.
.
Θ
Literature Λογοτεχνία
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Italo Calvino
-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
[HOMAGE TO ITALO CALVINO Le citta invisibili,Οι Αορατες Πολεις]
Η ΠΙΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΗ
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ο ξενος επισκεπτης καταλαβε πως ο Μεγαλος Βασιλεας δεν πιστευε πια τις περιγραφες
των πολεων,συνεχισε ομως τη διηγηση,'πολλα χιλιομετρα μακρυα απο εδω,Μεγαλειωτατε,
προς τα βορεια τής απεραντης αυτοκρατοριας βρισκεται αυτη η πολη,στη μεση μιας μεγαλης
πεδιαδας,ενας πλατυς ποταμος που ελισσεται διαρκως τη διασχιζει,τα παντα σε αυτη μου ειναι
γνωριμα κι αγαπημενα,γνωριζω ολες τις γεφυρες,ολους τους δρομους,ολα τα κτιρια,ολα τα
παρκα,ολους τους ανθρωπους της,εκει εχω ερωτευθει μια ομορφη κι ευγενικη γυναικα κι ειμαι
πολυ ευτυχισμενος.Αυτη τη πολη την επισκεφτομαι πολυ συχνα.Την ονειρευομαι καθε βραδυ
που πεφτω να κοιμηθω','Αυτη η πολη,ξενε'ειπε ο Μεγαλος Βασιλεας,'ειναι η πιο πραγματικη
πολη τής αυτοκρατοριας μου απο ολες τις πολεις που μου εχεις περιγραψει και θα μου περιγραψεις'.
Εκεινο το βραδυ ο ξενος επισκεπτης δεν ονειρευτηκε τη πολη,ουτε και τα επομενα βραδυα,
επειδη η πολη ειναι πραγματικη,και τιποτα πραγματικο δεν μπορει κανενας ανθρωπος να
ονειρευτει.
Περιμενει καποια μερα,καποτε,μεσα στην απεραντη αυτοκρατορια να την συναντησει.
.
.
.
ΤΟ ΤΕΛΕΙΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ηρθε να κανονισουν για το πορτραιτο,καθε μερα στις 4 το απογευμα,της ειπε,και πως
μεχρι να το τελειωσει δεν θα το εβλεπε, θα ποζαρε οσο η χρονικη διαρκεια μιας οπερας
που καθε φορα θα διαλεγε και θ'ακουγαν τη μουσικη της,εκεινη συμφωνησε,
την επομενη μερα αρχισαν
Ludwig van Beethoven - Fidelio- Leonore, oder Der Triumph der ehelichen Liebe;: Leonore,
or The Triumph of Marital Love)Op. 72,1805
Vincenzo Bellini- Norma. opera in two acts,1831
Georges Bizet-Carmen,opera in four acts,1875
Dmitri Shostakovich,Lady Macbeth of the Mtsensk , opera in four acts and nine scenes,
Opus 29,1934
Gaetano Donizetti-Lucia di Lammermoor, opera in three acts,1835
Wolfgang Amadeus Mozart-The Marriage of Figaro-Le nozze di Figaro, K. 492, opera buffa
(comic opera) in four acts .1786
Giacomo Puccini-Turandot ,opera in three acts,1926
Richard Strauss -Arabella, Op. 79, opera in three acts,1933
Giuseppe Verdi -Aida ,opera in four acts,1871
Richard Wagner-Tristan und Isolde,opera in three acts,1857 - 1859
η εργασια τού πορτραιτου χωρισθηκε σε δυο μερη,
στο πρωτο μερος δημιουργησε το πορτραιτο της
και στο δευτερο μερος το εσβησε
οταν τελειωσε τής ειπε οτι τωρα μπορουσε να το δει,
εκεινη δεν ειδε τιποτα παρα ενα κενο
κι εκεινος τής ειπε:'ζωγραφισα την ιστορια που εζησα μαζι σας'
.
.
.
η γυναικα τού Κανδαυλη(Ηροδοτου Ιστοριαι-Βιβλιο Πρωτο)
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
''ειναι,αληθεια σου λεω,πολυ ομορφη.μεσα στη νυχτα σαν φωτεινη σεληνη.ο λαιμος τού κυκνου γαλα κατασπρο χυμενο.
τα βυζακια της φουσκωτα.ευλυγιστα. οι μηροι της αλαβαστρινοι.ποσο ομορφη,Γυγη,ειναι η γυναικα μου'' ακουγε τον Κανδαυλη,για εκατοστη φορα,ο Γυγης να τού περιγραφει με παθος τα καλλη τής γυναικας του.καθε φορα προσθετε και καινουργια θελγητρα.η ' με περισσοτερο θαυμασμο επαναλαμβανε τα ιδια.σαν υπνωτισμενος με μια παραφορη γλωσσα.εκστασιασμενος.οι λεξεις του ευηχες χαιδευαν τη γυναικα του.η αναπνοη του την εκαιγε.η φωνη του τον μαγευε.ο Γυγης τον ακουγε μισοκοιμισμενος.σκεφτονταν πως αυτα τα λογια τού Κανδαυλη,που ακουγε καθε μερα τα'χε μαθει τοσο καλα.που καθε νυχτα τα ψιθυριζε στ'αυτι τής γυναικας του.απαραλλακτα.κι αποψε το βραδυ ηταν η ωρα να εκτελεσουν την δολοφονια του που ειχαν σχεδιασει.ζαλισμενος απο τη λατρεια του δεν θα καταλαβει τον δολο τών εραστων.αλλωστε ετσι να'ναι καλυτερα,δεν θα ελαττωθει ποτε η υπερηφανεια του για κεινη.
.
.
.
My own empire of hyperealistic Paintings
-Enigma of TV-
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
Installation
Εγκατάσταση
-Enigma of TV-
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
μια τεράστια αιθουσα,
η οροφή ,οι 4 τοίχοι,το δάπεδο,με ηλεκτρονικες οθόνες,
πολλές κάμερες βιντεογραφουν τούς επισκεπτες και προβάλλουν στις οθονες,
με διάφορα πλάνα,gro,close-ups,
plonge, middle,far,blend,flou, traveling,...,
σε απόλυτη σιωπή,
.
.
.
Sandro Botticelli
η Συκοφαντία τού Απελλη
The Calumny of Apelles
(1494-95),Uffizi,Florence
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
Λουκιανος
Περί τού μη ραδίως πιστεύειν διαβολή
(Για να μην πιστεύετε ευκολα τη συκοφαντία)
2.Περισσοτερο (απ' τούς άλλους) ο Απελλής ο Εφέσιος παλιά αυτή κατέγραψε την εικόνα.
και γιατί καποτε κι αυτός διαβληθηκε(συκοφαντήθηκε) στον Πτολεμαίο πως συμμετείχε τής συνομωσίας τού Θεοδοτα στη Τυρο,
ο Απελλής όμως ποτέ δεν είχε δει τη Τυρό ούτε τον Θεοδοτα,ποιος ήταν,γνώριζε,παρα μονο όσα άκουγε απ' τον Πτολεμαίο για κάποιον υπαρχο που είναι στη Φοινίκη διπλωματικός απεσταλεμενος.
αλλ'ομως απ' τούς ανταγωνιστες στη τεχνη κάποιος με τ'ονομα Αντιφιλος από φθόνο για την βασιλική εύνοια και απ' τη ζηλοτυπία της τέχνης του
τον κατηγγειλε στον Πτολεμαίο πως ήταν κοινωνός όλων και τον είδε καποιος στη Φοινίκη να τρώει μαζί με τον Θεοδοτα και καθ' όλο το δείπνο στ'αυτι του μιλούσε.
και τέλος παρουσιασε πως η αποστασία στη Τυρο και η κατάληψη τού Πηλουσιου απ'την συμβουλή τού Απελλή να εχει γίνει.
3.Ο Πτολεμαίος ενώ γενικά κάπως έλεγχε τα νεύρα του,αλλ'ομως μέσα στη δεσποτική κολακεία αναθρεμμενος,τόσο άναψε και αναστατώθηκε απ' την απροσδοκητη αυτή διαβολη,ώστε κανενα απ'τα λογικά και ευλογα δεν πήρε υπ'οψιν.
μήτε ότι ο ανταγωνιστής στη τέχνη ήταν αυτός που διεβαλλε,μήτε ότι ήταν λίγος για μια τοσο μεγάλη προδοσια ο ζωγράφος,
και τύχαινε καλής μεταχείρισης απ' αυτόν
κι απ' τούς ομοτεχνους εκτιμουνταν,αλλ'ουτε καθόλου αν ο Απελλής απέπλευσε στη Τυρο εξέτασε,αμέσως οργίστηκε και απ' τη δυνατή φωνή του σειστικε το παλάτι για τον αχάριστο ουρλιάζοντας και τον επιβουλο και τον συνωμοτη.
κι αν κάποιος απ' τούς παρευρισκόμενους που αγανάκτησε με την αναισχυντια τού Αντιφιλου και τον δύστυχο Απελλή λυπήθηκε δεν έλεγε πως με κανέναν απ'αυτους δεν ήρθε σ'επαφη ο άνθρωπος,
θα του'χε κοπεί το κεφάλι και θα'χε παραμερισθει πως για τα κακά στη Τυρο καθόλου αυτός δεν ήταν αιτιος
4.Τοτε ο Πτολεμαιος λένε
τόσο ότι ντράπηκε για τα γεγονοτα,ώστε στον μεν Απελλή εκατό τάλαντα δωρησε,τον δε Αντιφιλο
τον έκανε δούλο σ' αυτόν.
5.Ο Απελλής λοιπόν αυτα που κινδενεψε έχοντας στη μνήμη του με τέτοια
εικόνα αντέδρασε στη διαβολη.
στα δεξιά κάποιος άντρας κάθεται έχοντας τεράστια αυτιά σχεδον μ'αυτα τού Μίδα παρομοια
το χέρι απλώνοντας προς τα κει μακριά απ'όπου έρχεται η Διαβολη
Γύρω απ' αυτόν στέκονται δυο γυναίκες.Η Άγνοια
μού φαίνεται και η Υπόληψη.απ'την αλλη μεριά πλησιάζει η Διαβολη,γυναίκας πλάσμα εκπληκτικά πανέμορφο,
ξαναμμένο και νευρικό,που τη λύσσα και την οργή δείχνει,
και με τ'αριστερο χέρι αναμένη δάδα κρατάει,με την άλλη κάποιο νεαρό απ'τα μαλλιά σερνει που τα χέρια σηκώνει στον ουρανό και επικαλείται τούς θεους.
μπροστα πηγαίνει ένας άντρας χλωμός και δυσμορφος,
με μάτια άγρια και σαν από μακρια αρρώστια σκελετωμενος
Αυτός λοιπόν ότι είναι ο Φθόνος κάποιος θα το υπέθετε.
Κι ακόμα είναι και κάποιες δυο άλλες που συντροφεύουν προτρέπουν και φροντίζουν και στολίζουν την Διαβολη.
όπως με πληροφόρησε γι'αυτες ο περιηγητής τής εικόνας η μια ηταν η Επιβουλή,η άλλη η Απάτη.
Κατόπιν ακολουθούσε πολύ πένθιμα κάποια σχεδιασμένη,στα μαύρα ντυμένη και που άγρια σπαραζει, Μετάνοια,νομίζω,
λέγονταν.
εστρεφε λοιπόν προς τα πίσω δακρυσμένη και με μεγάλη ντροπή την Αλήθεια έβλεπε να'ρχεται προς τα κει
6.Ετσι ο Απελλής τον δικό του κίνδυνο στη ζωγραφια αναπαραστησε
2 Μᾶλλον δὲ ᾿Απελλῆς ὁ ᾿Εφέσιος πάλαι ταύτην προὔλαβε τὴν εἰκόνα· καὶ γὰρ αὖ καὶ οὗτος διαβληθεὶς πρὸς τὸν Πτολεμαῖον ὡς μετεσχηκὼς Θεοδότᾳ τῆς συνωμοσίας ἐν Τύρῳ, ὁ δὲ ᾿Απελλῆς οὐχ ἑωράκει ποτὲ τὴν Τύρον οὐδὲ τὸν Θεοδόταν, ὅστις ἦν, ἐγίνωσκεν, ἢ καθ᾿ ὅσον ἤκουε Πτολεμαίου τινὰ ὕπαρχον εἶναι τὰ κατὰ τὴν Φοινίκην ἐπιτετραμμένον. ἀλλ᾿ ὅμως τῶν ἀντιτέχνων τις ᾿Αντίφιλος τοὔνομα ὑπὸ φθόνου τῆς παρὰ βασιλεῖ τιμῆς καὶ ὑπὸ τῆς κατὰ τὴν τέχνην ζηλοτυπίας κατεῖπεν αὐτοῦ πρὸς τὸν Πτολεμαῖον ὡς εἴη κεκοινωνηκὼς τῶν ὅλων καὶ ὡς θεάσαιτό τις αὐτὸν ἐν Φοινίκῃ συνεστιώμενον Θεοδότᾳ καὶ παρ᾿ ὅλον τὸ δεῖπνον πρὸς τὸ οὖς αὐτῷ κοινολογούμενον, καὶ τέλος ἀπέφηνε τὴν Τύρου ἀπόστασιν καὶ Πηλουσίου κατάληψιν ἐκ τῆς ᾿Απελλοῦ συμβουλῆς γεγονέναι.
3 ῾Ο δὲ Πτολεμαῖος ὡς ἂν καὶ τἆλλα οὐ κάρτα φρενήρης τις ὤν, ἀλλ᾿ ἐν κολακείᾳ δεσποτικῇ τεθραμμένος, οὕτως ἐξεκαύθη καὶ συνεταράχθη πρὸς τῆς παραδόξου ταύτης διαβολῆς, ὥστε μηδὲν τῶν εἰκότων λογισάμενος, μηδ᾿ ὅτι ἀντίτεχνος ἦν ὁ διαβάλλων μηδ᾿ ὅτι μικρότερος ἢ κατὰ τηλικαύτην προδοσίαν ζωγράφος, καὶ ταῦτα εὖ πεπονθὼς ὑπ᾿ αὐτοῦ καὶ παρ᾿ ὁντινοῦν τῶν ὁμοτέχνων τετιμημένος, ἀλλ᾿ οὐδὲ τὸ παράπαν εἰ ἐξέπλευσεν ᾿Απελλῆς ἐς Τύρον ἐξετάσας, εὐθὺς ἐξεμήνιεν καὶ βοῆς ἐνεπίμπλα τὰ βασίλεια τὸν ἀχάριστον κεκραγὼς καὶ τὸν ἐπίβουλον καὶ συνωμότην. Καὶ εἴ γε μὴ τῶν συνειλημμένων τις ἀγανακτήσας ἐπὶ τῇ τοῦ ᾿Αντιφίλου ἀναισχυντίᾳ καὶ τὸν ἄθλιον ᾿Απελλῆν κατελεήσας ἔφη μηδενὸς αὐτοῖς κεκοινωνηκέναι τὸν ἄνθρωπον, ἀπετέτμητο ἂν τὴν κεφαλὴν καὶ παραπελελαύκει τῶν ἐν Τύρῳ κακῶν οὐδὲν αὐτὸς αἴτιος γεγονώς.
4 ῾Ο μὲν οὖν Πτολεμαῖος οὕτω λέγεται αἰσχυνθῆναι ἐπὶ τοῖς γεγονόσιν, ὥστε τὸν μὲν ᾿Απελλῆν ἑκατὸν ταλάντοις ἐδωρήσατο, τὸν δὲ ᾿Αντίφιλον δουλεύειν αὐτῷ παρέδωκεν. ὁ δὲ ᾿Απελλῆς ὧν παρεκινδύνευσε 5 μεμνημένος τοιᾷδέ τινι εἰκόνι ἠμύνατο τὴν διαβολήν. ἐν δεξιᾷ τις ἀνὴρ κάθηται τὰ ὦτα παμμεγέθη ἔχων μικροῦ δεῖν τοῖς τοῦ Μίδου προσεοικότα, τὴν χεῖρα προτείνων πόῤῥωθεν ἔτι προσιούσῃ τῇ Διαβολῇ. Περὶ δὲ αὐτὸν ἑστᾶσι δύο γυναῖκες, ῎Αγνοιά μοι δοκεῖ καὶ ῾Υπόληψις· ἑτέρωθεν δὲ προσέρχεται ἡ Διαβολή, γύναιον ἐς ὑπερβολὴν πάγκαλον, ὑπόθερμον δὲ καὶ παρακεκινημένον, οἷον δὴ τὴν λύτταν καὶ τὴν ὀργὴν δεικνύουσα, τῇ μὲν ἀριστερᾷ δᾷδα καιομένην ἔχουσα, τῇ ἑτέρᾳ δὲ νεανίαν τινὰ τῶν τριχῶν σύρουσα τὰς χεῖρας ορέγοντα εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ μαρτυρόμενον τοὺς θεούς. ἡγεῖται δὲ ἀνὴρ ὠχρὸς καὶ ἄμορφος, ὀξὺ δεδορκὼς καὶ ἐοικὼς τοῖς ἐκ νόσου μακρᾶς κατεσκληκόσι. Τοῦτον οὖν εἶναι τὸν Φθόνον ἄν τις εἰκάσειε. Καὶ μὴν καὶ ἄλλαι τινὲς δύο παρομαρτοῦσι προτρέπουσαι καὶ περιστέλλουσαι καὶ κατακοσμοῦσαι τὴν Διαβολήν. ὡς δέ μοι καὶ ταύτας ἐμήνυσεν ὁ περιηγητὴς τῆς εἰκόνος, ἡ μέν τις ᾿Επιβουλὴ ἦν, ἡ δὲ ᾿Απάτη. Κατόπιν δὲ ἠκολούθει πάνυ πενθικῶς τις ἐσκευασμένη, μελανείμων καὶ κατεσπαραγμένη, Μετάνοια, οἶμαι, αὕτη ἐλέγετο· ἐπεστρέφετο γοῦν εἰς τοὐπίσω δακρύουσα καὶ μετ᾿ αἰδοῦς πάνυ τὴν ᾿Αλήθειαν προσιοῦσαν ὑπέβλεπεν.
6 Οὕτως μὲν ᾿Απελλῆς τὸν ἑαυτοῦ κίνδυνον ἐπὶ τῆς γραφῆς ἐμιμήσατο.
.
.
.
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
Θουκυδίδης
Ιστορία τού Πελοποννησιακού Πολέμου
Βιβλίο Γ',44.1-46.1
Δημηγορια Διοδοτου
ο κ Κ είπε:
οι Αρχαίοι Έλληνες πρωτοπορούν στην κατάργηση τής θανατικής ποινης
το 427 πΧ
με τη δημηγορια τού Διοδότου.
Θουκυδίδης
Ιστορία τού Πελοποννησιακού Πολέμου
Βιβλίο Γ',44.1-46.1
Δημηγορια Διοδοτου
3.44.1Εγώ λοιπόν δεν προσήλθα εδώ ούτε να φέρω αντίρρηση
στα περί τών Μυτιληναιων
ούτε να τους κατηγορήσω,
γιατί δεν είναι αν εκείνοι μας αδίκησαν η εξέταση,αν είναι σωστά να σκεφτόμαστε,αλλά για την
πιο καλύτερη κρίση μας.
γιατι κι αν αποδείξω πόσο πολύ αδίκησαν,δεν θα ζητουσα γι'αυτό να τους σκοτώσουμε,αν δεν είναι συμφέρον,αλλά κι αν ειχαν
κάτι να συγχωρεθούν,αν στη πόλη καλό δεν θα μού φαινονταν.
Νομίζω λοιπόν για το μέλλον εμείς πρέπει μάλλον να μιλήσουμε παρά για το παρον.κι αυτό που πιο πολύ ο Κλέων ισχυρίζεται,για τα επόμενα το συμφέρον να είναι για να εκλείψουν οι αποστασίες η θανατική ποινη να επιβληθεί.κι εγώ επειδή θέλω στο μέλλον καλά να είμαστε με αντιθετους ισχυρισμους
τα εναντια κρινω.
και δεν έχω την αξίωση από σας από την καλολογια τού λόγου εκείνου τον βάσιμο δικο μου να παραβλεψετε.
γιατί περισσότερο πιο δίκαιος να ειναι ο λόγος του φαίνεται στη τωρινή οργή σας κατά τών Μυτιληναιων να σας ελκύει,εμείς δεν τούς δικάζουμε, το τι πρέπει
να λέει το.δικαιο,αλλά συζητούμε γι'αυτα,όπως
συμφεροντα καταλήξουν. .
Στις πόλεις λοιπόν σε πολλά η ποινή τού θανάτου επιβάλλεται,και δεν είναι ίσα με αυτα εδώ,αλλά υποδεέστερα αδικήματα.
όμως ελπίζοντας την ατιμωρησια παρασυρόμενοι πράττουν επικίνδυνα πράγματα,και κανεις ποτέ δεν διεπραξε παρανομια μη εχοντας κατά νου του την ιδέα πως δεν θα τον πιάσουν για τιμωρία.
και ποια πόλη ποτέ δεν αποστάτησε όταν νόμισε πως είχε επαρκή εξοπλισμό η' δικό της η' με άλλων τη συμμαχια,αυτό δεν επεχείρησε;
απ'τη φυση τους όλοι και ατομικά και δημόσια αδικούν,και δεν υπάρχει νόμος ο οποίος να τους αποτρέψει απ'αυτο,κι ετσι θα'πρεπε να εξαντλήσουν οι άνθρωποι όλους τους τρόπους τών ποινων αυξάνοντας τες,για να κάπως πιο λιγο αδικουνται απ'τους κακούργους.
και φαίνεται πως παλιότερα για τα πιο μεγάλα αδικήματα οι ποινές ήταν ηπιοτερες ,κι επειδή συνεχιζονταν οι παραβάσεις με τον καιρό στο θάνατο πολλες κατέληξαν,όμως και μετα απ'αυτό συνεχιζουν οι παρανομιες.
η' σ'αυτο λοιπόν ένα φοβερότερο απ'αυτον τον φόβο να βρεθει πρέπει,
η' αυτό τίποτα δεν το αντιμετωπιζει,αλλά όσο η
πίεση τής φτώχειας την αφοβια τούς δινει,η εξουσία με την αυταρχικότητα την πλεονεξία και με την αλαζονεία,κι οι άλλες συνθήκες τής ζωής με τα πάθη τών ανθρωπων που που με καθεμια κατεχετε κάποιος ολέθρια μεγάλη,
θα οδηγουν σε επικίνδυνες πράξεις.
αφού η ελπίδα κι ο ποθος για κάθε τι,η μια προηγούμενη,ο αλλος επόμενος,και ο ενας σκέφτεται να επιβουλευτει,η δε άλλη βασίζομενη στην ευνοϊκή έκβαση τής τύχης,πιο πολυ βλαπτουν,κι επειδή όντας αφανή πιο μεγαλύτερα είναι απ'τα κακά που τα βλέπεις.
και η τύχη σ'αυτα όχι λιγότερο συμβάλλει για να παρασύρει,γιατί εμφανίζεται κάποτε χωρίς να το περιμένεις και απ'τα πιο αναξια κάποιον να παρανομει παρακινει,
και όχι λιγότερο στις πόλεις,μάλιστα για τα πιο ανώτερα,την ελευθερία η' για την εξουσία στους αλλους,και μαζί μ'ολους ο καθενας αλόγιστα υπερεκτιμά τι πιστεύει να μπορεί.
με απλά λογια και αδύνατο και μεγάλη αφέλεια είναι,όποιος νομίζει την ανθρώπινη φύση που ωθείται με παθος κάτι να κάνει
πως υπάρχει κάτι να το αποτρεψει η' με τη δύναμη τών νομων η' με κάποιον άλλο φόβο.
Λοιπόν δεν πρέπει την ποινή τού θανάτου ως ασφαλή παιρνοντας χειρότερα να αποφασίσετε χωρίς να αφήσετε τους αποστάτες
την ελπίδα να μεταμελληθουν και ότι πολυ σύντομα την παρανομία θα εγκαταλειψουν
44] [44.1] ’Ἐγὼ δὲ παρῆλθον οὔτε ἀντερῶν περὶ Μυτιληναίων οὔτε κατηγορήσων. οὐ γὰρ περὶ τῆς ἐκείνων ἀδικίας ἡμῖν ὁ ἀγών, εἰ σωφρονοῦμεν, ἀλλὰ περὶ τῆς ἡμετέρας εὐβουλίας.
[44.2] ἤν τε γὰρ ἀποφήνω πάνυ ἀδικοῦντας αὐτούς, οὐ διὰ τοῦτο καὶ ἀποκτεῖναι κελεύσω, εἰ μὴ ξυμφέρον, ἤν τε καὶ ἔχοντάς τι ξυγγνώμης εἶεν , εἰ τῇ πόλει μὴ ἀγαθὸν φαίνοιτο. [44.3] νομίζω δὲ περὶ τοῦ μέλλοντος ἡμᾶς μᾶλλον βουλεύεσθαι ἢ τοῦ παρόντος. καὶ τοῦτο ὃ μάλιστα Κλέων ἰσχυρίζεται, ἐς τὸ λοιπὸν ξυμφέρον ἔσεσθαι πρὸς τὸ ἧσσον ἀφίστασθαι θάνατον ζημίαν προθεῖσι, καὶ αὐτὸς περὶ τοῦ ἐς τὸ μέλλον καλῶς ἔχοντος ἀντισχυριζόμενος τἀναντία γιγνώσκω. [44.4] καὶ οὐκ ἀξιῶ ὑμᾶς τῷ εὐπρεπεῖ τοῦ ἐκείνου λόγου τὸ χρήσιμον τοῦ ἐμοῦ ἀπώσασθαι. δικαιότερος γὰρ ὢν αὐτοῦ ὁ λόγος πρὸς τὴν νῦν ὑμετέραν ὀργὴν ἐς Μυτιληναίους τάχ’ ἂν ἐπισπάσαιτο· ἡμεῖς δὲ οὐ δικαζόμεθα πρὸς αὐτούς, ὥστε τῶν δικαίων δεῖν, ἀλλὰ βουλευόμεθα περὶ αὐτῶν, ὅπως χρησίμως ἕξουσιν.
[45] [45.1] ’Ἐν οὖν ταῖς πόλεσι πολλῶν θανάτου ζημίαι πρόκεινται, καὶ οὐκ ἴσων τῷδε, ἀλλ’ ἐλασσόνων ἁμαρτημάτων· ὅμως δὲ τῇ ἐλπίδι ἐπαιρόμενοι κινδυνεύουσι, καὶ οὐδείς πω καταγνοὺς ἑαυτοῦ μὴ περιέσεσθαι τῷ ἐπιβουλεύματι ἦλθεν ἐς τὸ δεινόν. [45.2] πόλις τε ἀφισταμένη τίς πω ἥσσω τῇ δοκήσει ἔχουσα τὴν παρασκευὴν ἢ οἰκείαν ἢ ἄλλων ξυμμαχίᾳ τούτῳ ἐπεχείρησεν; [45.3] πεφύκασί τε ἅπαντες καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ ἁμαρτάνειν, καὶ οὐκ ἔστι νόμος ὅστις ἀπείρξει τούτου, ἐπεὶ διεξεληλύθασί γε διὰ πασῶν τῶν ζημιῶν οἱ ἄνθρωποι προστιθέντες, εἴ πως ἧσσον ἀδικοῖντο ὑπὸ τῶν κακούργων. καὶ εἰκὸς τὸ πάλαι τῶν μεγίστων ἀδικημάτων μαλακωτέρας κεῖσθαι αὐτάς, παραβαινομένων δὲ τῷ χρόνῳ ἐς τὸν θάνατον αἱ πολλαὶ ἀνήκουσιν· καὶ τοῦτο ὅμως παραβαίνεται. [45.4] ἢ τοίνυν δεινότερόν τι τούτου δέος εὑρετέον ἐστὶν ἢ τόδε γε οὐδὲν ἐπίσχει, ἀλλ’ ἡ μὲν πενία ἀνάγκῃ τὴν τόλμαν παρέχουσα, ἡ δ’ ἐξουσία ὕβρει τὴν πλεονεξίαν καὶ φρονήματι, αἱ δ’ ἄλλαι ξυντυχίαι ὀργῇ τῶν ἀνθρώπων ὡς ἑκάστη τις κατέχεται ὑπ’ ἀνηκέστου τινὸς κρείσσονος ἐξάγουσιν ἐς τοὺς κινδύνους. [45.5] ἥ τε ἐλπὶς καὶ ὁ ἔρως ἐπὶ παντί, ὁ μὲν ἡγούμενος, ἡ δ’ ἐφεπομένη, καὶ ὁ μὲν τὴν ἐπιβουλὴν ἐκφροντίζων, ἡ δὲ τὴν εὐπορίαν τῆς τύχης ὑποτιθεῖσα, πλεῖστα βλάπτουσι, καὶ ὄντα ἀφανῆ κρείσσω ἐστὶ τῶν ὁρωμένων δεινῶν. [45.6] καὶ ἡ τύχη ἐπ’ αὐτοῖς οὐδὲν ἔλασσον ξυμβάλλεται ἐς τὸ ἐπαίρειν· ἀδοκήτως γὰρ ἔστιν ὅτε παρισταμένη καὶ ἐκ τῶν ὑποδεεστέρων κινδυνεύειν τινὰ προάγει, καὶ οὐχ ἧσσον τὰς πόλεις, ὅσῳ περὶ τῶν μεγίστων τε, ἐλευθερίας ἢ ἄλλων ἀρχῆς, καὶ μετὰ πάντων ἕκαστος ἀλογίστως ἐπὶ πλέον τι αὑτὸν ἐδόξασεν. [45.7] ἁπλῶς τε ἀδύνατον καὶ πολλῆς εὐηθείας, ὅστις οἴεται τῆς ἀνθρωπείας φύσεως ὁρμωμένης προθύμως τι πρᾶξαι ἀποτροπήν τινα ἔχειν ἢ νόμων ἰσχύι ἢ ἄλλῳ τῳ δεινῷ.
[46] [46.1] Οὔκουν χρὴ οὔτε τοῦ θανάτου τῇ ζημίᾳ ὡς ἐχεγγύῳ πιστεύσαντας χεῖρον βουλεύσασθαι οὔτε ἀνέλπιστον καταστῆσαι τοῖς ἀποστᾶσιν ὡς οὐκ ἔσται μεταγνῶναι καὶ ὅτι ἐν βραχυτάτῳ τὴν ἁμαρτίαν καταλῦσαι
.
.
.
Jacques Lacan-psichanalist
-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
Jacques Derrida-philosopher
-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
Jacques Lacan psichanalist α petite for Jacques Derrida philosopher
-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
-Δεν ξερω για σας,αλλα εγω παντως ειμαι Ντεριντατικος-
-I don't know for you,but I always am Derridist-
οι λεξεις [les motes]]σχηματιζουν εναν καθρεφτη,σε αυτες αντανακλωμενο το Εγω[Moi]
κατασκευαζει το Εγω-Ντεριντα[Moi -Derrida],ο Αλλος[L'Autre]με εκθετει ενωπιος ενωπιον,
η γλωσσα μου θεσπιζεται πλεον,-I am I thought of Lacan as L'AUTRE-οριστικοποιω την
αποδομηση μου[Deconstruction] ως philosopher Derrida,Ergon/Lacan-Parergon/Derrida,
Text/Paratext,Derrida ενας Psichanalist των Κειμενων Texts,Εγω ως Νεριντα[Moi as Derrida]
επιθυμω[souhaite]την επιθυμια[souhaite] του Αλλου[L'Autre/Lacan],του Ντεριντα οι Λεξεις
ειναι του Λακαν οι Λεξεις [The Mots de Derrida are the Mots de Lacan],
LAcαn is An Deconstructor of Derrida,
Jacques α petite for Jacques,J α/J A,
-Δεν ξερω για σας,αλλα εγω παντως ειμαι Λακανικος-
-I don't know for you,but I always am Lacanist-
.
.
.
My Own Empire Heteronyma Paintings
-Lucretia Borgia-
-χνκουβελης cncouvelis
Η υπόθεση τής Lucretia Borgia
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
χτύπησε δυνατά η πόρτα ,
-ανοιξε Λουκρητία,
η φωνή τού Καίσαρα,
-γρήγορα κρύψου κάτω απ'το κρεβάτι,
είπε ψιθυριστά στον νεαρο θαλαμηπόλο,
πάρε και τα ρούχα σου,
φόρεσε ένα ρούχο πάνω απ'το γυμνό της κορμί,
άνοιξε τη πόρτα,
μπήκε μέσα ο αδελφός της,έκλεισε τη πόρτα,
κοίταξε γύρω,
-ειναι κανένας άλλος εδώ;είπε,
είδε το κρεβάτι αναστατωμένο,την κοίταξε στα μάτια,
-πορνη,ησουνα με τον εραστή;,
-οχι,απάντησε εκείνη φοβισμένη,σ'ορκιζομαι,
-ακου,τής είπε,τέρμα,μέχρι εδώ,θα κρυφτώ κάτω απ'το κρεβάτι,και θα σκοτώσω απόψε τον Τζιοβάνι Σφόρτσα τον άντρα σου,
-τι σου εκανε;επειδη δε σου δίνει χρήματα;
πες την αλήθεια,
τού φώναξε,
σε ξέρω καλά τι είσαι,
αδίστακτος,
-αυτο θέλει κι ο πατέρας,τολμας μην τον υπακούς;,
την άρπαξε απ' τούς ώμους,την τράνταξε,
-είσαι δική μας,τ'ακους;
σε κανέναν άλλον δεν ανήκεις,μια πουτανα,το ίδιο ανήθικη με μας,
-σωπα,σώπα,
τού φώναξε,
έπειτα σκέφτηκε το έγκλημα,να σφάξει τον άντρα της μέσα στη κρεβατοκάμαρα της,
αυτή θα πουν ενοχη,πως τον δολοφονησε,ήδη κυκλοφορούν φήμεςγια τις αιμομιξιες τους, με τον πατέρα τον παπά Αλεξανδρο Στ' Βοργια και τον αδελφό Καίσαρα Βοργια,πρέπει να ειδοποιηθεί ο Τζιοβάνι Σφόρτσα,αν κρυφτεί ο Καίσαρας κάτω απ'το κρεβάτι,καταστροφή,εκει είναι ο άλλος,ο νεαρός θαλαμηπολος,τότε θα τον σφαξει,
η Λουκρητία Βοργία αγκαλιάζει τον αδελφό της Καίσαρα Βοργία,
-σε θέλω πολύ,τώρα,με ερεθίζει το έγκλημα,
είμαι δική σου,η πορνη σου,
τον ριχνει στο κρεβάτι,ο Καίσαρας από πάνω της,σηκώνει το φουστάνι της,ανοίγει τα πόδια της,
εκείνη με το χέρι της κάνει νόημα στον κρυμμένο νεαρό κάτω απ'το κρεβάτι να φύγει και να ειδοποιήσει τον Σφορτσα,
τον βλέπει με την άκρη τού ματιού τής να βγαίνει,να σέρνεται στο πατωμα,να φτάνει στη πόρτα,να την ανοίγει σιγά και να φεύγει
.
Χρονικογράφος τού Πέζαρο έγραψε:
είχε βραδυασει όταν ο Τζακουινο θαλαμηπόλος τού Τζιοβάνι Σφόρτσα
ήταν μαζί με την Λουκρητία στη καμαρά της και μπήκε μέσα ο Καίσαρ Βοργίας,πρόλαβε και τον εκρυψε κάτω απ'το κρεβάτι,εκείνος τής είπε πως διεταξε να σκοτώσουν τον άντρα της,μόλις έφυγε ο αδελφός της εστειλε τον θαλαμηπόλο να ειδοποιήσει τον Σφορτσα,
εκείνος καβαλικεψε ένα άλογο και μετά από είκοσι τέσσερις ώρες φτάνοντας στο Πέζαρο το άλογο έπεσε αναίσθητο και ψόφησε απ'τον ασταμάτητο καλπασμο
.
.
.
My Own Empire of Heteronyma Paintings
The Enigma of City Photos
-χνκουβέλης cncouvelis
My Cities (Οι Πόλεις μου)
Η Πόλη τών Φωτογραφιών
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
-αυτή,έδειξε τις φωτογραφίες,είναι η απόδειξη πως υπήρξε η πόλη,πως υπάρχει,και η γυναίκα που φωτογράφισα,
ο άλλος χαμογέλασε,
-ναι,αλλά δεν υπάρχει
-ομως,ότι καταγράφεται στον φωτογραφικό φακό
είναι πραγματικό,υπήρξε,
αντέδρασε,
-δεν διαφωνώ,πως υπήρξε,όμως τώρα δεν υπάρχει,η πόλη σας,μού επιτρέπεται την κτητικη αντωνυμία,ανηκει
στην κατηγορία τών φανταστικών πόλεων,τών επινοημενων,η' αυτών που κάποιος τις ονειρεύεται
-θελεται να πείτε πως την ονειρεύτηκα;
-δεν ξέρω,τι να πω,πάντως είναι μια αινιγματική πόλη,όχι,μάλλον όχι,πραγματική,μια κανονική πόλη από αυτές που είναι στον πλανήτη
-ειμαστε σίγουροι τι είναι πραγματικό και τι όχι πραγματικό;
-φυσικα,αυτό,
δείχνει το τραπέζι,
είναι τραπέζι,το βλέπω,το αγγίζω
-και οι φωτογραφίες στη πολη,
τίς δείχνει,
είναι εδώ,τις βλεπουμε,τις αγγίζουμε
-ομως η πόλη,απάντησε ο άλλος πάλι χαμογελώντας,είναι ανύπαρκτη, παρόλαυτά έχει μεγάλο ενδιαφέρον η έκθεση τους,
η αινιγματικοτητα τους
εκείνη τη στιγμη χτυπάει το τηλέφωνο του,
μιλάει σε μια άγνωστη γλώσσα,
όταν τελειώνει λέει:
-με συγχωρείτε,ήταν η γυναίκα μου,και είναι η γυναίκας τής φωτογραφιας,
μεθαύριο επιστρέφω για λίγες μερες στη πόλη,
την επόμενη ώρα την πέρασαν συζητώντας τα τής έκθεσης τών φωτογραφιων,
στα εγκαίνια τής έκθεσης
ήταν με την γυναίκα του,μια πολύ όμορφη γυναίκα.
.
.
.
φωτογράφιση
το πέρασμα των ανθρώπων -καρε καρέ
-Ομονοια Αθήνα
-χ.ν.κουβελης. c.n.couvelis
Ιστορίες του κ.Κ
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Το πέρασμα των ανθρώπων στην Μεγαλουπολη
ο κ.Κ επισκέφτηκε την έκθεση φωτογραφίας:
Το πέρασμα των ανθρώπων,
σε κάποια φίλη του σχολίασε:
'εχω την εντυπωση ενός φιλμ νουάρ,το φωτο-στορυ τών δολοφονιών τους,
τους ανθρώπους στο κέντρο μιας Μεγαλόπολης τους βλέπεις για μια στιγμή
κι επειτα δεν τους ξαναβλεπεις'
και συνέχισε:
'αυτή εδώ ειναι η γοητευτική τραγικότητα τού συγχρονου ανθρωπου'
.
.
.
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
μεταγράφοντας
Εις την Άλωσιν τής Θεσσαλονίκης
-904 μΧ,από τούς Σαρακηνούς τού Λέοντα Τριπολίτη-
(Χρονικό τού Ιωάννη Καμινιατη)
Ενθαδε εν Τριπολει Συρίας εις Γρηγοριον εγώ ο Ιωάννης Καμινιατης
Θεσσαλονικευς κληρικός κουβουκλείσιος εν τω εν Θεσσαλονικει αυτοκρατορικώ οικηματι τής Αλώσεως γράφω ταδε Χρονικον
ως τύχω σωτηρίας εκ τής
αιχμαλωσιας και ταχείας επιστροφής εις πάνυ φιλην πολιν
...και έστειλον κατά τής πόλεως τούς βαρβάρους άνδρας,τα γυμνα δε σώματα αυτών εκαλυπτοντο μόνον δι'ενος ελαχιστου υφασματος εν τη ηβη των και εις χειρας έχοντας μαχαιρας,τούτοι εισήλθοντες εν τω αμα εκτειναν τούς έτι αλωμενους εν τω τειχει,
η' ότι εκ φόβου ακινητοποιήθηκαν η' τούτο εκ των τραυματων,
μετά εδιασκορπίσθησαν εις πασσας τας ριμας τής πόλεως,
ο λαός δε έφερεν εν πολύ συγχισει κατά ομάδας ενθεν και ένθεν,
αδυνατώντας τήν καταστροφη να διαφύγει,
ομοιαζεν πλοίων άνευ κυβερνητων,λίαν θλιβερό να ιδεις,άνδρας γυναίκας παιδια,έντρομους εναγκαλιζομενους δια τον τελευταίον ασπασμον,
και εβλεπες γερον πατέρα θρηνωνταν πιπτωμενον επι τού νεκρού σώματος υιού του,πριν και αυτος ξίφει διατρυπηθει
...
.
.
My Own Empire of
Enigmas
-The Enigma of Statues -Rooms
-χνκουβελης cncouvelis
Οι αίθουσες τών αγαλμάτων
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
κάθε νύχτα σε ονειρο έβλεπε πως περιφέρονταν μέσα σε τεράστιες αιθουμε με μαρμάρινα αγάλματα ανθρώπων που καθρεφτίζονταν σε γυαλιστερές επιφάνειες,
όταν ξυπνούσε συνέχιζε την κανονική του ζωή,
στην αρχή θυμούνταν ελάχιστα από το όνειρο,και μια μέρα,απόγευμα,ήταν στο μετρό,ξαφνικά θυμήθηκε πολύ καθαρά το όνειρο,
αισθάνθηκε μια παράξενη χαρά,
ένιωσε ότι μέσα σε εκείνο ζούσε,εκεί ήταν πραγματικός,και πως εδω σ'αυτο τον κόσμο,που φαίνεται να ζει,ήταν στην πραγματικότητα πεθαμενος
.
.
.
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
το παραμύθι τής Χιονάτης
τών αδελφών Grimm
σε συνέχειες
1
Schneewittchen
Χιονάτη
(Marchen der Brüder
Grimm)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
μια φορά στη μέση τού χειμώνα ήταν,κι έπεφταν νιφάδες τού χιονιού απ'τον ουρανό όπως πούπουλα,τότε μια βασίλισσα στο παραθύρι καθονταν,που είχε πλαίσιο από μαύρο έβενο,κι έραβε,κι όπως έραβε και το χιόνι κοιτούσε τρύπησε η βελόνα το δακτυλο της κι έπεσαν στο χιόνι τρεις σταγόνες αίμα,κι επειδή τόσο όμορφο τής φανησε το κόκκινο πάνω στο λευκό χιόνι ευχήθηκε,να'χει ένα παιδί,τόσο λευκό όσο το χιόνι,τόσο ροδαλο όσο το αίμα,και τόσο μαύρο όσο το ξύλο στο πλαίσιο,σε λίγο καιρό γέννησε μια κορούλα,που ήταν τόσο λευκή οσο το χιόνι,τόσο ροδαλη όσο το αίμα,και τόσο μαύρα τα μαλλιά της όσο ο έβενος,και γι'αυτό Χιονάτη την ονόμασε
Κι όταν το παιδί γεννήθηκε,πέθανε η βασίλισσα.
Πάνω στο χρόνο πήρε ο βασιλιάς μια άλλη γυναίκα.
Ήταν μια όμορφη γυναικα,αλλά εγωιστρια και αλαζονική και δεν μπορούσε να αντέξει,ότι στην ομορφιά από κάποια άλλη μπορούσε να ξεπεραστεί.
Αυτή είχε ένα μαγικό καθρέφτη κι όταν στάθηκε μπροστά του και μέσα σ' αυτόν κοιταχτηκε,ρώτησε:
-καθρεφτη καθρεφτάκι μου στον τοιχο ποια είναι η πιο όμορφη σ'ολη τη χώρα;
κι έτσι ο καθρέφτης τής απάντησε:
-Κυρα βασίλισσα,εσείς είστε η πιο όμορφη στη χωρα
Τότ'αυτή χάρηκε,επειδή ήξερε,ότι ο καθρέφτης την αλήθεια ελεγε.
Η Χιονάτη όμως μεγάλωνε και γίνονταν όλο και πιο όμορφη,και όταν εφτά χρονών ήταν ,ήταν τόσο όμορφη,όπως η καθαρή μέρα κι ομορφότερη απ'την βασίλισσα την ίδια.
Όταν μια φορά τον καθρέφτη της ρώτησε:
-Καθρεφτη καθρεφτάκι μου στον τοιχο ποια είναι η πιο όμορφη σ'ολη τη χώρα;
κι έτσι αυτός απάντησε:
-Κυρα βασίλισσα,εσείς είστε η πιο όμορφη εδώ,
Αλλά η Χιονάτη είναι χίλιες φορές ομορφοτερη από σας.
Τότε τρόμαξε η βασιλισσα κι εγινε κιτρινοπρασινη από φθόνο.
Από κείνη τη στιγμή,όταν τη Χιονάτη κοίταζε, αναποδογυρίζε η καρδιά μέσα της,τόσο μισούσε το κορίτσι.
Κι ο φθόνος κι η αλαζονεία μεγάλωνε όπως ένα ζιζάνιο στη καρδια της όλο και ψηλότερα,ώστε μερα και νύχτα καμιά ησυχία δεν είχε πια.
Τότε φώναξε ένα κυνηγο και τού είπε:
-Βγαλε το κορίτσι έξω στο δασος,δεν θέλω πια μπροστά στα μάτια να το βλέπω.Πρεπει να το σκοτωσεις και σέ μενα το το πνευμονι και το σηκωτι σαν αποδειξη να φερεις.
Ο κυνηγός υπάκουσε και την έφερε έξω πέρα,κι όταν το ξίφος είχε τραβήξει και την αθώα καρδιά τής Χιονάτης ηθελε για να τρυπήσει,εκείνη άρχισε να κλαίει και του'πε:
-καλε μου κυνηγε,άσε με να ζήσω.Θελω στ'αγριο δάσος να τρέξω και ποτέ πια πάλι στο σπιτι να γυρισω.
Κι επειδή αυτή τοσο όμορφη ήταν,ο κυνηγός την συμπονεσε και τής είπε:
-τοτε τρεξε,φτωχό μου παιδί.
Τ'αγρια θηρία σε λίγο θα σ'εχουν κατασπαράξει,σκέφτηκε,
κι ήταν σ'αυτον,σαν μια πέτρα απ'την καρδιά του να κυλησε,αφού δεν χρειάστηκε να την σκοτωσει.
Κι αμέσως μόλις ένα μικρό γουρουνάκι πέρασε στη περιοχη,το μαχαίρωσε,τού'βγαλε το πνευμονι και το σηκωτι που τού χρειάστηκαν σαν αποδειξη στη βασίλισσα.
Ο μάγειρας τα μαγείρεψε σ'αλατι,και η κακια γυναίκα τα'φαγε και νόμιζε,ότι είχε φάει τής Χιονάτης το πνευμονι και το σηκωτι.
Τώρα το δύστυχο κορίτσι ήταν μέσα στο μεγάλο δάσος ολομόναχο,κι ένιωθε μεγάλη στεναχώρια,που όλα τα φύλλα στα δέντρα κοιτούσε και δεν ήξερε,πως να βοηθηθεί.
Τότε άρχισε να τρέχει και περασε πάνω απο κοφτερές πέτρες και μέσα απ'αγκαθια,και τ' άγρια θηρία πήδησαν μπροστά της,αλλά δεν την πείραξαν.
Έτρεχε,όσο μακριά μπορούσαν τα πόδια της ακόμα να την πάνε,μέχρι που βραδυασε.
Τότε είδε ένα μικρό σπιτάκι και μπήκε μέσα,να ξεκουραστεί.Στο σπιτάκι
ολα ήταν μικρά,αλλά τόσο λεπτοκαμωμένα και καθαρα,που δεν γίνεται να περιγραφει.
Ein Märchen der Brüder Grimm
Schneewittchen
Es war einmal mitten im Winter, und die Schneeflocken fielen wie Federn vom Himmel herab. Da saß eine Königin an einem Fenster, das einen Rahmen von schwarzem Ebenholz hatte, und nähte. Und wie sie so nähte und nach dem Schnee aufblickte, stach sie sich mit der Nadel in den Finger, und es fielen drei Tropfen Blut in den Schnee. Und weil das Rote im weißen Schnee so schön aussah, dachte sie bei sich: Hätt' ich ein Kind, so weiß wie Schnee, so rot wie Blut und so schwarz wie das Holz an dem Rahmen! Bald darauf bekam sie ein Töchterlein, das war so weiß wie Schnee, so rot wie Blut und so schwarzhaarig wie Ebenholz und ward darum Schneewittchen (Schneeweißchen) genannt. Und wie das Kind geboren war, starb die Königin. Über ein Jahr nahm sich der König eine andere Gemahlin.
Es war eine schöne Frau, aber sie war stolz und übermütig und konnte nicht leiden, daß sie an Schönheit von jemand sollte übertroffen werden. Sie hatte einen wunderbaren Spiegel wenn sie vor den trat und sich darin beschaute, sprach sie:
"Spieglein, Spieglein an der Wand,
Wer ist die Schönste im ganzen Land?"
so antwortete der Spiegel:
"Frau Königin, Ihr seid die Schönste im Land."
Da war sie zufrieden, denn sie wußte, daß der Spiegel die Wahrheit sagte. Schneewittchen aber wuchs heran und wurde immer schöner, und als es sieben Jahre alt war, war es so schön, wie der klare Tag und schöner als die Königin selbst. Als diese einmal ihren Spiegel fragte:
"Spieglein, Spieglein an der Wand,
Wer ist die Schönste im ganzen Land?"
so antwortete er:
"Frau Königin, Ihr seid die Schönste hier,
Aber Schneewittchen ist tausendmal schöner als Ihr."
Da erschrak die Königin und ward gelb und grün vor Neid. Von Stund an, wenn sie Schneewittchen erblickte, kehrte sich ihr das Herz im Leibe herum - so haßte sie das Mädchen. Und der Neid und Hochmut wuchsen wie ein Unkraut in ihrem Herzen immer höher, daß sie Tag und Nacht keine Ruhe mehr hatte. Da rief sie einen Jäger und sprach: "Bring das Kind hinaus in den Wald, ich will's nicht mehr vor meinen Augen sehen. Du sollst es töten und mir Lunge und Leber zum Wahrzeichen mitbringen." Der Jäger gehorchte und führte es hinaus, und als er den Hirschfänger gezogen hatte und Schneewittchens unschuldiges Herz durchbohren wollte, fing es an zu weinen und sprach: "Ach, lieber Jäger, laß mir mein Leben! Ich will in den wilden Wald laufen und nimmermehr wieder heimkommen." Und weil es gar so schön war, hatte der Jäger Mitleiden und sprach: "So lauf hin, du armes Kind!" Die wilden Tiere werden dich bald gefressen haben, dachte er, und doch war's ihm, als wäre ein Stein von seinem Herzen gewälzt, weil er es nicht zu töten brauchte. Und als gerade ein junger Frischling dahergesprungen kam, stach er ihn ab, nahm Lunge und Leber heraus und brachte sie als Wahrzeichen der Königin mit. Der Koch mußte sie in Salz kochen, und das boshafte Weib aß sie auf und meinte, sie hätte Schneewittchens Lunge und Leber gegessen.
Nun war das arme Kind in dem großen Wald mutterseelenallein, und ward ihm so angst, daß es alle Blätter an den Bäumen ansah und nicht wußte, wie es sich helfen sollte. Da fing es an zu laufen und lief über die spitzen Steine und durch die Dornen, und die wilden Tiere sprangen an ihm vorbei, aber sie taten ihm nichts. Es lief, so lange nur die Füße noch fortkonnten, bis es bald Abend werden wollte. Da sah es ein kleines Häuschen und ging hinein, sich zu ruhen. In dem Häuschen war alles klein, aber so zierlich und reinlich, daß es nicht zu sagen ist.
.
.
.
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
το τέλος
από το μυθιστόρημα
Η Δίκη(Der Prozess) τού Franz Kafka
αλλά στο λαιμό τού Κ. ήταν τα χέρια τού ενός κυρίου,ενώ ο άλλος το μαχαίρι μέσα στη καρδιά βύθισε και δυό φορές εκει το έστριψε.Με θολωμενα μάτια ο Κ. είδε ακόμα,πως οι κύριοι,πλησίασαν στο πρόσωπο του,μάγουλο με μάγουλο ο ένας με τον άλλον ακουμπώντας,την εκτέλεση τής απόφασης να παρατηρήσουν.
'Σαν σκυλι',είπε,αυτό ήταν,
σαν να έπρεπε η ντροπή μετα απ'αυτον να επιζησει
Aber an K.s Gurgel legten sich die Hände des einen Herrn, während der
andere das Messer ihm ins Herz stieß und zweimal dort drehte. Mit
brechenden Augen sah noch K., wie die Herren, nahe vor seinem Gesicht,
Wange an Wange aneinander gelehnt, die Entscheidung beobachteten. „Wie
ein Hund!“ sagte er, es war, als sollte die Scham ihn überleben
.
.
.
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
Arthur Rimbaud(1854-1891)
Narrations
(βρέθηκε μέσα σε ένα τετράδιο τής σχολικής χρονιάς 1862-1863)
ονειρεύτηκα οτι...γεννήθηκα στην Reims,το έτος 1503,τότε η Reims ήταν μια μικρή κωμόπολη,η',για να το πω καλλίτερα,ένα χωριο που ήταν φημισμένο λόγω τού όμορφου καθεδρικού ναού του,μαρτυρα τής στέψης τού βασιλιά Clovis .
Οι γονείς μου δεν ήταν πολύ πλουσιοι,αλλά ήταν έντιμοι,δεν τα είχαν όλα παρά ένα σπιτακι που πάντα τούς ανήκε κι ήταν στη κατοχής τους είκοσι χρόνια πριν ακόμα να γεννηθω,κι επί πλέον,μερικές χιλιάδες φράγκα στα οποία πρέπει ακόμα να προστεθούν οι μικροι louis που προέρχονταν απ' τις οικονομίες τής μητέρας μου.
Ο πατέρας μου ήταν αξιωματικός στο στρατό τού βασιλιά.
Ήταν ένας άντρας ψηλός,αδύνατος,μαύρα μαλλιά, γένια,μάτια,κι επιδερμίδα το ίδιο χρώμα.
Αν και δεν θα'ταν,όταν γεννήθηκα,κάπου 48 η' 50 χρόνων,κάποιος θα τον είχε σίγουρα για 60 η' ...58.Ηταν δυναμικός χαράχτηρας,οξύθυμος,συχνά με νευρα,και δεν μπορούσε ν'αντεξει τίποτα που τον αναστατωνε.
Η μητέρα μου ήταν.πολυ διαφορετική,γλυκιά γυναίκα,ήρεμη,κάπως φοβισμένη απ'την κατάσταση,κι όμως κρατώντας το σπίτι σε μια τάξη τέλεια.
Ήταν τόσο ήρεμη που ο.πατερας μου την λατρευε όπως μια νεαρή κοπέλα.
Εγώ ήμουν ο πιο αγαπημένος.
Τ'αδερφια μου ηταν λιγότερης.προσοχης αν κι ήταν πιο μεγάλα
Αγαπούσα λίγο τη μελέτη,
δηλαδή να μάθω να διαβάζω,να γράφω και να μετράω ...
Όμως αν ήταν για να τακτοποιησω ένα σπίτι,να καλιεργησω ένα κήπο,να κάνω προμήθειες,στη σωστή ώρα,αυτό μ'ευχαριστουσε.
Je révai que... j'étais né à Reims, l'an 1503.
Reims était alors une petite ville ou, pour mieux dire, un bourg
cependant renommé à cause de sa belle cathédrale, témoin du sacre du roi
Clovis.
Mes parents étaient peu riches, mais très honnêtes : ils n'avaient pour
tout bien qu'une petite maison qui leur avait toujours appartenu et qui
était en leur possession vingt ans avant que je ne fus encore né, en plus,
quelques mille francs auxquels il faut encore ajouter les petits louis
provenant des économies de ma mère.
Mon père était officier dans les armées du roi. C'était un homme
grand, maigre, chevelure noire, barbe, yeux, peau de même couleur...
Quoiqu'il n'eût guère, quand j'étais né, que 48 ou 50 ans, on lui en aurait
certainement bien donné 60 ou... 58. Il était d'un caractère vif, bouillant,
souvent en colère et ne voulant rien souffrir qui lui déplút.
Ma mère était bien différente femme douce, calme, s'effrayant de peu
de chose, et cependant tenant la maison dans un ordre parfait.
Elle était si
calme que mon père l'amusait comme une jeune demoiselle. J'étais le plus aimé. Mes frères étaient moins vaillants que moi et cependant plus grands.
J'aimais peu l'étude, c'est-à-dire d'apprendre à lire, écrire et compter...
Mais si c'était pour arranger une maison, cultiver un jardin, faire des
commissions, à la bonne heure, je me plaisais à cela.
.
.
.
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
δια/σκέψεις υπέρ
τού κ.Κ
ο καταναλωτισμός εμποδίζει να καταλαβεις την ασημαντότητα τής ζωής
επειδή εκ φύσεως είμαστε διαφορετικοί έχουμε κοινωνικά ενδιαφέρον
η αγάπη για όλους τούς ανθρώπους,
ο έρωτας για έναν άνθρωπο
η ποίηση είναι η παράλογη κατάσταση τής γλώσσας
μην σπαταλάς τη ζωή σου
με ιδεολογίες,
έχουν ημερομηνία λήξης
το τελευταίο νέο ενός ανθρώπου είναι ο θάνατος του
σκέφτηκε τι υπέροχο είναι η γέννηση ενός ανθρώπου
σε ποσες ιστορίες συνανθρώπων μας είμαστε αμετοχοι
τα λόγια να μην είναι απατηλά,
γιατί θα είναι τεράστια η δυστυχία σου
η αίσθηση τής μοναξιάς με έναν άνθρωπο είναι κόλαση
το να γοητεύεις εναν ανθρωπο είναι δημιουργία
δημιουργείς σε έναν άλλον κόσμο
τα κρίσιμα αντίθετα
στον άνθρωπο
δεν είναι
η ζωή και ο θάνατος
αλλά
το ψέμα και η αληθεια
.
.
.
η φιγούρα τού Οδυσσέα στο Θέατρο Σκιών
-χνκουβελης cncouvelis
Ο Καραγκιόζης κι ο Οδυσσεας
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Καραγκιόζης:
που λες Δυσσέα μου Αντρουτσε
Οδυσσέας:
Οδυσσέα με λένε τού Λαέρτη από το Θιακι
Καραγκιόζης:
γράψε λάθος εξ επίτηδες,
μιας κι εγώ ένα καιρό έκανα πρωτοπαλίκαρο και τού Δυσσέα Αντρουτσου
Οδυσσέας:
πρωτοπαλίκαρο;
Καραγκιόζης:
βεβαίως, τής φακής,
και στη Τροία Αχαιός πολεμιστης
Οδυσσέας:
Αλήθεια;και πως δεν σ'ειδα;
Καραγκιόζης:
ήμουνα της μυστικής υπηρεσιας,αορατος,δεν μ'επαιρνε μάτι,γιατί ξέρεις,είμαι ομορφαντρας,κοίτα αφεντομουταουναρα,και βασκενουμε
Οδυσσέας:
και ποτε γύρισες; πώς
Καραγκιόζης:
αεροπορικως,,στο πιτς φυτίλι,
εμένα η Αγλαία δεν είναι σαν τη δικια σου τη Πόπη,
να τρώει κουτοχορτο στους αργαλειούς,βγάζει ματια
Οδυσσέας:
εγώ έκανα εικοσι χρόνια
να γυρίσω στο Θιακι,δέκα στη Τροία και δέκα..
Καραγκιόζης:
στις γκιμενοδουλειές,
ελα τώρα σε τα μας;
να τις μετρησω;
Σειρήνες,Καλυψω Κίρκη και τη Κερκυραια Ναυσικα,
δεν μου λες,μπαγασα,την χουφτωσες τη μικρούλα;
Οδυσσέας:
σουτ,θα σ'ακουσουν,
ναι αλλά πέρασα και Λαιστρυγόνες Σκύλες Χάρυβδες Κύκλωπες
Καραγκιόζης:
παραμύθια τής Χαλιμάς
μην τα λες αυτά και σε πάρουν στη πλακα,
εγώ όμως σαν Καραγκιόζης σου το'χω,ήσουνα μάγκας κι ωραίος,παλικάρι,πονηρός μου μοιάζεις,κι οι δυό διλομυτηδες,
γι'αυτό κι απόψε σε παίζω στον Καραγκιόζη,
Η παράσταση:
Ο Καραγκιόζης κι ο Οδυσσεας
.
.
.
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
Ηρόδοτος,
Ιστορίαι,Βιβλίο Γ' Θάλεια
3.1.1-3.2.1
Κατ'αυτον λοιπόν τον Αμασιν ο Καμβυσης τού Κύρου εκστράτευσε,οδηγώντας και τους άλλους απ'αυτους που εξουσίαζε και απ' τούς Έλληνες και τούς Ίωνες και τούς Αιολείς,για την αιτία αυτή εδώ:
αφού έστειλε ο Καμβυσης στην Αίγυπτο κήρυκα ζητούσε τού Αμασι τη κορη,τη ζητούσε απο παρότρυνση Αιγύπτιου άντρα,
ο οποίος παραπονεμενος από τον Αμασι έκανε αυτά διότι αυτόν απ'ολους τους γιατρούς στην Αίγυπτο χωρίζοντας κι απ'την γυναίκα και τα παιδιά του
τον παρέδωσε στους Πέρσες,
όταν ο Κυρος εστειλε στον Αμασι και ζητούσε οφθαλμίατρο,που να'ταν ο πιο καλός απ'αυτους στην Αιγυπτο.
απ' αυτά λοιπόν έχοντας παράπονο ο Αιγύπτιος τον παρότρυνε να ζητήσει ο Καμβυσης τού Αμασι τη κορη,
για να: η' δίνοντας την να στεναχωρηθει η' μη δίνοντας την ο Καμβυσης να τον εχθρευθει.
ο Αμασις ομως τη δύναμη τών Περσών φοβόνταν και δεν τολμούσε ούτε να δώσει ούτε να αρνηθει.
γιατί καλά το ήξερε ότι ούτε ως γυναίκα επρόκειτο ο Καμβυσης να έχει αλλα ως παλλακιδα.
αυτά λοιπόν σκεπτόμενος έκανε αυτά εδώ:
ήταν τού Απρίη τού προηγουμενου βασιλιά μια κόρη και πολύ ψηλή και όμορφη,η μόνη που απ'την οικογένεια είχε απομείνει,τ'ονομα της ήταν Νικητις,
αυτη λοιπόν τη κοπέλα ο Αμασις στολίζοντας και με φόρεμα και με χρυσό την έστειλε στους Πέρσες ως δική του κόρη.
την ωρα όμως που την χαιρετούσε ο Καμβυσης με το πατρικό όνομα ονομάζοντας,λέει σ'αυτον η κοπέλλα:
βασιλιά εχεις εξαπατηθει απ'τον Αμασι και δεν το καταλαβαίνεις,αυτός εμένα σε σένα στολίζοντας έστειλε,σαν τη δική του κόρη να δίνει,
ενώ είμαι στ'αληθεια τού Απρίη,αυτόν εκείνος ενώ ήταν κύριος του με τους Αιγύπτιους επαναστατωντας δολοφονησε.
αυτός λοιπόν ο.λογος κι αυτή εγινε η αιτία να οδηγήσει τον Καμβύση τού Κύρου πάρα πολύ να οργισθεί με την Αίγυπτο.
έτσι βέβαια τώρα λένε οι Περσες.
οι Αιγύπτιοι όμως θεωρούν δικό τους τον Καμβύση,λέγοντας αυτός απ' αυτή πράγματι τού Απρίη τη κορη γεννήθηκε,
γιατί ο Κυρος είναι αυτός που έστειλε στον Αμασι για τη κορη,κι όχι ο Καμβυσης.
[3.1.1] Ἐπὶ τοῦτον δὴ τὸν Ἄμασιν Καμβύσης ὁ Κύρου ἐστρατεύετο, ἄγων ἄλλους τε τῶν ἦρχε καὶ Ἑλλήνων Ἴωνάς τε καὶ Αἰολέας, δι᾽ αἰτίην τοιήνδε· πέμψας Καμβύσης ἐς Αἴγυπτον κήρυκα αἴτεε Ἄμασιν θυγατέρα, αἴτεε δὲ ἐκ συμβουλῆς ἀνδρὸς Αἰγυπτίου, ὃς μεμφόμενος Ἀμάσι ἔπρηξε ταῦτα ὅτι μιν ἐξ ἁπάντων τῶν ἐν Αἰγύπτῳ ἰητρῶν ἀποσπάσας ἀπὸ γυναικός τε καὶ τέκνων ἔκδοτον ἐποίησε ἐς Πέρσας, ὅτε Κῦρος πέμψας παρὰ Ἄμασιν αἴτεε ἰητρὸν ὀφθαλμῶν, ὃς εἴη ἄριστος τῶν ἐν Αἰγύπτῳ. [3.1.2] ταῦτα δὴ ἐπιμεμφόμενος ὁ Αἰγύπτιος ἐνῆγε τῇ συμβουλίῃ κελεύων αἰτέειν τὸν Καμβύσεα Ἄμασιν θυγατέρα, ἵνα ἢ δοὺς ἀνιῷτο ἢ μὴ δοὺς Καμβύσῃ ἀπέχθοιτο. ὁ δὲ Ἄμασις τῇ δυνάμι τῶν Περσέων ἀχθόμενος καὶ ἀρρωδέων οὐκ εἶχε οὔτε δοῦναι οὔτε ἀρνήσασθαι· εὖ γὰρ ἠπίστατο ὅτι οὐκ ὡς γυναῖκά μιν ἔμελλε Καμβύσης ἕξειν ἀλλ᾽ ὡς παλλακήν. [3.1.3] ταῦτα δὴ ἐκλογιζόμενος ἐποίησε τάδε· ἦν Ἀπρίεω τοῦ προτέρου βασιλέος θυγάτηρ κάρτα μεγάλη τε καὶ εὐειδής, μούνη τοῦ οἴκου λελειμμένη, οὔνομα δέ οἱ ἦν Νίτητις. ταύτην δὴ τὴν παῖδα ὁ Ἄμασις κοσμήσας ἐσθῆτί τε καὶ χρυσῷ ἀποπέμπει ἐς Πέρσας ὡς ἑωυτοῦ θυγατέρα. [3.1.4] μετὰ δὲ χρόνον ὥς μιν ἠσπάζετο ‹Καμβύσης› πατρόθεν ὀνομάζων, λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ παῖς· Ὦ βασιλεῦ, διαβεβλημένος ὑπὸ Ἀμάσιος οὐ μανθάνεις, ὃς ἐμὲ σοὶ κόσμῳ ἀσκήσας ἀπέπεμψε, ὡς ἑωυτοῦ θυγατέρα διδούς, ἐοῦσαν τῇ ἀληθείῃ Ἀπρίεω, τὸν ἐκεῖνος ἐόντα ἑωυτοῦ δεσπότεα μετ᾽ Αἰγυπτίων ἐπαναστὰς ἐφόνευσε. [3.1.5] τοῦτο δὴ τὸ ἔπος καὶ αὕτη ἡ αἰτίη ἐγγενομένη ἤγαγε Καμβύσεα τὸν Κύρου μεγάλως θυμωθέντα ἐπ᾽ Αἴγυπτον. οὕτω μέν νυν λέγουσι Πέρσαι. [3.2.1] Αἰγύπτιοι δὲ οἰκηιεῦνται Καμβύσεα, φάμενοί μιν ἐκ ταύτης δὴ τῆς Ἀπρίεω θυγατρὸς γενέσθαι· Κῦρον γὰρ εἶναι τὸν πέμψαντα παρὰ Ἄμασιν ἐπὶ τὴν θυγατέρα, ἀλλ᾽ οὐ Καμβύσεα.
.
.
.
φωτογράφιση
-χνκουβελης cncouvelis
το Γιαν' το πγιαδ',
εικόνα τής εγκατάλειψης τής ερήμωσης τού τόπου μας,
πνιγμενο μέσα στις αλυγιες και μέσα του φύτρωσε δέντρο
εκεί που κάποτε υπήρχε ζωή και ποτιζαμε τ'αλογα μας
τον Καρά και τον Ντορή
.
.
.
My Own Empire of Heteronyma Paintings
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
(Ιδιοτροποι Έρωτες)
αναντιστοιχια
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
δεν ήξερε τίποτα για εκεινη,όλα τα επινόησε,
την σχεδίασε,
την ερωτεύθηκε,
όταν συναντήθηκαν,
εκείνη δεν αντιστοιχούσε στην εικόνα του,
-καταλαβαινω, τού ειπε,δεν είμαι εκείνη,
χαμογέλασε,
έτσι ήμουνα πριν καιρό,
σε μια σχέση μου,τώρα έχω χωρίσει,
αυτή ήταν η πρώτη και η τελευταία συνάντησή τους
.
.
.
Ο Fernando Pessoa στην Alfama, Lisboa
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Inquisição τού Pessoa- Heterônimo
Alexandre da Silva
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
το 1536 επέτρεψε ο βασιλιάς Ιωάννης Γ' την εγκατάσταση τής Ιεράς Εξετασης(Inquisição)
στη Πορτογαλια,η οποία αμέσως δραστηριοποιήθηκε σε εξετάσεις των θεωρουμενων αιρετικών,
πολλά φοβερά διέρευσαν για τις μεθόδους της,λέγανε για βασανιστήρια,ο συγγραφέας Fernando Pessoa ήταν υποψήφιος εξετασης,περίμεναν το παράπτωμα του,εκεινοςγια να αποφύγει την πιθανή σύλληψη του κρύφτηκε στην παλιά πόλη τής Λισσαβώνας,την Alfana,
ο λαβυρινθος της ήταν ιδανική κρυψώνα,
αδύνατο να τον εντωπισουν εκει,μυστικοί άνθρωποι τής Inquisição
τον εψαχναν νύχτα και μέρα ,ο Pessoa τότε δημιούργησε έναν Heterônimo του,τον Alexandre Da Silva,φιλόσοφο και ιστορικό,ο οποίος δημοσίευσε ένα βιβλίο.
Ο Ιεροδικαστης με τα μικρά μυωπικα γυαλιά έδειξε:
-αυτός εδω,Κύριοι,
ο κατηγορούμενος αιρετικος Alexandre Da Silva,
στο βιβλίο του γράφει
αυτά:
para algo ser aceito deve ser bobagem, estupidez
(για να γίνει κάτι αποδεκτό πρέπει να είναι μια ανοησία,μια βλακεια)
ninguém ama ninguém
(κανένας δεν αγαπάει κανεναν)
Todo mundo ama apenas a si mesmo
(Ο καθένας μόνο τον εαυτό του αγαπαει)
Odeio ser compreendida, considero prostituição da pior espécie
(Απεχθάνομαι το να με καταλαβαίνουν,το θεωρώ εκπόρνευση τού χειρότερου τυπου)
esta é a nossa autodestruição
(αυτό είναι η καταστροφή τού εαυτού μας)
a perfeição é desumana, porque a humanidade é imperfeita
(η τελειότητα είναι απάνθρωπη,γιατί η ανθρωπότητα είναι ατελής)
Não sou nada.
Nunca serei nada.
Não posso querer ser nada.
À parte isso, tenho em mim todos os sonhos do mundo
(δεν είμαι τίποτα.
δεν θα γίνω ποτέ τίποτα
δεν μπορώ να θέλω να είμαι τίποτα.
εκτός από αυτό, έχω μέσα μου όλα τα όνειρα τού κόσμου)
όλα αυτά Κύριοι,ενδεικτικά,είναι άκρως αιρετικά,
και ζητώ την καταδίκη του
ο Fernando Pessoa στην Alfana έγραψε τη σύλληψη τα βασανιστήρια και την καταδίκη τού Heterônimo Alexandre da Silva
από την Ιερά Εξέταση
ύστερα από αυτό εμφανίστηκε κατω πόλη,την Baixa,
κανείς δεν τον ενόχλησε πλέον,
κάποιος Heterônimo τού ειπε:
porque agora não é nada
(επειδή πλέον είστε τιποτα)
sem Inquisição
(χωρίς Ιερή Εξέταση)
.
.
.
My Own Empire of Heteronyma Paintings
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Απολλόδωρος,
Βιβλιοθήκη Γ 10.7
Η Γέννηση τής Ελένης
-μεταφραση
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
Ο Δίας λοιπόν με τη Λήδα σμιχτηκε μοιάζοντας με κύκνο,και κατά την ίδια νύχτα με τον Τυνδαρο,από τον Δία γεννήθηκαν ο Πολυδεύκης και η Ελένη,με τον Τυνδαρο ο Κάστορας και η Κλυταιμνήστρα,
κάποιοι λένε ότι απ'την Νεμεση η Ελένη είναι και τον Δια,
γιατί αυτη για να αποφυγει τη συνευρεση με τον Δία
μεταμορφώθηκε σε χήνα,
μοιάζοντας όμως κι ο Δίας με κύκνο την έσμιξε,
που αυγό απ'την συνουσία γέννησε,
αυτό στο δάσος αφού βρήκε ένας βοσκός το έφερε στη Λήδα και τής το εδωσε,
που το έβαλε μέσα σε κούνια να το φυλάξει,
και στον καθορισμένο χρόνο γεννήθηκε η Ελένη που σαν να ήταν δική της κορη ανεθρεψε,
όταν αυτή σε ομορφιά ξεχωριστή εγινε ο Θησέας αφού την άρπαξε στις Αφιδνες την έφερε,
τότε ο Πολυδεύκης κι ο Κάστορας αφού εκστράτευσαν,όταν στον Αδη ο Θησέας ήταν,κυριευσαν τη πόλη και την Ελένη πηραν,και τού Θησέα τη μητέρα την Αίθρα παιρνουν αιχμαλωτη
[Γ 10,7] Διὸς δὲ Λήδᾳ συνελθόντος ὁμοιωθέντος κύκνῳ, καὶ κατὰ τὴν αὐτὴν νύκτα Τυνδάρεω, Διὸς μὲν ἐγεννήθη Πολυδεύκης καὶ Ἑλένη, Τυνδάρεω δὲ Κάστωρ <καὶ Κλυταιμνήστρα>. λέγουσι δὲ ἔνιοι Νεμέσεως Ἑλένην εἶναι καὶ Διός. ταύτην γὰρ τὴν Διὸς φεύγουσαν συνουσίαν εἰς χῆνα τὴν μορφὴν μεταβαλεῖν, ὁμοιωθέντα δὲ καὶ Δία κύκνῳ συνελθεῖν· τὴν δὲ ᾠὸν ἐκ τῆς συνουσίας ἀποτεκεῖν, τοῦτο δὲ ἐν τοῖς ἄλσεσιν εὑρόντα τινὰ ποιμένα Λήδᾳ κομίσαντα δοῦναι, τὴν δὲ καταθεμένην εἰς λάρνακα φυλάσσειν, καὶ χρόνῳ καθήκοντι γεννηθεῖσαν Ἑλένην ὡς ἐξ αὑτῆς θυγατέρα τρέφειν. γενομένην δὲ αὐτὴν κάλλει διαπρεπῆ Θησεὺς ἁρπάσας εἰς Ἀφίδνας ἐκόμισε. Πολυδεύκης δὲ καὶ Κάστωρ ἐπιστρατεύσαντες, ἐν Ἅιδου Θησέως ὄντος, αἱροῦσι τὴν πόλιν καὶ τὴν Ἑλένην λαμβάνουσι, καὶ τὴν Θησέως μητέρα Αἴθραν ἄγουσιν αἰχμάλωτον
.
.
.
My Own Empire of Heteronyma Paintings
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Απολλόδωρος
Βιβλιοθήκη Γ' 10.8-9
-Οι Μνηστήρες τής Ελενης-
μετάφραση
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
παρουσιάσθηκαν λοιπόν στη Σπάρτη για το γάμο με την Ελενη αυτοί που βασίλευαν στην Ελλάδα,
ήταν οι μνηστήρες αυτοί εδώ:
ο Οδυσσεας τού Λαέρτη
ο Διομήδης τού Τυδεα
ο Αντίλοχος τού Νεστορα
ο Αγαπηνωρας τού Αγκαιου
ο Σθενελος τού Καπανεα
ο Αμφιμαχος τού Κτεατου
ο Θάλπιος τού Ευρυτου
ο Μέγης τού Φυλέα
ο Ἀμφίλοχος τού Ἀμφιαραου
ο Μενεσθεας τού Πετεα ο Σχεδίος
<καὶ>
ο Ἐπίστροφος τού <Ἰφίτου>
ο Πολύξενος τού Ἀγασθένη
ο Πηνέλεως τού <Ἱππαλκίμου>
ο Λήιτος τού <Ἀλέκτορα>
ο Αἴας τού Ὀιλέα
ο Ἀσκάλαφος
καὶ
ο Ἰάλμενος τού Ἄρη
ο Ἐλεφήνωρας τού Χαλκώδοντα
ο Εὔμηλος τού Ἀδμήτου
ο Πολυποίτης τού Πειρίθου
ο Λεοντεας τού Κορώνου, ο Ποδαλείριος
καὶ
ο Μαχάων τού Ἀσκληπιοῦ, ο Φιλοκτήτης τού Ποίαντα
ο Εὐρύπυλος τού Εὐαίμονα
ο Πρωτεσίλαος τού Ἰφίκλου
ο Μενέλαος τού Ἀτρέα
ο Αἴας
καὶ
ο Τεῦκρος τού Τελαμῶνα ο Πάτροκλος τού Μενοιτία
αυτό βλέποντας το πλήθος ο Τυνδαρος φοβήθηκε μήπως αν διαλεχθει καποιος δυσαρεστηθούν οι υπολοιποι,
τότε τού υποσχέθηκε ο Οδυσσέας,αν τον διευκολυνει για γάμο με την Πηνελοπη,να τού υποδείξει κάποιο τρόπο
ώστε να μην γίνει καμία αναστατωση,
όταν υποσχέθηκε σ'αυτον να διευκολύνει ο Τυνδαρος,όλους είπε να βάλει τούς μνηστήρες να ορκισθούν να βοηθήσουν,αν ο γαμπρος που διαλεχθηκε
από κάποιον άλλον αδικηθει για το γάμο,
αφού λοιπόν άκουσε αυτο ο Τυνδαρος τούς μνηστήρες βάζει να ορκισθούν,
και τον Μενελαο προτιμα γαμπρό,και με τον Οδυσσέα,παραγγέλνει τού Ικαριου,να μνηστευθει η Πηνελοπη
[Γ 10,8] παρεγένοντο δὲ εἰς Σπάρτην ἐπὶ τὸν Ἑλένης γάμον οἱ βασιλεύοντες Ἑλλάδος. ἦσαν δὲ οἱ μνηστευόμενοι οἵδε· Ὀδυσσεὺς Λαέρτου, Διομήδης Τυδέως, Ἀντίλοχος Νέστορος, Ἀγαπήνωρ Ἀγκαίου, Σθένελος Καπανέως, Ἀμφίμαχος Κτεάτου, Θάλπιος Εὐρύτου, Μέγης Φυλέως, Ἀμφίλοχος Ἀμφιαράου, Μενεσθεὺς Πετεώ, Σχεδίος <καὶ> Ἐπίστροφος <Ἰφίτου>, Πολύξενος Ἀγασθένους, Πηνέλεως <Ἱππαλκίμου>, Λήιτος <Ἀλέκτορος>, Αἴας Ὀιλέως, Ἀσκάλαφος καὶ Ἰάλμενος Ἄρεος, Ἐλεφήνωρ Χαλκώδοντος, Εὔμηλος Ἀδμήτου, Πολυποίτης Πειρίθου, Λεοντεὺς Κορώνου, Ποδαλείριος καὶ Μαχάων Ἀσκληπιοῦ, Φιλοκτήτης Ποίαντος, Εὐρύπυλος Εὐαίμονος, Πρωτεσίλαος Ἰφίκλου, Μενέλαος Ἀτρέως, Αἴας καὶ Τεῦκρος Τελαμῶνος, Πάτροκλος Μενοιτίου
Γ 10,9] τούτων ὁρῶν τὸ πλῆθος Τυνδάρεως ἐδεδοίκει μὴ <προ>κριθέντος ἑνὸς στασιάσωσιν οἱ λοιποί. ὑποσχομένου δὲ Ὀδυσσέως, ἐὰν συλλάβηται πρὸς τὸν Πηνελόπης αὐτῷ γάμον, ὑποθήσεσθαι τρόπον τινὰ δι᾽ οὗ μηδεμία γενήσεται στάσις, ὡς ὑπέσχετο αὐτῷ συλλήψεσθαι ὁ Τυνδάρεως, πάντας εἶπεν ἐξορκίσαι τοὺς μνηστῆρας βοηθήσειν, ἐὰν ὁ προκριθεὶς νυμφίος ὑπὸ ἄλλου τινὸς ἀδικῆται περὶ τὸν γάμον. ἀκούσας δὲ τοῦτο Τυνδάρεως τοὺς μνηστῆρας ἐξορκίζει, καὶ Μενέλαον μὲν αὐτὸς αἱρεῖται νυμφίον, Ὀδυσσεῖ δὲ παρὰ Ἰκαρίου μνηστεύεται Πηνελόπην
.
.
.
My Own Empire of Interiors Photos
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
couvelis
Close Ups
(ταινία μικρού μήκους)
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
άνοιξε τη πόρτα,το φως στο σαλόνι ήταν αναμενο,η τηλεόραση έπαιζε,πάνω στο τραπέζι είδε το χαρτί,το διάβασε,
ανησύχησε,δεν καταλαβαινε,πήρε τηλεφωνο,δεν απάντησε,ξαναπηρε,τίποτα ,ξαναπηρε,τίποτα,
πήρε τηλέφωνα,ρώτησε,δεν ήξεραν να τού πουν,
ξάπλωσε στο κρεβάτι,
φλας μπακ όλη η ζωή της
μαζί του,
τότε κατάλαβε,
.
.
.
χνκουβέλης cncouvelis
(Ιστορίες τού κ.Κ)
ο κ.Κ ειπε,και χαμογέλασε αινιγματικά:
μια ερμηνεία τού χαμόγελου τής Τζοκόντας,
η Μόνα Λίζα είναι έγκυος,και αισθάνεται το μωρό,
αυτό φαίνεται από το τρόπο που έχει τα χέρια της πάνω στη κοιλιά της
και απέναντι της είναι ο πατέρας τού παιδιού,
ο Λεονάρντο ντα Βίντσι
(και αυτό αν είναι αίνιγμα!)
.
.
.
My Own Empire of MetaPhysica Paintings
-χνκουβελης cncouvelis
My Cities
(Οι Πόλεις μου)
MetaPhysica City
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
μέσα στην απέραντη αυτοκρατορία σας,Μεγαλειότατε,στην απειροτητα της,
είπε συνέχιζοντας την αφήγηση τών ταξιδιών του,
συνάντησα πόλεις,που θά σου εξιστορήσω,
μια όμως μου έκανε μεγάλη εντύπωση,
σε όλη αυτή τη πόλη επικρατούσε εκτυφλωτικό φως,τα σπίτια ήταν νεοκλασικά,καμιά κινηση,κανένας ήχος,τα πάντα ακινητοποιημένα,
οι άνθρωποι,άντρες γυναίκες παιδια,τα ζώα,σκύλοι γατες άλογα,
και οι σκιές τους με μεγάλο κοντραστ,
ένα στρογγυλό ρολόι σε ένα ψηλό ορθογώνιο πυργο σταματημένο,οι δείκτες του έδειχναν 12 παρά τέταρτο,
ανύπαρκτος χρόνος η' ακυρωμενος χρόνος,
αν δώσω μια ερμηνεία,
τελικά ένα ολοκληρωτικά αινιγματικό σκηνικό,
που σου προκαλούσε ένα μεταφυσικό δέος,
ήταν αυτή η πολη,και είναι,η πιο πραγματική από όλες τις πραγματικές σου πόλεις,
την ονομασα MetaPhysica City,
-Θελω,απάντησε ο βασιλιάς,να με οδηγήσεις εκεί,να δω αυτή τη πόλη με τα μάτια μου
-Λυπαμαι,Μεγαλειότατε,
αυτό δεν μπορεί να γίνει,γιατί αυτή τη πόλη μια φορά και για πάντα κάποιος τη βλεπει
είπε,και συνέχισε την εξιστόρηση πόλεων που επισκέφτηκε στην τεράστια αυτοκρατορια
την άλλη μέρα ξημερώνοντας ο βασιλιάς διέταξε τον αποκεφαλισμό τού ταξιδευτη
.
.
.
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
Απολλόδωρος Βιβλιοθήκη Γ' 4.1
-Ο Καδμος και οι Σπαρτοι-
Ο Καδμος λοιπόν έθαψε την Τηλεφασσα που πέθανε,κι αφού απ'τούς Θράκες φιλοξενήθηκε,ήρθε στους Δελφούς για την Ευρώπη να μάθει,
τότε ο θεός τού ειπε για την Ευρώπη να μην πολυασχολείται,
και τού έδωσε χρησμο να ακολουθήσει αγελάδα,και πόλη να κτίσει εκεί όπου αυτή θα ξαπλώσει αποκαμωμενη,
τέτοιο αφού έλαβε χρησμό μέσα απ'τη χώρα τών Φωκεων πέρασε,όταν αγελάδα συνάντησε στα βουκολικά τού Πελαγοντα πίσω απ'αυτή πήγαινε,αυτή λοιπόν διαβαίνοντας την Βοιωτία ξάπλωσε,εκεί που τώρα η πόλη είναι τών Θηβών.
επειδή ήθελε στην Αθήνα να θυσιάσει την αγελάδα,έστειλε κάποιους απ'αυτούς που ήταν μαζί του να πάρουν απ'τού Άρη τη βρύση νερο.
τη βρύση όμως ένας δράκος φρουρούσε,που απ'τον Άρη κάποιοι λένε πώς γεννήθηκε,και τους περισσότερους απ'αυτούς που στάλθηκαν σκότωσε.
τότε οργίστηκε ο Καδμος και σκοτώνει τον δράκοντα.
και τής Αθήνας εκτελώντας την υπόσχεση τα δόντια του σπέρνει.
τότε από αυτά τα σπαρμένα ξεπετιουνται μέσα απ'τη γη άντρες οπλισμένοι.
τούς οποίους κάλεσαν Σπαρτους.
αυτοί όμως αλληλοσκοτωθηκαν,οι μεν σε φίλονικια χωρίς να θέλουν ήρθαν,οι δε μη καταλαβαίνοντας.
Ο Φερεκύδης όμως λέει ότι ο Καδμος,βλέποντας μέσα απ'τη γη να ξεφυτρώνουν άντρες οπλισμένοι,κατά πάνω τους πέταξε πέτρες,
κι αυτοί νομίζοντας πως ο ένας στον άλλον πετούσαν σε μάχη έπεσαν.
διασώθηκαν πέντε.
ο Ἐχίων ο Οὐδαῖος ο Χθονίος ο Ὑπερήνωρ και ο Πέλωρος.
[Γ 4,1] Κάδμος δὲ ἀποθανοῦσαν θάψας Τηλέφασσαν, ὑπὸ Θρακῶν ξενισθείς, ἦλθεν εἰς Δελφοὺς περὶ τῆς Εὐρώπης πυνθανόμενος. ὁ δὲ θεὸς εἶπε περὶ μὲν Εὐρώπης μὴ πολυπραγμονεῖν, χρῆσθαι δὲ καθοδηγῷ βοΐ, καὶ πόλιν κτίζειν ἔνθα ἂν αὕτη πέσῃ καμοῦσα. τοιοῦτον λαβὼν χρησμὸν διὰ Φωκέων ἐπορεύετο, εἶτα βοῒ συντυχὼν ἐν τοῖς Πελάγοντος βουκολίοις ταύτῃ κατόπισθεν εἵπετο. ἡ δὲ διεξιοῦσα Βοιωτίαν ἐκλίθη, πόλις ἔνθα νῦν εἰσι Θῆβαι. βουλόμενος δὲ Ἀθηνᾷ καταθῦσαι τὴν βοῦν, πέμπει τινὰς τῶν μεθ᾽ ἑαυτοῦ ληψομένους ἀπὸ τῆς Ἀρείας κρήνης ὕδωρ· φρουρῶν δὲ τὴν κρήνην δράκων, ὃν ἐξ Ἄρεος εἶπόν τινες γεγονέναι, τοὺς πλείονας τῶν πεμφθέντων διέφθειρεν. ἀγανακτήσας δὲ Κάδμος κτείνει τὸν δράκοντα, καὶ τῆς Ἀθηνᾶς ὑποθεμένης τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ σπείρει. τούτων δὲ σπαρέντων ἀνέτειλαν ἐκ γῆς ἄνδρες ἔνοπλοι, οὓς ἐκάλεσαν Σπαρτούς. οὗτοι δὲ ἀπέκτειναν ἀλλήλους, οἱ μὲν εἰς ἔριν ἀκούσιον ἐλθόντες, οἱ δὲ ἀγνοοῦντες. Φερεκύδης δέ φησιν ὅτι Κάδμος, ἰδὼν ἐκ γῆς ἀναφυομένους ἄνδρας ἐνόπλους, ἐπ᾽ αὐτοὺς ἔβαλε λίθους, οἱ δὲ ὑπ᾽ ἀλλήλων νομίζοντες βάλλεσθαι εἰς μάχην κατέστησαν. περιεσώθησαν δὲ πέντε, Ἐχίων Οὐδαῖος Χθονίος Ὑπερήνωρ Πέλωρος.
.
.
.
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
Η παρτίδα σκάκι
έπαιζε κάθε μέρα σκάκι,με αντίπαλο έναν άγνωστο και αόρατο,
άρχιζε πάντα αυτός,
εναλλάξ πότε με άσπρα πότε με μαύρα πιόνια,
πάντα έκανε ματ, πότε εύκολα, πότε δύσκολα,
εκείνη τη μέρα είχε τα μαύρα,και για πρώτη φορά ξεκίνησε ο άλλος την πρώτη κίνηση,το παιχνίδι ήταν πολύ δύσκολο,σε οποιαδήποτε καλά μελετημενη κίνηση του ο αντίπαλος τον αιφνιδιάζε,τον πολιορκούσε συνεχώς,είχε μεγάλες και σοβαρές απώλειες στα πιόνια,όμως συνέχιζε,
μάταια,ο άλλος έκανε για πρώτη φορά ματ,που ήταν και το τελευταίο στο παιχνίδι τους,
εκεί τελειωσε
.
.
.
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
Απολλόδωρος Βιβλιοθήκη Γ' 5.8
-Ο Οιδίποδας και το αίνιγμα τής Σφιγγας-
Τον Λάιο λοιπόν θάβει ο βασιλιάς τών Πλαταιών Δαμασίστρατος,και τη βασιλεία ο Κρέοντας τού Μενοικέα παίρνει.
όταν αυτός βασίλευε μια μεγάλη συμφορά έπεσε στη Θήβα.
γιατί έστειλε η Ήρα τη Σφίγγα,αυτής η μάνα η
Εχιδνα ήταν και πατέρας ο Τυφωνας,είχε πρόσωπο γυναίκας,στήθος και πόδια και ουρά λιονταριού και φτερα πουλιου.
απ'τις μουσες είχε μάθει ένα αίνιγμα και πάνω στο όρος Φικιο καθονταν,κι αυτό υποβαλε στους Θηβαίους.
το δε αινιγμα ήταν αυτό:
ποιο είναι αυτό που έχει φωνή
και τετράποδο και δίποδο και τρίποδο γίνεται.
χρησμός στους Θηβαίους υπήρχε τότε να απαλλαγούν απ'τη Σφίγγα
μόλις το αίνιγμα λύσουν.
συναντιόντουσαν πολλές φορές και συζητούσαν τι αυτό λεει,
επειδή όμως δεν το έβρισκαν αφού αρπαζε εναν τον καταβροχθιζε.
όταν πολλοί χάθηκαν,
και τελευταίος ο Αιμονας τού Κρέοντα,
προκηρυξε ο Κρεοντας ότι σ'αυτον που το αίνιγμα θα λύσει και τη βασιλεία και τού Λάιου θα δώσει τη γυναίκα.
ο Οιδίποδας όταν το άκουσε το έλυσε,λέγοντας ότι το αίνιγμα που λέει η Σφίγγα για τον άνθρωπο είναι:
έτσι γίνεται,γιατι τετραποδο βρέφος είναι κινουμενο με τα τέσσερα άκρα,όταν ολοκληρώνεται δίποδος,κι όταν γηραζει τρίτο ποδι παίρνει για βοήθεια το μπαστούνι.
τότε η Σφίγγα απ'την Ακρόπολη έπεσε,κι ο Οιδίποδας και τη βασιλεία πήρε και τη μάνα παντρεύτηκε χωρίς να ξέρει,
και παιδιά απέκτησε απ'αυτή τον Πολυνείκη και τον Ετεοκλή,και κόρες την Ισμήνη και την Αντιγόνη.
είναι όμως και κάποιοι που λένε πως τα παιδιά
τα απέκτησε απ'την Ευρυγένεια τού Ὑπέρφαντα
[Γ 5,8] Λάιον μὲν οὖν θάπτει βασιλεὺς Πλαταιέων Δαμασίστρατος, τὴν δὲ βασιλείαν Κρέων ὁ Μενοικέως παραλαμβάνει. τούτου δὲ βασιλεύοντος οὐ μικρὰ συμφορὰ κατέσχε Θήβας. ἔπεμψε γὰρ Ἥρα Σφίγγα, ἣ μητρὸς μὲν Ἐχίδνης ἦν πατρὸς δὲ Τυφῶνος, εἶχε δὲ πρόσωπον μὲν γυναικός, στῆθος δὲ καὶ βάσιν καὶ οὐρὰν λέοντος καὶ πτέρυγας ὄρνιθος. μαθοῦσα δὲ αἴνιγμα παρὰ μουσῶν ἐπὶ τὸ Φίκιον ὄρος ἐκαθέζετο, καὶ τοῦτο προύτεινε Θηβαίοις. ἦν δὲ τὸ αἴνιγμα· τί ἐστιν ὃ μίαν ἔχον φωνὴν τετράπουν καὶ δίπουν καὶ τρίπουν γίνεται· χρησμοῦ δὲ Θηβαίοις ὑπάρχοντος τηνικαῦτα ἀπαλλαγήσεσθαι τῆς Σφιγγὸς ἡνίκα ἂν τὸ αἴνιγμα λύσωσι, συνιόντες εἰς ταὐτὸ πολλάκις ἐζήτουν τί τὸ λεγόμενόν ἐστιν, ἐπεὶ δὲ μὴ εὕρισκον, ἁρπάσασα ἕνα κατεβίβρωσκε. πολλῶν δὲ ἀπολομένων, καὶ τὸ τελευταῖον Αἵμονος τοῦ Κρέοντος, κηρύσσει Κρέων τῷ τὸ αἴνιγμα λύσοντι καὶ τὴν βασιλείαν καὶ τὴν Λαΐου δώσειν γυναῖκα. Οἰδίπους δὲ ἀκούσας ἔλυσεν, εἰπὼν τὸ αἴνιγμα τὸ ὑπὸ τῆς Σφιγγὸς λεγόμενον ἄνθρωπον εἶναι· γίνεσθαι, γὰρ τετράπουν βρέφος ὄντα τοῖς τέτταρσιν ὀχούμενον κώλοις, τελειούμενον δὲ δίπουν, γηρῶντα δὲ τρίτην προσλαμβάνειν βάσιν τὸ βάκτρον. ἡ μὲν οὖν Σφὶγξ ἀπὸ τῆς ἀκροπόλεως ἑαυτὴν ἔρριψεν, Οἰδίπους δὲ καὶ τὴν βασιλείαν παρέλαβε καὶ τὴν μητέρα ἔγημεν ἀγνοῶν, καὶ παῖδας ἐτέκνωσεν ἐξ αὐτῆς Πολυνείκη καὶ Ἐτεοκλέα, θυγατέρας δὲ Ἰσμήνην καὶ Ἀντιγόνην. εἰσὶ δὲ οἳ γεννηθῆναι τὰ τέκνα φασὶν ἐξ Εὐρυγανείας αὐτῷ τῆς Ὑπέρφαντος.
.
.
.
CINEMA CARE CARE
ταινία μικρού μηκους
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Τίτλοι Αρχής σε σκουρο καρε:
CINEMA CARE CARE
CNC
-1(,πλάνο 20'')δωμάτιο άδειο,τα παραθυρα δεξιά ανοιχτά,
ήχος πόλης φωνές ανθρώπων και θόρυβος αυτοκινητων
-Φλου μεταβαση
-2(πλάνο 25'')μέσα σε αυτό το δωμάτιο μια γυναίκα κάθεται σε μια καρέκλα,
φωτισμενη από τα παραθυρα
10"ηχος off
στα 10'' ακούγεται πιάνο,η Σονάτα του Σεληνόφωτος του Μπετοβεν,
από τον διπλανό χώρο,σταματάει και ξαναρχίζει από το ίδιο σημείο
-Φλου μεταβαση
-3(κοντινό πλάνο 10'')ξεφύλλισμα ενός άλμπουμ ασπρόμαυρων φωτογραφιων
με γυναικεία πορτρέτα
ήχος ξεφυλλισματος
-Φλου μεταβαση
-4(ακίνητο πλάνο 30'')η ασπρόμαυρη φωτογραφία μια νεαρής γυναικας,
10'' ήχος off,10''ήχος ακούγεται το γέλιο γυναίκας ενδιάμεσα- ήχος off -το No Woman No Cry του Bob Marley
10'' ήχος off
-Φλου μεταβαση
-5.(σκουρο καρε 7")ακούγεται ο χτύπος τηλεφώνου
-6.(μέσο πλανο 10")μια γυναίκα μιλάει στο τηλέφωνο,ήχος off
-Φλου μεταβαση
-7.(πλάνο 10'')σε δρομο.πολης νύχτα,φωτισμός μεγάλου κοντραστ,
μια ανθρώπινη φιγούρα τον διασχίζει
οριζόντια από αριστερά έως δεξιά
3''' ήχος off,
από τα 3'' έως τα 10''ακουγεται πάλι η σονάτα του Σεληνοφωτος,
σταματάει και ξαναρχίζει
και σβήνει σε σκούρο καρε 7''
Τίτλος Τέλους σε σκούρο καρε
END
.
.
.
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
Edgar Allan Poe
The Murders in the Rue Morgue
Τα εγκλήματα τής οδού Μοργκ
έμενα στο Παρίσι κατά τη διάρκεια τής ανοιξης και μέρος τού καλοκαιριού το 18.
Εκεί γνώρισα εναν Κύριο
C. Auguste Dupin.
Αυτός ο ευγενικός νεαρός ήταν στην πραγματικότητα από μια εξέχουσα και επιφανή οικογένεια,αλλά,μια σειρά από απρόσμενα γεγονότα,έχει καταλήξει σε τέτοια φτώχεια που η ενεργητικότητα τού χαρακτήρα έχει επιρρεαστει βαριά απ'αυτο,κι έπαυσε να συναστρεφεται με τον κοσμο,η' να φροντίζει για την ανάκτηση τής περιουσίας του.
Αλλά με την ευγενική ανοχή τών πιστωτων του,έχει παραμείνει ακόμα στην κατοχή του ένα μικρό υπολοιπο από τη κληρονομιά του,και,από το εισόδημα που προέρχεται από αυτό,κατάφερε,μέσω μιας αυστηρής οικονομίας,
να προμηθεύεται τα απαραίτητα τής ζωής,χωρίς να ανησυχεί για τις σπατάλες της.
Τα βιβλία,πράγματι,ήταν η μοναδική του πολυτέλεια,και στο Παρίσι αυτά εύκολα τα αποκτάς.
Η πρώτη μας συνάντηση ήταν σε μια σκοτεινή βιβλιοθήκη στη Rue Montmartre,όπου η σύμπτωση της αναζήτησης και τών δύο μας τού ίδιου σπάνιου και πολύ αξιόλογου βιβλίου,μας έφερε σε στενότερη επαφή.
Βλεπομασταν ξανά και ξανά.
Ημουνα βαθειά ενδιαφερόμενος με την μικρή οικογενειακή ιστορία που μού περιεγράφε με όλη εκείνη την ευθύτητα που ο Γάλλος αρέσκεται όταν απλά ο ίδιος ο εαυτός του είναι το θέμα.
Ήμουνα κατάπληκτος,επισης,από το τεράστιο μέγεθος τών διαβασματων του,και,πανω απ'ολα,αισθάνθηκα τη ψυχή μου να αναζωπυρωνεται μέσα μου από την εντονη θερμη,και τη ζωηρή φρεσκάδα τής φαντασίας του.
Residing in Paris during the spring and part of the summer of 18. I there
became acquainted with a Monsieur C. Auguste Dupin. This young gentleman
was of an excellent indeed of an illustrious family, but, by a variety of
untoward events, had been reduced to such poverty that the energy of his
character succumbed beneath it, and he ceased to bestir himself in the world, or
to care for the retrieval of his fortunes. By courtesy of his creditors, there still
remained in his possession a small remnant of his patrimony; and, upon the
income arising from this, he managed, by means of a rigorous economy, to
procure the necessaries of life, without troubling himself about its superfluities.
Books, indeed, were his sole luxuries, and in Paris these are easily obtained.
Our first meeting was at an obscure library in the Rue Montmartre, where the
accident of our both being in search of the same very rare and very remarkable
volume, brought us into closer communion. We saw each other again and again.
I was deeply interested in the little family history which he detailed to me with
all that candor which a Frenchman indulges whenever mere self is the theme. I
was astonished, too, at the vast extent of his reading; and, above all, I felt my
soul enkindled within me by the wild fervor, and the vivid freshness of his
imagination.
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου