Ως μου τα παρεδωσαν απαραλλαχτα παραδιδω τα λογια των παλαιοτερων . μια φορα μια καλομανα ειχε εννια τους γυιους κι υστερη καλομαθημενη κορη με ονομα βαφτιστικο Ερωφιλη . Η μανα της με τ 'αστρι την ελουζε ματι κακο και πονηρο να μην την παραβλεψει , και στο χαμοφεγγαρο την χτενιζε , τα δε αδερφια της βαλανε τον ηλιο φυλακα να παραφυλαει την ακριβη .
Ο κυρης τους αποθανε νωρις . ητανε ξακουστος στα μερη εκεινα στη συνεση στη γνωση , ποτες του δεν ξαστοχουσε στο κυνηγι και στο τρεξιμο παραβγαινε τα γρηγορα ελαφια . Σαν τοτε σιμωσε η τελευταια ωρα της μοιρας του τον ξεμοναχιαστηκε τον ανδρειωμενο μεγαλη ορδη απο λεοντες , εκεινοι χυμηξαν καταπανω του αγριεμενοι , στη μαχη απανω θανατωσε πεντε κι αλλους εφτα μαχαιρωσε , μα στο τελος τον ξεδυναμωσανε τον αντρειωμενο , ξεσκισανε στα δοντια τους τις σαρκες του και τις καταβροχθισαν ωμες .
Υστερα απο εκεινα τα γεγονοτα και σαν περασαν τα χρονια τα αγορια μεγαλωσαν κι ανδρειωθηκαν . Ο πρωτος εγινε ζευγιτης , στη γη καρπιζανε αφθονα τα σπαρτα του κι ευλογηθηκε το σπιτικο του .Ο δευτερος εθρεφε αλογα , αλογα με πυρινο τριχωμα , λευκα και στο μελι , στο χρωμα του μελιου , κι ητανε ξακουστα για στον πολεμο για στην ειρηνη . Ο τριτος εβοσκουσε χιλια προβατα και χιλιες πεντακοσιες αιγες , κι απο τους ασφακους του αιγιαλου σαλαγιζε τα ζωντανα ως μεσα τα πυκνα ρουμανια . Ο τεταρτος εμαθητευσε τεχνη πολιτικη , μαζευει και θερμενει τα χαλικια , που βρι-
σκονται σωροι στις ακρες της θαλασσας , σι ' ακρογιαλια , κι οντας λιωσουν φυσα με το φυσερο
στη λαβα τους και πλαθει τα στολισματα του γυαλιου .Ο πεμπτος σαν ηταν αψυς κατεληξε στρατιωτης. Ο εκτος στη σειρα παντρευτηκε ζηλοφθονη γυναικα και μαγισσα . Ο εβδομος σαν αγαπουσε τους ναυτικους χαρτες , τους πορτολανους , και τον μπουσουλα , αρμενιζει , καλη του η ωρα να ' ναι , τα πελαγα .Ο πρωτελευταιος αρνηθηκε τα εγκοσμια κι αποσυρθηκε περα μακρυα στην ερημο να σωσει τη ψυχη του με την νηστεια και την προσευχη . Ο ενατος γυιος , τελος , βουληθηκε στην ξενιτεια να παει, τα μαυρα ξενα , κι ως ηταν ωχρος και φιλασθενος απο γεννησιμιου του τον πονεσε η μανα .
'' Μεινε καλε μου , μην μακραινεις μου , ξενος στη ξενιτεια πεφτεις και χερι να σε σηκωσει δεν βρισκεται , αρρωστευεις και ποιος να σου δροσισει στα χειλια σου τη θερμη , σου στελνω μηλο σεπεται , κυδωνι μαραγγιαζει , σου στελνω και το δακρυ μου το πινει το μαντηλι , σου στελνω και το λογο μου στο δρομο ξαστοχαει ''.
'' Μανα σωπασε σε παρακαλω και μην κακοκαρδιζεσαι , περνω ανταμα συντροφια καλη στα ξενα την Ερωφιλη , να με συντρεχει και να με πονα στα ξενα '' .
Κι ο Κωνσταντης δεν αλλαζε τη γνωμη , ειδε κι αποειδε η δολια η μανα , κι ευτυς τον βαζει να της ορκιστει σ ' ορκο μεγαλο . μα ν' αρρωστησει ,μα να πεσει για το θανατο , πισω να της στελνει γρηγορα την Ερωφιλη π ' αγαπα κι οχι αλλον στον απανω κοσμο .Κι αυτος ο αμυαλος της ωμοσε ορκον βαρυ μεγαλο . ορκιζεται , εκεινο να το πραξει , εξαπαντος στο κοσμο .
Ειχε ο καιρος πολλα γυρισματα κι η κορη κακοαρρωστησε στα ξενα ,μεσα στον μηνα ωχρηνε την οψη , μεσα στον μηνα η ερμη ξεψυχαει . Σκαβει μοναχος με τα χερακια του τη γης και τηνε παραχωνει , σπερνει απανω της τριανταφυλλιες να τριανταφυλλισουν . πρωι' του ' ρχεται η αποθυμια της κι αποβραδυς
την μοιρολογαται . '' Μη και δεν σου' πρεπαν λεμονια στα μαλλια σου ανθισμενα ,και ποσες φορες δεν σωπισαν τ ' αηδονια στη γλυκεια λαλια σου , τωρα ακριβη μου λυγερη για που ταξιδεψες , για που μου αλαργευεις εσυ αμιλητη ''.
Στα τρυγισματα του αμπελωνα , τον μηνα τον Τρυγητη , τον εφτασε το τρομερο μαντατο εκει στα ξενα . η μανα , λεει , ειναι στα στερνα της κι αποζηταει την Ερωφιλη κοντα της . Ως τ ' ακουσε ευτυς παρατησε την καλη τη συντροφια και το γλυκο τραγουδι , ευτυς σελωνει ο χαι'δος τ ' αλογο , ευτυς το καλλιγωνει κι ευτυς το καβαλικευσε ,
μερα περνει διπλα τα βουνα και παραδιπλα τις κοντοραχουλες , νυχτα σερνεται στους καμπους με το φεγγαρι συντροφια , μητε σταθμιζει να γευτει ψωμι στο στομα η ' να δροσισει χειλη στο νερο . Κι απανω στις τριαντα δυο προβαινει στην αυλιτσα του σπιτιου του , κοσμος πολυς ητανε μαζωμενος κι ολοτριγυρα ο κηπος μαραμενος . Παλια ειχανε ειχανε φυτεψει μηλια τα μηλα καρπισμενη , και λεμονια στους λεμονανθους νυφουλα , τωρα φυτρωνει αγκαθι κι αγριαδα.Ορμαει στη καμαρα της μανας του που ξεψυχαει , σκυβει την σφιχταγγαλιαζει , κλαιει θρηνει και το κορμι του τρεμει .
Κι εκεινη η δυστυχη η μανα τον κραζει . '' Μωρε απιστε , που' ναι η Ερωφιλη '' κι εκεινος ο κακομοιρος την ανταπαντησε . '' Μανα η Ερωφιλη μας μ ' απομεινε στα μακρυνα τα ξενα μερη και σου παραγγελνει χαιρετισματα μ' αυτο το τριανταφυλλο , που ' ναι βαμμενο στο κοκκιναδι '' , κι ευτυς εκεινη του 'πε . ''Αυτο ' ναι , δυσμοιρε , τριανταφυλλο , στολισμα σε κουφαρι . Τη καταρα της μανας να ' χεις ''. κι εκεινος σαν δεν τ' αντεξε βαρια ξεστομισε'' Μανα μου ακουσε το τρομερο μαντατο , η Ερωφιλη μας θαφτηκε στα ξενα περα ''.Οντας τ ' ακουσε εκεινη ευτυς ξεπεταξε η ψυχη της , στην αγκαλια του απομεινε κουφαρι αψυχο κι αμιλητο .
εκεινος ο πικροχειλος ζηταει μαχαιρι να κοπει , γκρεμο να τσακιστει
, και θα το επραττε το αποτροπαιο αν δεν σωριαζονταν εμβροντητος
μπροστα στα ποδια του νεκρος.
Μανα και γυιο τους θαψανε ομαδι στην αυλιτσα , πανω στο χρονο φυτρωσε τριανταφυλλια στο μνημα , που απλωσε μοσχομυριστη .
Ο κυρης τους αποθανε νωρις . ητανε ξακουστος στα μερη εκεινα στη συνεση στη γνωση , ποτες του δεν ξαστοχουσε στο κυνηγι και στο τρεξιμο παραβγαινε τα γρηγορα ελαφια . Σαν τοτε σιμωσε η τελευταια ωρα της μοιρας του τον ξεμοναχιαστηκε τον ανδρειωμενο μεγαλη ορδη απο λεοντες , εκεινοι χυμηξαν καταπανω του αγριεμενοι , στη μαχη απανω θανατωσε πεντε κι αλλους εφτα μαχαιρωσε , μα στο τελος τον ξεδυναμωσανε τον αντρειωμενο , ξεσκισανε στα δοντια τους τις σαρκες του και τις καταβροχθισαν ωμες .
Υστερα απο εκεινα τα γεγονοτα και σαν περασαν τα χρονια τα αγορια μεγαλωσαν κι ανδρειωθηκαν . Ο πρωτος εγινε ζευγιτης , στη γη καρπιζανε αφθονα τα σπαρτα του κι ευλογηθηκε το σπιτικο του .Ο δευτερος εθρεφε αλογα , αλογα με πυρινο τριχωμα , λευκα και στο μελι , στο χρωμα του μελιου , κι ητανε ξακουστα για στον πολεμο για στην ειρηνη . Ο τριτος εβοσκουσε χιλια προβατα και χιλιες πεντακοσιες αιγες , κι απο τους ασφακους του αιγιαλου σαλαγιζε τα ζωντανα ως μεσα τα πυκνα ρουμανια . Ο τεταρτος εμαθητευσε τεχνη πολιτικη , μαζευει και θερμενει τα χαλικια , που βρι-
σκονται σωροι στις ακρες της θαλασσας , σι ' ακρογιαλια , κι οντας λιωσουν φυσα με το φυσερο
στη λαβα τους και πλαθει τα στολισματα του γυαλιου .Ο πεμπτος σαν ηταν αψυς κατεληξε στρατιωτης. Ο εκτος στη σειρα παντρευτηκε ζηλοφθονη γυναικα και μαγισσα . Ο εβδομος σαν αγαπουσε τους ναυτικους χαρτες , τους πορτολανους , και τον μπουσουλα , αρμενιζει , καλη του η ωρα να ' ναι , τα πελαγα .Ο πρωτελευταιος αρνηθηκε τα εγκοσμια κι αποσυρθηκε περα μακρυα στην ερημο να σωσει τη ψυχη του με την νηστεια και την προσευχη . Ο ενατος γυιος , τελος , βουληθηκε στην ξενιτεια να παει, τα μαυρα ξενα , κι ως ηταν ωχρος και φιλασθενος απο γεννησιμιου του τον πονεσε η μανα .
'' Μεινε καλε μου , μην μακραινεις μου , ξενος στη ξενιτεια πεφτεις και χερι να σε σηκωσει δεν βρισκεται , αρρωστευεις και ποιος να σου δροσισει στα χειλια σου τη θερμη , σου στελνω μηλο σεπεται , κυδωνι μαραγγιαζει , σου στελνω και το δακρυ μου το πινει το μαντηλι , σου στελνω και το λογο μου στο δρομο ξαστοχαει ''.
'' Μανα σωπασε σε παρακαλω και μην κακοκαρδιζεσαι , περνω ανταμα συντροφια καλη στα ξενα την Ερωφιλη , να με συντρεχει και να με πονα στα ξενα '' .
Κι ο Κωνσταντης δεν αλλαζε τη γνωμη , ειδε κι αποειδε η δολια η μανα , κι ευτυς τον βαζει να της ορκιστει σ ' ορκο μεγαλο . μα ν' αρρωστησει ,μα να πεσει για το θανατο , πισω να της στελνει γρηγορα την Ερωφιλη π ' αγαπα κι οχι αλλον στον απανω κοσμο .Κι αυτος ο αμυαλος της ωμοσε ορκον βαρυ μεγαλο . ορκιζεται , εκεινο να το πραξει , εξαπαντος στο κοσμο .
Ειχε ο καιρος πολλα γυρισματα κι η κορη κακοαρρωστησε στα ξενα ,μεσα στον μηνα ωχρηνε την οψη , μεσα στον μηνα η ερμη ξεψυχαει . Σκαβει μοναχος με τα χερακια του τη γης και τηνε παραχωνει , σπερνει απανω της τριανταφυλλιες να τριανταφυλλισουν . πρωι' του ' ρχεται η αποθυμια της κι αποβραδυς
την μοιρολογαται . '' Μη και δεν σου' πρεπαν λεμονια στα μαλλια σου ανθισμενα ,και ποσες φορες δεν σωπισαν τ ' αηδονια στη γλυκεια λαλια σου , τωρα ακριβη μου λυγερη για που ταξιδεψες , για που μου αλαργευεις εσυ αμιλητη ''.
Στα τρυγισματα του αμπελωνα , τον μηνα τον Τρυγητη , τον εφτασε το τρομερο μαντατο εκει στα ξενα . η μανα , λεει , ειναι στα στερνα της κι αποζηταει την Ερωφιλη κοντα της . Ως τ ' ακουσε ευτυς παρατησε την καλη τη συντροφια και το γλυκο τραγουδι , ευτυς σελωνει ο χαι'δος τ ' αλογο , ευτυς το καλλιγωνει κι ευτυς το καβαλικευσε ,
μερα περνει διπλα τα βουνα και παραδιπλα τις κοντοραχουλες , νυχτα σερνεται στους καμπους με το φεγγαρι συντροφια , μητε σταθμιζει να γευτει ψωμι στο στομα η ' να δροσισει χειλη στο νερο . Κι απανω στις τριαντα δυο προβαινει στην αυλιτσα του σπιτιου του , κοσμος πολυς ητανε μαζωμενος κι ολοτριγυρα ο κηπος μαραμενος . Παλια ειχανε ειχανε φυτεψει μηλια τα μηλα καρπισμενη , και λεμονια στους λεμονανθους νυφουλα , τωρα φυτρωνει αγκαθι κι αγριαδα.Ορμαει στη καμαρα της μανας του που ξεψυχαει , σκυβει την σφιχταγγαλιαζει , κλαιει θρηνει και το κορμι του τρεμει .
Κι εκεινη η δυστυχη η μανα τον κραζει . '' Μωρε απιστε , που' ναι η Ερωφιλη '' κι εκεινος ο κακομοιρος την ανταπαντησε . '' Μανα η Ερωφιλη μας μ ' απομεινε στα μακρυνα τα ξενα μερη και σου παραγγελνει χαιρετισματα μ' αυτο το τριανταφυλλο , που ' ναι βαμμενο στο κοκκιναδι '' , κι ευτυς εκεινη του 'πε . ''Αυτο ' ναι , δυσμοιρε , τριανταφυλλο , στολισμα σε κουφαρι . Τη καταρα της μανας να ' χεις ''. κι εκεινος σαν δεν τ' αντεξε βαρια ξεστομισε'' Μανα μου ακουσε το τρομερο μαντατο , η Ερωφιλη μας θαφτηκε στα ξενα περα ''.Οντας τ ' ακουσε εκεινη ευτυς ξεπεταξε η ψυχη της , στην αγκαλια του απομεινε κουφαρι αψυχο κι αμιλητο .
εκεινος ο πικροχειλος ζηταει μαχαιρι να κοπει , γκρεμο να τσακιστει
, και θα το επραττε το αποτροπαιο αν δεν σωριαζονταν εμβροντητος
μπροστα στα ποδια του νεκρος.
Μανα και γυιο τους θαψανε ομαδι στην αυλιτσα , πανω στο χρονο φυτρωσε τριανταφυλλια στο μνημα , που απλωσε μοσχομυριστη .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου