Εκεινη τη μερα κι ο ολες τις αλλες , που ηρθανε η θαλασσα ητανε ο δρομος για τα καραβια , τη μερα καθρεφτης για τον ηλιο και τη νυχτα ελιωνε σ ' αυτη το φεγγαρι. Καποιες φορες φανταζοταν τα
συννεφα ν ' αρμενιζουν σαν αεροστατα και με κιτρινα σχοινια να ανασηκωνουν τις βαρκες , αιωρουμενα σκαρια κι ανθρωποι ομοιαζαν με φτερωτα .Τα ψαρια κολυμπουσαν κατα ζευγη , κι αλλη ωρα της μερας κατα σμηνη . Κατω στο βυθο βασιλευε το χταποδι κι
ο καβουρας στην αμμο ,Τα ματια του πλημμυρισαν απο φως κι η ψυχη του χαρηκε , που ολα αυτα ομοιαζαν με το ονειρο του , που εβλεπε συχνα .Μονο που στο ονειρο ο ηλιος ηταν κοκκινος , ο ουρανος πρασινος κι η θαλασσα κιτρινη και τα ψαρια τραγουδουσαν
, τραγουδοψαρα τα λεγανε .Απο μακρια φτανανε καραβια και
ξεφορτωνανε σιταρια και καλαμποκια , οι ναυτες τις νυχτες τα πινανε στα ταβερνεια και που και που ακουγοντανε και το γελιο καποιας γυναικας . Τα πρωινα σωροι στη προκυμαια τα ξεψαρωμενα διχτυα και στα βραχια εσκαζε το κυμα αφρους , ητανε η ωρα που δειπνουνε οι πετραλιθρες .Στο ονειρο και στη φαντασια ειναι το ιδιο, κι ολα θρεφοπυνε και αναστενουνε μεσα στη ζωη , κι αυτη
ειναι οπως πεταλουδα , που γυρευει ν ' ανταμωσει τις αλλες πεταλουδες .Εκλεισε τα ματια του κι εσυρε το μυαλο του σ' αλλες μερες , του ηρθε να διηγηθει ενα παραμυθι . Το παιδι τον ακολουθουσε κι εφευρισκε χιλιους κι ενα τροπους να του το διηγηθει . Αυτος καποια στιγμη αρχισε . μια φορα κι ενα καιρο
πανω στη γη ζουσανε μονο παιδια κι ειχανε μπαλες και παιζανε , γυρω κι ολοτριγυρω ανθιζανε οι παπαρουνες και παντου αγριομαργαριτες, ζωυφια ητανε πολλα και περισσοτερες απ' ολα οι μελισσες . Ο ηλιος ανεβαινε και κατεβαινε μεσα στα χρωματα και τα παιδια δεν κλαιγανε ουτε για τις μαναδες κι ουτε για τροφη .Εκεινος σταματησε το παραμυθι , το παιδι τον ρωτησε για τη συνεχεια . Αυτος του' δειξε αριστερα στο αλωνι , που παιζανε παιδια , ενα εστειλε ψηλα τη μπαλα στον ουρανο και πηρε τη θεση του ηλιου .Σταθηκανε να τους χαιρετησουν και καλεσαν το παιδι να τους κανει παρεα , αυτο ετρεξε κοντα τους κι οταν επεσε η μπαλα αρχισαν ξανα το παιχνιδι . Τους αποχαιρετησε κι εστριψε σ ' ενα δρομο , που κατηφοριζε μεσα στα περιβολια και στους κηπους . Το παιδι του ελειψε , γυρισε και το αναζητησε . Η τοποθεσια ηταν σπαρμενη στα λουλουδια και με πετρες στα σχηματα των
παιδιων .
Ετσι μονος πορευτηκε . Συναντησε το λαγο στον υπνο του , και το ζαρκαδι να πινει νερο . Ολη τη μερα ηταν αγκυρωμενος στον ουρανο ο ηλιος και τη νυχτα το φεγγαρι αυξανε και λιγοστευε . Με ανακατα
συναισθηματα κοιμονταν και ξυπνουσε . Οι ανθρωποι ειχανε κτισει πολιτειες και παλευανε να στησουνε τις κοινωνιες τους . Ολα τα εβλεπε κι ολα τα μαθαινε . Καμποσο καιρο τον φιλοξενησε ενας
γεροντας και του διηγηθηκε πολλα και τον εμαθε πολλα .Αυτος ο γεροντας εκανε σκαλισματα σε ξυλο και πετρα , ολα τα πουλια τα ειχε σκαλισμενα
και περιφανευονταν πως γνωριζε καθενους ξεχωριστα την ομιλια
, τοτε αρχιζε να ψελνει αργοσυρτα και σιγα - σιγα ο ο κοσμος θολωνε τον ουρανο και τα δεντρα γινονταν καμπαναρια , οι λοφοι κοσμουσαν τη κεφαλη τους με εκκλησακια , ασπρισμενα απο τους φτωχους και τους εσχατους . Και σε γιορτινες μερες τα κουδουνια των ζωων κωδουνοχτυπουσαν κι ο ηλιος κηροκολουσε την ατμοσφαιρα . Μιλησε στον γεροντα για το παιδι και ποσο τον πονουσε η αναμνηση του , εκεινος του ζητησε σημαδια του κορμιου και του τα 'δωσε . Τα συλλογιστηκε ολα αυτα και τη τριτη μερα τον φωναξε να τον συνοδευσει . Περπατουσανε εφτα μερες κι εφτα νυχτες και σαν γλυκανε ο καιρος και λαμπρυνε η μερα του ' δειξε τα παιδια . Αλλα απο αυτα ηταν μεγαλα κι αλλα ηταν μικροτερα , ειχανε και διαφορα ονοματα . Κωνσταντης , Γιαννακης ,Χρυσουλα , Νικος , , Μαρια , Ανδρονικος , Γιωργακης , κι αλλα . Και
τα μαλλια τους καστανα , σγουρα , ξανθα και μαυρα και τα ματια τους ειχανε χρωματα .'' Τα παιδια ειναι χρωματα '' ειπε ο γεροντας . '' Ετσι ειναι και του ανθρωπου η ζωη χρωματα , σαν σ' ολη του τη ζωη να ζωγραφιζεται και να ζωγραφιζει '' . Θυμηθηκε σαν ητανε κι αυτος μικρος τη καταπρασινη σαυρα στον ηλιο κι οταν πλησιασε πως
συρθηκε στο πρασινο χορταρι .'' Και τα παιδια μας σαν σαυρες ειναι ''
ξαναειπε . Του εξομολογηθηκε πως κι αυτος ειναι εκει αναμεσα στα παιδια , του εδειξε μαλιστα το πιο μικρο .Επειτα ανοιξε ο ουρανος κι επεσε το γαλαζιο και μοιραστηκε αναμεταξυ τους δικαια , μερικα το ταιριαξανε με το πρασινο στο χορταρι κι οταν φτιαξανε το κιτρινο το πεταξανε στον ουρανο για τον ηλιο , ετσι ευχαριστησανε τον ουρανο για το δωρο του . Εκεινος ειπε στον γεροντα πως κι αυτος πλαθει παραμυθια κι ιστοριες , και πως τωρα , που ξαναβρηκε το παιδι η καρδια του ησυχασε κι η ψυχη του εφρανθηκε σφοδρα .
Γυρισανε κι αφησε το γεροντα στο σπιτικο του . Οταν τον αποχαιρετησε του το ειπε κι αυτο τον συγκινησε και του ' φερε δακρυα στα ματια . πως θα ' ρθει μερα , που δεν θα βλεπει το φως της κι ωρα να μην ακουει τα πουλια κι ευχηθηκε ,σαν ερθει εκεινη η στιγμη να πεταξει ,να προφθασει μονο να λαξευσει ενα πουλι , που τον τυρανναει χρονια τωρα.
Οι ωρες κι οι καιροι τον φερανε σε παραξενα μερη , με παραξενα κι αγνωστα φυτα κι ητανε ν ' απορει πολυ και λυσεις να μη βρισκει στα πολλα ερωτηματα του . Παντα ομως ο ηλιος και ο ιδιος ουρανος , λιγοστο γαλαζιο . Τοτε ειναι , που χρειαζεται ο φιλος να ανταλλαξεις μια κουβεντα της καρδιας , μια λεξη να την πλεξεις μαζι με αλλες
λεξεις . Ομως παραξενη η χωρα κι οι λογισμοι παραξενοι κι ειναι σαν κατι να σου λειπει , τα χερια δεν εχει , που να τα απλωσεις
και που να τ' αφησεις .Του ηρθανε επιμονα στο μυαλο καποιες ζωγραφιες , που ειδε καποτε σ' ενα παλιο βιβλιο , με τον Πυργο της Βαβελ . θυμηθηκε οτι το παιδι καποτε του ' χε ζωγραφισει παρομοια .Σκεφτηκε πως μπορει να πραγματοποιουνται οι ιδεες των παιδιων , απομενει να αναζητησουμε τα εργα τους και να τα αναγνωρισουμε.
Ομοια κι απαραλαχτα οι ανθρωποι θα ξετελειωσουν , εκεινο ετσι γινεται απο παλια , ν ' αλλαξει δεν γινεται . θυμηθηκε τα λογια του γεροντα .Στους αστερισμους τη νυχτα πασχισε , στα σχεδια τους , ν ' αποκαλυψει τα εργα του..
[ τελος α ' μερους , αυριο η συνεχεια ]
συννεφα ν ' αρμενιζουν σαν αεροστατα και με κιτρινα σχοινια να ανασηκωνουν τις βαρκες , αιωρουμενα σκαρια κι ανθρωποι ομοιαζαν με φτερωτα .Τα ψαρια κολυμπουσαν κατα ζευγη , κι αλλη ωρα της μερας κατα σμηνη . Κατω στο βυθο βασιλευε το χταποδι κι
ο καβουρας στην αμμο ,Τα ματια του πλημμυρισαν απο φως κι η ψυχη του χαρηκε , που ολα αυτα ομοιαζαν με το ονειρο του , που εβλεπε συχνα .Μονο που στο ονειρο ο ηλιος ηταν κοκκινος , ο ουρανος πρασινος κι η θαλασσα κιτρινη και τα ψαρια τραγουδουσαν
, τραγουδοψαρα τα λεγανε .Απο μακρια φτανανε καραβια και
ξεφορτωνανε σιταρια και καλαμποκια , οι ναυτες τις νυχτες τα πινανε στα ταβερνεια και που και που ακουγοντανε και το γελιο καποιας γυναικας . Τα πρωινα σωροι στη προκυμαια τα ξεψαρωμενα διχτυα και στα βραχια εσκαζε το κυμα αφρους , ητανε η ωρα που δειπνουνε οι πετραλιθρες .Στο ονειρο και στη φαντασια ειναι το ιδιο, κι ολα θρεφοπυνε και αναστενουνε μεσα στη ζωη , κι αυτη
ειναι οπως πεταλουδα , που γυρευει ν ' ανταμωσει τις αλλες πεταλουδες .Εκλεισε τα ματια του κι εσυρε το μυαλο του σ' αλλες μερες , του ηρθε να διηγηθει ενα παραμυθι . Το παιδι τον ακολουθουσε κι εφευρισκε χιλιους κι ενα τροπους να του το διηγηθει . Αυτος καποια στιγμη αρχισε . μια φορα κι ενα καιρο
πανω στη γη ζουσανε μονο παιδια κι ειχανε μπαλες και παιζανε , γυρω κι ολοτριγυρω ανθιζανε οι παπαρουνες και παντου αγριομαργαριτες, ζωυφια ητανε πολλα και περισσοτερες απ' ολα οι μελισσες . Ο ηλιος ανεβαινε και κατεβαινε μεσα στα χρωματα και τα παιδια δεν κλαιγανε ουτε για τις μαναδες κι ουτε για τροφη .Εκεινος σταματησε το παραμυθι , το παιδι τον ρωτησε για τη συνεχεια . Αυτος του' δειξε αριστερα στο αλωνι , που παιζανε παιδια , ενα εστειλε ψηλα τη μπαλα στον ουρανο και πηρε τη θεση του ηλιου .Σταθηκανε να τους χαιρετησουν και καλεσαν το παιδι να τους κανει παρεα , αυτο ετρεξε κοντα τους κι οταν επεσε η μπαλα αρχισαν ξανα το παιχνιδι . Τους αποχαιρετησε κι εστριψε σ ' ενα δρομο , που κατηφοριζε μεσα στα περιβολια και στους κηπους . Το παιδι του ελειψε , γυρισε και το αναζητησε . Η τοποθεσια ηταν σπαρμενη στα λουλουδια και με πετρες στα σχηματα των
παιδιων .
Ετσι μονος πορευτηκε . Συναντησε το λαγο στον υπνο του , και το ζαρκαδι να πινει νερο . Ολη τη μερα ηταν αγκυρωμενος στον ουρανο ο ηλιος και τη νυχτα το φεγγαρι αυξανε και λιγοστευε . Με ανακατα
συναισθηματα κοιμονταν και ξυπνουσε . Οι ανθρωποι ειχανε κτισει πολιτειες και παλευανε να στησουνε τις κοινωνιες τους . Ολα τα εβλεπε κι ολα τα μαθαινε . Καμποσο καιρο τον φιλοξενησε ενας
γεροντας και του διηγηθηκε πολλα και τον εμαθε πολλα .Αυτος ο γεροντας εκανε σκαλισματα σε ξυλο και πετρα , ολα τα πουλια τα ειχε σκαλισμενα
και περιφανευονταν πως γνωριζε καθενους ξεχωριστα την ομιλια
, τοτε αρχιζε να ψελνει αργοσυρτα και σιγα - σιγα ο ο κοσμος θολωνε τον ουρανο και τα δεντρα γινονταν καμπαναρια , οι λοφοι κοσμουσαν τη κεφαλη τους με εκκλησακια , ασπρισμενα απο τους φτωχους και τους εσχατους . Και σε γιορτινες μερες τα κουδουνια των ζωων κωδουνοχτυπουσαν κι ο ηλιος κηροκολουσε την ατμοσφαιρα . Μιλησε στον γεροντα για το παιδι και ποσο τον πονουσε η αναμνηση του , εκεινος του ζητησε σημαδια του κορμιου και του τα 'δωσε . Τα συλλογιστηκε ολα αυτα και τη τριτη μερα τον φωναξε να τον συνοδευσει . Περπατουσανε εφτα μερες κι εφτα νυχτες και σαν γλυκανε ο καιρος και λαμπρυνε η μερα του ' δειξε τα παιδια . Αλλα απο αυτα ηταν μεγαλα κι αλλα ηταν μικροτερα , ειχανε και διαφορα ονοματα . Κωνσταντης , Γιαννακης ,Χρυσουλα , Νικος , , Μαρια , Ανδρονικος , Γιωργακης , κι αλλα . Και
τα μαλλια τους καστανα , σγουρα , ξανθα και μαυρα και τα ματια τους ειχανε χρωματα .'' Τα παιδια ειναι χρωματα '' ειπε ο γεροντας . '' Ετσι ειναι και του ανθρωπου η ζωη χρωματα , σαν σ' ολη του τη ζωη να ζωγραφιζεται και να ζωγραφιζει '' . Θυμηθηκε σαν ητανε κι αυτος μικρος τη καταπρασινη σαυρα στον ηλιο κι οταν πλησιασε πως
συρθηκε στο πρασινο χορταρι .'' Και τα παιδια μας σαν σαυρες ειναι ''
ξαναειπε . Του εξομολογηθηκε πως κι αυτος ειναι εκει αναμεσα στα παιδια , του εδειξε μαλιστα το πιο μικρο .Επειτα ανοιξε ο ουρανος κι επεσε το γαλαζιο και μοιραστηκε αναμεταξυ τους δικαια , μερικα το ταιριαξανε με το πρασινο στο χορταρι κι οταν φτιαξανε το κιτρινο το πεταξανε στον ουρανο για τον ηλιο , ετσι ευχαριστησανε τον ουρανο για το δωρο του . Εκεινος ειπε στον γεροντα πως κι αυτος πλαθει παραμυθια κι ιστοριες , και πως τωρα , που ξαναβρηκε το παιδι η καρδια του ησυχασε κι η ψυχη του εφρανθηκε σφοδρα .
Γυρισανε κι αφησε το γεροντα στο σπιτικο του . Οταν τον αποχαιρετησε του το ειπε κι αυτο τον συγκινησε και του ' φερε δακρυα στα ματια . πως θα ' ρθει μερα , που δεν θα βλεπει το φως της κι ωρα να μην ακουει τα πουλια κι ευχηθηκε ,σαν ερθει εκεινη η στιγμη να πεταξει ,να προφθασει μονο να λαξευσει ενα πουλι , που τον τυρανναει χρονια τωρα.
Οι ωρες κι οι καιροι τον φερανε σε παραξενα μερη , με παραξενα κι αγνωστα φυτα κι ητανε ν ' απορει πολυ και λυσεις να μη βρισκει στα πολλα ερωτηματα του . Παντα ομως ο ηλιος και ο ιδιος ουρανος , λιγοστο γαλαζιο . Τοτε ειναι , που χρειαζεται ο φιλος να ανταλλαξεις μια κουβεντα της καρδιας , μια λεξη να την πλεξεις μαζι με αλλες
λεξεις . Ομως παραξενη η χωρα κι οι λογισμοι παραξενοι κι ειναι σαν κατι να σου λειπει , τα χερια δεν εχει , που να τα απλωσεις
και που να τ' αφησεις .Του ηρθανε επιμονα στο μυαλο καποιες ζωγραφιες , που ειδε καποτε σ' ενα παλιο βιβλιο , με τον Πυργο της Βαβελ . θυμηθηκε οτι το παιδι καποτε του ' χε ζωγραφισει παρομοια .Σκεφτηκε πως μπορει να πραγματοποιουνται οι ιδεες των παιδιων , απομενει να αναζητησουμε τα εργα τους και να τα αναγνωρισουμε.
Ομοια κι απαραλαχτα οι ανθρωποι θα ξετελειωσουν , εκεινο ετσι γινεται απο παλια , ν ' αλλαξει δεν γινεται . θυμηθηκε τα λογια του γεροντα .Στους αστερισμους τη νυχτα πασχισε , στα σχεδια τους , ν ' αποκαλυψει τα εργα του..
[ τελος α ' μερους , αυριο η συνεχεια ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου