.
.
20 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΥ
.
απο τα ''20 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΥ''
.
.
ΑΥΤΟ,ΠΟΥ ΕΒΛΕΠΕ [ Η / ΤΗΝ ] ΕΙΚΟΝΑ ΕΚΕΙ
.
Απο το διπλανο δωματιο ακουγονταν μουσικη πιανου,
και φωνες παιδιων.Το σαλονι ειχε τεσσερα παραθυρα,
ενα ανατολικα,δυο νοτια και ενα δυτικα.Πανω στο τραπε-
ζι ενα ανθοδοχειο με κοκκινα τριανταφυλλα και η ντουλα-
πα με ξυλο καρυδιας,βορειοδυτικα στην γωνια του τοι-
χου, ειχε εναν καθρεφτη στην πορτα της..Τα δαχτυλα
του χεριου του του προκαλουσαν εντυπωση.Σε μια κορνι-
ζα στον τοιχο η εικονα εδειχνε τεσσερις ομορφες κο-
πελλες ,οι δυο πανω σε μια βαρκα και οι αλλες εξω
απο τη βαρκα στα νερα της λιμνης η' του ποταμου,
εριχναν λουλουδια στα νερα παιζοντας με πεντε παι-
δια- ερωτες στον αερα.Απο το ραδιοφωνο,εκεινα τα
παλια ραδιοφωνα με την εξωτερικη μεγαλη μπατα-
ρια,ακουγονταν η φωνη της Βιτορια ντε λος Ανχελες
σ'ενα νανουρισμα..Πολλες φορες,αλλα ειδικα εκεινη
την στιγμη,σκεφτονταν να κανει μια αντιγραφη ενος
πινακα του Λεοναρντο ντα Βιντσι,την Αγια Αννα,
με την Μαρια και το βρεφος .Η κορη στην αγκαλια της
μητερας και το παιδι στην αγκαλια της κορης-μητερας..
Η γλυκεια και ζεστη μυρωδια απο το στηθος της γυ-
ναικας κλεισμενη μεσα στο ασπρο μεταξωτο υφασμα με
τις δαντελες τον συγκινουσε με την αναμνηση της,αλλα
και την παρουσια της..
Ο αλλος απο το διπλανο δωματιο σταματησε να παιζει
στο πιανο,σιωπη.Τα δαχτυλα του ασυναισθητα γαντζω-
θηκαν στο υφασμα του καναπε,η γατα διπλα του κοι-
μονταν ησυχη..Τωρα ηταν η μεγαλη ευκαιρια,σκεφτη-
κε.Ανοιξε με προσοχη την πορτα να μην τον ακουσουν,
μπηκε στην κρεβατοκαμαρα,προχωρησε στο μισοσκο-
ταδο μεχρι το κρεβατι με τον μεταλλικο σκελετο.Ειδε
την γυναικα,που κοιμονταν,στο πλαι του αντρα,.Το
προσωπο της ηταν ομορφο,τα μαλλια της μαυρα σγου-
ρα πανω στο λευκο μαξιλαρι,το χερι της γυμνο μεχρι
τον ωμο εξω απο τα σκεπασματα πανω στο σεντονι.Το
στηθος παλλονταν απαλα και ηρεμα στην αναπνοη της.
Σηκωσε,το χερι και με ανοιχτα τα ματια εκανε εκεινη την
πραξη.Εκεινος,ο ξενος,δεν ξυπνησε ,βυθιστηκε στο κοκ-
κινο ονειρο του..Εκεινη ξυπνησε και γλυκα τον πηρε κον-
τα της και τον βυθισε στο αιωνιο ονειρο του.
Το βραδυ,στο τραπεζι,που ετρωγαν,κανενας δεν μιλησε
για εκεινο το γεγονος,σαν να μην συνεβηκε,η' σαν να
αναβληθηκε η πραξη του,η' να ακυρωθηκαν οι συνεπει-
ες του.
Στο κρεβατι ,αργοτερα,μονος του.Δεν ειχε υπνο,εξω εβρεχε,
ο αερας ουρλιαζε,οι αστραπες εσκιζαν την νυχτα κι επειτα
οι βροντες τους δυνατες.Οταν τον πηρε ο υπνος εξω ξημε-
ρωνε.Η βροχη ειχε σταματησει.
Ξυπνησε το μεσημερι,ηπιε γαλα,το ποτηρι δεν το επλυνε
το αφησε στον νεροχυτη,βιαζονταν,να φυγει απο το σπιτι.
Ξυριστηκε,και του φανηκε το προσωπο του μεσα στις σα-
πουναδες σαν το προσωπο ενος αλλου,ενος ξενου.
Εκεινη την νυχτα ηταν τρυφερη μαζι του,περισσοτερο απο
τις αλλες φορες.Της το ειπε.Εκεινη χαμογελασε,σαν μαργα-
ριταρια ελαμψαν τα δοντια της και του χαιδεψε το προσωπο
και τα μαλλια.Επειτα σηκωθηκε απο το κρεβατι,την κοιταξε,
αιχμαλωτισθηκε απο την εικονα της,ηταν ομορφη.Εκεινη γυ-
ρισε το κεφαλι ,τον ειδε πως την κοιταζε.Εκεινος ντραπηκε,
συνεχιζε ομως να την κοιταζει.Την ακουσε να ανοιγει τη βρυ-
ση,επειτα ο ηχος του νερου,που γεμιζε το ποτηρι.Επεστρεψε
στο δωματιο και ξαπλωσε διπλα του στο κρεβατι.Ενιωθε ευ-
τυχισμενος.Κοιτουσε τα μαλλια της,το μετωπο της ,τα ματια
της,τον λαιμο της,το στηθος της,την κοιλια της.,τα χερια της,
τα ποδια της,ολα.Σε λιγο την πηρε ο υπνος.
Εκεινος ανασηκωθηκε και την κοιτουσε πολυ ωρα,σαν ενα
παραξενο και ταυτοχρονα σαν ενα οικειο πλασμα,που ηρθε
μεχρι εδω ποιος ξερει απο που.Αναρωτηθηκε,τι γνωριζε γι'
αυτην;Τι επιθυμουσε;Ηταν δυνατο να γινει η επιθυμια της
επιθυμιας της;Και απο εκεινο τον φαυλο κυκλο να μην δρα-
πετευσει ποτε;Να φτασει στο τελος του.
Ξαφνικα αισθανθηκε τρομο μαζι με τυψεις.Απλωσε το χερι
και βρηκε το πακετο με τα τσιγαρο στο τραπεζακι διπλα.Ανα-
ψε ενα τσιγαρο, κρατησε το σπιρτο αναμμενο μεχρι να σβη-
σει και παρατηρουσε στον καθρεφτη απεναντι του μεσα στο
μισοσκοταδο του δωματιου την λαμψη της καφτρας του τσι-
γαρου,που πηγαινοερχονταν απο το χερι στο στομα του..Του
ηρθε να ουρλιαξει.
Απο το διπλανο δωματιο ακουστηκε το κλαμα ενος μωρου
παιδιου,σταματησε για λιγο,κι αρχισε παλι,πιο δυνατο.Σκε-
παστηκε μεχρι πανω να μην το ακουει .
Οταν ξυπνησε εκεινη ειχε φυγει για την δουλεια.Πανω στο
τραπεζι της κουζινας του ειχε αφησει ενα σημειωμα.Θα γυριζε
σπιτι το μεσημερι,στις συο και μισι περιπου,στο ψυγειο
ειχε βουτυρο και μελι,να φαει,αν πεινουσε.
Στο σαλονι τα παραθυρα ηταν κλειστα και τα καλυπταν κουρ-
τινες,στο τραπεζι το ανθοδοχειο με κοκκινα τριανταφυλλα
και κορνιζες με φωτογραφιες διαφορα προσωπα της οικογεν-
νειας.Στον τοιχο ενας πινακας αντιγραφη του Ντα Βιντσι με
την Αγια Αννα,την Μαρια και το βρεφος.
Βγηκε στην βεραντα,γεματη γλαστρες με λουλουδια.Η μερα
ειχε εναν λαμπερο ηλιο,φωτισμενη.Κατω ο κηπος,ειδε την
μηλια,πιο περα ειδε την ροδια.Κατεβηκε να περπατησει σ'ε-
κεινον τον κηπο.Σκονταψε σ'ενα παιδικο παιχνιδι,μια κουκλα
μωρου παιδιου με βγαλμενα τα ματια,με ενα ποδι και ενα χε-
ρι.
Δεν θα καθονταν να την περιμενει ,θα εφευγε.''Εγω'' φωναξε
δυνατα σαν να ηθελε να τον ακουσει καποιος αλλος,κι επει-
τα πιο σιγα:''Εγω''.
Ξαναγυρισε σπιτι,μπηκε μεσα στο δωματιο με την ντουλαπα,
ανοιξε την πορτα της με τον καθρεφτη .Κοιταχτηκε μεσα του
και δεν τον εκλεισε.Βρηκε μεσα στην ντουλαπα τα ρουχα της
και εψαξε να βρει τα αλμπουμς με τις φωτογραφιες.Τα βρηκε.
Κοιταξε τις φωτογραφιες.Σε μια παλια κιτρινισμενη φωτογρα-
φια ειχε στηθει μικρουλα ,δυο-τριων χρονων, διπλα σε μια ξυ-
λινη κουνια.Σε μια αλλη φωτογραφια ηταν γυναικα πια,
ομορφη,με ματια μεγαλα και μαυρα σγουρα μαλλια.Ηταν
εγκυος και ειχε τα χερια της προστατευτικα πανω στην φου-
σκωμενη κοιλια της. Οι αλλες ηταν συνειθισμενες,σε καποια
οικογενειακη εκδηλωση,γιορτη,σε καποιο ταξιδι,ο πατερας,
η μητερα,τα αδερφια,συγγενεις.
Βρηκε και μια φωτογραφια στην οπιοια ηταν πολυ κοντα με
καποιον αγνωστο .Τους εδειχνε απο τη μεση και πανω.Χαμο-
γελουσε ,φαινονταν ευτυχισμενη.Τα ματια της ελαμπαν,τα
χειλη τα ειχε βαμμενα κοκκινα και φορουσε χρυσα σκουλα-
ρικια στα αυτια της.Σε καποια αλλη,τραβηγμενη μεσα σε
καποιο παρκο,στεκονταν κατω απο το αγαλμα ενος εφιππου
αντρα.Φορουσε μακρυ μαυρο φορεμα.
Βγηκε εξω .Οπως ηταν αφηρημενος δεν προσεξε και ενα
αυτοκινητο πηγε να πεσει πανω του απο πισω.Τιναχτηκε
ενστικτωδως.Ακουσε πισω του το φρεναρισμα του αυτοκι-
νητου.Δεν γυρισε να δει.Προχωρησε και ανακατευθηκε
μεσα στο πληθος των ανθρωπων.
Οταν μπηκα μεσα στο δωματιο βρηκα τη γυναικα με το μωρο
στην αγκαλια της.Το κρατουσε με το ενα χερι και με το αλλο
πηγε και ανοιξε τα παραθυρα στο φως.Ο ηλιος εμπαινε στο
δωματιο απο τα παραθυρα ανατολικα-νοτια.Στο ανθοδοχειο
πανω στο τραπεζι ειχε βαλει κοκκινα τριανταφυλλα.Ο καθρε-
φτης στην πορτα της ντουλαπας,στα δυτικα-βορεια ,του τοι-
χου βορεια αντανακλουσε στο εσωτερικο του ενας μερος του
χωρου,με την μητερα και το παιδι στην αγκαλια της.
Τους πλησιασα,το παιδι εκλαψε και τραβηχτηκε πισω φοβι-
σμενο,σφιχτηκε στο στηθος της μανας του.Εκεινη γελασε,
του χαιδεψε τρυφερα το κεφαλι,εσκυψε κατι του ψιθυρι-
σε στο αυτι, εκεινο σταματησε το κλαμα κι ησυχασε σ'εκει-
νη τη θεση,μεσα στην αγκαλια της μητερας του.
.
.
.
20 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΥ
.
απο τα ''20 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΥ''
.
.
ΑΥΤΟ,ΠΟΥ ΕΒΛΕΠΕ [ Η / ΤΗΝ ] ΕΙΚΟΝΑ ΕΚΕΙ
.
Απο το διπλανο δωματιο ακουγονταν μουσικη πιανου,
και φωνες παιδιων.Το σαλονι ειχε τεσσερα παραθυρα,
ενα ανατολικα,δυο νοτια και ενα δυτικα.Πανω στο τραπε-
ζι ενα ανθοδοχειο με κοκκινα τριανταφυλλα και η ντουλα-
πα με ξυλο καρυδιας,βορειοδυτικα στην γωνια του τοι-
χου, ειχε εναν καθρεφτη στην πορτα της..Τα δαχτυλα
του χεριου του του προκαλουσαν εντυπωση.Σε μια κορνι-
ζα στον τοιχο η εικονα εδειχνε τεσσερις ομορφες κο-
πελλες ,οι δυο πανω σε μια βαρκα και οι αλλες εξω
απο τη βαρκα στα νερα της λιμνης η' του ποταμου,
εριχναν λουλουδια στα νερα παιζοντας με πεντε παι-
δια- ερωτες στον αερα.Απο το ραδιοφωνο,εκεινα τα
παλια ραδιοφωνα με την εξωτερικη μεγαλη μπατα-
ρια,ακουγονταν η φωνη της Βιτορια ντε λος Ανχελες
σ'ενα νανουρισμα..Πολλες φορες,αλλα ειδικα εκεινη
την στιγμη,σκεφτονταν να κανει μια αντιγραφη ενος
πινακα του Λεοναρντο ντα Βιντσι,την Αγια Αννα,
με την Μαρια και το βρεφος .Η κορη στην αγκαλια της
μητερας και το παιδι στην αγκαλια της κορης-μητερας..
Η γλυκεια και ζεστη μυρωδια απο το στηθος της γυ-
ναικας κλεισμενη μεσα στο ασπρο μεταξωτο υφασμα με
τις δαντελες τον συγκινουσε με την αναμνηση της,αλλα
και την παρουσια της..
Ο αλλος απο το διπλανο δωματιο σταματησε να παιζει
στο πιανο,σιωπη.Τα δαχτυλα του ασυναισθητα γαντζω-
θηκαν στο υφασμα του καναπε,η γατα διπλα του κοι-
μονταν ησυχη..Τωρα ηταν η μεγαλη ευκαιρια,σκεφτη-
κε.Ανοιξε με προσοχη την πορτα να μην τον ακουσουν,
μπηκε στην κρεβατοκαμαρα,προχωρησε στο μισοσκο-
ταδο μεχρι το κρεβατι με τον μεταλλικο σκελετο.Ειδε
την γυναικα,που κοιμονταν,στο πλαι του αντρα,.Το
προσωπο της ηταν ομορφο,τα μαλλια της μαυρα σγου-
ρα πανω στο λευκο μαξιλαρι,το χερι της γυμνο μεχρι
τον ωμο εξω απο τα σκεπασματα πανω στο σεντονι.Το
στηθος παλλονταν απαλα και ηρεμα στην αναπνοη της.
Σηκωσε,το χερι και με ανοιχτα τα ματια εκανε εκεινη την
πραξη.Εκεινος,ο ξενος,δεν ξυπνησε ,βυθιστηκε στο κοκ-
κινο ονειρο του..Εκεινη ξυπνησε και γλυκα τον πηρε κον-
τα της και τον βυθισε στο αιωνιο ονειρο του.
Το βραδυ,στο τραπεζι,που ετρωγαν,κανενας δεν μιλησε
για εκεινο το γεγονος,σαν να μην συνεβηκε,η' σαν να
αναβληθηκε η πραξη του,η' να ακυρωθηκαν οι συνεπει-
ες του.
Στο κρεβατι ,αργοτερα,μονος του.Δεν ειχε υπνο,εξω εβρεχε,
ο αερας ουρλιαζε,οι αστραπες εσκιζαν την νυχτα κι επειτα
οι βροντες τους δυνατες.Οταν τον πηρε ο υπνος εξω ξημε-
ρωνε.Η βροχη ειχε σταματησει.
Ξυπνησε το μεσημερι,ηπιε γαλα,το ποτηρι δεν το επλυνε
το αφησε στον νεροχυτη,βιαζονταν,να φυγει απο το σπιτι.
Ξυριστηκε,και του φανηκε το προσωπο του μεσα στις σα-
πουναδες σαν το προσωπο ενος αλλου,ενος ξενου.
Εκεινη την νυχτα ηταν τρυφερη μαζι του,περισσοτερο απο
τις αλλες φορες.Της το ειπε.Εκεινη χαμογελασε,σαν μαργα-
ριταρια ελαμψαν τα δοντια της και του χαιδεψε το προσωπο
και τα μαλλια.Επειτα σηκωθηκε απο το κρεβατι,την κοιταξε,
αιχμαλωτισθηκε απο την εικονα της,ηταν ομορφη.Εκεινη γυ-
ρισε το κεφαλι ,τον ειδε πως την κοιταζε.Εκεινος ντραπηκε,
συνεχιζε ομως να την κοιταζει.Την ακουσε να ανοιγει τη βρυ-
ση,επειτα ο ηχος του νερου,που γεμιζε το ποτηρι.Επεστρεψε
στο δωματιο και ξαπλωσε διπλα του στο κρεβατι.Ενιωθε ευ-
τυχισμενος.Κοιτουσε τα μαλλια της,το μετωπο της ,τα ματια
της,τον λαιμο της,το στηθος της,την κοιλια της.,τα χερια της,
τα ποδια της,ολα.Σε λιγο την πηρε ο υπνος.
Εκεινος ανασηκωθηκε και την κοιτουσε πολυ ωρα,σαν ενα
παραξενο και ταυτοχρονα σαν ενα οικειο πλασμα,που ηρθε
μεχρι εδω ποιος ξερει απο που.Αναρωτηθηκε,τι γνωριζε γι'
αυτην;Τι επιθυμουσε;Ηταν δυνατο να γινει η επιθυμια της
επιθυμιας της;Και απο εκεινο τον φαυλο κυκλο να μην δρα-
πετευσει ποτε;Να φτασει στο τελος του.
Ξαφνικα αισθανθηκε τρομο μαζι με τυψεις.Απλωσε το χερι
και βρηκε το πακετο με τα τσιγαρο στο τραπεζακι διπλα.Ανα-
ψε ενα τσιγαρο, κρατησε το σπιρτο αναμμενο μεχρι να σβη-
σει και παρατηρουσε στον καθρεφτη απεναντι του μεσα στο
μισοσκοταδο του δωματιου την λαμψη της καφτρας του τσι-
γαρου,που πηγαινοερχονταν απο το χερι στο στομα του..Του
ηρθε να ουρλιαξει.
Απο το διπλανο δωματιο ακουστηκε το κλαμα ενος μωρου
παιδιου,σταματησε για λιγο,κι αρχισε παλι,πιο δυνατο.Σκε-
παστηκε μεχρι πανω να μην το ακουει .
Οταν ξυπνησε εκεινη ειχε φυγει για την δουλεια.Πανω στο
τραπεζι της κουζινας του ειχε αφησει ενα σημειωμα.Θα γυριζε
σπιτι το μεσημερι,στις συο και μισι περιπου,στο ψυγειο
ειχε βουτυρο και μελι,να φαει,αν πεινουσε.
Στο σαλονι τα παραθυρα ηταν κλειστα και τα καλυπταν κουρ-
τινες,στο τραπεζι το ανθοδοχειο με κοκκινα τριανταφυλλα
και κορνιζες με φωτογραφιες διαφορα προσωπα της οικογεν-
νειας.Στον τοιχο ενας πινακας αντιγραφη του Ντα Βιντσι με
την Αγια Αννα,την Μαρια και το βρεφος.
Βγηκε στην βεραντα,γεματη γλαστρες με λουλουδια.Η μερα
ειχε εναν λαμπερο ηλιο,φωτισμενη.Κατω ο κηπος,ειδε την
μηλια,πιο περα ειδε την ροδια.Κατεβηκε να περπατησει σ'ε-
κεινον τον κηπο.Σκονταψε σ'ενα παιδικο παιχνιδι,μια κουκλα
μωρου παιδιου με βγαλμενα τα ματια,με ενα ποδι και ενα χε-
ρι.
Δεν θα καθονταν να την περιμενει ,θα εφευγε.''Εγω'' φωναξε
δυνατα σαν να ηθελε να τον ακουσει καποιος αλλος,κι επει-
τα πιο σιγα:''Εγω''.
Ξαναγυρισε σπιτι,μπηκε μεσα στο δωματιο με την ντουλαπα,
ανοιξε την πορτα της με τον καθρεφτη .Κοιταχτηκε μεσα του
και δεν τον εκλεισε.Βρηκε μεσα στην ντουλαπα τα ρουχα της
και εψαξε να βρει τα αλμπουμς με τις φωτογραφιες.Τα βρηκε.
Κοιταξε τις φωτογραφιες.Σε μια παλια κιτρινισμενη φωτογρα-
φια ειχε στηθει μικρουλα ,δυο-τριων χρονων, διπλα σε μια ξυ-
λινη κουνια.Σε μια αλλη φωτογραφια ηταν γυναικα πια,
ομορφη,με ματια μεγαλα και μαυρα σγουρα μαλλια.Ηταν
εγκυος και ειχε τα χερια της προστατευτικα πανω στην φου-
σκωμενη κοιλια της. Οι αλλες ηταν συνειθισμενες,σε καποια
οικογενειακη εκδηλωση,γιορτη,σε καποιο ταξιδι,ο πατερας,
η μητερα,τα αδερφια,συγγενεις.
Βρηκε και μια φωτογραφια στην οπιοια ηταν πολυ κοντα με
καποιον αγνωστο .Τους εδειχνε απο τη μεση και πανω.Χαμο-
γελουσε ,φαινονταν ευτυχισμενη.Τα ματια της ελαμπαν,τα
χειλη τα ειχε βαμμενα κοκκινα και φορουσε χρυσα σκουλα-
ρικια στα αυτια της.Σε καποια αλλη,τραβηγμενη μεσα σε
καποιο παρκο,στεκονταν κατω απο το αγαλμα ενος εφιππου
αντρα.Φορουσε μακρυ μαυρο φορεμα.
Βγηκε εξω .Οπως ηταν αφηρημενος δεν προσεξε και ενα
αυτοκινητο πηγε να πεσει πανω του απο πισω.Τιναχτηκε
ενστικτωδως.Ακουσε πισω του το φρεναρισμα του αυτοκι-
νητου.Δεν γυρισε να δει.Προχωρησε και ανακατευθηκε
μεσα στο πληθος των ανθρωπων.
Οταν μπηκα μεσα στο δωματιο βρηκα τη γυναικα με το μωρο
στην αγκαλια της.Το κρατουσε με το ενα χερι και με το αλλο
πηγε και ανοιξε τα παραθυρα στο φως.Ο ηλιος εμπαινε στο
δωματιο απο τα παραθυρα ανατολικα-νοτια.Στο ανθοδοχειο
πανω στο τραπεζι ειχε βαλει κοκκινα τριανταφυλλα.Ο καθρε-
φτης στην πορτα της ντουλαπας,στα δυτικα-βορεια ,του τοι-
χου βορεια αντανακλουσε στο εσωτερικο του ενας μερος του
χωρου,με την μητερα και το παιδι στην αγκαλια της.
Τους πλησιασα,το παιδι εκλαψε και τραβηχτηκε πισω φοβι-
σμενο,σφιχτηκε στο στηθος της μανας του.Εκεινη γελασε,
του χαιδεψε τρυφερα το κεφαλι,εσκυψε κατι του ψιθυρι-
σε στο αυτι, εκεινο σταματησε το κλαμα κι ησυχασε σ'εκει-
νη τη θεση,μεσα στην αγκαλια της μητερας του.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου