.
.
.
.
.
απο τα ''12 ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ''
.
η'
.
Μια φορα κι εναν καιρο ενας γερος βασιλιας στα
γεραματα του αποκτησε ενα γυιο,διαδοχο στο θρο-
νο,απο την νεαρη βασιλισα.Εκεινα τα χρονια συνει-
θιζαν να ρωτανε αυτους,που γνωριζαν για τα πεπρω-
μενα των ανθρωπων.Ετσι οταν του ειπαν πως σαν
μεγαλωσει ο γυιος,που μολις γεννηθηκε,θα τον σκο-
τωσει και μαλιστα θα παρει για γυναικα του την ιδια
του την μανα,που τον γεννησε,ανησυχησε και ταρα-
χτηκε πολυ.Εδωσε σ'εναν απο τους βοσκους του το
νεογεννητο παιδι,μελλοντα δολοφονο του πατερα
βασιλια και αιμομικτη της μητερας του βασιλισας,να
το παρει στο λογγο στα βουνα και να το θανατωσει.
Εκεινος ο βοσκος το λυπηθηκε το βασιλοπουλο,ετσι
που εκλαιγε ,αδυνατο και τρομαγμενο στα χερια του,
νομισε ακαρδο τον τυραννο και το παρατησε στη μεση
του μεγαλου δασους με τις βελανιδιες.
Τρεις μερες και τρεις νυχτες ακουγε τα κλαματα του
παιδιου στο δασος.Εκεινο κλαρακι σε δεντρο δεν πετου-
σε μητε ανθους ανοιγε μητε φυλλα εβγαζε,μητε βατο-
μουρα κομπιαζε στους βατους και του ραγιζονταν η καρ-
δια.
Υστερα την τεταρτη μερα και στις ερχομενες μερες
δεν το ξανακουσε,σωπασε αποκαμωμενο απο το κλα-
μα και απο την μεγαλη πεινα ,γαλα της μανας δεν ειχε
να χορτασει.Ισως να πεθανε απο την πεινα και την δι-
ψα,γιατι τα μωρα των ανθρωπων οπως γεννιουνται αδυ-
νατα δεν μπορουν να πορευτουν μονα τους η' ισως το
βρηκε στο κυνηγι της καποια λυκαινα η' καποια λιοντα-
ρισα λεχωνα και το πηρε να το μεγαλωσει μαζι με τα δι-
κα της παιδια,οπως το συνειθιζουν,ως γνωστον,εκεινα
τα ζωα .
Κανενα απο εκεινα δεν ειχε συμβει.Το βρηκε ελαφινα,
μικρομανα,που το μεγαλωσε στο μελι και στο γαλα.Πολ-
λα μαθητευσε και διδαχτηκε κοντα της.Στην γρηγοραδα
των ποδιων και τους λαγους ξεπερνουσε και μ'ενα
σαλτο των ποδιων του πηδουσε πανω απ'τα ανοιγματα
των γκρεμων στα βουνα.Κι οπως φωνη ανθρωπων δεν
ακουσε κι ανθρωπινη μορφη δεν ειδε,αγνοουσε την αν-
θρωπινη γεννια ,την γλωσσα και τις πολιτειες των.
Οταν σκυλια αγρια για κυνηγι περικυκλωσαν την ελα-
φινα αλλα απο μπροστα αλλα απο πισω και αλλα απο
το πλαι την κυνηγησαν για ωρες κι εκεινη σαν αποκανε
η δυναμη της την πλησιασαν την αρπαξαν και κατασπα-
ραξαν τις σαρκες της,τοτε αισθανθηκε μεγαλη λυπη για
το χαμο της.
Εκτοτε βιωνε την ζωη του μοναχος τρωγοντας τα αγρια
και τα ημερα των χορτων και των καρπων.
Περιπλανηθηκε πανω στην πλατη της γης ποτε για να
βρει τροφη ποτε για να ξεφυγει την κακοκαιρια της βρο-
χης τα χιονια,αλλη φορα ζεστανε πολυ η μερα κι αλλοτε
γυρω του ειχαν πληθυνει τα αγρια των θηριων και κινδυ-
νευε.
Καποτε περιπλανωμενος μπηκε σε κηπο.Κι ειχε ο κηπος
μηλιες και δεν το γνωριζε κι ειχε τριανταφυλλιες κι ειχε
φυτεμενα δεντρα κερασιες και βερυκοκιες,κι αυτος δεν
γνωριζε τα ονοματα τους.Κοιμηθηκε στον κηπο ως ηταν
κουρασμενος βαρια και τον ξυπνησε το λαμπερο φως
του ηλιου,που δεν ηξερε το ονομα του,και γυρω του
παρουσιασθηκαν οντα,που πρωτη φορα τα εβλεπε και,
που εμοιαζαν στην μορφη με την δικη του μορφη.
Τον πηραν κι εζησε μαζι τους.Πολυ γρηγορα αποκτησε
τις συνηθειες των ανθρωπων, μιλησε την γλωσσα τους .
Εμαθε τους τροπους με τους οποιους κυβερνουν στις κοι-
νωνιες τους και γνωρισε πως συμβαινουν τα φαινομενα
της φυσης.Εγινε γνωστος και πολυ τον αγαπουσαν για
την κριση του.
Οταν ηρθε ο καιρος να γινουν τα γραμμενα,που δεν ξε-
γραφουν,τον οδηγησαν στην βασιλισσα.Εκεινη τον δε-
χτηκε καθισμενη πανω σε χρυσο θρονο.Θαμπωθηκε σαν
την ειδε ,εμοιαζε του ηλιου στην ομορφια και τα χρυσα.
Του ειπε πως εμαθε γι'αυτον και τον θελει για αντρα της.
Εκεινος μεσα του βαθεια χαρηκε να συμβει εκεινο να πα-
ρει γυναικα τη βασιλισα και δεχτηκε.
Εγιναν ολα οσα απο την αρχη ετσι καθορισθηκαν.
Βασιλεψε δικαια δωδεκα χρονια,και πανω στον δωδεκατο
χρονο επεσε λοιμος θανατικο και πανουκλα στον λαο του.
Γεμισαν τα σπιτια οι δρομοι οι πλατειες της αγαπημενης
του πολιτειας με πτωματα ανθρωπων και ζωων.Φωναξε
τους θεραπευτες και τους ιατρους να τον συμβουλευσουν.
Αναψαν σ'ολη την πολη φωτιες,παντου,να καθαρισθει το
μολυσμα στον αερα.Τιποτα δεν ωφελησε.Σ'ολη την πολι-
τεια νυχτα και μερα ακουγες τα βογγητα και τις κραυγες
των αρρωστων ανθρωπων,και ο αερας γεμισε απο τη σταχτη
και την μυρωδια των σωματων που τα καιγανε σωρους -
σωρους ομαδικα.
Τοτε βγηκε στην Αγορα μπροστα στους αλλους ανθρωπους
ανθρωπος πλανος και συκοφαντης,βαλτος απο αντιπαλους
κι εχθρους του βασιλια και τον κατηγορισε σαν αιτιο του
κακου.Τον ειπε σφετεριστη της εξουσιας,δολοφονο του γε-
ρου βασιλια και μιερο αιμομικτη.Πως σκοτωνοντας τον
πατερα του παντρευτηκε την ιδια την μανα του και μαζι
της ζευγαρωνοντας εκαμε παιδια ,ντροπη στους νομους
των ανθρωπων.
Εκεινοι οι πονηροι ανθρωποι εφεραν για του λογου το
ασφαλες διαφορους να μαρτυρησουν εκεινα.Πολλοι ηταν
εκεινοι που γυρισαν την γνωμη τους εναντιον του,κι αλλους
πολλους τους εκφοβισαν κι αλλους τους εξαγορασαν.
Εφεραν κι ενα γερο βοσκο,με απειλες και φοβερες τον αναγ-
κασαν να ομολογησει μπροστα στους ανθρωπους και τον
βασιλια πως αυτος ο ιδιος με τα χερια του τον πηρε μωρο παι-
δι και τον πηγε μεσα στο μεγαλο δασος με τις βελανιδιες να
τον σκοτωσει οπως τον διεταξε ο δολοφονημενος βασιλιας,
ομως τον λυπηθηκε και τον παρατησε στην μοιρα του.
Μετα απ'αυτα ξεσηκωθηκε ο λαος,τον συνελαβαν,τον εσυ-
ραν σε δικη,ποιος ειναι και τι εκανε.Εκεινος στην αρχη αν-
τισταθηκε,φωναζε πως ειναι αθωος,υστερα κατω απο το
βαρος των κατηγοριων κλειστηκε στη σιωπη του.
Οταν εφτασε το φριχτο νεο για την τυχη της βασιλισας,
πως κρεμαστηκε στο δοκαρι της οροφης στο σπιτι τους,
κατερευσε.Ουρλιαξε.Φωναξε.'' Να την δω.Θελω να την
δω''.
Τον πηραν και το πηγαν εκει.
Και την βρηκε να αιωρειται κρεμασμενη στο σχοινι μεσα
στο σκοτεινο δωματιο.Ουρλιαξε.Τραβηξε τις χρυσες καρ-
φιτσες ,που στερεωνε και στολιζε τα ομορφα μαλλια της
κι εχωσε τις βελονες τους στα ματια του και τα ξεριζωσε
απο τις κογχες τους.
Αιματωβαμμενος βγηκε στο μπαλκονι και παρουσιαστηκε
στο πληθος ,που ουρλιαζε εναντιον του παρακινουμενο
απο τους λαοπλανους και με φωνη αργοσυρτη κραυγασε:
''Ιδου ο Ανθρωπος''
Μετα απο εκεινα,εχοντας στο πλαι τις δυο κορες απο εκεινο
τον γαμο με την μανα,περασε στους δρομους της πολης του,
που τον δοξασε και τον εξορισε,τυφλος,ακουμπωντας πανω
σ'ενα ξερο κλαδι ελιας και βγηκε στη εξοχη κι εφτασε εκει,
που λαλουν τ'αηδονια.
Στα ματια του,που δεν εβλεπαν πια τα εφημερα του κοσμου,
ειδε καθαρα τα ανειδωτα και καταλαβε με δεος τα ακατανοη-
τα
.
.
.
απο τα ''12 ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ''
.
η'
.
Μια φορα κι εναν καιρο ενας γερος βασιλιας στα
γεραματα του αποκτησε ενα γυιο,διαδοχο στο θρο-
νο,απο την νεαρη βασιλισα.Εκεινα τα χρονια συνει-
θιζαν να ρωτανε αυτους,που γνωριζαν για τα πεπρω-
μενα των ανθρωπων.Ετσι οταν του ειπαν πως σαν
μεγαλωσει ο γυιος,που μολις γεννηθηκε,θα τον σκο-
τωσει και μαλιστα θα παρει για γυναικα του την ιδια
του την μανα,που τον γεννησε,ανησυχησε και ταρα-
χτηκε πολυ.Εδωσε σ'εναν απο τους βοσκους του το
νεογεννητο παιδι,μελλοντα δολοφονο του πατερα
βασιλια και αιμομικτη της μητερας του βασιλισας,να
το παρει στο λογγο στα βουνα και να το θανατωσει.
Εκεινος ο βοσκος το λυπηθηκε το βασιλοπουλο,ετσι
που εκλαιγε ,αδυνατο και τρομαγμενο στα χερια του,
νομισε ακαρδο τον τυραννο και το παρατησε στη μεση
του μεγαλου δασους με τις βελανιδιες.
Τρεις μερες και τρεις νυχτες ακουγε τα κλαματα του
παιδιου στο δασος.Εκεινο κλαρακι σε δεντρο δεν πετου-
σε μητε ανθους ανοιγε μητε φυλλα εβγαζε,μητε βατο-
μουρα κομπιαζε στους βατους και του ραγιζονταν η καρ-
δια.
Υστερα την τεταρτη μερα και στις ερχομενες μερες
δεν το ξανακουσε,σωπασε αποκαμωμενο απο το κλα-
μα και απο την μεγαλη πεινα ,γαλα της μανας δεν ειχε
να χορτασει.Ισως να πεθανε απο την πεινα και την δι-
ψα,γιατι τα μωρα των ανθρωπων οπως γεννιουνται αδυ-
νατα δεν μπορουν να πορευτουν μονα τους η' ισως το
βρηκε στο κυνηγι της καποια λυκαινα η' καποια λιοντα-
ρισα λεχωνα και το πηρε να το μεγαλωσει μαζι με τα δι-
κα της παιδια,οπως το συνειθιζουν,ως γνωστον,εκεινα
τα ζωα .
Κανενα απο εκεινα δεν ειχε συμβει.Το βρηκε ελαφινα,
μικρομανα,που το μεγαλωσε στο μελι και στο γαλα.Πολ-
λα μαθητευσε και διδαχτηκε κοντα της.Στην γρηγοραδα
των ποδιων και τους λαγους ξεπερνουσε και μ'ενα
σαλτο των ποδιων του πηδουσε πανω απ'τα ανοιγματα
των γκρεμων στα βουνα.Κι οπως φωνη ανθρωπων δεν
ακουσε κι ανθρωπινη μορφη δεν ειδε,αγνοουσε την αν-
θρωπινη γεννια ,την γλωσσα και τις πολιτειες των.
Οταν σκυλια αγρια για κυνηγι περικυκλωσαν την ελα-
φινα αλλα απο μπροστα αλλα απο πισω και αλλα απο
το πλαι την κυνηγησαν για ωρες κι εκεινη σαν αποκανε
η δυναμη της την πλησιασαν την αρπαξαν και κατασπα-
ραξαν τις σαρκες της,τοτε αισθανθηκε μεγαλη λυπη για
το χαμο της.
Εκτοτε βιωνε την ζωη του μοναχος τρωγοντας τα αγρια
και τα ημερα των χορτων και των καρπων.
Περιπλανηθηκε πανω στην πλατη της γης ποτε για να
βρει τροφη ποτε για να ξεφυγει την κακοκαιρια της βρο-
χης τα χιονια,αλλη φορα ζεστανε πολυ η μερα κι αλλοτε
γυρω του ειχαν πληθυνει τα αγρια των θηριων και κινδυ-
νευε.
Καποτε περιπλανωμενος μπηκε σε κηπο.Κι ειχε ο κηπος
μηλιες και δεν το γνωριζε κι ειχε τριανταφυλλιες κι ειχε
φυτεμενα δεντρα κερασιες και βερυκοκιες,κι αυτος δεν
γνωριζε τα ονοματα τους.Κοιμηθηκε στον κηπο ως ηταν
κουρασμενος βαρια και τον ξυπνησε το λαμπερο φως
του ηλιου,που δεν ηξερε το ονομα του,και γυρω του
παρουσιασθηκαν οντα,που πρωτη φορα τα εβλεπε και,
που εμοιαζαν στην μορφη με την δικη του μορφη.
Τον πηραν κι εζησε μαζι τους.Πολυ γρηγορα αποκτησε
τις συνηθειες των ανθρωπων, μιλησε την γλωσσα τους .
Εμαθε τους τροπους με τους οποιους κυβερνουν στις κοι-
νωνιες τους και γνωρισε πως συμβαινουν τα φαινομενα
της φυσης.Εγινε γνωστος και πολυ τον αγαπουσαν για
την κριση του.
Οταν ηρθε ο καιρος να γινουν τα γραμμενα,που δεν ξε-
γραφουν,τον οδηγησαν στην βασιλισσα.Εκεινη τον δε-
χτηκε καθισμενη πανω σε χρυσο θρονο.Θαμπωθηκε σαν
την ειδε ,εμοιαζε του ηλιου στην ομορφια και τα χρυσα.
Του ειπε πως εμαθε γι'αυτον και τον θελει για αντρα της.
Εκεινος μεσα του βαθεια χαρηκε να συμβει εκεινο να πα-
ρει γυναικα τη βασιλισα και δεχτηκε.
Εγιναν ολα οσα απο την αρχη ετσι καθορισθηκαν.
Βασιλεψε δικαια δωδεκα χρονια,και πανω στον δωδεκατο
χρονο επεσε λοιμος θανατικο και πανουκλα στον λαο του.
Γεμισαν τα σπιτια οι δρομοι οι πλατειες της αγαπημενης
του πολιτειας με πτωματα ανθρωπων και ζωων.Φωναξε
τους θεραπευτες και τους ιατρους να τον συμβουλευσουν.
Αναψαν σ'ολη την πολη φωτιες,παντου,να καθαρισθει το
μολυσμα στον αερα.Τιποτα δεν ωφελησε.Σ'ολη την πολι-
τεια νυχτα και μερα ακουγες τα βογγητα και τις κραυγες
των αρρωστων ανθρωπων,και ο αερας γεμισε απο τη σταχτη
και την μυρωδια των σωματων που τα καιγανε σωρους -
σωρους ομαδικα.
Τοτε βγηκε στην Αγορα μπροστα στους αλλους ανθρωπους
ανθρωπος πλανος και συκοφαντης,βαλτος απο αντιπαλους
κι εχθρους του βασιλια και τον κατηγορισε σαν αιτιο του
κακου.Τον ειπε σφετεριστη της εξουσιας,δολοφονο του γε-
ρου βασιλια και μιερο αιμομικτη.Πως σκοτωνοντας τον
πατερα του παντρευτηκε την ιδια την μανα του και μαζι
της ζευγαρωνοντας εκαμε παιδια ,ντροπη στους νομους
των ανθρωπων.
Εκεινοι οι πονηροι ανθρωποι εφεραν για του λογου το
ασφαλες διαφορους να μαρτυρησουν εκεινα.Πολλοι ηταν
εκεινοι που γυρισαν την γνωμη τους εναντιον του,κι αλλους
πολλους τους εκφοβισαν κι αλλους τους εξαγορασαν.
Εφεραν κι ενα γερο βοσκο,με απειλες και φοβερες τον αναγ-
κασαν να ομολογησει μπροστα στους ανθρωπους και τον
βασιλια πως αυτος ο ιδιος με τα χερια του τον πηρε μωρο παι-
δι και τον πηγε μεσα στο μεγαλο δασος με τις βελανιδιες να
τον σκοτωσει οπως τον διεταξε ο δολοφονημενος βασιλιας,
ομως τον λυπηθηκε και τον παρατησε στην μοιρα του.
Μετα απ'αυτα ξεσηκωθηκε ο λαος,τον συνελαβαν,τον εσυ-
ραν σε δικη,ποιος ειναι και τι εκανε.Εκεινος στην αρχη αν-
τισταθηκε,φωναζε πως ειναι αθωος,υστερα κατω απο το
βαρος των κατηγοριων κλειστηκε στη σιωπη του.
Οταν εφτασε το φριχτο νεο για την τυχη της βασιλισας,
πως κρεμαστηκε στο δοκαρι της οροφης στο σπιτι τους,
κατερευσε.Ουρλιαξε.Φωναξε.'' Να την δω.Θελω να την
δω''.
Τον πηραν και το πηγαν εκει.
Και την βρηκε να αιωρειται κρεμασμενη στο σχοινι μεσα
στο σκοτεινο δωματιο.Ουρλιαξε.Τραβηξε τις χρυσες καρ-
φιτσες ,που στερεωνε και στολιζε τα ομορφα μαλλια της
κι εχωσε τις βελονες τους στα ματια του και τα ξεριζωσε
απο τις κογχες τους.
Αιματωβαμμενος βγηκε στο μπαλκονι και παρουσιαστηκε
στο πληθος ,που ουρλιαζε εναντιον του παρακινουμενο
απο τους λαοπλανους και με φωνη αργοσυρτη κραυγασε:
''Ιδου ο Ανθρωπος''
Μετα απο εκεινα,εχοντας στο πλαι τις δυο κορες απο εκεινο
τον γαμο με την μανα,περασε στους δρομους της πολης του,
που τον δοξασε και τον εξορισε,τυφλος,ακουμπωντας πανω
σ'ενα ξερο κλαδι ελιας και βγηκε στη εξοχη κι εφτασε εκει,
που λαλουν τ'αηδονια.
Στα ματια του,που δεν εβλεπαν πια τα εφημερα του κοσμου,
ειδε καθαρα τα ανειδωτα και καταλαβε με δεος τα ακατανοη-
τα
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου