I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2025

Η -Literature Λογοτεχνία --χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

 .

.

Η

Literature Λογοτεχνία 

--χ.ν.κουβελης c.n.couvelis





On Marilyn 

-χνκουβελης cncouvelis 


-Ταινία μικρού μήκους-


γκρο πλαν:τα κόκκινα χειλια μιάς γυναίκας,

-ειμαι η Μεριλιν,

φλου,στο ημίφως μια γυναικεία φιγούρα όρθια,ακούγεται μια πόρτα που κλείνει,

η γυναίκα βγαίνει από το πλάνο δεξιά,

ακούγεται ο ηχος ενός τηλεφώνου,

αρχειακό υλικό:το πρόσωπο τής Marilyn Monroe,

γκρο πλαν:τα κόκκινα χειλια μιάς γυναίκας

-ειμαι η Norma Jeane Mortenson

η Θηβαια Σφίγγα 

φλου,γκρίζο άδειο πλάνο

.

.

.





χ.ν.κουβελης c.n.couvelis 

 μεταφράζοντας


 Italo Calvino

 Αόρατες πόλεις

 Οι αόρατες πόλεις 


Le città e la memoria. 1.

οι πόλεις και η αναμνηση.1.


Αναχωροντας από κει και προχωροντας τρεις βδομάδες προς τα ανατολικά,κάποιος βρίσκεται στην Διομιρα,

πόλη με εξήντα ασημενιους τρούλους,

μπρούτζινα αγάλματα όλων τών θεών,δρόμους πλακοστρωτους σε λιμνουλα,ένα θέατρο από κρύσταλλο,ένα χρυσό κόκκορα  που λαλει κάθε πρωί πάνω σ'ενα πύργο.

Όλες αυτές τις ομορφιές ο ταξιδιώτης ήδη τις γνωρίζει αφού τις έχει δει και σ'αλλες πόλεις.

Αλλά η ιδιαιτερότητα αυτής είναι ότι όποιος εκεί φτάσει ένα βράδυ τού Σεπτέμβρη,όταν οι μέρες μικραίνουν κι οι πολύχρωμες λάμπες ανάβουν όλες μαζί στις πόρτες τών ψησταριών,

κι απο μια ταρατσα μια φωνή γυναικεία φωναζει:

αχ!.

του'ρχεται ζήλεια για κεινους πού τώρα πιστεύουν να'χουν ήδη ζήσει μια βραδιά παρόμοια μ'αυτη και να'ταν εκείνη τη φορά ευτυχισμενοι 


Le città e la memoria. 1.


Partendosi di là e andando tre giornate verso levante,

l’uomo si trova a Diomira, città con sessanta cupole

d’argento, statue in bronzo di tutti gli dei, vie lastricate

in stagno, un teatro di cristallo, un gallo d’oro che canta

ogni mattina su una torre. Tutte queste bellezze il viag-

giatore già conosce per averle viste anche in altre città.

Ma la proprietà di questa è che chi vi arriva una sera di

settembre, quando le giornate s’accorciano e le lampade

multicolori s’accendono tutte insieme sulle porte delle

friggitorie, e da una terrazza una voce di donna grida:

uh!, viene da invidiare quelli che ora pensano d’aver già

vissuto una sera uguale a questa e d’esser stati quellavolta felici.

.

.

.


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis 

μεταφράζοντας


Παλαιά Διαθήκη

Γένεσις 11.1-9

Ο Πύργος τής Βαβελ


  και σ'ολη τη γη μια γλωσσα ήταν και μια φωνή σ'ολους,

   κι όταν κινήθηκαν ανατολικά βρήκαν πεδιάδα στη γη τής Σεννααρ και εκεί κατοίκησαν,

   κι είπε ο ένας 

τού διπλανού του,ελάτε να πλάσουμε πλίνθους και να τους κάψουμε στη φωτια,και έγινε ο πλίνθος πέτρα  και ο πηλος ήταν η άσφαλτος, 

    κι είπαν,ελατε να οικοδομήσουμε μαζί πόλη

και πύργο,που να είναι η κορυφή μεχρι τον ουρανό,

και ετσι θα αφήσουμε όνομα πριν διασκορπισθουμε 

σε όλη την επιφάνεια  τής γης,

    και κατέβηκε ο Κύριος να δει τη πόλη και τον πύργο,αυτόν που οικοδόμησαν οι άνθρωποι,

    και είπε ο Κύριος,ιδού 

αυτό που το ίδιο γένος είναι και η ίδια γλώσσα  είναι σ'ολους,αυτό άρχισαν να κάνουν,και πως τώρα τίποτα απο όλα 

αυτά δεν θα χάσουν,απ'οσα

επιθυμούν να κάνουν,

     ελάτε να κατέβουμε

και να τους προκαλεσουμε σύγχιση στη γλώσσα ,ώστε 

ο ένας να μην καταλαβαινει την γλώσσα τού διπλανού του,

    κι από εκεί ο Κύριος τούς διασκόρπισε πάνω σ'ολη την επιφανεια τής γης,και έπαυσαν να οικοδομούν την πόλη και τον πύργο,

     γι'αυτό και ονομάσθηκε Συγχυσις,γιατί εκεί προκάλεσε σύγχιση ο Κύριος στις γλώσσες όλης τής γης,και από εκεί τούς διασκόρπισε ο Κύριος πάνω στην επιφάνεια όλης τής γης,


   Καὶ ἦν πᾶσα ἡ γῆ χεῖλος ἕν, καὶ φωνὴ μία πᾶσι.

καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κινῆσαι αὐτοὺς ἀπὸ ἀνατολῶν, εὗρον πεδίον ἐν γῇ Σενναὰρ καὶ κατῴκησαν ἐκεῖ.

  καὶ εἶπεν ἄνθρωπος τῷ πλησίον αὐτοῦ· δεῦτε πλινθεύσωμεν πλίνθους καὶ ὀπτήσωμεν αὐτὰς πυρί. καὶ ἐγένετο αὐτοῖς ἡ πλίνθος εἰς λίθον, καὶ ἄσφαλτος ἦν αὐτοῖς ὁ πηλός.

  καὶ εἶπαν· δεῦτε οἰκοδομήσωμεν ἑαυτοῖς πόλιν καὶ πύργον, οὗ ἔσται ἡ κεφαλὴ ἕως τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ποιήσωμεν ἑαυτοῖς ὄνομα πρὸ τοῦ διασπαρῆναι ἡμᾶς ἐπὶ προσώπου πάσης τῆς γῆς,

       καὶ κατέβη Κύριος ἰδεῖν τὴν πόλιν καὶ τὸν πύργον, ὃν ᾠκοδόμησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων.

     καὶ εἶπε Κύριος· ἰδοὺ γένος ἓν καὶ χεῖλος ἓν πάντων, καὶ τοῦτο ἤρξαντο ποιῆσαι, καὶ νῦν οὐκ ἐκλείψει ἀπ᾿ αὐτῶν πάντα, ὅσα ἂν ἐπιθῶνται ποιεῖν,

    δεῦτε καὶ καταβάντες συγχέωμεν αὐτῶν ἐκεῖ τὴν γλῶσσαν, ἵνα μὴ ἀκούσωσιν ἕκαστος τὴν φωνὴν τοῦ πλησίον.

   καὶ διέσπειρεν αὐτοὺς Κύριος ἐκεῖθεν ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς, καὶ ἐπαύσαντο οἰκοδομοῦντες τὴν πόλιν καὶ τὸν πύργον.

    διὰ τοῦτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῖ συνέχεε Κύριος τὰ χείλη πάσης τῆς γῆς, καὶ ἐκεῖθεν διέσπειρεν αὐτοὺς Κύριος ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς

.

.

.


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis 

μεταφραζοντας


Franz Kafka

Das Schloss

Ο Πύργος


Το.πρωτο.κεφαλαιο


Ήταν αργά το βράδυ,όταν ο Κ.εφτασε.Το χωριό το σκεπαζε πυκνό χιόνι.

Από το ύψωμα τού πύργου τίποτα δεν έβλεπες,ομίχλη και σκοτάδι το περικύκλωναν,επίσης ούτε το πιο αδύναμο φωτάκι δεν υποδηλωνε τον μεγάλο.πυργο.

Αρκετή ώρα στέκονταν ο Κ. πάνω στην ξύλινη γέφυρα,που από τον αγροτικό δρόμο στο χωριό οδηγουσε,και κοίταζε ψηλά το φαινομενικό κενό 

Κατόπιν πήγε να βρει διαμονή για τη νύχτα,

Στο πανδοχείο ήταν ακομη ξάγρυπνοι,όμως ο πανδοδοχος δεν είχε κανένα δωμάτιο να τού ενοικιάσει,αλλά ήθελε,από τον αργοπορημένο επισκέπτη πολύ έκπληκτος κι αναστατωμένος,τον Κ. στην ταβερνα πάνω σ'ενα αχυρενιο.στρωμα να αφήσει να κοιμηθεί.

Ο Κ. το δέχτηκε.

Μερικοί αγρότες ήταν ακόμα στη μπυραρία,αλλά δεν ήθελε με κανέναν να πιάσει κουβέντα,μετέφερε ο ίδιος το αχυρενιο στρώμα από τη σοφίτα και 

ξάπλωσε κοντά στη σομπα.

Ήταν ζεστά,οι αγρότες ήταν σιωπηλοί,ακόμα για λίγο τούς περιεργάστηκε με κουρασμένα μάτια,ύστερα αποκοιμηθηκε.

Αλλ'ομως σε λίγο τον ξύπνησαν.

Ένας νεαρός άντρας,επίσημα ντυμενος,με ηθοποιιστικο πρόσωπο,μάτια μικρά,φρύδια πυκνά,στέκονταν με τον πανδοδοχο δίπλα του 

Οι αγρότες ήταν επίσης ακόμα εκεί,μερικοί είχαν τα καθίσματα  τους στρέψει,για να βλέπουν και ν'ακουν καλλιτερα.

Ο νεαρός άντρας ζήτησε συγνώμη πολύ ευγενικά,από τον Κ.που τον έχει ξυπνησει,συστήθηκε ως ο γιος τού φρουρού τού πύργου και μετά τού είπε:

'Αυτο το χωριό είναι ιδιοκτησία τού πύργου,οποιος εδώ κατοικεί η' διανυκτερεύει,

κατοικεί η' διανυκτερεύει 

ως εκ τουτου στον πύργο.

Σε κανέναν δεν επιτρέπεται αυτό χωρίς 

την άδεια τού κόμη.

Εσείς όμως δεν έχετε μια τέτοια άδεια η' τουλάχιστον δεν την παρουσιασατε'


DAS ERSTE KAPITEL


Es war spätabends, als K. ankam. Das Dorf lag in tiefem Schnee. Vom Schloßberg war nichts

zu sehen, Nebel und Finsternis umgaben ihn, auch nicht der schwächste Lichtschein deutete

das große Schloß an. Lange stand K. auf der Holzbrücke, die von der Landstraße zum Dorf

führte, und blickte in die scheinbare Leere empor.

Dann ging er, ein Nachtlager suchen; im Wirtshaus war man noch wach, der Wirt hatte zwar

kein Zimmer zu vermieten, aber er wollte, von dem späten Gast äußerst überrascht und

verwirrt, K. in der Wirtsstube auf einem Strohsack schlafen lassen. K. war damit

einverstanden. Einige Bauern waren noch beim Bier, aber er wollte sich mit niemandem

unterhalten, holte selbst den Strohsack vom Dachboden und legte sich in der Nähe des Ofens

hin. Warm war es, die Bauern waren still, ein wenig prüfte er sie noch mit den müden Augen,

dann schlief er ein.

Aber kurze Zeit darauf wurde er schon geweckt. Ein junger Mann, städtisch angezogen, mit

schauspielerhaftem Gesicht, die Augen schmal, die Augenbrauen stark, stand mit dem Wirt

neben ihm. Die Bauern waren auch noch da, einige hatten ihre Sessel herumgedreht, um

besser zu sehen und zu hören. Der junge Mensch entschuldigte sich sehr höflich, K. geweckt

zu haben, stellte sich als Sohn des Schloßkastellans vor und sagte dann: »Dieses Dorf ist

Besitz des Schlosses, wer hier wohnt oder übernachtet, wohnt oder übernachtet

gewissermaßen im Schloß. Niemand darf das ohne gräfliche Erlaubnis. Sie aber haben eine

solche Erlaubnis nicht oder haben sie wenigstens nicht vorgezeigt.«

.

.

.




χ.ν.κουβελης c.n.couvelis 

μεταφράζοντας


Edgar Allan Poe

The Purloined Letter

Το κλεμμένο γραμμα


'ο κλεφτης',είπε ο Τζ.(ο διευθυντής τής αστυνομίας),'ειναι ο υπουργός Ντ.-ο οποίος τα παντα τολμά,κι εκείνα που δεν αρμόζουν κι εκείνα επίσης που αρμοζουν σ'ενα άντρα.

Η μέθοδος τής κλοπής δεν ήταν λιγότερο ιδιοφυής απ'οτι τολμηρή.

Το έγγραφο που συζητάμε- ένα γράμμα,για να'μαι ειλικρινης-το'χε λάβει το πρόσωπο που το τού κλέψανε ενω ήταν μόνο μέσα στο βασιλικό μπουντουαρ.

Κατά τη διάρκεια τού διαβάσματος του αυτή ξαφνικά διακόπηκε από την είσοδο τού άλλου υψηλά ισταμενου προσώπου από το οποίο ειδικά  θα ήθελε να το κρυψει.

Μετά από μια βιασμενη και μάταια προσπάθεια  να το ρίξει μέσα σ'ενα δυρταρι,αναγκάστηκε να το βάλει,όπως ήταν ανοικτό,πάνω στο τραπέζι.

Η διεύθυνση,ωστόσο,ήταν 

πάνω-πανω,και,το περιεχόμενο έτσι μη εκτεθειμένο,το γράμμα

ξέφυγε τής παρατηρησης.

Ακριβώς αυτή τη στιγμή μπαίνει μέσα ο υπουργός Ντ.-

Το μάτι του σαν του αγριογατου λυγκα αμέσως 

αντιλαμβάνεται το χαρτί,αναγνωρίζει το γραφικό χαρακτήρα στη διεύθυνση,παρατηρεί την αναστάτωση στο πρόσωπο 

που σταλθηκε,και συλλαμβανει το μυστικο της.

Μετά από κάποιες επιχειρηματικους διακανονισμους,βεβιασμένους σύμφωνα με τον συνήθη τροπο του,εμφανίζει ένα γράμμα κάπως παρόμοιο μ'αυτό που συζητάμε,το ανοίγει,προσποιείται πως το διαβάζει,κι ύστερα το τοποθετεί πολύ κοντά 

στ' αλλο.

Ξανά κουβεντιάζει, περίπου δεκαπέντε λεπτά,για δημόσιες υποθέσεις.

Τελικά,φεύγοντας,παίρνει από το τραπεζι το γράμμα που δεν ήταν δικό του.

Η κάτοχος του το είδε,αλλά,φυσικά,δεν τόλμησε να ζητησει επανόρθωση,με τη παρουσία τού τρίτου προσώπου που στέκονταν 

πλάι της.

Ο υπουργός λοιπον το'σκασε,αφήνοντας το δικό του γραμμα-καμιάς σημασίας-πανω στο τραπέζι.'


“The thief,” said G., “is the Minister D——, who dares all things, those unbecoming as well as those becoming a man. The method of the theft was not less ingenious than bold. The document in question—a letter, to be frank—had been received by the personage robbed while alone in the royal boudoir. During its perusal she was suddenly interrupted by the entrance of the other exalted personage from whom especially it was her wish to conceal it. After a hurried and vain endeavor to thrust it in a drawer, she was forced to place it, open as it was, upon a table. The address, however, was uppermost, and, the contents thus unexposed, the letter escaped notice. At this juncture enters the Minister D——. His lynx eye immediately perceives the paper, recognises the handwriting of the address, observes the confusion of the personage addressed,

and fathoms her secret. After some business transactions, hurried through in his ordinary manner, he produces a letter somewhat similar to the one in question, opens it, pretends to read it, and then places it in close juxtaposition to the other. Again he converses, for some fifteen minutes, upon the public affairs. At length, in taking leave, he takes also from the table the letter to which he had no claim. Its rightful owner saw, but, of course, dared not call attention to the act, in the presence of the third personage who stood at her elbow. The minister decamped; leaving his own letter—one of no importance—upon the table.”

.

.

.




χ.ν.κουβελης c.n.couvelis 

μεταφράζοντας


Umberto Eco

Il nome de la rosa

Το Όνομα τού Ρόδου 


Στις 16 Αυγούστου τού 1968 πέφτει στα χέρια μου ένα βιβλίο από την πενα κάποιου αββα Vallet,το χειρόγραφο τού Dom Adson de Melk,μεταφρασμένο γαλλικά από τις εκδόσεις τού Dom J. Mabillon(στα πιεστήρια τού Αββαειου τού Source,Παρίσι,1842).

Το βιβλίο,συνοδευόμενο με 

υποδείξεις ιστορικές στην ουσία αρκετά ανεπαρκείς,

υποστήριζε ότι αναπαράγει πίστα ένα χειρόγραφο τού 14ου αιώνα,που με τη σειρά του βρέθηκε στο μοναστήρι τού Melk από έναν μεγάλο πολυμαθη τού δέκατου εβδομου αιωνα,

ο οποίος ασχολήθηκε πολύ με την ιστορία τού τάγματος τών Βενεδικτίνων.

Το λόγιο εύρημα(για μένα

το τρίτο σ'αυτό το χρόνο)με χαροποιησε ενώ βρισκόμουν στη Πράγα περιμένοντας ένα αγαπημενο προσωπο.

Έξι μέρες μετά τα σοβιετικά στρατεύματα εισβάλλουν στην δυστυχη πόλη.

Ευτυχώς κατάφερα να φτάσω στα αυστριακα σύνορα στο Λιντς,από κει πήγα στη Βιέννη όπου ξαναβρέθηκα με το πρόσωπο πού περίμενα,

και μαζί ανεβήκαμε τη πορεία του Δουναβη

ακολουθώντας.


Il 16 agosto 1968 mi fu messo tra le mani un libro dovuto alla penna di

tale abate Vallet, Le manuscript de Dom Adson de Melk, traduit en

français d'après l'édition de Dom J. Mabillon (Aux Presses de

l'Abbaye de la Source, Paris, 1842). Il libro, corredato di indicazioni storiche

invero assai povere, asseriva di riprodurre fedelmente un manoscritto del

XIV secolo, a sua volta trovato nel monastero di Melk dal grande erudito

secentesco, a cui tanto si deve per la storia dell'ordine benedettino. La dotta

trouvaille (mia, terza dunque nel tempo) mi rallegrava mentre mi trovavo a

Praga in attesa di una persona cara. Sei giorni dopo le truppe sovietiche

invadevano la sventurata città. Riuscivo fortunosamente a raggiungere la

frontiera austriaca a Linz, di lì mi portavo a Vienna dove mi ricongiungevo

con la persona attesa, e insieme risalivamo il corso del Danubio.

.

.

.


Charles Bukowski

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis 

μεταφράζοντας ελεύθερα 

Charles Bukowski


Some people never go crazy. What truly horrible lives they must live


κάποιοι άνθρωποι δεν τρελενονται ποτέ,οποια σκατα ζωή και να ζουν


She was always thinking of sex, she carried it around with her like something in a paper bag.


αυτη σκέφτονταν πάντα το σεξ,και το κουβαλούσε πάντα μαζί της μέσα σε μια χαρτοσακκουλα


She knew what she wanted and it wasn’t me.


αυτή γνώριζε τι ήθελε,

και να πάρει ο διάολος,

αυτό δεν ήμουν εγώ


Look at his hands. He has the most beautiful hands. You can see that he has never worked.


κοίταξε τα χέρια του,ωραία μαλακά χέρια,

φυσικά αφού ποτέ του δεν δουλεψε


How the hell could a person enjoy being awakened at 6:30AM, by an alarm clock, leap out of bed, dress, force-feed, shit, piss, brush teeth and hair, and fight traffic to get to a place where essentially you made lots of money for somebody else and were asked to be grateful for the opportunity to do so.


πώς στο διάολο να απολαύσει κάποιος όταν ξυπνάει στις 6 και μισή αγριαχαράματα,απ'το ξυπνητήρι,

πηδά απ'το κρεβάτι σαν ελατηριο ντύνεται μηχανικα,τρώει βιαστικά,

χέζει, κατουρά,βουρτσίζει δόντια και μαλλιά,και βολοδερνει στη κυκλοφορία για να πάει σ'ενα μέρος να κάνει πολλά λεφτά για κάποιον μπάσταρδο και μάλιστα πρέπει στη τελική να'ναι και ευγνώμων που τού δόθηκε η ευκαιρία γι'αυτο

.

.

.


χνκουβελης cncouvelis 

μεταφράζοντας τελείως ελεύθερα Mark Twain


It is better to keep your mouth closed and let people think you are a fool than to open it and remove all doubt.


καλλίτερα να το βουλωνεις και ν'αφηνεις τούς ανθρώπους να σε περνούν για βλάκα παρά να τ'ανοιγεις και να  κάνεις μπαμ


The secret of getting ahead is getting started.


για να πας μπροστά

πρέπει να κουνισεις,

αυτο'ναι το κόλπο


Forgiveness is the fragrance that the violet sheds on the heel that has crushed it


η συγχώρεση είναι σαν το άρωμα που βγάζει μια βιολέτα όταν ένα βρωμοποδαρο την ποδοπατα


Never put off till tomorrow what you can do the day after tomorrow.


ποτέ μην αναβαλεις για αύριο

ότι μπορείς να κάνεις μεθαυριο


The human race has one really effective weapon, and that is laughter.


σ'αυτη τη παλιοζωη

το πιο τρανό μας όπλο 

είναι το γελιο


The best way to cheer yourself up is to try to cheer somebody else up.


η πιο καλή διασκέδαση είναι όταν διασκεδάζεις

εις βάρος αλλου


The lack of money is the root of all evil


η αφραγκία μήτηρ όλων τών κακων


We have the best government that money can buy.


έχουμε την πιο καλή κυβέρνηση

που μπορεί να την αγοράσουν τα λεφτά


Cauliflower is nothing but cabbage with a college education.


το κουνουπίδι δεν είναι παρά ένα λάχανο που χαίρει κολεγιακης μορφοσεως 


When we remember we are all mad, the mysteries disappear and life stands explained.


όταν δεν ξεχνάμε πόσο παλιοτομαρα είμαστε,τότε όλα εξηγούνται,τίποτα ανεξηγητο


Don't let schooling interfere with your education


μην επιτρέψεις στο σχολείο

να επέμβει στη μόρφωση σου


Noise proves nothing. Often a hen who has merely laid an egg cackles as if she laid an asteroid.


ο θόρυβος δεν σημαίνει τίποτα,

μια κότα κακαρίζει σαν να γέννησε αστεροειδή

ενώ απλά έκανε ένα αυγό


Man was made at the end of the week's work, when God was tired


τον άνθρωπο ο θεός τον δημιούργησε την τελευταία μέρα τής εβδομάδας τής εργασίας του

όταν ηταν θεοκουραστος


A man is never more truthful than when he acknowledges himself a liar.


όταν λες ότι.λες ψέμα τότε μόνο λες αληθεια


Many a small thing has been made large by the right kind of advertising.


τα ασήμαντα η διαφήμιση

τα κάνει σημαντικά


If man could be crossed with the cat it would improve man, but deteriorate the cat


αν ήταν δυνατή η διασταύρωση μας με τη γάτα,

αυτό θα μας βελτίωνε,

αλλά θα χειροτερευε τη γατα


The more you explain it, the more I don't understand it


όσο περισσότερο το εξηγείς,

τόσο περισσότερο

δεν το καταλαβαινω

(άσ'το μη το εξηγείς σκότωσες)


Apparently there is nothing that cannot happen today.


σίγουρα,τίποτα δεν υπάρχει που μπορεί να μην συμβεί τώρα


When people do not respect us we are sharply offended; yet in his private heart no man much respects himself.


όταν κάποιος δεν σε σέβεται,μην σε πειραζει,

ούτε τον ίδιο του τον εαυτό σέβεται 


India has 2,000,000 gods and worships them all. In religion, all other countries are paupers; India is the only millionaire


η Ινδία έχει 2.000.000 θεούς κι όλους τούς λατρευει,

στη θρησκεία λοιπόν,

 όλες οι άλλες χώρες είναι θεοφτωχες,

και μόνο η Ινδία είναι 

θεοπλουτη


Truth is the most valuable thing we have. Let us economize it


η αλήθεια είναι το.πιο.πολυτιμο που έχουμε,

ας τα οικονομισουμε μ'αυτη


It is better to deserve honors and not have them than to have them and not deserve them.


καλύτερο είναι να αξίζεις τιμές και να μην τις έχεις παρά να τις έχεις και να μην τις αξιζεις


Often it does seem such a pity that Noah and his party did not miss the boat


αλήθεια,πόσα θα γλυτωναμε αν ο Νώε κι η παρέα του δεν έμπαιναν μέσα στην κιβωτο


There are times when one would like to hang the whole human race, and finish the farce.


τι φάρσα κι αυτή η παλιό ανθρωπότητα

και να πάρει,δεν έχει τελειωμό


The more things are forbidden, the more popular they become.


αυτό που σου απαγορεύεται

τόσο πιο πολυ το θέλεις 


Now this is not the end. It is not even the beginning of the end. But it is, perhaps, the end of the beginning.


τώρα δεν είναι το τέλος,ούτε η αρχή τού τέλους,αλλά το τέλος τής αρχης


If you can't explain it simply, you don't understand it well enough.


αν δεν μπορείς κάτι να το εξηγήσεις απλά,

τότε απλά δεν το.καταλαβαινεις


Love is composed of a single soul inhabiting two bodies.


ο έρωτας είναι μια ψυχή

που κατοικεί σε δύο σώματα


Government's view of the economy could be summed up in a few short phrases: If it moves, tax it. If it keeps moving, regulate it. And if it stops moving, subsidize it


η στάση τής κυβέρνησης στα οικονομικα με τρία λόγια είναι αυτή,

-αν κάτι κινείται,φορολογηστε το

-αν συνεχισει να κινείται,ρυθμιστε το

-κι αν σταματήσει να κινείται,επιδοτήστε το

.

.

.



Woody Allen
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis 

μεταφράζοντας Woody Allen 


This year I'm a star, but what will I be next year? A black hole


Αυτη τη χρονος είμαι ενα αστέρι,αλλα τι θέλω να'ναι την επομονη χρονια;

Μια μαύρη τρύπα

.

.


Life doesn't imitate art, it imitates bad television.


η ζωή δεν μιμείται την τέχνη,

μιμείται την κακή τηλεόραση


To you, I'm an atheist.

To God, I'm the loyal opposition


Για σένα,είμαι ένας αθεϊστής

Για τον Θεό,είμαι ένας πιστός αμφισβητίες


My one regret in life is that I am not someone else


Το μόνο μου παράπονο στη ζωή είναι ότι δεν είμαι 

καποιος άλλος


I'm not anti-social. I'm just not social.


Δεν είμαι αντι-κοινωνικος.

Για την ακρίβεια δεν είμαι κοινωνικός.


I just can't listen to any more Wagner, you know...I'm starting to get the urge to conquer Poland


Δεν μπορώ πια ν'ακουω  Βάγκνερ,ακριβώς για το.λογο οτι νιώθω να θέλω να εισβαλω στη Πολωνια


I took a test in Existentialism. I left all the answers blank and got 100.


Έκανα τεστ στον Υπαρξισμό.

Άφησα όλες τις ερωτήσεις  κενές και πήρα 100


There are two types of people in this world, good and bad. The good sleep better, but the bad seem to enjoy the waking hours much more.


Υπάρχουν δυο τύποι ανθρώπων σ'αυτο τον κόσμο,οι καλοί και οι κακοί.Οι καλοί κοιμούνται καλλίτερα,αλλά οι κακοί φαίνεται ν'απολαμβανουν 

τις ώρες που είναι ξύπνιοι πολύ περισσότερο 


The artist's job is not to succumb to despair but to find an antidote for the emptiness of existence


Δουλειά τού καλλιτέχνη δεν είναι να υποκύπτει στην απόγνωση,αλλά να 

βρει ένα αντίδοτο στη 

κενότητα τής υπαρξης


If only God would give me some clear sign! Like making a large deposit in my name at a Swiss Bank.


Ας ήταν να μου'στελνε ο θεός ένα μονάχα ξεκαθαρο σημάδι!

Οπως μια γενναία κατάθεση στο όνομα μου σε μια Ελβετική τράπεζα 


What if nothing exists and we're all in somebody's dream?


Τι γίνεται αν δεν υπάρχει τίποτα κι είμαστε όλοι στο.ονειρο καποιου;


I hate reality but it's still the best place to get a good steak


Μισώ την πραγματικότητα,

αλλά είναι ακόμα το πιο καλο.μερος για να φας μια καλή μπριζολα


There is no question that there is an unseen world. The problem is, how far is it from midtown and how late is it open


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχει ενας αόρατος κόσμος.

Το.προβλημα είναι,πόσο μακρια είναι.απο το κέντρο τής πόλης και πόσο αργά είναι ανοικτο.


This year I'm a star, but what will I be next year? A black hole


Αυτή τη χρονιά είμαι αστέρι,

αλλά τι θέλω να'ναι την επόμενη χρονιά;

Μια μαύρη τρύπα.

.

.

.


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis 

μεταφράζοντας Bernard Shaw 


A lifetime of happiness! No man alive could bear it: it would be hell on earth.


Όλη σου 

η ζωή ευτυχισμένη!

Ανυπόφορη,θα'ταν η κολαση στη γη


I am a gentleman: I live by robbing the poor.


είμαι τζέντλεμαν,ζω ληστεύοντας τον φτωχό


Do not unto others as you would they should do unto you. Their tastes may not be the same.


μην κάνεις στους άλλους αυτό που κάνουν αυτοί σε σένα.

δεν έχετε τα ίδια γούστα


Silence is the most perfect expression of scorn.


η σιωπή είναι η πιο τέλεια έκφραση τής περιφρόνησης


Dancing is a perpendicular expression of a horizontal desire.


ο χορός είναι η κάθετη έκφραση μια οριζόντιας επιθυμιας


The worst sin towards our fellow creatures is not to hate them, but to be indifferent to them: that's the essence of inhumanity.


η χειρότερη αμαρτία προς τούς συνανθρώπους μας δεν είναι να τούς μισείς,αλλα να αδιαφορείς γι'αυτους,

αυτό είναι η ουσία τής απανθρωπιας


Success covers a multitude of blunders


η επιτυχία καλύπτει ένα σωρό λάθη


We need some Mad people, look where the Sane ones have got us!


έχουμε την ανάγκη κάποιων τρελών ανθρώπων,κοιτάξτε που οι υγιείς μας φέρανε!


I don't know if there are Men on the Moon, but if there are they must be using the Earth as a Lunatic Asylum


δεν ξέρω αν υπάρχουν άνθρωποι στο φεγγάρι,αλλά αν υπαρχουν

πρέπει να χρησιμοποιούν τη γη σαν Ψυχιατρικό Άσυλο


Those who cannot change their thoughts cannot change anything


όποιοι δεν μπορούν ν'αλλαξουν τις γνώμες τους 

δεν μπορούν ν'αλλαξουν τιποτα

.

.

.


χνκουβελης cncouvelis 

μεταφράζοντας Oscar Wilde


Always forgive your enemies; nothing annoys them so much


πάντα να συγχωρας τούς εχθρούς σου,

τίποτα δεν τούς ενοχλεί πιο πολύ


I am so clever that sometimes I don't understand a single word of what I am saying


είμαι τόσο έξυπνος που μερικές φορές δεν καταλαβαίνω ούτε μιά λέξη απ'οτι λέω


We are all in the gutter, but some of us are looking at the stars


όλοι είμαστε χωμένοι σε υπονομο,

αλλά κάποιοι από μας κοιτάζουν προς τ'αστερια


If one cannot enjoy reading a book over and over again, there is no use in reading it at all.


αν ένας δεν μπορεί ν'απολαυσει διαβάζοντας ένα βιβλίο και ξαναδιαβάζοντας,

δεν υπάρχει κανένας λόγος να το διαβάσει


You can never be overdressed or overeducated.


δεν μπορείς ποτέ να'σαι βαριαντυμένος

η' παραμορφωνενος


Most people are other people. Their thoughts are someone else's opinions, their lives a mimicry, their passions a quotation.


οι πιο πολύ άνθρωποι είναι άλλοι άνθρωποι.

οι αποψεις τους είναι απόψεις άλλου,

οι ζωές τους μίμηση,

τα πάθη τους προσποιήσεις


Women are meant to be loved, not to be understood


οι γυναίκες είναι για να τις ερωτεύεσαι,

όχι για να τις καταλαβαίνεις


I don't want to go to heaven. None of my friends are there


δεν θέλω να πάω στον παράδεισο,

κανένας απ'τους φίλους μου δεν εκεί


Experience is merely the name men gave to their mistakes


εμπειρια ειναι απλά το όνομα που οι άνθρωποι δίνουν στα λάθη τους


I think God, in creating man, somewhat overestimated his ability.


νομίζω πως ο θεος,δημιουργώντας τόν άνθρωπο,κάπως υπερεκτιμησε την ικανοτητα του


Death must be so beautiful. To lie in the soft brown earth, with the grasses waving above one's head, and listen to silence. To have no yesterday, and no tomorrow. To forget time, to forgive life, to be at peace.


ο θάνατος πρέπει να'ναι τοσο όμορφος.

Να'σαι ξαπλωμένος στην απαλή καφετιά γη,με τη χλοη ν'ανεμιζει πάνω στο κεφάλι σου,και ν'ακους τη σιωπή

Χωρις χθες ούτε αύριο.

Να μην αισθάνεσαι το χρονο,να μην στεναχωριεσαι για τη ζωη,να βρίσκεσαι σε ηρεμια


There is only one thing in the world worse than being talked about, and that is not being talked about.


χειρότερο απ'το να σε συζητούν 

είναι

να μην σε συζητούν 


Crying is for plain women. Pretty women go shopping


οι μετριες γυναίκες κλαίνε,

οι ωραιες πάνε για ψωνια


We are each our own devil, and we make this world our hell.


καθένας είναι ο διάβολος τού,και  γι'αυτό κάταντησαμε αυτό το κόσμο τη κολαση μας


Whenever people agree with me I always feel I must be wrong


όποτε οι άνθρωποι συμφωνούν μαζί μου 

πάντοτε αισθάνομαι 

πώς πρέπει να'μαι λάθος


No good deed goes unpunished


καμιά καλη πράξη 

δεν μένει ατιμώρητη

.

.

.


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis 

μεταφράζοντας

Eugéne Ionesco


Où il n’y a pas d’humour, il n’y a pas d’humanité, où il n’y a pas d’humour, il y a le camp de concentration.


όπου δεν υπάρχει χιούμορ,

δεν υπάρχει ανθρωπιά,

όπου δεν υπάρχει χιούμορ,

υπάρχει το στρατόπεδο συγκέντρωσης


Vouloir être de son temps, c’est déjà être dépassé.


το να θέλεις να'σαι σύγχρονος,

τότε είσαι ήδη ξεπερασμενος


L'expérience nous apprend que lorsqu'on entend sonner à la porte, c'est qu'il n'y a jamais personne.


η εμπειρία μάς μαθαίνει ότι όταν κάποιος ακούει να χτυπούν τη πόρτα,τότε δεν υπάρχει ποτέ κανένας εκεί


L'air est plus pur à la campagne parce que les paysans dorment les fenêtres fermées


ο αέρας είναι πιο καθαρός στην εξοχή επειδή οι χωρικοί κοιμούνται με  παράθυρα κλειστά


Un nez qui peut voir en vaut deux qui reniflent.


μια μύτη που μπορεί να δει 

αξίζει για δύο που μυρίζουν


Je préfère la vie à la mort, exister à ne pas exister, car je ne suis pas sûr d'être une fois que je n'existerai plus


προτιμώ τη ζωή απ'το θάνατο,να υπάρχω απ'το να μην υπάρχω,

αφού  δεν είμαι σίγουρος ότι θα υπάρχω όταν δεν θα υπάρχω πια


Tous les chats sont mortels, 

Socrate est mortel, 

donc Socrate est un chat.


όλες οι γάτες είναι θνητές.

ο Σωκράτης είναι θνητός.

επομένως ο Σωκράτης είναι γάτα.


Dieu ne peut pas mourir. La seule chose qu'il ne peut pas faire. Si l'homme est créé à l'image de Dieu, l'homme ne mourra pas. Dieu ne laissera pas s'éteindre son image.


Ο θεός δεν μπορεί να πεθανει.

Το μόνο πράγμα που αυτός δεν μπορεί να κάνει.

Αν ο άνθρωπος είναι καθ'εικονα και ομοίωσιν τού θεού,ο άνθρωπος δεν θα πεθάνει ποτέ.

Ο θεός δεν θ'αφησει να σβησει η εικόνα του.


L'homme supérieur est celui qui remplit son devoir


ο πιο ανωτερος άνθρωπος είναι αυτός που εκπληρώνει το καθήκον του


Les révolutionnaires pensent abolir les classes : ils rétablissent une hiérarchie encore plus dure.


οι επαναστάτες σκέφτονται να καταργήσουν τις τάξεις,

όμως εγκαθιστούν μια ιεραρχία πιο πολύ διαρκει


Il y a des appartements où les meubles poussent mal.


υπάρχουν διαμερισματα

που τα έπιπλα έπιπλα είναι αταίριαστα


Un médecin consciencieux doit mourir avec le malade s’ils ne peuvent pas guérir ensembles.


ένας γιατρός ευσυνείδητος πρέπει να πεθαίνει με τον ασθενή,

αν δεν μπορούν να γιατρευτούν μαζί


Qui est le plus sage ? Celui qui accepte tout ou celui qui a décidé de ne rien accepter ? La résignation est-elle une sagesse ?


Ποιος είναι ο πιο σοφός;

Αυτός που τα δέχεται όλα

η' αυτός που αποφασίζει να δεχτεί τίποτα;

Η παραιτηση είναι σοφία;


Le papier, c’est pour écrire, le chat c’est pour le rat. Le fromage c’est pour griffer.


το χαρτί,είναι για να γράψεις,

η γάτα είναι για τον αρουραιο,

το τυρί είναι για να το τρίψεις


Les morts sont plus nombreux que les vivants. Leur nombre augmente. Les vivants sont rares.


Οι πεθαμένοι είναι πιο πολύ σε αριθμό απ'τους ζωντανούς.

Ο αριθμός τους αυξάνει.

Οι ζωντανοί είναι σπάνιοι.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

μικρό μονόπρακτο 


(σκηνικό.

ενα άδειο λευκό δωμάτιο,

ένας άντρας και μια γυναίκα

σε απόσταση τριών μέτρων ,όρθιοι,γυρισμένοι αντίθετα ο ένας από τον άλλον)


γ.τι βλέπεις;

(σιωπή)

α.ενα κίτρινο ψαράκι σε μια γυάλα

γ.επομενως εμένα

α.ακριβως

(σιωπή)

γ.τι ανοησία

α.ακριβως,μια ανοησία να είσαι άνθρωπος

γ.εχεις δίκιο,αρουραίος θα ήταν το σωστό

(σιωπή)

α.δεν έχεις χιούμορ

γ.εισαι αγενής

(σιωπή)

α.η επιστήμη έχει κάνει κακό στην ανθρωποτητα

η' η ανθρωπότητα στην επιστήμη;

(σιωπή)

γ.το κραγιόν εφευρέθηκε για να κάνει πιο θηλυκή

τη γυναίκα

α.εχεις κόκκινα χείλη

γ.εχω κόκκινα χείλη

α.για ποιον;

γ.για τον εραστή μου

(σιωπή)

α το ήξερα πως λες ψέματα

γ.έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον

α.απο τι;

γ.ας πούμε από σένα

(σιωπή)

α.τι βλέπεις;

γ.εσενα

α.αδυνατο

(σιωπή)

γ.αυτο είναι αδυνατο


(τα φώτα στη σκηνή χαμηλώνουν

και γίνεται σκοτάδι,

ακούγονται τα βήματα τους καθώς αποχωρούν

μέχρι που σβήνει ο ήχος τους)

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis 

μεταφράζοντας


Hector Malot 

Sans Famille 

Χωρίς Οικογενεια


(από τα πρώτα βιβλία που διάβασα,

θύμαμαι τον Ρεμί,τη μανα-Μπαρμπερινα,τον Βιτάλι)


Première partie

Πρώτος μερος


I

στο χωριο


Είμαι ένα παιδί που το βρηκαν.

Ομως,μέχρι τα οχτώ χρόνια,πίστευα ότι, όπως όλα τα άλλα παιδιά,είχα μια μητέρα,επειδή,όταν έκλαιγα,υπήρχε μια γυναίκα που με εσφιγγε τοσο γλυκά μέσα στα μπράτσα της και με κουνουσε,μέχρι που τα δάκρυα μου σταματούσαν να κυλουν.

Ποτέ δεν ξαπλωνα στο κρεβάτι μου χωρίς μια γυναίκα να έρχεται να με αγκαλιασει,και,όταν ο άνεμος το Δεκέμβρη,κολλουσε το χιόνι πάνω στα ασπρισμενα τζάμια, μού έπαιρνε τα πόδια ανάμεσα στα δυό της χερια και εμενε να μου τα ζεστάνει τραγουδώντας μου ένα τραγούδι,τού οποίου ξαναβρίσκω μέσα στη μνήμη μου το σκοπό και κάποια λόγια.

Όταν είχα κάποιο καυγα με καποιο παιδί, από τις παρέες μου,αυτή

με άφηνε να πω τα παράπονα μου,και σχεδόν πάντα εύρισκε καλά λόγια 

για να με παρηγορήσει η' 

να μου δώσει δικιο.

Για όλα αυτά και για πολλά άλλα ακόμα,με τον τρόπο που μού μιλούσε,με τον τρόπο που με κοίταζε,με τα χαδια της,με τη γλυκύτητα που με μάλωνε,

πίστευα ότι αυτή ήταν η μητέρα μου.


Première partie


I

Au village


Je suis un enfant trouvé.

Mais, jusqu’à huit ans, j’ai cru que, comme

tous les autres enfants, j’avais une mère, car,

lorsque je pleurais, il y avait une femme qui me

serrait si doucement dans ses bras en me berçant,

que mes larmes s’arrêtaient de couler.

Jamais je ne me couchais dans mon lit sans

qu’une femme vint m’embrasser, et, quand le

vent de décembre collait la neige contre les vitres

blanchies, elle me prenait les pieds entre ses deux

mains et elle restait à me les réchauffer en me

chantant une chanson, dont je retrouve encore

dans ma mémoire l’air et quelques paroles.

Quand j’avais une querelle avec un de mes

camarades, elle me faisait conter mes chagrins, et

resque toujours elle trouvait de bonnes paroles

pour me consoler ou me donner raison.

Par tout cela et par bien d’autres choses

encore, par la façon dont elle me parlait, par la

façon dont elle me regardait, par ses caresses, par

la douceur qu’elle mettait dans ses gronderies, je

croyais qu’elle était ma mère.

.

.

.



χ.ν.κουβελης c.n.couvelis 

μεταφραζοντας


Albert Camus

La Peste

Η Πανουκλα


1


Τα παράξενα γεγονότα που 

συνιστούν το θεμα  αυτού τού χρονικού έχουν συμβεί το 194.,στο Οραν.

Από γενική αποψη,αυτά ήταν εκτός τόπου,και καπως ασυνειθιστα.

Σε πρώτη ματιά,το Οραν είναι,πραγματι,μια πόλη συνειθισμενη και τίποτα παραπανω από μια γαλλική επαρχία τής αλγερινης ακτής.

Η ίδια η πόλη,κάποιος μπορεί να το βεβαιώσει,είναι άσχημη.

Φαινομενικά ήσυχη,όμως χρειάζεται κάποιος χρόνος για ν'αντιληφθεις αυτό που την διαφοροποιει από τόσες άλλες πόλεις εμπορικές,σ'ολα τα γεωγραφικά πλάτη.

Πώς να φανταστείς,για παράδειγμα,μια πόλη χωρίς περιστέρια,χωρίς δέντρα και χωρίς κήπους,

όπου κάποιος δεν αντιλαμβανεται ούτε το χτύπημα φτερων ουτε το τρεμούλιασμα τών φυλλων,ένα τοπο ουδέτερο μ'ενα λόγο;

Οι αλλαγές τών εποχών 

δεν φαίνονται παρά στον ουρανό.

Η άνοιξη ανακοινωνεται μονάχα από την ποιότητα τού αέρα η' απ'τα πανερια με τα λουλούδια που οι μικροπωλητές φέρνουν απ'τα περίχωρα,

είναι μια ανοιξη που την πουλούν στις αγορες.

Κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού,ο.ηλιος καίει τα σπίτια τα ξεραίνει και καλύπτει τούς τοιχους

με γκρίζα στάχτη,κάποιος δεν μπορεί πια να ζήσει τότε παρα μέσα στη σκιά απ'τα κλειστά παντζούρια.

Το φθινόπωρο,είναι,

αντίθετα,

ένας κατακλυσμός λασπης.

Οι καλές μέρες έρχονται μονάχα το χειμώνα.

 

Les curieux événements qui font le sujet de cette chronique 

se sont produits en 194., à Oran. De l’avis général, ils n’y étaient 

pas à leur place, sortant un peu de l’ordinaire. À première vue, 

Oran est, en effet, une ville ordinaire et rien de plus qu’une préfecture française de la côte algérienne.

La cité elle-même, on doit l’avouer, est laide. D’aspect 

tranquille, il faut quelque temps pour apercevoir ce qui la rend 

différente de tant d’autres villes commerçantes, sous toutes les 

latitudes. Comment faire imaginer, par exemple, une ville sans 

pigeons, sans arbres et sans jardins, où l’on ne rencontre ni battements d’ailes ni froissements de feuilles, un lieu neutre pour 

tout dire ? Le changement des saisons ne s’y lit que dans le ciel. 

Le printemps s’annonce

 seulement par la qualité de l’air ou par 

les corbeilles de fleurs que des petits vendeurs ramènent des 

banlieues ; c’est un printemps qu’on vend sur les marchés. Pendant l’été, le soleil incendie les maisons trop sèches et couvre les 

murs d’une cendre grise ; on ne peut plus vivre alors que dans 

l’ombre des volets clos. En automne, c’est, au contraire, un déluge de boue. Les beaux jours viennent seulement en hiver.

.

.

.



Μεγας Αλεξανδρος

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ΤΙ ΕΣΥΝΕΒΗ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΝ-ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ

 -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


μετα απο δυο ημερας ηλθομεν εις τοπον ερημικον και πολλα πετρωδην.

ο Αλεξανδρος μάς ειπεν να σταθμευσωμεν εις ετουτον τον ερημον τοπον.

πως ητον λεει ασφαλεστατος.κι ετσι εγεννετο.κατασκηνωσαμεν και ως ημαστο 

κατακοποι τοσας ημερας εκλειστηκανε οι οφθαλμοι μας.οτε εξυπνησαμε

παραξενευτηκαμε οτι ο ηλιος ητον εις τον ουρανον.εις το αυτον σημειον ως

τον ειχομεν ιδει προτερον.εις τών επιστημονικων εταιρων ερωτηθεις περι 

αυτου ουδεν εγνωριζεν να αποκριθη.και το πλεον παραξενον δεν ητο ετουτο.

αλλα αλλον .ηκουαμε λιαν καθαρως τις φωνες αλλων ανθρωπων και τις

φωνες ζωων.και πουλιων ηκουαμε.και τού ανεμου το φυσητον.και απο τον ηχο 

φλοισβου νερων ενομισαμεν πως η θαλασσα ητο.επειδη και γλαρων φωνες 

ακουαμε και κυματων χτυπους.σαν ο τοπος εκεινος να ητο παραθαλασσιος 

αλλα ουδεν βλεπαμεν.ο.Αλεξανδρος τοτε συγκαλεσεν τούς ειδικους να συσκεφθουν δια το συμβαν.τι ετουτο ητο.ο ηλιος δε εις το αυτον.σημειον τού ουρανου ακινητος.ειχαμε την αισθησιν.πως ουτε ο χρονος ετρεχε .καποιος εκ τών σοφων 

αποφανθη πως αληθως δεν εξυπνησαμεν εκ τού υπνου και πως εις ονειρον εγκλειστοι ευρισκομεθα ετι και πως εαν κοιμηθουμεν  εις το ονειρον παλιν εις αλλον 

ονειρον θα εξυπνησομεν. απο ονειρον εις ονειρον και πως ηδυνατο καποτε να επανελθομεν εις την αρχην.και τουτο ο Αλεξανδρος το εδεχθει και προσταξεν ολο το στρατευμα να κοιμηθει.κι ετσι εγεννετο.την επομενην δε φοραν ητο αλλως .τωρα εβλεπαμε τούς ανθρωπους αλλα δεν.ημπορουσαμε να τούς ακουσουμε ουτε να τούς αγγιξουμε ως να μην ειχουν ουτε σαρκαν ουτε οστα.ως να ητο φασματα.αλλα και 

εκεινοι εφαινετο να μην μάς εκαταλαβαινουν.τους παρατηρουσαμε λεπτομερως, 

αλλα ως να ειχαμε καταληφτει απαντες απο μιαν νοσον αμνησιας δεν ημπορουσαμε 

να αφηγηθουμε εις τινα το παραμικρον.τοσον μεγαλη η ληθη η μας κατελαβεν.

εκοιμηθηκαμε και εις αλλο ονειρο οι αυτοι ανθρωποι.τωρα και τους εβλεπαμε και 

τους ακουγαμε.εκεινοι ουτε μάς εβλεπαν ουτε μάς ακουγανε οπου φορες τούς εφωναζαμε.εφαινετο δε ωσαν να παρηλθεν χρονος πολυς ενδιαμεσως.ειχον αλλαξει 

εις τας φυσιογνωμιας των.τινες τών παλαιων δεν ειδομεν.και ειδομεν πρωτην αλλους νεωτερους.εις τών αντρων μας ερωτευθει σφοδρα μια τών γυναικων τους και την ακολουθει οπου ευρισκετο.ο δυστυχος τοσον εχασεν τα μυαλα του δια αυτην ωστε αληθη την ενομιζετο και τής εξεθετε τον.ερωτα του λαβρον και περιπαθην.και με

παθος τής ομιλουσε.και αγριευε οταν τού ελεγαμε την αληθεια και πως η γυναικα ητο φασμα ονειρου.ουδεν ηθελεν ακουσει.και οταν την ειδε να συνευρισκεται με εναν 

αντρα τής κοινωνιας της τοτε πληρως αλλοφρονησεν και ητο να τον λυπασαι τον δυσμοιρον και αδυνατο να τον συγκρατησεις εις τας φρενας.τον εβρηκαμε απο υψηλο βραχο να εχει πηδηξει κατω και να συντριφτει ο δυσμοιρος.εις αλλον ονειρο δεν τους ειδαμε εκεινους τους ανθρωπους ουτε τους ακουαμε.ομως ειχαμε εις την μνημη μας ζωηρην την καθε εκδηλωση τους .τα παντα καθαροτατα τα ενθυμουμεθα και καθεις 

τού αλλου τα ανακαλουσε απο τη μνημη του.και τα αφηγουμεθα με πολλας λεπτοερειες.πολλοι δε πολυλογουσανε ωρες.τινες δε τεχνικοτατοι οντες μυθολογουσαν.

εφευρισκαν ιδικα των συμβαντα και τα εννοουσαν ως αληθη και να εσυνεβησαν.εμας 

αλλα μας ετερπανε και τα επαινουσαμε και αλλα τα κριναμε και τα ψεγαμε.εις επομενα ονειρα τούς βλεπαμε δια ολιγην ωραν και συνεχως ετουτο ελαττουτο μεχρι οπου τούς εχασαμε εντελως.εκεινος ο σοφος εσυμπερανε πως εις καποια αγνωστο εις εμας μηχανη ωφειλετο αυτο .οτι τους επροβαλε εις τον τοπον ενω αυτοι δεν υφισταντο πλεον .πως 

αυτη η αγνωστος μηχανη τούς ειχε καταγραψει τις ζωες και τούς επροβαλε δια παντος. επ'απειρον.και πως εμεις εκοιμωμεθα κανονικα και κανονικα εξυπνουσαμε ουχι εις ονειρον αλλα εις ετουτον τον ερημον.τοπον εδω οπου εξαρχης ευρεθηκαμεν και εγινομασταν μαρτυρες τού φαινομενου τής προβολης.και πως ο ακινητος ηλιος οπου ειδαμεν εις τον.ουρανον ητο μια εικονα τής προβολης αυτης.και εσυμπερανε πως αν μεινουμε εδω παλιν θα τούς ειδομε να προβαλλονται.κι ετσι εγεννετο.κοιμηθηκαμε και οταν ξυπνησαμε τους ειδαμε παλιν. τούς βλεπαμε αναμεσα μας και τούς ακουγαμε αλλα παλιν δεν τούς αγγιζαμε.τοτε ητο οπου ειδαμε τον αδικοσκοτωμενο συντροφο μας.και μαλιστα τον ειδαμε εις ερωτικη συνομιλιαν με την γυναικα εκεινην και εγελουσαν.και εφαινοντο πολυ ευτυχισμενοι οι δυο.και τοτε καποιος απο εμας τού εφωναξε με δυνατη φωνη.συντροφε πως εφτασες ως εδω;εμεις σε μαζεψαμε απο τα βραχια κατω ασυντριμενο το σωμα σου και με τιμες σε θαψαμε και χωμα.σηκωσαμε και σημα πανω στησαμε 

το κονταρι σου.πες μας, αληθεια,πως εφτασες ως εδω;εκεινος γυρισε προς το μερος μας σαν κατι φανηκε να ακουσε ειτε να αιστανθηκε αλλα δεν απαντησε.τοτε ο Αλεξανδρος

ειπε να συνελθουμε και την αλλη μερα να κινησουμε ολο το στρατευμα προς τα ανατολικα μερη.κι ετσι εγεννετο

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis 


κάποτε η Ελλαδα ολοι οι ανθρωποι της


η ζωη του στα χωραφια στη βροχη στο καμα στο κρυο στη κακοκαιρια στη καλοκαιρια σιταρια καπνα αμπελια προβατα γιδια

αγωνες συλλαλητηρια παλη με τον εμπορα αγωνια για την 

εσοδεια χαρα για τα κανουργια ρουχα για τα παιδια για τα 

καινουργια παπουτσια για τη προικα τής κοπελας για τα βιβλια 

τού παιδιου για τον καφε στην αγορα για το καινουργιο φουστανι τής γυναικας ο κοπος και η εσοδεια του 

σε καλη μερια

.

.


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis 

μεταφραζοντας 


Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον,κεφαλαιο β',13-23.

Η Σφαγή τών Νηπίων


αφού αυτοί αναχώρησαν τότε άγγελος Κυρίου φανηκε σε όνειρο στον Ιωσήφ λέγοντας του.

σηκω και  πάρε το παιδί και τη μητέρα του και φυγε στην Αίγυπτο,και κάθησε εκεί μέχρι να σου πω,γιατί πρόκειται ο Ηρώδης να ψάξει για το παιδί να το σκοτώσει 

Αυτός λοιπόν αφού σηκώθηκε πήρε το παιδί και τη μητέρα του νύχτα και αναχώρησε για την Αίγυπτο κι ήταν εκεί μέχρι το θανατο τού Ηρώδου,για να εκπληρωθεί αυτό που ειπώθηκε από τον Κύριο μέσω τού προφήτη που είπε.απο την Αίγυπτο κάλεσα τον υιόν μου.

Τότε ο Ηρώδης βλέποντας

ότι κοροϊδευτηκε απο τους μάγους,θύμωσε πολύ,κι έστειλε να σκοτώσει όλα τα παιδιά αυτά στην Βηθλεέμ και σε ολες τις περιοχές της από δυό ετών και κάτω,στην ηλικία που υπολόγισε κατά τους μάγους.

τότε εκπληρώθηκε αυτό που ειπωθηκε απο τον Ιρεμια τον προφήτη που είπε.

φωνή στη Ραμα ακούστηκε,θρήνος και κλάμα και οδυρμος πολύς,

η Ραχήλ είναι που κλαίει τα παιδιά της,και δεν ήθελε να παρηγορηθεί,γιατί δεν ζουν.

Κι όταν πέθανε ο Ηρώδης τότε άγγελος Κυρίου σε όνειρο φάνηκε στον Ιωσήφ στην Αίγυπτο λέγοντας του.

σηκω και πάρε το παιδί και τη μητέρα του και πηγαινε στη γη τού Ισραήλ,γιατί πέθαναν αυτοί που ζητούσαν την ψυχή τού παιδιου.

αυτός λοιπόν αφού σηκώθηκε πήρε το παιδί και τη μητέρα του και ήρθε στη γη τού Ισραήλ.

όταν όμως άκουσε ότι ο Αρχέλαος βασιλεύει στην Ιουδαία αντί τού Ηρώδη τού πατέρα του,φοβήθηκε εκεί να πάει.

τότε αφού πήρε θεϊκή εντολή σε όνειρο αναχώρησε για τα μέρη τής Γαλιλαιας,κι αφού ήρθε κατοίκησε στη πόλη που λέγεται Ναζαρέτ,

όπως εκπληρωθεί αυτό που ειπώθηκε από τους προφήτες ότι Ναζωραίος θα κληθεί.


᾿Αναχωρησάντων δὲ αὐτῶν ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ᾿ ὄναρ τῷ ᾿Ιωσὴφ λέγων· ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω σοι· μέλλει γὰρ ῾Ηρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό.

῾Ο δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον,

καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς ῾Ηρῴδου, ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου.

Τότε ῾Ηρῴδης ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων, ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων.

τότε ἐπληρώθη τὸ ρηθὲν ὑπὸ ῾Ιερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος·

φωνὴ ἐν Ραμᾷ ἠκούσθη, θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς· Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν.

Τελευτήσαντος δὲ τοῦ ῾Ηρῴδου ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ φαίνεται τῷ ᾿Ιωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ

λέγων· ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ πορεύου εἰς γῆν ᾿Ισραήλ· τεθνήκασι γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου.

ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ ἦλθεν εἰς γῆν ᾿Ισραήλ.

ἀκούσας δὲ ὅτι ᾿Αρχέλαος βασιλεύει ἐπὶ τῆς ᾿Ιουδαίας ἀντὶ ῾Ηρῴδου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν· χρηματισθεὶς δὲ κατ᾿ ὄναρ ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας,

καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται.

.

.

.


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis 

μεταφραζοντας


Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον,1.18-24

Η Γέννηση τού Χριστού 


1,18 Τού Ιησού Χριστού λοιπόν η γέννηση έτσι έγινε.

Οταν ήταν μνηστευμενη η μητέρα του Μαρία με τον Ιωσηφ,πριν να συνεβρεθουν,βρέθηκε στη κοιλιά να έχει συλλαβει από το Πνεύμα το Αγιο.

1,19 Ο Ιωσήφ λοπον ο άντρας της,που ήσυχος ήταν και αφού δεν ηθελε να την καταγγείλει δημόσια,σκέφτηκε χωρίς να μαθευτεί να την παρατήσει.

1.20

Αυτά λοιπόν ειχε στο μυαλο του όταν άγγελος Κυρίου φανηκε σε όνειρο λέγοντας του.

Ιωσήφ,γιε τού Δαυίδ,μη διαστάσεις να πάρεις την γυναίκα σου.

γιατί αυτό που θα γεννηθεί από αυτή από το Πνεύμα είναι το Αγιο

1,21 

και θα γεννήσει γιο και θα καλέσεις το όνομά του Ιησού,γιατί αυτός θα σώσει τον λαό του από τις αμαρτίες του.

1,22

Αυτό λοιπόν όλο έχει γινει για να εκπληρωθεί αυτό το που ειπώθηκε από τον Κυριο δια μεσου τού προφήτη που είπε.

1,23 

να η παρθένα που στη κοιλιά θα συλλάβει και θα γεννήσει γιο,και θα καλέσουν το όνομα του Εμμανουήλ ,που σημαίνει

Ο θεός μαζί μας.

1.24

Όταν λοιπόν σηκώθηκε ο Ιωσήφ από τον ύπνο του έκανε όπως υπέδειξε σε αυτόν ο άγγελος Κυρίου και πήρε τη γυναίκα του,

1.25

και δεν συνεβρεθηκε με αυτή μέχρι που γέννησε τον γιο της τον πρωτότοκο,και κάλεσε το όνομα του Ιησου


 

1,18 Τοῦ δὲ  Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως  ἦν. μνηστευθείσης  γὰρ τῆς μητρὸς αὐτοῦ Μαρίας τῷ Ἰωσήφ, πρὶν ἢ συνελθεῖν(6) αὐτοὺς εὑρέθη ἐν γαστρὶ ἔχουσα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου.

1,19  Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν.

Ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ λέγων· Ἰωσὴφ.υἱὸς Δαυΐδ, μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου· τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν Ἁγίου. 

1,21 τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ  ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν.

1,22 Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα  πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος

1,23 Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός.

1,24 Διεγερθεὶς δὲ ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐποίησεν ὡς προσέταξεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος Κυρίου καὶ παρέλαβε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ,

1.25.καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν ἕως οὗ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν

.

.

.

My own Empire of Hyperrealistic pulp Paintings

-the mysterious scenes-

χνκουβελης cncouvelis 








οι τρεις φόνοι

-χ.ν.κουβελης  c.n.couvelis


οι τρεις φόνοι,είπε ο ντετέκτιβ Κ. κάθε ένας ξεχωριστά,έχουν ένα διαφορετικό ενοχο-δραστη,όμως σε σύνδεση είναι ένας και μοναδικός ο δράστης,

αυτό είναι και η δυσκολία τους,

γύρισε σπίτι του,

από τη βιβλιοθήκη του πήρε το βιβλίο τής Λογικής τού Αριστοτέλη,

-παντα,σκεφτηκε,πρέπει να γυμνάζεις τα φαιά κύτταρα,

διάβασε δύο σελίδες,

κοιμήθηκε,

όταν ξύπνησε μέχρι το μεσημέρι είχε εξιχνιάσει και τους τρεις φόνους,


έτσι ακριβώς εκτελεσες τούς φόνους,τού είπε ο ντετέκτιβ Κ.

η τιμωρία σου είναι κάτι που δεν με ενδιαφέρει,

.

.

.




φωτογράφιση 

-η αγελαδα-

χνκουβελης cncouvelis 


σαν παραμυθι


μού μού η αγελαδα

βοσκει χορτο στη λιακαδα


ηταν καποτε ενας καιρος που τα δεντρα επαιρναν αλλες 

μορφες ,οπως μιας αγελαδας,

τοτε ενα απο τα παιδια

μάς φωναξε

'να μια αγελαδα',

'η αγελαδα βοσκει',

θαυμασαμε τη γραμματικη τού παιδιου και το συντακτικο

του,

'αληθεια,μια αγελαδα βοσκει',επανελαβε,

'την βλεπετε

κι εσεις;',

μας ρωτησε,

'την βλεπουμε'' τού απαντησαμε


η αγελάδα 

βοσκει

χόρτο στη λιακάδα

ν'αρμεξουμε 

το γάλα

να το κάνουμε

τυρί 

.

.

.

ο άνθρωπος και ο χρονος

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


1.

τα πολύ παλιά χρόνια 

εκείνοι οι άνθρωποι

όταν έβλεπαν ο ήλιος να κατέρχεται στο κατώτερο σημείο τού ορίζοντα και μετά να αρχίζει να ανέρχεται,

τότε πάντα τυχαία επέλεγαν έναν άνθρωπο οποιασδήποτε ηλικίας,από παιδικής έως γεροντικής, και φύλου,αρσενικού και θηλυκού, και τον κοιμιζαν,

αφού ξυπνούσαν τον προηγούμενο που είχαν κοιμισμενον,

αυτός ο νεος άνθρωπος για ένα χρόνο τούς ονειρεύονταν όλους και κάθε έναν ξεχωριστά,

κι αυτό ήταν και ζούσαν,

ήταν το όνειρο τού κοιμισμένου ανθρώπου,

όλοι οι άνθρωποι,σύμφωνα με την φιλοσοφία τους,

υπήρχαν στο όνειρο ενός κοιμισμένου ανθρωπου,

αν δεν το εκαναν αυτο τότε θα έπαυαν να υπαρχουν

.

.

2.

οι ανθρωποι θα εκπληρώνουν,θα ζουν,ότι 

έχει γραφτεί,γράφεται,και θα γραφτεί,στη

λογοτεχνια,

είναι ζωές βιβλίων

.

.

.



χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Audrey for You!

(μια ρομαντική jazz ιστορια που σε μας ταιριάζει)

The Audrey (Hepburn)

of Paul Desmond


ο σαξοφωνίστας Paul Desmond ήταν κρυφά ερωτευμένος με την ηθοποιό Audrey Hepburn,

που ποτέ δεν συναντήθηκαν,

το 1954 το κουαρτέτο του με τον Dave Brubeck 

έπαιζε στο Night Club Basin Street,στη New York,

λίγα τετράγωνα στο θέατρο τής 46th Street,στο Broadway,έπαιζε η  Audrey Helburn στο έργο Ondine,

( η ιστορία τού Hans και τής Ondine,

o Hans ένας περιπλανώμενος ιππότης στέλνετε από την αρραβωνιαστικιά του σε μια μακρυνή αναζήτηση,

μέσα στο δάσος συναντά και ερωτεύεται την Ondine,μια νεράιδα η οποία έλκεται από τον κόσμο τών θνητών ανθρώπων,

όμως η ένωση δύο πλασμάτων από διαφορετικούς κόσμους είναι αδύνατη,


από την τελική σκηνή:


Hans:

-ένας πραγματικός χωρισμός,ένας χωρισμός για πάντα.Οχι όπως εκείνων τών εραστών που χωρίζουν,

αλλά ξαναενωνονται στην άλλη μετά ζωη.Εμεις χωρίζουμε αιώνια,πάμε σε άλλους διαφορετικούς κόσμους.


Θυμούνται τη νύχτα που συναντήθηκαν,όταν ο Hans ήρθε μέσα στη θυελλα.

Η Ondine θυμάται ότι τού είπε:

-μετα από χρόνια θα θυμόμαστε αυτή τη στιγμή.

Τη στιγμή πριν να με φιλισεις.


και ο Hans τής λεει:

-Δεν μπορώ να περιμένω.

Τώρα Ondine.Φιλα με τώρα.


Φιλιούνται.

Ο Hans πεθαίνει 


Η Ondine ρωταει:

-ποιος είναι αυτός ο όμορφος άντρας που είναι ξαπλωμένος εδώ; 

μπορεις να τον 

ξαναφερεις στη ζωή;


και ο Old One τής απαντάει:

-Αδυνατο.


Καθώς η αυλαία πεφτει

η Ondine λέει:

-Πόσο τον έχω αγαπησει.)


κάθε νύχτα την ίδια ώρα ακριβώς ο Paul Desmond ζητούσε την άδεια από τον

Dave Brubeck για να λείψει,

έφευγε και διασχιζοντας την Times Square πήγαινε έξω από το θεατρο,εκεί κρύβονταν και έβλεπε την Audrey να βγαίνει από το θέατρο και να μπαίνει στη λιμουζίνα της,

τότε τον Οκτώβριο τού 1954 έγραψε το Audrey αφιερωμένο σε αυτή,

ο Paul Desmond πέθανε το 1977,

πολύ αργότερα το 1993

όταν πέθανε η Audrey Hepburn ο σύζυγος της ζήτησε από τον Dave Brubeck την άδεια να παιχτεί το Audrey στη κηδεία της,

ο Dave Brubeck έμεινε έκπληκτος,

-δεν είχα ιδέα ότι ξέρατε το Audrey,τού είπε

-η σύζυγος μου,τού απάντησε ο σύζυγος τής Audrey Hepburn,κάθε βράδυ άκουγε αυτό το τραγούδι πριν πέσει να κοιμηθεί.

.

.

https://youtu.be/06u6wwwKlno?si=yiATPV8xMAJuNScf

.

.

.

Τρύφαινα καὶ Χαρμίδης

Λουκιανός Εταιρικοὶ Διάλογοι

Luciani Samosatensis Opera. Lucian. Karl Jacobitz. in aedibus B. G. Teubneri. Leipzig, 1896.

-εταιρικη  μεταφραση translation χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Τρύφαινα


τι είναι αυτά τα κουλά,να παίρνεις βίζιτα να πληρώνεις κι αντί να γαμας να γυρνάς πλάτη και να μυξοκλαις,να πεις ότι ήπιες,όχι,ότι έφαγες,ουτε,σ'επαιρνα μάτι,τώρα σα μωρό κλαψουριζεις,πες μου γιατί τα κάνεις αυτα,Χαρμιδη,μην τα κρύβεις,πες,έλα ν'απολαψω κι εγώ κάτι π'αποψε έμεινα ρεστη κι αγαμητη

και πάει να το ξημερωσουμε


Χαρμίδης


ο έρωτας με πέθανε,Τρυφαινα,δεν μπορώ ποναω


Τρύφαινα


καλά,φως φαναρι με μένα δεν είσαι ερωτευμένος,γιατί δεν θα αδιαφορουσες,ούτε θα μ'εσπρωχνες να μην σ'αγγαλιασω,ακόμα και το πανωφορι έβαλες ανάμεσα μην σ'αγγιξω και καυλώσεις,ποια καριολα είναι,πες,από πουτανιες ξέρω χρόνια στη πιάτσα

να σου πω


Χαρμίδης

τη ξέρεις,πολύ καλά μαλιστα


Τρύφαινα


τ'ονομα της,Χαρμιδη


Χαρμίδης


Φιληματια,Τρυφαινα


Τρύφαινα


ποια απ'τις δυο;τη Πειραιώτισα αυτή που τώρα ξεπαρθενευτηκε και την έχει αμοροζα ο Δαμυλλος ο γιος τού στρατηγού

η' την άλλη,τη Παγίδα,

ντε;


Χαρμίδης


αυτηνα τη πρωτη,και στα δίχτυα της πιάστηκα και σαν το ψάρι σπαρταραω


Τρύφαινα


για κεινηνε κλαιν τα ματάκια σου;


Χαρμίδης


για κεινηνε


Τρύφαινα


πότε την καψουρευτηκες;

παλιά η' τωρα;


Χαρμίδης


πριν εφτά μηνους,στα Διονύσια την είδα,και μπαμ

και κατω εξαρχής 


Τρύφαινα


και την ειδες οληνε τη Φιληματια η' τη φάτσα της μόνο,και λίγο απ'το κορμι της,όσο να πούμε μια  σαραπενταρα 

πρέπει να μοστραρει;


Χαρμίδης


μένα μ'ορκιστηκε τέλος Μάρτη κλείνει τα εικοσιδυο


Τρύφαινα


και συ πιστεύεις τις ψευτιές της

η' τα μάτια σου;

για κοίτα την,περούκα φοράει,κι όταν η βαφή ξεβαψει δες τις άσπρες τρίχες στους κροταφους,

και ζητά της να γυμνωθει,θα δεις τις ζαρες,ξεστραβωσου


Χαρμίδης


μέχρι τα τώρα δεν το δεχτηκε


Τρύφαινα


τα'δες;,φως φανάρι,αηδία είναι,με τα πεσμένα βυζιά σα σακούλες τη ξεχειλωμενη κοιλιά το πλαδαρό κωλο το μαδημενο μουνι,και τώρα συ,μαλακά μου,κλαις που μια τέτοια βακέτα δεν γάμησες;


Χαρμίδης


με περιφρόνησε,Τρυφαινα,

τόσα μου'φαγε,ζητούσε χιλιάρικο,που να το' βρησκα,κι έχωσε μέσα τον Μοσχιωνα,κι εγώ στην απέξω,γι'αυτό σε πήρα βίζιτα,για εκδικηση


Τρύφαινα


αεί στο διάολο,αν το'ξερα δεν θα'ρχομουνα, να με πάρουν βίζιτα για να εκδικηθούν αλληνα,και μάλιστα την γριά Φιληματια,φεύγω,φτάνει,

το ξημερωσαμε


Χαρμίδης

μη φεύγεις Τρυφαινα,αν ήξερα για τις περούκες και τις βυζοσακουλες τής Φιληματιας,ούτε ματιά θα τής ερριχνα,όχι πουτσο


Τρύφαινα


ρώτα τη μάνα σου,στα μπάνια την έχει δει,κι αν ζει ο παππούς σου ρώτα τον για τους αιώνες της


Χαρμίδης


αφού έτσι είναι,πετάω το πανωφόρι από ανάμεσα μας,έλα,μωρό μου, ν'αγκαλιασθουμε

και να γαμηθουμε,κι η Φιληματια να πάει να γαμηθει


Τρύφαινα


[1] ἑταίραν δέ τις παραλαβὼν πέντε δραχμὰς τὸ μίσθωμα δοὺς καθεύδει ἀποστραφεὶς δακρύων καὶ στένων; ἀλλ᾽ οὔτε πέπωκας ἡδέως, οἶμαι, οὔτε δειπνῆσαι μόνος ἠθέλησας· ἔκλαες γὰρ καὶ παρὰ τὸ δεῖπνον, ἑώρων γάρ· καὶ νῦν δὲ οὐ διαλέλοιπας ἀνολολύζων ὥσπερ βρέφος. ταῦτα οὖν, ὦ Χαρμίδη, τίνος ἕνεκα ποιεῖς; μὴ ἀποκρύψῃ με, ὡς ἂν καὶ τοῦτο ἀπολαύσω τῆς νυκτὸς ἀγρυπνήσασα μετὰ σοῦ.


Χαρμίδης


ἔρως με ἀπόλλυσιν, ὦ Τρύφαινα, καὶ οὐκέτ᾽ ἀντέχω πρὸς τὸ δεινόν.


Τρύφαινα


ἀλλ᾽ ὅτι μὲν οὐκ ἐμοῦ ἐρᾷς, δῆλον· οὐ γὰρ ἂν ἔχων με ἠμέλεις καὶ ἀπωθοῦ περιπλέκεσθαι θέλουσαν καὶ τέλος διετείχιζες τὸ μεταξὺ ἡμῶν τῷ ἱματίῳ δεδιὼς μὴ ψαύσαιμί σου. τίς δὲ ὅμως ἐκείνη ἐστίν, εἰπέ· τάχα [p. 309] γὰρ ἄν τι καὶ συντελέσαιμι πρὸ τὸν ἔρωτα, οἶδα γὰρ ὡς χρὴ τὰ τοιαῦτα διακονεῖσθαι.


Χαρμίδης


καὶ μὴν οἶσθα καὶ πάνυ ἀκριβῶς αὐτὴν κἀκείνη σέ· οὐ γὰρ ἀφανὴς ἑταίρα ἐστίν.


Τρύφαινα


[2] εἰπὲ τοὔνομα, ὦ Χαρμίδη.


Χαρμίδης


Φιλημάτιον, ὦ Τρύφαινα.


Τρύφαινα


ὁποτέραν λέγεις; δύο γάρ εἰσι· τὴν ἐκ Πειραιῶς, τὴν ἄρτι διακεκορευμένην, ἧς ἐρᾷ Δάμυλλος ὁ τοῦ νῦν στρατηγοῦντος υἱός, ἢ τὴν ἑτέραν, ἣν Παγίδα ἐπικαλοῦσιν;


Χαρμίδης


ἐκείνην, καὶ ἑάλωκα ὁ κακοδαίμων καὶ συνείλημμαι πρὸς αὐτῆς. [p. 259]


Τρύφαινα


οὐκοῦν δι᾽ ἐκείνην ἔκλαες;


Χαρμίδης


καὶ μάλα.


Τρύφαινα


πολύς δὲ χρόνος ἔστι σοι ἐρῶντι ἢ νεοτελής τις εἶ;


Χαρμίδης


οὐ νεοτελής, ἀλλὰ μῆνες ἑπτὰ σχεδὸν ἀπὸ Διονυσίων, ὅτε πρῶτον εἶδον αὐτην.


Τρύφαινα


εἶδες δὲ ὅλην ἀκριβῶς, ἢ τὸ πρόσωπον μόνον καὶ ὅσα τοῦ σώματος φανερά, ἃ εἶδες Φιληματίου, καὶ ὡς χρῆν γυναῖκα πέντε καὶ τετταράκοντα ἔτη γεγονυῖαν ἤδη;


Χαρμίδης


καὶ μὴν ἐπόμνυται δύο καὶ εἴκοσιν εἰς τὸν ἐσόμενον Ἐλαφηβολιῶνα τελέσειν.


Τρύφαινα


[3] σὺ δὲ ποτέροις πιστεύσειας ἄν, τοῖς ἐκείνης ὅρκοις ἢ τοῖς σεαυτοῦ ὀφθαλμοῖς; ἐπίσκεψαι γὰρ ἀκριβῶς ὑποβλέψας ποτὲ τοὺς κροτάφους αὐτῆς, ἔνθα μόνον τὰς αὐτῆς τρίχας ἔχει· τὰ δὲ ἄλλα φενάκη βαθεῖα. περὶ δὲ τοὺς κροτάφους ὁπόταν ἀσθενήσῃ τὸ φάρμακον, ᾧ βάπτεται, ὑπολευκαίνεται τὰ πολλά. καίτοι τί τοῦτο; βίασαί ποτε καὶ γυμνὴν ἰδεῖν.


Χαρμίδης


οὐδεπώποτέ μοι πρὸς τοῦτο ἐνέδωκεν.


Τρύφαινα


εἰκότως· ἠπίστατο γὰρ μυσαχθησόμενόν σε τὰς αὐτῆς λεύκας. ὅλη δὲ ἀπὸ τοῦ αὐχένος ἐς τὰ γόνατα παρδάλει ἔοικεν. ἀλλὰ σὺ ἐδάκρυες τοιαύτῃ μὴ συνών; [p. 310] ἦ που τάχα καὶ ἐλύπει σε καὶ ὑπερεώρα;


Χαρμίδης


ναί, ὦ Τρύφαινα, καίτοι τοσαῦτα παρ᾽ ἐμοῦ λαμβάνουσα. καὶ νῦν ἐπειδὴ χιλίας αἰτούσῃ οὐκ εἶχον διδόναι ῥᾳδίως ἅτε ὑπὸ πατρὶ φειδομένῳ τρεφόμενος, Μοσχίωνα ἐσδεξαμένη ἀπέκλεισέ με, ἀνθ᾽ ὧν λυπῆσαι καὶ αὐτὸς θέλων αὐτὴν σὲ παρείληφα.


Τρύφαινα


μὰ τὴν Ἀφροδίτην οὐκ ἄν ἧκον, εἴ μοι προεῖπέ τις ὡς ἐπὶ τούτοις παραλαμβανοίμην, λυπῆσαι 17%2 [p. 260] ἄλλην, καὶ ταῦτα Φιλημάτιον τὴν σορόν. ἀλλ᾽ ἄπειμι, καὶ γὰρ ἤδη τρίτον τοῦτο ᾖσεν ἀλεκτρυών.


Χαρμίδης


[4] μὴ σύ γε οὕτως ταχέως, ὦ Τρύφαινα· εἰ γὰρ ἀληθῆ ἐστιν ἃ φὴς περὶ Φιληματίου, τὴν πηνήκην καὶ ὅτι βάπτεται καὶ τὸ τῶν ἄλλων ἀλφῶν, οὐδὲ προς2βλέπειν ἂν ἔτι δυναίμην αὐτῇ.


Τρύφαινα


ἐροῦ τὴν μητέρα, εἴ ποτε λέλουται μετ᾽ αὐτῆς· περὶ γὰρ τῶν ἐτῶν κἂν ὁ πάππος διηγήσεταί σοι, εἴ γε ζῇ ἔτι.


Χαρμίδης


οὐκοῦν ἐπειδὴ τοιαύτη ἐκείνη, ἀφῃρήσθω μὲν ἤδη τὸ διατείχισμα, περιβάλλωμεν δὲ ἀλλήλους καὶ φιλῶμεν καὶ ἀληθῶς συνῶμεν· Φιλημάτιον δὲ πολλὰ χαιρέτω.

.

.

.


Γιωργος Μπουζιανης, ζωγράφος 

- χ.ν.κουβελης c.n.couveis   

   

περί εικόνας ανθρώπου

-.χ. ν. κουβελης  c.n.couvelis

                          

βλέπω μπροστά. μου αυτόν τον άνθρωπο, ας πούμε αντρα η ' γυναίκα, ηλικία αυτή, χαρακτηριστικά αυτά, κοινωνική θέση αυτή, κλπ, τι από αυτά ζωγραφίζεται; όλα; μερικά; τίποτα; αν απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα τότε ίσως, μπορεί, να ζωγραφίσεις καλά, αυτόν τον άνθρωπο, που αυτός να αναγνωρίζεται "ως αυτός"

.

.

.


Charles Perrault(1628-1703) contes

παραμυθια


LA BARBE BLEUE

Ο άνθρωπος με τα γαλάζια γενια 

(Ο Κυανοπωγων)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ηταν μια φορά ένας άνθρωπος που είχε ωραία σπίτια στη πόλη και στην εξοχή,χρυσά κι ασημένια πιάτα,σκαλιστα έπιπλα,

άμαξες όλο επιχρυσωμενες.

Αλλά,δυστυχώς,αυτός ο άνθρωπος είχε γαλάζια γενια,αυτό τον έκανε τόσο άσχημο και τόσο φοβερό,που δεν ήταν μήτε γυναίκα μητε κορίτσι που να μην έφευγε από μπροστά του.

Μια από τις γειτόνισσες του,μια κυρία καλής τάξης,

είχε δυό κόρες παρά πολυ

όμορφες.

Αυτός τής ζητά μιά για γάμο,σ'αυτη αφήνοντας την  επιλογή ποια θα ήθελε να τού δωσει.

Καμιά απ'τις δυό δεν τον ήθελε,και τον έστελναν η μιά στην αλλη,μην μπορώντας να αποφασίσουν να πάρουν ένα άντρα που είχε γαλάζια γενια.

Αυτό ακόμα που δεν τούς άρεσε,ήταν πως είχε παντρευτεί πολλές γυναίκες,και κανένας δεν ήξερε τι αυτές οι γυναίκες έχουν γινει.

Ο άντρας με τα γαλάζια γενια,για να γνωριστούν,

τις φέρνει μαζί με τη μάνα τους,και τρεις-τεσσερους απ'τους καλλιτερους τους φιλους

και καποιους νεαρούς γειτονους,σ'ενα από τα σπίτια του στην εξοχή,όπου θα εμεναν οχτώ ολόκληρες μέρες.

Δεν έκαναν παρα βόλτες,

παρέες για κυνήγι και ψάρεμα,

παρά χορούς και γλέντια, λιχουδιές,δεν κοιμόντουσαν καθόλου και περνούσαν όλοι τη νύχτα με το να πειράζει ο ένας τον αλλον,τελικά όλα ήταν τόσα τέλεια που η μικρότερη άρχισε να βρίσκει ότι ο οικοδεσπότης δεν είχε πια τόσο γαλάζια γενια και ότι ήταν πολύ έντιμος άνθρωπος.

Αφού γύρισαν στη πόλη,έγινε ο γάμος 

Μετά απο ένα μήνα ,ο άντρας μετά γαλάζια γενια είπε στη γυναίκα του ότι έπρεπε να κάνει ένα ταξίδι στην επαρχία,για έξι βδομάδες τουλάχιστον,για μια επείγουσα υπόθεση 

και της ζήτησε να διασκεδάζει κατά την απουσία του,να προσκαλέσει τους αγαπημένους της φίλους,να τους φέρει στην εξοχή αν ήθελε,και σ'ολους να ήταν ευγενική.

'να',τής είπε,'τα κλειδιά από τις δύο μεγάλες ντουλάπες,να αυτό τών χρυσών και τών ασημένιων πιάτων που δεν τα χρησιμοποιούμε όλες τις μέρες,να αυτά από τα χρηματοκιβώτια μου,που είναι τα χρυσά κι ασημένια νομίσματα,αυτά από τις κασετίνες που είναι τα πετράδια μου,και να το κυρίως κλειδί για όλα τα διαμερίσματα.

Κι αυτό είναι το κλειδί τής αίθουσας στο τέλος τού μεγάλου διαδρόμου στο υπόγειο διαμέρισμα,άνοιξε τα όλα,πήγαινε παντού,αλλά όμως σε αυτή τη μικρή αιθουσα σού απαγορευω εκεί να μπεις,

και στο απαγορευω γιατί αν πας κι ανοίξεις,τίποτα δεν θα σε γλυτώσει απ'τον θυμό μου.

Αυτή τού υπόσχεθηκε να τηρήσει ακριβώς αυτό που την προσταξε,κι αυτός,αφού την αγκαλιασε,ανέβηκε στην άμαξα του κι αναχώρησε για το ταξίδι του.

Οι γείτονες κι οι αγαπητοι φίλοι περίμεναν πως και πως να προσκαλεστουν για πάνε στη νεονυμφη,τόσο ήταν ανυπόμονοι για να δουν τα πλούτη τού σπιτιού της,αφού δεν τολμούσαν να πάνε όσο  ήταν εκει ο σύζυγος,επειδή τα γαλαζια του γενια

τούς προκαλούσαν φοβο.

Τριγυρίζουν αμέσως στις αιθουσες,στα δωμάτια,στις γκαρνταρομπες ,όλα πιο όμορφα και πιο πλούσια το ένα από τ'αλλο.

Στη συνέχεια ανέβηκαν στις αίθουσες με τα έπιπλα,εκεί θαύμαζαν το πλήθος  και την ομορφιά τών ταπισερί, τών κρεβατιών,

τών σοφάδων, τών ντουλαπιών,τών τραπεζιών και τών καθρεφτών,που κάποιος καθρεφτίζονταν

απ'τα πόδια μέχρι το κεφαλι,όπου οι μπορντουρες,άλλες από γυαλί,άλλες από ασήμι και 

κοκκινωπη επιχρυσωση,ήταν οι πιο όμορφες κι οι πιο θαυμαστες απ'οσες ποτέ κάποιος εχει δει.

Αυτοί δεν έπαυαν να εκθειάζουν και να ζηλεύουν την ευτυχία τής φιλεναδας τους,η οποία ωστόσο δεν διασκεδαζε καθόλου να βλέπει όλες αυτες τις πολυτέλειες,

λόγω τής ανυπομονησιας που ένιωθε για να πάει να ανοίξει το δωμάτιο τού υπόγειου διαμερίσματος.

Τόσο την πίεζε η περιέργεια της,που,χωρίς να σκεφτεί ότι ήταν αγένεια να παρατήσει τη συντροφιά της,κατέβηκε από μια μικρή σκάλα κρυφη,τόσο βιαστικά που παραλίγο να σπάσει το λαιμό δυο-τρεις φορες.

Όταν έφτασε στη πόρτα τής αίθουσας,σταμάτησε για κάποιο χρονικό διάστημα,και σκέφτονταν την απαγόρευση που τής έκανε ο άντρας της,κι ότι μπορούσε να της φέρει συμφορά η ανυπακοή της,

όμως ο πειρασμός ήταν τόσο μεγάλος,που δεν μπορούσε να τον ξεπεράσει,παίρνει λοιπόν το μικρό κλειδί,κι ανοίγει τρέμοντας τη πόρτα τής αίθουσας.

Στην αρχή δεν έβλεπε τίποτα,γιατί τα παράθυρα ήταν κλεισμένα.Μετα από κάποιες στιγμές άρχισε να βλέπει ότι το πάτωμα είναι όλο σκεπασμένο με πηγμένο αιμα,κι ότι μέσα σ'αυτό το αίμα καθρεφτίζονταν τα σώματα πολλών νεκρών γυναικών,που ήταν κρεμασμένες στους τοίχους,ήταν όλες οι γυναίκες,που ο ανθρωπος με τα γαλάζια γενια,είχε παντρευτεί κι είχε σφάξει την μια μετά την αλλη.

Αυτή νιώθει να πεθαίνει από το φόβο,και το κλειδί τής αίθουσας,που τράβηξε από την κλειδαριά,τής πέφτει απ' το χέρι.

Αφού ξαναβρηκε λιγο τις αισθήσεις της,μαζεύει το κλειδί,κλειδώνει τη πόρτα,κι ανεβαίνει στο δωμάτιο της για να συνερθει λίγο.

Όμως δεν μπορούσε,τόσο ήταν ταραγμένη.

Όταν είδε οτι το κλειδί τής αίθουσας ηταν ματωμενο,το σκουπισε δυο-τρεις φορες,όμως το αίμα δεν έφευγε καθόλου.

το έπλυνε,αλλά τίποτα,το έτριψε με άμμο και με πηλό,όμως παρέμενε το αίμα,γιατί το κλειδί ήταν μαγεμένο,δεν υπήρχε κανένα μέσο για να

καθαρισθεί,όταν αφαιρούνταν το αίμα απ' τη μια μεριά,ξαναεμφανίζονταν απ'την αλλη.

Ο άνθρωπος με τα γαλάζια γενια γύρισε απ'το ταξίδι του το ίδιο βράδυ,κι είπε ότι είχε λάβει γράμματα,στο δρόμο του,που τού ανακοίνωναν ότι η υπόθεση για την οποία αναχώρησε είχε τερματισθεί προς όφελος του.

Η γυναίκα του προσποιήθηκε οτι χάρηκε για την γρήγορη επιστροφή του 

Την επόμενη μέρα τής ξαναζήτησε τα κλειδιά κι εκείνη τού τα'δωσε,αλλά το χέρι της έτρεμε τοσο,που αυτός κατάλαβε χωρίς δυσκολία όλο αυτό που συνέβηκε .

-τι εγινε,τής ειπε,και το κλειδί τής αιθουσας δεν είναι με τ'αλλα;

-πρεπει, τού λέει,να το'χω αφήσει πάνω στο τραπέζι μου

-μην παραμελήσεις,λέει ο άνθρωπος με τα γαλάζια γενια,να μού το δώσεις γρήγορα.

Μετά από πολλές αναβολες,τού φέρνει το κλειδί.Ο άνθρωπος με τα γαλάζια γενια,όταν το βλέπει λέει στη γυναίκα του,

-γιατι υπάρχει αίμα σ'αυτό το κλειδί;

-δεν ξέρω τίποτα, τού απαντάει η δυστυχη γυναίκα,πιο χλωμή κι από πεθαμενη.

-ωστε δεν ξέρετε τίποτα,τής λέει ο άνθρωπος με τα γαλάζια γενια,το ξέρω εγώ όμως καλά.Μπηκατε μέσα στην αίθουσα.Και τώρα,κυρία μου,εκεί μέσα θα μπειτε και θα πάρετε τη θέση σας μαζί με τις κυρίες που εχετε δει εκεί.

Τότε αυτή πέφτει στα πόδια τού άντρα της,κλαίγοντας και παρακαλώντας τον να την συγχωρέσει,με όλα τα σημάδια τής αληθινής μετάνοιας,να μην έχει υπακούσει.

Αυτή κι ένα βράχο θα'χε μαλακώσει,τόσο όμορφη και στεναχωρημένη που ήταν,όμως ο άνθρωπος με τα γαλάζια γενια είχε καρδιά πιο σκληρή κι απο'να βράχο.

-πρεπει να πεθάνετε,κυρία μου, τής λέει,και μάλιστα τώρα.

-αφου πρέπει να πεθάνω,τού απαντάει αυτη,κοιτώντας τον με μάτια γεμάτα δακρυα,δωστε μου λίγο χρόνο να προσευχηθώ στο θεό.

-σας δίνω μισή ώρα,τής λέει ο άνθρωπος με τα γαλάζια γενια,αλλά ούτε μια στιγμή παραπανω.

Όταν έμεινε μονη,φώναξε την αδερφή της και τής λέει 

-αδερφη μου Άννα (γιατί έτσι αυτη ονομάζονταν),ανέβα,σε παρακαλώ,στη κορυφή τού πύργου,για να δεις αν τ'αδερφια μου έρχονται,μου υποσχέθηκαν ότι θα'ρθουν να με δουν σήμερα,και,αν τα δεις,καν'τους σήμα να βιαστουν.

Η αδερφή της Άννα ανεβαίνει στη κορυφή τού πύργου,κι η δυστυχη αναστατωμένη σ'αυτη κάθε τόσο και λιγακι φωναζε.

-Αννα,αδερφή μου Άννα,δεν βλέπεις τίποτα να'ρχεται;

Και η αδερφή της Άννα τής απαντούσε.

-δεν βλέπω τίποτα παρά τον ήλιο που λαμπυριζει και το χόρταρι που πρασινίζει.

Ωστόσο ο άνθρωπος με τα γαλαζια γενιά,κρατώντας ένα μεγάλο γιαταγάνι στο χέρι του,φώναζε μ'ολη τη δύναμη στη γυναίκα του.

-κατεβα κάτω γρήγορα,η'  θ'ανεβω κει πάνω.

-ακομα λίγο,σε παρακαλω,

τού απαντουσε η γυναίκα του,κι αμέσως φώναζε πολύ χαμηλά,

-Αννα,αδερφή μου Άννα,δεν βλέπεις τίποτα να'ρχεται;

Και η αδερφή της Άννα τής απαντούσε.

-δεν βλέπω τίποτα παρά τον ήλιο που λαμπυριζει και το χόρταρι που πρασινίζει.

-κατεβα επιτέλους γρήγορα,φώναζε ο άνθρωπος με τα γαλάζια γενια,η' θ'ανεβω κει πάνω.

-ερχομαι, απαντούσε η γυναίκα του,κι ύστερα φώναζε.

-Αννα, αδερφή μου Άννα,δεν βλέπεις τίποτα να'ρχεται;

-βλεπω,απαντά η αδερφή της Άννα,μια μεγάλη σκόνη να'ρχεται απ'αυτη κει τη μεριά...

-ειναι τ'αδερφια μου;

-αλιμονο,όχι,αδερφή μου,είναι ένα κοπάδι πρόβατα...

-δεν θέλεις να κατέβεις;

φώναξε ο άνθρωπος με τα γαλάζια γενια.

-λιγο ακόμα,απάντησε η γυναίκα του,κι ύστερα φώναξε,

-Αννα,αδερφή μου Άννα,δεν βλέπεις τίποτα να'ρχεται;

 -βλεπω,απαντά αυτή,δύο καββαλαρηδες που έρχονται απ'αυτη κει τη μερια,αλλ'ομως είναι πολύ μακριά ακόμα...

ο θεός είναι μεγάλος,φωνάζει μετά από λίγο,είναι τ'αδερφια μου,θα τους κάνω σινιάλο όσο μπορώ να βιαστουν.

Ο άνθρωπος με τα γαλάζια γενια άρχισε να φωνάζει τόσο δυνατά που όλο το σπίτι έτρεμε.

Η δυστυχη γυναίκα κατεβαινει,και πέφτει στα πόδια του γεμάτη δακρυα και αναμαλλιασμενη.

-αυτο δεν σ'οφελει,λέει ο άνθρωπος με τα γαλάζια γενια,πρέπει να πεθάνεις 

Ύστερα αρπάζοντας με το'να χέρι τα μαλλιά της,και με τ'αλλο σηκώνοντας το γιαταγάνι στον αέρα,θα τής έκοβε το κεφάλι.

Η δυστυχη γυναίκα 

γυρνώντας προς αυτόν ,και κοιτώντας τον με μάτια θολωμενα,τον παρακαλα να τής αφήσει μια μικρή στιγμή να συνερθει.

-οχι,όχι,αυτός λέει, απευθύνσου καλλίτερα στο θεο,

και σηκώνοντας το χέρι του ...

Μέσα σ'αυτη τη στιγμή καποιος χτυπά τόσο δυνατα στη πόρτα που ο ανθρωπος με τα γαλάζια γενια αμέσως σταματα.

Η πόρτα ανοίγει,κι αμέσως 

βλέπει να μπαίνουν μέσα δυο ιπποτες,που κρατούν σπαθί στο χέρι,

τρέχοντας κατά πάνω στον άνθρωπο με τα γαλάζια γενια.Αυτος καταλαβαίνει ότι ήταν τ'αδερφια της γυναίκας του,ο ένας πολεμιστής κι ο άλλος σωματοφύλακας,ώστε αυτός αμέσως τράπηκε σε φυγή για να γλυτώσει.

Αλλά τα δύο αδέρφια τον κυνήγησαν,και τον τσακωσαν πριν να φτάσει στην εξωτερικη σκαλα.

Τού τρυπησαν το κορμί με τα σπαθιά τους και τον άφησαν νεκρό.

Η δυστυχη γυναίκα ήταν σχεδόν τόσο πεθαμένη όσο ο άντρας της,και δεν είχε τη δυναμη να σηκωθεί για ν'αγκαλιασει τ'αδερφια της.

Βρέθηκε να μην έχει ο άνθρωπος με τα γαλάζια γενια καθόλου κληρονόμους,κι έτσι η γυναίκα του έμεινε η κυρία κατοχος όλης τής περιουσίας του.

Ένα μέρος το διαθέτει να παντρεψει την αδερφή της

Άννα με έναν νεαρό ευγενή που τον αγαπούσε από καιρό,ένα άλλο μέρος ν'αγορασει αξιώματα για τ'αδερφια της,

και το υπόλοιπο για να παντρευτεί η ίδια με έναν.πολυ έντιμο άντρα,που την έκανε να ξεχάσει τις άσχημες στιγμές που'χε περάσει με τον άνθρωπο με τα γαλάζια γενια.


Il était une fois un homme qui avait de belles maisons à la 

ville et à la campagne, de la vaisselle d’or et d’argent, des 

meubles en broderie, des carrosses tout dorés. Mais, par malheur, cet homme avait la barbe bleue : cela le rendait si laid et si 

terrible, qu’il n’était ni femme ni fille qui ne s’enfuît de devant 

lui.

Une de ses voisines, dame de qualité, avait deux filles parfaitement belles. Il lui en demanda une en mariage, en lui laissant le choix de celle qu’elle voudrait lui donner. Elles n’en voulaient point toutes deux, et se le renvoyaient l’une à l’autre, ne 

pouvant se résoudre à prendre un homme qui eût la barbe 

bleue. Ce qui les dégoûtait encore, c’est qu’il avait déjà épousé 

plusieurs femmes, et qu’on ne savait ce que ces femmes étaient 

devenues.

La Barbe Bleue, pour faire connaissance, les mena avec 

leur mère, et trois ou quatre de leurs meilleures amies, et 

quelques jeunes gens du voisinage, à une de ses maisons de 

campagne, où on demeura huit jours entiers. Ce n’était que 

promenades, que parties de chasse et de pêche, que danses et 

festins, que collations : on ne dormait point et on passait toute

la nuit à se faire des malices les uns aux autres ; enfin tout alla si 

bien que la cadette commença à trouver que le maître du logis 

n’avait plus la barbe si bleue, et que c’était un fort honnête 

homme. Dès qu’on fut de retour à la ville, le mariage se conclut.

Au bout d’un mois, la Barbe Bleue dit à sa femme qu’il était 

obligé de faire un voyage en province, de six semaines au moins, 

pour une affaire de conséquence ; qu’il la priait de se bien divertir pendant son absence ; qu’elle fît venir ses bonnes amies ; 

qu’elle les menât à la campagne si elle voulait, que partout elle 

fît bonne chère. « Voilà, lui dit-il, les clefs des deux grands

garde-meubles ; voilà celle de la vaisselle d’or et d’argent qui ne 

sert pas tous les jours ; voilà celles de mes coffres-forts, où est 

mon or et mon argent ; celles des cassettes où sont mes pierreries ; et voilà le passe-partout de tous les appartements. Pour 

cette petite clef-ci, c’est la clef du cabinet au bout de la grande 

galerie de l’appartement bas : ouvrez tout, allez partout, mais 

pour ce petit cabinet, je vous défends d’y entrer, et je vous le défends de telle sorte que, s’il vous arrive de l’ouvrir, il n’y a rien 

que vous ne deviez attendre de ma colère.

Elle promit d’observer exactement tout ce qui lui venait 

d’être ordonné, et lui, après l’avoir embrassée, monte dans son 

carrosse et part pour son voyage.

Les voisines et les bonnes amies n’attendirent pas qu’on les 

envoyât quérir pour aller chez la jeune mariée, tant elles avaient 

d’impatience de voir toutes les richesses de sa maison, n’ayant 

osé y venir pendant que le mari y était, à cause de sa barbe bleue

qui leur faisait peur. Les voilà aussitôt à parcourir les chambres, 

les cabinets, les garde-robes, toutes plus belles et plus riches les 

unes que les autres. Elles montèrent ensuite aux garde-meubles, 

où elles ne pouvaient assez admirer le nombre et la beauté des 

tapisseries, des lits, des sophas, des cabinets, des guéridons, des 

tables et des miroirs, où l’on se voyait depuis les pieds jusqu’à la

tête, et dont les bordures, les unes de glace, les autres d’argent 

et de vermeil doré, étaient les plus belles et les plus magnifiques 

qu’on eût jamais vues. Elles ne cessaient d’exagérer et d’envier 

le bonheur de leur amie, qui, cependant ne se divertissait point 

à voir toutes ces richesses, à cause de l’impatience qu’elle avait 

d’aller ouvrir le cabinet de l’appartement bas.

Elle fut si pressée de sa curiosité, que, sans considérer qu’il 

était malhonnête de quitter sa compagnie, elle y descendit par 

un petit escalier dérobé, et avec tant de précipitation, qu’elle 

pensa se rompre le cou deux ou trois fois. Étant arrivée à la 

porte du cabinet, elle s’y arrêta quelque temps, songeant à la défense que son mari lui avait faite, et considérant qu’il pourrait 

lui arriver malheur d’avoir été désobéissante ; mais la tentation 

était si forte, qu’elle ne put la surmonter : elle prit donc la petite 

clef, et ouvrit en tremblant la porte du cabinet.

D’abord elle ne vit rien, parce que les fenêtres étaient fermées. Après quelques moments, elle commença à voir que le 

plancher était tout couvert de sang caillé, et que dans ce sang se

miraient les corps de plusieurs femmes mortes, et attachées le 

long des murs : c’était toutes les femmes que la Barbe-Bleue 

avait épousées et qu’il avait égorgées l’une après l’autre. Elle 

pensa mourir de peur, et la clef du cabinet, qu’elle venait de re-

tirer de la serrure, lui tomba de la main.

Après avoir un peu repris ses sens, elle ramassa la clef, referma la porte, et monta à sa chambre pour se remettre un peu ; 

mais elle n’en pouvait venir à bout, tant elle était émue.

Ayant remarqué que la clef du cabinet était tachée de sang, 

elle l’essuya deux ou trois fois ; mais le sang ne s’en allait point :

elle eut beau la laver, et même la frotter avec du sablon et avec 

du grès, il y demeura toujours du sang, car la clef était fée, et il 

n’y avait pas moyen de la nettoyer tout à fait : quand on ôtait le 

sang d’un côté, il revenait de l’autre.

La Barbe Bleue revint de son voyage dès le soir même, et 

dit qu’il avait reçu des lettres, dans le chemin, qui lui avaient 

appris que l’affaire pour laquelle il était parti venait d’être terminée à son avantage. Sa femme fit tout ce qu’elle put pour lui 

témoigner qu’elle était ravie de son prompt retour.

Le lendemain il lui redemanda les clefs ; et elle les lui don-

na, mais d’une main si tremblante, qu’il devina sans peine tout 

ce qui s’était passé. « D’où vient, lui dit-il, que la clef du cabinet 

n’est point avec les autres ? — Il faut, dit-elle, que je l’aie laissée 

là-haut sur ma table. — Ne manquez pas, dit Barbe Bleue, de me 

la donner tantôt. »

Après plusieurs remises, il fallut apporter la clef. La Barbe 

Bleue, l’ayant considérée, dit à sa femme : « Pourquoi y a-t-il du 

sang sur cette clef ? — Je n’en sais rien, répondit la pauvre 

femme, plus pâle que la mort. — Vous n’en savez rien, reprit la 

Barbe Bleue ; je le sais bien, moi. Vous avez voulu entrer dans le 

cabinet ! Eh bien, madame, vous y entrerez, et irez prendre 

votre place auprès des dames que vous y avez vues. »

Elle se jeta aux pieds de son mari, en pleurant et en lui de-

mandant pardon, avec toutes les marques d’un vrai repentir, de 

n’avoir pas été obéissante. Elle aurait attendri un rocher, belle 

et affligée comme elle était ; mais la Barbe Bleue avait le cœur 

plus dur qu’un rocher. « Il faut mourir, madame, lui dit-il, et 

tout à l’heure. — Puisqu’il faut mourir, répondit-elle, en le regardant les yeux baignés de larmes, donnez-moi un peu de 

temps pour prier Dieu. — Je vous donne un demi-quart d’heure, 

reprit la Barbe Bleue ; mais pas un moment davantage. » Lorsqu’elle fut seule, elle appela sa sœur, et lui dit : « Ma sœur Anne 

(car elle s’appelait ainsi), monte, je te prie, sur le haut de la tour, 

pour voir si mes frères ne viennent point : ils m’ont promis 

qu’ils me viendraient voir aujourd’hui, et, si tu les vois, fais-leur 

signe de se hâter. » La sœur Anne monta sur le haut de la tour, 

et la pauvre affligée lui criait de temps en temps : « Anne, ma 

sœur Anne, ne vois-tu rien venir ? » Et la sœur Anne lui répon-

dait : « Je ne vois rien que le soleil qui poudroie et l’herbe qui 

verdoie. »

Cependant la Barbe Bleue, tenant un grand coutelas à sa 

main, criait de toute sa force à sa femme : « Descends vite, ou je 

monterai là-haut. — Encore un moment, s’il vous plaît, » lui répondait sa femme ; et aussitôt elle criait tout bas : « Anne, ma 

sœur Anne, ne vois-tu rien venir ? » Et la sœur Anne répondait :

« Je ne vois rien que le soleil qui poudroie et l’herbe qui verdoie. » « Descends donc vite, criait la Barbe Bleue, ou je monte-

rai là-haut. — Je m’en vais, » répondait sa femme ; et puis elle 

criait : « Anne, ma sœur Anne, ne vois-tu rien venir ? — Je vois, 

répondit la sœur Anne, une grosse poussière qui vient de ce côté-ci… — Sont-ce mes frères ? — Hélas ! non, ma sœur, c’est un 

troupeau de moutons… — Ne veux-tu pas descendre ? criait la 

Barbe Bleue. — Encore un moment, » répondait sa femme ; et 

puis elle criait : « Anne, ma sœur Anne, ne vois-tu rien venir ?

— Je vois, répondit-elle, deux cavaliers qui viennent de ce côté-ci, mais ils sont bien loin encore… Dieu soit loué, s’écria-t-elle 

un moment après, ce sont mes frères ; je leur fais signe tant que 

je puis de se hâter. »

La Barbe Bleue se mit à crier si fort que toute la maison en 

trembla. La pauvre femme descendit, et alla se jeter à ses pieds 

tout éplorée et tout échevelée. « Cela ne sert de rien, dit la Barbe 

Bleue, il faut mourir. » Puis la prenant d’une main par les cheveux, et de l’autre levant le coutelas en l’air, il allait lui abattre la 

tête. La pauvre femme se tournant vers lui, et le regardant avec 

des yeux mourants, le pria de lui donner un petit moment pour 

se recueillir. « Non, non, dit-il, recommande-toi bien à Dieu ; »

et levant son bras… Dans ce moment on heurta si fort à la porte

que la Barbe Bleue s’arrêta tout court. On ouvrit, et aussitôt on 

vit entrer deux cavaliers, qui, mettant l’épée à la main, coururent droit à la Barbe Bleue.

Il reconnut que c’était les frères de sa femme, l’un dragon 

et l’autre mousquetaire, de sorte qu’il s’enfuit aussitôt pour se 

sauver ; mais les deux frères le poursuivirent de si près, qu’ils 

l’attrapèrent avant qu’il pût gagner le perron. Ils lui passèrent 

leur épée au travers du corps et le laissèrent mort. La pauvre 

femme était presque aussi morte que son mari, et n’avait pas la 

force de se lever pour embrasser ses frères.

Il se trouva que la Barbe Bleue n’avait point d’héritiers, et 

qu’ainsi sa femme demeura maîtresse de tous ses biens. Elle en 

employa une partie à marier sa sœur Anne avec un jeune gentilhomme, dont elle était aimée depuis longtemps ; une autre partie à acheter des charges de capitaine à ses deux frères, et le 

reste à se marier elle-même à un fort honnête homme, qui lui fit 

oublier le mauvais temps qu’elle avait passé avec la Barbe Bleue.

.

.

.


(Ιστορίες τού κ.Κ)

The Lev Landau Proof of God 

And 

The Euler Proof of God

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ο κ.Κ είπε:

ο ιδιοφυής Ρώσος φυσικός  Lev Landau,βραβείο Νόμπελ φυσικής το 1962,

ήταν άθεος,

όταν ο μεγάλος Ρώσος σκηνοθέτης Andrei Tarkovsky τον ρώτησε αν πιστεύει στην υπαρξη τού θεου(ты веришь в существование Бога?)

,αφού για τρία λεπτά έμεινε σιωπηλος,απάντησε:

νομίζω έτσι

я так думаю


ο κ.Κ συνέχισε:

όταν ο Γάλλος φιλοσοφος Diderot επισκέφτηκε τη Ρωσία,προπαγανδίζει,ως φανατικός άθεος που ήταν,στην αυλή τής αυτοκρατειρας Αικατερίνης Β' την αθεΐα,

η αυτοκράτειρα ενοχλημένη από αυτό ζήτησε την επέμβαση τού μεγάλου μαθηματικού Euler,

κανονίστηκε μια συνάντηση παγίδευσης τού άθεου φιλοσοφου,

εκεί στην αίθουσα εν μέσω τών αυλικών και ενώπιον τής αυτοκρατειρας Αικα

τερινης τον πλησίασε ο Euler 

και τού είπε:


Monsieur! 

(a+b exposant n)/n = x 

donc Dieu existe

repondez!

Κύριε! 

(a+b εις την n)/n = x

επομένως ο Θεός υπαρχει απαντήστε!


ο Diderot ανίδεος από την τρομακτική λογική τών μαθηματικών έμεινε αφωνος,και την άλλη μέρα αναχώρησε ντροπιασμένος από τη Ρωσια.


Αφού υπάρχει αυτή η ανώτατη λογική από ένα θνητό.ον,

Αρα υπάρχει πιο ανώτατη λογική σε κάτι άλλο,και αυτό το άλλο είναι ο Θεός. 


αν προσέξετε σε αυτη την εξισωση αυτό το Χ είναι αυθαίρετο!

Όμως τρομακτική λογική για τον ,Diderot!


έτσι εκτός από τη οντολογική,κοσμολογική,

θεολογική απόδειξη τής υπαρξης τού Θεού 

πρέπει να προσθέσουμε

κι αυτές τις δύο που ανεφερα:


την Lev Landau αποδειξη

και

την Euler αποδειξη

The Lev Landau Proof of God 

And 

The Euler Proof of God


ο κ.Κ χαμογέλασε,


και μετά από τρία λεπτά σιωπης

κατέληξε:


νομίζω έτσι.

.

.

.



(Ιστορίες τού κ.Κ)

Η διανοητική καθυστέρηση τού ιδιοφυούς Νομπελιστα Ρώσου φυσικού Lev Landau

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ο κ.Κ είπε:

το αυτοκίνητο τού ιδιοφυους Ρώσου φυσικου Lev Landau στις 7 Ιανουαριου 1962  συγκρούστηκε με ένα φορτηγό,

έμεινε σε κώμα δυό μηνες,επεζησε,

όμως από  τα εγκεφαλικά τραύματα καταστράφηκε η επιστημονική του δημιουργικοτητα.

Ο Lev Landau διακρινονταν

για το χιούμορ του.

Για να ελέγξει την διανοητική του κατασταση μετα το ατύχημα ο ψυχολόγος Alexander Luria 

τού έκανε τεστ.


Alexander Luria:

παρακαλώ σχεδιασε μου ένα κύκλο


ο Lev Landau σχεδιάζει ένα σταυρό


Alexander Luria:

τώρα σχεδιασε μου ένα σταυρό


ο Lev Landau σχεδιάζει ένα κύκλο


Alexander Luria:

γιατί δεν σχεδιάζεις ότι σού ζητω;


Lev Landau:

αν το έκανα, εσύ μπορούσες να σκεφτείς ότι εχω γίνει διανοητικά καθηστερημενος


παρότι διανοητικά καθυστερημένος ο Lev Landau εκείνο το έτος 1962 πήρε το βραβείο Νόμπελ φυσικής!

για την ανάπτυξη μιάς μαθηματικής θεωρίας τής υπερρευστότητας που εξηγει τις ιδιότητες τού υγρού ηλίου II σε θερμοκρασία κάτω από 2,17 K (−270,98 °C)

.

.

.




(Ιστορίες τού κ Κ)

μια ιστορία a la Baron von Münchhausen

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ο κ.Κ είπε:

μια μέρα βρέθηκα μπροστά σ'ένα ένα πολύ ορμητικό ποτάμι,

που ήταν αδύνατο να το περάσω απεναντι,

τότε τρυπησα το χώμα σε απόσταση τρία μέτρα από το ποταμι με ένα αιχμηρό ξύλο κάνωντας μια μικρή τρύπα περίπου τριάντα εκατοστά βαθος και με το ίδιο ξύλο τράβηξα ένα αυλάκι σαν συρμα,πλάτος δέκα εκατοστά,βάθος πέντε εκατοστά, από το ποτάμι μέχρι τη τρυπα

κι αυτό ήταν!

το νερό τού ποταμού διοχετευτηκε στο αυλακι και χύνονταν μέσα στη τρύπα,μέχρι που εξαφανίστηκε εκεί μέσα,

κι έτσι ελευθερώθηκε το μέρος,δεν υπήρχε πλέον  το εμπόδιο τού ποταμού και συνέχισα το δρόμο μου,

την άλλη μέρα διάβασα στην εφημερίδα πως σε μια χωρα που βρίσκεται στη σφαίρα της γης αντιδιαμετρικά αντίθετα από τη δική μας ξαφνικά ξεπήδησε ένας ορμητικός ποταμός και αρχισε να ρεει εκεί,

τώρα μην χαμογελάτε ειρωνικά,

πως η ιστορια είναι ένα ψέμα a la Munchausen,

βέβαια η πιθανότητα να συμβεί είναι μικρή,

όμως συνέβη,

και η εξήγηση,αν τη θέλετε,είναι απλή και πολύ φυσική,

δηλαδή το ορμητικό νερό τού ποταμού μπαίνοντας από το αυλάκι που άνοιξα στη τρύπα διαλυοντας συνεχώς το χώμα και κατεβαίνοντας βγήκε από την άλλη αντιδιαμετρικά αντίθετη  μεριά τής γης ,έτσι εμφανίστηκε ο ποταμός εκεί 

Αυτή την ιστορία σάς την είπα για να διασκεδάσετε όχι για να την κρίνετε.

.

.

.

(Ιστορίες τού κ.Κ)

Οι συνήθειες του κ. Κ

-χ. ν. κουβελης c.n.couvelis


ο κ. Κ έστρωνε τις κουβέρτες στο κρεββάτι και ξαπλωνε από πάνω,ήθελε με αυτη τη στάση να σταθεί αλληλεγγυος στον ανθρωπο που είναι άστεγος,


κάποτε ένας γνωστός του τον προσκάλεσε σε τραπέζι, 

για τον ευχαριστήσει σερβεριστηκαν 

πολλά πιάτα με ποικίλα φαγητά, 

ο κ. Κ δεν πείραξε κανένα πιάτο, όταν τον ρώτησε ο οικοδεσπότης μήπως δεν του αρέσουν, απάντησε "φυσικά και είναι πλούσιο το γεύμα που 

έχεις  ετοιμάσει", 

"τότε; " τον ρώτησε,

" εγώ θέλω να νιώσω τι είναι να μην έχει κάποιος 

να φάει " απάντησε σοβαρά ο κ. Κ 


ο κ. Κ δεν είχε αυτοκίνητο, στη δουλειά πήγαινε με τα πόδια, ένας φίλος τού είπε πως είναι καιρός πια να αποκτήσει αυτοκίνητο, 

ο κ. Κ. γελασε" τόσες αιώνες οι άνθρωποι περπατούσαν, γιατί να μην χρησιμοποιώ τα πόδια; αύριο μπορεί να μας ζητήσουν, αν ηδη δεν το 

έχουν κάνει, να μην χρησιμοποιούμε το μυαλό " απάντησε 


του κ. Κ τού άρεσε να γράφει μικρές ιστορίες, τις τύπωνε και τις μοίραζε σε διάφορους 

γνωστούς, 

αυτό κράτησε καιρό, κανένας ποτέ δεν τού έκανε το παραμικρό σχόλιο, 

τότε κι αυτός τους μοίρασε άδειες σελίδες, τότε όλοι άρχισαν να τον ρωτούν τι σημαίνει αυτό, 

"τίποτα, απλώς κατάλαβα πως το κενό έχει πιο πολύ ενδιαφερον" απάντησε 


ένας σε μια συζήτηση ρώτησε τον κ. Κ αν πιστεύει στον Θεό, 

ο κ.Κ χωρίς να σκεφτεί 

απαντησε αμεσως "πιστεύω", 

τοτε ο αλλος τού είπε 

"δεν σε πιστεύω", 

"μα εγώ δεν είμαι 

ο Θεός " απάντησε γελώντας ο κ. Κ 


ο κ. Κ μιλούσε σε μια δεξίωση με μια νεαρη κυρία, 

ένας γνωστός του στη διάρκεια τής 

βραδιάς τού ψιθύρισε

"ωραία κυρία, θέλω να μου την γνωρίσεις "

κι ο κ. Κ χαμογελωντας 

τού απάντησε κι αυτός ψιθυριστά 

" θα πρέπει, φίλε μου, να αρχίσεις να διαβάζεις κι εσυ το... " ονοματιζοντας ενα πολύ γνωστο περιοδικο μόδας

.

.

.


το τελευταίο γράμμα 

τού Albert Camus στην Maria Casares

 30 Δεκεμβρίου 1959

-Το τελικό νόημα τού κοσμου-

-κείμενο και μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


η πορεία προς το Παρίσι,επιτέλους ένα νόημα σε αυτόν τον ανοητο παράξενο απάνθρωπο κόσμο,η superbe Maria Casares,

το τελευταίο τους γράμμα 

Bon. Dernière lettre. Juste pour te dire que j’arrive mardi, par la route, remontant avec les Gallimard lundi 

ένα τρανταγμα,τι συμβαίνει;

Maria 

ma Maria


ο Albert Camus σκοτώνεται στις 4 Ιανουαρίου 1960,

οταν στο αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εκδότης Michel Gallimard,

κοντά στο Villeblevin

έσκασαν τα λάστιχα  και βγήκε από την πορεία του χτυπώντας πάνω σ'ενα δεντρο


στις 30 Δεκεμβρίου 1959

έγραψε το τελευταίο γράμμα στη Maria


Bon. Dernière lettre. Juste pour te dire que j’arrive mardi, par la route, remontant avec les Gallimard lundi (ils passent par ici vendredi). Je te téléphonerai à mon arrivée, mais on pourrait peut-être convenir déjà de dîner ensemble mardi. Disons en principe, pour faire la part des hasards de la route – et je te confirmerai le dîner au téléphone. Je t’envoie déjà une cargaison de tendres vœux, et que la vie rejaillisse en toi pendant toute l’année, te donnant le cher visage que j’aime depuis tant d’années (mais je l’aime soucieux aussi, et de toutes les manières). Je plie ton imperméable dans l’enveloppe et j’y joins tous les soleils du cœur.

A bientôt, ma superbe, je suis si content à l'idée  de te revoir que je ris en t'écrivant. J'ai fermé  mes dossiers et ne travaille plus (trop de famille et trop d'amis de la famille !).

Je n'ai donc plus de raisons de me priver de ton rire, et de nos soirées, ni de ma patrie. Je t'embrasse, je te serre contre moi jusqu'à mardi, où je recommencerai.

            A.   


Τέλεια.Τελευταιο γράμμα.

Ακριβώς για να σού πω ότι φτάνω Τρίτη,οδικώς,επιβαινοντας  στο αυτοκίνητο των Gallimard τη Τρίτη

(αυτοί περνούν από δω την Παρασκευή).

Θα σου τηλεφωνήσω όταν φτασω,αλλά θα μπορούσαμε ίσως να κανονίζαμε ήδη να δειπνουσουμε μαζί την Τρίτη.

Ας το πούμε μπροστα,πρεπει να πάρουμε υπόψιν την επικινδυνότητα τού δρομου-και θα σου επιβεβαιώσω το δείπνο στο τηλεφωνο.

Σου στέλνω ήδη ένα φορτίο τρυφερές ευχές,

και να ξεπηδήσει η ζωή σε σένα όλη αυτή τη χρονιά,δωρίζοντας σου το αγαπημένο πρόσωπο που αγαπώ τόσα χρόνια.

(αλλά τ'αγαπω ανησυχος επίσης,και μ'ολλους τους τρόπους)διπλώνω το ααδιαβροχο σου μέσα στο φάκελο και κει κλείνω μαζί όλους τούς ήλιους τής καρδιάς.

Σε λιγο,λατρεία μου,ειμαι τόσο χαρούμενος με την ιδέα να σε ξαναδώ που γελάω γράφοντας σου.

Έχω κλεισει τα ντοσιε μου και δεν δουλεύω πλεον

(αρκετά με την οικογένειά και αρκετά με τούς οικεγειακους φίλους!)

Δεν έχω λοιπόν πλεον λόγους να στερούμε απ' το 

γέλιο σου,κι απ'τις βραδιές μας,ούτε απ'την πατρίδα μου.

Σε φιλώ,και σε σφίγγω πάνω μου μέχρι την Τρίτη που θα το ξανακανω

Α.


κανένα νόημα δεν επιτρέπεται

σ' αυτόν τον παράδοξο κόσμο

Albert και Maria,

είπε ο Meursault,

είμαστε όλοι ξενοι

Etrangeres

.

.

.




χ.ν.κουβελης c.n.couvelis 

μεταφράζοντας 


Albert Camus

L’ÉTRANGER

Ο Ξενος

(1942)


πρώτο μερος


I


Σήμερα,η μαμά πέθανε.Η' ίσως χθες,δεν ξέρω.Εχω πάρει ένα τηλεγράφημα από το άσυλο:

'Μητερα απεβίωσε.Κηδεια αύριο.Θερμα συλλυπητήρια.'

Αυτό δεν θέλει τίποτα να πει.

Αυτό ήταν ίσως χθες.


Το άσυλο τών γέρων είναι στο Μαρενγκο,ογδόντα χιλιόμετρα απ'το Αλγερι.

Θα πάρω το λεωφορείο στις δύο η ώρα και θα φτάσω τ'απογευμα.

Έτσι θα μπορέσω να ξενυχτήσω και να επιστρέψω αύριο βράδυ.

Έχω ζητήσει δυό μέρες άδεια απ'το αφεντικό μου κι αυτος δεν μπορούσε να μού τις αρνηθεί με μια δικαιολογία τετοια.

Αλλά δεν φάνηκε να τού αρέσει.Τού είπα μάλιστα:

'Δεν είναι δικό μου φταίξιμο.'

Δεν μ'απαντησε.

Τότε σκέφτηκα πως δεν έπρεπε να τού το πω.

Στο τέλος τέλος,δεν είχα καμιά ανάγκη να δικαιολογηθω.Μαλλον ήταν αυτός που έπρεπε να μού πει τα συλλυπητήρια του.

Αλλά θα το κάνει χωρίς αμφιβολία μεθαύριο,όταν με δει με το πένθος.

Για την ώρα,είναι λίγο όπως η μαμά να μην ήταν πεθαμένη.

Μετά την κηδεία,αντίθετα,θα'ναι μια υπόθεση τακτοποιημενη κι όλα θα έχουν διευθετηθεί πιο γραφειοκρατικα.

Έχω πάρει το λεωφορείο στις δύο η ώρα.Εκανε πολύ  ζέστη.Εχω φάει στο ρεστωραντ, στη Σελεστ,όπως συνήθως.

Είχαν όλοι τους πολύ συμπόνοια για μένα και η Σελεστ μού'πε.

'δεν υπαρχει παρα μια μανα'.

Όταν αναχώρησα,με συνόδεψαν μέχρι τη πόρτα.Ημουνα ένα λίγο ζαλισμενος επειδή ήταν ανάγκη ν'ανεβω στον Εμανουέλ για να τού δανειστώ μια  γραβατα μαύρη κι ένα πένθος για το μπράτσο Αυτός είχε χάσει τον θείο του,είναι κάποιοι μήνες.


PREMIERE PARTIE


I


Aujourd’hui, maman est morte. Ou peut-être hier, je ne sais pas. J’ai reçu un télégramme de l’asile : « Mère décédée. Enterrement demain. Sentiments distingués. » Cela ne veut rien dire. C’était peut-être hier.

L’asile de vieillards est à Marengo, à quatre-vingts kilo¬ mètres d’Alger. Je prendrai l’autobus à deux heures et j’arriverai dans l’après-midi. Ainsi, je pourrai veiller et je rentrerai demain soir. J’ai demandé deux jours de congé à mon patron et il ne pouvait pas me les refuser avec une excuse pareille. Mais il n’avait pas l’air content. Je lui ai même dit : « Ce n’est pas de ma faute. » Il n’a pas répondu. J’ai pensé alors que je n’aurais pas dû lui dire cela. En somme, je n’avais pas à m’excuser. C’était plutôt à lui de me présenter ses condoléances. Mais il le fera sans doute après-demain, quand il me verra en deuil. Pour le moment, c’est un peu comme si maman n’était pas morte. Après l’enterrement, au contraire, ce sera une affaire classée et tout aura revêtu une allure plus officielle.

J’ai pris l’autobus à deux heures. Il faisait très chaud. J’ai mangé au restaurant, chez Céleste, comme d’habitude. Ils avaient tous beaucoup de peine pour moi et Céleste m’a dit : « On n’a qu’une mère. » Quand je suis parti, ils m’ont accompa¬ gné à la porte. J’étais un peu étourdi parce qu’il a fallu que je monte chez Emmanuel pour lui emprunter une cravate noire et un brassard. Il a perdu son oncle, il y a quelques mois.

.

.

.


Γυναικα-3μ χ 4.5μ

- χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


(Άνθρωπινα Εσωτερικά)

Ερημος

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


αντέδρασε,στα όρια τής βίας,του έριξε ένα ανθοδοχειο στον καθρέφτη και τον σύντριψε,'κοιταξε το ειδωλο σου',ούρλιαξε,'μαζεψε τα πράγματα σου, φύγε',έφυγε,εκείνη άνοιξε την τηλεόραση,την έκλεισε,χτύπησε το τηλέφωνο της,κοίταξε τον αριθμό,το πέταξε στο τοίχο και το έσπασε,άνοιξε στα δυο,είδε τα. εξαρτηματα του,'σαν εντοσθια',σκέφτηκε,μπήκε στο μπάνιο,το ζεστό νερό κυλησε από τα μαλλιά στους ώμους στη κοιλιά στα πόδια κι έπειτα στροβιλιζοντας χάνονταν στο σιφώνιο,μ'ενα καθρεφτάκι έβαψε τα χείλη της,φόρεσε ένα μαύρο φόρεμα που είχε χρόνια να το φορέσει,,έφτιαξε τα μαλλιά της με τα δάχτυλα,έβαψε τα νύχια,τον δείκτη κόκκινο και τ'αλλα δάχτυλα σκούρο μπλε,βγήκε,οδήγησε έξω από τη πόλη,απομακρύνθηκε,κατέβηκε σε μια τεράστια παραλία,έβγαλε τα παπούτσια της και περπάτησε στην άμμο,'στο όριο δύο ερημων'σκεφτηκε, τής θάλασσας και τής άμμου,ξάπλωσε στην άμμο,ο ζεστός ήλιος την ζαλισε κι αποκοιμήθηκε,την ξύπνησε θόρυβος φωνών,είδε ανθρώπους συγκεντρωμένους,της έκλειναν τη θέα,σηκώθηκε,ρώτησε τι συμβαίνει,μια γυναίκα τής είπε πως κάποιος άντρας πνίγηκε,η γυναίκα αναμέρησε να περάσει,εκείνη έστριψε την πλάτη της,δεν θελησε να τον δει,μπήκε στο αυτοκίνητο και απομακρύνθηκε,'ως πότε θα απομακρύνεται κάποιος και πόσο μακρυά μπορεί να απομακρυνθει;'σκεφτηκε, στο εστιατόριο που έτρωγε,πολλές φορές τρώγανε 

σ'αυτο,της άρεσε εκείνης,κοίταξε τη καρέκλα, απεναντι,ένα κενό,'η ζωή προχωράει γεμίζοντας κενα' άκουσε τη φωνή ενός άντρα,'δεν συμφωνείς;'την ρώτησε,τον κοίταξε,ένας από εκείνους τους ενοχλητικούς τυπους που πλησιάζουν μοναχικές γυναικες έχοντας το θράσος να πιστευουν πως έχουν την ανάγκη τους,κάτι σαν από μηχανής θεός,'ξερω τι σκεφτεσαι'ειπε ο αντρας'ενας από μηχανής θεος',βαρέθηκε να του φέρει αντίρρηση,εκείνος κάθησε στην άδεια καρέκλα χωρίς να τον προσκαλέσει,μιλούσε ασταμάτητα,φλυαρουσε,νόμιζε πως αυτά που έλεγε ήταν ενδιαφέροντα,είχε νυχτωσει όταν 

έφυγαν,του πρότεινε να κοιμηθεί στο σπίτι της,εκείνος χωρίς δυσκολία δέχτηκε,έφτασαν στο σπίτι,άνοιξε και μπήκαν,ο καθρέφτης,κοίταξε,ήταν ανέπαφος,χαμήλωσε τα φώτα,δίπλα στο δικό της είδε το ειδωλο του,'ξερεις' του ειπε' μοιάζεις με τον πνιγμένο αντρα',εκείνος γέλασε,'καθολου παράξενο,κορίτσι μου,τόσα πράγματα για κάποιο λόγο μοιάζουν μεταξύ τους'της είπε και την αγκάλιασε,ένιωσε την αναπνοή του στο λαιμό,δεν είχε,σκέφτηκε,καμία σημασία να του απαντήσει,η νύχτα άλλωστε είναι κι αυτη μια τεράστια έρημος για τους ανθρώπους,κι είναι λογικό να θέλει να την αποφυγει

.

.

.



Βελανιδιά 

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


στον τόπο μου,Μαχαιρα

[μαρτυρια ανθρωπου]

εδω γυριζαμε δαφνια καμμενα παλιουργια πρικη γουρδια

παλιουρος βρωμοβρυση κτηνοτροφοι και γεωργοι εδω στις βελανιδιες και

στα δεντρα επιασαν οι γυναικες τα παιδια μας

τωρα ερημωσε ο τοπος απο μας

.

.

.



χ.ν.κουβελης c.n.couvelis 

μεταφραζοντας


Shakespeare 

Othello

Οθέλλος 

Πράξη Ε' Σκηνή Β'


Οθέλλος 


Περιμενετε.Μια-δυο λεξεις πριν φύγετε.397

Έχω κάνει στη πολιτεία κάποια υπηρεσία,και το γνωρίζουν.

Τίποτα περισσότερο από εκείνο.Σας παρακαλώ στα γράμματα σας

όταν τής συμφοράς αυτές τις πράξεις θα αναφερετε

μιλήστε για μένα όπως είμαι.Τιποτα μην μετριασετε.Ουτε να υποβιβαστε τίποτα στη κακία.

Πρέπει να μιλήστε για εναν που δεν αγάπησε με λογική,αλλά με πάθος.

Για έναν που εύκολα δεν ζήλευε,αλλά όντας σ'αναστατωση,ζαλισμενος έφτασε στ'άκρα.

Για έναν που το χέρι,σαν τον ανόητο Ιουδαίο,ένα μαργαριταρι πέταξε

πιο πολύτιμο απ'ολη τη φυλή του 

Για έναν που τα χαμηλωμένα μάτια,

αν και ασυνήθιστα στη τρυφερότητα,

χύνουν δάκρυα συνεχώς όπως τα δέντρα τής Αραβίας τον ιαματικό τους χυμό.

Έτσι καταθέστε τα.

Και πεστε περα απ'αυτα,ότι στο Χαλέπι μια φορά,

όπου ένας κακούργος και σαρικοφορος Τούρκος

χτύπησε έναν Βενετσιάνο κι έβρισε τη πολιτεία,

τον άρπαξα απ'το λαιμό τον μονουχισμενο σκυλο,

και τον εσφαξα,ετσι


(ο Οθέλλος αυτοκτονεί)


Ο Οθέλλος 

μιλάει στην Δυσδαιμόνα:


σε φιλισα  πριν σε σκοτώσω.Καμια διέξοδος παρά αυτό,να σκοτωθώ,και να πεθάνω πάνω σ'ενα  φιλι.


Othello 


Soft you. A word or two before you go. 397

I have done the state some service, and they

know ’t.

No more of that. I pray you in your letters,

When you shall these unlucky deeds relate,

Speak of me as I am. Nothing extenuate,

Nor set down aught in malice. Then must you speak

Of one that loved not wisely, but too well;

Of one not easily jealous, but being wrought,

Perplexed in the extreme; of one whose hand,

Like the base Judean, threw a pearl away

Richer than all his tribe; of one whose subdued

eyes,

Albeit unused to the melting mood,

Drops tears as fast as the Arabian trees

Their medicinable gum. Set you down this.

And say besides, that in Aleppo once,

Where a malignant and a turbanned Turk

Beat a Venetian and traduced the state,

I took by th’ throat the circumcisèd dog,

And smote him, thus.


(Othello commits suicide)


Othello

to Desdemona:


I kissed thee ere I killed thee. No way but this,

Killing myself, to die upon a kiss.

.

.

.



Italo Calvino

-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης


[HOMAGE TO ITALO CALVINO Le citta invisibili]

Η ΠΟΛΗ ΕΝΟΣ ΜΟΝΑΔΙΚΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


'αυτη η πολη,απο οσες επισκεπτηκα,και ειναι απειρες,ειναι η πιο καταληκτικη τής αυτοκρατοριας σας,Μεγαλε Βασιλεα'αναφωνησε  ο ξενος επισκεπτης συνεχιζοντας τις περιγραφες τών πολεων,'γοητευτηκα απο τις πλατιες λεωφορους της,την υπεροχη αρχιτεκτονικη 

των κτιριων της,τα πολλα παρκα της,το ζωολογικο της κηπο,τι να πω για τη ζωντανια της,

τα καταστηματα ,το πλουτος της,ολα αυτα καταπληκτικα,ομως το πιο καταπληκτικο ηταν 

αυτο που διαπιστωσα,πως ολοι οι κατοικοι της,που ειναι πολλα εκατομυρια,ο καθενας 

ξεχωριστα ειχε την πιθανη μοιρα ενος ανθρωπου,ζουσαν τις διαφορετικες ζωες ενος 

μοναδικου ανθρωπου,απο την πιο ταπεινη και αθλια  ζωη εως την πιο υψηλη και ευγενικη,

ενος ζητιανου εως ενος εκατομυριουχου','και ανακαλυψες,ξενε,ποιος ηταν αυτος ο μοναδικος  ανθρωπος;'ρωτησε φανερα περιεργος ο Μεγαλος Βασιλεας,'βεβαια και ανακαλυψα,

Μεγαλειωτατε,αυτος ημουν εγω'απαντησε θριαμβευτικα ο ξενος,'εγω ειμαι ο Δημιουργος 

αυτης τής πολης',τοτε ο Μεγαλος Βασιλεας χαμογελασε αινιγματικα,'ισως μεσα στα εκατομυρια των κατοικων αυτης τής πολης να υπαρχει η' να υπαρξει ο δολοφονος σου,η΄μηπως 

υπηρξε;','βασει των πιθανοτητων,Μεγαλειωτατε,σιγουρα' απαντησε ψυχραιμα ο ξενος,

'και αυτο δεν σας ανησυχει,δεν σας φοβιζει;'ρωτησε ο Βασιλεας,'οχι,γιατι,Μεγαλε Βασιλεα,

εγω δεν ειμαι κατοικος αυτης της πολης,επομενως ειμαι ανυπαρκτος σε αυτη τη πολη,

επειτα ο δολοφονος μου πρεπει,η ' θα πρεπει,η' επρεπε,να δολοφονησει ολα τα εκατομυρια 

τών κατοικων τής πολης,ετσι δολοφονοντας εμενα',την αλλη μερα ο Μεγαλος Βασιλεας  

διεταξε την εκτελεση,με απαγχονισμο,του ξενου,με αυτο τον τροπο εξαφανιζοντας την πολη 

του,

Σημειωση:

η ιστορια αυτη εχει λογικα σφαλματα,ο συγγραφεας της,ομως,παρ'ολ'αυτα,μη διορθωνοντας

τα,την εξεδωσε 

.

.

Η ΠΙΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΗ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ο ξενος επισκεπτης καταλαβε πως ο Μεγαλος Βασιλεας δεν πιστευε πια τις περιγραφες

τών πολεων,συνεχισε ομως τη διηγηση,'πολλα χιλιομετρα μακρυα απο εδω,Μεγαλειωτατε,

προς τα βορεια τής απεραντης αυτοκρατοριας βρισκεται αυτη η πολη,στη μεση μιας μεγαλης

πεδιαδας,ενας πλατυς ποταμος που ελισσεται διαρκως τη διασχιζει,τα παντα σε αυτη μου ειναι 

γνωριμα κι αγαπημενα,γνωριζω ολες τις γεφυρες,ολους τους δρομους,ολα τα κτιρια,ολα τα 

παρκα,ολους τους ανθρωπους της,εκει εχω ερωτευθει μια ομορφη κι ευγενικη γυναικα κι ειμαι 

πολυ ευτυχισμενος.Αυτη τη πολη την επισκεφτομαι πολυ συχνα.Την ονειρευομαι καθε βραδυ 

που πεφτω να κοιμηθω','Αυτη η πολη,ξενε'ειπε ο Μεγαλος Βασιλεας,'ειναι η πιο πραγματικη 

πολη τής αυτοκρατοριας μου απο ολες τις πολεις που μου εχεις περιγραψει και θα μου περιγραψεις'.

Εκεινο το βραδυ ο ξενος επισκεπτης δεν ονειρευτηκε τη πολη,ουτε και τα επομενα βραδυα,

επειδη η πολη ειναι πραγματικη,και τιποτα πραγματικο δεν μπορει κανενας ανθρωπος να

ονειρευτει.

Περιμενει καποια μερα,καποτε,μεσα στην απεραντη αυτοκρατορια να την συναντησει. 

.

.

.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου