Μια φορα κι ενα καιρο ησανε τρεις αδερφαδες . Κι οι τρεις κακα μοιραμενες .
Η πρωτη εστοιχειωσε γεφυρι στα μερη της Μικρασιας οταν ησαν Ελληνικα.Ο πρωτομαστορας δεν μπορουσε να στεριωσει το γεφυρι στα νερα του ποταμου , τη μερα το ' χτιζε τη νυχτα γκρεμιζονταν κι ενα μικρο μικρο πουλι του μηνυσε να το στεριωσει με τη γυναικα του στη μεσιανη καμαρα με πετρες και λασπη να τη χτισει γρηγορα. Εκεινη το καταραστηκε να τρεμει και να πεφτει στο ελαφροπεταγμα πουλιου , σαν ομως ειχε μονακριβο αδερφο και τυχαινε να διαβαινει αλλαξε λογο.
Η δευτερη σκλαβωθηκε στον πολεμο . αφου την κοιμηθηκανε δεκα πεντε την συρανε στη σκλαβια , να υφαινει , δουλα μεσα στις δουλες , στον αργαλειο ολημερις και τη νυχτα στα σκοταδια της γευεται τους κρυφους καρπους ο σκληρος αφεντης .
Η τριτη κι ομορφοτερη , π ' ολες τις αλλες ξεπερνουσε σ ' ασπραδα και τα χρυσα μαλλια τα χτενιζε στον ηλιο, ξελογιαστηκε απο πλανο αντρα πολλα χορευτη και ξενο .Με λογο απιστο την αρραβωνιασε , με γλυκολογα τη λογιασε και την κοιμηθηκε . Αφου ο πλανος χαρηκε τους χυμους του κορμιου της ομορφης μια μερα της ειπε , πως ταχα επρεπε να κινησει για τα μερη του και με το καλο σαν τελεψει τα αιωρουμενα ζητηματα να επιστρεψει σ ' αυτην να παντρευτουν .Ηταν τα λογια του πιστικα και τον εμπιστευτηκε , ηταν τα φιλια του γλυκα κι αποπλανηθηκε στο ψεμα .
Περασε ο ορισμενος χρονος κι ο αγαπητικος δεν γυρισε πισω , στην αρχη εκεινη δικαιολογησε την καθυστερηση . βροχες και κυλουνε οι δρομοι , χιονια πολλα και παγωνουν τα ποταμια , αργοτερα σαν περασε ο καιρος τον συλλογιστηκε για αρρωστο και στα τελευταια για πεθαμενο. Σαν ακουσε ομως πως παντρευτηκε αλλη γυναικα εκει στον τοπο του , εχασε τα συλλογικα της .
Το φυτρο στη κοιλια της μερα με τη μερα φυτρωνε κι αυγαταινε με τον ηλιο το φεγγαρι , σε λιγο θα ηταν δυσκολο να το αποκρυψει στους περιεργους το φουσκωμα της κοιλιας . Αλλοπαρμενη γυρευε το λυτρωμο , κρυφα τη συμβουλευανε φαρμακολυτρες με βοτανα και ξορκικα να το αποριξει το παιδι , του κακου , ο σπορος του απαρνητη της αγαπης βαθεια ριζωσε και δεν ξεριζωνε . Στο κανονικο γυρισμα των ημερων και των μηνων ξεγεννησε μονη κι ερμη . Με το παιδι ασπαργανωτο στην αγκαλια να κλαιει
ορμησε ξετρελλαμενη μεσα στην αφεγγαρη νυχτα να κρυφτει .Μετα απο πολλη ωρα εφτασε στα μερη που' χε βαλτονερια πολλα κι απεραντα, προχωρησε καταξεσκισμενη στο κορμι και στα ρουχα μεσα στα πυκνα καλαμια του μεγαλου καλαμιωνα , και συνεχεια προχωρουσε η αμοιρη, προχωρουσε , κι ως τα ποδια της βυθιζονταν μαζυ με το κορμι στον βαλτο τοσο το αμοιρο ξεγεννημα , σαν λες να ψυχανεμιστηκε τι συνεβαινε ,συμμερισθηκε τη δυστυχη μανα κι επαψε το δυστυχο τα κλαματα του για παντα .
Πριν εκεινη κυλησει στα σκοταδια μαζυ με το παιδι προλαβε τον αρνητη πικρα να τον καταραστει . ''Να λεπρισει κακα ολο το κορμι του και τα κομματια των σαρκων του που θα πεφτουν στο χωμα σαπισμενα να τα καταβροχθιζουν τ' αγρια σκυλια κι ο θανατος οσο κι αν τον επιθυμησει ο πλανος να μην ερθει να λυτρωθει , ετσι να τιμωρηθει ''.
Κι οπως καταραστηκε η παρατημενη της αγαπης πληρωσε εκεινος ο αχρειος .
Η πρωτη εστοιχειωσε γεφυρι στα μερη της Μικρασιας οταν ησαν Ελληνικα.Ο πρωτομαστορας δεν μπορουσε να στεριωσει το γεφυρι στα νερα του ποταμου , τη μερα το ' χτιζε τη νυχτα γκρεμιζονταν κι ενα μικρο μικρο πουλι του μηνυσε να το στεριωσει με τη γυναικα του στη μεσιανη καμαρα με πετρες και λασπη να τη χτισει γρηγορα. Εκεινη το καταραστηκε να τρεμει και να πεφτει στο ελαφροπεταγμα πουλιου , σαν ομως ειχε μονακριβο αδερφο και τυχαινε να διαβαινει αλλαξε λογο.
Η δευτερη σκλαβωθηκε στον πολεμο . αφου την κοιμηθηκανε δεκα πεντε την συρανε στη σκλαβια , να υφαινει , δουλα μεσα στις δουλες , στον αργαλειο ολημερις και τη νυχτα στα σκοταδια της γευεται τους κρυφους καρπους ο σκληρος αφεντης .
Η τριτη κι ομορφοτερη , π ' ολες τις αλλες ξεπερνουσε σ ' ασπραδα και τα χρυσα μαλλια τα χτενιζε στον ηλιο, ξελογιαστηκε απο πλανο αντρα πολλα χορευτη και ξενο .Με λογο απιστο την αρραβωνιασε , με γλυκολογα τη λογιασε και την κοιμηθηκε . Αφου ο πλανος χαρηκε τους χυμους του κορμιου της ομορφης μια μερα της ειπε , πως ταχα επρεπε να κινησει για τα μερη του και με το καλο σαν τελεψει τα αιωρουμενα ζητηματα να επιστρεψει σ ' αυτην να παντρευτουν .Ηταν τα λογια του πιστικα και τον εμπιστευτηκε , ηταν τα φιλια του γλυκα κι αποπλανηθηκε στο ψεμα .
Περασε ο ορισμενος χρονος κι ο αγαπητικος δεν γυρισε πισω , στην αρχη εκεινη δικαιολογησε την καθυστερηση . βροχες και κυλουνε οι δρομοι , χιονια πολλα και παγωνουν τα ποταμια , αργοτερα σαν περασε ο καιρος τον συλλογιστηκε για αρρωστο και στα τελευταια για πεθαμενο. Σαν ακουσε ομως πως παντρευτηκε αλλη γυναικα εκει στον τοπο του , εχασε τα συλλογικα της .
Το φυτρο στη κοιλια της μερα με τη μερα φυτρωνε κι αυγαταινε με τον ηλιο το φεγγαρι , σε λιγο θα ηταν δυσκολο να το αποκρυψει στους περιεργους το φουσκωμα της κοιλιας . Αλλοπαρμενη γυρευε το λυτρωμο , κρυφα τη συμβουλευανε φαρμακολυτρες με βοτανα και ξορκικα να το αποριξει το παιδι , του κακου , ο σπορος του απαρνητη της αγαπης βαθεια ριζωσε και δεν ξεριζωνε . Στο κανονικο γυρισμα των ημερων και των μηνων ξεγεννησε μονη κι ερμη . Με το παιδι ασπαργανωτο στην αγκαλια να κλαιει
ορμησε ξετρελλαμενη μεσα στην αφεγγαρη νυχτα να κρυφτει .Μετα απο πολλη ωρα εφτασε στα μερη που' χε βαλτονερια πολλα κι απεραντα, προχωρησε καταξεσκισμενη στο κορμι και στα ρουχα μεσα στα πυκνα καλαμια του μεγαλου καλαμιωνα , και συνεχεια προχωρουσε η αμοιρη, προχωρουσε , κι ως τα ποδια της βυθιζονταν μαζυ με το κορμι στον βαλτο τοσο το αμοιρο ξεγεννημα , σαν λες να ψυχανεμιστηκε τι συνεβαινε ,συμμερισθηκε τη δυστυχη μανα κι επαψε το δυστυχο τα κλαματα του για παντα .
Πριν εκεινη κυλησει στα σκοταδια μαζυ με το παιδι προλαβε τον αρνητη πικρα να τον καταραστει . ''Να λεπρισει κακα ολο το κορμι του και τα κομματια των σαρκων του που θα πεφτουν στο χωμα σαπισμενα να τα καταβροχθιζουν τ' αγρια σκυλια κι ο θανατος οσο κι αν τον επιθυμησει ο πλανος να μην ερθει να λυτρωθει , ετσι να τιμωρηθει ''.
Κι οπως καταραστηκε η παρατημενη της αγαπης πληρωσε εκεινος ο αχρειος .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου