I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2025

Α -Poetry Ποίηση -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

 .

.

Α 

Poetry Ποίηση

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis 





Ακριτικά Τραγούδια

-εκλογη  χ.ν.κουβελης  c.ncouvelis 


ο ρήγας της Ανατολής κι ο βασιλιάς της Δύσης

εκαμανε συνάντηση για να συμπεθεριασουν

κι όλο τον κόσμο κάλεσαν απ'Ανατολη και Δύση,

όσους σκεπάζει ο ουρανός κι ο ήλιος τους θερμενει,

και μόνο τον Κωνσταντίνο δεν εκαλεσαν,

ως το'μαθε πολύ του κακοφανει,

νύχτα σελωνει τ'αλογο νύχτα το καλιβωνει,

κι η μάνα του τον λόγιασε απο το παραθυρι,

-τι πας,παιδάκι μου,να κάμεις;τα νιάτα σου να χάσεις,

-μάνα παντρεύουν την αγαπητικια,μου παίρνουν την αγάπη,

στρώνει γοργά τον μαύρο του,γοργά τον καβαλικευει, 

και παιρνει δίπλα τα βουνά δίπλα τα κορφοβουνια

μόλις που πρόλαβε τους γάμους της καλής του,

ποιος είναι αυτός ο απροσκαλεστος ο ξένος;

σαν αητός εχυμηξε με τα χρυσά φτερουγια

τη νύφη αρπαζοντας στα σύννεφα ανεβαινει

.

.

κάτω στην άκρη του γιαλού,στην τελειωση του κόσμου,

εκεί κάθονται οι αρχοντοι κι όλο το αρχοντολοι,

ανθιβολη δεν είχανε κι ανθιβολη έφερα

για τσ'εμορφες,για τσ'ασχημες και για τις μαυροματες,

κι απηλογατ' ο Κωνσταντής κι αυτό το λόγο λέει,

-καμμια δεν είναι ομορφη σαν και την αδερφή μου

-ομορφη'ναι βρε Κωνσταντή,μα το φιλί δανείζει

.

.

πήγα στη βρύση για νερό,κρύο νερό να πάρω,

βαρειά αδικία μου ριξανε πως φιλισα κορίτσι,

στη φυλακή μ'ερριξανε να κάμω χρόνια δέκα

και τα κλειδια εχασανε και κάνω δεκαπέντε,

πορτοκαλιτσα φύτεψα στης φυλακής την πόρτα 

πορτοκαλακια εφαγα κι ακόμα δεν εβγηκα,

μια μέρα και μια Πασκαλια μια πισημην ημερα

με πήρε το παράπονο κι αρχινησα να κλαίω 

κι αρχινησα να τραγουδώ της φυλακής τραγούδι,

βασιλοπούλα τ'ακουσε 'πο'να ψηλό παλάτι,

-ποιος ειν'αυτος που τραγουδει ποιος ειν'αυτος που κλαίει;

να του χαρίσω εννιά χωριά και δέκα βιλαέτια,

-δεν θέλω τα εννια σ' χωριά μηδε τα βιλαέτια σ',

μον'θελω τη μεσουλα σου,να σφίξω,ν'αγκαλιασω,

-συρτε,σκλάβες,και βάλτε τον ακόμη παραμέσα

να καμη νύχια πιθαμές και τα μαλλιά του πήχες

.

.

κόρην γαιτανιν έπλεκε χρόνο και πεντε μηνες

και δεκαπέντε σάββατα και δεκοχτώ δευτερες,

μεσα'πλεκε τον ουρανο,τ'αστρα και το φεγγάρι,

μέσα'πλεκε τη θάλασσα,κάτεργα και καραβια,

μεσα'πλεκε τη μαύρη γης,δεντρα ξεκλαδισμενα,

μεσα'πλεκεν Ανατολή μαζί με τα σεραγια,

μεσα'πλεκε τον αγαπητικό  τση στ'αλογο καβαλα

μεσα'πλεκε τον άντρα τση στη φούρκα φουρκισμενο.

.

.

κάθεται η Μάρω κάθεται στου Γιάννη το σαραγι,

γυαλί κρατεί στα χέρια της,τα κάλλη της λογιαζει,

-καθρεφτη μου βενετικε,τι εμορφη με κάμεις;

μηδ'εμορφη,μηδ'ασχημη,μηδέ ηλιουκαμενη,

να'χα τον Κωνσταντάκη μια βραδιά,άντρα να τονε κάμω,

να κι ο Κωνσταντάκης που περνά από το παραθύρι,

-βρε Κωνσταντάκη,βρε καλό παιδί,για σύρε κ'έλα πάνω,

-σκιαζουμαι Μάρω,σκιαζουμσι τον Γιάννη τον φοβούμαι,

-ο Γιάννης,Κωνσταντάκη μου,δεν είν' εδώ ,μον'παει στο κυνήγι,

και τον λόγο δεν αποσωσε,να κι ο Γιάννης που'ηρτε,

-κατεβα,Μάρω μ',άνοιξε,να πάρης το κυνήγι,

-σκιαζουμαι,Γιάννη μ',σκιαζουμαι,το κυνήγι το φοβούμαι,

παρ'το,Γιάννη μ',στη μάνα σου,που το'χει μαθημενο,

βιτσια χτυπάει τον μαυρο του στη μάνα του πηγαίνει,

-κατεβα,μάνα μου,άνοιξε να πάρης το κυνηγι,

-σκιαζουμαι,Γιάννη μ',σκιαζουμαι,το κυνήγι το φοβούμαι,

παρ'το,Γιάννη μ',στη Μάρω σου,που το'χει μαθημενο,

-μάνα μ',η Μάρω σκιαζετει,το κυνήγι το φοβάτει,

-Γιαννη μ',η Μάρω σ'επαντρευτηκε,

τον Κωνσταντάκη άντρα πήρε,

βιτσια χτυπάει τον μαυρο του,στο σπίτι του παγαινει,

κλωτσιά χτυπάει τη πόρτα του κι απάνω ανεβαίνει

και το σπαθί του άρπαξε τη κεφαλη της παίρνει

.

.

εγώ για χείλια κόκκινα,εγώ για μαύρα μάτια,

εγώ για την πολυαγαπω τρεις βίγλες θε να βαλω,

τρεις βίγλες,τρεις βιγλατορες και τρεις αντριωμενους,

τον ήλιο και τον σταυραητο τον κυρ βοριά τον δρόσο,

τον ήλιο βανω στα βουνά,τον αητό στους  κάμπους,

το κυρ βοριά τον δροσερό τον βάζω στ'ακρωτηρι,

ο ήλιος εβασιλεψε κι αητός απεκοιμηθη,

κι ο κυρ βοριάς ο δροσερός φυσά και δεν κοιμάται,

φυλάει για χείλια κοκκινα,φυλάει για μαύρα μάτια,

φυλάει για την πολυαγαπω που μοναχοκοιμαται,

την είδε μέσ' σε γκιουλμπαξε σε μια μηλια 'ποκατω,

πεφτουν τ'ανθια πάνω της,τα μήλα στη ποδια της,

τα κόκκινα γαρουφαλα εις τα χρυσά μαλλιά της

.

.

καλόγρια έχει όμορφο γιο,όμορφο παλληκάρι,

τονε ζηλεύει η γειτονιά,τονε ζηλεύει η χώρα,

τονε ζηλεύει κ' η μάνα του  άντρα να τονε πάρει,

δεν εχει πως να του το πη,πως να το μολογηση,

-ελα,παιδί μ',να παίξουμε της νύχτας τα παιχνίδια,

-σωπα, μάνα μ', μην το λες και μην το κουβεντιαζης,

ότι τ'ακούει ο θεός,τρεις χρόνους δε μας βρέχει,

ότι τ'ακουει κ ' η μαύρη γης,τρεις χρόνους δεν χορτιαζει,

.

.

χίλια εκατό αρχοντοπουλα κ'εξηντα παλληκάρια,

ούλα μια λυγερη αγαπούν,ούλα μια λυγερη θέλουν,

σαν καμαν και κίνησαν πεζουρα και καβαλλα,

-καλημερα σου,λυγερη,-καλως τα παλληκάρια,

κοπιαστε παλληκάρια μου,να φάτε και να πιητε,

-δεν ηρθαμεν για φαι,για πιει και για ψιλά τραγουδια,

μας είπαν 'τι είσαι η όμορφη,τ'οτι είσαι η μαυροματα,

-αληθεια εγώ'μαι η όμορφη,εγώ'μαι η μαυροματα,

λιθάρι έχω στη πόρτα μου,δοκίμι στην αυλή μου,

κι όποιος το ρίξη πισώπλατα,άντρα θε να τον πάρω,

κι αλλοι το παν στα γόνατα κι άλλοι ως το ζωναρι,

κ'ενας κοντος κοντουτσικος πισώπλατα το ρίχνει,

παίρνει ο κοντός την όμορφη,παίρνει την μαυροματα

.

.

μια κόρη εκαυχηθηκε πως χάρο δεν φοβάται,

γιατί τους εννιά είχε αδερφούς,τον Κωνσταντάκη άντρα,

είχε τα σπητια τα πολλά,τα τέσσερα παλάτια,

κι ο χάρος έγινε πουλι,σα μαυρο χελιδονι,

επεταξε και στη καρδιά σαιτεψε τη κόρη,

κι η μάνα της την έκλαιγε,κι η πικρομανα της την κλαίει,

-χαρε,κακό που μου'κανες στην μοναχοθυγατερα,

στη μια μου και τη μοναχή και στη καλή μου κορη,

νάτος κι ο Κωνσταντάκης πρόβαλε από ψηλή ραχουλα,

με τετρακόσιους διαλέκτους,μ'αργανα  εξήντα δυο,

σιωπηστε τώρα τη χαρά,σιωπηστε τώρα τ'αργανα,

βλέπω σταυρό στης πεθεράς τη πόρτα,

μηνα η πεθερά μ' απέθανε μήνα ο πεθερός μου;

η' κάποιος απ' τους συγγενείς βαριολαβωμενος,

βιτσια δίνει στο μαύρο του,στην εκκλησία πηγαίνει,

βρίσκει τον πρωτομαστορα που κάνει το μνημουρι,

-πες μου να ζήσης μάστορα,τίνος είναι το μνημουρι;

-ειναι της κόρης της ξανθης,της ξανθης και μαυροματας,

που τους εννιά είχε αδερφούς,τον Κωνσταντάκη άντρα,

που'χε τα σπητια τα πολλα,τα τέσσερα παλάτια,

-παρακαλω σε,μάστορα,λέει ο Κωνσταντάκης,

λίγο μακρύ,λίγο πλατύ να φτιασης το μνημουρι,

όσο για δυο νοματους,

χρυσό μαχαίρι εσυρε και σφάζει τη καρδιά του,

τους δυο μαζί τους θαψανε,τους δυο σ'ενα μνημουρι

.

.

ο Κωνσταντάκης ωσάν χρυσός αητός με τα χρυσά φτερουγια

γερά την νιονυμφη άρπαξε και στα ουράνια πάει

.

.

στρώνει τη τάβλα του,μ'ολα τα φαγητά

και τα ποτά τραπέζι,

-τρωτε και πίνετε αρχοντες κι εγώ σας μολογουμαι,

της Αλεξάνδρας τα βουνά,του Μισιριου τα όρη,

εγώ'μαι μόνος που τα γυρισα τα κάστρα γύρω γύρω

.

.

κορίτσι αγγελοκαμωτο κ'ερωτοπληγωμενο,

στο παραθύρι του γιαλού εγλυκοτραγουδουσε,

τα μάτια βλέπουν το γιαλο και μαύρα δάκρυα χύνουν,

με μια αγγελική φωνή τα πάθη της διηγαται,

παρακαλει τα κύματα,και λέει στον αέρα,

οπου κι αν δουν τον π'αγαπαει να της τον χαιρετούνε,

κι ένα καράβι αρμενιζε με τα πανιά ανοιγμένα,

κι οι ναύτες π'ακουνε τη φωνή και βλέπουν τέτοια κάλλη,

αλησμονουνε τα πανιά κι αφήνουν τα κουπιά τους,

να ταξιδέψουν δεν μπορούν,ούτε και ν'αρμενισουν,

-συρετε,ναύτες,στο καλό και στη καλή την ώρα,

γιατ'εγω δεν ετραγουδισα για βαρκες και καραβια,

τα κυματα παρακαλώ και στον αέρα κρενω,

και στελνω χαιρετίσματα στον κλέφτη της αγάπης,

.

.

.



Φωτογράφιση 

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ησιόδου Θεογονια

στίχοι 687-732

-μεταφραση χ.ν.κουβελης


γιατί πλέον ο Ζευς δεν συγκρατούσε το μένος του,

αλλά τώρα απ'το μένος το στήθος του φούσκωσε,

κι όλη φάνηκε η δύναμη του,

την ίδια στιγμή απ'τον ουρανό 

κι απ'το Ολυμπο αστραφτωντας  συνεχώς όρμησε,

κι οι κεραυνοί απανωτοί μαζί με τη βροντή και την αστραπη

απ'το στιβαρο του χέρι πετιονταν,

την ιερή αδιακοπα περιστρεφοντας φλόγα,

κι ολόγυρα η γη που τη ζωή δινει

δυνατά βουηζε καθώς καιγονταν,

κι ολόγυρα φωτιά  είχ' αρπάξει το τεράστιο δασος,

όλη έβραζε η γη και του Ωκεανού οι ποταμοι

κι η απέραντη θαλασσα,

καυτός περικύκλωσε  ατμός τους χθονιους Τιτάνες,κι αδιάκοπα φλόγα μέχρι τον ουρανιο εφτανε αιθέρα ,

κι ας ήταν δυνατοί τα μάτια τους του κεραυνού τα τύφλωνε

η λάμψη και της αστραπής,

κάμα απερίγραπτο κυρίευε τη γη,

κι ήταν σαν να βλέπουν  τα μάτια 

και τ'αυτιά ν'ακουν το ιδιο,

όπως όταν η γη κι ο πλατύς αποπανω ουρανός πλησιάζουν να συγκρουσθούν,

γιατί τέτοιος μεγάλος γδούπος κροτος θα  σηκώνονταν,

η μια να ερειπωνεται,

κι άλλος από ψηλά να συντρίβεται,

τόσος μεγάλος γίνονταν  γδούπος κροτος στην έριδα που οι θεοί βρισκονταν,

κι οι άνεμοι συνταρρασονταν από δονήσεις και κονιορτους κι αστραπες και βροντές κι από κεραυνούς  εκτυφλωτικους,

του μεγάλου Δία τα βέλη,

φέρνοντας τις κραυγές και τις ιαχές μέσα στους

δυο αντιπαλους,

της φοβερής μάχης  ο θόρυβος τρομακτικος,

και της δύναμης τα εργα φαίνονταν,

η μάχη έκλινε νικητή,

πριν όμως οι μεν κι οι δε συνέχιζαν με μένος  στη φοβερή να μάχονται συγκρουση,

και μέσα στους πρώτους σφοδρή μάχη έπιασαν

ο Κοττος κι ο Βριαρεος κι ο Γυγης,

αχόρταγος για πόλεμο,

αυτοί τριακόσια πέταξαν βράχια με τα δυνατά τους χέρια το'να μετα απ' τ'αλλο,

και τους Τιτανες με τά βέλη σκίασαν,

κι αυτούς κάτω στη γη με τους πλατεις τους δρόμους

έστειλαν και με βαρια δεσμά τους εδεσαν,

αν και υπεράνθρωποι ηταν

τόσο μέσα στη γη βαθεια 

όσο είν' ο ουρανός απ'τη γη,

γιατι τόσο κι απ'τη γη μέχρι τον σκοτεινιασμενο Τάρταρο,

γιατί εννιά νύκτες και μέρες χάλκινο αμόνι 

απ'τον ουρανό  κατεβαινοντας

τη δεκάτῃ στη γη φτανει,

(ίσο είναι απ'τη γη μέχρι τον σκοτεινιασμενο Τάρταρο),

εννιά πάλι νύκτες και μέρες χάλκινο αμόνι

απ'τη γη κατεβαίνοντας,

τη δεκατη στον Τάρταρο φτάνει,

αυτόν λοιπόν φράκτης  τον περικυκλώνει χαλκινος,

και γύρω του η νύκτα  

απλώνεται σε τρεις σειρές γύρω απ'το λαιμό του,

ενώ  προς τα πάνω της γης φυτρώνουν οι ριζες

και της απέραντης θαλασσας,

όπου οι θεοι Τιτάνες σε σκοτεινή ομίχλη είναι κρυμμενοι

με το θέλημα του Δία που τα σύννεφα μαζευει,

σε χώρο υγρό και σκοτεινo,

στο τέλευταιο της πελωριας γης ακρο,

κι έξοδος σ'αυτους δεν ειναι

.

.

 Ζεὺς ἴσχεν ἑὸν μένος, ἀλλά νυ τοῦ γε

εἶθαρ μὲν μένεος πλῆντο φρένες, ἐκ δέ τε πᾶσαν

φαῖνε βίην· ἄμυδις δ᾽ ἄρ᾽ ἀπ᾽ οὐρανοῦ ἠδ᾽ ἀπ᾽ Ὀλύμπου

690ἀστράπτων ἔστειχε συνωχαδόν, οἱ δὲ κεραυνοὶ

ἴκταρ ἅμα βροντῇ τε καὶ ἀστεροπῇ ποτέοντο

χειρὸς ἄπο στιβαρῆς, ἱερὴν φλόγα εἰλυφόωντες,

ταρφέες· ἀμφὶ δὲ γαῖα φερέσβιος ἐσμαράγιζε

καιομένη, λάκε δ᾽ ἀμφὶ περὶ μεγάλ᾽ ἄσπετος ὕλη·

695ἔζεε δὲ χθὼν πᾶσα καὶ Ὠκεανοῖο ῥέεθρα

πόντός τ᾽ ἀτρύγετος· τοὺς δ᾽ ἄμφεπε θερμὸς ἀυτμὴ

Τιτῆνας χθονίους, φλὸξ δ᾽ αἰθέρα δῖαν ἵκανεν

ἄσπετος, ὄσσε δ᾽ ἄμερδε καὶ ἰφθίμων περ ἐόντων

αὐγὴ μαρμαίρουσα κεραυνοῦ τε στεροπῆς τε.

700καῦμα δὲ θεσπέσιον κάτεχεν χάος· εἴσατο δ᾽ ἄντα

ὀφθαλμοῖσιν ἰδεῖν ἠδ᾽ οὔασιν ὄσσαν ἀκοῦσαι

αὔτως, ὡς ὅτε γαῖα καὶ οὐρανὸς εὐρὺς ὕπερθε

πίλνατο· τοῖος γάρ κε μέγας ὑπὸ δοῦπος ὀρώρει,

τῆς μὲν ἐρειπομένης, τοῦ δ᾽ ὑψόθεν ἐξεριπόντος·

705τόσσος δοῦπος ἔγεντο θεῶν ἔριδι ξυνιόντων.

σὺν δ᾽ ἄνεμοι ἔνοσίν τε κονίην τ᾽ ἐσφαράγιζον

βροντήν τε στεροπήν τε καὶ αἰθαλόεντα κεραυνόν,

κῆλα Διὸς μεγάλοιο, φέρον δ᾽ ἰαχήν τ᾽ ἐνοπήν τε

ἐς μέσον ἀμφοτέρων· ὄτοβος δ᾽ ἄπλητος ὀρώρει

710σμερδαλέης ἔριδος, κάρτευς δ᾽ ἀνεφαίνετο ἔργον.

ἐκλίνθη δὲ μάχη· πρὶν δ᾽ ἀλλήλοις ἐπέχοντες

ἐμμενέως ἐμάχοντο διὰ κρατερὰς ὑσμίνας.

οἱ δ᾽ ἄρ᾽ ἐνὶ πρώτοισι μάχην δριμεῖαν ἔγειραν,

Κόττος τε Βριάρεώς τε Γύγης τ᾽ ἄατος πολέμοιο·

715οἵ ῥα τριηκοσίας πέτρας στιβαρέων ἀπὸ χειρῶν

πέμπον ἐπασσυτέρας, κατὰ δ᾽ ἐσκίασαν βελέεσσι

Τιτῆνας· καὶ τοὺς μὲν ὑπὸ χθονὸς εὐρυοδείης

πέμψαν καὶ δεσμοῖσιν ἐν ἀργαλέοισιν ἔδησαν,

νικήσαντες χερσὶν ὑπερθύμους περ ἐόντας,

720τόσσον ἔνερθ᾽ ὑπὸ γῆς ὅσον οὐρανός ἐστ᾽ ἀπὸ γαίης·

τόσσον γάρ τ᾽ ἀπὸ γῆς ἐς τάρταρον ἠερόεντα.

ἐννέα γὰρ νύκτας τε καὶ ἤματα χάλκεος ἄκμων

οὐρανόθεν κατιών, δεκάτῃ κ᾽ ἐς γαῖαν ἵκοιτο·

723a[ἶσον δ᾽ αὖτ᾽ ἀπὸ γῆς ἐς τάρταρον ἠερόεντα·]

ἐννέα δ᾽ αὖ νύκτας τε καὶ ἤματα χάλκεος ἄκμων

725ἐκ γαίης κατιών, δεκάτῃ κ᾽ ἐς τάρταρον ἵκοι.

τὸν πέρι χάλκεον ἕρκος ἐλήλαται· ἀμφὶ δέ μιν νὺξ

τριστοιχὶ κέχυται περὶ δειρήν· αὐτὰρ ὕπερθε

γῆς ῥίζαι πεφύασι καὶ ἀτρυγέτοιο θαλάσσης.

ἔνθα θεοὶ Τιτῆνες ὑπὸ ζόφῳ ἠερόεντι

730κεκρύφαται βουλῇσι Διὸς νεφεληγερέταο,

χώρῳ ἐν εὐρώεντι, πελώρης ἔσχατα γαίης.

τοῖς οὐκ ἐξιτόν

.

.

.





Enigma

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


απουσία

(Greek-English-Francais-German-Italian-Spanish-Portugues)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


απουσία

το παράθυρο κλειστό

η καρέκλα αναποδογυρισμένη

ένας καθρέφτης

το κενό


η φωνή,δεν ακούστηκε,

η γυάλα με το κίτρινο ψαράκι

η σκουριά ερπεται


το σκοτάδι


πριν η τελευταία χειρονομία

.

.

absence

the window closed

the chair overturned

a mirror

the nothing


the voice was not heard

the glass with the yellow fish

the rust creeps


the darkness


before the last gesture

 .

 .

absence

la fenêtre fermée

la chaise s'est renversée

un miroir

le néant


la voix n'a pas été entendue

le verre avec le poisson jaune

la rouille rampe


l'obscurité


avant le dernier geste

.

.

Abwesenheit

das Fenster schloss sich

der Stuhl kippte um

ein Spiegel

das Nichts


die Stimme war nicht zu hören

das Glas mit dem gelben Fisch

der Rost kriecht


die Dunkelheit


vor der letzten Geste

.

.

assenza

la finestra chiusa

la sedia si rovesciò

uno specchio

il niente


la voce non si udì

il bicchiere con il pesce giallo

la ruggine striscia


il buio


prima dell'ultimo gesto

.

.

ausencia

la ventana cerrada

la silla volcada

un espejo

La nada


la voz no se escuchó

el vaso con el pez amarillo

el óxido se arrastra


la oscuridad


antes del último gesto

.

.

ausência

a janela fechada

a cadeira virou

um espelho

o nada


a voz não foi ouvida

o copo com o peixe amarelo

a ferrugem se arrasta


a escuridão


antes do último gesto

.

.

.


Η εικόνα της Σφίγγας 

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


το αρχαίο σκηνικό

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


τον περίμεναν,

οι χρησμοι το έλεγαν,

ήρθε την καθορισμένη ώρα,

τους έδειξε την εικόνα της Σφίγγας,

προσποιήθηκαν πως τον πιστεψαν,

πώς έλυσε το αίνιγμα της

κι εκείνη γκρεμίστηκε,

μια ηθοποιός τους ήταν,

βαλτη απ'αυτους,

έπαιξε καλά το ρόλο της,

γιατί όλη αυτή η συμπαιγνία;

τι τους ωφελούσε;

αυτός τα εννοησε όλα,

δεν είχε διάθεση για εκδίκηση,

μια διαταγή του και τους είχε κρεμάσει όλους,

το αρχαίο σκηνικό είχε στηθεί,

έπρεπε να είναι ισάξιος του,

τα ανθρώπινα φθαρτά και ανούσια,

γνώριζε το τέλος,

η αυλαία σηκώθηκε,

είμαι ο Οιδίποδας γιος του Λαιου ο φονιάς του

κι άντρας της μάνας μου Ιοκάστης

.

.

.





ο κύκλος

(Greek,English,Francais,German,Italian, Spanish, Portuguese)

-χ.ν.κουβελης


ο κύκλος

έβαλε μέσα το κεφάλι

όπως η μπάλα του μπάσκετ

σκέφτηκε πέφτοντας

.

.

The cycle

he put his head in

such as the basketball

he thought as he fell

.

.

Le cycle

il a mis la tête dedans

comme le basket

pensa-t-il en tombant

.

.

Der Kreislauf

er steckte seinen Kopf hinein

wie zum Beispiel den Basketball

dachte er, als er fiel

.

.

Il ciclo

ha messo la testa dentro

come il basket

pensò mentre cadeva

.

.

El ciclo

metió la cabeza

como el baloncesto

pensó mientras caía

.

.

O ciclo

ele enfiou a cabeça

como o basquete

ele pensou enquanto caía

.

.

.

Ο Οδυσσέας στη πατρίδα

(Οδύσσεια,ραψωδία ν',στίχοι 194-201) μεταφραση-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


τώρα όλ'αλλιώς του φαίνονταν,

και τα μονοπατια και τα λιμάνια κι οι ορμοι,

τ'αποκρημνα τα βραχια

και τα φουντωτά τα δέντρα,

σηκώνεται πάνω και κοιταζει τη πατρίδα,

και βαριαστεναζει λέγοντας,

σε τι χώρα ηρθα,σε τι ανθρώπους;

αν κακουργοι είναι αδικοι κι άγριοι ;

η' αν φιλόξενοι είναι και με το φόβο του θεου;


τοὔνεκ' ἄρ' ἀλλοειδέα φαινέσκετο πάντα ἄνακτι,

ἀτραπιτοί τε διηνεκέες λιμένες τε πάνορμοι195

πέτραι τ' ἠλίβατοι καὶ δένδρεα τηλεθάοντα.

στῆ δ' ἄρ' ἀναΐξας καί ῥ' εἴσιδε πατρίδα γαῖαν,

ᾤμωξέν τ' ἄρ' ἔπειτα καὶ ὣ πεπλήγετο μηρὼ

χερσὶ καταπρηνέσσ', ὀλοφυρόμενος δ' ἔπος ηὔδα·

«ὤ μοι ἐγώ, τέων αὖτε βροτῶν ἐς γαῖαν ἱκάνω;200

ἤ ῥ' οἵ γ' ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι,

ἦε φιλόξεινοι καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής;

.

.

.




Ο Οδυσσέας στη πατρίδα

(Οδύσσεια,ραψωδία ν',στίχοι 194-201) μεταφραση-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


τώρα όλ'αλλιώς του φαίνονταν,

και τα μονοπατια και τα λιμάνια κι οι ορμοι,

τ'αποκρημνα τα βραχια

και τα φουντωτά τα δέντρα,

σηκώνεται πάνω και κοιταζει τη πατρίδα,

και βαριαστεναζει λέγοντας,

σε τι χώρα ηρθα,σε τι ανθρώπους;

αν κακουργοι είναι αδικοι κι άγριοι ;

η' αν φιλόξενοι είναι και με το φόβο του θεου;


τοὔνεκ' ἄρ' ἀλλοειδέα φαινέσκετο πάντα ἄνακτι,

ἀτραπιτοί τε διηνεκέες λιμένες τε πάνορμοι195

πέτραι τ' ἠλίβατοι καὶ δένδρεα τηλεθάοντα.

στῆ δ' ἄρ' ἀναΐξας καί ῥ' εἴσιδε πατρίδα γαῖαν,

ᾤμωξέν τ' ἄρ' ἔπειτα καὶ ὣ πεπλήγετο μηρὼ

χερσὶ καταπρηνέσσ', ὀλοφυρόμενος δ' ἔπος ηὔδα·

«ὤ μοι ἐγώ, τέων αὖτε βροτῶν ἐς γαῖαν ἱκάνω;200

ἤ ῥ' οἵ γ' ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι,

ἦε φιλόξεινοι καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής;

.

.

.


Ελένη

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ελένη Ευριπίδη

στίχοι 361-370

-μεταφραση χ.ν.κουβελης    c.n.couvelis

.

.

 Ελένη

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ένα κενό ανάμεσα στους ανθρωπους

δεν θα υποψιαστείς ποτέ την απατη

το αρχαίο θέατρο

η θάλασσα στο βαθος

εδώ μέσα στο ημιφωτισμενο δωματιο

τα αποτρόπαια αποτελεσματα

ένα υπερωκεάνιο σύννεφων στον ουρανο

μια σκέψη χρειάζεσαι

να βεβαιώσεις την ύπαρξη σου

είμαι η Ελένη

μια μικρή σύντομη λεξη


στα ορυχεία του μύθου

πόσο Ελένη χάθηκε;

.

.

.

Ελένη Ευριπίδη

στίχοι 361-370

-μεταφραση χ.ν.κουβελης    c.n.couvelis


Ελενη


δυστυχη Τροια,

για μάταιες πραξεις χάθηκες και ταλαιπωρήθηκες,

τα δώρα σε μένα της Κυπριδας έφεραν πολλά δάκρυα 

κι αίμα πολύ χύθηκε,

και συμφορές στις συμφορές

και δακρυα στα δακρυα

και τα παιδιά μητέρες εχασαν,

τα κομμένα τους μαλλιά  των νεκρών  οι αδερφές σ

φρυγικου Σκαμανδρου τα νερα ερριξαν,

θρηνούν οι Ελληνιδες

κι απ'τον πόνο ουρλιαζουν,

το κεφάλι χτυπούν με τα χερια

και με τα νύχια τα τρυφερά  σχίζουν μάγουλα

μ'αιμα και πληγαις γεμίζοντας τα.


Ελενη


ἰὼ τάλαινα Τροία,

δι᾽ ἔργ᾽ ἄνεργ᾽ ὄλλυσαι μέλεά τ᾽ ἔτλας.

τὰ δ᾽ ἐμὰ δῶρα Κύπριδος ἔτεκε

365πολὺ μὲν αἷμα, πολὺ δὲ δάκρυον

†ἄχεά τ᾽ ἄχεσι δάκρυα δάκρυσιν ἔλαβε πάθεα†,

ματέρες τε παῖδας ὄλεσαν,

ἀπὸ δὲ παρθένοι κόμας ἔ-

θεντο σύγγονοι νεκρῶν Σκαμάνδριον

ἀμφὶ Φρύγιον οἶδμα.

370βοὰν βοὰν δ᾽ Ἑλλὰς ‹αἶ᾽›

ἐκελάδησεν ἀνοτότυξεν,

ἐπὶ δὲ κρατὶ χέρας ἔθηκεν,

ὄνυχι δ᾽ ἁπαλόχροα γένυν

ἔδευσεν φοινίαισι πλαγαῖς

.

.

.





δεν λείπω σε κανέναν

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


έδειξε το χέρι,

οι αλλαγές είπε,όπως στο δέντρο

φαίνονται στους κύκλους 

του κορμού,

στον άνθρωπο φαίνονται στο χέρι,

μια πράσινη σαύρα κινήθηκε στα χόρτα,

ένστικτο αυτοσυντήρησης,γέλασε,

το φεγγάρι έσερνε το φως του στα βράχια,

το ξημέρωμα τον ξύπνησαν οι φωνές τους,

έναν από μας τον πέταξαν στη θάλασσα

η' τους ξέφυγε πέφτοντας στη θάλασσα,

ευχηθηκαμε το δεύτερο

το σπίτι μας,θυμαμαι,είχε

πλακόστρωτη αυλή,

πολλά τζιτζίκια στα δεντρα,

ένα σκυλί μας έκανε παρέα,

τώρα η κενή άδεια ύπαρξη μας,

σκοτεινιάζει μάνα,παντου,

ανώνυμος

χωρίς ιστορία,

είδε να κυνηγούν ανθρώπους

φωναξε:τι σας έκανε;

σκάσε,του φώναξαν άγρια,

τη νύχτα οι πολυκατοικίες φωσφοριζαν 

απ'τις ανοιχτές τηλεοράσεις,

η σειρηνα ενός περιπολικου

μέσα στη νύχτα,

η σειρηνα ενός ασθενοφόρου,

η εγγύτητα του θανάτου,

φοβάσαι;

παρατεταμένη ξηρασία αυτό το καλοκαίρι ,

γιατί θεέ μας παρατησες;

έκλεισε το παραθυρο,

εδώ στη φυλακή μου,σκέφτηκε,

δεν λείπω σε κανέναν,

αμέτοχος,

αμετανόητος,

αφορητη μοναξιά

η αιωνιότητα,

ποτέ πια δεν θα συναντηθούμε

.

.

.

To Amy (Winehouse)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


απόψε το φεγγάρι γυρίζει στα κλαδιά 

τών δέντρων του σπιτιου μου


που είσαι Amy?


κλείστηκε στο καμαρίνι της,ούρλιαζε,

όλοι την άκουσαν,

κανείς δεν την βοήθησε


My poor girl Amy!

.

.

.

Ου-τις Ουδεις Οδυσσέας

-χ.νκουβελης c.n.couvelis 


κάποτε εγω ο Οδυσσέας έφτασα με την βάρκα μου

ως εδώ

απέναντι το Θιακι

θα'ρθει καιρος που θα γίνει μακρυνό

αφιλόξενο

ανόητους μνηστήρες 

και ματαιόδοξη εξουσία

ένα ψαράκι με σημαδεύει

πλησιάζει απομακρύνεται

ο καιρός μου χάθηκε στην εκστρατεία της Τροίας

το φάντασμα του Ελπηνορα 

το τεράστιο σώμα του Αίαντα

τι νερό με πλημμυρίζει

και με πνίγει

ένα δελφίνι πετρωνει σε νησί

αύριο ο μύθος μου επεα πτεροεντα

με ποιους ανθρωπους συνυπήρξα;

λιγοστεύει η ζωή 

τι να θυμηθώ;

η Κίρκη προτιμούσε το ψητό χταπόδι στα κάρβουνα,

ας ήταν να χώσω στην άμμο το κουπί

το τέλος της μνήμης μου

προδόθηκα από πολλούς 

αλλά δεν εκδικήθηκα

το Θιακι απέναντι μέσα στη θαλασσινή ομίχλη

ατρυγετος νόστος

σιχαίνομαι να γίνω αχθος αρρουρης

τα πίκρα λόγια του Αχιλλέα 

στην σκοτεινή Νέκυια

ρίχνω αρμυρο νερό στο κορμί

το καίει ο ήλιος το εξατμιζει

μένει μια λακκούβα άσπρο αλάτι

η εικόνα της Ναυσικάς

οι γλάροι οριζοντιομενοι

η ώρα περνάει νυχτώνει παντου

η θάλασσα με όλα τα νερά της ανεβαίνει

σε λίγο θα με διαλύσει

Ου-τις Ουδεις Οδυσσέας Κανένας

.

.

.




(Αριστοφάνης,Εκκλησιαζουσαι,173-182)

περί  της διαφθαρμενης πολιτικής


Πραξαγορα


ίσα με σας σε μένα η έγνοια 

γι 'αυτη εδώ τη χώρα,

στεναχωριέμαι κι άσχημα νιώθω

για των πραγμάτων τη σαπιλα  στη πολη,

αφού βλέπω παντα πολιτικοί αρχηγοί αναξιοι να'ναι

κι αν κάποιος μια μέρα αξιος είναι,

τις δέκα ανάξιος θα'ναι,

αν μ'αλλον αλλαξει,ακόμα περισσότερα αυτος κάνει κακα,

σ'ανθρώπους εγωιστές πολύ δυσκολο να βάλεις μυαλό,

αυτούς που σας αγαπούν τους φοβάστε,

κι όσους όχι τυφλά τους ακολουθαται κάθε φορα

.

.

ἐμοὶ δ᾽ ἴσον μὲν τῆσδε τῆς χώρας μέτα

ὅσονπερ ὑμῖν· ἄχθομαι δὲ καὶ φέρω

175τὰ τῆς πόλεως σαπέντα βαρέως πράγματα.

ὁρῶ γὰρ αὐτὴν προστάταισι χρωμένην

ἀεὶ πονηροῖς· κἄν τις ἡμέραν μίαν

χρηστὸς γένηται, δέκα πονηρὸς γίγνεται.

ἐπέτρεψας ἑτέρῳ,πλείον᾽ ἔτι δράσει κακά.

180χαλεπὸν μὲν οὖν ἄνδρας δυσαρέστους νουθετεῖν,

οἳ τοὺς φιλεῖν μὲν βουλομένους δεδοίκατε,

τοὺς δ᾽ οὐκ ἐθέλοντας ἀντιβολεῖθ᾽ ἑκάστοτε.

.

.

.





Ηλεκτρα-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Σοφοκλή Ηλέκτρα

στίχοι 341-367,378-384

-(μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis)


Ηλέκτρα.

τρομερο,αλήθεια είναι, τον πατέρα που σε γέννησε 

να'χεις ξεχάσει,και για τη μάνα μόνο να σε μέλει,

γιατί όλες σου αυτές τις συμβουλές 

εκείνη στις έβαλε στο μυαλό,και τίποτα δεν λες

που'να'ναι δικό σου,

ένα απ'τα δυο συμβαινουν,

η' τα'χεις χαμένα 

η' καλά τα'χεις κι αμνη ησια για τους αγαπημένους έχεις,

εσύ που καθαρα το λεγες,

πως αν τη δύναμη είχες,

σ'αυτους το μίσος σου θα'δείχνες,

μ'εμένα όμως που για τον πατέρα τα πάντα κάνω ν

την τιμωρήσω,

ούτε συνεργεις και  μ'αποτρεπεις να ενεργησω,

δεν είναι αυτά δειλία για τους κακούργους;

έπειτα πες μου,η' μάθε το από μένα,

τι κέρδος θα'χα αν αυτούς επαυα τους θρήνους;

δεν ζω;,κακά,το ξέρω,

όμως  εμένα μου φτάνει,

να τους δυσαρεστω,

με το να τιμω τους πεθαμένους,

αν κάποια χαρά εκεί κάτω είναι,

εσυ ενώ μας λες πως τους μισείς

τους μισείς  στα λόγια μόνο,

στα έργα ομως με του πατέρα τους φονιαδες

συνευρισκεσαι,

εγώ ποτέ,ουτ'αν κάποιος 

τους επρόκειτο τα δώρα σου να μου φερνε,

που μ'αυτα τωρα στη χλιδή βρισκεσαι,

σ'αυτους να υποκύψω, 

εσύ στα πλούσια να'σαι τραπέζια 

και στην πολυτελεια να ζεις,

γιατί σε μένα μέλημα να μην πάψω να'χω λύπη,

τις δικές σου τιμές δεν θέλω να τύχω,

ούτε κι εσύ,αν συνετή ήσουνα,

τώρα  ενώ παιδί θα σε καλουσαν του απ' όλους άριστου πατέρα,

της μάνας σε καλούν,

κι έτσι δειλή  στους πολλούς θα φανείς,

τον πεθαμένο πατέρα και τους δικούς σου να προδωσες

.

.

δεινόν γέ σ᾽ οὖσαν πατρὸς οὗ σὺ παῖς ἔφυς

κείνου λελῆσθαι, τῆς δὲ τικτούσης μέλειν.

ἅπαντα γάρ σοι τἀμὰ νουθετήματα

κείνης διδακτά, κοὐδὲν ἐκ σαυτῆς λέγεις.

345ἔπειθ᾽ ἑλοῦ γε θάτερ᾽, ἢ φρονεῖν κακῶς,

ἢ τῶν φίλων φρονοῦσα μὴ μνήμην ἔχειν·

ἥτις λέγεις μὲν ἀρτίως ὡς, εἰ λάβοις

σθένος, τὸ τούτων μῖσος ἐκδείξειας ἄν·

ἐμοῦ δὲ πατρὶ πάντα τιμωρουμένης

350οὔτε ξυνέρδεις τήν τε δρῶσαν ἐκτρέπεις.

οὐ ταῦτα πρὸς κακοῖσι δειλίαν ἔχει;

ἐπεὶ δίδαξον, ἢ μάθ᾽ ἐξ ἐμοῦ, τί μοι

κέρδος γένοιτ᾽ ἂν τῶνδε ληξάσῃ γόων.

οὐ ζῶ; κακῶς μέν, οἶδ᾽, ἐπαρκούντως δ᾽ ἐμοί.

355λυπῶ δὲ τούτους, ὥστε τῷ τεθνηκότι

τιμὰς προσάπτειν, εἴ τις ἔστ᾽ ἐκεῖ χάρις.

σὺ δ᾽ ἡμὶν ἡ μισοῦσα μισεῖς μὲν λόγῳ,

ἔργῳ δὲ τοῖς φονεῦσι τοῦ πατρὸς ξύνει.

ἐγὼ μὲν οὖν οὐκ ἄν ποτ᾽, οὐδ᾽ εἴ μοι τὰ σὰ

360μέλλοι τις οἴσειν δῶρ᾽, ἐφ᾽ οἷσι νῦν χλιδᾷς,

τούτοις ὑπεικάθοιμι· σοὶ δὲ πλουσία

τράπεζα κείσθω καὶ περιρρείτω βίος.

ἐμοὶ γὰρ ἔστω τοὐμὲ μὴ λυποῦν μόνον

βόσκημα· τῆς σῆς δ᾽ οὐκ ἐρῶ τιμῆς λαχεῖν.

365οὐδ᾽ ἂν σύ, σώφρων γ᾽ οὖσα. νῦν δ᾽ ἐξὸν πατρὸς

πάντων ἀρίστου παῖδα κεκλῆσθαι, καλοῦ

τῆς μητρός. οὕτω γὰρ φανῇ πλείστοις κακή,

θανόντα πατέρα καὶ φίλους προδοῦσα σούς.

.

.

Χρυσόθεμις.

αλλά  όλα όσα ξέρω εγώ θα σου πω,

γιατί μελετούν για σένα,

αν δεν σταματησεις αυτούς εδώ τους θρηνους,

εκεί να σε στείλουν όπου το φως του ήλιου ποτέ δεν θα ξαναδεις,

ζωντανή σε σκοτεινό  θολωτο υπόγειο

πέρα απ'τη πολη θα θρηνολογεις 

τις συμφορές σου,

σ' αυτά προφυλαξου,κι εμενα κάποτε να με κατηγορήσεις

αφού πάθεις,

κοίτα τώρα λοιπόν να συνετιστεις.

.

.

ἀλλ᾽ ἐξερῶ σοι πᾶν ὅσον κάτοιδ᾽ ἐγώ.

μέλλουσι γάρ σ᾽, εἰ τῶνδε μὴ λήξεις γόων,

ἐνταῦθα πέμψειν ἔνθα μή ποθ᾽ ἡλίου380

φέγγος προσόψει, ζῶσα δ᾽ ἐν κατηρεφεῖ

στέγῃ χθονὸς τῆσδ᾽ ἐκτὸς ὑμνήσεις κακά.

πρὸς ταῦτα φράζου καί με μή ποθ᾽ ὕστερον

παθοῦσα μέμψῃ· νῦν γὰρ ἐν καλῷ φρονεῖν

.

.

.


Κλυταιμνήστρα 

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


https://youtu.be/utM1XyZFyUs?si=3zDSsLjoHpgMNvTU


Σοφοκλή Ηλεκτρα

στιχοι 517-551

-(μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis)


Κλυταιμνηστρα


πάλι ξεφυγες,καθως βλέπω,και τριγυρνάς,

γιατί ο Αιγισθος δεν βρίσκεται εδώ 

που πάντα σ'εμποδιζε

εξω απ'τη πόρτα να βγαίνεις και τους δικούς σου

να ντροπιαζεις,

τώρα που εκείνος μακριά είναι 

εμένα καθόλου δεν με σέβεσαι,

και πολλά σε πολλούς λες  πως με θράσος κι αδικία

κυβερνώ,βρίζοντας και 

σενα και τα δικά σου,

εγώ δεν σε βρίζω,μ'άσχημα όμως λόγια αντιδρω στα συχνά

από σένα άσχημα λογια,

για τον πατέρα σου,

τίποτα άλλο,

αυτό πάντα το πρόσχημα σου,πως από μένα πέθανε,

ναι,από μένα,καλά το ξέρω,καθόλου δεν τ'αρνουμαι,

γιατί η Δικη τον τύλιξε,όχι μόνη μου εγώ,

που'πρέπε να βοηθησεις,αν συνετή ησουνα,

αφού ο πατέρας σου αυτός,που συνέχεια θρηνείς,

την αδελφή σου ο μόνος απ' τους Έλληνες

στους θεούς θυσίασε,

κι ίσα με μένα πόνους δεν είχε,που την εσπειρε,

όπως εγώ που τη γέννησα,

έλα,πες μου για χάρη,ποιών την θυσίασε,

για ποιον μήπως απ'τους Αργείους λες;

αλλα δεν ντράπηκαν την δική  μου να σκοτώσουν κορη ,

αλλά αντί για του Μενέλαου τ'αδελφου  σκότωσε το δικό μου παιδι,

δεν του'μελε από μένα γι'αυτό να δικαστεί;

δύο δεν είχ'εκεινος  παιδιά,

που θα'ταν πιο σωστό αυτά αντί εκείνης

να πεθάνουν,

αφού για τον πατέρα και για τη μάνα τους αιτια,

αυτή δω η ναυτική εκστρατεία εγινε

η' ο Αδης περισσότερη είχε για τα δικά μου παιδιά επιθυμία 

παρά για κεινης να τα φάει;

η' ο πόθος για τα παιδιά από μένα στον φονια πατέρα  πέρασε,

και για του Μενέλαου νοιαζονταν,

δεν είν'αυτά  αφρονα  και  σκληρού πατέρα σημαδια;

έτσι νομίζω,

και γι'αυτο διαφορετικά απ'τη δικη σου γνώμη λέω,

έτσι κι η πεθαμενη θα'λεγε,αν φωνή είχε,

εγώ γι'αυτα που'χουν συμβεί δεν μετανιωνω,

κι αν σκληρά σου φαίνομαι να σκέπτομαι,

αφού σκεφτείς το δικιο τότε τους άλλους γυρω κατηγορα

.

.

Κλυταιμνηστρα


ἀνειμένη μέν, ὡς ἔοικας, αὖ στρέφει·

οὐ γὰρ πάρεστ᾽ Αἴγισθος, ὅς σ᾽ ἐπεῖχ᾽ ἀεὶ

μή τοι θυραίαν γ᾽ οὖσαν αἰσχύνειν φίλους·

νῦν δ᾽ ὡς ἄπεστ᾽ ἐκεῖνος, οὐδὲν ἐντρέπει

ἐμοῦ γε· καίτοι πολλὰ πρὸς πολλούς με δὴ520

ἐξεῖπας ὡς θρασεῖα καὶ πέρα δίκης

ἄρχω, καθυβρίζουσα καὶ σὲ καὶ τὰ σά·

ἐγὼ δ᾽ ὕβριν μὲν οὐκ ἔχω, κακῶς δέ σε

λέγω κακῶς κλύουσα πρὸς σέθεν θαμά.

πατὴρ γάρ, οὐδὲν ἄλλο, σοὶ πρόσχημ᾽ ἀεὶ525

ὡς ἐξ ἐμοῦ τέθνηκεν. ἐξ ἐμοῦ· καλῶς

ἔξοιδα· τῶνδ᾽ ἄρνησις οὐκ ἔνεστί μοι·

ἡ γὰρ Δίκη νιν εἷλεν, οὐκ ἐγὼ μόνη,

ᾗ χρῆν σ᾽ ἀρήγειν, εἰ φρονοῦσ᾽ ἐτύγχανες·

ἐπεὶ πατὴρ σὸς οὗτος, ὃν θρηνεῖς ἀεί,530

τὴν σὴν ὅμαιμον μοῦνος Ἑλλήνων ἔτλη

θῦσαι θεοῖσιν, οὐκ ἴσον καμὼν ἐμοὶ

λύπης, ὅς ἔσπειρ᾽, ὥσπερ ἡ τίκτουσ᾽ ἐγώ.

εἶεν, δίδαξον δή με τοῦ χάριν, τίνων

ἔθυσεν αὐτήν· πότερον Ἀργείων ἐρεῖς;535

ἀλλ᾽ οὐ μετῆν αὐτοῖσι τήν γ᾽ ἐμὴν κτανεῖν.

ἀλλ᾽ ἀντ᾽ ἀδελφοῦ δῆτα Μενέλεω κτανὼν

τἄμ᾽, οὐκ ἔμελλε τῶνδέ μοι δώσειν δίκην;

πότερον ἐκείνῳ παῖδες οὐκ ἦσαν διπλοῖ,

οὓς τῆσδε μᾶλλον εἰκὸς ἦν θνῄσκειν, πατρὸς540

καὶ μητρὸς ὄντας, ἧς ὁ πλοῦς ὅδ᾽ ἦν χάριν;

ἢ τῶν ἐμῶν Ἅιδης τιν᾽ ἵμερον τέκνων

ἢ τῶν ἐκείνης ἔσχε δαίσασθαι πλέον;

ἢ τῷ πανώλει πατρὶ τῶν μὲν ἐξ ἐμοῦ

παίδων πόθος παρεῖτο, Μενέλεω δ᾽ ἐνῆν;545

οὐ ταῦτ᾽ ἀβούλου καὶ κακοῦ γνώμην πατρός;

δοκῶ μέν, εἰ καὶ σῆς δίχα γνώμης λέγω·

φαίη δ᾽ ἂν ἡ θανοῦσά γ᾽, εἰ φωνὴν λάβοι.

ἐγὼ μὲν οὖν οὐκ εἰμὶ τοῖς πεπραγμένοις

δύσθυμος· εἰ δὲ σοὶ δοκῶ φρονεῖν κακῶς,550

γνώμην δικαίαν σχοῦσα τοὺς πέλας ψέγε.

.

.

https://youtu.be/utM1XyZFyUs?si=3zDSsLjoHpgMNvTU

.

.

.




Ευριπίδη Τρωαδες

στίχοι 1294-1332

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Εκαβη

ω τι συμφορά,

λαμπαδιασε η Ακρόπολη του Ιλίου,

κι η φωτιά κατακαίει τα σπίτια στάχτη

και γύρω παντού τα τείχη της πολης


Χορος

όπως ο καπνός στον ουρανό  σαν να'χει φτερά 

ανεβαίνει 

έτσι κι απ'το δορι πέφτει η γη και βυθίζεται,

απ'την τρομερή της φωτιάς ορμή κι απ'τις λόγχες 

αφανίζονται τα σπιτια


Εκάβη 

ω γη που τα παιδιά μου εθρεψες


Χορός 

αλιμονο


Εκάβη 

παιδιά μου ακούστε,αυτή της μάνας σας η φωνή ειναι


Χορός 

μοιρολογοντας τους πεθαμένους καλεις


Εκάβη 

και στο χώμα 

το γέρικο κορμί μου γερνω

και τη γη με τα δυο μου χέρια  χτυπω


Χορός

μαζί σου στη γη κι εγώ γονατιζω

και τον δύστυχο άντρα μου απ'τα κάτω καλώ σκοταδια


Εκάβη 

μας αρπάζουν,μας παιρνουν


Χορός 

με πόσο πονο φωναζεις


Εκάβη 

στης σκλαβιάς το σπιτι


Χορός

απ'τη πατρίδα μας


Εκαβη

Πριαμε,χάθηκες κι άταφος εισαι χωρίς τους αγαπημενους

κι αυτα που περνώ δεν ξερεις


Χορός 

γιατί τα μάτια ο μαυρος

του κάλυψε θάνατος,

ένας άγιος π'άθλια σφαχτηκε


Εκαβη

ω θεών ιερά κι αγαπημένη πολη


Χορός

τι συμφορα


Εκάβη 

φλογα σε καίει και του εχτρου το δορι κι η λογχη σε καρφώνει


Χορος 

πάνω στην αγαπημένη  

θα γκρεμιστεις γη 

και τ'ονομα σου θα ξεχαστει,


Εκαβη

όπως ο ουρανός με φτερωτο  σκεπάζεται καπνο

όμοια το σπίτι μου η σκόνη θα καλυψει


Χορος

τ'ονομα της χώρας θ'αφανισθει,

καμιά ελπίδα,

ούτε πια η δυστυχη θα'ναι Τροια


Εκάβη

τι ακούτε;


Χορος

τον χτύπο στα τειχη


Εκάβη 

σεισμός παντού σεισμος


Χορός

θα καταπλακώσει τη πολη


Εκαβη

τρομαγμένα μου πόδια,

περπατήστε,

εμπρός,της σκλαβιας τις μέρες να ζησω 


Χορος

δυστυχη πόλη μου,

όμως τώρα προχωρα 

το  πόδι σου στων Αχαιών ν'ανεβει τα καραβια

.

.

Ἑκάβη

[1294] Ὀττοτοτοτοτοῖ.

[1295] Λέλαμπεν Ἴλιος, Περ-

γάμων τε πυρὶ καταίθεται τέραμνα

καὶ πόλις ἄκρα τε τειχέων.


Χορός

Πτέρυγι δὲ καπνὸς ὥς τις οὐ-

ρανίᾳ πεσοῦσα δορὶ καταφθίνει γᾶ.

[1300] Μαλερὰ μέλαθρα πυρὶ κατάδρομα

δαί̈ῳ τε λόγχᾳ.


Ἑκάβη

Ἴὼ γᾶ τρόφιμε τῶν ἐμῶν τέκνων.


Χορός

Ἒ ἕ.


Ἑκάβη

Ὦ τέκνα, κλύετε, μάθετε ματρὸς αὐδάν.


Χορός

Ἰαλέμῳ τοὺς θανόντας ἀπύεις.


Ἑκάβη

[1305] Γεραιά γ' ἐς πέδον τιθεῖσα μέλεα καὶ

χερσὶ γαῖαν κτυποῦσα δισσαῖς.


Χορός

Διάδοχά σοι γόνυ τίθημι γαίᾳ

τοὺς ἐμοὺς καλοῦσα νέρθεν

ἀθλίους ἀκοίτας.


Ἑκάβη

[1310] Ἀγόμεθα φερόμεθ' . . .


Χορός

Ἄλγος ἄλγος βοᾷς.


Ἑκάβη

Δούλειον ὑπὸ μέλαθρον.


Χορός

Ἐκ πάτρας γ' ἐμᾶς.


Ἑκάβη

Ἰώ.

Πρίαμε Πρίαμε, σὺ μὲν ὀλόμενος

ἄταφος ἄφιλος

ἄτας ἐμᾶς ἄιστος εἶ.


Χορός

[1315] Μέλας γὰρ ὄσσε κατεκάλυψε

θάνατος ὅσιος ἀνοσίαις σφαγαῖσιν.


Ἑκάβη

Ἰὼ θεῶν μέλαθρα καὶ πόλις φίλα,


Χορός

Ἒ ἕ.


Ἑκάβη

Τὰν φόνιον ἔχετε φλόγα δορός τε λόγχαν.


Χορός

Τάχ' ἐς φίλαν γᾶν πεσεῖσθ' ἀνώνυμοι


Ἑκάβη

[1320] Κόνις δ' ἴσα καπνῷ πτέρυγι πρὸς αἰθέρα

ᾆστον οἴκων ἐμῶν με θήσει.


Χορός

Ὄνομα δὲ γᾶς ἀφανὲς εἶσιν· ἄλλᾳ δ'

ἄλλο φροῦδον, οὐδ' ἔτ' ἔστιν

ἁ τάλαινα Τροία.


Ἑκάβη

[1325] Ἐμάθετ', ἐκλύετε;


Χορός

Περγάμων <γε> κτύπον.


Ἑκάβη

Ἔνοσις ἅπασαν ἔνοσις . . .


Χορός

Ἐπικλύσει πόλιν.


Ἑκάβη

Ἰώ·

τρομερὰ μέλεα, φέρετ' ἐμὸν ἴχνος·

ἴτ' ἐπί, τάλανα,

[1330] δούλειον ἁμέραν βίου.


Χορός

Ἰὼ τάλαινα πόλις· ὅμως δὲ

πρόφερε πόδα σὸν ἐπὶ πλάτας Ἀχαιῶν.

.

.

.





Enigma

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ελληνική Μεταφυσική

(Greek, English, Francais, German, Italian, Spanish, Portuguese)

-χ.ν.κουβελης  c.n.couvelis


διαστολη χρονου αμειωτη

ορμή 

του σώματός σου

αισθητο γλυπτο

ακούσαμε τα ορυκτά επιφωνήματα

και τα διάφανα δέντρα

στους αντικατοπτρισμους  

νερών 

ελαφρια

ησυχη αναπνοή

ένας ψίθυρος 

σε ένα προσωκρατικο τοπίο

ξημέρωνε

εντέλει η πραγματικοτητα

ηλιοκαμενες ελιές

ισοδύναμα κυπαρισσια

ο Έλληνας Μικρασιάτης Ηράκλειτος

τυλίγει τις λέξεις αιωνιότητα

μέσα στην αιώρηση του γαλάζιου

η εκτυφλωτική μνήμη 

στην ηλικία του ανθρώπου

και η επακόλουθη ερώτηση,

τι είναι οι λεξεις;

με ελάχιστες κινήσεις

αγγιζομαστε με λεξεις

με τις ασήμαντες χειρονομιες

της μεταφυσικής μας

.

.

Greek Metaphysics


 time expansion undiminished

 momentum 

 of your body

 sensible sculpture

 we heard the mineral exclamations

 and transparent trees

 in the mirror-reflections

 of waters

 lightly

 quiet breathing

 a whisper 

 in a pro-socratic landscape

 it was dawn

 finally the reality

 sunburned olives

 equivalent cypress trees

 the Greek Heraclitus of Asia Minor

 wraps around the words eternity

 within the swinging of blue

 the shiny memory 

 in the age of man

 and the follow up question,

 what are the words ?

 with minimal movements

 we touch each other with words

 with the trivial gestures

 of our metaphysic

 .

 .

Métaphysique grecque


  expansion du temps intacte

  élan 

  de ton corps

  sculpture sensible

  nous avons entendu les exclamations minérales

  et des arbres transparents

  dans les reflets du miroir

  des eaux

  légèrement

  respiration calme

  un murmure 

  dans un paysage pro-socratique

  c'était l'aube

  enfin la réalité

  olives brûlées par le soleil

  cyprès équivalents

  le grec Héraclite d'Asie Mineure

  s'enroule autour des mots éternité

  dans le balancement du bleu

  le souvenir brillant 

  à l'âge de l'homme

  et la question complémentaire,

  quels sont les mots ?

  avec un minimum de mouvements

  nous nous touchons avec des mots

  avec les gestes triviaux

  de notre métaphysique

  .

  .

Griechische Metaphysik


Zeitausdehnung unvermindert

Schwung 

deines Körpers

sinnliche Skulptur

wir hörten die mineralischen Ausrufe

und transparente Bäume

in den Spiegelungen

der Gewässer

leicht

leises Atmen

ein Flüstern

in einer pro-sokratischen Landschaft

es war Morgengrauen

endlich die Realität

sonnenverbrannte Oliven

gleichwertige Zypressen

der griechische Heraklit von Kleinasien

umhüllt die Worte Ewigkeit

im Schwingen des Blaus

die glänzende Erinnerung

im Zeitalter des Menschen

und die Folgefrage,

was sind die Worte?

mit minimalen Bewegungen

berühren wir uns gegenseitig mit Worten

mit den trivialen Gesten

unserer Metaphysik

.

.

Metafisica greca


  espansione temporale inalterata

  quantità di moto 

  del tuo corpo

  scultura sensibile

  abbiamo sentito le esclamazioni minerali

  e alberi trasparenti

  nei riflessi-specchi

  delle acque

  leggermente

  respiro tranquillo

  un sussurro 

  in un panorama pro-socratico

  era l'alba

  finalmente la realtà

  olive bruciate dal sole

  cipressi equivalenti

  il greco Eraclito dell'Asia Minore

  avvolge le parole eternità

  nell'oscillazione dell'azzurro

  il ricordo splendente 

  nell'età dell'uomo

  e la domanda successiva,

  Quali sono le parole ?

  con movimenti minimi

  ci tocchiamo con le parole

  con i gesti banali

  della nostra metafisica

.

.

Metafísica griega


  expansión del tiempo sin disminuir

  impulso 

  de tu cuerpo

  escultura sensata

  escuchamos las exclamaciones minerales

  y árboles transparentes

  en los reflejos del espejo

  de aguas

  ligeramente

  respiración tranquila

  un susurro 

  en un paisaje prosocrático

  era el amanecer

  finalmente la realidad

  aceitunas quemadas por el sol

  cipreses equivalentes

  el Heráclito griego de Asia Menor

  envuelve las palabras eternidad

  dentro del balanceo del azul

  el recuerdo brillante 

  en la era del hombre

  y la pregunta de seguimiento,

  cuáles son las palabras ?

  con mínimos movimientos

  nos tocamos con palabras

  con los gestos triviales

  de nuestra metafísica

.

.

Metafísica Grega


  expansão do tempo inalterada

  impulso 

  do seu corpo

  escultura sensata

  ouvimos as exclamações minerais

  e árvores transparentes

  nos reflexos do espelho

  das águas

  levemente

  respiração tranquila

  um sussurro 

  num cenário pró-socrático

  era madrugada

  finalmente a realidade

  azeitonas queimadas de sol

  ciprestes equivalentes

  o grego Heráclito da Ásia Menor

  envolve as palavras eternidade

  dentro do balanço do azul

  a memória brilhante 

  na idade do homem

  e a pergunta de acompanhamento,

  quais são as palavras ?

  com movimentos mínimos

  nos tocamos com palavras

  com os gestos triviais

  da nossa metafísica

.

.

.




Ο Ayrton Senna λίγο πριν το τέλος


The Last Time of Ayrton Senna

(Requiem to Ayrton Senna)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


το πρόσωπο του λίγο πριν,

Ayrton,you are the Ayrton Senna,go to race,

σε λίγο,

This time he is not lucky,

τι συμβαίνει,εκείνη την ελάχιστη στιγμή,πριν;

Τι σχεδιάζει ο Θεός;

Τι σημαίνει,Ayrton,fastest?

που is driving it?

το πρόσωπο του,

η έκφραση,

everythings becomes clear,

Ayrton,You are racing to win,

Τι είναι 

η προαισθηση του τελους;

And suddenly I realised that I was no longer 

driving the car

Τι συμβαίνει;

Fear for me

I believe to God,

I don't believe I am immortal  especially driving a Formula

τοτε

ακούστηκε 

ο τρομερός θόρυβος 


Se você não busca mais uma lacuna que existe, você não é mais um piloto de corrida


If you no longer go for a gap that exists, you're no longer a racing driver


The End Ayrton Senna


Fim Ayrton Senna

.

.

.




Κασάνδρα 

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ευριπίδη Τρωαδες

Κασανδρας λόγος προς την Εκάβη 

(στίχοι 353-405)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Κασάνδρα 


μητέρα,στόλισε μου το κεφάλι 

που την εκδίκηση θα φέρει

και χαρά για τους βασιλικούς μου

γάμους νιώσε,

και παράδωσε με,κι αν σου  φαίνομαι να μη θελω 

τράβα με,

γιατί αν υπάρχει ο Λοξίας, απ'της Ελένης 

τότε γαμο  πιο ολέθριο με μένα ο Αγαμέμνων  θα κάνει 

ο ξακουστός των Αχαιών βασιλιάς,

γιατί θα τον σκοτώσω και των αδελφών και του  πατέρα μου

εκδίκηση θα παρω

το σπίτι του.κατασττεφοντας,

αλλά αργότερα αυτά θα πω,

το πελεκι δεν θα θρηνήσω,

που το λαιμό μου κι άλλων θα κόψει,

και τη μητροκτονια,

που ο γάμος μου θα προκαλέσει,

και τ'Ατρεα το σπίτι θα 

καταστρεψει,

την πόλη μας θα δείξω αυτή εδώ  

πως απ'των Αχαιών 

πιο ευτυχισμενη είναι,

απ'το θεό

το μαντεμα έχω,αλλ'ομως

για λίγο απ':τη μανια

θα ξεφύγω,

για μια γυναίκα κι ένος έρωτα το πάθος,

πίσω να πάρουν ζητώντας την Ελένη,

μυριαδες χαθηκαν ,

κι ο πανούργος στρατηγός τους για τα μισητά

τα πιο αγαπημένα του εχασε,

του σπιτιού τη χαρά  το παιδι του

στον αδελφό του παραδινει 

για χάρη μιας γυναικας

και που με τη θεληση της

κι όχι με βία αρπαχτηκε,

όταν στις όχθες του Σκαμανδρου ήρθαν,

σκοτωνονταν,όχι να μην καταπατηθουν τα συνορα της γης τους,

ούτε η πατρίδα με τα ψηλά τα τείχη,

οποιους ο Άρης άρπαξε,τα παιδιας τους

δεν είδαν,ούτε με της γυναίκας τους τα χέρια

σε νεκρικά δεν τυλίχτηκαν σεντόνια,

και σε ξένη χώρα βρισκονται,

και στα σπίτια τους παρόμοια έγιναν,

οι γυναίκες χήρες πεθαιναν,

κι οι γέροι γονείς μονοι χωρίς παιδιά στο σπίτι 

αφού γι'αλλους παιδιά ανεθρεψαν,

και στους τάφους τους κανένας δεν είναι

σ'αυτους μ'αιμα τη γη σπονδή να ραντίσει,

τέτοιο έπαινο ειν'αξιο το στράτευμα τους,

γι'αυτα που'ναι ντροπή πιο καλά να σιωπήσω,

μήτε η μούσα μου να θριαμβολογησει για τις συμφορες,

οι Τρώες,για την πατρίδα πέθαιναν,

την πιο μεγάλη δόξα,

κι όποιους το δορι τρυπούσε,

στα σπίτια τους νεκρούς τους έφερναν οι φίλοι

στη πατρική τούς έθαβαν γη,κι από τα χέρια

δικών τους τα νεκρικα 

τυλίγονταν σεντόνια,

κι όσοι απ'τους Φρύγες στη μάχη δεν σκοτωνονταν,

καθεμερα με τα παιδιά και τη γυναίκα τους έμεναν,

στους Αχαιους οι χαρές αυτές ήταν απούσες,

το τέλος άδικο πικρο του Έκτορα για σένα,

όμως άκουσε με,πεθαινωντας κέρδισε τη δόξα του άριστου άντρα,

κι αυτό απ'των Αχαιών την άφιξη προκληθηκε,

αν  έμεναν στα σπίτια τους,πόσο γενναίος ήταν 

δεν θα ξεχώριζε,

κι ο Πάρις τη κορη πήρε του Δία γυναίκα του,

αν δεν την έπαιρνε γυναίκα του,γι'αυτόν κανένας

στο σπιτι ότι αξίζει δεν θα μιλούσε,

τον πόλεμο όποιος φρόνιμα σκέπτεται αποφεύγει,

αν όμως σ'αναγκη έρθει,

ηρωικά να χαθεί για τη πόλη είναι τιμη το στεφάνι,

και ντροπή κακά,

για χάρη αυτών,μητερα,μην πίκρα

για τη χωρα λυπάσαι,

ούτε για του γαμου μου

τα κρεβάτια,

γιατί αυτούς με τους γάμους μου θα διαλύσω 

που σε σένα κι εμένα πολύ μισητοί είναι

.

.

Κασάνδρα


[353] Μῆτερ, πύκαζε κρᾶτ' ἐμὸν νικηφόρον,

καὶ χαῖρε τοῖς ἐμοῖσι βασιλικοῖς γάμοις·

[355] καὶ πέμπε, κἂν μὴ τἀμά σοι πρόθυμά γ' ᾖ,

ὤθει βιαίως· εἰ γὰρ ἔστι Λοξίας,

Ἑλένης γαμεῖ με δυσχερέστερον γάμον

ὁ τῶν Ἀχαιῶν κλεινὸς Ἀγαμέμνων ἄναξ.

Κτενῶ γὰρ αὐτόν, κἀντιπορθήσω δόμους

[360] ποινὰς ἀδελφῶν καὶ πατρὸς λαβοῦσ' ἐμοῦ . . .

Ἀλλ' ἄττ' ἐάσω· πέλεκυν οὐχ ὑμνήσομεν,

ὃς ἐς τράχηλον τὸν ἐμὸν εἶσι χἁτέρων·

μητροκτόνους τ' ἀγῶνας, οὓς οὑμοὶ γάμοι

θήσουσιν, οἴκων τ' Ἀτρέως ἀνάστασιν.

[365] Πόλιν δὲ δείξω τήνδε μακαριωτέραν

ἢ τοὺς Ἀχαιούς, ἔνθεος μέν, ἀλλ' ὅμως

τοσόνδε γ' ἔξω στήσομαι βακχευμάτων·

οἳ διὰ μίαν γυναῖκα καὶ μίαν Κύπριν,

θηρῶντες Ἑλένην, μυρίους ἀπώλεσαν.

[370] Ὁ δὲ στρατηγὸς ὁ σοφὸς ἐχθίστων ὕπερ

τὰ φίλτατ' ὤλεσ', ἡδονὰς τὰς οἴκοθεν

τέκνων ἀδελφῷ δοὺς γυναικὸς οὕνεκα,

καὶ ταῦθ' ἑκούσης κοὐ βίᾳ λελῃσμένης.

Ἐπεὶ δ' ἐπ' ἀκτὰς ἤλυθον Σκαμανδρίους,

[375] ἔθνῃσκον, οὐ γῆς ὅρι' ἀποστερούμενοι

οὐδ' ὑψίπυργον πατρίδ'· οὓς δ' Ἄρης ἕλοι,

οὐ παῖδας εἶδον, οὐ δάμαρτος ἐν χεροῖν

πέπλοις συνεστάλησαν, ἐν ξένῃ δὲ γῇ

κεῖνται. Τὰ δ' οἴκοι τοῖσδ' ὅμοι' ἐγίγνετο·

[380] χῆραί τ' ἔθνῃσκον, οἳ δ' ἄπαιδες ἐν δόμοις

ἄλλοις τέκν' ἐκθρέψαντες· οὐδὲ πρὸς τάφοις

ἔσθ' ὅστις αὐτῶν αἷμα γῇ δωρήσεται.

Ἦ τοῦδ' ἐπαίνου τὸ στράτευμ' ἐπάξιον.

Σιγᾶν ἄμεινον τᾀσχρά, μηδὲ μοῦσά μοι

[385] γένοιτ' ἀοιδὸς ἥτις ὑμνήσει κακά.

Τρῶες δὲ πρῶτον μέν, τὸ κάλλιστον κλέος,

ὑπὲρ πάτρας ἔθνῃσκον· οὓς δ' ἕλοι δόρυ,

νεκροί γ' ἐς οἴκους φερόμενοι φίλων ὕπο

ἐν γῇ πατρῴᾳ περιβολὰς εἶχον χθονός,

[390] χερσὶν περισταλέντες ὧν ἐχρῆν ὕπο·

ὅσοι δὲ μὴ θάνοιεν ἐν μάχῃ Φρυγῶν,

ἀεὶ κατ' ἦμαρ σὺν δάμαρτι καὶ τέκνοις

ᾤκουν, Ἀχαιοῖς ὧν ἀπῆσαν ἡδοναί.

Τὰ δ' Ἕκτορός σοι λύπρ' ἄκουσον ὡς ἔχει·

[395] δόξας ἀνὴρ ἄριστος οἴχεται θανών,

καὶ τοῦτ' Ἀχαιῶν ἵξις ἐξεργάζεται·

εἰ δ' ἦσαν οἴκοι, χρηστὸς ὢν ἐλάνθανεν.

Πάρις δ' ἔγημε τὴν Διός· γήμας δὲ μή,

σιγώμενον τὸ κῆδος εἶχεν ἐν δόμοις.

[400] Φεύγειν μὲν οὖν χρὴ πόλεμον ὅστις εὖ φρονεῖ·

εἰ δ' ἐς τόδ' ἔλθοι, στέφανος οὐκ αἰσχρὸς πόλει

καλῶς ὀλέσθαι, μὴ καλῶς δὲ δυσκλεές.

Ὧν οὕνεκ' οὐ χρή, μῆτερ, οἰκτίρειν σε γῆν,

οὐ τἀμὰ λέκτρα· τοὺς γὰρ ἐχθίστους ἐμοὶ

[405] καὶ σοὶ γάμοισι τοῖς ἐμοῖς διαφθερῶ.

.

.

.




λογότυπα

(Greek, English, Francais, German, Italian, Spanish, Portuguese)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

 

ένα χέρι γράφει κύκλους ένα μήλο δεν είναι σφαίρα,

ένα ανοιχτό παράθυρο 

ενα άτομο στην καπιταλιστική εργασία,

δώσε μια αλήθεια σαν θεώρημα,

don't block yours works into ανοησιες

- ας ξεκινήσουμε την αρίθμηση [ ... μείον ένα , μηδέν , συν ένα ... ]

και βρείτε στο τέλος της επεξεργασίας τα πολιτικά σας δικαιώματα

και οι μεταφυσικές ιδέες 

don't follow fake καταστάσεις 

στην ακρη της θαλασσας το φως

εριχνε τα ψαρια στα διχτυα του 

then Ullysses neared

και μίλησε στους ανιδεους ψαράδες [ όλα είσαι εσύ ]

και μαθε πως η θαλασσα ειναι οι γαλαζιοι κηποι

της πραγματικότητας 

μια πλευρά με ευάερα νερά

και τα γεωμετρικα μοτιβα σχηματιζουν το προσωπο ενος θεατη

σε καταμεστο αρχαιο ελληνικο θεατρο

το αίνιγμα είναι ένας ατελείωτος λαβύρινθος ένα κίτρο

και δυο πορτοκάλια,

και πίσω ένα ποτήρι στο σχήμα ενος δεντρου

προχωραει κυλωντας τα ερωτηματα

ειδε τη λευκότητα να ανατέλει ,

κι υστερα ακολουθησε ενας πληθος γλαρων

να μετρησουμε δεν μπορεσαμε τις σκιες τους

το φως είναι μια μεγάλη έκρηξη πολύχρωμων κύβων

και με καρφια στους τοιχους 

κρεμασε ενα κοκκινο τριανταφυλλο,

δυο εισιτηρια θεατρου και τον Ρηγα Σπαθι

δύο μπλε-γκρίζα ψάρια κολυμπούν στο κίτρινο πιάτο

ανοιξε τα χερια 

εκανε την χειρονομια τού

αποχαιρετισμου,

επειτα σκυβοντας σχεδιασε ενα τετραγωνο

κι αργοτερα το εσβησε 

.

.

logos-types


a hand writes circles 

an apple is not a sphere,

an open window 

a person in capitalist labor,

give a truth as a theorem,

don't block your works into nonsense

- let's start counting [ ... minus one , zero , plus one ... ]

and find at the end of the processing your civil rights

and metaphysical ideas 

don't follow fake statuses 

at the edge of the sea the light

he cast the fish into his nets 

then Ulysses approached

and speak to the ignorant fishermen [ all is you ]

and learn that the sea is the blue gardens

of reality 

a side with airy waters

and geometric patterns form the face of a viewer

in a full of spectators ancient Greek theater

the riddle is an endless maze a citron

and two oranges,

and behind a glass in the shape of a tree

he proceeds by rolling the questions

he saw the whiteness to rise,

and then followed a multitude of seagulls

we could not count their shadows

the light is a great explosion of colorful cubes

and with nails in the walls 

he hang a red rose,

two theater tickets and the Riga-Sword

two blue-gray fish swim in the yellow plate

he open his hands 

he made the gesture

of farewell,

then bending down draw a square

and later extinguished it 

.

.

types de logos


une main écrit des cercles 

une pomme n'est pas une sphère,

une fenêtre ouverte 

une personne dans le travail capitaliste,

donner une vérité comme théorème,

ne bloquez pas vos travaux

dans des bêtises

- commençons à compter [ ... moins un , zéro , plus un ... ]

et retrouvez à la fin du traitement vos droits civiques

et idées métaphysiques 

ne suivez pas les faux statuts 

au bord de la mer la lumière

il a jeté le poisson dans ses filets 

puis Ulysse s'approcha

et parle aux pêcheurs ignorants [tout est toi]

et apprends que la mer est les jardins bleus

de la réalité 

un côté aux eaux aérées

et les motifs géométriques forment le visage du spectateur

dans un théâtre grec antique plein de spectateurs

l'énigme est un labyrinthe sans fin un citron

et deux oranges,

et derrière un verre en forme d'arbre

il procède en lançant les questions

il a vu la blancheur monter,

puis suivit une multitude de mouettes

nous ne pouvions pas compter leurs ombres

la lumière est une grande explosion de cubes colorés

et avec des clous dans les murs 

il accroche une rose rouge,

deux billets de théâtre et le Riga-Sword

deux poissons bleu-gris nagent dans la plaque jaune

il a ouvert les mains 

il a fait le geste

d'adieu

puis il s'est penché et a dessiné un carré

et plus tard il l'a éteint 

 .

 .

Logos-Typen


eine Hand schreibt Kreise 

ein Apfel ist keine Kugel,

ein offenes Fenster 

eine Person in kapitalistischer Arbeit,

eine Wahrheit als Satz angeben,

Blockieren Sie Ihre Werke nicht durch Unsinn

- Fangen wir an zu zählen [ ... minus eins, null, plus eins ...]

und erfahren Sie am Ende der Bearbeitung Ihre Bürgerrechte

und metaphysische Ideen 

Folgen Sie keinen Fake-Status 

Am Rande des Meeres das Licht

Er warf den Fisch in seine Netze 

dann näherte sich Odysseus

und sprich mit den unwissenden Fischern [alles bist du]

und lerne, dass das Meer die blauen Gärten sind

der Realität 

eine Seite mit luftigem Wasser

und geometrische Muster formen das Gesicht eines Betrachters

in einem antiken griechischen Theater voller Zuschauer

Das Rätsel ist ein endloses Labyrinth einer Zitrone

und zwei Orangen,

und hinter einem Glas in Form eines Baumes

Er fährt fort, indem er die Fragen rollt

Er sah, wie das Weiß aufstieg,

und dann folgte eine Menge Möwen

wir konnten ihre Schatten nicht zählen

Das Licht ist eine große Explosion bunter Würfel

und mit Nägeln in den Wänden 

er hängt eine rote Rose auf,

zwei Theaterkarten und das Riga-Schwert

Im gelben Teller schwimmen zwei blaugraue Fische

er öffnete seine Hände 

er machte die Geste

des Abschieds

dann bückte er sich und zeichnete ein Quadrat

und später löschte er es 

 .

 .

tipi di loghi


una mano scrive cerchi 

una mela non è una sfera,

una finestra aperta 

una persona nel lavoro capitalista,

dare una verità come teorema,

non bloccare le tue opere in sciocchezze

- cominciamo a contare [ ... meno uno , zero , più uno ... ]

e ritrovare al termine del trattamento i tuoi diritti civili

e idee metafisiche 

non seguire stati falsi 

in riva al mare la luce

gettò i pesci nelle sue reti 

poi Ulisse si avvicinò

e parlare ai pescatori ignoranti [tutto siete voi]

e imparerai che il mare è i giardini azzurri

della realtà 

un lato con acque ariose

e motivi geometrici formano il volto di uno spettatore

in un teatro greco gremito di spettatori

l'enigma è un labirinto infinito un cedro

e due arance,

e dietro un vetro a forma di albero

procede lanciando le domande

vide sorgere il biancore,

e poi seguiva una moltitudine di gabbiani

non potevamo contare le loro ombre

la luce è una grande esplosione di cubi colorati

e con chiodi nei muri 

appende una rosa rossa,

due biglietti per il teatro e il Riga-Sword

due pesci blu-grigi nuotano nel piatto giallo

aprì le mani 

fece il gesto

di addio

poi si chinò e tracciò un quadrato

e più tardi lo spense

.

.

de-logotipos


una mano escribe círculos 

una manzana no es una esfera,

una ventana abierta 

una persona en trabajocapitalista,

dar una verdad como teorema,

no bloquees tus obras en tonterías

- empecemos a contar [... menos uno, cero, más uno...]

y encuentre al final del procesamiento sus derechos civiles

y las ideas metafísicas 

no sigas estados falsos 

al borde del mar la luz

arrojó los peces en sus redes 

Entonces Ulises se acercó

y habla con los pescadores ignorantes [todo eres tú]

y aprende que el mar son los jardines azules

de la realidad 

un lado con aguas aireadas

y los patrones geométricos forman el rostro del espectador.

en un teatro griego antiguo lleno de espectadores

el acertijo es un laberinto sin fin una cidra

y dos naranjas,

y detrás de un cristal en forma de árbol

él procede haciendo rodar las preguntas

vio subir la blancura,

y luego siguió una multitud de gaviotas

no pudimos contar sus 

sombras

la luz es una gran explosión de cubos de colores

y con clavos en las paredes 

cuelga una rosa roja,

dos entradas para el teatro y el Riga-Sword

dos peces de color gris azulado nadan en el plato amarillo

él abrió sus manos 

hizo el gesto

de despedida

luego se agachó y dibujó un cuadrado

y luego lo apagó

.

.

de logotipos


uma mão escreve círculos 

uma maçã não é uma esfera,

uma janela aberta 

uma pessoa no trabalho capitalista,

dar uma verdade como um teorema,

não bloqueie suas obras em bobagens

- vamos começar a contar [... menos um, zero, mais um...]

e encontre ao final do processamento seus direitos civis

e ideias metafísicas 

não siga status falsos 

na beira do mar a luz

ele lançou os peixes em suas redes 

então Ulisses se aproximou

e fale com os pescadores ignorantes [tudo é você]

e aprenda que o mar são os jardins azuis

da realidade 

um lado com águas arejadas

e padrões geométricos formam o rosto de um espectador

em um teatro grego antigo cheio de espectadores

o enigma é um labirinto sem fim, uma cidra

e duas laranjas,

e atrás de um vidro em forma de árvore

ele prossegue rolando as perguntas

ele viu a brancura subir,

e depois seguiu uma multidão de gaivotas

não podíamos contar suas sombras

a luz é uma grande explosão de cubos coloridos

e com pregos nas paredes 

ele pendura uma rosa vermelha,

dois ingressos de teatro e a Riga-Sword

dois peixes azul-acinzentados nadam na placa amarela

ele abriu as mãos 

ele fez o gesto

de despedida

então ele se abaixou e desenhou um quadrado

e depois ele apagou

.

.

.




Κασάνδρα 

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Η Κασάνδρα στις Μυκήνες 

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


είδα τη ζήλεια τής γυναίκας στα μάτια της,

η έναρξη του σχεδίου μου,μάνα,

να διαλύσω το σπίτι των Ατρεων,του αρχηγού των εξολοθρευτων  της αγαπημένης μου πόλης ,και τον χαμό των δικών μου,

μ'αρπαξε και μ'εφερε στις Μυκήνες παλακιδα του,μια πόρνη,

ντύνομαι με διάφανα προκλητικά ρούχα,δείχνω το στήθος μου,τα πόδια μου γυμνά,γελάω δυνατά,

τη βλέπω σαν ύαινα να με κοιτάζει,το ερωτικό της πάθος και το μίσος,να με κατασπαράξει,την τρελενει η ζήλεια,

ο Αιγισθος δεν κρατήθηκε,χθες τη νύχτα,ήρθε στο δωμάτιο μου,

ήμουνα γυμνή,σε περίμενα του είπα προκλητικα,άνοιξα τα πόδια μου,γδυθηκε,έπεσε πάνω μου,τον έσπρωξα,τον κλωτσισα,φύγε,του φώναξα,σε σιχαίνομαι,

τους άκουγα όλη τη νύχτα να καυγαδίζουν,ήξερα θα με έσφαζαν,όπως και κείνον,τον Αγαμεμνωνα,και τότε όλοι  θα πλήρωναν με τον θάνατο τους,

η Ηλέκτρα με περιφρονουσε,Τρωισα  πουτανα,φύγε,παράτα τον πατέρα μου,έκλαιγε ούρλιαζε,σωριάστηκε στο χώμα κι έβγαζε αφρούς,

ειναι επιληπτικη ειπαν,

εκείνη τη νύχτα μου χτύπησε τη πόρτα,της άνοιξα,συγχώρεσε με,μ'αγκαλιασε,έτρεμε,έχεις απαλη επιδερμίδα,ψιθύρισε,

μοσχομυριζει,η ανάσα της καυτή,σε θέλω,ψιθύρισε,με χάιδευε,την άφησα,με φιλούσε παντού,με δάγκωνε,τα νύχια της στη πλάτη μου,κάποια στιγμή τρανταχτηκε,ούρλιαξε,

ύστερα όταν ησύχασε σαν να ντράπηκε σηκώθηκε κι έφυγε,

πρώτα θα πνίξουν αυτόν στο λουτρό,ο Λοξίας μού λεει,ύστερα εμένα θα σφάξουν,με αυτή τη σειρά,

αν το πω κανείς δεν θα με πιστέψει,

βραδυασε,νύχτωσε,ακούω το νερό στη μπανιέρα ν'ανεβαινει,ν'ανεβαινει,να ξεχειλιζει,κόκκινο απ'το αίμα,περνάει κάτω απ'τη πόρτα μου,γεμίζει το δωμάτιο μου,βλέπω τις σκιές τους,πλησιάζουν,τα μάτια της γυναίκας,το μαχαίρι του άντρα,το σηκωμένο χέρι,η αρχη της εκδίκησης μου,το τέλος τους

.

.

.

ηχηρό σώμα που είσαι

(Greek, English, Francais, German, Italian, Spanish, Portuguese)

-χ.ν.κουβελης c n.couvelis


μια ελάχιστη στιγμή 

πριν 

την εφελκιμη γεύση του ροδάκινου

και αμείωτα αναπνέει το τριανταφυλλο

τους διαφωτισμους

και των ισοσκελων πουλιών

τους ηχους

έπειτα η χλόη τ'ουρανου

σκεπάζει τον ύπνο σου

θυμάσαι τη γαλήνη

στα δέντρα;

ηχηρό σώμα που είσαι

το άφθαρτο της ψυχής

και στους μηρούς και

στη κοιλιά σου

βρέχει 

ἐξίης πόθον

απέραντη

απεριττη

η ζωή μας

θυμάμαι τη μερα εκείνη

τον κύκλο της σελήνης

η φωνή σου ακούστηκε

ένα ράγισμα στον αέρα

ένα φτερουγισμα

στη λάμψη του χρόνου

.

.

full of sound body you are


 a moment before 

 the stretchy taste of peach

 and ceaselessly breathes the rose

 the enlightenments

 and of the isosceles birds their sounds,

 then the grass of heaven

 it covers your sleep

 You remember the peace

 in the trees?

 Fullsound body that you are,

 the indestructible of the soul

 and on the thighs and

 in your belly

 it's raining ,

 satisfy your desire,

 infinite

 unnecessary

 our life,

 I remember that day

 the cycle of the moon,

 your voice was heard

 a crack in the air,

 a flutter

 in the glow of time

 .

.

tu es plein de son corps


  un instant avant 

  le goût extensible de la pêche

  et respire sans cesse la rose

  les illuminations

  et des oiseaux isocèles leurs chants,

  puis l'herbe du ciel

  ça couvre ton sommeil

  Tu te souviens de la paix

  dans les arbres?

  Corps plein de son que tu es,

  l'indestructible de l'âme

  et sur les cuisses et

  dans ton ventre

  il pleut ,

  satisfaire votre désir,

  infini

  inutile

  notre vie,

  Je me souviens de ce jour

  le cycle de la lune,

  ta voix a été entendue

  une fissure dans l'air,

  un battement

  à la lueur du temps

.

.

voller gesunder Körper bist du


einen Moment zuvor

der dehnbare Geschmack von Pfirsich

und unaufhörlich atmet die Rose

die Erleuchtungen

und die gleichschenkligen Vögel ihre Geräusche,

dann das Gras des Himmels

es bedeckt deinen Schlaf

Erinnerst du dich an den Frieden

in den Bäumen?

Vollgesunder Körper bist du,

das Unzerstörbare der Seele

und auf den Schenkeln und

in deinem Bauch

regnet es,

befriedige dein Verlangen,

unendlich

unnötig

unser Leben,

ich erinnere mich an jenen Tag

den Zyklus des Mondes,

deine Stimme war zu hören

ein Knacken in der Luft,

ein Flattern

im Glanz der Zeit

.

.

pieno di corpo suono sei


  un attimo prima 

  il gusto elastico della pesca

  e respira incessantemente la rosa

  gli illumini

  e degli uccelli isosceli i loro suoni,

  poi l'erba del cielo

  ti copre il sonno

  Ti ricordi la pace

  negli alberi?

  Corpo piano di suono che sei,

  l'indistruttibile dell'anima

  e sulle cosce e

  nella tua pancia

  piove ,

  soddisfare il tuo desiderio,

  infinito

  non necessario

  la nostra vita,

  Ricordo quel giorno

  il ciclo della luna,

  la tua voce è stata ascoltata

  una crepa nell'aria,

  un battito d'ali

  nello splendore del tempo

.

.

lleno de sonido cuerpo  eres


  un momento antes 

  el sabor elástico del melocotón

  y respira sin cesar la rosa

  las iluminaciones

  y de los pájaros isósceles sus sonidos,

  entonces la hierba del cielo

  cubre tu sueño

  Recuerdas la paz

  ¿en los arboles?

  Cuerpo pleno de sonido que eres,

  lo indestructible del alma

  y en los muslos y

  en tu vientre

  Está lloviendo ,

  satisfacer tu deseo,

  infinito

  innecesario

  nuestra vida,

  recuerdo ese día

  el ciclo de la luna,

  tu voz fue escuchada

  una grieta en el aire,

  un aleteo

  en el resplandor del tiempo

 .

.

cheio de corpo som você é


  um momento antes 

  o sabor elástico do pêssego

  e respira incessantemente a rosa

  as iluminações

  e dos pássaros isósceles seus sons,

  então a grama do céu

  cobre seu sono

  Você se lembra da paz

  nas árvores?

  Corpo completo de som que você é,

  o indestrutível da alma

  e nas coxas e

  na sua barriga

  está chovendo ,

  satisfazer seu desejo,

  infinito

  desnecessário

  nossa vida,

  eu lembro desse dia

  o ciclo da lua,

  sua voz foi ouvida

  uma rachadura no ar,

  uma vibração

  no brilho do tempo

.

.

.



Εκάβη τε

-χ.ν.κουβελης c n.couvelis


Ευριπίδη Εκάβη

-μεταφραση αποσπασμάτων χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Εκάβη τε

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


τι πλάνη η ύπαρξη των θεών,μόνοι στη τυφλή τύχη τους οι άνθρωποι,πως να δικαιολογηθούν οι συμφορές μου;πάει η πόλη μου,η Τροία έπεσε,τα παιδιά μου αφανιστηκαν, ο Έκτορας μου,πάει ο άντρας μου ο Πρίαμος,τώρα ξένη αρπαγμενη,ντροπιασμένη, εδώ στη Θράκη,άλλη συμφορά,την Πολυξένη μου θυσίασαν,αυτο ειπαν, ο νεκρος Αχιλλέας το θέλησε,δολοφονικές ονειροφαντασιες,έτσι θα φυσουσε τάχα να φύγουν τα καράβια των Ελλήνων,και τον μικρό μου Πολύδωρο  έπνιξε

ο βασιλιάς της χώρας αυτής Πολυμηστωρ να κατακρατήσει τον θησαυρό,

με τρελενει ο πονος,να εκδικηθώ θέλω να τιμωρήσω,τι με ωφελεί η ευγένεια,το υψηλό φρόνημα,όχι,θα εκμεταλλευτώ το κάθε τι,θα μεταχειριστω όλα τα μεσα,κι ας με κατακρίνουν πως η βασίλισσα Εκάβη επεσε χαμηλα,ο Αγαμέμνωνας θα με βοηθήσει σ'αυτο,για τα χάδια και τα φιλια της κόρης μου Κασανδρας,την ηδονή θα ξεπληρωσει,

αυτό είναι το σχέδιο μου,θα παρασύρω τον Πολυμηστωρα με δόλο τα λόγια,θα τον πείσω,να μπει στην σκηνή μου,κι εκεί με τις γυναίκες μου θα του σφάξω τα παιδια κι ύστερα θα του τρυπήσω με καρφίτσες τα μάτια και θα του βγάλω τις κόρες,

ο φόνος με φόνο πληρωνεται,

Είμαι η βασίλισσα Εκάβη της σκληρής ιστορίας, γερασμένη,αδύναμη,ντροπιασμένη,ηθικό ράκος

.

.

Το 427 π Χ στην Αθήνα,


Εκάβη

γιατί μια ελαφίνα όμορφη ειδα 

τα αιματοβαμμένα νύχια του λύκου

να ξεσχιζουν,

αφού απ'τα γόνατα μου αγρια άρπαξε 


εἶδον γὰρ βαλιὰν ἔλαφον λύκου αἵμονι χαλᾷ

σφαζομέναν, ἀπ᾽ ἐμῶν γονάτων σπασθεῖσαν ἀνοίκτως.

.

Πολυμηστωρ

χαίρεσε για τα κακα που μου'κανες,παλιογυναικα


χαίρεις ὑβρίζουσ᾽ εἰς ἔμ᾽, ὦ πανοῦργε σύ.


Εκαβη

και γιατί να μην χαιρομαι

που όπως έπρεπε σε τιμώρησα

 

 οὐ γάρ με χαίρειν χρή σε τιμωρουμένην;

.

.

Ταλθυβιος

Ζευ,τι μπορώ να πω;ποιο απ'τα δυο,

πως στους άνθρωπους 

τα μάτια σου τα'χεις,

η' τελείως μάταια κραταμε τη πίστη,

κάνοντας λάθος να πιστεύουμε 

πως οι θεοί υπάρχουν,

οταν όλα τ'ανθρωπινα η τύχη κανονιζει;


Ταλθυβιος

ὦ Ζεῦ, τί λέξω; πότερά σ᾽ ἀνθρώπους ὁρᾶν

ἢ δόξαν ἄλλως τήνδε κεκτῆσθαι μάτην

490[ψευδῆ, δοκοῦντας δαιμόνων εἶναι γένος],

τύχην δὲ πάντα τἀν βροτοῖς ἐπισκοπεῖν;

.

Ταλθυβιος 

αφού το φόρεμα έπιασε 

απ'τον ώμο έσκισε ως τη λεκανη κατω 

απ'τον αφαλό,

και τα βυζιά φάνηκαν τα στήθια

ομορφα αγαλματενια,

και γονατίζοντας στη γη 

μίλησε με τα πιο θαρραλεα λογια.

να,αν το στήθος,νεαρέ,προτιμάς να χτυπήσεις,

χτύπα,

αν όμως κάτω απ'το λαιμό θελεις,

νάτος έτοιμος ο λαιμός,

κι αυτός θελωντας και μη θελωντας

αφού τη κόρη συμπονουσε

της κόβει με το μαχαίρι την αναπνοής 

την εξοδο,

βρύση το αίμα χύνονταν,

κι αυτή αν και πέθαινε 

όμως πολυ φυλαχτηκε

σεμνά να πέσει,

κρύβοντας αυτά που πρέπει απ'τα αντρικα μάτια να κρυφτουν,

επειτα το πνεύμα της απ'τη θανάσιμη σφαγη

αφησε


λαβοῦσα πέπλους ἐξ ἄκρας ἐπωμίδος

ἔρρηξε λαγόνας ἐς μέσας παρ' ὀμφαλόν,

μαστούς τ' ἔδειξε στέρνα θ' ὡς ἀγάλματος    560

κάλλιστα, καὶ καθεῖσα πρὸς γαῖαν γόνυ

ἔλεξε πάντων τλημονέστατον λόγον·

Ἰδού, τόδ', εἰ μὲν στέρνον, ὦ νεανία,

παίειν προθυμῇ, παῖσον, εἰ δ' ὑπ' αὐχένα

χρῄζεις, πάρεστι λαιμὸς εὐτρεπὴς ὅδε.    565

Ὃ δ' οὐ θέλων τε καὶ θέλων οἴκτῳ κόρης,

τέμνει σιδήρῳ πνεύματος διαρροάς·

κρουνοὶ δ' ἐχώρουν. Ἣ δὲ καὶ θνῄσκουσ' ὅμως

πολλὴν πρόνοιαν εἶχεν εὐσχήμων πεσεῖν,

κρύπτουσ' ἃ κρύπτειν ὄμματ' ἀρσένων χρεών.    570

Ἐπεὶ δ' ἀφῆκε πνεῦμα θανασίμῳ σφαγῇ,

.

.

.

Εκάβη 

αλλ'ομως λέγεται πως μια κόρη μου 

στο πλευρό σου κοιμαται

η μαντισα του Φοίβου,

που την καλούν Κασάνδρα οι Φρύγες,

πώς τα γλυκά χάδια θα μου ξεπληρώσεις,βασιλιά;

και για τα γλυκοφιληματα στο κρεβάτι

ποιο ώφελος θα'χει η κόρη μου;

κι από κεινη κι εγω;

απ'του σκοταδιου τις νυχτερινες απολαύσεις

η πιο μεγάλη στους ανθρωπους γινεται ανταπόδοση


ἀλλ᾽ ὅμως εἰρήσεται.

πρὸς σοῖσι πλευροῖς παῖς ἐμὴ κοιμίζεται

ἡ φοιβάς, ἣν καλοῦσι Κασάνδραν Φρύγες.

ποῦ τὰς φίλας δῆτ᾽ εὐφρόνας δείξεις, ἄναξ;

ἦ τῶν ἐν εὐνῇ φιλτάτων ἀσπασμάτων

830χάριν τιν᾽ ἕξει παῖς ἐμή, κείνης δ᾽ ἐγώ;

ἐκ τοῦ σκότου τε τῶν τε νυκτερησίων

φίλτρων μεγίστη γίγνεται βροτοῖς χάρις.

.

.

Πολυμηστωρ


όσες γυναίκες γέννησαν 

τάχα πως τα παιδιά  λάτρευαν

στα χέρια χόρευαν ,

η μια στης άλλης τα χέρια τα περνουσαν 

απ'τον πατέρα απομακρυνοντας

κι ενω τους  γλυκοτραγουδουσαν

-μπορεις να φανταστείς τι κάναν;

ξαφνικά αφού τράβηξαν 

απ'τα ρούχα τους

μαχαίρια έσφαξαν τα παιδιά,

κι άλλες μ'αρπαζουν  σαν λυσσασμένοι εχτροι

και μου ακινητοποιουν τα χέρια και τα πόδια,

κι ενώ να γλυτώσω τα παιδιά μου κοίταζα,

όταν το κεφάλι μου σήκωνα,

απ'τα μαλλια μ'αρπαζαν,

αν τα χέρια απλωνα,

τόσος των γυναικών το πλήθος ηταν

που τίποτα δεν κατάφερνα,ο δύστυχος,

να κάνω,

και το τελειωτικο εγκλημα,το πιο μεγάλο εγκλημα,φρικτά το εκτέλεσαν,

γιατί αφού καρφίτσες πήραν 

των ματιών μου τις θλιβερές κόρες

τρυπούν και ματώνουν,

κι έπειτα μέσα στη σκηνή πετανε,

και τότε πάνω τινάχτηκα 

τις φονισσες να κυνηγήσω σκύλες 

ψάχνοντας παντού ,σαν κυνηγος,στον τοίχο,

χτυπώντας,να τον συντρίψω,

αυτά για χάρη δικη σου έχω πάθει 

αφου τον εχτρο σου αποφασισα να σκοτωσω,

όμως δεν θα μακρολογησω,

αν για τις γυναίκες κάποιοι κακα

απ'τους προηγούμενους μίλησαν,

η' είναι κάποιος τωρα να λέει,

η' στο μελλον να πει,

ολ'αυτα με συντομία θα πω,

ότι ούτε η θάλασσα τέτοιο πλασμα τρέφει ούτε η γη,

κι όποιος συχνά συναναστρέφεται το ξέρει.

.

.

Πολυμηστωρ


ὅσαι δὲ τοκάδες ἦσαν, ἐκπαγλούμεναι

τέκν᾽ ἐν χεροῖν ἔπαλλον, ὡς πρόσω πατρὸς

γένοιντο, διαδοχαῖς ἀμείβουσαι χερῶν.

1160κἆιτ᾽ ἐκ γαληνῶν —πῶς δοκεῖς;— προσφθεγμάτων

εὐθὺς λαβοῦσαι φάσγαν᾽ ἐκ πέπλων ποθὲν

κεντοῦσι παῖδας, αἳ δὲ πολεμίων δίκην

ξυναρπάσασαι τὰς ἐμὰς εἶχον χέρας

καὶ κῶλα· παισὶ δ᾽ ἀρκέσαι χρῄζων ἐμοῖς,

1165εἰ μὲν πρόσωπον ἐξανισταίην ἐμόν,

κόμης κατεῖχον, εἰ δὲ κινοίην χέρας,

πλήθει γυναικῶν οὐδὲν ἤνυον τάλας.

τὸ λοίσθιον δέ, πῆμα πήματος πλέον,

ἐξειργάσαντο δείν᾽· ἐμῶν γὰρ ὀμμάτων,

1170πόρπας λαβοῦσαι, τὰς ταλαιπώρους κόρας

κεντοῦσιν, αἱμάσσουσιν· εἶτ᾽ ἀνὰ στέγας

φυγάδες ἔβησαν· ἐκ δὲ πηδήσας ἐγὼ

θὴρ ὣς διώκω τὰς μιαιφόνους κύνας,

ἅπαντ᾽ ἐρευνῶν τοῖχον ὡς κυνηγέτης,

1175βάλλων, ἀράσσων. τοιάδε σπεύδων χάριν

πέπονθα τὴν σὴν πολέμιόν γε σὸν κτανών,

Ἀγάμεμνον. ὡς δὲ μὴ μακροὺς τείνω λόγους,

εἴ τις γυναῖκας τῶν πρὶν εἴρηκεν κακῶς

ἢ νῦν λέγων ἔστιν τις ἢ μέλλει λέγειν,

1180ἅπαντα ταῦτα συντεμὼν ἐγὼ φράσω·

γένος γὰρ οὔτε πόντος οὔτε γῆ τρέφει

τοιόνδ᾽· ὁ δ᾽ αἰεὶ ξυντυχὼν ἐπίσταται.

.

.

η τραγωδία του Ευριπίδη Εκάβη 

.

.

.






Φερετιμη

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Φερετιμης τισις

-χ.ν.κουβελης


τι ανόητος μισογύνης αυτός ο Ευελθων 

της Σαλαμίνας της Κυπρου  

της βασίλισσας Φερετιμης

της Κυρηνης των Βαττων

μαλλί και ρόκα αντί πολέμων να προτιμά

[162.5]ἄτρακτον χρύσεον καὶ ἠλακάτην, προσῆν δε καὶ εἴριον. 

ειρωνικά να συνιστά,

σιγά τον βασιλιά να βασισθεί,

υπάρχει άλλωστε κι ο Πέρσης σατραπης Αρυανδης στην Αίγυπτο

αυτός θα την βοηθήσει

και βεβαία τότε η εκδικηση του θανάτου

του γιου της Αρκεσιλαου Γ' Βαττου,

ο ανασκολοπισμος των Βαρκαιων δολοφόνων 

και ο ακρωτηριασμος των γυναικων τους,

πάντα την ύβρη ακολουθεί η τισις


μαρτης αψευδης των γεγονότων 

ο ιστορικος Ηροδοτος

στο 4ο Βιβλίο το επιλεγομενον Μελπομένη των Ιστοριών του


(4.202.1)τοὺς μέν νυν αἰτιωτάτους τῶν Βαρκαίων ἡ Φερετίμη, ἐπείτε οἱ ἐκ τῶν Περσέων παρεδόθησαν, ἀνεσκολόπισε κύκλῳ τοῦ τείχεος, τῶν δέ σφι γυναικῶν τοὺς μαζοὺς ἀποταμοῦσα περιέστιξε καὶ τούτοισι τὸ τεῖχος·


τους πλέον αιτιους απ'τους Βαρκαιους η Φερετιμη ,όταν απ'τους Πέρσες της παραδοθηκαν,

τους ανεσκολοπισε,τους παλουκωσε,γύρω γύρω απ'το τειχος,και των γυναικών τα βυζιά αφού τα έκοψε τα'στησε γύρω κι αυτά στο τειχος


4.205.1] Οὐ μὲν οὐδὲ ἡ Φερετίμη εὖ τὴν ζόην κατέπλεξε.

 ὡς γὰρ δὴ τάχιστα ἐκ τῆς Λιβύης τεισαμένη τοὺς Βαρκαίους ἀπενόστησε ἐς τὴν Αἴγυπτον, ἀπέθανε κακῶς·

 ζῶσα γὰρ εὐλέων ἐξέζεσε, ὡς ἄρα ἀνθρώποισι αἱ λίην ἰσχυραὶ τιμωρίαι πρὸς θεῶν ἐπίφθονοι γίνονται. ἡ μὲν δὴ Φερετίμης τῆς Βάττου τοιαύτη τε καὶ τοσαύτη τιμωρίη ἐγένετο ἐς Βαρκαίους


Ούτε και της Φερετιμης η ζωή  κατέληξε καλά, 

γιατί μολις απ'τη Λιβύη αφού τιμώρησε τους Βαρκαιους γυρισε στην Αιγυπτο  πέθανε κακά.

γιατί ζωντανή ακομα απο  σκουλήκια το σώμα της φουσκουσε και σαπισε,

επομένως οι θεοί με τους ανθρώπους που πολύ σκληρά τιμωρούν εχθρικοί γίνονται,

τέτοια λοιπόν η Φερετιμη του Βαττου και τόσο μεγάλη τιμωρία υπέστη για τους Βαρκαιους

.

.

.




φωτογράφιση 

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


η κόμη της Πτολεμαιας Βερενίκης Β' 

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


τον συνέδεαν μαζί της:

το ελληνιστικό όνομα της: Βερενικη,

η κοινή αγάπη τους για την μεγάλη Αιγυπτια τραγουδίστρια Ουμ Κουλτσουμ,

και τα μαλλιά της,

η κόμη της Βερενίκης,της είπε,

.

.

(Βερενίκη 266-221 π.Χ)


η κόμη της Πτολεμαιας Βερενίκης Β' 

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


στην Κυρήνη τον πρώτο αρραβώνα αθέτησαν 

της Βερενικης με τον Πτολεμαίο Γ' 

κι αντ'αυτού της φόρτωσαν 

έναν Μακεδόνα ζιγκολο

ονοματι Δημήτριο Καλό

συνοδευόμενον με τιτλους φανφαρονικους,

γιος του Δημητρίου του Πολιορκητή

και του βασιλιά της Μακεδονίας

Αντιγόνου Β' Γονατα

αδελφός,

κάτι τέτοια κούφια,

και τι μ'αυτα;ένας αχρείος πόρνος ήταν,

στο κρεβάτι με την μάνα της Απαμα τον επιασε,

φυσικά,τον δολοφόνησε κι απαλλάχτηκε,

τότε παίρνοντας την  πρώτη της αγάπη

έγινε η Βερενίκη Β',

ήταν νεόνυμφοι όταν ο Πτολεμαίος Γ' 

για τον Τρίτο Συριακό Πόλεμο εκστρατευσε,

να συνδράμει την αδελφή του Βερενίκη έναντι της Λαοδίκης,

συνειθη θέματα τότε στα ελληνιστικά μας βασιλεια

κι εκείνη απ'τον πόθο του έρωτα

έταξε στην Αρσινόη Αφροδιτη στο Ζεφυριο

αν σώος ο άντρας της γυρίσει

τα όμορφα μακριά μαλλιά της να κοψει

και στη θεά να προσφέρει,

έτσι κι έγινε το 246 π.Χ,

όμως την άλλη μέρα στον ναό

η κόμη της Βερενίκης έλειπε,

ο Πτολεμαίος λίαν αναστατώθηκε

και τους αιτιους της κλοπής

αναζητούσε,

τότε ένας αστρονόμος

της αυλής του

ο Κονων ο Σαμιος 

επιδέξια του έδειξε στον ουρανό

τον αστερισμό της Κομης της Βερενικης

κι έληξε το συμβάν φαντασμαγορικά.

.

.

.




Ο Αχιλλέας κόβει τα μαλλιά του και τα προσφέρει στον νεκρό Πατροκλο

(Ομήρου Ιλιάδα,ραψωδία ψ',στίχοι 140-152)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ο Αχιλλέας αναμεριζοντας απ'τη φωτια

τα ξανθά του έκοψε μαλλιά

αυτά που'τρεφε πλούσια για τον Σπερχειό,

κι αναστεναζοντας ειπε

τη σκοτεινη κοιτώντας  θάλασσα,

Σπερχειε,αλλιώς ο πατέρας μου

σου προσευχήθηκε Πηλέας,

όταν εκεί στης αγαπημένης πατρίδας

τη γη θα γύριζα

για σένα τα μαλλιά μου 

να'κοβα 

κι ιερή να προσφέρνε  εκατομβη 

σφάζοντας για θυσια πεντηντα αμουνουχιστα

κριαρια

στον ιδιο τόπο με τις πηγες 

οπου σε σένα ναός και θυμιατισμενος είναι βωμός,

όμως όπως ο γερος προσευχήθηκε ,

αυτό που'θελε δεν εκτελεσες,

στην αγαπημένη μου αφού τώρα πατρικη γη δεν θα γυρισω

στον ήρωα Πάτροκλο προσφερω τα μαλλιά μου στον Άδη 

για συντροφιά να παρει,

έτσι είπε και στα χέρια τού αγαπημένου φίλου

τα μαλλιά του εβαλε,

και σ'αυτους όλους την επιθυμία ξεσηκωσε

να θρηνησουν

.

.

δῖος Ἀχιλλεύς·140

στὰς ἀπάνευθε πυρῆς ξανθὴν ἀπεκείρατο χαίτην,

τήν ῥα Σπερχειῷ ποταμῷ τρέφε τηλεθόωσαν·

ὀχθήσας δ’ ἄρα εἶπεν ἰδὼν ἐπὶ οἴνοπα πόντον·

«Σπερχεί’, ἄλλως σοί γε πατὴρ ἠρήσατο Πηλεύς,

κεῖσέ με νοστήσαντα φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν145

σοί τε κόμην κερέειν ῥέξειν θ’ ἱερὴν ἑκατόμβην,

πεντήκοντα δ’ ἔνορχα παρ’ αὐτόθι μῆλ’ ἱερεύσειν

ἐς πηγάς, ὅθι τοι τέμενος βωμός τε θυήεις.

ὣς ἠρᾶθ’ ὁ γέρων, σὺ δέ οἱ νόον οὐκ ἐτέλεσσας.

νῦν δ’ ἐπεὶ οὐ νέομαί γε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν,150

Πατρόκλῳ ἥρωϊ κόμην ὀπάσαιμι φέρεσθαι.»

Ὣς εἰπὼν ἐν χερσὶ κόμην ἑτάροιο φίλοιο

θῆκεν, τοῖσι δὲ πᾶσιν ὑφ’ ἵμερον ὦρσε γόοιο.

.

.

.






Head of Cyrus Brought to Queen Tomyris-Peter Paul Rubens


Τόμυρις,η συμμετρία τού 'αἵματος κορέσω'

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Περί Τόμυρις και Κυρου(Ηροδότου Ιστορίαι,βιβλίο 1 Κλειω,212.1-214.5)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Τόμυρις,η συμμετρία τού 'αἵματος κορέσω'

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ένας υπέρτερος των ανθρώπων ενομιζε εαυτόν ο Κύρος

και των Μασσαγετων την χώρα εποφλαμιουσε

όμως η βασίλισσα των Τόμυρις τους γάμους δεν καταδεχτηκε

και τότε εκείνος υπερφυαλος τον Αραξη εζευξε ποταμό

(ως άλλον εις το μέλλον Ελλήσποντον)

πλοία αραδιαζοντας δεμένα στη σειρά

επίθεση ετοιμάζοντας στην ξένη χώρα

και η Τόμυρις τον μήνυσε στα ειδικά του ν'αρκεστει

τα αλλότρια να αφήσει,

τι ο τροχός ξαφνικά γυρίζει αλλιώς,

όμως σημασία δεν έδωσε καμία,

κι όταν η βασίλισσα τού πρότεινε πολεμο 

είτε στο έδαφος της είτε στο δικό του,

τότε η γνώμη του συμβολατορα  Λυδού Κροίσου  αυτόν ήταν το διλημμα:

αν στη χώρα της νικησει τότε προελαύνει,

αν όμως νικηθεί κι αποχωρήσει τότε ντροπη,

αν τώρα νικηθεί στη χώρα του 

τότε η Τόμυρις προελαύνει σ'ολη τη Περσία συν τις

σατραπειες,

αν όμως νικήσει η νίκη μικρή θα'ναι κι ασήμαντη,

επειδή,του είπε,οι Μασσαγετες είναι λαός

λίαν  στερειμένος  παντελως των περσικών απολαύσεων

και παγιδευτούν μ'αφθονο φαι και κρασί 

τότε η νίκη βεβαια είναι,

αυτή λοιπόν επιλέχτηκε η δόλια λύση,

κι αφού  πολλά στο μέτωπο σφαχτηκαν  αιγοπροβατα 

και σερβιριστηκαν μαγειρεμένα

μ'αφθονο κρασι

έγινε η αθρόα σφαγή των αφελων συμποσιαστων, στη μάχη δε

πιάστηκε αιχμάλωτος κι ο Σπαργασιτης 

της Τόμυρις ο γιος,

η μάνα στον Κύρο την απελευθέρωση του  ζήτησε 

κι εκείνος την αρνήθηκε,

όταν λοιπον το παιδί αφού απ'τη μεθη συνήλθε αυτοκτονησε

η Τόμυρις μήνυσε του Κύρου:

σου ορκίζομαι αφού άπληστος για αίμα είσαι

αιμα κορέσω

θα σε χορτάσω

και πράγματι οταν στη μάχη νίκησε κι ο Κύρος σκοτώθηκε

ασκί γεμιζοντας μ'αιμα 

εψαξε μέσα στους πεθαμένους στρατιώτες

το νεκρό του σώμα,

το βρήκε και το κεφάλι του στο ασκί βυθισε ασκι

λέγοντας όπως σου ορκίστηκαν αίμα σε χορταινω


έτσι με τη συμμετρία τού 'αιμα κορεσω' τελειωσε

τις μέρες του ο υπέρτατος 

των ανθρώπων Κύρος

.

.

Περί Τόμυρις και Κυρου(Ηροδότου Ιστορίαι,βιβλίο 1 Κλειω,212.1-214.5)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


 [1.212.1] 

αυτή όταν έμαθε και τα γεγονότα του στρατού και αυτα του γιου της  έστειλε κήρυκα στον Κύρο κι αυτα εδώ του είπε:

[1.212.2]Αχόρταγε για αίμα,Κυρε,μην περηφανευτεις γι'αυτά τα πράγματα που'κανες,

αν με τον καρπό τ'αμπελιου,που όταν μ'αυτον παραφουσκωνεται εκτός εαυτού είστε έτσι ώστε  το κρασί κατεβαινοντας στο στομαχι σάς ξεφεύγουν ανοησιες,

δολωνοντας με τέτοιο φαρμάκι επικρατησες του γιου μου,αλλ'οχι σε μάχη με τη δύναμη,

[1.212.3] τώρα λοιπόν 

καλά σε συμβουλεύω και πάρε σοβαρα υπ'οψιν σου τα λογια μου,δωσ'μου τον γιο μου,κι αποχωρα απ'αυτη δω τη χώρα χωρίς ζημια

αν και στο ένα τρίτο του στρατού των Μασσαγετων  προσβλητικά  φερθηκες,

αν όμως αυτά δεν κάνεις,

στον ήλιο σ'ορκιζομαι τον 

κύριο που τιμούν οι Μασσαγετες,αφού'σαι αχόρταγος για αίμα εγώ θα σε χορτασω,

[1.213.1]ο Κύρος στα λόγια αυτά που ανταμείφθηκαν καμια δεν έδωσε απαντηση


[1.212.1] ἡ δὲ πυθομένη τά τε περὶ τὴν στρατιὴν γεγονότα καὶ τὰ περὶ τὸν παῖδα πέμπουσα κήρυκα παρὰ Κῦρον ἔλεγε τάδε· [1.212.2] Ἄπληστε αἵματος Κῦρε, μηδὲν ἐπαρθῇς τῷ γεγονότι τῷδε πρήγματι, εἰ ἀμπελίνῳ καρπῷ, τῷ περ αὐτοὶ ἐμπιπλάμενοι μαίνεσθε οὕτως ὥστε κατιόντος τοῦ οἴνου ἐς τὸ σῶμα ἐπαναπλέειν ὑμῖν ἔπεα κακά, τοιούτῳ φαρμάκῳ δολώσας ἐκράτησας παιδὸς τοῦ ἐμοῦ, ἀλλ᾽ οὐ μάχῃ κατὰ τὸ καρτερόν. [1.212.3] νῦν ὦν ἐμεῦ εὖ παραινεούσης ὑπόλαβε τὸν λόγον· ἀποδούς μοι τὸν παῖδα ἄπιθι ἐκ τῆσδε τῆς χώρης ἀζήμιος, Μασσαγετέων τριτημορίδι τοῦ στρατοῦ κατυβρίσας· εἰ δὲ ταῦτα οὐ ποιήσεις, ἥλιον ἐπόμνυμί τοι τὸν Μασσαγετέων δεσπότην, ἦ μέν σε ἐγὼ καὶ ἄπληστον ἐόντα αἵματος κορέσω. [1.213.1] Κῦρος μὲν ἐπέων οὐδένα τούτων ἀνενειχθέντων ἐποιέετο λόγον, 

.

.

. [1.214.4] 

αφού γέμισε ένα ασκί μ'αιμα ανθρώπινο η Τόμυρις  έψαχνε ανάμεσα στους πεθαμένους Πέρσες τον νεκρό σώμα του Κυρου,όταν τον βρήκε,του βύθισε το κεφάλι μέσα στο ασκί,κι ενώ ταπεινωνε τον νεκρό του'λέγε αυτά εδώ,

[1.214.5]εσύ αν και ζωντανη ειμαι και σε νίκησα στη μαχη μ'αφανισες τον γιο μου με δόλο πιανοντας,εσένα όμως εγώ,όπως προειδοποίησα,αίμα θα χορτασω


[1.214.4] ἀσκὸν δὲ πλήσασα αἵματος ἀνθρωπηίου Τόμυρις ἐδίζητο ἐν τοῖσι τεθνεῶσι τῶν Περσέων τὸν Κύρου νέκυν, ὡς δὲ εὗρε, ἐναπῆκε αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν ἐς τὸν ἀσκόν· λυμαινομένη δὲ τῷ νεκρῷ ἐπέλεγε τάδε· [1.214.5] Σὺ μὲν ἐμὲ ζώουσάν τε καὶ νικῶσάν σε μάχῃ ἀπώλεσας παῖδα τὸν ἐμὸν ἑλὼν δόλῳ· σὲ δ᾽ ἐγώ, κατά περ ἠπείλησα, αἵματος κορέσω

.

.

The Revenge of Tomyris 

- Michiel van Coxcie (c. 1620 CE). Akademie der bildenden Künste, Vienna

.

.

.




Αρχαία Ελληνική Ποίηση

(Ανθολογία:Σαπφώ,Όμηρος,Ευριπίδης,Αρχιλοχος,Ανακρέων,Αλκμαν)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Σαπφω


έδυσε η σελήνη κι η Πούλια,

μεσάνυχτα,

πέρασε η ώρα,

κι εγώ μόνη μου κοιμαμαι


Δέδυκε μεν α Σελάνα και Πληιάδες,

μέσαι δε νύκτες, παρά δ’ έρχεται ώρα,

εγώ δε μόνα καθεύδω.

.

.

Ομηρου,Ιλιάς,ραψωδία ζ', 146-149


οποια των φύλλων η γενιά,τέτοια και των ανθρώπων,

άλλα χάμω στη γη ο άνεμο σκορπαει

κι άλλα στο φουντωμενο φυτρώνουν δάσος,

όταν της άνοιξης ερχεται η ώρα,

όπως των ανθρώπων η γενια,

η μια αρχίζει κι η άλλη τελειωνει


οίη περ φύλλων γενεή,τοίη δέ καί ανδρών.

φύλλα τά μεν τ’ άνεμος χαμάδις χέει,άλλα δε

θ’ ύλη τηλεθόωσα φύει,έαρος δ’ επιγίγνεται ώρη.

ως ανδρών γενεή η μέν φύει η δ’ απολήγει 

.

.

Ευριπίδη Μήδεια

Στάσιμο β΄,στίχοι 629-635


Χορος

οι έρωτες παραφοροι όταν έρθουν

ούτε λογικο ούτε νου 

αφήνουν στους ανθρώπους,

αν όμως μ'αυτα η Κυπριδα ερθει,

άλλη καμιά με τέτοιες χαρές θεα.

ποτέ μην ριξεις,Δέσποινα,

πάνω μου απ'τα χρυσά σου τόξα

το βέλος τ'αλαθευτο 

στο πόθο βουτηγμενο

 

ἔρωτες ὑπὲρ μὲν ἄγαν ἐλθόντες οὐκ εὐδοξίαν [στρ. α]

630οὐδ᾽ ἀρετὰν παρέδωκαν ἀνδράσιν· εἰ δ᾽ ἅλις ἔλθοι

Κύπρις, οὐκ ἄλλα θεὸς εὔχαρις οὕτω.

μήποτ᾽, ὦ δέσποιν᾽, ἐπ᾽ ἐμοὶ χρυσέων τόξων ἀφείης

635ἱμέρῳ χρίσασ᾽ ἄφυκτον οἰστόν.

.

.

Αρχιλοχος


με την ασπίδα μου κάποιος απ'τους Σάιους

θα φχαριστιετε,

που σε θάμνο κοντά απείραχτη,

παρατησα χωρίς να θελω,

το εαυτό μου όμως εσωσα,

γιατι η ασπιδα εκεινη να με νοιαζει;

ας πάει στα κομμάτια,

μια καλύτερη πάλι ξανά θ'αποκτησω


ασπίδι μέν Σαΐων τις αγάλλεται,ήν παρά θάμνω,

έντος αμώμητον,κάλλιπον ουκ εθέλων.

αυτόν δ’ εξεσάωσα.τί μοι μέλει ασπίς εκείνη;

ερρέτω.εξαύτις κτήσομαι ου κακίω.

.

.

Ανακρέων


να'μουνα καθρέφτης

πάντα για να με κοιτάς.

ρούχο να γινομουν,

πάντα για να με φοράς.

νερό να γίνω θέλω,

το κορμί σου για να λούσω.

μύρο,γυναίκα,να γινομουν,

εσένα για ν'αλειψω.

και στα βυζιά σου στηθοδεσμος

και στον.λαιμο σου κολιέ μαργαριταρια

και σανταλι ας γεννομουν,

τα πόδια σου εμένα  μονάχα να πατούν.


εγώ δ’ έσοπτρον είην,

όπως αεί βλέπης με.

εγώ χιτών γενοίμην,

όπως αεί φορής με.

ύδωρ θέλω γενέσθαι,

όπως σε χρώτα λούσω.

μύρον,γύναι,γενοίμην,

όπως εγώ σ’ αλείψω.

και ταινίη δέ μασθώ

καί μάργαρον τραχήλω

και σάνδαλον γενοίμην.

μόνον ποσίν πάτει με.

.

.

Αρχιλοχος


(απόσπασμα 30)

βλαστό μυρτιάς στεφανι ειχε

και χαίρονταν 

και τριανταφυλλιας

τ'ομορφο ανθος


(απόσπασμα 31)

και τα μαλλιά της σκέπαζαν

τους ώμους και τις πλατες


(απόσπασμα 48,5-6)

μυρωμενα μαλλιά και στήθη,

που αν και γέρος κάποιος θα ποθουσε


(απόσπασμα 30)

ἔχουσα θαλλὸν μυρσίνης ἐτέρπετο

ῥοδῆς τε καλὸν ἄνθος.


(αποσπασμα 31)

ἡ δέ οἱ κόμη

ὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα.


(αποσπασμα 48.5-6)

ἐσμυριχμένας κόμην

καὶ στῆθος, ὡς ἂν καὶ γέρων ἠράσσατο.

.

.

Αλκμαν


ησυχάζουν κι οι βουνοκορφές και τα φαραγγια 

και τ'ακρωτηρια κι οι χαράδρες 

κι όσα πλήθος ερπετά η μαύρη θρεφει γη,

και των βουνών τα θεριά

και των μελισσών τα σμηνη

και τα κήτη στης μαύρης θάλασσας τα βάθη,

ησυχάζουν και των

των μακρυφτερουγων πουλιων τα πληθη


εύδουσι δ’ ορέων κορυφαί τε καί φάραγγες

πρώονές τε καί χαράδραι

φύλα τ’ ερπέτ’ όσα τρέφει μέλαινα γαία

θήρές τ’ ορεσκώοι καί γένος μελισσάν

καί κνώδαλ’ εν βένθεσσι πορφυρέας αλός.

εύδουσι δ’ οιωνών φύλα τανυπτερύγων.

.

.

.




Φωτογράφιση 

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ευριπίδη Μήδεια ,στίχοι 1-48

- μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Προλογος


Τροφος


ας ήταν να μην γοργά περνούσε 

μεσ'απ'τις μαύρες Συμπληγάδες

το  πλοίο της Αργως

για την χώρα της Κολχιδας,

μητε στα δάση του Πηλίου ποτέ

να'πεφτε το κομμένο πευκο,

μήτε να γινονταν κουπί σ'αντρων  γενναιων τα χέρια,

αυτών που στον Πελια το ολόχρυσο δερμα εφεραν,

γιατί ούτε η Μηδεια η κυρά μου θα'πλευε 

στης χώρας της Ιωλκού τα τείχη,

μ'ερωτα απ'τον Ιασονα την καρδιά της χτυπημενη,

ούτε θα'πειθε του Πελια τις κόρες 

τον πατέρα να σκοτωσουν 

και να κατοικεί σ'αυτη δω τη χώρα της Κορίνθου

μαζι με τον άντρα και τα παιδιά της,

κι αρεστή με τους πολίτες να'ναι 

της χώρας που'ρθε εξοριστη

και στα πάντα με τον ίδιο τον Ιάσονα να συμβαδιζει,

που'ναι η μέγιστη ισορροπία,

όταν αντιθετη με τον άντρα η γυναίκα δεν έχει

γνώμη,

τώρα εχτρα παντου 

κι αυτά που αγαπημένα ήταν μολύνει,

γιατί τα παιδιά του πρόδωσε 

και την κυρά μου 

με γάμους βασιλικούς το κρεβάτι μοιράζεται

με του Κρέοντα τη κόρη να παντρευεται,

που κυβερνά τη χωρα

κι η δυστυχη Μήδεια ατιμασμένη επικαλείται 

τους όρκους,θυμάται την αιώνια πίστη 

π'ορκίστηκε με το δεξί του χέρι ,

και τους θεούς μαρτυρες  βάζει απ'τον Ιάσωνα  ποια η πληρωμή της,

δεν τρώει,το σώμα της πονάει,

όλη την ώρα στα δάκρυα λιωνει,

απ'όταν έμαθε πως  απ'τον αντρα της 

είναι  προδομενη,

ούτε τα μάτια σηκώνει,

ούτε παυει να'ναι στραμμένο στη γη το πρόσωπο της,

όσο η πέτρα η' της θάλασσας το κύμα

των φίλων τις νουθεσιες ακουει,

εκτός κι αν στρέψει τον κάτασπρο λαιμό της

και μιλώντας στον εαυτό της 

για τον αγαπημένο πατέρα 

βαριά αναστεναξει 

και για τον τόπο και το σπίτι της,

γι'αυτα που πρόδωσε εδώ να φτάσει 

με τον άντρα της που τώρα την έχει ατιμησει,

έμαθε η δυστυχη απ'τη συμφορά τι είναι 

τη πατρική να εγκαταλείπεις γη,

μισεί τα παιδιά της,ούτε 

ευχαριστιεται να τα βλέπει,

τη φοβάμαι μήπως κάτι που δεν το βανει ο νους θελήσει να κανει,

είναι βαριά η καρδιά της,

το κακό που'παθε δεν θ'ανεχθει,

καλά την γνωρίζω,φοβάμαι μήπως με το κοφτερό  

τρυπήσει τη κοιλια της μαχαιρι

αφού αθόρυβα στο σπίτι μπει 

που το κρεβάτι στρωθηκε,

η' και του βασιλιά τη κόρη και τον γαμπρό σκοτώσει 

κι έπειτα πιο μεγάλη πέσει πάνω της συμφορα,

γιατί γι'αυτό ικανή είναι,

δύσκολα όποιος συγκρουστεί μ'αυτη 

επινικιο ύμνο να πει,

αλλά,να,τα παιδιά της βλέπω 

να'ρχονται  

αφού το τρέξιμο παρατησαν,

της μάνας τη δυστυχία δεν καταλαβαίνουν,

γιατί να μην πονουν τους νέους νοιαζει 

.

.

Τροφος


Εἴθ’ ὤφελ’ Ἀργοῦς μὴ διαπτάσθαι σκάφος

Κόλχων ἐς αἶαν κυανέας Συμπληγάδας,

μηδ’ ἐν νάπαισι Πηλίου πεσεῖν ποτε

τμηθεῖσα πεύκη, μηδ’ ἐρετμῶσαι χέρας

ἀνδρῶν ἀρίστων. οἳ τὸ πάγχρυσον δέρας    5

Πελίᾳ μετῆλθον. οὐ γὰρ ἂν δέσποιν’ ἐμὴ

Μήδεια πύργους γῆς ἔπλευσ’ Ἰωλκίας

ἔρωτι θυμὸν ἐκπλαγεῖσ’ Ἰάσονος·

οὐδ’ ἂν κτανεῖν πείσασα Πελιάδας κόρας

πατέρα κατῴκει τήνδε γῆν Κορινθίαν    10

ξὺν ἀνδρὶ καὶ τέκνοισιν, ἁνδάνουσα μὲν

φυγῇ πολιτῶν ὧν ἀφίκετο χθόνα,

αὐτή τε πάντα ξυμφέρουσ’ Ἰάσονι·

ἥπερ μεγίστη γίγνεται σωτηρία,

ὅταν γυνὴ πρὸς ἄνδρα μὴ διχοστατῇ.    15

νῦν δ’ ἐχθρὰ πάντα, καὶ νοσεῖ τὰ φίλτατα.

προδοὺς γὰρ αὑτοῦ τέκνα δεσπότιν τ’ ἐμὴν

γάμοις Ἰάσων βασιλικοῖς εὐνάζεται,

γήμας Κρέοντος παῖδ’, ὃς αἰσυμνᾷ χθονός·

Μήδεια δ’ ἡ δύστηνος ἠτιμασμένη    20

βοᾷ μὲν ὅρκους, ἀνακαλεῖ δὲ δεξιάς,

πίστιν μεγίστην, καὶ θεοὺς μαρτύρεται

οἵας ἀμοιβῆς ἐξ Ἰάσονος κυρεῖ.

κεῖται δ’ ἄσιτος, σῶμ’ ὑφεῖσ’ ἀλγηδόσι,

τὸν πάντα συντήκουσα δακρύοις χρόνον,    25

ἐπεὶ πρὸς ἀνδρὸς ᾔσθετ’ ἠδικημένη,

οὔτ’ ὄμμ’ ἐπαίρουσ’ οὔτ’ ἀπαλλάσσουσα γῆς

πρόσωπον· ὡς δὲ πέτρος ἢ θαλάσσιος

κλύδων ἀκούει νουθετουμένη φίλων·

ἢν μή ποτε στρέψασα πάλλευκον δέρην    30

αὐτὴ πρὸς αὑτὴν πατέρ’ ἀποιμώξῃ φίλον

καὶ γαῖαν οἴκους θ’, οὓς προδοῦσ’ ἀφίκετο

μετ’ ἀνδρὸς ὅς σφε νῦν ἀτιμάσας ἔχει.

ἔγνωκε δ’ ἡ τάλαινα συμφορᾶς ὕπο

οἷον πατρῴας μὴ ἀπολείπεσθαι χθονός.    35

στυγεῖ δὲ παῖδας οὐδ’ ὁρῶσ’ εὐφραίνεται.

δέδοικα δ’ αὐτὴν μή τι βουλεύσῃ νέον·

βαρεῖα γὰρ φρήν, οὐδ’ ἀνέξεται κακῶς

πάσχουσ’· ἐγᾦδα τήνδε, δειμαίνω τέ νιν

μὴ θηκτὸν ὤσῃ φάσγανον δι’ ἥπατος,    40

σιγῇ δόμους εἰσβᾶσ’, ἵν’ ἔστρωται λέχος,

ἢ καὶ τύραννον τόν τε γήμαντα κτάνῃ,

κἄπειτα μείζω συμφορὰν λάβῃ τινά.

δεινὴ γάρ· οὔτοι ῥᾳδίως γε συμβαλὼν

ἔχθραν τις αὐτῇ καλλίνικον οἴσεται.    45

ἀλλ’ οἵδε παῖδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι

στείχουσι, μητρὸς οὐδὲν ἐννοούμενοι

κακῶν· νέα γὰρ φροντὶς οὐκ ἀλγεῖν φιλεῖ.

.

.

.




Ευριπίδη Μήδεια

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis 


Μηδεια

ω η δυστυχη,πόσο ποναω,

Ω εμένανε,να'ταν να  πεθαινα

(ἰώ,

δύστανος ἐγὼ μελέα τε πόνων,

ἰώ μοί μοι, πῶς ἂν ὀλοίμαν;)

η δυσμοιρη μεγάλη έπαθα συμφορά

βαριά να θρηνω,

μιας μισητής μάνας καταραμένα παιδιά

μαζί με τον πατέρα σας

να πεθάνετε 

κι όλο το σπίτι να γκρεμιστεί.

(αἰαῖ,

ἔπαθον τλάμων ἔπαθον μεγάλων

ἄξι᾽ ὀδυρμῶν. ὦ κατάρατοι

παῖδες ὄλοισθε στυγερᾶς ματρὸς

σὺν πατρί, καὶ πᾶς δόμος ἔρροι)

στα δυο το κεφάλι μου,

 δυνατή φωτιά απ'τον ουρανο να σχίσει,

ποιο το κέρδος να ζω;

 (αἰαῖ,

διά μου κεφαλᾶς φλὸξ οὐρανία

145βαίη· τί δέ μοι ζῆν ἔτι κέρδος;)

να'ταν τη μισητή μου ζωή να τελείωνα και ν'αφηνα.

(φεῦ φεῦ· θανάτῳ καταλυσαίμαν

βιοτὰν στυγερὰν προλιποῦσα.)

μεγάλη των όρκων προστατιδα Θέμιδα 

και σεβαστή Άρτεμη,

βλέπετε αυτά που υποφέρω,

αν κι είχα μ'όρκους μεγαλους τον καταραμένο μου άντρα δέσει;

να τον δω μαζί με τη νύμφη και τα σπίτια 

συντριμενους,

που πρώτοι να μ'αδικησουν τόλμησαν,

πατέρα μου και πολη μου

σας πρόδωσα κι έφυγα

τον αδελφό μου σκοτώνοντας 

 (μεγάλα Θέμι καὶ πότνι᾽ Ἄρτεμι,

λεύσσεθ᾽ ἃ πάσχω, μεγάλοις ὅρκοις

ἐνδησαμένα τὸν κατάρατον

πόσιν; ὅν ποτ᾽ ἐγὼ νύμφαν τ᾽ ἐσίδοιμ᾽

αὐτοῖς μελάθροις διακναιομένους,

165οἷ᾽ ἐμὲ πρόσθεν τολμῶσ᾽ ἀδικεῖν.

ὦ πάτερ, ὦ πόλις, ὧν ἀπενάσθην

αἰσχρῶς τὸν ἐμὸν κτείνασα κάσιν)

.

.

.



τα γεγονοτα στιχουν

(Greek, English, Francais, German, Italian, Spanish, Portuguese)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


στον ουρανό η πανσέληνος

ο τονισμός του γριλου

ο ύπνος των φύλλων

ένα μαρμάρινο άγαλμα 

ενός επικού ηρωα ανεσκαμενο

η Ηλέκτρα 

κρέμασε τα ρούχα της 

στο τεντωμένο σύρμα της αυλής

από ένα ραδιόφωνο ακούγονταν ένα βαλς

είδε το ζευγάρι που χόρευε

αγκάλιασε το άγαλμα του ήρωα,

απόψε είσαι ο άντρας μου,

του είπε,

η μουσική σταμάτησε,

ο γριλος συνέχιζε τον ήχο του

-Ηλεκτρα,τι κάνεις τόση ώρα;

άκουσε τη φωνή της μάνας,

παραξενη η φωνή της,

ήξερε πως την φοβόνταν,

-που είναι μάνα ο Ορέστης;

-σκύλα,σώπα,ο Ορέστης είναι φονιάς,

το βαλς ξανάρχισε

τα ρουχα στο σύρμα στεγνωσαν,

ξαφνικά φύσηξε

παρολαυτα τα φύλλα ακίνητα

μια σαύρα σύρθηκε στις πετρες

ο γριλος ξαφνιάστηκε και σώπασε

έπειτα ο διαπεραστικός ήχος του

άκουσε τον θόρυβο ενός αυτοκινήτου,

είδε τα φώτα του,

σταμάτησε σε απόσταση περίπου εκατό μετρα

απ'το αυτοκίνητο της έκαναν σινιάλο

με τα φώτα,

της φωναξαν

-Ηλέκτρα,έλα,

-ειναι αργά,έχω δουλειά,

απάντησε,

δεν είχε όρεξη,

πάνω από τρεις μήνες έχει

που δεν έβρεξε,

χορεύουν όλη νύχτα,

πάλι θα ξαγρυπνησει,

τα ρουχα της στεγνωσαν

και φωσφοριζαν στην πανσέληνο

επίσης το μάρμαρο του ήρωα

φωσφοριζε

-αυριο ξημερώνοντας 

θα σκοτώσουν τον πατέρα

-αυριο βραδυ θα σκοτωθούν η μάνα 

κι ο εραστης

τα γεγονοτα στιχουν

.

.

the events proceed in sequence


 in the sky the full moon,

 the intonation of cricket,

 the sleep of the leaves,

 a marble statue 

 of an epic hero

in excavation

 the Electra 

 hung up her clothes 

 on the taut wire of the yard,

 a waltz was playing from a radio, 

 she saw the dancing couple,

 she embraced the statue of the hero,

 tonight you are my man,

 she told him,

 the music stopped,

 the cricket continued its sound

 -Electra, what are you doing so long?

 she heard the mother's voice,

 her voice is strange,

 she knew she was feared

 - where is Orestes mother?

 - bitch, shut up, Orestes is a murderer,

 the waltz started again,

 the clothes on the wire dried,

 suddenly blew,

 yet the leaves still,

 a lizard crawled on the stones,

 the cricket was startled and fell silent,

 then its piercing sound,

 she heard the noise of a car,

 she saw his lights,

 this stopped about a hundred meters away,

 they signaled to her from the car

 with the lights,

 they called her

 - Electra, come on,

 - it's late, I have work,

 she replied,

 she had no appetite,

 more than three months has

 that didn't rain,

 they dance the night away,

 she will wake up again,

 her clothes dried

 and glowed in the full moon,

 also the hero's marble

 glowed

 - tomorrow at dawn 

 they will kill the father

 - tomorrow night the mother will be killed 

 and the lover,

 the events proceed in sequence

 .

 .

les événements se déroulent dans l'ordre


  dans le ciel la pleine lune,

  l'intonation du grillon,

  le sommeil des feuilles,

  une statue en marbre 

  d'un héros épique

en fouille,

  l'Électre 

  a raccroché ses vêtements 

  sur le fil tendu de la cour,

  une valse jouait à la radio, 

  elle a vu le couple danser,

  elle embrassa la statue du héros,

  ce soir tu es mon homme

  elle lui a dit

  la musique s'est arrêtée,

  le grillon continuait son son

  - Electra, qu'est-ce que tu fais si longtemps ?

  elle a entendu la voix de la mère,

  sa voix est étrange,

  elle savait qu'elle avait peur

  - où est la mère d'Oreste ?

  - salope, tais-toi, Oreste est un meurtrier,

  la valse a recommencé,

  les vêtements séchés sur le fil,

  a soudainement soufflé,

  pourtant les feuilles sont toujours

  un lézard rampait sur les pierres,

  le grillon fut surpris et se tut,

  puis son son perçant,

  elle a entendu le bruit d'une voiture,

  elle a vu ses lumières,

  cela s'est arrêté à une centaine de mètres,

  ils lui ont fait signe depuis la voiture

  avec les lumières

  ils l'ont appelée

  - Electre, allez,

  - il est tard, j'ai du travail,

  elle a répondu,

  elle n'avait pas d'appétit,

  il y a plus de trois mois

  il n'a pas plu,

  ils dansent toute la nuit

  elle se réveillera à nouveau,

  ses vêtements ont séché

  et brillait à la pleine lune,

  aussi le marbre du héros

  brillait

  - demain à l'aube 

  ils vont tuer le père

  - demain soir la mère sera tuée 

  et l'amant

  les événements se déroulent dans l'ordre

  .

  .

Die Ereignisse laufen der Reihe nach ab


  am Himmel der Vollmond,

  die Intonation von Cricket,

  der Schlaf der Blätter,

  eine Marmorstatue 

  eines epischen Helden

bei Ausgrabungen,

  die Elektra 

  hängte ihre Kleidung auf 

  auf dem gespannten Draht des Hofes,

  Aus einem Radio ertönte ein Walzer, 

  Sie sah das tanzende Paar,

  sie umarmte die Statue des Helden,

  Heute Abend bist du mein Mann

  sie sagte es ihm

  die Musik verstummte,

  Die Grille setzte ihren Klang fort

  - Electra, was machst du so lange?

  sie hörte die Stimme der Mutter,

  Ihre Stimme ist seltsam,

  Sie wusste, dass sie Angst hatte

  - Wo ist Orestes Mutter?

  - Schlampe, halt die Klappe, Orestes ist ein Mörder,

  Der Walzer begann erneut,

  die Kleidung trocknete am Draht,

  plötzlich wehte,

  doch die Blätter bleiben stehen

  eine Eidechse kroch über die Steine,

  Die Grille erschrak und verstummte,

  dann ist sein durchdringender Klang,

  Sie hörte das Geräusch eines Autos,

  Sie sah seine Lichter,

  dieser blieb etwa hundert Meter entfernt stehen,

  Sie gaben ihr vom Auto aus ein Zeichen

  mit den Lichtern

  sie riefen sie

  - Elektra, komm schon,

  - Es ist spät, ich habe Arbeit,

  sie antwortete,

  sie hatte keinen Appetit,

  vor mehr als drei Monaten

  es hat nicht geregnet,

  Sie tanzen die ganze Nacht durch

  Sie wird wieder aufwachen,

  ihre Kleidung trocknete

  und leuchtete im Vollmond,

  auch die Murmel des Helden

  leuchtete

  - morgen im Morgengrauen 

  Sie werden den Vater töten

  - Morgen Abend wird die Mutter getötet 

  und der Liebhaber

  Die Ereignisse laufen der Reihe nach ab

  .

  .

gli eventi procedono in sequenza


  nel cielo la luna piena,

  l'intonazione del cricket,

  il sonno delle foglie,

  una statua di marmo 

  di un eroe epico

nello scavo,

  l'Elettra 

  appeso i suoi vestiti 

  sul filo teso del cortile,

  alla radio suonava un valzer, 

  vide la coppia danzante,

  abbracciò la statua dell'eroe,

  stasera sei il mio uomo

  gli disse

  la musica si fermò,

  il grillo continuava a suonare

  - Elettra, cosa stai facendo da così tanto tempo?

  ha sentito la voce della madre,

  la sua voce è strana,

  sapeva di avere paura

  - dov'è la madre di Oreste?

  - stronza, stai zitta, Oreste è un assassino,

  il valzer è ricominciato,

  i panni asciugati sul filo,

  improvvisamente esplose,

  eppure le foglie sono ferme

  una lucertola strisciava sulle pietre,

  il grillo si spaventò e tacque,

  poi il suo suono penetrante,

  sentì il rumore di un'auto,

  ha visto le sue luci,

  questo si è fermato a un centinaio di metri di distanza,

  le fecero segno dall'auto

  con le luci

  l'hanno chiamata

  - Elettra, andiamo,

  - è tardi, ho lavoro,

  lei rispose,

  non aveva appetito,

  più di tre mesi fa

  non ha piovuto,

  ballano tutta la notte

  si sveglierà di nuovo,

  i suoi vestiti si asciugarono

  e brillava nella luna piena,

  anche il marmo dell'eroe

  brillava

  - domani all'alba 

  uccideranno il padre

  - domani notte la madre verrà uccisa 

  e l'amante

  gli eventi procedono in sequenza

  .

  .

los eventos suceden en secuencia


  en el cielo la luna llena,

  la entonación del cricket,

  el sueño de las hojas,

  una estatua de mármol 

  de un héroe épico

en excavación,

  la electra 

  colgó su ropa 

  sobre el alambre tenso del patio,

  sonaba un vals en una radio, 

  vio a la pareja bailando,

  abrazó la estatua del héroe,

  esta noche eres mi hombre

  ella le dijo

  la música se detuvo,

  El grillo continuó su sonido.

  - Electra, ¿qué haces tanto tiempo?

  escuchó la voz de la madre,

  su voz es extraña,

  ella sabía que tenía miedo

  -¿Dónde está la madre de Orestes?

  - perra, cállate, Orestes es un asesino,

  el vals empezó de nuevo,

  la ropa secada en el alambre,

  De repente sopló,

  sin embargo, las hojas todavía

  un lagarto se arrastró sobre las piedras,

  el grillo se sobresaltó y guardó silencio,

  luego su sonido penetrante,

  escuchó el ruido de un auto,

  ella vio sus luces,

  esto se detuvo a unos cien metros de distancia,

  le hicieron señas desde el auto

  con las luces

  la llamaron

  - Electra, vamos,

  - es tarde, tengo trabajo,

  ella respondió,

  ella no tenía apetito,

  hace más de tres meses

  no llovió,

  ellos bailan toda la noche

  ella volverá a despertar,

  su ropa se secó

  y brillaba en la luna llena,

  también la canica del héroe

  brillaba

  - mañana al amanecer 

  matarán al padre

  - mañana por la noche matarán a la madre 

  y el amante

  los eventos suceden en secuencia

  .

  .

os eventos ocorrem em sequência


  no céu a lua cheia,

  a entonação do críquete,

  o sono das folhas,

  uma estátua de mármore 

  de um herói épico

em escavação,

  a Eletra 

  pendurou as roupas dela 

  no fio tenso do quintal,

  uma valsa tocava no rádio, 

  ela viu o casal dançando,

  ela abraçou a estátua do herói,

  esta noite você é meu homem

  ela disse a ele

  a música parou,

  o grilo continuou seu som

  - Electra, o que você está fazendo há tanto tempo?

  ela ouviu a voz da mãe,

  a voz dela é estranha,

  ela sabia que estava com medo

  - onde está a mãe de Orestes?

  - vadia, cala a boca, Orestes é um assassino,

  a valsa recomeçou,

  as roupas secaram no arame,

  de repente explodiu,

  ainda assim as folhas ainda

  um lagarto rastejou nas pedras,

  o grilo se assustou e ficou em silêncio,

  então seu som penetrante,

  ela ouviu o barulho de um carro,

  ela viu suas luzes,

  isso parou a cerca de cem metros de distância,

  eles sinalizaram para ela do carro

  com as luzes

  eles ligaram para ela

  -Electra, vamos lá,

  - já é tarde, tenho trabalho,

  ela respondeu:

  ela não tinha apetite,

  há mais de três meses

  não choveu,

  eles dançam a noite toda

  ela vai acordar de novo,

  suas roupas secaram

  e brilhava na lua cheia,

  também a bola de gude do herói

  brilhava

  - amanhã de madrugada 

  eles vão matar o pai

  - amanhã à noite a mãe será morta 

  e o amante

  os eventos ocorrem em sequência

  .

  .

  .


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου