I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021

2-ΠΑΡΑΜΎΘΙΑ-FAIRY TALES -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis- Μέρος 2 Part 2

 .

.

ΠΑΡΑΜΎΘΙΑ-FAIRY TALES

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis-

Μέρος 2 Part 2

.

.


σύνθεση,τσιμέντο επιχρωματισμενο ανάγλυφο,-2μ χ 3μ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ένα μικρό παραμυθι

Ο γλαρος

-χ.ν.κουβελης c.n.couve!is


Μια φορά κι ένα καιρό μια μάνα κατέβηκε με το μικρό παιδί της

στη θάλασσα,το παιδί πρώτη φορά έβλεπε θάλασσα,

τι είναι αυτό μάνα;ρωτησε,

θάλασσα,απάντησε η μάνα,γαλάζιο νερό,

γιατί έχει γαλάζιο νερό;ξαναρωτησε το παιδί,

γιατί καθρεφτίζει τον ουρανό,απαντησε η μάνα

και είναι τόσο φωτεινή,είπε το παιδί

γιατί τη φωτίζει ο λαμπερός ήλιος από πάνω,είπε η μανα

Και το παιδί κοίταξε ψηλά,

ναι πόσο λαμπερός είναι;

κι αυτά τα άσπρα που έρχονται μάνα,τι ειναι;

είναι τα κύματα της θάλασσας με τους άσπρους αφρούς τους

και τι έχει μέσα η θάλασσα μάνα;Ρώτα το παιδί

έχει πολλά ψάρια,σαρδέλες,γόπες,γαρίδες,γαύρους,λαβράκια,βακαλάους,

κέφαλους,στρείδια,μύδια,χταπόδια,σουπιές,πέρκες,ζαργανες,

καβούρια,αχινούς,και μεγάλα ψάρια,δελφίνια,ξιφίες και πολύ μεγαλύτερα φάλαινες,καρχαρίες,είπε η μανα

Πόσο μεγάλα μάνα,σαν βουνα;

Σαν βουνα,είπε η μάνα

και τι τρωνε;ρώτησε το παιδί

τρώνε τα μικρότερα ψάρια,απάντησε η μάνα

κι εδώ που πατάμε και βουλιάζει  κι είναι τόσο μικρα τι είναι;

είναι η άμμος,ψιλα  πολύ ψιλα χαλικακια,οι κόκκοι της άμμου,

κι είναι τόσο πολλοι οι κόκκοι που δεν μπορείς να τους μετρήσεις,

είπε η μάνα

Κι ούτε μάνα αν πάω σχολείο;

Ούτε και τότε, τόσο άπειροι είναι,απάντησε η μάνα

τι είναι το άπειρο μάνα;

Κάτι πολύ πολύ μεγάλο,όπως ο χρόνος,λέει η μάνα

ο χρόνος είναι η άμμος,είπε το παιδί

Κι έπειτα είπε,μάνα ζεσταινουμε

Κι η μάνα είπε:μπες στο νερό να δροσιστείς,αλλά μην ξανοιχτεις,

γιατί ακόμα δεν ξέρεις να κολυμπάς

Και το παιδί μπήκε στη θάλασσα,και του άρεσε πολύ η δροσιά της,

κι είδε το βυθό της αστραφτερό κι είδε ψαράκια να τον πλησιάζουν

να τον τσιμπούν στα πόδια ξαφνικά και μ'ένα γρήγορο τίναγμα

να εξαφανίζονται,πόσο τον διασκέδασε αυτό,κι έκανε παιχνίδια,βουτούσε 

το κεφάλιστο νερό και το έβγαζε,όπως η πάπια που είχανε στην αυλή 

τους,και γελούσε,

και το παιδί στη τόση ομορφιά ξεχάστηκε και  ξανοιχτηκε στα βαθειά,

κι η μάνα δεν πρόλαβε να το φωνάξει,και ψάρι βουνό ήρθε κι άνοιξε το

τεράστιο στόμα του  και ρουφηξε το παιδί στα σπλάχνα του και στρίβοντας

που νερά της θάλασσας συνταραχτηκαν κι ανυψωθηκαν θεορατα 

εξαφανίστηκε στο μεγάλο κι απεραντο βάθος της θάλασσας

Κι μάνα ως είδε αυτό το φοβερό,ουρλιαξε,παιδί μου,παιδάκι μου

Και το παιδί έφυγε για πάντα με το μεγάλο ψάρι

Κι ήταν η απελπισία της μεγάλη και δεν ήθελε τη ζωή

Κι ήταν έτοιμη να πέσει μέσα  στα νερά να πνιγει και να βρει εκεί μέσα το 

παιδί της

Και τότε είδε εκεί που πριν ήταν το παιδί να πετιέται μέσα από τα νερά

άσπρος κάτασπρος γλάρος και ν'ανεβαινει ψηλά στον ουρανό κι εκεί να 

πετά

Παιδί μου,φώναξε η μάνα κι ο γλάρος άκουσε και χαμήλωσε και πέταξε

από πάνω της,

Τώρα το παιδί μου είναι ο γλάρος,είπε η μάνα

Κι από τότε κάθε μέρα κατεβαίνει στη θάλασσα και βλέπει το παιδί της

και κουβεντιάζει μαζί του,

Πετά γλαρακι μου,,πετά ψηλά και χαμηλά,κι η μανούλα χαίρεται να σε κοιτα 

εκεί ψηλά στον ουρανό έτσι χαρούμενο κι ευτυχισμένο που είσαι

Και πέρασαν τα χρόνια και τίποτα δεν άλλαξε από τότε

.

.

.







Enigma-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΦΙΛΙΑΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ο βασιλιάς σε μια μακρυνή χώρα ήθελε να μάθει 

αν είναι βέβαιο ότι στη χώρα του δύο τουλάχιστον υπήκοοι του εχουν τον 

ίδιο αριθμό φίλων

όποιος έλυνε αυτό το πρόβλημα θα του δίνονταν ένα πολύ μεγάλο δώρο:

θα παντρεύονταν την μοναχοκόρη του πριγκίπισσα και θα κληρονομουσε

το βασίλειο του,

αυτό είναι όπως στα παραμύθια:

Μια φορά κι έναν καιρο

-μια κανονικότητα διαταράσσεται

-ο ήρωας πρέπει να την επαναφέρει

-σε αυτήν την προσπάθεια(περιπέτεια)επαναφορας θα συναντήσει εχθρούς 

που θα τον εμποδίσουν,

αλλα και φίλους(βοηθούς)που θα τον βοηθήσουν να το επιτυχει

-στο τέλος θα επενερθει η κανονικότητα

Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα


Ας αναλύσουμε την κατάσταση:

-η πριγκίπισσα και το αρχοντοντοπουλο είναι ερωτευμενοι(κανονικότητα)

- ο βασιλιάς θα δώσει την πριγκίπισσα στον λυτη του προβλήματος(διαταραχή

της κανονικότητας)

-ο ηρωας-αρχοντοπουλο πρέπει να δοκιμασθεί,

θα αναζητήσει,(θα συναντήσει) φίλους που θα τον βοηθήσουν,

αυτοί σίγουρα  θα είναι μορφωμένοι,γνώστες της λογικής,

επίσης θα αντιμετωπίσει(θα συναντήσει,)εχθρούς,

όλους τους αντίζηλους στη καρδιά της πριγκίπισσας,

αλλά κυρίως,ας μας επιτραπεί ο κυνισμός,στην διεκδίκηση της βασιλείας,

θα γίνει κατά κάποιον τρόπο αγώνας δρόμου,ποιος θα τερματίσει πρώτος,

φυσικά θα γίνουν παρανομίες,

οι συμφεροντολογοι αντίζηλοι θα μεταχειρισθουν an fair μέσα να πετύχουν 

τον στόχο τους,την απενεργοποίηση του αρχοντόπουλου,

θα δωροδοκήσουν τους ειδήμονες της λογικής,αμφιβόλου συνειδήσεως,

θα τους εκβιάσουν,και ίσως,κι αυτό ειναι πολύ πιθανόν να συμβεί,να τους δολοφονήσουν,με αδηλο τρόπο, δηλητηρίαση,αυτοκτονία,ατύχημα,


ο  Λογικός ,βοηθός,του αρχοντόπουλου είναι έντιμος,ηθικός,ατρομητος:

εγώ παιδί μου,του λέει,είμαι γέρος,δεν φοβάμαι τον θάνατο,μια ολόκληρη

ζωή έζησα επιδιωκοντας το αγαθό,την αρετή,την ηθική,κι αυτό θα πράξω

και τώρα,εσένα δεν θα σου δώσω τη λύση,αλλά θα σε διδάξω να βρεις

μόνο σου τη λύση,θα σου  αναπτύξω τις λογικές σου ικανότητες,θα στις αποκαλύψω,

να επικαλεσθω τον Πλάτωνα,γνωρίζω σημαίνει θυμάμαι,

και να συμπληρώσω με τον Αριστοτέλη:

στη αρχή θα υποθεσουμε,ενδιάμεσα θα δοκιμάσουμε την υπόθεση μας,

στο τέλος θα την αποδειξουμε αληθή


Λοιπόν ας αρχίσουμε το μάθημα της Λογικής:

το Α η'ειναι Α η' δεν είναι Α,η Αρχή της Αποκλεισης του Τριτου,

βέβαια διευρύνοντας την λογική,μια πρόταση Α μπορεί να είναι τριτιμη:

Αληθής,Ψευδής,Αόριστη

π.χ 'αυτό το μήλο σε δύο ώρες θα σαπίσει',

μπορεί Αληθής,μπορεί Ψευδής,αλλά και Αόριστη

αν τώρα ερευνήσουμε αντιφατικές προτάσεις,δεν είναι κατ'αναγκην η μία

Αληθής και η άλλη Ψευδης

π.χ η πρόταση:'μου αρέσει το τριανταφυλλο' προφέρεται από τον Α και τον

Β

αυτό συμβαίνει στον Α για διαφορετικους(και αντίθετους,αντιφατικούς) λόγους

από αυτους του Β


ας δούμε το 'αν Α τότε Β':


η γάτα είναι σαρκοβόρα

η γάτα είναι ζώο

............................

τότε όλα τα ζώα είναι σαρκοβόρα


ο συλλογισμός εδώ είναι επαγωγικός από κάτι μερικό-αληθες γενικεύομαι

σε αληθές


επίσης έχουμε και τον αντίθετο συλλογισμό:


όλα τα ζώα είναι σαρκοβόρα

η γάτα είναι ζώο

..............................

τότε η γάτα είναι σαρκοβόρα


εδώ από προκειμένη γενική- αληθή έχουμε μερική -αληθή

.....

και συνεχίσθηκαν τα μαθήματα λογικής


Όταν ήρθε η ώρα,

το αρχοντόπουλο παρουσιάσθηκε μπροστά στο βασιλιά


-Υψηλότατε,στη διάθεσή Σας

-το πρόβλημα είναι το εξής:

Είναι βέβαιο ότι στη χώρα Μου δύο τουλάχιστον υπήκοοι Μου εχουν τον ίδιο

αριθμό φίλων;

είπε ο βασιλιάς με επίσημη φωνη

-Βασιλεα Μου,απάντησε με σταθερή φωνή το αρχοντόπουλο, 

πρώτον ας υποθέσουμε:ότι ο αριθμος των υπηκόων Σας είναι M

τότε,όπως λογικά προκύπτει,κάθε υπήκοος μπορεί να έχει απο κανέναν,0,

φίλο,έως όλους τους άλλους,M-1

τώρα,δεύτερον ας υποθέσουμε:ότι δεν υπάρχουν στη χώρα Σας τουλάχιστον 

δύουπήκοοι Σας που να έχουν έχουν τον ίδιο αριθμό φίλων,

τότε,όπως λογικά προκύπτει,όλοι οι υπήκοοι θα έχουν διαφορετικούς 

ο καθένας

δηλαδή θα υπάρχουν M διαφορετικές φιλιες:

κανένας φίλος 0,ένας φίλος 1,δύο φίλοι 2,....M-1 φίλοι,με ολους

τότε,τρίτον,οπως λογικά προκυπτει,ο υπήκοος με M-1 φίλους,με όλους,

θα έχει οπωσδήποτε φίλο και αυτόν που δεν έχει κανέναν φίλο,0

Αυτό όμως είναι Άτοπο

Επομένως η υπόθεση μας:ότι στη χώρα Σας δεν υπάρχουν τουλάχιστον δύο υπήκοοι Σαςπου να έχουν τον ίδιο αριθμό φίλων,είναι Ψευδής,

Άρα Αληθες είναι το αντίθετο:

ότι στη χώρα Σας, δύο τουλάχιστον υπήκοοι Σας εχουν τον ίδιο αριθμό φίλων

-Μπραβο,το ελυσες,αναφώνησε ο βασιλιάς,

κι η καρδιά της πριγκίπισσας έπαψε να τρέμει από την αγωνια


Βέβαια,μετα τη λύση του προβλήματος,ο βασιλιάς έδωσε στο αρχοντόπουλο 

για γυναίκα του την πριγκίπισσα και έγιναν όλο χαρές και γλέντια σε όλο

το βασίλειο οι γάμοι των δύο ερωτευμενων


έτσι η διασαλευμενη τάξη,κανονικότητα, επανήλθε


Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

(δηλαδή και σε μας επανηλθε η τάξη,μετά τον προβληματισμό του προβλήματος

του παραμυθιού,το σασπένς του)

.

.

.

 



Αδελφοί Γκριμ, Παραμύθια

Τα δώδεκα αδέλφια και η μικρη αδελφή

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Μια φορά ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα, αυτοι είχαν δώδεκα  

παιδια όλα μαζί,που όλα ήταν αγόρια.Κι ο βασιλιάς είπε,αν το δέκατο 

τρίτο παιδί ενα κορίτσι ήταν,τότε όλα τα δώδεκα παιδιά του θα σκότωνε,

αλλά αν αυτό πάλι γιος ήταν,θα έπρεπε αυτα να ζήσουν.

Επειδή η βασίλισσα πολύ στεναχωρήθηκε κι είχε στους δώδεκα γιους 

της μεγάλη αγάπη στη καρδιά πήγε στους δώδεκα γιους και τους είπε:

ο βασιλιάς ο πατέρας σας είπε,αν εγω ένα κορίτσι κάνω,εσάς θελει

όλους να σκοτωσει,αλλά αν αυτό μια μικρή αδελφή ήταν,θέλει εσείς

όλοι να ζήσετε,

Κι η μητέρα τους συμβουλεύει και τους λέει:

της καρδιας μου παιδιά πηγαίνετε στο δάσος,κι αν ένας γιος είναι,

τότε ψηλά πάνω στον πύργο μια λευκή σημαία θα σηκώσω,αλλά

αν κορούλα είναι,μια κόκκινη,κι ο πατέρας σας δεν θα μπορεί να

σας σκοτώσει.

Έτσι πήγαν τα δώδεκα παιδιά στο δάσος και κοιτούσαν όλες τις μέρες

προς τον πύργο και δεν έβλεπαν καμία σημαία να ανεμίζει,αλλά

μια μέρα είδαν μια κόκκινη σημαία να ανεμίζει,και θύμωσαν πολύ,

ότι για χάρη ενός κοριτσιου όλα πρέπει να πεθάνουν κι ορκίστηκαν

να ζήσουν μέσα στο δάσος και κάθε κορίτσι που εκεί μέσα θα

έρχονταν να παραφυλαξουν και να το σκοτωσουν,

και κάθε μέρα πήγαιναν τα έντεκα απ'αυτα για κυνήγι κι ένα έπρεπε 

με τη σειρά πάντα στο σπίτι να μένει και να μαγειρεύει και το νοικοκυριό 

να φροντίζει.

Κι η μικρή αδελφή ήταν εντελώς μόνη στο σπίτι,και μια μέρα που είχε 

πολύ  χρόνο στη διάθεσή της,βγήκε έξω κι έφτασε στο δασος και μπήκε μέσα,όπου τα δώδεκα αδέλφια της κατοικούσαν,αλλ'αυτα όλα είχαν 

πάει έξω εκτός το ένα που έπρεπε να μαγειρέψει.

Κι όπως αυτό το κορίτσι είδε,ήθελε να το σκοτώσει,επειδή έτσι είχε

ορκιστεί,τοτε τον παρακάλεσε το κορίτσι για τη ζωή και επίσης θα του

μαγειρεύε και το σπίτι θα περιποιούνταν,αν το άφηνε να ζησει,

και για καλή τύχη,ήταν ο πιο νεώτερος αδελφός,που την λυπήθηκε και

της υποσχέθηκε πως θα την αφήσει να ζήσει,

και σαν οι άλλοι έντεκα απ'τό κυνήγι στο σπίτι ήρθαν,τόσο ξαφνιάστηκαν

το κορίτσι ζωντανό να βρουν κι ο πιο νεώτερος αδελφός μίλησε κι είπε:

αγαπητά μου αδέλφια,αυτό είναι το νεαρό κορίτσι που στο δάσος μέσα

έχει έρθει κι εμένα έχει τόσο πολύ για τη ζωή του παρακαλέσει,έτσι 

έχω σκεφτεί,πως θα μπορουσε να μας μαγειρευει και το νοικοκυριό

να φροντίζει,έτσι που θα μπορούσαμε όλοι κι οι δώδεκα για κυνήγι

να πάμε.

Και σ'αυτο συμφωνησαν τ'αλλα αδέλφια κι από δω και πέρα πήγαιναν 

πάντα όλα και τα δώδεκα έξω για κυνήγι κι η μικρή αδελφή εμενε μόνη

στο σπίτι,έκανε τα κρεβάτια και μαγείρευε το φαγητό.

Τώρα μια μέρα,που οι δώδεκα αδελφοί πάλι έξω ήταν,πήγε η μικρή

αδελφή στο δάσος να περπατήσει κι έφτασε σ' ένα άνοιγμα ,εκεί ήταν

δώδεκα λευκά κρίνα,που ήταν τόσο ομορφα κι όλα μαζί τα έκοψε.

Εκεί ήταν μια γριά,που μίλησε:αχ κορούλα μου γιατί δεν έχεις αφήσει

τα άνθη του χρόνου να στέκονται όρθια,αυτά είναι τα δώδεκα αδέλφια

σου κι αυτά πρέπει τώρα όλα σε δώδεκα κοράκια να μεταμορφωθούν.

Τότε άρχισε η μικρή αδελφή να κλαπεί απ'τη μεγάλη της στεναχώρια,

για ότι είχε κάνει κι είπε,αν κάποιος τρόπος ήταν ,τα δώδεκα αδέλφια

να λυτρώσει.

Η γριά είπε:είναι μονάχα ένας,αλλ'ομως είναι πολύ δύσκολος.

Και το παιδί μίλησε:αν μπορούσε να του τον πει.

Τότε αυτή είπε:εσύ πρέπει για δώδεκα ολόκληρα χρόνια βουβή να

είσαι και ούτε μια λέξη να μιλησεις κι αν ακόμα μία ώρα μονάχα από

τα δώδεκα χρόνια λειπει,κι έχεις μια μονάχα λέξη μιλήσει,τότε

όλα είναι κατεστραμμένα και τ'αδελφια σου ποτέ πια δεν θα λυτρωθούν.

Το κορίτσι πήγε στο δάσος και κάθησε μέσα σ'ενα κουφαλιασμενο 

δέντρο κι ύφαινε,

μια φορά  πήγε ένας βασιλιάς για κυνήγι και το σκυλί του γαυγισε

μπροστά απ'το δέντρο,

(τότε ο βασιλιάς είδε το όμορφο κοριτσι και του ειπε):

αν θέλει μαζί του στο βασίλειο να ερθει κι αυτόν αν θέλει να παντρευτεί.

Αλλ'αυτο ήταν εντελώς σιωπηλό και δεν απάντησε ούτε μια συλλαβη.

Τότε αυτός το πήρε μαζί του κι εκανε γάμο μαζί του,

αλλά η πεθερά δεν μπορούσε αυτό να ανεχθει και πίστευε πως αυτό 

ήταν ένα ανηθικο κοριτσι.

Η κακια πεθερά άρχισε τώρα,αυτό στον βασιλιά να συκοφαντεί και

γι'αυτό τα πιο αισχρά πράγματα να λέει,κι επειδή αυτό ούτε με μια

συλλαβη δεν υπερασπίστηκε τον εαυτό του,στο τέλος πειστηκε ο

βασιλιάς και το καταδίκασε σε θάνατο και διέταξε μια μεγάλη φωτιά

να ετοιμαστεί κι αυτό να καει.

Κι όταν αυτό στη φωτιά ήταν,τότε ήταν ακριβώς η τελευταία ώρα

περασμενη από τα δώδεκα χρόνια κι οι άνθρωποι άκουσαν έναν θόρυβο

στον αερα και δώδεκα κοράκια ήρθαν πετώντας,σαν αυτά πάνω στη γη έφτασαν,εγιναν  δώδεκα βασιλοπούλα κι απελευθέρωσαν την μικρή τους αδελφή,κι ηαθωότητα της ήρθε στο φως της μέρας,

η κακια πεθερά όμως μέσα σ'ενα βαρέλι με καυτο λάδι ρίχτηκε,όπου 

μέσα φαρμακερά φίδια ηταν 

.

.

Brüder Grimm  Märchen

Zwölf Brüder und das Schwesterchen.


Es war einmal ein König u. eine Königin, die hatten

zwölf Kinder zusammen, die waren alle Jungen. Und der

König sprach, wenn das dreizehnte Kind ein Mädchen

wäre, so wollte er alle seine 12 Söhne umbringen, wenn es

aber wieder ein Sohn wäre, so sollten sie am Leben blei-

ben. Da wurde die Königin gar traurig u. hatte ihre 12

Söhne von Herzen gar lieb u. ging zu ihren 12 Söhnen

und sprach zu ihnen: der König euer Vater hat gesagt,

wenn ich ein Mädchen kriegte, so wollte er euch alle um-

bringen, wenn es aber noch ein Brüderchen wäre, so woll-

te er euch alle leben laßen. Und die Mutter rieth ihnen u.

sprach: herzliebe Kinder geht in den Wald, u. wenn es ein

Söhnchen ist, so will ich oben auf dem Thurm eine weiße

Fahne aufstecken, ist es aber ein Töchterchen, eine rothe,

so kann euch der Vater doch nicht tödten. Also gingen die

zwölf Kinder in den Wald und guckten alle Tage nach dem

Schloß u. sahen immer keine Fahne wehen, eines Tags

aber sahen sie eine rothe Fahne wehen, u. wurden recht

erzürnt, daß sie um eines Mädchens willen alle hätten ster-

ben sollen u. schwuren sie wollten im Wald leben u. jedem

Mädchen das hinein käme aufpaßen und wollten es um-

bringen, u. jeden Tag gingen elf von ihnen auf die Jagd

und einer mußte abwechselnd immer zu Haus bleiben u.

kochen u. den Haushalt führen.

Und das Schwesterchen war ganz allein zu Haus, u. ei-

nes Tags wurde ihm die Zeit gar zu lang, da ging es aus u.

kam in den Wald, u. kam dahin, wo seine zwölf Brüder

wohnten, die waren aber alle ausgegangen auser der eine,

der kochen mußte. Und wie er das Mädchen sah, so wollte

er es umbringen, denn er hatte den Schwur also gethan, da

flehte ihn das Mädchen um das Leben u. es wollte ihnen

auch kochen u. das Haus zurechthalten, wenn er es leben

ließe, und zum Glück, war es der jüngste Bruder, der wur-

de erbarmt und versprach ihm das Leben zu laßen, u. als

die andern elf von der Jagd nach Haus kamen, so verwun-

derten sie sich das lebendige Mädchen zu finden u. der

jüngste Bruder sprach und sagte: liebe Brüder, da ist das

junge Mädchen in den Wald hereingekommen u. hat mich

so sehr um ihr Leben gebeten, so habe ich gedacht, es

könnte uns kochen u. den Haushalt führen, so könnten

wir auch alle zwölf zusammen auf die Jagd gehen. Und da

ließen es die andern Brüder zu, u. nun gingen sie immer

alle zwölf aus auf die Jagd u. das Schwesterchen blieb al-

lein zu Haus, machte die Betten und kochte das Eßen.

Nun eines Tags, da die zwölf Brüder wieder aus waren,

ging das Schwesterchen in den Wald spazieren u. kam an

einen Platz, da standen zwölf weiße Lilien, die waren so

schön und es brach sie alle miteinander ab. Da war eine

alte Frau, die sprach: ach mein Töchterchen warum hast

du die zwölf studentenblumen nicht stehen gelaßen, das

sind deine zwölf Brüder und die müßen nun alle in zwölf

Raben verwandelt werden. Da fing das Schwesterchen an

zu weinen vor großer Traurigkeit, daß es das gethan hätte,

und sagte, ob denn gar kein Mittel wäre, die zwölf Brüder

zu erlösen. Die alte Frau sagte: es ist nur eines, das ist aber

sehr schwer. Und das Kind sprach: sie mögte es nur sagen.

Da sagte sie: du mußt zwölf ganze Jahr stumm seyn u.

kein einziges Wort reden und wenn nur noch eine Stunde

an den zwölf Jahren fehlte, u. du hättest ein einziges Wort

geredet, so ist alles verdorben u. deine Brüder werden

nimmermehr erlöst.

Das Mädchen geht in den Wald u. setzt sich in einen

holen Baum u. spinnt, einmal geht ein König auf die Jagd

u. sein Hund bellt vor dem Baum pp: ob es mit in sein

Königreich kommen u. ihn heirathen wollte. Es war aber

ganz still und antwortete keine Silbe. Da nahm er es mit

sich u. hielt Hochzeit mit ihm, die Schwiegermutter konn-

te es aber nicht leiden u. meinte es sey ein gemeines Mäd-

chen. Die böse Schwiegermutter fing nun an, es bei dem

König zu verleumden u. ihm die schändlichsten Dinge

nachzusagen, u. weil es sich mit keiner Silbe vertheidigte,

so glaubte es zuletzt der König u. verurtheilte es zum

Tode, u. befahl ein großes Feuer anzumachen u. es zu ver-

brennen. Und als es am Feuer stand, so war eben die letzte

Stunde verfloßen von den zwölf Jahren u. man hörte ein

Geraüsch in der Luft und zwölf Raben kamen geflogen,

als sie auf die Erde kamen, wurden sie zwölf Königssöhne

u. machten ihre Schwester los, und ihre Unschuld kam an

den Tag, die böse Schwiegermutter wurde aber in ein Faß

siedenden Öls gethan, worin giftige Schlangen waren.

.

.

.



Αδελφοί Γκριμ, Παραμύθια

Brüder Grimm,Märchen

Οι τρεις νάνοι στο δασος

Die drei Männlein im Walde

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ήταν ένας άντρας,που πέθανε η γυναίκα του,και μια γυναίκα,που πέθανε

ο άντρας της,

ο άντρας είχε μια κόρη κι η γυναίκα επίσης ειχε μια κόρη.

Τα κορίτσια γνωρίζονταν το ένα το αλλο και πήγαν μαζί να περπατήσουν 

κι ύστερα ήρθαν στο σπίτι της γυναίκας.

Εκει είπε αυτή στη κόρη του άντρα:Άκου,πες στον πατέρα αου,πως θέλω 

να τον παντρευτώ,τότε κάθε πρωί στο γάλα θα πλένεααι και κρασί θα πίνεις,

ενω η κόρη μου στο νερό θα πλένεται και νερό θα πίνει.

Το κορίτσι πήγε στο σπίτι κι είπε στο πατέρα του,τι η γυναίκα του'χε πει.

Ο άντρας ειπε.Τι πρέπει να κάνω;Η παντρεια είναι χαρά  κι είναι επίσης

βάσανο.

Τελικά,αφού καμία απόφαση δεν μπορούσε να πάρει,τράβηξε τη μπότα του,

κι είπε.Παρε αυτή τη μπότα,που έχει στη σόλα μια τρυπα,σηκωσε την από

κάτω,κρεμασε την σ'αυτό το μεγάλο καρφί και χύσε  νερό μέσα.Αν κρατήσει 

το νερό,τότε θέλω πάλι μια γυναίκα να πάρω,αλλά αν περάσει από μέσα,

τότε δεν θέλω να παρω.

Το κορίτσι έκανε,όπως του ζητήθηκε,αλλά το νερό κολλησε τη τρύπα κι 

η μπότα γέμισε νερό μέχρι πάνω.

Το ανάγγειλε στον πατέρα του,τι συνέβηκε.

Ανέβηκε ο ίδιος,και σαν ειδε,ότι σωστό ήταν,πήγε στη χήρα και την αρραβω-

βιάστηκε,κι ο γάμος τελέστηκε.

Τ'αλλο πρωί,όταν τα δύο κορίτσια σηκωθηκαν,ήταν μπροστά απ'του άντρα 

την κόρη γάλα για πλύσιμο και κρασί για να πιει,ενώ μπροστα απ'της γυναίκας

την κόρη ήταν νερό για πλύσιμο και νερό για  να πιει.

Στο δεύτερο πρωινό ήταν νερό για πλύσιμο και νερό για να πιει τόσο καλό μπροστά απ'του άντρα την κόρη όπως μπροστά απ'της γυναίκας τη κορη.

Και στο τριτο πρωινό ήταν νερό για πλύσιμο και νερό για να πιει μπροστά 

απ'του άντρα την κόρη και γάλα για πλύσιμο  και κρασί για να πιει μπροστά απ'της γυναίκας την κόρη,

κι αυτό ετσι έμεινε να'ναι

Η γυναίκα αντιπαθούσε την θετή της κόρη και δεν ήξερε πως απ'την μια μέρα στην άλλη πιο δυστυχισμενη να την κανει.Επισης ήταν ζηλοφθονη,γιατί η θετή της κόρη  όμορφη κι αξιαγάπητη ήταν,ενώ η κανονική της κόρη άσχημη και 

αποκρουστική.

Κάποτε μεσ'στον χειμώνα,όταν ήταν πάγος σαν πέτρα και τα βουνα κι οι 

κοιλάδες ήταν στο χιόνι σκεπασμένες,εφκιαξε η γυναίκα ένα φορεμα χάρτινο,

φωναξε το κορίτσι κι είπε.

Να,βάλε αυτο το φόρεμα ,βγες έξω στο δάσος και φέρε μου ένα καλάθι 

γεμάτο φράουλες,τις έχω πολύ επιθυμησει.

 Θεέ μου,είπε το κορίτσι,στο χειμώνα δεν μεγαλώνουν φράουλες,η γη είναι

παγωμένη,και το χιόνι επίσης τα 'χει ολα σκεπάσει.Και γιατί να πάω μ'αυτο 

το χάρτινο φόρεμα;Έξω είναι τόσο κρύο,που η ανάσα παγωνει,ο άνεμος δεν

σταματαει να φυσαει,και τ'αγκαθια θα μου σκίσουν το κορμι.

Θέλεις να μου φέρεις αντίρρηση;είπε η μητριά.Αντε φύγε,χάσου από'δω

και να μην σε ξαναδω,παρά μόνο μέχρι να'χεις το καλάθι γεμάτο φραουλες.

Κατόπιν του έδωσε ένα κομμάτι ξερό ψωμί κι είπε.Απ'αυτο μπορεις να φας

όλη τη μέρα,και σκέφτηκε.Εκει έξω θα παγώσει και θα πεθάνει από την πείνα 

και ποτέ πια δεν θα την ξαναδούν τα μάτια μου.

Λοιπόν,τι να κανει,το κορίτσι υπακουσε,φόρεσε το χάρτινο φόρεμα και βγήκε 

έξω με το καλάθι.Εκει δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μόνο χιόνι πέρα ως πέρα 

και δεν υπήρχε ούτε μια λωρίδα πρασινάδα να δει.

Όταν στο δάσος έφτασε,είδε είναι μικρό σπιτάκι,απ'οπου κοιτούσαν έξω 

τρεις νανοι.Τους ευχήθηκε καλή μέρα και χτύπησε σιγανα τη πόρτα.

 Αυτοί φώναξαν.Ελατε μέσα,κι αυτό μπήκε στο δωματιο και κάθησε στον

πάγκο κοντά στη σόμπα,γιατί ήθελε να ζεσταθεί και να φάει το πρωινό 

της.

Οι νάνοι είπαν.Δωστε μας ένα κομμάτι απ'αυτο.

Ευχαρίστως,είπε,μοίρασε στη μέση το κομμάτι του ψωμιού της και τους

έδωσε το μισό.Αυτοι ρώτησαν.Τι θέλεις μεσ'στον χειμώνα μ'αυτο το ελαφρύ

φόρεμα εδώ μέσα στο δάσος;

 Αχ,απαντησε,πρεπει ένα καλάθι να γεμίσω με φράουλες και να μην γυρίσω 

στο σπίτι αν δεν το φέρω.

Όταν έφαγε το ψωμί του του έδωσαν μια σκούπα και του είπαν.Απομακρυνε μ'αυτη το χιόνι στη πίσω πόρτα.

Όπως αυτό λοιπόν έξω ήταν ,είπαν οι νάνοι μεταξύ τους.

Τι πρέπει να το δωρησουμε,γιατί τόσο ευγενικό και καλό είναι και το ψωμί 

του μαζί μας μοιράστηκε.

Εδώ ο πρώτος ειπε.Εγω το δωριζω ,καθε μερα ομορφοτερο να γίνεται

Ο δεύτερος είπε.Εγω το δωριζω,χρυσα νομίσματα έξω απ'το στομα του να πέφτουν,οποτε μιλάει.

Ο τρίτος ειπε.Εγω το δωριζω,ένας βασιλιάς να'ρθει και γυναίκα του να το 

παρει.

Ενώ το κορίτσι,όπως οι νάνοι του'χαν πει,απομάκρυνε το χιόνι με τη σκούπα 

πίσω απ'τό μικρό σπίτι,και τι πιστεύετε,ότι βρήκε;

Αφθονες ώριμες φράουλες,που σκούρες κόκκινες στο χιόνι ξεχώριζαν.

Μεσ'στη χαρά του τις μάζεψε και γέμισε το καλάθι,ευχαρίστησε τους

νάνους,τους χαιρέτησε έναν έναν κι έτρεξε για το σπίτι και την επιθυμία

της μητριάς να φερει

Όταν μπήκε μέσα και Καλησπέρα είπε,αμέσως έπεσε ένα χρυσό νόμισμα

απ'τό στόμα.Κατοπιν διηγήθηκε,τι συνάντησε μέσα στο δάσος,και με κάθε

λέξη,που έλεγε,έπεφταν χρυσά νομίσματα απ'τό στόμα,έτσι ώστε σε λιγο

όλο το δωματιο σκεπάστηκε μ'αυτα

Τώρα  βλεπει  κάποιος με τι ανοησία,φώναξε η θετή αδελφή,το χρήμα πετάει.

Αλλά κρυφά αυτήν ήταν ζηλοφθονη, γι'αυτο κι ήθελε επίσης έξω στο δάσος

να βγει και φράουλες να ψάξει.

Η μητέρα ειπε.Οχι,όχι αγαπημένη μου κορούλα,κάνει τόσο κρύο,και θα 

παγώσεις.

Αλλά επειδή δεν την άφησε σε ησυχία,δέχτηκε στο τελος,της έραψε ένα

λαμπερό γούνινο παλτο,που θα το φορουσε και της έδωσε βουτυρωμενο

ψωμί και κέικ να πάρει μαζί της για το δρόμο.

Το κορίτσι πήγε στο δάσος κατευθείαν στο μικρό σπίτι.

Οι τρεις νάνοι πάλι κοιτούσαν έξω,όμως δεν τους χαιρέτησε,και χωρίς να γυρίσει να τους κοιτάξει και χωρίς να τους χαιρετήσει,όρμησε μέσα στο δωμάτιο,κάθησε κοντά στη σόμπα κι άρχισε το βουτυρωμενο ψωμί του και 

το κέικ να τρωει

Δώσε και σε μας λίγο,φώναξαν οι νάνοι,αλλά δεν απάντησε.

Δεν φτανει για μένα,πως να δώσω σ'αλλους;

Όταν λοιπόν με το φαι τελείωσε,είπαν.Να εκει πάρε μια σκούπα,κι ελα μαζί 

μας έξω να καθάρισεις απ'την πίσω πορτα για μας

Ε,καθηστε εκεί που κάθεστε,απάντησε,δεν είμαι υπηρέτρια σας.

Όταν είδε πως δεν ήθελαν τίποτε να του δωρίσουν βγήκε απ'τη πόρτα έξω.

Τότε είπαν οι νάνοι ο ένας στον άλλον.Τι πρέπει να το δώσουμε,γιατί τόσο 

αγενές είναι και κακό,ζηλοφθονη καρδιά έχει,που σε κανέναν τίποτα δεν

δίνει;

Ο πρώτος είπε.Εγω το δωριζω ,καθε μερα ασχημοτερο να γίνεται.

Ο δεύτερος είπε.Εγω το δωρίζω ,με κάθε λέξη που λέει ένας φρυνος

έξω απ'τό στόμα του να πηδαει.

Ο τρίτος είπε.Εγω το δωριζω ,μ'εναν δυστυχισμένο θάνατο να πεθανει.

Το κορίτσι έψαχνε έξω για φράουλες,όταν λοιπόν καμια δεν βρήκε,πήγε

σκυθρωπό στο σπίτι.

Κι όπως το στόμα άνοιξε και στη μητέρα θέλησε να διηγηθεί τι συνάντησε

μέσα  στο δάσο,τότε πηδούσε με κάθε λέξη ένας φρυνος απ'το στόμα του,

έτσι ώστε όλους μια αηδία τους έπιασε.

Τώρα η μητριά θύμωσε ακόμα πιο πολύ και σκέφτονταν μονάχα αυτό,

πως τη κόρη του άντρα να κάνει να πονέσει η καρδιά,που η ομορφιά της

κάθε μέρα όλο και μεγάλωνε.

Τελικά πήρε ένα καζάνι,το'βαλε στη φωτιά κι έβρασε νήματα μεσα.

Όταν έβρασε,το κρέμασε πάνω στον ώμο του φτωχού κοριτσιού και 

του'δωσε ένα τσεκούρι,μ'αυτο έπρεπε να πάει στον παγωμενο ποταμό,

μια τρύπα στον πάγο να ανοίξει και τα νήματα να βυθίσει.

Αυτό υπάκουσε,πήγε και χτυπώντας έκανε μια τρύπα στο παγο κι όταν

αυτό στη μέση του κομματιασματος ήταν,ήρθε εκεί μια λαμπερή άμαξα,

όπου μέσα ο βασιλιάς κάθονταν.

Η άμαξα σταμάτησε κι ο βασιλιάς ρώτησε.Παιδι μου,ποιο είσαι,και τι 

κάνεις εδώ;

Είμαι ένα φτωχό κορίτσι και βουτάω νήματα.

Τότε ο βασιλιάς ένιωσε συμπόνια,κι όταν είδε,πόσο όμορφο ήταν,,είπε.

Θες μαζί μου να ταξιδέψεις;

Αχ ναι,μ'ολη μου τη καρδιά,απάντησε,γιατί χάρηκε,που απ'τα μάτια της

μητέρας και της αδελφης θα εξαφανίζονταν.

Έτσι ανέβηκε στην άμαξα και πήγε με τον βασιλια,κι όταν στο κάστρο

του ήρθαν,έγιναν οι γάμοι και με μεγαλη λαμπρότητα γιορτάστηκαν,όπως

οι νάνοι στο κορίτσι είχαν δωρήσει.

Σ'ενα χρόνο γέννησε η νεαρή βασίλισσα έναν γιο,κι όταν η μητριά για τη

μεγάλη της τυχη άκουσε,ήρθε με την κόρη της στο κάστρο και προσποιήθηκε

πως μια επίσκεψη ήθελε να της κάνει.

Αλλά όταν ο βασιλιάς καποτε πηγε έξω και σχεδόν κανένας δεν ήταν μαρτυρας,

άρπαξε η κακια γυναίκα τη βασίλισσα απ'το κεφάλι,κι η κόρης την άρπαξε

απ'τα πόδια,την σήκωσαν απ'τό κρεβάτι και την πέταξαν απ'τό παράθυρο

έξω στο ρέμα που εκεί μπροστά κυλούσε.

Τότε η άσχημη κόρη της ξάπλωσε στο κρεβάτι,κι η γριά την σκέπασε μέχρι

πάνω στο κεφάλι.

 Όταν ο βασιλιάς πάλι επέστρεψε και με την γυναίκα του θέλησε να μιλήσει,

φώναξε η γριά.Στασου,στασου,τώρα δεν γίνεται,είναι ξαπλωμένη με μεγάλο

ιδρώτα,πρέπει σήμερα να την αφήσεις να ησυχάσει.

Ο βασιλιάς δεν σκέφτηκε κάτι κακό και ξανάρθε μόνο τ'αλλο πρωί,κι όπως 

με την γυναίκα του μίλησε και του'δωσε απάντηση,πετάγονταν με κάθε λέξη

ένας φρυνος,ενώ αλλοτε ένα χρυσό νόμισμα εξω έπεφτε.

Τότε ρώτησε,τι συνέβαινε,αλλά η γριά είπε,ότι απ'τόν μεγάλο ιδρώτα το

έπαθε και θα'χασε τον εαυτό της

Αλλά μέσα στη νύχτα είδε ο νεαρός μάγειρας,μια πάπια που ήρθε μέσα απ'το

βάλτο κολυμπώντας ,που ειπε.


Βασιλιά,τι κάνεις;

Κοιμάσαι η' ξύπνησες;


Κι όταν δεν πήρε καμία απάντηση,είπε.


Τι κάνουν οι καλεσμένοι μου;


Τότε απάντησε ο νεαρός μάγειρας


Κοιμούνται βαθιά


 Ξαναρωτησε


Τι κάνει το παιδάκι μου;


Αυτός απάντησε


Κοιμάται ήσυχα στη κουνια


Κατόπιν ανέβηκε με τη μορφή της βασίλισσας,του'δωσε να πιει,κούνησε

το κρεβατάκι του,το σκέπασε και κολύμπησε πάλι σαν πάπια μέσα απ'το

βάλτο.

Το ίδιο ήρθε δύο νύχτες,και την τρίτη μίλησε στον νεαρό μάγειρα.

Πηγαινε και πες στον βασιλιά,να πάρει το σπαθί του και στό κατώφλι 

τρεις φορές πάνω μου να το κουνήσει.

Τότε έτρεξε ο νεαρός μάγειρας και το' πε στον βασιλιά,

αυτός ήρθε με το σπαθί του και το κούνησε τρεις φορές πάνω απ'τό φάντασμα,

και στη τρίτη φορά στάθηκε μπροστά του η γυναίκα του,νέα,ζωντανή και υγιής,όπως ήταν πριν

Τώρα ο βασιλιάς ηταν σε μεγάλη χαρά,αλλ'ομως κράτησε τη βασίλισσα σε

μια κάμαρα κρυμμένη μέχρι την Κυριακή,που έπρεπε το παιδί να βαφτιστεί.

Κι όταν βαφτίστηκε είπε.Τι αξίζει να πάθει ενας άνθρωπος,που άλλον απ'τό

κρεβάτι τραβαει και στο νερό πεταει;

Τίποτα καλύτερο,απάντησε η γριά,από το βάλεις τον κακούργο μέσα σ'ενα

βαρέλι κι απ'τό βουνό να το κυλησεις κάτω στο νερο.

Τότε είπε ο βασιλιάς.Εχεις την καταδίκη σου πει,

πήρε ένα βαρέλι και τη γριά μαζί με τη κόρη της μέσα εβάλε,κατόπιν τον

πατο κάρφωσε και το βαρέλι έσπρωξε στον κατήφορο ,μέχρι που μέσα στον ποταμο κυλλησε

.

.

Die drei Männlein im Walde


 Ein Märchen der Brüder Grimm


 Es war ein Mann, dem starb seine Frau, und eine Frau, der starb ihr Mann; und der Mann hatte eine Tochter, und die Frau hatte auch eine Tochter. Die Mädchen waren miteinander bekannt und gingen zusammen spazieren und kamen hernach zu der Frau ins Haus. Da sprach sie zu des Mannes Tochter: "Hör, sage deinem Vater, ich wollt ihn heiraten, dann sollst du jeden Morgen dich in Milch waschen und Wein trinken, meine Tochter aber soll sich in Wasser waschen und Wasser trinken." Das Mädchen ging nach Haus und erzählte seinem Vater, was die Frau gesagt hatte.


 Der Mann sprach: "Was soll ich tun? Das Heiraten ist eine Freude und ist auch eine Qual." Endlich, weil er keinen Entschluß fassen konnte, zog er seinen Stiefel aus und sagte: "Nimm diesen Stiefel, der hat in der Sohle ein Loch, geh damit auf den Boden, häng ihn an den großen Nagel und gieß dann Wasser hinein. Hält er das Wasser, so will ich wieder eine Frau nehmen, läuft's aber durch, so will ich nicht."


 Das Mädchen tat, wie ihm geheißen war; aber das Wasser zog das Loch zusammen, und der Stiefel ward voll bis obenhin. Es verkündigte seinem Vater, wie's ausgefallen war. Da stieg er selbst hinauf, und als er sah, daß es seine Richtigkeit hatte, ging er zu der Witwe und freite sie, und die Hochzeit ward gehalten.


 Am andern Morgen, als die beiden Mädchen sich aufmachten, da stand vor des Mannes Tochter Milch zum Waschen und Wein zum Trinken, vor der Frau Tochter aber stand Wasser zum Waschen und Wasser zum Trinken. Am zweiten Morgen stand Wasser zum Waschen und Wasser zum Trinken so gut vor des Mannes Tochter als vor der Frau Tochter. Und am dritten Morgen stand Wasser zum Waschen und Wasser zum Trinken vor des Mannes Tochter und Milch zum Waschen und Wein zum Trinken vor der Frau Tochter, und dabei blieb's. Die Frau ward ihrer Stieftochter spinnefeind und wußte nicht, wie sie es ihr von einem Tag zum andern schlimmer machen sollte. Auch war sie neidisch, weil ihre Stieftochter schön und lieblich war, ihre rechte Tochter aber häßlich und widerlich.


 Einmal im Winter, als es steinhart gefroren hatte und Berg und Tal vollgeschneit lag, machte die Frau ein Kleid von Papier, rief das Mädchen und sprach: "Da, zieh das Kleid an, geh hinaus in den Wald und hol mir ein Körbchen voll Erdbeeren; ich habe Verlangen danach."


 "Du lieber Gott," sagte das Mädchen, "im Winter wachsen ja keine Erdbeeren, die Erde ist gefroren, und der Schnee hat auch alles zugedeckt. Und warum soll ich in dem Papierkleide gehen? Es ist draußen so kalt, daß einem der Atem friert; da weht ja der Wind hindurch, und die Dornen reißen mir's vom Leib."


 "Willst du mir noch widersprechen?" sagte die Stiefmutter. "Mach, daß du fortkommst, und laß dich nicht eher wieder sehen, als bis du das Körbchen voll Erdbeeren hast." Dann gab sie ihm noch ein Stückchen hartes Brot und sprach: "Davon kannst du den Tag über essen," und dachte: Draußen wird's erfrieren und verhungern und mir nimmermehr wieder vor die Augen kommen.


 Nun war das Mädchen gehorsam, tat das Papierkleid an und ging mit dem Körbchen hinaus. Da war nichts als Schnee die Weite und Breite, und war kein grünes Hälmchen zu merken. Als es in den Wald kam, sah es ein kleines Häuschen, daraus guckten drei kleine Haulemännerchen. Es wünschte ihnen die Tageszeit und klopfte bescheidenlich an die Tür. Sie riefen "Herein," und es trat in die Stube und setzte sich auf die Bank am Ofen, da wollte es sich wärmen und sein Frühstück essen. Die Haulemännerchen sprachen: "Gib uns auch etwas davon."


 "Gerne," sprach es, teilte sein Stückchen Brot entzwei und gab ihnen die Hälfte. Sie fragten: "Was willst du zur Winterzeit in deinem dünnen Kleidchen hier im Wald?"


 "Ach," antwortete es, "ich soll ein Körbchen voll Erdbeeren suchen und darf nicht eher nach Hause kommen, als bis ich es mitbringe." Als es sein Brot gegessen hatte, gaben sie ihm einen Besen und sprachen: "Kehre damit an der Hintertüre den Schnee weg." Wie es aber draußen war, sprachen die drei Männerchen untereinander: "Was sollen wir ihm schenken, weil es so artig und gut ist und sein Brot mit uns geteilt hat." Da sagte der erste: "Ich schenk ihm, daß es jeden Tag schöner wird." Der zweite sprach: "Ich schenk ihm, daß Goldstücke ihm aus dem Mund fallen, sooft es ein Wort spricht." Der dritte sprach: "Ich schenk ihm, daß ein König kommt und es zu seiner Gemahlin nimmt."


 Das Mädchen aber tat, wie die Haulemännerchen gesagt hatten, kehrte mit dem Besen den Schnee hinter dem kleinen Hause weg, und was glaubt ihr wohl, das es gefunden hat? Lauter reife Erdbeeren, die ganz dunkelrot aus dem Schnee hervorkamen. Da raffte es in seiner Freude sein Körbchen voll, dankte den kleinen Männern, gab jedem die Hand und lief nach Haus und wollte der Stiefmutter das Verlangte bringen. Wie es eintrat und "Guten Abend" sagte, fiel ihm gleich ein Goldstück aus dem Mund. Darauf erzählte es, was ihm im Walde begegnet war, aber bei jedem Worte, das es sprach, fielen ihm die Goldstücke aus dem Mund, so daß bald die ganze Stube damit bedeckt ward.


 "Nun sehe einer den Übermut," rief die Stiefschwester, "das Geld so hinzuwerfen," aber heimlich war sie neidisch darüber und wollte auch hinaus in den Wald und Erdbeeren suchen. Die Mutter: "Nein, mein liebes Töchterchen, es ist zu kalt, du könntest mir erfrieren." Weil sie ihr aber keine Ruhe ließ, gab sie endlich nach, nähte ihm einen prächtigen Pelzrock, den es anziehen mußte, und gab ihm Butterbrot und Kuchen mit auf den Weg.


 Das Mädchen ging in den Wald und gerade auf das kleine Häuschen zu. Die drei kleinen Haulemänner guckten wieder, aber es grüßte sie nicht, und ohne sich nach ihnen umzusehen und ohne sie zu grüßen, stolperte es in die Stube hinein, setzte sich an den Ofen und fing an, sein Butterbrot und seinen Kuchen zu essen.


 "Gib uns etwas davon" riefen die Kleinen, aber es antwortete: "Es schickt mir selber nicht, wie kann ich andern noch davon abgeben?" Als es nun fertig war mit dem Essen, sprachen sie: "Da hast du einen Besen, kehr uns draußen vor der Hintertür rein."


 "Ei, kehrt euch selber," antwortete es, "ich bin eure Magd nicht." Wie es sah, daß sie ihm nichts schenken wollten, ging es zur Türe hinaus. Da sprachen die kleinen Männer untereinander: "Was sollen wir ihm schenken, weil es so unartig ist und ein böses, neidisches Herz hat, das niemand etwas gönnt?" Der erste sprach: "Ich schenk ihm, daß es jeden Tag häßlicher wird." Der zweite sprach: "Ich schenk ihm, daß ihm bei jedem Wort, das es spricht, eine Kröte aus dem Munde springt." Der dritte sprach: "Ich schenk ihm, daß es eines unglücklichen Todes stirbt."


 Das Mädchen suchte draußen nach Erdbeeren, als es aber keine fand, ging es verdrießlich nach Haus. Und wie es den Mund auftat und seiner Mutter erzählen wollte, was ihm im Walde begegnet war, da sprang ihm bei jedem Wort eine Kröte aus dem Mund, so daß alle einen Abscheu vor ihm bekamen.


 Nun ärgerte sich die Stiefmutter noch viel mehr und dachte nur darauf, wie sie der Tochter des Mannes alles Herzeleid antun wollte, deren Schönheit doch alle Tage größer ward. Endlich nahm sie einen Kessel, setzte ihn zum Feuer und sott Garn darin. Als es gesotten war, hing sie es dem armen Mädchen auf die Schulter und gab ihm eine Axt dazu, damit sollte es auf den gefrornen Fluß gehen, ein Eisloch hauen und das Garn schlittern. Es war gehorsam, ging hin und hackte ein Loch in das Eis, und als es mitten im Hacken war, kam ein prächtiger Wagen hergefahren, worin der König saß. Der Wagen hielt still, und der König fragte: "Mein Kind, wer bist du, und was machst du da?"


 "Ich bin ein armes Mädchen und schlittere Garn." Da fühlte der König Mitleiden, und als er sah, wie es so gar schön war, sprach er: "Willst du mit mir fahren?"


 "Ach ja, von Herzen gern," antwortete es, denn es war froh, daß es der Mutter und Schwester aus den Augen kommen sollte.


 Also stieg es in den Wagen und fuhr mit dem König fort, und als sie auf sein Schloß gekommen waren, ward die Hochzeit mit großer Pracht gefeiert, wie es die kleinen Männlein dem Mädchen geschenkt hatten. Über ein Jahr gebar die junge Königin einen Sohn, und als die Stiefmutter von dem großen Glücke gehört hatte, so kam sie mit ihrer Tochter in das Schloß und tat, als wollte sie einen Besuch machen. Als aber der König einmal hinausgegangen und sonst niemand zugegen war, packte das böse Weib die Königin am Kopf, und ihre Tochter packte sie an den Füßen, hoben sie aus dem Bett und warfen sie zum Fenster hinaus in den vorbeifließenden Strom. Darauf legte sich ihre häßliche Tochter ins Bett, und die Alte deckte sie zu bis über den Kopf.


 Als der König wieder zurückkam und mit seiner Frau sprechen wollte, rief die Alte: "Still, still, jetzt geht das nicht, sie liegt in starkem Schweiß, Ihr müßt sie heute ruhen lassen." Der König dachte nichts Böses dabei und kam erst den andern Morgen wieder, und wie er mit seiner Frau sprach und sie ihm Antwort gab, sprang bei jedem Wort eine Kröte hervor, während sonst ein Goldstück herausgefallen war. Da fragte er, was das wäre, aber die Alte sprach, das hätte sie von dem starken Schweiß gekriegt und würde sich schon wieder verlieren.


 In der Nacht aber sah der Küchenjunge, wie eine Ente durch die Gosse geschwommen kam, die sprach:


 "König, was machst du?

 Schläfst du oder wachst du?"


 Und als er keine Antwort gab, sprach sie:


 "Was machen meine Gäste?"


 Da antwortete der Küchenjunge:


 "Sie schlafen feste."


 Fragte sie weiter:


 "Was macht mein Kindelein?"


 Antwortete er:


 "Es schläft in der Wiege fein."


 Da ging sie in der Königin Gestalt hinauf, gab ihm zu trinken, schüttelte ihm sein Bettchen, deckte es zu und schwamm als Ente wieder durch die Gosse fort. So kam sie zwei Nächte, in der dritten sprach sie zu dem Küchenjungen: "Geh und sage dem König, daß er sein Schwert nimmt und auf der Schwelle dreimal über mir schwingt." Da lief der Küchenjunge und sagte es dem König, der kam mit seinem Schwert und schwang es dreimal über dem Geist; und beim drittenmal stand seine Gemahlin vor ihm, frisch, lebendig und gesund, wie sie vorher gewesen war.


 Nun war der König in großer Freude, er hielt aber die Königin in einer Kammer verborgen bis auf den Sonntag, wo das Kind getauft werden sollte. Und als es getauft war, sprach er: "Was gehört einem Menschen, der den andern aus dem Bett trägt und ins Wasser wirft?"


 "Nichts Besseres," antwortete die Alte, "als daß man den Bösewicht in ein Faß steckt und den Berg hinab ins Wasser rollt." Da sagte der König: "Du hast dein Urteil gesprochen," ließ ein Faß holen und die Alte mit ihrer Tochter hineinstecken, dann ward der Boden zugehämmert und das Faß bergab gekullert, bis es in den Fluß rollte.

.

.

 .


.


Charles Perrault


La Belle au Bois dormant


Charles Perrault(Σαρλ Περω)

Contes de ma mère l’Oye (Παραμύθια της μάνας μου της Χηνας)

La Belle au Bois dormant(Η Ωραία Κοιμωμένη του δάσους)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


.

Μια φορά ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα,που δεν είχαν παιδιά

κι ήταν πολύ στεναχωρημένοι.

Και τι δεν έκαναν  για να αποκτήσουν,βότανα,τάματα,και προσκυνήματα.

Τελικά η βασίλισσα έμεινε έγκυος και γέννησε μια κόρη.

Και στα βαφτίσια της,καλεσαν,όπως τότε ήταν συνήθεια, τις εφτά νεράιδες

για να δωρησουν στη πριγκιπισσα όλες τις χαρές που μπορεί να φανταστεί

κάποιος.

Ετοιμάστηκαν για τη γιορτη και για  κάθε μια μπροστά έβαλαν χρυσό

πιάτο και πιρούνι και μαχαίρι με διαμάντια και ρουμπίνια.

Όταν κάθησαν στη θέση τους στο τραπέζι,μπήκε μέσα μια γριά νεράιδα

απροσκλητη,γιατί είχαν πάνω από πενήντα χρόνια ν'ακουσουν γι'αυτη

και την νόμιζαν πεθαμένη.

Ο βασιλιάς της προσέφερε πιάτο,αλλά δεν ήταν χρυσό,αφού μόνο για

τις εφτά είχε.

Η γριά νεράιδα παρεξηγήθηκε και ψιθύρισε πως κατάρες θα πει.

Μια νεαρή νεράιδα που ήταν κοντά της την άκουσε,κι επειδή φοβήθηκε

πως κακά θα πει για την πριγκίπισσα πήγε και κρύφτηκε μήπως

μπορέσει αυτο το κακό της γριας να διορθώσει.

Κι άρχισαν οι νεράιδες να δίνουν τα δώρα τους στη πριγκιπισσα.

Η πιο νέα της έδωσε για δώρο η πιο όμορφη να'ναι του κόσμου.

Η άλλη μετά την καλοσύνη να'χει τ'αγγελου.

Η τρίτη σε καθετί που κάνει να'χει τη χάρη,

Η τέταρτη,τέλεια να χορεύει.

Η πέμπτη,όπως τ'αηδονι να τραγουδάει.

Η έκτη,όλα τα μουσικά όργανα να παίζει αριστα.

Κι όταν ήρθε η σειρά της γριάς νεράιδας εκείνη είπε,ένα αδράχτι να

τρυπήσει το δάκτυλο της πριγκίπισσας και να πεθάνει.

Όλοι μολις ακουσαν αυτό το τρομερό πάγωσαν και δεν ήταν κανένας να 

μην κλάψει.

Πάνω σ' εκείνη τη στιγμή έξω  πετάγεται απ'την κρυψώνα της η νεαρή

νεράιδα και λέει αυτά τα λόγια.

Σας βεβαιώνω,βασιλιά και βασίλισσα,πως η κόρη σας δεν θα πεθάνει.

Είναι αλήθεια πως δεν έχω αρκετή δύναμη να ξεκανω αυτό που η αρχαιότερη

μου είπε να γίνει.Η πριγκίπισσα θα τρυπηθεί απ'τ'αδραχτι,αλλά αντί να

πεθάνει,θα πέσει μόνο σε πολύ βαθύ ύπνο,που θα κρατήσει εκατό χρόνια,

και στο τέλος τους η κόρη του βασιλιά θα ξυπνησει.

Τότε ο βασιλιάς για να μην γίνει αυτό έστειλε διαταγή όλοι που έχουν 

αδραχτια να τα καταστρέψουν,αλλιώς θα τιμωρηθούν με ποινή θανατου

 Πέρασαν δεκαπέντε η' δεκάξι χρόνια,ο βασιλιάς με τη βασίλισσα πήγαν 

στο εξοχικό τους παλάτι,κι η πριγκίπισσα περιφερθηκε στο κάστρο,

πηγαίνοντας από δωμάτιο σε δωμάτιο,κι έφτασε σ'ενα που μέσα ήταν

μια γριά μοναχή που εγνεθε στα γόνατα της.

Αυτή η γυναίκα δεν είχε ακούσει για τη διαταγή που βασιλιάς έβγαλε

για τ'αδραχτια.

-Τι κάνεις εδώ,καλή μου γυναίκα;της λέει η πριγκίπισσα.

-Γνεθω,καλό μου παιδί,της απαντάει η γριά που δεν την γνώρισε

-Αχ,αυτό είναι υπεροχο,λέει η πριγκίπισσα,πως το κάνεις;δωσ'μου και 

μένα να δω αν θα τα καταφέρω τόσο καλα.

Αυτή ποτέ πριν δεν είχε πιάσει αδράχτι,το πήρε βιαστικά,κι όπως η νεράιδα

είπε,τρύπησε το δάκτυλο της και λιγοθυμισε.

Η γριά τότε βάζει τις φωνές,πετάει νερό στο πρόσωπο της πριγκίπισσας,

της κουνάει τα χέρια,της τρίβει τα μάγουλα με νερό της βασίλισσας της 

Ουγγαρίας,αλλά ήταν αδύνατο να συνελθεί.

Τότε ο βασιλιάς,όταν άκουσε τις φωνές,θυμάται τι είχαν προφητεύσει 

οι νεράιδες,κι έκρινε,όπως είπαν οι νεράιδες,να βάλει την πριγκίπισσα

μέσα στο πιο όμορφο δωμάτιο του παλατιού,πάνω σ'ενα κρεβάτι κεντημένο

με χρυσό και ασήμι.

Αυτήν ήταν σαν άγγελος,τόσο ωραία,αφού η λιποθυμία δεν είχε σβήσει

τα ζωηρά χρωματα της επιδερμίδας της,τα μάγουλα της ήταν ρόδαλα,

και τα χείλια της κοραλενια,και μπορούσε ν'ακουστει ν'αναπνεει απαλά,

σημαδι πως δεν ήταν πεθαμένη.

Ο βασιλιάς διατάζει να την αφήσουν να κοιμηθεί ήσυχη,μέχρι να'ρθει 

η ώρα να ξυπνήσει.

Η καλή νεράιδα που της έδωσε να ζωή με το να κοιμάται για εκατό

χρόνια ήταν στο βασίλειο του Μετακουιν,δώδεκα χιλιάδες λεύγες

από'κει,όταν συνέβηκε αυτό στη πριγκιπισσα.

Και το έμαθε από έναν μικρό νάνο ,που'χε τις μπότες των επτά λευγων,

(δηλαδή τις μπότες με τις οποίες κάποιος έκανε επτά λεύγες με μια

δρασκελια).

Η νεράιδα αμέσως αναχωρεί και μέσα σε μία ώρα φτάνει με μια άμαξα 

όλο φωτιά,που τη σέρμανε δράκοι.Ο βασιλιας της δίνει το χέρι να κατέβει 

απ'την άμαξα.

Αυτή ενέκρινε αυτό όλο που'χε αυτός κάνει,αλλά όπως ήταν καλή προφήτισα

σκέφτηκε πως όταν θα ξυπνουσε θα ήταν πολύ στεναχωρημένη αν  ήταν 

μόνη μέσα στο παλιό κάστρο.

Και να αυτό που έκανε.

Με το ραβδί της άγγιξε το καθετί που ήταν μέσα στο κάστρο(εκτός απ'τον 

βασιλιά και την βασίλισσα),γκουβερνατες,κυρίες της τιμής,καμαριέρες,κύριους,

υπαλλήλους,ξενοδόχους,μαγείρους,βοηθούς τους,φυλακές,υπηρέτες,,ακόμη αγγίζει όλα τ'αλογα μέσα στους σταύλους,μαζί με τους ιπποκόμους,και την 

Ρουφ την  μικρή σκυλίτσα της πριγκίπισσας που κάθονταν κοντά στο κρεβάτι 

της.

Απ'τη στιγμή που τους άγγιξε όλοι αποκοιμήθηκαν,για μην ξυπνήσουν παρά

την ίδια ώρα με την κυρία τους,να'ναι έτοιμοι να την υπηρετήσουν  όταν

θα είχε ανάγκη.

Ακόμα και τα καζάνια που ήταν στη φωτιά,γεμάτα πέρδικες και φασιανούς,

αποκοιμήθηκαν,κι η φωτιά επίσης.

Ολ'αυτο έγινε σε μια στιγμή,γιατί οι νεράιδες σ'αυτα που κάνουν δεν χάνουν

χρόνο.

Κατόπιν ο βασιλιάς κι η βασίλισσα,αφού φίλησαν τ'αγαπημενο τους παιδί,

χωρίς αυτό να ξυπνήσει,έφυγαν απ'τό κάστρο και έβγαλαν απαγόρευση

κάνεις να μην πλησιάσει.

Αυτή η απαγόρευση δεν ήταν απαραίτητη,γιατί μέσα σε μία ώρα έγινε γύρω 

γύρω ένα απέραντο δάσος από μεγάλα δέντρα και μικρά,από βάτα κι αγκάθια 

πλεγμένα μεταξύ τους το'να με τ'αλλο,που ούτε άγριο ζώο ούτε άνθρωπος μπορούσε να περάσει,τέτοιο που δεν μπορούσες να δεις παρά τη κορυφή 

απ'τους πύργους του κάστρου από πολύ  μακριά.

Δεν ήταν αμφιβολία ότι η νεράιδα έκανε καλά τη δουλειά της,όσο καιρό 

θα κοιμόνταν η πριγκίπισσα να μην υπάρχει κανένας φόβος απ'τους 

περίεργους.

Στις τέλος των εκατό χρόνων,ο γιος του βασιλιά που βασίλευε τότε,

και που ήταν απ'αλλη οικογένεια απ'αυτην της κοιμισμένης πριγκιπισσας,

όταν πήγαινε για κυνήγι σε αυτή τη μερια,ρωτουσε τι ήταν αυτοί οι πύργοι

που έβλεπε χαμένους μέσα σε ένα τέτοιο πυκνό μεγάλο δάσος.

Κάθε ένας του απαντούσε σύμφωνα μ'αυτο που είχε ακούσει να λένε.

Άλλοι έλεγαν ότι ήταν ένα αρχαίο κάστρο κι εκει πήγαιναν τα φαντάσματα,

άλλοι ότι όλες οι μάγισσες της περιοχης έκαναν τη συγκέντρωση τους,

Η πιο κοινή γνώμη ήταν πως ένας δράκος εκεί έμενε και πως έφερνε

τα παιδιά π'αρπαζε ,για να τα φάει με την ησυχία του,και χωρίς κάποιος

να τον ακολουθήσει,μπορώντας μόνο αυτός  να κάνει πέρασμα μέσα 

απ'το δασος.

Ο πριγκιπας δεν ήξερε τι να πιστέψει,μέχρι που ένας γέρος χωρικός

πήρε το λόγο,και σ''αυτον είπε:

-Πριγκιπα μου,ειναι περισσότερα από πενήντα χρόνια που έχω ακούσει

να λέει ο πατέρας μου πως υπήρχε μέσα σ'αυτό το κάστρο μια πριγκίπισσα,

η πιο ωραία που κάποιος μπορούσε να δει,που εκεί έπρεπε να κοιμηθεί για

εκατό χρόνια και πως θα ήταν ξυπνημενη απ'τον γιο ενός βασιλιά,για

τον οποίον ήταν προορισμένη.

Ο νεαρός πρίγκιπας δεν δίστασε να μπει στην περιπέτεια,να δει τι κρύβεται

σ'αυτό το μερος.

Προχώρησε προς το δάσος και τότε όλα τα μεγάλα δέντρα,τα βάτα και

τ'αγκαθια αναμερισαν και τον άφησαν να περάσει ανάμεσα τους προς

το κάστρο,που το είδε στο τέλος ενος μεγάλου δρόμου,παρατήρησε

πως κανένας απ'τους ανθρώπους του δεν τον είχε ακολουθήσει,γιατί

τα δέντρα ξανασμιξαν αφοτου  αυτός πέρασε.

Δεν ένιωσε φόβο και συνέχισε το δρομο του,ο πρίγκιπας πρέπει να'ναι

τολμηρός,όπως ο ερωτευμένος.

Μπαίνει σ'ενα μεγάλο προαυλιο κι όλο αυτό που βλέπει θα μπορούσε

να τον παγώσει απ'τον φόβο.

Ήταν μια ησυχία τρομακτική,η εικόνα του θανατου παντού και δεν ήταν

παρά σώματα ανθρωπων και ζώων που φαίνονταν νεκρά.

Αναγνωρίζει καλά τους υπηρέτες,που'τανε κοιμισμένοι,τα ποτήρια τους 

είχαν ακόμα. κάποιες σταγόνες κρασί,σημάδι πως αποκοιμήθηκαν όταν

έπιναν.. 

Πέρασε μια μεγάλη αυλή με μάρμαρο πλακοστρωμενη,ανεβαίνει τη σκάλα,

και μπαίνει στην αίθουσα της φρουράς,που ήταν παρατεταγμενη,με την

καραμπίνα στον ώμο,και που ροχαλιζαν του καλού καιρού.

Διασχίζει πολλά δωμάτια γεμάτα από κυριους και κυρίες που όλοι κοιμούνταν,

κάποιοι όρθιοι κάποιοι καθιστοί.

Μπαίνει μέσα σ'ενα  δωμάτιο ολο χρυσο,και βλέπει πάνω σ'ενα κρεβάτι,που

οι κουρτίνες του ήταν ορθανοικτες,το πιο ωραίο θέαμα  που είχε δει 

ποτέ,μια πριγκίπισσα που φαίνονταν να'ναι δεκαπέντε,δεκάξι χρονών,και

της οποίας η εκτυφλωτική λάμψη είχε κάτι το θεϊκό.

Πλησίασε τρέμοντας και θαυμάζοντας και γονατίζοντας δίπλα της.

Τότε αφού το μαγεμα έφτασε στο τέλος η πριγκίπισσα ξυπνησε και τον

κοίταξε με βλέμμα τρυφερό.

-Εσυ είσαι,πρίγκιπα μου;του ειπε,εσύ που περιμενα

Ο πρίγκιπας γοητεύτηκε απ'αυτα τα λόγια κι ακόμα απ'τον τρόπο που 

ειπώθηκαν,μη γνωρίζοντας πως να δείξει τη χαρά του,την διαβεβαιώνει 

πως την αγαπάει πιο πολύ κι απ'τον εαυτό του.

Αντάλλαξαν αμήχανα λόγια,αλλά γεμάτα έρωτα,(η ιστορία ομως δεν μας λέει 

τιποτα).

Τελικά μιλούσαν τέσσερεις ώρες και δεν είχαν πει ούτε τα μισά που

ήθελαν να πουν.

Εν τω μεταξύ όλο το παλάτι είχε ξυπνησ!ει μαζί με την πριγκίπισσα και 

καθένας άρχισε να κάνει τη δουλειά του,κι όπως δεν ήταν όλοι ερωτευμένοι,

πέθαιναν της πείνας.

Η κυρία της τιμής,αναγγελει με δυνατή φωνή στη πριγκιπισσα ότι το 

κρέας σερβιριστηκε.

Ο πρίγκιπας βοηθά τη πριγκίπισσα να σηκωθεί,αυτή ήταν ντυμένη,και

παρατηρώντας του λέει πως είναι ντυμένη όπως η γιαγιά της μ'ενα κολιέ,

όμως κι έτσι δεν ήταν λιγότερο ωραία.

Περνούν μέσα σ'ενα σαλόνι με καθρέφτες κι εκεί δειπνιζουν,

σερβιρισμενοι απ'τους υπηρέτες της πριγκίπισσας.

Τα βιολιά και τα όμποε παίζουν παλιά κομμάτια,αλλά εξαιρετικά, που'χαν να 

παιχτούν εκατό χρονια

Και μετά το γεύμα,χωρίς να χάσουν χρονο,παντρεύτηκαν  στο εκκλησάκι 

του κάστρου,και η κυρία των τιμών τους τραβαει  τις κουρτίνες και κοιμούνται λιγο.

Η πριγκίπισσα τώρα δεν είχε μεγάλη ανάγκη κι ο πρίγκιπας το πρωί την αφήνει για να γυρίσει στη πόλη του,όπου ο πατέρας του στενοχωριόταν γι'αυτον

Ο πρίγκιπας του'πε πως χάθηκε μέσα στο δάσος και πώς κοιμήθηκε μέσα στη καλύβα ενός καρβουνιάρη που του'δωσε να φάει μαύρο ψωμί και τυρί.

Ο βασιλιάς ο πατέρας του,ήταν αγαθός άνθρωπος,τον πίστεψε,όμως η μανα 

του δεν πειστηκε και βλεπωντας πως σχεδόν όλες τις μέρες πήγαινε για κυνήγι και πως παντοτε είχε δικαιολογία,

όταν αυτός είχε έξω δύο η'τρεις μέρες,δεν αμβεβαλλε πλέον πως είχε κάποια αγαπητικια.

Αυτός εσμιγε με την πριγκίπισσα πάνω από δύο χρόνια,κι απέκτησε δύο παιδιά,

το ένα ήταν κορίτσι και ονομάστηκε Αυγή και το δεύτερο που ήταν αγόρι ονοματηκε Φως της Μέρας,γιατί ήταν ακόμα πιο ομορφο απ'την αδελφή του.

Η βασίλισσα πολλές φορές ρωτούσε τον γιο της να της πει,αλλ'αυτος δεν 

τολμούσε να της πει το μυστικό του.Την φοβόνταν,αν και την αγαπούσε,γιατί 

αυτή ητανναπ'τη γενια των δράκων κι ο βασιλιάς την παντρεύτηκε για την 

μεγάλη της περιουσία.

Στην αυλή λέγανε ότι είχε στο αίμα της τη δρακενα κι οταν έβλεπε να

περνούν μικρά παιδιά με δυσκολία  κρατιόταν να μην τ'αρπαξει,γι'αυτό

ο πρίγκιπας τίποτα δεν ήθελε να της πει.

Αλλά όταν ο βασιλιάς πέθανε,αυτό έγινε σε δύο χρόνια,κι αυτός θα έπαιρνε

τη θέση του κύριος,φανερώνει δημόσια τον γάμο του και με μεγάλη 

συνοδεία πηγαίνει να φερει βασίλισσα τη γυναίκα του στο κάστρο,και 

κάνει μια μεγάλειώδη είσοδο στη πρωτεύουσα ,όπου αυτή εισέρχεται

ανάμεσα στα δύο παιδιά της.

Μετά από κάποιο χρόνο ο βασιλιάς πάει να κάνει πόλεμο με τον αυτοκράτορα

Κανταλαμπουτε τον γείτονα του.Αφηνει την αντιβασιλεία στη βασίλισσα

τη μάνα του και την φροντίδα της γυναίκας και των παιδιών του.

Θα ήταν στον πόλεμο όλο το καλοκαίρι,κι όταν αναχωρησε η μάνα βασίλισσα

προσκαλεί τη νύφη της και τα παιδιά της στο εξοχικό σπίτι μέσα στο δάσος,

για να μπορέσει πιο εύκολα να ικανοποιήσει την φρικτη της επιθυμία.

Πηγαίνει μετά από κάποιες μέρες εκεί κι ένα βράδυ λέει στον αρχιμαγειρα

της.

-Θελω αύριο στο δείπνο μου να φάω την μικρή Αυγή.

Ωχ.κυρια,λέει ο αρχιμαγειρας

-,Εγώ αυτη θελω,λέει η βασίλισσα,(και του το λέει μ'εναν τονο δρακενας που

εχει επιθυμία να φάει φρέσκια σάρκα)και θέλω να την φάω με σάλτσα Ρόμπερτ.

Ο φτωχός άνθρωπος μην μπορώντας να κάνει κάτι με την δρακενα,παίρνει

το μεγάλο του μαχαίρι κι ανεβαίνει στο δωμάτιο της μικρής Αυγής.

Αυτή ήταν τεσσάρων χρόνων και μόλις τον είδε πηδούσε και γελώντας

κρεμαστηκε στο λαιμό του και του ζητούσε καραμέλες.

Τον έπιασαν τα κλάματα ,το μαχαίρι του'πεσε απ'τα χέρια,και πηγαίνοντας

στο αγρόκτημα κόβει το λαιμό ενός μικρού αρνιού και κάνει μια τόσο

καλή σάλτσα που η κυρία του του λέει πως ποτέ δεν είχε φάει τόσο 

καλή. 

Επίσης χωρίς να χάσει καιρό την μικρή Αυγή την παιρνει και την δίνει στη γυναίκα του  να την κρύψει μέσα στο οίκημα που ηταν στο βάθος του αγροκτηματος

Οκτώ μέρες αργότερα,η κακιά βασίλισσα λέει στον αρχιμαγειρα της.

-Θελω να φάω στο δείπνο μου τον μικρό Φως της Μέρας

Αυτός δεν της απάντησε,αποφάσισε να την ξεγελάσει όπως την άλλη φορά.

Πηγαίνει να ψάξει τον μικρό Φως της Μερας,και τον βρισκει μ'ενα μικρό 

σπαθάκιστο χέρι,με το οποίο έπαιζε μ'εναν μεγάλο πίθηκο.

Δεν ήταν παρά τριών χρόνων,το έφερε στη γυναίκα του ,η οποία το'κρυψε

μαζί με την μικρή Αυγή,και της δίνει στη θέση του μικρού Φως της Μέρας 

ενα μικρόκατσίκι πολύ τρυφερό,που η δρακενα το βρίσκει θαυμασια καλο.

Μέχρι εδώ όλα πήγαν πολύ καλά,αλλά ένα βράδυ αυτή η κακιά βασίλισσα 

λέει στον αρχιμαγειρα.

-Θελω να φάω τη βασίλισσα με την ίδια σάλτσα όπως τα παιδιά της.

Τότε ένιωσε τον φτωχό μάγειρα απελπισία αν θα μπορέσει πάλι να την 

ξεγελάσει.

Η νεαρή βασίλισσα ήταν είκοσι χρονών,χωρίς να υπολογιστούν τα εκατό

χρόνια που κοιμόνταν.Το δέρμα της ήταν λιγο σκληρό,αν και ωραίο και

άσπρο.

Και τι ζώο να βρει τόσο σκληρό όπως αυτή μέσα στο κοπάδι;

Αποφασίζει,για να σώσει τη ζωή του,να κόψει το λαιμό της βασίλισσας,

κι ανεβαίνει στο δωμάτιο της,

και μπαίνει με το μαχαίρι στο δωμάτιο της νεαρής βασίλισσας,δεν θέλει

καθόλου να την αιφνιδιασει και της λέει με αρκετο σεβασμό τη διαταγή

που έλαβε απ'την βασιλισσα μητερα.

-Κάντε αυτο που σας διέταξαν,του λέει,τετωντοντας το λαιμό,εκτελέστε

τη διαταγή που σας έδωσαν,εγώ θα πάω να ξαναδώ τα παιδιά μου,τα

φτωχά μου παιδιά που τόσο πολύ αγαπάω.

Αυτή πίστευε ότι ήταν πεθαμενα,αφού τα πήραν να τα κρυψουν χωρίς να

της πουν τιποτα.

-Οχι,όχι,κυρία,της απαντάει ο φτωχός αρχιμαγειρας πολύ συγκινημένος,

δεν θα πεθάνετε,και θα σας πάω να ξαναδείτε τα παιδιά σας,εκεί που

τα,χω κρυμμένα,κι ακόμα μια φορά θα ξεγελάσω τη βασίλισσα δίνοντας

της να φάει ένα νεαρό ελάφι στη θέση σας.

Και την οδηγεί αμέσως στο δωμάτιο του,όπου αφήνοντας την να αγκαλιάζει 

τα παιδια της και να κλαίει μαζι μ'αυτα,πηγαίνει να ετοιμάσει ένα ελάφι,που

η βασίλισσα θα το φάει στο γεύμα της με την ίδια όρεξη σαν να ήταν η νεαρή 

βασίλισσα.

Αυτή ήταν πολύ ικανοποιημένη με την σκληρότητα της,κι είχε προετοιμαστεί

να πει στον βασιλιά,στην επιστροφή του,ότι αγριεμενοι λύκοι είχαν φάει

τη βασίλισσα τη γυναίκα του και τα δύο του παιδιά.

Ένα βράδυ που περιφέρονταν όπως το'χε συνήθεια μέσα στις αυλές και 

στ'αγροκτηματα του κάστρου για να οσμιστει κάποια φρέσκια σάρκα,

ακούει μέσα σ'ενα υπόγειο τον μικρό Φως της Μέρας που έκλαιγε ,γιατί 

η βασίλισσα η μάνα του ήθελε να χτυπήσει,επειδή είχε κανει μια αταξία,

κι ακούειεπίσης την μικρή Αυγή που την παρακαλούσε να συγχωρέσει τον αδελφότης.

Η δρακενα αναγνωρίζει τη φωνή της βασίλισσας και των παιδιών της,

και εξαγριωμένη που ξεγελάστηκε,διατάζει,απ'την επόμενη μέρα το πρωί,

με μια φοβερή φωνή,που έκανε όλον τον κόσμο να τρεμει,να της φέρουν 

στην αυλή μια μεγάλη λεκάνη,που θα τη γεμίσει με φρυνους,οχιές,κροταλίας,

και ερπετά,για να ρίξει μέσα τη βασίλισσα και τα παιδιά της,τον αρχιμαγειρα,

τη γυναίκα του και τον υπηρέτη του,επίσης έδωσε διαταγή να τους φέρουν

με τα χέρια δεμένα πίσω.

Αυτοί ήταν εκεί,κι οι εκτελεστές ετοιμάστηκαν να τους ρίξουν μέσα στη 

λεκάνη,όταν ο βασιλιάς,που δεν τον περίμεναν τόσο γρήγορα,μπαίνει στην 

αυλή με τ'αλογο,και ρωταει μ'απορια τι σημαίνει αυτό το φοβερό θέαμα.

Κανένας δεν τόλμησε να τον πληροφορήσει,

βλέπωντας ν'αποτυχαίνει  αυτό που θέλησε,η δρακενα,εξοργισμένη βουτάει 

το κεφάλι της μέσα στην λεκάνη,και καταβροχθιστηκε σε μια στιγμή απ'τα 

δηλητηριώδη ζώα που εκεί είχε βάλει.

Ο βασιλιάς στεναχωρηκε,ήταν μάνα του,

αλλά παρηγορήθηκε πολύ γρηγορα απ'την ωραία γυναίκα του κι απ'τα

παιδιά του.

.

.


Charles Perrault

Contes de ma mère l’Oye


La Belle au Bois dormant 


Il était une fois un roi et une reine qui étaient 

si fâchés de n’avoir point d’enfants, si fâchés 

qu’on ne saurait dire. Ils allèrent à toutes les eaux 

du monde, vœux, pèlerinages, menues dévotions, 

tout fut mis en œuvre, et rien n’y faisait. Enfin 

pourtant la reine devint grosse et accoucha d’une 

fille : on fit un beau baptême ; on donna pour 

marraines à la petite princesse toutes les fées 

qu’on pût trouver dans le pays (il s’en trouva 

sept), afin que chacune d’elles lui faisant un don, 

comme c’était la coutume des fées en ce temps-

là, la princesse eût par ce moyen toutes les 

perfections imaginables. 

Après les cérémonies du baptême, toute la 

compagnie revint au palais du roi où il y avait un 

grand festin pour les fées. On mit devant chacune 

d’elles un couvert magnifique, avec un étui d’or 

massif où il y avait une cuiller, une fourchette, et

un couteau de fin or, garni de diamants et de 

rubis. Mais comme chacun prenait sa place à 

table, on vit entrer une vieille fée, qu’on n’avait 

point priée, parce qu’il y avait plus de cinquante 

ans qu’elle n’était sortie d’une tour, et qu’on la 

croyait morte ou enchantée. Le roi lui fit donner 

un couvert ; mais il n’y eut pas moyen de lui 

donner un étui d’or massif comme aux autres, 

parce que l’on n’en avait fait faire que sept pour 

les sept fées. La vieille crut qu’on la méprisait, et 

grommela quelques menaces entre ses dents. Une 

des jeunes fées, qui se trouva auprès d’elle 

l’entendit ; et jugeant qu’elle pourrait donner 

quelque fâcheux don à la petite princesse, alla, 

dès qu’on fut sorti de table se cacher derrière la 

tapisserie afin de parler la dernière, et de pouvoir 

réparer, autant qu’il lui serait possible, le mal que 

la vieille aurait fait. 

Cependant les fées commencèrent à faire leurs 

dons à la princesse. La plus jeune lui donna pour 

don qu’elle serait la plus belle personne du 

monde ; celle d’après, qu’elle aurait de l’esprit 

comme un ange ; la troisième, qu’elle aurait une 

grâce admirable à tout ce qu’elle ferait ; la

quatrième, qu’elle danserait parfaitement bien ; la 

cinquième, qu’elle chanterait comme un 

rossignol ; la sixième, qu’elle jouerait de toutes 

sortes d’instruments dans la dernière perfection. 

Le rang de la vieille fée étant venu, elle dit, en 

branlant la tête encore plus de dépit que de 

vieillesse, que la princesse se percerait la main 

d’un fuseau, et qu’elle en mourrait. 

Ce terrible don fit frémir toute la compagnie, 

et il n’y eût personne qui ne pleurât. Dans ce 

moment la jeune fée sortit de derrière la 

tapisserie, et dit tout haut ces paroles : 

– Rassurez-vous, roi et reine, votre fille n’en 

mourra pas ; il est vrai que je n’ai pas assez de 

puissance pour défaire entièrement ce que mon 

ancienne a fait. La princesse se percera la main 

d’un fuseau ; mais au lieu d’en mourir, elle 

tombera seulement dans un profond sommeil qui 

durera cent ans, au bout desquels le fils d’un roi 

viendra la réveiller. 

Le roi, pour tâcher d’éviter le malheur 

annoncé par la vieille, fit publier aussitôt un édit, 

par lequel il défendait à toutes personnes de filer

au fuseau, ni d’avoir des fuseaux chez soi, sur 

peine de la vie. 

Au bout de quinze ou seize ans, le roi et la 

reine étant allés à une de leurs maisons de 

plaisance, il arriva que la jeune princesse courant 

un jour dans le château, et montant de chambre 

en chambre, alla jusqu’au haut d’un donjon dans 

un petit galetas, où une bonne vieille était seule à 

filer sa quenouille. Cette bonne femme n’avait 

point ouï parler des défenses que le roi avait 

faites de filer au fuseau. 

– Que faites-vous là, ma bonne femme ? dit la 

princesse. 

– Je file, ma belle enfant, lui répondit la vieille 

qui ne la connaissait pas. 

– Ah ! que cela est joli, reprit la princesse, 

comment faites-vous ? donnez-moi que je voie si 

j’en ferais bien autant. 

Elle n’eut pas plus tôt pris le fuseau, que 

comme elle était fort vive, un peu étourdie, et que 

d’ailleurs l’arrêt des fées l’ordonnait ainsi, elle 

s’en perça la main, et tomba évanouie.

La bonne vieille, bien embarrassée, crie au 

secours : on vient de tous côtés, on jette de l’eau 

au visage de la princesse, on la délace, on lui 

frappe dans les mains, on lui frotte les tempes

avec de l’eau de la reine de Hongrie ; mais rien 

ne la faisait revenir. 

Alors le roi, qui était monté au bruit, se 

souvint de la prédiction des fées, et jugeant bien 

qu’il fallait que cela arrivât, puisque les fées 

l’avaient dit, fit mettre la princesse dans le plus 

bel appartement du palais, sur un lit en broderie 

d’or et d’argent. On eût dit un ange, tant elle était 

belle ; car son évanouissement n’avait pas ôté les 

couleurs vives de son teint : ses joues étaient 

incarnates, et ses lèvres comme du corail ; elle 

avait seulement les yeux fermés, mais on 

l’entendait respirer doucement, ce qui faisait voir 

qu’elle n’était pas morte. 

Le roi ordonna qu’on la laissât dormir en 

repos, jusqu’à ce que son heure de se réveiller fût 

venue. La bonne fée qui lui avait sauvé la vie en

la condamnant à dormir cent ans, était dans le 

royaume de Mataquin, à douze mille lieues de là,

lorsque l’accident arriva à la princesse ; mais elle 

en fut avertie en un instant par un petit nain, qui 

avait des bottes de sept lieues (c’était des bottes 

avec lesquelles on faisait sept lieues d’une seule 

enjambée). La fée partit aussitôt, et on la vit au

bout d’une heure arriver dans un chariot tout de 

feu, traîné par des dragons. Le roi lui alla 

présenter la main à la descente du chariot. Elle 

approuva tout ce qu’il avait fait ; mais comme 

elle était grandement prévoyante, elle pensa que 

quand la princesse viendrait à se réveiller, elle 

serait bien embarrassée toute seule dans ce vieux 

château : voici ce qu’elle fit. 

Elle toucha de sa baguette tout ce qui était 

dans ce château (hors le roi et la reine), 

gouvernantes, filles d’honneur, femmes de 

chambre, gentilshommes, officiers, maîtres 

d’hôtel, cuisiniers, marmitons, galopins, gardes, 

suisses, pages, valets de pied ; elle toucha aussi 

tous les chevaux qui étaient dans les écuries, avec 

les palefreniers, les gros mâtins de basse-cour, et 

la petite Pouffe, petite chienne de la princesse, 

qui était auprès d’elle sur son lit. Dès qu’elle les

eut touchés, ils s’endormirent tous, pour ne se

réveiller qu’en même temps que leur maîtresse, 

afin d’être tout prêts à la servir quand elle en 

aurait besoin. Les broches mêmes, qui étaient au 

feu, toutes pleines de perdrix et de faisans, 

s’endormirent, et le feu aussi. Tout cela se fit en 

un moment ; les fées n’étaient pas longues à leur 

besogne. 

Alors le roi et la reine, après avoir baisé leur 

chère enfant sans qu’elle s’éveillât, sortirent du 

château, et firent publier des défenses à qui que 

ce soit d’en approcher. Ces défenses n’étaient pas 

nécessaires ; car il poussa, dans un quart d’heure, 

tout autour du parc, une si grande quantité de 

grands arbres et de petits, de ronces et d’épines 

entrelacées les unes dans les autres, que bête ni 

homme n’y aurait pu passer ; en sorte qu’on ne 

voyait plus que le haut des tours du château, 

encore n’était-ce que de bien loin. On ne douta 

point que la fée n’eût fait là encore un tour de son 

métier, afin que la princesse, pendant qu’elle 

dormirait, n’eût rien à craindre des curieux. 

Au bout de cent ans, le fils du roi qui régnait 

alors, et qui était d’une autre famille que la

princesse endormie, étant allé à la chasse de ce 

côté-là, demanda ce que c’était que des tours 

qu’il voyait au-dessus d’un grand bois fort épais. 

Chacun lui répondit selon qu’il en avait ouï 

parler. Les uns disaient que c’était un vieux 

château où il revenait des esprits ; les autres, que 

tous les sorciers de la contrée y faisaient leur 

sabbat. La plus commune opinion était qu’un 

ogre y demeurait, et que là il emportait tous les 

enfants qu’il pouvait attraper, pour les pouvoir 

manger à son aise, et sans qu’on le pût suivre, 

ayant seul le pouvoir de se faire un passage au 

travers du bois. 

Le prince ne savait qu’en croire, lorsqu’un 

vieux paysan prit la parole, et lui dit : 

– Mon prince, il y a plus de cinquante ans que 

j’ai ouï dire à mon père qu’il y avait dans ce 

château une princesse, la plus belle qu’on eût su 

voir ; qu’elle y devait dormir cent ans et qu’elle 

serait réveillée par le fils d’un roi, à qui elle était 

réservée. 

Le jeune prince, à ce discours, se sentit tout de 

feu ; il crut sans balancer qu’il mettrait fin à une

si belle aventure ; et poussé par l’amour et par la 

gloire, il résolut de voir sur-le-champ ce qui en 

était. À peine s’avança-t-il vers le bois, que tous 

ces grands arbres, ces ronces et ces épines 

s’écartèrent d’elles-mêmes pour le laisser passer. 

Il marcha vers le château, qu’il voyait au bout 

d’une grande avenue où il entra ; et, ce qui le 

surprit un peu, il vit que personne de ses gens ne 

l’avait pu suivre, parce que les arbres s’étaient 

rapprochés dès qu’il avait été passé. Il ne laissa 

pas de continuer son chemin : un prince jeune et 

amoureux est toujours vaillant. Il entra dans une 

grande avant-cour où tout ce qu’il vit d’abord 

était capable de le glacer de crainte. C’était un 

silence affreux : l’image de la mort s’y présentait 

partout, et ce n’était que des corps étendus 

d’hommes et d’animaux, qui paraissaient morts. 

Il reconnut pourtant bien, au nez bourgeonné et à 

la face vermeille des suisses, qu’ils n’étaient 

qu’endormis, et leurs tasses où il y avait encore 

quelques gouttes de vin, montraient assez qu’ils 

s’étaient endormis en buvant. 

Il passa une grande cour pavée de marbre ; il 

monta l’escalier, il entra dans la salle des gardes

qui étaient rangés en haie, la carabine sur 

l’épaule, et ronflants de leur mieux. Il traversa 

plusieurs chambres pleines de gentilshommes et 

de dames, dormant tous, les uns debout, les autres 

assis. Il entra dans une chambre toute dorée, et il 

vit sur un lit, dont les rideaux étaient ouverts de 

tous côtés, le plus beau spectacle qu’il eût jamais 

vu : une princesse qui paraissait avoir quinze ou 

seize ans, et dont l’éclat resplendissant avait 

quelque chose de lumineux et de divin. Il 

s’approcha en tremblant et en admirant et se mit à 

genoux auprès d’elle. 

Alors, comme la fin de l’enchantement était 

venue, la princesse s’éveilla ; et le regardant avec 

des yeux plus tendres qu’une première vue ne 

semblait le permettre : 

– Est-ce vous, mon prince ? lui dit-elle, vous 

vous êtes bien fait attendre. 

Le prince, charmé de ces paroles, et plus 

encore de la manière dont elles étaient dites, ne 

savait comment lui témoigner sa joie et sa 

reconnaissance ; il l’assura qu’il l’aimait plus que 

lui-même. Ses discours furent mal rangés, ils en

plurent davantage ; peu d’éloquence, beaucoup 

d’amour. Il était plus embarrassé qu’elle, et l’on 

ne doit pas s’en étonner ; elle avait eu le temps de 

songer à ce qu’elle aurait à lui dire, car il y a 

apparence (l’histoire n’en dit pourtant rien) que la 

bonne fée, pendant un si long sommeil, lui avait 

procuré le plaisir des songes agréables. Enfin il y 

avait quatre heures qu’ils se parlaient, et ils ne 

s’étaient pas encore dit la moitié des choses qu’ils 

avaient à se dire. 

Cependant tout le palais s’était réveillé avec la 

princesse ; chacun songeait à faire sa charge, et 

comme ils n’étaient pas tous amoureux, ils 

mouraient de faim ; la dame d’honneur, pressée 

comme les autres, s’impatienta, et dit tout haut à 

la princesse que la viande était servie. Le prince 

aida la princesse à se lever ; elle était tout 

habillée et fort magnifiquement, mais il se garda 

bien de lui dire qu’elle était habillée comme sa 

mère-grand, et qu’elle avait un collet monté ; elle 

n’en était pas moins belle. 

Ils passèrent dans un salon de miroirs, et y 

soupèrent, servis par les officiers de la princesse.

Les violons et les hautbois jouèrent de vieilles 

pièces, mais excellentes, quoiqu’il y eût près de 

cent ans qu’on ne les jouât plus ; et après souper, 

sans perdre de temps, le grand aumônier les 

maria dans la chapelle du château, et la dame 

d’honneur leur tira le rideau : ils dormirent peu, 

la princesse n’en avait pas grand besoin, et le 

prince la quitta dès le matin pour retourner à la 

ville, où son père devait être en peine de lui. 

Le prince lui dit qu’en chassant il s’était perdu 

dans la forêt, et qu’il avait couché dans la hutte 

d’un charbonnier, qui lui avait fait manger du 

pain noir et du fromage. Le roi son père, qui était 

un bonhomme, le crut ; mais sa mère n’en fut pas 

bien persuadée, et voyant qu’il allait presque tous 

les jours à la chasse, et qu’il avait toujours une 

raison en main pour s’excuser, quand il avait 

couché deux ou trois nuits dehors, elle ne douta 

plus qu’il n’eût quelque amourette ; car il vécut 

avec la princesse plus de deux ans entiers, et en 

eut deux enfants, dont le premier, qui fut une 

fille, fut nommée Aurore, et le second un fils 

qu’on nomma Jour, parce qu’il paraissait encore 

plus beau que sa sœur.

La reine dit plusieurs fois à son fils, pour le 

faire expliquer, qu’il fallait se contenter dans la 

vie ; mais il n’osa jamais se fier à elle de son 

secret : il la craignait quoiqu’il l’aimât, car elle 

était de race ogresse, et le roi ne l’avait épousée 

qu’à cause de ses grands biens. On disait même 

tout bas à la cour qu’elle avait les inclinations des 

ogres et qu’en voyant passer de petits enfants, 

elle avait toutes les peines du monde à se retenir 

de se jeter sur eux ; ainsi le prince ne voulut 

jamais rien dire. 

Mais quand le roi fut mort, ce qui arriva au 

bout de deux ans, et qu’il se vit le maître, il 

déclara publiquement son mariage, et alla en 

grande cérémonie quérir la reine sa femme dans 

son château. On lui fit une entrée magnifique 

dans la ville capitale, où elle entra au milieu de 

ses deux enfants. 

Quelque temps après le roi alla faire la guerre 

à l’empereur Cantalabutte son voisin. Il laissa la 

régence du royaume à la reine sa mère, et lui 

recommanda fort sa femme et ses enfants : il 

devait être à la guerre tout l’été, et dès qu’il fut

parti, la reine mère envoya sa bru et ses enfants à 

une maison de campagne dans les bois, pour 

pouvoir plus aisément assouvir son horrible 

envie. Elle y alla quelques jours après, et dit un 

soir à son maître d’hôtel : 

– Je veux manger demain à mon dîner la petite 

Aurore. 

– Ah ! madame, dit le maître d’hôtel... 

– Je le veux, dit la reine (et elle le dit d’un ton 

d’ogresse qui a envie de manger de la chair

fraîche), et je la veux manger à la sauce Robert. 

Ce pauvre homme voyant bien qu’il ne fallait 

pas se jouer à une ogresse, prit son grand 

couteau, et monta à la chambre de la petite 

Aurore : elle avait pour lors quatre ans et vint en 

sautant et en riant se jeter à son cou, et lui 

demander du bonbon. Il se mit à pleurer : le 

couteau lui tomba des mains, et il alla dans la 

basse-cour couper la gorge à un petit agneau, et 

lui fit une si bonne sauce, que sa maîtresse 

l’assura qu’elle n’avait jamais rien mangé de si 

bon. Il avait emporté en même temps la petite 

Aurore, et l’avait donnée à sa femme, pour la

cacher dans le logement qu’elle avait au fond de 

la basse-cour. 

Huit jours après, la méchante reine dit à son 

maître d’hôtel : 

– Je veux manger à mon souper le petit Jour. 

Il ne répliqua pas, résolu de la tromper comme 

l’autre fois ; il alla chercher le petit Jour, et le 

trouva avec un petit fleuret à la main, dont il 

faisait des armes avec un gros singe ; il n’avait 

pourtant que trois ans. Il le porta à sa femme qui 

le cacha avec la petite Aurore, et donna à la place 

du petit Jour un petit chevreau fort tendre, que 

l’ogresse trouva admirablement bon. 

Cela était fort bien allé jusque-là ; mais un soir 

cette méchante reine dit au maître d’hôtel : 

– Je veux manger la reine à la même sauce que 

ses enfants. 

Ce fut alors que le pauvre maître d’hôtel 

désespéra de la pouvoir encore tromper. La jeune 

reine avait vingt ans passés, sans compter les cent 

ans qu’elle avait dormi : sa peau était un peu 

dure, quoique belle et blanche ; et le moyen de

trouver, dans la ménagerie, une bête aussi dure 

que cela ? Il prit la résolution, pour sauver sa vie, 

de couper la gorge à la reine, et monta dans sa 

chambre, dans l’intention de n’en pas faire à deux 

fois ; il s’excitait à la fureur, et entra, le poignard 

à la main, dans la chambre de la jeune reine. Il ne 

voulut pourtant point la surprendre et il lui dit 

avec beaucoup de respect l’ordre qu’il avait reçu 

de la reine mère. 

– Faites votre devoir, lui dit-elle, en lui 

tendant le col, exécutez l’ordre qu’on vous a 

donné ; j’irai revoir mes enfants, mes pauvres 

enfants que j’ai tant aimés. 

Elle les croyait morts, depuis qu’on les avait

enlevés sans lui rien dire. 

– Non, non, madame, lui répondit le pauvre 

maître d’hôtel tout attendri, vous ne mourrez 

point, et vous ne laisserez pas d’aller revoir vos 

enfants ; mais ce sera chez moi où je les ai 

cachés, et je tromperai encore la reine en lui 

faisant manger une jeune biche en votre place. 

Il la mena aussitôt à sa chambre, où la laissant 

embrasser ses enfants et pleurer avec eux, il alla

accommoder une biche, que la reine mangea à 

son souper, avec le même appétit que si c’eût été 

la jeune reine ; elle était bien contente de sa 

cruauté, et elle se préparait à dire au roi, à son 

retour, que les loups enragés avaient mangé la 

reine sa femme et ses deux enfants. 

Un soir qu’elle rôdait à son ordinaire dans les 

cours et basses-cours du château pour y halener 

quelque viande fraîche, elle entendit dans une 

salle basse le petit Jour qui pleurait, parce que la 

reine sa mère le voulait faire fouetter, à cause 

qu’il avait été méchant ; et elle entendit aussi la 

petite Aurore qui demandait pardon pour son 

frère. L’ogresse reconnut la voix de la reine et de 

ses enfants, et furieuse d’avoir été trompée, elle 

commanda, dès le lendemain au matin, avec une 

voix épouvantable qui faisait trembler tout le 

monde, qu’on apportât au milieu de la cour une 

grande cuve, qu’elle fit remplir de crapauds, de 

vipères, de couleuvres et de serpents, pour y faire 

jeter la reine et ses enfants, le maître d’hôtel, sa 

femme et sa servante : elle avait donné l’ordre de 

les amener les mains liées derrière le dos.

Ils étaient là, et les bourreaux se préparaient à 

les jeter dans la cuve, lorsque le roi, qu’on 

n’attendait pas si tôt, entra dans la cour à cheval ; 

il était venu en poste, et demanda tout étonné ce 

que voulait dire cet horrible spectacle. Personne 

n’osait l’en instruire, quand l’ogresse, enragée de 

voir ce qu’elle voyait, se jeta elle-même la tête la 

première dans la cuve, et fut dévorée en un 

instant par les vilaines bêtes qu’elle y avait fait 

mettre. Le roi ne laissa pas d’en être fâché : elle 

était sa mère ; mais il s’en consola bientôt avec sa 

belle femme et ses enfants. 

.

.

.

 




Rätselmärchen

Παραμύθι Αίνιγμα

Ένα Παραμύθι των αδελφων Γκριμ

Ein Märchen der Brüder Grimm

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Παραμύθι Αινιγμα

Τρεις γυναίκες ήταν σε λουλούδια μεταμορφωμένες,οι οποιες πάνω στο

χωράφι στέκονταν,ωστόσο απ'αυτες σε μια επιτράπηκε τη νύχτα στο 

σπίτι της να είναι.Τοτε μίλησε στον άντρα της την ώρα που η μέρα

πλησίαζε κι πάλι στις συντρόφισσες της στο χωράφι θα πήγαινε κι

ένα λουλούδι έπρεπε να γίνει.'Αν σήμερα το πρωί έρθεις και με κόψεις,

θα απελευθερωθω και για πάντα με σένα θα μεινω'.το οποίο τοτε και

συνεβηκε.Τωρα να η ερώτηση:πως ο άντρας της την έχει γνωρισει,

αφού τα λουλούδια χωρίς ομοιότητα και χωρίς διαφορά ήταν;


Απάντηση:ενώ αυτή τη νύχτα στον άντρα της κι όχι στο χωράφι ήταν,

δεν έπεσε η δροσιά πάνω της όπως πάνω στις άλλες δύο,απ'οπου ο άντρας

την γνωρισε


Rätselmärchen

Ein Märchen der Brüder Grimm


Rätselmärchen

Drei Frauen waren in Blumen verwandelt, die auf dem Felde standen, doch deren eine durfte des Nachts in ihrem Hause sein. Da sprach sie auf eine Zeit zu ihrem Mann, als sich der Tag nahte und sie wiederum zu ihren Gespielen auf das Feld gehen und eine Blume werden mußte: "Wenn du heute vormittag kommst und mich abbrichst, werde ich erlöst und für immer bei dir bleiben," was dann auch geschah. Nun ist die Frage, wie sie ihr Mann erkannt habe, da die Blumen ganz gleich und ohne Unterschied waren?


Antwort: "Dieweil sie die Nacht in ihrem Haus und nicht auf dem Feld war, fiel der Tau nicht auf sie wie auf die andern zwei, wobei sie der Mann erkannte."

.

.

.



Das Mädchen ohne Hände

Το κορίτσι χωρίς χερια

Ein Märchen der Brüder Grimm

Ένα Παραμύθι των αδελφών Γκριμ-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ένας μυλωνάς ήταν σε μεγάλη φτώχεια και δεν είχε τίποτα άλλο από τον μύλο του και μια μεγάλη μηλιά πίσω.

Μια φορά πήγε στο δάσος,ξύλα να κόψει,κι εκεί συνάντησε έναν  γέρο  που ποτέ δεν ειχε ξαναδεί,

κι αυτός του μίλησε κι είπε.

τι βασανίζεσε με τα ξύλα,θα σε κάνω πλούσιο,αν μου δώσεις ότι πίσω από τον μύλο σου είναι.

Τίποτα άλλο από τη μηλιά δεν είναι,σκέφτηκε ο μυλωνάς,κι είπε,ναι.συμφωνοντας με τον άγνωστο.Αυτος γέλασε όλο κακια κι είπε πως σε τρία χρόνια θα'ρθει να πάρει ότι του ανήκει,κι έφυγε.

Όταν ο μυλωνάς γύρισε σπίτι,βγήκε η γυναίκα του έξω και του'πε .Πες μου,μυλωνά,από που ήρθε αυτός ο  πλούτος ξαφνικά στο 

σπίτι μας;κι είναι όλα τα μπαούλα κι οι κασέλες γεμάτες.

Κανένας δεν ήρθε να τον φέρει.

Τότε αυτός της απάντησε.

Έναν άγνωστο συνάντησα μέσα στο δάσος και μου-πε πως θα μου δωσει μεγάλο θησαυρό,αν σ'ανταλλαγμα του δώσω αυτό που'ναι πίσω απ'τον μύλο,μόνο η  μηλιά είναι κι είπα ναι.

Αχ άντρα μου,είπε η γυναίκα τρομαγμένη,αυτός ήταν ο διάβολος,δεν θέλει τη μηλιά,αλλά την κόρη μας που ήταν πίσω απ'τον μύλο και σάρωνε την αυλή.

Η κόρη του μυλωνά ήταν ένα όμορφο και φρόνιμο κορίτσι,κι έζησε τα τρία χρόνια με φόβο Θεού και δίχως ν'αμαρτησει.

Όταν πέρασε ο καιρός,κι η μέρα έφτασε να την πάρει ο κακος άντρας,πλυθηκε καθαρή να'ναι κι έγραψε ένα κύκλο με κιμωλία

γύρω της.

Ο διάβολος ήρθε πολύ νωρίς,αλλά δεν μπορούσε να την πλησιάσει.

Τότε θύμωσε κι είπε στον μυλωνά.Εξαφανισε το νερό ώστε να μην μπορεί να πλυθει,

γιατί δεν έχω καθόλου δύναμη να την πιάσω.

Ο μυλωνάς φοβηκε και το'κανε.

Την άλλη μέρα ξανα'ρθε ο διάβολος,αλλ'αυτη είχε πάνω στα χέρια της κλάψει κι ήταν ολοκάθαρα.Επειδη δεν μπορούσε να την πλησιάσει είπε θυμωμένος στον μυλωνά.

Κοψ'της τα χέρια,αλλιώς δεν μπορώ να την πλησιάσω.

Ο μυλωνάς τρόμαξε και του απάντησε.

Πως μπορώ να  κόψω τα χέρια του παιδιού μου.

Τότε ο κακος άντρας τον απείλησε.

Αν δεν το κάνεις,του'πε,τότε θα πάρω εσενα

Ο πατέρας τρόμαξε πολύ κι υποσχέθηκε πως θα το κάνει.

Πήγε λοιπόν στο κορίτσι και του'πε.

Παιδί μου αν δεν σου κόψω τα δυο σου χέρια,ο διάβολος θα  πάρει εμενα,και στο φόβο μου του το υποσχεθηκα .Συγχωρα με για το κακό που θα σου κάνω.

Τότε αυτή του απάντησε.Αγαπημενε μου πατέρα,κάνε με οτι  θέλεις,παιδί σου είμαι.

Κι αμέσως τέντωσε τα δυο της χέρια κι άφησε να κοπούν.

Ο διάβολος ήρθε για τρίτη φορά.Ομως αυτή είχε τόσο πολύ κλάψει πάνω στις πληγές,που ήταν ολοκαθαρες.

Τότε αυτός έφυγε χάνοντας τα

όλα.

Τότε ο μυλωνάς της μίλησε κι ειπε.Τοσα πολλά καλά κέρδισα από σένα,κι εσένα σε όλη τη ζωή θα σε φροντίζω.

Αλλ' αυτή του απάντησε.Δεν μπορώ πια εδώ να μείνω,θα φύγω μακρυά,φιλεύσπλαχνοι 

άνθρωποι θα μου δώσουν ότι χρειαστώ.

Αφού άφησε τα κομμένα χέρια στη πλάτη να της δεσουν,με την ανατολη του ήλιου πήρε το δρόμο και περπάτησε όλη τη μέρα,μέχρι που νύχτωσε.Τοτε έφτασε σ' έναν βασιλικό κήπο,και στη λάμψη του φεγγαριού ειδε τα δέντρα που ήταν γεμάτα ωραιους καρπούς,αλλ'αυτη δεν μπορούσε να μπει μέσα,γιατί γυρω-γυρω νερό ηταν.Κι επειδή όλη τη μέρα περπατούσε και τίποτα δεν έφαγε,κι η πείνα την βασάνιζε,σκέφτηκε,αχ,να μπορούσα να μπω μέσα,φρούτα να φάω,να μην πεθάνω απ'την πείνα.

Τότε γονάτισε,είπε τ'ονομα του Θεού και προσευχήθηκε.

Κάποια στιγμή ήρθε ένας άγγελος,έκανε ένα ανοιγμα στο νερό,το χαντάκι  στέγνωσε κι έτσι μπόρεσε να διαβεί.Μπηκε στον κήπο και μαζί της ο άγγελος.Είδε ένα δέντρο με ώριμα φρούτα,που ήταν ωραία αχλάδια,αλλά ήταν όλα

μετρημένα.Τοτε πλησίασε κι έφαγε ένα με το στόμα απ'το δέντρο,την πείνα της να ησυχάσει,ένα όχι περισσότερα.

Ο κηπουρός την είδε,αλλά επειδή ήταν ο άγγελος μαζί της,

δείλιασε και πήρε το κορίτσι για κάποιο πνεύμα,και κράτηθηκε να μην φωνάξει ούτε στο πνεύμα να μιλήσει.Οταν αυτή έφαγε το αχλάδι,χόρτασε και πήγε και κρύφτηκε μέσα στο θάμνο.

Ο βασιλιάς,στον οποίο ανήκε ο κήπος,ήρθε τ'αλλο πρωί,μέτρησε τα φρούτα κι είδε πως ένα αχλαδι  έλειπε και ρώτησε τον κηπουρό τι είχε γίνει,αφού δεν ήταν κάτω απ'το δέντρο κι έλλειπε.

Τότε τ'απαντησε ο κηπουρός.Την περασμένη νύχτα μπήκε ένα πνεύμα που δεν είχε καθόλου χέρια κι έφαγε ένα με το στόμα.

Ο βασιλιάς μίλησε κι είπε.Πως το πνεύμα μπόρεσε πάνω απ'το νερό να περάσει;και που αυτό πήγε,αφού το αχλάδι έφαγε;

Ο κηπουρός απαντησε'πως ηρθε κάποιος με λευκό σαν χιόνι ρούχο απ'τον ουρανό,αυτός έκανε άνοιγμα και το νερό κύλισε,για να μπορέσει το πνεύμα μέσα απ'το χαντάκι να περάσει.Κι επειδή αυτός ένας άγγελος πρέπει να ήταν,φοβήθηκα,κι ούτε φώναξα κι ούτε μίλησα.Σαν το πνεύμα το αχλάδι εφαγε  έφυγε.

Ο βασιλιάς μίλησε κι είπε.Αν έγινε όπως λες,τότε αυτή τη νύχτα μαζί σου θα παραφυλαξω.

Όταν σκοτείνιασε,πήγε ο βασιλιάς στον κήπο,και μαζί του είχε έναν παπά,για να μιλησει στο πνεύμα.Κι οι τρεις κάθησαν κάτω απ'το δέντρο και πρόσεχαν.Γυρω στα μεσάνυχτα βγήκε το κορίτσι απ'το θαμνο ερπωντας,πλησίασε στο δέντρο,κι έφαγε πάλι με το στόμα ένα αχλαδι,δίπλα της στέκονταν ο άγγελος με λευκό ρούχο.

Τότε πετάχτηκε πάνω ο παπας κι είπε.Ερχεσαι απ'το Θεό η' είσαι του κόσμου;είσαι πνεύμα η άνθρωπος;

Αυτή απάντησε κι ειπε.Δεν είμαι πνεύμα,αλλά ένα φτωχο κοριτσι ,απ'ολους παρατημένο αλλά όχι απ'τον θεο.

Ο βασιλιάς μίλησε κι είπε.Αν απ'ολο τον κόσμο είσαι παρατημένο,εγώ δεν θα σε παρατήσω.

Και την πήρε μαζί του στον βασιλικό πύργο,κι αφού  τόσο όμορφη ήταν και φρόνιμη,την αγάπησε μέσα απ'την καρδιά  του,είπε να της κάνουν ασημένια χέρια και την πήρε γυναίκα του.

Όταν μετα απο'να χρόνο έπρεπε ο βασιλιάς στον πόλεμο να πάει,αφησε τη νεαρή βασίλισσα στη προστασία της μάνα του κι είπε.Οταν έρθει ο καιρός να γεννήσει,καλά να την φροντίσεις και γράψε μου γράμμα.

Και γέννησε αυτή ένα όμορφο αγόρι.Τοτε έγραψε η γριά μάνα αμέσως κι έστειλε το ευχάριστο νέο.Ο αγγελιοφόρος όμως όταν έφτασε σε μια οκτη ποταμού,επειδή απ'τον μακρύ δρόμο ένιωσε κούραση,ξάπλωσε και κοιμήθηκε.

Τότε ήρθε ο διάβολος που'θελε πάντα στην φρόνιμη βασίλισσα να  κάνει κακό,άλλαξε το γράμμα μ'ενα άλλο,όπου μέσα έγραφε,ότι η βασίλισσα ένα τέρας στον κόσμο έχει φέρει.

Όταν ο βασιλιάς το γράμμα διάβασε τρόμαξε και στεναχωρηθηκε πολύ,ωστόσο έγραψε την απάντηση,πως έπρεπε τη βασίλισσα καλά να την έχει και να την φροντιζει  μέχρι να γυρίσει.

Ο αγγελιοφόρος γύρισε με το γράμμα πίσω,έφτασε στο ίδιο μέρος και πάλι κοιμήθηκε.Τοτε ήρθε ο διάβολος γι'αλλη μια φορά κι έβαλε ένα άλλο γράμμα στη τσέπη,που έγραφε,ότι αυτή έπρεπε τη βασιλισσα με το παιδι να σκοτώσει.

Η γριά μάνα τρόμαξε πολύ,οταν το γράμμα πήρε,δεν μπορούσε να το πιστέψει κι έγραψε στον βασιλιά ακόμα μια φορά,αλλ'αυτη δεν έλαβε καμία 

άλλη απάντηση,γιατί ο διάβολος στον αγγελιοφόρο  κάθε φορά ένα πλαστό γράμμα εβαζε,και μάλιστα το τελευταίο γράμμα έγραφε,ότι πρέπει για απόδειξη τη γλώσσα και τα μάτια της βασίλισσας να ξεριζώσουν.

Ωστόσο η γριά μάνα έκλαψε,που αθώο αίμα έπρεπε να χυθεί.Ζητησε μέσα στη νυχτα να της φέρουν μια ελαφίνα,και της έκοψε τη γλώσσα και της έβγαλε τα μάτια και τα φύλαξε.Τοτε μίλησε στη βασίλισσα κι είπε.Δεν.μπορω να σ' αφήσω να σε σκοτωσουν,όπως διέταξε ο βασιλιάς,όμως δεν πρέπει πια να μείνεις εδώ,φύγε με το παιδί σου και πότε να μην ξαναγυρίσεις.

Της έδεσε το παιδί πάνω στη πλάτη,κι η φτώχια γυναίκα έφυγε μακρυά με δακρυσμένα μάτια.

Εφτασε σ'ενα μεγάλο άγριο δάσος,τότε γονάτισε και προσευχήθηκε στον Θεό,κι ο άγγελος φάνηκε και την οδήγησε σ'ενα μικρό σπίτι,όπου ήταν μια επιγραφή με τα λόγια:εδώ μένει ο καθενας ελεύθερα.

Απ'το σπιτακι  βγήκε μια νεαρη γυναίκα λευκή όπως το χιόνι,που είπε.Καλως ορισες,κυρά βασίλισσα,και την οδήγησε μέσα.Οπου ξεδεσε το μικρό παιδί απ'τη πλάτη και

το'κρατησε στο στήθος της για να πιει,κι έπειτα το ξάπλωσε σ'ενα ωραίο κρεβατάκι.Τοτε μίλησε η φτώχια γυναίκα κι είπε.Απο που γνωρίζεις,ότι μια βασίλισσα ήμουν;

Κι η λευκή νεαρή γυναίκα απάντησε.Αγγελος είμαι,απ'τον θεο σταλμένος,εσένα και το παιδί σου να προστατέψω.

Κι έμεινε σ'αυτο το σπίτι εφτα συνολικά χρόνια κι ήταν καλά προστατευμένη,και με τη χάρη του Θεού και την φρονιμαδα της

ξαναβγηκαν τα κομμένα της χέρια.

Ο βασιλιάς επιτέλους γύρισε πάλι απ'τον πόλεμο στο σπίτι,και το πρώτο ήταν,τη γυναίκα του με το παιδί να δει.

Τότε άρχισε η γριά μάνα να κλαίει και του μίλησε και του είπε.Παλιανθρωπε,δεν μου'γραψες,δύο αθώων ψυχών να κόψω τη ζωή;και του'δειξε τα δυο γράμματα,που ο κακος άντρας είχε αλλάξει,και μίλησε κι είπε ακόμα.Εκανα,όπως με διεταξες.και του' δειξε την απόδειξη,τη γλώσσα και τα μάτια.

Τότε άρχισε ο βασιλιάς να κλαιει πολύ πικρά για την φτωχια του γυναίκα και για το μικρό του γιο,ώσπου η γριά μάνα τον σπλαχνιστηκε και του μίλησε και του'πε.Ηρεμησε,ακόμα ζουν.Εγω κρυφά μια ελαφίνα άφησα να σφαχτεί κι απ' αυτή αυτές τις αποδείξεις κράτησα,στη πλάτη της γυναίκας σου έδεσα το παιδί,και την συμβούλεψα,στον μακρυνό κόσμο να πάει,και να μου  υποσχεθεί,πως ποτέ πια  εδω δεν θα ξαναγυρισει,γιατί τόσο σκληρός σ'αυτη ησουν.

Τότε μίλησε κι είπε ο βασιλιάς.Θα φυγω,τόσο μακριά όσο γαλάζιος ουρανός ειναι,κι ούτε θα τρώω κι ούτε θα πίνω,μέχρι να ξαναβρώ την αγαπημένη μου γυναίκα και το παιδί μου,αν από εξάντληση η' απο πείνα δεν έχουν πεθάνει.

Περιπλανήθηκε ο βασιλιάς,εφτά  χρόνια και τους έψαχνε σ'ολες

τις ρεματιες και τις σπηλιές,αλλά όμως δεν τους έβρισκε και σκέφτονταν ότι έχουν χαθεί.

Δεν έτρωγε  και δεν έπινε όλο αυτό τον καιρό,αλλά ο Θεός τον 

κρατούσε.

Τελικά έφτασε σ'ενα μεγάλο δάσος και μέσα σ'αυτο βρήκε το μικρό σπιτάκι,όπου επιγραφή ήταν με τα λόγια: εδω μένει ο καθένας ελεύθερα.

Τότε βγήκε έξω η λευκή νεαρή γυναίκα,τον πήρε απ'το χέρι,τον οδήγησε μέσα και του μίλησε και του είπε.Καλως ορισες,βασιλιά,και τον ρώτησε,από που έρχεται.

Αυτός απάντησε.Σχεδον εφτά χρόνια περιπλανιέμαι,και ψάχνω τη γυναίκα μου με το παιδί μου,όμως δεν μπορώ να τους βρω.

Ο άγγελος τον προσκάλεσε να φαει και να πιει,αλλ'αυτος αρνήθηκε,κι ήθελε μονάχα λίγο να ησυχάσει.

Τότε κοιμήθηκε και σκέπασε μ'ενα μαντήλι το πρόσωπο του.

Τότε πήγε ο άγγελος στο δωμάτιο,που η βασίλισσα με τον γιο της κάθονταν,τον οποίο συνήθως Πονεμένο μου τον ονόμαζε,και μίλησε και της είπε.Βγες έξω μαζι με το παιδι

σου,ο άντρας σου έχει έρθει.

Τότε αυτή πήγε,όπου αυτός ήταν ξαπλωμενος,και το μαντήλι έπεσε απ'το πρόσωπο του.

Τότε αυτή μίλησε κι είπε.Πονεμενο μου,σήκωσε το μαντήλι του πατέρα σου και ξανασκεπασε του το πρόσωπο.

Το παιδί το σήκωσε και ξανασκεπασε το πρόσωπο του 

Αυτό τ'ακουσε ο βασιλιάς μεσα στον γλυκό ύπνο κι άφησε με χαρά το μαντήλι ακόμα μια φορά να πέσει.

Τότε το παιδάκι δυσανασχετησε κι είπε .Αγαπημένη μάνα,πως μπορώ του πατέρα μου το πρόσωπο να σκεπάσω,δεν έχω κανέναν πατέρα πανω στον κόσμο,έμαθα την προσευχή μου,πάτερ ημών,ο εν τοις ουρανοίς,αφού μου'χεις πει,ο πατέρας μου είναι στον ουρανό κι είναι ο καλός θεός,γιατι πρέπει έναν τέτοιο αγριανθρωπο να γνωρίζω;αυτός δεν είναι ο πατέρας μου.

Όπως ο βασιλιάς αυτό τ'ακουσε,σηκώθηκε και ρώτησε,ποια αυτή ήταν.Τοτε αυτή είπε.Ειμαι η γυναίκα σου,κι αυτός είναι ο γιος σου,ο Πενεμενος.

Κι αυτός είδε τα ζωντανά της χέρια  και μίλησε κι είπε.Η γυναίκα μου είχε ασημένια χέρια.

Κι αυτή απάντησε.Τα φυσικά χέρια ο φιλευσπλαχνος θεος μου τα'χει δώσει ξανά.

Κι ο άγγελος μπήκε στο δωματιο,κρατούσε τα ασημένια χέρια και του τα'δειξε.

Τότε βεβαιωθηκε,ότι αυτοί η αγαπημένη του γυναίκα και το αγαπημενο του παιδί ήταν,τους φιλησε κι ήταν χαρούμενος,κι είπε.Μια βαριά πέτρα απ'την καρδιά μου έπεσε.

Τότε ο άγγελος του Θεού τους έβαλε να δειπνισουν  ακόμα μια φορά μαζί,και μετά πήγαν στο σπίτι στη γριά μάνα του

Εκεί έγινε παντού μεγάλη χαρά,κι ο βασιλιάς κι η βασίλισσα γι'αλλη μια φορά έκαναν γάμο,κι έζησαν ευτυχισμένοι μέχρι το 

ευλογημένο τέλος τους.

.

.

Das Mädchen ohne Hände

Ein Märchen der Brüder Grimm


Das Mädchen ohne Hände

Ein Müller war nach und nach in Armut geraten und hatte nichts mehr als seine Mühle und einen großen Apfelbaum dahinter. Einmal war er in den Wald gegangen, Holz zu holen, da trat ein alter Mann zu ihm, den er noch niemals gesehen hatte, und sprach 'was quälst du dich mit Holzhacken, ich will dich reich machen, wenn du mir versprichst, was hinter deiner Mühle steht.' 'Was kann das anders sein als mein Apfelbaum?' dachte der Müller, sagte 'ja,' und verschrieb es dem fremden Manne. Der aber lachte höhnisch und sagte 'nach drei Jahren will ich kommen und abholen, was mir gehört,' und ging fort. Als der Müller nach Haus kam, trat ihm seine Frau entgegen und sprach 'sage mir, Müller, woher kommt der plötzliche Reichtum in unser Haus? auf einmal sind alle Kisten und Kasten voll, kein Mensch hats hereingebracht, und ich weiß nicht, wie es zugegangen ist.' Er antwortete 'das kommt von einem fremden Manne, der mir im Walde begegnet ist und mir große Schätze verheißen hat; ich habe ihm dagegen verschrieben, was hinter der Mühle steht: den großen Apfelbaum können wir wohl dafür geben.' 'Ach, Mann,' sagte die Frau erschrocken, 'das ist der Teufel gewesen: den Apfelbaum hat er nicht gemeint, sondern unsere Tochter, die stand hinter der Mühle und kehrte den Hof.'


Die Müllerstochter war ein schönes und frommes Mädchen und lebte die drei Jahre in Gottesfurcht und ohne Sünde. Als nun die Zeit herum war, und der Tag kam, wo sie der Böse holen wollte, da wusch sie sich rein und machte mit Kreide einen Kranz um sich. Der Teufel erschien ganz frühe, aber er konnte ihr nicht nahekommen. Zornig sprach er zum Müller 'tu ihr alles Wasser weg, damit sie sich nicht mehr waschen kann, denn sonst habe ich keine Gewalt über sie.' Der Müller fürchtete sich und tat es. Am andern Morgen kam der Teufel wieder, aber sie hatte auf ihre Hände geweint, und sie waren ganz rein. Da konnte er ihr wiederum nicht nahen und sprach wütend zu dem Müller 'hau ihr die Hände ab, sonst kann ich ihr nichts anhaben.' Der Müller entsetzte sich und antwortete 'wie könnt ich meinem eigenen Kinde die Hände abhauen!' Da drohte ihm der Böse und sprach 'wo du es nicht tust, so bist du mein, und ich hole dich selber.' Dem Vater ward angst, und er versprach, ihm zu gehorchen. Da ging er zu dem Mädchen und sagte 'mein Kind, wenn ich dir nicht beide Hände abhaue, so führt mich der Teufel fort, und in der Angst hab ich es ihm versprochen. Hilf mir doch in meiner Not und verzeihe mir, was ich Böses an dir tue.' Sie antwortete 'lieber Vater, macht mit mir, was Ihr wollt, ich bin Euer Kind.' Darauf legte sie beide Hände hin und ließ sie sich abhauen. Der Teufel kam zum drittenmal, aber sie hatte so lange und so viel auf die Stümpfe geweint, daß sie doch ganz rein waren. Da mußte er weichen und hatte alles Recht auf sie verloren.


Der Müller sprach zu ihr 'ich habe so großes Gut durch dich gewonnen, ich will dich zeitlebens aufs köstlichste halten.' Sie antwortete aber 'hier kann ich nicht bleiben: ich will fortgehen: mitleidige Menschen werden mir schon so viel geben, als ich brauche.' Darauf ließ sie sich die verstümmelten Arme auf den Rücken binden, und mit Sonnenaufgang machte sie sich auf den Weg und ging den ganzen Tag, bis es Nacht ward. Da kam sie zu einem königlichen Garten, und beim Mondschimmer sah sie, daß Bäume voll schöner Früchte darin standen; aber sie konnte nicht hinein, denn es war ein Wasser darum. Und weil sie den ganzen Tag gegangen war und keinen Bissen genossen hatte, und der Hunger sie quälte, so dachte sie 'ach, wäre ich darin, damit ich etwas von den Früchten äße, sonst muß ich verschmachten.' Da kniete sie nieder, rief Gott den Herrn an und betete. Auf einmal kam ein Engel daher, der machte eine Schleuse in dem Wasser zu, so daß der Graben trocken ward und sie hindurchgehen konnte. Nun ging sie in den Garten, und der Engel ging mit ihr. Sie sah einen Baum mit Obst, das waren schöne Birnen, aber sie waren alle gezählt. Da trat sie hinzu und aß eine mit dem Munde vom Baume ab, ihren Hunger zu stillen, aber nicht mehr. Der Gärtner sah es mit an, weil aber der Engel dabeistand, fürchtete er sich und meinte, das Mädchen wäre ein Geist, schwieg still und getraute nicht zu rufen oder den Geist anzureden. Als sie die Birne gegessen hatte, war sie gesättigt, und ging und versteckte sich in das Gebüsch. Der König, dem der Garten gehörte, kam am andern Morgen herab, da zählte er und sah, daß eine der Birnen fehlte, und fragte den Gärtner, wo sie hingekommen wäre: sie läge nicht unter dem Baume und wäre doch weg. Da antwortete der Gärtner 'vorige Nacht kam ein Geist herein, der hatte keine Hände und aß eine mit dem Munde ab.' D er König sprach 'wie ist der Geist über das Wasser hereingekommen? und wo ist er hingegangen, nachdem er die Birne gegessen hatte?' Der Gärtner antwortete 'es kam jemand in schneeweißem Kleide vom Himmel, der hat die Schleuse zugemacht und das Wasser gehemmt, damit der Geist durch den Graben gehen konnte. Und weil es ein Engel muß gewesen sein, so habe ich mich gefürchtet, nicht gefragt und nicht gerufen. Als der Geist die Birne gegessen hatte, ist er wieder zurückgegangen.' Der König sprach 'verhält es sich, wie du sagst, so will ich diese Nacht bei dir wachen.'


 


Als es dunkel ward, kam der König in den Garten, und brachte einen Priester mit, der sollte den Geist anreden. Alle drei setzten sich unter den Baum und gaben acht. Um Mitternacht kam das Mädchen aus dem Gebüsch gekrochen, trat zu dem Baum, und aß wieder mit dem Munde eine Birne ab; neben ihr aber stand der Engel im weißen Kleide. Da ging der Priester hervor und sprach 'bist du von Gott gekommen oder von der Welt? bist du ein Geist oder ein Mensch?' Sie antwortete 'ich bin kein Geist, sondern ein armer Mensch, von allen verlassen, nur von Gott nicht.' Der König sprach 'wenn du von aller Welt verlassen bist, so will ich dich nicht verlassen.' Er nahm sie mit sich in sein königliches Schloß, und weil sie so schön und fromm war, liebte er sie von Herzen, ließ ihr silberne Hände machen und nahm sie zu seiner Gemahlin.


Nach einem Jahre mußte der König über Feld ziehen, da befahl er die junge Königin seiner Mutter und sprach 'wenn sie ins Kindbett kommt, so haltet und verpflegt sie wohl und schreibt mirs gleich in einem Briefe.' Nun gebar sie einen schönen Sohn. Da schrieb es die alte Mutter eilig und meldete ihm die frohe Nachricht. Der Bote aber ruhte unterwegs an einem Bache, und da er von dem langen Wege ermüdet war, schlief er ein. Da kam der Teufel, welcher der frommen Königin immer zu schaden trachtete, und vertauschte den Brief mit einem andern, darin stand, daß die Königin einen Wechselbalg zur Welt gebracht hätte. Als der König den Brief las, erschrak er und betrübte sich sehr, doch schrieb er zur Antwort, sie sollten die Königin wohl halten und pflegen bis zu seiner Ankunft. Der Bote ging mit dem Brief zurück, ruhte an der nämlichen Stelle und schlief wieder ein. Da kam der Teufel abermals und legte ihm einen andern Brief in die Tasche, darin stand, sie sollten die Königin mit ihrem Kinde töten. Die alte Mutter erschrak heftig, als sie den Brief erhielt, konnte es nicht glauben und schrieb dem Könige noch einmal, aber sie bekam keine andere Antwort, weil der Teufel dem Boten jedesmal einen falschen Brief unterschob: und in dem letzten Briefe stand noch, sie sollten zum Wahrzeichen Zunge und Augen der Königin aufheben.


Aber die alte Mutter weinte, daß so unschuldiges Blut sollte vergossen werden, ließ in der Nacht eine Hirschkuh holen, schnitt ihr Zunge und Augen aus und hob sie auf. Dann sprach sie zu der Königin 'ich kann dich nicht töten lassen, wie der König befiehlt, aber länger darfst du nicht hier bleiben: geh mit deinem Kinde in die weite Welt hinein und komm nie wieder zurück.' Sie band ihr das Kind auf den Rücken, und die arme Frau ging mit weiniglichen Augen fort. Sie kam in einen großen wilden Wald, da setzte sie sich auf ihre Knie und betete zu Gott, und der Engel des Herrn erschien ihr und führte sie zu einem kleinen Haus, daran war ein Schildchen mit den Worten 'hier wohnt ein jeder frei.' Aus dem Häuschen kam eine schneeweiße Jungfrau, die sprach 'willkommen, Frau Königin,' und führte sie hinein. Da band sie ihr den kleinen Knaben von dem Rücken und hielt ihn an ihre Brust, damit er trank, und legte ihn dann auf ein schönes gemachtes Bettchen. Da sprach die arme Frau 'woher weißt du, daß ich eine Königin war?' Die weiße Jungfrau antwortete 'ich bin ein Engel, von Gott gesandt, dich und dein Kind zu verpflegen.' Da blieb sie in dem Hause sieben Jahre, und war wohl verpflegt, und durch Gottes Gnade wegen ihrer Frömmigkeit wuchsen ihr die abgehauenen Hände wieder.


Der König kam endlich aus dem Felde wieder nach Haus, und sein erstes war, daß er seine Frau mit dem Kinde sehen wollte. Da fing die alte Mutter an zu weinen und sprach 'du böser Mann, was hast du mir geschrieben, daß ich zwei unschuldige Seelen ums Leben bringen sollte!' und zeigte ihm die beiden Briefe, die der Böse verfälscht hatte, und sprach weiter 'ich habe getan, wie du befohlen hast,' und wies ihm die Wahrzeichen, Zunge und Augen. Da fing der König an noch viel bitterlicher zu weinen über seine arme Frau und sein Söhnlein, daß es die alte Mutter erbarmte und sie zu ihm sprach 'gib dich zufrieden, sie lebt noch. Ich habe eine Hirschkuh heimlich schlachten lassen und von dieser die Wahrzeichen genommen, deiner Frau aber habe ich ihr Kind auf den Rücken gebunden, und sie geheißen, in die weite Welt zu gehen, und sie hat versprechen müssen, nie wieder hierher zu kommen, weil du so zornig über sie wärst.' Da sprach der König 'ich will gehen, so weit der Himmel blau ist, und nicht essen und nicht trinken, bis ich meine liebe Frau und mein Kind wiedergefunden habe, wenn sie nicht in der Zeit umgekommen oder Hungers gestorben sind.'


Darauf zog der König umher, an die sieben Jahre lang, und suchte sie in allen Steinklippen und Felsenhöhlen, aber er fand sie nicht und dachte, sie wäre verschmachtet. Er aß nicht und trank nicht während dieser ganzen Zeit, aber Gott erhielt ihn. Endlich kam er in einen großen Wald und fand darin das kleine Häuschen, daran das Schildchen war mit den Worten 'hier wohnt jeder frei.' Da kam die weiße Jungfrau heraus, nahm ihn bei der Hand, führte ihn hinein und sprach 'seid willkommen, Herr König,' und fragte ihn, wo er herkäme. Er antwortete 'ich bin bald sieben Jahre umhergezogen, und suche meine Frau mit ihrem Kinde, ich kann sie aber nicht finden.' Der Engel bot ihm Essen und Trinken an, er nahm es aber nicht, und wollte nur ein wenig ruhen. Da legte er sich schlafen, und deckte ein Tuch über sein Gesicht.


Darauf ging der Engel in die Kammer, wo die Königin mit ihrem Sohne saß, den sie gewöhnlich Schmerzenreich nannte, und sprach zu ihr 'geh heraus mitsamt deinem Kinde, dein Gemahl ist gekommen.' Da ging sie hin, wo er lag, und das Tuch fiel ihm vom Angesicht. Da sprach sie 'Schmerzenreich, heb deinem Vater das Tuch auf und decke ihm sein Gesicht wieder zu.' Das Kind hob es auf und deckte es wieder über sein Gesicht. Das hörte der König im Schlummer und ließ das Tuch noch einmal gerne fallen. Da ward das Knäbchen ungeduldig und sagte 'liebe Mutter, wie kann ich meinem Vater das Gesicht zudecken, ich habe ja keinen Vater auf der Welt. Ich habe das Beten gelernt, unser Vater, der du bist im Himmel; da hast du gesagt, mein Vater wär im Himmel und wäre der liebe Gott: wie soll ich einen so wilden Mann kennen? der ist mein Vater nicht.' Wie der König das hörte, richtete er sich auf und fragte, wer sie wäre. Da sagte sie 'ich bin deine Frau, und das ist dein Sohn Schmerzenreich.' Und er sah ihre lebendigen Hände und sprach 'meine Frau hatte silberne Hände.' Sie antwortete 'die natürlichen Hände hat mir der gnädige Gott wieder wachsen lassen;' und der Engel ging in die Kammer, holte die silbernen Hände und zeigte sie ihm. Da sah er erst gewiß, daß es seine liebe Frau und sein liebes Kind war, und küßte sie und war froh, und sagte 'ein schwerer Stein ist von meinem Herzen gefallen.' Da speiste sie der Engel Gottes noch einmal zusammen, und dann gingen sie nach Haus zu seiner alten Mutter. Da war große Freude überall, und der König und die Königin hielten noch einmal Hochzeit, und sie lebten vergnügt bis an ihr seliges Ende.

.

.

.

 


Ein Märchen der Brüder Grimm

Von dem Machandelboom

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

Το δέντρο του κεδρου

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Πολλά χρόνια πριν,δυο χιλιάδες χρόνια,μια φορά ήταν ένας πλούσιος άντρας 

κι είχε μια όμορφη φρόνιμη γυναίκα,που'χαν μεγάλη αγάπη,άλλα παιδιά δεν είχαν,όσο να το επιθυμούσαν  και νύχταμέρα να προσεύχονταν.

Μπροστά απ'τό σπίτι τους ήταν μια αυλή,κι εκεί ήταν ένας κέδρος.

Από κάτω του κάθονταν μια φορά χειμώνα  η γυναίκα και καθάριζε ένα 

μήλο,δεν πρόσεξε κι έκοψε το δάκτυλο,και το αίμα επεσε στο χιόνι.

Αχ,αναστεναξε η γυναίκα σαν είδε το αίμα,να'ταν ν'αποκτησω ένα.παιδι,τοσο

κόκκινο οσο το αίμα  και τοσο άσπρο οσο το χιόνι.

Είπε κι ένιωσε χαρούμενη.Σαν κάτι που θα γίνει.

Κατόπιν πήγε στο σπίτι,κι ένας μήνας πέρασε κι έλιωσε το χιόνι.Μετα

από δύο μήνες όλα πρασινισαν,μετά από τρεις μήνες  φύτρωσαν απ'τό

χώμα τα λουλούδια,και στους τέσσερεις μήνες φουντουσαν όλα τα δέντρα,

και κλαδωσαν πράσινα,όλα τα πουλιά κελαηδούσαν,όλα άνθισαν.

Όταν ο πέμπτος μήνας πέρασε,κι αυτή πάντοτε κάθονταν κατω από τον κέδρο

που μοσχομυριζε.

Η καρδιά της γέμισε χαρά,κι όταν ο έκτος μήνας ήταν περασμένος τα φρούτα

άρχισαν να ωριμαζουν και τον έβδομο μήνα μάζεψε κεδρομηλα κι έφαγε 

κι αρρώστησε,τον όγδοο μήνα φώναξε τον άντρα της και κλαίγοντας είπε.

Αν πεθάνω κάτω απ',τον κέδρο να με θάψετε.

Μέχρι τον ένατο μήνα ηρέμησε κι ήταν ευχαριστημένη.Τοτε γέννησε ένα

παιδί τόσο κόκκινο όσο το αίμα και τοσο άσπρο όσο το χιόνι,και σαν το είδε

ευχαριστημενη  πέθανε.

Τότε ο άντρας της την έθαψε κάτω απ'τον κέδρο,και για πολύ καιρό την

έκλαιγε,κατόπιν συνήλθε και πήρε μια άλλη γυναίκα.

Με την δεύτερη γυναικα αποκτησε μια κόρη,το παιδί απ'την πρώτη γυναίκα

ήταν ένα μικρό αγόρι,τόσο κόκκινο οσο το αίμα και τοσο άσπρο οσο το χιόνι.

Η γυναίκα αγαπούσε  πολύ την κόρη της και κακοβλεπε το αγόρι,σαν αντίπαλο

στη κληρονομιά και δεν τ'αφηνε σε ησυχία,και το παιδί είχε μεγάλη στεναχώρια.

Μια φορά που η γυναίκα καθόταν ψηλά στη κάμαρα της είπε η μικρή κόρη.

Μάνα δωσ'μου ένα μήλο.Και της έδωσε ένα ωραίο μήλο που το'βγαλε απ'τό

μπαούλο,που είχε να βαρύ σκέπασμα.

Μάνα,είπε η κόρη,πρέπει και στον αδελφό μου να δώσεις.

Αυτό δεν της άρεσε,όμως είπε.Βεβαια,όταν απ'τό σχολείο γυρίσει.

Όταν είδε το παιδί να γυρίζει απ'το σχολειο πήρε το μήλο απ'τη κόρη κι

είπε.Αυτο θα το πάρει ο αδελφός σου.Κι ερριξε το μήλο στο μπαουλο και

το εκλεισε.

Φάνηκε το παιδί στη πόρτα,αυτή την έπιασε ο κακος δαίμονας,και του'ειπε

δήθεν φιλικά.Γιε μου,θέλεις ένα μήλο;

Μάνα,ειπε το παιδί,δώσε μου.

Έλα δω,του'πε κι άνοιξε το μπαούλο,σκύψε και πάρτο από μέσα.

Μόλις έσκυψε το παιδί μπραφ! εκείνη έκλεισε το σκεπασμα το κεφαλι του κόπηκε και το μήλο έπεσε κάτω.

Τότε αναστατωθηκε και σκέφτηκε τι να κάνει.

Κατέβηκε κάτω και πήρε απ'τα ρούχα ένα άσπρο σεντόνι κι έβαλε το κεφάλι

πάνω στο λαιμό και τυλιξε σφιχτά γύρω το σεντόνι τίποτα να μην μπορεί

να φανεί,και το καθησε στη πορτα πάνω σ'ενα σκαμνί και του'βαλε το μήλο

στο χέρι.

Τότε πήγε η μικρή Μαντλίν στη κουζίνα στη μάνα της.Την βρήκε που ζέστανε νερό στη κατσαρόλα.

Μάνα,είπε η μικρή Μαντλίν ,ο αδελφός μου κάθεται μπροστά στη πόρτα,κι είναι άσπρος και κραταει στο χέρι μήλο.Του ζήτησα το μήλο να μου δώσει και δεν μου απάντησε,κι αυτό πολυ παράξενο μου φάνηκε.

Πήγαινε,άλλη μια φορά,της είπε η μάνα,κι αν δεν σ'απαντησει,χτυπά τον πίσω

απ'τ'αυτια.

Τότε πήγε η μικρή Μαντλίν και του'πε.Αδελφε δωσ'μου το μήλο.

Όμως εκείνος ήταν σιωπηλος.και τότε τον χτύπησε  πίσω απ'τ'αυτια.

Τότε έπεσε το κεφάλι κι αυτή τρόμαξε κι άρχισε να κλαίει και να φωνάζει

κι έτρεξε στη μάνα της κι είπε.Αχ,μάνα,το κεφάλι τ'αδελφου μου έκοψα.

κι έκλαιγε κι έκλαιγε κι ηρεμία δεν είχε.

Μικρή Μαρλίν,είπε η μάνα,τι'ναι αυτό που'κανες!Σώπα,να μην το μάθει κανένας,

τώρα δεν μπορεί ν'αλλαξει,αυτόν πρεπει να τον μαγειρέψουμε.

Τότε η μάνα πήρε το μικρό αγόρι και το'κοψε κομμάτια,τα έβαλε στη κατσαρόλα και τα'βρασε.Η μικρή Μαρλίν κάθονταν κοντά κι έκλαιγε κι έκλαιγε κι όλα τα

δάκρυα της έπεφταν στη κατσαρόλα κι έτσι δεν χρειάστηκαν καθόλου 

αλάτι.

Οταν ήρθε ο πατέρας στο σπίτι,κάθισε στο τραπέζι κι είπε.Που'ναι ο γιος

μου;Τότε η μάνα μια μεγάλη πιατέλα με μαύρο ζουμί του πρόσφερε κι η

Μαρλίν έκλαιγε και δεν μπορούσε να κρατηθεί.Τοτε είπε πάλι ο πατέρας.

Που'ναι λοιπόν ο γιος μου;Αχ,είπε η μάνα,πέρα στο τόπο πήγε,που'ναι οι

συγγενείς της μάνας του,και θέλει εκεί για λίγο να μείνει.

Πήγε εκεί;είπε ο πατέρας,και δεν με αποχαιρέτησε;

Το'θέλε τόσο πολύ ,είπε η γυναίκα,και με παρακάλεσε,αν εκεί μπορούσε

να μείνει για έξι βδομάδες.Αχ,είπε ο άντρας,αυτό με στεναχωρεί,δεν είναι

σωστό,να μην μ'εχει αποχαιρετησει.

Τότε άρχισε να τρώει κι είπε.Μαρλιν,γιατί κλαίς;Ο αδελφός σου σύντομα

θα ξαναγυρίσει.

Αχ,γυναίκα,είπε,πόσο ωραία μυρίζει το φαι!Δωσ'μου κι άλλο!

Κι όσο περισσότερο έτρωγε τόσο περισσότερο ήθελε κι είπε.Δωσ'μου κι άλλο,αυτό είναι όλο δικό μου,μόνο για μένα.

Κι έτρωγε κι έτρωγε και τα κόκκαλα τα'ριχνε κάτω απ'τό τραπέζι,μέχρι

που τελείωσε.

 Η Μαρλίν τότε πήγε στο κομοδίνο της και πηρε απ' το κάτω συρτάρι το

πιο καλό της μεταξωτο μαντήλι και μάζεψε όλα τα κόκκαλα κάτω απ'τό

τραπέζι και τα τύλιξε στο μαντήλι και τα μετέφερε μπροστά στη πόρτα

κι έκλαιγε με πίκρα δάκρυα.

Εκεί τα τοποθέτησε κάτω απ'τον κέδρο στο πράσινο χορτάρι,κι όταν τα

τοποθέτησε ένιωσε ηρεμία και δεν έκλαιγε πια.

Τότε άρχισε ο κέδρος να κουνιέται,και τα κλαριά του πήγαιναν πέρα δωθε,

σαν κάποιοςμε την καρδιά του να χαίρεται και να χειροκροτεί.Επισης μια

ομίχλη σηκώθηκε απ'τό δέντρο και μέσα στην ομίχλη έκαιγε μια φωτιά

κι απ'τη φωτιά πεντάχτηκε ένα όμορφο πουλί,που τραγουδούσε υπέροχα,

και πέταξε ψηλά στον αέρα,κι όταν μακριά ήταν,ο κέδρος όπως πριν έγινε,

και το μαντήλι με τα κόκκαλα ήταν άφαντο.

Η Μαρλίν όμως αισθανθηκε  χαρα σαν ο αδελφός της ακόμα να ζούσε.

Τότε γύρισε στο σπίτι ήρεμη και κάθισε στο τραπέζι κι έφαγε.

Το πουλί πέταξε και κάθισε πάνω στο σπίτι ενός χρυσοχόου κι άρχισε

να τραγουδάει.


Η μάνα μου μ'εσφαξε

Ο πατέρας μου μ'εφαγε

Η Μαρλίν η αδελφή μου

Μάζεψε τα κόκκαλα μου

Σ'ενα μεταξωτό μαντήλι τύλιξε

Κάτω απ'τον κέδρο το'βαλε

τουιτ τουιτ τι όμορφο  είμαι πουλί

 

Ο χρυσοχόος κάθονταν στο εργαστήριο του κι έκανε μια χρυσή αλυσίδα,όταν

άκουσε το  πουλί,που πάνω στη στέγη κάθονταν και τραγουδούσε,γοητεύτηκε.

Τοτε σηκώθηκε κι όταν στη πόρτα πήγε του βγήκε μια παντόφλα.Ομως πήγε

στη μέση του δρόμου με μια παντόφλα και μια καλτσα,φορούσε τη πόδια και

στο'να χέρι είχε την  χρυσή αλυσιδα και στ'αλλο την λαβίδα κι ο ήλιος φωτίζε

το δρόμο.Τοτε στάθηκε και κοίταξε το πουλί.Πουλι,είπε,πόσο όμορφα

τραγουδάς!Τραγουδα για μένα ακόμα μια φορά!-Οχι,είπε το πουλί,,δύο φορές

εγώ δεν τραγουδαω χωρίς λόγο.Δωσ'μου τη χρυσή αλυσίδα και τότε για

σένα ακόμα μια φορά θα τραγουδήσω.-Ενταξει,είπε ο χρυσοχόος,την έχεις

την χρυσή αλυσίδα,μονάχα τραγουδα για μένα ακόμα μια φορά.

Τότε ήρθε το πουλί και πήρε την χρυσή αλυσίδα στο δεξί του νυχι και κάθισε

μπροστά απ'τον χρυσοχόο και τραγουδησε.


Η μάνα μου μ'εσφαξε

Ο πατέρας μου μ'εφαγε

Η Μαρλίν η αδελφή μου

Μάζεψε τα κόκκαλα μου

Σ'ενα μεταξωτό μαντήλι τύλιξε

Κάτω απ'τον κέδρο το'βαλε

τουιτ τουιτ τι όμορφο  είμαι πουλί


Τότε πέταξε το πουλί σ'ενα υποδηματοποιο,και κάθισε στη στεγη του και

τραγουδούσε.


Η μάνα μου μ'εσφαξε

Ο πατέρας μου μ'εφαγε

Η Μαρλίν η αδελφή μου

Μάζεψε τα κόκκαλα μου

Σ'ενα μεταξωτό μαντήλι τύλιξε

Κάτω απ'τον κέδρο το'βαλε

τουιτ τουιτ τι όμορφο  είμαι πουλί


 Ο υποδηματοποιός τ'ακουσε κι έτρεξε με την λερωμένα πόδια στη πόρτα 

του και κοίταξε πανω στη στέγη του κι έβαλε το χέρι μπροστά απ'τα  μάτια

για να μην τον τυφλώσει ο ήλιος.

Πουλι,είπε,τι όμορφα που τραγουδάς.

Τότε φώναξε προς τη πορτα.Γυναικα βγες έξω,εκεί είναι ένα πουλί,κοίταξε

το πουλί,πόσο όμορφα τραγουδαει.

Κατόπιν φώναξε την κόρη του και τα παιδιά και τους τεχνίτες,τους μαθητές

και την υπηρέτρια κι ήρθαν όλοι στο δρόμο και κοιταξαν το πουλί,πόσο

όμορφο ήταν κι είχε τόσο όμορφα κόκκινα και πράσινα φτερά και γύρω

απ'τόν λαιμό  ήταν καθαρό χρυσάφι,και τα μάτια αστραφταν όπως τ'αστερια

στο κεφάλι.

Πουλι,είπε ο υποδηματοποιός,τώρα τραγουδα για μένα ακόμα μια φορά.

-Οχι,είπε το πουλί,δύο φορές εγώ δεν τραγουδάω χωρίς λόγο,πρέπει σε

μένα κάτι να δωρίσεις.-Γυναικα,είπε ο υποδηματοποιός,πήγαινε μέσα  στο εργαστήριο,πάνω στο ψηλότερο ράφι,είναι ένα ζευγάρι κόκκινα παπούτσια,

φέρτα εδώ.

Τότε μπήκε μέσα η γυναίκα και πήρε τα παπούτσια.

Εντάξει,πουλί,είπε ο άντρας,τώρα τραγουδα για μένα το τραγούδι ακόμα

μια φορά.

Τότε ήρθε το πουλί και πήρε τα παπούτσια με το αριστερό νύχι και πέταξε 

πάλι πάνω στη στέγη και τραγούδησε.


Η μάνα μου μ'εσφαξε

Ο πατέρας μου μ'εφαγε

Η Μαρλίν η αδελφή μου

Μάζεψε τα κόκκαλα μου

Σ'ενα μεταξωτό μαντήλι τύλιξε

Κάτω απ'τον κέδρο το'βαλε

τουιτ τουιτ τι όμορφο  είμαι πουλί


Κι όταν αυτό τελείωσε το τραγούδι,πέταξε μακριά,την αλυσίδα είχε στο δεξί

και τα παπούτσια στ'αριστερο νύχι και πέταξε πέρα μακριά σ'ενα μύλο,κι ο

μύλος δούλευε,κλιπ κλαπ,κλιπ κλαπ,κλιπ κλαπ.Και στο μύλο ήταν  είκοσι

μυλωνάδες που σκάλιζαν μια πέτρα,χικ χακ, χίκ χακ ,χικ χακ κι ο μύλος δούλευε.

κλιπ κλαπ ,κλιπ κλαπ,κλιπ κλαπ.

Τότε κάθισε το πουλί πάνω σε μια φλαμουριά,που ήταν μπροστά στο μύλο και 

τραγουδησε.


Η μάνα μου μ'εσφαξε


Τότε σταματησε ένας.


Ο πατέρας μου μ'εφαγε


Τότε σταμάτησαν  ακόμα δύο


Η Μαρλίν η αδελφή μου


Τότε σταμάτησαν τεσσερις


Μάζεψε τα κόκκαλα μου

Σ'ενα μεταξωτό μαντήλι τύλιξε


Τώρα σκάλιζαν μονάχα οκτώ.


Κάτω απ'τον κέδρο


Τώρα μονάχα πεντε


το'βαλε


Τώρα μονάχα ένας


τουιτ τουιτ τι όμορφο  είμαι πουλί


Τότε σταματησε κι ο τελευταίος κι άκουσε το τελείωμα.


Πουλι,είπε,τι όμορφα που τραγουδάς!Ας για μένα να τ'ακουσω,τραγούδησε το 

για μένα ακόμα μια φορά!

-Οχι,είπε το πουλί,δύο φορές εγώ δεν τραγουδω χωρίς λόγο,δωσ'μου την

μυλόπετρα,και τότε θα τραγουδήσω ακόμα μια φορά.

-Ενταξει,είπε αυτός,αν αυτή σε μένα μονάχα ανήκει,θα την έχεις

-Ενταξει,είπαν οι άλλοι,αν ακόμα μια φορά τραγουδησει,θα την έχει.

Τότε ήρθε το πουλί κι οι μυλωνάδες και οι είκοσι με τη βοήθεια ξύλου

σηκωσαν την μυλόπετρα,ε οπ ,ε οπ,ε οπ.

Τότε πέρασε το πουλί το λαιμό μέσα στη τρύπα και ήταν σαν κολαρο και 

πέταξε πάλι πάνω στο δέντρο και τραγουδησε.


Η μάνα μου μ'εσφαξε

Ο πατέρας μου μ'εφαγε

Η Μαρλίν η αδελφή μου

Μάζεψε τα κόκκαλα μου

Σ'ενα μεταξωτό μαντήλι τύλιξε

Κάτω απ'τον κέδρο το'βαλε

τουιτ τουιτ τι όμορφο  είμαι πουλί


Κι όταν αυτό τελείωσε το τραγούδι του,ανοιξε τα φτερά του  κι είχε στο

δεξι νυχι την αλυσίδα και στ'αριστερο τα παπούτσια και στον λαιμό την

μυλόπετρα,και πέταξε πέρα μακριά προς του πατέρα του το σπίτι.

Στο σαλόνι κάθονταν ο πατέρας η μάνα κι η Μαρλίν στο τραπεζι κι ο

πατέρας είπε.Αχ,πόση ηρεμία νιώθω,πόση χαρά.

Όχι,είπε η μάνα,εγώ νιώθω μεγάλη αναστατωση,σαν να πρόκειται να'ρθει βαρια

καταιγιδα.

Η Μαρλίν κάθονταν κι έκλαιγε κι έκλαιγε.

Τότε ήρθε το πουλί πετώντας και πάνω στη στέγη κάθισε,τότε είπε ο

πατέρας.Αχ,πόση χαρά νιώθω,κι ο ήλιος φωτίζει τόσο όμορφα,είναι σαν

κάποιον παλιό γνωστό ότι  θα ξαναδω.

Όχι,είπε η γυναίκα,εγώ νιώθω αναστατωση τα δόντια μου τρίζουν,κι είναι

σαν να'χω φωτιά στις φλέβες.

Και  ξεκουμπουσε το φορεμα της για να πάρει αέρα.

Κι η Μαρλίν κάθονταν στην άκρη κι έκλαιγε κι είχε τη πόδια της στα μάτια

και την καταβρεχε με τα κλάματα.

Τότε κάθισε το πουλί πάνω στον κέδρο και τραγούδησε.


Η μάνα μου μ'εσφαξε


Τότε η μάνα βούλωσε τ'αυτια κι έκλεισε τα μάτια και ηθελε να μην βλέπε και

να μην ακουει,όμως βουιζαν τ'αυτια όπως σε μια φοβερή θύελλα και τα μάτια

έκαιγαν κι αστραφταν αστραπές.


Ο πατέρας μου μ'εφαγε


Αχ μάνα,είπε ο άντρας,εκει'ναι ένα όμορφο πουλί,που τόσο υπέροχα τραγουδάει κι ο ήλιος τόσο ζεσταινει και μοσχομυρίζει κανέλα


Η Μαρλίν η αδελφή μου


Τότε ακούμπησε η Μαρλίν το κεφάλι πάνω στα γόνατα κι εκλαιγε συνέχεια.

Κι ο άντρας είπε.Παω έξω,θέλω να δω το πουλί από κοντά.

-Αχ,μην πας,είπε η γυναίκα,μου φαίνεται σαν να ταρακουνιεται όλο το σπίτι

και να καίγεται.

Όμως ο άντρας πήγε έξω και κοίταξε το πουλί.


Μάζεψε τα κόκκαλα μου

Σ'ενα μεταξωτό μαντήλι τύλιξε

Κάτω απ'τον κέδρο το'βαλε

τουιτ τουιτ τι όμορφο  είμαι πουλί


Τότε άφησε το πουλί τη χρυσή αλυσίδα νά πεσει,κι έπεσε ακριβώς στο λαιμό

του άντρα,που του ταίριαξε θαυμάσια.

Κατόπιν μπήκε μέσα και είπε.Δεστε,τι μου δώρισε το όμορφο πουλί,αυτή την

όμορφη χρυσή αλυσίδα,που τόσο όμορφη φαίνεται.

Αλλά η γυναίκα ήταν πολύ αναστατωμένη,που έπεσε κάτω στο σαλόνι και το

καπέλο απ'κεφαλι επεσε.

Τότε ξανατραγουδησε το πουλί.


Η μάνα μου μ'εσφαξε


Αχ,είπε η γυναίκα,να μου'να στη γη χωμένη χίλια βάθη,να μην τ'ακουσω αυτό.


Ο πατέρας μου μ'εφαγε


Τότε έπεσε η γυναίκα κάτω σαν να'ταν πεθαμένη


Η Μαρλίν η αδελφή μου


-Αχ,είπε η Μαρλίν,θα πάω έξω να δω,αν σε μένα το πουλί κάτι θα δωρίσει;

Τότε αυτή πήγε έξω.


Μάζεψε τα κόκκαλα μου

Σ'ενα μεταξωτό μαντήλι τύλιξε


Τότε το πουλί της ερριξε τα παπουτσια


Κάτω απ'τον κέδρο το'βαλε

τουιτ τουιτ τι όμορφο  είμαι πουλί


Τότε αυτή ηρέμησε και χάρηκε.Φορεσε τα καινούργια κόκκινα παπούτσια 

και χορεψε και πήδηξε.

Αχ,είπε,ήμουνα τόσο λυπημένη,όταν πηγα έξω,και τώρα ηρέμησα.Αυτο είναι

ένα υπεροχο πουλί,που μου δώρισε ένα ζευγάρι κόκκινα παπούτσια.

Όχι,είπε η γυναίκα,κι αναπηδησε από κάτω και τα μαλλιά ήταν σηκωμένα σαν φλογες,νιώθω ο κόσμος να αναποδογυριστηκε,θα βγω έξω,μήπως ηρεμησω.

Και σαν αυτή βγήκε απ'τη πόρτα,μπραφ!της ρίχνει το πουλί τη μυλόπετρα

πάνω στο κεφάλι,και της το σύντριψε.

Ο πατέρας κι η Μαρλίν τ'ακουσαν αυτό και πήγαν έξω.Τοτε καπνος βγήκε και

φλογες και φωτιά απ'τον τόπο,και σαν πέρασε,εκεί στέκονταν ο μικρός

αδελφός,και πήρε τον πατέρα του και την Μαρλίν απ'τό χέρι κι ήταν κι οι

τρεις τόσο ευτυχισμένοι και πήγαν μέσα στο σπίτι ,κάθισαν στο τραπέζι 

κι έφαγαν

.

.

.

Von dem Machandelboom

Ein Märchen der Brüder Grimm

Von dem Machandelboom

Das ist nun lange her, wohl an die zweitausend Jahre, da war einmal ein reicher Mann, der hatte eine schöne fromme Frau, und sie hatten sich beide sehr lieb, hatten aber keine Kinder. Sie wünschten sich aber sehr welche, und die Frau betete darum soviel Tag und Nacht; aber sie kriegten und kriegten keine. Vor ihrem Hause war ein Hof, darauf stand ein Machandelbaum. Unter dem stand die Frau einstmals im Winter und schälte sich einen Apfel, und als sie sich den Apfel so schälte, da schnitt sie sich in den Finger, und das Blut fiel in den Schnee. "Ach," sagte die Frau und seufzte so recht tief auf, und sah das Blut vor sich an, und war so recht wehmütig: "Hätte ich doch ein Kind, so rot wie Blut und so weiss wie Schnee." Und als sie das sagte, da wurde ihr so recht fröhlich zumute: Ihr war so recht, als sollte es etwas werden. Dann ging sie nach Hause, und es ging ein Monat hin, da verging der Schnee; und nach zwei Monaten, da wurde alles grün; nach drei Monaten, da kamen die Blumen aus der Erde; und nach vier Monaten, da schossen alle Bäume ins Holz, und die grünen Zweige waren alle miteinander verwachsen. Da sangen die Vöglein, dass der ganze Wald erschallte, und die Blüten fielen von den Bäumen, da war der fünfte Monat vergangen, und sie stand immer unter dem Machandelbaum, der roch so schön. Da sprang ihr das Herz vor Freude, und sie fiel auf die Knie und konnte sich gar nicht lassen. Und als der sechste Monat vorbei war, da wurden die Früchte dick und stark, und sie wurde ganz still. Und im siebenten Monat, da griff sie nach den Machandelbeeren und ass sie so begehrlich; und da wurde sie traurig und krank. Da ging der achte Monat hin, und sie rief ihren Mann und weinte und sagte: "Wenn ich sterbe, so begrabe mich unter dem Machandelbaum." Da wurde sie ganz getrost und freute sich, bis der neunte Monat vorbei war: da kriegte sie ein Kind so weiss wie der Schnee und so rot wie Blut, und als sie das sah, da freute sie sich so, dass sie starb.


Da begrub ihr Mann sie unter dem Machandelbaum, und er fing an, so sehr zu weinen; eine Zeitlang dauerte das, dann flossen die Tränen schon sachter, und als er noch etwas geweint hatte, da hörte er auf, und dann nahm er sich wieder eine Frau.


Mit der zweiten Frau hatte er eine Tochter; das Kind aber von der ersten Frau war ein kleiner Sohn, und war so rot wie Blut und so weiss wie Schnee. Wenn die Frau ihre Tochter so ansah, so hatte sie sie sehr lieb; aber dann sah sie den kleinen Jungen an, und das ging ihr so durchs Herz, und es dünkte sie, als stünde er ihr überall im Wege, und sie dachte dann immer, wie sie ihrer Tochter all das Vermögen zuwenden wollte, und der Böse gab es ihr ein, dass sie dem kleinen Jungen ganz gram wurde, und sie stiess ihn aus einer Ecke in die andere, und puffte ihn hier und knuffte ihn dort, so dass das arme Kind immer in Angst war. Wenn er dann aus der Schule kam, so hatte er keinen Platz, wo man ihn in Ruhe gelassen hätte.


Einmal war die Frau in die Kammer hoch gegangen; da kam die kleine Tochter auch herauf und sagte: "Mutter, gib mir einen Apfel." - "Ja, mein Kind," sagte die Frau und gab ihr einen schönen Apfel aus der Kiste; die Kiste aber hatte einen grossen schweren Deckel mit einem grossen scharfen eisernen Schloss. "Mutter," sagte die kleine Tochter, "soll der Bruder nicht auch einen haben?" Das verdross die Frau, doch sagte sie: "Ja, wenn er aus der Schule kommt." Und als sie ihn vom Fenster aus gewahr wurde, so war das gerade, als ob der Böse in sie gefahren wäre, und sie griff zu und nahm ihrer Tochter den Apfel wieder weg und sagte; "Du sollst ihn nicht eher haben als der Bruder." Da warf sie den Apfel in die Kiste und machte die Kiste zu. Da kam der kleine Junge in die Tür; da gab ihr der Böse ein, dass sie freundlich zu ihm sagte: "Mein Sohn, willst du einen Apfel haben?" und sah ihn so jähzornig an. "Mutter," sagte der kleine Junge, "was siehst du so grässlich aus! Ja, gib mir einen Apfel!" - "Da war ihr, als sollte sie ihm zureden. "Komm mit mir," sagte sie und machte den Deckel auf, "hol dir einen Apfel heraus!" Und als der kleine Junge sich hineinbückte, da riet ihr der Böse; bratsch! Schlug sie den Deckel zu, dass der Kopf flog und unter die roten Äpfel fiel. Da überlief sie die Angst, und sie dachte: "Könnt ich das von mir bringen!" Da ging sie hinunter in ihre Stube zu ihrer Kommode und holte aus der obersten Schublade ein weisses Tuch und setzt den Kopf wieder auf den Hals und band das Halstuch so um, dass man nichts sehen konnte und setzt ihn vor die Türe auf einen Stuhl und gab ihm den Apfel in die Hand.


Darnach kam Marlenchen zu ihrer Mutter in die Küche. Die stand beim Feuer und hatte einen Topf mit heissem Wasser vor sich, den rührte sie immer um. "Mutter," sagte Marlenchen, "der Bruder sitzt vor der Türe und sieht ganz weiss aus und hat einen Apfel in der Hand. Ich hab ihn gebeten, er soll mir den Apfel geben, aber er antwortet mir nicht; das war mir ganz unheimlich." - "Geh noch einmal hin," sagte die Mutter, "und wenn er dir nicht antwortet, dann gib ihm eins hinter die Ohren." Da ging Marlenchen hin und sagte: "Bruder, gib mir den Apfel!" Aber er schwieg still; da gab sie ihm eins hinter die Ohren. Da fiel der Kopf herunter; darüber erschrak sie und fing an zu weinen und zu schreien und lief zu ihrer Mutter und sagte: "Ach, Mutter, ich hab meinem Bruder den Kopf abgeschlagen," und weinte und weinte und wollte sich nicht zufrieden geben. "Marlenchen," sagte die Mutter, "was hast du getan! Aber schweig nur still, dass es kein Mensch merkt; das ist nun doch nicht zu ändern, wir wollen ihn in Sauer kochen." Da nahm die Mutter den kleinen Jungen und hackte ihn in Stücke, tat sie in den Topf und kochte ihn in Sauer. Marlenchen aber stand dabei und weinte und weinte, und die Tränen fielen alle in den Topf, und sie brauchten kein Salz.


Da kam der Vater nach Hause und setzte sich zu Tisch und sagte: "Wo ist denn mein Sohn?" Da trug die Mutter eine grosse, grosse Schüssel mit Schwarzsauer auf, und Marlenchen weinte und konnte sich nicht halten. Da sagte der Vater wieder: "Wo ist denn mein Sohn?" - "Ach," sagte die Mutter, "er ist über Land gegangen, zu den Verwandten seiner Mutter; er wollte dort eine Weile bleiben." - "Was tut er denn dort? Er hat mir nicht mal Lebewohl gesagt!" - "Oh, er wollte so gern hin und bat mich, ob er dort wohl sechs Wochen bleiben könnte; er ist ja gut aufgehoben dort." - "Ach," sagte der Mann, "mir ist so recht traurig zumute; das ist doch nicht recht, er hätte mir doch Lebewohl sagen können." Damit fing er an zu essen und sagte: "Marlenchen, warum weinst du? Der Bruder wird schon wiederkommen." - "Ach Frau," sagte er dann, "was schmeckt mir das Essen schön! Gib mir mehr!" Und je mehr er ass, um so mehr wollte er haben und sagte: "Gebt mir mehr, ihr sollt nichts davon aufheben, das ist, als ob das alles mein wäre." Und er ass und ass, und die Knochen warf er alle unter den Tisch, bis er mit allem fertig war. Marlenchen aber ging hin zu ihrer Kommode und nahm aus der untersten Schublade ihr bestes seidenes Tuch und holte all die Beinchen und Knochen unter dem Tisch hervor und band sie in das seidene Tuch und trug sie vor die Tür und weinte blutige Tränen. Dort legte sie sie unter den Machandelbaum in das grüne Gras, und als sie sie dahin gelegt hatte, da war ihr auf einmal ganz leicht, und sie weinte nicht mehr. Da fing der Machandelbaum an, sich zu bewegen, und die zweige gingen immer so voneinander und zueinander, so recht, wie wenn sich einer von Herzen freut und die Hände zusammenschlägt. Dabei ging ein Nebel von dem Baum aus, und mitten in dem Nebel, da brannte es wie Feuer, und aus dem Feuer flog so ein schöner Vogel heraus, der sang so herrlich und flog hoch in die Luft, und als er weg war, da war der Machandelbaum wie er vorher gewesen war, und das Tuch mit den Knochen war weg. Marlenchen aber war so recht leicht und vergnügt zumute, so recht, als wenn ihr Bruder noch lebte. Da ging sie wieder ganz lustig nach Hause, setzte sich zu Tisch und ass. Der Vogel aber flog weg und setzte sich auf eines Goldschmieds Haus und fing an zu singen:


"Mein Mutter der mich schlacht,

mein Vater der mich ass,

mein Schwester der Marlenichen

sucht alle meine Benichen,

bindt sie in ein seiden Tuch,

legt's unter den Machandelbaum.

Kiwitt, kiwitt, wat vör'n schöön Vagel bün ik!"


 


Der Goldschmied sass in seiner Werkstatt und machte eine goldene Kette; da hörte er den Vogel, der auf seinem Dach sass und sang, und das dünkte ihn so schön. Da stand er auf, und als er über die Türschwelle ging, da verlor er einen Pantoffel. Er ging aber so recht mitten auf die Strasse hin, mit nur einem Pantoffel und einer Socke; sein Schurzfell hatte er vor, und in der einen Hand hatte er die goldene Kette, und in der anderen die Zange; und die Sonne schien so hell auf die Strasse. Da stellte er sich nun hin und sah den Vogel an. "Vogel," sagte er da, "wie schön kannst du singen! Sing mir das Stück noch mal!" - "Nein," sagte der Vogel, "zweimal sing ich nicht umsonst. Gib mir die goldene Kette, so will ich es dir noch einmal singen." - "Da," sagte der Goldschmied, "hast du die goldene Kette; nun sing mir das noch einmal!" Da kam der Vogel und nahm die goldene Kette in die rechte Kralle, setzte sich vor den Goldschmied hin und sang: "Mein Mutter der mich schlacht, mein Vater der mich ass, mein Schwester der Marlenichen, sucht alle meine Benichen, bindt sie in ein seiden Tuch, legt's unter den Machandelbaum. Kiwitt, kiwitt, wat vör'n schöön Vagel bün ik!"


Da flog der Vogel fort zu einem Schuster, und setzt sich auf sein Dach und sang: "Mein Mutter der mich schlacht, mein Vater der mich ass, mein Schwester der Marlenichen, sucht alle meine Benichen, bindt sie in ein seiden Tuch, legt's unter den Machandelbaum. Kiwitt, kiwitt, wat vör'n schöön Vagel bün ik!"


Der Schuster hörte das und lief in Hemdsärmeln vor seine Tür und sah zu seinem Dach hinauf und musste die Hand vor die Augen halten, dass die Sonne ihn nicht blendete. "Vogel," sagte er, "was kannst du schön singen." Da rief er zur Tür hinein: "Frau, komm mal heraus, da ist ein Vogel; sieh doch den Vogel, der kann mal schön singen." Dann rief er noch seine Tochter und die Kinder und die Gesellen, die Lehrjungen und die Mägde, und sie kamen alle auf die Strasse und sahen den Vogel an, wie schön er war; und er hatte so schöne rote und grüne Federn, und um den Hals war er wie lauter Gold, und die Augen blickten ihm wie Sterne im Kopf. "Vogel," sagte der Schuster, "nun sing mir das Stück noch einmal!" - "Nein," sagte der Vogel, "zweimal sing ich nicht umsonst, du musst mir etwas schenken." - "Frau," sagte der Mann, "geh auf den Boden, auf dem obersten Wandbrett, da stehen ein paar rote Schuh, die bring mal her!" Da ging die Frau hin und holte die Schuhe. "Da, Vogel," sagte der Mann, "nun sing mir das Lied noch einmal!" Da kam der Vogel und nahm die Schuhe in die linke Kralle und flog wieder auf das Dach und sang:


"Mein Mutter der mich schlacht,

mein Vater der mich ass,

mein Schwester der Marlenichen

sucht alle meine Benichen,

bindt sie in ein seiden Tuch,

legt's unter den Machandelbaum.

Kiwitt, kiwitt, wat vör'n schöön Vagel bün ik!"


Und als er ausgesungen hatte, da flog er weg; die Kette hatte er in der rechten und die Schuhe in der linken Kralle, und er flog weit weg, bis zu einer Mühle, und die Mühle ging: Klippe klappe, klippe klappe, klippe klappe. Und in der Mühle sassen zwanzig Mühlknappen, die klopften einen Stein und hackten: Hick hack, hick hack, hick hack; und die Mühle ging klippe klappe, klippe klappe, klippe klappe. Da setzte sich der Vogel auf einen Lindenbaum, der vor der Mühle stand und sang: "Mein Mutter der mich schlacht," da hörte einer auf; "mein Vater der mich ass," da hörten noch zwei auf und hörten zu; "mein Schwester der Marlenichen" da hörten wieder vier auf; "sucht alle meine Benichen, bindt sie in ein seiden Tuch," nun hackten nur acht; "legt's unter," nun nur noch fünf; "den Machandelbaum" – nun nur noch einer; "Kiwitt, kiwitt, wat vör'n schöön Vagel bün ik!" Da hörte der letzte auch auf, und er hatte gerade noch den Schluss gehört. "Vogel," sagte er, "was singst du schön!" Lass mich das auch hören, sing mir das noch einmal!" - "Neun," sagte der Vogel, "zweimal sing ich nicht umsonst; gib mir den Mühlenstein, so will ich das noch einmal singen." - "Ja," sagte er, "wenn er mir allein gehörte, so solltest du ihn haben." - "Ja," sagten die anderen, "wenn er noch einmal singt, so soll er ihn haben." Da kam der Vogel heran und die Müller fassten alle zwanzig mit Bäumen an und hoben den Stein auf, "hu uh uhp, hu uh uhp, hu uh uhp!" Da steckte der Vogel den Hals durch das Loch und nahm ihn um wie einen Kragen und flog wieder auf den Baum und sang:


"Mein Mutter der mich schlacht,

mein Vater der mich ass,

mein Schwester der Marlenichen

sucht alle meine Benichen,

bindt sie in ein seiden Tuch,

legt's unter den Machandelbaum.

Kiwitt, kiwitt, wat vör'n schöön Vagel bün ik!"


Und als er das ausgesungen hatte, da tat er die Flügel auseinander und hatte in der echten Kralle die Kette und in der linken die Schuhe und um den Hals den Mühlenstein, und flog weit weg zu seines Vaters Haus.


In der Stube sass der Vater, die Mutter und Marlenchen bei Tisch, und der Vater sagte: "Ach, was wird mir so leicht, mir ist so recht gut zumute." - "Nein," sagte die Mutter, "mir ist so recht angst, so recht, als wenn ein schweres Gewitter käme." Marlenchen aber sass und weinte und weinte. Da kam der Vogel angeflogen, und als er sich auf das Dach setzte, da sagte der Vater: "Ach, mir ist so recht freudig, und die Sonne scheint so schön, mir ist ganz, als sollte ich einen alten Bekannten wiedersehen!" - "Nein," sagte die Frau, "mir ist angst, die Zähne klappern mir und mir ist, als hätte ich Feuer in den Adern." Und sie riss sich ihr Kleid auf, um Luft zu kriegen. Aber Marlenchen sass in der Ecke und weinte, und hatte ihre Schürze vor den Augen und weinte die Schürze ganz und gar nass. Da setzte sich der Vogel auf den Machandelbaum und sang: "Meine Mutter die mich schlacht" - Da hielt sich die Mutter die Ohren zu und kniff die Augen zu und wollte nicht sehen und hören, aber es brauste ihr in den Ohren wie der allerstärkste Sturm und die Augen brannten und zuckten ihr wie Blitze. "Mein Vater der mich ass" - "Ach Mutter," sagte der Mann, "da ist ein schöner Vogel, der singt so herrlich und die Sonne scheint so warm, und das riecht wie lauter Zinnamom." (Zimt) "Mein Schwester der Marlenichen" - Da legte Marlenchen den Kopf auf die Knie und weinte in einem fort. Der Mann aber sagte: "Ich gehe hinaus; ich muss den Vogel in der Nähe sehen." - "Ach, geh nicht," sagte die Frau, "mir ist, als bebte das ganze Haus und stünde in Flammen." Aber der Mann ging hinaus und sah sich den Vogel an - "sucht alle meine Benichen, bindt sie in ein seiden Tuch, legt's unter den Machandelbaum. Kiwitt, kiwitt, wat vör'n schöön Vagel bün ik!"


Damit liess der Vogel die goldene Kette fallen, und sie fiel dem Mann gerade um den Hals, so richtig herum, dass sie ihm ganz wunderschön passte. Da ging er herein und sagte: "Sieh, was ist das für ein schöner Vogel, hat mir eine so schöne goldene Kette geschenkt und sieht so schön aus." Der Frau aber war so angst, dass sie lang in die Stube hinfiel und ihr die Mütze vom Kopf fiel. Da sang der Vogel wieder: "Mein Mutter der mich schlacht" - "Ach, dass ich tausend Klafter unter der Erde wäre, dass ich das nicht zu hören brauchte!" - "Mein Vater der mich ass" - Da fiel die Frau wie tot nieder. "Mein Schwester der Marlenichen" - "Ach," sagte Marlenchen, "ich will doch auch hinausgehen und sehn, ob mir der Vogel etwas schenkt?" Da ging sie hinaus. "Sucht alle meine Benichen, bindt sie in ein seiden Tuch" - Da warf er ihr die Schuhe herunter. "Legt's unter den Machandelbaum. Kiwitt, kiwitt, wat vör'n schöön Vagel bün ik!"


Da war ihr so leicht und fröhlich. Sie zog sich die neuen roten Schuhe an und tanzte und sprang herein. "Ach," sagte sie, "mir war so traurig, als ich hinausging, und nun ist mir so leicht. Das ist mal ein herrlicher Vogel, hat mir ein Paar rote Schuhe geschenkt!" - "Nein," sagte die Frau und sprang auf, und die Haare standen ihr zu Berg wie Feuerflammen, "mir ist, als sollte die Welt untergehen; ich will auch hinaus, damit mir leichter wird." Und als sie aus der Tür kam, bratsch! Warf ihr der Vogel den Mühlstein auf den Kopf, dass sie ganz zerquetscht wurde. Der Vater und Marlenchen hörten das und gingen hinaus. Da ging ein Dampf und Flammen und Feuer aus von der Stätte, und als das vorbei war, da stand der kleine Bruder da, und er nahm seinen Vater und Marlenchen bei der Hand und waren alle drei so recht vergnügt und gingen ins Haus, setzten sich an den Tisch und assen.

.

.

.

 


Ραπουνζέλ

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

Rapunzel

Ein Märchen der Brüder Grimm

Rapunzel

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ήταν μια φορά ένας άντρας και μια γυναίκα κι ήθελαν πάρα πολύ ν'αποκτησουν ένα παιδί,τελικά η γυναίκα είχε ελπίδα πως ο καλός θεός θα εκπλήρωνε την επιθυμία τους.

Αυτοί οι άνθρωποι στο πίσω μέρος του σπιτιού τους είχαν ένα

παραθυράκι απ'οπου μπορούσε κάποιος ένα θαυμάσιο κήπο να δει,που ήταν φυτεμένος με τα πιο ωραία λουλούδια και φυτά, από έναν ψηλό τοίχο ήταν περιτριγυρισμενος,και κανένας δεν τολμούσε μέσα να μπει,γιατί σε μια μάγισσα ανηκε,που'χε μεγάλη δύναμη κι όλος ο κόσμος την φοβόνταν.

Μια μέρα η γυναίκα κάθονταν σ'αυτο το παράθυρο και κοίταξε κάτω στον κήπο,εκεί είδε μια βραγιά ,που ήταν τα πιο ωραία ραπουνζέλ φυτρωμενα,κι όπως τα'δε τόσο φρεσκα και πράσινα,

ένιωσε μεγάλη επιθυμια και λαχτάρα,από τα ραπουνζέλ να φάει.

Και κάθε μέρα η επιθυμία μεγάλωνε,μέχρι που δεν μπορούσε ν'αντισταθει,τόσο πολύ την κυριάρχησε,που χλωμιασε κι υποφερε.

Τότε τρόμαξε ο άντρας και ρώτησε.Τι σου συμβαίνει,αγαπημένη μου γυναίκα;.

-Αχ,αυτή απάντησε,αν  ραπουνζέλ απ'τον κήπο κάτω απ'το σπίτι μας δεν φάω,τότε θα 

πεθάνω.

Ο άντρας,που της είχε αγάπη,σκέφτηκε.Θ'αφησεις τη γυναίκα σου να πεθάνει,φερ'της

ραπουνζέλ,όσο και να κοστίσει,αφού αυτό θέλει.

Και βραδυαζοντας πήδηξε πάνω απ'τον τοίχο στον κήπο της μάγισσας,και μαζεψε βιαστικά μια

χεριά ραπουνζέλ και τα'φερε στην γυναίκα του .

Αυτή τα'κανε αμέσως σαλάτα και τα'φαγε με μεγάλη λαιμαργια.

Όμως ήταν τόσο καλά,τόσο γευστικά,που την άλλη μέρα ακομα τρις φορές μεγαλύτερη λαχταρα ένιωσε.Για να ηρεμήσει,έπρεπε ο άντρας ακόμα μια φορά στον 

κήπο να πηδήσει.

Τότε πάλι βραδυαζοντας το'κανε,όταν ομως απ'τον τοίχο κατέβηκε,τρόμαξε πάρα πολύ,αφού είδε τη μάγισσα να στέκεται μπροστά του.

Πως το  τόλμησες,του'πε με θυμωμένο βλέμμα,στον κήπο μου να πηδήξεις κι όπως κλέφτης τα ραπουνζέλ μου να κλέψεις;.Πρέπει σκληρά να σε τιμωρήσω.

Αχ,αυτός απάντησε,ζητώ έλεος,

μονάχα από ανάγκη τ'αποφασισα,

η γυναίκα μου τα ραπουνζέλ σας απ'το παράθυρο είδε κι ένιωσε τόση μεγάλη επιθυμια,που θα πέθαινε,αν απ'αυτα δεν έτρωγε.

Τότε η μάγισσα υποχώρησε στο θυμο της κι του'πε.Ας είναι έτσι,όπως το λες,θα σου επιτρέψω ραπουνζέλ να μαζέψεις,όσο πολλά θέλεις,μόνο με τον όρο.Πρεπει να μου δώσεις το παιδί που η γυναίκα σου θα φέρει στον κόσμο.κι εγώ σαν μάνα θα το φροντίσω.

Ο άντρας απ'την ταραχή του συμφώνησε,κι όταν η γυναίκα στην εβδομάδα της ήρθε,εμφανίστηκε η μάγισσα,έδωσε στο παιδί τ'ονομα Ραπουνζέλ και το πήρε μαζί της μακριά.

Η Ραπουνζέλ έγινε το πιο όμορφο παιδί κάτω απ'τον ήλιο.Κι όταν δώδεκα χρονών εγινε,το έκλεισε η μάγισσα σ'ενα πύργο που μέσα στο δάσος βρίσκονταν κι ούτε σκάλα ούτε πόρτα είχε,μονάχα ψηλά ένα παραθυράκι.

Όταν η μάγισσα ήθελε μέσα να μπει,στεκονταν κάτω και φώναζε.


Ραπουνζέλ Ραπουνζέλ

άσε για μενα τα μαλλιά σου κατω


Η Ραπουνζέλ είχε μακριά λαμπερά μαλλιά,όμορφα όπως 

πλεξούδες χρυσάφι.

Όταν λοιπόν άκουγε τη φωνή της μάγισσας,έλυνε τις πλεξούδες της,τις τύλιγε ψηλά

στο παντζουρι του παραθύρου,και κατόπιν άφηνε τα μαλλιά είκοσι πήχες να πέσουν κάτω,,κι η μάγισσα,μ'αυτα ανέβαινε πάνω.

Μετά από μερικά χρόνια ,ο γιος του βασιλια πέρασε με τ'αλογο 

μέσα απ'το δάσος και μπροστά απ'τον πύργο έφτασε.

Τότε άκουσε ένα τραγούδι,τόσο όμορφο ήταν,που στάθηκε κι αφουγκραστηκε Ήταν η Ραπουνζέλ,που στην μοναξιά της την ώρα περνούσε,τραγουδώντας με τη γλυκειά της φωνή.

Το βασιλόπουλο ήθελε σ,'αυτη πάνω ν'ανεβει κι έψαχνε για μια πόρτα στον πύργο,όμως καμια δεν βρήκε.

Γύρισε με τ'αλογο σπίτι,όμως το τραγούδι του'χε τόσο πολύ αναστατώσει τη καρδιά,που κάθε μέρα στο δάσος πήγαινε κι άκουγε.

Όταν κάποια φορά πίσω απο'να δέντρο στέκονταν,είδε,να'ρχεται   

μια μάγισσα,και άκουσε,πως προς τα πάνω φώναξε.


Ραπουνζέλ Ραπουνζέλ

άσε για μενα τα μαλλιά σου κατω.


Τότε άφησε η Ραπουνζέλ οι πλεξούδες της κάτω να πέσουν κι η μάγισσα ανέβηκε πάνω.

Αυτη'ναι η σκάλα,σκέφτηκε,έτσι κάποιος πάνω ανεβαίνει,έτσι κι εγώ θα δοκιμάσω την ευτυχία μου να'βρω.

Και την επόμενη μέρα,όταν άρχισε να βραδυαζει,πήγε στον πύργο και φώναξε.


Ραπουνζέλ Ραπουνζέλ

άσε για μένα  τα μαλλιά σου κατω


Σε λίγο επέσαν κάτω τα μαλλιά,και το βασιλόπουλο ανέβηκε πάνω.

Στην αρχή τρόμαξε η Ραπουνζέλ 

πάρα πολύ,όταν ένας άντρας εμφανίστηκε σ'αυτη,που πριν ποτέ τα μάτια της έναν δεν είχαν δει,όμως το βασιλόπουλο άρχισε πολύ φιλικά να της μιλάει,και της διηγήθηκε,πως απ'το τραγούδι της τόσο πολύ η καρδιά του αναστατώθηκε,που καμία ησυχία δεν είχε κι έπρεπε οπωσδήποτε την ίδια να δει.

Τότε χάθηκε ο φόρος της Ραπουνζέλ κι όταν την ρώτησε,αν για άντρα της θέλει να πάρει,κι είδε,πως νέος κι όμορφος ήταν,σκέφτηκε.

Αυτός πιο πολύ εμένα απ'την γριά κυρα-Γκοθελ θα μ'αγαπαει.

κι είπε ναι,κι έβαλε το χέρι της μέσα στο χέρι του.

Κι είπε,πολύ ευχαριστως με σένα θέλω να φυγω,όμως δεν ξέρω,πως μπορώ κάτω να κατέβω.Οταν έρχεσαι,κάθε φορά μια τούφα μεταξι να φέρνεις,για μια σκάλα να πλέκω,κι όταν έτοιμη είναι,τότε θα κατέβω κάτω και πάνω στ'αλογο σου με παίρνεις.

Συμφώνησαν,όλα τα βράδια σ'αυτη να πηγαίνει,γιατί τη μέρα η γριά πήγαινε.

Η μάγισσα δεν κατάλαβε τίποτα,μέχρι που κάποια φορά η Ραπουνζέλ άρχισε και της είπε.

Πέστε μου,κυρα-Γκοθελ,πως γίνεται,εσύ τόσο δύσκολα πάνω ν'ανεβαινεις απ'οτι το νεαρό βασιλόπουλο,που σε μια στιγμή 

κοντά μου είναι.

-Αχ αθεοφοβο παιδί, φωναξε η μάγισσα,τι θ'ακουσω από σένα,

απ'ολο τον κόσμο σ'ειχα ξεχωρίσει .κι εσύ με'χεις προδώσει.

Και πάνω στο θυμό άρπαξε τ'ομορφα μαλλιά της Ραπουνζέλ 

τα γύρισε μερικές φορές στ'αριστερο της χέρι και παίρνοντας ένα ψαλίδι χρατς χρατς τα'κοιψε κι οι όμορφες πλεξούδες επεσαν πάνω στο πατωμα.

Κι ήταν τόσο ασπλαχνη,που την φτωχια Ραπουνζέλ σε μια ερημιά έφερε,όπου μέσα σε μεγάλα βάσανα και δυστυχία έπρεπε να ζήσει.

Αλλά την ίδια μέρα,που αυτή έδιωξε την Ραπουνζέλ,το βράδυ έδεσε η μάγισσα τις κομμένες πλεξούδες ψηλά απ'το παντζούρι γερά κι όταν το βασιλόπουλο ήρθε και φώναξε.


Ραπουνζέλ Ραπουνζέλ

άσε για μενα τα μαλλιά σου κατω


άφησε τα μαλλιά να πέσουν κάτω.

Το βασιλόπουλο ανέβηκε,αλλά πάνω δεν βρήκε την αγαπημένη του Ραπουνζέλ αλλά την μάγισσα,που μ'ενα κακό και φαρμακερό βλέμμα τον κοιτούσε.

Αχα,φώναξε αυτή σαρκαστικά,θέλεις την αγαπημένη σου γυναίκα να πάρεις,όμως τ'ομορφο πουλι δεν βρίσκεται πια στο κλουβί,και πια δεν τραγουδάει,η γάτα τ'αρπαξε που και σένα τα μάτια θα γρατσουνισει.Για σένα η Ραπουνζέλ χαθηκε και ποτέ πια δεν θα την ξαναδείς.

Το βασιλόπουλο παραφρόνησε απ'την στεναχώρια και στην απελπισία του πήδηξε απ'τον πύργο κατω,δεν έχασε τη ζωή του,όμως τ'αγκαθια,πάνω στα οποία έπεσε,του τσιμπισαν τα μάτια.

Τότε τριγυρνούσε τυφλός μέσα στο δάσος,και δεν έτρωγε τίποτα παρά ρίζες και μούρα,και δεν έκανε τίποτα  παρά να οδύρεται και να κλαίει για τον

χαμό της αγαπημένης του γυναίκας.

Έτσι περιπλανήθηκε μερικά χρόνια μέσα στη δυστυχία  κι έφτασε στην ερημιά,όπου η Ραπουνζέλ με τα διδυμα,τα οποία είχε γεννήσει,ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι,άθλια ζούσε.

Άκουσε μια φωνή,και του φάνηκε τόσο γνωστή,πήγε προς τα'κει κι όταν κοντά ήρθε,τον αναγνώρισε η Ραπουνζέλ και τον αγκάλιασε απ'τον λαιμό κι έκλαιψε.Ομως δυο απ'τα δάκρυα της εβρεξαν τα μάτια του,κι έτσι

μπόρεσε να δει όπως πριν.

Την πήρε στο βασιλειο,όπου με χαρά τον υποδέχτηκαν,κι έζησαν αυτοί για πολύ ευτυχισμένα και χαρούμενα.

.

.

Rapunzel

Ein Märchen der Brüder Grimm

Rapunzel

Es war einmal ein Mann und eine Frau, die wünschten sich schon lange vergeblich ein Kind, endlich machte sich die Frau Hoffnung, der liebe Gott werde ihren Wunsch erfüllen. Die Leute hatten in ihrem Hinterhaus ein kleines Fenster, daraus konnte man in einen prächtigen Garten sehen, der voll der schönsten Blumen und Kräuter stand; er war aber von einer hohen Mauer umgeben, und niemand wagte hineinzugehen, weil er einer Zauberin gehörte, die große Macht hatte und von aller Welt gefürchtet ward. Eines Tages stand die Frau an diesem Fenster und sah in den Garten hinab, da erblickte sie ein Beet, das mit den schönsten Rapunzeln bepflanzt war; und sie sahen so frisch und grün aus, dass sie lüstern ward und das größte Verlangen empfand, von den Rapunzeln zu essen. Das Verlangen nahm jeden Tag zu, und da sie wusste, dass sie keine davon bekommen konnte, so fiel sie ganz ab, sah blass und elend aus. Da erschrak der Mann und fragte: "Was fehlt dir, liebe Frau?" - "Ach," antwortete sie, "wenn ich keine Rapunzeln aus dem Garten hinter unserm Hause zu essen kriege, so sterbe ich." Der Mann, der sie lieb hatte, dachte: "Eh du deine Frau sterben läßest, holst du ihr von den Rapunzeln, es mag kosten, was es will." In der Abenddämmerung stieg er also über die Mauer in den Garten der Zauberin, stach in aller Eile eine Handvoll Rapunzeln und brachte sie seiner Frau. Sie machte sich sogleich Salat daraus und aß sie in voller Begierde auf. Sie hatten ihr aber so gut, so gut geschmeckt, dass sie den andern Tag noch dreimal soviel Lust bekam. Sollte sie Ruhe haben, so musste der Mann noch einmal in den Garten steigen. Er machte sich also in der Abenddämmerung wieder hinab, als er aber die Mauer herabgeklettert war, erschrak er gewaltig, denn er sah die Zauberin vor sich stehen. "Wie kannst du es wagen," sprach sie mit zornigem Blick, "in meinen Garten zu steigen und wie ein Dieb mir meine Rapunzeln zu stehlen? Das soll dir schlecht bekommen." - "Ach," antwortete er, "lasst Gnade für Recht ergehen, ich habe mich nur aus Not dazu entschlossen: meine Frau hat Eure Rapunzeln aus dem Fenster erblickt, und empfindet ein so großes Gelüsten, dass sie sterben würde, wenn sie nicht davon zu essen bekäme." Da ließ die Zauberin in ihrem Zorne nach und sprach zu ihm: "Verhält es sich so, wie du sagst, so will ich dir gestatten, Rapunzeln mitzunehmen, soviel du willst, allein ich mache eine Bedingung: Du musst mir das Kind geben, das deine Frau zur Welt bringen wird. Es soll ihm gut gehen, und ich will für es sorgen wie eine Mutter." Der Mann sagte in der Angst alles zu, und als die Frau in Wochen kam, so erschien sogleich die Zauberin, gab dem Kinde den Namen Rapunzel und nahm es mit sich fort.


Rapunzel ward das schönste Kind unter der Sonne. Als es zwölf Jahre alt war, schloss es die Zauberin in einen Turm, der in einem Walde lag, und weder Treppe noch Türe hatte, nur ganz oben war ein kleines Fensterchen. Wenn die Zauberin hinein wollte, so stellte sie sich hin und rief:

"Rapunzel, Rapunzel,

Laß mir dein Haar herunter."

Rapunzel hatte lange prächtige Haare, fein wie gesponnen Gold. Wenn sie nun die Stimme der Zauberin vernahm, so band sie ihre Zöpfe los, wickelte sie oben um einen Fensterhaken, und dann fielen die Haare zwanzig Ellen tief herunter, und die Zauberin, stieg daran hinauf.


Nach ein paar Jahren trug es sich zu, dass der Sohn des Königs durch den Wald ritt und an dem Turm vorüberkam. Da hörte er einen Gesang, der war so lieblich, dass er still hielt und horchte. Das war Rapunzel, die in ihrer Einsamkeit sich die Zeit vertrieb, ihre süße Stimme erschallen zu lassen. Der Königssohn wollte zu ihr hinaufsteigen und suchte nach einer Türe des Turms, aber es war keine zu finden. Er ritt heim, doch der Gesang hatte ihm so sehr das Herz gerührt, dass er jeden Tag hinaus in den Wald ging und zuhörte. Als er einmal so hinter einem Baum stand, sah er, dass eine Zauberin herankam, und hörte, wie sie hinaufrief:

"Rapunzel, Rapunzel,

Laß dein Haar herunter."

Da ließ Rapunzel die Haarflechten herab, und die Zauberin stieg zu ihr hinauf. "Ist das die Leiter, auf welcher man hinaufkommt, so will ich auch einmal mein Glück versuchen." Und den folgenden Tag, als es anfing dunkel zu werden, ging er zu dem Turme und rief:

"Rapunzel, Rapunzel,

Laß dein Haar herunter."

Alsbald fielen die Haare herab, und der Königssohn stieg hinauf.


Anfangs erschrak Rapunzel gewaltig, als ein Mann zu ihr hereinkam, wie ihre Augen noch nie einen erblickt hatten, doch der Königssohn fing an ganz freundlich mit ihr zu reden und erzählte ihr, dass von ihrem Gesang sein Herz so sehr sei bewegt worden, dass es ihm keine Ruhe gelassen und er sie selbst habe sehen müssen. Da verlor Rapunzel ihre Angst, und als er sie fragte, ob sie ihn zum Mann nehmen wollte, und sie sah, dass er jung und schön war, so dachte sie: "Der wird mich lieber haben als die alte Frau Gothel," und sagte ja, und legte ihre Hand in seine Hand. Sie sprach: "Ich will gerne mit dir gehen, aber ich weiß nicht, wie ich herabkommen kann. Wenn du kommst, so bringe jedesmal einen Strang Seide mit, daraus will ich eine Leiter flechten, und wenn die fertig ist, so steige ich herunter und du nimmst mich auf dein Pferd." Sie verabredeten, dass er bis dahin alle Abend zu ihr kommen sollte, denn bei Tag kam die Alte. Die Zauberin merkte auch nichts davon, bis einmal Rapunzel anfing und zu ihr sagte: "Sag Sie mir doch, Frau Gothel, wie kommt es nur, sie wird mir viel schwerer heraufzuziehen als der junge Königssohn, der ist in einem Augenblick bei mir." - "Ach du gottloses Kind," rief die Zauberin, "was muss ich von dir hören, ich dachte, ich hätte dich von aller Welt geschieden, und du hast mich doch betrogen!" In ihrem Zorne packte sie die schönen Haare der Rapunzel, schlug sie ein paarmal um ihre linke Hand, griff eine Schere mit der rechten, und ritsch, ratsch waren sie abgeschnitten, und die schönen Flechten lagen auf der Erde. Und sie war so unbarmherzig, dass sie die arme Rapunzel in eine Wüstenei brachte, wo sie in großem Jammer und Elend leben musste.


Denselben Tag aber, wo sie Rapunzel verstoßen hatte, machte abends die Zauberin die abgeschnittenen Flechten oben am Fensterhaken fest, und als der Königssohn kam und rief:

"Rapunzel, Rapunzel,

Laß dein Haar herunter."

so ließ sie die Haare hinab. Der Königssohn stieg hinauf, aber er fand oben nicht seine liebste Rapunzel, sondern die Zauberin, die ihn mit bösen und giftigen Blicken ansah. "Aha," rief sie höhnisch, "du willst die Frau Liebste holen, aber der schöne Vogel sitzt nicht mehr im Nest und singt nicht mehr, die Katze hat ihn geholt und wird dir auch noch die Augen auskratzen. Für dich ist Rapunzel verloren, du wirst sie nie wieder erblicken." Der Königssohn geriet außer sich vor Schmerzen, und in der Verzweiflung sprang er den Turm herab: das Leben brachte er davon, aber die Dornen, in die er fiel, zerstachen ihm die Augen. Da irrte er blind im Walde umher, aß nichts als Wurzeln und Beeren, und tat nichts als jammern und weinen über den Verlust seiner liebsten Frau. So wanderte er einige Jahre im Elend umher und geriet endlich in die Wüstenei, wo Rapunzel mit den Zwillingen, die sie geboren hatte, einem Knaben und Mädchen, kümmerlich lebte. Er vernahm eine Stimme, und sie deuchte ihn so bekannt; da ging er darauf zu, und wie er herankam, erkannte ihn Rapunzel und fiel ihm um den Hals und weinte. Zwei von ihren Tränen aber benetzten seine Augen, da wurden sie wieder klar, und er konnte damit sehen wie sonst. Er führte sie in sein Reich, wo er mit Freude empfangen ward, und sie lebten noch lange glücklich und vergnügt.

.

.

.

 


Der singende Knochen

Το κόκκαλο που τραγουδουσε

Ein Märchen der Brüder Grimm

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

-μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Μια φορά σε μια χώρα ήταν μεγάλη στεναχώρια για ένα αγριογούρουνο,που

τις καλλιέργειες των αγροτών κατέστρεφε,τα ζώα σκότωνε και τα κορμιά

των ανθρώπων με τα κοφτερά του δόντια καταξεσκιζε.

Ο βασιλιάς υποσχέθηκε σ'οποιον,τη χώρα από αυτή τη συμφορά ελευθερώσει

μια μεγαλη ανταμοιβή,όμως το άγριο θηρίο ήταν τόσο τεράστιο και δυνατό,

που κανένας κοντά στο δάσος δεν τολμούσε να πάει,όπου αυτό ζούσε.

Τελικά ο βασιλιάς ανακοίνωσε,πως όποιος το πιασει η' το σκοτώσει,θα πάρει

την μονάκριβη του κόρη για γυναίκα.

Τότε ζούσαν στη χώρα δύο αδέλφια,παιδιά ενός φτωχού ανθρώπου,τα

οποία προθυμοποιήθηκαν κι ήθελαν να το τολμήσουν.Ο πιο μεγάλος,ο οποίος

πονηρός κι έξυπνος ήταν,το'κάνε από αλλαζονια,ο πιο μικρός,ο οποίος

αθώος και ανόητος ήταν,από καλή καρδιά.

Ο βασιλιάς είπε.Για να βρήτε τ'αγριο θηρίο σίγουρα,πρέπει στο δάσος να

πατε από απέναντι μεριές.

Τότε ο πιο μεγάλος κατα το βράδι κι ο πιο μικρός κατά το πρωί έφυγαν.

Κι όταν ο πιο μικρός προχώρησε λίγο,συνάντησε έναν νάνο,ο οποίος 

κρατούσε ένα μαυρο δορυ στο χέρι και του'πε.Σου δίνω αυτό το δορυ,

γιατί η καρδιά σου αθώα κι αγαθή είναι,μ'αυτο μπορείς άφοβα καταπάνω 

στ'αγριογουρουνο να πας,κι αυτό καμια βλάβη δεν θα σου κάνει.

Ευχαρίστησε τον νάνο,έβαλε το δορυ στον ωμο και προχώρησε χωρίς

φόβο.Μετα από λίγο,είδε το θηρίο,που πάνω του όρμησε,όμως πρόβαλε

το δόρυ κι αυτό μέσ'στη τυφλη του αγριάδα όρμησε τόσο δυνατά,που η 

καρδιά του σχίστηκε στα δύο.Τοτε φόρτωσε το θηρίο στον ώμο,και πήγε 

προς το σπίτι κι ήθελε στον βασιλιά να το φέρει.

Όταν στην άλλη μεριά του δάσους έφτασε,εκεί στην είσοδο ήταν ένα σπίτι,

όπου οι άνθρωποι με χορό και κρασί διασκέδαζαν.Ο πιο μεγάλος αδελφός

του ήταν εκεί μέσα κι είχε σκεφτεί,πως το αγριογούρουνο δεν θα του

ξέφευγε,κι ήθελε πρώτα να πιει να πάρει θάρρος.

Όταν τώρα είδε τον πιο μικρό ,ο οποίος απ'τό δάσος ήρθεμφορτωμένος 

με το λάφυρο του,η φθονερη και κακια του καρδιά δεν είχε ησυχία.

Και του φώναξε.Ελα μέσα,αγαπημένε αδελφέ,ξεκουράσου και δυνάμωσε

με μια κούπα κρασί.

Ο πιο μικρός,που κανένα δόλο δεν υποψιάστηκε,μπήκε μέσα και του διηγήθηκε 

για τον νάνο,που το δόρυ του'δωσε,με το οποίο τ'αγριογούρουνο ειχε σκοτώσει.

Ο πιο μεγάλος τον καθυστέρησε μέχρι το βράδυ,κι έπειτα έφυγαν μαζί.

Οταν μέσ'στο σκοτάδι στη γέφυρα πάνω απο'να ρεμα ήρθαν,άφησε ο πιο 

μεγάλος τον πιο μικρό να πάει μπροστά,κι όταν στη μέση πάνω απ'τό νερό 

ήταν,του'δωσε από πίσω μια σπρώξια,που γκριεμιστηκε και σκοτώθηκε.

Τότε τον έθαψε  κάτω απ'τη γέφυρα,έπειτα πήρε τ'αγριογουρουνο και το'φερε 

στον βασιλιά αφού προσποιηθηκε,πως αυτός το'χε σκοτώσει,για να πάρει 

τη κόρη του βασιλιά γυναίκα.

Και γιατί ο πιο μικρός αδελφός δεν επέστρεψε,είπε.Τ'αγριογουρουνο θα

του'χει το κορμι καταξεσχισει,κι αυτό το πίστεψαν όλοι.

Όμως επειδή για τον Θεό τίποτα δεν μένει κρυμμένο,κι αυτή η μαύρη πράξη

θα βγει στο φώς.

Μετά από πολλά χρόνια έφερε ένας βοσκός μια φορά το κοπάδι του πάνω

στη γέφυρα κι είδε κάτω στην άμμο ένα λευκό σαν χιόνι κόκκαλο να'ναι και

σκέφτηκε,πως θα'κανε ένα καλό στόμιο για το κόρνο.

Τότε κατέβηκε,το σήκωσε και χάραξε σ'αυτο ένα στόμιο για το κόρνο του.

Όταν για πρώτη φορά σ'αυτό φύσηξε,άρχισε το κόκκαλο προς μεγάλη έκπληξη του βοσκού από μόνο του να τραγουδάει.


Αχ,αγαπητό βοσκόπουλο

στο κόκκαλο μου φύσηξες

ο αδελφός μου εμένα σκότωσε

κάτω απ'τη γέφυρα έθαψε

για τ'αγριογουρουνο

για τη μικρή του βασιλιά κορη


Τι παράξενο μικρό κόρνο,είπε ο βοσκός,από μόνο του τραγουδάει,πρέπει στον 

Κύριο μου τον βασιλιά να το φέρω

Κι όταν μπροστά στον βασιλιά ήρθε,άρχισε το μικρό κόρνο ακόμα μια φορά

το τραγουδάκι του να τραγουδάει.

Ο βασιλιάς το κατάλαβε καλά και το χώμα κάτω απ'γεφυρα έσκαψε,απ'όπου

ολόκληρος ο σκελετός του σκοτωμένου ήρθε στην επιφάνεια.

Ο κακος αδελφός δεν μπόρεσε τη πράξη ν'αρνηθει,τον έρραψαν μέσα σ'ενα

σακί και ζωντανό τον έπνιξαν,και τα κοκκαλα του πεθαμένου στην αυλή

της εκκλησίας μέσα σ' έναν ωραίο τάφο τα'βαλαν ν'αναπαυθουν.

.

Der singende Knochen

Ein Märchen der Brüder Grimm


Es war einmal in einem Lande große Klage über ein Wildschwein, das den Bauern die Äcker umwühlte, das Vieh tötete und den Menschen mit seinen Hauern den Leib aufriß. Der König versprach einem jeden, der das Land von dieser Plage befreien würde, eine große Belohnung; aber das Tier war so groß und stark, daß sich niemand in die Nähe des Waldes wagte, worin es hauste. Endlich ließ der König bekanntmachen, wer das Wildschwein einfange oder töte, solle seine einzige Tochter zur Gemahlin haben.


Nun lebten zwei Brüder in dem Lande, Söhne eines armen Mannes, die meldeten sich und wollten das Wagnis übernehmen. Der älteste, der listig und klug war, tat es aus Hochmut, der jüngste, der unschuldig und dumm war, aus gutem Herzen. Der König sagte: "Damit ihr desto sicherer das Tier findet, so sollt ihr von entgegengesetzten Seiten in den Wald gehen." Da ging der älteste von Abend und der jüngste von Morgen hinein. Und als der jüngste ein Weilchen gegangen war, so trat ein kleines Männlein zu ihm; das hielt einen schwarzen Spieß in der Hand und sprach: "Diesen Spieß gebe ich dir, weil dein Herz unschuldig und gut ist; damit kannst du getrost auf das wilde Schwein eingehen, es wird dir keinen Schaden zufügen." Er dankte dem Männlein, nahm den Spieß auf die Schulter und ging ohne Furcht weiter. Nicht lange, so erblickte er das Tier, das auf ihn losrannte, er hielt ihm aber den Spieß entgegen, und in seiner blinden Wut rannte es so gewaltig hinein, daß ihm das Herz entzweigeschnitten ward. Da nahm er das Ungetüm auf die Schulter, ging heimwärts und wollte es dem Könige bringen.


Als er auf der andern Seite des Waldes herauskam, stand da am Eingang ein Haus, wo die Leute sich mit Tanz und Wein lustig machten. Sein ältester Bruder war da eingetreten und hatte gedacht, das Schwein liefe ihm doch nicht fort, erst wollte er sich einen rechten Mut trinken. Als er nun den jüngsten erblickte, der mit seiner Beute beladen aus dem Walde kam, so ließ ihm sein neidisches und boshaftes Herz keine Ruhe. Er rief ihm zu: "Komm doch herein, lieber Bruder, ruhe dich aus und stärke dich mit einem Becher Wein." Der jüngste, der nichts Arges dahinter vermutete, ging hinein und erzählte ihm von dem guten Männlein, das ihm einen Spieß gegeben, womit er das Schwein getötet hätte.


Der älteste hielt ihn bis zum Abend zurück, da gingen sie zusammen fort. Als sie aber in der Dunkelheit zu der Brücke über einen Bach kamen, ließ der älteste den jüngsten vorangehen, und als er mitten über dem Wasser war, gab er ihm von hinten einen Schlag, daß er tot hinabstürzte. Er begrub ihn unter der Brücke, nahm dann das Schwein und brachte es dem König mit dem Vorgeben, er hätte es getötet; worauf er die Tochter des Königs zur Gemahlin erhielt. Als der jüngste Bruder nicht wiederkommen wollte, sagte er: "Das Schwein wird ihm den Leib aufgerissen haben," und das glaubte jedermann.


Weil aber vor Gott nichts verborgen bleibt, sollte auch diese schwarze Tat ans Licht kommen. Nach langen Jahren trieb ein Hirt einmal seine Herde über die Brücke und sah unten im Sande ein schneeweißes Knöchlein liegen und dachte, das gäbe ein gutes Mundstück. Da stieg er herab, hob es auf und schnitzte ein Mundstück daraus für sein Horn. Als er zum erstenmal darauf geblasen hatte, so fing das Knöchlein zu großer Verwunderung des Hirten von selbst an zu singen:

"Ach, du liebes Hirtelein,

du bläst auf meinem Knöchelein,

mein Bruder hat mich erschlagen,

unter der Brücke begraben,

um das wilde Schwein,

für des Königs Töchterlein."

"Was für ein wunderliches Hörnchen," sagte der Hirt, "das von selber singt, das muß ich dem Herrn König bringen." Als er damit vor den König kam, fing das Hörnchen abermals an sein Liedchen zu singen. Der König verstand es wohl und ließ die Erde unter der Brücke aufgraben, da kam das ganze Gerippe des Erschlagenen zum Vorschein. Der böse Bruder konnte die Tat nicht leugnen, ward in einen Sack genäht und lebendig ersäuft, die Gebeine des Gemordeten aber wurden auf den Kirchhof in ein schönes Grab zur Ruhe gelegt

.

.

.




Die weiße Schlange

Το άσπρο φιδι

Ein Märchen der Brüder Grimm

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Πριν από πολλα χρόνια,ζούσε ένας βασιλιάς,που η σοφία του ήταν ξακουστή σ'ολο τον κόσμο.

Τίποτα δε του ηταν άγνωστο κι ήταν σαν ο άνεμος τα νέα απ'τα κρυμμένα πράγμα να του'φερνε 

Είχε ομως μια παράξενη συνήθεια.Καθε μεσημέρι όταν απ'το τραπέζι όλοι έφευγαν και κανενας δεν ήταν,έπρεπε ένας πιστός υπηρέτης ακόμα μια

σουπιέρα να φέρει.

Αυτη όμως ήταν σκεπασμένη,κι ο υπηρέτης ουτ'αυτος ήξερε,τι εκεί μέσα είχε,κι ούτε κανένας άνθρωπος ήξερε,γιατι ο βασιλιάς

δεν την ξεσπεπαζε πριν και δεν έτρωγε,μέχρι να μείνει μόνος.

Πέρασε πολύς καιρός,και μια μέρα ο υπηρέτης,που έφερνε παλι τη σουπιέρα,δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην περιεργεια,και τη σουπιέρα στη καμαρά του έφερε.

Όταν την πόρτα προσεκτικά κλείδωσε,σήκωσε το καπάκι.κι εκεί είδε,πως ένα άσπρο φίδι ήταν μέσα.

Στη θέα του δεν μπόρεσε να κρατησει την επιθυμία,όσο και να του στοίχιζε,κι έκοψε απ'αυτο ένα κομματάκι και το'βαλε στο στόμα.

Όμως μόλις τ,'αγγιξε στη γλώσσα του,άκουσε έξω απ'το παράθυρο του ένα παράξενο ψιθυρισμα από ψιλες φωνές.

Πήγε κι άκουσε,και παρατηρησε πως ήταν τα σπουργίτια,που το'να με τ'αλλο μιλούσαν και διάφορα διηγούνταν,τι στα χωράφια και στα δάση είχαν

δει.Το φάγωμα του φιδιού του' δωσε την ικανότητα,τη φωνή  των ζώων να καταλαβαίνει.

Συνέβηκε τότε ακριβώς σ'αυτη τη μέρα η βασίλισσα το ωραιότερο της δακτυλίδι να χάσει και πάνω στον πιστό υπηρέτη,που παντού είχε πρόσβαση,έπεσε η υποψία,πως αυτός το'χει κλέψει.

Ο βασιλιάς ζήτησε να παρουσιαστεί μπροστά του και τον απειλισε με αυστηρά επικριτικά λόγια ,αν μέχρι αύριο τον δράστη δεν μπορέσει να ονοματίσει,τότε για τέτοιο θα τον δουν και σε δίκη θα πάει.

Δεν υπήρχε ελπίδα,την αθωότητα του ν'αποδειξει,ούτε καμια καλύτερη απόφαση τον απάλλαξε,και στην ανησυχία  και στην αγωνία του πήγαινε περα δωθε στην αυλή και σκέφτονταν,πως στην δύσκολη κατάσταση να μπορέσει να βοηθηθεί.

Εκεί σε νερό που κυλούσε κάθονταν πάπιες ήρεμα η μία δίπλα στην άλλη κι αναπαύονταν,καθαριζονταν με τα ράμφη τους να γλιστρούν κι είχαν μια πολύ φιλική κουβέντα.

Ο υπηρέτης στάθηκε και τις άκουσε 

Διηγούνταν που σήμερα το πρωί είχαν περιπλανηθεί και τι καλή

τροφή είχαν βρει.

Τότε είπε μια στεναχωρημένα.

Κάτι με βαραίνει στο στομάχι,ένα δακτυλίδι που ήταν κάτω απ'το παράθυρο της βασίλισσας,βιαστικά το κατάπια.

Τότε την άρπαξε ο υπηρέτης αμέσως  απ'το λαιμό,την έφερε

στη κουζίνα κι είπε στον μάγειρα.

Σφαξ'την,είναι καλοταισμενη.

Ναι,είπε ο μάγειρας και την ζύγισε στο χέρι,κανένα κόπο 

δεν απέφυγε να μην παχύνει κι έχει πολύ γι'αυτό περιμένει ,ψητή να γίνει.

Της έκοψε το λαιμό,κι όταν την καθαρισε απ'τα εντόσθια,βρέθηκε το δακτυλίδι της βασίλισσας στο στομάχι της.

Ο υπηρέτης λοιπόν εύκολα στον 

βασιλιά την αθωότητα του απέδειξε,κι αυτός το άδικο θέλησε να επανορθώσει,του

επέτρεψε,μια χάρη να του ζητήσει και του υποσχέθηκε την πιο μεγάλη τιμητική θέση,π'αυτος στην αυλή του επιθυμούσε.

Ο υπηρέτης τ'αρνηθηκε όλα και παρακάλεσε μονάχα για ένα άλογο και χρήματα για ταξίδι.

Επειδη είχε επιθυμία,τον κόσμο να δει και για λίγο μέσα σ' αυτόν να περιπλανηθεί.

Όταν η παράκληση του εκπληρώθηκε,πήρε τον δρόμο κι έφτασε μια μέρα  σε μια μικρή λίμνη κοντά,όπου τρία ψάρια παρατήρησε,που είχαν στα καλάμια πιαστει και προσπαθούσαν να πέσουν στο νερό.Αν κι ο άνθρωπος λέει,ότι τα ψάρια βουβά είναι,όμως αυτός ακουσε το κλάμα τους,πως τόσο δυστυχισμενα θα τελειωσουν.

Επειδή αυτός μια πονετικη καρδιά είχε,κατέβηκε απ'τ'αλογο και έβαλε ξανά τα τρία πιασμένα μέσα στο νερο

Εκείνα σπαρταρισαν απ'τη χαρά,

έβγαλαν τα κεφαλια έξω και φώναξαν σ'αυτον.

Θα το θυμόμαστε και θα στ'ανταποδωσουμε,που μας έχεις σώσει.

Αυτός καβαλικεψε παραπέρα και μετά από λίγο νομισε,σαν ν'ακουσε στα πόδια του στην άμμο μια φωνή.Αφουκραστηκε κι άκουσε,πως ένας βασιλιάς μερμηγιων διαμαρτυρονταν.

Να'ταν να μην μας πατούσαν οι άνθρωποι μ'αυτα τ'αγαρμπα ζώα 

Τώρα αυτό τ'ανόητο άλογο με τις βαριες του οπλές θα τσαλαπατησει χωρίς έλεος τον λαό μου.

Αυτός αλλαξοδρομησε,κι ο βασιλιάς των μερμηγιων του φώναξε.

Θα το θυμόμαστε και θα στ'ανταποδωσουμε.

Ο δρόμος τον οδήγησε σε δασος κι εκεί είδε έναν πατέρα κόρακα και μια μάνα κορακινα που κοντά  στην φωλιά τους στέκονταν και πετούσαν έξω τα μικρα τους.

Μακριά από μας,αχόρταγα.φωναζαν,δεν μπορούμε πια να σας χορτάσουμε,μεγαλώσατε αρκετά,και μπορεί μόνα σας να τραφειτε.

Τα  μικρά τα φτωχά πέσαν στο χώμα,φτερουγιζαν και χτυπούσαν τα φτεράκια τους και τσιριζαν.

Είμαστε αβοήθητα παιδιά,πρέπει μόνα μας να τραφουμε κι ακόμα δεν μπορούμε να πεταξουμε.Δεν μας μένει τίποτα άλλο παρά εδώ από πείνα να πεθάνουμε.

Τότε κατέβηκε το καλό παλικάρι,σκότωσε τ'αλογο με το ξίφος του και τ'αφησε στα μικρά 

κοράκια για φαγητο.

Αυτά πλησίασαν,χόρτασαν και 

φώναξαν.

Θα το θυμόμαστε και θα στ'ανταποδωσουμε.

Αυτός έπρεπε τα πόδια του να χρησιμοποιήσει, κι όταν μακρύ δρόμο προχώρησε,έφτασε σε μια μεγάλη πόλη.

Εκεί ήταν μεγάλος θόρυβος και  συνωστισμός στο δρόμο κι έμαθε.Πως η κόρη του βασιλιά έψαχνε ένα άντρα(να παντρευτεί),όμως όποιος ήθελε να την ζητήσει,έπρεπε μια δυσκολη δοκιμασια να εκπληρώσει,κι αν δεν μπορέσει με επιτυχία να την εκτελέσει,τότε τη ζωή του θα χάσει.

Πολλοί είχαν ήδη προσπαθησει,

αλλ'ομως μάταια κι έχασαν τη ζωή τους.

Το παλικάρι,όταν  την κόρη του βασιλιά είδε,απ'τη μεγάλη της ομορφιά τόσο θαμπώθηκε,που ξέχασε τον κινδυνο,μπροστά στον βασιλιά παρουσιαστηκε και δήλωσε μνηστήρας.

Μετά από λίγο το οδήγησαν στη θάλασσα και μπροστά στα μάτια του ένα χρυσό δακτυλίδι ερριξαν εκει μέσα.

Κατόπιν ο βασιλιάς ζήτησε αυτό το δακτυλίδι απ'τα βάθη της θάλασσας έξω πάλι να βγαλει

και πρόσθεσε.

Αν χωρίς αυτό πάλι στην επιφάνεια έρθεις,τότε εκ νέου  θα σε βουτήξουν,μέχρι στα κύματα να τελειώσεις.

Όλοι λυπήθηκαν τ'ομορφο παλικάρι και το παρατησαν τότε μοναχο  στη θάλασσα.

Αυτό στάθηκε στην οχτη και σκέφτονταν,τι έπρεπε να κανει.

Τότε είδε τρία ψάρια να'ρχονται κολυμπώντας,και δεν ήταν κανένα άλλο απο εκείνα,που τη ζωή τους είχε σώσει.Αυτο στη μέση κρατούσε ένα κοχύλι στο στόμα,που τ'αφησε στην άμμο στα πόδια του παλικαριού,κι όταν αυτό το σήκωσε και τ'ανοιξε,μεσα ήταν το χρυσο δακτυλιδι.

Γεμάτο χαρά το'φερε στον βασιλιά και περίμενε,την ανταμοιβή που υποσχέθηκε να του δώσει.

Όμως η ακαταδεχτη κόρη του βασιλιά,όταν έμαθε,πως δεν ήταν ισάξιος της,του αρνήθηκε κι απαίτησε,πριν μια δεύτερη 

δοκιμασία να περάσει.

Κατέβηκε στο κήπο κι η ίδια άδειασε δέκα σακιά γεμάτα 

κεχρί στα χόρτα.

Αυτός πρέπει το πρωί,πριν ο ήλιος ανατείλει,να το'χει μαζέψει,είπε,κι ούτε ένας μικρός κοκκος να μην λείπει.

Το παλικάρι κάθισε στον κήπο και σκέφτονταν,πως ήταν δυνατό,τη δοκιμασία να περάσει.

αλλά δεν μπόρεσε τίποτα να σκεφτεί,κι εκεί κάθονταν πολύ στεναχωρημένο και περίμενε 

να ξημερώσει,στο θάνατο να οδηγηθεί.

Όταν όμως οι πρώτες ακτίνες του ήλιου έπεσαν στον κήπο,τότε είδε τα δέκα σακιά όλα γεμάτα το ένα δίπλα στ'αλλο να'ναι,κι ούτε ένας μικρός κοκκος δεν έλειπε μέσα.

Ο βασιλιάς των μερμηγκιων με τα χιλιάδες και χιλιάδες του μερμήγκια μέσα στη νύχτα ήρθαν ,και τα ζώα από ευγνωμοσύνη είχαν το κεχρί με

μεγάλη επιμελεια μαζεψει και μεσα στα σακιά συγκέντρωσει.

Η κόρη του βασιλιά κατέβηκε η ίδια στο κήπο και μ'εκπληξη είδε,πως το παλικάρι καταφερε,ότι του απαιτησε.

Όμως δεν μπόρεσε την ακαταδεκτη καρδιά της να συγκρατήσει κι είπε.

Και τις δύο δοκιμασίες κι αν πέρασε,όμως δεν θα γίνει άντρας μου προτου,να φέρει σε μένα ένα μήλο απ'το δέντρο της ζωής.

Το παλικάρι δεν ήξερε,που το δέντρο της ζωής ήταν.

Ξεκίνησε και πάντοτε θα προχωρούσε,όσο τα πόδια του το κρατούσαν,όμως δεν είχε καμία ελπίδα,να το βρει.

Κι όταν μέσα από τρια βασιλεια περιπλανήθηκε κι ένα βράδυ σ'ενα δάσος ήρθε,κάθισε κάτω απο'να δέντρο και θέλησε να κοιμηθεί.

Τότε ακουστηκε στα κλαριά ένας θορυθος κι ένα χρυσό μήλο έπεσε στα χέρια του.Κι αμέσως τρια κοράκια πέταξαν σ'αυτον κάτω,κάθισαν πάνω στα γόνατα του κι είπαν.

Είμαστε τα τρία μικρά κοράκια που από θάνατο πείνας έχεις σώσει.

Όταν μεγάλα γίναμε κι σκουσαμε,πως το χρυσό μήλο εψαχνες,τότε στη θάλασσα πετάξαμε μέχρι το τέλος του κόσμου,που'ναι το δέντρο της ζωής,και το'χουμε φέρει για σένα.

Γεμάτο χαρά το παλικάρι πήρε το δρόμο του γυρισμού στο σπίτι κι έφερε στην όμορφη κόρη του βασιλιά το χρυσό μήλο,και σ'αυτη τώρα καμία αντίρρηση πια δεν έμεινε 

Μοίρασαν το μήλο της ζωής κι το'φαγαν μαζί.

Τότε η καρδιά της γέμισε μ'αγαπη γι'αυτόν κι έφτασαν  μ'

αδιατάρακτη ευτυχία στα βαθειά γεραματα

.

.

Die weiße Schlange

Ein Märchen der Brüder Grimm


Es ist nun schon lange her, da lebte ein König, dessen Weisheit im ganzen Lande berühmt war. Nichts blieb ihm unbekannt und es war, als ob ihm Nachricht von den verborgensten Dingen durch die Luft zugetragen würde. Er hatte aber eine seltsame Sitte. Jeden Mittag, wenn von der Tafel alles abgetragen und niemand mehr zugegen war, mußte ein vertrauter Diener noch eine Schüssel bringen. Sie war aber zugedeckt, und der Diener wußte selbst nicht, was darinlag, und kein Mensch wüßte es, denn der König deckte sie nicht eher auf und aß nicht davon, bis er ganz allein war. Das hatte schon lange Zeit gedauert, da überkam eines Tages den Diener, der die Schüssel wieder wegtrug, die Neugierde, daß er nicht widerstehen konnte, sondern die Schüssel in seine Kammer brachte. Als er die Tür sorgfältig verschlössen hatte, hob er den Deckel auf und da sah er, daß eine weiße Schlange darinlag. Bei ihrem Anblick konnte er die Lust nicht zurückhalten, sie zu kosten; er schnitt ein Stückchen davon ab und steckte es in den Mund. Kaum aber hatte es seine Zunge berührt, so hörte er vor seinem Fenster ein seltsames Gewisper von feinen Stimmen. Er ging und horchte, da merkte er, daß es die Sperlinge waren, die miteinander sprachen und sich allerlei erzählten, was sie im Felde und Walde gesehen hatten. Der Genuß der Schlange hatte ihm die Fähigkeit verliehen, die Sprache der Tiere zu verstehen.


Nun trug es sich zu, daß gerade an diesem Tage der Königin ihr schönster Ring fortkam und auf den vertrauten Diener, der überall Zugang hatte, der Verdacht fiel, er habe ihn gestohlen. Der König ließ ihn vor sich kommen und drohte ihm unter heftigen Scheltworten, wenn er bis morgen den Täter nicht zu nennen wüßte, so sollte er dafür angesehen und gerichtet werden. Es half nichts, daß er seine Unschuld beteuerte, er ward mit keinem besseren Bescheid entlassen. In seiner Unruhe und Angst ging er hinab auf den Hof und bedachte, wie er sich aus seiner Not helfen könne. Da saßen die Enten an einem fließenden Wasser friedlich nebeneinander und ruhten, sie putzten sich mit ihren Schnäbeln glatt und hielten ein vertrauliches Gespräch. Der Diener blieb stehen und hörte ihnen zu. Sie erzählten sich, wo sie heute morgen all herumgewackelt wären und was für gutes Futter sie gefunden hätten. Da sagte eine verdrießlich: "Mir liegt etwas schwer im Magen, ich habe einen Ring, der unter der Königin Fenster lag, in der Hast mit hinuntergeschluckt." Da packte sie der Diener gleich beim Kragen, trug sie in die Küche und sprach zum Koch: "Schlachte doch diese ab, sie ist wohlgenährt." - "Ja," sagte der Koch und wog sie in der Hand; "die hat keine Mühe gescheut sich zu mästen und schon lange darauf gewartet, gebraten zu1 werden." Er schnitt ihr den Hals ab, und als sie ausgenommen ward, fand sich der Ring der Königin in ihrem Magen. Der Diener konnte nun leicht vor dem Könige seine Unschuld beweisen, und da dieser sein Unrecht wieder gutmachen wollte, erlaubte er ihm, sich eine Gnade auszubitten und versprach ihm die größte Ehrenstelle, die er sich an seinem Hofe wünschte.


Der Diener schlug alles aus und bat nur um ein Pferd und Reisegeld. Denn er hatte Lust, die Welt zu sehen und eine Weile darin herumzuziehen. Als seine Bitte erfüllt war, machte er sich auf den Weg und kam eines Tages an einem Teich vorbei, wo er drei Fische bemerkte, die sich im Rohr gefangen hatten und nach Wasser schnappten. Obgleich man sagt, die Fische wären stumm, so vernahm er doch ihre Klage, daß sie so elend umkommen müßten. Weil er ein mitleidiges Herz hatte, so stieg er vom Pferde ab und setzte die drei Gefangenen wieder ins Wasser. Sie zappelten vor Freude, steckten die Köpfe heraus und riefen ihm zu: "Wir wollen dir's gedenken und dir's vergelten, daß du uns errettet hast!" Er ritt weiter, und nach einem Weilchen kam es ihm vor, als hörte er zu seinen Füßen in dem Sand eine Stimme. Er horchte und vernahm, wie ein Ameisenkönig klagte: "Wenn uns nur die Menschen mit den ungeschickten Tieren vom Leib blieben! Da tritt mir das dumme Pferd mit seinen schweren Hufen meine Leute ohne Barmherzigkeit nieder!" Er lenkte auf einen Seitenweg ein, und der Ameisenkönig rief ihm zu: "Wir wollen dir's gedenken und dir's vergelten!" Der Weg führte ihn in einen Wald, und da sah er einen Rabenvater und eine Rabenmutter, die standen bei ihrem Nest und warfen ihre Jungen heraus. "Fort mit euch, ihr Galgenschwengel!" riefen sie, "wir können euch nicht mehr satt machen, ihr seid groß genug und könnt euch selbst ernähren." Die armen Jungen lagen auf der Erde, flatterten und schlugen mit ihren Fittichen und schrien: "Wir hilflosen Kinder, wir sollen uns selbst ernähren und können noch nicht fliegen! Was bleibt uns übrig, als hier Hungers zu sterben!" Da stieg der gute Jüngling ab, tötete das Pferd mit seinem Degen und überließ es den jungen Raben zum Futter. Die kamen herbeigehüpft, sättigten sich und riefen: "Wir wollen dir's gedenken und dir's vergelten!"


Er mußte jetzt seine Beine gebrauchen, und als er lange Wege gegangen war, kam er in eine große Stadt. Da war großer Lärm und Gedränge in den Straßen und kam einer zu Pferde und machte bekannt: Die Königstochter suche einen Gemahl, wer sich aber um sie bewerben wolle, der müsse eine schwere Aufgabe vollbringen, und könne er es nicht glücklich ausführen, so habe er sein Leben verwirkt. Viele hatten es schon versucht, aber vergeblich ihr Leben daran gesetzt. Der Jüngling, als er die Königstochter sah, ward von ihrer großen Schönheit so verblendet, daß er alle Gefahr vergaß, vor den König trat und sich als Freier meldete.


Alsbald ward er hinaus ans Meer geführt und vor seinen Augen ein goldener Ring hineingeworfen. Dann hieß ihn der König diesen Ring aus dem Meeresgrund wieder hervorzuholen, und fügte hinzu: "Wenn du ohne ihn wieder in die Höhe kommst, so wirst du immer aufs neue hinabgestürzt, bis du in den Wellen umkommst." Alle bedauerten den schönen Jüngling und ließen ihn dann einsam am Meer zurück. Er stand am Ufer und überlegte, was er wohl tun sollte. Da sah er auf einmal drei Fische daherschwimmen, und es waren keine andern als jene, welchen er das Leben gerettet hatte. Der mittelste hielt eine Muschel im Munde, die er an den Strand zu den Füßen des Jünglings hinlegte, und als dieser sie aufhob und öffnete, so lag der Goldring darin. Voll Freude brachte er ihn dem Könige und erwartete, daß er ihm den verheißenen Lohn gewähren würde. Die stolze Königstochter aber, als sie vernahm, daß er ihr nicht ebenbürtig war, verschmähte ihn und verlangte, er sollte zuvor eine zweite Aufgabe lösen. Sie ging hinab in den Garten und streute selbst zehn Säcke voll Hirse ins Gras. "Die muß Er morgen, eh die Sonne hervorkommt, aufgelesen haben," sprach sie, "und es darf kein Körnchen fehlen." Der Jüngling setzte sich in den Garten und dachte nach, wie es möglich wäre, die Aufgabe zu lösen; aber er konnte nichts ersinnen, saß da ganz traurig und erwartete bei Anbruch des Morgens, zum Tode geführt zu werden. Als aber die ersten Sonnenstrahlen in den Garten fielen, so sah er die zehn Säcke alle wohlgefüllt nebeneinander stehen, und kein Körnchen fehlte darin. Der Ameisenkönig war mit seinen tausend und tausend Ameisen in der Nacht angekommen, und die dankbaren Tiere hatten die Hirse mit großer Emsigkeit gelesen und in die Säcke gesammelt. Die Königstochter kam selbst in den Garten herab und sah mit Verwunderung, daß der Jüngling vollbracht hatte, was ihm aufgegeben war. Aber sie konnte ihr stolzes Herz noch nicht bezwingen und sprach: "Hat er auch die beiden Aufgaben gelöst, so soll er doch nicht eher mein Gemahl werden, bis er mir einen Apfel vom Baume des Lebens gebracht hat." Der Jüngling wußte nicht, wo der Baum des Lebens stand. Er machte sich auf und wollte immer zugehen, solange ihn seine Beine trügen, aber er hatte keine Hoffnung, ihn zu finden. Als er schon durch drei Königreiche gewandert war und abends in einen Wald kam, setzte er sich unter einen Baum und wollte schlafen. Da hörte er in den Ästen ein Geräusch und ein goldener Apfel fiel in seine Hand. Zugleich flogen drei Raben zu ihm herab, setzten sich auf seine Knie und sagten: "Wir sind die drei jungen Raben, die du vom Hungertod errettet hast. Als wir groß geworden waren und hörten, daß du den goldenen Apfel suchtest, so sind wir über das Meer geflogen bis ans Ende der Welt, wo der Baum des Lebens steht, und haben dir den Apfel geholt." Voll Freude machte sich der Jüngling auf den Heimweg und brachte der schönen Königstochter den goldenen Apfel, der nun keine Ausrede mehr übrig blieb. Sie teilten den Apfel des Lebens und aßen ihn zusammen. Da ward ihr Herz mit Liebe zu ihm erfüllt, und sie erreichten in ungestörtem Glück ein hohes Alter.

.

.

.



Der Räuberbräutigam

Ο ληστής γαμπρος

Ein Märchen der Brüder Grimm

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c. n.couvelis


Μια φορά ήταν ένας μυλωνάς,που'χε μια όμορφη κορη,κι όταν αυτή μεγάλωσε,η επιθυμία του ήταν να την φροντισει και να την καλοπαντρεψει.

σκέφτηκε.Αν ένας ευκατάστατος μνηστήρας έρθει και τη ζητησει θα του τη δώσω.

Δεν πέρασε καιρός,ήρθε ένας μνηστήρας,που φαίνονταν πολύ πλούσιος να'ναι,κι επειδή ο μυλωνάς δεν ήξερε τιποτα εναντίον του,του υποσχέθηκε την κόρη του.

Όμως το κορίτσι δεν τον αγαπούσε,όπως μια νύφη τον 

γαμπρό της πρέπει ν'αγαπα,και καμία εμπιστοσύνη δεν είχε σ',αυτόν,οποτε τον κοιτούσε είτε τον σκέφτονταν αισθάνονταν έναν τρόμο στη καρδιά της.

Μια φορά αυτός της μίλησε.

Είσαι νύφη μου κι ακόμα δεν μ'εχεις επισκεφτεί.

Το κορίτσι απάντησε.Δεν ξέρω,που είναι το σπίτι σας.

Τότε μίλησε ο γαμπρός.Το σπίτι μου είναι πέρα στο σκοτεινό δάσος.

Αυτό έψαξε δικαιολογία πως δεν θα μπορούσε τον δρόμο μέσα εκει να βρει

Ο γαμπρός είπε.Την επόμενη Κυριακή πρέπει σε μένα να'ρθεις,έχω κιόλας τους καλεσμένους προσκαλέσει,και για να βρεις τον δρόμο μέσα στο δάσος,θα ριξω για σένα στάχτη.

Όταν η Κυριακή ήρθε και το κορίτσι έπρεπε το δρόμο να κάνει,είχε τόσο άγχος, πού δεν ήξερε γιατί,και για να μπορέσει να σημαδέψει το δρόμο,γεμισε τις δύο τσέπες μπιζέλια και φακές.

Στην είσοδο του δάσους ήταν πεταμενη στάχτη,την ακολούθησε,όμως με κάθε βήμα έριχνε αριστερά και δεξιά μερικά μπιζέλια στο χώμα.

Προχώρησε σχεδόν όλη τη μέρα,μέχρι που έφτασε στη μέση τους δάσους,όπου στο σκοτάδι ήταν,εκεί βρίσκονταν ένα μοναχικό σπίτι,που δεν της άρεσε,επειδή τόσο σκοτεινό και τρομερό φαίνονταν.

Μπήκε μέσα,όμως κανένας δεν ήταν εκεί,και επικρατούσε μεγάλη σιωπη.Ξαφνικα ακούστηκε μια φωνή.


'γυρνα πισω,γυρνα πισω,νυφουλα,

σ'ενός δολοφόνου το σπίτι εισαι'


Το κορίτσι κοίταξε κι ειδε,πως η φωνή απο'να πουλί ήρθε,που εκει στον τοίχο ενός αγρότη κάθονταν.Κι ακόμα μια φορά φώναξε.


'γυρνα πισω,γυρνα πισω,νυφουλα,

σ'ενός δολοφόνου το σπίτι εισαι'


Τότε η όμορφη νύφη πήγε απ'το'να δωμάτιο στ'αλλο και πέρασε όλο το σπίτι,όμως ήταν  παντου άδειο και καμία ανθρώπινη ψυχή δεν βρήκε.

Τελικά πήγε στο υπόγειο,εκεί κάθονταν μια πολύ γριά γυναίκα,που κουνουσε  το κεφάλι.

Θα μπορέσεις να μου πεις,μίλησε το κορίτσι,αν ο γαμπρός μου εδώ κατοικεί;

Αχ,φτωχό παιδί,απάντησε η γριά,που έχεις μπει!σ'ενα ταφο

δολοφόνων εισαι.Νομιζεις,πως μια νύφη θα'σαι,που σύντομα γάμο θα κανει,όμως το γάμο με τον θάνατο θα'χεις μαζί.

Βλέπεις,εκεί ένα μεγάλο καζανι με νερό πρέπει να βάλω εκεί,όταν στην εξουσία τους σ'εχουν,κι εσένα, αφού σε κομματιάσουν χωρίς έλεος,θα σε μαγειρέψουν και θα σε φάνε,επειδή είναι ανθρωποφάγοι.Αν δεν σε λυπηθώ και δεν σε σώσω,εισαι χαμενη.

Τότε η γριά την πήγε πίσω απο'να μεγάλο βαρέλι,που κανένας δεν μπορούσε να δει.

Μείνε ακίνητη όπως ένα ποντίκι,είπε,μήτε να κουνιέσαι μήτε να κινείσαι,αλλιώς είσαι τελειωμένη.Τη νύχτα,όταν οι ληστές θα κοιμούνται,θα φύγουμε,πολύ καιρό για μια τέτοια ευκαιρία έχω περιμένει.

Δεν πέρασε πολύ ώρα,και η αθεοφοβη συμμορία ήρθε στο σπίτι.Μαζι τους έφεραν μια νεαρή γυναικα σέρνοντας,ήταν πιωμενοι και δεν άκουγαν τις κραυγές και τα κλάματα της.Της εδωσαν κρασί να πιει,τρία γεμάτα ποτήρια,ένα ποτήρι ασπρο,ένα ποτήρι κόκκινο κι ένα

ποτήρι κίτρινο,απ'αυτο ταράχτηκε η καρδιά της.Κατοπιν της εσκισαν τα ωραία ρούχα,την ξάπλωσαν πάνω σ'ενα τραπέζι,έκοψαν τ'ομορφο κορμί της σε κομμάτια κι ερριξαν πάνω αλατι

Η φτωχη νύφη πίσω απ'το βαρέλι,ετρεμε και τρόμαζε,επειδή έβλεπε καθαρά,ποια μοίρα γι'αυτην οι ληστές είχαν ετοιμάσει.

Ένας απ' αυτούς παρατήρησε στο μικρό δάκτυλο της σκοτωμένης ένα χρυσό δακτυλιδι,κι όταν αυτό με την μια δεν τραβιόταν,πήρε ένα τσεκούρι κι έκοψε το δάκτυλο,

όμως το δάκτυλο πεταχτηκε ψηλα πάνω απ'το βαρέλι κι έπεσε ακριβώς στα γονατα της νύφης.

Ο ληστής πήρε ένας φως κι ήθελε να το ψάξει,αλλά δεν μπορούσε  να το βρει.

Τότε ένας άλλος μιλησε.Πισω απ'το μεγάλο βαρέλι κοίταξες;

Όμως η γριά φώναξε.Ελατε να φάτε,κι αφήστε το ψάξιμο για αύριο,το δάκτυλο δεν θα φύγει.

Τότε μίλησαν οι ληστές.Η γριά έχει δίκιο,παρατησαν το ψάξιμο,κάθισαν να φάνε,κι η γριά τους εσταξε ένα υπνωτικο στο κρασί, που σε λίγο ξάπλωσαν στο υπόγειο,κοιμηθηκαν και ροχαλιζαν.

Όταν η νύφη τ'ακουσε αυτό,από πίσω απ'το βαρέλι βγήκε,κι έπρεπε πάνω απ'τους κοιμισμένους να περάσει,που σε σειρά πάνω στο χώμα ήταν ξαπλωμένοι,κι είχε μεγάλο άγχος,μήπως κάποιον ξυπνούσε.

Όμως την βοήθησε ο θεός,που πέρασε μ'επιτυχια,η γριά ανέβηκε μαζί της,άνοιξε την πόρτα και βιάστηκαν,όσο γρήγορα μπορούσαν,να φύγουν μακριά απ'τον τάφο των δολοφόνων.

Η πεταμένη στάχτη είχε απ'τον ανεμο σκορπίσει,όμως τα μπιζέλια κι οι φακές είχαν φυτρωσει και βλαστήσει,κι έδειχναν στο φως του φεγγαριού το δρόμο.

Προχώρησαν όλη τη νύχτα,μέχρι που το πρωί στο μύλο έφτασαν.

Τότε το κορίτσι τα διηγήθηκε όλα στον πατέρα της,οπως είχαν συμβεί.

Όταν η μερα ήρθε,όπου ο γάμος έπρεπε να τελεστεί,εμφανίστηκε ο γαμπρός,ο μυλωνάς όμως είχε όλους τους συγγενείς και γνωστούς προσκαλέσει.

Όπως κάθονταν στο τραπέζι,σε καθέναν ζητήθηκε,κάτι να διηγηθεί.Η νύφη κάθονταν σιωπηλή και δεν έλεγε τίποτα.

Τότε μίλησε ο γαμπρός στη νύφη,λοιπόν,καρδιά μου,τίποτα δεν ξέρεις;διηγησου μας κάτι.

Αυτή απάντησε,ένα όνειρο θα διηγηθώ.Σ'ενα δάσος μέσα πήγαινα μόνη κι έφτασα στο τέλος σ'ενα σπίτι,που καμια ανθρώπινη ψυχή μέσα δεν ήταν,όμως πάνω στον τοίχο ενός αγροτη ήταν ένα πουλί ,

που φώναζε 


'γυρνα πισω, γυρνα πισω, νυφουλα

σ'ενος δολοφόνου το σπίτι εισαι'


Κι ακόμα μια φορά το φωναξε.Θησαρευ μου,αυτό μόνο τ'ονειρευτηκα.Τοτε πέρασα απ'ολα τα δωμάτια,κι όλα ηταν άδεια,κι ήταν τόσο φοβερά,στο τέλος κατέβηκα στο υπόγειο,εκεί μέσα κάθονταν μια πολύ γριά γυναίκα,που κουνούσε το κεφάλι.

Την ρώτησα,κατοικεί μέσα σ'αυτο το σπίτι ο γαμπρός μου;.

Αυτή απάντησε.Αχ,φτωχό παιδί,σ,'ενα τάφο δολοφόνων έχεις μπει,ο γαμπρός σου εδώ κατοικεί,όμως θα σε κομματιάσει και θα σε σκοτώσει,και μετά θα σε μαγειρέψει και θα σε φάει,Θησαρευ μου,αυτό μόνο τ'ονειρευτηκα.

Όμως η γριά γυναίκα μ'εκρυψε πίσω απο'να μεγάλο βαρέλι,και σε λίγη ώρα αφ'οτου κρύφτηκα,γύρισαν οι ληστές κι έσερναν μια νέα γυναίκα μαζί τους,σ'αυτη εδωσαν τριών λογιων κρασί να πιει,άσπρο,κόκκινο και κίτρινο,απ'αυτο ταράχτηκε η καρδιά της.Θησαρευ μου,αυτό μόνο τ'ονειρευτηκα 

Εκεί τότε της τράβηξαν τα ωραία ρούχα,της έκοψαν τ'ομορφο κορμί πάνω σ'ενα τραπέζι σε κομμάτια και ερριξαν πάνω αλατι.Θησαρευ μου,αυτό μόνο τ'ονειρευτηκα.

Κι ένας απ'τους ληστές είδε,πως στο χρυσό δακτυλο

ακόμα ένα δακτυλίδι ήταν περασμένο,κι επειδή ήταν δύσκολο να τραβηχτεί,πήρε ένα τσεκούρι και το'κοψε, όμως το δάκτυλο πεταχτηκεβψηλά και πεταχτηκε  πίσω από το μεγάλο βαρέλι κι έπεσε στα γονατα μου.

Και να εδώ είναι το δάκτυλο με το δακτυλιδι.

Μ'αυτα τα λόγια το'βγαλε έξω και το'δειξε στους παρευβρισκομενους.

Ο ληστής,που με τη διήγηση όλος άσπρος σαν κιμωλία έγινε,

πετάχτηκε πάνω και θέλησε να ξεφυγει,όμως οι καλεσμένοι τον κράτησαν σφιχτά και τον παρέδωσαν στο δικαστήριο.

Εκεί αυτός κι όλη του η σπειρα για τις αποτρόπαιες πράξεις τους δικαστηκε.

.

.

Der Räuberbräutigam

Ein Märchen der Brüder Grimm


Es war einmal ein Müller, der hatte eine schöne Tochter, und als sie herangewachsen war, so wünschte er, sie wäre versorgt und gut verheiratet: er dachte "kommt ein ordentlicher Freier und hält um sie an, so will ich sie ihm geben." Nicht lange, so kam ein Freier, der schien sehr reich zu sein, und da der Müller nichts an ihm auszusetzen wußte, so versprach er ihm seine Tochter.

 Das Mädchen aber hatte ihn nicht so recht lieb, wie eine Braut ihren Bräutigam lieb haben soll, und hatte kein Vertrauen zu ihm: sooft sie ihn ansah oder an ihn dachte, fühlte sie ein Grauen in ihrem Herzen. Einmal sprach er zu ihr "du bist meine Braut und besuchst mich nicht einmal." Das Mädchen antwortete "ich weiß nicht, wo Euer Haus ist." Da sprach der Bräutigam "mein Haus ist draußen im dunkeln Wald." Es suchte Ausreden und meinte, es könnte den Weg dahin nicht finden.


Der Bräutigam sagte "künftigen Sonntag mußt du hinaus zu mir kommen, ich habe die Gäste schon eingeladen, und damit du den Weg durch den Wald findest, so will ich dir Asche streuen." Als der Sonntag kam und das Mädchen sich auf den Weg machen sollte, ward ihm so angst, es wußte selbst nicht recht, warum, und damit es den Weg bezeichnen könnte, steckte es sich beide Taschen voll Erbsen und Linsen. An dem Eingang des Waldes war Asche gestreut, der ging es nach, warf aber bei jedem Schritt rechts und links ein paar Erbsen auf die Erde. Es ging fast den ganzen Tag, bis es mitten in den Wald kam, wo er am dunkelsten war, da stand ein einsames Haus, das gefiel ihm nicht, denn es sah so finster und unheimlich aus. Es trat hinein, aber es war niemand darin und herrschte die größte Stille. Plötzlich rief eine Stimme


"kehr um, kehr um, du junge Braut,

du bist in einem Mörderhaus."


Das Mädchen blickte auf und sah, daß die Stimme von einem Vogel kam, der da in einem Bauer an der Wand hing. Nochmals rief er


"kehr um, kehr um, du junge Braut,

du bist in einem Mörderhaus."


Da ging die schöne Braut weiter aus einer Stube in die andere und ging durch das ganze Haus, aber es war alles leer und keine Menschenseele zu finden. Endlich kam sie auch in den Keller, da saß eine steinalte Frau, die wackelte mit dem Kopfe. "Könnt Ihr mir nicht sagen," sprach das Mädchen, "ob mein Bräutigam hier wohnt?" - "Ach, du armes Kind," antwortete die Alte, "wo bist du hingeraten! du bist in einer Mördergrube. Du meinst, du wärst eine Braut, die bald Hochzeit macht, aber du wirst die Hochzeit mit dem Tode halten. Siehst du, da hab ich einen großen Kessel mit Wasser aufsetzen müssen, wenn sie dich in ihrer Gewalt haben, so zerhacken sie dich ohne Barmherzigkeit, kochen dich und essen dich, denn es sind Menschenfresser. Wenn ich nicht Mitleid mit dir habe und dich rette, so bist du verloren."


Darauf führte es die Alte hinter ein großes Faß, wo man es nicht sehen konnte. "Sei wie ein Mäuschen still," sagte sie, "rege dich nicht und bewege dich nicht, sonst ists um dich geschehen. Nachts, wenn die Räuber schlafen, wollen wir entfliehen, ich habe schon lange auf eine Gelegenheit gewartet." Kaum war das geschehen, so kam die gottlose Rotte nach Haus. Sie brachten eine andere Jungfrau mitgeschleppt, waren trunken und hörten nicht auf ihr Schreien und Jammern. Sie gaben ihr Wein zu trinken, drei Gläser voll, ein Glas weißen, ein Glas roten und ein Glas gelben, davon zersprang ihr das Herz. Darauf rissen sie ihr die feinen Kleider ab, legten sie auf einen Tisch, zerhackten ihren schönen Leib in Stücke und streuten Salz darüber. Die arme Braut hinter dem Faß zitterte und bebte, denn sie sah wohl, was für ein Schicksal ihr die Räuber zugedacht hatten. Einer von ihnen bemerkte an dem kleinen Finger der Gemordeten einen goldenen Ring, und als er sich nicht gleich abziehen ließ, so nahm er ein Beil und hackte den Finger ab: aber der Finger sprang in die Höhe über das Faß hinweg und fiel der Braut gerade in den Schoß. Der Räuber nahm ein Licht und wollte ihn suchen, konnte ihn aber nicht finden. Da sprach ein anderer "hast du auch schon hinter dem großen Fasse gesucht?" Aber die Alte rief "kommt und eßt, und laßt das Suchen bis morgen: der Finger läuft euch nicht fort."


Da sprachen die Räuber "die Alte hat recht," ließen vom Suchen ab, setzten sich zum Essen, und die Alte tröpfelte ihnen einen Schlaftrunk in den Wein, daß sie sich bald in den Keller hinlegten, schliefen und schnarchten. Als die Braut das hörte, kam sie hinter dem Faß hervor, und mußte über die Schlafenden wegschreiten, die da reihenweise auf der Erde lagen, und hatte große Angst, sie möchte einen aufwecken. Aber Gott half ihr, daß sie glücklich durchkam, die Alte stieg mit ihr hinauf, öffnete die Türe, und sie eilten, so schnell sie konnten, aus der Mördergrube fort. Die gestreute Asche hatte der Wind weggeweht, aber die Erbsen und Linsen hatten gekeimt und waren aufgegangen, und zeigten im Mondschein den Weg. Sie gingen die ganze Nacht, bis sie morgens in der Mühle ankamen. Da erzählte das Mädchen seinem Vater alles, wie es sich zugetragen hatte.


Als der Tag kam, wo die Hochzeit sollte gehalten werden, erschien der Bräutigam, der Müller aber hatte alle seine Verwandte und Bekannte einladen lassen. Wie sie bei Tische saßen, ward einem jeden aufgegeben, etwas zu erzählen. Die Braut saß still und redete nichts. Da sprach der Bräutigam zur Braut "nun, mein Herz, weißt du nichts? erzähl uns auch etwas." Sie antwortete "so will ich einen Traum erzählen. Ich ging allein durch einen Wald und kam endlich zu einem Haus, da war keine Menschenseele darin, aber an der Wand war ein Vogel in einem Bauer, der rief


"kehr um, kehr um, du junge Braut,

du bist in einem Mörderhaus."


Und rief es noch einmal. Mein Schatz, das träumte mir nur. Da ging ich durch alle Stuben, und alle waren leer, und es war so unheimlich darin; ich stieg endlich hinab in den Keller, da saß eine steinalte Frau darin, die wackelte mit dem Kopfe. Ich fragte sie "wohnt mein Bräutigam in diesem Haus?" Sie antwortete "ach, du armes Kind, du bist in eine Mördergrube geraten, dein Bräutigam wohnt hier, aber er will dich zerhacken und töten, und will dich dann kochen und essen." Mein Schatz, das träumte mir nur. Aber die alte Frau versteckte mich hinter ein großes Faß, und kaum war ich da verborgen, so kamen die Räuber heim und schleppten eine Jungfrau mit sich, der gaben sie dreierlei Wein zu trinken, weißen, roten und gelben, davon zersprang ihr das Herz. Mein Schatz, das träumte mir nur. Darauf zogen sie ihr die feinen Kleider ab, zerhackten ihren schönen Leib auf einem Tisch in Stücke und bestreuten ihn mit Salz. Mein Schatz, das träumte mir nur. Und einer von den Räubern sah, daß an dem Goldfinger noch ein Ring steckte, und weil er schwer abzuziehen war, so nahm er ein Beil und hieb ihn ab, aber der Finger sprang in die Höhe und sprang hinter das große Faß und fiel mir in den Schoß. Und da ist der Finger mit dem Ring." Bei diesen Worten zog sie ihn hervor und zeigte ihn den Anwesenden.


Der Räuber, der bei der Erzählung ganz kreideweiß geworden war, sprang auf und wollte entfliehen, aber die Gäste hielten ihn fest und überlieferten ihn den Gerichten. Da ward er und seine ganze Bande für ihre Schandtaten gerichtet.

.

.

.



Fitchers Vogel

Πουλί Φιτσερ

Ein Märchen der Brüder Grimm

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

- μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Μια φορά ήταν ένας μάγος που σε ζητιανο μεταμορφώνονταν κι άρπαζε τα όμορφα κορίτσια.

Κανένας δεν ήξερε που τα πήγαινε,αφού ποτέ δεν τα ξαναβλεπαν.

Κάποτε πέρασε έξω απ'τη πόρτα 

ενός ανθρώπου,που'χε τρια κορίτσια, είχε τη μορφή ζητιάνου και στον ώμο ένα σακί,δήθεν για να'βαζει αυτά που μάζευε.

Παρακάλεσε για λίγο φαι κι όταν η πιο μεγάλη βγήκε έξω  να του δώσει ένα κομμάτι ψωμι,την άρπαξε και την έχωσε στο σακί.

Κι έφυγε με γρήγορα βήματα και την πήγε σ'ενα σκοτεινό δάσος ,στη μέση του.

Μέσα στο σπίτι όλα έλαμπαν ,ότι ήθελε θα της το'δινε,και της είπε.

Θησαυρός μου,μαζί μου θα σ' αρέσει,επειδή όλα θα τα'χεις,ότι

η καρδιά σου θέλει 

Μετά από μερικές μέρες της ειπε.

Πρέπει να ταξιδεψω μακριά και για λίγο μόνη να σ' αφήσω,αυτά'ναι τα κλειδιά του σπιτιού,μπορείς παντού να πας κι όλα να τα δεις,μονάχα σε μια αίθουσα,κι αυτό το μικρό κλειδί την ανοίγει,στ'απαγορευω με τιμωρία τη ζωή σου.

Επίσης της έδωσε ένα αυγό και της είπε.

Τ'αυγο θέλω να το προσέχεις,πάντα να το'χεις μαζί σου,γιατί αν το χάσεις,μια μεγάλη δυστυχία θα πέσει.

Αυτή πήρε τα κλειδιά και τ'αυγο και υποσχέθηκε σ'ολα να υπακούσει.

Όταν εκεινος έφυγε μακριά,εκείνη περιπλανηθηκε στο σπίτι από κάτω μέχρι πάνω κι όλα τα'δε,τις αίθουσες να λάμπουν  απ'τ'ασημι και απ'το  χρυσό,

ποτέ μια τέτοια μεγάλη  πολυτέλεια δεν είχε δει 

Τελικά ήρθε μπροστά στην απαγορευμένη πόρτα,θέλησε να την προσπεράσει,όμως η περιέργεια δεν την άφησε σε ησυχία.Κοιταξε το κλειδί,σαν να'ταν άλλος,το βάλε μέσα και το'στριψε λίγο κι η πόρτα άνοιξε. Κι τι να δει εκεί μέσα,οταν μπήκε, μια μεγάλη λεκάνη γεμάτη αίματα ήταν στη μέση και μέσα κομματιασμένοι πεθαμένοι άνθρωποι,δίπλα ήταν

ένα ξύλινο κουτσουρο και πάνω ένα γιαλιστερο  τσεκούρι.

Τρόμαξε τόσο πουλί,που τ'αυγο που κρατούσε στο χέρι,έπεσε.

Το ξαναμαζεψε και το καθαρισε απ'το αιμα,έγινε όπως ήταν,αλλά

για λίγο,τα σημάδια απ'το αιμα δεν έφυγαν.

Μετά από λίγο γύρισε ο άντρας απ'το ταξίδι,και το πρωτο που ζήτησε,ήταν το κλειδί και τ'αυγο 

Αυτή του τα'δωσε,όμως ετρεμε,γιατί αυτός απ'τις κόκκινες κηλίδες κατάλαβε πως μπήκε στην αίθουσα του αίματος.

Παράκουσες τη θέληση μου στην καμάρα πηγες,της είπε,πάλι εκεί παρά τη θέληση σου  θα ξαναπας,Η ζωή σου τελείωσε.

Την πέταξε κάτω,την άρπαξε απ'τα μαλλιά,της έβαλε το λαιμό πάνω στο κουτσουρο και την έκοψε κομμάτια,το κόκκινο αίμα 

έτρεχε στο πάτωμα,Ύστερα την ερριξε με τους υπόλοιπους στη λεκάνη.

Τώρα θέλω τη δεύτερη να πάρω,είπε ο μάγος,και ξαναπήγε με τη μορφη του ζητιάνου στο σπίτι μπροστά και ζητιανευε.

Όταν η δεύτερη του'φερε ένα κομμάτι ψωμί την άρπαξε όπως 

την πρώτη και την έφερε μακριά 

Αυτή δεν πέρασε καλύτερα απ'την αδερφή της,απ'την περιέργεια της άνοιξε την καμάρα του αιματος και με την επιστροφή του πλήρωσε με τη ζωή της.

Τώρα αυτός πήγε και πήρε την τρίτη.Ομως αυτή ήταν εξυπνη και προσεκτικη.Οταν τα κλειδιά και τ'αυγο της έδωσε και πήγε για ταξίδι, πρώτον φύλαξε τ'αυγο,μετά είδε το σπίτι και στο τέλος μπήκε στην απαγορευμένη καμάρα.

Και τι να δει!τις δύο αγαπημένες της αδερφες,ανελέητα σκοτωμένες,μέσα στη λεκάνη.

Έψαξε τα μέλη τους και τα'βαλε

όπως πρεπει μαζί,κεφάλι,κορμί,χέρια και πόδια.Κι όταν τίποτα δεν έλειπε,άρχισαν τα μέλη να κινουνται,και τα δυο κορίτσια άνοιξαν τα μάτια κι ήταν πάλι ζωντανές.Ποσο χάρηκαν και φιλουσε η μια την άλλη!

Μετά τις έβγαλε και τις δυο εξω και τις έκρυψε.

Ο άντρας κατά την επάνοδο του ζήτησε τα κλειδιά και τ'αυγο κι όταν δεν μπόρεσε να δει κανένα ίχνος από αίμα πάνω,είπε.

Πέρασες τη δοκιμασία,πρέπει γυναίκα μου να γίνεις.

Όμως αυτός τωρα δεν είχε καμία δύναμη πάνω της κι έπρεπε να κάνει ότι θα του ζητούσε.

Πολύ καλά,απάντησε αυτή,πρέπει πριν ένα καλάθι γεμάτο χρυσο στον πατέρα μου και στη μάνα μου να πας κι ο ίδιος πάνω στην πλάτη σου να το κουβαλήσεις,γιατί εγώ εδώ το γάμο θα ετοιμάσω.

Μετά πήγε στο καμαράκι της,που'χε κρύψει τις αδερφές της.

Τώρα,τις είπε,ήρθε η στιγμή,που μπορώ να σας σώσω,ο κακούργος ο ίδιος θα σας ξαναπάει στο σπίτι,όμως μόλις στο σπίτι είστε,βοήθεια να μου δωστε

 Κατόπιν έβαλε και τις δυο σ'ενα καλάθι και το σκέπασε μέχρι πάνω με χρυσό,που τίποτα να μην φαίνεται και φώναξε τον μάγο να'ρθει μέσα και του'πε.

Τώρα κουβαλα το καλάθι,όμως να μην σταματήσεις στο δρόμο και να ξεκουραστείς,απ'το μικρό παραθυράκι θα κοιταζω και θα προσεχω.

Ο μάγος φορτώθηκε το καλάθι στη πλάτη του κι έφυγε,όμως ήταν τόσο βαρύ,που ο ιδρώτας έτρεχε στο πρόσωπο του και φοβόνταν πως θα πεθάνει.

Τότε κάθισε κάτω κι ηθελε λίγο να ξεκουραστεί,όμως αμέσως φώναξε η μια μέσα απ'το καλάθι .

Σε βλέπω απ'το παραθυράκι μου,πως ξεκουράζεσαι,σήκω και τράβα.

Αυτός νομισε,πως η νύφη του φώναξε και ξεκίνησε πάλι.

Ακόμα μια φορά θέλησε να καθήσει,όμως ξαναφωναξαν.

Σε βλέπω απ'το παραθυράκι μου,πως ξεκουράζεσαι,σήκω και τράβα.

Και μετα όταν σταματούσε,του

φώναζαν,και ξεκινούσε,και τελικά ξεπνοος το καλάθι με οτο χρυσο και τα δυο κορίτσια 

στο σπίτι των γονέων τους έφερε.

Στο σπίτι λοιπόν η νύφη ετοίμαζε τη γιορτη του γάμου.

Πήρε ένα κεφάλι πεθαμένου με 

δόντια που χαμογελούσαν και του'βαλε ένα κόσμημα και το' φερε ψηλά μπροστά στ'σνοιγμα της σοφιτας  και τ'αφησε από κει προς τα έξω να κοιτάζει.

Τότε προσκαλεσε τους φίλους του μάγου στη γιορτή,κι όταν αυτό εγινε,μπήκε σ'ενα βαρέλι με μέλι,έπειτα κόλλησε φτερα κι εμοιαζε  με παράξενο πουλί και κανένας άνθρωπος δεν μπουρουσε να την αναγνωρισει.

Έτσι βγήκε απ'το σπίτι έξω,και στο δρόμο συνάντησε μια ομάδα 

απ'τους καλεσμένους του γάμου,που ρωτησαν.


πουλί φιτσερ από που ερχεσαι;

ερχομαι απ'το φιτζ-φιτσερ σπίτι

και τι κάνει εκει η νυφουλα;

το σπίτι έχει σκουπίσει από κάτω μεχρι πάνω 

κι απ'τ'ανοιγμα της σοφίτας έξω κοιτάζει.


Τελικά συνάντησε τον γαμπρό,που ξεθεωμενος γύριζε.Κι αυτός ρώτησε όπως οι άλλοι.


πουλί φιτσερ από που ερχεσαι;

έρχομαι απ'το φιτζ-φιτσερ σπίτι

και τι κάνει εκει η νυφουλα;

το σπίτι έχει σκουπίσει από κάτω κιμεχρι πάνω 

κι απ'τ'ανοιγμα της σοφίτας έξω κοιτάζει.


Ο γαμπρός κοίταξε πάνω κι είδε το καθαρισμένο κεφάλι του πεθαμένου,του φάνηκε,πως της νύφης του ήταν,και της εγνεψε και την χαιρέτησε φιλικά.

Όμως καθώς αυτός κι οι καλεσμένοι του μπήκαν μέσα στο σπίτι,τότε ήρθε κι η βοήθεια απ'τις αδερφές.

Έκλεισαν όλες τις πόρτες του σπιτιού,για να μην μπορέσει κανένας να ξεφύγει  κι εβαλαν φωτιά,για να καει ο μάγος μαζί με τους κακοποιούς του.

.

.

Fitchers Vogel

Ein Märchen der Brüder Grimm

Κι

Es war einmal ein Hexenmeister, der nahm die Gestalt eines armen Mannes an, ging vor die Häuser und bettelte und fing die schönen Mädchen. Kein Mensch wußte, wo er sie hinbrachte, denn sie kamen nie wieder zum Vorschein. Nun trat er auch einmal vor die Thüre eines Mannes, der drei schöne Töchter hatte, sah aus wie ein armer schwacher Bettler und trug eine Kötze auf dem Rücken, als wollte er milde Gaben darin sammeln. Er bat um ein bischen Essen, und als die älteste herauskam und ihm ein Stück Brot reichen wollte, rührte er sie nur an, und sie mußte in seine Kötze springen. Darauf eilte er mit starken Schritten fort und trug sie in einen finstern Wald zu seinem Haus, das mitten darin stand. In dem Haus war alles prächtig: er gab ihr, was sie nur wünschte und sprach: "Mein Schatz, es wird dir wohl gefallen bei mir, denn du hast alles, was dein Herz begehrt." Das dauerte ein paar Tage, da sagte er: "Ich muß fortreisen und dich eine kurze Zeit allein lassen, da sind die Hausschlüssel: du kannst überall hingehen und alles betrachten, nur nicht in eine Stube, die dieser kleine Schlüssel da aufschließt, das verbiet ich dir bei Lebensstrafe." Auch gab er ihr ein Ei und sprach: "Das Ei verwahre mir sorgfältig und trag es lieber beständig bei dir, denn gienge es verloren, so würde ein großes Unglück daraus entstehen." Sie nahm die Schlüssel und das Ei, und versprach alles wohl auszurichten. Als er fort war, gieng sie in dem Haus herum von unten bis oben und besah alles: die Stuben glänzten von Silber und Gold und sie meinte, sie hätte nie so große Pracht gesehen. Endlich kam sie auch zu der verbotenen Thür, sie wollte vorüber gehen, aber die Neugierde ließ ihr keine Ruhe. Sie besah den Schlüssel, er sah aus wie ein anderer, sie steckte ihn ein und drehte ein wenig, da sprang die Thür auf. Aber was erblickte sie, als sie hinein trat: ein großes blutiges Becken stand in der Mitte, und darin lagen todte zerhauene Menschen: daneben stand ein Holzblock und ein blinkendes Beil lag darauf. Sie erschrak so sehr, daß das Ei, das sie in der Hand hielt, hineinplumpte. Sie holte es wieder heraus und wischte das Blut ab, aber vergeblich, es kam den Augenblick wieder zum Vorschein, sie wischte und schabte, aber sie konnte es nicht herunterkriegen.


Nicht lange, so kam der Mann von der Reise zurück, und das erste, was er forderte, war der Schlüssel und das Ei. Sie reichte es ihm hin, aber sie zitterte dabei, und er sah gleich an den rothen Flecken, daß sie in der Blutkammer gewesen war. "Bist du gegen meinen Willen in die Kammer gegangen," sprach er, "so sollst du jetzt gegen deinen Willen wieder hinein. Dein Leben ist zu Ende." Er warf sie nieder, schleifte sie an den Haaren hin, schlug ihr das Haupt auf dem Block ab und zerhackte sie, daß ihr rothes Blut auf dem Boden dahin floß. Dann warf er sie zu den übrigen ins Becken.


"Jetzt will ich mir die zweite holen," sprach der Hexenmeister, gieng wieder in Gestalt eines armen Mannes vor das Haus und bettelte. Da brachte ihm die zweite ein Stück Brot, und er fieng sie wie die erste durch ein bloßes Anrühren und trug sie fort. Es ergieng ihr nicht besser als ihrer Schwester, sie ließ sich von ihrer Neugierde verleiten, öffnete die Blutkammer und mußte es bei seiner Rückkehr mit dem Leben büßen. Er gieng nun und holte die dritte. Die aber war klug und listig. Als er ihr Schlüssel und Ei gegeben hatte und fortgereist war, verwahrte sie das Ei erst sorgfältig, dann besah sie das Haus und gieng zuletzt in die verbotene Kammer. Ach, was erblickte sie! ihre beiden lieben Schwestern lagen, jämmerlich ermordet, in dem Becken. Aber sie hub an und suchte die Glieder zusammen und legte sie zurecht, Kopf, Leib, Arm und Beine. Und als nichts mehr fehlte, da fiengen die Glieder an sich zu regen und schlossen sich aneinander: und beide Mädchen öffneten die Augen und waren wieder lebendig. Wie freueten sie sich, küßten und herzten einander! Dann führte sie die beiden heraus und versteckte sie. Der Mann forderte bei seiner Ankunft Schlüssel und Ei und als er keine Spur von Blut daran entdecken konnte, sprach er: "Du hast die Probe bestanden, du sollst meine Braut sein." Er hatte aber jetzt keine Macht mehr über sie und mußte thun, was sie verlangte. "Wohlan," antwortete sie, "du sollst vorher einen Korb voll Gold meinem Vater und meiner Mutter bringen und selbst auf deinem Rücken hintragen, dieweil will ich die Hochzeit hier bestellen." Darauf gieng sie in ihr Kämmerlein, wo sie ihre Schwestern versteckt hatte. "Jetzt," sprach sie, "ist der Augenblick gekommen, wo ich euch retten kann, der Bösewicht soll euch selbst wieder heimtragen: aber sobald ihr zu Hause seid, laßt mir Hilfe zukommen." Dann setzte sie beide in einen Korb und deckte sie mit Gold ganz zu, daß nichts von ihnen zu sehen war, und rief den Hexenmeister herein und sprach: "Nun trag den Korb fort, aber daß du mir unterwegs nicht stehen bleibst und ruhest, ich schaue durch mein Fensterlein und habe acht."


Der Hexenmeister hob den Korb auf seinen Rücken und gieng damit fort, er ward ihm aber so schwer, daß ihm der Schweiß über das Angesicht lief und er fürchtete todtgedrückt zu werden. Da setzte er sich nieder und wollte ein wenig ruhen, aber gleich rief eine im Korbe: "Ich schaue durch mein Fensterlein und sehe, daß du ruhst, willst du weiter." Er meinte, die Braut rief ihm das zu und machte sich wieder auf. Nochmals wollte er sich setzen, da rief es abermals "ich schaue durch mein Fensterlein und sehe, daß du ruhst, willst du gleich weiter." Und so oft er stillstand, rief es, und da mußte er fort, bis er endlich ganz außer Athem den Korb mit dem Gold und den beiden Mädchen in ihrer Eltern Haus brachte.


Daheim aber ordnete die Braut das Hochzeitsfest an. Sie nahm einen Todtenkopf mit grinsenden Zähnen und setzte ihm einen Schmuck auf und trug ihn oben vors Bodenloch und ließ ihn da herausschauen. Dann ladete sie die Freunde des Hexenmeisters zum Fest ein, und wie das geschehen war, steckte sie sich in ein Faß mit Honig, schnitt das Bett auf und wälzte sich darin, daß sie aussah wie ein wunderlicher Vogel und kein Mensch sie erkennen konnte. Da gieng sie zum Haus hinaus, und unterwegs begegnete ihr ein Theil der Hochzeitsgäste, die fragten:

"Du Fitchers Vogel, wo kommst du her?"

"Ich komme von Fitze Fitchers Hause her."

"Was macht denn da die junge Braut?"

"Hat gekehrt von unten bis oben das Haus

und guckt zum Bodenloch heraus."

Endlich begegnete ihr der Bräutigam, der langsam zurückwanderte. Er fragte wie die andern:

"Du Fitchers Vogel, wo kommst du her?"

"Ich komme von Fitze Fitchers Hause her."

"Was macht denn da meine junge Braut?"

"Hat gekehrt von unten bis oben das Haus

und guckt zum Bodenloch heraus."

Der Bräutigam schaute hinauf und sah den geputzten Todtenkopf: da meinte er, es wäre seine Braut und nickte ihr zu und grüßte sie freundlich. Wie er aber sammt seinen Gästen ins Haus gegangen war, da kam die Hilfe von den Schwestern an. Sie schlossen alle Thüren des Hauses zu, daß niemand entfliehen konnte, und steckten es an, daß der Hexenmeister mitsamt seinem Gesindel verbrannte.

.

.

.

 



Jorinde und Joringel

Τζοριντα και Τζορινγκελ 

Ein Märchen der Brüder Grimm

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Μια φορά ήταν ένας παλιός πυργος στη μέση ενός μεγάλου και πυκνού δάσους,εκεί μέσα κατοικούσε μια γριά γυναίκα μοναχή,που ήταν μεγάλη μάγισσα.

Τη μέρα ήταν γάτα η' νυχτικουκουβαγια και το βράδυ επερνε τη μορφή κανονικού ανθρώπου.

Αυτή τ'αγρια ζώα και τα πουλιά έπιανε και μετά αφού τα'σφαζε τα μαγείρευε και τα'ψηνε.

Όταν κάποιος σε εκατό βήματα απ'τον πυργο πλησίαζε εμενε ακινητος και δεν μπορούσε απ'τη θέση του να μετακινηθεί,μέχρι αυτή να τον απελευθερωσει,αλλ'ομως.αν μια αγνή νεαρή κοπελα σ'αυτον τον κύκλο πλησίαζε,την μεταμόρφωνε σ'ενα πουλί και την έκλεινε σ'ενα κλουβι και μετέφερνε το κλουβί σε μια καμάρα του πυργου.Είχε εφτά χίλιες τέτοια κλουβιά με τόσο σπάνια πουλιά μέσα στον πύργο.

Τότε ζούσε μια νεαρή κοπελα,που ονομάζονταν Τζοριντα,κι ήταν η ομορφότερη απ'τ'αλλα κοριτσια.

Αυτή λοιπόν κι ένας όμορφος νεαρός με τ'ονομα Τζορινγκελ ήταν λογοδοσμενοι.Βρισκονταν στις μέρες του αρραβώνα,κι είχαν μεγάλη ευτυχια.

Ήθελαν τα δυο τους να μιλήσουν και πήγαν στο δάσος να περπατησουν.

Πρόσεξε,είπε ο Τζορινγκελ,να μην πλησιάσεις στον πύργο.

Ήταν ένα όμορφο απόγευμα,ο ήλιος φαίνονταν φωτεινός ανάμεσα απ'τα κλαριά των δέντρων στο σκοτεινο πράσινο του δάσους,και τα τρυγόνια τραγουδούσαν λυπημένα.

Την  Τζοριντα την έπιασαν τα κλάματα κι ο Τζορινγκελ έκλαιγε.

Ένιωθαν αναστατωση,σαν να ήταν να πεθάνουν.

Κοιτάνε γύρω τους,είχαν χαθεί,δεν ήξεραν πως να γυρίσουν σπίτι.

Ακόμα ο μισος ήλιος ήταν πανω απ'το βουνό κι ο μισος κάτω.

Ο Τζορινγκελ μέσα απ'τους θάμνους είδε τον αρχαίο τοίχο του πυργου κοντά,τρόμαξε και 

ένιωσε να πεθαινει.

Η Τζοριντα τραγουδούσε.


το πουλάκι μου με το κόκκινο δακτυλιδακι

τραγουδά λυπημένα,λυπημένα,λυπημενα

τραγουδά στο περιστερακι τον θάνατο του

τραγουδάει λυπημένα 

λι τι τα τι τα


Ο Τζορινγκελ κοίταξε για την Τζοριντα.

Η Τζοριντα ήταν μεταμορφωμένη σ'ενα αηδόνι,που τραγουδούσε τι τα τι τα.

Μια νυχτοκουκουβαγια με γυαλιστερά μάτια πέταξε τρεις φορές εκεί γύρω και εκραζε τρεις φορές βαου βαου κουβαου.

Αυτός στέκονταν όπως μια πέτρα,δεν μπορούσε ούτε να κλάψει,ούτε να μιλήσει,ουτε χέρια ούτε πόδια να κουνησει.

Τώρα ο ήλιος έδυσε,η κουκουβαγια πέταξε μέσα σ'ενα θάμνο κι αμέσως βγήκε μια καμπούρα γριά εξω,κιτρινιαρα και σκελετός,με μεγάλα κόκκινα μάτια,γαμψή μύτη,που μέχρι την άκρη του σαγονιού έφτανε.

Αυτή μουρμουρισε κι άρπαξε τ'αηδονι και το πήρε μακριά στα χέρια.

Ο Τζορινγκελ δεν μπορούσε τίποτα να πει,ούτε απ'τη θέση του να κουνηθεί,τ'αηδονι ήταν  μακρια.

Τελικά ξανα'ρθε η γυναίκα κι είπε με φωνή που ίσα ακουγονταν.

Να λυθούν τα μάγια.

Κι ο Τζορινγκελ λύθηκε.Επεσε στα γόνατα της γυναίκας και την  παρακάλεσε,να του ξαναδώσει την Τζοριντα του,όμως αυτή του'πε πως ποτέ δεν θα την ξαναδεί κι έφυγε μακριά.

Αυτός ουρλιαξε,έκλαψε,όμως όλα ανώφελα.

Κί ο Τζορινγκελ έφυγε μακριά κι έφτασε τελικά σ'ενα ξένο χωριό,όπου φύλαγε πρόβατα γι'αρκετο καιρό .

Συχνά περιπλανιόταν γύρω απ'τον πύργο,όμως δεν πλησίαζε 

Τελικά μια φορά ονειρεύτηκε τη νύχτα πως βρήκε ένα κόκκινο  σαν το αίμα λουλούδι,που στη μέση ήταν ένα όμορφο μαργαριτάρι.

Έκοψε το λουλούδι και πήγε στον πύργο,κι ότι μ'αυτο άγγιζε,λύνονταν τα μάγια,επισης ονειρεύτηκε πως έτσι ξαναβρήκε την Τζοριντα του.

Το πρωί,που ξύπνησε,άρχισε στα βουνά και στα λαγκάδια να ψάχνει,τέτοιο λουλούδι να βρει,έψαξε μέχρι που  την ένατη μερα βρήκε το κόκκινο σαν το αίμα λουλούδι νωρίς το πρωι.Στο μέση ήταν μια μεγάλη σταλαγματια,τόσο μεγάλη όπως το όμορφο μαργαριτάρι.

Αυτό το λουλούδι το μετέφερε μέρα και και νύχτα στον πύργο.

Όταν έφτασε εκατό βήματα κοντά στον πύργο,δεν έμεινε ακίνητος,αλλά έφτασε μέχρι τη πόρτα.Ο Τζορινγκελ χάρηκε πολύ,άγγιξε τη πόρτα με το λουλούδι κι αυτή άνοιξε.Μπηκε μέσα,μέσα στην αυλή άκουσε τα πολλά πουλιά.Προχωρησε και βρήκε τη  σάλα,εκεί ήταν η μάγισσα και τάιζε τα πουλιά στα εφτά χιλιάδες κλουβιά.

Μόλις είδε τον Τζορινγκελ,κακιωσε,κακιωσε πολύ,τον εφτυσε χολή και φαρμάκι,αλλά δεν μπορούσε ούτε δύο βήματα να τον πλησιάσει.

Δεν έστρεψε σ'αυτη και πήγε να δει τα κλουβιά με τα πουλιά,επειδή ήταν πολλές εκατοντάδες αηδόνια,πως τώρα να ξαναβρεί την Τζοριντα του;

Ενώ αυτός κοίταζε,βλέπει την γριά κρυφά ένα κλουβί μ'ενα πουλί να αρπάζει και προς τη πόρτα να πηγαίνει.Αναπηδα γρήγορα κι αγγίζει το κλουβακι με το λουλούδι κι επισης τη γριά γυναίκα,-που τώρα τίποτα πια δεν μπορούσε να μαγέψει,κι η Τζοριντα ήταν εκεί,τον είχε απ'το λαιμό αγκαλιάσει,τόσο όμορφη όπως πάντα ήταν.

Τότε αυτός έκανε όλα τ'αλλα πουλιά παλι νεαρές κοπέλες και πήγε με την Τζοριντα του στο σπίτι κι έζησαν πολλά χρόνια μαζί ευτυχισμένοι.

.

.

Jorinde und Joringel

Ein Märchen der Brüder Grimm


Es war einmal ein altes Schloß mitten in einem großen dicken Wald, darinnen wohnte eine alte Frau ganz allein, das war eine Erzzauberin. Am Tage machte sie sich zur Katze oder zur Nachteule, des Abends aber wurde sie wieder ordentlich wie ein Mensch gestaltet. Sie konnte das Wild und die Vögel herbeilocken, und dann schlachtete sie, kochte und briet es. Wenn jemand auf hundert Schritte dem Schloß nahe kam, so mußte er stillestehen und konnte sich nicht von der Stelle bewegen, bis sie ihn lossprach; wenn aber eine keusche Jungfrau in diesen Kreis kam, so verwandelte sie dieselbe in einen Vogel und sperrte sie dann in einen Korb ein und trug den Korb in eine Kammer des Schlosses. Sie hatte wohl siebentausend solcher Körbe mit so raren Vögeln im Schlosse.


Nun war einmal eine Jungfrau, die hieß Jorinde; sie war schöner als alle andere Mädchen. Die und dann ein gar schöner Jüngling namens Joringel hatten sich zusammen versprochen. Sie waren in den Brauttagen, und sie hatten ihr größtes Vergnügen eins am andern. Damit sie nun einsmalen vertraut zusammen reden könnten, gingen sie in den Wald spazieren. "Hüte dich," sagte Joringel, "daß du nicht so nahe ans Schloß kommst." Es war ein schöner Abend, die Sonne schien zwischen den Stämmen der Bäume hell ins dunkle Grün des Waldes, und die Turteltaube sang kläglich auf den alten Maibuchen.


Jorinde weinte zuweilen, setzte sich hin im Sonnenschein und klagte: Joringel klagte auch. Sie waren so bestürzt, als wenn sie hätten sterben sollen; sie sahen sich um, waren irre und wußten nicht, wohin sie nach Hause gehen sollten. Noch halb stand die Sonne über dem Berg, und halb war sie unter. Joringel sah durchs Gebüsch und sah die alte Mauer des Schlosses nah bei sich; er erschrak und wurde todbang. Jorinde sang:

"Mein Vöglein mit dem Ringlein rot

singt Leide, Leide, Leide:

es singt dem Täubelein seinen Tod,

singt Leide, Lei - zicküth, zicküth, zicküth."

Joringel sah nach Jorinde. Jorinde war in eine Nachtigall verwandelt, die sang zicküth, zicküth. Eine Nachteule mit glühenden Augen flog dreimal um sie herum und schrie dreimal schu, hu, hu, hu. Joringel konnte sich nicht regen. Er stand da wie ein Stein, konnte nicht weinen, nicht reden, nicht Hand noch Fuß regen. Nun war die Sonne unter; die Eule flog in einen Strauch, und gleich darauf kam eine alte krumme Frau aus diesem hervor, gelb und mager: große rote Augen, krumme Nase, die mit der Spitze ans Kinn reichte. Sie murmelte, fing die Nachtigall und trug sie auf der Hand fort. Joringel konnte nichts sagen, nicht von der Stelle kommen; die Nachtigall war fort. Endlich kam das Weib wieder und sagte mit dumpfer Stimme: "Grüß dich, Zachiel, wenn's Möndel ins Körbel scheint, bind lose Zachiel, zu guter Stund." Da wurde Joringel los. Er fiel vor dem Weib auf die Knie und bat, sie möchte ihm seine Jorinde wiedergeben, aber sie sagte, er sollte sie nie wiederhaben, und ging fort. Er rief, er weinte, er jammerte, aber alles umsonst. "Uu, was soll mir geschehen?" Joringel ging fort und kam endlich in ein fremdes Dorf; da hütete er die Schafe lange Zeit. Oft ging er rund um das Schloß herum, aber nicht zu nahe dabei. Endlich träumte er einmal des Nachts, er fände eine blutrote Blume, in deren Mitte eine schöne große Perle war. Die Blume brach er ab, ging damit zum Schlosse: alles, was er mit der Blume berührte, ward von der Zauberei frei; auch träumte er, er hätte seine Jorinde dadurch wiederbekommen. Des Morgens, als er erwachte, fing er an, durch Berg und Tal zu suchen, ob er eine solche Blume fände; er suchte bis an den neunten Tag, da fand er die blutrote Blume am Morgen früh. In der Mitte war ein großer Tautropfe, so groß wie die schönste Perle. Diese Blume trug er Tag und Nacht bis zum Schloß. Wie er auf hundert Schritt nahe bis zum Schloß kam, da ward er nicht fest, sondern ging fort bis ans Tor. Joringel freute sich hoch, berührte die Pforte mit der Blume, und sie sprang auf. Er ging hinein, durch den Hof, horchte, wo er die vielen Vögel vernähme; endlich hörte er's. Er ging und fand den Saal, darauf war die Zauberin und fütterte die Vögel in den siebentausend Körben. Wie sie den Joringel sah, ward sie bös, sehr bös, schalt, spie Gift und Galle gegen ihn aus, aber sie konnte auf zwei Schritte nicht an ihn kommen. Er kehrte sich nicht an sie und ging, besah die Körbe mit den Vögeln; da waren aber viele hundert Nachtigallen, wie sollte er nun seine Jorinde wiederfinden? Indem er so zusah, [merkte er,] daß die Alte heimlich ein Körbchen mit einem Vogel wegnahm und damit nach der Türe ging. Flugs sprang er hinzu, berührte das Körbchen mit der Blume und auch das alte Weib - nun konnte sie nichts mehr zaubern, und Jorinde stand da, hatte ihn um den Hals gefaßt, so schön, wie sie ehemals war. Da machte er auch alle die andern Vögel wieder zu Jungfrauen, und da ging er mit seiner Jorinde nach Hause, und sie lebten lange vergnügt zusammen

.

.

.



Παρθένιος Νικαευς,Περί Ερωτικων Παθηματων

-27.Περι Αλκινοης

-μεταφραση  κι ένα Παραμύθι 'Η Τιμωρία' χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


27. Περὶ Ἀλκινόης

( Ιστορεί η Μοιρώ στις Αραις)

[27.1]Λένε και η Αλκινοη,του Πολυβου του Κορινθιου η κόρη,γυναίκα του Αμφιλοχου του Δρυαντα,από την οργή της Αθήνας τρελάθηκε με έναν ξένο από την Σάμο,με το όνομα Ξανθος [27.2]γιατί πήρε με μισθό  μια υφάντρα γυναίκα την Νικανδρη κι αφού εργάστηκε ένα χρόνο ύστερα από το σπίτι έδιωξε,χωρίς ολόκληρο το μισθό να δωσει.αυτη την καταραστηκε στην Αθήνα να την τιμωρήσει για την άδικη

κατακράτηση.ετσι σε τέτοια κατάσταση ήρθε ώστε παράτησε και το σπίτι και τα παιδιά που είχε γεννήσει,κι έφυγε με πλοίο  μαζί με τον Ξανθο.[27.3] στη μέση της θάλασσας κατάλαβε τι έγινε,κι αμέσως πολλα δάκρυα έχυσε και φώναζε ποτε τον άντρα και τα παιδιά.στο τέλος αν κι ο Ξανθος πολλά έλεγε να την παρηγορήσει και την διαβεβαίωνε γυναίκα πως θα πάρει,δεν πείστηκε και ρίχτηκε στη θάλασσα να πνιγει

.

.

Κι ένα  Παραμυθι 'Η Τιμωρια'


Μια φορά κι ένα καιρό ήταν μια πλούσια κυρά,πολύ όμορφη όμως σκληρή κι εγωιστρια,και πήρε μια φτωχή υφάντρα στο σπίτι να υφαίνει και την  εβανε να ύφαινει όλη μέρα χωρίς ξεκουραση κι όταν πέρασε ένας χρόνος που την δουλευε  την έδιωξε απ'το σπίτι και της κράτησε το μισθό,κι η φτωχη εργάτρια στεναχωρήθηκε πολύ και την καταραστηκε να τιμωρηθεί η πλούσια γυναικα για την αδικία,και δεν πέρασε καιρός κι ήρθε στο σπίτι της  ξένος επισκέπτης,νεαρός κι όμορφος κι εκείνη ξετρελλαθηκε μαζί του κι έχασε το μυαλό της,και παράτησε σπίτι κι άντρα και παιδιά κι έφυγε μαζί του με καράβι να περάσουν τη θάλασσα να πάει στον τόπο του,κι εκεί στη μέση της θάλασσας κατάλαβε το  σφάλμα και την μεγάλη  αμαρτία της,την έπιασε απελπισία κι έκλαιγε πολύ κι ησυχια δεν είχε,ο νεαρός άντρας της έλεγε λόγια να την παρηγορήσει και πως γυναίκα

του θα κάνει,όμως χωρίς αποτέλεσμα,στο τέλος η γυναίκα

ρίχτηκε στη θάλασσα και πνιγηκε

.

.

27. Περὶ Ἀλκινόης

(Ἱστορεῖ Μοιρὼ ἐν ταῖς Ἀραῖς)

[27.1] Ἔχει δὲ λόγος καὶ Ἀλκινόην, τὴν Πολύβου μὲν τοῦ Κορινθίου θυγατέρα, γυναῖκα δὲ Ἀμφιλόχου τοῦ Δρύαντος, κατὰ μῆνιν Ἀθηνᾶς ἐπιμανῆναι ξένῳ Σαμίῳ· Ξάνθος αὐτῷ ὄνομα. [27.2] ἐπὶ μισθῷ γὰρ αὐτὴν ἀγαγομένην χερνῆτιν γυναῖκα Νικάνδρην καὶ ἐργασαμένην ἐνιαυτὸν ὕστερον ἐκ τῶν οἰκίων ἐλάσαι, μὴ ἐντελῆ τὸν μισθὸν ἀποδοῦσαν· τὴν δὲ ἀράσασθαι πολλὰ Ἀθηνᾷ τίσασθαι αὐτὴν ἀντ᾿ ἀδίκου στερήσεως· ὅθεν εἰς τοσοῦτον ἐλθεῖν, ὥστε ἀπολιπεῖν οἶκόν τε καὶ παῖδας ἤδη γεγονότας, συνεκπλεῦσαί τε τῷ Ξάνθῳ· [27.3] γενομένην δὲ κατὰ μέσον πόρον ἔννοιαν λαβεῖν τῶν εἰργασμένων, καὶ αὐτίκα πολλά τε δάκρυα προΐεσθαι καὶ ἀνακαλεῖν ὁτὲ μὲν ἄνδρα κουρίδιον, ὁτὲ δὲ τοὺς παῖδας· τέλος δὲ πολλὰ τοῦ Ξάνθου παρηγοροῦντος καὶ φαμένου γυναῖκα ἕξειν, μὴ πειθομένην ῥῖψαι ἑαυτὴν εἰς θάλασσαν.

.

.

.


Παρθένιος Νικαευς, Περί Ερωτικων Παθηματων,20.Περι Αιρούς

-μεταφραση κι ένα παραμύθι' Η Τύφλωση 'χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


20. Περὶ Αἰροῦς

[20.1] Λένε και από τον Οινοπιωνα και την νύμφη Ελίκη κόρη η Αιρω γεννηθηκε.αυτη ο Ωρίωνας του Υγρέα αφού την ερωτεύτηκε  ζήτησε απο αυτον

τη κόρη,και για αυτή και το νησί απάλλαξε τότε από τα άγρια θηρία που ήταν γεμισμένο,και λάφυρα πολλά γυρνώντας στους γείτονες προίκα της  εδινε.

[20.2]όμως ο Οινοπιωνας κάθε φορα μετεθετε  τον γάμο γιατί 

δεν του άρεσε τέτοιον γαμπρό 

να κάνει.κι όταν απο το μεθύσι βγαίνοντας εκτός εαυτού ο Ωρίωνας έσπασε το θάλαμο,όπου η κοπέλα κοιμονταν και να τη βιάσει ήθελε τότε του έκαψε τα μάτια

ο Οινοπιωνας

.

.

Κι ενα Παραμύθι,Η Τύφλωση


Μια φορά κι ένα καιρό σε ενα  μακρυνο από δω νησι ζούσε ένας πατέρας με την όμορφη μοναχοκόρη του,κι όταν ήρθε σε ηλικία γάμου την είδε ένας νέος κι αμέσως την ερωτεύτηκε,και για χάρη της εξολοθρευσε όλα τα άγρια θηρία που ήταν γεμάτο το νησί κι έκαναν μεγάλες καταστροφές,

επίσης γύριζε στα γειτονικά νησιά κι άρπαζε αγαθά,χρυσάφι κι ασημί,και τα δινε στη κοπέλα για προίκα,όμως ο πατέρας της δεν ήθελε για την κόρη του τέτοιο γαμπρό και συνέχεια ανέβαλε το γάμο, και μια νύχτα   ο νέος μην μπορώντας να περιμένει άλλο μέθυσε τόσο πολύ που έχασε τα μυαλά του κι έσπασε τη πόρτα στο δωμάτιο που κοιμονταν η κοπέλα κι έπεσε πάνω της να την αρπάξει για δική του και τότε ο πατέρας χυμηξε πάνω του με αναμενο ξύλο και του έκαψε τα ματια.

.

.

20. Περὶ Αἰροῦς

[20.1] Λέγεται δὲ καὶ Οἰνοπίωνος καὶ Νύμφης Ἑλίκης Αἱρὼ κόρην γενέσθαι· ταύτης δὲ Ὠρίωνα τὸν Ὑριέως ἐρασθέντα παρ᾿ αὐτοῦ παραιτεῖσθαι τὴν κόρην, καὶ διὰ ταύτην τήν τε νῆσον ἐξημερῶσαι τότε θηρίων ἀνάπλεων οὖσαν, λείαν τε πολλὴν περιελαύνοντα τῶν προσχώρων ἕδνα διδόναι. [20.2] τοῦ μέντοι Οἰνοπίωνος ἑκάστοτε ὑπερτιθεμένου τὸν γάμον διὰ τὸ ἀποστυγεῖν αὐτῷ γαμβρὸν τοιοῦτον γενέσθαι, ὑπὸ μέθης ἔκφρονα γενόμενον τὸν Ὠρίωνα κατᾶξαι τὸν θάλαμον, ἔνθα ἡ παῖς ἐκοιμᾶτο, καὶ βιαζόμενον ἐκκαῆναι τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπὸ τοῦ Οἰνοπίωνος

.

.

.




Der liebste Roland

Ein Märchen der Brüder Grimm

(Ο αγαπητικός Ρολάν

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ήταν μια φορά μια γυναίκα,που ήταν πραγματική μάγισσα,κι είχε δύο κορες,

μια άσχημη και κακη,και την αγαπούσε γιατί η πραγματική της κορη ήταν,και 

μια όμορφη και καλή,που τη μισούσε,γιατί ήταν θετη της κόρη.

Κάποτε η θετή κόρη είχε μια όμορφη ποδια,που άρεσε στην αλλη,τόσο που ζήλευε και στη μάνα της ειπε,πως ήθελε οπωσδηποτε να'χει την ποδια.

'Μην ανησυχείς,παιδί μου' της είπε η γρια'θα την έχεις.Η θετή σου αδερφή πρέπει να πεθάνει,σημερα τη νύχτα,όταν κοιμάται,θα'ρθω και θα της κόψω 

το κεφάλι.Προσεξε όμως,στο πίσω μέρος του κρεβατιού να'σαι,και σπρωξ'την αυτή ακριβώς μπροστά'

Αυτό θα γινονταν αν η  φτωχη κοπελα, δεν ήταν σε μια γωνια κι όλα να τα ειχε ακουσει.

Όλη τη μέρα δεν της επιτραπηκε έξω απ'τη πόρτα να βγει,και σαν ήρθε η ώρα του ύπνου,έπρεπε στο κρεβάτι να ανέβει,και να είναι πίσω.

Όταν αυτή ήταν κοιμισμενη,την έσπρωξε μπροστά,και πήρε τη θέση πίσω στο τοίχο,

Τη νύχτα μπήκε η γριά,στο δεξί χέρι κρατούσε ένα τσεκούρι,με το δεξί έψαξε,αν αυτή μπροστά ήταν,και κατόπιν έσφιξε το τσεκούρι με τα δύο χέρια,το σήκωσε και κατεβάζοντας το έκοψε το κεφάλι του παιδιού της.

Όταν αυτή εφυγε,σηκώθηκε η κοπέλα και πήγε στον αγαπητικό της ,που Ρολάν ονομάζονταν,και του χτύπησε τη πόρτα.

Όταν αυτός βγήκε εξω,του είπε.

'Ακου,αγαπημένε μου Ρολάν,πρέπει γρήγορα να φύγουμε,η μητριά μου θέλησε να με σκοτώσει,αλλά τη κόρη της έσφαξε.Μολις ξημερώσει,και δει,τι έχει κάνει,είμαστε χαμενοι'

'Ομως σε συμβουλευω'ειπε ο Ρολάν 'πως πρώτα πρέπει να της αρπάξεις το μαγικό ραβδί,αλλιώς δεν θα μπορέσουμε να γλυτώσουμε,αν μας ακολουθήσει και μας κυνηγήσει'.

Η κοπέλα άρπαξε το μαγικό ραβδί και μετά πήρε το πεθαμένο κεφάλι κι έσταξε τρεις σταγόνες πάνω στο χωμα,μια μπροστά στο κρεβάτι,μια στη κουζίνα και μια στη σκάλα.Κατοπιν με τον αγαπημένο της έφυγε βιαστικα για μακριά.

Όταν λοιπόν το πρωί η γριά μάγισσα σηκώθηκε, φωναξε την κόρη της,κι ήθελε να της δώσει την ποδιά,αλλά αυτή δεν ήρθε.Τοτε φωναξε.'Που είσαι;'

'εδω στη σκάλα,σκουπιζω'  απάντησε η μια σταγόνα από αίμα.

Η γριά βγήκε έξω,αλλά δεν είδε κανέναν στη σκάλα και ξαναφωναξε.'Που είσαι;'

'εδω στη κουζίνα,ζεστενομαι' φώναξε η δεύτερη σταγόνα από αίμα.

Αυτή πήγε στη κουζίνα,αλλά δεν βρήκε κανέναν.Τοτε φώναξε ακόμα μια φορά.'Που είσαι;'

'Εδω στο κρεβάτι,κοιμαμαι' φώναξε η τρίτη σταγόνα από αίμα.

Αυτή πήγε στο δωμάτιο στο κρεβάτι.Και τι είδε εκεί;Το παιδί της,μέσα στο αίμα του να κολυμπά,και στο οποίο αυτή η ίδια του είχε κόψει το κεφάλι.

Η μάγισσα θύμωσε,πετάχτηκε στο παράθυρο,κι όπως μπορούσε στον κόσμο να δει μακρυά,είδε την θετή της κόρη,με τον αγαπητικο της Ρολάν να φεύγουν πέρα.

'Αυτο σε τίποτα δεν θα σας βοηθησει' φώναξε,'οσο μακρυά και να πάτε,δεν θα μου ξεφυγετε'

Αυτή φόρεσε τις μπότες-μίλια μέτρα,με τις οποίες αυτή με κάθε βήμα μια 

ώρα κάνει εκανε,και δεν πέρασε πολύ και τους δυο είχε φτασει.

Όμως η κοπέλα,όπως είδε τη γριά να πλησιάζει,μεταμόρφωσε με το μαγικό ραβδί τον αγαπητικό της Ρολάν σε μια λίμνη,και τον εαυτό της σε μια πάπια,

που στη μέση της λίμνης κολυμπάει.

Η μάγισσα σταματησε στην όχτη,έρριξε κομμάτια ψωμί μέσα,κι έκανε κάθε προσπαθεια,την πάπια να πλανεψει,αλλά η πάπια δεν πλανευτηκε,κι η γριά επρεπε απραχτη να επιστρέψει.

Τότε πήρε η κοπέλα με τον αγαπητικο της Ρολάν πάλι τη φυσική μορφή,και προχώρησαν παραπέρα όλη τη νύχτα μέχρι το ξημέρωμα.

Κατόπιν μεταμορφώθηκε η κοπέλα σε ένα ομορφο λουλουδι,που στη μέση ενός τόπου γεμάτου αγκάθια ήταν,και τον αγαπητικο της Ρολάν σ'εναν βιολιστη.

Σε λίγο,έφτασε εκεί η μάγισσα,και είπε στον μουσικό:

'Καλε μου μουσικέ,μπορώ το ομορφο λουλούδι να το κόψω;'

'Ναι'απαντησε αυτός,'και θέλω να σου παίξω',

Όταν αυτή βιαστικά στ'αγκαθια χώθηκε,επειδή πολύ καλά ήξερε,ποιο ήταν το λουλούδι,και,ηθελε δεν ήθελε,έπρεπε να χορέψει,γιατί ένας μαγικός χορός 

ήταν.Όσο γρηγοτερα αυτός έπαιζε,τόσο μεγαλύτερα πηδήματα έπρεπε αυτή 

να κάνει,και τ'αγκαθια της εσχισαν τα ρούχα από το σώμα,την τρυπούσαν την ματωναν και την πλήγωναν,κι αφού αυτός δεν σταματούσε,έπρεπε συνέχεια 

να χορεύει,μέχρι που έπεσε νεκρή.

Όταν αυτοί ηταν σωζμενοι,είπε ο Ρολάν,

'Θελω τώρα να πάω στον πατέρα μου και τον γαμο να ετοιμασω'

'Τοτε εγώ εν τω μεταξυ εδώ θα μείνω' είπε η κοπέλα,'κι εσένα θα περιμένω,

και για να μην με αναγνωρίσει κανένας,θα μεταμορφωθω σε μια κόκκινη πετρα'

Έπειτα έφυγε ο Ρολάν,κι η κοπέλα έμεινε σαν μια κόκκινη πέτρα στο χωράφι 

και περίμενε τον αγαπητικο της.

Αλλά όταν Ρολάν γύρισε σπίτι,πιάστηκε στη παγίδα μιας άλλης,που τον κατάφερε,ώστε τη κοπέλα να ξεχάσει.Η φτωχή κοπέλα στάθηκε καιρό ,αλλά όταν αυτός τελικά δεν επέστρεψε,στεναχωρηκε και μεταμορφώθηκε σ'ενα 

λουλούδι και σκέφτηκε:'Καποιος θα'ρθει εδώ και  θα με ποδοπατησει'

Συνέβει τότε,ένας βοσκός στο τόπο το κοπάδι του να βοσκαει και το λουλούδι είδε,κι επειδή τόσο όμορφο ήταν,το έκοψε,το πήρε μαζί του και το έβαλε στο ντουλάπι του.

Aπο εκείνη τη στιγμή όλα πήγαιναν θαυμάσια στο σπίτι του βοσκού.Οταν σηκώνονταν το πρωι,όλες οι δουλειές ηταν καμωμένες,το δωμάτιο ήταν σκουπισμενο,το τραπέζι κι ο πάγκος σκουπισμενα,η φωτιά στο τζάκι αναμμένη και το νερό φερμένο,και το μεσημέρι,όταν γύριζε στο σπίτι,ήταν το τραπέζι στρωμένο και ένα καλό φαγητό σερβιρισμενο.

Δεν μπορούσε να καταλάβει,τι συνέβαινε,γιατί ποτέ δεν είδε έναν άνθρωπο 

στο σπίτι του,και δεν ήταν δυνατόν κανένας μέσα στο μικρη καλυβα να'ναι κρυμμένος.

Φυσικά του άρεσε η φροντιδα.αλλά στο τέλος ένιωσε φόβο,γι'αυτό πήγε σε 

μια σοφή γυναίκα και συμβουλή ζήτησε.

Η σοφη γυναικα είπε.'πισω απ'αυτο υπάρχει μαγεία,παραφύλαξε κάποιο πρωινο πολύ νωρίς,αν κάτι μέσα στο δωμάτιο κινείται,κι όταν κάτι δεις,αυτό θα'ναι,αυτό που θέλεις,τότε πέταξε γρήγορα ένα άσπρο σεντόνι πάνω του,και τότε η μαγεία θα σταματησει'

Ο βοσκός έκανε,όπως εκείνη του'πε,και τ'αλλο πρωί,όταν ξημέρωνε,είδε πως 

το ντουλάπι άνοιξε και το λουλούδι έξω βγήκε.

Γρήγορα πήδηξε αυτός και της πέταξε ένα άσπρο σεντόνι.Αμεσως η

μεταμόρφωση έπαυσε  και μια όμορφη κοπέλα στέκονταν μπροστά του,που 

του ομολόγησε ότι αυτή ήταν το λουλουδι και το νοικοκυριό του φρόντιζε.

Του διηγήθηκε τη τύχη του,κι επειδή σ'αυτον άρεσε,ρώτησε,αν ήθελε να τον 

παντρευτεί,αλλά αυτή απάντησε.'οχι',επειδη ήθελε στον αγαπητικό της Ρολάν,

αν και την είχε παρατήσει,ακόμα πίστη να μείνει,αλλά υποσχέθηκε,ότι δεν

θα φύγει,αλλά ήθελε να εξακολουθησει το νοικοκυριό του να κραταει

Τώρα ήρθε ο καιρός,ο Ρολάν να κάνει το γάμο,κι ανακοινώθηκε σύμφωνα με

το παλιό έθιμο στη χώρα,ότι όλες οι κοπέλες πρέπει να παραβρεθούν και 

τραγουδησουν προς τιμή της νύφης και του γαμπρού.

Η πιστη κοπέλα ,όταν τ'ακουσε,ένιωσε τόσο στεναχώρια,ώστε νόμιζε,πως

η καρδιά στο στήθος της θα σπάσει,και δεν ήθελε να πάει,αλλά ήρθαν οι

άλλες και την πήραν.Αλλα οταν η σειρά ήρθε,να τραγουδήσει,τραβήχτηκε 

πίσω,κι έμεινε μόνη,όμως αυτό δεν την βοήθησε.

Αλλά όπως το τραγούδι της άρχισε,και έφτασε στ'αυτια του Ρολάν,αυτός

πεταχτηκε πανω και φώναξε.'Γνωριζω τη φωνή,αυτή είναι η πραγματική νύφη,

άλλη δεν θελω'

Όλα,όσα είχε ξεχάσει κι απ'τό μυαλό του ηταν ,σβησμενα,ξαφνικά στην

καρδιά του ξαναγύρισαν.Τοτε έκανε η πίστη κοπέλα το γάμο με τον αγαπητικό

της Ρολάν,και τελείωσε η στεναχώρια κι άρχισε η ευτυχία της.

.

.

Es war einmal eine Frau, die war eine rechte Hexe, und hatte zwei Töchter, eine hässlich und böse, und die liebte sie, weil sie ihre rechte Tochter war, und eine schön und gut, die hasste sie, weil sie ihre Stieftochter war.


Zu einer Zeit hatte die Stieftochter eine schöne Schürze, die der andern gefiel, so dass sie neidisch war und ihrer Mutter sagte, sie wollte und müsste die Schürze haben. "Sei still, mein Kind," sprach die Alte, "du sollst sie auch haben. Deine Stiefschwester hat längst den Tod verdient, heute nacht, wenn sie schläft, so komm und ich haue ihr den Kopf ab. Sorge nur, dass du hinten ins Bett zu liegen kommst, und schieb sie recht vornen hin."


Um das arme Mädchen war es geschehen, wenn es nicht gerade in einer Ecke gestanden und alles mit angehört hätte. Es durfte den ganzen Tag nicht zur Türe hinaus, und als Schlafenszeit gekommen war, musste es zuerst ins Bett steigen, damit sie sich hinten hinlegen konnte; als sie aber eingeschlafen war, da schob es sie sachte vornen hin und nahm den Platz hinten an der Wand. In der Nacht kam die Alte geschlichen, in der rechten Hand hielt sie eine Axt, mit der linken fühlte sie erst, ob auch jemand vornen lag, und dann fasste sie die Axt mit beiden Händen, hieb und hieb ihrem eigenen Kind den Kopf ab. Als sie fortgegangen war, stand das Mädchen auf und ging zu seinem Liebsten, der Roland hiess, und klopfte an seine Türe. Als er herauskam, sprach sie zu ihm: "Höre, liebster Roland, wir müssen eilig flüchten, die Stiefmutter hat mich totschlagen wollen, hat aber ihr eigenes Kind getroffen. Kommt der Tag, und sie sieht, was sie getan hat, so sind wir verloren."


"Aber ich rate dir," sagte Roland, "dass du erst ihren Zauberstab wegnimmst, sonst können wir uns nicht retten, wenn sie uns nachsetzt und verfolgt." Das Mädchen holte den Zauberstab, und dann nahm es den toten Kopf und tröpfelte drei Blutstropfen auf die Erde, einen vors Bett, einen in die Küche und einen auf die Treppe. Darauf eilte es mit seinem Liebsten fort.


Als nun am Morgen die alte Hexe aufgestanden war, rief sie ihre Tochter, und wollte ihr die Schürze geben, aber sie kam nicht. Da rief sie: "Wo bist du?"


"Ei, hier auf der Treppe, da kehr ich," antwortete der eine Blutstropfen. Die Alte ging hinaus, sah aber niemand auf der Treppe und rief abermals: "Wo bist du?"


"Ei, hier in der Küche, da wärm ich mich," rief der zweite Blutstropfen. Sie ging in die Küche, aber sie fand niemand. Da rief sie noch einmal "wo bist du?"


"Ach, hier im Bette, da schlaf ich," rief der dritte Blutstropfen. Sie ging in die Kammer ans Bett. Was sah sie da? Ihr eigenes Kind, das in seinem Blute schwamm, und dem sie selbst den Kopf abgehauen hatte.


Die Hexe geriet in Wut, sprang ans Fenster, und da sie weit in die Welt schauen konnte, erblickte sie ihre Stieftochter, die mit ihrem Liebsten Roland forteilte. "Das soll euch nichts helfen," rief sie, "wenn ihr auch schon weit weg seid, ihr entflieht mir doch nicht."


Sie zog ihre Meilenstiefel an, in welchen sie mit jedem Schritt eine Stunde machte, und es dauerte nicht lange, so hatte sie beide eingeholt. Das Mädchen aber, wie es die Alte daherschreiten sah, verwandelte mit dem Zauberstab seinen Liebsten Roland in einen See, sich selbst aber in eine Ente, die mitten auf dem See schwamm. Die Hexe stellte sich ans Ufer, warf Brotbrocken hinein und gab sich alle Mühe, die Ente herbeizulocken; aber die Ente liess sich nicht locken, und die Alte musste abends unverrichteter Sache wieder umkehren.


Darauf nahm das Mädchen mit seinem Liebsten Roland wieder die natürliche Gestalt an, und sie gingen die ganze Nacht weiter bis zu Tagesanbruch. Da verwandelte sich das Mädchen in eine schöne Blume, die mitten in einer Dornhecke stand, seinen Liebsten Roland aber in einen Geigenspieler. Nicht lange, so kam die Hexe herangeschritten und sprach zu dem Spielmann: "Lieber Spielmann, darf ich mir wohl die schöne Blume abbrechen?" - "0 ja," antwortete er, "ich will dazu aufspielen." Als sie nun mit Hast in die Hecke kroch und die Blume brechen wollte, denn sie wusste wohl, wer die Blume war, so fing er an aufzuspielen, und, sie mochte wollen oder nicht, sie musste tanzen, denn es war ein Zaubertanz. Je schneller er spielte, desto gewaltigere Sprünge musste sie machen, und die Dornen rissen ihr die Kleider vom Leibe, stachen sie blutig und wund, und da er nicht aufhörte, musste sie so lange tanzen, bis sie tot liegen blieb.


Als sie nun erlöst waren, sprach Roland: "Nun will ich zu meinem Vater gehen und die Hochzeit bestellen." - "So will ich derweil hier bleiben," sagte das Mädchen, "und auf dich warten, und damit mich niemand erkennt, will ich mich in einen roten Feldstein verwandeln." Da ging Roland fort, und das Mädchen stand als ein roter Stein auf dem Felde und wartete auf seinen Liebsten.


Als aber Roland heim kam, geriet er in die Fallstricke einer andern, die es dahin brachte, dass er das Mädchen vergass. Das arme Mädchen stand lange Zeit, als er aber endlich gar nicht wiederkam, so ward es traurig und verwandelte sich in eine Blume und dachte: "Es wird ja wohl einer dahergehen und mich umtreten."


Es trug sich aber zu, dass ein Schäfer auf dem Felde seine Schafe hütete und die Blume sah, und weil sie so schön war, so brach er sie ab, nahm sie mit sich, und legte sie in seinen Kasten. Von der Zeit ging es wunderlich in des Schäfers Hause zu. Wenn er morgens aufstand, so war schon alle Arbeit getan: die Stube war gekehrt, Tische und Bänke abgeputzt, Feuer auf den Herd gemacht und Wasser getragen; und mittags, wenn er heim kam, war der Tisch gedeckt und ein gutes Essen aufgetragen. Er konnte nicht begreifen, wie das zuging, denn er sah niemals einen Menschen in seinem Haus, und es konnte sich auch niemand in der kleinen Hütte versteckt haben. Die gute Aufwartung gefiel ihm freilich, aber zuletzt ward ihm doch angst, so dass er zu einer weisen Frau ging und sie um Rat fragte. Die weise Frau sprach: "Es"es steckt Zauberei dahinter; gib einmal morgens in aller Frühe acht, ob sich etwas in der Stube regt, und wenn du etwas siehst, es mag sein, was es will, so wirf schnell ein weisses Tuch darüber, dann wird der Zauber gehemmt." Der Schäfer tat, wie sie gesagt hatte, und am andern Morgen, eben als der Tag anbrach, sah er, wie sich der Kasten auftat und die Blume herauskam.


Schnell sprang er hinzu und warf ein weisses Tuch darüber. Alsbald war die Verwandlung vorbei, und ein schönes Mädchen stand vor ihm, das bekannte ihm, dass es die Blume gewesen wäre und seinen Haushalt bisher besorgt hätte. Es erzählte ihm sein Schicksal, und weil es ihm gefiel, fragte er, ob es ihn heiraten wollte, aber es antwortete "nein," denn es wollte seinem Liebsten Roland, obgleich er es verlassen hatte, doch treu bleiben: aber es versprach, dass es nicht weggehen, sondern ihm fernerhin haushalten wollte.


Nun kam die Zeit heran, dass Roland Hochzeit halten sollte: da ward nach altem Brauch im Lande bekanntgemacht, dass alle Mädchen sich einfinden und zu Ehren des Brautpaars singen sollten. Das treue Mädchen, als es davon hörte, ward so traurig, dass es meinte, das Herz im Leibe würde ihm zerspringen, und wollte nicht hingehen, aber die andern kamen und holten es herbei. Wenn aber die Reihe kam, dass es singen sollte, so trat es zurück, bis es allein noch übrig war, da konnte es nicht anders.


Aber wie es seinen Gesang anfing, und er zu Rolands Ohren kam, so sprang er auf und rief: "Die Stimme kenne ich, das ist die rechte Braut, eine andere begehr ich nicht." Alles, was er vergessen hatte und ihm aus dem Sinn verschwunden war, das war plötzlich in sein Herz wieder heimgekommen. Da hielt das treue Mädchen Hochzeit mit seinem Liebsten Roland, und war sein Leid zu Ende und fing seine Freude an.

.

.

.

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-(ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ)

Ο αλλος κόσμος του Γιαννακου

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


(ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ)

Ο αλλος κόσμος του Γιαννακου

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


μια φορά κι ένα καιρό,ήταν μια 

φτωχή  γυναίκα χήρα κι είχε ένα γιο μικρό παιδί τον Γιαννακο της,ξενοδουλευε σε χωράφια και σπίτια να το μεγαλώσει κι ήταν δύσκολα,και το παιδί την έβλεπε κουρασμένη τα βράδυα και μέσα του λυπονταν πολύ,και το'δε η μάνα και το ρώτησε,

τι έχεις Γιαννακο μου; κι εκείνο δεν της έλεγε να μην την στεναχωρήσει,και μια μέρα της ειπε:μάνα,θέλω να πάω σ'αλλο κόσμο,να'χει ήλιο,να μην καίει,μόνο να ζεστενει,να'χει γλυκό φως,τις νύχτες να μην κρυώνω,να'χει δέντρα καρποφόρα,όλα τα είδη,να μην πεινάς,και γάργαρα δροσερά νερά,να μην δίψας,

να'χει πουλιά να κελαηδούν,να'χει ήμερα ζώα,φίλοι σου να'ναι,

μάνα,αυτόν εδω τον κόσμο δεν μπορώ,κάνει καματα,παγωνιες,βρεχει και δεν σταματάει,ξηρασιες και τα πάντα μαραίνονται,δύσκολα βγαίνει το φαι,

θέλω μάνα να φύγω,και συ μαζί, σ'αλλον κόσμο,

ησυχασε,παιδάκι μου,του'πε η μάνα και τ'αγκαλιασε,

και μια μέρα σχολασαν τα παιδιά απ'το σχολείο,κι ολα γύρισαν σπίτι τους,και μονάχα ο Γιαννακός δεν γυρισε,

κι ούτε τον ξαναειδαν στο σχολείο ούτε άλλου,αυτόν και την μανα του,

κι είπαν πως θα φύγαν σ'αλλο μακρυνό τόπο εκεί να ζήσουν

.

.

.


Der Froschkönig oder der eiserne Heinrich

(ο βάτραχος βασιλιάς η' ο σίδεροζωσμενος Χάινριχ)

Ein Märchen der Brüder Grimm

(ένα παραμύθι των Αδελφών Γκριμ)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


στα παλιά χρόνια,όπου οι ευχές ακόμα βοηθούσαν,ζούσε ένας βασιλιας,που οι κόρες του ήταν όλες όμορφες,αλλά η πιο νέα ήταν τόσο όμορφη,ωστε ο ήλιος ο ίδιος,που τόσο πολλά είχε δει,την θαύμαζε,κάθε φορα που στο πρόσωπο την έβλεπε,

κοντά στον πύργο του βασιλιά βρίσκονταν ένα μεγαλο πυκνό δάσος,και μέσα στο δάσος κάτω από μια γέρικη φλαμουριά ήταν ένα πηγαδι,

όταν λοιπόν πολύ ζεστη η μέρα ήταν,πήγαινε η βασιλοπούλα μέσα στο δάσος και καθονταν  στην άκρη της δροσερής πηγης-κι όταν έπληττε,τότε έπαιρνε μια χρυσή μπάλα,την ερριχνε ψηλά και την έπιανε πάλι,κι αυτό ήταν το πιο αγαπημένο της παιχνίδι,

όμως συνέβηκε κάποτε,και το χρυσό τόπι της βασιλοπούλας δεν έπεσε στα χερια της,που ψηλά είχε σηκώσει,αλλά στο χώμα χτύπησε και ίσια μέσα στο νερό κυλλησε,

η βασιλοπούλα το ακολούθησε με τα μάτια της,αλλά η μπάλα εξαφανιστηκε,και το πηγάδι ήταν βαθύ,τόσο βαθύ,ώστε κανένα πάτο δεν έβλεπε,

τότε άρχισε να κλαίει κι όλο έκλαιγε δυνατωτερα και δεν   μπορούσε να

παρηγορηθει,κι όπως έτσι έκλαιγε,κάποιος της φώναξε,

τι εχεις, βασιλοπούλα,και δυνατά φωνάζεις,που και μια πέτρα θα μπορούσε να συμπονεσει;

αυτή κοίταξε γύρω,από πού η φωνή να ερχονταν,τότε αντίκρυσε ένα βάτραχο,που ένα χοντρό,άσχημο κεφάλι έξω από το νερό εβγαζε,

αχ,εσύ είσαι,νεροτσαλαβουτηχτη,είπε αυτή,κλαίω για τη χρυσή μου μπάλα,που μέσα στο πηγάδι μου  επεσε,

ησύχασε και μην κλαίς, απάντησε ο βάτραχος,

εγώ μπορώ καλά να σε βοηθήσω,αλλά τι θα μου δώσεις,αν το παιχνιδι σου πίσω 

ανεβάσω;

ότι αν θέλεις να έχεις,καλέ μου βατραχε,είπε αυτή,τα φορεματα μου,τα μαργαριτάρια μου τα πολυτιμα πετραδια,ακόμα τη χρυση κορώνα που φορώ,

ο βάτραχος απάντησε,τα φορέματα σου,τα μαργαριτάρια σου και τα πολύτιμα πετράδια και τη χρυσή σου κορώνα,αυτά εμένα δεν μ'αρεσουν,

αλλά θέλω εμένα να μ'αγαπας,και σύντροφος και παρέα στα παιχνίδια σου να'μαι,πάνω στο τραπεζάκι σου δίπλα να κάθομαι,απ'το χρυσό σου πιατακι να τρώω,απ'το κυπελλακια σου να πινω,στο κρεβατάκι σου να κοιμάμαι,

αν σε μένα αυτό υποσχεθείς,τότε θα βουτηξω και τη χρυσή μπάλα πάλι θα σ'ανεβασω,

αχ συμφωνοι,είπε αυτή,σου υπόσχομαι,ότι θελεις,αν μου ξαναφέρεις τη χρυσή μπάλα,

αλλά σκέφτηκε,τι ο ανόητος βάτραχος βλακειες λέει!

αυτός κάθεται στο νερό με τους ομοίους του και κουακ και δεν μπορεί σε κανενα ανθρωπο σύντροφος να'ναι,

ο βάτραχος,όταν η υπόσχεση του έγινε,βουτησε το κεφάλι,βυθίστηκε και μετά από λιγάκι ξαναβγήκε,είχε τη μπάλα στο στόμα και την ερριξε στο χορτάρι,

η βασιλοπούλα ήταν γεμάτη χαρά,οταν τ'ομορφο της παιχνιδι

ξαναειδε,το σήκωσε ψηλά και τρέχοντας εφυγε

περίμενε,περίμενε,φωναξε ο βάτραχος,πάρε και μένα μαζί σου,.δεν μπορώ τόσο γρήγορα να τρέξω όπως εσυ,

αλλά τι να βοηθησει,που το κουακ του,κουακ τόσο δυνατά πίσω της φώναζε,

αυτή βιάστηκε να παει σπιτι κι είχε αμέσως τον φτωχό βάτραχο ξεχάσει,που πάλι στο πηγάδι του έπρεπε να επιστρέψει,

την άλλη μέρα,όταν με τον βασιλιά κι όλους τους αυλικούς στο τραπέζι είχε καθίσει και απ'το χρυσό της πιατακι έτρωγε,τότε ακουστηκε,πλιτς πλατς,πλιτς πλατς,κάτι στη μαρμάρινη σκάλα να σέρνεται και  ν'ανεβαίνει ,κι όταν αυτό πάνω ήταν φτασμένο,χτύπησε την πόρτα και φώναξε,

βασιλοπούλα,η πιο μικρή,ανοιξε μου,

αυτή ετρεξε κι ήθελε να δει,ποιος εξω να ήταν,όταν όμως άνοιξε,τότε είδε τον βάτραχο μπροστά της,

αμέσως έκλεισε τη πόρτα  γρηγορα,κάθισε πάλι στο τραπεζι,κι ήταν όλο φόβο,ο βασιλιάς ένιωσε,ότι η καρδιά της δυνατά χτυπούσε,και μίλησε,

παιδί μου,γιατί φοβάσαι,μήπως κανένας γίγαντας στέκεται μπροστά στη πόρτα κι εσένα θέλει ν'αρπαξει;

-αχ,όχι,απάντησε αυτή,δεν είναι κανένας γίγαντας,αλλά ένας άσχημος βάτραχος,

τι θέλει ο βάτραχος από σένα;

αχ,πατέρα μου αγαπημένε,όταν χτες στο δάσος κοντά στο πηγάδι κάθισα,κι έπαιζα,τότε έπεσε η χρυσή μου μπάλα μέσα στο νερό,

κι επειδή γι'αυτό εκλαιγα,ο βατραχος την έφερε πάλι πάνω,κι επειδή αυτός πολύ επεμενε,τότε του υποσχέθηκα,

πως θα μου γινονταν συντροφος, 

δεν σκέφτηκα όμως ποτέ,ότι έξω απ'το νερό του θα μπορούσε,τώρα είναι εξω και θέλει σε μένα μέσα να'ρθει,

κι εκείνη τη στιγμή χτύπησε για δεύτερη φορά και φώναξε,

βασιλοπούλα,η πιο μικρή,άνοιξε μου,

δεν θυμάσαι,τι χτες μου είπες

κοντά στη δροσερή νεροπηγη;

βασιλοπούλα,η πιο μικρη,άνοιξε μου,

τότε είπε ο βασιλιάς,

ότι έχεις υποσχεθεί,αυτό πρέπει επίσης να το κρατήσεις,πήγαινε λοιπόν κι άνοιξε του,

αυτή πήγε κι άνοιξε τη πόρτα,τότε πήδηξε ο βάτραχος μέσα,και την πήρε από πίσω,μέχρι το κάθισμα της

εκεί κάθισε και φώναξε,

σήκωσε με πάνω σου,

αυτή δίσταξε,μέχρι που τελικά ο βασιλιάς την διεταξε,

όταν ο βάτραχος πρώτα πάνω στο κάθισμα ήταν,θέλησε πάνω στο τραπέζι κι όταν εκει κάθισε,μίλησε,

τώρα σπρώξε σε μένα πιο κοντα το χρυσό σου πιατακι,για να φάμε μαζί,

το έκανε,αλλά κάποιος έβλεπε καλα,ότι δεν το έκανε  ευχαριστα,ο βάτραχος εφαγε με πολύ όρεξη,αλλά σ'αυτη σχεδον καθεμια

μπουκιά εμενε στο λαιμο, 

στο τέλος αυτός μίλησε,

έχω χορτάσει κι είμαι κουρασμένος,τώρα πήγαινε με στη καμαρούλα  και τα μεταξωτά σεντόνια  στρώσε στο κρεβάτι,εκει θα πέσουμε να κοιμηθουμε,

η βασιλοπούλα άρχισε να κλαιει,

και φοβήθηκε τον κρύο βάτραχο,ούτε να τον αγγίξει δεν τολμούσε,και μάλιστα τώρα στο ωραίο,καθαρό κρεβατάκι της να πρέπει να κοιμηθει,

αλλά ο βασιλιάς θύμωσε και μίλησε,

όποιος σ'εχει βοηθήσει,όταν σε ανάγκη ήσουν,δεν πρέπει ύστερα να τον περιφρονας,

τότε τον άρπαξε αυτή με δύο δάχτυλα,τον σήκωσε και τον έβαλε σε μια γωνια,όταν όμως αυτή ξάπλωσε στο κρεβάτι,αυτό σύρθηκε κοντά και μίλησε,

είμαι κουρασμένος,θέλω να κοιμηθώ τόσο καλά όπως και συ,σήκωσε με από δω,αλλιώς θα το πω στον πατερα σου,

τότε αυτή οργίστηκε,τον αρπαξε και τον πέταξε μ'ολη τη δύναμη πάνω στον τοιχο,

τώρα θα ησυχάσεις,κακάσχημε βατραχε,

όταν όμως αυτός κάτω έπεσε,δεν ήταν πια βατραχος,αλλα μόνο ένα βασιλόπουλο με όμορφα και ευγενικά μάτια,

που τώρα ήταν με του πατέρα της την επιθυμία ο αγαπημένος της σύντροφος και άντρας,

τότε της διηγήθηκε,πως από μια κακια μάγισσα ήταν μαγεμένος,και κανένας δεν θα μπορούσε έξω απ'το πηγάδι να τον  απολυτρωσει παρά.μοναχα αυτή,κι αύριο θα ήθελε μαζί να πάνε στο βασίλειο του,

κατόπιν κοιμήθηκαν,και τ'αλλο πρωί,όταν ο ήλιος ανετειλε,ήρθε μια άμαξα να ταξιδέψουν,με οκτώ άσπρα άλογα ζευγμενη,που είχαν άσπρα φτερά στρουθοκαμηλου στο κεφάλι και χαλινάρια με χρυσές αλυσίδες,και πίσω στέκονταν ο υπηρέτης του νεαρού βασιλιά,που ήταν ο πιστός Χάινριχ,

ο πιστός Χάινριχ είχε τόσο στενοχωρηθεί,όταν ο κύριος του ήταν μεταμορφωμενος σ'εναν βάτραχο,που με τρεις σιδερένιες ζώνες είχε ζωσει γύρω τη καρδιά του,για να μην σπάσει απ'τον πόνο και τη λύπη,

αλλά η άμαξα έπρεπε τον νεαρό βασιλιά στο βασίλειο του να φέρει,ο πιστός Χάινριχ βοήθησε και τους δύο να μπουν μέσα,αυτός ξανακαθησε πίσω κι ήταν γεμάτος χαρά για την απολύτρωση,

κι όταν προχώρησαν στο δρόμο ,άκουσε το βασιλόπουλο, πίσω του θόρυβο,σαν κάτι να εσπασε,τότε γύρισε και φώναξε,

Χαινριχ,η άμαξα σπάζει

όχι,κύριε,δεν σπαζει η άμαξα,

είναι η ζώνη απ'την καρδιά μου,

που'ναι εκεί για το μεγάλο πόνο,

όταν στο πηγάδι καθοσουνα

όταν ένας βάτραχος ησουνα,

ακόμα μια φορά κι ακόμα μια φορά ακούστηκε ο θόρυβος στο δρόμο,και το βασιλόπουλο  νόμιζε πάντα,,η άμαξα πως έσπαζε,αλλ'όμως ήταν οι ζώνες,που απ'τη καρδιά του πιστού Χάινριχ τινάζονταν,γιατι ο κύριος του απολυτρωθηκε κι ευτυχισμένος ηταν

.

.

Der Froschkönig oder der eiserne Heinrich

Ein Märchen der Brüder Grimm


In den alten Zeiten, wo das Wünschen noch geholfen hat, lebte ein König, dessen Töchter waren alle schön; aber die jüngste war so schön, daß die Sonne selber, die doch so vieles gesehen hat, sich verwunderte, sooft sie ihr ins Gesicht schien. Nahe bei dem Schlosse des Königs lag ein großer dunkler Wald, und in dem Walde unter einer alten Linde war ein Brunnen; wenn nun der Tag recht heiß war, so ging das Königskind hinaus in den Wald und setzte sich an den Rand des kühlen Brunnens - und wenn sie Langeweile hatte, so nahm sie eine goldene Kugel, warf sie in die Höhe und fing sie wieder; und das war ihr liebstes Spielwerk.


Nun trug es sich einmal zu, daß die goldene Kugel der Königstochter nicht in ihr Händchen fiel, das sie in die Höhe gehalten hatte, sondern vorbei auf die Erde schlug und geradezu ins Wasser hineinrollte. Die Königstochter folgte ihr mit den Augen nach, aber die Kugel verschwand, und der Brunnen war tief, so tief, daß man keinen Grund sah. Da fing sie an zu weinen und weinte immer lauter und konnte sich gar nicht trösten. Und wie sie so klagte, rief ihr jemand zu: "Was hast du vor, Königstochter, du schreist ja, daß sich ein Stein erbarmen möchte." Sie sah sich um, woher die Stimme käme, da erblickte sie einen Frosch, der seinen dicken, häßlichen Kopf aus dem Wasser streckte. "Ach, du bist's, alter Wasserpatscher," sagte sie, "ich weine über meine goldene Kugel, die mir in den Brunnen hinabgefallen ist." - "Sei still und weine nicht," antwortete der Frosch, "ich kann wohl Rat schaffen, aber was gibst du mir, wenn ich dein Spielwerk wieder heraufhole?" - "Was du haben willst, lieber Frosch," sagte sie; "meine Kleider, meine Perlen und Edelsteine, auch noch die goldene Krone, die ich trage." Der Frosch antwortete: "Deine Kleider, deine Perlen und Edelsteine und deine goldene Krone, die mag ich nicht: aber wenn du mich liebhaben willst, und ich soll dein Geselle und Spielkamerad sein, an deinem Tischlein neben dir sitzen, von deinem goldenen Tellerlein essen, aus deinem Becherlein trinken, in deinem Bettlein schlafen: wenn du mir das versprichst, so will ich hinuntersteigen und dir die goldene Kugel wieder heraufholen." - "Ach ja," sagte sie, "ich verspreche dir alles, was du willst, wenn du mir nur die Kugel wieder bringst." Sie dachte aber: Was der einfältige Frosch schwätzt! Der sitzt im Wasser bei seinesgleichen und quakt und kann keines Menschen Geselle sein.

Der Frosch, als er die Zusage erhalten hatte, tauchte seinen Kopf unter, sank hinab, und über ein Weilchen kam er wieder heraufgerudert, hatte die Kugel im Maul und warf sie ins Gras. Die Königstochter war voll Freude, als sie ihr schönes Spielwerk wieder erblickte, hob es auf und sprang damit fort. "Warte, warte," rief der Frosch, "nimm mich mit, ich kann nicht so laufen wie du!" Aber was half es ihm, daß er ihr sein Quak, Quak so laut nachschrie, als er konnte! Sie hörte nicht darauf, eilte nach Hause und hatte bald den armen Frosch vergessen, der wieder in seinen Brunnen hinabsteigen mußte.


Am andern Tage, als sie mit dem König und allen Hofleuten sich zur Tafel gesetzt hatte und von ihrem goldenen Tellerlein aß, da kam, plitsch platsch, plitsch platsch, etwas die Marmortreppe heraufgekrochen, und als es oben angelangt war, klopfte es an die Tür und rief: "Königstochter, jüngste, mach mir auf!" Sie lief und wollte sehen, wer draußen wäre, als sie aber aufmachte, so saß der Frosch davor. Da warf sie die Tür hastig zu, setzte sich wieder an den Tisch, und es war ihr ganz angst. Der König sah wohl, daß ihr das Herz gewaltig klopfte, und sprach: "Mein Kind, was fürchtest du dich, steht etwa ein Riese vor der Tür und will dich holen?" - "Ach nein," antwortete sie, "es ist kein Riese, sondern ein garstiger Frosch." - "Was will der Frosch von dir?" - "Ach, lieber Vater, als ich gestern im Wald bei dem Brunnen saß und spielte, da fiel meine goldene Kugel ins Wasser. Und weil ich so weinte, hat sie der Frosch wieder heraufgeholt, und weil er es durchaus verlangte, so versprach ich ihm, er sollte mein Geselle werden; ich dachte aber nimmermehr, daß er aus seinem Wasser herauskönnte. Nun ist er draußen und will zu mir herein." Und schon klopfte es zum zweitenmal und rief:

"Königstochter, jüngste,

Mach mir auf,

Weißt du nicht, was gestern

Du zu mir gesagt

Bei dem kühlen Wasserbrunnen?

Königstochter, jüngste,

Mach mir auf!"

Da sagte der König: "Was du versprochen hast, das mußt du auch halten; geh nur und mach ihm auf." Sie ging und öffnete die Türe, da hüpfte der Frosch herein, ihr immer auf dem Fuße nach, bis zu ihrem Stuhl. Da saß er und rief: "Heb mich herauf zu dir." Sie zauderte, bis es endlich der König befahl. Als der Frosch erst auf dem Stuhl war, wollte er auf den Tisch, und als er da saß, sprach er: "Nun schieb mir dein goldenes Tellerlein näher, damit wir zusammen essen." Das tat sie zwar, aber man sah wohl, daß sie's nicht gerne tat. Der Frosch ließ sich's gut schmecken, aber ihr blieb fast jedes Bißlein im Halse. Endlich sprach er: "Ich habe mich sattgegessen und bin müde; nun trag mich in dein Kämmerlein und mach dein seiden Bettlein zurecht, da wollen wir uns schlafen legen." Die Königstochter fing an zu weinen und fürchtete sich vor dem kalten Frosch, den sie nicht anzurühren getraute und der nun in ihrem schönen, reinen Bettlein schlafen sollte. Der König aber ward zornig und sprach: "Wer dir geholfen hat, als du in der Not warst, den sollst du hernach nicht verachten." Da packte sie ihn mit zwei Fingern, trug ihn hinauf und setzte ihn in eine Ecke. Als sie aber im Bett lag, kam er gekrochen und sprach: "Ich bin müde, ich will schlafen so gut wie du: heb mich herauf, oder ich sag's deinem Vater." Da ward sie erst bitterböse, holte ihn herauf und warf ihn aus allen Kräften wider die Wand: "Nun wirst du Ruhe haben, du garstiger Frosch."

Als er aber herabfiel, war er kein Frosch, sondern ein Königssohn mit schönen und freundlichen Augen. Der war nun nach ihres Vaters Willen ihr lieber Geselle und Gemahl. Da erzählte er ihr, er wäre von einer bösen Hexe verwünscht worden, und niemand hätte ihn aus dem Brunnen erlösen können als sie allein, und morgen wollten sie zusammen in sein Reich gehen. Dann schliefen sie ein, und am andern Morgen, als die Sonne sie aufweckte, kam ein Wagen herangefahren, mit acht weißen Pferden bespannt, die hatten weiße Straußfedern auf dem Kopf und gingen in goldenen Ketten, und hinten stand der Diener des jungen Königs, das war der treue Heinrich. Der treue Heinrich hatte sich so betrübt, als sein Herr war in einen Frosch verwandelt worden, daß er drei eiserne Bande hatte um sein Herz legen lassen, damit es ihm nicht vor Weh und Traurigkeit zerspränge. Der Wagen aber sollte den jungen König in sein Reich abholen; der treue Heinrich hob beide hinein, stellte sich wieder hinten auf und war voller Freude über die Erlösung.


Und als sie ein Stück Wegs gefahren waren, hörte der Königssohn, daß es hinter ihm krachte, als wäre etwas zerbrochen. Da drehte er sich um und rief:

"Heinrich, der Wagen bricht!"

"Nein, Herr, der Wagen nicht,

Es ist ein Band von meinem Herzen,

Das da lag in großen Schmerzen,

Als Ihr in dem Brunnen saßt,

Als Ihr eine Fretsche (Frosch) wast (wart)."

Noch einmal und noch einmal krachte es auf dem Weg, und der Königssohn meinte immer, der Wagen bräche, und es waren doch nur die Bande, die vom Herzen des treuen Heinrich absprangen, weil sein Herr erlöst und glücklich war.

.

.

.

 


Der wunderliche Spielmann

(Ο θαυμαστός βιολιστής)

Ein Märchen der Brüder Grimm

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ 

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis.  


Μια φορά ήταν ένας θαυμαστός βιολιστής,που μέσα στο δάσος ολομόναχος περιπλανιόταν και διαφορα σκεφτονταν,και σαν δεν είχε τίποτα πια να,σκεφτεί μονολογησε,

μέσα στο δάσος άσκοπα εδώ κι εκεί πάω,πρέπει μια καλή συντροφιά να γυρέψω,

τότε πήρε το βιολι

απ' τη πλάτη κι έπαιξε,και μέσα στα δέντρα ηχούσε,

μετά από λίγο,ήρθε τρεχοντας ένας λύκος μέσα από το πυκνό δασος

ωχ,ένας λύκος έρχεται,γι'αυτόν δεν έχω καμια διαθεση,είπε ο βιολιστής,

αλλά ο λύκος πλησίασε και του μίλησε ,

ε καλέ μου βιολιστή,πόσο ωραία παίζεις,να μπορούσα κι εγώ να μαθω,

γρήγορα θα μάθεις,απάντησε ο βιολιστής,αν αυτά ολα κάνεις,που θα σου πω,

βιολιστή μου,μίλησε ο λύκος,θα σε υπακούσω ,όπως ενας μαθητής τον δάσκαλο του,

ο βιολιστής του'πε να τον ακολουθήσει,κι.οταν κάποια απόσταση κάνανε μαζί,έφτασαν 

σε μια γέρικη βελανιδιά,που'χε κουφάλα και ήταν στη μέση σχισμένη,

δες εδώ,μίλησε ο βιολιστής,αν θέλεις να μάθεις να παίζεις βιολί,βάλε τις μπροστινες σου πατουσες μέσα σ'αυτη τη σχισμή,

ο λύκος υπάκουσε,κι ο βιολιστής γρήγορα σήκωσε μια πέτρα,και του σφηνωσε τις δύο πατούσες μ'ενα χτύπημα πολύ σφιχτά,κι όπως ένας αιχμαλωτισμενος εκεί θα'πρεπε να μενει

περίμενε εκεί μέχρι να επιστρεψω,είπε ο βιολιστής και συνέχισε το δρόμο του,

μετά από λίγο μονολογησε άλλη μια φορά,

εδώ μέσα στο δάσος πολύ βαριέμαι,θα γυρέψω μια άλλη συντροφιά,

πήρε το βιολι του και ξαναπαιξε

μέσα στο δάσος,μετά από λίγο μια αλεπού  μέσα απ'τα δέντρα φάνηκε

ωχ,μια αλεπού έρχεται,είπε ο βιολιστής,γι'αυτη δεν έχω καμία διάθεση,

η αλεπού τον πλησίασε και του μίλησε,

ε,καλέ μου βιολιστη,πόσο ωραία παίζεις,να'ταν να μπορούσα κι εγώ να μαθω,

γρήγορα θα μάθεις,μίλησε ο βιολιστής,αν αυτά όλα κάνεις ,που θα σου πω,

βιολιστή μου,απάντησε η αλεπού,θα σε υπακούσω,όπως ένας μαθητής τον δάσκαλο του,

ακολούθησε με,είπε ο βιολιστής,κι όταν μια αποσταση πήγαν,έφτασαν σ'ενα μονοπάτι,που'χε στις δύο πλευρές του ψηλους θάμνους,

εκεί ο βιολιστής στάθηκε,λύγισε απ'τη μια πλευρά μια φουντουκια στη γη και την πάτησε με το πόδι του στην άκρη,μετα λύγισε επισης απ'την αλλη πλευρά ένα μικρο θάμνο κάτω κι είπε,

πολύ ωραία,αλεπουδιτσα μου,αν θέλεις να μάθεις,δωσ'μου τ'αριστερη σου πατούσα,

η αλεπού υπάκουσε κι ο βιολιστής έδεσε τη πατούσα στο αριστερο κλαδί,

αλεπουδιτσα μου,είπε,τώρα δωσ'μου την.δεξια,

και αυτή την έδεσε στο δεξί κλαδί,

κι αφού έλεγξε,αν οι κόμποι του σχοινιου ήταν καλά σφιγμένοι,τ'αφησε,κι οι θάμνοι τιναχτηκαν ψηλά και εκσφεντόνισαν την αλεπουδιτσα πανω,στην αέρα να αιωρείται και να σπαρταραει,

περίμενε εκεί μέχρι να επιστρέψω,είπε ο βιολιστής και συνέχισε τον δρόμο του,

πάλι μονολογησε,βαριεμε τόσο πολύ μέσα στο δάσος,θα γυρέψω μια αλλη συντροφιά,

πήρε το βιολί του  κι ο ήχος του αντηχησε μέσα στο δάσος,

τότε ήρθε ένας λαγός τρέχοντας,

ωχ ένα λαγός έρχεται,είπε ο βιολιστής,αυτό δεν το θέλω με τίποτα,

ε καλέ μου βιολιστή,είπε ο λαγός,πόσο ωραία παίζεις,να'ταν να μπορούσα κι εγώ να μαθω,

γρήγορα θα μάθεις,μίλησε ο βιολιστής,αν αυτά όλα κάνεις,που θα σου πω,

βιολιστή μου,απάντησε το λαγουδάκι,θα σε υπακούσω,όπως ένας μαθητής τον δάσκαλο του,

πήγαν μια απόσταση μαζί,μέχρι που σ'ενα ανοιχτό μέρος έφτασαν,όπου μια λευκα ήταν,

ο βιολιστής έδεσε τον λαγό μ'ένα μακρύ σχοινί γύρω απ' τον λαιμό,όπου την άλλη άκρη στο δέντρο συνδεσε,

ωραία έλα,λαγε,τώρα γυρνα είκοσι φορές γύρω απ'το δέντρο, φωναξε ο βιολιστής κι ο λαγός υπάκουσε,

κι όπως αυτός είκοσι φορές έφερε γύρα,το σχοινί είκοσι φορές γυρω απ'το κορμό τυλίχτηκε,κι ο λαγός ήταν αιχμαλωτισμενος,

κι όσο τραβούσε,τόσο του'κοβε  το σχοινι το μαλακό του  λαιμο,

περίμενε εκεί,μέχρι να επιστρέψω,ειπε ο βιολιστής και απομακρύνθηκε,

ο λύκος εν τω μεταξύ είχε μετακινήσει,τραβήξει,δαγκώνοντας τη πέτρα,κι είχε τόσο πολύ προσπαθησει,μεχρι που τις πατούσες του ελευθέρωσε και έξω απ'τη σχισμή είχε τραβηχτεί,

γεμάτος θυμό κι οργή έτρεξε πίσω απ' τον βιολιστή κι ήθελε να τον κατασπαραξει,

όταν η αλεπού τον είδε να τρέχει,άρχισε να του φωνάζει,και να ουρλιάζει μ'ολη τη δύναμη της,

αδελφέ μου λύκε,έλα να με βοηθήσεις,ο βιολιστής με γέλασε,

ο λύκος τράβηξε τα κλαδιά κάτω,έκοψε τα σχοινί κι ελευθέρωσε την αλεπού,που πήγε μαζί του κι εκδίκηση απ'τον βιολιστη ήθελαν να πάρουν,

αυτοί βρήκαν τον δεμένο λαγό,που τον έλυσαν και τότε όλοι μαζί έψαχναν τον  εχθρο τους,

ο βιολιστής πάλι στο δρόμο του το βιολί του έπαιζε,κι αυτή τη φορά ήταν περισσότερο τυχερος,οι ήχοι έφτασαν στ'αυτια ενός φτωχού ξυλοκόπου,ο οποίος ήθελε δεν ήθελε,τη δουλειά εφησε και με το τσεκούρι στο χέρι πλησίασε,τη μουσική ν'ακουσει,

επιτέλους έρχεται ο  σύντροφος που θελω,είπε ο βιολιστής,

γιατί έναν άνθρωπο έψαχνα κι όχι άγρια θηρία,

κι άρχισε κι έπαιζε τοσο ωραία και  ευχάριστα,που ο φτωχός άντρας μαγεμένος στέκονταν,κι η καρδιά από χαρά χτυπούσε,

κι όπως έτσι στέκονταν,πλησίασαν ο λύκος,η αλεπού κι ο λαγός ,και καταλαβε,πως κάποιο κακό σκοπό είχαν,

τότε σήκωσε τ'αστραφτερο του τσεκούρι και στάθηκε μπροστά απ' τον βιολιστη,σαν να'θελε να πει,

όποιος σ'αυτόν τολμήσει να  κάνει κακό,θα'χει με μένα να κάνει,

τότε τα θηρία φοβήθηκαν κι έτρεξαν στο δάσος πίσω,

κι ο βιολιστής έπαιξε στον άντρα ακόμα μια φορά να τον ευχαριστήσει και μετά εφυγε

.

.

Der wunderliche Spielmann

Ein Märchen der Brüder Grimm


Es war einmal ein wunderlicher Spielmann, der ging durch einen Wald mutterseelenallein und dachte hin und her. Und als für seine Gedanken nichts mehr übrig war, sprach er zu sich selbst: "Mir wird hier im Walde Zeit und Weile lang, ich will einen guten Gesellen herbeiholen." Da nahm er die Geige vom Rücken und fiedelte eins, daß es durch die Bäume schallte. Nicht lange, so kam ein Wolf durch das Dickicht daher getrabt. "Ach, ein Wolf kommt! Nach dem trage ich kein Verlangen," sagte der Spielmann. Aber der Wolf schritt näher und sprach zu ihm: "Ei, du lieber Spielmann, was fiedelst du so schön! Das möchte ich auch lernen." - "Das ist bald gelernt," antwortete der Spielmann, "du mußt nur alles tun, was ich dir heiße." - "O Spielmann," sprach der Wolf, "ich will dir gehorchen, wie ein Schüler seinem Meister." Der Spielmann hieß ihn mitgehen, und als sie ein Stück Wegs zusammen gegangen waren, kamen sie an einen alten Eichbaum, der innen hohl und in der Mitte aufgerissen war. "Sieh her," sprach der Spielmann, "willst du fiedeln lernen, so lege die Vorderpfoten in diesen Spalt." Der Wolf gehorchte, aber der Spielmann hob schnell einen Stein auf und keilte ihm die beiden Pfoten mit einem Schlag so fest, daß er wie ein Gefangener da liegenbleiben mußte. "Warte da so lange, bis ich wiederkomme," sagte der Spielmann und ging seines Weges.


Über eine Weile sprach er abermals zu sich selber: "Mir wird hier im Walde Zeit und Weile lang, ich will einen anderen Gesellen herbeiholen," nahm seine Geige und fiedelte wieder in den Wald hinein. Nicht lange, so kam ein Fuchs durch die Bäume dahergeschlichen. "Ach, ein Fuchs kommt," sagte der Spielmann, "nach dem trage ich kein Verlangen." Der Fuchs kam zu ihm heran und sprach: "Ei, du lieber Spielmann, was fiedelst du so schön! Das möchte ich auch lernen." - "Das ist bald gelernt," sprach der Spielmann, "du mußt nur alles tun, was ich dir heiße." - "O Spielmann," antwortete der Fuchs, "ich will dir gehorchen, wie ein Schüler seinem Meister." - "Folge mir," sagte der Spielmann, und als sie ein Stück Wegs gegangen waren, kamen sie auf einen Fußweg, zu dessen beiden Seiten hohe Sträucher standen. Da hielt der Spielmann still, bog von der einen Seite ein Haselnußbäumchen zur Erde herab und trat mit dem Fuß auf die Spitze, dann bog er von der andern Seite noch ein Bäumchen herab und sprach: "Wohlan, Füchslein, wenn du etwas lernen willst, so reich mir deine linke Vorderpfote." Der Fuchs gehorchte, und der Spielmann band ihm die Pfote an den linken Stamm. "Füchslein," sprach er, "nun reich mir die rechte." Die band er ihm an den rechten Stamm. Und als er nachgesehen hatte, ob die Knoten der Stricke auch fest genug waren, ließ er los, und die Bäumchen fuhren in die Höhe und schnellten das Füchslein hinauf, daß es in der Luft schwebte und zappelte. "Warte da so lange, bis ich wiederkomme," sagte der Spielmann und ging seines Weges.


Wiederum sprach er zu sich: "Zeit und Weile wird mir hier im Walde lang; ich will einen andern Gesellen herbeiholen," nahm seine Geige und der Klang erschallte durch den Wald. Da kam ein Häschen dahergesprungen. "Ach, ein Hase kommt!" sagte der Spielmann, "den wollte ich nicht haben." - "Ei, du lieber Spielmann," sagte das Häschen, "was fiedelst du so schön, das möchte ich auch lernen." - "Das ist bald gelernt," sprach der Spielmann, "du mußt nur alles tun, was ich dir heiße." - "O Spielmann," antwortete das Häslein, "ich will dir gehorchen, wie ein Schüler seinem Meister." Sie gingen ein Stück Wegs zusammen, bis sie zu einer lichten Stelle im Walde kamen, wo ein Espenbaum stand. Der Spielmann band dem Häschen einen langen Bindfaden um den Hals, wovon er das andere Ende an den Baum knüpfte. "Munter, Häschen, jetzt spring mir zwanzigmal um den Baum herum!" rief der Spielmann, und das Häschen gehorchte. Und wie es zwanzigmal herumgelaufen war, so hatte sich der Bindfaden zwanzigmal um den Stamm gewickelt, und das Häschen war gefangen, und es mochte ziehen und zerren, wie es wollte, es schnitt sich nur den Faden in den weichen Hals. "Warte da so lange, bis ich wiederkomme," sprach der Spielmann und ging weiter.

Der Wolf indessen hatte gerückt, gezogen, an dem Stein gebissen, und so lange gearbeitet, bis er die Pfoten freigemacht und wieder aus der Spalte gezogen hatte. Voll Zorn und Wut eilte er hinter dem Spielmann her und wollte ihn zerreißen. Als ihn der Fuchs laufen sah, fing er an zu jammern, und schrie aus Leibeskräften: "Bruder Wolf, komm mir zu Hilfe, der Spielmann hat mich betrogen!" Der Wolf zog die Bäumchen herab, biß die Schnur entzwei und machte den Fuchs frei, der mit ihm ging und an dem Spielmann Rache nehmen wollte. Sie fanden das gebundene Häschen, das sie ebenfalls erlösten, und dann suchten alle zusammen ihren Feind auf.


Der Spielmann hatte auf seinem Weg abermals seine Fiedel erklingen lassen, und diesmal war er glücklicher gewesen. Die Töne drangen zu den Ohren eines armen Holzhauers, der alsbald, er mochte wollen oder nicht, von der Arbeit abließ und mit dem Beil unter dem Arme herankam, die Musik zu hören. "Endlich kommt doch der rechte Geselle," sagte der Spielmann, "denn einen Menschen suchte ich und keine wilden Tiere." Und fing an und spielte so schön und lieblich, daß der arme Mann wie bezaubert dastand, und ihm das Herz vor Freude aufging. Und wie er so stand, kamen der Wolf, der Fuchs und das Häslein heran, und er merkte wohl, daß sie etwas Böses im Schilde führten. Da erhob er seine blinkende Axt und stellte sich vor den Spielmann, als wollte er sagen: "Wer an ihn will, der hüte sich, der hat es mit mir zu tun." Da ward den Tieren angst und sie liefen in den Wald zurück; der Spielmann aber spielte dem Manne noch eins zum Dank und zog dann weiter.

.

.

.





(Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ)

Για τον ψαρά και τη γυναίκα του

Ein Märchen der Brüder Grimm

Von dem Fischer und seiner Frau

-αποδοση-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ήταν μια φορά ένας ψαράς και η γυναίκα του,που κατοικούσαν σε μια

μικρή ψαράδικη καλύβα,κοντά στη θάλασσα,κι ο ψαράς κάθε μέρα πήγαινε 

και ψάρευε,

μια μέρα το αγκίστρι του βυθίστηκε βαθια στο βυθό κι έπιασε  ένα μεγάλο ψαρι και το'τραβηξε εξω,τότε το ψάρι του μίλησε,

καλέ μου ψαρά,άσε με να ζήσω,δεν είμαι κανονικό ψάρι,αλλά ένας μαγεμένος

πρίγκιπας,δεν θα οφεληθεις να με σκοτώσεις,δεν είμαι νόστιμο,ρίξε με πάλι

στη θάλασσα,

αλήθεια,τι το χρειάζομαι ένα ψάρι που μιλάει,είπε ο ψαράς,και το'ριξε πάλι

στη θάλασσα,

όταν ο ψαράς γύρισε στη καλύβα του,άντρα μου,τίποτα δεν έπιασες σήμερα;,

του'πε η γυναίκα του,

όχι,της είπε,έπιασα ένα ψάρι που μιλούσε και μου'πε πως ένας μαγεμένος

πρίγκιπας ήταν,και το'ριξα πάλι στη θάλασσα

και δεν του'χεις τίποτα ζητήσει;,είπε η γυναίκα,

όχι,και τι έπρεπε να του ζητήσω;,είπε ο άντρας,

να του ζητούσες ένα σπιτάκι,να μην μενουμε στη καλύβα,είπε η γυναίκα,πήγαινε

και ζήτα το,

ο άντρας δεν ήθελε,αλλά η γυναίκα του επέμενε,και πηγε στη θάλασσα,

όταν πήγε εκεί η θάλασσα ήταν πράσινη και κίτρινη και λιγο θολή,

τότε φώναξε

ψαράκι ψαράκι

απ' τη θάλασσα βγες

η γυναίκα μου ,θέλει

κάτι να σου ζητησει,

ήρθε λοιπόν το ψάρι κι είπε,τι θέλεις;

κι εκεινος είπε τι ζητούσε η γυναίκα του,ένα σπιτάκι να μένουν,

πήγαινε,είπε το ψάρι,κι αυτό εγινε,

και γύρισε ο ψαράς και βρήκε τη γυναίκα να κάθεται μπροστά σ' ένα σπιτάκι,

και μπήκαν μέσα κι είδε να'χει δωμάτιο με κρεβάτια και κουζίνα μ'όλα τα

σκεύη και πίσω είχε μια μικρή αυλή με χήνες και παπιες κι έναν μικρό κήπο

με λάχανα και δέντρα με φρούτα,

βλέπεις,του'πε η γυναίκα,πόσο ευχάριστα τώρα είναι,

μετά έφαγαν και πήγαν στο κρεβάτι και κοιμηθηκαν,

πέρασαν οκτώ η' δεκατέσσερις μέρες και του'πε η γυναίκα,

άντρα μου,το σπιτάκι είναι στενό,κι η αυλή κι ο κήπος μικρός,πήγαινε στο

ψάρι και ζητά του ένα πύργο να μας δώσει να μενουμε,

ο άντρας δεν ήθελε,μας φτάνει αυτό,τι θέλουμε το μεγαλύτερο;,

η γυναίκα όμως επέμενε πολύ κι αναγκάστηκε να πάει με βαριά καρδια,

όταν έφτασε στη θάλασσα εκείνη ήταν μωβ και σκοτεινή γαλάζια και

γκρίζα,

τότε φωναξε

ψαράκι ψαράκι

απ' τη θάλασσα βγες

η γυναίκα μου ,θέλει

κάτι να σου ζητησει

τι θέλεις πάλι;,είπε το ψάρι,

η γυναίκα μου τώρα θέλει εναν πύργο,είπε αναστεναζοντας ο άντρας,

πήγαινε,είπε το ψάρι,κι αυτό εγινε,

και γύρισε ο ψαράς κι είδε έναν ψηλό πυργο και τη γυναίκα του σε μια μεγάλη

σκάλα,και μπήκαν μέσα στον πύργο,όλα ήταν από μάρμαρο,και πολλοί υπηρέτες,πολύτιμα χαλιά,και χρυσά τραπέζια και καθίσματα,κρυστάλλινοι πολυέλαιοι,πάνω στα τραπέζια όλων των ειδών τα φαγητά και τα πιο καλά κρασια,και πίσω μια μεγάλη αυλή με άλογα και άμαξες,κι ένας κήπος γεμάτος με τα πιο όμορφα λουλούδια και καρποφόρα δέντρα,και ένα δάσος με ζαρκάδια ελάφια και λαγούς για να κυνηγούν,

δεν είναι τώρα όμορφα;είπε η γυναίκα

ναι,είπε ο άντρας,ειναι,κι εδώ θα μένουμε ευτυχισμένοι,

έτσι είπαν και πήγαν να κοιμηθούν,

την άλλη μέρα ξύπνησε πρώτη η γυναίκα,και κοίταξε απ'το παράθυρο τη τεράστια γη που ήταν έξω,

και ξυπνώντας τον άντρα του'πε,

άντρα μου θέλω βασίλισσα να γίνω,να κυβερνώ αυτή τη γη,πήγαινε στο ψάρι και ζητα το,

τι'ναι αυτό τώρα που ζητάς;,είπε ο άντρας,βασίλισσα να γινεις;

αυτό θέλω και πήγαινε να το ζητήσεις,είπε η γυναικα,

κι αναγκάστηκε να πάει με πολύ βαριά καρδιά,

όταν έφτασε στη θάλασσα εκείνη ήταν σκοτεινή μαυρη και το νερό  βρωμουσε,

τότε φωναξε,

ψαράκι ψαράκι

απ' τη θάλασσα βγες

η γυναίκα μου ,θέλει

κάτι να σου ζητησει

τι θέλεις πάλι τωρα;,είπε το ψάρι,

η γυναίκα μου τώρα θέλει βασίλισσα να γινει,είπε αναστεναζοντας ο άντρας

πήγαινε,είπε το ψάρι,κι αυτό εγινε,

και γύρισε ο ψαράς και στη θέση του πύργου είδε ένα παλάτι,με πύργους και πολεμίστρες, φρουροί στέκονταν στη πόρτα,και πολλοί στρατιώτες με σάλπιγγες και τρομπετες,

και μπήκε στο σπίτι,όλα ήταν από μάρμαρο και χρυσάφι και βελούδινα χαλιά,κι όταν από τη μεγάλη πόρτα μπήκε στην μεγάλη αίθουσα,εκεί ήταν γεμάτοι αυλικούς,κι είδε τη γυναίκα του να κάθεται σε έναν ψηλό θρόνο από χρυσό και διαμάντια και στο χερι της να κρατάει ένα χρυσό σκήπτρο με πολύτιμα πετράδια,

και στις δύο πλευρές της στέκονταν οι νεαρές κύριες των τιμών η μια ομορφότερη απ'την αλλη,

τώρα είσαι βασίλισσα ,της είπε

ναι,είμαι βασίλισσα ,του'πε η γυναίκα,

δεν περασε όμως  πολύ καιρός και του είπε,

θέλω να γίνω αυτοκράτειρα,πήγαινε αμέσως στο ψάρι και ζητα το,

μα,αυτό δεν γίνεται,είπε ο άντρας,μια αυτοκράτειρα μόνο υπάρχει,

εγω,θέλω να γίνω,αυτοκράτειρα, επέμενε εκείνη,κι αφού το ψάρι μπόρεσε βασίλισσα να με κάνει μπορεί κι αυτοκράτειρα,

κι αναγκάστηκε παλι να πάει με πολύ βαριά καρδιά,

όταν έφτασε στη θάλασσα εκείνη ήταν κατασκοτεινη

κι ο δυνατός αέρας σήκωνε ψηλά κύματα κι ανεμοστροβιλο,

τότε φωναξε,

ψαράκι ψαράκι

απ' τη θάλασσα βγες

η γυναίκα μου ,θέλει

κάτι να σου ζητησει

τι θέλεις πάλι ;,είπε το ψάρι,

η γυναίκα μου τώρα θέλει αυτοκράτειρα να γινει,είπε βαριά αναστεναζοντας ο άντρας,

πήγαινε,είπε το ψάρι,κι αυτό εγινε,

και γύρισε ο ψαράς κι είδε έναν  πύργο από αστραφτερό μαρμαρο αλαβαστρο και χρυσάφι,μπροστά στη πόρτα βάδιζαν σε παράταξη οι στρατιώτες και σαλπιζαν και τυμπανιζαν,και μέσα ήταν βαρόνοι και κομητες και δουκες,έτοιμοι να υπηρετήσουν,κι άνοιξαν οι χρυσές πόρτες και μπήκε στην αίθουσα που κάθονταν η γυναίκα του σ'ενα θρονο όλο χρυσό και πάρα πολύ ψηλό,και φορούσε μια μεγάλη χρυσή κορώνα με μπριλαντια,στο ένα χέρι κρατούσε το σκήπτρο και στ'αλλο την αυτοκρατορική σφαίρα,και στις δύο πλευρές της στέκονταν οι σωματοφύλακες σε δύο σειρές,από αυτον σαν γίγαντα τεράστιο μέχρι αυτον σαν το μικρο δακτυλακι νανο,και μπροστά πολλοί πρίγκιπες και δουκες,

ο ψαράς πέρασε ανάμεσα τους κι είπε στη γυναίκα του,

τώρα είσαι αυτοκράτειρα,

ναι είμαι αυτοκράτειρα,είπε εκεινη,

δεν περασε όμως πολύ καιρός και του'πε,

τώρα θέλω να γίνω παπας,πήγαινε στο ψάρι και ζητά το,

μα τι λες,ένας μονάχα παπας υπάρχει στους χριστιανούς,

αυτό θέλω,επέμενε εκείνη,να γίνω πάπας,και το ψάρι αφού μ'εκανε αυτοκράτειρα μπορεί να με κάνει και παπα,είμαι αυτοκράτειρα και σε διατάζω αμέσως να πας,

κι αναγκάστηκε παλι να πάει με πάρα πολύ βαριά καρδιά,

όταν έφτασε στη θάλασσα εκείνη ήταν πολύ σκοτεινη, η θύελλα σήκωνε μεγαλα κύματα και τα καράβια κινδύνευαν να βουλιαξουν,

τότε φωναξε,

ψαράκι ψαράκι

απ' τη θάλασσα βγες

η γυναίκα μου ,θέλει

κάτι να σου ζητησει

τι θέλεις πάλι ;,είπε το ψάρι,

η γυναίκα μου τώρα θέλει παπας να γινει,είπε βαριά αναστεναζοντας ο άντρας,

πήγαινε,είπε το ψάρι,κι αυτό εγινε,

και γύρισε ο ψαράς κι είδε μια μεγάλη εκκλησία,περιτριγυρισμένη από παλατια,και περνώντας μέσα απ'το μεγάλο πλήθος του κόσμου,μπήκε σε μια αίθουσα που τη φώτιζαν χιλιάδες φώτα,κι είδε τη γυναίκα του στολισμένη στα χρυσά ρούχα να κάθεται πάνω στον πιο ψηλό θρόνο και να φορεί τρεις χρυσές κορώνες στο κεφάλι της,γύρω της πολλοί ιερωμένοι,και στις δύο πλευρές της ήταν δύο σειρές λαμπάδες,από την λαμπάδα σαν τον πιο ψηλό πύργο μέχρι τη λαμπάδα σαν το πιο μικρο λυχναρι,κι όλοι οι αυτοκράτορες κι οι βασιλιάδες την προσκυνούσαν ,

γυναίκα τώρα,της είπε,είσαι παπας,

ναι,είπε εκείνη,τώρα είμαι πάπας,

έτσι είπαν και πήγαν να κοιμηθούν,

αλλ'ομως εκείνη δεν μπορούσε να κοιμηθεί,δεν την άφηνε η απληστια,τι άλλο μπορούσε να γίνει;,

ο άντρας κοιμόνταν βαθιά,κι εκείνη στριφογυρνουσε στο κρεβάτι όλη τη νύχτα,κι όταν ο ήλιος ανέτειλε,τότε πετάχτηκε απ'το κρεβάτι και πήγε στο παράθυρο,και κοιτούσε τον ήλιο,

γιατί να μην κυβερνήσω τον ήλιο,σκέφτηκε κι αμέσως έτρεξε και ξύπνησε τον άντρα της,

ξύπνα,του'πε,και πήγαινε αμέσως τωρα στο ψάρι,δεν μπορώ να ησυχάσω,και ζητα του να με κάνει θεό,

αυτό γυναίκα,δεν μπορεί να γίνει,της είπε ο άντρας,το ψάρι σε έκανε βασίλισσα αυτοκράτειρα παπα,θεό δεν μπορεί να σε κάνει,ας μείνεις παπας,

ακούς τι σου λέω,του φωναξε αγρια εκεινη,εμπρός πήγαινε αμέσως στο ψάρι να με κάνει θεό,

κι αναγκάστηκε παλι να πάει με πάρα πολύ βαριά καρδιά και πολύ φοβο,

όταν έφτασε στη θάλασσα

ήταν τρομερή καταιγίδα και δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του,τα σπίτια και τα δέντρα έτρεμαν και τα βουνά σειωνταν και τα βράχια ξεκολλούσαν και κατρακυλούσαν στη θάλασσα, κι ο ουρανός ήταν πίσσα σκοτάδι,βροντουσε κι αστραφτε και τα κύματα ήταν τεράστια σαν καμπαναριά και βουνά,  

τότε φωναξε πολύ δυνατα γιατί ούτε τη φωνή του δεν μπορούσε ν'ακουσει,

ψαράκι ψαράκι

απ' τη θάλασσα βγες

η γυναίκα μου ,θέλει

κάτι να σου ζητησει,

τι θέλεις πάλι ;,είπε το ψάρι,

η γυναίκα μου τώρα θέλει ο θεός να γινει,είπε βαριά αναστεναζοντας ο άντρας,

πήγαινε,είπε το ψάρι,και θα τη βρεις πάλι να κάθεται στο ψαράδικο καλυβάκι,


εκεί ακόμα αυτοί κάθονται μέχρι τη σημερινή μέρα,

.

.

Von dem Fischer und seiner Frau

Ein Märchen der Brüder Grimm

Von dem Fischer und seiner Frau


Es war einmal ein Fischer und seine Frau, die wohnten zusammen in einer kleinen Fischerhütte, dicht an der See, und der Fischer ging alle Tage hin und angelte: und angelte und angelte.


So saß er auch einmal mit seiner Angel und sah immer in das klare Wasser hinein: und so saß er nun und saß.


Da ging die Angel auf den Grund, tief hinunter, und als er sie heraufhohe, da holte er einen großen Butt heraus. Da sagte der Butt zu ihm: "Hör mal, Fischer, ich bitte dich, laß mich leben, ich bin kein richtiger Butt, ich bin ein verwunschener Prinz. Was hilft's dir denn, wenn du mich tötest? Ich würde dir doch nicht recht schmecken: Setz mich wieder ins Wasser und laß mich schwimmen." - "Nun," sagte der Mann, "du brauchst nicht so viele Worte zu machen: einen Butt, der sprechen kann, werde ich doch wohl schwimmen lassen." Damit setzte er ihn wieder in das klare Wasser. Da ging der Butt auf Grund und ließ einen langen Streifen Blut hinter sich. Da stand der Fischer auf und ging zu seiner Frau in die kleine Hütte.


"Mann," sagte die Frau, "hast du heute nichts gefangen?" - "Nein," sagte der Mann. "Ich fing einen Butt, der sagte, er wäre ein verwunschener Prinz, da hab ich ihn wieder schwimmen lassen." - "Hast du dir denn nichts gewünscht?" sagte die Frau. "Nein," sagte der Mann, "was sollte ich mir wünschen?" - "Ach," sagte die Frau, "das ist doch übel, immer hier in der Hütte zu wohnen: die stinkt und ist so eklig; du hättest uns doch ein kleines Häuschen wünschen können. Geh noch einmal hin und ruf ihn. Sag ihm, wir wollen ein kleines Häuschen haben, er tut das gewiß." - "Ach," sagte der Mann, "was soll ich da nochmal hingehen?" - "I," sagte die Frau, "du hattest ihn doch gefangen und hast ihn wieder schwimmen lassen - er tut das gewiß. Geh gleich hin!" Der Mann wollte noch nicht recht, wollte aber auch seiner Frau nicht zuwiderhandeln und ging hin an die See.


Als er dorthin kam, war die See ganz grün und gelb und gar nicht mehr so klar. So stellte er sich hin und sagte:

"Männlein, Männlein, Timpe Te,

Buttje, Buttje in der See,

Meine Frau, die Ilsebill,

Will nicht so, wie ich wohl will."

Da kam der Butt angeschwommen und sagte: "Na, was will sie denn?" - "Ach," sagte der Mann, "ich hatte dich doch gefangen; nun sagt meine Frau, ich hätt mir doch was wünschen sollen. Sie mag nicht mehr in der Hütte wohnen, sie will gern ein Häuschen." - "Geh nur," sagte der Butt, "sie hat es schon."


Da ging der Mann hin, und seine Frau saß nicht mehr in der kleinen Hütte, denn an ihrer Stelle stand jetzt ein Häuschen, und seine Frau saß vor der Türe auf einer Bank. Da nahm ihn seine Frau bei der Hand und sagte zu ihm: "Komm nur herein, sieh, nun ist doch das viel besser." Da gingen sie hinein, und in dem Häuschen war ein kleiner Vorplatz und eine kleine reine Stube und Kammer, wo jedem sein Bett stand, und Küche und Speisekammer, alles aufs beste mit Gerätschaften versehen und aufs schönste aufgestellt, Zinnzeug und Messing, was eben so dazugehört. Dahinter war auch ein kleiner Hof mit Hühnern und Enten und ein kleiner Garten mit Grünzeug und Obst. "Sieh," sagte die Frau, "ist das nicht nett?" - "Ja," sagte der Mann, "so soll es bleiben; nun wollen wir recht vergnügt leben." - "Das wollen wir uns bedenken," sagte die Frau. Dann aßen sie etwas und gingen zu Bett.


So ging es wohl nun acht oder vierzehn Tage, da sagte die Frau: "Hör, Mann, das Häuschen ist auch gar zu eng, und der Hof und der Garten ist so klein: der Butt hätt uns auch wohl ein größeres Haus schenken können. Ich möchte wohl in einem großen steinernen Schloß wohnen. Geh hin zum Butt, er soll uns ein Schloß schenken." - "Ach Frau," sagte der Mann, "das Häuschen ist ja gut genug, warum wollen wir in einem Schloß wohnen?" -"I was," sagte die Frau, "geh du man hin, der Butt kann das schon." - "Nein, Frau," sagte der Mann, "der Butt hat uns erst das Häuschen gegeben. Ich mag nun nicht schon wieder kommen, den Butt könnte das verdrießen." - "Geh doch," sagte die Frau, "er kann das recht gut und tut es auch gern; geh du nur hin." Dem Mann war sein Herz so schwer, und er wollte nicht; er sagte zu sich selber: "Das ist nicht recht." Aber er ging doch hin.

Als er an die See kam, war das Wasser ganz violett und dunkelblau und grau und dick, und gar nicht mehr so grün und gelb, doch war es noch still. Da stellte er sich hin und sagte:

"Männlein, Männlein, Timpe Te,

Buttje, Buttje in der See,

Meine Frau, die Ilsebill,

Will nicht so, wie ich wohl will."

"Na, was will sie denn?" sagte der Butt. "Ach," sagte der Mann, halb betrübt, "sie will in einem großen steinernen Schloß wohnen." - "Geh nur hin, sie steht vor der Tür," sagte der Butt.


Da ging der Mann hin und dachte, er wollte nach Hause gehen, als er aber dahin kam, da stand dort ein großer steinerner Palast, und seine Frau stand oben auf der Treppe und wollte hineingehen: da nahm sie ihn bei der Hand und sagte: "Komm nur herein." Damit ging er mit ihr hinein, und in dem Schloß war eine große Diele mit einem marmornen Estrich, und da waren so viele Bediente, die rissen die großen Türen auf, und die Wände waren alle blank und mit schönen Tapeten ausgestattet, und in den Zimmern lauter goldene Stühle und Tische, und kristallene Kronleuchter hingen von der Decke; alle Stuben und Kammern waren mit Fußdecken versehen. Auf den Tischen stand das Essen und der allerbeste Wein, daß sie fast brechen wollten. Und hinter dem Haus war auch ein großer Hof mit Pferde- und Kuhstall, und Kutschwagen: alles vom allerbesten; auch war da ein großer herrlicher Garten mit den schönsten Blumen und feinen Obstbäumen, und ein herrlicher Park, wohl eine halbe Meile lang, da waren Hirsche und Rehe drin und alles, was man nur immer wünschen mag. "Na," sagte die Frau, "ist das nun nicht schön?" - "Ach ja," sagte der Mann, "so soll es auch bleiben. Nun wollen wir auch in dem schönen Schloß wohnen und wollen zufrieden sein." - "Das wollen wir uns bedenken," sagte die Frau, "und wollen es beschlafen." Darauf gingen sie zu Bett.

Am andern Morgen wachte die Frau als erste auf; es war gerade Tag geworden, und sah von ihrem Bett aus das herrliche Land vor sich liegen. Der Mann reckte sich noch, da stieß sie ihn mit dem Ellbogen in die Seite und sagte: "Mann, steh auf und guck mal aus dem Fenster. Sieh, können wir nicht König werden über all das Land? Geh hin zum Butt, wir wollen König sein." - "Ach Frau," sagte der Mann, "warum wollen wir König sein?" - "Nun," sagte die Frau, "willst du nicht König sein, so will ich König sein. Geh hin zum Butt, ich will König sein." - "Ach Frau," sagte der Mann, "was willst du König sein? Das mag ich ihm nicht sagen." - "Warum nicht?" sagte die Frau, "geh stracks hin, ich muß König sein." Da ging der Mann hin und war ganz bedrückt, daß seine Frau König werden wollte. Das ist und ist nicht recht, dachte der Mann. Er wollte nicht hingehen, ging aber dann doch hin.


Und als er an die See kam, war die See ganz schwarzgrau, und das Wasser drängte so von unten herauf und stank auch ganz faul. Da stellte er sich hin und sagte:

"Männlein, Männlein, Timpe Te,

Buttje, Buttje in der See,

Meine Frau, die Ilsebill,

Will nicht so, wie ich wohl will."

"Na, was will sie denn?" sagte der Butt. "Ach," sagte der Mann, "sie will König werden." - "Geh nur hin, sie ist es schon," sagte der Butt.

Da ging der Mann hin, und als er zu dem Palast kam, war das Schloß viel größer geworden, mit einem großen Turm und herrlichem Zierat daran: und die Schildwache stand vor dem Tor, und da waren so viele Soldaten und Pauken und Trompeten. Und als er in das Haus kam, so war alles von purem Marmor und Gold, und sammtne Decken und große goldene Quasten. Da gingen die Türen von dem Saal auf, wo der ganze Hofstaat war, und seine Frau saß auf einem hohen Thron von Gold und Diamanten und hatte eine große goldene Krone auf und das Zepter in der Hand von purem Gold und Edelstein. Und auf beiden Seiten von ihr standen sechs Jungfrauen in einer Reihe, immer eine einen Kopf kleiner als die andere. Da stellte er sich hin und sagte: "Ach Frau, bist du nun König?" - "Ja," sagte die Frau, "nun bin ich König." Da stand er nun und sah sie an; und als er sie eine Zeitlang so angesehen hatte, sagte er: "Ach Frau, was ist das schön, daß du nun König bist! Nun wollen wir uns auch nichts mehr wünschen." - "Nein, Mann," sagte die Frau, und war ganz unruhig, "mir wird schon Zeit und Weile lang, ich kann das nicht mehr aushalten. Geh hin zum Butt: König bin ich, nun muß ich auch Kaiser werden." - "Ach Frau," sagte der Mann, "warum willst du Kaiser werden?" - "Mann," sagte sie, "geh zum Butt, ich will Kaiser sein!" - "Ach Frau," sagte der Mann, "Kaiser kann er nicht machen, ich mag dem Butt das nicht zu sagen; Kaiser ist nur einmal im Reich: Kaiser kann der Butt nicht machen." - "Was," sagte die Frau, "ich bin König, und du bist doch mein Mann; willst du gleich hingehen? Gleich geh hin! - Kann er Könige machen, so kann er auch Kaiser machen; ich will und will Kaiser sein! Geh gleich hin!" Da mußte er hingehen. Als der Mann aber hinging, war ihm ganz bang; und als er so ging, dachte er bei sich: Das geht und geht nicht gut: Kaiser ist zu unverschämt, der Butt wird's am Ende leid. Inzwischen kam er an die See. Da war die See noch ganz schwarz und dick und fing an, so von unten herauf zu schäumen, daß sie Blasen warf; und es ging so ein Wirbelwind über die See hin, daß sie sich nur so drehte. Und den Mann ergriff ein Grauen. Da stand er nun und sagte:

"Männlein, Männlein, Timpe Te,

Buttje, Buttje in der See,

Meine Frau, die Ilsebill,

Will nicht so, wie ich wohl will."

"Na, was will sie denn?" sagte der Butt. "Ach, Butt," sagte er, "meine Frau will Kaiser werden." - "Geh nur hin," sagte der Butt, "sie ist es schon."


Da ging der Mann hin, und als er dort ankam, war das ganze Schloß von poliertem Marmor mit Figuren aus Alabaster und goldenen Zieraten. Vor der Tür marschierten die Soldaten, und sie bliesen Trompeten und schlugen Pauken und Trommeln; aber in dem Hause, da gingen die Barone und Grafen und Herzöge herum und taten, als ob sie Diener wären. Die machten ihm die Türen auf, die von lauter Gold waren. Und als er hereinkam, da saß seine Frau auf einem Thron, der war von einem Stück Gold und war wohl zwei Meilen hoch; und sie hatte eine große goldene Krone auf, die war drei Ellen hoch und mit Brillanten und Karfunkelsteinen besetzt. In der einen Hand hatte sie das Zepter und in der andern den Reichsapfel, und auf beiden Seiten neben ihr, da standen die Trabanten so in zwei Reihen, immer einer kleiner als der andere, von dem allergrößten Riesen, der war zwei Meilen hoch, bis zu dem allerwinzigsten Zwerg, der war so groß wie mein kleiner Finger. Und vor ihr standen viele Fürsten und Herzöge. Da trat nun der Mann zwischen sie und sagte: "Frau, bist du nun Kaiser?" - "Ja," sagte sie, "ich bin Kaiser." Da stellte er sich nun hin und besah sie sich recht, und als er sie so eine Zeitlang angesehen hatte, da sagte er: "Ach, Frau, wie steht dir das schön, daß du Kaiser bist." - "Mann," sagte sie, "was stehst du da? Ich bin nun Kaiser, nun will ich auch Papst werden; geh hin zum Butt." - "Ach Frau," sagte der Mann, "was willst du denn nicht alles? Papst kannst du nicht werden, ihn gibt's nur einmal in der Christenheit: das kann er doch nicht machen!" - "Mann," sagte sie, "ich will Papst werden, geh gleich hin, ich muß heute noch Papst werden." - "Nein, Frau," sagte der Mann, "das mag ich ihm nicht sagen, das ist nicht gut, das ist zuviel verlangt, zum Papst kann dich der Butt nicht machen." - "Mann, schwatz kein dummes Zeug!" sagte die Frau. "Kann er Kaiser machen, so kann er auch einen Papst machen. Geh sofort hin; ich bin Kaiser, und du bist doch mein Mann. Willst du wohl hingehen?" Da wurde ihm ganz bang zumute, und er ging hin, aber ihm war ganz flau dabei; er zitterte und bebte, und die Knie und Waden schlotterten ihm. Und da strich so ein Wind über das Land , und die Wolken flogen, und es wurde so düster wie gegen den Abend zu: die Blätter wehten von den Bäumen, und das Wasser ging hoch und brauste so, als ob es kochte, und platschte an das Ufer, und in der Ferne sah er die Schiffe, die gaben Notschüsse ab und tanzten und sprangen auf den Wogen. Doch war der Himmel in der Mitte noch ein bißchen blau, aber an den Seiten, da zog es so recht rot auf wie ein schweres Gewitter. Da ging er ganz verzagt hin und stand da in seiner Angst und sagte:

"Männlein, Männlein, Timpe Te,

Buttje, Buttje in der See,

Meine Frau, die Ilsebill,

Will nicht so, wie ich wohl will."

"Na, was will sie denn?" sagte der Butt. "Ach"; sagte der Mann, "sie will Papst werden." - "Geh nur hin, sie ist es schon," sagte der Butt.


Da ging er hin, und als er ankam, da war da eine große Kirche, von lauter Palästen umgeben. Da drängte ersieh durch das Volk; inwendig war aber alles mit tausend und tausend Lichtern erleuchtet, und seine Frau war ganz in Gold gekleidet und saß auf einem noch viel höheren Thron und hatte drei große goldene Kronen auf, und um sie herum, da war so viel geistlicher Staat, und zu beiden Seiten von ihr, da standen zwei Reihen Lichter, das größte so dick und so groß wie der allergrößte Turm, bis zu dem allerkleinsten Küchenlicht. Und all die Kaiser und Könige, die lagen vor ihr auf den Knien und küßten ihr den Pantoffel. "Frau," sagte der Mann und sah sie so recht an, "bist du nun Papst?" - "Ja," sagte sie, "ich bin Papst." Da ging er hin und sah sie recht an, und da war ihm, als ob er in die helle Sonne sähe. Als er sie so eine Zeitlang angesehen hatte, sagte er: "Ach Frau, wie gut steht dir das, daß du Papst bist!" Sie saß aber ganz steif wie ein Baum und rührte und regte sich nicht. Da sagte er: "Frau, nun sei zufrieden, daß du Papst bist, denn nun kannst du doch nichts mehr werden." - "Das will ich mir bedenken," sagte die Frau. Damit gingen sie beide zu Bett. Aber sie war nicht zufrieden, und die Gier ließ sie nicht schlafen; sie dachte immer, was sie noch werden könnte.


Der Mann schlief recht gut und fest, er hatte am Tag viel laufen müssen; die Frau aber konnte gar nicht einschlafen und warf sich die ganze Nacht von einer Seite auf die andere und dachte immer darüber nach, was sie wohl noch werden könnte, und konnte sich doch auf nichts mehr besinnen. Indessen wollte die Sonne aufgehen, und als sie das Morgenrot sah, setzte sie sich aufrecht im Bett hin und sah da hinein. Und als sie aus dem Fenster die Sonne so heraufkommen sah: Ha, dachte sie, kann ich nicht auch die Sonne und den Mond aufgehen lassen? - "Mann," sagte sie und stieß ihn mit dem Ellenbogen in die Rippen; "wach auf, geh hin zum Butt, ich will werden wie der liebe Gott." Der Mann war noch ganz schlaftrunken, aber er erschrak so, daß er aus dem Bett fiel. Er meinte, er hätte sich verhört, rieb sich die Augen aus und sagte: "Ach Frau, was sagst du?" - "Mann," sagte sie, "wenn ich nicht die Sonne und den Mond kann aufgehen lassen, das kann ich nicht aushalten, und ich habe keine ruhige Stunde mehr, daß ich sie nicht selbst kann aufgehen lassen." Dabei sah sie ihn ganz böse an, daß ihn ein Schauder überlief. "Gleich geh hin, ich will werden wie der liebe Gott." - "Ach Frau," sagte der Mann und fiel vor ihr auf die Knie, "das kann der Butt nicht. Kaiser und Papst kann er machen; - ich bin dich, geh in dich und bleibe Papst." Da überkam sie die Bosheit, die Haare flogen ihr so wild um den Kopf und sie schrie: "Ich halte das nicht aus! Und ich halte das nicht länger aus! Willst du hingehen?!" Da zog er sich die Hose an und lief davon wie unsinnig.


Draußen aber ging der Sturm und brauste, daß er kaum auf den Füßen stehen konnte. Die Häuser und die Bäume wurden umgeweht, und die Berge bebten, und die Felsenstücke rollten in die See, und der Himmel war ganz pechschwarz, und es donnerte und blitzte, und die See ging in so hohen schwarzen Wogen wie Kirchtürme und Berge, und hatten oben alle eine weiße Schaumkrone auf. Da schrie er, und konnte sein eigenes Wort nicht hören:

"Männlein, Männlein, Timpe Te,

Buttje, Buttje in der See,

Meine Frau, die Ilsebill,

Will nicht so, wie ich wohl will."

"Na, was will sie denn?" sagte der Butt. "Ach," sagte er, "sie will werden wie der liebe Gott." - "Geh nur hin, sie sitzt schon wieder in der Fischerhütte."


Da sitzen sie noch bis auf den heutigen Tag.

.

.



Φωτογραφιση-Αμαδρυαδα Βελανιδια-Μαχαιρα

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


την είδε,ξαπλωμένη,


ο μύθος λέει,τον αναφέρει ο Οβίδιος(Fasti 4,229),για την Αμαδρυαδα 

Σαγαριτιδα,που ερωτεύτηκε ο Αττης,παραβαίνοντας τον όρκο του 

στη Κυβέλη πως θα μείνει αγνος,τότε η Κυβέλη οργίστηκε και 

ξερίζωσε το δέντρο που ζούσε η Αμαδρυαδα και πέθανε μαζι με το 

δέντρο κι αυτή,


άκουσε τον άνεμο,

Σαγαριτιδα Σαγαριτιδα,

η θλιμμένη φωνή του Αττη,που παραφρονισε από τον χαμό της

και αυτοευνουχιστικε


του είπαν,πως τα παλιά χρόνια οι άνθρωποι σέβονταν τα δέντρα,από

αυτά εξαρτιόνταν η ζωή τους,γιατί εκτός από κυνηγοί,ήταν και

καρποσυλλεκτες,

έτσι,με δοξασίες τα προστάτευαν,


μην κακομεταχειριστεις δέντρο,μήτε να το κόψεις η' το κάψεις 

γιατι η κόρη,η Αμαδρυαδα(Άμα+Δρυς) που ζει με αυτό θα πεθάνει

μαζί του η' θα πάει σε άλλο δέντρο και θα σε εκδικηθεί σκληρά


αλλά,Απτεσθαι Ξύλου,χτυπάτε το ξύλο,να ακούσει η Αμαδρυαδα

την ευχή σας και να την ευοδωσει


την είδε ξαπλωμένη την Αμαδρυαδα,

το όνομα της Βελανιδια

.

.

.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου