.
.
Ι
Literature Λογοτεχνία
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
φωτογράφιση
-MetaPhysica Of Woman's Interiors
(Εγκατάσταση Installation)
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
σε αυτήν την Εγκατάσταση (Installation),όπου στη τεράστια αίθουσα στους τεσσερους τοίχους προβάλονται οι φωτογραφίσεις,ανα 3 min,οι θεατές πρέπει να γράψουν μια ιστορία για κάθε φωτογραφία που βλέπουν
.
.
.
φωτογράφιση
-Ligeia τού Edgar Allan Poe-
(from my Installation: MetaPhysica Of Woman's Interiors)
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
(μια ιστορία που έγραψα για μια φωτογράφιση τής εγκατάστασης μου MetaPhysica Of Woman's Interiors)
Η γυναίκα στο σεληνοφως
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
για πρώτη φορά την συνάντησα σε μια παλιά πόλη,που είχα πάει για αρχιτεκτονική μελετη,
ήταν πολύ όμορφη,
αμέσως την ερωτεύθηκα,
ήταν πολύ μορφωμένη,είχε σπουδάσει Ιστορία τής Τέχνης,έπαιζε πιάνο,ειχε πάθος για τον Σοπέν,
επίσης μιλούσε με πάθος και για τον Βαν Γκογκ,
κάποια στιγμή μού είπε ότι τούς έμοιαζα,
εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκαμε μαζί στο σπίτι που είχα ενοικιασει,
η νύχτα ήταν ζεστή,
ξενυχτησαμε,
το φεγγαρι φώτιζε το πρόσωπο της,
για μια στιγμή μου φάνηκε πως χάθηκε,
διαλύθηκε,φοβήθηκα,
εκεί η γελασε,
-μην.φοβασαι,μου είπε, αυτό,συμβαίνει συχνά,θα το συνηθισεις,
κοιμήθηκαμε ξημερώνοντας,
όταν ξύπνησα,δεν ήταν στο κρεβάτι,
σηκώθηκα,
δεν ήταν ούτε στο σπίτι,
τρελάθηκα,ντύθηκα και βγήκα έξω,
έβρεχε,όλη η πόλη πνιγμένη στην ομίχλη,
δεν ήξερα τίποτα γι'αυτη,
ούτε το όνομα της,ούτε που κάθεται,
ποιον να ρωτήσω;,ούτε σκιά ανθρώπου δεν είδα,
έτρεμα,περιπλανιομουν πολλες ώρες,
νύχτωσε,πυκνό σκοτάδι,
γύρισα πίσω,
τη βρήκα στο σπίτι,
ξαπλωμένη στο κρεβάτι,
-που πηγές,μου είπε μόλις με ειδε,
η φωνή της ανησυχη,
ξύπνησα και δεν σε βρήκα,τρελάθηκα,
δεν τής είπα την αλήθεια,
-δεν ήθελα να σε ξυπνήσω,και βγήκα να δω τη πόλη,ήθελα να δω τα κτίρια της,σαν αρχιτέκτονας,
τής έπιασε το χέρι,ήταν ζεστό,
-να γνωρίσω τη πόλη που ζεις
το προσωπο της σοβαρεψε,
-που ζω,αλήθεια που ζω;
την κοιταξα
-τι έχεις,χλωμιασες,πες μου, τής ειπα
-τιποτα,θα περάσει,πρέπει να συνηθίσεις,μου απάντησε,και με αγκάλιασε,
πάλι η νύχτα ήταν ζεστή,
το πρόσωπο της καθώς κοιμόνταν γαλήνιο το φώτιζε η πανσέληνος,
μού έκανε εντύπωση που είχε πάλι πανσέληνο κι εκείνη τη νυχτα,
το πρωί που ξυπνήσαμε
τής ζήτησα να παντρευτουμε και να φύγουμε,
-η πόλη μου, τής είπα,είναι στο νότο,εκεί το κλίμα είναι καλό,σίγουρα θα σού κάνει καλό στην υγεία σου,
εκείνη αρνήθηκε,
-ειναι αδύνατο να φύγω από δω,ξέρω σε στεναχωρώ,όμως μην με ρωτάς περισσότερα,σ' αγαπώ πολυ,
εκείνη τη νύχτα ξαγρυπνησα,
όλη την ώρα την κοιτούσα,η νύχτα ζεστή,
κοιμόνταν γαλήνια,ήσυχη,
μέσα στο φως τής πανσεληνου,
πήγε να με πάρει ο ύπνος,με δυσκολία κατάφερα να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά,
και τότε,δεν ξέρω πως, μού πέρασε η ιδέα ότι ήταν νεκρή,τρελάθηκα,
δεν τόλμησα να την ξυπνησω,
έκλεισαν τα μάτια μου,σαν να ναρκωθηκα,
όταν ξύπνησα δεν ήταν στο κρεβάτι,
βγήκα έξω,
έβρεχε,
την έψαξα σε όλη τη πόλη,πουθενά,ψυχή ανθρώπου,
κάποτε είδα μια σκιά στο βάθος τού δρόμου,
μου φάνηκε πως ηταν εκείνη,
έτρεξα,πριν χαθεί,
ηταν ένας γέρος,τον ρώτησα για κείνη,αν την ήξερε,
δεν μιλησε αμέσως,έσκυψε το κεφάλι,φοβήθηκα μεν έπαθε κάτι,
-εκεινη, μού είπε,η φωνή του έτρεμε,
έχει εβδομήντα χρόνια που έχει πεθάνει,είκοσι χρονών ήταν τοτε,πολύ όμορφη,ήμουν πολυ ερωτευμένος μαζί της,θα παντρευομασταν,αλλά ξαφνικά πέθανε,
είδα το γέρο να εξαφανίζεται στην ομίχλη,να διαλύεται στη νύχτα,
γύρισα σπίτι,
τη βρήκα στο καθρέφτη,
μόλις με είδε σηκώθηκε και με αγκάλιασε,
-αγαπη μου,φοβηκα,
μού είπε,νομισα πως δεν θα γυρίσεις,
με κοίταξε,
λάτρευα αυτό το όμορφο πρόσωπο,τα μάτια της με γοήτευαν,
-θελω να παντρευτουμε,
να γίνω γυναίκα σου,να πάμε να ζήσουμε στη πόλη σου,
εκείνη τη ζεστη νύχτα κοιμόνταν γαλήνια,
άκουγα ήσυχη την αναπνοή της,ήταν ζωντανή,
το φεγγάρι τη φώτιζε αχνα,εκείνη τη νύχτα δεν ηταν πανσέληνο,είχε αρχίσει να μειωνεται,
την άλλη μέρα,το μεσημέρι,με το αυτοκίνητό μου,φύγαμε για την πολη μου στο νότο,
να ζήσουμε εκεί
.
.
.
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
Edgar Allan Poe
Ligeia
.
Τι απρόσμενη τρέλλα μ' αναταραξε μ'εκεινη τη σκέψη;
Μ'ενα τίναγμα,βρέθηκα μπροστά της.
Κάνοντας πιαω ξαφνισμενη απ'το αγγιγμα μου,άφησε να πέσουν κάτω απ'το κεφάλι της,λυμενα,τα φριχτά σαβάνα που το κάλυπταν,
και τότε ξεχύθηκε,στην βαριά ατμόσφαιρα τής καμάρας,μια τεράστια μάζα από μακρυά κι ανακατεμένα μαλλιά,που ήταν πιο μαύρα κι απ'τα φτερά τού κορακιού τού μεσονυκτίου.
Και τώρα αργά άνοιξαν τα μάτια τής μορφής που στέκονταν μπροστά μου.
-Τώρα,πια,φωναξα δυνατά,-δεν μπορω,δεν μπορω να κάνω λάθος-,αυτά είναι τα μεγάλα,και τα μαύρα,και τα γεμάτα πάθος ματια-
τού χαμενου μου ερωτα-
τής Λαιδης Λιγειας.
What inexpressible madness seized me with that thought? One bound, and I had reached her feet! Shrinking from my touch, she let fall from her head, unloosened, the ghastly cerements which had confined it, and there streamed forth, into the rushing atmosphere of the chamber, huge masses of long and dishevelled hair; it was blacker than the raven wings of the midnight! And now slowly opened the eyes of the figure which stood before me. “Here then, at least,” I shrieked aloud, “can I never—can I never be mistaken—these are the full, and the black, and the wild eyes—of my lost love—of the Lady—of the LADY LIGEIA.”
.
.
.
My Own Empire of Heteronyma Paintings
-Justine-
-χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
quelle absurdité est la vertu
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
τι σκέφτεσαι για όλα αυτά Justine;
ρώτησε ο Marquis de Sade,
η κοπέλα κοκκινησε,έτρεμε,
- δεν ξέρω,μεσιέ,δεν ξέρω,
-τι σ'εμποδιζει να πεις;
επεμενε ο Marquis,
κοίτα την julliete,δεν είναι μια οπτασία;
η Justine κοίταξε,
-πηγαινε,την διέταξε ο Μαρκήσιος,βλέπεις σού κάνει νόημα να πας,
έλα,σήκω,
L’idée de Dieu est le seul
stupidité que je ne peux pas pardonner à l’humanité.
η ιδέα τού θεού είναι μόνη ανοησία την οποια δεν μπορώ να συγχωρέσω στην ανθρωποτητα
quelle absurdité est la vertu
.
.
.
φωτογράφιση
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
η πόλη που άδειασε
ξύπνησε,τον παραξένεψε που δεν άκουγε τον θόρυβο από τα αυτοκίνητα,εκείνη την ώρα πάντα η κυκλοφορία ήταν μεγάλη,ούτε άκουσε τα έπιπλα που συνήθως μετακινούσε η ηλικιωμένη γυναίκα στο πάνω διαμέρισμα,ούτε το ασανσέρ που ανεβάζει τη νεαρή χορεύτρια μετα τη νυχτερινή της δουλειά,γελασε,σηκώθηκε από το κρεβάτι,δεν είχε ηλεκτρικό στο μπάνιο,ούτε νερό,έβαλε τα ρούχα του,το ρολόι του είχε σταματήσει,αγχώθηκε μην αργήσει στη δουλειά ,βγήκε,το ασανσέρ δεν δούλευε,κατέβηκε με τη σκάλα,στο δρόμο έξω καμιά κίνηση,ούτε αυτοκίνητα ούτε άνθρωποι,περίμενε στη στάση το λεωφορείο,μόνος ήταν,εκεί που κάθε πρωί ήταν περίπου δέκα άτομα,
η ώρα περνούσε,αποφάσισε να πάει με τα πόδια,δύο χιλιόμετρα ήταν το γραφείο του,περπάτησε,
καμιά κίνηση,σαν να ήταν αυτός μονάχα στη πόλη,τι συμβαίνει; σκέφτηκε να πάρει τη φίλη του στο τηλέφωνο να ρωτήσει,αδύνατο,το τηλέφωνο του ήταν εκτός λειτουργίας,
έφτασε στη πολυκατοικία,το ασανσέρ ακίνητο,ανέβηκε με τη σκάλα πέντε ορόφους,λαχανιασε,ευτυχώς η πόρτα τού γραφείου ήταν ανοικτή,μπήκε μέσα,δεν ήταν κανένας εκεί,ένιωθε παράξενα,περίμενε κάτι να γίνει,όλο αυτό να αλλάξει,να τελειώσει,
δεν άκουγε κανέναν ήχο,καμιά φωνή,κανέναν θόρυβο,ένιωσε άγχος,πνίγονταν,
κατέβηκε,βγήκε έξω,
και τότε ξαφνικά όλα έγιναν όπως πριν,αυτοκίνητα,άνθρωποι,θόρυβος,κίνηση,γύρισε πίσω,το ασανσερ δούλευε,ανέβηκε στο γραφείο,οι συνάδελφοι ήταν όλοι εκεί,-πάλι άργησες,τού είπε αυστηρά ο διευθυντής,κοιμήθηκες βαριά;,τον ειρωνευτηκε,
η' ξενυχτησες με καμιά γυναίκα;
ξεκίνησε να δουλεύει,χτύπησε το τηλέφωνο του,ήταν η φιλενάδα του,τον ρώτησε τι συμβαίνει,τρεις ώρες τον παίρνει τηλέφωνο,και το έχει απενεργοποιημενο,ανησύχησε,δεν τής είπε τι τού συνεβει,δεν θα τον πίστευε και θα τον κορόιδευε,ούτε τόλμησε και σε κάποιον άλλον να το εκμυστηρευτεί,
μετά τη δουλειά γύρισε σπίτι,έφαγε πρόχειρα και ξάπλωσε στο κρεβάτι,φοβόνταν πως αυτό θα επαναληφθεί,
τον ξύπνησε το τηλέφωνο,ήταν η φίλη του,κανόνισαν να πανε για φαγητό,και να περάσουν τη νύχτα στο διαμέρισμα της
.
.
.
φωτογράφιση
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
η ενοχή
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
παντού,όπου βρίσκονταν,μέσα στη πόλη είχε την αίσθηση ότι τον θεωρούσαν υποπτο,στο δρόμο,στο τρόλεϊ,στο μετρό,στο σούπερ μάρκετ,στο καφέ,στο ασανσέρ,παντού,
το καταλάβαινε,γιατί απέφευγαν να τούς πλησιάσει,να τους μιλήσει,δεν αντάμωναν ποτέ μαζί του το βλέμμα τους,
ένας άλλος θα ένιωθε απογοήτευση,μοναξιά,η' και οργή,θυμό,
μίσος,
αυτός το θεώρησε αυτό αυτονοητο,φυσιολογικο,
μέσα στα εκατομμύρια τής πόλης,γιατί πρεπει κάποιος να τον εμπιστεύεται,αφού τίποτα δεν ξέρει για αυτον,μόνο την εξωτερική εμφάνιση βλέπει,άρχισε αυτο να τον διασκεδάζει,για τον καθέναν ήταν ένας ύποπτος ενός εγκλήματος,μιας παρανομίας,που διαπράχθηκε, διαπράττεται τώρα,η' θα διαπραχθει,σκεφθηκε πως είχαν γι'αυτον ενα σενάριο,στο οποίο έπαιζε,
πιθανόν τούς ενοχλούσε, τούς αγχωνε,που δεν είχε συλληφθεί,κινδύνευαν από αυτόν,τούς είχε γίνει έμμονη ιδέα,πολλοί,σχεδόν όλοι, τον είχαν φωτογραφίσει με το τηλέφωνο κρυφά,
στις εφημεριδες διάβαζαν όλες τις στήλες με τα εγκληματα,τις παρανομίες,έβλεπαν με προσοχή τις ειδησεις στη τηλεόραση,και κοιτούσαν τις φωτογραφίες των δραστων,αν έμοιαζαν με τη δική του,πάντα ήταν άλλος ο ένοχος αυτός πάντα ξέφευγε,σαν τα εγκλήματα του να ήταν το τελειο έγκλημα,
μια μέρα σε όλα τα εγκλήματα,που διάβασαν στις εφημερίδες,η' ειδαν στην τηλεόραση,η εικόνα τού δράστη ήταν η δική του,αυτός,
επιτέλους τον συνέλαβαν,θα τελειώσει το άγχος τους,
.
.
.
My Own Empire of Heteronyma Paintings
-Helen Of Sparta-
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
η φωτογράφιση της για
Life Style Magazine
την αφήνει κενή,
ένας σκελετός που τον ντύνουν,
τον μακιγιαρουν,
προπαγανδίζουν την ιδεατή γυναίκα,
αυτή είναι πραγματική,
αποτυχημένος γάμος,
χώρισε από τον εραστή,
χαμόγελο ψεύτικο,
πνίγεται,
.
.
.
film noir scenes
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Τρεις δολοφονοι αναζητούν έναν ντετέκτιβ
-χ.ν.κουβςλης c.n.couvelis
ο φόνος ήταν μυστήριο,η έρευνα αδύνατη,όλα στο σκοταδι,ο ντετέκτιβ Κ. βρισκόταν σε τεταστιο αδιέξοδο,αξεπέραστο,πρώτη φορά στις υποθέσεις που είχε αναλάβει,
πρέπει,σκέφτηκε,να δημιουργήσω απόσταση,
σαν να μην υπάρχει,
αποφάσισε να πάει θέατρο,είχε καιρό,άλλοτε είχε πάθος,με τις μεταμφιέσεις τών ηθοποιών,να ζουν τις ζωές άλλων,
ήταν το έργο τού Luigi Pirandello Έξι προσωπα ζητούν συγγραφέα Sei personaggi in cerca d'autore,
εκεί μέσα στην αίθουσα τού ήρθε η ιδέα,
όταν τελείωσε η παράσταση είχε διαλευκάνει την υπόθεση τού φόνου,
την άλλη μέρα το πρωι
συνάντησε με τη σειρα και τούς τρεις υπόπτους,σε κάθε εναν εξέθεσε τους συλλογισμούς του,ήταν αναντιρρητοι,
ομολόγησαν το έγκλημα,
που είχαν κάνει
ξεχωριστά
.
.
.
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
προσθετοντας και μεταφράζοντας
Leopold Ritter von Sacher- Masoch
-Venus im Pelz-
-η Αφροδίτη με τη γουνα-
Τού είχε πει το βαγόνι να είναι άκρως ιδιωτικό,χωρίς καμία απολυτως ενοχλητική παρουσία,επιβάτη,η' ελεγκτή,εντελώς μόνοι οι δυο τους,με χοντρές αδιαφανεις κουρτίνες στη πόρτα,σε λίγο θα νύχτωνε,τον είχε διατάξει να ξαπλώσει στο απέναντι δερμάτινο κάθισμα και να τής έχει γυρισμένη τη πλάτη,μην διανοηθεί να κινηθεί,εκείνη θα του έλεγε τι θα κάνει,
ακούγονταν ο θόρυβος τού τρένου,
είχε νυχτώσει,
γδυνομαι,την άκουσε να λέει,τώρα είμαι γυμνή,
τυλίγομαι.με τη λευκή γούνα μου,ξαπλώνω στο κάθισμα,
η καρδιά του χτυπούσε δυνατά,
τα πόδια μου φαίνονται,γυμνωμενα,
γύρνα να δεις,
εκείνος υπάκουσε,γυρισε,
εκείνη τού γύρισε τη πλάτη,
το τρένο περνούσε ένα τούνελ,
πες μου,θέλω να ακούσω,όλες τις σκέψεις σου,
και ταυτόχρονα να κάνεις αυτό που κάθε άντρας θα έκανε φαντασιωνοντας μια γυναίκα,που του απαγορεύει να την αγγίξει,να αυνανίζεται,
αρχισε τωρα
εκείνος εκτέλεσε τη διαταγή της
Ο Θεός τον έχει καταδικάσει και στα χέρια μιας γυναίκας τον έχει παραδώσει.
(Ιουδηθ,βιβλίο 16,κεφάλαιο 7)
Gott hat ihn gestraft und hat
in in eines Weibes Hände gegeben.
Buch Judith 16. Kap. 7.
Ich hatte liebenswürdige Gesellschaft.
άκουγε τη φωνή της,
αγάπη μου,με αναστατωνεις,τι ηδονή,
Εχω την πιο γοητευτική παρέα.
Απέναντι μου στο τεράστιο Αναγεννησιακού στυλ τζάκι κάθεται η Αφροδιτη.
Ich hatte liebenswürdige Gesellschaft.
Mir gegenüber an dem massiven Renaissancekamin saß
Venus,
σε θέλω,με τρελάνεις,
η φωνή της
αλλ'όμως δεν είναι μια γυναίκα τού υποκόσμου,που κάτω απ'αυτο τόνομα πολεμά εναντίον του εχθρικού φύλου,όπως η μαντεμοαζελ Κλεοπατρα,αλλα η αληθινή θεα τού έρωτα.
aber nicht etwa eine Dame der Halbwelt, die unter diesem Namen Krieg führte gegen das feindliche Geschlecht, gleich Mademoiselle Cleopatra, sondern die wahrhafte Liebesgotiin.
ξέρεις τι κάνω;
άκουσε τη φωνή της,πεσ'το,δεν θέλω σεμνοτυφιες,
έτρεμε,
χαιδευεσε,
πού;
η φωνή της τον διέταξε να πει
στη γούνα σου, τής είπε,
θα λιγοθυμουσε,
όχι μεταφορές;τής σιχαινομε,τού φώναξε,το αληθινό όνομα,αυτό θέλω να ακούσω
χαϊδεύεις το μουνι σου
συνέχισε να μιλας
Καθονταν στην πολυθρόνα και είχε ανάψει μια φωτιά που τσιρριζε,και η αντανάκλαση τής κόκκινης φλόγας το χλωμό της πρόσωπο με τα λευκά μάτια εγλειφε και πότε πότε τα πόδια της,όταν αυτά να ζεστάνει
προσπαθούσε.
Sie saß im Fauteuil und hatte ein prasselndes Feuer angefacht, dessen
Widerschein in roten Flammen ihr bleiches Antlitz mit den weißen
Augen leckte und von Zeit zu Zeit ihre Fuße, wenn sie dieselben zu wärmen
suchte.
σήκω,κάθισε όρθιος,από πάνω μου,γυρίζω,με βλέπεις,βλέπεις τα πόδια μου ανοικτά,
βλέπεις τι κάνω,
σου αρέσει το μουνι μου;
το λατρεύεις;,πεθαίνεις;,πες
μιλα
το λατρεύω το μουνι σου,πεθαινω
Το κεφάλι της ήταν θαυμάσιο,παρόλο τα πετρωμενα μάτια της,αλλ'αυτο ήταν όλο,που απ'αυτήν είδα.
Ihr Kopf war wunderbar trotz der toten Steinaugen, aber das war auch
alles, was ich von ihr sah.
τωρα κλείσε τα μάτια,
συνέχισε να μιλας
Η Σεβασμια είχε το μαρμάρινο κορμί της μεσα σε μια μεγάλη γούνα τυλιγμένο και τρεμουλιαζε όπως μια κουλουριασμένη γατα
Die Hehre hatte ihren Marmorleib in einen
großen Pelz gewickelt und sich zitternd wie eine Katze
zusammengerollt.
έλα να με γαμησεις,
μην ανοίξεις τα μάτια,
έλα τώρα,τώρα,
ετσι,γαμα
μίλα ενώ με γαμας,
Δεν το καταλαβαίνω,ευγενική μου Κυρία,φωναξα,πραγματικά δεν είναι τόσο κρύα,εδώ και δύο βδομάδες έχουμε κυριολεκτικά άνοιξη.
Φαίνεστε νευρικη.
Ich begreife nicht, gnädige Frau, rief ich, es ist doch wahrhaftig
nicht mehr kalt, wir haben seit zwei Wochen das herrlichste Frühjahr.
Sie sind offenbar nervös.
.
.
.
ο Immanuel Kant το μπιλιάρδο και οι 7 γέφυρες τού Königsberg
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ο Immanuel Kant έφτανε πάντα στην ώρα του για το μπιλιάρδο,
διέσχιζε από τη μια πλευρά τής πόλης Königsberg
τη γέφυρα στον ποταμό Pregel περνούσε από το νησί Lomse και τη γέφυρα που το ένωνε με την άλλη πλευρά τής πόλης,και όλα αυτά συνέβαιναν ακριβώς την ίδια ώρα,
ήταν αδύνατο να τον κερδίσεις στο μπιλιάρδο,
-η καθαρή λογική,φίλε μου,βοηθάει,
μού έλεγε χαμογελώντας,
παράτα τις δεισιδαιμονίες,τις πίστεις,τη τύχη,
-ομως οι μπίλιες στη σύγκρουση συμπεριφέρονται τυχαία,σχεδόν χαοτικά, τού απάντησα,
-ετσι νομίζεις,
μου είπε,
η πιθανότητα να είναι εκεί,το προβλέπεις,δεν είναι τύχη,
πάντα με κέρδιζε,
μετά έφευγε,
την ίδια ώρα γυρνούσε
περνώντας,αντίστροφα,από τις δυο γέφυρες που ενώνουν με τη πόλη το νησί Kneiphof,
εκείνη τη μέρα άργησε,τον περίμενα,
ανησύχησα,
όταν ήρθε μου είπε,
-συγνωμη,άργησα,
σε όλη τη διάρκεια τού παιχνιδιού ήταν σοβαρός,αμίλητος,
ήταν φανερο πως κάτι τον απασχολούσε,
από ευγένεια δεν τον ρώτησα,
έκανε σφάλματα,ήταν αφηρημένος,παρολαυτά πάλι με κέρδισε,
έφυγε γρήγορα,
την άλλη μέρα πάλι καθυστέρησε,
δεν έπαιζε όπως πριν με την ίδια αυτοσυγκέντρωση,και ευφυία,κάτι συνέβαινε,
παραλίγο να χάσει το παιχνίδι,
την τρίτη μέρα,η ίδια αργοπορία,
μεγάλα λάθη στο παιχνίδι,δεν ήθελα να τον στεναχωρήσω,να χάσει,επίτηδες δεν έπαιζα καλά,να κερδίσει,το κατάλαβε,
σταμάτησε το παιχνίδι,
-δεν χρειάζεται,να εισαι ευγενικός,τώρα είναι η ευκαιρία,η σειρά σου να κερδίσεις,
με απασχολεί ένα μεγάλο πρόβλημα,
ξέρεις τη πόλη μας Königsberg τη χωρίζει ο ποταμός Pregel,τα δύο νησιά Kneiphof και Lomse ενώνονται με τις πλευρές της πόλης και μεταξύ τους με εφτά γέφυρες,
ο μαθηματικός Leonhard Euler από το 1736 έθεσε το έξης πρόβλημα:
να διελθεις και απο τις εφτά γέφυρες μια φορά και μόνο,
λοιπόν αυτός είναι ο λογος που καθυστερω,
μέχρις τώρα ,και στις τρεις φορες που δοκιμασα,δεν το κατάφερα,και μάλιστα,συμπέρανα,πως είναι αδύνατο να λυθεί ο γριφος,γι'αυτό τον παρατάω,και συνεχίζω,την προηγούμενη πορεία μου,
-στην οποία, τού απάντησα χαμογελώντας,είναι αδύνατο να σε κερδίσω στο μπιλιάρδο
.
.
.
Τι θαυμάσιο πλάσμα που είναι η γυναικα
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
Παλαιά Διαθήκη, Γένεσις,
η δημιουργία τής γυναικας
και δημιούργησε ο θεός τον ανθρωπο,κατά την εικόνα του τον δημιούργησε,αρσενικό και θηλυκό τούς δημιουργησε
Γεν. 1,27 καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς
και ο θεός νυσταξε τον Αδάμ και τον κοιμησε,
και πήρε ένα απο τα πλευρά του και το σαρκωσε
Γεν. 2,21 καὶ ἐπέβαλεν ὁ Θεὸς ἔκστασιν ἐπὶ τὸν Ἀδάμ, καὶ ὕπνωσε· καὶ ἔλαβε μίαν τῶν πλευρῶν αὐτοῦ καὶ ἀνεπλήρωσε σάρκα ἀντ᾿ αὐτῆς.
κι έδωσε το σχημα ο θεός στο πλευρό,που πήρε από τον Αδαμ,τής γυναίκας και την πήγε σ'αυτον
Γεν. 2,22 καὶ ᾠκοδόμησεν ὁ Θεὸς τὴν πλευράν, ἣν ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ Ἀδάμ, εἰς γυναῖκα καὶ ἤγαγεν αὐτὴν πρὸς τὸν Ἀδάμ.
και είπε ο Αδάμ,
αυτη τώρα είναι οστό από τα οστά μου και σάρκα από τη σάρκα μου,αυτή θα ονομαζεται γυναικα,γιατί απ'τον άντρα της αυτή εγινε
Γεν. 2,23 καὶ εἶπεν Ἀδάμ· τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου· αὕτη κληθήσεται γυνή, ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήφθη αὕτη·
και λόγω αυτού θα εγκαταλείπει ο άντρας τον πατέρα του και τη μητέρα και θα συνδέεται στενά με τη γυναίκα του,
και θα είναι οι δυο μιά
σαρκα
Γεν. 2,24 ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν.
και ήσαν οι δύο γυμνοί,και ο Αδαμ και η γυναίκα του,και δεν ντρεπονταν
Γεν. 2,25 καὶ ἦσαν οἱ δύο γυμνοί, ὅ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ᾐσχύνοντο.
.
.
.
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
8 Μαρτιου η Γιορτή τής Γυναίκας
ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, τής έδωσε,
-σε ευχαριστω, τού είπε εκείνη,αυτο είναι το αίμα,που έχυσαν εκείνες οι λευκοντυμενες γυναίκες,εργατριες στην κλωστοϋφαντουργία,στις 8 Μαρτιου τού 1857,όταν ξεχύθηκαν στους δρόμους τής Νέας Υόρκης,διαμαρτυρόμενες,ζητώντας καλλιτερςς συνθήκες εργασίας,καλλιτερους μισθούς,εξίσωση τού μισθού τής γυναίκας με τον μισθό τού άντρα,μείωση τών ωρών εργασίας,από 16 ώρες σε 10 ώρες,
η αστυνομία τις χτύπησε άγρια,η διαδήλωση τών γυναικών βάφτηκε με αίμα,και ακολούθησαν ομαδικές απολύσεις από την εργοδοσια
είναι το αίμα τους,το κόκκινο τριαντάφυλλο
.
.
.
My Own Empire of Hyperrealistic Paintings
-The Visions of Giacomo Casanova-
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Eleanora,της είπε ο Giacomo Casanova ,είστε ένα θεϊκό πλάσμα,
εκείνη χαμογελασε
-μα μόλις με γνωρισατε,
-ειστε γυναίκα,απάντησε εκείνος και την αγκαλιασε,
και κάθε γυναίκα είναι θεϊκό πλάσμα,
.
.
.
My Own Empire of Hyperealistic Paintings
-Odysseus and Penelope-
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
(Ιστορίες Ιδιαίτερης Ευκρινειας)
-ο Οδυσσέας φεύγει για την Τροια-
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
αύριο ξημερώνοντας φεύγει,οι άντρες πάνε στον πόλεμο,είναι το καθήκον τους,το αριστείον τους,οι φρόνιμες γυναίκες μένουν στο σπίτι,στα παιδιά,στον αργαλειό,τ'αλλα τής εξουσίας και τής διοικήσεις τα κανόνισε,τα διαμοιρασε στους έμπιστους,
δύο πράγματα μόνο τού διεφευγουν,
το ενα
πως η Πηνελόπη έχει εραστή έναν από τους διορισμένους του διοικητές,έναν νεαρό πλαιμποι,
και το άλλο
η Οδύσσεια τού Ομήρου
.
.
.
My Own Empire of Hyperealistic Paintings
-Cassandra and Agamemnon-
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
(Ιστορίες Ιδιαίτερης Ευκρινειας)
-η Κασσάνδρα στις Μυκηνες-
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
αυτό,που μαντεύει,είναι δύσκολο,αδύνατο να πιστευτει,όμως θα συμβεί ακέραιο,αμετάκλητο,
εκείνος στην αρχή ταράχτηκε,έπειτα είδε το πρόσωπο του λυπημένο και σκοτεινό,
-δεν θα αντισταθώ,τής είπε,έχω χαθεί από τότε στην Αυλίδα,αυτό το χαμό τής Ιφιγένειας,οι τύψεις με συνθλίβουν,στη Τροία επεδίωξα να με σκοτώσει ο Αχιλλέας,γι'αυτό άρχισα την μηνιν του,εδώ,στις Μυκήνες,ήξερα τι συμβαίνει,η μοιχαλίδα γυναίκα ο εραστής,θα μπορούσα να τους εξορισω,να βάλω μυστικούς μου να τους δολοφονησουν,δεν το θέλησα,προτιμώ αυτο το τέλος,κάποιος θα το έλεγε αυτοκτονία,είναι παραίτηση,βαρέθηκα,
ας τελειώσουν μ'αυτο το τρόπο όλα,
εσενα,μικρή μου,
σκέφτομαι,να προσέχεις
.
.
.
My Own Empire of Heteronyma Paintings
-Helen of Sparta-
-χ.ν.κουβελης c n.couvelis
(Ιστορίες Ιδιαίτερης Ευκρινειας)
η διπλή εικόνα τής Ελενης
-χ.ν.κουβελης c n.couvelis
είδα τις δύο εικόνες της,
καθώς εφευγε
στη μια θα βρίσκεται στη Τροία,στο Ίλιο,σε όλα τα δέκα χρόνια τού πολέμου,
η αιτία του,ντροπιασμένη στους Αχαιούς,στους Έλληνες,
και στην ραψωδία ω' τής Ιλιάδας τού Ομήρου θρηνεί τον Έκτορα
773 τὼ σέ θ’ ἅμα κλαίω καὶ ἔμ’ ἄμμορον ἀχνυμένη κῆρ·
οὐ γάρ τίς μοι ἔτ’ ἄλλος ἐνὶ Τροίῃ εὐρείῃ
ἤπιος οὐδὲ φίλος, πάντες δέ με πεφρίκασιν
τώρα σε κλαίω και είναι η καρδιά μου λυπημένη βαθεια συντριμενη
γιατί μέσα στη Τροία άλλος
κανένας δεν είναι φιλος,
όλοι μ'αποφευγουν
στην άλλη είναι στη χώρα τού Νείλου την Αίγυπτο,
πραγματική,στην Τροία το είδωλο της,
αυτό γράφεται στην Ελένη τού Ευριπιδη
1.Νείλου μὲν αἵδε καλλιπάρθενοι ῥοαί,
ὃς ἀντὶ δίας ψακάδος Αἰγύπτου πέδον
λευκῆς τακείσης χιόνος ὑγραίνει γύας.
ο Νείλος με το ρεύμα του
ποτίζει
κι όχι η βροχή
τής Αιγύπτου τα χωματα
που όταν τα χιόνια λιωσουν
τη γη της υγραινει
32Ἥρα δὲ μεμφθεῖσ᾽ οὕνεκ᾽ οὐ νικᾶι θεὰς
ἐξηνέμωσε τἄμ᾽ Ἀλεξάνδρωι λέχη,
δίδωσι δ᾽ οὐκ ἔμ᾽ ἀλλ᾽ ὁμοιώσασ᾽ ἐμοὶ
εἴδωλον ἔμπνουν οὐρανοῦ ξυνθεῖσ᾽ ἄπο
35Πριάμου τυράννου παιδί· καὶ δοκεῖ μ᾽ ἔχειν,
κενὴν δόκησιν, οὐκ ἔχων
η Ήρα αφού οργισθηκε
που έτσι στη κρίση την νικησαν
ματαίωσε με τον Αλέξανδρο το σμίξιμο μου
γιατί εμένα δεν εδωσαν
παρά είδωλο να μού μοιάζει απ'αερα
στου Πριάμου το γιο,
και πως μ'εχει αυτος νομιζει,
πλανη,αφού δεν μ'εχει
.
.
.
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
(Ιστορίες Ιδιαίτερης Ευκρινειας)
το τρενο ξεκίνησε,γλυστρουσε στις ραγες που έλαμπαν
από τη βροχή που έπεσε όλη τη μέρα,
έπειτα το είδε ανάμεσα στα περιβόλια και να εξαφανίζεται,
νύχτωσε,τίποτα πια δεν εβλεπε,
σκέφτηκε τα περασμένα,
τι παράξενο το παρελθόν,
πόσο βαριά η μνήμη,
αυτό,που ονοματιζω,σκέφτηκε,χάνεται.
όχι δεν φοβονταν
.
.
.
My Own Empire of Heteronyma Paintings
-Electra-
-χνκουβελης cncouvelis
ποτέ δεν είχα δει την Ηλέκτρα τόσο ήρεμη,
-ποσο ομορφη είσαι καλή μου, τής είπα
χαμογέλασε,
μού ζήτησε να πάμε,σύντομα,τις επόμενες μέρες μια εκδρομή,
στη Μάνη και στο Μυστρά,ήθελε να δει τούς πύργους,τα κάστρα,
τις εκκλησίες,να την φωτογραφίσω εκεί,
τη νύχτα κοιμήθηκαμε μαζί,
ξημερώνοντας μάς ξύπνησαν δυνατά χτυπήματα στην πορτα,
-ανοίξτε,φώναζαν,θα σπάσουμε τη πορτα
-ποιοι είναι;
ρώτησα την Ηλέκτρα,
τι θέλουν;
εκείνη δεν μίλησε,το πρόσωπο της σοβαρό,
σηκώθηκα,άνοιξα,
είδα τρεις άντρες με στολη αστυνομίας,
μ'εσπρωξαν,μπήκαν μέσα,
κατευθύνθηκαν προς την Ηλέκτρα,
-συλλαμβανεσαι για διπλή δολοφονία,
της Κλυταιμνήστρας και τού Αιγισθου,
εκείνη δεν αντεδρασε,άπλωσε τα χέρια της
και τής φόρεσαν χειροπέδες,
με κοίταξε πριν την πάρουν,
-συγνωμη,μου είπε,
-ελα,μπρός,ακολούθησε και συ,
μού φώναξε ένας αστυνομικός
.
.
.
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
μεταφράζοντας το τελευταίο γράμμα τής Virginia Woolf
(28 Μαρτίου 1941)
σού γράφω για τελευταία φορά,αυτό είναι το τελευταίο μου γραμμα,
για κάθε λέξη που γράφω βάζω και μια πέτρα στις τσέπες μου,τις γεμίζω,
πιστεύω να είναι αρκετά βαριες,να με βυθίσουν μέσα στα παγωμένα νερά τού ποταμού Ouse,ίσως μετά από μέρες με βρουν,φαγωμένη από τα ψάρια,φουσκωμένη από τα νερά,
πάλεψα με την αρρώστια τού μυαλού μου,όμως δεν τα κατάφερα,ημικρανίες,αυπνοια,διπολική διαταραχή,
δυνατές οι εικόνες τής πεθαμένης μαμας,μια πανέμορφη μαμά Pre-Raphaelite beauty
,τού πεθαμένου πατέρα,τής πεθαμένης αδελφής μου Στελλας,
και οι εικόνες τών δυό μικρών κοριτσιών,τής Βανέσσα και της Βιρτζίνια, που βιάζονταν από τα δυό αδέλφια τους,
πόσο φοβάμαι,τρομερά φοβάμαι,
ότι έγραψα μέσα στο δωμάτιο μου κλεισμένη με μια γραφομηχανή είναι αλήθεια,
είμαι μια γυναίκα πλέον τού 20ου αιώνα,
Dearest,
αγαπημένε
Αισθάνομαι είμαι βέβαιη πως πάλι τρελενομαι.
Αισθάνομαι πως δεν θα μπορέσουμε να αντέξουμε άλλη μια από εκείνες τις τρομερές στιγμές
Κι αυτή τη φορά δεν θα συνέλθω.
Αρχίζω ν'ακουω φωνές,και δεν μπορώ να συγκεντρωθω.
Έτσι κανω ότι φαίνεται το πιο σωστό πράγμα να κανω.
Μου'δωσες την πιο μεγάλη δυνατή ευτυχία.
Έχεις υπάρξει με κάθε τρόπο όλα εκείνα που κάποιος μπορούσε να υπάρξει.
Δεν νομίζω πως δυό άνθρωποι μπορούσαν να έχουν υπάρξει ευτυχέστεροι μέχρι αυτή η τρομερή αρρώστια να έρθει.
Δεν μπορώ να παλέψω πια.
Ξέρω ότι καταστρέφω τη ζωή σου,ότι χωρίς εμένα θα μπορεσεις να εργασθεις.
Και θα το κάνεις το ξέρω.
Βλέπεις δεν μπορώ ακόμη να το γράψω σωστά.
Δεν μπορώ να διαβάσω.
Ότι θέλω να πω είναι οτι οφείλω όλη την ευτυχία τής ζωής μου σε σένα.
Έχεις υπάρξει πολύ υπομονετικός μαζί μου κι απίστευτα καλός.
Θέλω να το πω αυτό,ο καθε ένας το ξέρει.
Αν κάποιος θα μπορούσε να μ'εχει σώσει αυτός θα σου'να εσυ.
Κάθε τι έχει φύγει από μένα εκτός από τη βεβαιότητα τής καλοσύνης σου.
Δεν μπορώ να συνεχίζω να καταστρεφω τη ζωή σου πια.
Δεν νομίζω οτι δυό άνθρωποι μπορούσαν να έχουν υπάρξει ευτυχέστεροι από ότι εμείς έχουμε υπαρξει.
Βιρτζίνια
Dearest
I feel certain I am going mad again. I feel we can’t go through another of those terrible times. And I shan’t recover this time. I begin to hear voices, and I can’t concentrate.
So I am doing what seems the best thing to do.
You have given me the greatest possible happiness. You have been in every way all that anyone could be. I don’t think two people could have been happier till this terrible disease came.
I can’t fight any longer.
I know that I am spoiling your life, that without me you could work. And you will I know. You see I can’t even write this properly. I can’t read. What I want to say is I owe all the happiness of my life to you. You have been entirely patient with me and incredibly good. I want to say that — everybody knows it.
If anybody could have saved me it would have been you. Everything has gone from me but the certainty of your goodness. I can’t go on spoiling your life any longer.
I don’t think two people could have been happier than we have been.
Virginia
συμφωνήσαμε,θυμάσαι,αν οι Γερμανοί εισβάλουν στο Λονδίνο να αυτοκτονήσουμε μαζι,
δεν μπορώ να περιμένω,
συγνώμη που το κάνω μόνη μου,
έτσι δεν θα φοβάται πια
η Virginia Woolf
.
.
.
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
Λουκιανός
Εταιρικοί Διάλογοι
-Μήτηρ και Φιλιννα-
μάνα
-τρελλαθηκες, Φίλιννα,τι έπαθες στο γλέντι χτες;
γιατί μου'ρθε ο Διφιλος εδω κλαίγοντας και μου'πε αυτά που του'κανες,πως μεθυσες και σηκώθηκες να χορέψεις ενώ αυτός σε τράβαγε να μην το κάνεις και σαν να μην έφτασαν αυτά φιλησες τον Λαμπρια τον φίλο του,κι επειδή τού κακοφανηκε τον παράτησες και πηγες στον Λαμπρια και τον αγκαλιασες,κι αυτός εσκαγε απ'τη ζήλεια του μ'αυτα που'βλεπε να γίνονται,αλλά ούτε και τη νύχτα,νομίζω,κοιμήθηκες μ'αυτον,τον παράτησες να κλαιει και μόνη καθοσουν δίπλα του στο κάθισμα τραγουδώντας και στεναχωροντας τον.
Φίλιννα
-τα δικά του,μάνα,όμως δεν σου'πε,γιατί τότε δεν θα'περνες το μέρος του,γιατί αφού μ'αφησε πήγε κι έκανε παρέα στη Θαιδα τη γκόμενα τού Λαμπρια,όταν εκείνος ήταν απών,κι όταν με είδε αυτό να μου κακοφαινεται και τού έκανα νόημα να συμμαζευτει,αφού τής Θαιδας τής αγγιζει τ'αυτι και στρέφει το λαιμο την φιλάει με τέτοιο παθος που πολύ δύσκολα ξεκόλλησε τα χείλη,
κι ενώ εγώ έκλαιγα αυτός στο αυτί τής Θαιδας μιλούσε πολύ ώρα και για εναντιον εμένα έλεγε,κι η Θαιδα χαμογελούσε ειρωνικά κοιτώντας με,και μόλις κατάλαβαν να πλησιάζει ο Λαμπείας και χόρτασαν να φιλιουνται τραβήχτηκαν ,εγώ όμως κοντά του κάθισα,για να μην το κρατήσουν υστερα,ενώ η Θαιδα αφού σηκώθηκε άρχισε πρώτη να χορεύει δείχνοντας γυμνά τα μπούτια της σαν αυτή μονάχα να'χει τα πιο όμορφα,κι όταν σταμάτησε ο Λαμπριας σιωπούσε και τίποτα δεν είπε,ο Διφιλος όμως παινευε πάρα πολύ το ρυθμό της και το πώς χόρευε και ότι με τη μουσική πήγαινε το πόδι και τα μπούτια ήταν όμορφα κι άλλα παρά πολλά,σαν να παινευε την Σωσαντρα τού Καλάμιδα,κι όχι τη Θαιδα,
που κι εσύ την ξέρεις πως είναι αφού μαζί μας λούζεται,κι ενώ τέτοια η Θαιδα είναι κοροιδευτικα μού'πε,-αν κάποια δεν ντρέπεται που'χει λεπτά πόδια να σηκωθεί και να χορέψει,
τι να της έλεγα,μάνα;,σηκώθηκα και χόρεψα,τι έπρεπε να κάνω;να κάνω τα στραβά μάτια για τη κοροϊδια και την Θαιδα να
κάνει το κοματι της στο γλέντι;
μάνα
-θα'πρεπε να συγκρατηθεις,κορίτσι μου,και να μην δώσεις συνέχεια,όμως πες μου τι έγινε μετά απ' αυτά
Φίλιννα
-λοιπον οι άλλοι παινευαν,μόνο ο Διφιλος ξάπλωσε φαρδυς πλατύς και το ταβανι κοιτούσε,μέχρι που εγώ αφού τα'δωσα όλα σταματησα
μάνα
-το ότι με τον Λαμπρια φιληθηκες αλήθεια ήταν και ότι πηγές να αγκαλιαστεις μ'αυτον;
γιατί σωπαίνεις;δεν ειν' αυτα λόγος για συγνώμη;
Φίλιννα
-να τον πληρώσω με το ίδιο νόμισμα ηθελα
μάνα
-κι έπειτα ούτε μαζί του ξαπλωσες,αλλά και τραγουδουσες ακομα ενώ εκείνος έκλαιγε;δεν είχες συναίσθηση,κοπέλα μου,ότι είμαστε φτωχες,
ούτε θυμάσαι όσα απ'αυτον πήραμε και πως θα βγάζαμε περα τον περσινο χειμωνα αν αυτόν η Αφροδίτη δεν μας τον εστελνε;
Φίλιννα
-και τί;θα ανέχομαι γι'αυτό να με προσβάλει;
μάνα
-να θυμώνεις,όμως μην αντιδρας με προσβολές,
δεν ξέρεις ότι με τις προσβολές τελειώνουν οι έρωτες;κι εσύ γίνεσαι συνεχως πολυ σκληρή με τον άνθρωπο,και κοίτα μήπως σύμφωνα με τη παροιμία τεντώνοντας παρα πολύ το σκοινί το σπασουμε
μήτηρ
[1] [p. 284] Ἐμάνης, ὦ Φίλιννα, ἢ τί ἔπαθες ἐν τῷ ξυμποσίῳ χθές; ἧκε γὰρ παρ᾽ ἐμὲ Δίφιλος ἕωθεν δακρύων καὶ διηγήσατό μοι ἃ ἔπαθεν ὑπὸ σοῦ· μεμεθύσθαι γάρ σε καὶ ἐς τὸ μέσον ἀναστᾶσαν ὀρχήσασθαι αὐτοῦ διακωλύοντος καὶ μετὰ ταῦτα φιλῆσαι Λαμπρίαν τὸν ἑταῖρον αὐτοῦ, καὶ ἐπεὶ ἐχαλέπηνέ σοι, καταλιποῦσαν αὐτὸν ἀπελθεῖν πρὸς τὸν Λαμπρίαν καὶ περιβαλεῖν ἐκεῖνον, ἑαυτὸν δὲ ἀποπνίγεσθαι τούτων γιγνομένων. ἀλλ᾽ οὐδὲ τῆς νυκτός, οἶμαι, συνεκάθευδες μετ᾽ αὐτοῦ, καταλιποῦσα δὲ δακρύοντα μόνη ἐπὶ τοῦ πλησίον σκίμποδος κατέκεισο ᾄδουσα καὶ λυποῦσα ἐκεῖνον.
Φίλιννα
[2] τὰ γὰρ αὐτοῦ σοι, ὦ μῆτερ, οὐ διηγήσατο· οὐ γὰρ ἂν συνηγόρευες αὐτῷ ὑβριστῇ γε ὄντι, ὃς ἐμοῦ [p. 239] ἀφέμενος ἐκοινολογεῖτο Θαΐδι τῇ Λαμπρίου ἑταίρᾳ, μηδέπω ἐκείνου παρόντος· ἐπεὶ δὲ χαλεπαίνουσαν εἶδέ με καὶ διένευσα αὐτῷ οἷα ποιεῖ, τοῦ ὠτὸς ἄκρου ἐφαψάμενος ἀνακλάσας τὸν αὐχένα τῆς Θαΐδος ἐφίλησεν οὕτω προσφυῶς, ὥστε μόλις ἀπέσπασε τὰ χείλη, εἶτ᾽ ἐγὼ μὲν ἐδάκρυον, ὁ δὲ ἐγέλα καὶ πρὸς τὴν Θαΐδα πολλὰ πρὸς τὸ οὖς ἔλεγε κατ᾽ ἐμοῦ δηλαδή, καὶ ἡ Θαῒς ἐμειδία βλέπουσα πρὸς ἐμέ. ὡς δὲ προσιόντα ᾔσθοντο τὸν Λαμπρίαν καὶ [p. 285] ἐκορέσθησάν ποτε φιλοῦντες ἀλλήλους, ἐγὼ μὲν ὅμως παρ᾽ αὐτὸν κατεκλίθην, ὡς μὴ καὶ τοῦτο προφασίζοιτο ὕστερον, ἡ Θαῒς δὲ ἀναστᾶσα ὠρχήσατο πρώτη ἀπογυμνοῦσα ἐπὶ πολὺ τὰ σφυρὰ ὡς μόνη καλὰ ἔχουσα, καὶ ἐπειδὴ ἐπαύσατο, ὁ Λαμπρίας μὲν ἐσίγα καὶ εἶπεν οὐδέν, Δίφιλος δὲ ὑπερεπῄνει τὸ εὔρυθμον καὶ τὸ κεχορηγημένον, καὶ ὅτι εὖ πρὸς τὴν κιθάραν ὁ ποὺς καὶ τὸ σφυρὸν ὡς καλὸν καὶ ἄλλα μυρία, καθάπερ τὴν Καλάμιδος Σωσάνδραν ἐπαινῶν, ἀλλ᾽ οὐχὶ Θαΐδα, ἣν καὶ σὺ οἶσθα συλλουομένην ἡμῖν οἵα ἐστί, Θαῒς δὲ οἷα καὶ ἔσκωψεν εὐθὺς ἐς ἐμέ· εἰ γάρ τις, ἔφη, μὴ αἰσχύνεται λεπτὰ ἔχουσα τὰ σκέλη, ὀρχήσεται καὶ αὐτὴ ἐξαναστᾶσα. τί ἂν λέγοιμι, ὦ μῆτερ; ἀνέστην γὰρ καὶ ὠρχησάμην. τί γὰρ ἔδει ποιεῖν; ἀνασχέσθαι καὶ ἐπαληθεύειν τὸ σκῶμμα καὶ τὴν Θαΐδα ἐᾶν τυραννεῖν τοῦ συμποσίου;
μήτηρ
[3] φιλοτιμότερον μέν, ὦ θύγατερ· οὐδὲ φροντίζειν γὰρ ἐχρῆν· λέγε δ᾽ ὅμως τὰ μετὰ ταῦτα.
Φίλιννα
οἱ μὲν οὖν ἄλλοι ἐπῄνουν, ὁ Δίφιλος δὲ μόνος ὕπτιον καταβαλὼν ἑαυτὸν ἐς τὴν ὀροφὴν ἀνέβλεπεν, ἄχρι δὴ καμοῦσα ἐπαυσάμην.
μήτηρ
τὸ φιλῆσαι δὲ τὸν Λαμπρίαν ἀληθὲς ἦν καὶ τὸ μεταβᾶσαν περιπλέκεσθαι αὐτῷ; τί σιγᾷς; οὐκέτι γὰρ ταῦτα συγγνώμης ἄξια.
Φίλιννα
ἀντιλυπεῖν ἐβουλόμην αὐτόν. [p. 240]
μήτηρ
εἶτα οὐδὲ συνεκάθευδες, ἀλλὰ καὶ ᾖδες ἐκείνου δακρύοντος; οὐκ αἰσθάνῃ, ὦ θύγατερ, ὅτι πτωχαί ἐσμεν, οὐδὲ μέμησαι ὅσα παρ᾽ αὐτοῦ ἐλάβομεν ἢ οἷον δὴ τὸν πέρυσι χειμῶνα διηγάγομεν ἄν, εἰ μὴ τοῦτον ἡμῖν ἡ Ἀφροδίτη ἔπεμψε; [p. 286]
Φίλιννα
τί οὖν; ἀνέχωμαι διὰ τοῦτο ὑβριζομένη ὑπ᾽ αὐτοῦ;
μήτηρ
Ὀργίζου μέν, μη ἀνθύβριζε δέ. οὐκ οἶσθα ὅτι ὑβριζόμενοι παύονται οἱ ἐρῶντες καὶ ἐπιτιμῶσιν ἑαυτοῖς; σὺ δὲ πάνυ χαλεπὴ ἀεὶ τῷ ἀνθρώπῳ γεγένησαι, καὶ ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον.
.
.
.
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
Παλαιά Διαθήκη, Έξοδος
-στην Αίγυπτο ,γέννηση και εύρεση Μωυσή -
1,1 Ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ τῶν εἰσπεπορευμένων εἰς Αἴγυπτον ἅμα Ἰακὼβ τῷ πατρὶ αὐτῶν, ἕκαστος πανοικὶ αὐτῶν εἰσήλθοσαν.
(αυτά ειναι τα ονόματα τών υιών τού Ισραήλ που εχουν εισελθει στην Αίγυπτο μαζί με τον Ιακώβ με τον πατέρα αυτών,κάθε ενας με όλη την οικογένεια του εισήλθαν)
1,2 Ῥουβήν, Συμεών, Λευΐ, Ἰούδας,
1,3 Ἰσσάχαρ, Ζαβουλὼν καὶ Βενιαμίν,
1,4 Δὰν καὶ Νεφαθλείμ, Γὰδ καὶ Ἀσήρ.
1,5 Ἰωσὴφ δὲ ἦν ἐν Αἰγύπτῳ. ἦσαν δὲ πᾶσαι ψυχαὶ ἐξ Ἰακὼβ πέντε καὶ ἑβδομήκοντα.
(ο Ιωσήφ ήταν τότε στην Αίγυπτο,ήσαν τότε όλες οι ψυχές από τον Ιακώβ εβδομήντα πέντε)
1,6 ἐτελεύτησε δὲ Ἰωσὴφ καὶ πάντες οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ πᾶσα ἡ γενεὰ ἐκείνη.
(πέθανε ο Ιωσήφ και όλα τα αδέλφια του και όλη η γενιά εκείνη)
1,7 οἱ δὲ υἱοὶ Ἰσραὴλ ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησαν καὶ χυδαῖοι ἐγένοντο. καὶ κατίσχυον σφόδρα σφόδρα, ἐπλήθυνε δὲ ἡ γῆ αὐτούς.
(οι υιοί όμως τού Ισραήλ αυξήθηκαν και επληθυνθηκαν και πλήθος εγιναν,και δυνάμωσαν πάρα πολύ,η γη τους πληθύνει)
1,8 Ἀνέστη δὲ βασιλεὺς ἕτερος ἐπ᾿ Αἴγυπτον, ὃς οὐκ ᾔδει τὸν Ἰωσήφ.
(τότε ένας άλλος βασιλιάς ανέβηκε στην Αίγυπτο,που δεν γνώριζε τον Ιωσήφ)
1,9 εἶπε δὲ τῷ ἔθνει αὐτοῦ· ἰδοὺ τὸ γένος τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ μέγα πλῆθος καὶ ἰσχύει ὑπὲρ ἡμᾶς·
(και είπε στον λαό του,
ιδού το γένος τών υιών τού Ισραήλ μέγα πλήθος και πιο ισχυρο από μας)
1,10 δεῦτε οὖν κατασοφισώμεθα αὐτούς, μή ποτε πληθυνθῇ, καὶ ἡνίκα ἂν συμβῇ ἡμῖν πόλεμος, προστεθήσονται καὶ οὗτοι πρὸς τοὺς ὑπεναντίους καὶ ἐκπολεμήσαντες ἡμᾶς ἐξελεύσονται ἐκ τῆς γῆς.
(ελάτε λοιπόν να τους ελέγξουμε,να μην ποτέ πληθυνθουν,γιατί αν μας συμβεί πόλεμος,θα προσχωρήσουν κι αυτοί με τους εχθρούς,και κατανικώντας μας από τη χώρα θα φύγουν)
1,11 καὶ ἐπέστησεν αὐτοῖς ἐπιστάτας τῶν ἔργων, ἵνα κακώσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ἔργοις· καὶ ᾠκοδόμησαν πόλεις ὀχυρὰς τῷ Φαραώ, τήν τε Πειθὼμ καὶ Ῥαμεσσῆ καὶ Ὤν, ἥ ἐστιν Ἡλιούπολις.
(και τοποθέτησε σ'αυτους ανθρώπους να τούς επιστρατεύουν στις εργασιες,για να τούς κακοποιουν στις εργασίες,και οικοδόμησαν πόλεις οχυρες στον Φαραώ,και την Πειθωμ και την Ραμεσση και την Ών )
1,12 καθότι δὲ αὐτοὺς ἐταπείνουν, τοσούτῳ πλείους ἐγίγνοντο, καὶ ἴσχυον σφόδρα σφόδρα· καὶ ἐβδελύσσοντο οἱ Αἰγύπτιοι ἀπὸ τῶν υἱῶν Ἰσραήλ.
(παρόλο που τούς καταπίεζαν,τόσο περισσότεροι γίνονταν και πιο ισχυροί,και ήταν μισητοί οι Αιγύπτιοι από τους υιούς τού Ισραήλ)
1,13 καὶ κατεδυνάστευον οἱ Αἰγύπτιοι τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ βίᾳ
(και καταδυναστευαν οι Αιγύπτιοι τούς υιούς τού Ισραήλ με τη βία)
1,14 καὶ κατωδύνων αὐτῶν τὴν ζωὴν ἐν τοῖς ἔργοις τοῖς σκληροῖς, τῷ πηλῷ καὶ τῇ πλινθείᾳ καὶ πᾶσι τοῖς ἔργοις τοῖς ἐν τοῖς πεδίοις, κατὰ πάντα τὰ ἔργα, ὧν κατεδουλοῦντο αὐτοὺς μετὰ βίας.
(και με πόνους τούς δυσκόλευαν τη ζωή τους σε σκληρές εργασίες,στον πηλο και στους πλίνθους και σ' όλες τις εργασίες στους χώρους εργασιας,σ'ολες τις εργασίες,που δούλους τους είχαν με τη βία)
1,15 Καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῶν Αἰγυπτίων ταῖς μαίαις τῶν Ἑβραίων· τῇ μιᾷ αὐτῶν ὄνομα Σεπφώρα, καὶ τὸ ὄνομα τῆς δευτέρας Φουά,
(και είπε ο βασιλιάς τών Αιγυπτίων στις μαιες των τών Εβραίων,στη μια από αυτές με το όνομα Σεπφωρα,και το όνομα τής δεύτερης Φουά)
1,16 καὶ εἶπεν· ὅταν μαιοῦσθε τὰς Ἑβραίας καὶ ὦσι πρὸς τῷ τίκτειν, ἐὰν μὲν ἄρσεν ᾖ, ἀποκτείνατε αὐτό, ἐὰν δὲ θῆλυ, περιποιεῖσθε αὐτό.
(και είπε,όταν πάτε να ξεγεννηστε τις Εβραιες και είναι να γεννήσουν ,αν είναι αρσενικό,να το σκοτώνετε,αν είναι θηλυκο,
να το φροντιζετε)
1,17 ἐφοβήθησαν δὲ αἱ μαῖαι τὸν Θεὸν καὶ οὐκ ἐποίησαν καθότι συνέταξεν αὐταῖς ὁ βασιλεὺς Αἰγύπτου, καὶ ἐζωογόνουν τὰ ἄρσενα.
(όμως φοβήθηκαν τον Θεό οι μαίες και δεν έκαναν όπως διεταξε σ'αυτες ο βασιλιάς τής Αιγύπτου,και άφηναν να ζήσουν τα αρσενικά)
1,18 ἐκάλεσε δὲ ὁ βασιλεὺς Αἰγύπτου τὰς μαίας καὶ εἶπεν αὐταῖς· τί ὅτι ἐποιήσατε τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἐζωογονεῖτε τὰ ἄρσενα;
(τότε κάλεσε ο βασιλιάς τής Αιγύπτου τις μαίες και είπε σ'αυτες,γιατί αυτό το πράγμα κάνετε και αφήνετε να ζήσουν τα αρσενικά;)
1,19 εἶπαν δὲ αἱ μαῖαι τῷ Φαραώ· οὐχ ὡς γυναῖκες Αἰγύπτου αἱ Ἑβραῖαι, τίκτουσι γὰρ πρὶν ἢ εἰσελθεῖν πρὸς αὐτὰς τὰς μαίας· καὶ ἔτικτον.
(και είπαν οι μαίες στον Φαραώ,δεν είναι όπως οι γυναίκες τής Αιγύπτου οι Εβραιες,γιατι γεννούν πριν να έρθουν σ'αυτες οι μαίες,και γεννούσαν)
1,20 εὖ δὲ ἐποίει ὁ Θεὸς τὰς μαίας, καὶ ἐπλήθυνεν ὁ λαὸς καὶ ἴσχυε σφόδρα.
(και ο Θεός προστατεύει τις μαίες,και επληθυνθηκε ο.λαος και πιο ισχυροτερος έγινε)
1,21ἐπεὶ δὲ ἐφοβοῦντο αἱ μαῖαι τὸν Θεόν, ἐποίησαν ἑαυταῖς οἰκίας.
(και επειδή φόβο Θεού είχαν οι μαίες,έκαναν τις οικογενειες τους
1,22 συνέταξε δὲ Φαραὼ παντὶ τῷ λαῷ αὐτοῦ λέγων· πᾶν ἄρσεν, ὃ ἐὰν τεχθῇ τοῖς Ἑβραίοις, εἰς τὸν ποταμὸν ῥίψατε· καὶ πᾶν θῆλυ, ζωογονεῖτε αὐτό.
(τότε διέταξε ο Φαραώ σ'όλο το λαό του λέγοντας,κάθε αρσενικό,που θα γεννηθει
στους Εβραίους,στο ποταμό να το ρίξετε,και κάθε θηλυκό,να το αφήσετε να ζήσει)
2,1 Ἦν δέ τις ἐκ τῆς φυλῆς Λευΐ, ὃς ἔλαβε τῶν θυγατέρων Λευΐ,
(ήταν τότε κάποιος από τη φυλή Λευί,ο οποίος πήρε μια από τις θυγατερες Λευί)
2,2 καὶ ἐν γαστρὶ ἔλαβε καὶ ἔτεκεν ἄρσεν· ἰδόντες δὲ αὐτὸ ἀστεῖον ἐσκέπασαν αὐτὸ μῆνας τρεῖς.
(και στη κοιλιά συνέλαβε και γέννησε αρσενικό,βλέποντας το χαριτωμένο το έκρυψαν μήνες τρεις)
2,3 ἐπεὶ δὲ οὐκ ἠδύναντο αὐτὸ ἔτι κρύπτειν, ἔλαβεν αὐτῷ ἡ μήτηρ αὐτοῦ θῖβιν καὶ κατέχρισεν αὐτὴν ἀσφαλτοπίσσῃ καὶ ἐνέβαλε τὸ παιδίον εἰς αὐτὴν καὶ ἔθηκεν αὐτὴν εἰς τὸ ἕλος παρὰ τὸν ποταμόν.
(επειδή όμως δεν μπορούσαν άλλο να το κρυβουν,πήρε η μητέρα του καλάθι από πάπυρο και το άλειψε με πίσσα άσφαλτο και μέσα σ'αυτο έβαλε το παιδί και το άφησε στο έλος διπλα στον ποταμό)
2,4 καὶ κατεσκόπευεν ἡ ἀδελφὴ αὐτοῦ μακρόθεν μαθεῖν, τί τὸ ἀποβησόμενον αὐτῷ.
(και παρακολουθούσε η αδελφή του από μακρυά,τι θα συμβεί σ'αυτο)
2,5 κατέβη δὲ ἡ θυγάτηρ Φαραὼ λούσασθαι ἐπὶ τὸν ποταμόν, καὶ αἱ ἅβραι αὐτῆς παρεπορεύοντο παρὰ τὸν ποταμόν. καὶ ἰδοῦσα τὴν θῖβιν ἐν τῷ ἕλει, ἀποστείλασα τὴν ἅβραν ἀνείλατο αὐτήν.
(τότε κατέβηκε η θυγατερα τού Φαραώ να λουστεί στον ποταμό,
και οι υπηρέτριες της ακολουθούσαν στον ποταμό,και βλέποντας το καλάθι στο έλος,έστειλε την υπηρέτρια να το πάρει)
2,6 ἀνοίξασα δὲ ὁρᾷ παιδίον κλαῖον ἐν τῇ θίβει, καὶ ἐφείσατο αὐτοῦ ἡ θυγάτηρ Φαραὼ καὶ ἔφη· ἀπὸ τῶν παιδίων τῶν Ἑβραίων τοῦτο.
(όταν το ανοιξε βλέπει ενα παιδί που έκλαιγε μέσα στο καλαθι,και το λυπήθηκε η θυγατέρα τού Φαραώ και είπε,από τα παιδιά των Εβραίων αυτό)
2,7 καὶ εἶπεν ἡ ἀδελφὴ αὐτοῦ τῇ θυγατρὶ Φαραώ· θέλεις καλέσω σοι γυναῖκα τροφεύουσαν ἐκ τῶν Ἑβραίων καὶ θηλάσει σοι τὸ παιδίον;
(και είπε η αδελφή του στη θυγατέρα τού Φαραώ,θέλεις να σου φωναξω μια γυναίκα τροφό από τις Εβραιες και να σου θηλάσει το παιδί;)
2,8 ἡ δὲ εἶπεν ἡ θυγάτηρ Φαραώ· πορεύου. ἐλθοῦσα δὲ ἡ νεᾶνις ἐκάλεσε τὴν μητέρα τοῦ παιδίου.
(τοτε είπε η θυγατέρα τού Φαραώ,πηγενε,
αφού λοιπόν πήγε η κοπέλα φώναξε τη μητέρα τού παιδιού)
2,9 εἶπε δὲ πρὸς αὐτὴν ἡ θυγάτηρ Φαραώ· διατήρησόν μοι τὸ παιδίον τοῦτο καὶ θήλασόν μοι αὐτό, ἐγὼ δὲ δώσω σοι τὸν μισθόν. ἔλαβε δὲ ἡ γυνὴ τὸ παιδίον καὶ ἐθήλαζεν αὐτό.
(τότε είπε σ'αυτη η θυγατέρα τού Φαραώ,
φρόντισε μου το παιδί αυτό και θήλασε μου αυτο,και θα σε πληρώσω,
τότε πήρε η γυναίκα το παιδί και θήλαζε αυτο)
2,10 ἀδρυνθέντος δὲ τοῦ παιδίου, εἰσήγαγεν αὐτὸ πρὸς τὴν θυγατέρα Φαραώ, καὶ ἐγενήθη αὐτῇ εἰς υἱόν· ἐπωνόμασε δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ Μωυσῆν λέγουσα· ἐκ τοῦ ὕδατος αὐτὸν ἀνειλόμην.
(αφού μεγάλωσε το παιδί,πήγε αυτο στη θυγατέρα τού Φαραώ,
και το έκανε γιο της,
και ονομάτισε το όνομα αυτού Μωυσή λέγοντας,
απ'το νερό αυτόν έβγαλα)
.
.
.
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
Ύμνους τής Μεγάλης
Πεμπτης
-Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου
Σήμερα κρεμιέται πάνω σε ξύλο αυτός που με ύδατα τη γη κρέμασε,
Με στεφάνι από αγκάθια στεφανώνεται ο Βασιλέας τών αγγέλων,
Ψεύτικη πορφύρα περιβάλλεται ο περιβάλλων τον ουρανό με Νεφέλες,
Ράπισμα δέχεται αυτός που στον Ιορδάνη ελευθέρωσε τον άνθρωπο,
Με καρφιά καρφώθηκε ο Νυμφίος τής Εκκλησίας,
Με λόγχη κεντηθηκε ο γιος τής Παρθένου
Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας. Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται ὁ τῶν ἀγγέλων Βασιλεύς. Ψευδῆ πορφύραν περιβάλλεται ὁ περιβάλλων τὸν οὐρανὸν ἐν Νεφέλαις. Ῥάπισμα κατεδέξατο ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τὸν Ἀδάμ. Ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας. Λόγχῃ ἐκεντήθη ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου.
.
.
.
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
Το
Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Κεφάλαιο ΚΖ'(27) 33-54
-Η Σταυρωση-
και αφού ήρθαν στο τόπο τον λεγομενο Γολγοθά,που
σημαινει κρανίου τόπος,
έδωκαν σ'αυτον να πιει ξύδι με χολή ανακατεμενο,και όταν το γεύτηκε δεν θέλησε να το πιει,και αφού τον σταύρωσαν μοίρασαν τα ρούχα του βάζοντας κλήρο,και κάθισαν να τον φυλάνε εκεί,και έβαλαν πάνω στο κεφάλι του την αιτία τής σταύρωσης γραμμένη,αυτός είναι ο Ιησούς ο βασιλιάς τών Ιουδαίων,
τότε σταυρωνονται μαζί μ'αυτον δύο ληστές,ο ένας στα δεξιά κι ο αλλος στα αριστερά,
κι αυτοί που περιφέρονταν γύρω του τον βλαστημουσαν κουνοντας τα κεφάλια τους και λέγοντας,
εσύ που γκρεμίζεις το ναό και μέσα σε τρεις μέρες τον οικοδομεις,σώσε τον εαυτό σου,
κι αν γιος είσαι τού Θεου,κατέβα απ'το σταυρο.
όμοια και οι αρχιερείς εμπαιζοντας τον μαζί με τούς γραμματείς και τούς πρεσβυτέρους και τούς Φαρισαίους έλεγαν,
άλλους έσωσε,τον εαυτό του δεν μπορεί να σώσει,
αν βασιλιάς τού Ισραήλ είναι,ας κατέβει τώρα από το σταυρό και θα πιστέψουμε σ'αυτον,
ας παρακαλέσει το Θεό,
να τον σώσει τώρα,αν τον αγαπάει,γιατί είπε ότι τού Θεού είμαι γιος,
το ίδιο κι οι ληστές που σταυρώθηκαν μ'αυτον τον κορόιδευαν,
κι από την έκτη ώρα σκοτεινιασε σ'ολη τη γη
μέχρι την ένατη ωρα,
εκει κατά την ένατη ωρα φώναξε ο Ιησούς με δυνατή φωνή λεγοντας
ἠλὶ ἠλί, λιμᾶ σαβαχθανί;
αυτό σημαίνει, Θεέ μου Θεέ μου, γιατί με εγκατελειψες;
τότε κάποιοι που εκεί βρίσκονταν ακούγοντας το έλεγαν ότι τον Ηλία φωνάζει αυτος,
κι αμέσως τρεχοντας ένας απ'αυτους και παιρνωντας σφουγγάρι και αφού το γεμισε ξίδι και το έδεσε σε καλαμι τού έδινε να πιει,
κι οι υπόλοιποι έλεγαν,άφησε τον,να δούμε αν έρχεται ο Ηλίας να τον σωσει,
και τότε ο Ιησούς αφου παλι έβγαλε κραυγη με φωνή δυνατή άφησε το πνεύμα,
και ιδού το καταπευασμα τού ναού σχίστηκε στα δύο από πάνω μέχρι κάτω,κι η γη σειστηκε και οι πέτρες σχίστηκαν,και τα μνήματα ανοίχτηκαν και πολλά σώματα τών πεθαμένων αγίων σηκώθηκαν,και βγαίνοντας έξω απ'τα μνήματα,μετά την έγερση αυτου μπήκαν μέσα στην αγία πόλη και εμφανίστηκαν σε πολλους,
τότε ο εκατόνταρχος κι αυτοί που μαζί μ'αυτον φύλαγαν τον Ιησού,βλέποντας τον σεισμό κι αυτά που έγιναν φοβήθηκαν πάρα πολύ λέγοντας,αλήθεια Θεού γιος είναι αυτός.
Καὶ ἐλθόντες εἰς τόπον λεγόμενον Γολγοθᾶ, ὅ ἐστι λεγόμενος κρανίου τόπος,
ἔδωκαν αὐτῷ πιεῖν ὄξος μετὰ χολῆς μεμιγμένον· καὶ γευσάμενος οὐκ ἤθελε πιεῖν.
σταυρώσαντες δὲ αὐτὸν διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ βαλόντες κλῆρον,
καὶ καθήμενοι ἐτήρουν αὐτὸν ἐκεῖ.
καὶ ἐπέθηκαν ἐπάνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ τὴν αἰτίαν αὐτοῦ γεγραμμένην· οὗτός ἐστιν ᾿Ιησοῦς ὁ βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων.
Τότε σταυροῦνται σὺν αὐτῷ δύο λῃσταί, εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων.
Οἱ δὲ παραπορευόμενοι ἐβλασφήμουν αὐτὸν κινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν
καὶ λέγοντες·
εσύ που γκρεμίζεις το ναό και σε τρεις μέρες τον οικοδομές,σώσε τον εαυτό σου,
κι αν γιος είσαι τού Θεου,κατέβα απ'το σταυρο.
ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν! σῶσον σεαυτόν· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ σταυροῦ.
ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες μετὰ τῶν γραμματέων καὶ πρεσβυτέρων καὶ Φαρισαίων ἔλεγον·
ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι· εἰ βασιλεὺς ᾿Ισραήλ ἐστι, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ καὶ πιστεύσομεν ἐπ᾿ αὐτῷ·
πέποιθεν ἐπὶ τὸν Θεόν, ρυσάσθω νῦν αὐτόν, εἰ θέλει αὐτόν· εἶπε γὰρ ὅτι Θεοῦ εἰμι υἱός.
τὸ δ᾿ αὐτὸ καὶ οἱ λῃσταὶ οἱ συσταυρωθέντες αὐτῷ ὠνείδιζον αὐτόν.
᾿Απὸ δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης.
περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ὁ ᾿Ιησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων· ἠλὶ ἠλί, λιμᾶ σαβαχθανί; τοῦτ᾿ ἔστι, Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;
τινὲς δὲ τῶν ἐκεῖ ἑστώτων ἀκούσαντες ἔλεγον ὅτι ᾿Ηλίαν φωνεῖ οὗτος.
καὶ εὐθέως δραμὼν εἷς ἐξ αὐτῶν καὶ λαβὼν σπόγγον πλήσας τε ὄξους καὶ περιθεὶς καλάμῳ ἐπότιζεν αὐτόν.
οἱ δὲ λοιποὶ ἔλεγον· ἄφες ἴδωμεν εἰ ἔρχεται ᾿Ηλίας σώσων αὐτόν.
ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τὸ πνεῦμα.
Καὶ ἰδοὺ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω, καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν,
καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη,
καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων, μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς.
῾Ο δὲ ἑκατόνταρχος καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ τηροῦντες τὸν ᾿Ιησοῦν, ἰδόντες τὸν σεισμὸν καὶ τὰ γενόμενα ἐφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος.
.
.
.
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, Κεφάλαιο Κ' 19-29
-Η ψηλάφησις τού Θωμά-
όταν λοιπόν βραδυασε την ημέρα εκείνη την πρώτη τής εβδομάδας και ενώ οι πορτες ήταν κλεισμενες όπου ησαν οι μαθητες μαζεμενοι από το φόβο τών Ιουδαίων ήρθε ο Ιησούς και στάθηκε στη μέση και λέει σ'αυτους,
ησυχαστε,
κι αυτό αφού είπε έδειξε σ'αυτους τα χέρια και την πλευρά του,τότε λοιπόν χάρηκαν οι μαθητές βλέποντας τον Κύριο,
τότε λοιπόν είπε σ'αυτους ο Ιησούς πάλι,
ησυχαστε,
όπως εμενα έστειλε ο πατέρας έτσι κι εγώ εσας θα στείλω,
κι αυτό αφού είπε τους
εμφύσησε και λέει σ'αυτους,
λάβετε το Πνεύμα το Άγιο,
αν κάποιων συγχωρέσετε τις αμαρτίες,τότε θα συγχωρεθουν σ'αυτους,
αν κάποιων τις κρατησετε,τότε θα κρατηθούν,
τότε ο Θωμάς ένας από τούς δώδεκα,ο λεγόμενος Δίδυμος,δεν ήταν μ'αυτους όταν ήρθε ο Ιησούς,
είπαν λοιπόν σ'αυτον οι άλλοι μαθητές,
έχουμε δει τον Κύριο,
τότε αυτος είπε σ'αυτους,
αν δεν δω στα χέρια του το σημάδι τών καρφιών και δεν βάλω το δάκτυλο μου στο σημάδι τών καρφιών και δεν βάλω το χέρι μου στη πλευρά του,δεν θα πιστέψω,
και μετά από οκτώ μέρες πάλι ήσαν μέσα οι μαθητές αυτού και ο Θωμάς μ'αυτους,τότε έρχεται ο Ιησούς ενω οι πόρτες ήταν κλεισμενες,και σταθηκε
στη μέση και είπε,
ησυχαστε,
έπειτα λέει στον Θωμά,
έλα φέρε το δάκτυλο σου εδώ και δες τα χέρια μου,και φερε το χέρι σου και βάλτο στη πλευρά μου,
και μη γινεσε άπιστος,αλλά αυτός που πιστεύει,
και αποκριθηκε ο Θωμάς και είπε σ'αυτον,
ο Κύριος μου και ο Θεός μου είσαι,
τότε λέει σ'αυτον ο Ιησούς,
επειδή με ειδες,έχεις πιστέψει,
μακάριοι αυτοί που δεν είδαν και πίστεψαν.
Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν ᾿Ιουδαίων, ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν.
καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον.
εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς.
καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα ῞Αγιον·
ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται.
Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ’ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς.
ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω.
Καὶ μεθ’ ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ’ αὐτῶν. ἔρχεται ὁ ᾿Ιησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν.
εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός.
καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου.
λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες.
.
.
.
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
ο κ.Κ είπε:
φαντασθητε πόση εξέλιξη του ανθρώπου χρειάσθηκε για να καταληξει σε μια
τετοια βαρβαροτητα
.
.
.
Φωτογράφιση
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
-η συνάντηση με την Ελένη-
με κοίταξε,
χαμογέλασε,
-απογοητευτηκες; είπε,με περίμενες όμορφη,νέα,
και βλέπεις μια ηλικιωμένη,μια μαραμένη γυναίκα,
πήγα να δικαιολογηθω,
-οχι,μη λες τίποτα,με πρόλαβε,
γέλασε,
ευτυχώς να λες που δεν είμαι ακόμα η Ωραία Ελένη να προκαλέσω Τρωικό πόλεμο
και να κινδυνεύσεις,
ξεκινήσαμε την φωτογράφηση,
εκπληκτική η μεταμόρφωση της,μια πανέμορφη γοητευτική γυναίκα,
όταν τελειώσαμε εκείνη τη μέρα τήν φωτογράφιση την περίμενα στο μπαρ,
ήρθε και κάθησε δίπλα μου,
την αγκάλιασα,
-ειμαι ερωτευμένος μαζί σου, τής είπα,
εκείνη χαμογελασε,ένα γλυκό χαμόγελο,
.
.
.
My own empire of photos
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
Fragmenta
interiors
ο κόσμος έχει αδειάσει,μια ερημιά,τίποτα δεν την συνδέει με την πραγματικότητα,
μια κενή ύπαρξη,ακυρωμενη,απουσία,δεν κατηγορεί,δεν θέλει να εκδικηθεί,είναι
αδιάφορο,ότι έγινε έγινε,
το κίτρινο ψαράκι στη γυάλα αεικίνητο,αυτοί οι άνθρωποι στο δωμάτιο της,
γύρω της,ποιοι είναι;τι θέλουν;άγνωστοι,ξενοι,
τίποτα δεν την συνδέει μαζί τους,
τίποτα,
.
.
.
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
Ιστορίες τού κ Κ
ένας γνωστός τού Κ Κ τον ρώτησε
-δεν είναι περίεργο να έχεις αγοράσει το πιο σύγχρονο και πολυτελές αυτοκίνητο
και να το έχεις ακίνητο
-μα,φίλε μου,απάντησε ο κ.Κ,
προτιμώ να μην είμαι ακίνητος εγώ και να περπαταω
.
.
ο κ.Κ σχολιαζοντας τούς πολέμους σήμερα είπε:
-τι προσπάθειες,από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα,κάνουν οι άνθρωποι,
να εξαφανιστούν από τον πλανήτη,και δυστυχώς δεν τα καταφέρνουν,τι τεράστια,
τι φοβερή, απογοήτευση για αυτή τη φιλοδοξία τους
-θα τα καταφέρουν κάποτε;
τον ρωτησαν
-δεν το νομίζω,απάντησε ο κ.Κ,χαμογελώντας,κι αυτή είναι η καταδίκη τους
.
.
σε ένα μπαρ ο κ.Κ είδε μια γυναίκα,την πλησίασε,
-κυρια μου,τής είπε,είστε η πιο όμορφη γυναίκα
-ευχαιριστω πολύ,κύριε,με κολακευεται,απάντησε εκείνη χαμογελώντας
-αλλα,μόνο για μένα,
τής είπε ο κ.Κ
.
.
.
map of Ming dynasty
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
The Kien Ouen Ti Emperor Case
ο Κίτρινος Αυτοκρατορας Kien Ouen Ti Emperor,δεύτερος αυτοκράτορας
τής δυναστειας Ming,όταν ο θείος του Yongle επαναστατει εναντίον του
μυστηριωδώς εξαφανίζεται,
1402 μΧ,
διάφορες εικασίες ειπώθηκαν,
ότι νύχτα διέφυγε και μετά από πορεία μηνών βρίσκεται κάπου στο βορειο μέρους
τού Σινικού Τείχους,εκεί καλλιεργεί τη γη,αγνώριστος,
αλλοι ισχυρίζονται και είναι οι περισσότεροι,πως μεταμφιέστηκε σε ταοϊστη καλόγερο,
και διέφυγε τής σύλληψης από τούς στασιαστές,
Κινέζοι ταοϊστές μελετητές αυτής τής περιόδου,ταυτίζουν κάποιο σχολιαστή
τού Ταο Τε Τσινγκ που έγραψε ο Λαο Τσε με αυτόν,που φαίνεται να ακολουθησε
τον φιλοσοφικό ταοϊσμό,και μάλιστα,προς τα εκεί κλίνει η έρευνα,να συνέθεσε
κείμενα τού 道藏 Τάο Ζανγκ, Θησαυροφυλάκιο τού Tάo, ταοϊστικους κανονες,
.
.
.
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
η γυναίκα τού τρένου
περίμενε στον υπόγειο σταθμό,ήταν ο μοναδικός άνθρωπος στην αποβάθρα,
ήρθε το τρένο,σταμάτησε,άνοιξαν οι πόρτες,μπήκε στο βαγόνι,αδειο,έκλεισαν οι
πόρτες,στον επόμενο σταθμό σταμάτησε το τρένο,εκεί είδε μια γυναίκα,ο μοναδικός
άνθρωπος στην αποβάθρα,τού φάνηκε γνωστή,η γυναίκα μπήκε στο μπροστινό
βαγόνι,έκλεισαν οι πόρτες,το τρενο ξεκίνησε,η σκέψη του ήταν στην γυναίκα,πως την
ήξερε πάντα,στον επόμενο σταθμό που σταμάτησε το τρένο και άνοιξαν οι πόρτες
βγήκε,και γρήγορα μπήκε μεσα στο μπροστινό βαγόνι,ισα που πρόλαβε πριν κλείσουν
οι πόρτες και ξεκινήσει το τρένο,η γυναίκα δεν ήταν εκεί,το βαγόνι ήταν άδειο,το τρένο
μπήκε σε ένα υπόγειο τούνελ,στη μνήμη του εμφανίστηκε η γυναίκα και η σχέση που
είχαν κάποτε μαζί,
στον επόμενο σταθμό,βγήκε και μπήκε στο μπροστινό βαγόνι μήπως τη συναντήσει,ούτε
εκεί ήταν ,άδειο,το τρένο ξεκίνησε,είχε την εντύπωση,πολύ έντονη,πως αυτή η γυναίκα
ήταν η γυναίκα του τώρα,όταν το τρένο βγήκε στην επιφάνεια και σταμάτησε,είδε τη
γυναίκα να βγαίνει από το βαγόνι του,μέχρι να συνέλθει να καταλάβει δεν πρόλαβε να
βγει έκλεισαν οι πόρτες και το τρένο ξεκίνησε,κόλλησε το πρόσωπο του στο τζάμι τής πόρτας,την είδε στην άδεια αποβάθρα και την έχασε,
στον επόμενο σταθμό κατέβηκε,άδεια η αποβάθρα,ανέβηκε τη σκάλα,άκουσε το τρένο
που ξεκίνησε,
έξω η πόλη τον περικύκλωσε με την πολυκοσμία της,
τον συνθλιψε,τον διέλυσε,
γύρισε σπίτι,έκλεισε τα παράθυρα,ξάπλωσε στο κρεβάτι,έκλεισε τα μάτια,
η γυναίκα στο μέλλον του
.
.
.
Το σκάκι
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
μπροστά του η σκακιέρα,έπαιζε πρώτος,μετακίνησε το μαύρο άλογο,περίμενε
την απάντηση,πέρασε ώρα,πολύ ώρα,οι άλλοι απέναντι του δεν αντέδρασαν,
δεν αντιδρούσαν,ένιωσε άγχος,αγωνία,τι συμβαίνει; είχανε συμφωνησει για την
παρτιδα,περίμενε,δεν μπορεί,είναι υποχρεωμένοι,να κινήσουν κάποιο πιόνι,όταν
το εκαναν γέλασε,μια ανόητη κίνηση τού λευκού αλόγου,σε αντιπραξη δεν απάντησε
αμέσως, τούς άφησε να αγωνιούν,να περιμένουν, τούς φαντάστηκε να
εκνευρίζονται,μετακίνησε ένα πιόνι μπροστά,απάντησαν αμεσως,λευκό πιόνι,
χαμογελασε,καθαρή αντικατροπτικη κίνηση,
ένιωσε πλήξη,αν δεν ήταν η συμφωνία,θα παρατούσε το παιχνίδι,δεν τον ενδιεφερε
το ματ τους,σίγουρα κανουν την ίδια σκέψη,
έπειτα είχε νυχτώσει,τα μάτια του δεν έβλεπαν,
ένας τυφλός παίζει σκάκι με άλλους τυφλούς αντιπαλους
.
.
.
φωτογράφιση
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ταινία μικρού μήκους
σκοτεινό πλανο,αναπνοή γυναίκας που κοιμάται,το πλάνο φωτίζεται,
γυάλα με ένα ψαράκι,το γέλιο μιας γυναίκας,φλου,γκρο πλάνο στο πρόσωπο
μιας γυναίκας με κλειστά μάτια,η γυναίκα ανοίγει τα μάτια,φλου,η γυάλα με
το ψαράκι,φλου,σκοτεινό πλανο,ψίθυρος γυναίκας,
End
.
.
.
Sodoma, Ο γάμος τού Μεγα.Αλεξάνδρου με τη Ρωξάνη. 1517.
Βίλα Φαρνεζίνα. Ρώμη.
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
Αρριανός,Αλεξάνδρου Ανάβασις
Βιβλίο δ',19.4-19.5
Η Ρωξανη
τότε λοιπόν μεταξύ άλλων και πολλών οι γυναίκες και τα παιδιά παρθηκαν
και η γυναίκα τού Οξυαρτη και τα παιδια.
και ήταν μάλιστα τού Οξυαρτη το κοριτσι σε ηλικία γάμου,με το όνομα Ρωξάνη,
για την οποία πως η πιο ωραία από τις Ασιατισες γυναίκες λένε πως φαίνονταν
αυτοι που μαζί στράτευσαν με τον Αλέξανδρο μετά βέβαια την γυναίκα τού Δαρείου,
κι αυτή βλέποντας ο Αλέξανδρος την ερωτεύθηκε,
αν και την επιθυμουσε δεν θέλησε να την ατιμάσει βιάζοντας
καθώς αιχμαλωτη ήταν,
αλλά για να την παντρευτεί θεώρησε αξια
τε πολλῶν γυναῖκες καὶ παῖδες ἐλήφθησαν καὶ ἡ γυνὴ ἡ Ὀξυάρτου καὶ οἱ παῖδες.
[4.19.5] καὶ ἦν γὰρ Ὀξυάρτῃ παῖς παρθένος ἐν ὥρᾳ γάμου, Ῥωξάνη ὀνόματι,
ἣν δὴ καλλίστην τῶν Ἀσιανῶν γυναικῶν λέγουσιν ὀφθῆναι οἱ ξὺν Ἀλεξάνδρῳ
στρατεύσαντες μετά γε τὴν Δαρείου γυναῖκα. καὶ ταύτην ἰδόντα Ἀλέξανδρον
ἐς ἔρωτα ἐλθεῖν αὐτῆς· ἐρασθέντα δὲ οὐκ ἐθελῆσαι ὑβρίσαι καθάπερ αἰχμάλωτον,
ἀλλὰ γῆμαι γὰρ οὐκ ἀπαξιῶσαι.
.
.
.
Φωτογράφιση
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ιστορίες τού κ.Κ
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
κάποια.γνωστη τού κ.Κ,πολύ όμορφη,αναφέρθηκε σε έναν
κοινό γνωστο τους
-είναι μισογύνης
-και θαυμάζει τη γοητεία τής γυναίκας,απάντησε ο κ.Κ
η γυναίκα τον ρώτησε:
-τι σού αρέσει σε μένα;
-τα ποδια σου, τής απάντησε ο κ.Κ
η γυναίκα τον κοίταξε και χαμογέλασε
-μεχρι ένα σημείο,συνέχισε ο κ.Κ
-εχω την εντύπωση,λέει η γυναίκα στον κ.Κ,
ότι σε γνωρίζω από πάντα
-δηλαδη τώρα,
τής απαντάει και την αγκαλιάζει ο κ.Κ
.
.
.


















































Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου