώπινα Εσωτερικά)

PHOTOGRAFY- χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


της έδωσε τις φωτογραφίες,εντάξει,

είπε, τον πληρωσε

τις κοίταξε,είναι ακριβώς ότι θέλω,είπε,η φωνή του σκληρη,τον πλήρωσε,

της έδειξε τις φωτογραφίες,

εκείνη αντέδρασε,

είναι φωτομοντάζ,

πιθανόν,την έκοψε,μόνο που σε αυτό το φωτομοντάζ η πρωταγωνίστρια

είσαι εσύ,η φωνή του κυνικη

είσαι αδίστακτος,του φώναξε,δεν εχεις το δικαίωμα,

και συ πρόστυχη,μια τσουλα,

τώρα αποκαλυφθηκες,

άρπαξε τις φωτογραφίες και τις

έσχισε,τις πέταξε στο δωματιο,

εκείνες σκόρπισαν,

τις κλώτσησε,

το πτώμα σου πουτανα,

σκότωσε με,ουρλιάζει εκείνη,

γιατί δεν το κάνεις;δειλε,

θα το'θελες να με κλείσεις φυλακή,όχι δεν θα σε σκοτώσω,

ζήσε,

άνοιξε τη πόρτα και βγήκε 

χωρίς να τη κλείσει,

άκουσε το δυνατό,σαρκαστικο γέλιο του καθώς

κατέβαινε τις σκάλες,

την εξώπορτα ν'ανοιγει και να κλείνει,

έπειτα σιωπή,

κάθονταν ακίνητη στον καναπέ,

σιωπή,δεν αντέχω τη σιωπή,θα

τρελαθώ,

μάζεψε τις σχισμένες φωτογραφίες,

το πρόσωπο της κομματιασμένο,

ναι,αυτή είναι,αυτή έκανε αυτό,

αυτό που έκανε είχε αυτό το αποτέλεσμα,

χτύπησε το  τηλεφωνο της,

ήταν ο άλλος,

του είπε για τις φωτογραφίες,

σου είπα να φυλαγομαστε,τώρα

τι γίνεται;

θέλω να χωρίσουμε,του είπε,

και του έκλεισε το τηλέφωνο,

πρέπει να φύγω από αυτό το σπίτι και τις φωτογραφιες του,

βγήκε έξω από το σπίτι,

πέταξε το τηλέφωνο στα σκουπίδια,

εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε σε ξενοδοχείο,

δεν ήθελε να είναι η εκδίκηση

κανενός,

ενοικιασε αλλού σπίτι,

πέρασε καιρός,

σε κάποιο κεντρικό καφέ,απέναντι της κάθονταν ο φωτογραφος,εκείνος τη 

γνώρισε,της χαμογέλασε με νόημα,

εκείνη έκανε πως δεν τον γνώρισε,

άλλωστε η γνωριμια τους τελείωσε,τον πλήρωσε για τις φωτογραφίες,αυτό 

που ήθελε 

το πέτυχε,να απελευθερωθεί,

έστω και με κίνδυνο,

πλήρωσε τον καφέ και έφυγε,

περπάτησε,

η πόλη τεράστια γύρω της,

αυτή ανώνυμη μέσα στο πλήθος,

ήταν επιτέλους ελευθερη,

το θέατρο τελείωσε.

.

.

.



Requiem for Rosa Luxemburg

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


(Bertolt Brecht)

Die rote Rosa nun such verschwand

Wo sie liegt is unbekannt

Weil sie den Armen die Wahrheit gesagt

Haben sie die Reichen aus der Welt gejagt

σαν ζώα στον ζωολογικό κήπο,εκείνα μέσα στα κλουβιά υπάκουα,

εγώ,εσύ,εμείς πρέπει να φωνάξουμε,να πούμε αυτό που συμβαίνει

ένας πυροβολισμός

ο Καρλ νεκρός

όχι ο Karl Liebknecht ζει,ήταν είναι θα ειναι

ακούγονται οι τρομπέτες,

Die rote Rosa nun such verschwand

Η κόκκινη Ρόζα επίσης τώρα έχει εξαφανισθεί

την μεταφέρουν στο Hotel Eden,

εδώ εισαι στον Παράδεισο,την χτυπάνε με το τουφέκι στο κεφάλι και 

στους ωμους,μην πάρετε μέρος στον πόλεμο,μην είστε υπηρέτες

του μιλιταρισμού,το όπλο χτυπά το κεφάλι,το κέντρο της σκέψης,

Rosa Rosalia Luxemburg Jew,προφίλ,φωτό, ηλικία 47 χρόνων

χτύπησαν την διαδηλωση,30-40 πτώματα στο δρόμο,οι εργάτες ήρθαν

και τα σήκωσαν,Δολοφόνοι!η Ευρώπη θα γίνει σοσιαλιστική!

Ευρωπαϊκή Πολιτεία!

Wo sie liegt is unbekannt

Που αυτή βρίσκεται είναι αγνωστο

την σέρνουν σε ένα σταματημενο αυτοκίνητο έξω από το Hotel

Ελευθερία μόνο για τα μέλη της κυβέρνησης,για τα μέλη του κομματος,

όσο μεγάλος και να είναι ο αριθμός τους,δεν είναι ελευθερία.

η βαρβαρότητα των Freikorps

ο Θρακιώτης Σπαρτακος

ο στρατιώτης τράβηξε το όπλο

Freiheit ist immer die Freiheit des Andersdenkenden

Ελευθερια είναι η ελευθερία αυτού που σκέφτεται διαφορετικά

Ο στρατιώτης ψυχρός εκτελεστής

Μιλάει η Rosa Luxemburg

Εδώ,κάθε μέρα δύο,τρία άτομα είναι μαχαιρωμένα από τους στρατιώτες,

συλλήψεις καθημερινές,

Γιατί αυτή στους φτωχούς την αλήθεια ειπε

Ο στρατιωτης την πυροβολεί

Weil sie den Armen die Wahrheit gesagt

Ένα τριαντάφυλλο κόκκινο αίμα στα χείλη της

Θάνατος,θάνατοι,για να αυξηθούν τα κερδη

Landwehr canal,η κατάδυση στα νερά,ένα ανθρώπινο σώμα κάτω από

τα παγωμένα νερά,

μια γυναίκα,η Rosa Luxemburg πνιγμενη 15 Ιανουαρίου 1919

Haben sie die Reichen aus der Welt gejagt

Οι πλούσιου την έχουν εκδιώξει από τον κοσμο

Περπατά κουτσενοντας,εδώ γύρω στις φυλακές μας,οποίος δεν κινείται,

μας λέει,δεν καταλαβαίνει τις αλυσίδες του

Die rote Rosa nun such verschwand

Wo sie liegt is unbekannt

Weil sie den Armen die Wahrheit gesagt

Haben sie die Reichen aus der Welt gejagt

(Bertolt Brecht)

.

.

.

 


ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΑΠΟΨΕ ΕΙΝΑΙ:

Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΉΣ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Χατζηβατης:(φωνάζει έξω από τη παράγκα)Καραγκιόζη

Καραγκιόζη βγες έξω

Καραγκιόζης:,(πετάγεται έξω)εσύ βρε γρουσουζη;

Χατζηβατης:γιατί ποιον περίμενες;

Καραγκιόζης:τους άλλους,τους αποτετοιους

Χατζηβατης:τους ποιους;

Καραγκιόζης:τους μυστικούς,τους μυστήριους

Χατζηβατης:βρε τι μυστήρια είναι αυτά;τι σου συμβαίνει;

Καραγκιόζης:θες να μάθεις;

Χατζηβατης:και βέβαια φίλος μου είσαι

Καραγκιόζης:(πολύ σοβαρά)είμαι κομμουνιστής

Χατζηβατης:(γελάει)εσύ;από ποτέ;

Καραγκιόζης:από πάντα

Χατζηβατης:έλα τώρα κοροιδευεις

Καραγκιόζης:είμαι προλετάριος και όχι πλανηταριος,δεν έχω ιδιοκτησία

στα μέσα παραγωγής,είμαι εργατική δύναμη προς εκμεταλλευση

Χατζηβατης: μα ποτέ δούλεψες για να σε εκμεταλλευτούν;

Καραγκιόζης:ποτέ των ποτων,δεν θα τους χαρισω την υπεραξία μου

Χατζηβατης:τι ;ποια υπεραξία σου;

Καραγκιόζης:αν για να παραχθεί ένα α προϊόν χρειάζεται χ χρονο

και συ δουλεύεις περισσότερο χρόνο,ας πούμε ψ,τότε τη διαφορά της

εργασίας ψ-χ την καρπώνεται ο καπιταλιστής,κι αυτή είναι η υπεραξία

Χατζηβατης:και που τα'μαθες εσύ αυτά;

Καραγκιόζης:να διαβάσεις το Κεφάλαιο του Μαρξ,ν'ανοιξεις τα στραβά

σου,αν δεν συνειδητοποιήσεις πως λειτουργεί ο καπιταλισμός

δεν θα τον ανατρέψεις

Χατζηβατης:γιατί να τον ανατρέψω,έχω την ησυχία μου,την βολεψη μου

Καραγκιόζης:αυτή η ησυχία θα σε φαει,να ξέρεις όλα θα αλλάξουν,θέλουν

δεν θέλουν,δεν σταματάει η ιστορία,

Χατζηβατης:τι ιστορομανας;τι'ναι αυτά; τι λες;

Καραγκιόζης:δεν τα λέω εγώ,τα λέει ο ιστορικός υλισμός,η ανθρωπότητα

από τη δουλοκρατια πέρασε στην φεουδοαρχια από κει στον καπιταλισμό 

και νομοτελειακά θα καταλήξει στον σοσιαλισμο,

αυτά είναι τα στάδια,και πάει τελείωσε

Χατζηβατης:φοβάμαι για σένα,είσαι αγνώριστος,έχασες το χιούμορ σου

Καραγκιόζης:τέρμα αυτά,χιούμορ,σαχλαμαρες,μικροαστικές αγκυλώσεις,

όλα υπόκεινται στην πάλη των τάξεων,από δω και πέρα όλα τα έργα του Καραγκιόζη θα εξηγούνται μαρξιστικά,δεν είναι κωμωδιουλες της πλάκας,

με χοντρά αστεία,όλα ταξικά ξεγελασματα,να σε αποκοιμησουν απ'τα 

πραγματικά προβληματα

Χατζηβατης:ταξικά;δηλαδη;

Καραγκιοζης:θες μαρξιστική ανάλυση;να,εσύ ο Χατζηβατης είσαι ο μικροαστός υπηρέτης των αφεντάδων,ο μπάρμπα Γιώργος είναι ο εκπρόσωπος της  αγροτοκτηνοτροφικης ταξης που σύρεται από'δω  κι από'κεί,ο Νιονιος ξεπεσμενος ψευτοαριστοκρατης,ο Σταύρακας λούμπεν στοιχείο,

μαχαιροβγάλτες,κλεφτρονια,ο Μέγας Αλέξανδρος Ιμπεριαλιστης,ο Μορφονιος αστικό βουτυροπαιδο,η Αγλαία η γυναίκα μου η καταπιεσμένη γυναίκα,τα Κολλητηρια  τα φτωχοπαιδα της εργατικής τάξης

Χατζηβατης:κι εσύ τι είσαι;

Καραγκιόζης:η εργατική τάξη αυτοπροσώπως

Χατζηβατης:ο Καραγκιόζης;εργατική τάξη;συμμαζέψου γιατί θα σε μαζέψουν

Καραγκιόζης:δεν φοβάμαι,Όλα,να ξέρεις, κατακτωνται με ταξικούς αγώνες

Χατζηβατης:κι είσαι αληθεια κομμουνιστής;

Καραγκιόζης:αμ'τι ψέματα,δεν πεινάω;

Χατζηβατης:πεινας

Καραγκιόζης:είμαι πλούσιος;

Χατζηβατης,όχι,φτωχός

Καραγκιόζης:δεν δουλεύω μεροκάματο;

Χατζηβατης:εσύ; πότε;

Καραγκιόζης:δεν παίζω Καραγκιόζη;

Χατζηβατης:παίζεις,και τι μ'αυτο;

Καραγκιόζης:μεροκάματο δεν είναι αυτό;βιομηχανία είναι;καράβια;τράπεζες;

Χατζηβατης:όχι βέβαια,μεροκάματο

Καραγκιόζης:η παράγκα μου δεν είναι ετοιμόρροπη; είναι βίλα;

Χατζηβατης:από την ανάποδη

Καραγκιόζης:κλέβω;

Χατζηβατης:άλλο καλό

Καραγκιόζης:κλέφτης είμαι δεν είμαι επενδυτης

Χατζηβατης:πολύ σωστά

Καραγκιόζης:δεν λέω ψέματα;

Χατζηβατης:αν λες;με το τσουβάλι

Καραγκιόζης:ψεύτης είμαι δεν είμαι πολιτικος

Χατζηβατης:κι αυτό πολύ σωστό

Καραγκιόζης:και τώρα,συνήθεια είναι,ψέματα λέω

Χατζηβατης:πως είσαι κομμουνιστής;

Καραγκιόζης:ναι κομμουνιστής

Χατζηβατης:είπα κι εγώ,ο Καραγκιόζης Κομμουνιστής;

Καραγκιόζης:λάθος,είπα τώρα δεν είμαι,που θα παει όμως θα γίνω,

χρειάζεται πολλα καρβέλια να φάω,δεν πατάς ένα κουμπί και γίνεσαι

κομμουνιστής,

όμως το βλέπω καθαρά στο μέλλον θα παίξω οπωσδηποτε το Έργο

ο Καραγκιόζης Κομμουνιστής,

Χατζηβατης:και τώρα τι παίζεις;

Καραγκιόζης:προς το παρόν ονειρεύομαι και θα ξυπνήσω,

να τώρα ακούω να μου φωνάζεις Καραγκιόζη Καραγκιόζη βγες έξω,

με θέλεις για τις εργολαβίες,και τα ντελαλισματα,που σου αναθέτουν

οι διαφορες εξουσιες

Χατζηβατης:(φωνάζει έξω από τη παράγκα)Καραγκιόζη

Καραγκιόζη βγες έξω

Καραγκιόζης:,(πετάγεται έξω)εσύ βρε γρουσουζη;τι με ξυπνάς;πάνω,

στο καλλιτερο,που είχανε στρώσει τραπέζι να φαω,κάτι μακαρόνια 

με μπόλικη κόκκινη σαλτσα

Χατζηβατης:έλα άσε τα όνειρα κι έλα στην πραγματικότητα,σε θέλω 

να με βοηθήσεις στο τελαλημα,με το αζημιωτο

Καραγκιόζης:ωπ,δεν γίνεται,κάνω απεργία

Χατζηβατης:σε τι απεργία;

Καραγκιόζης:στην εκμετάλλευση της Υπεραξιας.

Προλετάριοι Όλων των Λαών Ενωθείτε

.

.

.


Το όνειρο

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


στο ονειρο της είδε εκείνο τον άνθρωπο,δεν ξαναξυπνησε για να συνεχίσει να

τον ονειρεύεται,να μην το χασει,

γιατί ήξερε πως στην πραγματικοτητα ποτέ δεν θα τον ευρισκε.

.

.

.



Αδελφοί Γκριμ, Παραμύθια

Τα δώδεκα αδέλφια και η μικρη αδελφή

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Μια φορά ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα, αυτοι είχαν δώδεκα  

παιδια όλα μαζί,που όλα ήταν αγόρια.Κι ο βασιλιάς είπε,αν το δέκατο 

τρίτο παιδί ενα κορίτσι ήταν,τότε όλα τα δώδεκα παιδιά του θα σκότωνε,

αλλά αν αυτό πάλι γιος ήταν,θα έπρεπε αυτα να ζήσουν.

Επειδή η βασίλισσα πολύ στεναχωρήθηκε κι είχε στους δώδεκα γιους 

της μεγάλη αγάπη στη καρδιά πήγε στους δώδεκα γιους και τους είπε:

ο βασιλιάς ο πατέρας σας είπε,αν εγω ένα κορίτσι κάνω,εσάς θελει

όλους να σκοτωσει,αλλά αν αυτό μια μικρή αδελφή ήταν,θέλει εσείς

όλοι να ζήσετε,

Κι η μητέρα τους συμβουλεύει και τους λέει:

της καρδιας μου παιδιά πηγαίνετε στο δάσος,κι αν ένας γιος είναι,

τότε ψηλά πάνω στον πύργο μια λευκή σημαία θα σηκώσω,αλλά

αν κορούλα είναι,μια κόκκινη,κι ο πατέρας σας δεν θα μπορεί να

σας σκοτώσει.

Έτσι πήγαν τα δώδεκα παιδιά στο δάσος και κοιτούσαν όλες τις μέρες

προς τον πύργο και δεν έβλεπαν καμία σημαία να ανεμίζει,αλλά

μια μέρα είδαν μια κόκκινη σημαία να ανεμίζει,και θύμωσαν πολύ,

ότι για χάρη ενός κοριτσιου όλα πρέπει να πεθάνουν κι ορκίστηκαν

να ζήσουν μέσα στο δάσος και κάθε κορίτσι που εκεί μέσα θα

έρχονταν να παραφυλαξουν και να το σκοτωσουν,

και κάθε μέρα πήγαιναν τα έντεκα απ'αυτα για κυνήγι κι ένα έπρεπε 

με τη σειρά πάντα στο σπίτι να μένει και να μαγειρεύει και το νοικοκυριό 

να φροντίζει.

Κι η μικρή αδελφή ήταν εντελώς μόνη στο σπίτι,και μια μέρα που είχε 

πολύ  χρόνο στη διάθεσή της,βγήκε έξω κι έφτασε στο δασος και μπήκε μέσα,όπου τα δώδεκα αδέλφια της κατοικούσαν,αλλ'αυτα όλα είχαν 

πάει έξω εκτός το ένα που έπρεπε να μαγειρέψει.

Κι όπως αυτό το κορίτσι είδε,ήθελε να το σκοτώσει,επειδή έτσι είχε

ορκιστεί,τοτε τον παρακάλεσε το κορίτσι για τη ζωή και επίσης θα του

μαγειρεύε και το σπίτι θα περιποιούνταν,αν το άφηνε να ζησει,

και για καλή τύχη,ήταν ο πιο νεώτερος αδελφός,που την λυπήθηκε και

της υποσχέθηκε πως θα την αφήσει να ζήσει,

και σαν οι άλλοι έντεκα απ'τό κυνήγι στο σπίτι ήρθαν,τόσο ξαφνιάστηκαν

το κορίτσι ζωντανό να βρουν κι ο πιο νεώτερος αδελφός μίλησε κι είπε:

αγαπητά μου αδέλφια,αυτό είναι το νεαρό κορίτσι που στο δάσος μέσα

έχει έρθει κι εμένα έχει τόσο πολύ για τη ζωή του παρακαλέσει,έτσι 

έχω σκεφτεί,πως θα μπορουσε να μας μαγειρευει και το νοικοκυριό

να φροντίζει,έτσι που θα μπορούσαμε όλοι κι οι δώδεκα για κυνήγι

να πάμε.

Και σ'αυτο συμφωνησαν τ'αλλα αδέλφια κι από δω και πέρα πήγαιναν 

πάντα όλα και τα δώδεκα έξω για κυνήγι κι η μικρή αδελφή εμενε μόνη

στο σπίτι,έκανε τα κρεβάτια και μαγείρευε το φαγητό.

Τώρα μια μέρα,που οι δώδεκα αδελφοί πάλι έξω ήταν,πήγε η μικρή

αδελφή στο δάσος να περπατήσει κι έφτασε σ' ένα άνοιγμα ,εκεί ήταν

δώδεκα λευκά κρίνα,που ήταν τόσο ομορφα κι όλα μαζί τα έκοψε.

Εκεί ήταν μια γριά,που μίλησε:αχ κορούλα μου γιατί δεν έχεις αφήσει

τα άνθη του χρόνου να στέκονται όρθια,αυτά είναι τα δώδεκα αδέλφια

σου κι αυτά πρέπει τώρα όλα σε δώδεκα κοράκια να μεταμορφωθούν.

Τότε άρχισε η μικρή αδελφή να κλαπεί απ'τη μεγάλη της στεναχώρια,

για ότι είχε κάνει κι είπε,αν κάποιος τρόπος ήταν ,τα δώδεκα αδέλφια

να λυτρώσει.

Η γριά είπε:είναι μονάχα ένας,αλλ'ομως είναι πολύ δύσκολος.

Και το παιδί μίλησε:αν μπορούσε να του τον πει.

Τότε αυτή είπε:εσύ πρέπει για δώδεκα ολόκληρα χρόνια βουβή να

είσαι και ούτε μια λέξη να μιλησεις κι αν ακόμα μία ώρα μονάχα από

τα δώδεκα χρόνια λειπει,κι έχεις μια μονάχα λέξη μιλήσει,τότε

όλα είναι κατεστραμμένα και τ'αδελφια σου ποτέ πια δεν θα λυτρωθούν.

Το κορίτσι πήγε στο δάσος και κάθησε μέσα σ'ενα κουφαλιασμενο 

δέντρο κι ύφαινε,

μια φορά  πήγε ένας βασιλιάς για κυνήγι και το σκυλί του γαυγισε

μπροστά απ'το δέντρο,

(τότε ο βασιλιάς είδε το όμορφο κοριτσι και του ειπε):

αν θέλει μαζί του στο βασίλειο να ερθει κι αυτόν αν θέλει να παντρευτεί.

Αλλ'αυτο ήταν εντελώς σιωπηλό και δεν απάντησε ούτε μια συλλαβη.

Τότε αυτός το πήρε μαζί του κι εκανε γάμο μαζί του,

αλλά η πεθερά δεν μπορούσε αυτό να ανεχθει και πίστευε πως αυτό 

ήταν ένα ανηθικο κοριτσι.

Η κακια πεθερά άρχισε τώρα,αυτό στον βασιλιά να συκοφαντεί και

γι'αυτό τα πιο αισχρά πράγματα να λέει,κι επειδή αυτό ούτε με μια

συλλαβη δεν υπερασπίστηκε τον εαυτό του,στο τέλος πειστηκε ο

βασιλιάς και το καταδίκασε σε θάνατο και διέταξε μια μεγάλη φωτιά

να ετοιμαστεί κι αυτό να καει.

Κι όταν αυτό στη φωτιά ήταν,τότε ήταν ακριβώς η τελευταία ώρα

περασμενη από τα δώδεκα χρόνια κι οι άνθρωποι άκουσαν έναν θόρυβο

στον αερα και δώδεκα κοράκια ήρθαν πετώντας,σαν αυτά πάνω στη γη έφτασαν,εγιναν  δώδεκα βασιλοπούλα κι απελευθέρωσαν την μικρή τους αδελφή,κι ηαθωότητα της ήρθε στο φως της μέρας,

η κακια πεθερά όμως μέσα σ'ενα βαρέλι με καυτο λάδι ρίχτηκε,όπου 

μέσα φαρμακερά φίδια ηταν 

.

.

Brüder Grimm  Märchen

Zwölf Brüder und das Schwesterchen.


Es war einmal ein König u. eine Königin, die hatten

zwölf Kinder zusammen, die waren alle Jungen. Und der

König sprach, wenn das dreizehnte Kind ein Mädchen

wäre, so wollte er alle seine 12 Söhne umbringen, wenn es

aber wieder ein Sohn wäre, so sollten sie am Leben blei-

ben. Da wurde die Königin gar traurig u. hatte ihre 12

Söhne von Herzen gar lieb u. ging zu ihren 12 Söhnen

und sprach zu ihnen: der König euer Vater hat gesagt,

wenn ich ein Mädchen kriegte, so wollte er euch alle um-

bringen, wenn es aber noch ein Brüderchen wäre, so woll-

te er euch alle leben laßen. Und die Mutter rieth ihnen u.

sprach: herzliebe Kinder geht in den Wald, u. wenn es ein

Söhnchen ist, so will ich oben auf dem Thurm eine weiße

Fahne aufstecken, ist es aber ein Töchterchen, eine rothe,

so kann euch der Vater doch nicht tödten. Also gingen die

zwölf Kinder in den Wald und guckten alle Tage nach dem

Schloß u. sahen immer keine Fahne wehen, eines Tags

aber sahen sie eine rothe Fahne wehen, u. wurden recht

erzürnt, daß sie um eines Mädchens willen alle hätten ster-

ben sollen u. schwuren sie wollten im Wald leben u. jedem

Mädchen das hinein käme aufpaßen und wollten es um-

bringen, u. jeden Tag gingen elf von ihnen auf die Jagd

und einer mußte abwechselnd immer zu Haus bleiben u.

kochen u. den Haushalt führen.

Und das Schwesterchen war ganz allein zu Haus, u. ei-

nes Tags wurde ihm die Zeit gar zu lang, da ging es aus u.

kam in den Wald, u. kam dahin, wo seine zwölf Brüder

wohnten, die waren aber alle ausgegangen auser der eine,

der kochen mußte. Und wie er das Mädchen sah, so wollte

er es umbringen, denn er hatte den Schwur also gethan, da

flehte ihn das Mädchen um das Leben u. es wollte ihnen

auch kochen u. das Haus zurechthalten, wenn er es leben

ließe, und zum Glück, war es der jüngste Bruder, der wur-

de erbarmt und versprach ihm das Leben zu laßen, u. als

die andern elf von der Jagd nach Haus kamen, so verwun-

derten sie sich das lebendige Mädchen zu finden u. der

jüngste Bruder sprach und sagte: liebe Brüder, da ist das

junge Mädchen in den Wald hereingekommen u. hat mich

so sehr um ihr Leben gebeten, so habe ich gedacht, es

könnte uns kochen u. den Haushalt führen, so könnten

wir auch alle zwölf zusammen auf die Jagd gehen. Und da

ließen es die andern Brüder zu, u. nun gingen sie immer

alle zwölf aus auf die Jagd u. das Schwesterchen blieb al-

lein zu Haus, machte die Betten und kochte das Eßen.

Nun eines Tags, da die zwölf Brüder wieder aus waren,

ging das Schwesterchen in den Wald spazieren u. kam an

einen Platz, da standen zwölf weiße Lilien, die waren so

schön und es brach sie alle miteinander ab. Da war eine

alte Frau, die sprach: ach mein Töchterchen warum hast

du die zwölf studentenblumen nicht stehen gelaßen, das

sind deine zwölf Brüder und die müßen nun alle in zwölf

Raben verwandelt werden. Da fing das Schwesterchen an

zu weinen vor großer Traurigkeit, daß es das gethan hätte,

und sagte, ob denn gar kein Mittel wäre, die zwölf Brüder

zu erlösen. Die alte Frau sagte: es ist nur eines, das ist aber

sehr schwer. Und das Kind sprach: sie mögte es nur sagen.

Da sagte sie: du mußt zwölf ganze Jahr stumm seyn u.

kein einziges Wort reden und wenn nur noch eine Stunde

an den zwölf Jahren fehlte, u. du hättest ein einziges Wort

geredet, so ist alles verdorben u. deine Brüder werden

nimmermehr erlöst.

Das Mädchen geht in den Wald u. setzt sich in einen

holen Baum u. spinnt, einmal geht ein König auf die Jagd

u. sein Hund bellt vor dem Baum pp: ob es mit in sein

Königreich kommen u. ihn heirathen wollte. Es war aber

ganz still und antwortete keine Silbe. Da nahm er es mit

sich u. hielt Hochzeit mit ihm, die Schwiegermutter konn-

te es aber nicht leiden u. meinte es sey ein gemeines Mäd-

chen. Die böse Schwiegermutter fing nun an, es bei dem

König zu verleumden u. ihm die schändlichsten Dinge

nachzusagen, u. weil es sich mit keiner Silbe vertheidigte,

so glaubte es zuletzt der König u. verurtheilte es zum

Tode, u. befahl ein großes Feuer anzumachen u. es zu ver-

brennen. Und als es am Feuer stand, so war eben die letzte

Stunde verfloßen von den zwölf Jahren u. man hörte ein

Geraüsch in der Luft und zwölf Raben kamen geflogen,

als sie auf die Erde kamen, wurden sie zwölf Königssöhne

u. machten ihre Schwester los, und ihre Unschuld kam an

den Tag, die böse Schwiegermutter wurde aber in ein Faß

siedenden Öls gethan, worin giftige Schlangen waren.

.

.

.



Αδελφοί Γκριμ, Παραμύθια

Brüder Grimm,Märchen

Οι τρεις νάνοι στο δασος

Die drei Männlein im Walde

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ήταν ένας άντρας,που πέθανε η γυναίκα του,και μια γυναίκα,που πέθανε

ο άντρας της,

ο άντρας είχε μια κόρη κι η γυναίκα επίσης ειχε μια κόρη.

Τα κορίτσια γνωρίζονταν το ένα το αλλο και πήγαν μαζί να περπατήσουν 

κι ύστερα ήρθαν στο σπίτι της γυναίκας.

Εκει είπε αυτή στη κόρη του άντρα:Άκου,πες στον πατέρα αου,πως θέλω 

να τον παντρευτώ,τότε κάθε πρωί στο γάλα θα πλένεααι και κρασί θα πίνεις,

ενω η κόρη μου στο νερό θα πλένεται και νερό θα πίνει.

Το κορίτσι πήγε στο σπίτι κι είπε στο πατέρα του,τι η γυναίκα του'χε πει.

Ο άντρας ειπε.Τι πρέπει να κάνω;Η παντρεια είναι χαρά  κι είναι επίσης

βάσανο.

Τελικά,αφού καμία απόφαση δεν μπορούσε να πάρει,τράβηξε τη μπότα του,

κι είπε.Παρε αυτή τη μπότα,που έχει στη σόλα μια τρυπα,σηκωσε την από

κάτω,κρεμασε την σ'αυτό το μεγάλο καρφί και χύσε  νερό μέσα.Αν κρατήσει 

το νερό,τότε θέλω πάλι μια γυναίκα να πάρω,αλλά αν περάσει από μέσα,

τότε δεν θέλω να παρω.

Το κορίτσι έκανε,όπως του ζητήθηκε,αλλά το νερό κολλησε τη τρύπα κι 

η μπότα γέμισε νερό μέχρι πάνω.

Το ανάγγειλε στον πατέρα του,τι συνέβηκε.

Ανέβηκε ο ίδιος,και σαν ειδε,ότι σωστό ήταν,πήγε στη χήρα και την αρραβω-

βιάστηκε,κι ο γάμος τελέστηκε.

Τ'αλλο πρωί,όταν τα δύο κορίτσια σηκωθηκαν,ήταν μπροστά απ'του άντρα 

την κόρη γάλα για πλύσιμο και κρασί για να πιει,ενώ μπροστα απ'της γυναίκας

την κόρη ήταν νερό για πλύσιμο και νερό για  να πιει.

Στο δεύτερο πρωινό ήταν νερό για πλύσιμο και νερό για να πιει τόσο καλό μπροστά απ'του άντρα την κόρη όπως μπροστά απ'της γυναίκας τη κορη.

Και στο τριτο πρωινό ήταν νερό για πλύσιμο και νερό για να πιει μπροστά 

απ'του άντρα την κόρη και γάλα για πλύσιμο  και κρασί για να πιει μπροστά απ'της γυναίκας την κόρη,

κι αυτό ετσι έμεινε να'ναι

Η γυναίκα αντιπαθούσε την θετή της κόρη και δεν ήξερε πως απ'την μια μέρα στην άλλη πιο δυστυχισμενη να την κανει.Επισης ήταν ζηλοφθονη,γιατί η θετή της κόρη  όμορφη κι αξιαγάπητη ήταν,ενώ η κανονική της κόρη άσχημη και 

αποκρουστική.

Κάποτε μεσ'στον χειμώνα,όταν ήταν πάγος σαν πέτρα και τα βουνα κι οι 

κοιλάδες ήταν στο χιόνι σκεπασμένες,εφκιαξε η γυναίκα ένα φορεμα χάρτινο,

φωναξε το κορίτσι κι είπε.

Να,βάλε αυτο το φόρεμα ,βγες έξω στο δάσος και φέρε μου ένα καλάθι 

γεμάτο φράουλες,τις έχω πολύ επιθυμησει.

 Θεέ μου,είπε το κορίτσι,στο χειμώνα δεν μεγαλώνουν φράουλες,η γη είναι

παγωμένη,και το χιόνι επίσης τα 'χει ολα σκεπάσει.Και γιατί να πάω μ'αυτο 

το χάρτινο φόρεμα;Έξω είναι τόσο κρύο,που η ανάσα παγωνει,ο άνεμος δεν

σταματαει να φυσαει,και τ'αγκαθια θα μου σκίσουν το κορμι.

Θέλεις να μου φέρεις αντίρρηση;είπε η μητριά.Αντε φύγε,χάσου από'δω

και να μην σε ξαναδω,παρά μόνο μέχρι να'χεις το καλάθι γεμάτο φραουλες.

Κατόπιν του έδωσε ένα κομμάτι ξερό ψωμί κι είπε.Απ'αυτο μπορεις να φας

όλη τη μέρα,και σκέφτηκε.Εκει έξω θα παγώσει και θα πεθάνει από την πείνα 

και ποτέ πια δεν θα την ξαναδούν τα μάτια μου.

Λοιπόν,τι να κανει,το κορίτσι υπακουσε,φόρεσε το χάρτινο φόρεμα και βγήκε 

έξω με το καλάθι.Εκει δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μόνο χιόνι πέρα ως πέρα 

και δεν υπήρχε ούτε μια λωρίδα πρασινάδα να δει.

Όταν στο δάσος έφτασε,είδε είναι μικρό σπιτάκι,απ'οπου κοιτούσαν έξω 

τρεις νανοι.Τους ευχήθηκε καλή μέρα και χτύπησε σιγανα τη πόρτα.

 Αυτοί φώναξαν.Ελατε μέσα,κι αυτό μπήκε στο δωματιο και κάθησε στον

πάγκο κοντά στη σόμπα,γιατί ήθελε να ζεσταθεί και να φάει το πρωινό 

της.

Οι νάνοι είπαν.Δωστε μας ένα κομμάτι απ'αυτο.

Ευχαρίστως,είπε,μοίρασε στη μέση το κομμάτι του ψωμιού της και τους

έδωσε το μισό.Αυτοι ρώτησαν.Τι θέλεις μεσ'στον χειμώνα μ'αυτο το ελαφρύ

φόρεμα εδώ μέσα στο δάσος;

 Αχ,απαντησε,πρεπει ένα καλάθι να γεμίσω με φράουλες και να μην γυρίσω 

στο σπίτι αν δεν το φέρω.

Όταν έφαγε το ψωμί του του έδωσαν μια σκούπα και του είπαν.Απομακρυνε μ'αυτη το χιόνι στη πίσω πόρτα.

Όπως αυτό λοιπόν έξω ήταν ,είπαν οι νάνοι μεταξύ τους.

Τι πρέπει να το δωρησουμε,γιατί τόσο ευγενικό και καλό είναι και το ψωμί 

του μαζί μας μοιράστηκε.

Εδώ ο πρώτος ειπε.Εγω το δωριζω ,καθε μερα ομορφοτερο να γίνεται

Ο δεύτερος είπε.Εγω το δωριζω,χρυσα νομίσματα έξω απ'το στομα του να πέφτουν,οποτε μιλάει.

Ο τρίτος ειπε.Εγω το δωριζω,ένας βασιλιάς να'ρθει και γυναίκα του να το 

παρει.

Ενώ το κορίτσι,όπως οι νάνοι του'χαν πει,απομάκρυνε το χιόνι με τη σκούπα 

πίσω απ'τό μικρό σπίτι,και τι πιστεύετε,ότι βρήκε;

Αφθονες ώριμες φράουλες,που σκούρες κόκκινες στο χιόνι ξεχώριζαν.

Μεσ'στη χαρά του τις μάζεψε και γέμισε το καλάθι,ευχαρίστησε τους

νάνους,τους χαιρέτησε έναν έναν κι έτρεξε για το σπίτι και την επιθυμία

της μητριάς να φερει

Όταν μπήκε μέσα και Καλησπέρα είπε,αμέσως έπεσε ένα χρυσό νόμισμα

απ'τό στόμα.Κατοπιν διηγήθηκε,τι συνάντησε μέσα στο δάσος,και με κάθε

λέξη,που έλεγε,έπεφταν χρυσά νομίσματα απ'τό στόμα,έτσι ώστε σε λιγο

όλο το δωματιο σκεπάστηκε μ'αυτα

Τώρα  βλεπει  κάποιος με τι ανοησία,φώναξε η θετή αδελφή,το χρήμα πετάει.

Αλλά κρυφά αυτήν ήταν ζηλοφθονη, γι'αυτο κι ήθελε επίσης έξω στο δάσος

να βγει και φράουλες να ψάξει.

Η μητέρα ειπε.Οχι,όχι αγαπημένη μου κορούλα,κάνει τόσο κρύο,και θα 

παγώσεις.

Αλλά επειδή δεν την άφησε σε ησυχία,δέχτηκε στο τελος,της έραψε ένα

λαμπερό γούνινο παλτο,που θα το φορουσε και της έδωσε βουτυρωμενο

ψωμί και κέικ να πάρει μαζί της για το δρόμο.

Το κορίτσι πήγε στο δάσος κατευθείαν στο μικρό σπίτι.

Οι τρεις νάνοι πάλι κοιτούσαν έξω,όμως δεν τους χαιρέτησε,και χωρίς να γυρίσει να τους κοιτάξει και χωρίς να τους χαιρετήσει,όρμησε μέσα στο δωμάτιο,κάθησε κοντά στη σόμπα κι άρχισε το βουτυρωμενο ψωμί του και 

το κέικ να τρωει

Δώσε και σε μας λίγο,φώναξαν οι νάνοι,αλλά δεν απάντησε.

Δεν φτανει για μένα,πως να δώσω σ'αλλους;

Όταν λοιπόν με το φαι τελείωσε,είπαν.Να εκει πάρε μια σκούπα,κι ελα μαζί 

μας έξω να καθάρισεις απ'την πίσω πορτα για μας

Ε,καθηστε εκεί που κάθεστε,απάντησε,δεν είμαι υπηρέτρια σας.

Όταν είδε πως δεν ήθελαν τίποτε να του δωρίσουν βγήκε απ'τη πόρτα έξω.

Τότε είπαν οι νάνοι ο ένας στον άλλον.Τι πρέπει να το δώσουμε,γιατί τόσο 

αγενές είναι και κακό,ζηλοφθονη καρδιά έχει,που σε κανέναν τίποτα δεν

δίνει;

Ο πρώτος είπε.Εγω το δωριζω ,καθε μερα ασχημοτερο να γίνεται.

Ο δεύτερος είπε.Εγω το δωρίζω ,με κάθε λέξη που λέει ένας φρυνος

έξω απ'τό στόμα του να πηδαει.

Ο τρίτος είπε.Εγω το δωριζω ,μ'εναν δυστυχισμένο θάνατο να πεθανει.

Το κορίτσι έψαχνε έξω για φράουλες,όταν λοιπόν καμια δεν βρήκε,πήγε

σκυθρωπό στο σπίτι.

Κι όπως το στόμα άνοιξε και στη μητέρα θέλησε να διηγηθεί τι συνάντησε

μέσα  στο δάσο,τότε πηδούσε με κάθε λέξη ένας φρυνος απ'το στόμα του,

έτσι ώστε όλους μια αηδία τους έπιασε.

Τώρα η μητριά θύμωσε ακόμα πιο πολύ και σκέφτονταν μονάχα αυτό,

πως τη κόρη του άντρα να κάνει να πονέσει η καρδιά,που η ομορφιά της

κάθε μέρα όλο και μεγάλωνε.

Τελικά πήρε ένα καζάνι,το'βαλε στη φωτιά κι έβρασε νήματα μεσα.

Όταν έβρασε,το κρέμασε πάνω στον ώμο του φτωχού κοριτσιού και 

του'δωσε ένα τσεκούρι,μ'αυτο έπρεπε να πάει στον παγωμενο ποταμό,

μια τρύπα στον πάγο να ανοίξει και τα νήματα να βυθίσει.

Αυτό υπάκουσε,πήγε και χτυπώντας έκανε μια τρύπα στο παγο κι όταν

αυτό στη μέση του κομματιασματος ήταν,ήρθε εκεί μια λαμπερή άμαξα,

όπου μέσα ο βασιλιάς κάθονταν.

Η άμαξα σταμάτησε κι ο βασιλιάς ρώτησε.Παιδι μου,ποιο είσαι,και τι 

κάνεις εδώ;

Είμαι ένα φτωχό κορίτσι και βουτάω νήματα.

Τότε ο βασιλιάς ένιωσε συμπόνια,κι όταν είδε,πόσο όμορφο ήταν,,είπε.

Θες μαζί μου να ταξιδέψεις;

Αχ ναι,μ'ολη μου τη καρδιά,απάντησε,γιατί χάρηκε,που απ'τα μάτια της

μητέρας και της αδελφης θα εξαφανίζονταν.

Έτσι ανέβηκε στην άμαξα και πήγε με τον βασιλια,κι όταν στο κάστρο

του ήρθαν,έγιναν οι γάμοι και με μεγαλη λαμπρότητα γιορτάστηκαν,όπως

οι νάνοι στο κορίτσι είχαν δωρήσει.

Σ'ενα χρόνο γέννησε η νεαρή βασίλισσα έναν γιο,κι όταν η μητριά για τη

μεγάλη της τυχη άκουσε,ήρθε με την κόρη της στο κάστρο και προσποιήθηκε

πως μια επίσκεψη ήθελε να της κάνει.

Αλλά όταν ο βασιλιάς καποτε πηγε έξω και σχεδόν κανένας δεν ήταν μαρτυρας,

άρπαξε η κακια γυναίκα τη βασίλισσα απ'το κεφάλι,κι η κόρης την άρπαξε

απ'τα πόδια,την σήκωσαν απ'τό κρεβάτι και την πέταξαν απ'τό παράθυρο

έξω στο ρέμα που εκεί μπροστά κυλούσε.

Τότε η άσχημη κόρη της ξάπλωσε στο κρεβάτι,κι η γριά την σκέπασε μέχρι

πάνω στο κεφάλι.

 Όταν ο βασιλιάς πάλι επέστρεψε και με την γυναίκα του θέλησε να μιλήσει,

φώναξε η γριά.Στασου,στασου,τώρα δεν γίνεται,είναι ξαπλωμένη με μεγάλο

ιδρώτα,πρέπει σήμερα να την αφήσεις να ησυχάσει.

Ο βασιλιάς δεν σκέφτηκε κάτι κακό και ξανάρθε μόνο τ'αλλο πρωί,κι όπως 

με την γυναίκα του μίλησε και του'δωσε απάντηση,πετάγονταν με κάθε λέξη

ένας φρυνος,ενώ αλλοτε ένα χρυσό νόμισμα εξω έπεφτε.

Τότε ρώτησε,τι συνέβαινε,αλλά η γριά είπε,ότι απ'τόν μεγάλο ιδρώτα το

έπαθε και θα'χασε τον εαυτό της

Αλλά μέσα στη νύχτα είδε ο νεαρός μάγειρας,μια πάπια που ήρθε μέσα απ'το

βάλτο κολυμπώντας ,που ειπε.


Βασιλιά,τι κάνεις;

Κοιμάσαι η' ξύπνησες;


Κι όταν δεν πήρε καμία απάντηση,είπε.


Τι κάνουν οι καλεσμένοι μου;


Τότε απάντησε ο νεαρός μάγειρας


Κοιμούνται βαθιά


 Ξαναρωτησε


Τι κάνει το παιδάκι μου;


Αυτός απάντησε


Κοιμάται ήσυχα στη κουνια


Κατόπιν ανέβηκε με τη μορφή της βασίλισσας,του'δωσε να πιει,κούνησε

το κρεβατάκι του,το σκέπασε και κολύμπησε πάλι σαν πάπια μέσα απ'το

βάλτο.

Το ίδιο ήρθε δύο νύχτες,και την τρίτη μίλησε στον νεαρό μάγειρα.

Πηγαινε και πες στον βασιλιά,να πάρει το σπαθί του και στό κατώφλι 

τρεις φορές πάνω μου να το κουνήσει.

Τότε έτρεξε ο νεαρός μάγειρας και το' πε στον βασιλιά,

αυτός ήρθε με το σπαθί του και το κούνησε τρεις φορές πάνω απ'τό φάντασμα,

και στη τρίτη φορά στάθηκε μπροστά του η γυναίκα του,νέα,ζωντανή και υγιής,όπως ήταν πριν

Τώρα ο βασιλιάς ηταν σε μεγάλη χαρά,αλλ'ομως κράτησε τη βασίλισσα σε

μια κάμαρα κρυμμένη μέχρι την Κυριακή,που έπρεπε το παιδί να βαφτιστεί.

Κι όταν βαφτίστηκε είπε.Τι αξίζει να πάθει ενας άνθρωπος,που άλλον απ'τό

κρεβάτι τραβαει και στο νερό πεταει;

Τίποτα καλύτερο,απάντησε η γριά,από το βάλεις τον κακούργο μέσα σ'ενα

βαρέλι κι απ'τό βουνό να το κυλησεις κάτω στο νερο.

Τότε είπε ο βασιλιάς.Εχεις την καταδίκη σου πει,

πήρε ένα βαρέλι και τη γριά μαζί με τη κόρη της μέσα εβάλε,κατόπιν τον

πατο κάρφωσε και το βαρέλι έσπρωξε στον κατήφορο ,μέχρι που μέσα στον ποταμο κυλλησε

.

.

Die drei Männlein im Walde


 Ein Märchen der Brüder Grimm


 Es war ein Mann, dem starb seine Frau, und eine Frau, der starb ihr Mann; und der Mann hatte eine Tochter, und die Frau hatte auch eine Tochter. Die Mädchen waren miteinander bekannt und gingen zusammen spazieren und kamen hernach zu der Frau ins Haus. Da sprach sie zu des Mannes Tochter: "Hör, sage deinem Vater, ich wollt ihn heiraten, dann sollst du jeden Morgen dich in Milch waschen und Wein trinken, meine Tochter aber soll sich in Wasser waschen und Wasser trinken." Das Mädchen ging nach Haus und erzählte seinem Vater, was die Frau gesagt hatte.


 Der Mann sprach: "Was soll ich tun? Das Heiraten ist eine Freude und ist auch eine Qual." Endlich, weil er keinen Entschluß fassen konnte, zog er seinen Stiefel aus und sagte: "Nimm diesen Stiefel, der hat in der Sohle ein Loch, geh damit auf den Boden, häng ihn an den großen Nagel und gieß dann Wasser hinein. Hält er das Wasser, so will ich wieder eine Frau nehmen, läuft's aber durch, so will ich nicht."


 Das Mädchen tat, wie ihm geheißen war; aber das Wasser zog das Loch zusammen, und der Stiefel ward voll bis obenhin. Es verkündigte seinem Vater, wie's ausgefallen war. Da stieg er selbst hinauf, und als er sah, daß es seine Richtigkeit hatte, ging er zu der Witwe und freite sie, und die Hochzeit ward gehalten.


 Am andern Morgen, als die beiden Mädchen sich aufmachten, da stand vor des Mannes Tochter Milch zum Waschen und Wein zum Trinken, vor der Frau Tochter aber stand Wasser zum Waschen und Wasser zum Trinken. Am zweiten Morgen stand Wasser zum Waschen und Wasser zum Trinken so gut vor des Mannes Tochter als vor der Frau Tochter. Und am dritten Morgen stand Wasser zum Waschen und Wasser zum Trinken vor des Mannes Tochter und Milch zum Waschen und Wein zum Trinken vor der Frau Tochter, und dabei blieb's. Die Frau ward ihrer Stieftochter spinnefeind und wußte nicht, wie sie es ihr von einem Tag zum andern schlimmer machen sollte. Auch war sie neidisch, weil ihre Stieftochter schön und lieblich war, ihre rechte Tochter aber häßlich und widerlich.


 Einmal im Winter, als es steinhart gefroren hatte und Berg und Tal vollgeschneit lag, machte die Frau ein Kleid von Papier, rief das Mädchen und sprach: "Da, zieh das Kleid an, geh hinaus in den Wald und hol mir ein Körbchen voll Erdbeeren; ich habe Verlangen danach."


 "Du lieber Gott," sagte das Mädchen, "im Winter wachsen ja keine Erdbeeren, die Erde ist gefroren, und der Schnee hat auch alles zugedeckt. Und warum soll ich in dem Papierkleide gehen? Es ist draußen so kalt, daß einem der Atem friert; da weht ja der Wind hindurch, und die Dornen reißen mir's vom Leib."


 "Willst du mir noch widersprechen?" sagte die Stiefmutter. "Mach, daß du fortkommst, und laß dich nicht eher wieder sehen, als bis du das Körbchen voll Erdbeeren hast." Dann gab sie ihm noch ein Stückchen hartes Brot und sprach: "Davon kannst du den Tag über essen," und dachte: Draußen wird's erfrieren und verhungern und mir nimmermehr wieder vor die Augen kommen.


 Nun war das Mädchen gehorsam, tat das Papierkleid an und ging mit dem Körbchen hinaus. Da war nichts als Schnee die Weite und Breite, und war kein grünes Hälmchen zu merken. Als es in den Wald kam, sah es ein kleines Häuschen, daraus guckten drei kleine Haulemännerchen. Es wünschte ihnen die Tageszeit und klopfte bescheidenlich an die Tür. Sie riefen "Herein," und es trat in die Stube und setzte sich auf die Bank am Ofen, da wollte es sich wärmen und sein Frühstück essen. Die Haulemännerchen sprachen: "Gib uns auch etwas davon."


 "Gerne," sprach es, teilte sein Stückchen Brot entzwei und gab ihnen die Hälfte. Sie fragten: "Was willst du zur Winterzeit in deinem dünnen Kleidchen hier im Wald?"


 "Ach," antwortete es, "ich soll ein Körbchen voll Erdbeeren suchen und darf nicht eher nach Hause kommen, als bis ich es mitbringe." Als es sein Brot gegessen hatte, gaben sie ihm einen Besen und sprachen: "Kehre damit an der Hintertüre den Schnee weg." Wie es aber draußen war, sprachen die drei Männerchen untereinander: "Was sollen wir ihm schenken, weil es so artig und gut ist und sein Brot mit uns geteilt hat." Da sagte der erste: "Ich schenk ihm, daß es jeden Tag schöner wird." Der zweite sprach: "Ich schenk ihm, daß Goldstücke ihm aus dem Mund fallen, sooft es ein Wort spricht." Der dritte sprach: "Ich schenk ihm, daß ein König kommt und es zu seiner Gemahlin nimmt."


 Das Mädchen aber tat, wie die Haulemännerchen gesagt hatten, kehrte mit dem Besen den Schnee hinter dem kleinen Hause weg, und was glaubt ihr wohl, das es gefunden hat? Lauter reife Erdbeeren, die ganz dunkelrot aus dem Schnee hervorkamen. Da raffte es in seiner Freude sein Körbchen voll, dankte den kleinen Männern, gab jedem die Hand und lief nach Haus und wollte der Stiefmutter das Verlangte bringen. Wie es eintrat und "Guten Abend" sagte, fiel ihm gleich ein Goldstück aus dem Mund. Darauf erzählte es, was ihm im Walde begegnet war, aber bei jedem Worte, das es sprach, fielen ihm die Goldstücke aus dem Mund, so daß bald die ganze Stube damit bedeckt ward.


 "Nun sehe einer den Übermut," rief die Stiefschwester, "das Geld so hinzuwerfen," aber heimlich war sie neidisch darüber und wollte auch hinaus in den Wald und Erdbeeren suchen. Die Mutter: "Nein, mein liebes Töchterchen, es ist zu kalt, du könntest mir erfrieren." Weil sie ihr aber keine Ruhe ließ, gab sie endlich nach, nähte ihm einen prächtigen Pelzrock, den es anziehen mußte, und gab ihm Butterbrot und Kuchen mit auf den Weg.


 Das Mädchen ging in den Wald und gerade auf das kleine Häuschen zu. Die drei kleinen Haulemänner guckten wieder, aber es grüßte sie nicht, und ohne sich nach ihnen umzusehen und ohne sie zu grüßen, stolperte es in die Stube hinein, setzte sich an den Ofen und fing an, sein Butterbrot und seinen Kuchen zu essen.


 "Gib uns etwas davon" riefen die Kleinen, aber es antwortete: "Es schickt mir selber nicht, wie kann ich andern noch davon abgeben?" Als es nun fertig war mit dem Essen, sprachen sie: "Da hast du einen Besen, kehr uns draußen vor der Hintertür rein."


 "Ei, kehrt euch selber," antwortete es, "ich bin eure Magd nicht." Wie es sah, daß sie ihm nichts schenken wollten, ging es zur Türe hinaus. Da sprachen die kleinen Männer untereinander: "Was sollen wir ihm schenken, weil es so unartig ist und ein böses, neidisches Herz hat, das niemand etwas gönnt?" Der erste sprach: "Ich schenk ihm, daß es jeden Tag häßlicher wird." Der zweite sprach: "Ich schenk ihm, daß ihm bei jedem Wort, das es spricht, eine Kröte aus dem Munde springt." Der dritte sprach: "Ich schenk ihm, daß es eines unglücklichen Todes stirbt."


 Das Mädchen suchte draußen nach Erdbeeren, als es aber keine fand, ging es verdrießlich nach Haus. Und wie es den Mund auftat und seiner Mutter erzählen wollte, was ihm im Walde begegnet war, da sprang ihm bei jedem Wort eine Kröte aus dem Mund, so daß alle einen Abscheu vor ihm bekamen.


 Nun ärgerte sich die Stiefmutter noch viel mehr und dachte nur darauf, wie sie der Tochter des Mannes alles Herzeleid antun wollte, deren Schönheit doch alle Tage größer ward. Endlich nahm sie einen Kessel, setzte ihn zum Feuer und sott Garn darin. Als es gesotten war, hing sie es dem armen Mädchen auf die Schulter und gab ihm eine Axt dazu, damit sollte es auf den gefrornen Fluß gehen, ein Eisloch hauen und das Garn schlittern. Es war gehorsam, ging hin und hackte ein Loch in das Eis, und als es mitten im Hacken war, kam ein prächtiger Wagen hergefahren, worin der König saß. Der Wagen hielt still, und der König fragte: "Mein Kind, wer bist du, und was machst du da?"


 "Ich bin ein armes Mädchen und schlittere Garn." Da fühlte der König Mitleiden, und als er sah, wie es so gar schön war, sprach er: "Willst du mit mir fahren?"


 "Ach ja, von Herzen gern," antwortete es, denn es war froh, daß es der Mutter und Schwester aus den Augen kommen sollte.


 Also stieg es in den Wagen und fuhr mit dem König fort, und als sie auf sein Schloß gekommen waren, ward die Hochzeit mit großer Pracht gefeiert, wie es die kleinen Männlein dem Mädchen geschenkt hatten. Über ein Jahr gebar die junge Königin einen Sohn, und als die Stiefmutter von dem großen Glücke gehört hatte, so kam sie mit ihrer Tochter in das Schloß und tat, als wollte sie einen Besuch machen. Als aber der König einmal hinausgegangen und sonst niemand zugegen war, packte das böse Weib die Königin am Kopf, und ihre Tochter packte sie an den Füßen, hoben sie aus dem Bett und warfen sie zum Fenster hinaus in den vorbeifließenden Strom. Darauf legte sich ihre häßliche Tochter ins Bett, und die Alte deckte sie zu bis über den Kopf.


 Als der König wieder zurückkam und mit seiner Frau sprechen wollte, rief die Alte: "Still, still, jetzt geht das nicht, sie liegt in starkem Schweiß, Ihr müßt sie heute ruhen lassen." Der König dachte nichts Böses dabei und kam erst den andern Morgen wieder, und wie er mit seiner Frau sprach und sie ihm Antwort gab, sprang bei jedem Wort eine Kröte hervor, während sonst ein Goldstück herausgefallen war. Da fragte er, was das wäre, aber die Alte sprach, das hätte sie von dem starken Schweiß gekriegt und würde sich schon wieder verlieren.


 In der Nacht aber sah der Küchenjunge, wie eine Ente durch die Gosse geschwommen kam, die sprach:


 "König, was machst du?

 Schläfst du oder wachst du?"


 Und als er keine Antwort gab, sprach sie:


 "Was machen meine Gäste?"


 Da antwortete der Küchenjunge:


 "Sie schlafen feste."


 Fragte sie weiter:


 "Was macht mein Kindelein?"


 Antwortete er:


 "Es schläft in der Wiege fein."


 Da ging sie in der Königin Gestalt hinauf, gab ihm zu trinken, schüttelte ihm sein Bettchen, deckte es zu und schwamm als Ente wieder durch die Gosse fort. So kam sie zwei Nächte, in der dritten sprach sie zu dem Küchenjungen: "Geh und sage dem König, daß er sein Schwert nimmt und auf der Schwelle dreimal über mir schwingt." Da lief der Küchenjunge und sagte es dem König, der kam mit seinem Schwert und schwang es dreimal über dem Geist; und beim drittenmal stand seine Gemahlin vor ihm, frisch, lebendig und gesund, wie sie vorher gewesen war.


 Nun war der König in großer Freude, er hielt aber die Königin in einer Kammer verborgen bis auf den Sonntag, wo das Kind getauft werden sollte. Und als es getauft war, sprach er: "Was gehört einem Menschen, der den andern aus dem Bett trägt und ins Wasser wirft?"


 "Nichts Besseres," antwortete die Alte, "als daß man den Bösewicht in ein Faß steckt und den Berg hinab ins Wasser rollt." Da sagte der König: "Du hast dein Urteil gesprochen," ließ ein Faß holen und die Alte mit ihrer Tochter hineinstecken, dann ward der Boden zugehämmert und das Faß bergab gekullert, bis es in den Fluß rollte.

.

.

 .

 


Charles Perrault


La Belle au Bois dormant


Charles Perrault(Σαρλ Περω)

Contes de ma mère l’Oye (Παραμύθια της μάνας μου της Χηνας)

La Belle au Bois dormant(Η Ωραία Κοιμωμένη του δάσους)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


.

Μια φορά ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα,που δεν είχαν παιδιά

κι ήταν πολύ στεναχωρημένοι.

Και τι δεν έκαναν  για να αποκτήσουν,βότανα,τάματα,και προσκυνήματα.

Τελικά η βασίλισσα έμεινε έγκυος και γέννησε μια κόρη.

Και στα βαφτίσια της,καλεσαν,όπως τότε ήταν συνήθεια, τις εφτά νεράιδες

για να δωρησουν στη πριγκιπισσα όλες τις χαρές που μπορεί να φανταστεί

κάποιος.

Ετοιμάστηκαν για τη γιορτη και για  κάθε μια μπροστά έβαλαν χρυσό

πιάτο και πιρούνι και μαχαίρι με διαμάντια και ρουμπίνια.

Όταν κάθησαν στη θέση τους στο τραπέζι,μπήκε μέσα μια γριά νεράιδα

απροσκλητη,γιατί είχαν πάνω από πενήντα χρόνια ν'ακουσουν γι'αυτη

και την νόμιζαν πεθαμένη.

Ο βασιλιάς της προσέφερε πιάτο,αλλά δεν ήταν χρυσό,αφού μόνο για

τις εφτά είχε.

Η γριά νεράιδα παρεξηγήθηκε και ψιθύρισε πως κατάρες θα πει.

Μια νεαρή νεράιδα που ήταν κοντά της την άκουσε,κι επειδή φοβήθηκε

πως κακά θα πει για την πριγκίπισσα πήγε και κρύφτηκε μήπως

μπορέσει αυτο το κακό της γριας να διορθώσει.

Κι άρχισαν οι νεράιδες να δίνουν τα δώρα τους στη πριγκιπισσα.

Η πιο νέα της έδωσε για δώρο η πιο όμορφη να'ναι του κόσμου.

Η άλλη μετά την καλοσύνη να'χει τ'αγγελου.

Η τρίτη σε καθετί που κάνει να'χει τη χάρη,

Η τέταρτη,τέλεια να χορεύει.

Η πέμπτη,όπως τ'αηδονι να τραγουδάει.

Η έκτη,όλα τα μουσικά όργανα να παίζει αριστα.

Κι όταν ήρθε η σειρά της γριάς νεράιδας εκείνη είπε,ένα αδράχτι να

τρυπήσει το δάκτυλο της πριγκίπισσας και να πεθάνει.

Όλοι μολις ακουσαν αυτό το τρομερό πάγωσαν και δεν ήταν κανένας να 

μην κλάψει.

Πάνω σ' εκείνη τη στιγμή έξω  πετάγεται απ'την κρυψώνα της η νεαρή

νεράιδα και λέει αυτά τα λόγια.

Σας βεβαιώνω,βασιλιά και βασίλισσα,πως η κόρη σας δεν θα πεθάνει.

Είναι αλήθεια πως δεν έχω αρκετή δύναμη να ξεκανω αυτό που η αρχαιότερη

μου είπε να γίνει.Η πριγκίπισσα θα τρυπηθεί απ'τ'αδραχτι,αλλά αντί να

πεθάνει,θα πέσει μόνο σε πολύ βαθύ ύπνο,που θα κρατήσει εκατό χρόνια,

και στο τέλος τους η κόρη του βασιλιά θα ξυπνησει.

Τότε ο βασιλιάς για να μην γίνει αυτό έστειλε διαταγή όλοι που έχουν 

αδραχτια να τα καταστρέψουν,αλλιώς θα τιμωρηθούν με ποινή θανατου

 Πέρασαν δεκαπέντε η' δεκάξι χρόνια,ο βασιλιάς με τη βασίλισσα πήγαν 

στο εξοχικό τους παλάτι,κι η πριγκίπισσα περιφερθηκε στο κάστρο,

πηγαίνοντας από δωμάτιο σε δωμάτιο,κι έφτασε σ'ενα που μέσα ήταν

μια γριά μοναχή που εγνεθε στα γόνατα της.

Αυτή η γυναίκα δεν είχε ακούσει για τη διαταγή που βασιλιάς έβγαλε

για τ'αδραχτια.

-Τι κάνεις εδώ,καλή μου γυναίκα;της λέει η πριγκίπισσα.

-Γνεθω,καλό μου παιδί,της απαντάει η γριά που δεν την γνώρισε

-Αχ,αυτό είναι υπεροχο,λέει η πριγκίπισσα,πως το κάνεις;δωσ'μου και 

μένα να δω αν θα τα καταφέρω τόσο καλα.

Αυτή ποτέ πριν δεν είχε πιάσει αδράχτι,το πήρε βιαστικά,κι όπως η νεράιδα

είπε,τρύπησε το δάκτυλο της και λιγοθυμισε.

Η γριά τότε βάζει τις φωνές,πετάει νερό στο πρόσωπο της πριγκίπισσας,

της κουνάει τα χέρια,της τρίβει τα μάγουλα με νερό της βασίλισσας της 

Ουγγαρίας,αλλά ήταν αδύνατο να συνελθεί.

Τότε ο βασιλιάς,όταν άκουσε τις φωνές,θυμάται τι είχαν προφητεύσει 

οι νεράιδες,κι έκρινε,όπως είπαν οι νεράιδες,να βάλει την πριγκίπισσα

μέσα στο πιο όμορφο δωμάτιο του παλατιού,πάνω σ'ενα κρεβάτι κεντημένο

με χρυσό και ασήμι.

Αυτήν ήταν σαν άγγελος,τόσο ωραία,αφού η λιποθυμία δεν είχε σβήσει

τα ζωηρά χρωματα της επιδερμίδας της,τα μάγουλα της ήταν ρόδαλα,

και τα χείλια της κοραλενια,και μπορούσε ν'ακουστει ν'αναπνεει απαλά,

σημαδι πως δεν ήταν πεθαμένη.

Ο βασιλιάς διατάζει να την αφήσουν να κοιμηθεί ήσυχη,μέχρι να'ρθει 

η ώρα να ξυπνήσει.

Η καλή νεράιδα που της έδωσε να ζωή με το να κοιμάται για εκατό

χρόνια ήταν στο βασίλειο του Μετακουιν,δώδεκα χιλιάδες λεύγες

από'κει,όταν συνέβηκε αυτό στη πριγκιπισσα.

Και το έμαθε από έναν μικρό νάνο ,που'χε τις μπότες των επτά λευγων,

(δηλαδή τις μπότες με τις οποίες κάποιος έκανε επτά λεύγες με μια

δρασκελια).

Η νεράιδα αμέσως αναχωρεί και μέσα σε μία ώρα φτάνει με μια άμαξα 

όλο φωτιά,που τη σέρμανε δράκοι.Ο βασιλιας της δίνει το χέρι να κατέβει 

απ'την άμαξα.

Αυτή ενέκρινε αυτό όλο που'χε αυτός κάνει,αλλά όπως ήταν καλή προφήτισα

σκέφτηκε πως όταν θα ξυπνουσε θα ήταν πολύ στεναχωρημένη αν  ήταν 

μόνη μέσα στο παλιό κάστρο.

Και να αυτό που έκανε.

Με το ραβδί της άγγιξε το καθετί που ήταν μέσα στο κάστρο(εκτός απ'τον 

βασιλιά και την βασίλισσα),γκουβερνατες,κυρίες της τιμής,καμαριέρες,κύριους,

υπαλλήλους,ξενοδόχους,μαγείρους,βοηθούς τους,φυλακές,υπηρέτες,,ακόμη αγγίζει όλα τ'αλογα μέσα στους σταύλους,μαζί με τους ιπποκόμους,και την 

Ρουφ την  μικρή σκυλίτσα της πριγκίπισσας που κάθονταν κοντά στο κρεβάτι 

της.

Απ'τη στιγμή που τους άγγιξε όλοι αποκοιμήθηκαν,για μην ξυπνήσουν παρά

την ίδια ώρα με την κυρία τους,να'ναι έτοιμοι να την υπηρετήσουν  όταν

θα είχε ανάγκη.

Ακόμα και τα καζάνια που ήταν στη φωτιά,γεμάτα πέρδικες και φασιανούς,

αποκοιμήθηκαν,κι η φωτιά επίσης.

Ολ'αυτο έγινε σε μια στιγμή,γιατί οι νεράιδες σ'αυτα που κάνουν δεν χάνουν

χρόνο.

Κατόπιν ο βασιλιάς κι η βασίλισσα,αφού φίλησαν τ'αγαπημενο τους παιδί,

χωρίς αυτό να ξυπνήσει,έφυγαν απ'τό κάστρο και έβγαλαν απαγόρευση

κάνεις να μην πλησιάσει.

Αυτή η απαγόρευση δεν ήταν απαραίτητη,γιατί μέσα σε μία ώρα έγινε γύρω 

γύρω ένα απέραντο δάσος από μεγάλα δέντρα και μικρά,από βάτα κι αγκάθια 

πλεγμένα μεταξύ τους το'να με τ'αλλο,που ούτε άγριο ζώο ούτε άνθρωπος μπορούσε να περάσει,τέτοιο που δεν μπορούσες να δεις παρά τη κορυφή 

απ'τους πύργους του κάστρου από πολύ  μακριά.

Δεν ήταν αμφιβολία ότι η νεράιδα έκανε καλά τη δουλειά της,όσο καιρό 

θα κοιμόνταν η πριγκίπισσα να μην υπάρχει κανένας φόβος απ'τους 

περίεργους.

Στις τέλος των εκατό χρόνων,ο γιος του βασιλιά που βασίλευε τότε,

και που ήταν απ'αλλη οικογένεια απ'αυτην της κοιμισμένης πριγκιπισσας,

όταν πήγαινε για κυνήγι σε αυτή τη μερια,ρωτουσε τι ήταν αυτοί οι πύργοι

που έβλεπε χαμένους μέσα σε ένα τέτοιο πυκνό μεγάλο δάσος.

Κάθε ένας του απαντούσε σύμφωνα μ'αυτο που είχε ακούσει να λένε.

Άλλοι έλεγαν ότι ήταν ένα αρχαίο κάστρο κι εκει πήγαιναν τα φαντάσματα,

άλλοι ότι όλες οι μάγισσες της περιοχης έκαναν τη συγκέντρωση τους,

Η πιο κοινή γνώμη ήταν πως ένας δράκος εκεί έμενε και πως έφερνε

τα παιδιά π'αρπαζε ,για να τα φάει με την ησυχία του,και χωρίς κάποιος

να τον ακολουθήσει,μπορώντας μόνο αυτός  να κάνει πέρασμα μέσα 

απ'το δασος.

Ο πριγκιπας δεν ήξερε τι να πιστέψει,μέχρι που ένας γέρος χωρικός

πήρε το λόγο,και σ''αυτον είπε:

-Πριγκιπα μου,ειναι περισσότερα από πενήντα χρόνια που έχω ακούσει

να λέει ο πατέρας μου πως υπήρχε μέσα σ'αυτό το κάστρο μια πριγκίπισσα,

η πιο ωραία που κάποιος μπορούσε να δει,που εκεί έπρεπε να κοιμηθεί για

εκατό χρόνια και πως θα ήταν ξυπνημενη απ'τον γιο ενός βασιλιά,για

τον οποίον ήταν προορισμένη.

Ο νεαρός πρίγκιπας δεν δίστασε να μπει στην περιπέτεια,να δει τι κρύβεται

σ'αυτό το μερος.

Προχώρησε προς το δάσος και τότε όλα τα μεγάλα δέντρα,τα βάτα και

τ'αγκαθια αναμερισαν και τον άφησαν να περάσει ανάμεσα τους προς

το κάστρο,που το είδε στο τέλος ενος μεγάλου δρόμου,παρατήρησε

πως κανένας απ'τους ανθρώπους του δεν τον είχε ακολουθήσει,γιατί

τα δέντρα ξανασμιξαν αφοτου  αυτός πέρασε.

Δεν ένιωσε φόβο και συνέχισε το δρομο του,ο πρίγκιπας πρέπει να'ναι

τολμηρός,όπως ο ερωτευμένος.

Μπαίνει σ'ενα μεγάλο προαυλιο κι όλο αυτό που βλέπει θα μπορούσε

να τον παγώσει απ'τον φόβο.

Ήταν μια ησυχία τρομακτική,η εικόνα του θανατου παντού και δεν ήταν

παρά σώματα ανθρωπων και ζώων που φαίνονταν νεκρά.

Αναγνωρίζει καλά τους υπηρέτες,που'τανε κοιμισμένοι,τα ποτήρια τους 

είχαν ακόμα. κάποιες σταγόνες κρασί,σημάδι πως αποκοιμήθηκαν όταν

έπιναν.. 

Πέρασε μια μεγάλη αυλή με μάρμαρο πλακοστρωμενη,ανεβαίνει τη σκάλα,

και μπαίνει στην αίθουσα της φρουράς,που ήταν παρατεταγμενη,με την

καραμπίνα στον ώμο,και που ροχαλιζαν του καλού καιρού.

Διασχίζει πολλά δωμάτια γεμάτα από κυριους και κυρίες που όλοι κοιμούνταν,

κάποιοι όρθιοι κάποιοι καθιστοί.

Μπαίνει μέσα σ'ενα  δωμάτιο ολο χρυσο,και βλέπει πάνω σ'ενα κρεβάτι,που

οι κουρτίνες του ήταν ορθανοικτες,το πιο ωραίο θέαμα  που είχε δει 

ποτέ,μια πριγκίπισσα που φαίνονταν να'ναι δεκαπέντε,δεκάξι χρονών,και

της οποίας η εκτυφλωτική λάμψη είχε κάτι το θεϊκό.

Πλησίασε τρέμοντας και θαυμάζοντας και γονατίζοντας δίπλα της.

Τότε αφού το μαγεμα έφτασε στο τέλος η πριγκίπισσα ξυπνησε και τον

κοίταξε με βλέμμα τρυφερό.

-Εσυ είσαι,πρίγκιπα μου;του ειπε,εσύ που περιμενα

Ο πρίγκιπας γοητεύτηκε απ'αυτα τα λόγια κι ακόμα απ'τον τρόπο που 

ειπώθηκαν,μη γνωρίζοντας πως να δείξει τη χαρά του,την διαβεβαιώνει 

πως την αγαπάει πιο πολύ κι απ'τον εαυτό του.

Αντάλλαξαν αμήχανα λόγια,αλλά γεμάτα έρωτα,(η ιστορία ομως δεν μας λέει 

τιποτα).

Τελικά μιλούσαν τέσσερεις ώρες και δεν είχαν πει ούτε τα μισά που

ήθελαν να πουν.

Εν τω μεταξύ όλο το παλάτι είχε ξυπνησ!ει μαζί με την πριγκίπισσα και 

καθένας άρχισε να κάνει τη δουλειά του,κι όπως δεν ήταν όλοι ερωτευμένοι,

πέθαιναν της πείνας.

Η κυρία της τιμής,αναγγελει με δυνατή φωνή στη πριγκιπισσα ότι το 

κρέας σερβιριστηκε.

Ο πρίγκιπας βοηθά τη πριγκίπισσα να σηκωθεί,αυτή ήταν ντυμένη,και

παρατηρώντας του λέει πως είναι ντυμένη όπως η γιαγιά της μ'ενα κολιέ,

όμως κι έτσι δεν ήταν λιγότερο ωραία.

Περνούν μέσα σ'ενα σαλόνι με καθρέφτες κι εκεί δειπνιζουν,

σερβιρισμενοι απ'τους υπηρέτες της πριγκίπισσας.

Τα βιολιά και τα όμποε παίζουν παλιά κομμάτια,αλλά εξαιρετικά, που'χαν να 

παιχτούν εκατό χρονια

Και μετά το γεύμα,χωρίς να χάσουν χρονο,παντρεύτηκαν  στο εκκλησάκι 

του κάστρου,και η κυρία των τιμών τους τραβαει  τις κουρτίνες και κοιμούνται λιγο.

Η πριγκίπισσα τώρα δεν είχε μεγάλη ανάγκη κι ο πρίγκιπας το πρωί την αφήνει για να γυρίσει στη πόλη του,όπου ο πατέρας του στενοχωριόταν γι'αυτον

Ο πρίγκιπας του'πε πως χάθηκε μέσα στο δάσος και πώς κοιμήθηκε μέσα στη καλύβα ενός καρβουνιάρη που του'δωσε να φάει μαύρο ψωμί και τυρί.

Ο βασιλιάς ο πατέρας του,ήταν αγαθός άνθρωπος,τον πίστεψε,όμως η μανα 

του δεν πειστηκε και βλεπωντας πως σχεδόν όλες τις μέρες πήγαινε για κυνήγι και πως παντοτε είχε δικαιολογία,

όταν αυτός είχε έξω δύο η'τρεις μέρες,δεν αμβεβαλλε πλέον πως είχε κάποια αγαπητικια.

Αυτός εσμιγε με την πριγκίπισσα πάνω από δύο χρόνια,κι απέκτησε δύο παιδιά,

το ένα ήταν κορίτσι και ονομάστηκε Αυγή και το δεύτερο που ήταν αγόρι ονοματηκε Φως της Μέρας,γιατί ήταν ακόμα πιο ομορφο απ'την αδελφή του.

Η βασίλισσα πολλές φορές ρωτούσε τον γιο της να της πει,αλλ'αυτος δεν 

τολμούσε να της πει το μυστικό του.Την φοβόνταν,αν και την αγαπούσε,γιατί 

αυτή ητανναπ'τη γενια των δράκων κι ο βασιλιάς την παντρεύτηκε για την 

μεγάλη της περιουσία.

Στην αυλή λέγανε ότι είχε στο αίμα της τη δρακενα κι οταν έβλεπε να

περνούν μικρά παιδιά με δυσκολία  κρατιόταν να μην τ'αρπαξει,γι'αυτό

ο πρίγκιπας τίποτα δεν ήθελε να της πει.

Αλλά όταν ο βασιλιάς πέθανε,αυτό έγινε σε δύο χρόνια,κι αυτός θα έπαιρνε

τη θέση του κύριος,φανερώνει δημόσια τον γάμο του και με μεγάλη 

συνοδεία πηγαίνει να φερει βασίλισσα τη γυναίκα του στο κάστρο,και 

κάνει μια μεγάλειώδη είσοδο στη πρωτεύουσα ,όπου αυτή εισέρχεται

ανάμεσα στα δύο παιδιά της.

Μετά από κάποιο χρόνο ο βασιλιάς πάει να κάνει πόλεμο με τον αυτοκράτορα

Κανταλαμπουτε τον γείτονα του.Αφηνει την αντιβασιλεία στη βασίλισσα

τη μάνα του και την φροντίδα της γυναίκας και των παιδιών του.

Θα ήταν στον πόλεμο όλο το καλοκαίρι,κι όταν αναχωρησε η μάνα βασίλισσα

προσκαλεί τη νύφη της και τα παιδιά της στο εξοχικό σπίτι μέσα στο δάσος,

για να μπορέσει πιο εύκολα να ικανοποιήσει την φρικτη της επιθυμία.

Πηγαίνει μετά από κάποιες μέρες εκεί κι ένα βράδυ λέει στον αρχιμαγειρα

της.

-Θελω αύριο στο δείπνο μου να φάω την μικρή Αυγή.

Ωχ.κυρια,λέει ο αρχιμαγειρας

-,Εγώ αυτη θελω,λέει η βασίλισσα,(και του το λέει μ'εναν τονο δρακενας που

εχει επιθυμία να φάει φρέσκια σάρκα)και θέλω να την φάω με σάλτσα Ρόμπερτ.

Ο φτωχός άνθρωπος μην μπορώντας να κάνει κάτι με την δρακενα,παίρνει

το μεγάλο του μαχαίρι κι ανεβαίνει στο δωμάτιο της μικρής Αυγής.

Αυτή ήταν τεσσάρων χρόνων και μόλις τον είδε πηδούσε και γελώντας

κρεμαστηκε στο λαιμό του και του ζητούσε καραμέλες.

Τον έπιασαν τα κλάματα ,το μαχαίρι του'πεσε απ'τα χέρια,και πηγαίνοντας

στο αγρόκτημα κόβει το λαιμό ενός μικρού αρνιού και κάνει μια τόσο

καλή σάλτσα που η κυρία του του λέει πως ποτέ δεν είχε φάει τόσο 

καλή. 

Επίσης χωρίς να χάσει καιρό την μικρή Αυγή την παιρνει και την δίνει στη γυναίκα του  να την κρύψει μέσα στο οίκημα που ηταν στο βάθος του αγροκτηματος

Οκτώ μέρες αργότερα,η κακιά βασίλισσα λέει στον αρχιμαγειρα της.

-Θελω να φάω στο δείπνο μου τον μικρό Φως της Μέρας

Αυτός δεν της απάντησε,αποφάσισε να την ξεγελάσει όπως την άλλη φορά.

Πηγαίνει να ψάξει τον μικρό Φως της Μερας,και τον βρισκει μ'ενα μικρό 

σπαθάκιστο χέρι,με το οποίο έπαιζε μ'εναν μεγάλο πίθηκο.

Δεν ήταν παρά τριών χρόνων,το έφερε στη γυναίκα του ,η οποία το'κρυψε

μαζί με την μικρή Αυγή,και της δίνει στη θέση του μικρού Φως της Μέρας 

ενα μικρόκατσίκι πολύ τρυφερό,που η δρακενα το βρίσκει θαυμασια καλο.

Μέχρι εδώ όλα πήγαν πολύ καλά,αλλά ένα βράδυ αυτή η κακιά βασίλισσα 

λέει στον αρχιμαγειρα.

-Θελω να φάω τη βασίλισσα με την ίδια σάλτσα όπως τα παιδιά της.

Τότε ένιωσε τον φτωχό μάγειρα απελπισία αν θα μπορέσει πάλι να την 

ξεγελάσει.

Η νεαρή βασίλισσα ήταν είκοσι χρονών,χωρίς να υπολογιστούν τα εκατό

χρόνια που κοιμόνταν.Το δέρμα της ήταν λιγο σκληρό,αν και ωραίο και

άσπρο.

Και τι ζώο να βρει τόσο σκληρό όπως αυτή μέσα στο κοπάδι;

Αποφασίζει,για να σώσει τη ζωή του,να κόψει το λαιμό της βασίλισσας,

κι ανεβαίνει στο δωμάτιο της,

και μπαίνει με το μαχαίρι στο δωμάτιο της νεαρής βασίλισσας,δεν θέλει

καθόλου να την αιφνιδιασει και της λέει με αρκετο σεβασμό τη διαταγή

που έλαβε απ'την βασιλισσα μητερα.

-Κάντε αυτο που σας διέταξαν,του λέει,τετωντοντας το λαιμό,εκτελέστε

τη διαταγή που σας έδωσαν,εγώ θα πάω να ξαναδώ τα παιδιά μου,τα

φτωχά μου παιδιά που τόσο πολύ αγαπάω.

Αυτή πίστευε ότι ήταν πεθαμενα,αφού τα πήραν να τα κρυψουν χωρίς να

της πουν τιποτα.

-Οχι,όχι,κυρία,της απαντάει ο φτωχός αρχιμαγειρας πολύ συγκινημένος,

δεν θα πεθάνετε,και θα σας πάω να ξαναδείτε τα παιδιά σας,εκεί που

τα,χω κρυμμένα,κι ακόμα μια φορά θα ξεγελάσω τη βασίλισσα δίνοντας

της να φάει ένα νεαρό ελάφι στη θέση σας.

Και την οδηγεί αμέσως στο δωμάτιο του,όπου αφήνοντας την να αγκαλιάζει 

τα παιδια της και να κλαίει μαζι μ'αυτα,πηγαίνει να ετοιμάσει ένα ελάφι,που

η βασίλισσα θα το φάει στο γεύμα της με την ίδια όρεξη σαν να ήταν η νεαρή 

βασίλισσα.

Αυτή ήταν πολύ ικανοποιημένη με την σκληρότητα της,κι είχε προετοιμαστεί

να πει στον βασιλιά,στην επιστροφή του,ότι αγριεμενοι λύκοι είχαν φάει

τη βασίλισσα τη γυναίκα του και τα δύο του παιδιά.

Ένα βράδυ που περιφέρονταν όπως το'χε συνήθεια μέσα στις αυλές και 

στ'αγροκτηματα του κάστρου για να οσμιστει κάποια φρέσκια σάρκα,

ακούει μέσα σ'ενα υπόγειο τον μικρό Φως της Μέρας που έκλαιγε ,γιατί 

η βασίλισσα η μάνα του ήθελε να χτυπήσει,επειδή είχε κανει μια αταξία,

κι ακούειεπίσης την μικρή Αυγή που την παρακαλούσε να συγχωρέσει τον αδελφότης.

Η δρακενα αναγνωρίζει τη φωνή της βασίλισσας και των παιδιών της,

και εξαγριωμένη που ξεγελάστηκε,διατάζει,απ'την επόμενη μέρα το πρωί,

με μια φοβερή φωνή,που έκανε όλον τον κόσμο να τρεμει,να της φέρουν 

στην αυλή μια μεγάλη λεκάνη,που θα τη γεμίσει με φρυνους,οχιές,κροταλίας,

και ερπετά,για να ρίξει μέσα τη βασίλισσα και τα παιδιά της,τον αρχιμαγειρα,

τη γυναίκα του και τον υπηρέτη του,επίσης έδωσε διαταγή να τους φέρουν

με τα χέρια δεμένα πίσω.

Αυτοί ήταν εκεί,κι οι εκτελεστές ετοιμάστηκαν να τους ρίξουν μέσα στη 

λεκάνη,όταν ο βασιλιάς,που δεν τον περίμεναν τόσο γρήγορα,μπαίνει στην 

αυλή με τ'αλογο,και ρωταει μ'απορια τι σημαίνει αυτό το φοβερό θέαμα.

Κανένας δεν τόλμησε να τον πληροφορήσει,

βλέπωντας ν'αποτυχαίνει  αυτό που θέλησε,η δρακενα,εξοργισμένη βουτάει 

το κεφάλι της μέσα στην λεκάνη,και καταβροχθιστηκε σε μια στιγμή απ'τα 

δηλητηριώδη ζώα που εκεί είχε βάλει.

Ο βασιλιάς στεναχωρηκε,ήταν μάνα του,

αλλά παρηγορήθηκε πολύ γρηγορα απ'την ωραία γυναίκα του κι απ'τα

παιδιά του.

.

.


Charles Perrault

Contes de ma mère l’Oye


La Belle au Bois dormant 


Il était une fois un roi et une reine qui étaient 

si fâchés de n’avoir point d’enfants, si fâchés 

qu’on ne saurait dire. Ils allèrent à toutes les eaux 

du monde, vœux, pèlerinages, menues dévotions, 

tout fut mis en œuvre, et rien n’y faisait. Enfin 

pourtant la reine devint grosse et accoucha d’une 

fille : on fit un beau baptême ; on donna pour 

marraines à la petite princesse toutes les fées 

qu’on pût trouver dans le pays (il s’en trouva 

sept), afin que chacune d’elles lui faisant un don, 

comme c’était la coutume des fées en ce temps-

là, la princesse eût par ce moyen toutes les 

perfections imaginables. 

Après les cérémonies du baptême, toute la 

compagnie revint au palais du roi où il y avait un 

grand festin pour les fées. On mit devant chacune 

d’elles un couvert magnifique, avec un étui d’or 

massif où il y avait une cuiller, une fourchette, et

un couteau de fin or, garni de diamants et de 

rubis. Mais comme chacun prenait sa place à 

table, on vit entrer une vieille fée, qu’on n’avait 

point priée, parce qu’il y avait plus de cinquante 

ans qu’elle n’était sortie d’une tour, et qu’on la 

croyait morte ou enchantée. Le roi lui fit donner 

un couvert ; mais il n’y eut pas moyen de lui 

donner un étui d’or massif comme aux autres, 

parce que l’on n’en avait fait faire que sept pour 

les sept fées. La vieille crut qu’on la méprisait, et 

grommela quelques menaces entre ses dents. Une 

des jeunes fées, qui se trouva auprès d’elle 

l’entendit ; et jugeant qu’elle pourrait donner 

quelque fâcheux don à la petite princesse, alla, 

dès qu’on fut sorti de table se cacher derrière la 

tapisserie afin de parler la dernière, et de pouvoir 

réparer, autant qu’il lui serait possible, le mal que 

la vieille aurait fait. 

Cependant les fées commencèrent à faire leurs 

dons à la princesse. La plus jeune lui donna pour 

don qu’elle serait la plus belle personne du 

monde ; celle d’après, qu’elle aurait de l’esprit 

comme un ange ; la troisième, qu’elle aurait une 

grâce admirable à tout ce qu’elle ferait ; la

quatrième, qu’elle danserait parfaitement bien ; la 

cinquième, qu’elle chanterait comme un 

rossignol ; la sixième, qu’elle jouerait de toutes 

sortes d’instruments dans la dernière perfection. 

Le rang de la vieille fée étant venu, elle dit, en 

branlant la tête encore plus de dépit que de 

vieillesse, que la princesse se percerait la main 

d’un fuseau, et qu’elle en mourrait. 

Ce terrible don fit frémir toute la compagnie, 

et il n’y eût personne qui ne pleurât. Dans ce 

moment la jeune fée sortit de derrière la 

tapisserie, et dit tout haut ces paroles : 

– Rassurez-vous, roi et reine, votre fille n’en 

mourra pas ; il est vrai que je n’ai pas assez de 

puissance pour défaire entièrement ce que mon 

ancienne a fait. La princesse se percera la main 

d’un fuseau ; mais au lieu d’en mourir, elle 

tombera seulement dans un profond sommeil qui 

durera cent ans, au bout desquels le fils d’un roi 

viendra la réveiller. 

Le roi, pour tâcher d’éviter le malheur 

annoncé par la vieille, fit publier aussitôt un édit, 

par lequel il défendait à toutes personnes de filer

au fuseau, ni d’avoir des fuseaux chez soi, sur 

peine de la vie. 

Au bout de quinze ou seize ans, le roi et la 

reine étant allés à une de leurs maisons de 

plaisance, il arriva que la jeune princesse courant 

un jour dans le château, et montant de chambre 

en chambre, alla jusqu’au haut d’un donjon dans 

un petit galetas, où une bonne vieille était seule à 

filer sa quenouille. Cette bonne femme n’avait 

point ouï parler des défenses que le roi avait 

faites de filer au fuseau. 

– Que faites-vous là, ma bonne femme ? dit la 

princesse. 

– Je file, ma belle enfant, lui répondit la vieille 

qui ne la connaissait pas. 

– Ah ! que cela est joli, reprit la princesse, 

comment faites-vous ? donnez-moi que je voie si 

j’en ferais bien autant. 

Elle n’eut pas plus tôt pris le fuseau, que 

comme elle était fort vive, un peu étourdie, et que 

d’ailleurs l’arrêt des fées l’ordonnait ainsi, elle 

s’en perça la main, et tomba évanouie.

La bonne vieille, bien embarrassée, crie au 

secours : on vient de tous côtés, on jette de l’eau 

au visage de la princesse, on la délace, on lui 

frappe dans les mains, on lui frotte les tempes

avec de l’eau de la reine de Hongrie ; mais rien 

ne la faisait revenir. 

Alors le roi, qui était monté au bruit, se 

souvint de la prédiction des fées, et jugeant bien 

qu’il fallait que cela arrivât, puisque les fées 

l’avaient dit, fit mettre la princesse dans le plus 

bel appartement du palais, sur un lit en broderie 

d’or et d’argent. On eût dit un ange, tant elle était 

belle ; car son évanouissement n’avait pas ôté les 

couleurs vives de son teint : ses joues étaient 

incarnates, et ses lèvres comme du corail ; elle 

avait seulement les yeux fermés, mais on 

l’entendait respirer doucement, ce qui faisait voir 

qu’elle n’était pas morte. 

Le roi ordonna qu’on la laissât dormir en 

repos, jusqu’à ce que son heure de se réveiller fût 

venue. La bonne fée qui lui avait sauvé la vie en

la condamnant à dormir cent ans, était dans le 

royaume de Mataquin, à douze mille lieues de là,

lorsque l’accident arriva à la princesse ; mais elle 

en fut avertie en un instant par un petit nain, qui 

avait des bottes de sept lieues (c’était des bottes 

avec lesquelles on faisait sept lieues d’une seule 

enjambée). La fée partit aussitôt, et on la vit au

bout d’une heure arriver dans un chariot tout de 

feu, traîné par des dragons. Le roi lui alla 

présenter la main à la descente du chariot. Elle 

approuva tout ce qu’il avait fait ; mais comme 

elle était grandement prévoyante, elle pensa que 

quand la princesse viendrait à se réveiller, elle 

serait bien embarrassée toute seule dans ce vieux 

château : voici ce qu’elle fit. 

Elle toucha de sa baguette tout ce qui était 

dans ce château (hors le roi et la reine), 

gouvernantes, filles d’honneur, femmes de 

chambre, gentilshommes, officiers, maîtres 

d’hôtel, cuisiniers, marmitons, galopins, gardes, 

suisses, pages, valets de pied ; elle toucha aussi 

tous les chevaux qui étaient dans les écuries, avec 

les palefreniers, les gros mâtins de basse-cour, et 

la petite Pouffe, petite chienne de la princesse, 

qui était auprès d’elle sur son lit. Dès qu’elle les

eut touchés, ils s’endormirent tous, pour ne se

réveiller qu’en même temps que leur maîtresse, 

afin d’être tout prêts à la servir quand elle en 

aurait besoin. Les broches mêmes, qui étaient au 

feu, toutes pleines de perdrix et de faisans, 

s’endormirent, et le feu aussi. Tout cela se fit en 

un moment ; les fées n’étaient pas longues à leur 

besogne. 

Alors le roi et la reine, après avoir baisé leur 

chère enfant sans qu’elle s’éveillât, sortirent du 

château, et firent publier des défenses à qui que 

ce soit d’en approcher. Ces défenses n’étaient pas 

nécessaires ; car il poussa, dans un quart d’heure, 

tout autour du parc, une si grande quantité de 

grands arbres et de petits, de ronces et d’épines 

entrelacées les unes dans les autres, que bête ni 

homme n’y aurait pu passer ; en sorte qu’on ne 

voyait plus que le haut des tours du château, 

encore n’était-ce que de bien loin. On ne douta 

point que la fée n’eût fait là encore un tour de son 

métier, afin que la princesse, pendant qu’elle 

dormirait, n’eût rien à craindre des curieux. 

Au bout de cent ans, le fils du roi qui régnait 

alors, et qui était d’une autre famille que la

princesse endormie, étant allé à la chasse de ce 

côté-là, demanda ce que c’était que des tours 

qu’il voyait au-dessus d’un grand bois fort épais. 

Chacun lui répondit selon qu’il en avait ouï 

parler. Les uns disaient que c’était un vieux 

château où il revenait des esprits ; les autres, que 

tous les sorciers de la contrée y faisaient leur 

sabbat. La plus commune opinion était qu’un 

ogre y demeurait, et que là il emportait tous les 

enfants qu’il pouvait attraper, pour les pouvoir 

manger à son aise, et sans qu’on le pût suivre, 

ayant seul le pouvoir de se faire un passage au 

travers du bois. 

Le prince ne savait qu’en croire, lorsqu’un 

vieux paysan prit la parole, et lui dit : 

– Mon prince, il y a plus de cinquante ans que 

j’ai ouï dire à mon père qu’il y avait dans ce 

château une princesse, la plus belle qu’on eût su 

voir ; qu’elle y devait dormir cent ans et qu’elle 

serait réveillée par le fils d’un roi, à qui elle était 

réservée. 

Le jeune prince, à ce discours, se sentit tout de 

feu ; il crut sans balancer qu’il mettrait fin à une

si belle aventure ; et poussé par l’amour et par la 

gloire, il résolut de voir sur-le-champ ce qui en 

était. À peine s’avança-t-il vers le bois, que tous 

ces grands arbres, ces ronces et ces épines 

s’écartèrent d’elles-mêmes pour le laisser passer. 

Il marcha vers le château, qu’il voyait au bout 

d’une grande avenue où il entra ; et, ce qui le 

surprit un peu, il vit que personne de ses gens ne 

l’avait pu suivre, parce que les arbres s’étaient 

rapprochés dès qu’il avait été passé. Il ne laissa 

pas de continuer son chemin : un prince jeune et 

amoureux est toujours vaillant. Il entra dans une 

grande avant-cour où tout ce qu’il vit d’abord 

était capable de le glacer de crainte. C’était un 

silence affreux : l’image de la mort s’y présentait 

partout, et ce n’était que des corps étendus 

d’hommes et d’animaux, qui paraissaient morts. 

Il reconnut pourtant bien, au nez bourgeonné et à 

la face vermeille des suisses, qu’ils n’étaient 

qu’endormis, et leurs tasses où il y avait encore 

quelques gouttes de vin, montraient assez qu’ils 

s’étaient endormis en buvant. 

Il passa une grande cour pavée de marbre ; il 

monta l’escalier, il entra dans la salle des gardes

qui étaient rangés en haie, la carabine sur 

l’épaule, et ronflants de leur mieux. Il traversa 

plusieurs chambres pleines de gentilshommes et 

de dames, dormant tous, les uns debout, les autres 

assis. Il entra dans une chambre toute dorée, et il 

vit sur un lit, dont les rideaux étaient ouverts de 

tous côtés, le plus beau spectacle qu’il eût jamais 

vu : une princesse qui paraissait avoir quinze ou 

seize ans, et dont l’éclat resplendissant avait 

quelque chose de lumineux et de divin. Il 

s’approcha en tremblant et en admirant et se mit à 

genoux auprès d’elle. 

Alors, comme la fin de l’enchantement était 

venue, la princesse s’éveilla ; et le regardant avec 

des yeux plus tendres qu’une première vue ne 

semblait le permettre : 

– Est-ce vous, mon prince ? lui dit-elle, vous 

vous êtes bien fait attendre. 

Le prince, charmé de ces paroles, et plus 

encore de la manière dont elles étaient dites, ne 

savait comment lui témoigner sa joie et sa 

reconnaissance ; il l’assura qu’il l’aimait plus que 

lui-même. Ses discours furent mal rangés, ils en

plurent davantage ; peu d’éloquence, beaucoup 

d’amour. Il était plus embarrassé qu’elle, et l’on 

ne doit pas s’en étonner ; elle avait eu le temps de 

songer à ce qu’elle aurait à lui dire, car il y a 

apparence (l’histoire n’en dit pourtant rien) que la 

bonne fée, pendant un si long sommeil, lui avait 

procuré le plaisir des songes agréables. Enfin il y 

avait quatre heures qu’ils se parlaient, et ils ne 

s’étaient pas encore dit la moitié des choses qu’ils 

avaient à se dire. 

Cependant tout le palais s’était réveillé avec la 

princesse ; chacun songeait à faire sa charge, et 

comme ils n’étaient pas tous amoureux, ils 

mouraient de faim ; la dame d’honneur, pressée 

comme les autres, s’impatienta, et dit tout haut à 

la princesse que la viande était servie. Le prince 

aida la princesse à se lever ; elle était tout 

habillée et fort magnifiquement, mais il se garda 

bien de lui dire qu’elle était habillée comme sa 

mère-grand, et qu’elle avait un collet monté ; elle 

n’en était pas moins belle. 

Ils passèrent dans un salon de miroirs, et y 

soupèrent, servis par les officiers de la princesse.

Les violons et les hautbois jouèrent de vieilles 

pièces, mais excellentes, quoiqu’il y eût près de 

cent ans qu’on ne les jouât plus ; et après souper, 

sans perdre de temps, le grand aumônier les 

maria dans la chapelle du château, et la dame 

d’honneur leur tira le rideau : ils dormirent peu, 

la princesse n’en avait pas grand besoin, et le 

prince la quitta dès le matin pour retourner à la 

ville, où son père devait être en peine de lui. 

Le prince lui dit qu’en chassant il s’était perdu 

dans la forêt, et qu’il avait couché dans la hutte 

d’un charbonnier, qui lui avait fait manger du 

pain noir et du fromage. Le roi son père, qui était 

un bonhomme, le crut ; mais sa mère n’en fut pas 

bien persuadée, et voyant qu’il allait presque tous 

les jours à la chasse, et qu’il avait toujours une 

raison en main pour s’excuser, quand il avait 

couché deux ou trois nuits dehors, elle ne douta 

plus qu’il n’eût quelque amourette ; car il vécut 

avec la princesse plus de deux ans entiers, et en 

eut deux enfants, dont le premier, qui fut une 

fille, fut nommée Aurore, et le second un fils 

qu’on nomma Jour, parce qu’il paraissait encore 

plus beau que sa sœur.

La reine dit plusieurs fois à son fils, pour le 

faire expliquer, qu’il fallait se contenter dans la 

vie ; mais il n’osa jamais se fier à elle de son 

secret : il la craignait quoiqu’il l’aimât, car elle 

était de race ogresse, et le roi ne l’avait épousée 

qu’à cause de ses grands biens. On disait même 

tout bas à la cour qu’elle avait les inclinations des 

ogres et qu’en voyant passer de petits enfants, 

elle avait toutes les peines du monde à se retenir 

de se jeter sur eux ; ainsi le prince ne voulut 

jamais rien dire. 

Mais quand le roi fut mort, ce qui arriva au 

bout de deux ans, et qu’il se vit le maître, il 

déclara publiquement son mariage, et alla en 

grande cérémonie quérir la reine sa femme dans 

son château. On lui fit une entrée magnifique 

dans la ville capitale, où elle entra au milieu de 

ses deux enfants. 

Quelque temps après le roi alla faire la guerre 

à l’empereur Cantalabutte son voisin. Il laissa la 

régence du royaume à la reine sa mère, et lui 

recommanda fort sa femme et ses enfants : il 

devait être à la guerre tout l’été, et dès qu’il fut

parti, la reine mère envoya sa bru et ses enfants à 

une maison de campagne dans les bois, pour 

pouvoir plus aisément assouvir son horrible 

envie. Elle y alla quelques jours après, et dit un 

soir à son maître d’hôtel : 

– Je veux manger demain à mon dîner la petite 

Aurore. 

– Ah ! madame, dit le maître d’hôtel... 

– Je le veux, dit la reine (et elle le dit d’un ton 

d’ogresse qui a envie de manger de la chair

fraîche), et je la veux manger à la sauce Robert. 

Ce pauvre homme voyant bien qu’il ne fallait 

pas se jouer à une ogresse, prit son grand 

couteau, et monta à la chambre de la petite 

Aurore : elle avait pour lors quatre ans et vint en 

sautant et en riant se jeter à son cou, et lui 

demander du bonbon. Il se mit à pleurer : le 

couteau lui tomba des mains, et il alla dans la 

basse-cour couper la gorge à un petit agneau, et 

lui fit une si bonne sauce, que sa maîtresse 

l’assura qu’elle n’avait jamais rien mangé de si 

bon. Il avait emporté en même temps la petite 

Aurore, et l’avait donnée à sa femme, pour la

cacher dans le logement qu’elle avait au fond de 

la basse-cour. 

Huit jours après, la méchante reine dit à son 

maître d’hôtel : 

– Je veux manger à mon souper le petit Jour. 

Il ne répliqua pas, résolu de la tromper comme 

l’autre fois ; il alla chercher le petit Jour, et le 

trouva avec un petit fleuret à la main, dont il 

faisait des armes avec un gros singe ; il n’avait 

pourtant que trois ans. Il le porta à sa femme qui 

le cacha avec la petite Aurore, et donna à la place 

du petit Jour un petit chevreau fort tendre, que 

l’ogresse trouva admirablement bon. 

Cela était fort bien allé jusque-là ; mais un soir 

cette méchante reine dit au maître d’hôtel : 

– Je veux manger la reine à la même sauce que 

ses enfants. 

Ce fut alors que le pauvre maître d’hôtel 

désespéra de la pouvoir encore tromper. La jeune 

reine avait vingt ans passés, sans compter les cent 

ans qu’elle avait dormi : sa peau était un peu 

dure, quoique belle et blanche ; et le moyen de

trouver, dans la ménagerie, une bête aussi dure 

que cela ? Il prit la résolution, pour sauver sa vie, 

de couper la gorge à la reine, et monta dans sa 

chambre, dans l’intention de n’en pas faire à deux 

fois ; il s’excitait à la fureur, et entra, le poignard 

à la main, dans la chambre de la jeune reine. Il ne 

voulut pourtant point la surprendre et il lui dit 

avec beaucoup de respect l’ordre qu’il avait reçu 

de la reine mère. 

– Faites votre devoir, lui dit-elle, en lui 

tendant le col, exécutez l’ordre qu’on vous a 

donné ; j’irai revoir mes enfants, mes pauvres 

enfants que j’ai tant aimés. 

Elle les croyait morts, depuis qu’on les avait

enlevés sans lui rien dire. 

– Non, non, madame, lui répondit le pauvre 

maître d’hôtel tout attendri, vous ne mourrez 

point, et vous ne laisserez pas d’aller revoir vos 

enfants ; mais ce sera chez moi où je les ai 

cachés, et je tromperai encore la reine en lui 

faisant manger une jeune biche en votre place. 

Il la mena aussitôt à sa chambre, où la laissant 

embrasser ses enfants et pleurer avec eux, il alla

accommoder une biche, que la reine mangea à 

son souper, avec le même appétit que si c’eût été 

la jeune reine ; elle était bien contente de sa 

cruauté, et elle se préparait à dire au roi, à son 

retour, que les loups enragés avaient mangé la 

reine sa femme et ses deux enfants. 

Un soir qu’elle rôdait à son ordinaire dans les 

cours et basses-cours du château pour y halener 

quelque viande fraîche, elle entendit dans une 

salle basse le petit Jour qui pleurait, parce que la 

reine sa mère le voulait faire fouetter, à cause 

qu’il avait été méchant ; et elle entendit aussi la 

petite Aurore qui demandait pardon pour son 

frère. L’ogresse reconnut la voix de la reine et de 

ses enfants, et furieuse d’avoir été trompée, elle 

commanda, dès le lendemain au matin, avec une 

voix épouvantable qui faisait trembler tout le 

monde, qu’on apportât au milieu de la cour une 

grande cuve, qu’elle fit remplir de crapauds, de 

vipères, de couleuvres et de serpents, pour y faire 

jeter la reine et ses enfants, le maître d’hôtel, sa 

femme et sa servante : elle avait donné l’ordre de 

les amener les mains liées derrière le dos.

Ils étaient là, et les bourreaux se préparaient à 

les jeter dans la cuve, lorsque le roi, qu’on 

n’attendait pas si tôt, entra dans la cour à cheval ; 

il était venu en poste, et demanda tout étonné ce 

que voulait dire cet horrible spectacle. Personne 

n’osait l’en instruire, quand l’ogresse, enragée de 

voir ce qu’elle voyait, se jeta elle-même la tête la 

première dans la cuve, et fut dévorée en un 

instant par les vilaines bêtes qu’elle y avait fait 

mettre. Le roi ne laissa pas d’en être fâché : elle 

était sa mère ; mais il s’en consola bientôt avec sa 

belle femme et ses enfants. 

.

.

.

 


Sapere Aude Story

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


κοιτάζει έξω απ'τό παράθυρο,το τρένο διασχίζει μια πεδιάδα,ποτε

πλησιάζει ορθογώνια πρασίνου ποτε απομακρύνεται,κάπου ένας 

άνθρωπος ξαπλωμένος,υποθεση1:κοιμαται κουρασμένος,υπόθεση 2:

νεκρός(υπόθεση 1 της υπόθεσης 2:δολοφονημένος),υπόθεση 3:

αφουγκραζεται τον ήχο της γης,τώρα το τοπίο έχει λόφους,άλογα βόσκουν,

η Άννα Μαγδαληνή Μπαχ ήταν επαγγελματίας τραγουδίστρια και η

δεύτερη γυναίκα του Μπαχ,πόλη στο βάθος,πύκνωση ανθρώπων,

ελαχιστοποίηση φύσης,Notenbüchlein für Anna Magdalena Bach,το

ξεφυλλιζει,το τρένο μπαίνει σε τούνελ,σκοτάδι,εκτυφλωτικό το 

φως στην έξοδο,μετά από πέντε λεπτα σταθμός του τρένου,βρέχει,

μια γυναίκα με κίτρινη ομπρέλα,την περιμένει ένας άντρας μ'ενα

μαύρο σκυλί,κουβεντιάζουν,φεύγουν,το τρένο αναχωρεί,σ'ενα τοίχο

γράφει.Sapere Aude ,χαμογέλασε,η σύγχρονη επανεμφάνιση του Οράτιου.

Dimidium facti, qui coepit, habet; sapere aude, incipe.(Πρώτο Βιβλίο 

των Γραμμάτων,γραμμη 40).μια νεαρή γυναίκα κάθησε απέναντι του,

άνοιξε τη τσάντα της,έβγαλε ένα καθρεφτακι,μ'ενα ροζ κραγιόν εβαψε

τα χείλη της,ύστερα έκλεισε τα μάτια της,αποκόπηκε από την 

πραγματικότητα;ερώτηση,θα έκανε την ερώτηση:τι σημαίνει για 

σας κυρία μου ο Εμανουέλ Καντ;Πιθανόν να του απαντούσε:Sapere Aude.

Τολμά να γνωρίσεις.Τολμα να με γνωρίσεις.

.

.

.


Η Πληρότητα του Καλλιτέχνη

-χ.ν.κουβελης  c.n.couvelis


Ο κ.Κ μας αφηγηθηκε:

Από την αρχή για την  Έκθεσης Ζωγραφικής του(δεν θα αναφέρω το όνομα

του ζωγράφου) γράφτηκαν αναλύσεις των έργων από έγκυρους κριτικους,

Αυτός τότε  κατέστρεψε όλα τα έργα,έσχισε τους μουσαμάδες σε κομμάτια,

Και τους κάλεσε να δουν,

-Αυτά ειναι τα πραγματικά μου έργα,τους είπε

Τον θεωρησαν τρελο,η' ότι τρελάθηκε,

Κάποιος τον ρώτησε γιατί το έκανε και ποια η σημασία της πράξης

καταστροφής

-Καμια καταστροφή,κύριε,του απάντησε,αντίθετα δημιουργία

Σταμάτησε να ζωγραφίζει,ξεχάστηκε,

Κανένα έργο του δεν διασωθηκε

Αυτό δεν το πείραξε,τώρα ένιωθε την πληρότητα του καλλιτέχνη,

.

.

.



3 Κυνικοί Μύθοι του Αισωπου

1.Κύων κοιμώμενος καὶ λύκος-2.Κύων καὶ μάγειρος -3.Κύων κωδωνοφορῶν

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Αἰσώπου Μῦθοι

Κύων κοιμώμενος καὶ λύκος 

Σκύλος που κοιμάται και λύκος


Σκύλος μπροστά από κάποια αγροικια κοιμωνταν.Οταν λυκος κατεφθασε εκει

κι ηθελε να τον φάει,τον συγκράτησε τώρα να μην τον καταβροχθίσει.

Γιατί τώρα,είπε,είμαι πάχος κι αδύνατος,αν όμως λίγο περιμένεις,πρόκειται

τ'αφεντικα μου να κάμουν γάμους,τότε κι εγώ πολύ τρώγοντας παχύτερος

θα γίνω,και θα γινω για σένα πιο ευχάριστη τροφη'

Ο λύκος αφού πείστηκε έφυγε.Μετα από μέρες ξαναρχωντας βρήκε πάνω

στη στέγη τον σκύλο να κοιμαται,και στέκοντας κατω σ'αυτον τον καλούσε,

θυμίζοντας του τα συμφωνημενα.

Κι ο σκύλος είπε.'Λυκε,αν από τώρα και στο εξής μπροστά απ'την αγροικια

με δεις να κοιμάμαι,καθόλου μην περιμένεις τους γαμους'


Ο μύθος δηλώνει ότι απ'τους ανθρώπους οι φρονιμοι,όταν από κάτι

που κινδύνευσαν σωθούν,σ'όλη τους τη ζωή απ'αυτο φυλλαγονται.

.

.

Αἰσώπου Μῦθοι

Κύων καὶ μάγειρος 

Σκύλος και μαγειρας


Σκύλος πηδώντας μέσα σε μαγειρείο και,καθώς ο μάγειρας απασχολημένος

ήταν,καρδιά αρπάζοντας,έφυγε.

Ο μάγειρας στρέφοντας τα μάτια,όταν τον είδε να φεύγει,είπε.

'Ε κοπριτη,να ξέρεις,όπουδηποτε κι αν πας,θα φυλάξω να σε πιάσω,γιατί 

από μένα δεν πήρες καρδιά,άλλα σε μενα καρδια εδωσες'


Ο μύθος δηλώνει ότι πολλές φορές τα παθήματα στους ανθρώπους

μαθήματα γινονται

.

.

Αἰσώπου Μῦθοι

Κύων κωδωνοφορῶν 

Σκύλος που κουδούνι φοραει


Σκύλος ύπουλα δάγκωνε.Σ'αυτον το αφεντικό του κουδούνι του κρέμασε,

ώστε να γίνεται φανερός σ'ολους'.

Αυτός το κουδούνι σειωντας στην αγορά αλαζονικά κα καμαρωνε.

Μια γριά σκύλα του'πε.

'Γιατι φαντασιοπληκτεις,αυτό δεν το φοράς ως ένδειξη μεγαλείου,αλλά

προς απόδειξη της κρυμμένης σου κακιας'


Ότι η κενοδοξια των αλλαζονων φανερή είναι δηλώνοντας την κακια

που δεν φαινεται

.

.


Αἰσώπου Μῦθοι

Κύων κοιμώμενος καὶ λύκος 


Κύων πρὸ ἐπαύλεώς τινος ἐκάθευδε. Λύκου δ’ ἐπιδραμόντος καὶ βρῶμα μέλλοντος θήσειν αὐτὸν, ἐδεῖτο μὴ νῦν αὐτὸν καταθῦσαι. «Νῦν μὲν γάρ, φησί, λεπτός εἰμι καὶ ἰσχνός· ἂν δὲ μικρὸν ἀναμείνῃς, μέλλουσιν οἱ ἐμοὶ δεσπόται ποιήσειν γάμους, κἀγὼ τηνικαῦτα πολλὰ φαγὼν πιμελέστερος ἔσομαι, καὶ σοὶ ἡδύτερον βρῶμα γενήσομαι.» Ὁ μὲν οὖν λύκος πεισθεὶς ἀπῆλθε· μεθ’ ἡμέρας δ’ ἐπανελθὼν εὗρεν ἄνω ἐπὶ τοῦ δώματος τὸν κύνα καθεύδοντα, καὶ στὰς κάτωθεν πρὸς ἑαυτὸν ἐκάλει, ὑπομιμνῄσκων αὐτὸν τῶν συνθηκῶν. Καὶ ὁ κύων· « Ἀλλ’, ὦ λύκε, εἰ τὸ ἀπὸ τοῦδε πρὸ τῆς ἐπαύλεώς με ἴδοις καθεύδοντα, μηκέτι γάμους ἀναμείνῃς.»


Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οἱ φρόνιμοι τῶν α̣νθρώπων, ὅταν περί τι κινδυνεύσαντες σωθῶσι, διὰ βίου τοῦτο φυλάττονται.

.

.

Αἰσώπου Μῦθοι

Κύων καὶ μάγειρος 


Κύων εἰσπηδήσας εἰς μαγειρεῖον καὶ, τοῦ μαγείρου ἀσχολουμένου, καρδίαν ἁρπάσας, ἔφυγεν. Ὁ δὲ μάγειρος ἐπιστραφείς, ὡς εἶδεν αὐτὸν φεύγοντα, εῖπεν· «Ὦ οὗτος, ἴσθι ὡς, ὅπουπερ ἂν ᾖς, φυλάξομαί σε· οὐ γὰρ ἀπ’ ἐμοῦ καρδίαν εἴληφας, ἀλλ’ ἐμοὶ καρδίαν ἔδωκας.»


Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι πολλάκις τὰ παθήματα τοῖς ἀνθρώποις μαθήματα γίνονται.

.

.

Αἰσώπου Μῦθοι

Κύων κωδωνοφορῶν 


Λάθρᾳ κύων ἔδακνε. Τούτῳ δὲ ὁ δεσπότης κώδωνα ἐκρέμασεν, ὥστε πρόδηλον εἶναι τοῖς πᾶσι. Οὗτος δὲ τὸν κώδωνα σείων ἐν τῇ ἀγορᾷ ἠλαζονεύετο. Γραῦς δὲ κύων εἶπεν αὐτῷ· «Τί φαντάζῃ; οὐ δι’ ἀρετὴν τοῦτον φορεῖς, ἀλλὰ δι’ ἔλεγχον τῆς κεκρυμμένης σου κακίας.»


Ὅτι οἱ τῶν ἀλαζόνων κενόδοξοι τρόποι πρόδηλοί εἰσι δηλοῦντες τὴν ἀφανῆ κακίαν

.

.

.




Παράξενες Συναντήσεις

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Σήμερα του συνεβησαν όλα τα παραξενα μαζεμένα,τα αλλόκοτα(κατά μίαν έννοια 

θα τα ελεγε κωμικά)

περπατούσε μεσημέρι σε μια κεντρικη λεωφόρο:

τον σταματά καποιος.

-Κυριε κάτι χάσατε του λέει,με φωνή που δεν σήκωνε αντίρρηση

Τον αφνιδιασε.

-Και το ξέρεις εσύ και δεν το ξέρω εγώ;τον πήρε στη πλάκα

-Μα φυσικά,του απάντησε ο άλλος χαμογελώντας αφοπλιστικα,

-Τοτε τι έχασα;το διασκέδαζε

-Το μυαλό σας,είπε ο άλλος και εξαφανίστηκε.

Ανοησίες,κακοήθειες,σκέφτηκε κατ'αρχην,

Μετά,

αν όμως έτσι είναι;,πως μπορεί να το αποδείξει,για να αποδειξεις κάτι χρειάζεται μυαλό,λογική,κι αυτός αν πραγματικά το έχει χάσει είναι αδύνατο να το αποδείξει,

αυτό μόνο ένας τρίτος μπορεί να το κάνει,ωστισο τόσες λογικές προτάσεις έχει κάνει,απόδειξη ότι δεν εχει χάσει το μυαλό του,ο άλλος,αυτός που τον σταμάτησε,

είναι ένας τρίτος,κι αυτός συμπέρανε,ήταν σίγουρος,από που;μάλλον δεν θα το 

μάθει ποτέ,επικινδυνη  σκεψη,αν το πιστέψει,τοτε οποιοσδήποτε μπορεί να του 

επιβάλλει κάθε τι ,π.χ ότι έχει τρία πόδια,κι ας βλέπει ακόμα δύο,μήπως τον γελούν 

τα μάτια του,κι έχει τέσσερα πόδια;ποιος ξέρει ;αν ρωτησει ένα τρίτο θα το μάθει,

ρωτάει έναν τυχαίο περαστικό:

-Κυριε,με συγχωρήτε,μια ερώτηση:δεν έχω τέσσερα πόδια;

-Μάλλον για σαρανταποδαρούσα μου φαίνεσθαι

Ο άλλος απάντησε.

-Εχετε χιούμορ,κύριε

-Αντιθετα,κυριολεκτω,σαράντα πόδια,θέλετε να τα μετρήσω.Οριστε.ενα,δύο,τρία,

τέσσερα,

μέχρι να φτάσει στο 40 του φάνηκε αιώνας.

-σαραντα,ακριβώς,τον ακουσε

ο λογιστης ποδιών,έτσι τον ονομάτισε,απομακρύνθηκε.

Δεν πρόλαβε να τον ρωτησει αν

υπήρχε περίπτωση να κάνει λάθος.

-Κανενας,άκουσε μια φωνή δίπλα του,σ'αυτη τη πόλη δεν κάνει λάθος,για τον άλλον.

Γύρισε και είδε μια γοητευτική

γυναίκα.

-Δηλαδη,αν πω,ότι είσαι ερωτευμένη μαζί μου,αυτό ισχύει;

-Φυσικα,απάντησε χαμογελώντας η κυρία,σε διαβεβαιω ότι είμαι ερωτευμένη μαζί σου

-Απο ποτε; ρωτάει

-Ρωτας το χρονο,λέει η γυναίκα,

όλοι το ίδιο ρωτάνε,τι ψύχωση,

τι άσκοπο να ρωτάμε για το χρόνο,ο χρόνος είναι απάτη,δεν υπαρχει

-Μα αυτά που ειπατε,που συμβαίνουν,άρχισαν και τελειώνουν,αυτό λέμε χρονο,

απαντάει

-Νομιζουμε,αγνοούμε τα πάντα για το χρόνο,τον κόβει η κυρία,

Σηκώνει το χέρι της και σταματάει ένα ταξί,ανοίγει τη πόρτα και μπαίνει μέσα,

κάθεται,πριν κλείσει τη πόρτα προλαβαίνει να δει τα πόδια της γυμνά καθώς σηκώθηκε 

η φούστα της πάνω απ' τα γονατα.

(Η περιγραφή του αντιστοιχούσε στο πραγματικο)

τα θυμηθηκε,του ήταν γνωστα,ανοησίες,όλα τα γυμνά γυναικεία πόδια είναι ίδια,

άρα γνωστά,

ο συλλογισμος του είχε σφάλμα,δεν θέλησε να τον διορθώσει,

Πιο κάτω ξαναπεσε πάνω στον πρώτο άνθρωπο.

-Βλεπω ότι είστε μια χαρά,του είπε εγκαρδια,χαιρούμε,ξέρετε ανησυχούσα για σας.

-Τι εννοείτε; τον ρωτησε

-Να ξαναβρήκατε το μυαλό σας,

είπε και ξανά εξαφανίστηκε.

Στάθηκε στη στάση,σε 5 λεπτά θα περνούσε το λεωφορείο για το σπίτι του,

Από εκείνη την στιγμή,σε όλη τη διαδρομή μέσα στο λεωφορείο,

δεν συνεβηκε τίποτα,

οι άνθρωποι απομονωμενοι στις θέσεις τους,ακίνητοι,μοναχικοί,αμίλητοι.

.

.

.



(Ανθρώπινα Εσωτερικά)

ΟΙ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ήξερε ότι του έλεγε ψέματα,καλά κρυμμένα ώστε να φαίνονται αληθεια,

στην αρχή τον πείραξε αυτό,ήθελε να αντιδράσει,όμως συγκρατήθηκε, 

το χειρίστηκε ψύχραιμα,ακούει τις αφηγήσεις της,διασκεδάζει με τις 

επινοήσεις της,εκείνη του λεει λεπτομέρειες,αναλύει πρόσωπα

που επισκέφτηκε,τις συζητήσεις τους,περιγράφει μενού φαγητών 

που έφαγε με τη παρέα μιας φίλης,κριτικάρει θεατρικές παραστάσεις

που παρακολούθησε,κινηματογραφικά έργα που είδε,διαμαρτύρεται

για το κυκλοφοριακό στη πόλη,του δείχνει βίντεο και φωτογραφίες

που τράβηξε,χαμογελαστες πόζες της φίλης της,κτίρια,γραφιτι

που την εντυπωσίασαν,χάπενινγκ με κλόουν και μουσικούς στο δρόμο,

τα έλεγε με τέτοιο τρόπο σαν να τα είχε ζήσει,να ήταν εμπειρία

της,οι επινοημενες αυτές αφηγήσεις είχαν γίνει δεύτερη φύση της,

πίστευε πως ακόμα κι αν έπαυε να  υπαρχει ο ιδιαίτερος λόγος,

του εραστή θα τις συνεχιζε,αυτά θα του ήταν χρήσιμα υλικό για

μια μελέτη πάνω στην μυθογραφικη ανάγκη,διέξοδο,των ανθρώπων,

βέβαια πολλά είχαν υπόσταση,να περιέγραφε υπαρκτά πρόσωπα,

επίσης το μενού να ήταν αυτό,να είχε πραγματικά παρακολουθήσει

τη θεατρική παράσταση,και να πήγε σινεμά,αλλά έλλειπε,αυτό

επιδιωκε,η ερωτική σχέση,βέβαια αυτός ανακάλυπτε μέσα στις

αφηγήσεις της τις ψυχολογικές και συναισθηματικές της διακυμάνσεις,

χαρά,ενθουσιασμός,μελαγχολία,απαγόηευση,τώρα τις τελευταίες

μέρες διέβλεψε απελπισία,αυτός ήταν τόσο απόμακρος,αδιάφορος 

που δεν ένιωσε ικανοποίηση,εκδίκηση,είχε την νοοτροπία ενός 

ψυχρού πειραματιστή,το πειραματόζωο του εκτέεθημενο γυμνό

ενώπιον του,παρατηρούσε τις αντιδράσεις  του στά ακρα,

δολοφονία,αυτοκτονία,ενδιάμεσα κενό,μπορούσε να την ώθησει σε 

ένα από τα δύο,επέλεξε και τα δύο,

Τον ξύπνησε επιτακτικό χτύπημα στη πόρτα,κοίταξε στο παράθυρο,

είχε νυχτώσει,

σηκώθηκε κι άνοιξε τη πόρτα,

δύο άντρες,του είπαν ήταν αστυνομικοί,

η γυναίκα του είχε πυροβολήσει έναν άντρα στο διαμέρισμα του και 

με το ίδιο όπλο αυτοκτόνησε

τον πήραν για ανάκριση,

δεν ανέφερε καμια από τις αφηγήσεις της,

.

.

.

 


Mirror's Enigma,-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


την είδε στον καθρέφτη,την πρώτη φορά αδιαφόρησε,δεν ήθελε ούτε

να την επιπλήξει ούτε να την φοβίσει,όταν αυτό επαναλήφθηκε πολλές

φορές μετάνιωσε,ήταν όμως πολύ αργά,αδύνατον να την προσεγγίσει,

τις νύχτες ξύπναγε ακατάστατες ώρες και την έβλεπε εκεί,αυτό

άρχισε να το συγχέει με εφιάλτη,ο ψυχαναλυτής της είπε,πως ήταν

φυσιολογικό,η προβολή αυτή τη βοηθάει να ξεπεράσει κάποιους

κρυμμένους φόβους και άγχη της παιδικής ηλικίας,θυμήθηκε πως

κάποτε μικρή έσπασε τον καθρέφτη,ένα κομμάτι της καρφώθηκε 

στο χέρι,εγλυψε το αίμα για να το κρύψει και να αποφύγει την τιμωρία,

όχι δεν έσπασε τον καθρέφτη,τώρα θυμάται,η μητέρα έβαφε με

κόκκινο κραγιόν τα χείλη,ήταν κρυμμένη πίσω από την κουρτίνα

και την παρακολουθουσε,όταν έφυγε πήγε στο καθρέφτη και με

χέρια που τρέξαμε έβαψε κόκκινα τα χείλη,άκουσε τη φωνή της μητέρας,

'που είσαι;',τρόμαξε,άκουσε τα βήματα της,είχε βάλει τα χέρια 

της στο στόμα να κρύψει το κραγιόν,'τι κανείς εκεί;',η μητέρα πλησίασε,

'για να δω;,τι κρύβεις;',εκείνη έτοιμη να λιποθυμήσει,της τράβηξε

τα χέρια,είδε τα βαμμένα χείλη,γέλασε δυνατά και την παράτησε,

έκανε μέρες να την δει,πιστευε πως είχε πεθάνει,κι εκείνη έφταιγε,

όταν την ξαναειδε ήταν αλλαγμένη,δεν ήταν απόμακρη όπως πριν,

τώρα ήταν τρυφερή,τις νύχτες την έπαιρνε αγκαλιά μέχρι να κοιμηθεί,

μια μέρα της είπε:'μεγαλωσες μικρό μου',ήθελε να της πει πως δεν ήθελε

να μεγαλώσει,'δεν το ειπα',λέει,'γιατι δεν το ειπα',βλέπει στον καθρέφτη,

τι είναι μέσα;τι θα συμβεί;,της ήρθε παρόρμηση να τον σπάσει,τον

χτύπησε με το χέρι,ράγισε,κοίταξε το χέρι της,της έκανε εντύπωση,

δεν ήταν ματωμένο,εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκε βαθειά χωρίς διακοπή,

ποτέ δεν την  ξαναειδε στον καθρεφτη.

.

.

.


Reve Όνειρο Dream Traum-

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Reve,στα γαλλικά όνειρο,revelation αποκαλυψη,

Trauma,στα γερμανικά,τραύμα στα ελληνικά,

συσχετίσεις παρατραβηγμενες,εξαναγκασμένες,

όμως θα ήθελε να είναι ετσι,

μια κίτρινη πεταλούδα βουιζε στο δωμάτιο,δεν την έβλεπε,άκουγε τον ήχο της,πέρασε ώρα,άνοιξε την παλάμη της,πέταξε από μέσα,σαν ταχυδακτυλουργια της φάνηκε,τώρα είχε λευκά φτερα,

βγήκε απ'το ανοιχτό παραθυρο διανύοντας ελικοειδή τροχιά,άκουσε μια φωνή,εδώ κοιμάται,που;,εδώ δεν την βλέπεις,είναι σε γυάλα μαζί με κόκκινα ψαράκια,θα την φάνε,να την ξυπνήσουμε,αδύνατον,αυτή μας ονειρεύεται,

πως το ξέρουμε αυτό;αν σταματήσει αυτό,θα βρεθεί στο κρεβάτι και δεν θα θυμάται τίποτα,τότε να παρατείνουμε το όνειρο της,πως; δεν εξαρτάται από μας,βλέπεις δεν 

είναι πια στη γυάλα,είναι καθισμένη μπροστά στον καθρέφτη,

χτενιζεται,τώρα βάφει τα χείλη της ροζ,όμως πρόσεξε είναι στην άλλη πλευρά του καθρέφτη,δεν μας ακούει,ούτε μας βλέπει,πόσο θα διαρκέσει το όνειρο;

έχει ωρα τελειώσει,έχει ξυπνήσει,δεν είναι εκεί που τη βλέπουμε,εμείς τη βλέπουμε 

εκεί,

.

.

.

 


(THE CITIES-ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ)

ΠΟΛΗ ΤΟΥ  ΝΟΜΟΥ-LAW'S  CITY

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Σε αυτή την τεράστια πόλη όλοι οι άντρες κάτοικοι της,κάποια φορά,από την

ηλικία των 25 έως 45 χρόνων εγκαλουνται για υπόθεση τους,τους επισκέπτονται

απρόοπτα στο διαμέρισμα τους,λίγο πριν ξυπνήσουν,τρεις υπάλληλοι και τους

διατυπώνουν αυστηρά την απόφαση,ότι από εδώ και πέρα να είναι οποιαδήποτε στιγμή στην διάθεση των δικαστών,αυτοί στην αρχή διαμαρτυρονται,θεωρούν το

γεγονός παράλογο,κάποια αστεία φάρσα,αντιδρούν,αδιαφορουν,όμως με τον

καιρό καταλαβαίνουν την αυστηρότητα της κατάστασης,και περιμένουν την

έκβαση της,η όλη υπόθεση εξελλισεται μακροχρόνια,επισκέψεις,πολλές από

τις οποίες είναι χωρίς ουσιαστικο αποτέλεσμα,σε δικηγόρους του δικαστηρίου,

τα δικαστήρια είναι διάσπαρτα σε όλη τη πόλη,σε καθεδρικούς ναούς,σε

παλιά πολυώροφα κτίρια,οι ανώτεροι δικαστές είναι απροσιτοι,σε αυτό το δικαστικό δικτύο είναι εμπλεκόμενοι παρά πολλοί,από δικηγόρους μέχρι 

γυναίκες ερωμένες των δικαστικών,η κατηγορία είναι αδηλη,κανενας κατηγορούμενος δεν γνωρίζει,ούτε μπορεί να υπονοήσει,τον λόγο της ενοχής

του,ολοενα και εισχωρει στον δικαστικό λαβύρινθο,χωρίς πλέον έξοδο,σταδιακά

 νοιώθει ότι πράγματι είναι ένοχος και επιδιώκει,πάσει θυσία,την εκδίκαση

της υπόθεσης του,κατεφευγοντας και σε άνομες ενέργειες,όπως δωροδοκιες

κατώτερων δικαστών,συναπτώντας ακόμα και ερωτικές σχέσεις με τις ερωμένες τους,για μεσολαβήσουν υπέρ του,στο τέλος όλα καταλήγουν κατά του,και επιβαρύνουν πολύ τη θέση του, η υπόθεση στην αρχή προχωρά γρήγορα,

ύστερα επιβραδύνεται,μέχρι που οι κατηγορούμενοι νομίζουν ότι έχει ξεχασθεί και κανένας δεν θα ασχοληται,στην πραγματικότητα τίποτα από αυτό δεν συμβαίνει,ξαφνικά επεμφανιζεται πλέον σοβαρή,με όλο και περισσότερο

ενοχοποιητικα στοιχεία,στο τελος οι κατηγορούμενοι καταλήγουν να παραμελούν κυριολεκτικα την προσωπική τους ζωή,οικογένεια,την εργασία τους,και συνεχώς παρευρίσκονται στους χώρους των δικαστηρίων,ποτέ 

μέχρι τώρα κανένας δεν είδε ανώτερο δικαστη,μόνο κάποια πορτραιτα τους,

τα οποία τους δείχνουν απρόσιτους και βλοσυρους,τα χρόνια περνάνε,επέρχεται

σωματική κατάρρευση,θολώνει η όραση τους,η ακοή ελλατωνεται,σχεδόν

τυφλοί κουφοί και παράλυτοι βρίσκονται στα δικαστήρια,τους καταλαμβανει

η παράνοια,νοιώθουν ένοχοι και θέλουν να δικαστούν,κάποιοι θα πεθάνουν

χωρίς ποτέ αυτό να συμβεί,και κάποιοι συλλαμβανονται μια σκοτεινή

νύχτα από τους εκτελεστές τους δικαστηρίου,τους πηγαίνουν σε εγκαταλελειμμένα μεγαλεία,η' σε παραλίες κι εκεί,κάτω από το παγωμένο

φως της πανσεληνου,πάντα μέσα σε αυτό το σκηνικο,τους εκτελούν ψυχρα,

είτε τους πυροβολούν,είτε τους σφάζουν σαν ζώα,είτε τους πνίγουν,και τους παρατουν στην ερημιά.

.

.

.


(Ανθρώπινα Εσωτερικά)

Πολύπλοκα Ιστοριων

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


είπε τελείωσε,

τέλος,end, το σπίτι την έπνιγε,


στη κόκκινη κάμπριο  Λαμποργκινι ταχύτητα 230 χλμ/ω πολύ δυνατή μουσική κοιτάζεται στον καθρέφτη μοιάζει καταπληκτικά με την Μόνικα Βιτι

η μακριά κόκκινη ενσαρπα ανεμίζει ο Γιεβγενι Γεσενιν της τηλεφώνησε πριν

αυτοκτονισει 

ηρεμη η ψυχή μου

ότι έγινε έγινε 

σε λίγοη Ισιδώρα Ντάνκαν θα συναντήσει τα δύο παιδιά της μέσα στα νερά του Σηκουάνα 

η τέλεια χορογραφία της


τελείωσε,τέλος,end.

.

.

.




Ορφεας και Ευρυδικη-2μ χ 3μ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


 ΑΠΟΤΟΜΗ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


μπήκε στο πάρκο,παρατήρησε το επαναλαμβανόμενο μοτίβο του,ένας λαβύρινθος,παράξενο,αλλά δεν ανησύχησε,σε ένα κανονικό εξαγωνικό άνοιγμα

περικυκλώθηκε από άγρια σκυλιά,έβλεπε ορθανοικτά τα στόματα τους αλλά

δεν άκουγε τα γαυγισματα,δεν φώναξε βοήθεια,ούτε προσπάθησε να ξεφύγει,

τον έρριξαν κάτω,τα δόντια τους βυθίστηκαν στη σάρκα του

Η γυναίκα τον άκουγε,μισοκρυμμενη στο σκοτάδι,

Όταν τελείωσε τη διήγηση του σηκώθηκε,βγήκε από το δωμάτιο,έκλεισε τη

πόρτα,

την άλλη μέρα παρακολούθησαν στο αρχαίο ωδείο της πόλης την όπερα 

Euridice του Ιταλού συνθέτη Jacobo Peri,γραμμένη το 1600

Στο πρόγραμμα έγραφε πως ο Jacobo Peri θεωρείται ευφερετης της οπερας 

Αργότερα δειπνισαν σε κεντρικό εστιατόριο και κοιμήθηκαν σε ένα Hotel

Όταν ξύπνησε,η γυναίκα έλλειπε,ούτε είχε αφήσει κάποιο σημείωμα,

ανησύχησε,της τηλεφώνησε,το τηλέφωνο ήταν απενεργοποιημενο,

Ντύθηκε και κατέβηκε στη ρεσεψιόν,

Ρώτησε την νεαρή υπάλληλο αν είχε δει την κυρία,

Εκείνη απάντησε πως δεν την  είχε δει να φεύγει,

Ανέβηκε πάλι στο δωμάτιο,

Την βρήκε να κοιμάται,από την αναπνοή της κατάλαβε πως κοιμόνταν βαθειά,

δεν την ξύπνησε,

Βγήκε,

Περιπλανήθηκε στη πόλη,

Ζήτησε την συντροφιά μιας escort,

Ήρθε η κοπέλα,ήπιαν εσπρέσσο,

Την ρώτησε για τις εμπειρίες από το επάγγελμα της,κάνει κάποια σχετική 

έρευνα,δικαιολογήθηκε,θα την πλήρωνε εξτρα

Η γυναίκα χαμογέλασε,θέλετε του είπε συνηθισμενα περιστατικά,η ' αλλόκοτα,

παράξενα;

Και βέβαια παράξενα,απάντησε,σας πειράζει να ηχογραφήσω τη φωνή σας;

Ξέρετε,του είπε η κοπέλα,αυτό είναι έξτρα,ελέγχομαι από το γραφείο

Όκει,της απάντησε,

Μέσα στα stories ήταν και η ιστορία ενός πιανίστα,ο οποίος την μακιγιαρισε

και με μια μάσκα την μεταμόρφωσε σε κάτι το αλλόκοτο και τρομακτικό,της

είπε τι ήθελε,μάλλον την διεταξε,καθως έπαιζε στο πιάνο,να του δαγκάσει

το μεσαίο δάκτυλο του δεξιού χεριού και να το αποκόψει,

την πλήρωσε πολύ ακριβά κι εκείνη το έκανε,

Εκείνος δεν έβγαλε την παραμικρή φωνή πόνου,συνέχιζε να παίζει στο πιάνο,

Όταν τελείωσε,πήρε το κομμένο δάκτυλο,και της το πρόσφερε,δωρο,της

είπε,εκείνη τρόμαξε,όμως λόγω του επαγγέλματος της δέχτηκε την

παραξενια του πελάτη της,

Άλλη φορά δεν το ξαναειδε,

Εκείνος την σταμάτησε σ'εκεινη την ιστορία,

Της έδειξε το δεξί του χέρι,κοίτα,της είπε

Εκείνη είδε το κομμένο μεσαίο δάκτυλο,

Εσείς είστε;του είπε,έτρεμε

Εγώ,της απάντησε,

Την πλήρωσε κι έφυγαν,αμέσως έξω χώρισαν,

Πήρε τηλέφωνο,η γυναίκα στο Hotel σήκωσε το τηλέφωνο,που είσαι;του

είπε,θα γυρίσει σπίτι,απάντησε,θα την περιμένει,

Είχε νυχτώσει,όταν επέστρεψε,

Της εδειξε το χέρι με το κομμένο δάκτυλο,το έκανα,της είπε,

Εκείνη κάθησε δίπλα του,θέλω να με χαϊδεψεις με αυτό το χέρι του είπε,

Αν το κάνω,της είπε,αυτό θα είναι το τελος,το ξέρεις

Δεν με νοιάζει,του είπε,έλα

Το πρωί οταν ξύπνησε,η γυναίκα δεν ήταν ξαπλωμένη δίπλα του στο κρεβάτι,

ήξερε πως ποτέ πια δεν θα την ξαναεβλεπε


Jacopo Peri - Euridice (1600) 


https://youtu.be/DZ5Sheod6Wc.

.

.

.



Portraits-Pop Girls Serie-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Pop Story-Πονταρισμα-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ο George της τηλεφώνησε,ήξερε ότι έλεγε ψέματα,προσποιήθηκε πως δεν

κατάλαβε,πήγε στη βίλα του,της σέρβιρε βότκα με λεμόνι,το πιστόλι στη

τσάντα δέρμα κορκοδειλου,της είχε γυρισμένη την πλάτη,θα τον πυροβολούσε

και θα αυτοκτονούσε,η όμορφη πλούσια νεαρη δολοφόνος αυτόχειρας ερωμένη του πλούσιου παντρεμένου εραστή,μεγάλο σκάνδαλο στην υψηλή κοινωνία,

ξέρεις,τηςείπε γυρίζοντας,ρισκάρω με τον κίνδυνο,η Liza χαμογέλασε,

κίνδυνος;τι εννοείς,ότι κάποιος μπορεί να με σκοτώσει,απάντησε εκείνος,μου έχει γίνει εμμονη ιδεα,ήξερε ότι μπλόφαρε,άλλωστε ήταν άσσος στο πόκερ,

η ζωή κάποτε μου είπες στο καζίνο του Μόντε Κάρλο,λέει η Liza, είναι ρίσκο,ποντάρεις συνεχώς,ήθελε να του πει και με μένα πονταρεις,μέχρι τωρα κερδίζεις,μια όμορφη νέα πλουσια ερωτευμένη γυναίκα,θέλεις άλλο ποτό;

ρώτησε,ναι,απάντησε,απόψε θέλω να πιω,ακόμα και να μεθύσω,γιατί όχι;ίσως 

να φλυαρίσω η 'να  κλειστώ στη σιωπή,της έδωσε το ποτό,αλήθεια,ντάρλινγκ

εσύ τι προτιμάς;τη σιωπή,της απάντησε,μια αινιγματική σφίγγα,η Liza

άνοιξε τη τσάντα της,έβγαλε το πιστόλι,να το πρώτο αίνιγμα,αναφώνησε

ο George,εκείνη γέλασε,δεν είναι αίνιγμα,είναι ένα πιστόλι που πυροβολεί,

ένα πιστόλι,αυτη είναι η χρήση,πρεπει να πυροβολήσει,δεν είναι πιρούνι,

κουτάλι,σωστά,απάντησε,λίγο μεθυσμένος ο George,πρεπει να πυροβολήσει,

αλλά ποιον;,εσένα ντάρλινγκ,του απάντησε με σταθερή φωνή η Liza,

ρώσικη ρουλέτα,είναι πιο θεατρική πράξη,μια σφαίρα από τις έξι στη

θέση της,περιστρέφεις,το βάζεις στον δεξί κρόταφο,πυροβολείς,σε εκείνο

το ελάχιστο χρονικό διάστημα συμβαίνουν όλα και χάνονται όλα,εγώ

είμαι ο μοναδικός θεατής,έλα,μια απόφαση είναι,ένα ποντάρισμα,ο άντρας

πήρε το περίστροφο,άδειασε τις σφαίρες κι άφησε μια,το έβαλε στον

κρόταφο,τράβηξε τη σκανδάλη,ακούστηκε τσαφ,της έδωσε το περίστροφο,

η γυναίκα τοποθέτησε τις άλλες πέντε σφαίρες στους κάλυκες,τον

σκοπευσε,τώρα δεν είναι ρώσικη ρουλέτα,είναι η εξόφληση του λογαριασμού

μας,μη,δεν θα το κάνεις,δεν μπορεί,μ'αγαπας,είναι τρέλα,εκείνη κατέβασε

το περίστροφο,έχεις δίκιο,είναι τρέλα,κοίταξε το ρολόι της,πέρασε η ώρα

πρέπει να φύγω,εκείνος δεν έφερε αντίρρηση,την πήγε σπίτι της,όταν

κατέβηκε του είπε,George χωρίσαμε,ποντάρισα,ανέβηκε στο διαμέρισμα της,ετοίμασε

ένα ζεστό μπάνιο,χαλαρωσε.

.

.

.



ΚΑΡΥΑΤΙΔΕΣ,6 ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Παυσανίας,Ελλάδος Περιήγησις,Μεσσηνιακά,16,9-10

(Κατά τον Β' Μεσσηνιακό Πόλεμο,685-668,ο αρχηγός των Μεσσηνίων 

Αριστομένης για αντίποινα στους Σπαρτιάτες)

τὰς δ' ἐν Καρύαις παρθένους χορευούσας τῇ Ἀρτέμιδι. ἐλόχησε μεθ' ἡμέραν

 καὶ συνέλαβεν ὅσαι χρήμασιν αὐτῶν καὶ ἀξιώματι πατέρων προεῖχον: ἀγαγὼν δὲ ἐς κώμην τῆς Μεσσηνίας τὴν νύκτα ἀνεπαύετο, ἀνδράσι τῶν ἐκ τοῦ λόχου τὴν φρουρὰν ἐπιτρέψας τῶν παρθένων. [16.10] ἐνταῦθα ὑπὸ μέθης οἱ νεανίσκοι δοκεῖν ἐμοὶ καὶ ἄλλως ἀκρατῶς ἔχοντες λογισμοῦ πρὸς βίαν ἐτρέποντο τῶν παρθένων

.Η νεαρή χορεύτρια εκτέλεσε το μέρος της Καρυάτιδος,ντυμένη με απλό πέπλο,

το αριστερό πόδι ελάχιστα μπροστά,χωρίς να δίνει την αίσθηση του βαδίσματος,

το αριστερό χέρι στο πλάι κάτω,στο δεξί κρατάει άνθος λωτού,

.Η μαρτυρία  λέει:

άρπαξαν απ'τό ιερό της Αρτέμιδος,τις Καρυάτιδες χορεύτριες,κόρες εξεχουσων οικογενειών,τις συγκέντρωσαν σ'ενα μέρος και τις φρουρούσαν τη νύχτα,και κάποιοι νεαροί παρεκτραπηκαν και βίασαν τις κοπελες

.μαρτυρια:

εντεταλμένοι ένοπλοι έσπασαν τις πόρτες με ρόπαλα,ρίχτηκαν στις γυναίκες

και τις βίασαν,μπροστά στα μάτια των δικών τους με την απειλή όπλου, κι έπειτα τις παράτησαν ντροπιασμενες

.έξι Καρυάτιδες νεαρές χορεύτριες,χορεύουν παίζοντας με τα χέρια τους 

καρύδια,πετώντας συνέχεια τρία καρύδια,έπειτα κρατώντας η μία τα χέρια της άλλης χορεύουν σχηματίζοντας ημικύκλιο,ύστερα ανοίγουν και ξανά κλείνουν

.Κάποιος μέσα στους θεατές φώναξε:είναι πέντε,η άλλη που είναι;

.

.

.



Ηρόδοτος,Ιστορίαι,βιβλίο Δ' Μελπομένη,172,176

Νασαμωνες-Γινδανες,

Από τους Παράξενους λαούς της Λιβύης

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ΝΑΣΑΜΩΝΕΣ

172 

απο τούτους τους Αυχισεους  προς τα δυτικά επόμενοι ειναι οι Νασαμωνες,έθνος που είναι πολύ,οι οποίοι το θέρος παρατουν στη θάλασσα 

τα πρόβατα κι ανεβαίνουν στη περιοχή Αυγιλα για να συλλέξουν τους φοίνικες,που πολλοί και με αφθονία σοδειάς έχουν φυτρώσει,όλοι τους καρποφόροι.και τις ακρίδες όταν τις πιάσουν αφού τις αφήνουν στον ήλιο 

τις τρίβουν κι έπειτα πάνω στο γάλα ρίχνοντας το πίνουν.

γυναίκες συνηθίζουν πολλές να έχει ο καθένας από κοινου τις σμιχνονται

με τρόπο παραπλήσιο με τον οποιο κι οι Μασσαγετες,όταν ραβδί  στήσουν μπροστά τις σμίγουν.

κατά τον πρώτο γάμο του Νασαμωνα άντρα νόμος είναι η νύφη στη πρώτη 

νύχτα από όλους να περνάει τους καλεσμένους σμίγοντας,κι ο καθένας αφου

την σμιχθεικε,της δίνει δώρο το οποίο έχει φέρει από το σπιτι.

κάνουν όρκους και καταγινονται με την μαντική έτσι,ορκιζονται στους πιο δίκαιους κι άριστους άνδρες οι οποίοι σ'αυτους λέγονται να γεννήθηκαν,

αυτών,τους τάφους,αγγίζοντας,μαντεύουν στα μνήματα των προγόνων συχναζοντας,και αφού προσευχηθούν πάνω τους κοιμούνται,κι οποίο αν δουν στον ύπνο όνειρο σε τούτο χρησμοδοτουν.

για την καλή πίστη έτσι ενεργούν.απο το χέρι δίνει να πιει κι αυτός από αυτο

του άλλου πίνει.αν δεν έχουν κανένα υγρό,αυτοί από κάτω σκόνη λαμβανοντας

την γλειφουν

.

.

ΓΙΝΔΑΝΕΣ

 176 

από τούτους τους Μακεους έπομενοι οι Γινδανες ειναι.αυτων οι γυναίκες

δεσμούς γύρω από τον αστράγαλο δερμάτινους πολλούς κάθε μία φοράει 

για αυτόν εδώ το λόγο,καθώς λέγεται.για κάθε άντρα με τον οποίο σμιχνεται

δεσμο γύρω από τον αστράγαλο δένει,αυτή δε που τους περισσότερους έχει,

αυτή η άριστη θεωρείται να είναι καθώς από περισσοτερους άντρες αγαπηθηκε

.

.

Ηρόδοτος Ιστορίαι βιβλίο Δ' Μελπομένη,

Νασαμωνες-Γινδανες


172

1 Αὐσχισέων δὲ τούτων τὸ πρὸς ἑσπέρης ἔχονται Νασαμῶνες, ἔθνος ἐὸν πολλόν, οἳ τὸ θέρος καταλείποντες ἐπὶ τῇ θαλάσσῃ τὰ πρόβατα ἀναβαίνουσι ἐς Αὔγιλα χῶρον ὀπωριεῦντες τοὺς φοίνικας. οἳ δὲ πολλοὶ καὶ ἀμφιλαφέες πεφύκασι, πάντες ἐόντες καρποφόροι. τοὺς δὲ ἀττελέβους ἐπεὰν θηρεύσωσι, αὐήναντες πρὸς τὸν ἥλιον καταλέουσι καὶ ἔπειτα ἐπὶ γάλα ἐπιπάσσοντες πίνουσι. 2 γυναῖκας δὲ νομίζοντες πολλὰς ἔχειν ἕκαστος ἐπίκοινον αὐτέων τὴν μῖξιν ποιεῦνται τρόπῳ παραπλησίῳ τῷ καὶ Μασσαγέται· ἐπεὰν σκίπωνα προστήσωνται, μίσγονται. πρῶτον δὲ γαμέοντος Νασαμῶνος ἀνδρὸς νόμος ἐστὶ τὴν νύμφην νυκτὶ τῇ πρώτῃ διὰ πάντων διεξελθεῖν τῶν δαιτυμόνων μισγομένην· τῶν δὲ ὡς ἕκαστος οἱ μιχθῇ, διδοῖ δῶρον τὸ ἂν ἔχῃ φερόμενος ἐξ οἴκου. 3 ὁρκίοισι δὲ καὶ μαντικῇ χρέωνται τοιῇδε· ὀμνύουσι μὲν τοὺς παρὰ σφίσι ἄνδρας δικαιοτάτους καὶ ἀρίστους λεγομένους γενέσθαι, τούτους, τῶν τύμβων ἁπτόμενοι· μαντεύονται δὲ ἐπὶ τῶν προγόνων φοιτέοντες τὰ σήματα, καὶ κατευξάμενοι ἐπικατακοιμῶνται· τὸ δ᾽ ἂν ἴδη ἐν τῇ, ὄψι ἐνύπνιον, τούτῳ χρᾶται. 4 πίστισι δὲ τοιῇσιδε χρέωνται· ἐκ τῆς χειρὸς διδοῖ πιεῖν καὶ αὐτὸς ἐκ τῆς τοῦ ἑτέρου πίνει. ἢν δὲ μὴ ἔχωσι ὑγρὸν μηδέν, οἳ δὲ τῆς χαμᾶθεν σποδοῦ λαβόντες λείχουσι.

.

.

176

Μακέων δὲ τούτων ἐχόμενοι Γινδᾶνες εἰσί, τῶν αἱ γυναῖκες περισφύρια δερμάτων πολλὰ ἑκάστη φορέει κατὰ τοιόνδε τι, ὡς λέγεται· κατ᾽ ἄνδρα ἕκαστον μιχθέντα περισφύριον περιδέεται· ἣ δὲ ἂν πλεῖστα ἔχῃ, αὕτη ἀρίστη δέδοκται εἶναι ὡς ὑπὸ πλείστων ἀνδρῶν φιληθεῖσα

.

.

.

 



Rätselmärchen

Παραμύθι Αίνιγμα

Ένα Παραμύθι των αδελφων Γκριμ

Ein Märchen der Brüder Grimm

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Παραμύθι Αινιγμα

Τρεις γυναίκες ήταν σε λουλούδια μεταμορφωμένες,οι οποιες πάνω στο

χωράφι στέκονταν,ωστόσο απ'αυτες σε μια επιτράπηκε τη νύχτα στο 

σπίτι της να είναι.Τοτε μίλησε στον άντρα της την ώρα που η μέρα

πλησίαζε κι πάλι στις συντρόφισσες της στο χωράφι θα πήγαινε κι

ένα λουλούδι έπρεπε να γίνει.'Αν σήμερα το πρωί έρθεις και με κόψεις,

θα απελευθερωθω και για πάντα με σένα θα μεινω'.το οποίο τοτε και

συνεβηκε.Τωρα να η ερώτηση:πως ο άντρας της την έχει γνωρισει,

αφού τα λουλούδια χωρίς ομοιότητα και χωρίς διαφορά ήταν;


Απάντηση:ενώ αυτή τη νύχτα στον άντρα της κι όχι στο χωράφι ήταν,

δεν έπεσε η δροσιά πάνω της όπως πάνω στις άλλες δύο,απ'οπου ο άντρας

την γνωρισε


Rätselmärchen

Ein Märchen der Brüder Grimm


Rätselmärchen

Drei Frauen waren in Blumen verwandelt, die auf dem Felde standen, doch deren eine durfte des Nachts in ihrem Hause sein. Da sprach sie auf eine Zeit zu ihrem Mann, als sich der Tag nahte und sie wiederum zu ihren Gespielen auf das Feld gehen und eine Blume werden mußte: "Wenn du heute vormittag kommst und mich abbrichst, werde ich erlöst und für immer bei dir bleiben," was dann auch geschah. Nun ist die Frage, wie sie ihr Mann erkannt habe, da die Blumen ganz gleich und ohne Unterschied waren?


Antwort: "Dieweil sie die Nacht in ihrem Haus und nicht auf dem Feld war, fiel der Tau nicht auf sie wie auf die andern zwei, wobei sie der Mann erkannte."

.

.

.



Τι σκέφτεστε;

Was denkst du?

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


-Η Ανθρωπότητα ένα τεράστιο κενό που πρέπει ο άνθρωπος να γεμισει


Die Menschheit ist eine riesige Leere, die der Mensch füllen muss


-σκεφτομαι,είπε ο κ.Κ,πως ο διάλογος μπορεί να γίνει με μια σειρά από  μονολόγους.


-Ich denke, Herr K sagte, dass der Dialog in einer Reihe von Monologen geführt werden kann.


-αν αγοράσω ένα πράγμα,τι πραγματικά αγοράζω

Wenn ich eine Sache kaufe, was kaufe ich wirklich?


-ο θεός είναι δημιουργός του σύμπαντος

ο άνθρωπος είναι δημιουργός του μπίζνες σύμπαντος

ποιος είναι ο μεγαλύτερος δημιουργός;


-Der Gott ist ein Schöpfer des Universums

Der Mensch ist der Schöpfer des Business Universums 

Wer ist der größte Schöpfer?


-αν με τη γλώσσα δεν μπορώ να εκφράσω κάτι,τότε αυτό δεν έχει ύπαρξη (?)


wenn ich mit der Sprache etwas nicht ausdrücken kann,dann hat das keine Existenz (?)


-τι είναι η Ιστορία ;                    

Μια Αφήγηση επαναλαμβανομενης Βαρβαροτητας


Was ist Geschichte?                    

Ein Narrativ wiederholter Barbarei


-μια ερώτηση:

αν ο κόσμος δεν υπήρχε,

ποιο είναι αυτό που δεν θα υπήρχε;

Απάντηση:

Το Χρημα


-eine Frage:                          

Wenn die Welt nicht existieren würde,

Was wäre es, was es nicht 

existieren würde?

Antwort:

Das Geld


-το σκέφτεστε σοβαρά ότι ο άνθρωπος είναι το μεγάλο σφάλμα της φύσης (?)


du denkst ernsthaft, dass der Mensch der große Irrtum der Natur ist (?)


-αν ο Ηράκλειτος δεν είχε πει:ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΡΕΙ, 

πιστεύεται ότι είναι πολύ δύσκολο αυτό να το είχατε πει εσεις ;


Wenn Heraklit nicht gesagt hätte:  

ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΡΕΙ

denkst du, es ist sehr schwierig für dich, das zu sagen?


-αλήθεια,εσύ το γνωρίζεις πως ο νεο-καπιταλισμος είναι  μια νεο-βαρβαροτητα


Wirklich, Sie wissen, dass der Neokapitalismus eine Neobarbarie ist.


-πολλοί είναι αυτοί που αγνοούν τον Μπαχ,τι σημαίνει αυτό για την ανθρωποτητα;


Viele sind diejenigen, die Bach ignorieren, was bedeutet das für die Menschheit?


-αν ζεις μόνος σου είσαι ζώο,αν ζεις με άλλους είσαι άνθρωπος

Το μάθημα είναι από τόν Αριστοτελη


wenn du alleine lebst, bist du ein Tier, wenn du mit anderen zusammenlebst, 

bist du ein Mensch.

Die Lektion stammt von Aristoteles


-Δράμα η' κωμωδία η αιωνιοτητα;

Μάλλον κωμωδία


Drama oder Komödie die Ewigkeit?


Es ist wahrscheinlich eine Komödie.


-η αλήθεια δεν μας εξυπηρετεί,

 το ψέμα μας εξυπηρετεί


Die Wahrheit dient uns nicht.                                 

die Lüge dient uns


-

Ένα Αίνιγμα:

τι κοινό υπάρχει στον Φρόυντ στον Μαρξ και στον Χάιντεγκερ?


Ein Rätsel:

Was hat Freud mit Marx und Heidegger gemeinsam?


-εσείς νομίζετε,ότι ο ντε Σαντ θα έκανε ανηθικοτερο τον κοσμο


Du denkst, de Sade würde die Welt unmoralischer machen.


-είναι πολύ βέβαιο,πως ο άνθρωπος από απελπισία καταστρέφει τον κόσμο,αυτό 

ομως 

σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι είναι αθωος


Es ist sehr sicher, dass der Mensch von Verzweiflung die Welt zerstört, aber das 

bedeutet keineswegs, dass er unschuldig ist.


-αμφιβολια:                                  

μήπως ο χρόνος δεν είναι χρήμα και το αντίστροφο;


Zweifel:                                

Ist Zeit nicht Geld und umgekehrt?


-αν οι άνθρωποι είχαν το ιδιο πρόσωπο δεν θα γίνονταν πολεμοι

(Επιστημονική αφέλεια)


Wenn die Menschen das gleiche Gesicht hätten, gäbe es keine Kriege.

(Wissenschaftliche Naivität)


-οι εγκληματίες είναι φρουδικοι,                              

 οι επαναστάτες είναι  μαρξιστες


Kriminelle sind Freuds.                                  

Die Rebellen sind Marxisten.


μεγάλος πληθωρισμός από τους πρώτους,               

τεράστια έλλειψη από τους δευτερους


hohe Inflation von erste,               

riesiger Mangel an der zweiten


-κρίσιμη εκτίμηση:.                       

υστερία η' νευρωση;                      

και τα δυο


kritische Bewertung:                     

Hysterie oder Neurose?                     

beide


-πως εσύ εξηγείς την αυτοκτονία του βαν Γκογκ          

η' την αυτοκτονία του Νίκου Πουλαντζά;


Wie erklären Sie van Gogh Selbstmord 

oder Nikos Pulantzas Selbstmord?


-όλα γεννημένα μέσα στην ιστορία.                                       

Τίποτα από το ΥπέρΠεραν


alle in der Geschichte geboren.                                       

Nichts vom Jenseits.

.

.

.


Das Mädchen ohne Hände

Το κορίτσι χωρίς χερια

Ein Märchen der Brüder Grimm

Ένα Παραμύθι των αδελφών Γκριμ-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ένας μυλωνάς ήταν σε μεγάλη φτώχεια και δεν είχε τίποτα άλλο από τον μύλο του και μια μεγάλη μηλιά πίσω.

Μια φορά πήγε στο δάσος,ξύλα να κόψει,κι εκεί συνάντησε έναν  γέρο  που ποτέ δεν ειχε ξαναδεί,

κι αυτός του μίλησε κι είπε.

τι βασανίζεσε με τα ξύλα,θα σε κάνω πλούσιο,αν μου δώσεις ότι πίσω από τον μύλο σου είναι.

Τίποτα άλλο από τη μηλιά δεν είναι,σκέφτηκε ο μυλωνάς,κι είπε,ναι.συμφωνοντας με τον άγνωστο.Αυτος γέλασε όλο κακια κι είπε πως σε τρία χρόνια θα'ρθει να πάρει ότι του ανήκει,κι έφυγε.

Όταν ο μυλωνάς γύρισε σπίτι,βγήκε η γυναίκα του έξω και του'πε .Πες μου,μυλωνά,από που ήρθε αυτός ο  πλούτος ξαφνικά στο 

σπίτι μας;κι είναι όλα τα μπαούλα κι οι κασέλες γεμάτες.

Κανένας δεν ήρθε να τον φέρει.

Τότε αυτός της απάντησε.

Έναν άγνωστο συνάντησα μέσα στο δάσος και μου-πε πως θα μου δωσει μεγάλο θησαυρό,αν σ'ανταλλαγμα του δώσω αυτό που'ναι πίσω απ'τον μύλο,μόνο η  μηλιά είναι κι είπα ναι.

Αχ άντρα μου,είπε η γυναίκα τρομαγμένη,αυτός ήταν ο διάβολος,δεν θέλει τη μηλιά,αλλά την κόρη μας που ήταν πίσω απ'τον μύλο και σάρωνε την αυλή.

Η κόρη του μυλωνά ήταν ένα όμορφο και φρόνιμο κορίτσι,κι έζησε τα τρία χρόνια με φόβο Θεού και δίχως ν'αμαρτησει.

Όταν πέρασε ο καιρός,κι η μέρα έφτασε να την πάρει ο κακος άντρας,πλυθηκε καθαρή να'ναι κι έγραψε ένα κύκλο με κιμωλία

γύρω της.

Ο διάβολος ήρθε πολύ νωρίς,αλλά δεν μπορούσε να την πλησιάσει.

Τότε θύμωσε κι είπε στον μυλωνά.Εξαφανισε το νερό ώστε να μην μπορεί να πλυθει,

γιατί δεν έχω καθόλου δύναμη να την πιάσω.

Ο μυλωνάς φοβηκε και το'κανε.

Την άλλη μέρα ξανα'ρθε ο διάβολος,αλλ'αυτη είχε πάνω στα χέρια της κλάψει κι ήταν ολοκάθαρα.Επειδη δεν μπορούσε να την πλησιάσει είπε θυμωμένος στον μυλωνά.

Κοψ'της τα χέρια,αλλιώς δεν μπορώ να την πλησιάσω.

Ο μυλωνάς τρόμαξε και του απάντησε.

Πως μπορώ να  κόψω τα χέρια του παιδιού μου.

Τότε ο κακος άντρας τον απείλησε.

Αν δεν το κάνεις,του'πε,τότε θα πάρω εσενα

Ο πατέρας τρόμαξε πολύ κι υποσχέθηκε πως θα το κάνει.

Πήγε λοιπόν στο κορίτσι και του'πε.

Παιδί μου αν δεν σου κόψω τα δυο σου χέρια,ο διάβολος θα  πάρει εμενα,και στο φόβο μου του το υποσχεθηκα .Συγχωρα με για το κακό που θα σου κάνω.

Τότε αυτή του απάντησε.Αγαπημενε μου πατέρα,κάνε με οτι  θέλεις,παιδί σου είμαι.

Κι αμέσως τέντωσε τα δυο της χέρια κι άφησε να κοπούν.

Ο διάβολος ήρθε για τρίτη φορά.Ομως αυτή είχε τόσο πολύ κλάψει πάνω στις πληγές,που ήταν ολοκαθαρες.

Τότε αυτός έφυγε χάνοντας τα

όλα.

Τότε ο μυλωνάς της μίλησε κι ειπε.Τοσα πολλά καλά κέρδισα από σένα,κι εσένα σε όλη τη ζωή θα σε φροντίζω.

Αλλ' αυτή του απάντησε.Δεν μπορώ πια εδώ να μείνω,θα φύγω μακρυά,φιλεύσπλαχνοι 

άνθρωποι θα μου δώσουν ότι χρειαστώ.

Αφού άφησε τα κομμένα χέρια στη πλάτη να της δεσουν,με την ανατολη του ήλιου πήρε το δρόμο και περπάτησε όλη τη μέρα,μέχρι που νύχτωσε.Τοτε έφτασε σ' έναν βασιλικό κήπο,και στη λάμψη του φεγγαριού ειδε τα δέντρα που ήταν γεμάτα ωραιους καρπούς,αλλ'αυτη δεν μπορούσε να μπει μέσα,γιατί γυρω-γυρω νερό ηταν.Κι επειδή όλη τη μέρα περπατούσε και τίποτα δεν έφαγε,κι η πείνα την βασάνιζε,σκέφτηκε,αχ,να μπορούσα να μπω μέσα,φρούτα να φάω,να μην πεθάνω απ'την πείνα.

Τότε γονάτισε,είπε τ'ονομα του Θεού και προσευχήθηκε.

Κάποια στιγμή ήρθε ένας άγγελος,έκανε ένα ανοιγμα στο νερό,το χαντάκι  στέγνωσε κι έτσι μπόρεσε να διαβεί.Μπηκε στον κήπο και μαζί της ο άγγελος.Είδε ένα δέντρο με ώριμα φρούτα,που ήταν ωραία αχλάδια,αλλά ήταν όλα

μετρημένα.Τοτε πλησίασε κι έφαγε ένα με το στόμα απ'το δέντρο,την πείνα της να ησυχάσει,ένα όχι περισσότερα.

Ο κηπουρός την είδε,αλλά επειδή ήταν ο άγγελος μαζί της,

δείλιασε και πήρε το κορίτσι για κάποιο πνεύμα,και κράτηθηκε να μην φωνάξει ούτε στο πνεύμα να μιλήσει.Οταν αυτή έφαγε το αχλάδι,χόρτασε και πήγε και κρύφτηκε μέσα στο θάμνο.

Ο βασιλιάς,στον οποίο ανήκε ο κήπος,ήρθε τ'αλλο πρωί,μέτρησε τα φρούτα κι είδε πως ένα αχλαδι  έλειπε και ρώτησε τον κηπουρό τι είχε γίνει,αφού δεν ήταν κάτω απ'το δέντρο κι έλλειπε.

Τότε τ'απαντησε ο κηπουρός.Την περασμένη νύχτα μπήκε ένα πνεύμα που δεν είχε καθόλου χέρια κι έφαγε ένα με το στόμα.

Ο βασιλιάς μίλησε κι είπε.Πως το πνεύμα μπόρεσε πάνω απ'το νερό να περάσει;και που αυτό πήγε,αφού το αχλάδι έφαγε;

Ο κηπουρός απαντησε'πως ηρθε κάποιος με λευκό σαν χιόνι ρούχο απ'τον ουρανό,αυτός έκανε άνοιγμα και το νερό κύλισε,για να μπορέσει το πνεύμα μέσα απ'το χαντάκι να περάσει.Κι επειδή αυτός ένας άγγελος πρέπει να ήταν,φοβήθηκα,κι ούτε φώναξα κι ούτε μίλησα.Σαν το πνεύμα το αχλάδι εφαγε  έφυγε.

Ο βασιλιάς μίλησε κι είπε.Αν έγινε όπως λες,τότε αυτή τη νύχτα μαζί σου θα παραφυλαξω.

Όταν σκοτείνιασε,πήγε ο βασιλιάς στον κήπο,και μαζί του είχε έναν παπά,για να μιλησει στο πνεύμα.Κι οι τρεις κάθησαν κάτω απ'το δέντρο και πρόσεχαν.Γυρω στα μεσάνυχτα βγήκε το κορίτσι απ'το θαμνο ερπωντας,πλησίασε στο δέντρο,κι έφαγε πάλι με το στόμα ένα αχλαδι,δίπλα της στέκονταν ο άγγελος με λευκό ρούχο.

Τότε πετάχτηκε πάνω ο παπας κι είπε.Ερχεσαι απ'το Θεό η' είσαι του κόσμου;είσαι πνεύμα η άνθρωπος;

Αυτή απάντησε κι ειπε.Δεν είμαι πνεύμα,αλλά ένα φτωχο κοριτσι ,απ'ολους παρατημένο αλλά όχι απ'τον θεο.

Ο βασιλιάς μίλησε κι είπε.Αν απ'ολο τον κόσμο είσαι παρατημένο,εγώ δεν θα σε παρατήσω.

Και την πήρε μαζί του στον βασιλικό πύργο,κι αφού  τόσο όμορφη ήταν και φρόνιμη,την αγάπησε μέσα απ'την καρδιά  του,είπε να της κάνουν ασημένια χέρια και την πήρε γυναίκα του.

Όταν μετα απο'να χρόνο έπρεπε ο βασιλιάς στον πόλεμο να πάει,αφησε τη νεαρή βασίλισσα στη προστασία της μάνα του κι είπε.Οταν έρθει ο καιρός να γεννήσει,καλά να την φροντίσεις και γράψε μου γράμμα.

Και γέννησε αυτή ένα όμορφο αγόρι.Τοτε έγραψε η γριά μάνα αμέσως κι έστειλε το ευχάριστο νέο.Ο αγγελιοφόρος όμως όταν έφτασε σε μια οκτη ποταμού,επειδή απ'τον μακρύ δρόμο ένιωσε κούραση,ξάπλωσε και κοιμήθηκε.

Τότε ήρθε ο διάβολος που'θελε πάντα στην φρόνιμη βασίλισσα να  κάνει κακό,άλλαξε το γράμμα μ'ενα άλλο,όπου μέσα έγραφε,ότι η βασίλισσα ένα τέρας στον κόσμο έχει φέρει.

Όταν ο βασιλιάς το γράμμα διάβασε τρόμαξε και στεναχωρηθηκε πολύ,ωστόσο έγραψε την απάντηση,πως έπρεπε τη βασίλισσα καλά να την έχει και να την φροντιζει  μέχρι να γυρίσει.

Ο αγγελιοφόρος γύρισε με το γράμμα πίσω,έφτασε στο ίδιο μέρος και πάλι κοιμήθηκε.Τοτε ήρθε ο διάβολος γι'αλλη μια φορά κι έβαλε ένα άλλο γράμμα στη τσέπη,που έγραφε,ότι αυτή έπρεπε τη βασιλισσα με το παιδι να σκοτώσει.

Η γριά μάνα τρόμαξε πολύ,οταν το γράμμα πήρε,δεν μπορούσε να το πιστέψει κι έγραψε στον βασιλιά ακόμα μια φορά,αλλ'αυτη δεν έλαβε καμία 

άλλη απάντηση,γιατί ο διάβολος στον αγγελιοφόρο  κάθε φορά ένα πλαστό γράμμα εβαζε,και μάλιστα το τελευταίο γράμμα έγραφε,ότι πρέπει για απόδειξη τη γλώσσα και τα μάτια της βασίλισσας να ξεριζώσουν.

Ωστόσο η γριά μάνα έκλαψε,που αθώο αίμα έπρεπε να χυθεί.Ζητησε μέσα στη νυχτα να της φέρουν μια ελαφίνα,και της έκοψε τη γλώσσα και της έβγαλε τα μάτια και τα φύλαξε.Τοτε μίλησε στη βασίλισσα κι είπε.Δεν.μπορω να σ' αφήσω να σε σκοτωσουν,όπως διέταξε ο βασιλιάς,όμως δεν πρέπει πια να μείνεις εδώ,φύγε με το παιδί σου και πότε να μην ξαναγυρίσεις.

Της έδεσε το παιδί πάνω στη πλάτη,κι η φτώχια γυναίκα έφυγε μακρυά με δακρυσμένα μάτια.

Εφτασε σ'ενα μεγάλο άγριο δάσος,τότε γονάτισε και προσευχήθηκε στον Θεό,κι ο άγγελος φάνηκε και την οδήγησε σ'ενα μικρό σπίτι,όπου ήταν μια επιγραφή με τα λόγια:εδώ μένει ο καθενας ελεύθερα.

Απ'το σπιτακι  βγήκε μια νεαρη γυναίκα λευκή όπως το χιόνι,που είπε.Καλως ορισες,κυρά βασίλισσα,και την οδήγησε μέσα.Οπου ξεδεσε το μικρό παιδί απ'τη πλάτη και

το'κρατησε στο στήθος της για να πιει,κι έπειτα το ξάπλωσε σ'ενα ωραίο κρεβατάκι.Τοτε μίλησε η φτώχια γυναίκα κι είπε.Απο που γνωρίζεις,ότι μια βασίλισσα ήμουν;

Κι η λευκή νεαρή γυναίκα απάντησε.Αγγελος είμαι,απ'τον θεο σταλμένος,εσένα και το παιδί σου να προστατέψω.

Κι έμεινε σ'αυτο το σπίτι εφτα συνολικά χρόνια κι ήταν καλά προστατευμένη,και με τη χάρη του Θεού και την φρονιμαδα της

ξαναβγηκαν τα κομμένα της χέρια.

Ο βασιλιάς επιτέλους γύρισε πάλι απ'τον πόλεμο στο σπίτι,και το πρώτο ήταν,τη γυναίκα του με το παιδί να δει.

Τότε άρχισε η γριά μάνα να κλαίει και του μίλησε και του είπε.Παλιανθρωπε,δεν μου'γραψες,δύο αθώων ψυχών να κόψω τη ζωή;και του'δειξε τα δυο γράμματα,που ο κακος άντρας είχε αλλάξει,και μίλησε κι είπε ακόμα.Εκανα,όπως με διεταξες.και του' δειξε την απόδειξη,τη γλώσσα και τα μάτια.

Τότε άρχισε ο βασιλιάς να κλαιει πολύ πικρά για την φτωχια του γυναίκα και για το μικρό του γιο,ώσπου η γριά μάνα τον σπλαχνιστηκε και του μίλησε και του'πε.Ηρεμησε,ακόμα ζουν.Εγω κρυφά μια ελαφίνα άφησα να σφαχτεί κι απ' αυτή αυτές τις αποδείξεις κράτησα,στη πλάτη της γυναίκας σου έδεσα το παιδί,και την συμβούλεψα,στον μακρυνό κόσμο να πάει,και να μου  υποσχεθεί,πως ποτέ πια  εδω δεν θα ξαναγυρισει,γιατί τόσο σκληρός σ'αυτη ησουν.

Τότε μίλησε κι είπε ο βασιλιάς.Θα φυγω,τόσο μακριά όσο γαλάζιος ουρανός ειναι,κι ούτε θα τρώω κι ούτε θα πίνω,μέχρι να ξαναβρώ την αγαπημένη μου γυναίκα και το παιδί μου,αν από εξάντληση η' απο πείνα δεν έχουν πεθάνει.

Περιπλανήθηκε ο βασιλιάς,εφτά  χρόνια και τους έψαχνε σ'ολες

τις ρεματιες και τις σπηλιές,αλλά όμως δεν τους έβρισκε και σκέφτονταν ότι έχουν χαθεί.

Δεν έτρωγε  και δεν έπινε όλο αυτό τον καιρό,αλλά ο Θεός τον 

κρατούσε.

Τελικά έφτασε σ'ενα μεγάλο δάσος και μέσα σ'αυτο βρήκε το μικρό σπιτάκι,όπου επιγραφή ήταν με τα λόγια: εδω μένει ο καθένας ελεύθερα.

Τότε βγήκε έξω η λευκή νεαρή γυναίκα,τον πήρε απ'το χέρι,τον οδήγησε μέσα και του μίλησε και του είπε.Καλως ορισες,βασιλιά,και τον ρώτησε,από που έρχεται.

Αυτός απάντησε.Σχεδον εφτά χρόνια περιπλανιέμαι,και ψάχνω τη γυναίκα μου με το παιδί μου,όμως δεν μπορώ να τους βρω.

Ο άγγελος τον προσκάλεσε να φαει και να πιει,αλλ'αυτος αρνήθηκε,κι ήθελε μονάχα λίγο να ησυχάσει.

Τότε κοιμήθηκε και σκέπασε μ'ενα μαντήλι το πρόσωπο του.

Τότε πήγε ο άγγελος στο δωμάτιο,που η βασίλισσα με τον γιο της κάθονταν,τον οποίο συνήθως Πονεμένο μου τον ονόμαζε,και μίλησε και της είπε.Βγες έξω μαζι με το παιδι

σου,ο άντρας σου έχει έρθει.

Τότε αυτή πήγε,όπου αυτός ήταν ξαπλωμενος,και το μαντήλι έπεσε απ'το πρόσωπο του.

Τότε αυτή μίλησε κι είπε.Πονεμενο μου,σήκωσε το μαντήλι του πατέρα σου και ξανασκεπασε του το πρόσωπο.

Το παιδί το σήκωσε και ξανασκεπασε το πρόσωπο του 

Αυτό τ'ακουσε ο βασιλιάς μεσα στον γλυκό ύπνο κι άφησε με χαρά το μαντήλι ακόμα μια φορά να πέσει.

Τότε το παιδάκι δυσανασχετησε κι είπε .Αγαπημένη μάνα,πως μπορώ του πατέρα μου το πρόσωπο να σκεπάσω,δεν έχω κανέναν πατέρα πανω στον κόσμο,έμαθα την προσευχή μου,πάτερ ημών,ο εν τοις ουρανοίς,αφού μου'χεις πει,ο πατέρας μου είναι στον ουρανό κι είναι ο καλός θεός,γιατι πρέπει έναν τέτοιο αγριανθρωπο να γνωρίζω;αυτός δεν είναι ο πατέρας μου.

Όπως ο βασιλιάς αυτό τ'ακουσε,σηκώθηκε και ρώτησε,ποια αυτή ήταν.Τοτε αυτή είπε.Ειμαι η γυναίκα σου,κι αυτός είναι ο γιος σου,ο Πενεμενος.

Κι αυτός είδε τα ζωντανά της χέρια  και μίλησε κι είπε.Η γυναίκα μου είχε ασημένια χέρια.

Κι αυτή απάντησε.Τα φυσικά χέρια ο φιλευσπλαχνος θεος μου τα'χει δώσει ξανά.

Κι ο άγγελος μπήκε στο δωματιο,κρατούσε τα ασημένια χέρια και του τα'δειξε.

Τότε βεβαιωθηκε,ότι αυτοί η αγαπημένη του γυναίκα και το αγαπημενο του παιδί ήταν,τους φιλησε κι ήταν χαρούμενος,κι είπε.Μια βαριά πέτρα απ'την καρδιά μου έπεσε.

Τότε ο άγγελος του Θεού τους έβαλε να δειπνισουν  ακόμα μια φορά μαζί,και μετά πήγαν στο σπίτι στη γριά μάνα του

Εκεί έγινε παντού μεγάλη χαρά,κι ο βασιλιάς κι η βασίλισσα γι'αλλη μια φορά έκαναν γάμο,κι έζησαν ευτυχισμένοι μέχρι το 

ευλογημένο τέλος τους.

.

.

Das Mädchen ohne Hände

Ein Märchen der Brüder Grimm


Das Mädchen ohne Hände

Ein Müller war nach und nach in Armut geraten und hatte nichts mehr als seine Mühle und einen großen Apfelbaum dahinter. Einmal war er in den Wald gegangen, Holz zu holen, da trat ein alter Mann zu ihm, den er noch niemals gesehen hatte, und sprach 'was quälst du dich mit Holzhacken, ich will dich reich machen, wenn du mir versprichst, was hinter deiner Mühle steht.' 'Was kann das anders sein als mein Apfelbaum?' dachte der Müller, sagte 'ja,' und verschrieb es dem fremden Manne. Der aber lachte höhnisch und sagte 'nach drei Jahren will ich kommen und abholen, was mir gehört,' und ging fort. Als der Müller nach Haus kam, trat ihm seine Frau entgegen und sprach 'sage mir, Müller, woher kommt der plötzliche Reichtum in unser Haus? auf einmal sind alle Kisten und Kasten voll, kein Mensch hats hereingebracht, und ich weiß nicht, wie es zugegangen ist.' Er antwortete 'das kommt von einem fremden Manne, der mir im Walde begegnet ist und mir große Schätze verheißen hat; ich habe ihm dagegen verschrieben, was hinter der Mühle steht: den großen Apfelbaum können wir wohl dafür geben.' 'Ach, Mann,' sagte die Frau erschrocken, 'das ist der Teufel gewesen: den Apfelbaum hat er nicht gemeint, sondern unsere Tochter, die stand hinter der Mühle und kehrte den Hof.'


Die Müllerstochter war ein schönes und frommes Mädchen und lebte die drei Jahre in Gottesfurcht und ohne Sünde. Als nun die Zeit herum war, und der Tag kam, wo sie der Böse holen wollte, da wusch sie sich rein und machte mit Kreide einen Kranz um sich. Der Teufel erschien ganz frühe, aber er konnte ihr nicht nahekommen. Zornig sprach er zum Müller 'tu ihr alles Wasser weg, damit sie sich nicht mehr waschen kann, denn sonst habe ich keine Gewalt über sie.' Der Müller fürchtete sich und tat es. Am andern Morgen kam der Teufel wieder, aber sie hatte auf ihre Hände geweint, und sie waren ganz rein. Da konnte er ihr wiederum nicht nahen und sprach wütend zu dem Müller 'hau ihr die Hände ab, sonst kann ich ihr nichts anhaben.' Der Müller entsetzte sich und antwortete 'wie könnt ich meinem eigenen Kinde die Hände abhauen!' Da drohte ihm der Böse und sprach 'wo du es nicht tust, so bist du mein, und ich hole dich selber.' Dem Vater ward angst, und er versprach, ihm zu gehorchen. Da ging er zu dem Mädchen und sagte 'mein Kind, wenn ich dir nicht beide Hände abhaue, so führt mich der Teufel fort, und in der Angst hab ich es ihm versprochen. Hilf mir doch in meiner Not und verzeihe mir, was ich Böses an dir tue.' Sie antwortete 'lieber Vater, macht mit mir, was Ihr wollt, ich bin Euer Kind.' Darauf legte sie beide Hände hin und ließ sie sich abhauen. Der Teufel kam zum drittenmal, aber sie hatte so lange und so viel auf die Stümpfe geweint, daß sie doch ganz rein waren. Da mußte er weichen und hatte alles Recht auf sie verloren.


Der Müller sprach zu ihr 'ich habe so großes Gut durch dich gewonnen, ich will dich zeitlebens aufs köstlichste halten.' Sie antwortete aber 'hier kann ich nicht bleiben: ich will fortgehen: mitleidige Menschen werden mir schon so viel geben, als ich brauche.' Darauf ließ sie sich die verstümmelten Arme auf den Rücken binden, und mit Sonnenaufgang machte sie sich auf den Weg und ging den ganzen Tag, bis es Nacht ward. Da kam sie zu einem königlichen Garten, und beim Mondschimmer sah sie, daß Bäume voll schöner Früchte darin standen; aber sie konnte nicht hinein, denn es war ein Wasser darum. Und weil sie den ganzen Tag gegangen war und keinen Bissen genossen hatte, und der Hunger sie quälte, so dachte sie 'ach, wäre ich darin, damit ich etwas von den Früchten äße, sonst muß ich verschmachten.' Da kniete sie nieder, rief Gott den Herrn an und betete. Auf einmal kam ein Engel daher, der machte eine Schleuse in dem Wasser zu, so daß der Graben trocken ward und sie hindurchgehen konnte. Nun ging sie in den Garten, und der Engel ging mit ihr. Sie sah einen Baum mit Obst, das waren schöne Birnen, aber sie waren alle gezählt. Da trat sie hinzu und aß eine mit dem Munde vom Baume ab, ihren Hunger zu stillen, aber nicht mehr. Der Gärtner sah es mit an, weil aber der Engel dabeistand, fürchtete er sich und meinte, das Mädchen wäre ein Geist, schwieg still und getraute nicht zu rufen oder den Geist anzureden. Als sie die Birne gegessen hatte, war sie gesättigt, und ging und versteckte sich in das Gebüsch. Der König, dem der Garten gehörte, kam am andern Morgen herab, da zählte er und sah, daß eine der Birnen fehlte, und fragte den Gärtner, wo sie hingekommen wäre: sie läge nicht unter dem Baume und wäre doch weg. Da antwortete der Gärtner 'vorige Nacht kam ein Geist herein, der hatte keine Hände und aß eine mit dem Munde ab.' D er König sprach 'wie ist der Geist über das Wasser hereingekommen? und wo ist er hingegangen, nachdem er die Birne gegessen hatte?' Der Gärtner antwortete 'es kam jemand in schneeweißem Kleide vom Himmel, der hat die Schleuse zugemacht und das Wasser gehemmt, damit der Geist durch den Graben gehen konnte. Und weil es ein Engel muß gewesen sein, so habe ich mich gefürchtet, nicht gefragt und nicht gerufen. Als der Geist die Birne gegessen hatte, ist er wieder zurückgegangen.' Der König sprach 'verhält es sich, wie du sagst, so will ich diese Nacht bei dir wachen.'


 


Als es dunkel ward, kam der König in den Garten, und brachte einen Priester mit, der sollte den Geist anreden. Alle drei setzten sich unter den Baum und gaben acht. Um Mitternacht kam das Mädchen aus dem Gebüsch gekrochen, trat zu dem Baum, und aß wieder mit dem Munde eine Birne ab; neben ihr aber stand der Engel im weißen Kleide. Da ging der Priester hervor und sprach 'bist du von Gott gekommen oder von der Welt? bist du ein Geist oder ein Mensch?' Sie antwortete 'ich bin kein Geist, sondern ein armer Mensch, von allen verlassen, nur von Gott nicht.' Der König sprach 'wenn du von aller Welt verlassen bist, so will ich dich nicht verlassen.' Er nahm sie mit sich in sein königliches Schloß, und weil sie so schön und fromm war, liebte er sie von Herzen, ließ ihr silberne Hände machen und nahm sie zu seiner Gemahlin.


Nach einem Jahre mußte der König über Feld ziehen, da befahl er die junge Königin seiner Mutter und sprach 'wenn sie ins Kindbett kommt, so haltet und verpflegt sie wohl und schreibt mirs gleich in einem Briefe.' Nun gebar sie einen schönen Sohn. Da schrieb es die alte Mutter eilig und meldete ihm die frohe Nachricht. Der Bote aber ruhte unterwegs an einem Bache, und da er von dem langen Wege ermüdet war, schlief er ein. Da kam der Teufel, welcher der frommen Königin immer zu schaden trachtete, und vertauschte den Brief mit einem andern, darin stand, daß die Königin einen Wechselbalg zur Welt gebracht hätte. Als der König den Brief las, erschrak er und betrübte sich sehr, doch schrieb er zur Antwort, sie sollten die Königin wohl halten und pflegen bis zu seiner Ankunft. Der Bote ging mit dem Brief zurück, ruhte an der nämlichen Stelle und schlief wieder ein. Da kam der Teufel abermals und legte ihm einen andern Brief in die Tasche, darin stand, sie sollten die Königin mit ihrem Kinde töten. Die alte Mutter erschrak heftig, als sie den Brief erhielt, konnte es nicht glauben und schrieb dem Könige noch einmal, aber sie bekam keine andere Antwort, weil der Teufel dem Boten jedesmal einen falschen Brief unterschob: und in dem letzten Briefe stand noch, sie sollten zum Wahrzeichen Zunge und Augen der Königin aufheben.


Aber die alte Mutter weinte, daß so unschuldiges Blut sollte vergossen werden, ließ in der Nacht eine Hirschkuh holen, schnitt ihr Zunge und Augen aus und hob sie auf. Dann sprach sie zu der Königin 'ich kann dich nicht töten lassen, wie der König befiehlt, aber länger darfst du nicht hier bleiben: geh mit deinem Kinde in die weite Welt hinein und komm nie wieder zurück.' Sie band ihr das Kind auf den Rücken, und die arme Frau ging mit weiniglichen Augen fort. Sie kam in einen großen wilden Wald, da setzte sie sich auf ihre Knie und betete zu Gott, und der Engel des Herrn erschien ihr und führte sie zu einem kleinen Haus, daran war ein Schildchen mit den Worten 'hier wohnt ein jeder frei.' Aus dem Häuschen kam eine schneeweiße Jungfrau, die sprach 'willkommen, Frau Königin,' und führte sie hinein. Da band sie ihr den kleinen Knaben von dem Rücken und hielt ihn an ihre Brust, damit er trank, und legte ihn dann auf ein schönes gemachtes Bettchen. Da sprach die arme Frau 'woher weißt du, daß ich eine Königin war?' Die weiße Jungfrau antwortete 'ich bin ein Engel, von Gott gesandt, dich und dein Kind zu verpflegen.' Da blieb sie in dem Hause sieben Jahre, und war wohl verpflegt, und durch Gottes Gnade wegen ihrer Frömmigkeit wuchsen ihr die abgehauenen Hände wieder.


Der König kam endlich aus dem Felde wieder nach Haus, und sein erstes war, daß er seine Frau mit dem Kinde sehen wollte. Da fing die alte Mutter an zu weinen und sprach 'du böser Mann, was hast du mir geschrieben, daß ich zwei unschuldige Seelen ums Leben bringen sollte!' und zeigte ihm die beiden Briefe, die der Böse verfälscht hatte, und sprach weiter 'ich habe getan, wie du befohlen hast,' und wies ihm die Wahrzeichen, Zunge und Augen. Da fing der König an noch viel bitterlicher zu weinen über seine arme Frau und sein Söhnlein, daß es die alte Mutter erbarmte und sie zu ihm sprach 'gib dich zufrieden, sie lebt noch. Ich habe eine Hirschkuh heimlich schlachten lassen und von dieser die Wahrzeichen genommen, deiner Frau aber habe ich ihr Kind auf den Rücken gebunden, und sie geheißen, in die weite Welt zu gehen, und sie hat versprechen müssen, nie wieder hierher zu kommen, weil du so zornig über sie wärst.' Da sprach der König 'ich will gehen, so weit der Himmel blau ist, und nicht essen und nicht trinken, bis ich meine liebe Frau und mein Kind wiedergefunden habe, wenn sie nicht in der Zeit umgekommen oder Hungers gestorben sind.'


Darauf zog der König umher, an die sieben Jahre lang, und suchte sie in allen Steinklippen und Felsenhöhlen, aber er fand sie nicht und dachte, sie wäre verschmachtet. Er aß nicht und trank nicht während dieser ganzen Zeit, aber Gott erhielt ihn. Endlich kam er in einen großen Wald und fand darin das kleine Häuschen, daran das Schildchen war mit den Worten 'hier wohnt jeder frei.' Da kam die weiße Jungfrau heraus, nahm ihn bei der Hand, führte ihn hinein und sprach 'seid willkommen, Herr König,' und fragte ihn, wo er herkäme. Er antwortete 'ich bin bald sieben Jahre umhergezogen, und suche meine Frau mit ihrem Kinde, ich kann sie aber nicht finden.' Der Engel bot ihm Essen und Trinken an, er nahm es aber nicht, und wollte nur ein wenig ruhen. Da legte er sich schlafen, und deckte ein Tuch über sein Gesicht.


Darauf ging der Engel in die Kammer, wo die Königin mit ihrem Sohne saß, den sie gewöhnlich Schmerzenreich nannte, und sprach zu ihr 'geh heraus mitsamt deinem Kinde, dein Gemahl ist gekommen.' Da ging sie hin, wo er lag, und das Tuch fiel ihm vom Angesicht. Da sprach sie 'Schmerzenreich, heb deinem Vater das Tuch auf und decke ihm sein Gesicht wieder zu.' Das Kind hob es auf und deckte es wieder über sein Gesicht. Das hörte der König im Schlummer und ließ das Tuch noch einmal gerne fallen. Da ward das Knäbchen ungeduldig und sagte 'liebe Mutter, wie kann ich meinem Vater das Gesicht zudecken, ich habe ja keinen Vater auf der Welt. Ich habe das Beten gelernt, unser Vater, der du bist im Himmel; da hast du gesagt, mein Vater wär im Himmel und wäre der liebe Gott: wie soll ich einen so wilden Mann kennen? der ist mein Vater nicht.' Wie der König das hörte, richtete er sich auf und fragte, wer sie wäre. Da sagte sie 'ich bin deine Frau, und das ist dein Sohn Schmerzenreich.' Und er sah ihre lebendigen Hände und sprach 'meine Frau hatte silberne Hände.' Sie antwortete 'die natürlichen Hände hat mir der gnädige Gott wieder wachsen lassen;' und der Engel ging in die Kammer, holte die silbernen Hände und zeigte sie ihm. Da sah er erst gewiß, daß es seine liebe Frau und sein liebes Kind war, und küßte sie und war froh, und sagte 'ein schwerer Stein ist von meinem Herzen gefallen.' Da speiste sie der Engel Gottes noch einmal zusammen, und dann gingen sie nach Haus zu seiner alten Mutter. Da war große Freude überall, und der König und die Königin hielten noch einmal Hochzeit, und sie lebten vergnügt bis an ihr seliges Ende.

.

.

.

 


Ein Märchen der Brüder Grimm

Von dem Machandelboom

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

Το δέντρο του κεδρου

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Πολλά χρόνια πριν,δυο χιλιάδες χρόνια,μια φορά ήταν ένας πλούσιος άντρας 

κι είχε μια όμορφη φρόνιμη γυναίκα,που'χαν μεγάλη αγάπη,άλλα παιδιά δεν είχαν,όσο να το επιθυμούσαν  και νύχταμέρα να προσεύχονταν.

Μπροστά απ'τό σπίτι τους ήταν μια αυλή,κι εκεί ήταν ένας κέδρος.

Από κάτω του κάθονταν μια φορά χειμώνα  η γυναίκα και καθάριζε ένα 

μήλο,δεν πρόσεξε κι έκοψε το δάκτυλο,και το αίμα επεσε στο χιόνι.

Αχ,αναστεναξε η γυναίκα σαν είδε το αίμα,να'ταν ν'αποκτησω ένα.παιδι,τοσο

κόκκινο οσο το αίμα  και τοσο άσπρο οσο το χιόνι.

Είπε κι ένιωσε χαρούμενη.Σαν κάτι που θα γίνει.

Κατόπιν πήγε στο σπίτι,κι ένας μήνας πέρασε κι έλιωσε το χιόνι.Μετα

από δύο μήνες όλα πρασινισαν,μετά από τρεις μήνες  φύτρωσαν απ'τό

χώμα τα λουλούδια,και στους τέσσερεις μήνες φουντουσαν όλα τα δέντρα,

και κλαδωσαν πράσινα,όλα τα πουλιά κελαηδούσαν,όλα άνθισαν.

Όταν ο πέμπτος μήνας πέρασε,κι αυτή πάντοτε κάθονταν κατω από τον κέδρο

που μοσχομυριζε.

Η καρδιά της γέμισε χαρά,κι όταν ο έκτος μήνας ήταν περασμένος τα φρούτα

άρχισαν να ωριμαζουν και τον έβδομο μήνα μάζεψε κεδρομηλα κι έφαγε 

κι αρρώστησε,τον όγδοο μήνα φώναξε τον άντρα της και κλαίγοντας είπε.

Αν πεθάνω κάτω απ',τον κέδρο να με θάψετε.

Μέχρι τον ένατο μήνα ηρέμησε κι ήταν ευχαριστημένη.Τοτε γέννησε ένα

παιδί τόσο κόκκινο όσο το αίμα και τοσο άσπρο όσο το χιόνι,και σαν το είδε

ευχαριστημενη  πέθανε.

Τότε ο άντρας της την έθαψε κάτω απ'τον κέδρο,και για πολύ καιρό την

έκλαιγε,κατόπιν συνήλθε και πήρε μια άλλη γυναίκα.

Με την δεύτερη γυναικα αποκτησε μια κόρη,το παιδί απ'την πρώτη γυναίκα

ήταν ένα μικρό αγόρι,τόσο κόκκινο οσο το αίμα και τοσο άσπρο οσο το χιόνι.

Η γυναίκα αγαπούσε  πολύ την κόρη της και κακοβλεπε το αγόρι,σαν αντίπαλο

στη κληρονομιά και δεν τ'αφηνε σε ησυχία,και το παιδί είχε μεγάλη στεναχώρια.

Μια φορά που η γυναίκα καθόταν ψηλά στη κάμαρα της είπε η μικρή κόρη.

Μάνα δωσ'μου ένα μήλο.Και της έδωσε ένα ωραίο μήλο που το'βγαλε απ'τό

μπαούλο,που είχε να βαρύ σκέπασμα.

Μάνα,είπε η κόρη,πρέπει και στον αδελφό μου να δώσεις.

Αυτό δεν της άρεσε,όμως είπε.Βεβαια,όταν απ'τό σχολείο γυρίσει.

Όταν είδε το παιδί να γυρίζει απ'το σχολειο πήρε το μήλο απ'τη κόρη κι

είπε.Αυτο θα το πάρει ο αδελφός σου.Κι ερριξε το μήλο στο μπαουλο και

το εκλεισε.

Φάνηκε το παιδί στη πόρτα,αυτή την έπιασε ο κακος δαίμονας,και του'ειπε

δήθεν φιλικά.Γιε μου,θέλεις ένα μήλο;

Μάνα,ειπε το παιδί,δώσε μου.

Έλα δω,του'πε κι άνοιξε το μπαούλο,σκύψε και πάρτο από μέσα.

Μόλις έσκυψε το παιδί μπραφ! εκείνη έκλεισε το σκεπασμα το κεφαλι του κόπηκε και το μήλο έπεσε κάτω.

Τότε αναστατωθηκε και σκέφτηκε τι να κάνει.

Κατέβηκε κάτω και πήρε απ'τα ρούχα ένα άσπρο σεντόνι κι έβαλε το κεφάλι

πάνω στο λαιμό και τυλιξε σφιχτά γύρω το σεντόνι τίποτα να μην μπορεί

να φανεί,και το καθησε στη πορτα πάνω σ'ενα σκαμνί και του'βαλε το μήλο

στο χέρι.

Τότε πήγε η μικρή Μαντλίν στη κουζίνα στη μάνα της.Την βρήκε που ζέστανε νερό στη κατσαρόλα.

Μάνα,είπε η μικρή Μαντλίν ,ο αδελφός μου κάθεται μπροστά στη πόρτα,κι είναι άσπρος και κραταει στο χέρι μήλο.Του ζήτησα το μήλο να μου δώσει και δεν μου απάντησε,κι αυτό πολυ παράξενο μου φάνηκε.

Πήγαινε,άλλη μια φορά,της είπε η μάνα,κι αν δεν σ'απαντησει,χτυπά τον πίσω

απ'τ'αυτια.

Τότε πήγε η μικρή Μαντλίν και του'πε.Αδελφε δωσ'μου το μήλο.

Όμως εκείνος ήταν σιωπηλος.και τότε τον χτύπησε  πίσω απ'τ'αυτια.

Τότε έπεσε το κεφάλι κι αυτή τρόμαξε κι άρχισε να κλαίει και να φωνάζει

κι έτρεξε στη μάνα της κι είπε.Αχ,μάνα,το κεφάλι τ'αδελφου μου έκοψα.

κι έκλαιγε κι έκλαιγε κι ηρεμία δεν είχε.

Μικρή Μαρλίν,είπε η μάνα,τι'ναι αυτό που'κανες!Σώπα,να μην το μάθει κανένας,

τώρα δεν μπορεί ν'αλλαξει,αυτόν πρεπει να τον μαγειρέψουμε.

Τότε η μάνα πήρε το μικρό αγόρι και το'κοψε κομμάτια,τα έβαλε στη κατσαρόλα και τα'βρασε.Η μικρή Μαρλίν κάθονταν κοντά κι έκλαιγε κι έκλαιγε κι όλα τα

δάκρυα της έπεφταν στη κατσαρόλα κι έτσι δεν χρειάστηκαν καθόλου 

αλάτι.

Οταν ήρθε ο πατέρας στο σπίτι,κάθισε στο τραπέζι κι είπε.Που'ναι ο γιος

μου;Τότε η μάνα μια μεγάλη πιατέλα με μαύρο ζουμί του πρόσφερε κι η

Μαρλίν έκλαιγε και δεν μπορούσε να κρατηθεί.Τοτε είπε πάλι ο πατέρας.

Που'ναι λοιπόν ο γιος μου;Αχ,είπε η μάνα,πέρα στο τόπο πήγε,που'ναι οι

συγγενείς της μάνας του,και θέλει εκεί για λίγο να μείνει.

Πήγε εκεί;είπε ο πατέρας,και δεν με αποχαιρέτησε;

Το'θέλε τόσο πολύ ,είπε η γυναίκα,και με παρακάλεσε,αν εκεί μπορούσε

να μείνει για έξι βδομάδες.Αχ,είπε ο άντρας,αυτό με στεναχωρεί,δεν είναι

σωστό,να μην μ'εχει αποχαιρετησει.

Τότε άρχισε να τρώει κι είπε.Μαρλιν,γιατί κλαίς;Ο αδελφός σου σύντομα

θα ξαναγυρίσει.

Αχ,γυναίκα,είπε,πόσο ωραία μυρίζει το φαι!Δωσ'μου κι άλλο!

Κι όσο περισσότερο έτρωγε τόσο περισσότερο ήθελε κι είπε.Δωσ'μου κι άλλο,αυτό είναι όλο δικό μου,μόνο για μένα.

Κι έτρωγε κι έτρωγε και τα κόκκαλα τα'ριχνε κάτω απ'τό τραπέζι,μέχρι

που τελείωσε.

 Η Μαρλίν τότε πήγε στο κομοδίνο της και πηρε απ' το κάτω συρτάρι το

πιο καλό της μεταξωτο μαντήλι και μάζεψε όλα τα κόκκαλα κάτω απ'τό

τραπέζι και τα τύλιξε στο μαντήλι και τα μετέφερε μπροστά στη πόρτα

κι έκλαιγε με πίκρα δάκρυα.

Εκεί τα τοποθέτησε κάτω απ'τον κέδρο στο πράσινο χορτάρι,κι όταν τα

τοποθέτησε ένιωσε ηρεμία και δεν έκλαιγε πια.

Τότε άρχισε ο κέδρος να κουνιέται,και τα κλαριά του πήγαιναν πέρα δωθε,

σαν κάποιοςμε την καρδιά του να χαίρεται και να χειροκροτεί.Επισης μια

ομίχλη σηκώθηκε απ'τό δέντρο και μέσα στην ομίχλη έκαιγε μια φωτιά

κι απ'τη φωτιά πεντάχτηκε ένα όμορφο πουλί,που τραγουδούσε υπέροχα,

και πέταξε ψηλά στον αέρα,κι όταν μακριά ήταν,ο κέδρος όπως πριν έγινε,

και το μαντήλι με τα κόκκαλα ήταν άφαντο.

Η Μαρλίν όμως αισθανθηκε  χαρα σαν ο αδελφός της ακόμα να ζούσε.

Τότε γύρισε στο σπίτι ήρεμη και κάθισε στο τραπέζι κι έφαγε.

Το πουλί πέταξε και κάθισε πάνω στο σπίτι ενός χρυσοχόου κι άρχισε

να τραγουδάει.


Η μάνα μου μ'εσφαξε

Ο πατέρας μου μ'εφαγε

Η Μαρλίν η αδελφή μου

Μάζεψε τα κόκκαλα μου

Σ'ενα μεταξωτό μαντήλι τύλιξε

Κάτω απ'τον κέδρο το'βαλε

τουιτ τουιτ τι όμορφο  είμαι πουλί

 

Ο χρυσοχόος κάθονταν στο εργαστήριο του κι έκανε μια χρυσή αλυσίδα,όταν

άκουσε το  πουλί,που πάνω στη στέγη κάθονταν και τραγουδούσε,γοητεύτηκε.

Τοτε σηκώθηκε κι όταν στη πόρτα πήγε του βγήκε μια παντόφλα.Ομως πήγε

στη μέση του δρόμου με μια παντόφλα και μια καλτσα,φορούσε τη πόδια και

στο'να χέρι είχε την  χρυσή αλυσιδα και στ'αλλο την λαβίδα κι ο ήλιος φωτίζε

το δρόμο.Τοτε στάθηκε και κοίταξε το πουλί.Πουλι,είπε,πόσο όμορφα

τραγουδάς!Τραγουδα για μένα ακόμα μια φορά!-Οχι,είπε το πουλί,,δύο φορές

εγώ δεν τραγουδαω χωρίς λόγο.Δωσ'μου τη χρυσή αλυσίδα και τότε για

σένα ακόμα μια φορά θα τραγουδήσω.-Ενταξει,είπε ο χρυσοχόος,την έχεις

την χρυσή αλυσίδα,μονάχα τραγουδα για μένα ακόμα μια φορά.

Τότε ήρθε το πουλί και πήρε την χρυσή αλυσίδα στο δεξί του νυχι και κάθισε

μπροστά απ'τον χρυσοχόο και τραγουδησε.


Η μάνα μου μ'εσφαξε

Ο πατέρας μου μ'εφαγε

Η Μαρλίν η αδελφή μου

Μάζεψε τα κόκκαλα μου

Σ'ενα μεταξωτό μαντήλι τύλιξε

Κάτω απ'τον κέδρο το'βαλε

τουιτ τουιτ τι όμορφο  είμαι πουλί


Τότε πέταξε το πουλί σ'ενα υποδηματοποιο,και κάθισε στη στεγη του και

τραγουδούσε.


Η μάνα μου μ'εσφαξε

Ο πατέρας μου μ'εφαγε

Η Μαρλίν η αδελφή μου

Μάζεψε τα κόκκαλα μου

Σ'ενα μεταξωτό μαντήλι τύλιξε

Κάτω απ'τον κέδρο το'βαλε

τουιτ τουιτ τι όμορφο  είμαι πουλί


 Ο υποδηματοποιός τ'ακουσε κι έτρεξε με την λερωμένα πόδια στη πόρτα 

του και κοίταξε πανω στη στέγη του κι έβαλε το χέρι μπροστά απ'τα  μάτια

για να μην τον τυφλώσει ο ήλιος.

Πουλι,είπε,τι όμορφα που τραγουδάς.

Τότε φώναξε προς τη πορτα.Γυναικα βγες έξω,εκεί είναι ένα πουλί,κοίταξε

το πουλί,πόσο όμορφα τραγουδαει.

Κατόπιν φώναξε την κόρη του και τα παιδιά και τους τεχνίτες,τους μαθητές

και την υπηρέτρια κι ήρθαν όλοι στο δρόμο και κοιταξαν το πουλί,πόσο

όμορφο ήταν κι είχε τόσο όμορφα κόκκινα και πράσινα φτερά και γύρω

απ'τόν λαιμό  ήταν καθαρό χρυσάφι,και τα μάτια αστραφταν όπως τ'αστερια

στο κεφάλι.

Πουλι,είπε ο υποδηματοποιός,τώρα τραγουδα για μένα ακόμα μια φορά.

-Οχι,είπε το πουλί,δύο φορές εγώ δεν τραγουδάω χωρίς λόγο,πρέπει σε

μένα κάτι να δωρίσεις.-Γυναικα,είπε ο υποδηματοποιός,πήγαινε μέσα  στο εργαστήριο,πάνω στο ψηλότερο ράφι,είναι ένα ζευγάρι κόκκινα παπούτσια,

φέρτα εδώ.

Τότε μπήκε μέσα η γυναίκα και πήρε τα παπούτσια.

Εντάξει,πουλί,είπε ο άντρας,τώρα τραγουδα για μένα το τραγούδι ακόμα

μια φορά.

Τότε ήρθε το πουλί και πήρε τα παπούτσια με το αριστερό νύχι και πέταξε 

πάλι πάνω στη στέγη και τραγούδησε.


Η μάνα μου μ'εσφαξε

Ο πατέρας μου μ'εφαγε

Η Μαρλίν η αδελφή μου

Μάζεψε τα κόκκαλα μου

Σ'ενα μεταξωτό μαντήλι τύλιξε

Κάτω απ'τον κέδρο το'βαλε

τουιτ τουιτ τι όμορφο  είμαι πουλί


Κι όταν αυτό τελείωσε το τραγούδι,πέταξε μακριά,την αλυσίδα είχε στο δεξί

και τα παπούτσια στ'αριστερο νύχι και πέταξε πέρα μακριά σ'ενα μύλο,κι ο

μύλος δούλευε,κλιπ κλαπ,κλιπ κλαπ,κλιπ κλαπ.Και στο μύλο ήταν  είκοσι

μυλωνάδες που σκάλιζαν μια πέτρα,χικ χακ, χίκ χακ ,χικ χακ κι ο μύλος δούλευε.

κλιπ κλαπ ,κλιπ κλαπ,κλιπ κλαπ.

Τότε κάθισε το πουλί πάνω σε μια φλαμουριά,που ήταν μπροστά στο μύλο και 

τραγουδησε.


Η μάνα μου μ'εσφαξε


Τότε σταματησε ένας.


Ο πατέρας μου μ'εφαγε


Τότε σταμάτησαν  ακόμα δύο


Η Μαρλίν η αδελφή μου


Τότε σταμάτησαν τεσσερις


Μάζεψε τα κόκκαλα μου

Σ'ενα μεταξωτό μαντήλι τύλιξε


Τώρα σκάλιζαν μονάχα οκτώ.


Κάτω απ'τον κέδρο


Τώρα μονάχα πεντε


το'βαλε


Τώρα μονάχα ένας


τουιτ τουιτ τι όμορφο  είμαι πουλί


Τότε σταματησε κι ο τελευταίος κι άκουσε το τελείωμα.


Πουλι,είπε,τι όμορφα που τραγουδάς!Ας για μένα να τ'ακουσω,τραγούδησε το 

για μένα ακόμα μια φορά!

-Οχι,είπε το πουλί,δύο φορές εγώ δεν τραγουδω χωρίς λόγο,δωσ'μου την

μυλόπετρα,και τότε θα τραγουδήσω ακόμα μια φορά.

-Ενταξει,είπε αυτός,αν αυτή σε μένα μονάχα ανήκει,θα την έχεις

-Ενταξει,είπαν οι άλλοι,αν ακόμα μια φορά τραγουδησει,θα την έχει.

Τότε ήρθε το πουλί κι οι μυλωνάδες και οι είκοσι με τη βοήθεια ξύλου

σηκωσαν την μυλόπετρα,ε οπ ,ε οπ,ε οπ.

Τότε πέρασε το πουλί το λαιμό μέσα στη τρύπα και ήταν σαν κολαρο και 

πέταξε πάλι πάνω στο δέντρο και τραγουδησε.


Η μάνα μου μ'εσφαξε

Ο πατέρας μου μ'εφαγε

Η Μαρλίν η αδελφή μου

Μάζεψε τα κόκκαλα μου

Σ'ενα μεταξωτό μαντήλι τύλιξε

Κάτω απ'τον κέδρο το'βαλε

τουιτ τουιτ τι όμορφο  είμαι πουλί


Κι όταν αυτό τελείωσε το τραγούδι του,ανοιξε τα φτερά του  κι είχε στο

δεξι νυχι την αλυσίδα και στ'αριστερο τα παπούτσια και στον λαιμό την

μυλόπετρα,και πέταξε πέρα μακριά προς του πατέρα του το σπίτι.

Στο σαλόνι κάθονταν ο πατέρας η μάνα κι η Μαρλίν στο τραπεζι κι ο

πατέρας είπε.Αχ,πόση ηρεμία νιώθω,πόση χαρά.

Όχι,είπε η μάνα,εγώ νιώθω μεγάλη αναστατωση,σαν να πρόκειται να'ρθει βαρια

καταιγιδα.

Η Μαρλίν κάθονταν κι έκλαιγε κι έκλαιγε.

Τότε ήρθε το πουλί πετώντας και πάνω στη στέγη κάθισε,τότε είπε ο

πατέρας.Αχ,πόση χαρά νιώθω,κι ο ήλιος φωτίζει τόσο όμορφα,είναι σαν

κάποιον παλιό γνωστό ότι  θα ξαναδω.

Όχι,είπε η γυναίκα,εγώ νιώθω αναστατωση τα δόντια μου τρίζουν,κι είναι

σαν να'χω φωτιά στις φλέβες.

Και  ξεκουμπουσε το φορεμα της για να πάρει αέρα.

Κι η Μαρλίν κάθονταν στην άκρη κι έκλαιγε κι είχε τη πόδια της στα μάτια

και την καταβρεχε με τα κλάματα.

Τότε κάθισε το πουλί πάνω στον κέδρο και τραγούδησε.


Η μάνα μου μ'εσφαξε


Τότε η μάνα βούλωσε τ'αυτια κι έκλεισε τα μάτια και ηθελε να μην βλέπε και

να μην ακουει,όμως βουιζαν τ'αυτια όπως σε μια φοβερή θύελλα και τα μάτια

έκαιγαν κι αστραφταν αστραπές.


Ο πατέρας μου μ'εφαγε


Αχ μάνα,είπε ο άντρας,εκει'ναι ένα όμορφο πουλί,που τόσο υπέροχα τραγουδάει κι ο ήλιος τόσο ζεσταινει και μοσχομυρίζει κανέλα


Η Μαρλίν η αδελφή μου


Τότε ακούμπησε η Μαρλίν το κεφάλι πάνω στα γόνατα κι εκλαιγε συνέχεια.

Κι ο άντρας είπε.Παω έξω,θέλω να δω το πουλί από κοντά.

-Αχ,μην πας,είπε η γυναίκα,μου φαίνεται σαν να ταρακουνιεται όλο το σπίτι

και να καίγεται.

Όμως ο άντρας πήγε έξω και κοίταξε το πουλί.


Μάζεψε τα κόκκαλα μου

Σ'ενα μεταξωτό μαντήλι τύλιξε

Κάτω απ'τον κέδρο το'βαλε

τουιτ τουιτ τι όμορφο  είμαι πουλί


Τότε άφησε το πουλί τη χρυσή αλυσίδα νά πεσει,κι έπεσε ακριβώς στο λαιμό

του άντρα,που του ταίριαξε θαυμάσια.

Κατόπιν μπήκε μέσα και είπε.Δεστε,τι μου δώρισε το όμορφο πουλί,αυτή την

όμορφη χρυσή αλυσίδα,που τόσο όμορφη φαίνεται.

Αλλά η γυναίκα ήταν πολύ αναστατωμένη,που έπεσε κάτω στο σαλόνι και το

καπέλο απ'κεφαλι επεσε.

Τότε ξανατραγουδησε το πουλί.


Η μάνα μου μ'εσφαξε


Αχ,είπε η γυναίκα,να μου'να στη γη χωμένη χίλια βάθη,να μην τ'ακουσω αυτό.


Ο πατέρας μου μ'εφαγε


Τότε έπεσε η γυναίκα κάτω σαν να'ταν πεθαμένη


Η Μαρλίν η αδελφή μου


-Αχ,είπε η Μαρλίν,θα πάω έξω να δω,αν σε μένα το πουλί κάτι θα δωρίσει;

Τότε αυτή πήγε έξω.


Μάζεψε τα κόκκαλα μου

Σ'ενα μεταξωτό μαντήλι τύλιξε


Τότε το πουλί της ερριξε τα παπουτσια


Κάτω απ'τον κέδρο το'βαλε

τουιτ τουιτ τι όμορφο  είμαι πουλί


Τότε αυτή ηρέμησε και χάρηκε.Φορεσε τα καινούργια κόκκινα παπούτσια 

και χορεψε και πήδηξε.

Αχ,είπε,ήμουνα τόσο λυπημένη,όταν πηγα έξω,και τώρα ηρέμησα.Αυτο είναι

ένα υπεροχο πουλί,που μου δώρισε ένα ζευγάρι κόκκινα παπούτσια.

Όχι,είπε η γυναίκα,κι αναπηδησε από κάτω και τα μαλλιά ήταν σηκωμένα σαν φλογες,νιώθω ο κόσμος να αναποδογυριστηκε,θα βγω έξω,μήπως ηρεμησω.

Και σαν αυτή βγήκε απ'τη πόρτα,μπραφ!της ρίχνει το πουλί τη μυλόπετρα

πάνω στο κεφάλι,και της το σύντριψε.

Ο πατέρας κι η Μαρλίν τ'ακουσαν αυτό και πήγαν έξω.Τοτε καπνος βγήκε και

φλογες και φωτιά απ'τον τόπο,και σαν πέρασε,εκεί στέκονταν ο μικρός

αδελφός,και πήρε τον πατέρα του και την Μαρλίν απ'τό χέρι κι ήταν κι οι

τρεις τόσο ευτυχισμένοι και πήγαν μέσα στο σπίτι ,κάθισαν στο τραπέζι 

κι έφαγαν

.

.

.

Von dem Machandelboom

Ein Märchen der Brüder Grimm

Von dem Machandelboom

Das ist nun lange her, wohl an die zweitausend Jahre, da war einmal ein reicher Mann, der hatte eine schöne fromme Frau, und sie hatten sich beide sehr lieb, hatten aber keine Kinder. Sie wünschten sich aber sehr welche, und die Frau betete darum soviel Tag und Nacht; aber sie kriegten und kriegten keine. Vor ihrem Hause war ein Hof, darauf stand ein Machandelbaum. Unter dem stand die Frau einstmals im Winter und schälte sich einen Apfel, und als sie sich den Apfel so schälte, da schnitt sie sich in den Finger, und das Blut fiel in den Schnee. "Ach," sagte die Frau und seufzte so recht tief auf, und sah das Blut vor sich an, und war so recht wehmütig: "Hätte ich doch ein Kind, so rot wie Blut und so weiss wie Schnee." Und als sie das sagte, da wurde ihr so recht fröhlich zumute: Ihr war so recht, als sollte es etwas werden. Dann ging sie nach Hause, und es ging ein Monat hin, da verging der Schnee; und nach zwei Monaten, da wurde alles grün; nach drei Monaten, da kamen die Blumen aus der Erde; und nach vier Monaten, da schossen alle Bäume ins Holz, und die grünen Zweige waren alle miteinander verwachsen. Da sangen die Vöglein, dass der ganze Wald erschallte, und die Blüten fielen von den Bäumen, da war der fünfte Monat vergangen, und sie stand immer unter dem Machandelbaum, der roch so schön. Da sprang ihr das Herz vor Freude, und sie fiel auf die Knie und konnte sich gar nicht lassen. Und als der sechste Monat vorbei war, da wurden die Früchte dick und stark, und sie wurde ganz still. Und im siebenten Monat, da griff sie nach den Machandelbeeren und ass sie so begehrlich; und da wurde sie traurig und krank. Da ging der achte Monat hin, und sie rief ihren Mann und weinte und sagte: "Wenn ich sterbe, so begrabe mich unter dem Machandelbaum." Da wurde sie ganz getrost und freute sich, bis der neunte Monat vorbei war: da kriegte sie ein Kind so weiss wie der Schnee und so rot wie Blut, und als sie das sah, da freute sie sich so, dass sie starb.


Da begrub ihr Mann sie unter dem Machandelbaum, und er fing an, so sehr zu weinen; eine Zeitlang dauerte das, dann flossen die Tränen schon sachter, und als er noch etwas geweint hatte, da hörte er auf, und dann nahm er sich wieder eine Frau.


Mit der zweiten Frau hatte er eine Tochter; das Kind aber von der ersten Frau war ein kleiner Sohn, und war so rot wie Blut und so weiss wie Schnee. Wenn die Frau ihre Tochter so ansah, so hatte sie sie sehr lieb; aber dann sah sie den kleinen Jungen an, und das ging ihr so durchs Herz, und es dünkte sie, als stünde er ihr überall im Wege, und sie dachte dann immer, wie sie ihrer Tochter all das Vermögen zuwenden wollte, und der Böse gab es ihr ein, dass sie dem kleinen Jungen ganz gram wurde, und sie stiess ihn aus einer Ecke in die andere, und puffte ihn hier und knuffte ihn dort, so dass das arme Kind immer in Angst war. Wenn er dann aus der Schule kam, so hatte er keinen Platz, wo man ihn in Ruhe gelassen hätte.


Einmal war die Frau in die Kammer hoch gegangen; da kam die kleine Tochter auch herauf und sagte: "Mutter, gib mir einen Apfel." - "Ja, mein Kind," sagte die Frau und gab ihr einen schönen Apfel aus der Kiste; die Kiste aber hatte einen grossen schweren Deckel mit einem grossen scharfen eisernen Schloss. "Mutter," sagte die kleine Tochter, "soll der Bruder nicht auch einen haben?" Das verdross die Frau, doch sagte sie: "Ja, wenn er aus der Schule kommt." Und als sie ihn vom Fenster aus gewahr wurde, so war das gerade, als ob der Böse in sie gefahren wäre, und sie griff zu und nahm ihrer Tochter den Apfel wieder weg und sagte; "Du sollst ihn nicht eher haben als der Bruder." Da warf sie den Apfel in die Kiste und machte die Kiste zu. Da kam der kleine Junge in die Tür; da gab ihr der Böse ein, dass sie freundlich zu ihm sagte: "Mein Sohn, willst du einen Apfel haben?" und sah ihn so jähzornig an. "Mutter," sagte der kleine Junge, "was siehst du so grässlich aus! Ja, gib mir einen Apfel!" - "Da war ihr, als sollte sie ihm zureden. "Komm mit mir," sagte sie und machte den Deckel auf, "hol dir einen Apfel heraus!" Und als der kleine Junge sich hineinbückte, da riet ihr der Böse; bratsch! Schlug sie den Deckel zu, dass der Kopf flog und unter die roten Äpfel fiel. Da überlief sie die Angst, und sie dachte: "Könnt ich das von mir bringen!" Da ging sie hinunter in ihre Stube zu ihrer Kommode und holte aus der obersten Schublade ein weisses Tuch und setzt den Kopf wieder auf den Hals und band das Halstuch so um, dass man nichts sehen konnte und setzt ihn vor die Türe auf einen Stuhl und gab ihm den Apfel in die Hand.


Darnach kam Marlenchen zu ihrer Mutter in die Küche. Die stand beim Feuer und hatte einen Topf mit heissem Wasser vor sich, den rührte sie immer um. "Mutter," sagte Marlenchen, "der Bruder sitzt vor der Türe und sieht ganz weiss aus und hat einen Apfel in der Hand. Ich hab ihn gebeten, er soll mir den Apfel geben, aber er antwortet mir nicht; das war mir ganz unheimlich." - "Geh noch einmal hin," sagte die Mutter, "und wenn er dir nicht antwortet, dann gib ihm eins hinter die Ohren." Da ging Marlenchen hin und sagte: "Bruder, gib mir den Apfel!" Aber er schwieg still; da gab sie ihm eins hinter die Ohren. Da fiel der Kopf herunter; darüber erschrak sie und fing an zu weinen und zu schreien und lief zu ihrer Mutter und sagte: "Ach, Mutter, ich hab meinem Bruder den Kopf abgeschlagen," und weinte und weinte und wollte sich nicht zufrieden geben. "Marlenchen," sagte die Mutter, "was hast du getan! Aber schweig nur still, dass es kein Mensch merkt; das ist nun doch nicht zu ändern, wir wollen ihn in Sauer kochen." Da nahm die Mutter den kleinen Jungen und hackte ihn in Stücke, tat sie in den Topf und kochte ihn in Sauer. Marlenchen aber stand dabei und weinte und weinte, und die Tränen fielen alle in den Topf, und sie brauchten kein Salz.


Da kam der Vater nach Hause und setzte sich zu Tisch und sagte: "Wo ist denn mein Sohn?" Da trug die Mutter eine grosse, grosse Schüssel mit Schwarzsauer auf, und Marlenchen weinte und konnte sich nicht halten. Da sagte der Vater wieder: "Wo ist denn mein Sohn?" - "Ach," sagte die Mutter, "er ist über Land gegangen, zu den Verwandten seiner Mutter; er wollte dort eine Weile bleiben." - "Was tut er denn dort? Er hat mir nicht mal Lebewohl gesagt!" - "Oh, er wollte so gern hin und bat mich, ob er dort wohl sechs Wochen bleiben könnte; er ist ja gut aufgehoben dort." - "Ach," sagte der Mann, "mir ist so recht traurig zumute; das ist doch nicht recht, er hätte mir doch Lebewohl sagen können." Damit fing er an zu essen und sagte: "Marlenchen, warum weinst du? Der Bruder wird schon wiederkommen." - "Ach Frau," sagte er dann, "was schmeckt mir das Essen schön! Gib mir mehr!" Und je mehr er ass, um so mehr wollte er haben und sagte: "Gebt mir mehr, ihr sollt nichts davon aufheben, das ist, als ob das alles mein wäre." Und er ass und ass, und die Knochen warf er alle unter den Tisch, bis er mit allem fertig war. Marlenchen aber ging hin zu ihrer Kommode und nahm aus der untersten Schublade ihr bestes seidenes Tuch und holte all die Beinchen und Knochen unter dem Tisch hervor und band sie in das seidene Tuch und trug sie vor die Tür und weinte blutige Tränen. Dort legte sie sie unter den Machandelbaum in das grüne Gras, und als sie sie dahin gelegt hatte, da war ihr auf einmal ganz leicht, und sie weinte nicht mehr. Da fing der Machandelbaum an, sich zu bewegen, und die zweige gingen immer so voneinander und zueinander, so recht, wie wenn sich einer von Herzen freut und die Hände zusammenschlägt. Dabei ging ein Nebel von dem Baum aus, und mitten in dem Nebel, da brannte es wie Feuer, und aus dem Feuer flog so ein schöner Vogel heraus, der sang so herrlich und flog hoch in die Luft, und als er weg war, da war der Machandelbaum wie er vorher gewesen war, und das Tuch mit den Knochen war weg. Marlenchen aber war so recht leicht und vergnügt zumute, so recht, als wenn ihr Bruder noch lebte. Da ging sie wieder ganz lustig nach Hause, setzte sich zu Tisch und ass. Der Vogel aber flog weg und setzte sich auf eines Goldschmieds Haus und fing an zu singen:


"Mein Mutter der mich schlacht,

mein Vater der mich ass,

mein Schwester der Marlenichen

sucht alle meine Benichen,

bindt sie in ein seiden Tuch,

legt's unter den Machandelbaum.

Kiwitt, kiwitt, wat vör'n schöön Vagel bün ik!"


 


Der Goldschmied sass in seiner Werkstatt und machte eine goldene Kette; da hörte er den Vogel, der auf seinem Dach sass und sang, und das dünkte ihn so schön. Da stand er auf, und als er über die Türschwelle ging, da verlor er einen Pantoffel. Er ging aber so recht mitten auf die Strasse hin, mit nur einem Pantoffel und einer Socke; sein Schurzfell hatte er vor, und in der einen Hand hatte er die goldene Kette, und in der anderen die Zange; und die Sonne schien so hell auf die Strasse. Da stellte er sich nun hin und sah den Vogel an. "Vogel," sagte er da, "wie schön kannst du singen! Sing mir das Stück noch mal!" - "Nein," sagte der Vogel, "zweimal sing ich nicht umsonst. Gib mir die goldene Kette, so will ich es dir noch einmal singen." - "Da," sagte der Goldschmied, "hast du die goldene Kette; nun sing mir das noch einmal!" Da kam der Vogel und nahm die goldene Kette in die rechte Kralle, setzte sich vor den Goldschmied hin und sang: "Mein Mutter der mich schlacht, mein Vater der mich ass, mein Schwester der Marlenichen, sucht alle meine Benichen, bindt sie in ein seiden Tuch, legt's unter den Machandelbaum. Kiwitt, kiwitt, wat vör'n schöön Vagel bün ik!"


Da flog der Vogel fort zu einem Schuster, und setzt sich auf sein Dach und sang: "Mein Mutter der mich schlacht, mein Vater der mich ass, mein Schwester der Marlenichen, sucht alle meine Benichen, bindt sie in ein seiden Tuch, legt's unter den Machandelbaum. Kiwitt, kiwitt, wat vör'n schöön Vagel bün ik!"


Der Schuster hörte das und lief in Hemdsärmeln vor seine Tür und sah zu seinem Dach hinauf und musste die Hand vor die Augen halten, dass die Sonne ihn nicht blendete. "Vogel," sagte er, "was kannst du schön singen." Da rief er zur Tür hinein: "Frau, komm mal heraus, da ist ein Vogel; sieh doch den Vogel, der kann mal schön singen." Dann rief er noch seine Tochter und die Kinder und die Gesellen, die Lehrjungen und die Mägde, und sie kamen alle auf die Strasse und sahen den Vogel an, wie schön er war; und er hatte so schöne rote und grüne Federn, und um den Hals war er wie lauter Gold, und die Augen blickten ihm wie Sterne im Kopf. "Vogel," sagte der Schuster, "nun sing mir das Stück noch einmal!" - "Nein," sagte der Vogel, "zweimal sing ich nicht umsonst, du musst mir etwas schenken." - "Frau," sagte der Mann, "geh auf den Boden, auf dem obersten Wandbrett, da stehen ein paar rote Schuh, die bring mal her!" Da ging die Frau hin und holte die Schuhe. "Da, Vogel," sagte der Mann, "nun sing mir das Lied noch einmal!" Da kam der Vogel und nahm die Schuhe in die linke Kralle und flog wieder auf das Dach und sang:


"Mein Mutter der mich schlacht,

mein Vater der mich ass,

mein Schwester der Marlenichen

sucht alle meine Benichen,

bindt sie in ein seiden Tuch,

legt's unter den Machandelbaum.

Kiwitt, kiwitt, wat vör'n schöön Vagel bün ik!"


Und als er ausgesungen hatte, da flog er weg; die Kette hatte er in der rechten und die Schuhe in der linken Kralle, und er flog weit weg, bis zu einer Mühle, und die Mühle ging: Klippe klappe, klippe klappe, klippe klappe. Und in der Mühle sassen zwanzig Mühlknappen, die klopften einen Stein und hackten: Hick hack, hick hack, hick hack; und die Mühle ging klippe klappe, klippe klappe, klippe klappe. Da setzte sich der Vogel auf einen Lindenbaum, der vor der Mühle stand und sang: "Mein Mutter der mich schlacht," da hörte einer auf; "mein Vater der mich ass," da hörten noch zwei auf und hörten zu; "mein Schwester der Marlenichen" da hörten wieder vier auf; "sucht alle meine Benichen, bindt sie in ein seiden Tuch," nun hackten nur acht; "legt's unter," nun nur noch fünf; "den Machandelbaum" – nun nur noch einer; "Kiwitt, kiwitt, wat vör'n schöön Vagel bün ik!" Da hörte der letzte auch auf, und er hatte gerade noch den Schluss gehört. "Vogel," sagte er, "was singst du schön!" Lass mich das auch hören, sing mir das noch einmal!" - "Neun," sagte der Vogel, "zweimal sing ich nicht umsonst; gib mir den Mühlenstein, so will ich das noch einmal singen." - "Ja," sagte er, "wenn er mir allein gehörte, so solltest du ihn haben." - "Ja," sagten die anderen, "wenn er noch einmal singt, so soll er ihn haben." Da kam der Vogel heran und die Müller fassten alle zwanzig mit Bäumen an und hoben den Stein auf, "hu uh uhp, hu uh uhp, hu uh uhp!" Da steckte der Vogel den Hals durch das Loch und nahm ihn um wie einen Kragen und flog wieder auf den Baum und sang:


"Mein Mutter der mich schlacht,

mein Vater der mich ass,

mein Schwester der Marlenichen

sucht alle meine Benichen,

bindt sie in ein seiden Tuch,

legt's unter den Machandelbaum.

Kiwitt, kiwitt, wat vör'n schöön Vagel bün ik!"


Und als er das ausgesungen hatte, da tat er die Flügel auseinander und hatte in der echten Kralle die Kette und in der linken die Schuhe und um den Hals den Mühlenstein, und flog weit weg zu seines Vaters Haus.


In der Stube sass der Vater, die Mutter und Marlenchen bei Tisch, und der Vater sagte: "Ach, was wird mir so leicht, mir ist so recht gut zumute." - "Nein," sagte die Mutter, "mir ist so recht angst, so recht, als wenn ein schweres Gewitter käme." Marlenchen aber sass und weinte und weinte. Da kam der Vogel angeflogen, und als er sich auf das Dach setzte, da sagte der Vater: "Ach, mir ist so recht freudig, und die Sonne scheint so schön, mir ist ganz, als sollte ich einen alten Bekannten wiedersehen!" - "Nein," sagte die Frau, "mir ist angst, die Zähne klappern mir und mir ist, als hätte ich Feuer in den Adern." Und sie riss sich ihr Kleid auf, um Luft zu kriegen. Aber Marlenchen sass in der Ecke und weinte, und hatte ihre Schürze vor den Augen und weinte die Schürze ganz und gar nass. Da setzte sich der Vogel auf den Machandelbaum und sang: "Meine Mutter die mich schlacht" - Da hielt sich die Mutter die Ohren zu und kniff die Augen zu und wollte nicht sehen und hören, aber es brauste ihr in den Ohren wie der allerstärkste Sturm und die Augen brannten und zuckten ihr wie Blitze. "Mein Vater der mich ass" - "Ach Mutter," sagte der Mann, "da ist ein schöner Vogel, der singt so herrlich und die Sonne scheint so warm, und das riecht wie lauter Zinnamom." (Zimt) "Mein Schwester der Marlenichen" - Da legte Marlenchen den Kopf auf die Knie und weinte in einem fort. Der Mann aber sagte: "Ich gehe hinaus; ich muss den Vogel in der Nähe sehen." - "Ach, geh nicht," sagte die Frau, "mir ist, als bebte das ganze Haus und stünde in Flammen." Aber der Mann ging hinaus und sah sich den Vogel an - "sucht alle meine Benichen, bindt sie in ein seiden Tuch, legt's unter den Machandelbaum. Kiwitt, kiwitt, wat vör'n schöön Vagel bün ik!"


Damit liess der Vogel die goldene Kette fallen, und sie fiel dem Mann gerade um den Hals, so richtig herum, dass sie ihm ganz wunderschön passte. Da ging er herein und sagte: "Sieh, was ist das für ein schöner Vogel, hat mir eine so schöne goldene Kette geschenkt und sieht so schön aus." Der Frau aber war so angst, dass sie lang in die Stube hinfiel und ihr die Mütze vom Kopf fiel. Da sang der Vogel wieder: "Mein Mutter der mich schlacht" - "Ach, dass ich tausend Klafter unter der Erde wäre, dass ich das nicht zu hören brauchte!" - "Mein Vater der mich ass" - Da fiel die Frau wie tot nieder. "Mein Schwester der Marlenichen" - "Ach," sagte Marlenchen, "ich will doch auch hinausgehen und sehn, ob mir der Vogel etwas schenkt?" Da ging sie hinaus. "Sucht alle meine Benichen, bindt sie in ein seiden Tuch" - Da warf er ihr die Schuhe herunter. "Legt's unter den Machandelbaum. Kiwitt, kiwitt, wat vör'n schöön Vagel bün ik!"


Da war ihr so leicht und fröhlich. Sie zog sich die neuen roten Schuhe an und tanzte und sprang herein. "Ach," sagte sie, "mir war so traurig, als ich hinausging, und nun ist mir so leicht. Das ist mal ein herrlicher Vogel, hat mir ein Paar rote Schuhe geschenkt!" - "Nein," sagte die Frau und sprang auf, und die Haare standen ihr zu Berg wie Feuerflammen, "mir ist, als sollte die Welt untergehen; ich will auch hinaus, damit mir leichter wird." Und als sie aus der Tür kam, bratsch! Warf ihr der Vogel den Mühlstein auf den Kopf, dass sie ganz zerquetscht wurde. Der Vater und Marlenchen hörten das und gingen hinaus. Da ging ein Dampf und Flammen und Feuer aus von der Stätte, und als das vorbei war, da stand der kleine Bruder da, und er nahm seinen Vater und Marlenchen bei der Hand und waren alle drei so recht vergnügt und gingen ins Haus, setzten sich an den Tisch und assen.

.

.

.



Κλειτη



Νιοβη


Κορυθος


Παρθένιος ο Νικαευς

Περί Ερωτικών Παθημάτων

Περί Κλειτης,Αισαονος,Κορυθου

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


28. Περὶ Κλείτης

(Ιστορεί ο Ευφοριων στον Απολλόδωρο, μετά ο Απολλώνιος στα Αργοναυτικά βιβλίο α') 

[28.1] Διαφορετικά ιστορείται περί Κυζίκου του Αινεου,οι μεν λέγουν πως παντρευτηκε την Λάρισα του Πιάσου,με την οποία ο πατέρας έσμιξε πριν τον γάμο και σε μάχη πέθανε. 

 άλλοι πως μόλις παντρεύτηκε την Κλειτη από παραεξηγηση συγκρουστηκε μ'αυτους που με τον Ιάσονα με την Αργώ έπλεαν.

κι όπως έπεσε νεκρος σ'ολους προκάλεσε οδυνηρό πόνο,και πιο πολύ στην Κλειτη.

βλέποντας τον ριγμένο κατω,τον αγκάλιασε και πολύ οδύρονταν,

την νύχτα ξεφεύγοντας από την προσοχή των υπηρετριων από κάποιο δέντρο κρεμάστηκε.

.

.

33. Περὶ Αἰσάονος

(Ιστορεί ο Ξανθος στα Λυδιακα και ο Νεανθης βιβλίο β' και ο Σιμμίας ο Ρόδιος)

[33.1]Διαφορετικά στα πολλά ιστορούνται και τα της Νιόβης,γιατί λένε πως απ'τον Ταντάλον δεν γεννήθηκε,αλλά του Ασσαονα κόρη,και του Φιλοττου του γυναίκα.σε διαφωνία οταν ήρθε με την Λητώ ποια γέννησε πιο καλα παιδια  δέχτηκε την τιμωρία αυτή εδώ.τον Φιλοττον 

στο κυνήγι σκότωσαν,και τον Ασσαονα τον κυρίεψε πόθος για την κόρη να την παντρευτεί.   

 [33.2]επειδή δεν ενέδωσε η Νιόβη τα παιδιά σε γιορτινό τραπέζι αφού τα κάλεσε τα εκαψε.κι αυτή μετά από τέτοια συμφορά από πολύ ψηλή πέτρα ρίχτηκε,συνειδητοποιωντας τα αμαρτήματα του ο Ασσαων αυτοκτόνησε.

.

.

34. Περὶ Κορύθου

(Ιστορεί ο Ελλάνικος στα Τρωικά και ο Κεφαλων ο Γεργιθεος)

[34.1]Απο την Οινωνη και τον Αλέξανδρο παιδί γεννήθηκε ο Κόρυθος,αυτός σύμμαχος όταν ήρθε στο Ίλιον ερωτεύθηκε την Ελένη.κι εκείνη αυτόν τον δέχτηκε με μεγάλη συμπάθεια,

στην εμφάνιση ήταν υπέροχος,

ανακαλύπτοντας αυτό ο πατέρας τον σκοτωσε.

[34.2] ωστόσο ο Νίκανδρος λέει πως ο Κόρυθος όχι από την Οινωνη, αλλά από την Ελένη και τον Αλέξανδρο γεννήθηκε,

λέγοντας σ'αυτους(τους στίχους)

 

ο τάφος είναι του Κορυθου που στον Άδη κατεβηκε

κι αφου σε γάμο αρπαγμενη εξαναγκάστηκε η Τυνδαριδα

υποφεροντας τον κακό συνέλαβε γόνο βοσκου

.

.

.

Παρθένιος ο Νικαευς

Περί Ερωτικών Παθημάτων

Περί Κλειτης,Αισσαονος,Κορυθου


28. Περὶ Κλείτης

(Ἱστορεῖ Εὐφορίων Ἀπολλοδώρῳ, τὰ ἑξῆς Ἀπολλώνιος Ἀργοναυτικῶν α΄)

[28.1] Διαφόρως δὲ ἱστορεῖται περὶ Κυζίκου τοῦ Αἰνέου· οἱ μὲν γὰρ αὐτὸν ἔφασαν ἁρμοσάμενον Λάρισαν τὴν Πιάσου, ᾗ ὁ πατὴρ ἐμίγη πρὸ γάμου, μαχόμενον ἀποθανεῖν· τινὲς δὲ προσφάτως γήμαντα Κλείτην συμβαλεῖν δι᾿ ἄγνοιαν τοῖς μετὰ Ἰάσονος ἐπὶ τῆς Ἀργοῦς πλέουσι, καὶ οὕτως πεσόντα πᾶσι μὲν [τοῖς] ἄλλοις ἀλγεινὸν πόθον ἐμβαλεῖν, ἐξόχως δὲ τῇ Κλείτῃ· ἰδοῦσα γὰρ αὐτὸν ἐρριμμένον, περιεχύθη καὶ πολλὰ κατωδύρατο, νύκτωρ δὲ λαθοῦσα τὰς θεραπαινίδας ἀπό τινος δένδρου ἀνήρτησεν [ἑαυτήν].

.

.

33. Περὶ Αἰσάονος

(Ἱστορεῖ Ξάνθος Λυδιακοῖς καὶ Νεάνθης β΄ καὶ Σιμμίας ὁ Ῥόδιος)

[33.1] Διαφόρως δὲ τοῖς πολλοῖς ἱστορεῖται καὶ τὰ Νιόβης. οὐ γὰρ Ταντάλου φασὶν αὐτὴν γενέσθαι, ἀλλ᾿ Ἀσσάονος μὲν θυγατέρα, Φιλόττου δὲ γυναῖκα· εἰς ἔριν δὲ ἀφικομένην Λητοῖ περὶ καλλιτεκνίας ὑποσχεῖν τίσιν τοιάνδε· τὸν μὲν Φίλοττον ἐν κυνηγίᾳ διαφθαρῆναι, τὸν δὲ Ἀσσάονα τῆς θυγατρὸς πόθῳ ἐχόμενον αὐτὴν αὑτῷ γήμασθαι· [33.2] μὴ ἐνδιδούσης δὲ τῆς Νιόβης, τοὺς παῖδας αὐτῆς εἰς εὐωχίαν καλέσαντα καταπρῆσαι. καὶ τὴν μὲν διὰ ταύτην τὴν συμφορὰν ἀπὸ πέτρας ὑψηλοτάτης αὑτὴν ῥῖψαι, ἔννοιαν δὲ λαβόντα τῶν σφετέρων ἁμαρτημάτων διαχρήσασθαι τὸν Ἀσσάονα ἑαυτόν.

.

.

34. Περὶ Κορύθου

(Ἱστορεῖ Ἑλλάνικος Τρωϊκῶν * * καὶ Κεφάλων ὁ Γεργίθιος)

[34.1] Ἐκ δὲ Οἰνώνης καὶ Ἀλεξάνδρου παῖς ἐγένετο Κόρυθος. οὗτος ἐπίκουρος ἀφικόμενος εἰς Ἴλιον Ἑλένης ἠράσθη, καὶ αὐτὸν ἐκείνη μάλα φιλοφρόνως ὑπεδέχετο· ἦν δὲ τὴν ἰδέαν κράτιστος· φωράσας δὲ αὐτὸν ὁ πατὴρ ἀνεῖλεν. [34.2] Νίκανδρος μέντοι τὸν Κόρυθον οὐκ Οἰνώνης, ἀλλὰ Ἑλένης καὶ Ἀλεξάνδρου φησὶν γενέσθαι, λέγων ἐν τούτοις·


ἠρία τ᾿ εἰν Ἀίδαο κατοιχομένου Κορύθοιο,

ὅντε καὶ ἁρπακτοῖσιν ὑποδμηθεῖσ᾿ ὑμεναίοις

Τυνδαρίς, αἴν᾿ ἀχέουσα, κακὸν γόνον ἤρατο βούτεω.

.

.

.

 


Εξαιφνης εις ελληνικήν θαλασσαν-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


εξαιφνης εις ελληνικήν θάλασσαν εν απολυτη συμμετρία 

κοχυλων οκταποδιων αηραιωρισθεντων λευκών γλάρων

πλήρως επεκράτησαν  ετεροηχες οι προελληνικες λέξεις μας

αμφιαλος θιν’ ενί φυκιόεντι» (Ψ 693),μαρμαιρουσα θαλασσα

και εθαυμασαν λίαν το υπερουσιον τούτον θαύμαν οι άνθρωποι.

.

.

.


Πλούταρχος,Βίοι Παράλληλοι,Νικίας

-Τα Έργα του Ευριπίδη κατά την Σικελική Πανωλεθρία των Αθηναίων (29)

-Ο κουρέας του Πειραιά ,αναγγελει τη συμφορά,και η εξάρθρωση του στον τροχό

(30)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


[29]

[29.1]

απ'τους Αθηναίους οι πιο πολλοί χάθηκαν μέσα στα λατομεία απ'αρρωστεια

και ασιτεία,κάθε μέρα δύο ποτήρια παίρνοντας κριθάρι κι ένα νερό,ούτε ήταν

λίγοι αυτοί που πουλήθηκαν αφού κλάπηκαν η' και σαν δουλοι διέφυγαν κι 

αυτούς σαν δουλους πουλούσαν,στιγματίζοντας στο μέτωπο με άλογο,αλλά 

ήταν κάποιοι κι αυτό με τη δουλεια υπέμειναν.[29.2]κι αυτούς τους βοηθούσε 

και η μετριοφροσύνη κι η κοσμιότητα.γιατι η' ελευθερώνονταν γρήγορα 

η' με τιμή παρέμειναν σ'αυτους που τους είχαν αποκτήσει,μερικοί και λόγω 

του Ευριπίδη σώθηκαν.μαλιστα,όπως φαίνεται,απ'τους εκτός Έλληνες πόθησαν την μούσα του αυτοί της Σικελίας.κι απ'αυτους που έρχονταν μικρά κάθε φορά

δείγματα και προσγευματα φέρνοντας μαθαίνοντας μ'ευχαριστηση μετέδιδαν

ο ένας στους άλλους.[29.3]τότε λοιπόν λένε οι σωθεντες όταν γύρισαν στη πατρίδα συχνά αγκαλιαζαν τον Ευριπίδη πολύ φιλικά,και διηγούνταν γι'αλλους,

ότι όντας δουλοι αφέθηκαν ελεύθεροι δίδαξαντες όσα απ'τα ποιήματα εκείνου θυμόντουσαν,γι'αλλους,ότι περιπλανώμενοι μετά τη μάχη τροφή και νερό έλαβαν τα μελη τραγουδώντας.[29.4]ούτε πρέπει βέβαια να μας κάνει εντύπωση ότι 

για τους Καυνιους λένε πως όποιο  πλοίο  προσέφευγε στα λιμάνια τους

από πειρατές καταδιωκόμενο στην αρχή δεν το δέχονταν,αλλά το εμπόδιζαν,

έπειτα όταν τους ρωτούσαν αν γνωριζουν ασματα του Ευριπίδη,κι έλεγαν ναι,

τότε τους άφηναν να περάσουν και να προσαραξουν το πλοίο.


[30]

[30.1] για τους Αθηναίους λένε η συμφορά εξ αιτίας αυτού που την ανηγγειλε δεν έγινε πιστευτή.γιατι κάποιος ξένος,αφού αποβιβάστηκε στον Πειραιά και κάθισε σε κουρείο,ως να γνώριζαν ήδη οι Αθηναίοι μίλησε για τα γεγονότα,ο κουρέας όταν άκουσε,πριν άλλοι να μάθουν,έτρεξε κατευθείαν στην Αθήνα,και συναντώντας τους άρχοντες αμέσως στην αγορά μίλησε,κι έκπληξη και ταραχή,ως ήταν αναμενόμενο,προκαλεσθηκε,οι άρχοντες συνέλευση των πολιτών συγκαλωντας παρουσιασαν τον άνθρωπο,όμως καθώς ρωτήθηκε δεν έπεισε ότι  κανένα σαφές δεν είχε να πει,νομιστηκε για μυθοποιος ότι είναι και ταράζει την πόλη,στον τροχό αφού δέθηκε εξαρθρώθηκε πολύ ώρα,έως έφτασαν αυτοί που όλο το κακό,οπως είχε,ανηγγειλαν,έτσι μετά δυσκολίας ο Νικίας έγινε πιστευτός σ'αυτα που έπαθε τα οποία πολλές φορές σ'αυτους προειπε

.

.

29]

[29.1] τῶν δ' Ἀθηναίων οἱ μὲν πλεῖστοι διεφθάρησαν ἐν ταῖς λατομίαις ὑπὸ νόσου καὶ διαίτης πονηρᾶς, εἰς ἡμέραν ἑκάστην κοτύλας δύο κριθῶν λαμβάνοντες καὶ μίαν ὕδατος, οὐκ ὀλίγοι δ' ἐπράθησαν διακλαπέντες ἢ καὶ διαλαθόντες ὡς οἰκέται. καὶ τούτους ὡς οἰκέτας ἐπώλουν, στίζοντες ἵππον εἰς τὸ μέτωπον· ἀλλ' ἦσαν οἱ καὶ τοῦτο πρὸς τῷ δουλεύειν ὑπομένοντες. [29.2] ἐβοήθει δὲ καὶ τούτοις ἥ τ' αἰδὼς καὶ τὸ κόσμιον· ἢ γὰρ ἠλευθεροῦντο ταχέως ἢ τιμώμενοι παρέμενον τοῖς κεκτημένοις. ἔνιοι δὲ καὶ δι' Εὐριπίδην ἐσώθησαν. μάλιστα γάρ, ὡς ἔοικε, τῶν ἐκτὸς Ἑλλήνων ἐπόθησαν αὐτοῦ τὴν μοῦσαν οἱ περὶ Σικελίαν· καὶ μικρὰ τῶν ἀφικνουμένων ἑκάστοτε δείγματα καὶ γεύματα κομιζόντων ἐκμανθάνοντες ἀγαπητῶς μετεδίδοσαν ἀλλήλοις. [29.3] τότε γοῦν φασι τῶν σωθέντων οἴκαδε συχνοὺς ἀσπάσασθαι τὸν Εὐριπίδην φιλοφρόνως, καὶ διηγεῖσθαι τοὺς μέν, ὅτι δουλεύοντες ἀφείθησαν ἐκδιδάξαντες ὅσα τῶν ἐκείνου ποιημάτων ἐμέμνηντο, τοὺς δ', ὅτι πλανώμενοι μετὰ τὴν μάχην τροφῆς καὶ ὕδατος μετέλαβον τῶν μελῶν ᾄσαντες. οὐ δεῖ δὴ θαυμάζειν ὅτι τοὺς Καυνίους φασὶ πλοίου προσφερομένου τοῖς λιμέσιν ὑπὸ λῃστρίδων διωκομένου μὴ δέχεσθαι τὸ πρῶτον, ἀλλ' ἀπείργειν, εἶτα μέντοι διαπυνθανομένους εἰ γινώσκουσιν ᾄσματα τῶν Εὐριπίδου, φησάντων ἐκείνων, οὕτω παρεῖναι καὶ καταγαγεῖν τὸ πλοῖον.


[30]

[30.1] Ἀθηναίοις δέ φασι τὴν συμφορὰν οὐχ ἥκιστα διὰ τὸν ἄγγελον ἄπιστον γενέσθαι. ξένος γάρ τις, ὡς ἔοικεν, ἀποβὰς εἰς Πειραιᾶ καὶ καθίσας ἐπὶ κουρεῖον, ὡς ἐγνωκότων ἤδη τῶν Ἀθηναίων λόγους ἐποιεῖτο περὶ τῶν γεγονότων. ὁ δὲ κουρεὺς ἀκούσας, πρὶν ἄλλους πυνθάνεσθαι, δρόμῳ συντείνας εἰς τὸ ἄστυ καὶ προσβαλὼν τοῖς ἄρχουσιν εὐθὺς κατ' ἀγορὰν ἐνέβαλε τὸν λόγον. ἐκπλήξεως δὲ καὶ ταραχῆς, [30.2] ὡς εἰκός, γενομένης, οἱ μὲν ἄρχοντες ἐκκλησίαν συναγαγόντες εἰσήγαγον τὸν ἄνθρωπον· ὡς δ' ἐρωτώμενος παρ' οὗ πύθοιτο σαφὲς οὐδὲν εἶχε φράζειν, δόξας λογοποιὸς εἶναι καὶ ταράττειν τὴν πόλιν, εἰς τὸν τροχὸν καταδεθεὶς ἐστρεβλοῦτο πολὺν χρόνον, ἕως ἐπῆλθον οἱ τὸ πᾶν κακόν, ὡς εἶχεν, ἀπαγγέλλοντες. οὕτω μόλις ὁ Νικίας ἐπιστεύθη παθὼν ἃ πολλάκις αὐτοῖς προεῖπεν.

.

.

.



Ραπουνζέλ

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

Rapunzel

Ein Märchen der Brüder Grimm

Rapunzel

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ήταν μια φορά ένας άντρας και μια γυναίκα κι ήθελαν πάρα πολύ ν'αποκτησουν ένα παιδί,τελικά η γυναίκα είχε ελπίδα πως ο καλός θεός θα εκπλήρωνε την επιθυμία τους.

Αυτοί οι άνθρωποι στο πίσω μέρος του σπιτιού τους είχαν ένα

παραθυράκι απ'οπου μπορούσε κάποιος ένα θαυμάσιο κήπο να δει,που ήταν φυτεμένος με τα πιο ωραία λουλούδια και φυτά, από έναν ψηλό τοίχο ήταν περιτριγυρισμενος,και κανένας δεν τολμούσε μέσα να μπει,γιατί σε μια μάγισσα ανηκε,που'χε μεγάλη δύναμη κι όλος ο κόσμος την φοβόνταν.

Μια μέρα η γυναίκα κάθονταν σ'αυτο το παράθυρο και κοίταξε κάτω στον κήπο,εκεί είδε μια βραγιά ,που ήταν τα πιο ωραία ραπουνζέλ φυτρωμενα,κι όπως τα'δε τόσο φρεσκα και πράσινα,

ένιωσε μεγάλη επιθυμια και λαχτάρα,από τα ραπουνζέλ να φάει.

Και κάθε μέρα η επιθυμία μεγάλωνε,μέχρι που δεν μπορούσε ν'αντισταθει,τόσο πολύ την κυριάρχησε,που χλωμιασε κι υποφερε.

Τότε τρόμαξε ο άντρας και ρώτησε.Τι σου συμβαίνει,αγαπημένη μου γυναίκα;.

-Αχ,αυτή απάντησε,αν  ραπουνζέλ απ'τον κήπο κάτω απ'το σπίτι μας δεν φάω,τότε θα 

πεθάνω.

Ο άντρας,που της είχε αγάπη,σκέφτηκε.Θ'αφησεις τη γυναίκα σου να πεθάνει,φερ'της

ραπουνζέλ,όσο και να κοστίσει,αφού αυτό θέλει.

Και βραδυαζοντας πήδηξε πάνω απ'τον τοίχο στον κήπο της μάγισσας,και μαζεψε βιαστικά μια

χεριά ραπουνζέλ και τα'φερε στην γυναίκα του .

Αυτή τα'κανε αμέσως σαλάτα και τα'φαγε με μεγάλη λαιμαργια.

Όμως ήταν τόσο καλά,τόσο γευστικά,που την άλλη μέρα ακομα τρις φορές μεγαλύτερη λαχταρα ένιωσε.Για να ηρεμήσει,έπρεπε ο άντρας ακόμα μια φορά στον 

κήπο να πηδήσει.

Τότε πάλι βραδυαζοντας το'κανε,όταν ομως απ'τον τοίχο κατέβηκε,τρόμαξε πάρα πολύ,αφού είδε τη μάγισσα να στέκεται μπροστά του.

Πως το  τόλμησες,του'πε με θυμωμένο βλέμμα,στον κήπο μου να πηδήξεις κι όπως κλέφτης τα ραπουνζέλ μου να κλέψεις;.Πρέπει σκληρά να σε τιμωρήσω.

Αχ,αυτός απάντησε,ζητώ έλεος,

μονάχα από ανάγκη τ'αποφασισα,

η γυναίκα μου τα ραπουνζέλ σας απ'το παράθυρο είδε κι ένιωσε τόση μεγάλη επιθυμια,που θα πέθαινε,αν απ'αυτα δεν έτρωγε.

Τότε η μάγισσα υποχώρησε στο θυμο της κι του'πε.Ας είναι έτσι,όπως το λες,θα σου επιτρέψω ραπουνζέλ να μαζέψεις,όσο πολλά θέλεις,μόνο με τον όρο.Πρεπει να μου δώσεις το παιδί που η γυναίκα σου θα φέρει στον κόσμο.κι εγώ σαν μάνα θα το φροντίσω.

Ο άντρας απ'την ταραχή του συμφώνησε,κι όταν η γυναίκα στην εβδομάδα της ήρθε,εμφανίστηκε η μάγισσα,έδωσε στο παιδί τ'ονομα Ραπουνζέλ και το πήρε μαζί της μακριά.

Η Ραπουνζέλ έγινε το πιο όμορφο παιδί κάτω απ'τον ήλιο.Κι όταν δώδεκα χρονών εγινε,το έκλεισε η μάγισσα σ'ενα πύργο που μέσα στο δάσος βρίσκονταν κι ούτε σκάλα ούτε πόρτα είχε,μονάχα ψηλά ένα παραθυράκι.

Όταν η μάγισσα ήθελε μέσα να μπει,στεκονταν κάτω και φώναζε.


Ραπουνζέλ Ραπουνζέλ

άσε για μενα τα μαλλιά σου κατω


Η Ραπουνζέλ είχε μακριά λαμπερά μαλλιά,όμορφα όπως 

πλεξούδες χρυσάφι.

Όταν λοιπόν άκουγε τη φωνή της μάγισσας,έλυνε τις πλεξούδες της,τις τύλιγε ψηλά

στο παντζουρι του παραθύρου,και κατόπιν άφηνε τα μαλλιά είκοσι πήχες να πέσουν κάτω,,κι η μάγισσα,μ'αυτα ανέβαινε πάνω.

Μετά από μερικά χρόνια ,ο γιος του βασιλια πέρασε με τ'αλογο 

μέσα απ'το δάσος και μπροστά απ'τον πύργο έφτασε.

Τότε άκουσε ένα τραγούδι,τόσο όμορφο ήταν,που στάθηκε κι αφουγκραστηκε Ήταν η Ραπουνζέλ,που στην μοναξιά της την ώρα περνούσε,τραγουδώντας με τη γλυκειά της φωνή.

Το βασιλόπουλο ήθελε σ,'αυτη πάνω ν'ανεβει κι έψαχνε για μια πόρτα στον πύργο,όμως καμια δεν βρήκε.

Γύρισε με τ'αλογο σπίτι,όμως το τραγούδι του'χε τόσο πολύ αναστατώσει τη καρδιά,που κάθε μέρα στο δάσος πήγαινε κι άκουγε.

Όταν κάποια φορά πίσω απο'να δέντρο στέκονταν,είδε,να'ρχεται   

μια μάγισσα,και άκουσε,πως προς τα πάνω φώναξε.


Ραπουνζέλ Ραπουνζέλ

άσε για μενα τα μαλλιά σου κατω.


Τότε άφησε η Ραπουνζέλ οι πλεξούδες της κάτω να πέσουν κι η μάγισσα ανέβηκε πάνω.

Αυτη'ναι η σκάλα,σκέφτηκε,έτσι κάποιος πάνω ανεβαίνει,έτσι κι εγώ θα δοκιμάσω την ευτυχία μου να'βρω.

Και την επόμενη μέρα,όταν άρχισε να βραδυαζει,πήγε στον πύργο και φώναξε.


Ραπουνζέλ Ραπουνζέλ

άσε για μένα  τα μαλλιά σου κατω


Σε λίγο επέσαν κάτω τα μαλλιά,και το βασιλόπουλο ανέβηκε πάνω.

Στην αρχή τρόμαξε η Ραπουνζέλ 

πάρα πολύ,όταν ένας άντρας εμφανίστηκε σ'αυτη,που πριν ποτέ τα μάτια της έναν δεν είχαν δει,όμως το βασιλόπουλο άρχισε πολύ φιλικά να της μιλάει,και της διηγήθηκε,πως απ'το τραγούδι της τόσο πολύ η καρδιά του αναστατώθηκε,που καμία ησυχία δεν είχε κι έπρεπε οπωσδήποτε την ίδια να δει.

Τότε χάθηκε ο φόρος της Ραπουνζέλ κι όταν την ρώτησε,αν για άντρα της θέλει να πάρει,κι είδε,πως νέος κι όμορφος ήταν,σκέφτηκε.

Αυτός πιο πολύ εμένα απ'την γριά κυρα-Γκοθελ θα μ'αγαπαει.

κι είπε ναι,κι έβαλε το χέρι της μέσα στο χέρι του.

Κι είπε,πολύ ευχαριστως με σένα θέλω να φυγω,όμως δεν ξέρω,πως μπορώ κάτω να κατέβω.Οταν έρχεσαι,κάθε φορά μια τούφα μεταξι να φέρνεις,για μια σκάλα να πλέκω,κι όταν έτοιμη είναι,τότε θα κατέβω κάτω και πάνω στ'αλογο σου με παίρνεις.

Συμφώνησαν,όλα τα βράδια σ'αυτη να πηγαίνει,γιατί τη μέρα η γριά πήγαινε.

Η μάγισσα δεν κατάλαβε τίποτα,μέχρι που κάποια φορά η Ραπουνζέλ άρχισε και της είπε.

Πέστε μου,κυρα-Γκοθελ,πως γίνεται,εσύ τόσο δύσκολα πάνω ν'ανεβαινεις απ'οτι το νεαρό βασιλόπουλο,που σε μια στιγμή 

κοντά μου είναι.

-Αχ αθεοφοβο παιδί, φωναξε η μάγισσα,τι θ'ακουσω από σένα,

απ'ολο τον κόσμο σ'ειχα ξεχωρίσει .κι εσύ με'χεις προδώσει.

Και πάνω στο θυμό άρπαξε τ'ομορφα μαλλιά της Ραπουνζέλ 

τα γύρισε μερικές φορές στ'αριστερο της χέρι και παίρνοντας ένα ψαλίδι χρατς χρατς τα'κοιψε κι οι όμορφες πλεξούδες επεσαν πάνω στο πατωμα.

Κι ήταν τόσο ασπλαχνη,που την φτωχια Ραπουνζέλ σε μια ερημιά έφερε,όπου μέσα σε μεγάλα βάσανα και δυστυχία έπρεπε να ζήσει.

Αλλά την ίδια μέρα,που αυτή έδιωξε την Ραπουνζέλ,το βράδυ έδεσε η μάγισσα τις κομμένες πλεξούδες ψηλά απ'το παντζούρι γερά κι όταν το βασιλόπουλο ήρθε και φώναξε.


Ραπουνζέλ Ραπουνζέλ

άσε για μενα τα μαλλιά σου κατω


άφησε τα μαλλιά να πέσουν κάτω.

Το βασιλόπουλο ανέβηκε,αλλά πάνω δεν βρήκε την αγαπημένη του Ραπουνζέλ αλλά την μάγισσα,που μ'ενα κακό και φαρμακερό βλέμμα τον κοιτούσε.

Αχα,φώναξε αυτή σαρκαστικά,θέλεις την αγαπημένη σου γυναίκα να πάρεις,όμως τ'ομορφο πουλι δεν βρίσκεται πια στο κλουβί,και πια δεν τραγουδάει,η γάτα τ'αρπαξε που και σένα τα μάτια θα γρατσουνισει.Για σένα η Ραπουνζέλ χαθηκε και ποτέ πια δεν θα την ξαναδείς.

Το βασιλόπουλο παραφρόνησε απ'την στεναχώρια και στην απελπισία του πήδηξε απ'τον πύργο κατω,δεν έχασε τη ζωή του,όμως τ'αγκαθια,πάνω στα οποία έπεσε,του τσιμπισαν τα μάτια.

Τότε τριγυρνούσε τυφλός μέσα στο δάσος,και δεν έτρωγε τίποτα παρά ρίζες και μούρα,και δεν έκανε τίποτα  παρά να οδύρεται και να κλαίει για τον

χαμό της αγαπημένης του γυναίκας.

Έτσι περιπλανήθηκε μερικά χρόνια μέσα στη δυστυχία  κι έφτασε στην ερημιά,όπου η Ραπουνζέλ με τα διδυμα,τα οποία είχε γεννήσει,ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι,άθλια ζούσε.

Άκουσε μια φωνή,και του φάνηκε τόσο γνωστή,πήγε προς τα'κει κι όταν κοντά ήρθε,τον αναγνώρισε η Ραπουνζέλ και τον αγκάλιασε απ'τον λαιμό κι έκλαιψε.Ομως δυο απ'τα δάκρυα της εβρεξαν τα μάτια του,κι έτσι

μπόρεσε να δει όπως πριν.

Την πήρε στο βασιλειο,όπου με χαρά τον υποδέχτηκαν,κι έζησαν αυτοί για πολύ ευτυχισμένα και χαρούμενα.

.

.

Rapunzel

Ein Märchen der Brüder Grimm

Rapunzel

Es war einmal ein Mann und eine Frau, die wünschten sich schon lange vergeblich ein Kind, endlich machte sich die Frau Hoffnung, der liebe Gott werde ihren Wunsch erfüllen. Die Leute hatten in ihrem Hinterhaus ein kleines Fenster, daraus konnte man in einen prächtigen Garten sehen, der voll der schönsten Blumen und Kräuter stand; er war aber von einer hohen Mauer umgeben, und niemand wagte hineinzugehen, weil er einer Zauberin gehörte, die große Macht hatte und von aller Welt gefürchtet ward. Eines Tages stand die Frau an diesem Fenster und sah in den Garten hinab, da erblickte sie ein Beet, das mit den schönsten Rapunzeln bepflanzt war; und sie sahen so frisch und grün aus, dass sie lüstern ward und das größte Verlangen empfand, von den Rapunzeln zu essen. Das Verlangen nahm jeden Tag zu, und da sie wusste, dass sie keine davon bekommen konnte, so fiel sie ganz ab, sah blass und elend aus. Da erschrak der Mann und fragte: "Was fehlt dir, liebe Frau?" - "Ach," antwortete sie, "wenn ich keine Rapunzeln aus dem Garten hinter unserm Hause zu essen kriege, so sterbe ich." Der Mann, der sie lieb hatte, dachte: "Eh du deine Frau sterben läßest, holst du ihr von den Rapunzeln, es mag kosten, was es will." In der Abenddämmerung stieg er also über die Mauer in den Garten der Zauberin, stach in aller Eile eine Handvoll Rapunzeln und brachte sie seiner Frau. Sie machte sich sogleich Salat daraus und aß sie in voller Begierde auf. Sie hatten ihr aber so gut, so gut geschmeckt, dass sie den andern Tag noch dreimal soviel Lust bekam. Sollte sie Ruhe haben, so musste der Mann noch einmal in den Garten steigen. Er machte sich also in der Abenddämmerung wieder hinab, als er aber die Mauer herabgeklettert war, erschrak er gewaltig, denn er sah die Zauberin vor sich stehen. "Wie kannst du es wagen," sprach sie mit zornigem Blick, "in meinen Garten zu steigen und wie ein Dieb mir meine Rapunzeln zu stehlen? Das soll dir schlecht bekommen." - "Ach," antwortete er, "lasst Gnade für Recht ergehen, ich habe mich nur aus Not dazu entschlossen: meine Frau hat Eure Rapunzeln aus dem Fenster erblickt, und empfindet ein so großes Gelüsten, dass sie sterben würde, wenn sie nicht davon zu essen bekäme." Da ließ die Zauberin in ihrem Zorne nach und sprach zu ihm: "Verhält es sich so, wie du sagst, so will ich dir gestatten, Rapunzeln mitzunehmen, soviel du willst, allein ich mache eine Bedingung: Du musst mir das Kind geben, das deine Frau zur Welt bringen wird. Es soll ihm gut gehen, und ich will für es sorgen wie eine Mutter." Der Mann sagte in der Angst alles zu, und als die Frau in Wochen kam, so erschien sogleich die Zauberin, gab dem Kinde den Namen Rapunzel und nahm es mit sich fort.


Rapunzel ward das schönste Kind unter der Sonne. Als es zwölf Jahre alt war, schloss es die Zauberin in einen Turm, der in einem Walde lag, und weder Treppe noch Türe hatte, nur ganz oben war ein kleines Fensterchen. Wenn die Zauberin hinein wollte, so stellte sie sich hin und rief:

"Rapunzel, Rapunzel,

Laß mir dein Haar herunter."

Rapunzel hatte lange prächtige Haare, fein wie gesponnen Gold. Wenn sie nun die Stimme der Zauberin vernahm, so band sie ihre Zöpfe los, wickelte sie oben um einen Fensterhaken, und dann fielen die Haare zwanzig Ellen tief herunter, und die Zauberin, stieg daran hinauf.


Nach ein paar Jahren trug es sich zu, dass der Sohn des Königs durch den Wald ritt und an dem Turm vorüberkam. Da hörte er einen Gesang, der war so lieblich, dass er still hielt und horchte. Das war Rapunzel, die in ihrer Einsamkeit sich die Zeit vertrieb, ihre süße Stimme erschallen zu lassen. Der Königssohn wollte zu ihr hinaufsteigen und suchte nach einer Türe des Turms, aber es war keine zu finden. Er ritt heim, doch der Gesang hatte ihm so sehr das Herz gerührt, dass er jeden Tag hinaus in den Wald ging und zuhörte. Als er einmal so hinter einem Baum stand, sah er, dass eine Zauberin herankam, und hörte, wie sie hinaufrief:

"Rapunzel, Rapunzel,

Laß dein Haar herunter."

Da ließ Rapunzel die Haarflechten herab, und die Zauberin stieg zu ihr hinauf. "Ist das die Leiter, auf welcher man hinaufkommt, so will ich auch einmal mein Glück versuchen." Und den folgenden Tag, als es anfing dunkel zu werden, ging er zu dem Turme und rief:

"Rapunzel, Rapunzel,

Laß dein Haar herunter."

Alsbald fielen die Haare herab, und der Königssohn stieg hinauf.


Anfangs erschrak Rapunzel gewaltig, als ein Mann zu ihr hereinkam, wie ihre Augen noch nie einen erblickt hatten, doch der Königssohn fing an ganz freundlich mit ihr zu reden und erzählte ihr, dass von ihrem Gesang sein Herz so sehr sei bewegt worden, dass es ihm keine Ruhe gelassen und er sie selbst habe sehen müssen. Da verlor Rapunzel ihre Angst, und als er sie fragte, ob sie ihn zum Mann nehmen wollte, und sie sah, dass er jung und schön war, so dachte sie: "Der wird mich lieber haben als die alte Frau Gothel," und sagte ja, und legte ihre Hand in seine Hand. Sie sprach: "Ich will gerne mit dir gehen, aber ich weiß nicht, wie ich herabkommen kann. Wenn du kommst, so bringe jedesmal einen Strang Seide mit, daraus will ich eine Leiter flechten, und wenn die fertig ist, so steige ich herunter und du nimmst mich auf dein Pferd." Sie verabredeten, dass er bis dahin alle Abend zu ihr kommen sollte, denn bei Tag kam die Alte. Die Zauberin merkte auch nichts davon, bis einmal Rapunzel anfing und zu ihr sagte: "Sag Sie mir doch, Frau Gothel, wie kommt es nur, sie wird mir viel schwerer heraufzuziehen als der junge Königssohn, der ist in einem Augenblick bei mir." - "Ach du gottloses Kind," rief die Zauberin, "was muss ich von dir hören, ich dachte, ich hätte dich von aller Welt geschieden, und du hast mich doch betrogen!" In ihrem Zorne packte sie die schönen Haare der Rapunzel, schlug sie ein paarmal um ihre linke Hand, griff eine Schere mit der rechten, und ritsch, ratsch waren sie abgeschnitten, und die schönen Flechten lagen auf der Erde. Und sie war so unbarmherzig, dass sie die arme Rapunzel in eine Wüstenei brachte, wo sie in großem Jammer und Elend leben musste.


Denselben Tag aber, wo sie Rapunzel verstoßen hatte, machte abends die Zauberin die abgeschnittenen Flechten oben am Fensterhaken fest, und als der Königssohn kam und rief:

"Rapunzel, Rapunzel,

Laß dein Haar herunter."

so ließ sie die Haare hinab. Der Königssohn stieg hinauf, aber er fand oben nicht seine liebste Rapunzel, sondern die Zauberin, die ihn mit bösen und giftigen Blicken ansah. "Aha," rief sie höhnisch, "du willst die Frau Liebste holen, aber der schöne Vogel sitzt nicht mehr im Nest und singt nicht mehr, die Katze hat ihn geholt und wird dir auch noch die Augen auskratzen. Für dich ist Rapunzel verloren, du wirst sie nie wieder erblicken." Der Königssohn geriet außer sich vor Schmerzen, und in der Verzweiflung sprang er den Turm herab: das Leben brachte er davon, aber die Dornen, in die er fiel, zerstachen ihm die Augen. Da irrte er blind im Walde umher, aß nichts als Wurzeln und Beeren, und tat nichts als jammern und weinen über den Verlust seiner liebsten Frau. So wanderte er einige Jahre im Elend umher und geriet endlich in die Wüstenei, wo Rapunzel mit den Zwillingen, die sie geboren hatte, einem Knaben und Mädchen, kümmerlich lebte. Er vernahm eine Stimme, und sie deuchte ihn so bekannt; da ging er darauf zu, und wie er herankam, erkannte ihn Rapunzel und fiel ihm um den Hals und weinte. Zwei von ihren Tränen aber benetzten seine Augen, da wurden sie wieder klar, und er konnte damit sehen wie sonst. Er führte sie in sein Reich, wo er mit Freude empfangen ward, und sie lebten noch lange glücklich und vergnügt.

.

.

.

 


THE CITIES (ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ)

THE CITY OF KILLERS

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


σ'αυτη τη πόλη τα γεγονότα που διαδραματίζονται δέκα χρόνια τώρα είναι 

τραγικά και μυστήρια,μια αδιάλειπτη σειρά ανεξιχνίαστων φόνων,τα θύματα 

είναι άντρες ακριβώς στην ηλικία των 45 ετών,εργένηδες,ο δολοφόνος,

η' οι δολοφόνοι,δεν κάνουν διακρίσεις,όλοι οι 45αρηδες ανεξάρτητου

κοινωνικής τάξης ειναι υποψήφιοι,οι διωκτικές αρχές με την συμμετοχή 

ικανών ντετέκτιβς,παρά τις επίμονεςέρευνες,δεν έχουν ανακαλύψει το παραμικρό,όλοι οι φόνοι στο σκοτάδι,μόνο εικασίες και υποθέσεις διατυπώνονται,οι οποίες δεν επαληθεύονται,για το προφίλ του δολοφόνου,

αναλύσεις ψυχιατρικές,για τα πιθανά σενάρια που μεταχειρίζεται,εξαντλώντας

όλους τους συνδιασμούς δράσεων του,πχ οι ημερομηνιες,αν ακολουθούν κάποια αριθμητική ακολουθία,7,14,21,...,ο αριθμός του κτηρίου,του οροφου του διαμερισματος,ο αριθμός των γραμμάτων του δρομου,οι περιοχές,αν είναι κορυφές τετραγώνου,κανονικού πενταγώνου,...,σταθερός είναι ο τρόπος εκτελεσης,τρεις σφαιρες στο κεφάλι από περιστροφο,έχουν συσταθεί ενώσεις

για την προστασία των 45αρηδων,παρακολούθηση τους επί 24ωρου βάσης με 

κάμερες,ώστε να καταγράφεται οποιοσδήποτε τους πλησιάζει,αυτό έφερε

αποτέλεσμα,κανένα από τα άτομα που παρακολουθείται δεν δολοφονήθηκε,

παρ'ολ'αυτα οι φόνοι δεν σταμάτησαν,γιατί υπήρξαν,και υπάρχουν,παρά πολλοι

οι οποίοι δεν δέχτηκαν την παρακολούθηση,επικαλούμενοι προσωπικά δεδομένα,από μαρτυρίες συγγενών και γνωστών των θυμάτων αυτά τα άτομα από ένα χρονικό σημείο παρουσίασαν αλλόκοτη συμπεριφορά,κλείστηκαν στους

εαυτούς τους,παραμέλησαν τη δουλειά τους,είχαν σοβαρά ψυχοσωματικά

προβλήματα,σαν κάτι να τους βάρυνε και να μην μπορούσαν να το αντιμετωπισουν,σαν να ένιωθαν ένοχοι για κάτι,και επιζητούσαν την τιμωρία,

τον φόνο τους γι'αυτό,ως λύτρωση,

σήμερα,14 Αυγούστου 2021, στις 11 τη νύχτα,οδός...,όροφος,...,δολοφονήθηκε 

ο 45χρονος ...,δικηγόρος,στο γραφειο του,πυροβολήθηκε με τρεις σφαίρες στο κεφαλ,το θύμα ανακάλυψε η φίλη του...,27 χρόνων,γλυπτρια,

.

.

.


ΕΙΜΑΙ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΟΥ ΛΑΙΚΟΥ ΚΟΜΙΣΑΡΙΑΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ,

NKVD,1936-1938

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


είμαι στην υπηρεσία του Λαϊκου Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων,

της NKBD,υπό την υψηλήν πανοπτικην επίβλεψην του συντρόφου Νικολάι 

Γιεζοφ,

1937,διαταραχή ύπνου,μια λίστα από στελέχη του κομμουνιστικού κόμματος,

προς εκκαθάριση,οι υπογραφές,Στάλιν,Μολότωφ,Καγκανοβιτς,Βοροσιλοφ,

Μικογιαν ,Τσουμπλαρ,

Οι αντεπαναστάτες,οι κουλακοι μιλάνε,αυτό είναι το θράσος τους, για Μεγάλη Εκκαθάριση,Μεγάλο Τρομο,Δικες της Μοσχας,

Γεμίσαμε στην ΕΣΣΔ σαμποτέρς,αντιφρονούντες,προδότες,πράκτορες του

καπιταλισμού,του ιμπεριαλισμού,του φασισμού,η Μεγάλη Σοσιαλιστική 

Επανάσταση σε κινδυνο

Ζήτω το Πολιτμπιρο!

Κάτω ο Λέων  Τρότσκι ο Νικολάι Μπουχαριν!

Ζήτω ο Ιωσήφ Στάλιν!

μεσανυχτα,συνεχίζω να κάνω αλλαγές στα έγγραφα,ναι,δεν το κρύβω παραχάραξεις,

έτσι θ'αναγκαστεί να ομολογήσει,αλλιώς,ρητή εντολή,δεν υπάρχει καμία 

εγγύηση για τα άτομα της οικογενειας του,ο κύβος ερρίφθη.

σαν αύριο το 34 δολοφονηθηκε ο μπολσεβίκος Σεργκέι Κίροφ επιμεφαλής 

του κόμματος στο Λένινγκραντ.τρομοκρατης,κατάσκοπος,προδοτης

Κάτω οι Πέμπτες φάλαγγες!

Ζήτω οι Τροικες της NKVD!

Ζήτω οι  Δικες της Μοσχας!

1.Αυγουστος,1936,κατά των αντιεπαναστατων:Λέων Τρότσκι,Γκριγκόρι Ζινόβιεφ,

Λεβ Κάμενεφ και άλλων 16,ομολογία και εκτέλεση.

2.Ιανουριος,1937,κατά των προδοτών,σαμποτέρς,Καρλ Ραντεκ,Γκεόργκι 

Πυατακοφ,Γκριγκόρι Σοκολνικοφ,και 17 αθλιων  συνοδοιπόρων τους,ομολογία,

13 εκτελέσθηκαν,οι υπόλοιποι την άγουσα  στα γκουλανγκ

3.Ιουνιος,1937,κατά επίορκων αξιωματικών του κόκκινου Στρατού,του Μιχαήλ

Τουχατσεβσι

φοβάμαι,νιώθω τη γη να τρέμει κάτω από τα πόδια μου,τις νύχτες έχω εφιάλτες,

φοβάμαι πως θα'χω σύντομα την ίδια τύχη με τους Γιακόβ Αγκρανωφ,Γκενριχ

Γιαγκοντα,Στανισλαβ Ρεντενς,αξιωματούχους της NKVD, τους συνελαβαν και

τους εκτέλεσαν.

4.Μαρτιος,1938,κατά του Νικολάι Μπουχαριν,της Τρίτης Κομμουνιστικής Διεθνούς,ιδεολόγου του Μαρξισμού,Αλεξέι Ρικοφ,πρωην πρωθυπουργου,

Γκενριχ Γιαγκομπα,πρωην επικεφαλης της NKVD,,Κρίστιαν Ρακοφσκι,Νικολάι

Κρεστινσκι,ομολογία,εκτελεση


Ξημερώνοντας με συνέλαβαν,ανακρισεις,παραχάραξη εγγράφων,εξώθηση

σε ομολογία,αυστηρός εγκλεισμός,ασφυκτική ψυχολογική πίεση, παντελής

ελλειψη ύπνου,απειλες σύλληψης κι εκτέλεσης της οικογένειας μου


στην ομολογία μου τελικά παραδέχτηκα:είμαι ένας εκφυλισμένος φασίστας,


τώρα περιμένω την εκτέλεση μου,

καταδικασμένος κατά  το άρθρο 58 του Ποινικού Κώδικα της Σοβιετικής Ρωσικής Δημοκρατίας το οποίο αφορα τα αντιεπαναστατικά εγκλήματα


και για πάντα:Damnatio Memoriae

.

.

.

 


Der singende Knochen

Το κόκκαλο που τραγουδουσε

Ein Märchen der Brüder Grimm

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

-μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Μια φορά σε μια χώρα ήταν μεγάλη στεναχώρια για ένα αγριογούρουνο,που

τις καλλιέργειες των αγροτών κατέστρεφε,τα ζώα σκότωνε και τα κορμιά

των ανθρώπων με τα κοφτερά του δόντια καταξεσκιζε.

Ο βασιλιάς υποσχέθηκε σ'οποιον,τη χώρα από αυτή τη συμφορά ελευθερώσει

μια μεγαλη ανταμοιβή,όμως το άγριο θηρίο ήταν τόσο τεράστιο και δυνατό,

που κανένας κοντά στο δάσος δεν τολμούσε να πάει,όπου αυτό ζούσε.

Τελικά ο βασιλιάς ανακοίνωσε,πως όποιος το πιασει η' το σκοτώσει,θα πάρει

την μονάκριβη του κόρη για γυναίκα.

Τότε ζούσαν στη χώρα δύο αδέλφια,παιδιά ενός φτωχού ανθρώπου,τα

οποία προθυμοποιήθηκαν κι ήθελαν να το τολμήσουν.Ο πιο μεγάλος,ο οποίος

πονηρός κι έξυπνος ήταν,το'κάνε από αλλαζονια,ο πιο μικρός,ο οποίος

αθώος και ανόητος ήταν,από καλή καρδιά.

Ο βασιλιάς είπε.Για να βρήτε τ'αγριο θηρίο σίγουρα,πρέπει στο δάσος να

πατε από απέναντι μεριές.

Τότε ο πιο μεγάλος κατα το βράδι κι ο πιο μικρός κατά το πρωί έφυγαν.

Κι όταν ο πιο μικρός προχώρησε λίγο,συνάντησε έναν νάνο,ο οποίος 

κρατούσε ένα μαυρο δορυ στο χέρι και του'πε.Σου δίνω αυτό το δορυ,

γιατί η καρδιά σου αθώα κι αγαθή είναι,μ'αυτο μπορείς άφοβα καταπάνω 

στ'αγριογουρουνο να πας,κι αυτό καμια βλάβη δεν θα σου κάνει.

Ευχαρίστησε τον νάνο,έβαλε το δορυ στον ωμο και προχώρησε χωρίς

φόβο.Μετα από λίγο,είδε το θηρίο,που πάνω του όρμησε,όμως πρόβαλε

το δόρυ κι αυτό μέσ'στη τυφλη του αγριάδα όρμησε τόσο δυνατά,που η 

καρδιά του σχίστηκε στα δύο.Τοτε φόρτωσε το θηρίο στον ώμο,και πήγε 

προς το σπίτι κι ήθελε στον βασιλιά να το φέρει.

Όταν στην άλλη μεριά του δάσους έφτασε,εκεί στην είσοδο ήταν ένα σπίτι,

όπου οι άνθρωποι με χορό και κρασί διασκέδαζαν.Ο πιο μεγάλος αδελφός

του ήταν εκεί μέσα κι είχε σκεφτεί,πως το αγριογούρουνο δεν θα του

ξέφευγε,κι ήθελε πρώτα να πιει να πάρει θάρρος.

Όταν τώρα είδε τον πιο μικρό ,ο οποίος απ'τό δάσος ήρθεμφορτωμένος 

με το λάφυρο του,η φθονερη και κακια του καρδιά δεν είχε ησυχία.

Και του φώναξε.Ελα μέσα,αγαπημένε αδελφέ,ξεκουράσου και δυνάμωσε

με μια κούπα κρασί.

Ο πιο μικρός,που κανένα δόλο δεν υποψιάστηκε,μπήκε μέσα και του διηγήθηκε 

για τον νάνο,που το δόρυ του'δωσε,με το οποίο τ'αγριογούρουνο ειχε σκοτώσει.

Ο πιο μεγάλος τον καθυστέρησε μέχρι το βράδυ,κι έπειτα έφυγαν μαζί.

Οταν μέσ'στο σκοτάδι στη γέφυρα πάνω απο'να ρεμα ήρθαν,άφησε ο πιο 

μεγάλος τον πιο μικρό να πάει μπροστά,κι όταν στη μέση πάνω απ'τό νερό 

ήταν,του'δωσε από πίσω μια σπρώξια,που γκριεμιστηκε και σκοτώθηκε.

Τότε τον έθαψε  κάτω απ'τη γέφυρα,έπειτα πήρε τ'αγριογουρουνο και το'φερε 

στον βασιλιά αφού προσποιηθηκε,πως αυτός το'χε σκοτώσει,για να πάρει 

τη κόρη του βασιλιά γυναίκα.

Και γιατί ο πιο μικρός αδελφός δεν επέστρεψε,είπε.Τ'αγριογουρουνο θα

του'χει το κορμι καταξεσχισει,κι αυτό το πίστεψαν όλοι.

Όμως επειδή για τον Θεό τίποτα δεν μένει κρυμμένο,κι αυτή η μαύρη πράξη

θα βγει στο φώς.

Μετά από πολλά χρόνια έφερε ένας βοσκός μια φορά το κοπάδι του πάνω

στη γέφυρα κι είδε κάτω στην άμμο ένα λευκό σαν χιόνι κόκκαλο να'ναι και

σκέφτηκε,πως θα'κανε ένα καλό στόμιο για το κόρνο.

Τότε κατέβηκε,το σήκωσε και χάραξε σ'αυτο ένα στόμιο για το κόρνο του.

Όταν για πρώτη φορά σ'αυτό φύσηξε,άρχισε το κόκκαλο προς μεγάλη έκπληξη του βοσκού από μόνο του να τραγουδάει.


Αχ,αγαπητό βοσκόπουλο

στο κόκκαλο μου φύσηξες

ο αδελφός μου εμένα σκότωσε

κάτω απ'τη γέφυρα έθαψε

για τ'αγριογουρουνο

για τη μικρή του βασιλιά κορη


Τι παράξενο μικρό κόρνο,είπε ο βοσκός,από μόνο του τραγουδάει,πρέπει στον 

Κύριο μου τον βασιλιά να το φέρω

Κι όταν μπροστά στον βασιλιά ήρθε,άρχισε το μικρό κόρνο ακόμα μια φορά

το τραγουδάκι του να τραγουδάει.

Ο βασιλιάς το κατάλαβε καλά και το χώμα κάτω απ'γεφυρα έσκαψε,απ'όπου

ολόκληρος ο σκελετός του σκοτωμένου ήρθε στην επιφάνεια.

Ο κακος αδελφός δεν μπόρεσε τη πράξη ν'αρνηθει,τον έρραψαν μέσα σ'ενα

σακί και ζωντανό τον έπνιξαν,και τα κοκκαλα του πεθαμένου στην αυλή

της εκκλησίας μέσα σ' έναν ωραίο τάφο τα'βαλαν ν'αναπαυθουν.

.

Der singende Knochen

Ein Märchen der Brüder Grimm


Es war einmal in einem Lande große Klage über ein Wildschwein, das den Bauern die Äcker umwühlte, das Vieh tötete und den Menschen mit seinen Hauern den Leib aufriß. Der König versprach einem jeden, der das Land von dieser Plage befreien würde, eine große Belohnung; aber das Tier war so groß und stark, daß sich niemand in die Nähe des Waldes wagte, worin es hauste. Endlich ließ der König bekanntmachen, wer das Wildschwein einfange oder töte, solle seine einzige Tochter zur Gemahlin haben.


Nun lebten zwei Brüder in dem Lande, Söhne eines armen Mannes, die meldeten sich und wollten das Wagnis übernehmen. Der älteste, der listig und klug war, tat es aus Hochmut, der jüngste, der unschuldig und dumm war, aus gutem Herzen. Der König sagte: "Damit ihr desto sicherer das Tier findet, so sollt ihr von entgegengesetzten Seiten in den Wald gehen." Da ging der älteste von Abend und der jüngste von Morgen hinein. Und als der jüngste ein Weilchen gegangen war, so trat ein kleines Männlein zu ihm; das hielt einen schwarzen Spieß in der Hand und sprach: "Diesen Spieß gebe ich dir, weil dein Herz unschuldig und gut ist; damit kannst du getrost auf das wilde Schwein eingehen, es wird dir keinen Schaden zufügen." Er dankte dem Männlein, nahm den Spieß auf die Schulter und ging ohne Furcht weiter. Nicht lange, so erblickte er das Tier, das auf ihn losrannte, er hielt ihm aber den Spieß entgegen, und in seiner blinden Wut rannte es so gewaltig hinein, daß ihm das Herz entzweigeschnitten ward. Da nahm er das Ungetüm auf die Schulter, ging heimwärts und wollte es dem Könige bringen.


Als er auf der andern Seite des Waldes herauskam, stand da am Eingang ein Haus, wo die Leute sich mit Tanz und Wein lustig machten. Sein ältester Bruder war da eingetreten und hatte gedacht, das Schwein liefe ihm doch nicht fort, erst wollte er sich einen rechten Mut trinken. Als er nun den jüngsten erblickte, der mit seiner Beute beladen aus dem Walde kam, so ließ ihm sein neidisches und boshaftes Herz keine Ruhe. Er rief ihm zu: "Komm doch herein, lieber Bruder, ruhe dich aus und stärke dich mit einem Becher Wein." Der jüngste, der nichts Arges dahinter vermutete, ging hinein und erzählte ihm von dem guten Männlein, das ihm einen Spieß gegeben, womit er das Schwein getötet hätte.


Der älteste hielt ihn bis zum Abend zurück, da gingen sie zusammen fort. Als sie aber in der Dunkelheit zu der Brücke über einen Bach kamen, ließ der älteste den jüngsten vorangehen, und als er mitten über dem Wasser war, gab er ihm von hinten einen Schlag, daß er tot hinabstürzte. Er begrub ihn unter der Brücke, nahm dann das Schwein und brachte es dem König mit dem Vorgeben, er hätte es getötet; worauf er die Tochter des Königs zur Gemahlin erhielt. Als der jüngste Bruder nicht wiederkommen wollte, sagte er: "Das Schwein wird ihm den Leib aufgerissen haben," und das glaubte jedermann.


Weil aber vor Gott nichts verborgen bleibt, sollte auch diese schwarze Tat ans Licht kommen. Nach langen Jahren trieb ein Hirt einmal seine Herde über die Brücke und sah unten im Sande ein schneeweißes Knöchlein liegen und dachte, das gäbe ein gutes Mundstück. Da stieg er herab, hob es auf und schnitzte ein Mundstück daraus für sein Horn. Als er zum erstenmal darauf geblasen hatte, so fing das Knöchlein zu großer Verwunderung des Hirten von selbst an zu singen:

"Ach, du liebes Hirtelein,

du bläst auf meinem Knöchelein,

mein Bruder hat mich erschlagen,

unter der Brücke begraben,

um das wilde Schwein,

für des Königs Töchterlein."

"Was für ein wunderliches Hörnchen," sagte der Hirt, "das von selber singt, das muß ich dem Herrn König bringen." Als er damit vor den König kam, fing das Hörnchen abermals an sein Liedchen zu singen. Der König verstand es wohl und ließ die Erde unter der Brücke aufgraben, da kam das ganze Gerippe des Erschlagenen zum Vorschein. Der böse Bruder konnte die Tat nicht leugnen, ward in einen Sack genäht und lebendig ersäuft, die Gebeine des Gemordeten aber wurden auf den Kirchhof in ein schönes Grab zur Ruhe gelegt

.

.

.

 



Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΑΜ ΣΠΕΗΝΤ

THE SAM SPADE'S CASE

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Το εγκλημα,είπε,ο Σαμ Σπεηντ, παρότι  για μένα είναι κάτι συνειθισμενο,μια ρουτίνα,όμως πάντα με εκπλήσει.Ειτε είναι εύκολη η εξιχνίαση,η ερμηνεία,είτε δύσκολη.Στο.πιο απλό με προβληματίζει η ανάγκη του ανθρώπου να το διαπράττει.Σαν να μη μπορεί να ξεφύγει απ'αυτο.Χιλιαδες εγκλήματα γίνονται στον κόσμο και μάλιστα αυτή τη στιγμή.Απο στιγμή σε στιγμή.

Χτυπαει το τηλέφωνο.

Ορίστε ένας καινούργιος φόνος.

Σηκώνει το τηλέφωνο.

Ακούει,το πρόσωπο του σοβαρευει.

Κλείνει το τηλέφωνο.

Ακριβώς πάλι ένας φόνος,μια γυναίκα δολοφονημένη στο δωμάτιο της.Ας ελπίσουμε ο δολοφόνος να είναι αρκετα ευφυής και να μας δυσκολέψει.

Αποτρόπαια η πραξη,απάνθρωπη.Οπως κάθε βιαιότητα.Ομως για μένα,ας το πούμε μια διαστροφή,έχει τεράστια έλξη και γοητεία η άσκηση της λογικής.

Η λογική παγίδευση του δολοφόνου.Η λογική ήττα της δικής του λογικής.

Ο Σαμ Σπεηντ έφυγε.

Το διαμερισμα υπερμοντερνο,μια νεαρή  γυναίκα ξαπλωμένη στο δάπεδο του σαλονιού,μαχαιρωμένη στη  καρδιά,μια καρέκλα αναποδογυρισμένη,πάνω στο τραπέζι ένα χαρτί που άφησε ο δολοφόνος,σχεδιασμένος ένας κύκλος,έξω από αυτόν το γράμμα M με βελος συνδεδεμένο με το γράμμα F  στο εσωτερικό του κύκλου,συμφωνα με τα στοιχεία,η γυναίκα ήταν 32 χρόνων,ζωγράφος,μαύρα μαλλιά,λεπτή,ψηλή,φορούσε μαύρο κομπινεζον,είχε εραστή,ο οποίος εντοπίσθηκε,είχε άλλοθι,παλιότερα το θύμα είχε μακροχρόνια ερωτική σχέση με κάποιον γνωστο πάμπλουτο επιχειρηματία,παντρεμένο,τώρα  πεθαμένο,ετοίμαζε την τελευταία της έκθεση,

Ο Σαμ Σπεηντ δειπνισε σε ένα εστιατόριο,έπειτα πήγε σε κάποιο μπαρ,πάντα άλλαζε στέκια,αυτό τον βοηθούσε,μια ξανθιά γυναίκα τον πλησίασε,τα γνωστά,τη φωτιά σας,της άναψε,κάπου σας ξέρω,την έκοψε,ουίσκι;μπλακ ντάνιελς,είπε η κοπέλα,σχεδόν ψιθυριστά,οκ,τριφτηκε πάνω του,περιμένω φίλο,της είπε,του άφησε την κάρτα της με το τηλέφωνο,

Σε λίγο ήρθε ο Ντασιελ Χάμετ.

Ο ντετέκτιβ Σαμ Σπεηντ έβγαλε το σημείωμα από την τσέπη του,το ξεδίπλωσε και το κοίταξε,ο κύκλος το βέλος τα δυο γράμματα,το αίνιγμα του δολοφόνου,μήνυμα για ποιον;,μάλλον για τον ντετέκτιβ,κάθε δολοφόνος διαπράττει ένα φόνο με παραλήπτη έναν συγκεκριμένο ντετέκτιβ,και ευθέως τον προκαλεί να προχωρήσει στη λύση του,κυρίως αυτό τον ενδιαφέρει,είπε στον φίλο του ντετέκτιβ Ντασιελ Χάμετ,η αναμέτρηση των δύο λογικών,

δεν ξέρω,αλλά νομίζω,αυτό το σχέδιο είναι fake,για παραπλάνηση,αν αρχίσουμε το συλλογισμό μας από μια λάθος πρόταση τότε οι συναγομενες προτάσεις θα είναι λάθος,ένα φαύλος κύκλος,αυτό είναι,my friend,ένας φαύλος κύκλος, M Made to F False,

η γκόμενα Σαμ σε τρώει με τα μάτια,τι λες την καλούμε στην παρέα;ok,

η κοπέλα ήταν μισομεθυσμένη,

άλλο ένα μπλακ κούκλα;οκ ντάρλινγκ,

την πήγε σε ξενοδοχείο,το γκέρλ ήταν επαγγελματίας,όταν ξύπνησε κοιμονταν,της άφησε τα money στο κρεβάτι κι έφυγε,

στο γραφείο δεν είχαν νεώτερο για την δολοφονημένη,

όλοι οι ύποπτοι,αυτοί με τους οποίους σχετίζονταν,είχαν άλλοθι,

άλλο ένα μυστήριο έγκλημα,είπαν,η'ενα συνειθισμενο ερωτικό,

Ο Σαμ Σπεηντ θέλησε να δει τους τελευταίους πίνακες που ζωγράφισε για την έκθεση της το θύμα,

Του έκανε εντύπωση ένας,κάποιο ατελείωτο πορτραίτο,σε εκείνο το σταδιο ήταν ακαθόριστο,το φωτογράφισε,

Το βράδυ πρόβαλε στο σπίτι του τη διαφάνεια στο τοίχο,κάτι τον έκανε να πιστεύει πως αυτός ο πίνακας ήταν το κλειδί της υπόθεσης,ποιον αναπαριστούσε;

και γιατί δεν τελείωσε;,ποιος κρύβεται εκεί;

Πήρε τηλέφωνο την κοπέλα του μπαρ,σε μισή ώρα ήταν στο διαμέρισμα του,

της έδειξε τη φωτογραφία,τον γνωρίζεις αυτόν εκεί;ρώτησε,

όχι,δεν ξεχωρίζω,

όμως,της είπε,κάποιος σε έβαλε να με πλησιάσεις στο μπαρ,

είδε τον τρόμο στα μάτια της κοπέλας,

Έλα μην φοβάσαι,

Κάποιος με πλησίασε,και μου έδωσε ένα μεγάλο ποσό,να σε πλησιάσω και να σου ρίξω μια 

σκονι στο ποτό,

Γιατί δεν το έκανες;

Φοβήθηκα,έπειτα μου αρέσεις,

Το θυμάσαι ;πως ήταν;

Ψηλός ξερακιανός μαύρο κουστούμι,σκληρό καπέλο χαμηλά μέχρι τα φρύδια,μαύρα γυαλιά,σαν μάσκα μου φάνηκε,

Μια μπλακ μάσκα,

Οκ,να προσέχεις,την πλήρωσε κι η κοπέλα έφυγε,

Την άλλη μέρα ξύπνησε πολύ πρωί,

καθισμένος στο σαλόνι σκέπτονταν,το συνδιασμό του κύκλου με το πορτραίτο,κάθε ένα

ξεχωριστά ήταν fake,συνδυασμένα όχι,Man Face,

Του τηλεφώνησε ο Χάμετ,

Φίλε,κάποια προβλήματα δεν λύνονται,του είπε,κι αυτό μάλλον δεν έχει λύσει.

Αν σου πω ότι το έλυσα,

Αστειευεσαι.

Καθόλου.

Ανυπομονώ ν'ακουσω τη λύση του.

Σε μια ώρα συναντηθηκαν σε κάποιο καφέ κι ο Σαμ Σπεηντ  έδωσε τη λύση στον Ντασιελ Χάμετ.

.

.

.




Die weiße Schlange

Το άσπρο φιδι

Ein Märchen der Brüder Grimm

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Πριν από πολλα χρόνια,ζούσε ένας βασιλιάς,που η σοφία του ήταν ξακουστή σ'ολο τον κόσμο.

Τίποτα δε του ηταν άγνωστο κι ήταν σαν ο άνεμος τα νέα απ'τα κρυμμένα πράγμα να του'φερνε 

Είχε ομως μια παράξενη συνήθεια.Καθε μεσημέρι όταν απ'το τραπέζι όλοι έφευγαν και κανενας δεν ήταν,έπρεπε ένας πιστός υπηρέτης ακόμα μια

σουπιέρα να φέρει.

Αυτη όμως ήταν σκεπασμένη,κι ο υπηρέτης ουτ'αυτος ήξερε,τι εκεί μέσα είχε,κι ούτε κανένας άνθρωπος ήξερε,γιατι ο βασιλιάς

δεν την ξεσπεπαζε πριν και δεν έτρωγε,μέχρι να μείνει μόνος.

Πέρασε πολύς καιρός,και μια μέρα ο υπηρέτης,που έφερνε παλι τη σουπιέρα,δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην περιεργεια,και τη σουπιέρα στη καμαρά του έφερε.

Όταν την πόρτα προσεκτικά κλείδωσε,σήκωσε το καπάκι.κι εκεί είδε,πως ένα άσπρο φίδι ήταν μέσα.

Στη θέα του δεν μπόρεσε να κρατησει την επιθυμία,όσο και να του στοίχιζε,κι έκοψε απ'αυτο ένα κομματάκι και το'βαλε στο στόμα.

Όμως μόλις τ,'αγγιξε στη γλώσσα του,άκουσε έξω απ'το παράθυρο του ένα παράξενο ψιθυρισμα από ψιλες φωνές.

Πήγε κι άκουσε,και παρατηρησε πως ήταν τα σπουργίτια,που το'να με τ'αλλο μιλούσαν και διάφορα διηγούνταν,τι στα χωράφια και στα δάση είχαν

δει.Το φάγωμα του φιδιού του' δωσε την ικανότητα,τη φωνή  των ζώων να καταλαβαίνει.

Συνέβηκε τότε ακριβώς σ'αυτη τη μέρα η βασίλισσα το ωραιότερο της δακτυλίδι να χάσει και πάνω στον πιστό υπηρέτη,που παντού είχε πρόσβαση,έπεσε η υποψία,πως αυτός το'χει κλέψει.

Ο βασιλιάς ζήτησε να παρουσιαστεί μπροστά του και τον απειλισε με αυστηρά επικριτικά λόγια ,αν μέχρι αύριο τον δράστη δεν μπορέσει να ονοματίσει,τότε για τέτοιο θα τον δουν και σε δίκη θα πάει.

Δεν υπήρχε ελπίδα,την αθωότητα του ν'αποδειξει,ούτε καμια καλύτερη απόφαση τον απάλλαξε,και στην ανησυχία  και στην αγωνία του πήγαινε περα δωθε στην αυλή και σκέφτονταν,πως στην δύσκολη κατάσταση να μπορέσει να βοηθηθεί.

Εκεί σε νερό που κυλούσε κάθονταν πάπιες ήρεμα η μία δίπλα στην άλλη κι αναπαύονταν,καθαριζονταν με τα ράμφη τους να γλιστρούν κι είχαν μια πολύ φιλική κουβέντα.

Ο υπηρέτης στάθηκε και τις άκουσε 

Διηγούνταν που σήμερα το πρωί είχαν περιπλανηθεί και τι καλή

τροφή είχαν βρει.

Τότε είπε μια στεναχωρημένα.

Κάτι με βαραίνει στο στομάχι,ένα δακτυλίδι που ήταν κάτω απ'το παράθυρο της βασίλισσας,βιαστικά το κατάπια.

Τότε την άρπαξε ο υπηρέτης αμέσως  απ'το λαιμό,την έφερε

στη κουζίνα κι είπε στον μάγειρα.

Σφαξ'την,είναι καλοταισμενη.

Ναι,είπε ο μάγειρας και την ζύγισε στο χέρι,κανένα κόπο 

δεν απέφυγε να μην παχύνει κι έχει πολύ γι'αυτό περιμένει ,ψητή να γίνει.

Της έκοψε το λαιμό,κι όταν την καθαρισε απ'τα εντόσθια,βρέθηκε το δακτυλίδι της βασίλισσας στο στομάχι της.

Ο υπηρέτης λοιπόν εύκολα στον 

βασιλιά την αθωότητα του απέδειξε,κι αυτός το άδικο θέλησε να επανορθώσει,του

επέτρεψε,μια χάρη να του ζητήσει και του υποσχέθηκε την πιο μεγάλη τιμητική θέση,π'αυτος στην αυλή του επιθυμούσε.

Ο υπηρέτης τ'αρνηθηκε όλα και παρακάλεσε μονάχα για ένα άλογο και χρήματα για ταξίδι.

Επειδη είχε επιθυμία,τον κόσμο να δει και για λίγο μέσα σ' αυτόν να περιπλανηθεί.

Όταν η παράκληση του εκπληρώθηκε,πήρε τον δρόμο κι έφτασε μια μέρα  σε μια μικρή λίμνη κοντά,όπου τρία ψάρια παρατήρησε,που είχαν στα καλάμια πιαστει και προσπαθούσαν να πέσουν στο νερό.Αν κι ο άνθρωπος λέει,ότι τα ψάρια βουβά είναι,όμως αυτός ακουσε το κλάμα τους,πως τόσο δυστυχισμενα θα τελειωσουν.

Επειδή αυτός μια πονετικη καρδιά είχε,κατέβηκε απ'τ'αλογο και έβαλε ξανά τα τρία πιασμένα μέσα στο νερο

Εκείνα σπαρταρισαν απ'τη χαρά,

έβγαλαν τα κεφαλια έξω και φώναξαν σ'αυτον.

Θα το θυμόμαστε και θα στ'ανταποδωσουμε,που μας έχεις σώσει.

Αυτός καβαλικεψε παραπέρα και μετά από λίγο νομισε,σαν ν'ακουσε στα πόδια του στην άμμο μια φωνή.Αφουκραστηκε κι άκουσε,πως ένας βασιλιάς μερμηγιων διαμαρτυρονταν.

Να'ταν να μην μας πατούσαν οι άνθρωποι μ'αυτα τ'αγαρμπα ζώα 

Τώρα αυτό τ'ανόητο άλογο με τις βαριες του οπλές θα τσαλαπατησει χωρίς έλεος τον λαό μου.

Αυτός αλλαξοδρομησε,κι ο βασιλιάς των μερμηγιων του φώναξε.

Θα το θυμόμαστε και θα στ'ανταποδωσουμε.

Ο δρόμος τον οδήγησε σε δασος κι εκεί είδε έναν πατέρα κόρακα και μια μάνα κορακινα που κοντά  στην φωλιά τους στέκονταν και πετούσαν έξω τα μικρα τους.

Μακριά από μας,αχόρταγα.φωναζαν,δεν μπορούμε πια να σας χορτάσουμε,μεγαλώσατε αρκετά,και μπορεί μόνα σας να τραφειτε.

Τα  μικρά τα φτωχά πέσαν στο χώμα,φτερουγιζαν και χτυπούσαν τα φτεράκια τους και τσιριζαν.

Είμαστε αβοήθητα παιδιά,πρέπει μόνα μας να τραφουμε κι ακόμα δεν μπορούμε να πεταξουμε.Δεν μας μένει τίποτα άλλο παρά εδώ από πείνα να πεθάνουμε.

Τότε κατέβηκε το καλό παλικάρι,σκότωσε τ'αλογο με το ξίφος του και τ'αφησε στα μικρά 

κοράκια για φαγητο.

Αυτά πλησίασαν,χόρτασαν και 

φώναξαν.

Θα το θυμόμαστε και θα στ'ανταποδωσουμε.

Αυτός έπρεπε τα πόδια του να χρησιμοποιήσει, κι όταν μακρύ δρόμο προχώρησε,έφτασε σε μια μεγάλη πόλη.

Εκεί ήταν μεγάλος θόρυβος και  συνωστισμός στο δρόμο κι έμαθε.Πως η κόρη του βασιλιά έψαχνε ένα άντρα(να παντρευτεί),όμως όποιος ήθελε να την ζητήσει,έπρεπε μια δυσκολη δοκιμασια να εκπληρώσει,κι αν δεν μπορέσει με επιτυχία να την εκτελέσει,τότε τη ζωή του θα χάσει.

Πολλοί είχαν ήδη προσπαθησει,

αλλ'ομως μάταια κι έχασαν τη ζωή τους.

Το παλικάρι,όταν  την κόρη του βασιλιά είδε,απ'τη μεγάλη της ομορφιά τόσο θαμπώθηκε,που ξέχασε τον κινδυνο,μπροστά στον βασιλιά παρουσιαστηκε και δήλωσε μνηστήρας.

Μετά από λίγο το οδήγησαν στη θάλασσα και μπροστά στα μάτια του ένα χρυσό δακτυλίδι ερριξαν εκει μέσα.

Κατόπιν ο βασιλιάς ζήτησε αυτό το δακτυλίδι απ'τα βάθη της θάλασσας έξω πάλι να βγαλει

και πρόσθεσε.

Αν χωρίς αυτό πάλι στην επιφάνεια έρθεις,τότε εκ νέου  θα σε βουτήξουν,μέχρι στα κύματα να τελειώσεις.

Όλοι λυπήθηκαν τ'ομορφο παλικάρι και το παρατησαν τότε μοναχο  στη θάλασσα.

Αυτό στάθηκε στην οχτη και σκέφτονταν,τι έπρεπε να κανει.

Τότε είδε τρία ψάρια να'ρχονται κολυμπώντας,και δεν ήταν κανένα άλλο απο εκείνα,που τη ζωή τους είχε σώσει.Αυτο στη μέση κρατούσε ένα κοχύλι στο στόμα,που τ'αφησε στην άμμο στα πόδια του παλικαριού,κι όταν αυτό το σήκωσε και τ'ανοιξε,μεσα ήταν το χρυσο δακτυλιδι.

Γεμάτο χαρά το'φερε στον βασιλιά και περίμενε,την ανταμοιβή που υποσχέθηκε να του δώσει.

Όμως η ακαταδεχτη κόρη του βασιλιά,όταν έμαθε,πως δεν ήταν ισάξιος της,του αρνήθηκε κι απαίτησε,πριν μια δεύτερη 

δοκιμασία να περάσει.

Κατέβηκε στο κήπο κι η ίδια άδειασε δέκα σακιά γεμάτα 

κεχρί στα χόρτα.

Αυτός πρέπει το πρωί,πριν ο ήλιος ανατείλει,να το'χει μαζέψει,είπε,κι ούτε ένας μικρός κοκκος να μην λείπει.

Το παλικάρι κάθισε στον κήπο και σκέφτονταν,πως ήταν δυνατό,τη δοκιμασία να περάσει.

αλλά δεν μπόρεσε τίποτα να σκεφτεί,κι εκεί κάθονταν πολύ στεναχωρημένο και περίμενε 

να ξημερώσει,στο θάνατο να οδηγηθεί.

Όταν όμως οι πρώτες ακτίνες του ήλιου έπεσαν στον κήπο,τότε είδε τα δέκα σακιά όλα γεμάτα το ένα δίπλα στ'αλλο να'ναι,κι ούτε ένας μικρός κοκκος δεν έλειπε μέσα.

Ο βασιλιάς των μερμηγκιων με τα χιλιάδες και χιλιάδες του μερμήγκια μέσα στη νύχτα ήρθαν ,και τα ζώα από ευγνωμοσύνη είχαν το κεχρί με

μεγάλη επιμελεια μαζεψει και μεσα στα σακιά συγκέντρωσει.

Η κόρη του βασιλιά κατέβηκε η ίδια στο κήπο και μ'εκπληξη είδε,πως το παλικάρι καταφερε,ότι του απαιτησε.

Όμως δεν μπόρεσε την ακαταδεκτη καρδιά της να συγκρατήσει κι είπε.

Και τις δύο δοκιμασίες κι αν πέρασε,όμως δεν θα γίνει άντρας μου προτου,να φέρει σε μένα ένα μήλο απ'το δέντρο της ζωής.

Το παλικάρι δεν ήξερε,που το δέντρο της ζωής ήταν.

Ξεκίνησε και πάντοτε θα προχωρούσε,όσο τα πόδια του το κρατούσαν,όμως δεν είχε καμία ελπίδα,να το βρει.

Κι όταν μέσα από τρια βασιλεια περιπλανήθηκε κι ένα βράδυ σ'ενα δάσος ήρθε,κάθισε κάτω απο'να δέντρο και θέλησε να κοιμηθεί.

Τότε ακουστηκε στα κλαριά ένας θορυθος κι ένα χρυσό μήλο έπεσε στα χέρια του.Κι αμέσως τρια κοράκια πέταξαν σ'αυτον κάτω,κάθισαν πάνω στα γόνατα του κι είπαν.

Είμαστε τα τρία μικρά κοράκια που από θάνατο πείνας έχεις σώσει.

Όταν μεγάλα γίναμε κι σκουσαμε,πως το χρυσό μήλο εψαχνες,τότε στη θάλασσα πετάξαμε μέχρι το τέλος του κόσμου,που'ναι το δέντρο της ζωής,και το'χουμε φέρει για σένα.

Γεμάτο χαρά το παλικάρι πήρε το δρόμο του γυρισμού στο σπίτι κι έφερε στην όμορφη κόρη του βασιλιά το χρυσό μήλο,και σ'αυτη τώρα καμία αντίρρηση πια δεν έμεινε 

Μοίρασαν το μήλο της ζωής κι το'φαγαν μαζί.

Τότε η καρδιά της γέμισε μ'αγαπη γι'αυτόν κι έφτασαν  μ'

αδιατάρακτη ευτυχία στα βαθειά γεραματα

.

.

Die weiße Schlange

Ein Märchen der Brüder Grimm


Es ist nun schon lange her, da lebte ein König, dessen Weisheit im ganzen Lande berühmt war. Nichts blieb ihm unbekannt und es war, als ob ihm Nachricht von den verborgensten Dingen durch die Luft zugetragen würde. Er hatte aber eine seltsame Sitte. Jeden Mittag, wenn von der Tafel alles abgetragen und niemand mehr zugegen war, mußte ein vertrauter Diener noch eine Schüssel bringen. Sie war aber zugedeckt, und der Diener wußte selbst nicht, was darinlag, und kein Mensch wüßte es, denn der König deckte sie nicht eher auf und aß nicht davon, bis er ganz allein war. Das hatte schon lange Zeit gedauert, da überkam eines Tages den Diener, der die Schüssel wieder wegtrug, die Neugierde, daß er nicht widerstehen konnte, sondern die Schüssel in seine Kammer brachte. Als er die Tür sorgfältig verschlössen hatte, hob er den Deckel auf und da sah er, daß eine weiße Schlange darinlag. Bei ihrem Anblick konnte er die Lust nicht zurückhalten, sie zu kosten; er schnitt ein Stückchen davon ab und steckte es in den Mund. Kaum aber hatte es seine Zunge berührt, so hörte er vor seinem Fenster ein seltsames Gewisper von feinen Stimmen. Er ging und horchte, da merkte er, daß es die Sperlinge waren, die miteinander sprachen und sich allerlei erzählten, was sie im Felde und Walde gesehen hatten. Der Genuß der Schlange hatte ihm die Fähigkeit verliehen, die Sprache der Tiere zu verstehen.


Nun trug es sich zu, daß gerade an diesem Tage der Königin ihr schönster Ring fortkam und auf den vertrauten Diener, der überall Zugang hatte, der Verdacht fiel, er habe ihn gestohlen. Der König ließ ihn vor sich kommen und drohte ihm unter heftigen Scheltworten, wenn er bis morgen den Täter nicht zu nennen wüßte, so sollte er dafür angesehen und gerichtet werden. Es half nichts, daß er seine Unschuld beteuerte, er ward mit keinem besseren Bescheid entlassen. In seiner Unruhe und Angst ging er hinab auf den Hof und bedachte, wie er sich aus seiner Not helfen könne. Da saßen die Enten an einem fließenden Wasser friedlich nebeneinander und ruhten, sie putzten sich mit ihren Schnäbeln glatt und hielten ein vertrauliches Gespräch. Der Diener blieb stehen und hörte ihnen zu. Sie erzählten sich, wo sie heute morgen all herumgewackelt wären und was für gutes Futter sie gefunden hätten. Da sagte eine verdrießlich: "Mir liegt etwas schwer im Magen, ich habe einen Ring, der unter der Königin Fenster lag, in der Hast mit hinuntergeschluckt." Da packte sie der Diener gleich beim Kragen, trug sie in die Küche und sprach zum Koch: "Schlachte doch diese ab, sie ist wohlgenährt." - "Ja," sagte der Koch und wog sie in der Hand; "die hat keine Mühe gescheut sich zu mästen und schon lange darauf gewartet, gebraten zu1 werden." Er schnitt ihr den Hals ab, und als sie ausgenommen ward, fand sich der Ring der Königin in ihrem Magen. Der Diener konnte nun leicht vor dem Könige seine Unschuld beweisen, und da dieser sein Unrecht wieder gutmachen wollte, erlaubte er ihm, sich eine Gnade auszubitten und versprach ihm die größte Ehrenstelle, die er sich an seinem Hofe wünschte.


Der Diener schlug alles aus und bat nur um ein Pferd und Reisegeld. Denn er hatte Lust, die Welt zu sehen und eine Weile darin herumzuziehen. Als seine Bitte erfüllt war, machte er sich auf den Weg und kam eines Tages an einem Teich vorbei, wo er drei Fische bemerkte, die sich im Rohr gefangen hatten und nach Wasser schnappten. Obgleich man sagt, die Fische wären stumm, so vernahm er doch ihre Klage, daß sie so elend umkommen müßten. Weil er ein mitleidiges Herz hatte, so stieg er vom Pferde ab und setzte die drei Gefangenen wieder ins Wasser. Sie zappelten vor Freude, steckten die Köpfe heraus und riefen ihm zu: "Wir wollen dir's gedenken und dir's vergelten, daß du uns errettet hast!" Er ritt weiter, und nach einem Weilchen kam es ihm vor, als hörte er zu seinen Füßen in dem Sand eine Stimme. Er horchte und vernahm, wie ein Ameisenkönig klagte: "Wenn uns nur die Menschen mit den ungeschickten Tieren vom Leib blieben! Da tritt mir das dumme Pferd mit seinen schweren Hufen meine Leute ohne Barmherzigkeit nieder!" Er lenkte auf einen Seitenweg ein, und der Ameisenkönig rief ihm zu: "Wir wollen dir's gedenken und dir's vergelten!" Der Weg führte ihn in einen Wald, und da sah er einen Rabenvater und eine Rabenmutter, die standen bei ihrem Nest und warfen ihre Jungen heraus. "Fort mit euch, ihr Galgenschwengel!" riefen sie, "wir können euch nicht mehr satt machen, ihr seid groß genug und könnt euch selbst ernähren." Die armen Jungen lagen auf der Erde, flatterten und schlugen mit ihren Fittichen und schrien: "Wir hilflosen Kinder, wir sollen uns selbst ernähren und können noch nicht fliegen! Was bleibt uns übrig, als hier Hungers zu sterben!" Da stieg der gute Jüngling ab, tötete das Pferd mit seinem Degen und überließ es den jungen Raben zum Futter. Die kamen herbeigehüpft, sättigten sich und riefen: "Wir wollen dir's gedenken und dir's vergelten!"


Er mußte jetzt seine Beine gebrauchen, und als er lange Wege gegangen war, kam er in eine große Stadt. Da war großer Lärm und Gedränge in den Straßen und kam einer zu Pferde und machte bekannt: Die Königstochter suche einen Gemahl, wer sich aber um sie bewerben wolle, der müsse eine schwere Aufgabe vollbringen, und könne er es nicht glücklich ausführen, so habe er sein Leben verwirkt. Viele hatten es schon versucht, aber vergeblich ihr Leben daran gesetzt. Der Jüngling, als er die Königstochter sah, ward von ihrer großen Schönheit so verblendet, daß er alle Gefahr vergaß, vor den König trat und sich als Freier meldete.


Alsbald ward er hinaus ans Meer geführt und vor seinen Augen ein goldener Ring hineingeworfen. Dann hieß ihn der König diesen Ring aus dem Meeresgrund wieder hervorzuholen, und fügte hinzu: "Wenn du ohne ihn wieder in die Höhe kommst, so wirst du immer aufs neue hinabgestürzt, bis du in den Wellen umkommst." Alle bedauerten den schönen Jüngling und ließen ihn dann einsam am Meer zurück. Er stand am Ufer und überlegte, was er wohl tun sollte. Da sah er auf einmal drei Fische daherschwimmen, und es waren keine andern als jene, welchen er das Leben gerettet hatte. Der mittelste hielt eine Muschel im Munde, die er an den Strand zu den Füßen des Jünglings hinlegte, und als dieser sie aufhob und öffnete, so lag der Goldring darin. Voll Freude brachte er ihn dem Könige und erwartete, daß er ihm den verheißenen Lohn gewähren würde. Die stolze Königstochter aber, als sie vernahm, daß er ihr nicht ebenbürtig war, verschmähte ihn und verlangte, er sollte zuvor eine zweite Aufgabe lösen. Sie ging hinab in den Garten und streute selbst zehn Säcke voll Hirse ins Gras. "Die muß Er morgen, eh die Sonne hervorkommt, aufgelesen haben," sprach sie, "und es darf kein Körnchen fehlen." Der Jüngling setzte sich in den Garten und dachte nach, wie es möglich wäre, die Aufgabe zu lösen; aber er konnte nichts ersinnen, saß da ganz traurig und erwartete bei Anbruch des Morgens, zum Tode geführt zu werden. Als aber die ersten Sonnenstrahlen in den Garten fielen, so sah er die zehn Säcke alle wohlgefüllt nebeneinander stehen, und kein Körnchen fehlte darin. Der Ameisenkönig war mit seinen tausend und tausend Ameisen in der Nacht angekommen, und die dankbaren Tiere hatten die Hirse mit großer Emsigkeit gelesen und in die Säcke gesammelt. Die Königstochter kam selbst in den Garten herab und sah mit Verwunderung, daß der Jüngling vollbracht hatte, was ihm aufgegeben war. Aber sie konnte ihr stolzes Herz noch nicht bezwingen und sprach: "Hat er auch die beiden Aufgaben gelöst, so soll er doch nicht eher mein Gemahl werden, bis er mir einen Apfel vom Baume des Lebens gebracht hat." Der Jüngling wußte nicht, wo der Baum des Lebens stand. Er machte sich auf und wollte immer zugehen, solange ihn seine Beine trügen, aber er hatte keine Hoffnung, ihn zu finden. Als er schon durch drei Königreiche gewandert war und abends in einen Wald kam, setzte er sich unter einen Baum und wollte schlafen. Da hörte er in den Ästen ein Geräusch und ein goldener Apfel fiel in seine Hand. Zugleich flogen drei Raben zu ihm herab, setzten sich auf seine Knie und sagten: "Wir sind die drei jungen Raben, die du vom Hungertod errettet hast. Als wir groß geworden waren und hörten, daß du den goldenen Apfel suchtest, so sind wir über das Meer geflogen bis ans Ende der Welt, wo der Baum des Lebens steht, und haben dir den Apfel geholt." Voll Freude machte sich der Jüngling auf den Heimweg und brachte der schönen Königstochter den goldenen Apfel, der nun keine Ausrede mehr übrig blieb. Sie teilten den Apfel des Lebens und aßen ihn zusammen. Da ward ihr Herz mit Liebe zu ihm erfüllt, und sie erreichten in ungestörtem Glück ein hohes Alter.

.

.

.



Η ΚΑΤΑΠΤΥΣΤΗ ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


το έβλεπε,ήταν φανερό πλέον,πως το καθεστώς θα διαρκούσε χρόνια,

'αιωνια' σκέφτονταν,σε σύγκριση με την ανθρώπινη ζωή,όλο το έργο του κινδύνευε να περιέλθει στην αφάνεια,η καινούργια εργασία του ποτέ δεν 

θα δημοσιοποιούνταν,την οποία θεωρούσε τεράστιας σημασίας για την ανθρωπότητα,θα την έκαιγαν,χρόνια την ετοίμαζε,τώρα η'  θα τους ακολουθήσει,η ' κυριολεκτικά πνευματικσ θα έχει πεθάνει,θα τον 

κατηγορησουν για ασυνείδητο συνοδοιπορο τους,ανδρεικελο τους,

θα αναγκαστεί να αποκηρύξει πολλούς συναδέλφους του,να τους προδώσει,

θα του ζητησουν να καταδώσει,θα είναι η αιτία να βασανιστούν,να διώχνουν,

να εκτελεστούν,ένας μισητός φιλόσοφος,ματαιόδοξος,εγωιστής,

'παλιανθρωπος'θα πουν,θα νιώθει την περιφρόνηση,το μίσος τους,το παραπονο τους,'γιατι;προδωσες την αξιοπρέπεια του ανθρώπου,την ελευθερία,τον ανθρωπισμό;και υπηρετεις σκλάβος την βαρβαρότητα,τον σκοταδισμό,

ήδη στα στρατόπεδα συγκεντρωσης χιλιαδες, εκατομμύρια άνθρωποι εξοντώνονται σε θαλάμους αερίων καιγονται σε φούρνους,και συ χαιρετάς

με τον γελοίο τρόπο τους,λατρεύεις τα απαίσια σύμβολα τους,συνεστιαζεσαι μ'αυτους,φωτογραφίζεσαι χαμογελαστός,χειροκροτείς τους τυράννους,

πως μπορείς και κοιμάσαι τις νύχτες;πως μιλάς την βάρβαρη γλώσσα τους,

πως επικροτείς την προπαγάνδα,την κουλτουρα τους;,γιατί μ'ενα περίστροφο 

δεν τινάζεις τα μυαλά σου;γιατι δεν κρέμας το άθλιο κορμί σου;γιατί;γιατί;

'γιατί αυτή η φιλοσοφία μου πρέπει να γραφτεί' αυτό θα τους έλεγε,αυτό 

θα τους πει,'η φιλοσοφία μου,

κάποτε,όσα χρόνια,αιώνες,και να διαρκέσει το καθεστώς τους,θα πέσει ,θα καταρρευσει,

όμως η φιλοσοφία μου αιώνια θα ωφελεί την ανθρωπότητα,με όλο αυτό το τεράστιο κόστος,

με όλο τον εξευτελισμό του φιλοσόφου,

συγνώμη σύντροφοι,συναδέλφοι,

συγνώμη ανθρωποτητα'

Χτύπησαν την πόρτα του,τρεις τους συστήματος,του έδωσαν τα χαρτιά,

'Υπογράψτε,κύριε καθηγητά',υπόγραψε,χωρίς να τα διαβάσει,

Όλη τη νύχτα συνέχισε να γράφει το έργο του,

Ξημερωντας κοιμήθηκε

.

.

.

 


(THE CITIES)ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ

Η ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΥ FIBONACCI

THE CITY OF FIBONACCI LABYRINTH

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


η πόλη αυτή εχει πληθυσμό περίπου 17 εκατομμύρια,διασχίζεται από ένα πλατύ ποτάμι που ελίσσεται σε όλη την έκταση της,με πολλες γέφυρες και νησάκια, πολυτελή ποταμόπλοια τον διασχιζουν,η πόλη έχει τεράστια εμπορική δραστηριότητα,χτιστικε στις αρχές του 7ου αιώνα,και εκτοτε επεκτάθηκε συνεχώς,στον πυρήνα της διατηρούνται οι no παλιές πόλεις,σε ομόκεντρους κύκλους,και μετά η υπερσύγχρονη πόλη,με τις μεγάλες λεωφόρους,τα πάρκα,τους γυαλινους ουρανοξυστες,

σε αυτή την πόλη έχει την έδρα των επιχειρήσεων του ο μεγιστάνας Κ..Μια από τις κερδοφόρες επιχειρήσεις του είναι το τεράστιο συγκρότημα του λαβυρίνθου που έχει κατασκευάσει.Φανατικος των Μαθηματικών και της Λογικής ήταν όνειρο,σκοπός,της ζωής του.Σε αυτόν τον λαβύρινθο οι σχεδόν  άπειροι κυβικοι χώροι που τον συγκροτούν είναι 

τυχαία αριθμισμενοι,με απειρες επαναλήψεις,με τους φυσικούς αριθμούς 0,1,2,3,....,με τον αριθμό ανεγραμμενο στο κέντρο του τετραγωνου δαπέδου.Η επιχείρηση ονομάζεται: LABYRINTH FIBONACCI BET. Οποιοσδηποτε μπορεί να παίξει σε αυτό το παιχνίδι-πονταρισματος ανάλογα το ποσό που διαθέτει ,το κέρδος είναι πολλαπλάσιο,από ένα μικρό ποσό έως ένα μυθικό,η ζημιά είναι ακριβώς το ποσό που ποντάρισε.Το παιχνίδι Κέρδος/Ζημια εχει ως εξής:Ο παίχτης Α πονταρει ένα ποσό Χ σε ορισμένο χρονικό διάστημα να περάσει από έναν προκαθορισμένο αριθμό κυβικών χωρών που να είναι συνεχόμενοι όροι της ακολουθίας Fibonacci.Δηλαδη από:0,1,1,2,3,5,8,13,21,34,55,89,...(στην ακολουθία Fibonacci κάθε επόμενος όρος της γίνεται από το άθροισμα των δύο προηγούμενων όρων).

Πχ ο Α πονταρει το ποσό 1000 ευρώ να φτάσει σε χρόνο 2 ωρών στον 21ο όρο της ακολουθίας Fibonacci,το κέρδος είναι σε περίπτωση επιτυχίας 5000 ευρώ,άλλος μπορεί να ποντάρει για πολύ μεγαλύτερο κέρδος να φτάσει σε 8ωρες η' 10 ώρες ,κλπ. στον 200ο η' και πολύ παραπάνω αριθμό Fibonacci,επίσης μπορεί να γίνουν διάφοροι συνδυασμοί πχ για πόσο 1000 ευρώ σε χρόνο 3 ώρες να φτασει 2 φορές η' 3 φορές,κλπ,στον 15ο αριθμό Fibonacci,η' σε 3 διαφορετικούς,της επιλογής του,τότε το ποσό είναι 3 φορές πολλαπλάσιο,και παρα πολλοι επιλέγουν,δυσκολότερες και σε πολύ μεγαλύτερο χρόνο διαδρομές,έχουν ανοίξει μάλιστα και γραφεία στοιχημάτων αν θα το

επιτύχει,στη περίπτωση αυτη του μεγάλου χρόνου 

όταν έχουν ανάγκη ανάπαυσης,ύπνου,φαγητού,και άλλων φυσικών αναγκών,τους καθοδηγούν μέσω ηλεκτρονικών χαρτών στα κατάλληλα σημεία,όταν έχει τελειώσει ο χρόνος,είτε έχουν αποτύχει είτε έχουν πετύχει,πάλι τους καθοδηγούν σε έξοδο,ο ετήσιος τζίρος της

επιχείρησης LABYRINTH FIBONACCI BET τον περασμένο χρόνο ήταν 91 δισεκατομμύρια ευρώ,υπάρχει μεγάλος τουριστων, εκατομμυρίων, που επισκεφτονται την πόλη για να παιξουν,ο μέγιστος αριθμός των παιχτών ταυτόχρονα είναι σχεδόν άπειρος,

Επισκέφτηκα κι εγώ ως τουρίστας  την πόλη και ποντάρισα 100.000 ευρώ να φτάσω σε 3 μήνες στον 101ο αριθμο 3 φορές,στον 1001ο 3φορες και στον 701ο 5 φορές,μέσα σε 35 μέρες κατάφερα 2 φορές να φτασω μέχρι τον 101ο,3φορές μέχρι τον 1001ο,και καμια μέχρι τον 701ο,το κέρδος αν επιτύχω τους 3 στοχους θα είναι 1 δισεκατομυριο ευρώ,

αυτή τη στιγμή, έιναι μεσημερι και έφτασα στον 357ο αριθμό,ζήτησα να βρεθώ για μια ώρα ακριβώς σε μια βιβλιοθήκη,όπως το συνειθιζω κάθε μέρα,εκεί διαβάζω κάποια βιβλία που επιλέγω,ιστορικά,επιστημονικά,λογοτεχνικα,μαθηματικών,φιλοσοφικα,αστυνομικά,κλπ,

σήμερα επέλεξα το βιβλίο MY LABYRINTHS του C.N.C

.

.

.



Der Räuberbräutigam

Ο ληστής γαμπρος

Ein Märchen der Brüder Grimm

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c. n.couvelis


Μια φορά ήταν ένας μυλωνάς,που'χε μια όμορφη κορη,κι όταν αυτή μεγάλωσε,η επιθυμία του ήταν να την φροντισει και να την καλοπαντρεψει.

σκέφτηκε.Αν ένας ευκατάστατος μνηστήρας έρθει και τη ζητησει θα του τη δώσω.

Δεν πέρασε καιρός,ήρθε ένας μνηστήρας,που φαίνονταν πολύ πλούσιος να'ναι,κι επειδή ο μυλωνάς δεν ήξερε τιποτα εναντίον του,του υποσχέθηκε την κόρη του.

Όμως το κορίτσι δεν τον αγαπούσε,όπως μια νύφη τον 

γαμπρό της πρέπει ν'αγαπα,και καμία εμπιστοσύνη δεν είχε σ',αυτόν,οποτε τον κοιτούσε είτε τον σκέφτονταν αισθάνονταν έναν τρόμο στη καρδιά της.

Μια φορά αυτός της μίλησε.

Είσαι νύφη μου κι ακόμα δεν μ'εχεις επισκεφτεί.

Το κορίτσι απάντησε.Δεν ξέρω,που είναι το σπίτι σας.

Τότε μίλησε ο γαμπρός.Το σπίτι μου είναι πέρα στο σκοτεινό δάσος.

Αυτό έψαξε δικαιολογία πως δεν θα μπορούσε τον δρόμο μέσα εκει να βρει

Ο γαμπρός είπε.Την επόμενη Κυριακή πρέπει σε μένα να'ρθεις,έχω κιόλας τους καλεσμένους προσκαλέσει,και για να βρεις τον δρόμο μέσα στο δάσος,θα ριξω για σένα στάχτη.

Όταν η Κυριακή ήρθε και το κορίτσι έπρεπε το δρόμο να κάνει,είχε τόσο άγχος, πού δεν ήξερε γιατί,και για να μπορέσει να σημαδέψει το δρόμο,γεμισε τις δύο τσέπες μπιζέλια και φακές.

Στην είσοδο του δάσους ήταν πεταμενη στάχτη,την ακολούθησε,όμως με κάθε βήμα έριχνε αριστερά και δεξιά μερικά μπιζέλια στο χώμα.

Προχώρησε σχεδόν όλη τη μέρα,μέχρι που έφτασε στη μέση τους δάσους,όπου στο σκοτάδι ήταν,εκεί βρίσκονταν ένα μοναχικό σπίτι,που δεν της άρεσε,επειδή τόσο σκοτεινό και τρομερό φαίνονταν.

Μπήκε μέσα,όμως κανένας δεν ήταν εκεί,και επικρατούσε μεγάλη σιωπη.Ξαφνικα ακούστηκε μια φωνή.


'γυρνα πισω,γυρνα πισω,νυφουλα,

σ'ενός δολοφόνου το σπίτι εισαι'


Το κορίτσι κοίταξε κι ειδε,πως η φωνή απο'να πουλί ήρθε,που εκει στον τοίχο ενός αγρότη κάθονταν.Κι ακόμα μια φορά φώναξε.


'γυρνα πισω,γυρνα πισω,νυφουλα,

σ'ενός δολοφόνου το σπίτι εισαι'


Τότε η όμορφη νύφη πήγε απ'το'να δωμάτιο στ'αλλο και πέρασε όλο το σπίτι,όμως ήταν  παντου άδειο και καμία ανθρώπινη ψυχή δεν βρήκε.

Τελικά πήγε στο υπόγειο,εκεί κάθονταν μια πολύ γριά γυναίκα,που κουνουσε  το κεφάλι.

Θα μπορέσεις να μου πεις,μίλησε το κορίτσι,αν ο γαμπρός μου εδώ κατοικεί;

Αχ,φτωχό παιδί,απάντησε η γριά,που έχεις μπει!σ'ενα ταφο

δολοφόνων εισαι.Νομιζεις,πως μια νύφη θα'σαι,που σύντομα γάμο θα κανει,όμως το γάμο με τον θάνατο θα'χεις μαζί.

Βλέπεις,εκεί ένα μεγάλο καζανι με νερό πρέπει να βάλω εκεί,όταν στην εξουσία τους σ'εχουν,κι εσένα, αφού σε κομματιάσουν χωρίς έλεος,θα σε μαγειρέψουν και θα σε φάνε,επειδή είναι ανθρωποφάγοι.Αν δεν σε λυπηθώ και δεν σε σώσω,εισαι χαμενη.

Τότε η γριά την πήγε πίσω απο'να μεγάλο βαρέλι,που κανένας δεν μπορούσε να δει.

Μείνε ακίνητη όπως ένα ποντίκι,είπε,μήτε να κουνιέσαι μήτε να κινείσαι,αλλιώς είσαι τελειωμένη.Τη νύχτα,όταν οι ληστές θα κοιμούνται,θα φύγουμε,πολύ καιρό για μια τέτοια ευκαιρία έχω περιμένει.

Δεν πέρασε πολύ ώρα,και η αθεοφοβη συμμορία ήρθε στο σπίτι.Μαζι τους έφεραν μια νεαρή γυναικα σέρνοντας,ήταν πιωμενοι και δεν άκουγαν τις κραυγές και τα κλάματα της.Της εδωσαν κρασί να πιει,τρία γεμάτα ποτήρια,ένα ποτήρι ασπρο,ένα ποτήρι κόκκινο κι ένα

ποτήρι κίτρινο,απ'αυτο ταράχτηκε η καρδιά της.Κατοπιν της εσκισαν τα ωραία ρούχα,την ξάπλωσαν πάνω σ'ενα τραπέζι,έκοψαν τ'ομορφο κορμί της σε κομμάτια κι ερριξαν πάνω αλατι

Η φτωχη νύφη πίσω απ'το βαρέλι,ετρεμε και τρόμαζε,επειδή έβλεπε καθαρά,ποια μοίρα γι'αυτην οι ληστές είχαν ετοιμάσει.

Ένας απ' αυτούς παρατήρησε στο μικρό δάκτυλο της σκοτωμένης ένα χρυσό δακτυλιδι,κι όταν αυτό με την μια δεν τραβιόταν,πήρε ένα τσεκούρι κι έκοψε το δάκτυλο,

όμως το δάκτυλο πεταχτηκε ψηλα πάνω απ'το βαρέλι κι έπεσε ακριβώς στα γονατα της νύφης.

Ο ληστής πήρε ένας φως κι ήθελε να το ψάξει,αλλά δεν μπορούσε  να το βρει.

Τότε ένας άλλος μιλησε.Πισω απ'το μεγάλο βαρέλι κοίταξες;

Όμως η γριά φώναξε.Ελατε να φάτε,κι αφήστε το ψάξιμο για αύριο,το δάκτυλο δεν θα φύγει.

Τότε μίλησαν οι ληστές.Η γριά έχει δίκιο,παρατησαν το ψάξιμο,κάθισαν να φάνε,κι η γριά τους εσταξε ένα υπνωτικο στο κρασί, που σε λίγο ξάπλωσαν στο υπόγειο,κοιμηθηκαν και ροχαλιζαν.

Όταν η νύφη τ'ακουσε αυτό,από πίσω απ'το βαρέλι βγήκε,κι έπρεπε πάνω απ'τους κοιμισμένους να περάσει,που σε σειρά πάνω στο χώμα ήταν ξαπλωμένοι,κι είχε μεγάλο άγχος,μήπως κάποιον ξυπνούσε.

Όμως την βοήθησε ο θεός,που πέρασε μ'επιτυχια,η γριά ανέβηκε μαζί της,άνοιξε την πόρτα και βιάστηκαν,όσο γρήγορα μπορούσαν,να φύγουν μακριά απ'τον τάφο των δολοφόνων.

Η πεταμένη στάχτη είχε απ'τον ανεμο σκορπίσει,όμως τα μπιζέλια κι οι φακές είχαν φυτρωσει και βλαστήσει,κι έδειχναν στο φως του φεγγαριού το δρόμο.

Προχώρησαν όλη τη νύχτα,μέχρι που το πρωί στο μύλο έφτασαν.

Τότε το κορίτσι τα διηγήθηκε όλα στον πατέρα της,οπως είχαν συμβεί.

Όταν η μερα ήρθε,όπου ο γάμος έπρεπε να τελεστεί,εμφανίστηκε ο γαμπρός,ο μυλωνάς όμως είχε όλους τους συγγενείς και γνωστούς προσκαλέσει.

Όπως κάθονταν στο τραπέζι,σε καθέναν ζητήθηκε,κάτι να διηγηθεί.Η νύφη κάθονταν σιωπηλή και δεν έλεγε τίποτα.

Τότε μίλησε ο γαμπρός στη νύφη,λοιπόν,καρδιά μου,τίποτα δεν ξέρεις;διηγησου μας κάτι.

Αυτή απάντησε,ένα όνειρο θα διηγηθώ.Σ'ενα δάσος μέσα πήγαινα μόνη κι έφτασα στο τέλος σ'ενα σπίτι,που καμια ανθρώπινη ψυχή μέσα δεν ήταν,όμως πάνω στον τοίχο ενός αγροτη ήταν ένα πουλί ,

που φώναζε 


'γυρνα πισω, γυρνα πισω, νυφουλα

σ'ενος δολοφόνου το σπίτι εισαι'


Κι ακόμα μια φορά το φωναξε.Θησαρευ μου,αυτό μόνο τ'ονειρευτηκα.Τοτε πέρασα απ'ολα τα δωμάτια,κι όλα ηταν άδεια,κι ήταν τόσο φοβερά,στο τέλος κατέβηκα στο υπόγειο,εκεί μέσα κάθονταν μια πολύ γριά γυναίκα,που κουνούσε το κεφάλι.

Την ρώτησα,κατοικεί μέσα σ'αυτο το σπίτι ο γαμπρός μου;.

Αυτή απάντησε.Αχ,φτωχό παιδί,σ,'ενα τάφο δολοφόνων έχεις μπει,ο γαμπρός σου εδώ κατοικεί,όμως θα σε κομματιάσει και θα σε σκοτώσει,και μετά θα σε μαγειρέψει και θα σε φάει,Θησαρευ μου,αυτό μόνο τ'ονειρευτηκα.

Όμως η γριά γυναίκα μ'εκρυψε πίσω απο'να μεγάλο βαρέλι,και σε λίγη ώρα αφ'οτου κρύφτηκα,γύρισαν οι ληστές κι έσερναν μια νέα γυναίκα μαζί τους,σ'αυτη εδωσαν τριών λογιων κρασί να πιει,άσπρο,κόκκινο και κίτρινο,απ'αυτο ταράχτηκε η καρδιά της.Θησαρευ μου,αυτό μόνο τ'ονειρευτηκα 

Εκεί τότε της τράβηξαν τα ωραία ρούχα,της έκοψαν τ'ομορφο κορμί πάνω σ'ενα τραπέζι σε κομμάτια και ερριξαν πάνω αλατι.Θησαρευ μου,αυτό μόνο τ'ονειρευτηκα.

Κι ένας απ'τους ληστές είδε,πως στο χρυσό δακτυλο

ακόμα ένα δακτυλίδι ήταν περασμένο,κι επειδή ήταν δύσκολο να τραβηχτεί,πήρε ένα τσεκούρι και το'κοψε, όμως το δάκτυλο πεταχτηκεβψηλά και πεταχτηκε  πίσω από το μεγάλο βαρέλι κι έπεσε στα γονατα μου.

Και να εδώ είναι το δάκτυλο με το δακτυλιδι.

Μ'αυτα τα λόγια το'βγαλε έξω και το'δειξε στους παρευβρισκομενους.

Ο ληστής,που με τη διήγηση όλος άσπρος σαν κιμωλία έγινε,

πετάχτηκε πάνω και θέλησε να ξεφυγει,όμως οι καλεσμένοι τον κράτησαν σφιχτά και τον παρέδωσαν στο δικαστήριο.

Εκεί αυτός κι όλη του η σπειρα για τις αποτρόπαιες πράξεις τους δικαστηκε.

.

.

Der Räuberbräutigam

Ein Märchen der Brüder Grimm


Es war einmal ein Müller, der hatte eine schöne Tochter, und als sie herangewachsen war, so wünschte er, sie wäre versorgt und gut verheiratet: er dachte "kommt ein ordentlicher Freier und hält um sie an, so will ich sie ihm geben." Nicht lange, so kam ein Freier, der schien sehr reich zu sein, und da der Müller nichts an ihm auszusetzen wußte, so versprach er ihm seine Tochter.

 Das Mädchen aber hatte ihn nicht so recht lieb, wie eine Braut ihren Bräutigam lieb haben soll, und hatte kein Vertrauen zu ihm: sooft sie ihn ansah oder an ihn dachte, fühlte sie ein Grauen in ihrem Herzen. Einmal sprach er zu ihr "du bist meine Braut und besuchst mich nicht einmal." Das Mädchen antwortete "ich weiß nicht, wo Euer Haus ist." Da sprach der Bräutigam "mein Haus ist draußen im dunkeln Wald." Es suchte Ausreden und meinte, es könnte den Weg dahin nicht finden.


Der Bräutigam sagte "künftigen Sonntag mußt du hinaus zu mir kommen, ich habe die Gäste schon eingeladen, und damit du den Weg durch den Wald findest, so will ich dir Asche streuen." Als der Sonntag kam und das Mädchen sich auf den Weg machen sollte, ward ihm so angst, es wußte selbst nicht recht, warum, und damit es den Weg bezeichnen könnte, steckte es sich beide Taschen voll Erbsen und Linsen. An dem Eingang des Waldes war Asche gestreut, der ging es nach, warf aber bei jedem Schritt rechts und links ein paar Erbsen auf die Erde. Es ging fast den ganzen Tag, bis es mitten in den Wald kam, wo er am dunkelsten war, da stand ein einsames Haus, das gefiel ihm nicht, denn es sah so finster und unheimlich aus. Es trat hinein, aber es war niemand darin und herrschte die größte Stille. Plötzlich rief eine Stimme


"kehr um, kehr um, du junge Braut,

du bist in einem Mörderhaus."


Das Mädchen blickte auf und sah, daß die Stimme von einem Vogel kam, der da in einem Bauer an der Wand hing. Nochmals rief er


"kehr um, kehr um, du junge Braut,

du bist in einem Mörderhaus."


Da ging die schöne Braut weiter aus einer Stube in die andere und ging durch das ganze Haus, aber es war alles leer und keine Menschenseele zu finden. Endlich kam sie auch in den Keller, da saß eine steinalte Frau, die wackelte mit dem Kopfe. "Könnt Ihr mir nicht sagen," sprach das Mädchen, "ob mein Bräutigam hier wohnt?" - "Ach, du armes Kind," antwortete die Alte, "wo bist du hingeraten! du bist in einer Mördergrube. Du meinst, du wärst eine Braut, die bald Hochzeit macht, aber du wirst die Hochzeit mit dem Tode halten. Siehst du, da hab ich einen großen Kessel mit Wasser aufsetzen müssen, wenn sie dich in ihrer Gewalt haben, so zerhacken sie dich ohne Barmherzigkeit, kochen dich und essen dich, denn es sind Menschenfresser. Wenn ich nicht Mitleid mit dir habe und dich rette, so bist du verloren."


Darauf führte es die Alte hinter ein großes Faß, wo man es nicht sehen konnte. "Sei wie ein Mäuschen still," sagte sie, "rege dich nicht und bewege dich nicht, sonst ists um dich geschehen. Nachts, wenn die Räuber schlafen, wollen wir entfliehen, ich habe schon lange auf eine Gelegenheit gewartet." Kaum war das geschehen, so kam die gottlose Rotte nach Haus. Sie brachten eine andere Jungfrau mitgeschleppt, waren trunken und hörten nicht auf ihr Schreien und Jammern. Sie gaben ihr Wein zu trinken, drei Gläser voll, ein Glas weißen, ein Glas roten und ein Glas gelben, davon zersprang ihr das Herz. Darauf rissen sie ihr die feinen Kleider ab, legten sie auf einen Tisch, zerhackten ihren schönen Leib in Stücke und streuten Salz darüber. Die arme Braut hinter dem Faß zitterte und bebte, denn sie sah wohl, was für ein Schicksal ihr die Räuber zugedacht hatten. Einer von ihnen bemerkte an dem kleinen Finger der Gemordeten einen goldenen Ring, und als er sich nicht gleich abziehen ließ, so nahm er ein Beil und hackte den Finger ab: aber der Finger sprang in die Höhe über das Faß hinweg und fiel der Braut gerade in den Schoß. Der Räuber nahm ein Licht und wollte ihn suchen, konnte ihn aber nicht finden. Da sprach ein anderer "hast du auch schon hinter dem großen Fasse gesucht?" Aber die Alte rief "kommt und eßt, und laßt das Suchen bis morgen: der Finger läuft euch nicht fort."


Da sprachen die Räuber "die Alte hat recht," ließen vom Suchen ab, setzten sich zum Essen, und die Alte tröpfelte ihnen einen Schlaftrunk in den Wein, daß sie sich bald in den Keller hinlegten, schliefen und schnarchten. Als die Braut das hörte, kam sie hinter dem Faß hervor, und mußte über die Schlafenden wegschreiten, die da reihenweise auf der Erde lagen, und hatte große Angst, sie möchte einen aufwecken. Aber Gott half ihr, daß sie glücklich durchkam, die Alte stieg mit ihr hinauf, öffnete die Türe, und sie eilten, so schnell sie konnten, aus der Mördergrube fort. Die gestreute Asche hatte der Wind weggeweht, aber die Erbsen und Linsen hatten gekeimt und waren aufgegangen, und zeigten im Mondschein den Weg. Sie gingen die ganze Nacht, bis sie morgens in der Mühle ankamen. Da erzählte das Mädchen seinem Vater alles, wie es sich zugetragen hatte.


Als der Tag kam, wo die Hochzeit sollte gehalten werden, erschien der Bräutigam, der Müller aber hatte alle seine Verwandte und Bekannte einladen lassen. Wie sie bei Tische saßen, ward einem jeden aufgegeben, etwas zu erzählen. Die Braut saß still und redete nichts. Da sprach der Bräutigam zur Braut "nun, mein Herz, weißt du nichts? erzähl uns auch etwas." Sie antwortete "so will ich einen Traum erzählen. Ich ging allein durch einen Wald und kam endlich zu einem Haus, da war keine Menschenseele darin, aber an der Wand war ein Vogel in einem Bauer, der rief


"kehr um, kehr um, du junge Braut,

du bist in einem Mörderhaus."


Und rief es noch einmal. Mein Schatz, das träumte mir nur. Da ging ich durch alle Stuben, und alle waren leer, und es war so unheimlich darin; ich stieg endlich hinab in den Keller, da saß eine steinalte Frau darin, die wackelte mit dem Kopfe. Ich fragte sie "wohnt mein Bräutigam in diesem Haus?" Sie antwortete "ach, du armes Kind, du bist in eine Mördergrube geraten, dein Bräutigam wohnt hier, aber er will dich zerhacken und töten, und will dich dann kochen und essen." Mein Schatz, das träumte mir nur. Aber die alte Frau versteckte mich hinter ein großes Faß, und kaum war ich da verborgen, so kamen die Räuber heim und schleppten eine Jungfrau mit sich, der gaben sie dreierlei Wein zu trinken, weißen, roten und gelben, davon zersprang ihr das Herz. Mein Schatz, das träumte mir nur. Darauf zogen sie ihr die feinen Kleider ab, zerhackten ihren schönen Leib auf einem Tisch in Stücke und bestreuten ihn mit Salz. Mein Schatz, das träumte mir nur. Und einer von den Räubern sah, daß an dem Goldfinger noch ein Ring steckte, und weil er schwer abzuziehen war, so nahm er ein Beil und hieb ihn ab, aber der Finger sprang in die Höhe und sprang hinter das große Faß und fiel mir in den Schoß. Und da ist der Finger mit dem Ring." Bei diesen Worten zog sie ihn hervor und zeigte ihn den Anwesenden.


Der Räuber, der bei der Erzählung ganz kreideweiß geworden war, sprang auf und wollte entfliehen, aber die Gäste hielten ihn fest und überlieferten ihn den Gerichten. Da ward er und seine ganze Bande für ihre Schandtaten gerichtet.

.

.

.



Fitchers Vogel

Πουλί Φιτσερ

Ein Märchen der Brüder Grimm

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

- μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Μια φορά ήταν ένας μάγος που σε ζητιανο μεταμορφώνονταν κι άρπαζε τα όμορφα κορίτσια.

Κανένας δεν ήξερε που τα πήγαινε,αφού ποτέ δεν τα ξαναβλεπαν.

Κάποτε πέρασε έξω απ'τη πόρτα 

ενός ανθρώπου,που'χε τρια κορίτσια, είχε τη μορφή ζητιάνου και στον ώμο ένα σακί,δήθεν για να'βαζει αυτά που μάζευε.

Παρακάλεσε για λίγο φαι κι όταν η πιο μεγάλη βγήκε έξω  να του δώσει ένα κομμάτι ψωμι,την άρπαξε και την έχωσε στο σακί.

Κι έφυγε με γρήγορα βήματα και την πήγε σ'ενα σκοτεινό δάσος ,στη μέση του.

Μέσα στο σπίτι όλα έλαμπαν ,ότι ήθελε θα της το'δινε,και της είπε.

Θησαυρός μου,μαζί μου θα σ' αρέσει,επειδή όλα θα τα'χεις,ότι

η καρδιά σου θέλει 

Μετά από μερικές μέρες της ειπε.

Πρέπει να ταξιδεψω μακριά και για λίγο μόνη να σ' αφήσω,αυτά'ναι τα κλειδιά του σπιτιού,μπορείς παντού να πας κι όλα να τα δεις,μονάχα σε μια αίθουσα,κι αυτό το μικρό κλειδί την ανοίγει,στ'απαγορευω με τιμωρία τη ζωή σου.

Επίσης της έδωσε ένα αυγό και της είπε.

Τ'αυγο θέλω να το προσέχεις,πάντα να το'χεις μαζί σου,γιατί αν το χάσεις,μια μεγάλη δυστυχία θα πέσει.

Αυτή πήρε τα κλειδιά και τ'αυγο και υποσχέθηκε σ'ολα να υπακούσει.

Όταν εκεινος έφυγε μακριά,εκείνη περιπλανηθηκε στο σπίτι από κάτω μέχρι πάνω κι όλα τα'δε,τις αίθουσες να λάμπουν  απ'τ'ασημι και απ'το  χρυσό,

ποτέ μια τέτοια μεγάλη  πολυτέλεια δεν είχε δει 

Τελικά ήρθε μπροστά στην απαγορευμένη πόρτα,θέλησε να την προσπεράσει,όμως η περιέργεια δεν την άφησε σε ησυχία.Κοιταξε το κλειδί,σαν να'ταν άλλος,το βάλε μέσα και το'στριψε λίγο κι η πόρτα άνοιξε. Κι τι να δει εκεί μέσα,οταν μπήκε, μια μεγάλη λεκάνη γεμάτη αίματα ήταν στη μέση και μέσα κομματιασμένοι πεθαμένοι άνθρωποι,δίπλα ήταν

ένα ξύλινο κουτσουρο και πάνω ένα γιαλιστερο  τσεκούρι.

Τρόμαξε τόσο πουλί,που τ'αυγο που κρατούσε στο χέρι,έπεσε.

Το ξαναμαζεψε και το καθαρισε απ'το αιμα,έγινε όπως ήταν,αλλά

για λίγο,τα σημάδια απ'το αιμα δεν έφυγαν.

Μετά από λίγο γύρισε ο άντρας απ'το ταξίδι,και το πρωτο που ζήτησε,ήταν το κλειδί και τ'αυγο 

Αυτή του τα'δωσε,όμως ετρεμε,γιατί αυτός απ'τις κόκκινες κηλίδες κατάλαβε πως μπήκε στην αίθουσα του αίματος.

Παράκουσες τη θέληση μου στην καμάρα πηγες,της είπε,πάλι εκεί παρά τη θέληση σου  θα ξαναπας,Η ζωή σου τελείωσε.

Την πέταξε κάτω,την άρπαξε απ'τα μαλλιά,της έβαλε το λαιμό πάνω στο κουτσουρο και την έκοψε κομμάτια,το κόκκινο αίμα 

έτρεχε στο πάτωμα,Ύστερα την ερριξε με τους υπόλοιπους στη λεκάνη.

Τώρα θέλω τη δεύτερη να πάρω,είπε ο μάγος,και ξαναπήγε με τη μορφη του ζητιάνου στο σπίτι μπροστά και ζητιανευε.

Όταν η δεύτερη του'φερε ένα κομμάτι ψωμί την άρπαξε όπως 

την πρώτη και την έφερε μακριά 

Αυτή δεν πέρασε καλύτερα απ'την αδερφή της,απ'την περιέργεια της άνοιξε την καμάρα του αιματος και με την επιστροφή του πλήρωσε με τη ζωή της.

Τώρα αυτός πήγε και πήρε την τρίτη.Ομως αυτή ήταν εξυπνη και προσεκτικη.Οταν τα κλειδιά και τ'αυγο της έδωσε και πήγε για ταξίδι, πρώτον φύλαξε τ'αυγο,μετά είδε το σπίτι και στο τέλος μπήκε στην απαγορευμένη καμάρα.

Και τι να δει!τις δύο αγαπημένες της αδερφες,ανελέητα σκοτωμένες,μέσα στη λεκάνη.

Έψαξε τα μέλη τους και τα'βαλε

όπως πρεπει μαζί,κεφάλι,κορμί,χέρια και πόδια.Κι όταν τίποτα δεν έλειπε,άρχισαν τα μέλη να κινουνται,και τα δυο κορίτσια άνοιξαν τα μάτια κι ήταν πάλι ζωντανές.Ποσο χάρηκαν και φιλουσε η μια την άλλη!

Μετά τις έβγαλε και τις δυο εξω και τις έκρυψε.

Ο άντρας κατά την επάνοδο του ζήτησε τα κλειδιά και τ'αυγο κι όταν δεν μπόρεσε να δει κανένα ίχνος από αίμα πάνω,είπε.

Πέρασες τη δοκιμασία,πρέπει γυναίκα μου να γίνεις.

Όμως αυτός τωρα δεν είχε καμία δύναμη πάνω της κι έπρεπε να κάνει ότι θα του ζητούσε.

Πολύ καλά,απάντησε αυτή,πρέπει πριν ένα καλάθι γεμάτο χρυσο στον πατέρα μου και στη μάνα μου να πας κι ο ίδιος πάνω στην πλάτη σου να το κουβαλήσεις,γιατί εγώ εδώ το γάμο θα ετοιμάσω.

Μετά πήγε στο καμαράκι της,που'χε κρύψει τις αδερφές της.

Τώρα,τις είπε,ήρθε η στιγμή,που μπορώ να σας σώσω,ο κακούργος ο ίδιος θα σας ξαναπάει στο σπίτι,όμως μόλις στο σπίτι είστε,βοήθεια να μου δωστε

 Κατόπιν έβαλε και τις δυο σ'ενα καλάθι και το σκέπασε μέχρι πάνω με χρυσό,που τίποτα να μην φαίνεται και φώναξε τον μάγο να'ρθει μέσα και του'πε.

Τώρα κουβαλα το καλάθι,όμως να μην σταματήσεις στο δρόμο και να ξεκουραστείς,απ'το μικρό παραθυράκι θα κοιταζω και θα προσεχω.

Ο μάγος φορτώθηκε το καλάθι στη πλάτη του κι έφυγε,όμως ήταν τόσο βαρύ,που ο ιδρώτας έτρεχε στο πρόσωπο του και φοβόνταν πως θα πεθάνει.

Τότε κάθισε κάτω κι ηθελε λίγο να ξεκουραστεί,όμως αμέσως φώναξε η μια μέσα απ'το καλάθι .

Σε βλέπω απ'το παραθυράκι μου,πως ξεκουράζεσαι,σήκω και τράβα.

Αυτός νομισε,πως η νύφη του φώναξε και ξεκίνησε πάλι.

Ακόμα μια φορά θέλησε να καθήσει,όμως ξαναφωναξαν.

Σε βλέπω απ'το παραθυράκι μου,πως ξεκουράζεσαι,σήκω και τράβα.

Και μετα όταν σταματούσε,του

φώναζαν,και ξεκινούσε,και τελικά ξεπνοος το καλάθι με οτο χρυσο και τα δυο κορίτσια 

στο σπίτι των γονέων τους έφερε.

Στο σπίτι λοιπόν η νύφη ετοίμαζε τη γιορτη του γάμου.

Πήρε ένα κεφάλι πεθαμένου με 

δόντια που χαμογελούσαν και του'βαλε ένα κόσμημα και το' φερε ψηλά μπροστά στ'σνοιγμα της σοφιτας  και τ'αφησε από κει προς τα έξω να κοιτάζει.

Τότε προσκαλεσε τους φίλους του μάγου στη γιορτή,κι όταν αυτό εγινε,μπήκε σ'ενα βαρέλι με μέλι,έπειτα κόλλησε φτερα κι εμοιαζε  με παράξενο πουλί και κανένας άνθρωπος δεν μπουρουσε να την αναγνωρισει.

Έτσι βγήκε απ'το σπίτι έξω,και στο δρόμο συνάντησε μια ομάδα 

απ'τους καλεσμένους του γάμου,που ρωτησαν.


πουλί φιτσερ από που ερχεσαι;

ερχομαι απ'το φιτζ-φιτσερ σπίτι

και τι κάνει εκει η νυφουλα;

το σπίτι έχει σκουπίσει από κάτω μεχρι πάνω 

κι απ'τ'ανοιγμα της σοφίτας έξω κοιτάζει.


Τελικά συνάντησε τον γαμπρό,που ξεθεωμενος γύριζε.Κι αυτός ρώτησε όπως οι άλλοι.


πουλί φιτσερ από που ερχεσαι;

έρχομαι απ'το φιτζ-φιτσερ σπίτι

και τι κάνει εκει η νυφουλα;

το σπίτι έχει σκουπίσει από κάτω κιμεχρι πάνω 

κι απ'τ'ανοιγμα της σοφίτας έξω κοιτάζει.


Ο γαμπρός κοίταξε πάνω κι είδε το καθαρισμένο κεφάλι του πεθαμένου,του φάνηκε,πως της νύφης του ήταν,και της εγνεψε και την χαιρέτησε φιλικά.

Όμως καθώς αυτός κι οι καλεσμένοι του μπήκαν μέσα στο σπίτι,τότε ήρθε κι η βοήθεια απ'τις αδερφές.

Έκλεισαν όλες τις πόρτες του σπιτιού,για να μην μπορέσει κανένας να ξεφύγει  κι εβαλαν φωτιά,για να καει ο μάγος μαζί με τους κακοποιούς του.

.

.

Fitchers Vogel

Ein Märchen der Brüder Grimm

Κι

Es war einmal ein Hexenmeister, der nahm die Gestalt eines armen Mannes an, ging vor die Häuser und bettelte und fing die schönen Mädchen. Kein Mensch wußte, wo er sie hinbrachte, denn sie kamen nie wieder zum Vorschein. Nun trat er auch einmal vor die Thüre eines Mannes, der drei schöne Töchter hatte, sah aus wie ein armer schwacher Bettler und trug eine Kötze auf dem Rücken, als wollte er milde Gaben darin sammeln. Er bat um ein bischen Essen, und als die älteste herauskam und ihm ein Stück Brot reichen wollte, rührte er sie nur an, und sie mußte in seine Kötze springen. Darauf eilte er mit starken Schritten fort und trug sie in einen finstern Wald zu seinem Haus, das mitten darin stand. In dem Haus war alles prächtig: er gab ihr, was sie nur wünschte und sprach: "Mein Schatz, es wird dir wohl gefallen bei mir, denn du hast alles, was dein Herz begehrt." Das dauerte ein paar Tage, da sagte er: "Ich muß fortreisen und dich eine kurze Zeit allein lassen, da sind die Hausschlüssel: du kannst überall hingehen und alles betrachten, nur nicht in eine Stube, die dieser kleine Schlüssel da aufschließt, das verbiet ich dir bei Lebensstrafe." Auch gab er ihr ein Ei und sprach: "Das Ei verwahre mir sorgfältig und trag es lieber beständig bei dir, denn gienge es verloren, so würde ein großes Unglück daraus entstehen." Sie nahm die Schlüssel und das Ei, und versprach alles wohl auszurichten. Als er fort war, gieng sie in dem Haus herum von unten bis oben und besah alles: die Stuben glänzten von Silber und Gold und sie meinte, sie hätte nie so große Pracht gesehen. Endlich kam sie auch zu der verbotenen Thür, sie wollte vorüber gehen, aber die Neugierde ließ ihr keine Ruhe. Sie besah den Schlüssel, er sah aus wie ein anderer, sie steckte ihn ein und drehte ein wenig, da sprang die Thür auf. Aber was erblickte sie, als sie hinein trat: ein großes blutiges Becken stand in der Mitte, und darin lagen todte zerhauene Menschen: daneben stand ein Holzblock und ein blinkendes Beil lag darauf. Sie erschrak so sehr, daß das Ei, das sie in der Hand hielt, hineinplumpte. Sie holte es wieder heraus und wischte das Blut ab, aber vergeblich, es kam den Augenblick wieder zum Vorschein, sie wischte und schabte, aber sie konnte es nicht herunterkriegen.


Nicht lange, so kam der Mann von der Reise zurück, und das erste, was er forderte, war der Schlüssel und das Ei. Sie reichte es ihm hin, aber sie zitterte dabei, und er sah gleich an den rothen Flecken, daß sie in der Blutkammer gewesen war. "Bist du gegen meinen Willen in die Kammer gegangen," sprach er, "so sollst du jetzt gegen deinen Willen wieder hinein. Dein Leben ist zu Ende." Er warf sie nieder, schleifte sie an den Haaren hin, schlug ihr das Haupt auf dem Block ab und zerhackte sie, daß ihr rothes Blut auf dem Boden dahin floß. Dann warf er sie zu den übrigen ins Becken.


"Jetzt will ich mir die zweite holen," sprach der Hexenmeister, gieng wieder in Gestalt eines armen Mannes vor das Haus und bettelte. Da brachte ihm die zweite ein Stück Brot, und er fieng sie wie die erste durch ein bloßes Anrühren und trug sie fort. Es ergieng ihr nicht besser als ihrer Schwester, sie ließ sich von ihrer Neugierde verleiten, öffnete die Blutkammer und mußte es bei seiner Rückkehr mit dem Leben büßen. Er gieng nun und holte die dritte. Die aber war klug und listig. Als er ihr Schlüssel und Ei gegeben hatte und fortgereist war, verwahrte sie das Ei erst sorgfältig, dann besah sie das Haus und gieng zuletzt in die verbotene Kammer. Ach, was erblickte sie! ihre beiden lieben Schwestern lagen, jämmerlich ermordet, in dem Becken. Aber sie hub an und suchte die Glieder zusammen und legte sie zurecht, Kopf, Leib, Arm und Beine. Und als nichts mehr fehlte, da fiengen die Glieder an sich zu regen und schlossen sich aneinander: und beide Mädchen öffneten die Augen und waren wieder lebendig. Wie freueten sie sich, küßten und herzten einander! Dann führte sie die beiden heraus und versteckte sie. Der Mann forderte bei seiner Ankunft Schlüssel und Ei und als er keine Spur von Blut daran entdecken konnte, sprach er: "Du hast die Probe bestanden, du sollst meine Braut sein." Er hatte aber jetzt keine Macht mehr über sie und mußte thun, was sie verlangte. "Wohlan," antwortete sie, "du sollst vorher einen Korb voll Gold meinem Vater und meiner Mutter bringen und selbst auf deinem Rücken hintragen, dieweil will ich die Hochzeit hier bestellen." Darauf gieng sie in ihr Kämmerlein, wo sie ihre Schwestern versteckt hatte. "Jetzt," sprach sie, "ist der Augenblick gekommen, wo ich euch retten kann, der Bösewicht soll euch selbst wieder heimtragen: aber sobald ihr zu Hause seid, laßt mir Hilfe zukommen." Dann setzte sie beide in einen Korb und deckte sie mit Gold ganz zu, daß nichts von ihnen zu sehen war, und rief den Hexenmeister herein und sprach: "Nun trag den Korb fort, aber daß du mir unterwegs nicht stehen bleibst und ruhest, ich schaue durch mein Fensterlein und habe acht."


Der Hexenmeister hob den Korb auf seinen Rücken und gieng damit fort, er ward ihm aber so schwer, daß ihm der Schweiß über das Angesicht lief und er fürchtete todtgedrückt zu werden. Da setzte er sich nieder und wollte ein wenig ruhen, aber gleich rief eine im Korbe: "Ich schaue durch mein Fensterlein und sehe, daß du ruhst, willst du weiter." Er meinte, die Braut rief ihm das zu und machte sich wieder auf. Nochmals wollte er sich setzen, da rief es abermals "ich schaue durch mein Fensterlein und sehe, daß du ruhst, willst du gleich weiter." Und so oft er stillstand, rief es, und da mußte er fort, bis er endlich ganz außer Athem den Korb mit dem Gold und den beiden Mädchen in ihrer Eltern Haus brachte.


Daheim aber ordnete die Braut das Hochzeitsfest an. Sie nahm einen Todtenkopf mit grinsenden Zähnen und setzte ihm einen Schmuck auf und trug ihn oben vors Bodenloch und ließ ihn da herausschauen. Dann ladete sie die Freunde des Hexenmeisters zum Fest ein, und wie das geschehen war, steckte sie sich in ein Faß mit Honig, schnitt das Bett auf und wälzte sich darin, daß sie aussah wie ein wunderlicher Vogel und kein Mensch sie erkennen konnte. Da gieng sie zum Haus hinaus, und unterwegs begegnete ihr ein Theil der Hochzeitsgäste, die fragten:

"Du Fitchers Vogel, wo kommst du her?"

"Ich komme von Fitze Fitchers Hause her."Mi

"Was macht denn da die junge Braut?"

"Hat gekehrt von unten bis oben das Haus

und guckt zum Bodenloch heraus."

Endlich begegnete ihr der Bräutigam, der langsam zurückwanderte. Er fragte wie die andern:

"Du Fitchers Vogel, wo kommst du her?"

"Ich komme von Fitze Fitchers Hause her."

"Was macht denn da meine junge Braut?"

"Hat gekehrt von unten bis oben das Haus

und guckt zum Bodenloch heraus."

Der Bräutigam schaute hinauf und sah den geputzten Todtenkopf: da meinte er, es wäre seine Braut und nickte ihr zu und grüßte sie freundlich. Wie er aber sammt seinen Gästen ins Haus gegangen war, da kam die Hilfe von den Schwestern an. Sie schlossen alle Thüren des Hauses zu, daß niemand entfliehen konnte, und steckten es an, daß der Hexenmeister mitsamt seinem Gesindel verbrannte.

.

.

.



Ηρακλης-3μ χ 4,5μ-χ.ν.κουβελης c.n.cpuvelis


Ηρακλής και Διηάνειρα-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


χτύπησε το τηλέφωνο του,κοίταξε τον αριθμό,

-γιατί δεν το σηκώνεις;είπε η Διηάνειρα,

-αυτοι οι ενοχλητικοί είναι,επιμένουν για τη σειρά,απάντησε ο Ηρακλής

-ειναι πολλά τα λεφτά και τα χρειαζόμαστε,τον έκοψε η γυναίκα

-σου είπα δεν θέλω τηλεόραση,τους σιχαινομαι

το τηλέφωνό ξαναχτύπησε,κοίταξε τον αριθμό

-αυτοι;ρώτησε η Διηάνειρα

-αυτοι,απάντησε,

είπε ψέματα,ήταν η Ιόλη

νευρίασε,της είχε πει να μην παίρνει στο σπίτι,έσβησε τη κληση,

κάποια φορά θα γίνει το λάθος,

και τότε θα επαναληφθει η ιστορία:το λευκό πουκάμισο θα ποτίσει

με το φαρμάκι του Νέσσου,θα κολλήσει στο κορμί του,και θα ξεκολλάει

με τις σάρκες του,

τόσες φορές έπαιξε αυτό τον ρόλο,και στην Επίδαυρο και στο Ηρώδειο

-η μικρή,και εννοούσε την Ιόλη,είναι ερωτευμένη,του πέταξε η Διηάνειρα,

τρελλαθηκε,ήτανε σχέδιο,κρατήθηκε

-με τον Υλλο μας,επεμενε η γυναίκα

-μ'αυτη τη πουτανα;ξέσπασε,

-αυτες τυλίγουν τους άντρες,επέμενε η γυναίκα

-και συ που το ξέρεις;της φώναξε

-ηρθε το πρωί,και κλείστηκαν μέχρι το μεσημέρι στο δωμάτιο του Υλλου,

επέμενε η γυναίκα

-λες ψέματα,της φώναξε,

-καλα,ψέματα,άμα γαστρωθει τότε τα λέμε,επέμενε εκείνη

-με ποιον;φώναξε

-με τον Υλλο,είπε ήρεμα η γυναίκα

θέλει να μου σπάσει τα νεύρα,σκέφτηκε,

η Ιόλη σήμερα ήταν μαζί του,κολύμπησαν,φάγανε σε μια τουριστική ταβέρνα,

έπειτα πήγαν στο χοτελ,

σιωπή,

η γυναίκα τηγανιζε σαρδέλα,

γιατί δεν την σκοτώνει;τι φοβάται;

-αν απόψε βγεις,εγώ έχω πονοκέφαλο,του είπε,σου έχω σιδερωσει το 

λευκό πουκάμισο

ευκαιρία τώρα να τη σκοτώσει,

χτύπησε το τηλέφωνο της,το σήκωσε,ναι,ναι,την άκουσε,να περάσεις,αγάπη

μου,καλά,καληνύχτα,έκλεισε το τηλέφωνο

δεν την ρώτησε,

-ο Υλλος ήταν,είπε εκείνη,δεν θα'ρθει απόψε σπίτι,θα κοιμηθει άλλου,

μάλλον στην Ιόλη,την άκουσε τα γελάει

-σκασε,της φώναξε,την άρπαξε και την πέταξε κάτω,την κλωτσούσε στη

κοιλιά,

την παράτησε εκεί,

εκεινη ανασανε βαριά,

-εισαι τρελός για κείνη,ακούστηκε αδύναμη η φωνή της,δεν μπορείς να

το κρύψεις,εσύ ήσουνα πάντα γενναίος,γιατί δεν το παραδέχεσαι;

κάποτε,συνέχισε εκείνη,σ'αγαπουσα,έλεγα πως δεν θα μπορούσα να ζήσω

χωρίς εσένα,έπειτα άλλαξα,ερωτεύτηκα τρελα τον Νεσσο,εσύ το'μαθες,

και τον σκοτώσες,δεν στο συγχώρεσα ποτέ,ήθελα να σε εκδικηθώ,ούτε

ο Υλλος είναι παιδί σου,είναι εκείνου,τώρα σκότωσε με,που έμαθες την

αληθεια,

σιωπή,

έβλεπε την γυναίκα σε εμβρυϊκή στάση στο πάτωμα,

σιωπη,

έβαλε το λευκό πουκάμισο,ντύθηκε,βγήκε,

η Ιόλη τον περίμενε στο διαμέρισμα της,

-θελω να χωρίσουμε,της είπε,

η κοπέλα γέλασε,

-παλι τα ίδια;τύψεις;

-τα'χεις με τον Υλλο,

του'βγαλε το πουκάμισο,

-θελεις να κλείσω το φως;του είπε

-κλειστο,της φώναξε,σαν να την διέταξε

η κοπέλα υπάκουσε,

.

-

.

 



ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΌΡΗΜΑ INFINITUM AFFINITY

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


το τελευταίο του μυθιστόρημα INFINITUM AFFINITY ήταν έτοιμο προς έκδοση,

πρωί στα γραφεία του εκδοτικού οίκου,ο διάσημος συγγραφέας φορούσε

ένα σκούρο κουστούμι με γκρι γραβάτα,κάπνιζε πούρο κι έπινε ουίσκι,

απέναντι του ο μεγαλοεκδοτης,αντικαπνιστης,έπινε ουίσκι,

-συμφωνα με τους επιμελητές των εκδόσεων μας αυτό το βιβλίο θα είναι σκάνδαλο,είπε ο εκδότης,μέγα σκάνδαλο,το τόνισε

-οι επιμελητές,κύριε,τον έκοψε με σταθερή φωνή ο συγγραφέας,είναι μόνο

επιμελητες,δεν είναι συγγραφείς,αλλιμονο αν η λογοτεχνία υπακουε σε

υποδείξεις

-δηλαδη επιμενεται να εκδοθεί έτσι όπως είναι;είπε ο εκδότης

-φυσικα,αυτό είναι είναι το μυθιστόρημα,όπως το συνέλαβε ο συγγραφέας,

και τίποτα άλλο,αλλιώς αρνουμαι να εκδοθεί,απάντησε ο συγγραφέας με την

ίδια σταθερή φωνη

-μα θα είναι μεγάλη αποτυχία,αντέδρασε ο επιχειρηματίας,

-αυτο,κύριε,λίγο με ενδιαφέρει,απάντησε,επέμενε, ο λογοτέχνης

το βιβλίο τελικά κυκλοφόρησε,

αγοράσθηκε,μπεστ σελλερ,

αυτό θεωρήθηκε από τους κριτικούς ακατανόητο,σε μια  ψυχολογικη αναλυση

των αναγνωστών,ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΚΑΙ  ΦΕΤΙΧ,το βιβλίο  θεωρηθηκε,ερμηνεύτηκε,

ως το λατρευτικό φετίχ που αντιπροσώπευε ο διάσημος συγγραφεας,

το βιβλιο-μυθιστορημα είχε τον τίτλο,INFINITUM AFFINITY(ΑΠΕΙΡΗ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ),

το εξώφυλλο γκρι χρώμα,χωρίς το όνομα του συγγραφέα,σελίδες 251,οι πρώτες 7 σελιδες ήταν γραμμένες με συμβατικό τρόπο,σύμφωνα το γνωστό ύφος του συγγραφέα,κυριολεκτικες προτάσεις,σχεδόν πλήρη αποφυγή επιθέτων,

διαφαίνονταν αστυνομική πλοκή,κάποιο μυστήριο,με προεκτάσεις φιλοσοφικές και μεταφυσικές,

μετά την έβδομη σελίδα όλα άλλαζαν,δεν υπήρχαν διακριτές προτάσεις,

σημεία στιξεις,οι λέξεις φαίνονταν σαν είχαν διαλεχτει στην τύχη,ούτε συντακτική δομή,δεν υπήρχε καμία οργάνωση και ανάπτυξη νοήματος,

ένας γρίφος,ένα κειμενο-λαβυρινθος,

υποθετηκαν διάφορα:πως ο διάσημος συγγραφέας τρελάθηκε,πως έκανε πλάκα,

να εξευτελίσει όλη τη λογοτεχνία,μια ριζική ρήξη του τι σημαίνει λογοτεχνικό

έργο,ναρκισσισμος,εφαρμογή της θεωρίας του Χάους,ακραίο σχιζοφρενικο έργο,

η τάξη αναπόφευκτα,λόγω αβεβαιοτήτων και τυχαιότητας,σε αταξία,ΕΝΤΡΟΠΙΑ,

η λογοτεχνία είναι πολυπλοκότητα,

απέφευγε τις συνεντεύξεις,στην ερώτηση:τελικά τι είναι αυτό το βιβλίο;

απαντούσε έτσι:αυτό το βιβλίο εντέλει είναι η λογοτεχνία

-γραφετε,θα ξαναγράψεται;,ρωτούσαν οι δημοσιογράφοι,

-Οχι,κύριοι,τέλος,η μονολεκτική του απάντηση

ένα πρωί παρουσιάστηκε στα γραφεία του εκδοτικού οίκου με τον δικηγόρο

του,

φορούσε σκούρο κουστούμι και γκρι γραβάτα,κάπνιζε πούρο κι έπινε ουίσκι,

-κυριε,είπε με σταθερό τόνο στον εκδότη,δεν επιθυμώ πλέον την περαιτέρω

επανεκδοση των προηγούμενων έργων μου,όπως και μεταφράσεων τους,

αυτά τα έργα μου δεν με εκφράζουν,και είναι σαν ποτέ να μην έχουν γραφτεί,

να αποσυρθούν,να καταστραφούν,το μόνο που με ενδιαφέρει είναι το INFINITUM AFFINITY,θα μιλησετε τα τεχνικά νομικά ζητηματα με τον δικηγόρο μου,

ο εκδότης,δυσαρεστήθηκε,αλλά διπλωματικά δεν του το έδειξε,ήταν τεράστιο

γι'αυτόν οικονομικό πρόβλημα,τα βιβλία του  πουλούσαν,και μεταφράζονταν

σε όλο τον κόσμο,

-οπως θέλετε,είπε

-Καλημερα σας,είπε χαμογελωντας ο συγγραφέας,τους άφησε κι εφυγε

.

.

.



Κι




deux ou trois choses que je peux écrire sur  courtesan Ninon de l'Enclos

δύο η' τρια πράγματα που μπορώ να γράψω για την courtesan Ninon de l'Enclos

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Διαβάζω από το γράμμα της Ninon de l'Enclos στον Marquis de Villarceaux


à Picpus, ce 23 décembre 1650


Je vous tiens parole, marquis ;

κράτησα το λόγο μου,μαρκησιε

... lisez moi avec attention διαβαστε με προσοχη je vois bien qu’il faut que je vous confie ce qui se passe dans votre cœur.

θα σας πω τι συμβαίνει μέσα στη καρδιά σας...

Je vous ai dit cent fois que je ne voulais vous enchaîner que par les plaisirs.

σας το έχω πει εκατό φορές ότι δεν θα ήθελα πάρα να σας αλυσσοδεσω με τις απολαυσεις

 C’est un amant que j’aime et non pas un esclave…

 είναι ένας εραστής που αγαπώ κι όχι ένας σκλάβος... 

Si mademoiselle d’Aubigné m’enlève votre cœur, je ne m’en prends qu’à moi.

αν η mademoiselle d'Aubigne από  μένα πάρει τη καρδιά σας,εγώ φταίω

 Depuis longtemps j’ai découvert le feu secret dont vous brûliez pour elle. 

από καιρό έχω ανακαλύψει τη μυστική φωτιά που σας καίει για αυτή

Je m’en suis aperçue, même avant vous, marquis ,

το έχω καταλάβει μπροστά από σας μαρκησιε...

la connaissance du caractère de mademoiselle d’Aubigné est devenue une étude particulière pour moi. 

για να γνωρίσω το χαρακτήρα της mademoiselle d'Aubigne έκανα ειδική μελέτη για μένα.

Sans cesse je me suis mise en parallèle avec elle.

ακαταπαυστα την παραλληλιζα με μένα.

 Nos défauts, nos agréments, tout a été comparé mille fois, tout a été calculé, combiné avec vos goûts, avec le genre de votre esprit, et de votre caractère.

τις ατέλειες μας,τις χαρες μας,

όλα χίλιες φορές συγκρίθηκαν ,υπολογίστηκαν,συνδιαστηκαν με τα δικά σας γούστα,με το είδος του πνευματος σας και με τον χαρακτήρα σας,

 Il s’agissait de découvrir ce charme secret qui faisait triompher ma rivale ;

,για να ανακαλυψω τη μυστική γοητεία με την οποία θριάμβευσε η αντίπαλος μου.

... 

Adieu, marquis ; si le temps fane les fleurs qui vous aviez jetées sur ma vie, je veux en recueillir ce qui reste, et lui dérober du moins quelques traces du bonheur dont m’avez enivré. Je serai après demain à Paris ; je me sens le courage de vous voir.

Αντίο,μαρκησιε,αν ο χρόνος μαρανει τα λουλούδια που έχετε ρίξει στη ζωή μου,θέλω να  μαζέψω αυτό που μένει από αυτά,και να κλέψω τουλάχιστον κάποια ίχνη της ευτυχίας με την οποία με έχετε μεθύσει.

Μεθαυριο θα είμαι στο Παρίσι.

Εχω το κουράγιο να σας δω.


Κοιτάζω τις εικόνες της διάσημης courtesan Ninon de l'Enclos,1620-1705,,μια άφθαρτη ομορφιά,Συμφωνία με τον διάβολο,

η γυναίκα απέναντι μου θυμάται:

'ημουνα πάνω από ένα μηνα έγκλειστη στο Madelonnettes Convent,το 1656,εκεί πήγαιναν τις γυναίκες που παραβίαζαν την έκτη εντολή,Ου μοιχευσεις,

τις πουτανες σαν εμένα,ένιωθα φοβερές ενοχές,τις νύχτες δεν κοιμόμουν,μια φορά βύθισα στο μουνι μου ένα μαχαίρι,με βρήκαν στα αίματα λιποθυμη,με έβαλαν στην απομόνωση και μου επέβαλαν να προσεύχομαι γονατιστή δέκα λεπτά ανά μία ώρα,μερα και νύχτα,μισούσα το σώμα μου,αυτό είναι η κόλαση μου έλεγα,γι'αυτό τιμωρούμαι σκληρά,

και τότε την είδα για πρώτη φορά,ένας άγγελος εξ ουρανού,

πόσο όμορφη ήταν,δεν ήξερα τίποτα γι'αυτη,ποιο το αμάρτημα της,όχι δεν πρέπει να'ταν πουτανα σαν εμάς,δεν  μας ένοιαζε,έμαθε για μένα,με πλησίασε,με λένε Ninon είπε,μη φοβάσαι το σώμα σου,αυτό είναι το πεπρωμένο σου,γι'αυτό γεννήθηκες,να προσφέρεις και να δέχεσαι την απόλαυση,ερωτευσου τους άντρες που αξίζουν για σένα,κάνε τους ευτυχισμένους και γίνε κι εσύ ευτυχισμένη,

γευσου την ερωτική χαρα όσο καιρό θα είσαι μαζί τους,κι άφησε τους όταν σου περάσει ο έρωτας,και αν τους περάσει μην στεναχωριέσαι,οι ερωμενοι δεν είναι σκλάβοι για πάντα,κράτησε την ευχαρίστηση κι όχι τον πόνο,δεν υπάρχει ψυχή,στο λέω εγώ η Ninon de l'Enclos η courtesan της Γαλλίας,πουθενά δεν θα δώσεις λόγο,ούτε σε κοσμικες

ούτε σε υπέρ πέραν,όπως θέλουν να τις λένε,εξουσίες,η

ηδονή του σώματος είναι το παν,

αυτή δεν την πείραξαν,όταν μετά από λίγο έφυγε από το μοναστήρι,εμένα,χωρίς πλέον προστάτη,με βασάνισαν,μέχρι που κάποια μέρα με κάλεσαν και μου είπαν πως είμαι ελεύθερη


Την άκουσα :

Και λίγο πρέπει,έκανα υπόδειξη στην ηθοποιο,να προσέξεις το συναίσθημα,θέλω όσο γίνεται να είναι ελάχιστο,

δεν είναι μελόδραμα,


Στην πρεμιέρα,φωνή off:

Η Mademoiselle Ninon de l'Enclos να εγκλειστεί στο

Madelonnettes Convent για

καθ'εξιν παράβαση της έκτης 

εντολης'

Απόφαση του Louis XIV καθ'υποδειξιν της Υψηλοτατης μητρός του Άννας της Αυστριακης


Ninon de l'Enclos Salon,28 rue des Tournelles,Marais, Hôtel de Sagonne ,Paris.1667


Η επικούρεια οικοδέσποινα Ninon de l'Enclos,πάντα όμορφη και γοητευτική,απευθύνεται στους εκλεκτούς καλεσμενους,ανακοινώνοντας το προγραμμα-συζητηση της ημέρας.


Αγαπητοί φίλοι.


1η ωρα:

 Une femme se persuade beaucoup mieux qu'elle est aimée par ce qu'elle devine

 que par ce qu'on lui dit.


Μια γυναικα πείθεται πολύ καλύτερα ότι την αγαπούν από αυτο που υπονοεί παρά από αυτο που κάποιος της λεει


2η ώρα:

Si Dieu m'avait fait l'honneur de me consulter, je lui aurais conseillé de placer les rides des femmes sous le talon.


Αν ο Θεός μου έκανε την τιμή να  με συμβουλευτεί,θα τον είχα συμβουλεύσει να βάλει τις ρυτίδες των γυναικών κάτω από την φτερνα


3η ώρα:

L'amour ne meurt jamais de besoin, mais souvent d'indigestion.


Ο έρωτας ποτέ δεν πεθαίνει από ανάγκη,αλλά συχνά από δυσπεψία


4η ώρα 

Les femmes détestent un jaloux qui n'est point aimé ; mais elles seraient fâchées qu'un homme qu'elles aiment ne fût pas jaloux.


Οι γυναίκες απεχθάνονται ένα ζηλιάρη άντρα που δεν αγαπούν,αλλά θα ενοχλούνταν αν ένας άντρας που αγαπούν δεν ζηλευει


5η ώρα:

Il faut plus d'esprit pour faire l'amour que pour conduire des armées.


χρειάζεται περισσότερη εξυπνάδα για να κάνεις έρωτα  παρά για να οδηγείς στρατους


στα intermezzi η Ninon de l'Enclos έπαιζε  λαουτο

.

.

(Κάποιοι από τους Saloniers:


Charles de Saint-Évremond; Antoine Gombaud,Damien Mitton. François de la Rochefoucauld,Jean de La Fontaine, Louis de Rouvroy, Roger de Rabutin,Jean Chapelle, Jean Racine, Nicolas Boileau. Molière, Nicolas Mignard ,Jean-Baptiste Lully.  Henri de Sévigné, Marguerite de la Sablière; Henriette de Coligny, Françoise d’Aubigné, κι ο μικρός Voltaire)

.

.

Ο Edgar Allan Poe στο κωμικό διηγημα του The Spectacles(Τα ματογυαλια),1844, αναφέρει την Ninon de l'Enclos:


And here we separated, while one of the trio began humming a gay vaudeville,of which I caught only the lines-

Ninon, Ninon, Ninon a bas-

A bas Ninon De L'Enclos!

.

.

.

 



Jorinde und Joringel

Τζοριντα και Τζορινγκελ 

Ein Märchen der Brüder Grimm

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Μια φορά ήταν ένας παλιός πυργος στη μέση ενός μεγάλου και πυκνού δάσους,εκεί μέσα κατοικούσε μια γριά γυναίκα μοναχή,που ήταν μεγάλη μάγισσα.

Τη μέρα ήταν γάτα η' νυχτικουκουβαγια και το βράδυ επερνε τη μορφή κανονικού ανθρώπου.

Αυτή τ'αγρια ζώα και τα πουλιά έπιανε και μετά αφού τα'σφαζε τα μαγείρευε και τα'ψηνε.

Όταν κάποιος σε εκατό βήματα απ'τον πυργο πλησίαζε εμενε ακινητος και δεν μπορούσε απ'τη θέση του να μετακινηθεί,μέχρι αυτή να τον απελευθερωσει,αλλ'ομως.αν μια αγνή νεαρή κοπελα σ'αυτον τον κύκλο πλησίαζε,την μεταμόρφωνε σ'ενα πουλί και την έκλεινε σ'ενα κλουβι και μετέφερνε το κλουβί σε μια καμάρα του πυργου.Είχε εφτά χίλιες τέτοια κλουβιά με τόσο σπάνια πουλιά μέσα στον πύργο.

Τότε ζούσε μια νεαρή κοπελα,που ονομάζονταν Τζοριντα,κι ήταν η ομορφότερη απ'τ'αλλα κοριτσια.

Αυτή λοιπόν κι ένας όμορφος νεαρός με τ'ονομα Τζορινγκελ ήταν λογοδοσμενοι.Βρισκονταν στις μέρες του αρραβώνα,κι είχαν μεγάλη ευτυχια.

Ήθελαν τα δυο τους να μιλήσουν και πήγαν στο δάσος να περπατησουν.

Πρόσεξε,είπε ο Τζορινγκελ,να μην πλησιάσεις στον πύργο.

Ήταν ένα όμορφο απόγευμα,ο ήλιος φαίνονταν φωτεινός ανάμεσα απ'τα κλαριά των δέντρων στο σκοτεινο πράσινο του δάσους,και τα τρυγόνια τραγουδούσαν λυπημένα.

Την  Τζοριντα την έπιασαν τα κλάματα κι ο Τζορινγκελ έκλαιγε.

Ένιωθαν αναστατωση,σαν να ήταν να πεθάνουν.

Κοιτάνε γύρω τους,είχαν χαθεί,δεν ήξεραν πως να γυρίσουν σπίτι.

Ακόμα ο μισος ήλιος ήταν πανω απ'το βουνό κι ο μισος κάτω.

Ο Τζορινγκελ μέσα απ'τους θάμνους είδε τον αρχαίο τοίχο του πυργου κοντά,τρόμαξε και 

ένιωσε να πεθαινει.

Η Τζοριντα τραγουδούσε.


το πουλάκι μου με το κόκκινο δακτυλιδακι

τραγουδά λυπημένα,λυπημένα,λυπημενα

τραγουδά στο περιστερακι τον θάνατο του

τραγουδάει λυπημένα 

λι τι τα τι τα


Ο Τζορινγκελ κοίταξε για την Τζοριντα.

Η Τζοριντα ήταν μεταμορφωμένη σ'ενα αηδόνι,που τραγουδούσε τι τα τι τα.

Μια νυχτοκουκουβαγια με γυαλιστερά μάτια πέταξε τρεις φορές εκεί γύρω και εκραζε τρεις φορές βαου βαου κουβαου.

Αυτός στέκονταν όπως μια πέτρα,δεν μπορούσε ούτε να κλάψει,ούτε να μιλήσει,ουτε χέρια ούτε πόδια να κουνησει.

Τώρα ο ήλιος έδυσε,η κουκουβαγια πέταξε μέσα σ'ενα θάμνο κι αμέσως βγήκε μια καμπούρα γριά εξω,κιτρινιαρα και σκελετός,με μεγάλα κόκκινα μάτια,γαμψή μύτη,που μέχρι την άκρη του σαγονιού έφτανε.

Αυτή μουρμουρισε κι άρπαξε τ'αηδονι και το πήρε μακριά στα χέρια.

Ο Τζορινγκελ δεν μπορούσε τίποτα να πει,ούτε απ'τη θέση του να κουνηθεί,τ'αηδονι ήταν  μακρια.

Τελικά ξανα'ρθε η γυναίκα κι είπε με φωνή που ίσα ακουγονταν.

Να λυθούν τα μάγια.

Κι ο Τζορινγκελ λύθηκε.Επεσε στα γόνατα της γυναίκας και την  παρακάλεσε,να του ξαναδώσει την Τζοριντα του,όμως αυτή του'πε πως ποτέ δεν θα την ξαναδεί κι έφυγε μακριά.

Αυτός ουρλιαξε,έκλαψε,όμως όλα ανώφελα.

Κί ο Τζορινγκελ έφυγε μακριά κι έφτασε τελικά σ'ενα ξένο χωριό,όπου φύλαγε πρόβατα γι'αρκετο καιρό .

Συχνά περιπλανιόταν γύρω απ'τον πύργο,όμως δεν πλησίαζε 

Τελικά μια φορά ονειρεύτηκε τη νύχτα πως βρήκε ένα κόκκινο  σαν το αίμα λουλούδι,που στη μέση ήταν ένα όμορφο μαργαριτάρι.

Έκοψε το λουλούδι και πήγε στον πύργο,κι ότι μ'αυτο άγγιζε,λύνονταν τα μάγια,επισης ονειρεύτηκε πως έτσι ξαναβρήκε την Τζοριντα του.

Το πρωί,που ξύπνησε,άρχισε στα βουνά και στα λαγκάδια να ψάχνει,τέτοιο λουλούδι να βρει,έψαξε μέχρι που  την ένατη μερα βρήκε το κόκκινο σαν το αίμα λουλούδι νωρίς το πρωι.Στο μέση ήταν μια μεγάλη σταλαγματια,τόσο μεγάλη όπως το όμορφο μαργαριτάρι.

Αυτό το λουλούδι το μετέφερε μέρα και και νύχτα στον πύργο.

Όταν έφτασε εκατό βήματα κοντά στον πύργο,δεν έμεινε ακίνητος,αλλά έφτασε μέχρι τη πόρτα.Ο Τζορινγκελ χάρηκε πολύ,άγγιξε τη πόρτα με το λουλούδι κι αυτή άνοιξε.Μπηκε μέσα,μέσα στην αυλή άκουσε τα πολλά πουλιά.Προχωρησε και βρήκε τη  σάλα,εκεί ήταν η μάγισσα και τάιζε τα πουλιά στα εφτά χιλιάδες κλουβιά.

Μόλις είδε τον Τζορινγκελ,κακιωσε,κακιωσε πολύ,τον εφτυσε χολή και φαρμάκι,αλλά δεν μπορούσε ούτε δύο βήματα να τον πλησιάσει.

Δεν έστρεψε σ'αυτη και πήγε να δει τα κλουβιά με τα πουλιά,επειδή ήταν πολλές εκατοντάδες αηδόνια,πως τώρα να ξαναβρεί την Τζοριντα του;

Ενώ αυτός κοίταζε,βλέπει την γριά κρυφά ένα κλουβί μ'ενα πουλί να αρπάζει και προς τη πόρτα να πηγαίνει.Αναπηδα γρήγορα κι αγγίζει το κλουβακι με το λουλούδι κι επισης τη γριά γυναίκα,-που τώρα τίποτα πια δεν μπορούσε να μαγέψει,κι η Τζοριντα ήταν εκεί,τον είχε απ'το λαιμό αγκαλιάσει,τόσο όμορφη όπως πάντα ήταν.

Τότε αυτός έκανε όλα τ'αλλα πουλιά παλι νεαρές κοπέλες και πήγε με την Τζοριντα του στο σπίτι κι έζησαν πολλά χρόνια μαζί ευτυχισμένοι.

.

.

Jorinde und Joringel

Ein Märchen der Brüder Grimm


Es war einmal ein altes Schloß mitten in einem großen dicken Wald, darinnen wohnte eine alte Frau ganz allein, das war eine Erzzauberin. Am Tage machte sie sich zur Katze oder zur Nachteule, des Abends aber wurde sie wieder ordentlich wie ein Mensch gestaltet. Sie konnte das Wild und die Vögel herbeilocken, und dann schlachtete sie, kochte und briet es. Wenn jemand auf hundert Schritte dem Schloß nahe kam, so mußte er stillestehen und konnte sich nicht von der Stelle bewegen, bis sie ihn lossprach; wenn aber eine keusche Jungfrau in diesen Kreis kam, so verwandelte sie dieselbe in einen Vogel und sperrte sie dann in einen Korb ein und trug den Korb in eine Kammer des Schlosses. Sie hatte wohl siebentausend solcher Körbe mit so raren Vögeln im Schlosse.


Nun war einmal eine Jungfrau, die hieß Jorinde; sie war schöner als alle andere Mädchen. Die und dann ein gar schöner Jüngling namens Joringel hatten sich zusammen versprochen. Sie waren in den Brauttagen, und sie hatten ihr größtes Vergnügen eins am andern. Damit sie nun einsmalen vertraut zusammen reden könnten, gingen sie in den Wald spazieren. "Hüte dich," sagte Joringel, "daß du nicht so nahe ans Schloß kommst." Es war ein schöner Abend, die Sonne schien zwischen den Stämmen der Bäume hell ins dunkle Grün des Waldes, und die Turteltaube sang kläglich auf den alten Maibuchen.


Jorinde weinte zuweilen, setzte sich hin im Sonnenschein und klagte: Joringel klagte auch. Sie waren so bestürzt, als wenn sie hätten sterben sollen; sie sahen sich um, waren irre und wußten nicht, wohin sie nach Hause gehen sollten. Noch halb stand die Sonne über dem Berg, und halb war sie unter. Joringel sah durchs Gebüsch und sah die alte Mauer des Schlosses nah bei sich; er erschrak und wurde todbang. Jorinde sang:

"Mein Vöglein mit dem Ringlein rot

singt Leide, Leide, Leide:

es singt dem Täubelein seinen Tod,

singt Leide, Lei - zicküth, zicküth, zicküth."

Joringel sah nach Jorinde. Jorinde war in eine Nachtigall verwandelt, die sang zicküth, zicküth. Eine Nachteule mit glühenden Augen flog dreimal um sie herum und schrie dreimal schu, hu, hu, hu. Joringel konnte sich nicht regen. Er stand da wie ein Stein, konnte nicht weinen, nicht reden, nicht Hand noch Fuß regen. Nun war die Sonne unter; die Eule flog in einen Strauch, und gleich darauf kam eine alte krumme Frau aus diesem hervor, gelb und mager: große rote Augen, krumme Nase, die mit der Spitze ans Kinn reichte. Sie murmelte, fing die Nachtigall und trug sie auf der Hand fort. Joringel konnte nichts sagen, nicht von der Stelle kommen; die Nachtigall war fort. Endlich kam das Weib wieder und sagte mit dumpfer Stimme: "Grüß dich, Zachiel, wenn's Möndel ins Körbel scheint, bind lose Zachiel, zu guter Stund." Da wurde Joringel los. Er fiel vor dem Weib auf die Knie und bat, sie möchte ihm seine Jorinde wiedergeben, aber sie sagte, er sollte sie nie wiederhaben, und ging fort. Er rief, er weinte, er jammerte, aber alles umsonst. "Uu, was soll mir geschehen?" Joringel ging fort und kam endlich in ein fremdes Dorf; da hütete er die Schafe lange Zeit. Oft ging er rund um das Schloß herum, aber nicht zu nahe dabei. Endlich träumte er einmal des Nachts, er fände eine blutrote Blume, in deren Mitte eine schöne große Perle war. Die Blume brach er ab, ging damit zum Schlosse: alles, was er mit der Blume berührte, ward von der Zauberei frei; auch träumte er, er hätte seine Jorinde dadurch wiederbekommen. Des Morgens, als er erwachte, fing er an, durch Berg und Tal zu suchen, ob er eine solche Blume fände; er suchte bis an den neunten Tag, da fand er die blutrote Blume am Morgen früh. In der Mitte war ein großer Tautropfe, so groß wie die schönste Perle. Diese Blume trug er Tag und Nacht bis zum Schloß. Wie er auf hundert Schritt nahe bis zum Schloß kam, da ward er nicht fest, sondern ging fort bis ans Tor. Joringel freute sich hoch, berührte die Pforte mit der Blume, und sie sprang auf. Er ging hinein, durch den Hof, horchte, wo er die vielen Vögel vernähme; endlich hörte er's. Er ging und fand den Saal, darauf war die Zauberin und fütterte die Vögel in den siebentausend Körben. Wie sie den Joringel sah, ward sie bös, sehr bös, schalt, spie Gift und Galle gegen ihn aus, aber sie konnte auf zwei Schritte nicht an ihn kommen. Er kehrte sich nicht an sie und ging, besah die Körbe mit den Vögeln; da waren aber viele hundert Nachtigallen, wie sollte er nun seine Jorinde wiederfinden? Indem er so zusah, [merkte er,] daß die Alte heimlich ein Körbchen mit einem Vogel wegnahm und damit nach der Türe ging. Flugs sprang er hinzu, berührte das Körbchen mit der Blume und auch das alte Weib - nun konnte sie nichts mehr zaubern, und Jorinde stand da, hatte ihn um den Hals gefaßt, so schön, wie sie ehemals war. Da machte er auch alle die andern Vögel wieder zu Jungfrauen, und da ging er mit seiner Jorinde nach Hause, und sie lebten lange vergnügt zusammen

.

.

.

 


Λουκιανός Σαμοσατευς - Εταιρικοί Διάλογοι-

Κοχλίς και Παρθενίς

Κοχλιδα και Παρθενία

-μεταφραση ιδιολεκτη χ ν.κουβελης c.n.couvelis

 

(Ένας καψουροκαυγας)


Κοχλίδα

γιατί Παρθενια μου είσαι δακρυσμένη;από που φέρνεις τους αυλούς

σπασμενους;


Παρθενία

 ο στρατιώτης ο Αιτωλός ο ψηλεας που'ναι καψουρης με την Κροκαλη

 μ'έδειρε όταν με βρήκε να παίζω αυλό στη Κροκαλη μισθωμένη απ'τον αντεραστη του τον Γοργο και τους αυλούς μου'σπασε και το τραπέζι που 

τρώγαν τ'αναπιδογυρισε καιμτον κρατηρα έσπασε και χύθηκε το κρασί,

κι εκείνο τον αγρότη τον Γοργό απ'το συμποσιο τον άρπαξαν απ'τα μαλλιά ξεριζοντας τα και τον χτυπούσαν απ'ολες τις μεριές κι αυτός κι ένας στρατιώτης,Δεινομαχο,νομίζω τον λένε,κι ένας άλλος στρατιώτης.

δεν ξέρω αν ζει ο άνθρωπος,Κοχλίδα,γιατίαπ'τη μύτη χύθηκε πολύ αίμα 

κι όλο το πρόσωπο του φούσκωσε και μελανιασε


Κοχλίδα

τρελλαθηκε ο άνθρωπος η απ'τό μεθύσι και πιαστηκαν;


Παρθενία

ζήλια,Κοχλίδα,κι έρωτας καψούρα,η Κροκαλη,αν δεν κάνω λάθος,ζήτησε

δύο τάλαντα,αν θέλει μόνος του να την έχει,κι επειδή δεν της τα δινε,

τον έκανε πέρα και δεν τ'ανοιγε τη πόρτα,και τα'φκιαξε με τον Γοργο

απ'την Οινόη ένα αγρότη πλούσιο που ηταν από παλιά καψουρα μαζί της,

εντάξει ανθρωπος έπινε μ'αυτον και με πλήρωσε να τους παίξω αυλό.

πέρασε η ώρα πίνοντας ,εγώ έπαιζα έναν Λυδικό σκοπό κι ο αγρότης

σηκώθηκε και χόρευε,η Κροταλη του χτυπούσε παλαμάκια κι ήταν

όλα εύθυμα.τοτε ακούστηκαν χτυπήματα και φασαρία,η αυλοπορτα 

σειονταν και μετά από λίγο όρμησαν μέσα οκτώ νεαροί πολύ σωματωδεις

κι ο παλιό Μεγαρίτης μ'αυτους.αμεσως τα πάντα αναποδογύρισαν κι ο

Γοργος,όπως ειπα,χτυπιονταν και πατιονταν κάτω στο πατωμα,η Κροκαλη 

δεν ξέρω πως ξέφυγε και πήγε να κρυφτεί στη γειτόνισσα την Θεσπιαδα,

εμένα ο Δεινομαχος με χαστούκισε,Τσακίσου,μου'πε,εσπασε τους αυλούς και 

μου τους πέταξε.και τώρα τρέχω να τα πω στον αφέντη του σπιτιού,φεύγει 

κι ο αγρότης να δει φίλους του  στη πόλη, να παραδώσουν στους δικαστές 

τον Μεγαρίτη.


Κοχλίδα

αυτά είναι οι απολαύσεις απ'τους στρατιωτικούς έρωτες,ξύλο και δικές.

κατα τ'αλλα λενε πως είναι ταξίαρχοι και στρατηγοί,αν κάτι είναι να δώσουν,

Περίμενε,λένε,να πάρω τη σύνταξη και θα τα'χεις όλα.ειναι εγωιστές

γι'αυτό το ριχνουν στη βία,εγώ βέβαια δεν τους πάω καθόλου.ας μου τύχει ψαράς η' ναυτάκι η' αγροτοπαιδο το ίδιο να φλερτάρει,να ξέρει λίγα και να κουβαλάει πολλά.αυτοι που κουνάνε τα λοφια και κοκκορευονται για μάχες,

κουφαλες, Παρθενία μου

.

.

Λουκιανός Σαμοσατευς

Εταιρικοί Διάλογοι/Κοχλίς και Παρθενίς


Luciani Samosatensis Opera. Lucian. Karl Jacobitz. in aedibus B. G. Teubneri. Leipzig, 1896.


Κοχλίς

[1] τί δακρύεις, ὦ Παρθενί, ἢ πόθεν κατεαγότας τοὺς αὐλοὺς φέρεις;


Παρθενίς

ὁ στρατιώτης ὁ Αἰτωλὸς ὁ μέγας ὁ Κροκάλης ἐρῶν ἐρράπισέ με αὐλοῦσαν εὑρὼν παρὰ τῇ Κροκάλῃ ὑπὸ τοῦ ἀντεραστοῦ αὐτοῦ Γόργου μεμισθωμένην καὶ τούς τε αὐλούς μου συνέτριψε καὶ τὴν τράπεζαν μεταξὺ δειπνούντων ἀνέτρεψε καὶ τὸν κρατῆρα ἐξέχεεν ἐπεισπαίσας· καὶ τὸν μὲν ἀγροῖκον ἐκεῖνον τὸν Γόργον ἀπὸ τοῦ συμποσίου κατασπάσας τῶν τριχῶν ἔπαιον περιστάντες [p. 270] αὐτός τε ὁ στρατιώτης —Δεινόμαχος, οἶμαι, καλεῖται— καὶ ὁ συστρατιώτης αὐτοῦ· ὥστε οὐκ οἶδα εἰ βιώσεται ὁ ἄνθρωπος, ὦ Κοχλί· αἷμά τε γὰρ ἐρρύη πολὺ ἀπὸ [p. 323] τῶν ῥινῶν καὶ τὸ πρόσωπον ὅλον ἐξῴδηκεν αὐτοῦ καὶ πελιδνόν ἐστιν.


Κοχλίς

[2] ἐμάνη ὁ ἄνθρωπος ἢ μέθη τις ἦν καὶ παροινία τὸ πρᾶγμα;


Παρθενίς

ζηλοτυπία τις, ὦ Κοχλί, καὶ ἔρως ἔκτοπος· ἡ Κροκάλη δέ, οἶμαι, δύο τάλαντα αἰτήσασα, εἰ βούλεται μόνος ἔχειν αὐτήν, ἐπεὶ μὴ ἐδίδου ὁ Δεινόμαχος, ἐκεῖνον μὲν ἀπέκλεισεν ἥκοντα προσαράξασά γε αὐτῷ τὰς θύρας, ὡς ἐλέγετο, τὸν Γόργον δὲ Οἰνοέα τινά γεωργὸν εὔπορον ἐκ πολλοῦ ἐρῶντα καὶ χρηστὸν ἄνθρωπον προσιεμένη ἔπινε μετ᾽ αὐτοῦ κἀμὲ παρέλαβεν αὐλήσουσαν παρ᾽ αὐτοῖς. ἤδη δὲ προχωροῦντος τοῦ πότου ἐγὼ μὲν ὑπέκρεκόν τι τῶν Λυδίων. ὁ γεωργὸς δὲ ἤδη ἀνίστατο ὀρχησόμενος, ἡ Κροκάλη δὲ ἐκρότει, καὶ πάντα ἦν ἡδέα· ἐν τοσούτῳ δὲ κτύπος ἠκούετο καὶ βοὴ καὶ ἡ αὔλειος ἠράσσετο, καὶ μετὰ μικρὸν ἐπεισέπαισαν ὅσον ὀκτὼ νεανίσκοι μάλα καρτεροὶ καὶ ὁ Μεγαρεὺς ἐν αὐτοῖς. εὐθὺς οὖν ἀνετέτραπτο πάντα καὶ ὁ Γόργος, ὥσπερ ἔφην, ἐπαίετο καὶ ἐπατεῖτο χαμαὶ κείμενος· ἡ Κροκάλη δὲ οὐκ οἶδ᾽ ὅπως ἔφθη ὑπεκφυγοῦσα παρὰ τὴν γείτονα Θεσπιάδα· [p. 324] ἐμὲ δὲ ῥαπίσας ὁ Δεινόμαχος, Ἐκφθείρου, φησί, κατεαγότας μοι τοὺς αὐλοὺς προσρίψας. καὶ νῦν ἀποτρέχω φράσουσα ταῦτα τῷ δεσπότῃ· ἀπέρχεται δὲ καὶ ὁ γεωργὸς ὀψόμενός τινας φίλους τῶν ἀστικῶν, οἳ παραδώσουσι τοῖς πρυτανεῦσι τὸν Μεγαρέα.


Κοχλίς

[3] ταῦτ᾽ ἐστὶν ἀπολαῦσαι τῶν στρατιωτικῶν τούτων ἐρώτων, πληγὰς καὶ δίκας· τὰ δὲ ἄλλα ἡγεμόνες εἶναι καὶ χιλίαρχοι λέγοντες, ἤν τι δοῦναι δέῃ, Περίμεινον, φασί, τὴν σύνταξιν, ὁπόταν απολάβω τὴν [p. 271] μισθοφοράν, καὶ ποιήσω πάντα. ἐπιτριβεῖεν δ᾽ οὖν ἀλαζόνες ὄντες· ἔγω γ᾽ οὖν εὖ ποιῶ μὴ προσιεμένη αὐτοὺς τὸ παράπαν. ἁλιεύς τις ἐμοὶ γένοιτο ἢ ναύτης ἢ γεωργὸς ἰσότιμος κολακεύειν εἰδὼς μικρὰ καὶ κομίζων πολλά, οἱ [p. 325] δὲ τοὺς λόφους ἐπισείοντες οὗτοι καὶ τὰς μάχας διηγούμενοι, ψόφοι, ὦ Παρθενί.

.

.

.

 


ΑΡΓΗΣΕΣ ΠΟΛΥ ΝΑ ΜΟΥ ΓΡΑΨΗΣ

η απο γραμματα ερωτικη ιστορια[αρχες 1950]-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

[ '' Την δι'Αλληλογραφιας Γνωριμιαν μας''] Αποσπασμα Ενος Επιστολογραφικου Romanco 

Προδημοσιευση ενος Επιστολογραφικου ROMANCO


ο Λευτερης[24 χρ]φανταρος από τη Δυτική Στερεά στη Μακεδονια και η Μαρια [19 χρ] απο το Ηρακλειο Κρητης αλληλογραφουν-[τα γραμματα μονο της Μαριας]

[Αποσπασματα]

.

.

[''υπερετουσα το 1952 στη ΔΟΕ Διευθυνση Οχειρωματικων Εργων στο

Κιλκις,ημασταν σαν πολιτες οχι σαν φανταροι,βρεθηκα μ'ενα φιλο μου

στο Λευκο Πυργο στη Θεσσαλονικη,τοτε εκει κανανε εργα ,δεν θυμαμαι

τι ,και δεν επιτρεπανε την επισκεψη,μας πλησιασαν δυο μαθητριες,φο-

ρουσαν ποδιες,και μας ειπαν τι γινεται,ηθελαν να δουν τον Λευκο Πυργο,

να μπουν μεσα,εγω ηξερα εναν που φυλαγε στη πορτα ,ειπα στις κοπελλες

πως θα κανονισω να μπουν μεσα,ετσι εγινε ,εγω ημουνα γνωστος ,ο φιλος

μου εδειξε ταυτοτητα,και μπηκαμε μεσα και ειδανε οι κοπελλες τον Λευκο

Πυργο,μας ευχαριστησαν και ανταλλαξαμε συστασεις με τη μια κοπελλα,

τη Μαρια,κι ετσι αρχισε η αλληλογραφια μας,θυμαμαι ηταν ψηλοτερη απο 

μενα,λεπτη κοπελλα,ομορφη,εγω τοτε δεν φορουσα στρατιωτικα αλλα

ενα κουστουμι που μου το εδωσε το παιδι του γιατρου του Σπυρελη,

ηταν φοιτητης στη Θεσσαλονικη,το γνωριζα γιατι ο πατερας του ηταν 

γιατρος στο χωριο,κι ειχαμε οικογενειακες σχεσεις''] 

.

.

2-3-1952 Ηρακλειον

Καλε μου φιλε

Εφτασε το καρναβαλι ,με τους χορους και τις τρελλες του,και

πολυχρομα κουστουμια και τις μυστηριωδες μασκες του.

Ολοι γλεντανε.Ριχνουντε στην απολαυση του κεφιου,χωρις

να σκεπτοντε οτι περα μακρυα ,στην  χιονισμενη κορυφη ενος

βουνου ,καποιος φρουρος  στεκεται με το οπλο του στον 

ομο,και εχωντας  τα ματια του καρφωμενα περα μακρυα φερ-

νει στο μυαλο του,παλιες αποκριες,τοτε που κοντα στους δικους

του χορευε κι αυτος  σφιγγοντας στην πλατια  αγκαλια του

μια μικρη τσιγγανα  η' αρλεκινα ,με την κρυφη ελπιδα ,να απο-

σπαση την μαυρη μασκα απο το γοητευτικο προσωπακι της ντα-

μας του.-Τι να γινη ομως .Οι μερες της στρατιωτικης θυτειας θα

περασουν και θα γυριση και παλι κοντα στους δικους του.

Ευχομαι η ευλογημενη αυτη μερα να φθαση συντομα.- 

Το γραμμα  σου το τοσο καλογραμμενο  μ'εκαμε  να ζησω κι εγω

μεσα  στην μαυρη σκηνη,την αμυδρα φωτισμενη,απο την μικρη

λαμπα του πετρελαιου.Τραγουδησα κι εγω μαζυ σας,και συμμερι-

σθηκα την απολαυση που νοιωσατε στην ωρα της αναπαυσεως,

στην χειμωνιατικη αυτη νυχτα,μετα απο τους κοπους μιας κου-

ραστηκης ημερας.Ηταν το πρωτο γραμμα στο οποιο μου περιε-

γραφες  μια ωρα απο τη ζωη σου.

Σ'ευχαριστω που με τοση προσοχη και ευχαριστηση διαβαζεις τα

βιαστικα γραμμενα γραμματα μου.Πρεπει να ξερης οτι κι εγω νοιω-

θω μεγαλη χαρα διαβαζοντας τα δικα σου γραμματα.Οταν φθασουν

στα χερια μου,με ανυπομονισια διαβαζω τις καλογραμμενες  αραδες,

που μου φερνουν νεα σου.Αισθανομαι σα να σε γνωριζω,και νοιωθω

την χαρα της αδελφης που μαθαινει ειδησεις απο τον αδελφο της.-

Μη νομιζεις οτι θα με κουρασουν τα γραφομενα σου οσα κι αν ειναι.

Αφησε το χερι σου λοιπον να γραψη ελευθερα οπως αν εγραφες στην

αδελφη σου.-Γραψε μου για τον εαυτο σου ,τις σκεψεις σου,για την

στρατιωτικη σου ζωη σου,και για οτι νομιζεις οτι μπορεις  να εκμυστε-

ρευτης,σε μια καλη φιλη αδελφικη.-Τωρα που σου γραφω ειναι 2  1/2

η ωρα απογευμα Κυριακης.Αυριο ειναι  η Καθαρη Δευτερα και θα βγω

με τον πατερα  και την παρεα μου ολη και θα παμε σ'ενα χωριο που 

λεγεται Ρογδια.1 ωρα εξω απο το Ηρακλειο.-Αφου γευματισαμε εκει,

θα ανεβουμε με τα ποδια ,[γιατι δεν πηγαινει αυτοκινητο] σ'ενα μονα-

στηρι γυναικων.Ειναι περιπου τρια τεταρτα τρομερης ανηφορας.Εχω 

παει και αλλη φορα  εκει αλλα η παρεα μου δεν πηγε ποτε,κι ετσι για 

το χατηρι τους...

Τι να γινη,η πεζοπορια θα μας βοηθηση  να κανουμε και κομψη σιλου-

ετα.-Ολα αυτα αν ο καιρος ειναι καλος.Αν ομως βρεξη θα μεινωμε στο

σπιτι.Θα κοιμηθω το μεσημερι,και θα  ονειρευτω πως ειμαι στην εξοχη

και κοβω λουλουδια.Ετσι ειναι η ζωη.-

Γεια σου και καλη σαρακοστη.-

Μαρια.

.

.

[σημειωση:

Ρογδια[Ροδια]

Η Ρογδια[Ροδιά] είναι χωριό της επαρχίας Μαλεβιζίου και ομώνυμο Δημοτικό 

διαμέρισμα στο δήμο Μαλεβιζίου, με 797 κατοίκους, με βάση την απογραφή 

του 2011. Η απόστασή της από το Ηράκλειο είναι περί τα 16 χλμ. και βρίσκεται 

στις ανατολικές πλαγιές υψώματος με θέα προς την πόλη και τον κόλπο του 

Ηρακλείου. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία (αμπελοκαλλιέρ-

γειες, ελαιοκομία, κηπευτικά, εσπεριδοειδή). 

Η Ροδιά (παλαιότερα γνωστή ως Ρογδιά) δεν αναφέρεται στις βενετικές απο-

γραφές. Αναφέρεται στην τουρκική απογραφη του 1671 με το όνομα Rodya 

στην επαρχία Μαλεβιζίου με 9 χαράτσα. Σημειώνεται επίσης Chiera Rodea 

σε σχεδιάγραμμα του Βασιλικάτα του 1618[3]. Την ύπαρξη του οικισμού κατά 

τη βενετοκρατία πιστοποιεί και ο σωζόμενος τώρα πύργος, ο οποίος ήταν το 

μέγαρο των φεουδαρχών της περιοχής αδελφών Γεωργίου και Φραγκίσκου 

Μοδινών, οι οποίοι αναφέρονται φεουδάρχες του τμήματος αυτού της επαρ-

χίας Μαλεβιζίου από το 1565. Το μέγαρο αυτό κηρύχθηκε μνημείο διατηρη-

τέο και περιήλθε στην κυριότητα του Κράτους.

Δίπλα στο μέγαρο σώζεται ο παλαιός ναός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, 

η Chiera Rodea, η αναφερόμενη από το Βασιλικάτα. Στο υπέρθυρο σώζεται 

η χρονολογία 1553 και στέμμα, το οποίο υποθέτει ο Gerola ότι ανήκει στον 

οίκο των Καλεργών.

Κάτω από το χωριό και λίγο βορειότερα βρίσκεται ο όρμος Φρασκιά, ο οποίος χρησιμοποιούνταν από τους Βενετούς όταν δεν μπορούσαν να χρησιμοποιή-

σουν το λιμάνι του Χάνδακα. Στον όρμο αυτό αποβιβάστηκαν το 1364 τα βενε-

τικά στρατεύματα υπό τον condotiero Dal Verme για την καταστολή της επα-

νάστασης της Δημοκρατίας του Αγίου Τίτου.

Ο Ιωάννης Χατζηδάκης αναφέρει στηνΠεριήγηση της Κρήτης (1881) ότι στη 

Ρογδιά σώζεται έπαυλη του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου. Από τη Ροδιά καταγότ-

αν η Άννα Καλλέργη, κόρη του Κωνσταντίνου Καλλέργη, τον οποίο ακολούθη-

σε σε όλες τις μάχες το 1866. Παντρεύτηκε τον Ιωάννη Κοντογιάννη από το 

Σέλινο και με το όνομα Κοντογιάννενα ή Καπετάν Γιάννενα ή Σπανονικόλης 

ανέπτυξε δράση ώστε ο αρχηγός Κριάρης την έκαμε οπλαρχηγό.

.

Μονή Σαββαθιανών στη Ρογδια

Το γυναικείο Μοναστήρι βρίσκεται 14χλμ. δυτικά του Ηρακλείου στο δρόμο 

για τη Ρογδιά. Είναι κτισμένο σε ύψος 417μ. και σε κατάφυτη περιοχή. Στη μονή 

υπάρχουν δύο εκκλησίες, της Παναγίας, που χρονολογείται από το 16ο αιώνα, 

και του Αγίου Αντωνίου, που χρονολογείται από το 15ο αιώνα. Ενα κομμάτι του 

ναού είναι κτισμένο μέσα σε σπηλιά και μια μικρή γέφυρα, από το 1535, συνδέει 

την εκκλησία με το κυρίως μοναστήρι. Εκεί μπορεί κανείς να αγοράσει παραδο-

σιακά κεντήματα.]

.

.

15-3-52 Ηρακλειον

Αγαπητε Λευτερη

Μολις τωρα ,τελειωσα τα τοσο ανιαρα και κουραστικα μαθηματα μου,

και καθισμενη στο γραφειο μου ασχολουμαι με την συνταξη της επιστο-

λης αυτης.

Δεν μπορω να σου περιγραψω ,την χαρα που ενοιωσα διαβαζοντας στο

μικρο σου γραμμα ποσο ωραια  περασες την Καθαρη Δευτερα με ολη την

χαρουμενη συντροφια σου στον Αγιο Γεωργιο.

Βεβαια πιο ωραια θα περνουσες κοντα στους δικους σου,στο χωριο σου.

Πιο ευτυχισμενος θα ενοιωθες κοντα στην μικρη αδελφη σου τον πατερα

και τον αδελφο σου,αλλα,δεν πειραζει.Αφου ειναι τετοια η περιστασις και 

δεν μπορεις να διασκεδασης κοντα τους,φροντισε να περνας καλα τωρα,

γιατι οταν ξαναγινης πολιτης ,και πας στην πατριδα σου,ισως θα νοσταλγη-

σης την εποχη αυτη,που ξεγνοιαστα χορευες σφιγγοντας στην αγκαλια

σου την γνωστη η' την αδελφη του συναδελφου σου ,με τη συνοδεια 

ενος αρμονικου ακορντεον.-

Κι εγω ομως περασα καλουτσικα την γιορτινη αυτη μερα.Η ημερα ξημε-

ρωσε λουσμενη ,απο τις χρυσες αχτινες του ηλιου.-Μπηκαμε στα αυτο-

κινητα και ξεκινησαμε .-Φτανουμε στο χωριο περνωντας απο καταπρασι-

νες βουνοπλαγιες,και λιβαδια γεματα λουλουδια.-Απο κει πρεπει να συνε-

χισωμε  πεζη.-Αφου ειπιαμε πορτοκαλαδες ,κ.τ.λ. αρχιζομε την λιγο κου-

ραστικη αλλα και διασκεδαστικη πορεια μας.Ο δρομος ειναι ανομαλος,

κι εμεις μαθημενοι στη ξεκουραση σχεδον της πολεως λαχανιαζουμε

στον ανιφορο.-

Μπρος απο τα ματια μας περνουν  μαγευτικα τοπια.-Παντου πρασινα-

δα.Παντου λουλουδια.-Που και που ενα μικρο ριακι κυλα τα κρυστα-

λενια νερα του σκιζοντας σαν φιδι το βουνο που ειναι ντυμενο στα

γιορτινα του.Τελος φθανωμε στον προορισμο μας.Με χαρα μας υπο-

δεχονται.-Γελια και ''καλως ηλθατε'' αντηχουν.Αλλα εχωμε μια διαβο-

λεμενη πεινα,και στρωνομαστε στο πλουσιο τραπεζι το φορτομενο

απο σαρακοστιανα φαγητα.-Μετα τραγουδισαμε ,αστειευτηκαμε 

περπατησαμε μαζευοντας λουλουδια.Ειπιαμε νερο απο τη δροσερη

πηγη που ηταν λιγο πιο περα,και επειτα  οταν ο ηλιος εδυσε  και

η μαυρη θεα της νυχτας  απλωνε τα μαβια πεπλα της,στην γυρω φυση

χαιρετισαμε την παρεα μας ,και μπαινοντας στο αυτοκινητο της κα-

θε οικογενεια χωριστα τραβαμε για την πολη χαλωντας τον κοσμο

απο τα χαρωπα τραγουδια και τα γελια μας.-Αλλα η ωραια αυτη

ημερα περασε και αρχησε παλι η ανιαρη ρουτινα της ζωης να τραβα

τον δρομο της κουραστικη.-

Σου γραφω βιαστικα γιατι θελω να παω στο σχολειο.Ειναι μεσημερι.

Σε αφινω.

Μαρια

.

.

Σκεφτομαι πολλες φορες ποσο μονοτονα θα περνουν εκει οι ωρες

σας .Στο αλλο  γραμμα σου ,μην παραλειψης να μου γραψης τι κανε-

τε ολη την ημερα  πως διασκεδαζετε κ.τ.λ.

Φωτογραφια θα στειλω  στο επομενο γραμμα.

Περιμενω δικη σου.

Καλη Νυχτα.

Μαρια.

.

.

Εν Ηρακλειω τη 12 Αυγουστου 1952

Αγαπητε Λευτερη

Επειτα απο τοσο καιρο που ειχα να λαβω

γραμμα σου,φανταζεσαι την χαρα μου,οταν

ο ταχυδρομος μου παρεδωσε το γραμμα σου

αυτο.

Αφανταστη ηταν η λυπη μου οταν το γραμμα

που σου ειχα στειλει προ μηνος περιπου,και που

ηταν γεματο απο τις εντυπωσεις του τοσο ωραι-

ου ταξειδιου γυρισε πισω με μια σημειωση του

Ανθ/γου σου που με πληροφορουσε οτι ειχες

τραυματισθει.Του ξαναγραψα ζητωντας την

νεα σου συσταση και πληροφοριες.

Δεν ηξερε και εκεινος τη συσταση σου,και

περιμενα γραμμα σου ελπιζοντας οτι δεν θ'

αργουσε.

Η φωτογραφια που μου στελνεις στο αποκομ-

μα της εφημεριδος παρθηκε στο κεντρο ''Λου-

ξεμβουργο'' της Θεσσαλονικης,το βραδυ που

ο Κρητικος συλλογος μας παρεθεσε γευμα.

Ειμαι εκεινη που σημειωσα με το τοξο.Δεν

εχω βγει καθολου καλα,αλλα δεν πειραζει.

Μαθε οτι προβιβαστηκα με 18 και κατι.Και

τωρα μη εχοντας τι να κανω αυτο το καλο-

καιρι θα παραθερισω σε κανενα χωριο.Ε-

τοιμαζομαι μαλιστα να φυγω με τη θεια μου

,και τον αδελφο μου.Φανταζομαι να περασω

καλα...Μετα θα φροντισω να διοριστω στη

Τραπεζα της Ελλαδος γιατι βαρεθηκα το

θρανιο.Θα εξακολουθησω δε τα γαλλικα,

τα Αγγλικα και την στενογραφια.Αλλα αυτα

για τον χειμωνα.Τωρα περνω τον καιρο μου

διαβαζοντας διαφορα μυθιστορηματα,κεν-