.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-Ηλέκτρα Σοφοκλη,στίχοι 92-106
(μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis)
-Η κρίση της Ηλέκτρας
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
My own Empire of Hyperrealistic Photos-Enigma of Elektra
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ηλέκτρα Σοφοκλη,στίχοι 92-106
(μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis)
Η κρίση της Ηλέκτρας
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
.όλη τη νύχτα άκουγαν το μοιρολόγι της,
τὰ δὲ παννυχίδων κήδη στυγεραὶ
ξυνίσασ᾽ εὐναὶ μογερῶν οἴκων,
ὅσα τὸν δύστηνον ἐμὸν θρηνῶ
πατέρ᾽, ὃν κατὰ μὲν βάρβαρον αἶαν 95
φοίνιος Ἄρης οὐκ ἐξένισεν,
μήτηρ δ᾽ ἡμὴ χὠ κοινολεχὴς
Αἴγισθος, ὅπως δρῦν ὑλοτόμοι
σχίζουσι κάρα φονίῳ πελέκει.
κοὐδεὶς τούτων οἶκτος ἀπ᾽ ἄλλης 100
ἢ ᾽μοῦ φέρεται, σοῦ, πάτερ, οὕτως
αἰκῶς οἰκτρῶς τε θανόντος.
ἀλλ᾽ οὐ μὲν δὴ
λήξω θρήνων στυγερῶν τε γόων,
ἔστ᾽ ἂν παμφεγγεῖς ἄστρων105
ῥιπάς, λεύσσω δὲ τόδ᾽ ἦμαρ,
.μετά τη κριση άλλαξε τελείως,έκοψε συριζα τα μαλλια,
ντύθηκε στα μαύρα,γυρνουσε νύχτες στις ερημιές,
-είναι τρελή,λέγανε,θα κρεμαστεί σε δέντρο η' σε πηγάδι θα πεσει
.έπαψε να τρώει,δεν έπινε νερό,-θα πεθάνει,η δυστυχη,πόσο άλλο
θα αντέξει
.είδε το νερό στη λεκάνη,κοκκίνιζε,η μάνα της κι ο Αίγισθος γελαγαν,
-ειναι το αίμα του πατέρα μου,ούρλιαξε,τον σκοτώσατε,δολοφόνοι,
ξύπνησε,
είδε τις νοσοκόμες από πάνω της,μια με χοντρά γυαλιά της έκανε μια
ενεση στο μπράτσο,
κοιμήθηκε
.ηταν μεσάνυχτα,άγρυπνη,ο μικρός Ορέστης στο διπλανό κρεβατι κοιμόνταν,
τον ξυπνησε-ελα Ορέστη,μη μιλάς,μη μας ακούσουν,τον έπιασε από το χερι
βγήκαν έξω,είχε αστροφεγγια,εκεί πάνω στις πλάκες τήςβαυλής ήταν
δυο ξαπλωμένα σώματα,ακίνητα,-η μανα,είπε το παιδί,τι έπαθε;εκείνη
δεν είπε τιποτα,σήκωσε το φουστάνι της και κατούρησε πάνω στα νεκρά
σώματα τους,-αθλια εζησαν,άθλια και στο θάνατο τους πρέπει,ειπε
.στο ψυχιατρειο,στο πρόγραμμα της αποθεραπείας των ασθενών,είχαν
συστήσει θεατρική ομάδα,εκείνη ζήτησε να συμμετάσχει απαγγέλλοντας
από από την Ηλέκτρα του Σοφοκλή τους στίχους 92-106
.μέρα πολύ ζεστη,μεσημέρι,το πέτρινο θέατρο,όπως τα αρχαία ελληνικά,
αμφιθεατρικό,γεμάτο από τους τροφιμους και τους νοσηλευτές τού
ψυχιατρειου,
βγήκε στη σκηνή,φορούσε μαύρο μακρύ φόρεμα,ακίνητη,αμίλητη έμεινε,
δεν ακούστηκε στον αέρα ο θρήνος της,οι θεατές μέσα τους βαθειά
άκουσαν το πικρό κλάμα της
οι άγρυπνες θλιβερές νύχτες στο άθλιο
κρεβάτι τού καταραμένου σπιτιου ξέρουν
πόσο το δύστυχο μου πατέρα θρηνω,
τον πατέρα που σε βάρβαρη ξένη γη
ο φονιάς του πολέμου Άρης θανατωνοντας τον
δεν δέχτηκε,αλλά η μάνα μου με τον Αιγισθο
που μοιράζει το κρεβάτι,όπως δέντρο
οι ξυλοκόποι το κεφάλι με φονικό πελεκι
σχιζουν,και κανένας άλλος από μένα λύπη
δεν ένιωσε,για σένα,πατέρα,που τόσο
σκληρα και οικτρά πέθανες,αλλά ποτέ
δεν θα σταματήσω πικρα εγώ να μοιρολογω,
όσο ακόμα τ'αστρα λαμπυρίζουν κι όσο αυτη
εδώ τη μέρα αντικριζω
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου