.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-(Ιδιότροποι έρωτες)
το διηγημα prenom L.
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
My own Empire of Hyperrealistic Paintings and Photos-Enigma of L
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
My own Empire of Hyperrealistic Paintings and Photos-Enigma of L.
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
(Ιδιότροποι έρωτες)
το διηγημα prenom L.
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
έκανε τη φωτογράφιση για ένα περιοδικό μόδας,εκεί την γνώρισε,ήταν μοντέλο,του έκανε
εντυπωση η ομορφιά της,κι εκείνη έδειξε αμέσως ενδιαφέρον,ερωτεύτηκαν και
παντρεύτηκαν,εκτός από μοντέλο εκείνη είχε κάνει σπουδές κλασικής μουσικής και
τραγουδιού,ήταν δεξιοτέχνης στο πιάνο και καταπληκτική σοπράνο,εκεινος άλλαξε
εντελώς τη ζωή του,αφιερωθηκε σε αυτήν,εκείνης της άρεσε αυτό,είχε σταματήσει τη
μόδα,την ειχε κουράσει,ότι δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα,του είπε,δεν με
ενδιαφέρει,θέλω να ζήσω όχι να σπαταλήσω,
άρχισε να την φωτογραφίζει και να την ζωγραφίζει,εκείνη έβλεπε τα έργα και ήταν
ενθουσιασμένη,
οι άνθρωποι υπάρχουν μέσα σε αυτές τις πραγματικοτητες,του είπε,είναι θαυμασιο,
όταν της είπε ότι σκέφτονταν να τα εκθεσει είδε το πρόσωπο της να σοβαρευει,
δεν απάντησε,τι έχεις;της είπε,
τίποτα,απάντησε εκείνη,μια μικρή ζαλάδα,
εκείνη τη νύχτα τον αγκάλιασε και του είπε,φοβάμαι,
η έκθεση έγινε,τεράστια επιτυχία,όλα τα έργα πουλήθηκαν,εκείνη δεν
την επισκέφτηκε,ενιωθε αδυναμία,ζαλίζονταν,ήταν ξαπλωμένη συνέχεια
στο κρεβάτι,ελάχιστα έτρωγε,είχε αδυνατίσει,
όταν τελείωσε η έκθεση,εκείνη είχε αναρρωσει,όμως,εκεινος,κατάλαβε,
πως δεν ήταν όπως πριν,ήταν συνέχεια αφηρημένη,έβγαινε μόνη της
από το σπίτι,έρχονταν μετά από πολλές ώρες,εκείνος ανησυχούσε,
της είπε να επισκεφτούν ψυχολόγο,εκείνη αρνήθηκε,αυτό θα συμβεί,
του απάντησε,
σε λίγες μέρες είχε αλλάξει εντελώς,ένιωθε ότι ήταν μια άλλη γυναίκα,
μια ξένη,παρ'ολαυτα ήταν ερωτευμένος μαζί της,την ρώτησε αν υπάρχει
καποιος άλλος άντρας στη ζωή της,εκείνη του απάντησε αόριστα,κανένας
πια,του ερχονταν να τρελαβει,
εκείνη όλη τη νύχτα έμεινε ξάγρυπνη,
την άκουγε να αυτοσχεδιάζει στο πιάνο,οι ήχοι ήταν παράξενοι,
τη μέρα,κουρασμένη,κοιμόνταν πολλές ώρες,βαθειά,σχεδόν αναίσθητη,
εκείνος φοβονταν για κείνη,πως θα πέθαινε,θα την έχανε,
τώρα έλειπε όλη τη μέρα από το σπίτι και γυρνούσε αργά τη νύχτα,
ξάπλωνε στο κρεβάτι,μέσα στο σκοτάδι άκουγε την αναπνοή της,και
μετά τίποτα,την έπιανε,ήταν παγωμένη,όπως νεκρή,εκείνη ξυπνούσε
και του ελεγε,πάντα το ίδιο,πάντα το ίδιο,
επειτα σταμάτησε να βγαίνει έξω,έγινε όπως πριν,επανήλθε η ομορφιά
της,γελούσε,του έλεγε πόσο ευτυχισμένη ήταν μαζί του,πως δεν θα
τον αφήσει ποτέ,τον λάτρευε,
πέρασαν έτσι τρεις μήνες ευτυχίας,
μια μέρα,είχε νυχτώσει,όταν επέστρεψε από τη φωτογράφιση στο σπίτι,
εκείνη δεν ήταν στη πόρτα,όπως συνειθιζε,να τον προϋπαντήσει,την
φώναξε,δεν άκουσε απάντηση,πήγε στην κρεβατοκάμαρα μήπως κοιμόνταν,
δεν ήταν εκεί,
τότε πάνω στο κρεβάτι είδε ένα ανοικτό βιβλίο,το πήρε, Διηγήματα
του Edgar Allan Poe,
ανοιγμένο στη σελίδα με το διήγημα Ligeia,
διάβασε:
LIGEIA
And the will therein lieth, which dieth not. Who knoweth the mysteries of the
will, with its vigor? For God is but a great will pervading all things by nature of
its intentness. Man doth not yield himself to the angels, nor unto death utterly,
save only through the weakness of his feeble will.
Joseph Glanvill
I CANNOT, for my soul, remember how, when, or even precisely where, I first
became acquainted with the lady Ligeia. Long years have since elapsed, and my
memory is feeble through much suffering. Or, perhaps, I cannot now bring these
points to mind, because, in truth, the character of my beloved, her rare learning,
her singular yet placid cast of beauty, and the thrilling and enthralling eloquence
of her low musical language, made their way into my heart by paces so steadily
and stealthily progressive that they have been unnoticed and unknown.
...
...
...
And the cheeks-there were the roses as in her noon of life —yes, these
might indeed be the fair cheeks of the living Lady of Tremaine. And the chin,
with its dimples, as in health, might it not be hers? —but had she then grown
taller since her malady? What inexpressible madness seized me with that
thought? One bound, and I had reached her feet! Shrinking from my touch, she
let fall from her head, unloosened, the ghastly cerements which had confined it,
and there streamed forth, into the rushing atmosphere of the chamber, huge
masses of long and dishevelled hair; it was blacker than the raven wings of the
midnight! And now slowly opened the eyes of the figure which stood before me.
“Here then, at least,” I shrieked aloud, “can I never —can I never be mistaken —
these are the full, and the black, and the wild eyes —of my lost love —of the
lady —of the LADY LIGEIA.”
έκλεισε το βιβλίο,
της χαμένης μου αγάπης,ψιθύρισε,
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου