I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2025

Α -Literature Λογοτεχνία -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

 .

.

Α

Literature Λογοτεχνία

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis



Εγκατάσταση/Installation:

Homage to Sappho

-χ.ν.κουβελης  c.n.couvelis


η αίθουσα της Εγκατάστασης/Installation είναι κυβικη αίθουσα,

είσοδος ανά 10 επισκέπτες,που κυκλοφορουν μέσα στο χωρο,

η διάρκεια της επίσκεψης είναι 10 min,

η οροφή της αίθουσας είναι  καλυμμένη με καθρέφτη,

κάθε ένας από τους 4 τέσσερις τοίχους είναι μια ηλεκτρονικη οθόνη,οπου προβάλλονται ασπρομαυρα βιντεα γυναικων η' φωτογραφίες τους από αυτά τα βιντεα,

οι προβολές στους 4 τοίχους εναλλάσονται:4 βιντεα,3 βιντεα,2 βιντεα,1 βίντεο,0 βίντεο,

σε όποιον τοίχο δεν προβάλλεται βίντεο έχουμε μια κενη φωσφοριζουσα οθόνη,

ο φωτισμός στην αίθουσα αυξομειώνεται,από πολύ χαμηλα έως σε υπερφωτισμο,

ο ήχος:σιωπη,οι ήχοι των γυναικών ,ψίθυροι,γέλιο,

γυναικείες φωνες  απαγγέλνουν  αποσπάσματα από ποιήματα της Σαπφως,

(στην αρχαία ελληνική γλώσσα και σε μετάφραση)

.

.

.




Λουκιανου

Εταιρικοί Διάλογοι 

-Μέλιττα και Βακχις-

(μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Μελιττα


αν ξέρεις,Βακχη,καμια γριά,τέτοιες πολλές Θεσσαλες ειναι,που κάνουν τις γυναίκες ποθητές και καλλονές ακόμα μια αν τυχαίνει να'ναι ασχημη,φέρτε μου την,τα χρυσά μου ρούχα της δίνω ευχαριστως,αν καταφέρει να γυρίσει τα μυαλά του Χαρίνου και δει την Σιμίχη άσχημη όπως μέχρι τώρα εμένα βλεπει


Βάκχη


τι μου λες:δεν είστε μαζί,αλλα για την Σιμιχη,Μελλιτα,σ'αφησε ο Χαρινος,και τόσοπολυ θύμωσαν οι γονείς του να μη θέλει να παντρευτεί με την πλούσια που'χει προίκα τόσες λιρες,όπως λένε,γιατί αυτά τώρα από σένα τ'ακουω


Μέλιττα

τέλος όλα εκείνα,Βάκχη,

είναι πέντε μέρες που καθολου δεν τον είδα,αλλά πίνουν στου νεαρού Παμμενη αυτός κι η Σιμιχη


Βάκχη 


τι φοβερα,Μελιττα,

ακούω,

αλλά τι'ναι αυτό που σας χώρισε,μου φαίνεται να'ναι σοβαρο


Μέλιττα


τίποτα δεν έχω να πω,προχθές ανέβηκε απ'τον Πειραιά,τον έστειλε ο πατέρας του,νομίζω, κάποιο χρέος να ζητήσει,μπαίνοντας μεσα δεν με κοίταξε καν,ούτε μ'αφησε να τρέξω κοντά του όπως συνήθως έκανα,τραβήχτηκε πίσω να μην τον αγκαλιάσω,

-τραβα,ειπε,στον καπετάνιο 

Ερμοτιμο,για να διαβάσεις αυτά που'ναι γραμμένα στους τοίχους του Κεραμεικού όπου βγήκαν στην φόρα

τα όνοματα σας,

-για ποιον Ερμοτιμο λες;του είπα,

ουτε μ'απαντησε ουτε έφαγε κι έπεσε γυρίζοντας μου τη πλάτη να κοιμηθει,πόσα δεν έκανα,να τον γυρίσω και να τον φιλήσω έτσι που ήταν γυρισμενος,με τίποτα δεν μαλάκωσε,αλλά μου'πε -αν συνεχίσεις να μ'ενοχλεις θα σηκωθώ να φύγω κι ας είναι μέσανυχτα


Βάκχη


εσύ αυτόν τον Ερμοτιμο τον ξέρεις;


Μέλιττα


να με δεις,Βάκχη,χειρότερα να περναω από αυτά τώρα,αν κάποιον καπετάνιο Ερμοτιμο ξέρω,

αυτός προτού ξημερώσει και λαλήσει ο κόκορας σηκώθηκε κι έφυγε, θυμήθηκα οτ'είπε πως τ'ονομα μου είναι γραμμένο σε τοίχο του Κεραμεικού,έστειλα λοιπόν εκεί την Ακίδα,αυτή τίποτα άλλο δεν βρήκε παρα μονο αυτό γραμμένο όπως μπαίνεις από τα δεξιά προς το Διπυλο,,-η Μελιττα τα'χει με τον Ερμοτιμο,και λίγο από κάτω,-Ο καπετάνιος Ερμοτιμος τα'χει με την Μελιττα


Βάκχις


ανόητα παιδιαρισματα,καταλαβαίνω,κάποιος θελωντας να δουλεψει τον Χαρινο που'ναι ζηλιάρης το'γραψε,κι αυτός αμέσως το'χαψε,αν τον δω θα το κουβεντιάσω μαζί του,γιατί άπειρος και παιδί ειναι ακομα

.


Μέλιττα


που να τον δεις,είναι κλεισμένος μέσα με την Σιμιχη,οι γονείς του ακόμα από μένα τον ζητούν,αλλά αν κάποια γριά,Βάκχη,βρούμε,όπως είπα,τότε θα σωθώ αν ξαναφανει


Βάκχη


υπάρχει,φιλενάδα,μια επιτήδεια μαγισσα,καταγωγή απ'τη Συρία,ζωηρή ακόμα και καλοστεκουμενη,αυτή κάποτε τον Φανίσ που μου'κανε διάφορα,όπως ο Χαρινος,του άλλαξε τα μυαλά μέσα σε τέσσερις μήνες,όταν εγώ είχα τρελαθεί,αυτός με τα μαγικά της γρήγορα ξαναδεθηκε μαζί μου


Μέλιττα


τι έκανε η γριά ,αν ακόμα το θυμάσαι;

 

Βάκχη


δεν παίρνει Μελιττα,μεγάλη αμοιβή,μια δραχμή και ενα ψωμί,πρέπει να'ναι μαζί με το αλάτι και εφτά οβολοι και θειάφι και δαδί,αυτά παίρνει η γριά,κι ένα κρατήρα γεμίζει με κρασί και πίνει μοναχα εκεινη,πρέπει όμως και κάτι να είναι απ'τον άντρα,όπως ρούχα η' παπούτσια,η' λίγες τρίχες η' κάτι απ'αυτα


Μέλιττα


έχω τα παπούτσια του


Βάκχη


αυτά αφού τα κρεμάσει σε πασσαλο τα θυμιατιζει με το θειάφι,πετώντας και το αλάτι στη φωτια,

επαναλαμβάνει λέγοντας και τα δύο ονόματα και εκείνου και το δικό σου,

έπειτα βγάζοντας απ'τον κόρφο ένα ρόμβο τον περιστρέφει λέγοντας κάποια μαγικά λόγια με γρήγορη γλώσσα,βαρβαρικά και παράξενα ονόματα,αυτά τότε έκανε,και μετα από λίγο ο Φανίας ,αφού την ίδια στιγμή τον έπιπληξαν και τα συνομήλικα παιδια κι αφού η Φοιβιδα με την οποία συζούσε του ζήτησε πολλά,ήρθε σε μένα,από τι άλλο;από τα μαγικά λογια να τον έφεραν,ακόμα κι αυτό που   πολύ δυνατά φέρνει την απέχθεια μου είπε να κανω,να προσέχω το πάτημα,που αφήνει,και να το πατάω για να το σκορπίσω στο αριστερό εκείνης με το δεξί μου,κι ανάποδα στο δεξί της με το αριστερό και να λέω,-σε πάτησα κι απο πάνω σου είμαι,κι έτσι έκανα όπως μου είπε,


Μέλιττα


μη χασομερας,μη χασομερας,Βάκχη,κάλεσε τη Συρα,κι εσύ,Άκη,το ψωμί και το θειάφι,κι όλα τ'αλλα για τα μαγικά ετοιμαζε

.

.

Μέλιττα

[1] εἴ τινα οἶσθα, Βακχί, γραῦν, οἷαι πολλαὶ Θετταλαὶ λέγονται ἐπᾴδουσαι καὶ ἐρασμίους ποιοῦσαι, εἰ καὶ πάνυ μισουμένη γυνὴ τυγχάνοι, οὕτως ὄναιο, παραλαβοῦσα ἧκέ μοι· θαἰμάτια γὰρ καὶ τὰ χρυσία ταῦτα προείμην ἡδέως, εἰ μόνον ἴδοιμι ἐπ᾽ ἐμὲ αὖθις ἀναστρέψαντα Χαρῖνον μισήσαντα τὴν Σιμίχην ὡς νῦν ἐμέ.


Βάκχις

τί φής; οὐκέτι σύνεστιν — ἀλλὰ παρὰ τὴν Σιμίχην, ὦ Μέλιττα, οἴχεται Χαρῖνος — δι᾽ ἣν τοσαύτας ὀργὰς τῶν γονέων ἠνέσχετο οὐ βουληθεὶς τὴν πλουσίαν ἐκείνην γῆμαι πέντε προικὸς τάλαντα, ὡς ἔλεγον, ἐπιφερομένην; μέμνημαι γὰρ ταῦτά σου ἀκούσασα.


Μέλιττα

ἅπαντα ἐκεῖνα οἴχεται, ὦ Βακχί, καὶ πέμπτην ταύτην ἡμέραν οὐδ᾽ ἑώρακα ὅλως αὐτόν, ἀλλὰ πίνουσι παρὰ τῷ συνεφήβῳ Παμμένει αὐτός τε καὶ Σιμίχη.


Βάκχις

[2] δεινά, ὦ Μέλιττα, πέπονθας. ἀλλὰ τι καὶ ὑμᾶς διέστησεν; ἔοικε γὰρ οὐ μικρὸν τοῦτ᾽ εἶναι. [p. 241]


Μέλιττα

τὸ μὲν ὅλον οὐδὲ εἰπεῖν ἔχω· πρῴην δὲ ἀνελθὼν ἐκ Πειραιῶς — κατεληλύθει γὰρ, οἶμαι, χρέος τι άπαιτήσων πέμψαντος τοῦ πατρός — οὔτε με προσέβλεψεν [p. 287] ἐσελθὼν οὔτε προσήκατο ὡς ἔθος προσδραμοῦσαν, ἀποσεισάμενος δὲ περιπλακῆναι θέλουσαν, Ἄπιθι, φησί, πρὸς τὸν ναύκληρον Ἑρμότιμον ἢ τὰ ἐπὶ τῶν τοίχων γεγραμμένα ἐν τῷ Κεραμεικῷ ἀνάγνωθι, ὅπου κατεστηλίτευται ὑμῶν τὰ ὀνόματα. τίνα Ἑρμότιμον, τίνα, ἔφην, ἢ ποίαν στήλην λέγεις; ὁ δὲ οὐδὲν ἀποκρινάμενος οὐδὲ δειπνήσας ἐκάθευδεν ἀποστραφείς. πόσα οἴει ἐπὶ τούτῳ μεμηχανῆσθαί με περιλαμβάνουσαν ἐπισιρέφουσαν φιλοῦσαν ἀπεστραμμένου τὸ μετάφρενον; ὁ δ᾽ οὐδ᾽ ὁπωστιοῦν ὑπεμαλάχθη, ἀλλ᾽ εἴ μοι, φησίν, ἐπὶ πλέον ἐνοχλήσειας, ἄπειμι ἤδη, εἰ καὶ μέσαι νύκτες εἰσίν.


Βάκχις

[3] ὅμως ᾔδεις τὸν Ἑρμότιμον;


Μέλιττα

ἀλλά με ἴδοις, ὦ Βακχί, ἀθλιώτερον διάγουσαν ἢ νῦν ἔχω, εἴ τινα ἐγὼ ναύκληρον Ἑρμότιμον οἶδα. πλὴν ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἕωθεν ἀπεληλύθει τοῦ ἀλεκτρυόνος εὐθὺς ᾄσαντος ἀνεγρόμενος, ἐγὼ δὲ ἐμεμνήμην ὅτι κατὰ τοίχου τινὸς ἔλεγε καταγεγράφθαι τοὔνομα ἐν Κεραμεικῷ· ἔπεμψα οὖν Ἀκίδα κατασκεψομένην· ἡ δ᾽ ἄλλο μὲν οὐδὲν εὗρε, τοῦτο δὲ μόνον ἐπιγεγραμμένον ἐσιόντων ἐπὶ τὰ δεξιὰ πρὸς τῷ Διπύλῳ, Μέλιττα φιλεῖ Ἑρμότιμον, καὶ μικρὸν αὖθις ὑποκάτω, Ὁ ναύκληρος Ἑρμότιμος φιλεῖ Μέλιτταν.


Βάκχις

ὢ τῶν περιέργων νεανίσκων. συνίημι γάρ. λυπῆσαί τις θέλων τὸν Χαρῖνον ἐπέγραψε ζηλότυπον ὄντα εἰδώς· ὁ δὲ αὐτίκα ἐπίστευσεν. εἰ δέ που ἴδοιμι αὐτόν, διαλέξομαι. ἄπειρός ἐστι καὶ παῖς ἔτι.


Μέλιττα

ποῦ δ᾽ ἂν ἴδοις ἐκεῖνον, ὃς ἐγκλεισάμενος ἑαυτὸν σύνεστι τῇ Σιμίχῃ; οἱ γονεῖς δὲ ἔτι παρ᾽ ἐμοὶ ζητοῦσιν λυξιαν. ιιι. 16 [p. 242] αὐτόν. ἀλλ᾽ εἴ τινα εὕροιμι, ὦ Βακχί, γραῦν, ὡς [p. 288] ἔφην· ἀποσώσειε γὰρ ἂν φανεῖσα.


Βάκχις

[4] ἔστιν, ὦ φιλτάτη, ὅτι χρησίμη φαρμακίς, Σύρα τὸ γένος, ὠμὴ ἔτι καὶ συμπεπηγυῖα, ἥ μοί ποτε Φανίαν χαλεπαίνοντα κἀκεῖνον εἰκῆ, ὥσπερ Χαρῖνος, διήλλαξε μετὰ μῆνας ὅλους τέτταρας, ὅτε ἐγὼ μὲν ἤδη ἀπεγνώκειν, ὁ δὲ ὑπὸ τῶν ἐπῳδῶν ἧκεν αὖθις ἐπ᾽ ἐμέ.


Μέλιττα

τί δὲ ἔπραξεν ἡ γραῦς, εἴπερ ἔτι μέμνησαι;


Βάκχις

λαμβάνει μὲν οὐδὲ πολύν, ὦ Μέλιττα, τὸν μισθόν, ἀλλὰ δραχμὴν καὶ ἄρτον· ἐπικεῖσθαι δὲ δεῖ μετὰ τῶν ἁλῶν καὶ ὀβολοὺς ἑπτὰ καὶ θεῖον καὶ δᾷδα. ταῦτα δὲ ἡ γραῦς λαμβάνει, καὶ κρατῆρα κεκερᾶσθαι δεῖ καὶ πίνειν ἐκείνην μόνην. δεήσει δέ τι αὐτοῦ ἀνδρὸς εἶναι, οἷον ἱμάτια ἢ κρηπῖδας ἢ ὀλίγας τῶν τριχῶν ἤ τι τῶν τοιούτων.


Μέλιττα

ἔχω τὰς κρηπῖδας αὐτοῦ.


Βάκχις

[5] ταύτας κρεμάσασα ἐκ παττάλου ὑποθυμιᾷ τῷ θείῳ, πάττουσα καὶ τῶν ἁλῶν ἐπὶ τὸ πῦρ· ἐπιλέγει δὲ ἀμφοῖν τὰ ὀνόματα καὶ τὸ ἐκείνου καὶ τὸ σόν. εἶτα ἐκ τοῦ κόλπου προκομίσασα ῥόμβου ἐπιστρέφει ἐπῳδήν τινα λέγουσα ἐπιτρόχῳ τῇ γλώττῃ, βαρβαρικὰ καὶ φρικώδη ὀνόματα. ταῦτα ἐποίησε τότε. καὶ μετ᾽ οὐ πολὺ Φανίας, ἅμα καὶ τῶν συνεφήβων ἐπιτιμησάντων αὐτῷ καὶ τῆς Φοιβίδος, ᾗ συνῆν, πολλὰ αἰτούσης, ἧκέ μοι, τί πλέον; ὑπὸ τῆς ἐπῳδῆς ἀγόμενος. ἔτι δὲ καὶ τοῦτό με σφόδρα κατὰ τῆς Φοιβίδος τὸ μίσηθρον ἐδιδάξατο, τηρήσασαν τὸ ἴχνος, ἐπὰν ἀπολίποι, ἀμαυρώσασαν ἐπιβῆναι μὲν τῷ ἀριστερῷ ἐκείνης τὸν ἐμὸν δεξιόν, τῷ δεξιῷ [p. 289] δὲ τὸν ἀριστερὸν ἔμπαλιν καὶ λέγειν, Ἐπιβέβηκά σοι καὶ ὑπεράνω εἰμί· καὶ ἐποίησα ὡς προσέταξε.


Μέλιττα

μὴ μέλλε, μὴ μέλλε, ὦ Βακχί, κάλει ἤδη τὴν [p. 243] Σύραν. σὺ δέ, ὦ Ἀκί, τὸν ἄρτον καὶ τὸ θεῖον καὶ τα ἄλλα πάντα πρὸς τὴν ἐπῳδὴν εὐτρέπιζε

.

.

.




Enigma-χ.ν.κουβελης cn.couvelis


-ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΟΝΤΑΙ 

-HISTORIA DE  LOS DOS QUE  SONARON

(μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis)


ANTOLOGIA DE LA LITERATURA FANTASTICA

(by Jorge Luis Borges-Silvana Ocampo-Adolfo Bioy Casares)

Edhasa 1981 y 1983


(Gustav Weil, γερμανός οριενταλιστής, Salzburg 1808-Freiburg 1889),

μετέφρασε στα γερμανικά Gold Necklaces του Samachari,και The Thousand and One Nights.

Δημοσίευσε μια βιογραφία του Μωάμεθ,μια εισαγωγή στο Κοράνι,και μια ιστορία των Ισλαμικών λαών,


Geschichte des Abbassidenchalifats

in Aegypten,1860-62


διηγούνται άνθρωποι άξιοι της πίστης(αλλά μονάχα ο Αλλάχ είναι παντογνώστης και ισχυρός και ευσπλαχνος και άγρυπνος) ότι υπήρξε στο Κάιρο ένας άνθρωπος  πλούσιος,αλλα τόσο πολύ

μεγαλοψυχος και φιλάνθρωπος που όλα τα έχασε,εκτός απ'το σπίτι του πατέρα του,και ζούσε εξαναγκασμένος να δουλεύει για να κερδίσει το ψωμί του.

Δούλεψε τόσο που ονειρεύτηκε έναν άγνωστο που του είπε:

-η τύχη σου είναι στη Περσια,στο Ισπαχάν,

πήγαινε να την ψάξεις.

Το επόμενο πρωί ξύπνησε

και ξεκίνησε το μακρύ ταξίδι κι αντιμετώπισε τους κινδύνους των ερήμων,των ειδωλολατρών,των ποταμών,των θηρίων και των ανθρώπων,

Έφτασε τελικά στο Ισπαχαν,αλλά στο σύνορο αυτης της πόλης τον έπιασε η νύχτα και ξάπλωσε να κοιμηθεί στην αυλή ενός τζαμιού.

Υπήρχε,δίπλα στο τζάμι,ένα σπίτι και με το θέλημα του Παντοδύναμου Θεού μια συμμορία κλεφτών διέσχισε το τζαμί και μπήκε μεσα στο σπίτι,κι οι άνθρωποι που κοιμόντουσαν εκεί ξύπνησαν και κάλεσαν βοήθεια.Οι γείτονες τότε φώναξαν δυνατα

ωσπου ο επικεφαλής της νυχτοφυλακης σ'εκεινη τη περιοχή κατέφτασε με τους άντρες του,κι οι κλέφτες διέφυγαν απ'την ταράτσα.Ο επικεφαλής έψαξε το τζαμί και μέσα σ'αυτο βρήκαν τον άνθρωπο του Καιρού και τον πήραν στη φυλακή.

Ο.δικαστης τον ανέκρινε και του είπε:

-ποιος είσαι και ποια είναι η πατρίδα σου;

Ο άνθρωπος απάντησε:

-ειμαι από την ξακουστή πόλη του Καιρού και τ'ονομα μου είναι Γιακούμπ Ελ Μαγκρεμπι.

Ο δικαστής τον ρωτησε:

-τι σ'εφερε στη Περσια;

Ο άνθρωπος διάλεξε την αλήθεια και είπε:

-ενας άνθρωπος μου σύστησε σ'ενα όνειρο να έρθω στο Ισπαχάν,γιατί εκεί ήταν η περιουσία μου.

Ήδη είμαι στο Ισπαχάν και βλέπω πως η περιουσία που μου υποσχέθηκε πρέπει να'ναι αυτη η φυλακή.

Ο δικαστής γέλασε.

-ανθρωπε κανεις λάθος-του ειπε-τρεις φορές έχω ονειρευτει

ένα σπίτι στη πόλη του Καιρου,που στο.βσθος του υπάρχει ένας κήπος και μέσα στον κηπο,ένα ηλιακό ρολόι και παραπέρα απ'το ηλιακό ρολόι μια συκια και κάτω απ'τη συκιά ένας θησαυρός.Δεν έχω δώσει την παραμικρή πίστη σ' αυτό το ψεμα.Χωρις αμφιβολία,έχεις περιπλανηθεί από πόλη σε πόλη,με μόνο τη πίστη στο όνειρο σου.Να μη σε ξαναδώ πίσω στο Ισπαχάν.

Ο άνθρωπος τα μάζεψε και γύρισε στη πατρίδα.

Κατω απ'τη συκιά τού σπιτιού του (που ήταν αυτή στο όνειρο του δικαστή)ξέθαψε τον θησαυρό.Ετσι ο Θεος τον ευλόγησε και τον ανταμειψε και τον εξύψωσε. Ο Θεός είναι ο Γενναιόδωρος,ο Απόκρυφος.

.

.

HISTORIA DE  LOS DOS QUE  SONARON 


Cuentan los hombres dignos de fe (pero solo Ala es omnisciente y poderoso y misercordioso y no duerme) que hubo en El Cairo un hombre poseedor de riquezas,pero tan magnanimo y liberal que todas las perdio,menos la casa de su padre,y que se vio forzado a trabajar para ganarse el pan.Trabajo tanto que el sueno a un desconocido que le dijo:

-Tu fortuna esta en Persia,en Isfajan,vete a buscarla.

A la madrugada siguiente se desperto y emprendio el  largo viaje y afronto los peligros de los desiertos,de los idolatras,de l os rios,de las fieras y de los hombres.Llego al fin a Isfajan,pero en el recinto de esta ciudad lo sorpredio  la noche y se tendio a dormir en el patio de una mezquita.Habia,junto a la mezquita,una casa y por el decreto de Dios Todopoderoso una pandilla de ladrones atraveso la mezquita y se metio en la casa,y las personas que dormian se despertaron y pidieron socorro.Los vecimos tambien gritaron,hasta que el capitan de los serenos de aguel distrito acudio con sus hombres y los bandoleros huyeron por la azotea.El capitan hizo registrar la mezquita y en ella dieron con el hombre de El  Cairo y lo llevaron a la cancel.El juez lo hizo comparecer y le dijo:

-Quien eres y cual es tu patria?

El hombre daclaro:

-Soy de la ciudad famosa de El Cairo y mi nombre es  Yacub El Magrebi.

El juez le pregunto:

-Que te trajo a Persia?

El hombre opto por  la verdad y le dijo:

-Un hombre me ordeno en un sueno  que viniera a Isfajan,porque ahi estaba mia fortuna.Ya estoy en Isfajan y veo que la fortuna que me prometio ha de ser esta carcel.

El juez echo a reir.

-Hombre desatinado-le dijo-,tres veces he sonado con una casa en la  ciudad de El Cairo,en cuyo  fondo hay un Jardin y en el jardin,un reloj de sol y despues del reloj de sol,una higuera,y bajo la higuera un tesoro.No he dado el menor credito a esa mentira.Tu,sin embargo,has errado de ciudad en ciudad,bajo la sola fe de tu sueno.Que no vuelva a verte en Isfajan.Toma estas monedas y vete.

El hombre las tomo y regreso a la patria.Debajo de la higuera de su casa(que era la del sueno del juez) desenterro el tesorro.Asi Dios le dio bendicion y lo recompenso y exalto.Dios es el Generoso,el Oculto.

.

.

.




Φωτογράφιση-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Η γυναίκα του διπλανού διαμερίσματος

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


για πρώτη φορά την είδε στην είσοδο της πολυκατοικίας που εμενε,εκείνος έμπαινε κι εκείνη έβγαινε,

αργότερα την συνάντησε στη πόρτα του διαμερίσματος της,εκείνος έμπαινε στο δικό του κι εκείνη έβγαινε από το δικό της,

γρήγορα γνωρίστηκαν κι έγιναν ζευγάρι,εκείνη είχε σπουδάσει θέατρο και πιάνο,

οι ιδιαίτερες συναντήσεις τους γίνονταν στο δικό του διαμέρισμα,ποτέ στο δικό της,του είπε πως δεν ήθελε,το δέχτηκε,

για την προηγούμενη ζωή της απέφευγε να του μιλήσει,

μια μερα,πρωι,μόλις είχαν ξυπνήσει,σηκώθηκε απο το κρεβάτι ξαφνικά  ντύθηκε και χωρίς να πει κάτι άνοιξε τη πόρτα κι έφυγε,

την άκουσε να ανοίγει την πόρτα του διαμερισματος της και να την κλείνει,

βγήκε αμέσως και χτύπησε τη πόρτα της,δεν του άνοιξε,

μετά από λίγο ξαναπήγε,χτύπησε,τίποτα,

ούτε απαντούσε στο τηλέφωνο,ποτέ δεν απάντησε,

εκείνη τη νύχτα δεν κοιμηθηκε,το πρωί ξαναχτύπησε,καμια απάντηση,ανησύχησε,

πήγε  στην αστυνομία,βρήκαν τους ιδιοκτήτες του διαμερίσματος,ένα ηλικιωμένο ζευγάρι,εκείνοι είπαν ότι το διαμέρισμα ήταν για χρόνια,πάνω από δέκα,ξενοικιαστο,

εκεινος τους είπε για τη γυναίκα που έμενε εκεί,ήταν βέβαιος,δεν ήταν στη φαντασία του,τους έδειξε φωτογραφίες της,η ηλικιωμένη γυναίκα ξέσπασε σε κλάματα,

πήγαν στο διαμέρισμα και το άνοιξαν,ήταν κενό,πάνω στο τραπέζι ήταν η φωτογραφία της γυναίκας,τη γνώρισε,αυτή είναι,τους είπε,τότε ο ηλικιωμένος άντρας του είπε,πως είναι η κόρη τους,πως πραγματικά έμενε σε αυτό το διαμέρισμα,και πως πριν δέκα χρόνια την βρήκαν νεκρή μέσα σ'αυτο,ειχε αυτοκτονήσει με χάπια,


μετά από αυτό εκείνος ξενοικιασε το διαμερισμα του,

και ποτέ του δεν ξέχασε εκείνη τη γυναίκα

.

.

.




Λουκιανου

Εταιρικοί Διάλογοι 

-Δωριων και Μυρταλη-

(μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Δωρίων


τώρα,Μυρταλη,μέσα δεν μ'αφηνεις να μπω,αφού φτωχός έγινα για σένα,όταν τα πάντα σου'φερνα,αγαπητικός,άντρας,αφέντης,τα πάντα ήμουν,επειδη τελείως στεγνός είμαι,τον Βιθυνο έμπορα βρήκες κι έκανες εραστή,μ'εδιωξες και μπροστά στη πόρτα σου στάθηκα να κλαίω να παρακαλω,κι αυτός τις νύχτες αγκαλιάζεται ερωτικά και μέσα μόνος είναι και νυχτοξημερωνεται,και πως γκαστρωθηκες απ'αυτον λες


Μυρτάλη


πόσο μ'εκνευριζεις μ'αυτα,Δωριων,και μαλιστα να λες πόσα πολλά μου'δωσες και φτωχός πως έχεις γίνει για μένα,υπολογισε καλά όσα απ'την αρχή μου' δωσες.


Δωρίων


ο κει ,Μυρτάλη,ας τα υπολογισουμε,πρώτα πρώτα δυο δραχμές τα παπούτσια απ'τη Σικυώνα,

πρόσθεσε δυο δραχμές.


Μυρτάλ


ναι,αλλά για δυο νύχτες που κοιμήθηκες μαζί μου


Δωρίων 


κι όταν ήρθα απ'τη Συρία, αλαβαστρο μ'αρωμα απ'τη Φοινίκη,δυο δραχμές κι αυτο


Μυρτάλη


κι εγώ όταν πηγες στα καραβια εκείνο τον μικρό χιτώνα που σου'φτανε μέχρι τα μπούτια,να το φοράς όταν κωπηλατεις,του Επιουρου ήταν του λοστρομου,που τον ξέχασε σε μας,όταν κοιμόνταν μαζί μου


Δωρίων


το ξαναπήρε ο Επίουρος αφού τον γνώρισε μετά από μεγαλο καυγα, κρεμμύδια απ'τη Κύπρο και πέντε σαπερδες και τεσσερες πέρκες σου'φερα όταν γυρίσαμε με το καράβι απ'τον Βόσπορο,και τι άλλο;,α οκτώ  ναυτικά καρβέλια ψωμί παξιμαδια σε κοφίνι και σύκα σε πήλινο απ'τη Καρία,κι ύστερα,απ'τα Πάταρα επίχρυσα σανταλια,αχάριστη,α και τυρί θυμάμαι φίνο απ'το Γυθιο


Μυρτάλη


περίπου πέντε δραχμες,Δωριων,ολ'αυτα


Δωρίων


τόσα,Μυρτάλη,μπορούσα με το μισθό του ναύτη,και τώρα που προβιβαστηκα σε ταξίαρχο,κανεις πως δεν μας βλεπεις,και προχθές που'ταν τα Αφροδίσια,δεν άφησα για σένα στα πόδια της Αφροδίτης μια ασημένια δραχμή;κι επίσης στη μάνα σου παπούτσια δυο δραχμές,και σ'αυτη τη Λυδη πολλές φορές στο χέρι τωρα δυο τωρα τέσσερις οβολούς,ολ'αυτα αν τα προσθέσεις η περιουσία ναύτη ηταν ,


Μυρτάλη


τα κρεμμύδια και οι σαπερδες,Δωριων;


Δωρίων


ναι,γιατί δεν ειχα περισσότερα να φέρω,αν ήμουν πλούσιος δεν θα χτυπούσα κουπια,

στη μάνα μου ποτέ ούτε ένα κεφάλι σκόρδο δεν της πήγα,και θα ευχαριστιομουν να μάθω τι δωρα σου κάνει ο Βιθυνος

 

Μυρτάλη


πρώτα πρώτα βλέπεις αυτό το φουστανακι;εκείνος μου τ'αγορασε,κι αυτό το πανάκριβο κολιέ.


Δωρίων


εκείνος; μα ήξερα πως και παλιά το'χες


Μυρτάλη

αυτό που'ξερες ήταν πολύ  φτηνοτερο και δεν είχε σμαραγδια,κι αυτά τα σκουλαρίκια και το χαλί και πρόσφατα δυο μνες,και το ενοίκιο πλήρωσε για μας,όχι σανταλια απ'τα Πάταρα  και τυρί απ'το Γυθιο κι αέρα κοπανιστο


Δωρίων


όμως εκείνο δε το λες,που τα χάλια του έχει και μαζί του κοιμάσαι;γέρος πάνω απ'τα πεντηντα δεν το συζηταω,καραφλος,και με χρωμα δερματος σαν της καραβιδας,ούτε τα δόντια του κοιτάς;γιατί τα χαρίσματα του πολλά,και μάλιστα όταν τραγουδαει και τρυφερός θέλει να'ναι,σαν το γαϊδούρι που γκαριζει,λένε,αλλά σου εύχομαι να βγεις κερδισμένη το αξίζεις και να σας γεννηθεί  παιδί όμοιο με τον πατέρα,

κι εγώ δεν θα πάω χαμένος θα βρω την Δελφίδα η' την Κυμβαλη κάποια απ'τις κολλητές μου, η' την γειτόνισσα σου την αυλητριδα η' τέλος πάντων καποια,χαλιά και κολιεδια και μισθούς δυο μνες δεν έχουμε ολοι


Μυρτάλη


α πόσο θα'ναι ευτυχισμένη εκείνη,Δωριων,που θα σ' έχει αγαπητικό,γιατί σ'αυτη κρεμμύδια θα φέρεις απ'τη Κύπρο και τυρί,όταν γυρνάς με το καράβι απ'το Γυθιο

.

.

Δωρίων

[1] νῦν με ἀποκλείεις, ὦ Μυρτάλη, νῶν, ὅτε πένης ἐγενόμην διὰ σέ, ὅτε δέ σοι τὰ τοσαῦτα ἐκόμιζον, ἐρώμενος, ἀνήρ, δεσπότης, πάντ᾽ ἦν ἐγώ. ἐπεὶ δ᾽ ἐγὼ μὲν αὖος ἤδη ἀκριβῶς, σὺ δὲ τὸν Βιθυνὸν ἔμπορον εὕρηκας ἐραστήν, ἀποκλείομαι μὲν ἐγὼ καὶ πρὸ τῶν θυρῶν ἕστηκα δακρύων, ὁ δὲ τῶν νυκτῶν φιλεῖται καὶ μόνος ἔνδον ἐστὶ καὶ παννυχίζεται, καὶ κυεῖν φὴς ἀπ᾽ αὐτοῦ.


Μυρτάλη

ταῦτά με ἀποπνίγει, Δωρίων, καὶ μάλιστα ὁπόταν λέγῃς ὡς πολλὰ ἔδωκας καὶ πένης γεγένησαι δἰ ἐμέ. λόγισαι γοῦν ἅπαντα ἐξ ἀρχῆς ὁπόσα μοι ἐκόμισας.


Δωρίων

[2] εὖ γε, ὦ Μυρτάλη, λογισώμεθα. ὑποδήματα ἐκ Σικυῶνος τὸ πρῶτον δύο δραχμῶν· τίθει δύο δραχμάς. [p. 268]


Μυρτάλη

ἀλλ᾽ ἐκοιμήθης νύκτας δύο. [p. 320]


Δωρίων

καὶ ὁπότε ἧκον ἐκ Συρίας, ἀλάβαστρον μύρου ἐκ Φοινίκης, δύο καὶ τοῦτο δραχμῶν νὴ τὸν Ποσειδῶ.


Μυρτάλη

ἐγὼ δέ σοι ἐκπλέοντι τὸ μικρὸν ἐκεῖνο χιτώνιον τὸ μέχρι τῶν μηρῶν, ὡς ἔχοις ἐρέττων, Ἐπιούρου τοῦ πρωρέως ἐκλαθομένου αὐτὸ παρ᾽ ἡμῖν, ὁπότε ἐκάθευδε παρ᾽ ἐμοί.


Δωρίων

ἀπέλαβεν αὐτὸ γνωρίσας ὁ Ἐπίουρος πρῴην ἐν Σάμῳ μετὰ πολλῆς γε, ὦ θεοί, τῆς μάχης. κρόμμυα δὲ ἐκ Κύπρου καὶ σαπέρδας πέντε καὶ πέρκας τέτταρας, ὁπότε κατεπλεύσαμεν ἐκ Βοσπόρου, ἐκόμισά σοι. τί οὖν; καὶ ἄρτους ὀκτὼ ναυτικοὺς ἐν γυργάθῳ ξηροὺς καὶ ἰσχάδων βῖκον ἐκ Καρίας καὶ ὕστερον ἐκ Πατάρων σανδάλια ἐπίχρυσα, ὦ ἀχάριστε· καὶ τυρόν ποτε μέμνημαι τὸν μέγαν ἐκ Γυθίου.


Μυρτάλη

πέντε ἴσως δραχμῶν, ὦ Δωρίων, πάντα ταῦτα


Δωρίων

[3] ὦ Μυρτάλη, ὅσα ναύτης ἄνθρωπος ἐδυνάμην μισθοῦ ἐπιπλέων. νῦν γὰρ ἤδη τοίχου ἄρχω τοῦ δεξιοῦ καὶ σὺ ἡμῶν ὑπερορᾷς, πρῴην δὲ ὁπότε τὰ Ἀφροδίσια ἦν, οὐχὶ δραχμὴν ἔθηκα πρὸς τοῖν ποδοῖν τῆ Ἀφροδίτης σοῦ ἕνεκεν ἀργυρᾶν; καὶ πάλιν τῇ μητρὶ εἰς ὑποδήματα δύο δραχμὰς καὶ Λυδῇ ταύτῃ πολλάκις εἰς τὴν χεῖρα νῦν μὲν δύο, νῦν δὲ τέτταρας ὀβολούς. ταῦτα πάντα συντεθέντα οὐσία ναύτου ἀνδρὸς ἦν. [p. 321]


Μυρτάλη

τὰ κρόμμυα καὶ οἱ σαπέρδαι, ὦ Δωρίων;


Δωρίων

ναί· οὐ γὰρ εἶχον πλείω κομίζειν· οὐ γὰρ ἂν ἤρεττον, εἴ γε πλουτῶν ἐτύγχανον. τῇ μητρὶ δὲ οὐδὲ κεφαλίδα μίαν σκορόδου ἐκόμισα πώποτε. ἡδέως δ᾽ ἂν ἔμαθον ἅτινά σοι παρὰ τοῦ Βιθυνοῦ τὰ δῶρα


Μυρτάλη

τουτὶ πρῶτον ὁρᾷς τὸ χιτώνιον; ἐκεῖνος ἐπρίατο, καὶ τὸν ὅρμον τὸν παχύτερον. [p. 269]


Δωρίων

ἐκεῖνος; ᾔδειν γάρ σε πάλαι ἔχουσαν.


Μυρτάλη

ἀλλ᾽ ὃν ᾔδεις, πολὺ λεπτότερος ἦν καὶ σμαράγδους οὐκ εἶχε. καὶ ἐλλόβια ταυτὶ καὶ δάπιδα, καὶ πρῴην δύο μνᾶς, καὶ τὸ ἐνοίκιον κατέβαλεν ὑπὲρ ἡμῶν, οὐ σάνδαλα Παταρικὰ καὶ τυρὸν Γυθιακὸν καὶ φληνάφους.


Δωρίων

[4] ἀλλὰ ἐκεῖνο οὐ λέγεις, οἵῳ ὄντι συγκαθεύδεις αὐτῷ; ἔτη μὲν ὑπὲρ τὰ πεντήκοντα πάντως, ἀναφαλαντίας καὶ τὴν χρόαν οἷος κάραβος. οὐδὲ τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ ὁρᾷς; αἱ μὲν γὰρ χάριτες, ὦ Διοσκόρω, πολλαί, καὶ μάλιστα ὁπόταν ᾄδῃ καὶ ἁβρὸς εἶναι θέλῃ, ὄνος αὐτολυρίζων, φασίν. ἀλλὰ ὄναιο αὐτοῦ ἀξία γε οὖσα καὶ γένοιτο ὑμῖν παιδίον ὅμοιον τῷ πατρί, ἐγὼ δὲ καὶ αὐτὸς εὑρήσω Δελφίδα ἢ Κυμβάλιόν τινα τῶν κατ᾽ ἐμὲ ἢ τὴν γείτονα ὑμῶν τὴν αὐλητρίδα ἢ πάντως τινά. δάπιδας δὲ καὶ ὅρμους καὶ διμναῖα μισθώματα οὐ πάντες ἔχομεν. [p. 322]


Μυρτάλη

ὦ μακαρία ἐκείνη, ἥτις ἐραστὴν σέ, ὦ Δωρίων, ἕξει· κρόμμυα γὰρ αὐτῇ οἴσεις ἐκ Κύπρου καὶ τυρόν, ὅταν ἐκ Γυθίου καταπλέῃς

.

.

.




(από τα διηγήματα του φανταστικού)

οι δυο αντίστροφες καταστάσεις

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


από τα 25 του άρχισε να καταλαβαίνει ότι δεν πήγαινε κατι καλα με το σώμα του,οι ιατρικές εξετάσεις δεν έδειχναν κάτι ανησυχητικό,στα 30 του η κατάσταση ήταν κρίσιμη,πλήρης γήρανση,η εξωτερική του ομως εμφάνιση παρέμεινε τελείως νεανική,κάποια σπάνια αυτοανοση πάθηση είπαν,

τότε γνώρισε τη γυναίκα του,μια 25χρόνη καλλονή, 

της είπε για την αρρώστια του,εκείνη του είπε πως ένιωθε μια φοβερή έλξη γι'αυτόν,ήταν ο άνθρωπος της,μετά τα δυο χρόνια της σχέσης τους η γυναίκα ξαφνικά άρχισε να βλέπει το σώμα της να αλλάζει,να καταρρεει,σε πολύ λίγο χρόνο είχε γεράσει,

ενώ μέσα της ένιωθε να είναι νέα,

οι γιατροί είπαν πως πάσχει από μια αντίστροφη αυτοανοση ασθένεια από αυτή του άντρα της,

εκείνος εξωτερικά νέος,όμορφος,και εσωτερικά γερασμένος,

κι εκείνη εξωτερικά γερασμένη και εσωτερικά νέα,

όμως και οι δυο γνώριζαν πλέον αυτό που πραγματικά τους συνεβαινε

.

.

.

(Ιστορίες του κ.Κ)

υπέρ της τεχνητής νοημοσύνης 

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ρώτησαν τον κ.Κ:

-κ.Κ. τι λέτε για την τεχνητή νοημοσύνη και τις επιπτώσεις της;

ο κ.Κ απάντησε:

-ειμαι υπέρ της τεχνητής νοημοσύνης,

την παρομοιάζω έτσι:

ο πρώτος άνθρωπος έσκαβε με τα χέρια του το χώμα για να το καλλιεργήσει,

και κάποια στιγμή εφευρέθηκε η τσάπα,για φαντασθητε να μην την χρησιμοποιούσε,

(γέλασε)αυτά σας διαβεβαιω πως είναι το ίδιο κοσμοϊστορικά.

.

.

.





η εκδίκηση

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


μετά την προδοσία νομοτελειακά έρχεται η εκδίκηση,μπορούσε να εκτελεστεί άμεσα,όμως δεν εκτελέστηκε,τώρα καταλαβαίνει το λόγο,ο φόβος του τόσα χρόνια,

να κρύβεται,να μασκαρεύεται,να μην αποκαλυφθεί,η διαρκής αγωνία,οι κινούμενες σκιές,το σκοτάδι,η ξαφνική συνάντηση,το τέλος,

τα χρόνια πέρασαν,

η ζωή του εγκλωβίστηκε σε αυτήν την αναμονή,τώρα δεν τον ένοιαζε,δεν φοβονταν,μάλιστα ένιωθε ευχαρίστηση,να συμβεί,ήξερε ότι ο άλλος ήταν πλησίον του,μια κουρτίνα τον έκρυβε,σίγουρα θα τον αναγνώριζε,

τελευταία δεν κοιμόνταν τις νύχτες,ξημερώνοντας τον περίμενε,

χτύπησε το τηλέφωνο του,εγώ είμαι,άκουσε μια φωνή,την γνώρισε,εσύ;απάντησε,είμαι έτοιμος,σε μια ώρα,ακριβώς,είπε ο άλλος,

μπήκε στο μπάνιο,ξυρίστηκε,ντύθηκε το ίδιο κουστούμι που είχε τότε,τηλεφώνησε στη γραμματέα του να μην έρθει στη δουλειά,

πήγε στο γραφείο του,κάθισε,

άφησε την πόρτα απέναντι του ανοικτή,

πέρασε ώρα,όλες οι αισθήσεις του ήταν σε εγρήγορση,άκουσε βήματα στο διάδρομο να πλησιάζουν,περίμενε,είδε τη σκιά στο άνοιγμα της πόρτας,τον πυροβόλησε,

ο άλλος έπεσε,

τηλεφώνησε στην αστυνομία,σκότωσα έναν άνθρωπο,

όταν ήρθαν ήταν ήρεμος,

ξεκαθάρισμα παλιών λογαριασμών,τους είπε,

στην ανάκριση και στη δικη δεν μίλησε,

η υπόθεση τους δεν αφορούσε κανέναν

.

.

.

χ ν.κουβελης c.n.couvelis

Ασπρογυαλι Αστακος 


Ο φανταστικός κόσμος των παιδιών


δύο κοριτσάκια στη παραλία στη θάλασσα στο νερο

-τι κανεις ;

-δελεαζω τα ψάρια

-πώς τα δελεάζεις;

-ετσι,να

-τα ψάρια αν είναι ζωντανά δεν πουλιούνται

-ο μπαμπάς λέει πως τα ψάρια τα δελεαζεις με ψωμί,τους λέει η μαμα

-αν σε ένα κουβά,λέει το κοριτσάκι,βάλεις ψωμί θα μπούνε μέσα τα ψάρια

 και θα τα πιάσεις


Φυσικά τα ψάρια είχανε άλλη γνώμη

.

.

.


(Ιστορίες του κ.Κ)

Η ηδονοθηρια (The Pleasure -Will)

του Giacomo Girolamo Casanova και περί το sex του κ.Κ)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ο κ.Κ. έκδωσε ένα βιβλίο με τίτλο:

Η Ηδονοθηρια(The Pleasure -Will) του Giacomo Girolamo Casanova


κατά την παρουσίαση του βιβλίου 

τον ρώτησαν:

τι θέλει από μια γυναίκα;

-σεξ,απάντησε,μόνο σεξ,τίποτα άλλο,

-ο έρωτας;

-ο έρωτας,γέλασε,δεν είναι κάτι,δεν είναι πραγματικό γεγονός,είναι μια σκέτη φαντασίωση,

το σεξ είναι πραγματικό,πράξη,

δεν συμφωνείτε;γι'αυτό: γυναίκα ,για μένα,ίσον σεξ,

αλλά και για τον Giacomo Girolamo Casanova,

με τους τρόπους του γοητευε τις γυναίκες,τις παραπλανουσε,με ρομαντισμους και φιλοσοφίες,με μοναδικό σκοπο να της ρίξει στο κρεβάτι,κι εκανε καλό σεξ  μαζί τους,που αυτός το απολάμβανε,αυτό τον ενδιέφερε,ήταν εθισμένος σε αυτό,να το απολαύσει μόνο αυτός,γι'αυτό ήταν αξεπέραστος εραστής,η γυναίκα ήταν το μέσο του γι'αυτό το σκοπό,και βέβαια ο τρόπος με τον οποίο έκανε σεξ ξετρελανε τις γυναίκες που συνεβρεθηκε,

τα όργανα της ηδονής του κατά καποιο τροπο,αυτές οι απόψεις πιθανόν,σίγουρα,θα ξεσηκωσουν τις φεμινίστριες,θα τις θεωρισουν σεξιστικές,αλλά ο Giacomo Girolamo Casanova ήταν σεξιστης,κι εγώ,το δηλώνω,σαν φανατικός του θαυμαστής,είμαι άκρως σεξιστης,δεν υποτιμώ την γυναικα που την θέλω για σεξ,την υποτιμώ όταν αερολογω με ερωτες και ροζ συννεφακια,με το σεξ θέλω όλες τις γυναίκες,με τον έρωτα μόνο μια,κάθε φορά,επομένως,για μένα, το σεξ υπερ πάντων

.

.

.



William Blake-Paolo and Francesca(The Whirlwind of Lovers), circa 1824 


(Ιδιοτροποι Έρωτες)

η ιστορία όταν μεταφραζονταν ο μύθος του Ηρος

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


όταν είδε τη φωτογραφια της στο Social media μετεφραζε τον μύθο του Ηρος,από το 10ο κεφάλαιο της Πολιτείας του Πλάτωνα,

του έκανε φοβερή εντύπωση,σαν να την γνώριζε,από πάντα,και την έψαχνε,ειδικά τα μάτια της,έγραφε ποιηματα,

την παρακολουθούσε συνέχεια,διάβασε ότι έγραφε,αλλά και ότι είχε γράψει,είχε βαθειά την αίσθηση ότι τα γραφτά της απευθύνονταν σ'αυτον,χρησιμοποίησε την τεχνητή νοημοσύνη και δημιούργησε με αυτή Video stories,να απαγγελνει ποιήματα της,ακόμα και αισθησιακές ταινίες τής έκανε,η γυναίκα έγραφε για κάποιον άγνωστο,ήταν ερωτευμένη,όμως αγνοούσε ποιος είναι,θα μπορούσε να της στείλει μήνυμα,εγώ είμαι αυτός,φοβηκε πως θα την τρομάξει,πως δεν θα τον θυμηθεί,θα τον θεωρήσει ενοχλητικό,τότε κατάλαβε τι έγινε στον μύθο του Ηρος,ένας άντρας,αυτός,και μια γυναίκα,ποιήτρια,εκείνη,

στο νέο τους βίο επέλεξαν να είναι ζευγάρι,αυτό ήταν αμετάκλητο το ξέρανε,ύστερα τους οδηγησαν στο τόπο,της λήθης,θυμάται τα μάτια της,αυτά της φωτογραφίας,πως τον κοίταξαν,λίγο πριν πιουν νερό από τον Αμελητα  ποταμό και ξεχάσουν,υστερα κοιμηθηκαν και τα μεσάνυχτα έγινε βροντή και σεισμός κι οι ψυχές τους τινάχτηκαν πανω για να ξαναγεννηθουν,


τόλμησε και στη  φωτογραφία της έγραψε:


Πλάτων Πολιτεία,

κεφάλαιο 10,


πορεύεσθαι ἅπαντας εἰς τὸ τῆς Λήθης πεδίον διὰ καύματός τε καὶ πνίγους δεινοῦ: καὶ γὰρ εἶναι αὐτὸ κενὸν δένδρων τε καὶ ὅσα γῆ φύει. σκηνᾶσθαι οὖν σφᾶς ἤδη ἑσπέρας γιγνομένης παρὰ τὸν Ἀμέλητα ποταμόν, οὗ τὸ ὕδωρ ἀγγεῖον οὐδὲν στέγειν. μέτρον μὲν οὖν τι τοῦ ὕδατος πᾶσιν ἀναγκαῖον εἶναι πιεῖν, τοὺς δὲ φρονήσει μὴ σῳζομένους πλέον πίνειν τοῦ μέτρου: τὸν δὲ ἀεὶ πιόντα [621b] πάντων ἐπιλανθάνεσθαι. ἐπειδὴ δὲ κοιμηθῆναι καὶ μέσας νύκτας γενέσθαι, βροντήν τε καὶ σεισμὸν γενέσθαι, καὶ ἐντεῦθεν ἐξαπίνης ἄλλον ἄλλῃ φέρεσθαι ἄνω εἰς τὴν γένεσιν, ᾄττοντας ὥσπερ ἀστέρας.


σε λίγο στη νέα αναρτηση της είδε τη μετάφραση της στο κειμενο που της ειχε στείλει:


και πορεύτηκαν όλοι στο τόπο της Λήθης όπου δυνατό καμα έκανε κι ήταν πνιγερη η ατμοσφαιρα,κι ήταν αδεντρος τοπος και στη γη τιποτα δεν  φύτρωνε,νύχτωσε και κατασκήνωσαν κοντά στον Αμελητα ποταμό,

που το νερό του κανένα δοχειο δεν κρατά,και με μέτρο όσο ήταν αναγκαίο έπιναν, 

αυτοί οι ασυνετοι που παραπάνω απ'το μέτρο έπιναν,τα πάντα για πάντα ξεχναγαν,ύστερα κοιμήθηκαν κι όταν έγιναν μεσάνυχτα,βροντή και σεισμός έγινε,τότε ξαφνικά άλλος εδώ άλλος άλλου 

τινάχτηκαν πάνω για τη γέννηση τους,όπως διάττοντες αστερες


ήταν ακριβώς ίδια η  μεταφραση της με αυτή που αυτός είχε κάνει μεταφράζοντας τον μύθο του Ηρος από το 10ο κεφαλαιο της Πολιτείας του Πλάτωνα


κι αμέσως μετά εκείνη συνέχιζε με την ιστορία του  Paolo και της Francesca από το 2ο κύκλο της Κόλασης της Θείας Κωμωδίας του Δαντη ,όπου στροβιλιζονται αιώνια δίπλα δίπλα και ούτε μπορούν ν'αγγιχτουν ούτε να ακούσει ο ένας τον αλλον,

Amor, ch’a nullo amato amar perdona

( Dante Alighieri,Divine Comedy, Inferno,

Canto V,verse 103)

(η αγάπη,απ'την οποία κανένας π'αγαπιεται δεν γλιτώνει ν'αγαπα)

το ίδιο δυνατα σ'αγαπω όπως κι εσύ μ'αγαπας

.

.

.



(Λουκιανου Εταιρικοί Διάλογοι)

Γλυκέρα και Θαίς

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Γλυκερια


εκείνο τον φαντάρο,Θαιδα,τον Ακαρνανα,που παλιά με την Αβροτονο τα'χε,μετά ήταν γκόμενος μου,αυτόν τον όμορφο λέω,με τ' άσπρο πουκαμισακι,τον ξέρεις η' τον έχεις ξεχάσει;


Θαίδα


όχι,και βέβαια τον ξέρω,Γλυκερία,μαζί μας τα'πινε πέρυσι στην γιορτή της Αλωας,τι συμβαίνει;κατι θες να μου πεις γι'αυτον


Γλυκερια


η γαμιολα η Γοργόνα,που μου'κανε τη φιλενάδα,μου τον αρπαξε


Θαίδα


και τώρα σ'αποφευγει,η Γοργόνα είναι γκόμενα του


Γλυκερία 


ναι,Θαίδα,κι αυτό πολύ μου τη δινει


Θαίδα


άσχημο είναι,Γλυκερια,αλλά όχι ασυνειθιστο,συνηθισμένο σε μας τις πουτανες,

γι'αυτό μην πολύ στεναχωριέσαι,ούτε να τα βάνεις με τη Γοργόνα,

γιατί ουτ'εσενα σε κατηγόρησε,η Αβροτονο, παλιότερα,αν και φίλεναδες ησασταν,

όμως αυτό με παραξενευει,τι της βρήκε καλό,ο φαντάρος αυτός,εκτός κι αν θεοστραβος είναι,δεν βλέπει τα μαλλιά της,αραιωμενα ,και πολύ στο μέτωπο μπλεγμενα,

τα χείλια άχρωμα κι ασαρκα κι ο λαιμός κοκκαλιαρης γεμάτος φλέβες κι η μύτη γαμψή,

ένα μόνο καλό έχει,είναι νταρντανα  και πολύ κορμάρα και χαμόγελο πολύ τραβηχτικο


Γλυκερία 


μήπως νομίζεις,Θαίδα,πως την ομορφιά της γουστάρει ο Ακαρνανας;δεν ξέρεις πως η Χρυσαριο η μάγισσα είναι μάνα της,που ξέρει κάποια θεσσαλικα ξόρκια και τη σελήνη κάτω τραβαει;

λένε γι'αυτη πως πετάει τη νυχτα,αυτή τον τρέλανε δίνοντας του να πιει τα μαγια και τώρα τον ξεζουμιζουν


Θαίδα

 

κι εσύ, Γλυκερία,άλλον να ξεζουμιξεις ,

αυτόν ας τον στη γλύκα του

.

.


Γλυκέρα

[1] [p. 235] τὸν στρατιώτην ἐκεῖνον, Θαΐ, τὸν Ἀκαρνᾶνα, ὅς πάλαι μὲν Ἀβρότονον εἶχε, μετὰ ταῦτα δὲ ἠράσθη ἐμοῦ, τὸν εὐπάρυφον λέγω, τὸν ἐν τῇ χλαμύδι, οἶσθα αὐτόν, ἢ ἐπιλέλησαι τὸν ἄνθρωπον;


Θαίς

οὔκ, ἀλλὰ οἶδα, ὦ Γλυκέριον, καὶ συνέπιε μεθ᾽ ἡμῶν πέρυσιν ἐν τοῖς Ἁλώοις. τί δὲ τοῦτο; ἐῴκεις γάρ τι περὶ αὐτοῦ διηγεῖσθαι.


Γλυκέρα

Γοργόνα αὐτὸν ἡ παμπόνηρος, φίλη δοκοῦσα εἶναι, ἀπέσπασεν ἀπ᾽ ἐμοῦ ὑπελθοῦσα.


Θαίς

καὶ νῦν σοὶ μὲν ἐκεῖνος οὐ πρόσεστι, Γοργόναν δὲ ἑταίραν πεποίηται;


Γλυκέρα

ναί, ὦ Θαΐ, καὶ τὸ πρᾶγμα οὐ μετρίως μου ἥψατο.


Θαίς

πονηρὸν μέν ὦ Γλυκέριον, οὐκ ἀδόκητον δέ, ἀλλ᾽ εἰωθὸς γίγνεσθαι ὑφ᾽ ἡμῶν τῶν ἑταιρῶν. οὔκουν χρὴ οὔτε ἀνιᾶσθαι ἄγαν οὔτε μέμφεσθαι τῇ Γοργόνῃ· οὐδὲ γὰρ σὲ Ἀβρότονον ἐπ᾽ αὐτῷ πρότερον ἐμέμψατο, καίτοι φίλαι ἦτε. [2] ἀτὰρ ἐκεῖνο θαυμάξω, τί καὶ ἐπῄνεσεν αὐτῆς ὁ στρατιώτης οὗτος, ἐκτὸς εἰ μὴ παντάπασι τυφλός ἐστιν, ὃς οὐχ ἑωράκει τὰς μὲν τρίχας αὐτὴν ἀραιὰς ἔχουσαν καὶ ἐπὶ πολὺ τοῦ μετώπου ἀπηγμένας· τὰ χείλη δὲ πελιδνὰ καὶ νεκρικὰ καὶ τράχηλος λεπτὸς καὶ ἐπίσημοι [p. 281] ἐν αὐτῷ αἱ φλέβες καὶ ῥὶς μακρά. ἓν μόνον, εὐμήκης ἐστὶ καὶ ὀρθὴ καὶ μειδιᾷ πάνυ ἐπαγωγόν.


Γλυκέρα

οἴει γάρ, ὦ Θαΐ, τῷ κάλλει ᾑρῆσθαι τὸν Ακαρνᾶυα; οὐκ οἶσθα ὡς φαρμακὶς ἡ Χρυσάριον ἡ μήτηρ [p. 236] αὐτῆς, Θετταλάς τινας ᾠδὰς ἐπισταμένη καὶ τὴν σελήνην κατάγουσα; φασὶ δὲ αὐτὴν καὶ πέτεσθαι τῆς νυκτός· ἐκείνη ἐξέμηνε τὸν ἄνθρωπον πιεῖν τῶν φαρμάκων ἐγχέασα, καὶ νῦν τρυγῶσιν αὐτόν.


Θαίς

καὶ σύ, ὦ Γλυκέριον, ἄλλον τρυγήσεις, τοῦτον δὲ χαίρειν ἔα.

.

.

.


Κρωβύλη καὶ Κόριννα

(Λουκιανου

Εταιρικοὶ Διάλογοι)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Κρωβύλη


Κόριννα,δεν ήταν τίποτα φοβερό,αυτό που νόμιζες,να χάσεις τη παρθενιά και να γίνεις γυναίκα,έμαθες πια,με τον ομορφο νεαρο που γαμηθηκες,και πήρες και τα πρώτα λεφτά,απ'αυτα τώρα θα σ'αγορασω κολιε


Κόριννα

ναι,μανούλα,ας έχει και πέτρες λαμπερές όπως αυτό της Φιλαινιδας


Κρωβύλη

τέτοιο θα'ναι,άκου και τ'αλλα που θα σου πω που πρέπει να κάνεις και πως να φέρεσαι με τους άντρες,γιατί άλλος τρόπος για να ζήσουμε,κόρη μου,δεν υπάρχει,αλλά τα δυο αυτά  που πέθανε ο πατέρας σου,δεν ξέρεις,πως τα βγάλαμε πέρα;όταν εκείνος ζούσε,είχαμε άφθονα,γιατί είχε δουλειά  στο χαλκουργειο και ξακουστό ήταν τ'ονομα του στον Πειραιά κι όλοι,δεν υπάρχει κανένας,που να μην δηλώνει πως μετά τον Φιλινο δεν ειναι άλλος τέτοιος χαλκουργος,μετά τη κηδεια πρώτα  πούλησα τις λαβίδες και τ'αμονι και το σφυρι για δυο μνες,απ'αυτες τραφηκαμε,μετά ποτε να υφαίνω ποτε μαλλι να κλωθω ισα που  κονομουσα το  φαι μας,και σ'ετρεφα,κόρη μου,κι είχα την ελπίδα σε σενα

 

Κόριννα

για τη μνα λες;


Κρωβύλη

όχι,αλλά λογάριαζα πως μεγαλώνοντας θα θρεφεις κι εμένα,κι εσύ θα τακτοποιηθεις καλά και θα πλουτίσεις,και πορφυρά φουστάνια θα'χεις κι υπηρέτριες 


Κόριννα

πώς λες να γινει ,μητέρα,τι εχεις στο μυαλο σου;


Κρωβύλη

να κάνεις στενή παρεα με νεαρούς και να πίνεται μαζί και να κοιμάσαι μαζί τους επί πληρωμη


Κόριννα

όπως της Δάφνης η κόρη η Λύρα;


Κρωβύλη

ναί.


Κόριννα

αλλά εκείνη είναι πουτανα 


Κρωβύλη

τίποτα φοβερό αυτό δεν είναι,κι εσύ θα πλουτίσεις όπως εκείνη και πολλούς εραστές θα'χεις,γιατί κλαίς,Κόριννα; δεν βλέπεις πόσες είναι οι πουτανες και ποσο τις προτιμούν και δες πόσα χρήματα κονομανε; τη κόρη της Δαφνης την ήξερα,να φορά παλιορουχα πριν ωριμασει,αλλά τώρα δες εξελιξη,και χρυσαφι και φουστάνια λουλουδατα και τέσσερις υπηρετριες


Κόριννα

και πως τ'αποκτησε αυτά η Λύρα;


Κρωβύλη

πρώτα πρώτα να ντύνεται κατάλληλα και να'ναι κομψή κι ευχάριστη σ'ολους,να μην χαχανιζει όπως εσύ κάνεις,άλλα 

να γλυκοχαμογελάει σαγηνευτικα,επειτα να συζητά έξυπνα και μήτε να παραπλανά,αν κάποιος έρθει ο ίδιος,η' άλλον στείλει,μήτε να προσβάλει τους άντρες,

αν ποτέ πάει σε δείπνο επί πληρωμη,ουτε μεθάει,γιατί είναι γελοίο κι απεχθάνονται οι άντρες τις τέτοιες,ούτε πέφτει με τα μουτρα στο φαι,αλλά με τις άκρες των δακτύλων πιάνει και  τρώει,

αθόρυβα και δεν παραγεμιζει το στόμα,πίνει ήσυχα,όχι λαίμαργα,αλλά με παυσεις


Κόριννα

κι αν τύχει και διψασει,μάνα;


Κρωβύλη

τότε περισσότερο,Κόριννα,κι ούτε φλυαρει ούτε φλερτάρει με κάποιον από τους παρευρισκομενους,μάτια έχει μόνο γι'αυτόν που την πλήρωσε, και γι'αυτό εκείνοι τη διαλέγουν,κι όταν πάνε να κοιμηθουν,

ούτε κάνει εκείνη κάποια χοντράδα και ψυχρή είναι,αλλά οπωσδήποτε αυτό το ένα επιδιώκει,πως να τον καυλώσει κι εραστη της να τον κανει,γιατί αυτή όλοι την παινευουν,αν λοιπόν κι εσύ αυτά τα μάθεις,τότε θα'μαστε κι εμείς ευτυχισμένες,επειδή σ'ολα τ'αλλα απ'αυτη ανώτερη είσαι,τιποτα αλλο,μόνο να'σαι καλα κι υγιης


Κόριννα

πες μου,μάνα,όλοι αυτοί που πληρώνουν,ίδιοι είναι όπως ο Έυκριτος,που μαζί του χτες κοιμηθηκα;


Κρωβύλη

όχι όλοι,αλλά μερικοί είναι οι καλλίτεροι,άλλοι πιο αρσενικά,κι άλλοι όχι και τόσο ομορφοι


Κόριννα

και με τέτοιους πρεπει να κοιμηθώ μαζί τους;


Κρωβύλη

φυσικά,κόρη μου,αυτοί θα σου δώσουν τα πιο πολλά,

οι όμορφοι μόνο αυτό θέλουν όμορφοι να'ναι,και σένα να σε νοιάζει το περισσότερο,αν θέλεις σε λίγο καιρό όλες να σε δείχνουν με το δάκτυλο και να λένε:δεν  βλέπεις την Κόριννα τη κόρη Κρωβύλης ποσο πολύ πλουτίζει κι τρισευτυχισμενη την μάνα της έχει κάνει; τι λες;θα τα κάνεις αυτά; θα τα κάνεις,το ξέρω,και θα ξεχωρίσεις εύκολα απ' όλες,τώρα πήγε να λουστεις,αν ειναι να'ρθει και σήμερα ο νεαρός Έυκριτος,γιατί το υποσχέθηκε.

.

.




Κρωβύλη καὶ Κόριννα

Λουκιανός

Εταιρικοὶ Διάλογοι


Κρωβύλη


[1] ὦ Κόριννα, ὡς μὲν οὐ πάνυ δεινὸν ἦν, ὅ ἐνόμιζες, τὸ γυναῖκα γενέσθαι ἐκ παρθένου, μεμάθηκας ἤδη, μετὰ μειρακίου μὲν ὡραίου γενομένη, μυᾶν δὲ τὸ πρῶτον μίσθωμα κομισαμένη, ἐξ ἧς ὅρμον αὐτίκα ὠνήσομαί σοι.


Κρωβύλη

Κόριννα

ναί, Μαννάριον. ἐχέτω δὲ καὶ ψήφους τινὰς πυραυγεῖς οἷος ὁ Φιλαινίδος ἐστίν.


Κρωβύλη

ἔσται τοιοῦτος. ἄκουε δὲ καὶ τἆλλα παρ᾽ ἐμοῦ ἅ σε χρὴ ποιεῖν καὶ ὅπως προσφέρεσθαι τοῖς ἀνδράσιν· ἄλλη μὲν γὰρ ἡμῖν ἀποστροφὴ τοῦ βίου οὐκ [p. 293] ἔστιν, ὦ θύγατερ, ἀλλὰ δύο ἔτη ταῦτα ἐξ οὗ τέθνηκεν ὁ μακαρίτης σου πατήρ, οὐκ οἶσθα ὅπως ἀπεζήσαμεν; ὅτε δὲ ἐκεῖνος ἔζη, πάντα ἦν ἡμῖν ἱκανά· ἐχάλκευε γὰρ καὶ μέγα ἦν ὄνομα αὐτοῦ ἐν Πειραιεῖ, καὶ πάντων ἐστὶν ἀκοῦσαι διομνυμένων ἦ μὴν μετὰ Φιλῖνον μηκέτι ἔσεσθαι [p. 246] ἄλλον χαλκέα. μετὰ δὲ τὴν τελευτὴν τὸ μὲν πρῶτον ἀποδομένη τὰς πυράγρας καὶ τὸν ἄκμονα καὶ σφῦραν δύο μνῶν, ἀπὸ τούτων διετράφημεν· εἶτα νῦν μὲν ὑφαίνουσα, νῦν δὲ κρόκην κατάγουσα ἢ στήμονα κλώθουσα ἐποριζόμην τὰ σιτία μόλις· ἔβοσκον δὲ σέ, ὦ θύγατερ, τὴν ἐλπίδα περιμένουσα.


Κόριννα

[2] τὴν μνᾶν λέγεις;


Κρωβύλη

οὔκ, ἀλλὰ ἐλογιζόμην ὡς τηλικαύτη γενομένη θρέψεις μὲν ἐμέ, σεαυτὴν δὲ κατακοσμήσεις ῥᾳδίως καὶ πλουτήσεις καὶ ἐσθῆτας ἕξεις ἁλουργεῖς καὶ θεραπαίνας.


Κόριννα

πῶς ἔφης, μῆτερ, ἢ τί λέγεις;


Κρωβύλη

συνοῦσα μὲν τοῖς νεανίσκοις καὶ συμπίνουσα μετ᾽ αὐτῶν καὶ συγκαθεύδουσα ἐπὶ μισθῷ.


Κόριννα

καθάπερ ἡ Δαφνίδος θυγάτηρ Λύρα;


Κρωβύλη

ναί.


Κόριννα

ἀλλ᾽ ἐκείνη ἑταίρα ἐστίν.


Κρωβύλη

οὐδὲν τοῦτο δεινόν· καὶ σὺ γὰρ πλουτήσεις ὡς ἐκείνη καὶ πολλοὺς ἐραστὰς ἕξεις. τί ἐδάκρυσας, ὦ Κόριννα; οὐχ ὁρᾷς ὁπόσαι καὶ ὡς περισπούδαστοί εἰσιν αἱ ἑταῖραι καὶ ὅρα χρήματα λαμβάνουσι; τὴν Δαφνίδα γοῦν ἐγὼ οἶδα, ὦ φίλη Ἀδράστεια, ῥάκη, πρὶν αὐτὴν [p. 294] ἀκμάσαι τὴν ὥραν, περιβεβλημένην· ἀλλὰ νῦν ὁρᾷς οἵα πρόεισι, χρυσὸς καὶ ἐσθῆτες εὐανθεῖς καὶ θεράπαιναι τέτταρες.


Κόριννα

[3] πῶς δὲ ταῦτα ἐκτήσατο ἡ Λύρα;


Κρωβύλη

τὸ μὲν πρῶτον κατακοσμοῦσα ἑαυτὴν εὐπρεπῶς καὶ εὐσταλὴς οὖσα καὶ φαιδρὰ πρὸς ἅπαντας, οὐκ ἄχρι τοῦ καγχάζειν ῥᾳδίως καθάπερ σὺ εἴωθας, ἀλλὰ μειδιῶσα ἡδὺ καὶ ἐπαγωγόν, εἶτα προσομιλοῦσα δεξιῶς καὶ μήτε φενακίζουσα, εἴ τις προσέλθοι ἢ προπέμψειε, μήτε αὐτὴ ἐπιλαμβανομένη τῶν ἀνδρῶν. ἢν δέ ποτε καὶ [p. 247] ἀπέλθῃ ἐπὶ δεῖπνον λαβοῦσα μίσθωμα, οὔτε μεθύσκεται, — καταγέλαστον γὰρ καὶ μισοῦσιν οἱ ἄνδρες τὰς τοιαύτας — οὔτε ὑπερεμφορεῖται τοῦ ὄψου ἀπειροκάλως, ἀλλὰ προσάπτεται μὲν ἄκροις τοῖς δακτύλοις, σιωπῇ δὲ τὰς ἐνθέσεις οὐκ ἐπ᾽ ἀμφοτέρας παραβύεται τὰς γνάθους, πίνει δὲ ἠρέμα, οὐ χανδόν, ἀλλ᾽ ἀναπαυομένη


Κόριννα

κἂν εἰ διψῶσα, ὦ μῆτερ, τύχοι;


Κρωβύλη

τότε μάλιστα, ὦ Κόριννα. καὶ οὔτε πλέον τοῦ δέοντος φθέγγεται οὔτε ἀποσκώπτει ἔς τινα τῶν παρόντων, ἐς μόνον δὲ τὸν μισθωσάμενον βλέπει· καὶ διὰ τοῦτο ἐκεῖνοι φιλοῦσιν αὐτήν. καὶ ἐπειδὰν κοιμᾶσθαι δέῃ, ἀσελγὲς οὐδὲν οὐδὲ ἀμελὲς ἐκείνη ἄν τι ἐργάσαιτο, ἀλλὰ ἐξ ἅπαντος ἓν τοῦτο θηρᾶται, ὡς ὑπαγάγοιτο καὶ ἐραστὴν ποιήσειεν ἐκεῖνον· ταῦτα γὰρ αὐτὴν ἅπαντες ἐπαινοῦσιν. εἰ δὴ καὶ σὺ ταῦτα ἐκμάθοις, μακάριαι καὶ ἡμεῖς ἐσόμεθα· ἐπεὶ τά γε ἄλλα παρὰ πολὺ αὐτῆς ... ἀλλ᾽ οὐδέν, ὦ φίλη Ἀδράστεια, φημί, ζώοις μόνον.[p. 295]


Κόριννα

[4] εἰπέ μοι, ὦ μῆτερ, οἱ μισθούμενοι παντες τοιοῦτοί εἰσιν οἷος ὁ Εὔκριτος, μεθ᾽ οὗ χθὲς ἐκάθευδον;


Κρωβύλη

οὐ πάντες, ἀλλ᾽ ἔνιοι μὲν ἀμείνους, οἱ δὲ καὶ ἤδη ἀνδρώδεις, οἱ δὲ καὶ οὐ πάνυ μορφῆς εὐφυῶς ἔχοντες.


Κόριννα

καὶ τοιούτοις συγκαθεύδειν δεήσει;


Κρωβύλη

μάλιστα, ὦ θύγατερ· οὗτοι μέν τοι καὶ πλείονα διδόασιν· οἱ καλοὶ δὲ αὐτὸ μόνον καλοὶ θέλουσιν εἶναι. καὶ σοὶ δὲ μελέτω ἀεὶ τοῦ πλείονος, εἰ θέλεις ἐν βραχεῖ λέγειν ἁπάσας ἐνδειξάσας σε τῷ δακτύλῳ, Οὐχ ὁρᾷς τὴν Κόρινναν τὴν τῆς Κρωβύλης θυγατέρα ὡς ὑπερπλουτεῖ καὶ τρισευδαίμονα πεποίηκε τὴν μητέρα; τί φής; ποιήσεις ταῦτα; ποιήσεις, οἶδα ἐγώ, καὶ προέξεις [p. 248] ἁπασῶν ῥᾳδίως. νῦν δ᾽ ἄπιθι λουσομένη, εἰ ἀφίκοιτο καὶ τήμερον τὸ μειράκιον ὁ Εὔκριτος· ὑπισχνεῖτο γάρ.

.

.

.




Κλωνάριον και Λέαινα

(Λουκιανου, Εταιρικοί Διάλογοι)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvrlis


Κλωνάρια

τι νέα είναι αυτά που ακουγονται για σενα Λεαινα,η Μεγγιλα απ'τη Λέσβο η πλούσια σε γουστάρει σαν άντρας και κανεται πάρεα και δεν ξέρω πως τη βρίσκεται οι δυο σας,τι'ναι αυτό;κοκκινισες;έλα πες μου αν είν' αλήθεια αυτά 


Λέαινα

αλήθεια,Κλωνάρια,ντρέπομαι,γιατι είναι ανωμαλια


Κλωνάρια

τι'ναι αυτό το πράγμα η' τι θέλει αυτή η γυναικα; τι κάνετε,όταν είστε μαζί;

το βλέπεις;δεν μ'αγαπας;γιατί δεν θα μου τα'κρυβες αυτά


Λέαινα

σ'αγαπω,όσο καμια άλλη,η γυναίκα όμως είναι πολύ αντροπρεπης


Κλωνάρια

ότι και να πεις δεν καταλαβαίνω,εκτός κι αν τυχαίνει να'ναι ομοφυλοφιλη,τις τέτοιες στη Λέσβο τις λένε αντρογυναικες,δεν γουστάρουν αντρες,και πάνε με γυναίκες σαν αντρες


Λέαινα

κάτι τετοιο


Κλωνάρια

λοιπον,Λεαινα,πες τα μου,στην αρχή πως σου την έπεσε και συ πότε άρχισες να γουσταρεις κι ολα τα επομενα


Λέαινα

έκαναν πάρτι με ούζα κι αυτή και η Δημώνασσα η Κορίνθια,πλούσια κι αυτη και του ίδιου επαγγέλματος με τη, Μεγίλλα, με προσκάλεσαν και μένα να τους παίξω κιθάρα,αφού κιθαρισα κι αργα ήταν κι έπρεπε να κοιμηθώ,κι αυτές ήταν μεθυσμένες,έλα,Λεαινα,είπε ἡ Μέγιλλα,ώρα να κοιμηθούμε,να εδώ στη μεση κοιμήσου να σ'εχουμε ανάμεσα μας


Κλωνάρια

κοιμήθηκες;και μετά απ' αυτό τι έγινε;


Λέαινα

στην αρχή με φιλούσαν όπως οι άντρες,όχι ακουμπώντας τα χείλια αλλά ανοιγοντας το στομα,με αγκάλιαζαν και τα βυζιά μου χαιδευαν,

η  Δημώνασσα ενώ φιλούσε δάγκωνε κιόλας,εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν αυτό,πολύ γρήγορα η Μέγιλλα  άναψε και την περούκα έβγαλε απ'το κεφάλι της, κι ήταν ξυρισμενο όπως το'χουν οι πιο βάρβαροι απ' τους αθλητες,όταν το'δα ταράχτηκα,η Λέαινα τότε είπε,είδες ποτέ τόσο όμορφο νεαρό;όχι,δεν βλέπω,είπα,κάποιο νεαρό εδώ,Μέγιλλα,μη με περνάς για θηλυκό,είπε,γιατί Μεγιλλο με λένε,κι έχω παντρευτεί πριν καιρό αυτή τη Δημώνασσα,κι είναι γυναίκα μου, γελασα,Κλωνάρια,μ'αυτο κι είπα,λοιπόν,Μέγιλλε,

ενώ άντρας είσαι μας κρυφτηκες, όπως ο Αχιλλέας λένε κρύβονταν μέσα στα κορίτσια με πορφυρα φουστανια;

και το'χεις όπως οι άντρες;

εκείνο,είπε,Λέαινα,δεν το'χω, και δεν με νοιάζει πολύ αυτό,αλλά μ'αλλον τρόπο θα με δεις να τη βρίσκω το ίδιο πολυ ευχάριστα στον έρωτα,μήπως ερμαφρόδιτος είσαι;είπα,γιατί πολλοί τέτοιοι λενε πως και τα δυο έχουν ;γιατί ακόμα είχα άγνοια,Κλωνάριε,του πραγματος,όχι,λεει,αλλα σ'ολα άντρας είμαι,άκουσα,είπα,να διηγειται η αυλητριδα 

 Ἰσμηνοδώρα απ'τη Βοιωτια  τα τοπικά τους,πως έγινε κάποιος στη Θήβα απο γυναικα άντρας,και μάντις άριστος,νομίζω,Τειρεσίας τ'ονομα του,λοιπόν κι εσύ κάτι τέτοιο  έχεις πάθει; καθόλου,Λέαινα,είπε,γεννήθηκα ίδια με σας τις άλλες,η διάθεση όμως κι η επιθυμία κι όλα τ'αλλα του άντρα είναι σε μένα,και μπορεις να ικανοποιεις,είπα,αυτή την επιθυμία;Έλα λοιπόν δοκίμασε,Λέαινα,αν δεν πιστεύεις,είπε,και θα νιωσεις πως τίποτα δεν μου λείπει απ'των αντρών,γιατί έχω κάτι ανάλογο του αντρικού,έλα κάτσε,και θα δεις,έκατσα,

Κλωνάρια, αφού με θερμο παρακάλεσε και μου'δωσε κάποιο κολιε και πολυτελή διάφανα ρούχα,κι εγώ σαν άντρα αγκάλιαζα,κι αυτή με φιλούσε και με χάιδευε και αναστεναζε κι ένιωθα πως πάρα πολύ ευχαριστιωνταν τη καύλα της

 

Κλωνάρια

τι σου'κανε,Λέαινα,

με ποιο τρόπο;πες το μου  πολύ το θέλω


Λέαινα

μη με ρωτάς να στα πω ακριβώς,γιατί είναι ανώμαλα,και δεν μπορω ούτε να τα πω

.

.

Κλωνάριον

καινὰ περὶ σοῦ ἀκούομεν, ὦ Λέαινα, τὴν Λεσβίαν Μέγιλλαν τὴν πλουσίαν ἐρᾶν σου ὥσπερ ἄνδρα καὶ συνεῖναι ὑμᾶς οὐκ οἶδ᾽ ὅ τι ποιούσας μετ᾽ ἀλλήλων. τί τοῦτο; ἠρυθρίασας; ἀλλ᾽ εἰπὲ εἰ ἀληθῆ ταῦτά ἐστιν.


Λέαινα

ἀληθῆ, ὦ Κλωνάριον· αἰσχύνομαι δέ, ἀλλόκοτον γάρ τί ἐστι.


Κλωνάριον

πρὸς τῆς κουροτρόφου τί τὸ πρᾶγμα, ἢ τί βούλεται ἡ γυνή; τί δὲ καὶ πράττετε, ὅταν συνῆτε; ὁρᾷς; οὐ φιλεῖς με· οὐ γὰρ ἂν ἀπεκρύπτου τὰ τοιαῦτα.


Λέαινα

φιλῶ μέν σε, εἰ καί τινα ἄλλην. ἡ γυνὴ δὲ δεινῶς ἀνδρική ἐστιν.


Κλωνάριον

[2] οὐ μανθάνω ὅ τι καὶ λέγεις, εἰ μή τις ἑταιρίστρια τυγχάνει οὖσα· τοιαύτας γάρ ἐν Λέσβῳ λέγουσι γυναῖκας ἀρρενωπούς, ὑπ᾽ ἀνδρῶν μὲν οὐκ ἐθελούσας αὐτὸ πάσχειν, γυναιξὶ δὲ αὐτὰς πλησιαζούσας ὥσπερ ἄνδρας.


Λέαινα

τοιοῦτόν τι.


Κλωνάριον

οὐκοῦν, ὦ Λέαινα, τοῦτο αὐτὸ καὶ διήγησαι, ὅπως μὲν ἐπείρα τὸ πρῶτον, ὅπως δὲ καὶ σὺ συνεπείσθης καὶ τὰ μετὰ ταῦτα. [p. 290]


Λέαινα

πότον τινὰ συγκροτοῦσαι αὐτ1ή τε καὶ Δημώνασσα ἡ Κορινθία, πλουτοῦσα δὲ καὶ αὐτὴ καὶ ὁμότεχνος οὖσα τῇ Μεγίλλῃ, παρέλαβον κἀμὲ κιθαρίζειν αὐταῖς· ἐπεὶ δὲ ἐκιθάρισα καὶ ἀωρὶ ἦν καὶ ἔδει καθεύδειν, αἱ δὲ ἐμέθυον, Ἄγε δή, ἔφη, ὦ Λέαινα, ἡ Μέγιλλα, 16%2 [p. 244] κοιμᾶσθαι γὰρ ἤδη καλόν, ἐνταῦθα κάθευδε μεθ᾽ ἡμῶν μέση ἀμφοτέρων.


Κλωνάριον

ἐκάθευδες; τὸ μετὰ τοῦτο τί ἐγένετο;


Λέαινα

[3] κατεφίλουν με τὸ πρῶτον ὥσπερ οἱ ἄνδρες, οὐκ αὐτὸ μόνον προσαρμόζουσαι τὰ χείλη, ἀλλ᾽ ὑπανοίγουσαι τὸ στόμα, καὶ περιέβαλλον καὶ τοὺς μαστοὺς ἀπέθλιβον· ἡ Δημώνασσα δὲ καὶ ἔδακνε μεταξὺ καταφιλοῦσα· ἐγὼ δὲ οὐκ εἶχον εἰκάσαι ὅ τι τὸ πρᾶγμα εἴη. χρόνῳ δὲ ἡ Μέγιλλα ὑπόθερμος ἤδη οὖσα τὴν μὲν πηνήκην ἀφείλετο τῆς κεφαλῆς, ἐπέκειτο δὲ πάνυ ὁμοία καὶ προσφυής, καὶ ἐν χρῷ ὤφθη αὐτὴ καθάπερ οἱ σφόδρα ἀνδρώδεις τῶν ἀθλητῶν ἀποκεκαρμένη· κἀγὼ ἐταράχθην ἰδοῦσα. ἡ δέ, Ὦ Λέαινα, φησίν, ἑώρακας ἤδη [p. 291] οὕτω καλὸν νεανίσκον; ἀλλ᾽ οὐχ ὁρῶ γε, ἔφην ἐγώ, νεανίσκον ἐνταῦθα, ὦ Μέγιλλα. μή με καταθήλυνε, ἔφη, Μέγιλλος γὰρ ἐγὼ λέγομαι καὶ γεγάμηκα πρόπαλαι ταύτην τὴν Δημώνασσαν, καὶ ἔστιν ἐμὴ γυνή. ἐγέλασα, ὦ Κλωνάριον, ἐπὶ τούτῳ καὶ ἔφην, Οὐκοῦν σύ, ὦ Μέγιλλε, ἀνήρ τις ὢν ἐλελήθεις ἡμᾶς, καθάπερ

τὸν Ἀχιλλέα φασὶν ἐν ταῖς παρθένοις κρυπτόμενον ταῖς ἁλουργίσι; καὶ ὅπερ οἱ ἄνδρες; ἐκεῖνο μέν ἔφη, ὦ Λέαινα, οὐκ ἔχω· δέομαι δὲ οὐδὲ πάνυ αὐτοῦ· ἴδιον δέ τινα τρόπον ἡδίω παρὰ πολὺ ὁμιλοῦντα ὄψει με. ἀλλὰ μὴ Ἑρμαφρόδιτος εἶ, ἔφην, οἷοι πολλοὶ εἶναι λέγονται ἀμφότερα ἔχοντες; ἔτι γὰρ ἠγνόουν, ὦ Κλωνάριον, τὸ πρᾶγμα. οὔ, φησίν, ἀλλὰ τὸ πὰν ἀνήρ εἰμι. [4] ἤκουσα, ἔφην ἐγώ, τῆς Βοιωτίας αὐλητρίδος Ἰσμηνοδώρας διηγουμένης τὰ ἐφέστια παρ᾽ αὐτοῖς, ὡς γένοιτό τις ἐν Θήβαις ἐκ γυναικὸς ἀνήρ, ὁ δ᾽ αὐτὸς καὶ μάντις ἄριστος, οἶμαι, Τειρεσίας τοὔνομα. μὴ οὖν καὶ σὺ τοιοῦτόν τι πέπονθας; οὔκουν, ὦ Λέαινα, ἔφη, ἀλλὰ ἐγεννήθην μὲν ὁμοία ταῖς ἄλλαις ὑμῖν, [p. 245] ἡ γνώμη δὲ καὶ ἡ ἐπιθυμία καὶ τἆλλα πάντα ἀνδρός ἐστί [p. 292] μοι. καὶ ἱκανὴ γοῦν σοι, ἔφην, ἐπιθυμία; πάρεχε γοῦν, ὦ Λέαινα, εἰ ἀπιστεῖς, ἔφη, καὶ γνώσῃ οὐδὲν ἐνδέουσάν με τῶν ἀνδρῶν· ἔχω γάρ τι ἀντὶ τοῦ ἀνδρείου. ἀλλὰ πάρεχε, ὄψει γάρ. παρέσχον, ὦ Κλωνάριον, ἱκετευούσης πολλὰ καὶ ὅρμον τινά μοι δούσης τῶν πολυτελῶν καὶ ὀθόνας τῶν λεπτῶν. εἶτ᾽ ἐγὼ μὲν ὥσπερ ἄνδρα περιελάμβανον, ἡ δὲ ἐφίλει τε καὶ ἐποίει καὶ ἤσθμαινε καὶ ἐδόκει μοι ἐς ὑπερβολὴν ἥδεσθαι.


Κλωνάριον

τί ἐποίει, ὦ Λέαινα, ἢ τίνα τρόπον; τοῦτο γὰρ μάλιστα εἰπέ.


Λέαινα

μὴ ἀνάκρινε ἀκριβῶς, αἰσχρὰ γάρ· ὥστε μὰ τὴν οὐρανίαν οὐκ ἄν εἴποιμι.

.

.

.




ησυχαστε,φως

(Greek, English,Francais,German, Italian,Spanish, Portuguese)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


έπειτα η σιωπή των δέντρων

αιώνια απροσδιόριστη

τι ιδέα κι ο

χρόνος;

ποιο το κέρδος 

αυτής της άθλιας συναλλαγής;

η μνήμη των κρίνων

στο κιτρινο του Βαν Γκογκ

τόσα ερωτήματα

στη ματαιοδοξία 

και χαθηκε στη νυχτα

και μητε ηξερε που πηγε και τι εκανε

κι οταν γυρισε ειχε ταυρους κριαρια και σκυλια δεμενα μαζι

και τα' σερνε

αφου δεν ειδες δεν μπορεις να νιωσεις

τη φρικη οσων συνεβησαν

ότι έμεινε από το σώμα σου

εμπορεύομαι 

εμπιστεύεσαι

εμπορευεται

ησυχαστε,φως!

L.v.Beethoven - Cello Sonata in F, Op.5, No.1 - 1.Adagio sostenuto-2.Allegro.

.

.

keep calm, light

  


  then the silence of the trees

  eternally undefined

  what an idea

  the time;

  what is the profit 

  of this miserable transaction?

  the memory of lilies

  in Van Gogh's yellow

  so many questions

  in vanity 

  he too was lost in the night

  and do not know where he went or what he did

  and when he came back he had bulls rams and dogs tied together

  and drag them

  since you haven't seen, you can't feel

  the horror of what happened

  that is left of your body

  I trade 

  you trade

  he trade

  keep calm, light!

  L.v.Beethoven - Cello Sonata in F, Op.5, No.1 - 1.Adagio sostenuto-2.Allegro.

  .

  .

  

reste calme, lumière

 


  puis le silence des arbres

  éternellement indéfini

  quelle idée

  le temps;

  quel est le bénéfice 

  de cette misérable transaction ?

  le souvenir des lys

  dans le jaune de Van Gogh

  tant de questions

  dans la vanité 

  lui aussi était perdu dans la nuit

  et je ne sais pas où il est allé ni ce qu'il a fait

  et quand il revint, il avait des taureaux, des béliers et des chiens attachés ensemble

  et fais-les glisser

  Puisque tu n'as pas vu, tu ne peux pas ressentir

  l'horreur de ce qui s'est passé

  ce qui reste de ton corps

  je fais du commerce 

  vous fait du commerce

  il fait du commerce

  reste calme,lumière!

  L.v.Beethoven - Sonate pour violoncelle en fa, Op.5, No.1 - 1.Adagio sostenuto-2.Allegro.

.

.

bleib ruhig, Licht


dann die Stille der Bäume

ewig unbestimmt

was für eine Idee

die Zeit;

was ist der Gewinn 

dieser erbärmlichen Transaktion?

die Erinnerung an Lilien

in Van Goghs Gelb

so viele Fragen

in Eitelkeit 

auch er war in der Nacht verloren

und weiß nicht wohin er ging oder was er tat

und als er zurückkam, hatte er Stiere, Widder und Hunde zusammengebunden

und schleppte sie

da du es nicht gesehen hast, kannst du nicht fühlen

den Schrecken dessen, was passiert ist

das ist von deinem Körper übrig geblieben

ich tausche

du tauschst

er tauscht

bleib ruhig, Licht!

L.v.Beethoven - Cellosonate in F, Op.5, Nr.1 ​​- 1.Adagio sostenuto-2.Allegro.

.

.

stai calmo, luce

  


   poi il silenzio degli alberi

   eternamente indefinito

   che idea

   il tempo;

   qual è il profitto 

   di questa miserabile transazione?

   il ricordo dei gigli

   nel giallo di Van Gogh

   così tante domande

   nella vanità 

   anche lui si era perso nella notte

   e non so dove sia andato né cosa abbia fatto

   e quando tornò fece legare insieme tori, arieti e cani

   e trascinarli

   poiché non hai visto, non puoi sentire

   l'orrore di quello che è successo

   ciò che resta del tuo corpo

   io commercio 

   tu commerci

   lui commercia

   stai calmo, luce!

   L.v.Beethoven - Sonata per violoncello in fa, op.5, n.1 - 1.Adagio sostenuto-2.Allegro.

.

.

mantén la calma, luz

  


   luego el silencio de los árboles

   eternamente indefinido

   qué idea

   el tiempo;

   cual es el beneficio 

   de esta miserable transacción?

   el recuerdo de los lirios

   en el amarillo de Van Gogh

   Muchas preguntas

   en vanidad 

   él también se perdió en la noche

   y no se a donde fue ni que hizo

   y cuando volvió tenía toros, carneros y perros atados juntos

   y arrastrarlos

   Como no has visto, no puedes sentir

   el horror de lo que pasó

   que queda de tu cuerpo

   yo comercio 

   tú mercadeas

   el comercia

   ¡Mantén la calma, luz!

   L.v.Beethoven - Sonata para violonchelo en fa, Op.5, No.1 - 1.Adagio sostenuto-2.Allegro.

.

.

mantenha a calma, luz

  


   então o silêncio das árvores

   eternamente indefinido

   que ideia

   o tempo;

   qual é o lucro 

   desta transação miserável?

   a memória dos lírios

   no amarelo de Van Gogh

   Tantas perguntas

   na vaidade 

   ele também estava perdido no meio da noite

   e não sei para onde foi ou o que fez

   e quando ele voltou ele tinha touros, carneiros e cachorros amarrados

   e arraste-os

   já que você não viu, você não pode sentir

   o horror do que aconteceu

   que resta do seu corpo

   eu troco 

   você negocia

   ele negocia

   mantenha a calma, luz!

   L.v.Beethoven - Sonata para Violoncelo em Fá, Op.5, No.1 - 1.Adagio sostenuto-2.Allegro.

.

.

.

περί Ελευθερίας

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

(Ιστορίες του κ.Κ)


ο κ.Κ είπε:

στους στίχους 340-41 της Ηλέκτρας του Σοφοκλή

η Χρυσοθεμις είπε στην αδελφή της Ηλεκτρα:

εἰ δ᾽ ἐλευθέραν με δεῖ

340ζῆν, τῶν κρατούντων ἐστὶ πάντ᾽ ἀκουστέα.


πόσο λαθος έχεις να νομίζεις 

πώς στους κρατούντες την εξουσία αν υπακούς

ότι ελεύθερος θα ζεις

.

.

.

(Ιστορίες του κ.Κ)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ένας γνωστός του τού εκμυστηρεύθηκε:


-ειχα μια άσχημη σχέση και τελειωσε ασχημα


-λογικες συνέπειες,σχολίασε ο κ.Κ,

αν αυτό,τότε αυτο

.

.

.




(διηγήματα του φανταστικού)

Η υπόσχεση του βασιλιά

(από XCI κεφάλαιο του δέκατου βιβλίου της Heimskringla,)

- μετάφραση (Greek, English, Francais, German,Italian, Spanish, Portuguese) χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Heimskringla (heimsˌkʰriŋla,ισλανδικα,ο κύκλος του κόσμου),Η Σάγκα των Παλιών Σκανδιναβων Βασιλιάδων,γράφτηκε στην Ισλανδία στα παλιά σκανδιναβικά,η συγγραφή της αποδίδεται στον ποιητή και ιστορικο  Snorri Sturluson (1178/79–1241) περιπου 1230.


Η υπόσχεση του βασιλιά


ο Τοστιγκ,αδελφός του σαξονα βασιλιά της Αγγλίας,Χάρολντ,γιου του Γκοντγουιν,διεκδικούσε την εξουσία και συμμαχίσε με τον Χάραλντ  Σιγκουρνταρσον,βασιλιά της Νορβηγίας.(Αυτός είχε εκστρατεύσει στη Κωνσταντινούπολη και στην Αφρική,η σημαία του ονομάζονταν Landoda,Καταστροφεας των Χωρών,ακόμη υπήρξε   ξακουστός ποιητής).

Με τον νορβηγικό στρατό αποβιβάστηκαν στην ανατολική ακτή και κυρίευσαν το κάστρο του Γιορβικ(Γιορκ).

Στα νότια του Γιορβικ ήρθαν αντιμέτωποι με τον σαξονικο στρατό.Εικοσι ιππείς πλησιασαν στον στρατό του εισβολέα,οι άντρες,και τα άλογα ήταν ντυμένα με σίδερο.

Ένας από τους ιππείς φώναξε:

-Ειναι εδώ ο κόντε Τοστιγκ?

-Δεν αρνούμαι ότι είναι εδω-ειπε ο κόντε

-Αν αλήθεια είσαι ο Τοστιγκ-ειπε ο ιππεας-ηρθα να σου πω ότι ο αδελφός σου σού προσφέρει την συγχώρεση του,τη φιλία του,και το ένα τρίτο του βασιλείου.

-Αν δεχτω-ειπε ο Τοστιγκ-τι θα δώσει ο βασιλιάς στον Χάραλντ Σιγκουρνταρσον?

-Δεν τον έχει ξεχάσει ο βασιλιας-απαντησε ο ιππεας-θα του δώσει έξι πόδια αγγλικής γης,κι επειδή είναι υψηλόσωμος,κάτι παραπάνω.

-Τοτε-ειπε ο Τοστιγκ-πες στον βασιλιά σου πως θα παλέψουμε μέχρι θανάτου.

Οι ιππείς γύρισαν πίσω.Ο Χάραλντ Σιγκουρνταρσον ρώτησε σκεπτικός.

-Ποιος ήταν ο ιππότης που τόσο καλά μίλησε?

-Ηταν ο Χάρολντ,ο γιος του Γκοντγουιν.

Πριν ο ήλιος να δύσει εκείνη τη μέρα ,ο νορβηγικός στρατός ηττήθηκε.Ο Χάραλντ Σιγκουρνταρσον σκοτώθηκε στη μάχη κι επίσης ο κοντε.

.

.

 The king's promise


 Tostig, the brother of the Saxon king of England, Harold, son of Godwin, claimed power and allied himself with Harald Sigurdarsson, the king of Norway. (He had campaigned in Constantinople and in Africa, his flag was called Landoda, Destroyer of Lands, even he was a famous poet).

 They with the Norwegian army landed on the east coast and occupied the castle of Jorvik (York).

 To the south of Jorvik they came face to face with the Saxon army. Twenty horsemen approached the army of the invader, the men and horses were dressed in iron.

 One of the horsemen called out:

 -Is Count Tostig here?

 - I do not deny that he is here - the count said

 -If you really are Tostig - the knight said - I have come to tell you that your brother offers you his forgiveness, his friendship, and a third of the kingdom.

 -If I accept-Tostig said-what will the king give to Harald Sigurdarsson?

 - The king has not forgotten him - the knight answered - he will give him six feet of English land, and because he is tall, something more.

 - Then - Tostig said - you tell your king that we will fight to the death.

 The horsemen turned back. Harald Sigurdarsson asked thoughtfully.

 -Who was this knight who spoke so well?

 - This was Harold, Godwin's son.

 Before the sun set that day, the Norwegian army was defeated. Harald Sigurdarsson was killed in the battle and also Count.

 .

 .

La promesse du roi


  Tostig, le frère du roi saxon d'Angleterre, Harold, fils de Godwin, revendique le pouvoir et s'allie à Harald Sigurdarsson, le roi de Norvège.  (Il avait fait campagne à Constantinople et en Afrique, son drapeau s'appelait Landoda, Destructeur de Terres, même s'il était un poète célèbre).

  Avec l'armée norvégienne, ils débarquèrent sur la côte est et occupèrent le château de Jorvik (York).

  Au sud de Jorvik, ils se retrouvèrent face à face avec l'armée saxonne.  Une vingtaine de cavaliers s'approchèrent de l'armée de l'envahisseur, les hommes et les chevaux étaient habillés de fer.

  Un des cavaliers cria :

  -Le comte Tostig est-il ici ?

  - Je ne nie pas qu'il soit ici - dit le comte

  -Si tu es vraiment Tostig - dit le chevalier - je suis venu te dire que ton frère t'offre son pardon, son amitié et un tiers du royaume.

  -Si j'accepte - dit Tostig - que donnera le roi à Harald Sigurdarsson ?

  - Le roi ne l'a pas oublié - répondit le chevalier - il lui donnera six pieds de terre anglaise, et parce qu'il est grand, quelque chose de plus.

  - Alors - dit Tostig - tu dis à ton roi que nous nous battrons jusqu'à la mort.

  Les cavaliers rebroussèrent chemin.  » demanda pensivement Harald Sigurdarsson.

  -Qui était ce chevalier qui parlait si bien ?

  - C'était Harold, le fils de Godwin.

  Ce jour-là, avant le coucher du soleil, l’armée norvégienne fut vaincue.  Harald Sigurdarsson a été tué dans la bataille ainsi que le comte.

.

.

Das Versprechen des Königs


Tostig, der Bruder des sächsischen Königs von England, Harold, Sohn von Godwin, beanspruchte die Macht und verbündete sich mit Harald Sigurdarsson, dem König von Norwegen. (Er hatte in Konstantinopel und Afrika gekämpft, seine Flagge hieß Landoda, Zerstörer der Länder, und er war auch ein berühmter Dichter).

Sie landeten mit der norwegischen Armee an der Ostküste und besetzten die Burg von Jorvik (York).

Im Süden von Jorvik standen sie der sächsischen Armee Auge in Auge gegenüber. Zwanzig Reiter näherten sich der Armee des Eindringlings, die Männer und Pferde waren in Eisen gekleidet.

Einer der Reiter rief:

-Ist Graf Tostig hier?

-Ich leugne nicht, dass er hier ist – sagte der Graf

-Wenn Sie wirklich Tostig sind – sagte der Ritter –, bin ich gekommen, um Ihnen zu sagen, dass Ihr Bruder Ihnen seine Vergebung, seine Freundschaft und ein Drittel des Königreichs anbietet.

 -Wenn ich annehme – sagte Tostig – was wird der König Harald Sigurdarsson geben?

- Der König hat ihn nicht vergessen – antwortete der Ritter – er wird ihm sechs Fuß englisches Land geben, und weil er groß ist, noch etwas mehr.

- Dann – sagte Tostig – sagst du deinem König, dass wir auf Leben und Tod kämpfen werden.

Die Reiter kehrten um. Harald Sigurdarsson fragte nachdenklich.

- Wer war dieser Ritter, der so gut sprach?

- Das war Harold, Godwins Sohn.

Bevor die Sonne an diesem Tag unterging, wurde die norwegische Armee besiegt. Harald Sigurdarsson wurde in der Schlacht getötet und auch Graf.

.

.

La promessa del re


  Tostig, fratello del re sassone d'Inghilterra, Harold, figlio di Godwin, rivendicò il potere e si alleò con Harald Sigurdarsson, re di Norvegia.  (Aveva fatto campagne a Costantinopoli e in Africa, la sua bandiera si chiamava Landoda, Distruttore di terre, anche lui era un famoso poeta).

  Insieme all'esercito norvegese sbarcarono sulla costa orientale e occuparono il castello di Jorvik (York).

  A sud di Jorvik si trovarono faccia a faccia con l'esercito sassone.  Venti cavalieri si avvicinarono all'esercito dell'invasore, gli uomini e i cavalli erano vestiti di ferro.

  Uno dei cavalieri gridò:

  -Il conte Tostig è qui?

  - Non nego che sia qui - disse il conte

  -Se davvero sei Tostig - disse il cavaliere - sono venuto a dirti che tuo fratello ti offre il suo perdono, la sua amicizia e un terzo del regno.

  -Se accetto-disse Tostig-cosa darà il re ad Harald Sigurdarsson?

  - Il re non lo ha dimenticato - rispose il cavaliere - gli darà sei piedi di terra inglese, e poiché è alto, qualcosa di più.

  - Allora - disse Tostig - dì al tuo re che combatteremo fino alla morte.

  I cavalieri tornarono indietro.  chiese pensieroso Harald Sigurdarsson.

  -Chi era questo cavaliere che parlava così bene?

  - Questo era Harold, il figlio di Godwin.

  Prima che il sole tramontasse quel giorno, l'esercito norvegese fu sconfitto.  Nella battaglia rimase ucciso Harald Sigurdarsson e anche il conte.

.

.

La promesa del rey


  Tostig, hermano del rey sajón de Inglaterra, Harold, hijo de Godwin, reclamó el poder y se alió con Harald Sigurdarsson, el rey de Noruega.  (Había hecho campaña en Constantinopla y en África, su bandera se llamaba Landoda, Destructor de Tierras, incluso él era un poeta famoso).

  Junto con el ejército noruego desembarcaron en la costa este y ocuparon el castillo de Jorvik (York).

  Al sur de Jorvik se encontraron cara a cara con el ejército sajón.  Veinte jinetes se acercaron al ejército del invasor, los hombres y los caballos iban vestidos con hierros.

  Uno de los jinetes gritó:

  -¿Está aquí el Conde Tostig?

  - No niego que esté aquí - dijo el conde

  -Si realmente eres Tostig – dijo el caballero – he venido a decirte que tu hermano te ofrece su perdón, su amistad y un tercio del reino.

  -Si acepto-dijo Tostig-¿qué le dará el rey a Harald Sigurdarsson?

  - El rey no lo ha olvidado - respondió el caballero - le dará seis pies de tierra inglesa, y como es alto, algo más.

  - Entonces – dijo Tostig – dile a tu rey que lucharemos hasta la muerte.

  Los jinetes dieron media vuelta.  -preguntó Harald Sigurdarsson, pensativo.

  -¿Quién era este caballero que hablaba tan bien?

  - Este era Harold, el hijo de Godwin.

  Antes de que se pusiera el sol ese día, el ejército noruego fue derrotado.  Harald Sigurdarsson murió en la batalla y también el Conde.

.

.

A promessa do rei


  Tostig, irmão do rei saxão da Inglaterra, Haroldo, filho de Godwin, reivindicou o poder e aliou-se a Harald Sigurdarsson, rei da Noruega.  (Ele fez campanha em Constantinopla e na África, sua bandeira se chamava Landoda, Destruidora de Terras, mesmo ele sendo um poeta famoso).

  Eles com o exército norueguês desembarcaram na costa leste e ocuparam o castelo de Jorvik (Iorque).

  Ao sul de Jorvik eles ficaram cara a cara com o exército saxão.  Vinte cavaleiros aproximaram-se do exército do invasor, os homens e cavalos estavam vestidos de ferro.

  Um dos cavaleiros gritou:

  -O Conde Tostig está aqui?

  - Não nego que ele esteja aqui - disse o conde

  -Se você realmente é Tostig - disse o cavaleiro - vim lhe dizer que seu irmão lhe oferece seu perdão, sua amizade e um terço do reino.

  -Se eu aceitar - disse Tostig - o que o rei dará a Harald Sigurdarsson?

  - O rei não o esqueceu - respondeu o cavaleiro - lhe dará um metro e oitenta de terra inglesa, e por ser alto, algo mais.

  - Então - disse Tostig - diga ao seu rei que lutaremos até a morte.

  Os cavaleiros voltaram.  Harald Sigurdarsson perguntou pensativo.

  -Quem era esse cavaleiro que falava tão bem?

  - Este era Harold, filho de Godwin.

  Antes do pôr do sol daquele dia, o exército norueguês foi derrotado.  Harald Sigurdarsson foi morto na batalha e também o conde.

.

.

.

(διηγήματα του φανταστικού)

Η σκιά των παικτών

-μεταφραση (Greek, English, Francais, German, Italian, Spanish, Portuguese) χ.ν.κουβελης


Edwin Morgan.The Week-End Companion to Wales and Cornwall

(Chester,1929)


Η σκιά των παικτων


Δυο εχθροι βασιλιάδες έπαιζαν σκάκι,ενώ την ίδια ώρα σε μια κοιλάδα εκεί κοντά οι στρατοί τους μάχονταν και αλληλοσκοτωνονταν.

Έφθαναν αγγελιοφόροι με  νέα του πολέμου .Οι βασιλιάδες δεν έδειχναν να τους ακούν και σκυμμένοι πάνω στην χρυσή σκακιερα κινούσαν τα χρυσά πιόνια.

Με την πάροδο του χρόνου οι κατάστασεις στη μάχης ακολουθούσαν ανάλογα τις καταστασεις στο  παιχνίδι.

Προς τη δύση του ηλιου,ο ένας από τους βασιλιάδες   αναποδογύρισε τη σκακιέρα,γιατί του είχε γίνει ματ και μετά απο λίγο ένας  ματωμενος ιππέας του ανακοίνωσε:

-Ο στρατός σου τράπηκε σε φυγή,έχεις χάσει το βασίλειο.

.

.

The shadow of the players


 Two enemy kings were playing chess, while at the same time in a nearby valley their armies were fighting and killing each other.

 Messengers arrived to them with news of the war. The kings did not seem to listen to them and they bent over the golden chessboard and moved the golden pawns.

 Over time the situations in battle followed the situations in the game accordingly.

 Towards sunset, one of the kings overturned the chessboard, because he was checkmate, and after a while a bloody knight announced to him:

 -Your army fled, you have lost the kingdom.

.

.

L'ombre des joueurs


  Deux rois ennemis jouaient aux échecs, tandis qu'au même moment, dans une vallée voisine, leurs armées se combattaient et s'entretuaient.

  Des messagers leur arrivèrent avec des nouvelles de la guerre.  Les rois ne semblaient pas les écouter et ils se penchèrent sur l'échiquier doré et déplacèrent les pions dorés.

  Au fil du temps, les situations de combat ont suivi les situations du jeu en conséquence.

  Vers le coucher du soleil, l'un des rois renversa l'échiquier, parce qu'il était échec et mat, et au bout d'un moment un chevalier sanglant lui annonça :

  -Votre armée a fui, vous avez perdu le royaume.

.

.

Der Schatten der Spieler


Zwei verfeindete Könige spielten Schach, während zur gleichen Zeit in einem nahegelegenen Tal ihre Armeen kämpften und sich gegenseitig töteten.

Boten kamen zu ihnen mit Nachrichten über den Krieg. Die Könige schienen ihnen nicht zuzuhören und beugten sich über das goldene Schachbrett und bewegten die goldenen Bauern.

Im Laufe der Zeit folgten die Situationen im Kampf den Situationen im Spiel entsprechend.

Gegen Sonnenuntergang warf einer der Könige das Schachbrett um, weil er Schachmatt war, und nach einer Weile verkündete ihm ein blutiger Ritter:

-Deine Armee ist geflohen, du hast das Königreich verloren

.

.

L'ombra dei giocatori


  Due re nemici stavano giocando a scacchi, mentre contemporaneamente in una valle vicina i loro eserciti combattevano e si uccidevano.

  Arrivarono dei messaggeri con le notizie della guerra.  I re non sembravano ascoltarli e si chinarono sulla scacchiera d'oro e spostarono i pedoni d'oro.

  Nel corso del tempo le situazioni in battaglia hanno seguito di conseguenza le situazioni del gioco.

  Verso il tramonto, uno dei re rovesciò la scacchiera, perché era in scacco matto, e dopo poco un cavaliere sanguinante gli annunciò:

  -Il tuo esercito è fuggito, hai perso il regno

.

.

La sombra de los jugadores.


  Dos reyes enemigos jugaban al ajedrez, mientras al mismo tiempo en un valle cercano sus ejércitos luchaban y se mataban entre sí.

  Llegaron mensajeros con noticias de la guerra.  Los reyes no parecieron escucharlos y se inclinaron sobre el tablero de ajedrez dorado y movieron los peones dorados.

  Con el tiempo, las situaciones en la batalla siguieron a las situaciones en el juego.

  Hacia el atardecer, uno de los reyes volcó el tablero de ajedrez, porque estaba en jaque mate, y al cabo de un rato un caballero ensangrentado le anunció:

  -Tu ejército huyó, has perdido el reino.

.

.

A sombra dos jogadores


  Dois reis inimigos estavam jogando xadrez, enquanto, ao mesmo tempo, em um vale próximo, seus exércitos lutavam e matavam uns aos outros.

  Mensageiros chegaram até eles com notícias da guerra.  Os reis não pareceram ouvi-los e inclinaram-se sobre o tabuleiro de xadrez dourado e moveram os peões dourados.

  Com o tempo, as situações de batalha seguiram as situações do jogo de acordo.

  Ao pôr do sol, um dos reis derrubou o tabuleiro de xadrez, porque estava em xeque-mate, e depois de um tempo um maldito cavaleiro lhe anunciou:

  -Seu exército fugiu, você perdeu o reino

.

.

.



(διηγήματα του φανταστικού)

η επανάληψη της ιστοριας

(Greek,English,Francais, German,Italian,Spanish ,Portuguese)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Αυτή η ιστορία επαναλαμβάνονταν:

Ενας άντρας είχε σχεση με μια γυναίκα,στα εφτά χρόνια η γυναίκα άλλαξε,

απομακρύνονταν,όταν εκείνος αρρώστησε σοβαρά τότε εκείνη βρήκε την ευκαιρία και τον χώρισε,αφού εν τω μεταξυ είχε ερωτική σχέση με άλλον,που την έκρυβε.

Σε άλλο μέρος,ταυτοχρονα,πριν η' μετά,σε άλλη εποχή,η ίδια ιστορία επαναλαμβάνονταν.

Ιδια αρχή ίδιο τέλος.

Σε μια ιστορία,έγινε αλλαγή,ο άντρας άλλαξε,

και χώρισε τη γυναίκα,

όταν εκείνη τον ρώτησε ποια είναι η αιτία,κάποια άλλη γυναίκα,ο άντρας της απάντησε:

θέλω να σε προλάβω και να σταματήσω αυτήν την  ιστορια.

Από τότε τερματίστηκαν αυτές οι ίδιες ιστορίες,αυτό ήταν το τέλος των επαναλήψεων τους 

.

.

(short stories of the fantastic)

 the repetition of story


 This story kept repeating itself:

 A man had a relationship with a woman, in seven years the woman changed,

 she was moving away, when he became seriously ill, then she took the opportunity and break up him, since in the meantime she had an love affair with someone else, which she was hiding.

 In another place, at the same time, before or after, in another era, the same story was repeated.

 Same beginning and same end.

 In a story, there was a change, the man changed,

 and break up her,

 when she asked him what was the cause, some other woman, the man answered her:

 I want to catch up with you and stop this story.

 Since then these same stories ended, that was the end of their repetitions 

 .

 .

(histoires courtes du fantastique)

  la répétition de l'histoire


  Cette histoire ne cessait de se répéter :

  Un homme avait une relation avec une femme, en sept ans la femme a changé,

  elle était en train de déménager lorsqu'il tomba gravement malade, puis elle en profita pour le séparer, car entre-temps elle avait une histoire d'amour avec quelqu'un d'autre qu'elle cachait.

  Dans un autre lieu, au même moment, avant ou après, à une autre époque, la même histoire s'est répétée.

  Même début et même fin.

  Dans une histoire, il y a eu un changement, l'homme a changé,

  et la briser,

  quand elle lui demanda quelle en était la cause, une autre femme, l'homme lui répondit :

  Je veux vous rattraper et arrêter cette histoire.

  Depuis, ces mêmes histoires ont pris fin, c'était la fin de leurs répétitions

.

.

(Kurzgeschichten aus dem Fantastischen)

Die Wiederholung der Geschichte


Diese Geschichte wiederholte sich ständig:

Ein Mann hatte eine Beziehung mit einer Frau, in sieben Jahren veränderte sich die Frau,

sie zog weg, als er schwer krank wurde, dann nutzte sie die Gelegenheit und trennte sich von ihm, da sie in der Zwischenzeit eine Liebesaffäre mit jemand anderem hatte, die sie verheimlichte.

An einem anderen Ort, zur selben Zeit, davor oder danach, in einer anderen Ära wiederholte sich dieselbe Geschichte.

Gleicher Anfang und dasselbe Ende.

In einer Geschichte gab es eine Veränderung, der Mann veränderte sich,

und sie trennte sich,

als sie ihn fragte, was der Grund dafür sei, eine andere Frau, antwortete ihr der Mann:

Ich möchte dich einholen und diese Geschichte beenden.

Da diese Geschichten dann endeten, war das das Ende ihrer Wiederholungen.

.

.

(brevi racconti del fantastico)

  la ripetizione della storia


  Questa storia continuava a ripetersi:

  Un uomo aveva una relazione con una donna, in sette anni la donna è cambiata,

  lei si stava allontanando, quando lui si ammalò gravemente, allora lei ne approfittò per separarlo, poiché nel frattempo aveva una storia d'amore con un altro, che nascondeva.

  In un altro luogo, nello stesso tempo, prima o dopo, in un'altra epoca, si è ripetuta la stessa storia.

  Stesso inizio e stessa fine.

  In una storia c'è stato un cambiamento, l'uomo è cambiato,

  e spezzarla,

  quando lei gli chiese quale fosse la causa, un'altra donna, l'uomo le rispose:

  Voglio raggiungerti e fermare questa storia.

  Da allora queste stesse storie finirono, quella fu la fine delle loro ripetizioni

.

.

(cuentos de lo fantástico)

  la repetición de la historia


  Esta historia se repitió una y otra vez:

  Un hombre tenía una relación con una mujer, en siete años la mujer cambió,

  ella se estaba alejando, cuando él enfermó gravemente, entonces ella aprovechó la oportunidad y lo separó, ya que mientras tanto ella tenía una historia de amor con otra persona, que ella ocultaba.

  En otro lugar, al mismo tiempo, antes o después, en otra época, se repitió la misma historia.

  Mismo comienzo y mismo final.

  En una historia hubo un cambio, el hombre cambió,

  y romperla,

  cuando ella le preguntó cuál era la causa, alguna otra mujer, el hombre le respondió:

  Quiero alcanzarte y detener esta historia.

  Desde entonces terminaron estas mismas historias, ese fue el fin de sus repeticiones.

.

.

(contos do fantástico)

  a repetição da história


  Esta história continuou se repetindo:

  Um homem teve um relacionamento com uma mulher, em sete anos a mulher mudou,

  ela estava se mudando, quando ele adoeceu gravemente, então ela aproveitou a oportunidade e o separou, pois nesse meio tempo ela teve um caso amoroso com outra pessoa, que ela estava escondendo.

  Em outro lugar, na mesma época, antes ou depois, em outra época, a mesma história se repetiu.

  O mesmo começo e o mesmo fim.

  Numa história houve uma mudança, o homem mudou,

  e separá-la,

  quando ela lhe perguntou qual era a causa, alguma outra mulher, o homem respondeu:

  Quero conversar com você e parar com essa história.

  Desde então essas mesmas histórias terminaram, foi o fim de suas repetições

.

.

.


(My Cities / Οι Πόλεις μου)

Η πόλη των πεθαμενων

(Ιδιοτροποι Έρωτες)

(Greek, English, Francais, German, Italian, Spanish, Portuguese)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Σε αυτή τη πόλη στις 4 η ώρα τη νύχτα ξαφνικα όλοι οι άνθρωποι που την κατοικούσαν πέθαναν ακαριαία ταυτόχρονα.

Μαζί με αυτούς και όλα τα άλλα ζωντανά όντα,ζώα,πουλιά.

Όμως αυτό δεν έγινε αντιληπτό στους επισκέπτες της,γιατί η ζωή στη πόλη συνεχίζονταν κανονικά σε όλα τα επίπεδα,κοινωνικά εμπορικά,ατομικα,διαπροσωπικα,επαγγελματικά,κλπ,σαν να μην συνέβηκε ο θάνατος όλων των κατοίκων της πόλης.

 Τα πάντα ήταν όπως πριν,δεν είχε αλλάξει τίποτα,οι γεννήσεις,οι ζωές και οι θάνατοι τους.

Εκείνος σε ένα από τα επαγγελματικά  του ταξίδια του στη πόλη,λίγο πριν απο αυτό το γεγονός των θανατων,είχε γνωρίσει μια γυναίκα,που την ερωτεύτηκε.

Όταν μετά το γεγονός του γενικού θανάτου στη πολη,το οποίο αγνοούσε και ήταν αδύνατο να αντιληφθεί,επισκέφτηκε τη πόλη,πήγε στο μέρος που δούλευε η γυναίκα και την είχε γνωρίσει,και την ζήτησε.

Του είπαν πως δεν γνωριζαν αυτή τη  γυναίκα,δεν καταλάβαιναν ποια εννοούσε.

Τους έδειξε τη φωτογραφία της.

Οχι,δεν  είχε εργασθεί εκεί η συγκεκριμένη γυναίκα ποτέ.

Τους έδειξε και τη φωτογραφία που ήταν μαζί.

Σε πιστευουμε,του είπαν,αλλά η γυναίκα αυτη είναι τελείως άγνωστη σε μας.

Από τότε πήγαινε συχνά στη πόλη και κάθε φορά έμενε εκεί αρκετό καιρο ψάχνοντας την παντού σε απίθανα μέρη μήπως την βρει.

Κάποτε μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε να την συναντήσει.

Εκεινη του είπε πως τον περίμενε πολύ καιρό,ανησυχούσε τι να συμβαίνει,μηπως την ξέχασε,μήπως έπαυσε να είναι ερωτευμένος μαζί της.

Εκείνος της είπε πόσο την αναζητούσε.Και ποσο παράξενο ήταν που κανένας δεν την γνώριζε,σαν να ήταν ανύπαρκτη,να μην ζούσε.

Εκείνη χαμογέλασε.Τωρα με βλέπεις,του είπε,άγγιξε με,είμαι μπροστά σου,ζωντανη υπαρκτη,

και είμαι το ίδιο ερωτευμένη μαζί σου.

Δεν ξαναφυγε από αυτή τη πόλη.

Εμειναν μαζί.

.

.




(My Cities / My Cities)

 The city of the dead

 (Strange Loves)


 In this city at 4 o'clock at night suddenly all the people who inhabited it died instantly at the same time.

 Along with them and all other living beings, animals, birds.

 But this was not noticed by its visitors, because the life in the city continued normally at all levels, social, commercial, personal, interpersonal, professional, etc., as if the death of all the city's residents had not happened.

 Everything was as before, nothing had changed, their births, lives and deaths.

 He, on one of his business trips to the city, shortly before this event of deaths, had met a woman,and fell in love with her.

 When after the fact of the general death in the city, which he was ignorant of and impossible to perceive, he visited the city, he went to the place where the woman worked and had met her, and asked for her.

 They told him that they did not know this woman, they did not understand for which one did he mean.

 He showed them her photo.

 No, this particular woman had never worked there.

 He also showed them the photo of he and her together.

 We believe you, they told him, but this woman is completely unknown to us.

 Since then he often went to the city and each time he stayed there for a long time looking for her everywhere in various places in case he found her.

 Once after many attempts he managed to meet her.

 She told him that she had been waiting for him for a long time, she was worried about what was happeningto him, maybe he forgot her, maybe he stopped being in love with her.

 He told her how much he was looking for her. And how strange it was that no one knew her, as if she didn't exist, didn't live.

 She smiled. Now you see me, she said to him, touch me, I am in front of you, a living being,

 and I'm just in love with you.

 He never left this city again.

 They stayed together.

 .

 .

(Mes villes / Mes villes)

  La ville des morts

  (Amours étranges)


  Dans cette ville, à 16 heures du soir, tous les gens qui l'habitaient sont morts sur le coup en même temps.

  Avec eux et tous les autres êtres vivants, animaux, oiseaux.

  Mais cela n'a pas été remarqué par ses visiteurs, car la vie dans la ville a continué normalement à tous les niveaux, social, commercial, personnel, interpersonnel, professionnel, etc., comme si la mort de tous les habitants de la ville n'avait pas eu lieu.

  Tout était comme avant, rien n'avait changé, leurs naissances, leurs vies et leurs morts.

  Lors d'un de ses voyages d'affaires en ville, peu avant cet événement mortel, il avait rencontré une femme et en était tombé amoureux.

  Lorsqu'après avoir constaté la mort générale dans la ville, qu'il ignorait et qu'il était impossible de percevoir, il visita la ville, il se rendit à l'endroit où travaillait la femme et l'avait rencontrée, et il la demanda.

  Ils lui dirent qu'ils ne connaissaient pas cette femme, qu'ils ne comprenaient pas de laquelle il parlait.

  Il leur a montré sa photo.

  Non, cette femme en particulier n’y avait jamais travaillé.

  Il leur a également montré la photo de lui et d'elle ensemble.

  Nous vous croyons, lui dirent-ils, mais cette femme nous est totalement inconnue.

  Depuis lors, il se rendait souvent en ville et à chaque fois il y restait longtemps à la chercher partout et en divers endroits au cas où il la trouverait.

  Après de nombreuses tentatives, il réussit à la rencontrer.

  Elle lui a dit qu'elle l'attendait depuis longtemps, qu'elle s'inquiétait de ce qui lui arrivait, peut-être qu'il l'avait oubliée, peut-être qu'il avait cessé d'être amoureux d'elle.

  Il lui a dit à quel point il la cherchait.  Et comme c'était étrange que personne ne la connaisse, comme si elle n'existait pas, ne vivait pas.

  Elle a souri.  Maintenant tu me vois, lui dit-elle, touche-moi, je suis devant toi, un être vivant,

  et je suis juste amoureux de toi.

  Il n'a plus jamais quitté cette ville.

  Ils sont restés ensemble.

.

.

(Meine Städte / Meine Städte)

  Die Stadt der Toten

  (Seltsame Lieben)


  In dieser Stadt starben um 4 Uhr nachts plötzlich alle Menschen, die dort lebten, gleichzeitig.

  Zusammen mit ihnen und allen anderen Lebewesen, Tieren, Vögeln.

  Dies wurde jedoch von den Besuchern nicht bemerkt, da das Leben in der Stadt auf allen Ebenen, gesellschaftlich, kommerziell, persönlich, zwischenmenschlich, beruflich usw., normal weiterging, als ob der Tod aller Einwohner der Stadt nicht geschehen wäre.

  Alles war wie zuvor, nichts hatte sich geändert, ihre Geburten, ihr Leben und ihr Tod.

  Auf einer seiner Geschäftsreisen in die Stadt hatte er kurz vor diesem Todesfall eine Frau kennengelernt und sich in sie verliebt.

  Als er nach der Tatsache des allgemeinen Todes in der Stadt, von der er nichts wusste und die er nicht wahrnehmen konnte, die Stadt besuchte, ging er zu dem Ort, an dem die Frau arbeitete und sie getroffen hatte, und fragte nach ihr.

  Sie sagten ihm, dass sie diese Frau nicht kannten, sie wüssten nicht, welche Frau er meinte.

  Er zeigte ihnen ihr Foto.

  Nein, diese bestimmte Frau hatte noch nie dort gearbeitet.

  Er zeigte ihnen auch das Foto von ihm und ihr zusammen.

  Wir glauben dir, sagten sie ihm, aber diese Frau ist uns völlig unbekannt.

  Seitdem ging er oft in die Stadt und blieb dort jedes Mal lange Zeit, um überall und an verschiedenen Orten nach ihr zu suchen, für den Fall, dass er sie fand.

  Nach vielen Versuchen gelang es ihm eines Tages, sie zu treffen.

  Sie erzählte ihm, dass sie schon lange auf ihn gewartet hatte, dass sie sich Sorgen machte, was mit ihm passieren würde, vielleicht hatte er sie vergessen, vielleicht hatte er aufgehört, sich in sie zu verlieben.

  Er erzählte ihr, wie sehr er nach ihr suchte.  Und wie seltsam es war, dass niemand sie kannte, als ob sie nicht existierte, nicht lebte.

  Sie lächelte.  Jetzt siehst du mich, sagte sie zu ihm, berühre mich, ich bin vor dir, ein Lebewesen,

  und ich bin einfach in dich verliebt.

  Er hat diese Stadt nie wieder verlassen.

  Sie blieben zusammen.

.

.

(Le mie città / Le mie città)

  La città dei morti

  (Strani amori)


  In questa città alle 4 di notte improvvisamente tutte le persone che la abitavano morirono all'istante, nello stesso momento.

  Insieme a loro e a tutti gli altri esseri viventi, animali, uccelli.

  Ma questo non veniva notato dai suoi visitatori, perché la vita nella città continuava normalmente a tutti i livelli, sociale, commerciale, personale, interpersonale, professionale, ecc., come se la morte di tutti gli abitanti della città non fosse avvenuta.

  Tutto era come prima, nulla era cambiato, le loro nascite, vite e morti.

  Lui, durante uno dei suoi viaggi di lavoro in città, poco prima di questo evento di morti, aveva conosciuto una donna e se ne era innamorato.

  Quando, dopo il fatto della morte generale avvenuta in città, di cui era ignaro e impossibile da percepire, visitò la città, si recò nel luogo dove lavorava la donna e l'aveva incontrata, e chiese di lei.

  Gli dissero che non conoscevano quella donna, non capivano a quale si riferisse.

  Ha mostrato loro la sua foto.

  No, quella donna in particolare non aveva mai lavorato lì.

  Ha mostrato loro anche la foto di lui e lei insieme.

  Noi ti crediamo, gli hanno detto, ma questa donna ci è completamente sconosciuta.

  Da allora si recò spesso in città e ogni volta vi rimase a lungo cercandola ovunque in vari posti nel caso la trovasse.

  Una volta, dopo molti tentativi, riuscì a incontrarla.

  Gli disse che lo aspettava da molto tempo, era preoccupata per quello che gli stava succedendo, forse lui l'aveva dimenticata, forse aveva smesso di amarla.

  Le disse quanto la stava cercando.  E com'era strano che nessuno la conoscesse, come se non esistesse, non vivesse.

  Lei sorrise.  Adesso mi vedi, gli disse, toccami, sono davanti a te, un essere vivente,

  e sono semplicemente innamorato di te.

  Non ha mai più lasciato questa città.

  Sono rimasti insieme.

.

.

(Mis Ciudades / Mis Ciudades)

  La ciudad de los muertos

  (Amores extraños)


  En esta ciudad a las 4 de la noche de repente todas las personas que la habitaban murieron instantáneamente a la misma hora.

  Junto con ellos y todos los demás seres vivos, animales, pájaros.

  Pero esto no fue notado por sus visitantes, porque la vida en la ciudad continuaba con normalidad en todos los niveles, social, comercial, personal, interpersonal, profesional, etc., como si no hubiera ocurrido la muerte de todos los habitantes de la ciudad.

  Todo era como antes, nada había cambiado, sus nacimientos, vidas y muertes.

  Él, en uno de sus viajes de negocios a la ciudad, poco antes de este suceso de muertes, había conocido a una mujer, y se enamoró de ella.

  Cuando después del hecho de la muerte general en la ciudad, que él ignoraba e imposible de percibir, visitó la ciudad, fue al lugar donde trabajaba la mujer y la había conocido, y preguntó por ella.

  Le dijeron que no conocían a esta mujer, no entendían a cuál se refería.

  Les mostró su foto.

  No, esta mujer en particular nunca había trabajado allí.

  También les mostró la foto de él y ella juntos.

  Te creemos, le dijeron, pero esta mujer nos es completamente desconocida.

  Desde entonces iba a menudo a la ciudad y cada vez permanecía allí mucho tiempo buscándola por todos lados en varios lugares por si la encontraba.

  Una vez, después de muchos intentos, logró conocerla.

  Ella le dijo que llevaba mucho tiempo esperándolo, estaba preocupada por lo que le estaba pasando, tal vez él la olvidó, tal vez dejó de estar enamorado de ella.

  Él le dijo cuánto la estaba buscando.  Y qué extraño era que nadie la conociera, como si ella no existiera, no viviera.

  Ella sonrió.  Ahora me ves, le dijo, tócame, estoy frente a ti, un ser vivo,

  y simplemente estoy enamorado de ti.

  Nunca volvió a salir de esta ciudad.

  Permanecieron juntos.

.

.

(Minhas cidades / Minhas cidades)

  A cidade dos mortos

  (Amor Estranho)


  Nesta cidade, às 4 horas da noite, de repente todas as pessoas que a habitavam morreram instantaneamente ao mesmo tempo.

  Junto com eles e todos os outros seres vivos, animais, pássaros.

  Mas isso não foi percebido pelos seus visitantes, pois a vida na cidade continuou normalmente em todos os níveis, social, comercial, pessoal, interpessoal, profissional, etc., como se a morte de todos os moradores da cidade não tivesse acontecido.

  Tudo estava como antes, nada havia mudado, seus nascimentos, vidas e mortes.

  Ele, em uma de suas viagens de negócios à cidade, pouco antes desse acontecimento de mortes, conheceu uma mulher e se apaixonou por ela.

  Quando, após o fato da morte geral na cidade, que ele ignorava e impossível de perceber, visitou a cidade, dirigiu-se ao local onde a mulher trabalhava e a conheceu, e perguntou por ela.

  Disseram-lhe que não conheciam essa mulher, não entendiam a quem ele se referia.

  Ele mostrou-lhes a foto dela.

  Não, esta mulher em particular nunca trabalhou lá.

  Ele também mostrou a eles a foto dele e dela juntos.

  Acreditamos em você, disseram a ele, mas esta mulher é completamente desconhecida para nós.

  Desde então ele ia muitas vezes à cidade e cada vez ficava lá por muito tempo procurando por ela em todos os lugares, em vários lugares, caso a encontrasse.

  Uma vez, depois de muitas tentativas, ele conseguiu conhecê-la.

  Ela disse a ele que estava esperando por ele há muito tempo, estava preocupada com o que estava acontecendo com ele, talvez ele a tenha esquecido, talvez tenha deixado de amá-la.

  Ele disse a ela o quanto estava procurando por ela.  E como era estranho ninguém a conhecer, como se ela não existisse, não vivesse.

  Ela sorriu.  Agora você me vê, ela disse a ele, me toque, estou na sua frente, um ser vivo,

  e eu estou simplesmente apaixonado por você.

  Ele nunca mais saiu desta cidade.

  Eles ficaram juntos.

.

.

.




(Ιστορίες του κ.Κ)

Μετά το Τέλος

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ο κ.Κ. φωτογράφισε το τοπίο,και είπε στη φίλη του δίπλα.

-νιωθω ήσυχος γιατί αυτό το όμορφο τοπίο θα διατηρηθεί όταν η ανθρωποτητα,για τα δικά της λάθη και εγκλήματα,καταστραφεί ολοκληρωτικά και αφανισθει για πάντα,

την κοιταξε,

-ομως ταυτοχρονα νιώθω μεγάλη λύπη που η δικη σου ομορφιά θα λείψει από τον κόσμο με την καταστροφή,

ο κ.Κ χαμογέλασε,

τώρα,συνέχισε αγκαλιάζοντας την,και τα δυό σάς έχω,και νιώθω τυχερός που τα ζω,και μετά,στην αιωνιότητα,τα έζησα

.

.

.








Φωτογράφιση 

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


η ιστορία της 

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Στο κάστινγκ για την ηθοποιό-πρωταγωνιστρια της νέας του ταινίας 

διάλεξε εκείνη,

Στη συνάντηση τους εκεινος της είπε για την ιστορία,και τον ρόλο της.

Η γυναίκα της ιστορίας μέσα από τη μνήμη της ζει μια  προσωπική ερωτική της σχέση.Τις αντιδράσεις της τώρα που έχει τελειώσει.

Τίποτα από ότι έχει συμβεί,η' συμβαίνει δεν είναι συγκεκριμένο,δεν γινεται αντιληπτό.

Η ηθοποιός κινηματογραφειται αποσπασματικά,μια συνεχής συρραφη ,μερών του σώματος της,του πρόσωπου,των ματιών,των χειλιών,του λαιμού,των χεριών,

σε διάφορες γωνιές λήψεις.

Ο ήχος ειναι:

σιωπή,ψίθυρος,κάποιες λέξεις που δεν μπορούν να ενταχθούν σε κάποια κατανοητή πρόταση,εντός και εκτός πεδίου,θόρυβοι,βήματα,πορτα,που ανοίγει και κλίνει, ήχος αυτοκινήτου,ήχος τηλεφώνου,...,

Εναλλαγή υπερφωτισμενου πλάνου,σχεδόν λευκου,και υποφωτισμενου,σχεδόν μαύρου.

Η διάρκεια των πλάνων ποικίλει,από ελάχιστα δευτερόλεπτα έως πολλά λεπτά

Σε ένα πλάνο,στο μέσο της ταινίας,η γυναίκα κοιτάζει κατευθείαν τον φακο,και κατά προέκταση τον θεατή,και  μιλάει,χωρίς να ακούγεται τι λέει,διάρκεια πλάνου 10'.

Το τελευταίο πλάνο της της ταινίας είναι σκοτεινό,διάρκειας 7',με ηλεκτρονικό ήχο,των ψιθύρων και των λέξεων που ακούστηκαν,σε μίξη και παραμόρφωση.

Στη πρεμιέρα της ταινίας η ηθοποιός δεν εμφανίσθηκε,εκείνος ανησύχησε,και της τηλεφώνησε,εκείνη του είπε,πως είναι πολύ οδυνηρό να δει την ιστορία της στην οθονη και να την ξαναζήσει.

Οταν μετα συναντηθηκαν εκείνος της είπε,πως δεν υπήρχε πριν την προσλάβει για την ταινία καμια ιστορία,

όλα τα επινόησε εκείνη την στιγμή που της εξηγούσε το ρόλο της,και πως θα γίνει η ταινία.

Η ηθοποιός του είπε,πως ζει αυτή την ιστορία στην πραγματική της ζωή.

Ξέρω τι σκέφτεσαι,του είπε,όχι τίποτα δεν θα με βοηθήσει,όλα θα τελειώσουν όπως στη ταινια.

.

.

her story 


He's casting for the lead actress in his new movie 

chose her.

At their meeting he told her about the story and her role.

The woman of the story lives through her memory  a personal love affair. Her reactions now that it has ended.

Nothing,of what has happened, what is happening,is concrete, is not perceived.

The actress is filmed fragmentarily, a continuous fragmentation of parts of her body, her face, eyes, lips, neck, hands,

in various angles shots.

The sound is:

silence, whisper, some words that cannot be included in an intelligible sentence, inside and outside the screen, noises, steps, door, opening and closing, car sound, phone sound,...,

Alternation of overlit shot, almost white, and underlit shot, almost black.

The duration of the shots varies, from a few seconds to several minutes

In one shot, in the middle of the film, the woman looks directly into the lens, and by extension at the viewer, and she speaks, without hearing what she says, shot duration 10'.

 The last shot of the film is dark, 7' long, with electronic sound,of whispers and heard words, mixed and distorted.

 At the premiere of the film the actress did not appear, he was worried and called her, she told him that it is very painful to see her story on the screen and relive it.

When they later met, he told her that there was no story before he hired her for the film,

he invented everything at that moment when he was explaining her role and how the film would be made.

The actress told him how she lives this story in her real life.

I know what you're thinking, she told him, no, nothing will help me, everything will end same as in the movie.

.

.

son histoire 


 Il fait le casting pour l'actrice principale de son nouveau film 

 l'a choisie.

 Lors de leur rencontre, il lui a raconté l'histoire et son rôle.

 La femme de l’histoire vit à travers sa mémoire une histoire d’amour personnelle.  Ses réactions maintenant que c'est terminé.

 Rien de ce qui s'est passé, de ce qui se passe, n'est concret, n'est perçu.

 L'actrice est filmée de manière fragmentaire, une fragmentation continue de parties de son corps, son visage, ses yeux, ses lèvres, son cou, ses mains,

 sous différents angles.

 Le son est :

 silence, murmure, certains mots qui ne peuvent être inclus dans une phrase intelligible, à l'intérieur et à l'extérieur de l'écran, bruits, pas, porte, ouverture et fermeture, bruit de voiture, bruit de téléphone,...,

 Alternance de plans suréclairés, presque blancs, et de plans sous-éclairés, presque noirs.

 La durée des clichés varie, de quelques secondes à plusieurs minutes

 Dans un plan, au milieu du film, la femme regarde directement l'objectif, et par extension le spectateur, et elle parle, sans entendre ce qu'elle dit, durée du plan 10'.

  Le dernier plan du film est sombre, long de 7', avec un son électronique, un mélange de murmures et de paroles entendues, mixées et déformées.

  A l'avant-première du film, l'actrice n'est pas apparue, il s'est inquiété et l'a appelée, elle lui a dit que c'était très douloureux de voir son histoire à l'écran et de la revivre.

 Lorsqu'ils se sont rencontrés plus tard, il lui a dit qu'il n'y avait pas d'histoire avant de l'embaucher pour le film.

 il a tout inventé au moment où il expliquait son rôle et comment le film allait être réalisé.

 L'actrice lui a raconté comment elle vit cette histoire dans sa vraie vie.

 Je sais ce que tu penses, lui dit-elle, non, rien ne m'aidera, tout se terminera comme dans le film.

.

.

ihre Geschichte 


Er sucht die Hauptdarstellerin für seinen neuen Film 

hat sie ausgewählt.

Bei ihrem Treffen erzählte er ihr von der Geschichte und ihrer Rolle.

Die Frau aus der Geschichte erlebt in ihrer Erinnerung eine persönliche Liebesaffäre. Ihre Reaktionen, jetzt, da sie zu Ende ist.

Nichts von dem, was geschehen ist, was geschieht, ist konkret, wird nicht wahrgenommen.

Die Schauspielerin wird fragmentarisch gefilmt, eine kontinuierliche Fragmentierung von Teilen ihres Körpers, ihres Gesichts, ihrer Augen, Lippen, ihres Halses, ihrer Hände,

in verschiedenen Winkeln.

Der Ton ist:

Stille, Flüstern, einige Wörter, die nicht in einen verständlichen Satz passen, innerhalb und außerhalb des Bildschirms, Geräusche, Schritte, Tür, Öffnen und Schließen, Autogeräusch, Telefongeräusch,...,

Wechsel von überbelichteter Aufnahme, fast weiß, und unterbelichte Aufnahme, fast schwarz.

 Die Dauer der Einstellungen variiert von einigen Sekunden bis zu mehreren Minuten.

In einer Einstellung in der Mitte des Films blickt die Frau direkt in die Linse und damit auf den Zuschauer und spricht, ohne dass man hört, was sie sagt. Einstellungsdauer 10 Minuten.

Die letzte Einstellung des Films ist dunkel, 7 Minuten lang, mit elektronischem Ton, einer Mischung aus Flüstern und gehörten Worten, gemischt und verzerrt.

Bei der Premiere des Films erschien die Schauspielerin nicht. Er war besorgt und rief sie an. Sie sagte ihm, dass es sehr schmerzhaft sei, ihre Geschichte auf der Leinwand zu sehen und sie noch einmal zu erleben.

Als sie sich später trafen, sagte er ihr, dass es keine Geschichte gab, bevor er sie für den Film engagierte.

Er erfand alles in dem Moment, als er ihre Rolle erklärte und wie der Film gemacht werden würde.

Die Schauspielerin erzählte ihm, wie sie diese Geschichte in ihrem wirklichen Leben erlebt.

Ich weiß, was du denkst, sagte sie ihm. Nein, nichts wird mir helfen, alles wird so enden wie im Film.

.

.

la sua storia 


 Sta facendo il casting per l'attrice protagonista del suo nuovo film 

 l'ha scelta.

 Durante il loro incontro le raccontò la storia e il suo ruolo.

 La donna della storia vive attraverso la sua memoria una storia d'amore personale.  Le sue reazioni ora che è finita.

 Niente di ciò che è accaduto, di ciò che sta accadendo, è concreto, non viene percepito.

 L'attrice è ripresa in modo frammentario, una frammentazione continua di parti del suo corpo, del viso, degli occhi, delle labbra, del collo, delle mani,

 in varie angolazioni.

 Il suono è:

 silenzio, sussurro, alcune parole che non possono essere comprese in una frase comprensibile, dentro e fuori lo schermo, rumori, passi, porta, apertura e chiusura, suono dell'auto, suono del telefono,...,

 Alternanza di ripresa sovrailluminata, quasi bianca, e ripresa sottoilluminata, quasi nera.

 La durata degli scatti varia, da pochi secondi a diversi minuti

 In un'inquadratura, a metà del film, la donna guarda direttamente nell'obiettivo, e per estensione lo spettatore, e parla, senza sentire quello che dice, durata dell'inquadratura 10'.

  L'ultima inquadratura del film è cupa, lunga 7', con sonorità elettroniche, un mix di sussurri e parole sentite, mescolate e distorte.

  Alla première del film l'attrice non si è presentata, lui era preoccupato e l'ha chiamata, lei gli ha detto che è molto doloroso vedere la sua storia sullo schermo e riviverla.

 Quando più tardi si incontrarono, lui le disse che non c'era nessuna storia prima di assumerla per il film,

 si è inventato tutto nel momento in cui le spiegava il ruolo e come sarebbe stato realizzato il film.

 L'attrice gli ha raccontato come vive questa storia nella sua vita reale.

 So cosa stai pensando, gli disse, no, niente mi aiuterà, finirà tutto come nel film.

.

.

su historia 


 Está buscando a la actriz principal de su nueva película. 

 la escogió.

 En su reunión, él le contó la historia y su papel.

 La mujer de la historia vive a través de su memoria una historia de amor personal.  Sus reacciones ahora que ha terminado.

 Nada de lo que ha pasado, de lo que está pasando, es concreto, no se percibe.

 La actriz está filmada de forma fragmentaria, una fragmentación continua de partes de su cuerpo, su rostro, ojos, labios, cuello, manos,

 en tomas de varios ángulos.

 El sonido es:

 silencio, susurro, algunas palabras que no se pueden incluir en una frase inteligible, dentro y fuera de la pantalla, ruidos, pasos, puerta, apertura y cierre, sonido del coche, sonido del teléfono,...,

 Alternancia de planos superiluminados, casi blancos, y subiluminados, casi negros.

 La duración de los disparos varía, desde unos segundos hasta varios minutos.

 En un plano, en mitad de la película, la mujer mira directamente al objetivo, y por extensión al espectador, y habla, sin oír lo que dice, duración del plano 10'.

  El último plano de la película es oscuro, de 7' de largo, con sonido electrónico,de susurros y palabras escuchadas, mezcladas y distorsionadas.

  Al estreno de la película la actriz no se presentó, él estaba preocupado y la llamó, ella le dijo que es muy doloroso ver su historia en la pantalla y revivirla.

 Cuando se conocieron más tarde, él le dijo que no había ninguna historia antes de contratarla para la película.

 Inventó todo en ese momento cuando le explicaba su papel y cómo se haría la película.

 La actriz le contó cómo vive esta historia en su vida real.

 Sé lo que estás pensando, le dijo, no, nada me ayudará, todo terminará igual que en la película.

.

.

a história dela 


 Ele está escalando a atriz principal de seu novo filme 

 a escolheu.

 Na reunião, ele contou a ela sobre a história e seu papel.

 A mulher da história vive na memória um caso de amor pessoal.  Suas reações agora que terminou.

 Nada do que aconteceu, do que está acontecendo, é concreto, não é percebido.

 A atriz é filmada fragmentariamente, uma fragmentação contínua de partes de seu corpo, rosto, olhos, lábios, pescoço, mãos,

 em vários ângulos, fotos.

 O som é:

 silêncio, sussurro, algumas palavras que não cabem em uma frase inteligível, dentro e fora da tela, ruídos, passos, porta, abrindo e fechando, som de carro, som de telefone,...,

 Alternância de foto superiluminada, quase branca, e foto subiluminada, quase preta.

 A duração dos disparos varia, de alguns segundos a vários minutos

 Num plano, no meio do filme, a mulher olha diretamente para a lente, e por extensão para o espectador, e fala, sem ouvir o que diz, duração do plano 10'.

  A última cena do filme é escura, com 7' de duração, com som eletrônico,e sussurros e palavras ouvidas, misturadas e distorcidas.

  Na estreia do filme a atriz não apareceu, ele ficou preocupado e ligou para ela, ela disse que é muito doloroso ver sua história na tela e revivê-la.

 Quando eles se conheceram mais tarde ele disse a ela que não havia nenhuma história antes de ele contratá-la para o filme

 ele inventou tudo naquele momento em que explicava o papel dela e como o filme seria feito.

 A atriz contou como vive essa história na vida real.

 Eu sei o que você está pensando, ela disse a ele, não, nada vai me ajudar, tudo vai acabar igual ao do filme.

.

.

.



Η παρτιδα σκακι με το γατακι-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Και πως εκανε ματ και κερδισε:


  1.Rb5!  (2.Rb8#)    1. ...cxb5 2.Sf8 (3.Rc8#) Rxf8 3.Qf3 (4.Qa8#) Sd5 4.Qxf8#     1. ...axb5 2.Sf6 (3.Rc8#) Rxf6 3.Qa1

 (4.Qa8#) Sa4 4.Qxf6#

.

.

.




Enigma

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


η αδύνατη ιστορια

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


εκείνη ζήτησε:

μια ιστορία για μας


της έγραψε:


η αδύνατη ιστορια


την συναντούσε σε ένα δωμάτιο,εκείνη πήγαινε πρώτη,την εύρισκε  μπροστά στον καθρέφτη,εκείνος ξάπλωνε στο κρεβάτι,

-σε περίμενα,του έλεγε,εκείνος δεν μιλουσε,εκείνη σηκώνονταν,πήγαινε στο κρεβάτι,ανέβαινε όρθια πάνω του,βλέπεις,του έλεγε,κατέβαινε αργα μέχρι το πρόσωπο  του,ανέβαινε αργά,πάλι κατέβαινε,τι βλέπεις; ψιθύριζε,

έπειτα κατέβαινε από το κρεβάτι,έβγαινε από το δωμάτιο,την άκουγε που άνοιγε την πόρτα του διαμερίσματος,την έκλεινε κι έφευγε,

εκείνος κοιμόνταν,την νύχτα τον ξύπνουσε,ήρθα πάλι,του έλεγε,

ξάπλωνε δίπλα του,να με βλέπεις και να μην με αγγίζεις,μέχρι το πρωί,τότε έφευγε,αυτό γίνονταν ένα μήνα,μετά ξαφνικά όλα τελείωσαν,ούτε εκείνος ούτε εκείνη ξαναβρέθηκαν σ'εκεινο το δωμάτιο,

ούτε ποτέ άλλη φορά συναντήθηκαν κάπου αλλού,ούτε ήταν βέβαιοι πως αυτό πραγματικά συνέβηκε και δεν ήταν φαντασία η' κάτι άλλο,

εγώ που το καταγράφω,και κανενας  δεν μου το έχει αφηγηθεί,είμαι βεβαιος,δεν ξέρω γιατί,πως έχει συμβεί,η' πως στο μέλλον θα συμβει,και πως τώρα,αυτή τη στιγμή,συμβαίνει,

είναι μια δυνατότητα,αδύνατο,όσο και απίθανη να είναι,να μην πραγματοποιηθει.


εκείνη τη διάβασε.

Ωωω.

Ωραία ιστορία.  Ναι,έχει κάτι από μας...

.

.

.



Pop Art-ακρυλικο-2μ χ 3μ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

.

.

.




Chet Baker (1928-1988)

Jazz cool trumpeter and singer


Chet Baker is Back

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


this shit! έφτυσε,το Άμστερνταμ μια cool παγίδα,στο διάολο η γκόμενα,ανέβηκε τη σκάλα,κάποιος είπε με το ασανσέρ,η πόρτα του διαμερίσματος του κλειστή,κλώτσησε τη πόρτα,είδε τη πόρτα στο διπλανό δωμάτιο ανοικτή,μπήκε μέσα,πήγε στο μπαλκόνι,σκαρφάλωσε,πήδησε στο δικό του μπαλκόνι,

και ένας άνθρωπος έπεσε στο κενό,

μέχρι το δρόμο κάτω,

ο σύντομος δρόμος στην ανυπαρξία,

The anonymous body lay in an Amsterdam morgue after police officers had discovered the dead man on the sidewalk outside a hotel near the city's infamous red-light district. It wasn't until the next day when someone identified the corpse that the world learned the famous jazz trumpeter and singer Chet Baker had died about 3:10 a.m. on May 13, 1988, after plunging from a hotel window

ατύχημα συμπέρανε η Ολλανδική Αστυνομία.

Εκείνος γέλασε.No.

This is Shit,boys.This is Just Suicide.The Suicide of Chet Baker in Amsterdam 13 Mai 1988.


ACCIDENT ?


MURDER ?


βλέπει θολά,ζαλίζεται,το δωμάτιο περιστρέφεται,μια σκιά,τι θέλει,ο ρουφιανος;άσε με,ο άλλος τον σπρώχνει,


SUICIDE ?


This Shit !

έφτυσε,ο θόρυβος του Άμστερνταμ,τι σκατα ζητάει εδώ;τι νόημα έχει;

αυτό το άνοιγμα του παραθύρου που οδηγεί,

αλήθεια  ο δρόμος κάτω πόσο απέχει;τι σημαίνει τέλος,end;

This Shit !


Chet Baker was found dead at about 3:10 AM, on May 13th, 1988. He was found outside his Hotel Prins Hendrik, in Amsterdam, Netherlands. He had severe head wounds which were apparently sustained from having fallen from the 2nd-floor window.


Chet Baker is (not) Back

.

.

.




Φωτογράφιση

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


(Ιδιοτροποι Έρωτες)

Η απώλεια

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


τη γνωρισα,μου εκμυστηρεύθηκε,και ερωτευθηκαμε,κάναμε όνειρα,είχαμε δυο μηνες 

μαζί,και τότε έγινε το αυτοκινητιστικο ατύχημα,

το κορμάκι της συντρίφτηκε στα σίδερα του αυτοκινήτου,


τρελάθηκα,πονούσα,ούρλιαζα τη νύχτα,ήθελα να πεθάνω,

πέρασα πέντε χρόνια λύπης,και πόνου,τίποτα δεν είχε σημασια για μένα,


να η φωτογραφία μας,


είδα,η κοπέλα χαμογελαστή,όμορφη,


έπειτα γνώρισα διάφορες γυναίκες,δεν τους έλεγα για εκείνη,προσπαθούσα να ζήσω μαζί τους τη ζωή που δεν έζησα με αυτή,

με καμια δεν τα κατάφερα,

εκείνη έλειπε,καμια δεν ήταν σαν αυτή,


τώρα είμαι με αυτή,


μου έδειξε φωτογραφία της,


είδα την ίδια κοπέλα,

δεν του είπα τίποτα,

.

.

.




Περί Αυσείων

(Ηροδότου Ιστορίαι,Βιβλίο 4ο,Μελπομένη,180)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


[180.1] περα απ'αυτούς τους Μάχλυους είναι οι Αύσειοι,

αυτοί κι οι Μαχλυοι γύρω απ'τη λίμνη Τριχωνίδα κατοικούν,κι ανάμεσα τους ο Τρίτωνας ποταμός τούς χωρίζει,και οι Μαχλυοι τα πίσω μαλλια του κεφαλιου αφήνουν να μακρύνουν,ενώ οι Αυσειοι τα μπροστά,

[180.2]στη γιορτή κάθε χρόνο της Αθηνάς οι παρθένες κοπέλες τους χωρίζονται στα δυο και μεταξύ τους μαχονται και με λιθάρια και με ξύλα,

στην αυτόχθονα θεα τα πατροπαράδοτα αποδίδοντας,που Αθηνά εμείς λεμε,αυτές που πεθαίνουν απ'τα τραύματα 

ψευτοπαρθενες τις λενε,

 [180.3]και πριν τις πουν να αρχίσουν να μαχονται,δημοσια αυτα εδω κάνουν,

την παρθένα που κάθε φορά ξεχωρίζει σε ομορφιά αφού την στολίσουν με Κορινθιακή περικεφαλαια και  Ελληνική πανοπλια και την ανεβάσουν σ'αμαξα 

γύρω απ'τη λίμνη τη φερνουν,

[4.180.4]με τι παλιά στόλιζαν τις παρθένες πριν κοντά σ'αυτους οι Έλληνες κατοικησουν,δεν μπορώ να πω,νομίζω πως με Αιγυπτιακα όπλα τις στόλιζαν,γιατί απ'την Αίγυπτο και η ασπίδα και το κράνος έχω τη γνώμη έφτασε στους Έλληνες,

[4.180.5]για την Αθηνά λένε πως του Ποσειδώνα είναι κόρη και της λιμνης Τριτωνιδος,κι αυτή επειδή κάτι την  δυσαρεστησε από τον πατέρα δόθηκε στον Δία,

κι ο Δίας σαν δικη του κόρη την υιοθέτησε,αυτά λένε,και σμίγουν με τις γυναίκες σαν κοινές σ'ολους να'ναι,ούτε συμβιώνουν στο ίδιο σπίτι κι όπως τα θηρία είναι  σμιγμενοι,

 [4.180.6]όταν σε μια γυναίκα το παιδί μεγαλώσει και δυναμώσει,στον ίδιο χώρο.μαζευονται οι άντρες τον τρίτο μήνα,

και μ'οποιον απ'τους άντρες μοιάζει το παιδί,

αυτουνου παιδί το θεωρούν πως ειναι

.

.

[180.1] Τούτων δὲ ἔχοντας τῶν Μαχλύων Αὐσέες· οὗτοι δὲ καὶ οἱ Μάχλυες πέριξ τὴν Τριτωνίδα λίμνην οἰκέουσι, τὸ μέσον δέ σφι οὐρίζει ὁ Τρίτων. καὶ οἱ μὲν Μάχλυες τὰ ὀπίσω κομῶσι τῆς κεφαλῆς, οἱ δὲ Αὐσέες τὰ ἔμπροσθε. [180.2] ὁρτῇ δὲ ἐνιαυσίῃ Ἀθηναίης αἱ παρθένοι αὐτῶν δίχα διαστᾶσαι μάχονται πρὸς ἀλλήλας λίθοισί τε καὶ ξύλοισι, τῷ αὐθιγενέι θεῷ λέγουσαι τὰ πάτρια ἀποτελέειν, τὴν Ἀθηναίην καλέομεν. τὰς δὲ ἀποθνησκούσας τῶν παρθένων ἐκ τῶν τρωμάτων ψευδοπαρθένους καλέουσι. [180.3] πρὶν δὲ ἀνεῖναι αὐτὰς μάχεσθαι, τάδε ποιεῦσι κοινῇ. παρθένον τὴν καλλιστεύουσαν ἑκάστοτε κοσμήσαντες κυνέῃ τε Κορινθίῃ καὶ πανοπλίῃ Ἑλληνικῇ καὶ ἐπ᾽ ἅρμα ἀναβιβάσαντες περιάγουσι τὴν λίμνην κύκλῳ. [180.4] ὁτέοισι δὲ τὸ πάλαι ἐκόσμεον τὰς παρθένους πρὶν ἤ σφι Ἕλληνας παροικισθῆναι, οὐκ ἔχω εἰπεῖν, δοκέω δ᾽ ὦν Αἰγυπτίοισι ὅπλοισι κοσμέεσθαι αὐτάς· ἀπὸ γὰρ Αἰγύπτου καὶ τὴν ἀσπίδα καὶ τὸ κράνος φημὶ ἀπῖχθαι ἐς τοὺς Ἕλληνας. [180.5] τὴν δὲ Ἀθηναίην φασὶ Ποσειδέωνος εἶναι θυγατέρα καὶ τῆς Τριτωνίδος λίμνης, καί μιν μεμφθεῖσάν τι τῷ πατρὶ δοῦναι ἑωυτὴν τῷ Διί, τὸν δὲ Δία ἑωυτοῦ μιν ποιήσασθαι θυγατέρα. ταῦτα μὲν λέγουσι, μῖξιν δὲ ἐπίκοινον τῶν γυναικῶν ποιέονται, οὔτε συνοικέοντες κτηνηδόν τε μισγόμενοι. [180.6] ἐπεὰν δὲ γυναικὶ τὸ παιδίον ἁδρὸν γένηται, συμφοιτῶσι ἐς τὠυτὸ οἱ ἄνδρες τρίτου μηνός, καὶ τῷ ἂν οἴκῃ τῶν ἀνδρῶν τὸ παιδίον, τούτου παῖς νομίζεται.

.

.

.






reflections 

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Οι ηθοποιοι

(μια ταινία μικρού μηκους)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ένα άδειο ημιφωτισμενο δωματιο,σε λίγο μπήκε μια γυναίκα,-ειμαι ηθοποιός,το είπε σαν να μην απευθύνονταν σε κείνον,είναι κανείς εδώ;

τι θέλεις;άκουσε τη φωνή ενός άντρα,έξω από το δωμάτιο,η γυναίκα γέλασε,-ειδες,είπε,πόσο πρόστυχος είναι,-βγες έξω,τώρα,φώναξε ο άντρας,-ειμαστε ηθοποιοί,του είπε η γυναίκα,μην ανησυχείς,

ακούστηκε ένας πυροβολισμός,-αυτοκτονισε,είπε η γυναίκα,δεν ήθελα να του κάνω κακό,-βγες έξω,παλιοπουτανα,ακούστηκε άγρια η φωνή του άντρα,-με απειλεί,η φωνή της γυναίκας έτρεμε,φοβάμαι,

εκείνος πήγε στη πόρτα,είδε στον διάδρομο τον ξαπλωμένο άντρα,-ενας άνθρωπος νεκρός,φώναξε,στο βάθος του διαδρόμου άνοιξε μια πορτα,βγήκε μια γυναικα,-ειναι ο άντρας μου,είναι ηθοποιός,είπε,η γυναίκα έμοιαζε καταπληκτικά με την ηθοποιό στο δωμάτιο,

ακούστηκε μια φωνή από το δωμάτιο της μέσα,-τι κανεις;τι είναι;-ενας ηθοποιός αυτοκτόνησε,απάντησε η γυναίκα,-μπες μέσα,της φώναξε ο αντρας,θα μπλέξουμε,η γυναίκα μπήκε στο δωμάτιο,άκουσε που κλείδωσε τη πόρτα,είδε τον ξαπλωμένο άντρα να σηκωνεται,-συμβαινουν αυτά,του είπε,αρκεί να μην είναι πραγματικά,

η ηθοποιός βγήκε έξω,

-η παράσταση μας,του είπε,τελείωσε,σε ευχαριστούμε για την κατανόησή σας,

του έκαναν υπόκλιση,

και προχώρησαν στο διάδρομο,στο βάθος του 

άνοιξαν μια πόρτα και μπήκαν μέσα,

εκείνος κατέβηκε με τις σκάλες,έξω είχε νυχτώσει,

.

.

.


(Ιστορίες του κ.Κ)

Ψυχολογία της μοναξιάς

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ο κ.Κ. στο μάθημα του: Περί Ψυχολογίας της Μοναξιάς,ειπε για ένα άνθρωπο,που τα χρόνια του είχαν πια περάσει,πως επέλεξε τη σιωπή,ποτέ να μην ξανάμιλησει,

-οχι,από κάποια παραξενια,που εύκολα θα συμπεραίναμε,αλλά μιλώντας μην εκθέσει καταστάσεις που τον σημάδεψαν και πλήγωσαν

στη ζωή του,κλεισμένος στη λεκτική μοναξιά του

μας στερει την οποιαδήποτε επαφή,να τον συμπονεσουμε,να τον παρηγορησουμε,να κατηγορήσουμε άλλους,σαν αιτιους,

.

.

.










My own Empire of Hyperrealist photos Enigma-about Norma Jeane Mortenson Marilyn Monroe 

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


about Norma Jeane Mortenson Marilyn Monroe 's end-words

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


μια απέραντη έρημο.ονειρευτηκε,

A girl doesn’t need anyone who doesn’t need her

καθρέφτες γύρω της πολλαπλασιαζουν άπειρες φορές το είδωλο της

Boys think girls are like books. If the cover doesn’t catch their eye they won’t bother to read what’s inside.

γελασε,το τρένο περνούσε μέσα από τα πόδια της,κάποιοι αυτο το  βρίσκουν προκλητικό,εκεινη αδιάφορο,

The nicest thing for me is sleep, then at least I can dream.

την ξυπνάει το τηλεφωνο,

ποιος είναι; κανείς δεν απαντάει,περιμένει,

I live to succeed, not to please you or anyone else.

ο τοίχος απέναντι είναι λευκός,κενός.

One of the best things that ever happened to me is that I'm a woman. That is the way all females should feel.

μια γάτα κουλουριασμένη κοιμαται,ποια Φαραώ ζει σ'αυτη;

A woman knows by intuition or instinct, what is best for herself.

κοιτάζουν τα πόδια μου,το στήθος μου,εμενα κανενας,φοβαμαι

I am good, but not an angel. I do sin, but I am not the devil. I am just a small girl in a big world

τα όρια μου είναι μέχρι εκει που εκτείνεται το σώμα μου,τι πιο πέρα υπάρχει;πόσο άγνωστο,παγερό,αδιαπέραστο

A wise girl knows her limits, a smart girl knows that she has none.

η γνώμη τους για μένα,θετική η' αρνητική,αδιαφορώ,

είμαι μόνη μου

I don't want to make money. I just want to be wonderful

σήμερα είναι 4 Αυγουστου 1962,ημερα Σαββατο

No one ever told me I was pretty when I was a little girl. All little girls should be told they're pretty, even if they aren't

νύχτα,

Above all, I want to be treated as a human being.

σχοιματιζει τον αριθμό στο τηλέφωνο,το χέρι της τρεμει

κοιτάζει,ένα υπερφωτισμενο κυβικό δωμάτιο,άδειο,χωρίς παράθυρο,πόρτα,

πως βρέθηκε εδώ;πόσο χρόνο;

I think there’s two things in human being, that they want to be alone, but they also want to be together.

αύριο είναι Κυριακή,5 Αυγούστου,1962

If I am a star, the people made me a star.

πάλι η απέραντη έρημος 

Beneath the makeup and behind the smile I am just a girl who wishes for the world

τώρα,η Marilyn Monroe,επιστρέφει στην μικρή Norma Jeane Mortenson 

I never wanted to be Marilyn—it just happened. Marilyn's like a veil I wear over Norma Jeane.

.

.

.


about Norma Jeane Mortenson Marilyn Monroe's end-words

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


 a vast desert, she dreamed,

 A girl doesn't need anyone who doesn't need her

 mirrors around her multiply her image infinitely,

 Boys think girls like books.  If the cover doesn't catch their eye they won't bother to read what's inside.

 she laughed, the train was passing through her legs, some find this provocative, she indifferent,

 The nicest thing for me is sleep, then at least I can dream.

 the phone wakes her up,

 who is;  no one answers, she waits,

 I live to succeed, not to please you or anyone else.

 the wall opposite her is white, empty.

 One of the best things that ever happened to me is that I'm a woman.  That is the way all females should feel.

 a cat curled up sleeping, which woman-Pharaoh lives in it?

 A woman knows by intuition or instinct, what is best for herself.

 they look at my legs, my chest, I was nobody, I'm afraid,

 I am good, but not an angel.  I do sin, but I am not the devil.  I am just a small girl in a big world

 my limits are as far as my body extends, what beyond is there? how unknown, cold, impenetrable,

 A wise girl knows her limits, a smart girl knows that she has none.

 their opinion of me, positive or negative, I don't care,

 I am alone,

 I don't want to make money.  I just want to be wonderful,

 today is August 4, 1962, Saturday,

 No one ever told me I was pretty when I was a little girl.  All little girls should be told they're pretty, even if they aren't,

 night,

 Above all, I want to be treated as a human being.

 she dials the number on the phone, her hand is shaking,

 she looks at an overlit cubic room, empty, without a window, a door,

 how did she get here? how long?

 I think there's two things in human being, that they want to be alone, but they also want to be together.

 tomorrow is Sunday, August 5, 1962,

 If I am a star, the people made me a star.

 again the vast desert,

 Beneath the makeup and behind the smile I am just a girl who wishes for the world,

 now Marilyn Monroe is back to little Norma Jeane Mortenson,

 I never wanted to be Marilyn—it just happened.  Marilyn's like a veil I wear over Norma Jeane.

 .

 .

 .




Marilyn Monroe -ακρυλικο-2μ Χ 3μ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

.

.

.

























Φωτογράφιση 

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


20 WOMEN'S TIME STORIES

- photo and text χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


1.η γυναίκα είχε εραστή,έκρυβε τη σχέση με ψέματα δυο χρόνια,ο άντρας τής έδειξε φωτογραφίες και βίντεο 

με τις ερωτικές της συνευρεσεις,της είπε και πόσο κόστισαν,πόσο ζήτησε ο εραστής,

2.τον γνώρισε στο μπαρ,ξημερώματα πήγαν σε ξενοδοχείο,

απο τοτε δεν τον ξαναείδε

3.ανοιξε τα πόδια της,τον είδε που κοίταζε,

τα εκλεισε,σηκώθηκε,

του ζήτησε φωτιά,

άναψε το τσιγάρο,

έστειλε τον πυκνό καπνό στο πρόσωπο του,

τράβηξε το χέρι του,

εδώ θέλω,του ψιθύρισε,

τώρα

4....

.

.

.






φωτογράφιση 

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis 


Time Story

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


-ειμαστε ισα,του είπε,κι εσύ τα έφτιαξες  με άλλη κι εγώ τα εφτιαξα με άλλον

-μονο με μια διαφορά,πρώτα εσύ τα έφτιαξες με άλλον και μετά εγώ τα εφτιαξα με άλλη ,

της είπε και εφυγε

.

.

.


Αισωπος,Μυθοι

-Γεωργος και Οφις-

-μεταφραση χ.ν.κουβελη; c.n.couvelis


Γεωργὸς καὶ Ὄφις

Γεωργός και Φιδι


κάποιος γεωργός χειμώνα καιρό βρήκε ένα φίδι παγωμένο απ'το κρύο 

,το λυπήθηκε και το έβαλε στον κόρφο του,

όταν εκείνο ζεστάθηκε και συνηρθε,τσίμπησε τον ευεργέτη του κι έφυγε,

πεθαινοντας ο γεωργός έλεγε:καλά παθαινω αφού τον πονηρό λυπηθηκα,


ο μύθος δηλώνει ότι οι πονηροί δεν αλλάζουν,ακόμα κι αν ευεργετουνται.

.

.

Γέρων τις γεωργός χειμῶνος ὥρᾳ ὄφιν εὑρὼν ὑπὸ κρύους πεπηγότα, τοῦτον ἐλεήσας καὶ λαβὼν ὑπὸ κόλπον ἔθετο. Θερμανθείς δὲ ἐκεῖνος καῖ ἀναλαβὼν τὴν ἰδίαν φύσιν, ἔπληξε τὸν εὐεργέτην καὶ ἀνεῖλεο· θνῄσκων δὲ ὁ γεωργὸς ἔλεγε· δίκαια πάσχω τὸν πονηρὸν οἰκτείρας.


Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι ἀμετάθετοι εἰσιν οἰ πονηροὶ, κἂν εὐεργετῶνται.

.

.

Λύκος καὶ ἀρνίον εἰς ἱερὸν καταφυγόν.

Λύκος και αρνί που σε ναό κατεφυγε


ενας λύκος αρνί κυνηγούσε,αυτό μέσα σε κάποιο ναό κατεφυγε,

ο λύκος του'πε πως αν ο ιερέας το πιάσει στο θεό θα το θυσιάσει,κι εκείνο του'πε:

καλύτερα για μένα είναι θυσια στο θεό να γίνω παρά από σένα να κατασπαραχτω.

ο μύθος δηλώνει ότι γι'αυτους που προκειται να πεθάνουν πιο καλός είναι ο δοξασμένος θανατος


Λύκος ἀρνίον ἐδίωκε· τὸ δὲ εἴς τι ἱερὸν κατέφυγε. Προσκαλουμένου δὲ αὐτὸ τοῦ λύκου καὶ λέγοντος ὅτι θυσιάσει αὐτὸ ὁ ἱερεύς, εἰ καταλάβῃ, τῷ θεῷ, ἐκεῖνο ἔφη· «Ἀλλ’ αἱρετώτερόν μοί ἐστι θεοῦ θυσίαν γενέσθαι ἢ ὑπὸ σοῦ διαφθαρῆναι.»

Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι οἷς ἐπίκειται τὸ ἀποθανεῖν κρείττων ἐστὶν ὁ μετὰ δόξης θανατος.

.

.

Γυνὴ καὶ ὄρνις.

Γυναίκα και κότα


μια γυναίκα που είχε μια κότα και κάθε μέρα αυγό της έκανε σκέφτηκε πως αν της δώσει περισσότερη τροφή ,τότε και δύο φορές τη μέρα θα γεννάει,κι αυτό λοιπόν  κάνοντας,συνεβηκε η κότα πιο παχιά να γίνει κι ούτε μια φορά δεν γενουσε,

ο μύθος δηλώνει ότι κάποιοι άνθρωποι από πλεονεξία τα περισσότερα να επιθυμούν κι αυτά που εχουν να χάσουν.


Γυνὴ χήρα ὄρνιν ἔχουσα καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ὠὸν τίκτουσαν ὑπέλαβεν ὅτι, ἐὰν πλείονα αὐτῇ τροφὴν παραβάλῃ, καὶ δὶς τῆς ἡμέρας τέξεται. Καὶ δὴ τοῦτο αὐτῆς ποιησάσης, συνέβη τὴν ὄρνιν πίονα γενομένην μηκέτι μηδὲ ἅπαξ τεκεῖν. Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι τινὲς τῶν ἀνθρώπων διὰ πλεονεξίαν περιττοτέρων ἐπιθυμοῦντες καὶ τὰ παρόντα ἀπολλῦσιν.

.

.

Ἀστρολόγος.


ένας αστρολόγος βγαίνοντας έξω κάθε βράδυ είχε τη συνήθεια 

να κοιτάζει τ'αστερια,και κάποτε τριγυρίζοντας έξω απ'τη πόλη κι όλο το νου έχοντας προς τον ουρανό σκόνταψε κι έπεσε σε πηγάδι,

οδύρονταν και φώναζε και κάποιος που περνούσε, 

όταν άκουσε τους αναστεναγμούς,πλησίασε κι αφού έμαθε τι είχε συμβεί,του'πε:

φίλε,τον ουρανό κοίταγες να δεις αυτά στη γη δεν τα'βλεπες;

αυτός ο μύθος είναι για κείνους που για τα παράδοξα παίρνουν τα μυαλά τους αέρα,και για τα καθημερινά δίπλα τους 

δεν δίνουν σημασια


Ἀστρολόγος ἐξιὼν ἑκάστοτε ἑσπέρας ἔθος εἶχε τοὺς ἀστέρας ἐπισκοπῆσαι. Καὶ δή ποτε περιιὼν εἰς τὸ προάστειον καὶ τὸν νοῦν ὅλον ἔχων πρὸς τὸν οὐρανὸν ἔλαθε καταπεσὼν εἰς φρέαρ. Ὀδυρομένου δὲ αὐτοῦ καὶ βοῶντος, παριών τις, ὡς ἤκουσε τῶν στενάγμων, προσελθὼν καὶ μαθὼν τὰ συμβεβηκότα, ἔφη πρὸς αὐτόν· Ὦ οὗτος, σὺ τὰ ἐν οὐρανῷ βλέπειν πειρώμενος τὰ ἐπὶ τῆς γῆς οὐχ ὁρᾷς;

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ’ ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι.

.

.

.





William S. Burroughs

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


πλανητικά κρίσιμα ιδιωνυμα

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


.αν συμβει τον πλανήτη μας να τον επισκεφτεί ένας εξωγήινος,είμαι σίγουρος αμέσως μετά την πρώτη ματιά θα έλεγε:

ποιος στο διάολο εφτιαξε αυτόν τον γαμημενο πλανήτη; θέλω να τον γνωρίσω


.σ'αυτον τον ηλίθιο,απάνθρωπο,κόσμο η' επαναστατεις η' πεθάνεις από βαρεμαρα


.με τραβάει το 'να ληστευω',με γοητεύει,δεν απομενει,κι αυτό θα επιχειρήσω,να εκπαιδευτώ σκληρά και επιμελώς για ληστης


.αυτή η πλάκα με την αθεϊα πρέπει οριστικά να κλείσει,τι ανοησια να πιστεύεις 'κάτι',ενώ το αντίθετο του 'κατι' να μην το πιστεύεις,σαν να υπάρχει καποια διαφορά


.για τους πολέμους ενημερώνουμε από την τηλεόραση,κάνει πιο τραγικά τα γεγονότα,πιο γοητευτικά,κάθε πόλεμος διευρύνει την συμπαντική μας αντίληψη,πόσο παλιάνθρωποι ειμαστε

στον άθλιο κοσμο μας

.

.

.



Φωτογράφιση

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


(Ιδιοτροποι Έρωτες)

το τέλος και η αρχή

(Greek,English,Francais, German,Italian,Spanish, Portuguese)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ήταν στο ταξί,σε λίγο θα την συναντουσε,είχαν ραντεβού σε μια καφετέρια στο κεντρο,

έπεσαν σε κυκλοφορία,έκανε ζέστη,αφαιρεθηκε,είδε όλη τη σχέση τους,την αρχή,την εξέλιξη της,το τέλος,-παρακαλω,είπε στον ταξιτζή,θα κατέβω,θα πάω με τα πόδια,κοντά είναι,

κατέβηκε,δεν πήγε στο ραντεβού,είχε νυχτώσει,γύρισε με τα πόδια στο σπίτι,ξάπλωσε με τα ρούχα στο κρεβάτι και κοιμήθηκε.


η γυναίκα στην κεντρική καφετέρια  συναντηθηκε με τον άντρα ακριβώς την ώρα που είχαν ραντεβού,κάθισαν πάνω από μία ώρα,έπειτα πήγαν για φαγητό,και τη νύχτα σε ένα μπαρ,κοιμήθηκαν σε ένα ξενοδοχείο,η σχέση τους είχε αρχίσει

.

.

the end and the beginning

 

he was in the taxi,he was going to meet her, they had a rendez-vous in a cafe in the center,

fell into traffic, it got hot, he was removed, he saw their whole relationship, the beginning, its development, the end, - please, he said to the taxi driver, I'll get off, I'll walk, it's close, 

he came down, he didn't go to the rendez-vouz, it was late at night, he walked home, he laid down on the bed with his clothes on and fell asleep.


the woman in the central coffee shop met the man exactly when they had the rendez-vouz, they sat for more than an hour, then they went to eat, and at night in a bar, they slept in a hotel, their relationship had begun

 .

 .

  la fin et le début


 il était dans le taxi, il allait la retrouver, ils avaient rendez-vous dans un café du centre,

 est tombé dans la circulation, il faisait chaud, il a été éloigné, il a vu toute leur relation, le début, son évolution, la fin, - s'il te plaît, dit-il au chauffeur de taxi, je descends, je vais marcher, c'est proche  , 

 il est descendu, il n'est pas allé au rendez-vous, il était tard dans la nuit, il est rentré chez lui à pied, il s'est allongé sur le lit avec ses vêtements et s'est endormi.


 la femme du café central a rencontré l'homme exactement au moment où ils avaient rendez-vous, ils sont restés assis pendant plus d'une heure, puis ils sont allés manger, et la nuit dans un bar, ils ont dormi dans un hôtel, leur relation avait commencé

  .

  .

das Ende und der Anfang


er war im Taxi, er wollte sie treffen, sie hatten ein Rendezvous in einem Café im Zentrum,

geriet in den Verkehr, es wurde heiß, er war weg, er sah ihre ganze Beziehung, den Anfang, ihre Entwicklung, das Ende, - bitte, sagte er zum Taxifahrer, ich steige aus, ich gehe zu Fuß, es ist in der Nähe,

er stieg aus, er ging nicht zum Rendezvous, es war spät in der Nacht, er ging nach Hause, er legte sich angezogen aufs Bett und schlief ein.


die Frau im Café im Zentrum traf den Mann genau zu dem Zeitpunkt, als sie das Rendezvous hatten, sie saßen mehr als eine Stunde zusammen, dann gingen sie essen und nachts in eine Bar, sie schliefen in einem Hotel, ihre Beziehung hatte begonnen

.

.

la fine e l'inizio

 

 lui era nel taxi, andava ad incontrarla, si erano dati appuntamento in un bar del centro,

 è caduto nel traffico, ha fatto caldo, è stato allontanato, ha visto tutta la loro relazione, l'inizio, il suo sviluppo, la fine, - per favore, ha detto al tassista, scendo, vado a piedi, è vicino  , 

 è sceso, non è andato all'appuntamento, era notte fonda, è tornato a casa, si è sdraiato sul letto vestito e si è addormentato.


 la donna nel bar del centro incontrò l'uomo proprio nel momento dell'appuntamento, rimasero seduti per più di un'ora, poi andarono a mangiare, e la notte in un bar, dormirono in un albergo, la loro relazione era iniziata

  .

  .

el final y el principio

 

 él estaba en el taxi, la iba a recibir, tenían una cita en un café del centro,

 cayó en el tráfico, hizo calor, lo sacaron, vio toda su relación, el principio, su desarrollo, el final, - por favor, le dijo al taxista, me bajo, camino, está cerca.  , 

 bajó, no fue a la cita, ya era de noche, caminó hasta su casa, se acostó en la cama vestido y se quedó dormido.


 la mujer en la cafetería central conoció al hombre exactamente cuando tenían la cita, se sentaron más de una hora, luego fueron a comer, y por la noche en un bar, durmieron en un hotel, su relación había comenzado

  .

  .

o fim e o começo

 

 ele estava no táxi, ia encontrá-la, eles se encontraram em um café no centro,

 caiu no trânsito, esquentou, ele foi retirado, ele viu todo o relacionamento deles, o começo, o desenvolvimento, o fim, - por favor, disse ele ao taxista, vou descer, vou andar, está perto  , 

 ele desceu, não foi ao encontro, já era tarde da noite, ele voltou para casa, deitou na cama vestido e adormeceu.


 a mulher do café central conheceu o homem exatamente no momento do encontro, ficaram sentados por mais de uma hora, depois foram comer, e à noite em um bar, dormiram em um hotel, o relacionamento deles havia começado

 .

 .

 .



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου