.
.
Ι
Literature Λογοτεχνία
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
φωτογράφιση
-MetaPhysica Of Woman's Interiors
(Εγκατάσταση Installation)
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
σε αυτήν την Εγκατάσταση (Installation),όπου στη τεράστια αίθουσα στους τεσσερους τοίχους προβάλονται οι φωτογραφίσεις,ανα 3 min,οι θεατές πρέπει να γράψουν μια ιστορία για κάθε φωτογραφία που βλέπουν
.
.
.
φωτογράφιση
-Ligeia τού Edgar Allan Poe-
(from my Installation: MetaPhysica Of Woman's Interiors)
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
(μια ιστορία που έγραψα για μια φωτογράφιση τής εγκατάστασης μου MetaPhysica Of Woman's Interiors)
Η γυναίκα στο σεληνοφως
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
για πρώτη φορά την συνάντησα σε μια παλιά πόλη,που είχα πάει για αρχιτεκτονική μελετη,
ήταν πολύ όμορφη,
αμέσως την ερωτεύθηκα,
ήταν πολύ μορφωμένη,είχε σπουδάσει Ιστορία τής Τέχνης,έπαιζε πιάνο,ειχε πάθος για τον Σοπέν,
επίσης μιλούσε με πάθος και για τον Βαν Γκογκ,
κάποια στιγμή μού είπε ότι τούς έμοιαζα,
εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκαμε μαζί στο σπίτι που είχα ενοικιασει,
η νύχτα ήταν ζεστή,
ξενυχτησαμε,
το φεγγαρι φώτιζε το πρόσωπο της,
για μια στιγμή μου φάνηκε πως χάθηκε,
διαλύθηκε,φοβήθηκα,
εκεί η γελασε,
-μην.φοβασαι,μου είπε, αυτό,συμβαίνει συχνά,θα το συνηθισεις,
κοιμήθηκαμε ξημερώνοντας,
όταν ξύπνησα,δεν ήταν στο κρεβάτι,
σηκώθηκα,
δεν ήταν ούτε στο σπίτι,
τρελάθηκα,ντύθηκα και βγήκα έξω,
έβρεχε,όλη η πόλη πνιγμένη στην ομίχλη,
δεν ήξερα τίποτα γι'αυτη,
ούτε το όνομα της,ούτε που κάθεται,
ποιον να ρωτήσω;,ούτε σκιά ανθρώπου δεν είδα,
έτρεμα,περιπλανιομουν πολλες ώρες,
νύχτωσε,πυκνό σκοτάδι,
γύρισα πίσω,
τη βρήκα στο σπίτι,
ξαπλωμένη στο κρεβάτι,
-που πηγές,μου είπε μόλις με ειδε,
η φωνή της ανησυχη,
ξύπνησα και δεν σε βρήκα,τρελάθηκα,
δεν τής είπα την αλήθεια,
-δεν ήθελα να σε ξυπνήσω,και βγήκα να δω τη πόλη,ήθελα να δω τα κτίρια της,σαν αρχιτέκτονας,
τής έπιασε το χέρι,ήταν ζεστό,
-να γνωρίσω τη πόλη που ζεις
το προσωπο της σοβαρεψε,
-που ζω,αλήθεια που ζω;
την κοιταξα
-τι έχεις,χλωμιασες,πες μου, τής ειπα
-τιποτα,θα περάσει,πρέπει να συνηθίσεις,μου απάντησε,και με αγκάλιασε,
πάλι η νύχτα ήταν ζεστή,
το πρόσωπο της καθώς κοιμόνταν γαλήνιο το φώτιζε η πανσέληνος,
μού έκανε εντύπωση που είχε πάλι πανσέληνο κι εκείνη τη νυχτα,
το πρωί που ξυπνήσαμε
τής ζήτησα να παντρευτουμε και να φύγουμε,
-η πόλη μου, τής είπα,είναι στο νότο,εκεί το κλίμα είναι καλό,σίγουρα θα σού κάνει καλό στην υγεία σου,
εκείνη αρνήθηκε,
-ειναι αδύνατο να φύγω από δω,ξέρω σε στεναχωρώ,όμως μην με ρωτάς περισσότερα,σ' αγαπώ πολυ,
εκείνη τη νύχτα ξαγρυπνησα,
όλη την ώρα την κοιτούσα,η νύχτα ζεστή,
κοιμόνταν γαλήνια,ήσυχη,
μέσα στο φως τής πανσεληνου,
πήγε να με πάρει ο ύπνος,με δυσκολία κατάφερα να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά,
και τότε,δεν ξέρω πως, μού πέρασε η ιδέα ότι ήταν νεκρή,τρελάθηκα,
δεν τόλμησα να την ξυπνησω,
έκλεισαν τα μάτια μου,σαν να ναρκωθηκα,
όταν ξύπνησα δεν ήταν στο κρεβάτι,
βγήκα έξω,
έβρεχε,
την έψαξα σε όλη τη πόλη,πουθενά,ψυχή ανθρώπου,
κάποτε είδα μια σκιά στο βάθος τού δρόμου,
μου φάνηκε πως ηταν εκείνη,
έτρεξα,πριν χαθεί,
ηταν ένας γέρος,τον ρώτησα για κείνη,αν την ήξερε,
δεν μιλησε αμέσως,έσκυψε το κεφάλι,φοβήθηκα μεν έπαθε κάτι,
-εκεινη, μού είπε,η φωνή του έτρεμε,
έχει εβδομήντα χρόνια που έχει πεθάνει,είκοσι χρονών ήταν τοτε,πολύ όμορφη,ήμουν πολυ ερωτευμένος μαζί της,θα παντρευομασταν,αλλά ξαφνικά πέθανε,
είδα το γέρο να εξαφανίζεται στην ομίχλη,να διαλύεται στη νύχτα,
γύρισα σπίτι,
τη βρήκα στο καθρέφτη,
μόλις με είδε σηκώθηκε και με αγκάλιασε,
-αγαπη μου,φοβηκα,
μού είπε,νομισα πως δεν θα γυρίσεις,
με κοίταξε,
λάτρευα αυτό το όμορφο πρόσωπο,τα μάτια της με γοήτευαν,
-θελω να παντρευτουμε,
να γίνω γυναίκα σου,να πάμε να ζήσουμε στη πόλη σου,
εκείνη τη ζεστη νύχτα κοιμόνταν γαλήνια,
άκουγα ήσυχη την αναπνοή της,ήταν ζωντανή,
το φεγγάρι τη φώτιζε αχνα,εκείνη τη νύχτα δεν ηταν πανσέληνο,είχε αρχίσει να μειωνεται,
την άλλη μέρα,το μεσημέρι,με το αυτοκίνητό μου,φύγαμε για την πολη μου στο νότο,
να ζήσουμε εκεί
.
.
.
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
Edgar Allan Poe
Ligeia
.
Τι απρόσμενη τρέλλα μ' αναταραξε μ'εκεινη τη σκέψη;
Μ'ενα τίναγμα,βρέθηκα μπροστά της.
Κάνοντας πιαω ξαφνισμενη απ'το αγγιγμα μου,άφησε να πέσουν κάτω απ'το κεφάλι της,λυμενα,τα φριχτά σαβάνα που το κάλυπταν,
και τότε ξεχύθηκε,στην βαριά ατμόσφαιρα τής καμάρας,μια τεράστια μάζα από μακρυά κι ανακατεμένα μαλλιά,που ήταν πιο μαύρα κι απ'τα φτερά τού κορακιού τού μεσονυκτίου.
Και τώρα αργά άνοιξαν τα μάτια τής μορφής που στέκονταν μπροστά μου.
-Τώρα,πια,φωναξα δυνατά,-δεν μπορω,δεν μπορω να κάνω λάθος-,αυτά είναι τα μεγάλα,και τα μαύρα,και τα γεμάτα πάθος ματια-
τού χαμενου μου ερωτα-
τής Λαιδης Λιγειας.
What inexpressible madness seized me with that thought? One bound, and I had reached her feet! Shrinking from my touch, she let fall from her head, unloosened, the ghastly cerements which had confined it, and there streamed forth, into the rushing atmosphere of the chamber, huge masses of long and dishevelled hair; it was blacker than the raven wings of the midnight! And now slowly opened the eyes of the figure which stood before me. “Here then, at least,” I shrieked aloud, “can I never—can I never be mistaken—these are the full, and the black, and the wild eyes—of my lost love—of the Lady—of the LADY LIGEIA.”
.
.
.
My Own Empire of Heteronyma Paintings
-Justine-
-χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
quelle absurdité est la vertu
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
τι σκέφτεσαι για όλα αυτά Justine;
ρώτησε ο Marquis de Sade,
η κοπέλα κοκκινησε,έτρεμε,
- δεν ξέρω,μεσιέ,δεν ξέρω,
-τι σ'εμποδιζει να πεις;
επεμενε ο Marquis,
κοίτα την julliete,δεν είναι μια οπτασία;
η Justine κοίταξε,
-πηγαινε,την διέταξε ο Μαρκήσιος,βλέπεις σού κάνει νόημα να πας,
έλα,σήκω,
L’idée de Dieu est le seul
stupidité que je ne peux pas pardonner à l’humanité.
η ιδέα τού θεού είναι μόνη ανοησία την οποια δεν μπορώ να συγχωρέσω στην ανθρωποτητα
quelle absurdité est la vertu
.
.
.
φωτογράφιση
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
η πόλη που άδειασε
ξύπνησε,τον παραξένεψε που δεν άκουγε τον θόρυβο από τα αυτοκίνητα,εκείνη την ώρα πάντα η κυκλοφορία ήταν μεγάλη,ούτε άκουσε τα έπιπλα που συνήθως μετακινούσε η ηλικιωμένη γυναίκα στο πάνω διαμέρισμα,ούτε το ασανσέρ που ανεβάζει τη νεαρή χορεύτρια μετα τη νυχτερινή της δουλειά,γελασε,σηκώθηκε από το κρεβάτι,δεν είχε ηλεκτρικό στο μπάνιο,ούτε νερό,έβαλε τα ρούχα του,το ρολόι του είχε σταματήσει,αγχώθηκε μην αργήσει στη δουλειά ,βγήκε,το ασανσέρ δεν δούλευε,κατέβηκε με τη σκάλα,στο δρόμο έξω καμιά κίνηση,ούτε αυτοκίνητα ούτε άνθρωποι,περίμενε στη στάση το λεωφορείο,μόνος ήταν,εκεί που κάθε πρωί ήταν περίπου δέκα άτομα,
η ώρα περνούσε,αποφάσισε να πάει με τα πόδια,δύο χιλιόμετρα ήταν το γραφείο του,περπάτησε,
καμιά κίνηση,σαν να ήταν αυτός μονάχα στη πόλη,τι συμβαίνει; σκέφτηκε να πάρει τη φίλη του στο τηλέφωνο να ρωτήσει,αδύνατο,το τηλέφωνο του ήταν εκτός λειτουργίας,
έφτασε στη πολυκατοικία,το ασανσέρ ακίνητο,ανέβηκε με τη σκάλα πέντε ορόφους,λαχανιασε,ευτυχώς η πόρτα τού γραφείου ήταν ανοικτή,μπήκε μέσα,δεν ήταν κανένας εκεί,ένιωθε παράξενα,περίμενε κάτι να γίνει,όλο αυτό να αλλάξει,να τελειώσει,
δεν άκουγε κανέναν ήχο,καμιά φωνή,κανέναν θόρυβο,ένιωσε άγχος,πνίγονταν,
κατέβηκε,βγήκε έξω,
και τότε ξαφνικά όλα έγιναν όπως πριν,αυτοκίνητα,άνθρωποι,θόρυβος,κίνηση,γύρισε πίσω,το ασανσερ δούλευε,ανέβηκε στο γραφείο,οι συνάδελφοι ήταν όλοι εκεί,-πάλι άργησες,τού είπε αυστηρά ο διευθυντής,κοιμήθηκες βαριά;,τον ειρωνευτηκε,
η' ξενυχτησες με καμιά γυναίκα;
ξεκίνησε να δουλεύει,χτύπησε το τηλέφωνο του,ήταν η φιλενάδα του,τον ρώτησε τι συμβαίνει,τρεις ώρες τον παίρνει τηλέφωνο,και το έχει απενεργοποιημενο,ανησύχησε,δεν τής είπε τι τού συνεβει,δεν θα τον πίστευε και θα τον κορόιδευε,ούτε τόλμησε και σε κάποιον άλλον να το εκμυστηρευτεί,
μετά τη δουλειά γύρισε σπίτι,έφαγε πρόχειρα και ξάπλωσε στο κρεβάτι,φοβόνταν πως αυτό θα επαναληφθεί,
τον ξύπνησε το τηλέφωνο,ήταν η φίλη του,κανόνισαν να πανε για φαγητό,και να περάσουν τη νύχτα στο διαμέρισμα της
.
.
.
φωτογράφιση
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
η ενοχή
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
παντού,όπου βρίσκονταν,μέσα στη πόλη είχε την αίσθηση ότι τον θεωρούσαν υποπτο,στο δρόμο,στο τρόλεϊ,στο μετρό,στο σούπερ μάρκετ,στο καφέ,στο ασανσέρ,παντού,
το καταλάβαινε,γιατί απέφευγαν να τούς πλησιάσει,να τους μιλήσει,δεν αντάμωναν ποτέ μαζί του το βλέμμα τους,
ένας άλλος θα ένιωθε απογοήτευση,μοναξιά,η' και οργή,θυμό,
μίσος,
αυτός το θεώρησε αυτό αυτονοητο,φυσιολογικο,
μέσα στα εκατομμύρια τής πόλης,γιατί πρεπει κάποιος να τον εμπιστεύεται,αφού τίποτα δεν ξέρει για αυτον,μόνο την εξωτερική εμφάνιση βλέπει,άρχισε αυτο να τον διασκεδάζει,για τον καθέναν ήταν ένας ύποπτος ενός εγκλήματος,μιας παρανομίας,που διαπράχθηκε, διαπράττεται τώρα,η' θα διαπραχθει,σκεφθηκε πως είχαν γι'αυτον ενα σενάριο,στο οποίο έπαιζε,
πιθανόν τούς ενοχλούσε, τούς αγχωνε,που δεν είχε συλληφθεί,κινδύνευαν από αυτόν,τούς είχε γίνει έμμονη ιδέα,πολλοί,σχεδόν όλοι, τον είχαν φωτογραφίσει με το τηλέφωνο κρυφά,
στις εφημεριδες διάβαζαν όλες τις στήλες με τα εγκληματα,τις παρανομίες,έβλεπαν με προσοχή τις ειδησεις στη τηλεόραση,και κοιτούσαν τις φωτογραφίες των δραστων,αν έμοιαζαν με τη δική του,πάντα ήταν άλλος ο ένοχος αυτός πάντα ξέφευγε,σαν τα εγκλήματα του να ήταν το τελειο έγκλημα,
μια μέρα σε όλα τα εγκλήματα,που διάβασαν στις εφημερίδες,η' ειδαν στην τηλεόραση,η εικόνα τού δράστη ήταν η δική του,αυτός,
επιτέλους τον συνέλαβαν,θα τελειώσει το άγχος τους,
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου