.
.
GREEK POETRY
-Το τραγούδι του Γιαννάκη
(στα ακριτικά όρια)
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης
.
.
Το τραγούδι του Γιαννάκη
(στα ακριτικά όρια)
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ο Γιάννος ο Γιαννάκης μια κόρη επαντρευτηκε
εμορφην και ροδομαγουλουσα
στην αστροφεγγιά η μάνα της την έλουζε
στο φεγγαροφωτο την χτενιζε κι ο ήλιος
ποτες του δεν την είδε
κι ήτανε άσπρη σαν το γάλα κι απαλή σαν πεταλουδα
κι ήρθε καιρός ο Γιαννακος στα ξένα και στα αποξενα
να παει
μάνα τη νύφη να φυλάς την αγαπητικια μου
μη μαραθεί το ροδομάγουλο της
κι ήρθε δισεκτος ο καιρός και παγωνιες και κρύα
και στα ξένα και στα αποξενα ο Γιαννακος αποθανε
και στο σπιτάκι της καλής του μαραθηκε το κλίμα
που'κανε σταφύλια ροζακια ξεφυλλισαν οι βιόλες τ'ανθη
κι αρρώστησε βαρεια και πέθανε η μάνα
κι απόμεινε η κόρη μοναχή σαν καλαμιά στο κάμπο
ανάθεμα σε ξενιτιά που πήρες τον καλό μου
και τον αγαπητικό μου κι εκεί αποξεχασθηκε
μηνα γυναίκα φαρμακεια και μάγισσα τον μάγεψε
κρεβατι γλυκά φιλιά να χαιρεται
κι εγώ απόμεινα ξερό δεντρι με κίτρινα τα φύλλα
δέκα χρόνοι πέρασαν κι ακόμα πίσω να γυρίσει
κι αν δεν γυρισει στους δεκατρείς εγώ αρραβωνιάζομαι
άλλον να πάρω άντρα
και πήρε αέρας το πικρό της κόρης το παράπονο
τη πέτρα ανατριχιασε το μάρμαρο εσχισθει
στο μνήμα του Γιαννάκη κι ακούει τον άνεμο
να βογγα δέντρα να ξεριζωνει
σηκω Γιαννάκη μ' απ'τη μαύρη γη τον αραχνο τον τόπο
στο σπιτι σου να πας στην αυλιτσα τη δική σου
γιατί στους χρόνους δεκατρείς παντρεύεται η καλιτσα
κι εκείνος σαν τ'ακουσε εσηκωθηκε μαύρος κι αραχνιασμενος
γοργά σελωνει τον μαύρο του γοργά τονε καβαλικευει
δίνει βιτσια στον μαύρο του και πάει σαράντα μίλια
και ξανά δευτερωνει του βιτσια και πάει χίλια τοσα
παίρνει στο πλάι τα βουνά στο πλάι τα κορφοβουνια
σαν αετός επερασε σαν σταυραετός επεταξε
σαν αστραπή εδιαβη
σε δύο μερουλες έφτασε στη πόρτα του σπιτιού του
είδε κόρην άσπρη και ξανθη να λούζεται στη βρυση
γεια σου χαρα σου κόρη και ξανθη εγώ'μαι ο άντρας σου
κι ο αγαπητικός σου
εσύ δεν είσαι ο άντρας μου παρά εχτρος και ξένος
τι'σαι μαύρος κι αραχνος
εγώ'χα άντρα άσπρο κι όμορφο αντρειωμενο
στα ξένα κόρη μ' κάματα με ξεραναν με μαυρισαν
στα ξένα βροχές και πάγοι με μαραγκιασαν
σαν πεθαμένος να'σαι φαίνεσαι του κάτω κόσμου
βαρειά καλή μ' τα ξένα κι εκεί αρρωστησα
κι αποθανα μοναχός ο μαύρος
και τη φωνουλα σ' άκουσα και βγήκα απ'το μνήμα
κι ήρθα ευτυς εδω μαζί μου να σε πάρω
εγώ στο χώμα δεν μπορώ με πεθαμενους να'μαι
θέλω τους ζωντανούς τους καλοτυχισμενους,
αλλιώς εγω'μαι μαθημενη στα γλέντια στις χαρες
ταχιά ξαναπαντρευομαι και παίρνω άλλον άντρα
κι ο Γιαννακος σαν άκουσε τα λόγια ετουτα
παίρνει το δρόμο το στρατι πισω το μονοπάτι
και τα πουλάκια που τον ειδανε τονε μοιρολογουσαν
πώς πάει ο αντρειωμενος ακλαυτος και μοναχός
κι όσα δεντρά τον είδαν να διαβαίνει όλα λυγισανε
και λεγασι πώς πάει ο αντρειωμενος μοναχός ερμος
και πικραμένος να τραγουδά πίκρα να λεει
σαράντα πέντε Κυριακές δεν είδα
την αγάπη μου,την αγαπητικια μου
και μια Κυριακιτσα το πρωί
την είδα στολισμένη με δυο μαντήλια
νυφουλα στο γάμο να πηγαίνει
καημό πο'χει η καρδούλα μου
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου