.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Διηγησεις Μεγαλεξανδρου-Great Alexander-
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis}
.
.
Μεγας Αλεξανδρος-Great Alexander-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΤΡΙΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ,ΤΗ ΦΥΛΛΑΔΑ
ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ-χ.ν.κουβελης.
...
και το στρατευμα πεζοπορουσε ημερες ολοκληρες και
νυχτες χωρις ξεκουραση και υπνο και φαγητο ελαχιστο
και νερο λιγοστο,αγριεψαν οι στρατιωτες,τα μαλλια και τα
γεννια τους μεγαλωσαν,αγρια η μορφη τους,η οψη σκυ-
θρωπη,μιλια δεν εβγαζαν απ'το στομα,μοναχα βρισιες
και βλαστημια ακουγονταν,κι εκεινες συντομες, κι επειτα
βαρια σιωπη,οι βαριες αναπνοες,και πηγαν στον Αλεξανδρο
αντιπροσωποι τους δεκα και του ειπαν τα παραπονα,πως
δυσκολα συγκρατουνται οι στρατιωτες οταν ειναι απελπι-
σμενοι να μην στασιασουν και πως η υπομονη εξαντληθηκε
και ο Αλεξανδρος τους ακουσε προσεχτικα και μεσα του λυ-
πηθηκε,αλλα δεν το εδειξε,γοιατι ειχε μαθει πως ο αρχηγος
δεν πρεπει να δειχνει φοβια η' αμφιβολια,οταν ολοι οι
αλλοι φοβουνται και αμφιβαλουν,αλλα πρεπει να κρυβει
καλα τι σκεπτεται και να μην αποκαλυπτει τι αισθανεται,τους
ειπε πως θα κανει οτι μπορει να διορθωσει τη κατασταση,ν
α συγκρατηθουν για λιγο,κι εφυγαν οι αντιπροσωποι κι εμει-
νε ο Αλεξανδρος βαθεια συλλογισμενος και με βαρια τη καρ-
δια,κι εστειλε ανθρωπους εμπιστους δικους του να μαθει
τους πρωταιτιους τους αντιρρησιες,να τον ειδοποιησουν
κι εναν εναν να τους ξεμοναχιασει και να τους εξουδετερω-
σει,γιατι ηξερε πως χωρις αργηγο ο οχλος δεν οργανωνεται
και να κινηθει εναντιον του,και δεν ηθελε να κινδυνεψει η
εκστρατεια του με κανενα τροπο να ματαιωθει
...
ειπε να τον δεσουν με σχοινι να κατεβει στο πηγαδι,
εκει θα λυθει,κι οταν ειναι ετοιμος θα δεθει με το σχοι-
νι,θα το κουνησει να καταλαβουν πανω και να τον σηκω-
σουν,κατεβηκε ο Αλεξανδρος στο πηγαδι και μετρησε
το βαθος του κι ητανε χιλιες οργιες και το σκοταδι οσο
κατεβαινε τοσο πυκνωνε και το κρυο μεγαλωνε ,οταν
εφτασε στο πατο λυθηκε απ'το σχοινι ,μεσα στο σκοταδι
ειδε μια χαραμαδα φως,εσπρωξε τον τοιχο κι εκεινος
ανοιξε σαν πορτα και μπηκε ο Αλεξανδρος σε μια φωτι-
σμενη αιθουσα κι ειχε πολλες κολονες θεορατες που
βαστουσαν ψηλα τη τεραστια οροφη κι ειχε η οροφη,ση-
κωσε το κεφαλι κι ειδε,πολλα σχεδια απο το ζωικο κι απο
το φυτικο κοσμο,πολλα ζωα και πολλα φυτα δεν τα'χε ξα-
ναδει,στο βαθος της αιθουσαν ηταν ανθρωποι μαζεμενοι,
πλησιασε κι οσο κι αν τους πλησιαζε δεν εφτανε κοντα τους,
ενας απ'αυτους γυρισε και του φωναξε:Αλεξανδρε ελα εδω
κοντα μας,μην στεκεις μακρυα,κι ακουσε τη φωνη του δυνατη,
σαν να του μιλουσε απο πολυ κοντα απο διπλα του και του α-
παντησε:Πως να ερθω ,δεν μπορω,πλησιαζω κι απομακρυ-
νεστε και δεν σας φθανω ποτε,ο αλλος δεν του απαντησε,σαν
να μην τον ακουσε,του επανελαβε τα ιδια λογια πιο δυνατα,
παλι δεν τον ακουσε,και τοτε τον ειδε να του χειρονομει,σαν
να του φωναζε να τρεξει,ετρεξε και τους εφτασε,ηταν πολλοι
μαζεμενοι,απο κοντα του φανηκαν ιδιοι,το ιδιο προσωπο,
το ιδιο υψος ,τα ιδια ρουχα,ιδιο χρωμα μαλλιων,ιδια φωνη,
ιδιοι ανθρωποι,πως να ξεχωρισει τον ανθρωπο που του
φωναξε;αδυνατο ητανε,και τοτε ειδε να ειναι στημενοι
παντου αναμεσα τους πολλοι καθρεπτες σε διαφορες γω-
νιες και καθε ανθρωπος ειχε απο καθρεφτη σε καθρεφτη
πολλα ειδωλα,τοσο πολυ ζαλιστηκε που δεν ηταν σιγουρος
ποιοι ανθρωποι ηταν πραγματικοι και ποιοι ηταν μοναχα
ειδωλα,παρατηρησε πως οι καθρεφτες ηταν απο τετοιο
υλικο κατασκευασμενοι που μπορουσες να περασεις
στο εσωτερικο τους και να συνυπαρχεις με το ειδωλο
σου,με τα ειδωλα των αλλων ανθρωπων,μεσα στα ειδωλα
ειδε τη μορφη του ν'αλλαζει να γινεται ομοια με των αλλων,
σε λιγο δεν θα γνωριζε ποιος ηταν μεσα σε τοσους πολλους
ομοιους ανθρωπους,σκεφτηκε να γυρισει πισω,ομως το
πισω ,οπως κι οποιαδηποτε αλλη κατευθυνση ειχε εξαφα-
νισθει,ολοι κινουνταν,καποια στιγμη σταθηκαν ολοι ακινη-
τοι,ουτε καμια φωνη ακουγονταν,μοναχα ακουγε το χτυπο
ενος ρολογιου,δεν μπορουσε να προσδιορισει απο που,ακου-
γονταν καθαρα τα δευτερολεπτα,ειδε πως απεκτησε παλι το
δικο του προσωπο,καταλαβε πως χαθηκε σε λαβυρινθο,πριν
αρχισουν ολα απ'την αρχη να συμβαινουν ξανα ετρεξε προς
καποια διευθυνση να προλαβει να ξεφυγει.ειδε μια ανοιχτη
πορτα,ισα που προλαβε να τη περασει γιατι σταματησε το ρο-
λοι ,βρεθηκε στο σκοταδι,απλωσε τα χερια και ψηλαφησε ,
επιασε το σχοινι ,δεθηκε απ'τη μεση,το κουνησε δυνατα,
γρηγορα τον ανεβασαν επανω,τον ρωτησαν γιατι τοσα γρη-
γορα γυρισε,δεν τον ειχαν καλα καλα κατεβασει κατω κι αμε-
σως κουνησε το σχοινι να τον ανεβασουν επανω,μολις που
κατεβηκε,δεν τους ειπε τιποτα τι ειδε,ειπε πως δεν ειχε κατι
να δει
...
νυχτα,η Ρωξανη,ηταν εξω στον κηπο,τη βρηκε εκει,την
πλησιασε,σταθηκε κοντα της,την αγγιζε,ζεστο το κορμι
της,ειδε το προσωπο της,το φωτιζε η σεληνη,πανσεληνος,
''εχεις ομορφο προσωπο'' της ειπε,εκεινη χαμογελασε,
δεν απαντησε,αργοτερα στη κρεβατοκαμαρα,τον ρωτησε
τι εννοουσε οταν ,πριν,στο κηπο της ειπε:''εχεις ομορφο
προσωπο'',
...
.
.
Απο τις Διηγησεις Μεγαλεξανδρου-χ.ν.κουβελης
...ητανε τοτε οπου μετα απο πορεια δεκα ημερων ηλθομεν εις μερος
μεγα ερημον ουδενα δενδρον ηταν ουδε θαμνος μικρος και υποφεραμεν
ολοι απο το μη υποφερτον καυμα και οι νυχτες ηταν πολυ σκοτεινες και ψυ-
χροτατες πολλα δε παιδια τοτε χαθηκαν απο υψηλην θερμη και ριγη
εις το κορμι-ο Αλεξανδρος εκ τουτων των συμβαντων εστεναχωρεθη πολυ
και αγρυπνος εμενεν τις νυχτες στη σκηνη του να ευρει λυσιν της δυστυ-
χιας εσυλογιζετο-τα πραγματα εις το στρατοπεδον ησαν λιαν κρισιμα και
ηκουετο πως ωρα με την ωρα θα ξεσπασει επανασταση μεταξυ των στρα-
τιωτων-ολοι ητο εξαντλημενοι και γυρνουσαν περιξ με τα προσωπα τους
αγριεμενα να τους φοβασαι τοσο καταβεβλημενοι ησαν και τα κακομοιρα
ζωα υποφεραν πολλα εχασαν τη ζωη τους απο τη κακουχια κι αλλα εξαν-
τλημενα καθονταν στο χωμα ημιλυποθημα και περιμεναν το τελος τους
αβοηθητα κι αλλα ως να τρελλαθηκαν και να εχασαν τας φρενας των βγα-
ζοντας φοβερους αφρους απο το στομα τους ορμουσαν ασυγκρατητα με
δυναμη και με πολυ ταχυτητα εχανοντο εις το βαθος του αχανους οριζοντα
και ποτε δεν επεστρεψαν ουτε τα ξαναειδαμε κι ητανε να σου πισνεται η
ψυχη απο την απελπισια και πολυ μεγαλη δυσκολια οπου ειχαμε οπου
εσωνοντο οι προμηθειες ελιγοστευαν τα θροφιμα και λιγο το νερο αρχισαμε
κι ολας να πειναμε και να διψαμε και εφοβομασταν την ελλειψη κι ητανε
πολυ κριμα και πονος να ακους τις αγριες φωνες των συνθροφων και τις βλα-
σφημιες τους φοβος σαν ουρλιαχτα λαβωμενων αγριων ζωων ητανε και τρο-
μος και πονος στη καρδια να τους ακους και σε αυτη τη κατασταση οπου ελπιδα
δεν ειχε μας εσυγκεντρωσεν ο Αλεξανδρος και μας ειπεν πως την νυχτα ειδε σε
ονειρο την αγαπημενη μητερα του μετα απο πολυ καιρο οπου ειχε να την δει
την ειδε κι εκεινη πολυ τον.πονεσε για εκεινα οπου ετραβουσε και του ειπεν
πως ησαν μεσα σε μεγαν λαβυρινθον και οσοι εκει μεσα εμβηκαν δεν μπορεσαν
να εβγουν επειδη ειναι απεραντος ο τοπος κι ολοενα αυξανει εις μεγεθος καθε
ημερα δεκακις γινεται μεγαλυτερος και πως συνεχως προστιθεται νεα αμμος
απροσμετρητος και πως σε καθε μερος της ομοια ειναι και δεν δυναται να ξεχω-
ρισεις εις ποιον μερος της εισαι αν εις το μεσον η εις το ακρον της εισαι ειναι σαν
πουθενα να εισαι και παντου να εισδαι και πως δεν εχει χρονο να διαβει μητε
ωρας μητε μηνους μητε εποχας μητε χειμωνας η' καλοκαιρι η' ανοιξις η' φθινο-
πωρος μητε ετη ο χρονος ειναι στασιμος ανυπαρχτος ειπεν και του ειπεν η μητε-
ρα πως να παυσουμε να αγρυπνουμε και πως στον υπνο μας το κακο ονειρο οπου
ζουμε θα διαλυθει κι τοτε θα ξεφυγουμε και θα ευρωμεν τη σωτηρια απο τον κακο
τοπο ειδαλλως μενει να χαθουμε εδω-πολλοι που ακουσαν αυτα γελασαν και φω-
ναξαν του Αλεξανδρου πως τουτα ηταν μεγαλες ανοησιες δια μωρα παιδια να ξεγε-
λασεις και πολλοι συμφωνησαν μαζι τους και εγινετο μεγαλη βοη και ταραχη στο
στρατευμα κι εκεινοι τοτε εξαγριωμενοι ορμησαν στα αλογα αρπαξαν και προμη-
θειες οσες πολλες ημπορουσαν να φορτωσουν φορτωσαν και πηδηξαν στα εξα-
θλιωμενα αλογα και εξαφανισθηκαν μεσα στην μεγαλη αμπουρα και αμμον οπου
εσηκωθει κι ητο μεγαλος θορυβος και ταραχη οσαν κολασις εφανη τοση μεγαλη
μαχη εγινε κι εμειναμε εμεις οι αλλοι βαρυθυμοι και πολυ στεναχωρεμενοι και
πολλοι ηταν μεσα εις το στρατον οπου επιστεψαν στα λογια του Αλεξανδρου και
επεριμεναν υπομονετικως να παυσει η μεγαλη αγρυπνια τους και η κουραση και
η μεγαλη εξαντληση να λυσει τα μελη τους και να κλεισουν τα ματια στον υπνο
και δεν περασεν πολυ καιρος και εκοιμηθηκαμε οσοι απο εμας σταθηκαμε τυχεροι
και δεν χαθηκαμε και οταν εξυπνησαμε ευρεθηκαμε εις καλοημερον και ευτυχε-
στατον τοπον οπου ειχεν πλειστα πλειστα καρποφορα μηλιες αχλαδιες και αλλα
πληθωρα ολων των λογιων και αμπελια ειχε με ωριμασμενα τσαμπια σταφυλια.
ροζακια ειχεν και πουλια καλλικελαδα εις τα κλαδια οπου εκελαηδουσαν πολυ
ευχαριστα και νερα σε λιμνουλες και σε ποταμια κυλουσαν κρυσταλινα και δια-
φανα καθαροτατα κελαρουσαν και μελισσουλες βομβιζαν στα ανθισμενα λου-
λουδια τριανταφυλλα κοκκινα και γαρυφαλλα βιολετες και ορταντσιες ολα τα
ανθη της υπαιθρος να χαιρεσε κι ακομη ηταν το μερος κατωκοιμενον απο ανθ-
ρωπους πολιτισμενους με ωραιοτατα σπιτια με πανεμορφους κηπους και οι κο-
πελες ηταν πολυ ωραιοτατες και τουτοι οι ευτυχισμενοι ανθρωποι μας εφιλοξε-
νησαν εις τα σπιτια τους και επανδρευτηκαμε απο εκει γυναικες και καναμε πολ-
λα παιδια...
.
.
ΤΙ ΕΣΥΝΕΒΗ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΝ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ -χ.ν.κουβελης
μετα απο δυο ημερας ηρθομεν εις τοπον ερημικον και πολλα πετρωδην.
ο Αλεξανδρος μας ειπεν να σταθμευσωμεν εις ετουτον τον ερημον τοπον.
πως ητον λεει ασφαλεστατος.κι ετσι εγεννετο.κατασκηνωσαμεν και.ως ημαστο
κατακοποι τοσας ημερας εκλειστηκανε οι οφθαλμοι μας.οτε εξυπνησαμε
παραξενευτηκαμε οτι ο ηλιος ητον εις τον ουρανον.εις το αυτον σημειον ως
τον ειχομεν ιδει προτερον.εις των επιστημονικων εταιρων ερωτηθεις περι
αυτου ουδεν εγνωριζεν να αποκριθη.και το πλεον παραξενον δεν ητο ετουτο.
αλλα αλλον .ηκουαμε λιαν καθαρως τις φωνες αλλων ανθρωπων και τις
φωνες ζωων.και πουλιων ηκουαμε.και του ανεμου το φυσητον.και απο τον.ηχο
φλοισβου νερων ενομισαμεν πως η θαλασσα ητο.επειδη και γλαρων φωνες
ακουαμε και κυματων χτυπους.σαν ο τοπος εκεινος να ητο παραθαλασσιος
αλλα ουδεν βλεπαμεν.ο.Αλεξανδρος τοτε συγκαλεσεν τους ειδικους να συσκε-
φθουν δια το συμβαν.τι ετουτο ητο.ο ηλιος δε εις το αυτον.σημειον του ουρανου
ακινητος.ειχαμε την αισθησιν.πως ουτε ο χρονος ετρεχε .καποιος εκ των σοφων
αποφανθη πως αληθως δεν εξυπνησαμεν εκ του υπνου και πως εις ονειρον εγκλει-
στοι ευρισκομεθα ετι και πως εαν κοιμηθουμεν εις το ονειρον παλιν εις αλλον
ονειρον θα εξυπνησομεν. απο ονειρον εις ονειρον και πως ηδυνατο καποτε να επα-
νελθομεν εις την αρχην.και τουτο ο Αλεξανδρος το εδεχθει και προσταξεν ολο το
στρατευμα να κοιμηθει.κι ετσι εγεννετο.την επομενην δε φοραν ητο αλλως .τωρα
εβλεπαμε τους ανθρωπους αλλα δεν.ημπορουσαμε να τους ακουσουμε ουτε να
τους αγγιξουμε ως να μην ειχουν ουτε σαρκαν ουτε οστα.ως να ητο φασματα.αλλα
και εκεινοι εφαινετο να μην μας εκαταλαβαινουν.τους παρατηρουσαμε λεπτομερως,
αλλα ως να ειχαμε καταληφτει απαντες απο μιαν νοσον αμνησιας δεν ημπορουσαμε
να αφηγηθουμε εις τινα το παραμικρον.τοσον μεγαλη η ληθη η μας κατελαβεν.
εκοιμηθηκαμε και εις αλλο ονειρο οι αυτοι ανθρωποι.τωρα και τους εβλεπαμε και
τους ακουγαμε.εκεινοι ουτε μας εβλεπαν ουτε μας ακουγανε οπου φορες τους εφω-
ναζαμε.εφαινετο δε ωσαν να παρηλθεν χρονος πολυς ενδιαμεσως.ειχον αλλαξει
εις τας φυσιογνωμιας των.τινες των παλαιων δεν ειδομεν.και ειδομεν πρωτην αλλους
νεωτερους.εις των.αντρων μας ερωτευθει σφοδρα μια των γυναικων τους και την
ακολουθει οπου ευρισκετο.ο δυστυχος τοσον εχασεν τα μυαλα του δια δαυτην ωστε
αληθη την ενομιζετο και της εξεθετε τον.ερωτα του λαβρον και περιπαθην.και με
παθος της ομιλουσε.και αγριευε οταν του ελεγαμε την αληθεια και πως η γυναικα
ητο φασμα ονειρου.ουδεν ηθελεν ακουσει.και οταν την ειδε να συνευρισκεται με
εναν αντρα της κοινωνιας της τοτε πληρως αλλοφρονησεν και ητο να τον λυπασαι
τον δυσμοιρον και αδυνατο να τον συγκρατησεις εις τας φρενας.τον εβρηκαμε απο
υψηλο βραχο να εχει πηδηξει κατω και να συντριφτει ο δυσμοιρος.εις αλλον ονειρο
δεν τους ειδαμε εκεινους τους ανθρωπους ουτε τους ακουαμε.ομως ειχαμε εις την
μνημη μας ζωηρην την καθε εκδηλωση τους .τα παντα καθαροτατα τα ενθυμουμεθα
και καθεις του αλλου τα ανακαλουσε απο τη μνημη του.και τα αφηγουμεθα με πολλας
λεπτοερειες.πολλοι δε πολυλογουσανε ωρες.τινες δε τεχνικοτατοι οντες μυθολογουσαν.
εφευρισκαν ιδικα των συμβαντα και τα εννοουσαν ως αληθη και να εσυνεβησαν.εμας
αλλα μας ετερπανε και τα επαινουσαμε και αλλα τα κριναμε και τα ψεγαμε.εις επομενα
ονειρα τους βλεπαμε δια ολιγην ωραν και συνεχως ετουτο ελαττουτο μεχρι οπου τους
εχασαμε εντελως.εκεινος ο σοφος εσυμπερανε πως εις καποια αγνωστο εις εμας μηχανη
ωφειλετο αυτο .οτι τους επροβαλε εις τον τοπον ενω αυτοι δεν υφισταντο πλεον .πως
αυτη η αγνωστος μηχανη τους ειχε καταγραψει τις ζωες και τους επροβαλε δια παντος.
επ'απειρον.και πως εμεις εκοιμωμεθα κανονικα και κανονικα εξυπνουσαμε ουχι εις ονει-
ρον αλλα εις ετουτον τον ερημον.τοπον εδω οπου εξαρχης ευρεθηκαμεν και εγινομασταν
μαρτυρες του φαινομενου της προβολης.και πως ο ακινητος ηλιος οπου ειδαμεν εις τον
ουρανον ητο μια εικονα της προβολης αυτης.και εσυμπερανε πως αν μεινουμε εδω παλιν
θα τους ειδομε να προβαλλονται.κι ετσι εγεννετο.κοιμηθηκαμε και οταν ξυπνησαμε τους
ειδαμε παλιν.τους βλεπαμε αναμεσα μας και τους ακουγαμε αλλα παλιν δεν τους αγγιζαμε.
τοτε ητο οπου ειδαμε τον αδικοσκοτωμενο συντροφο μας.και μαλιστα τον ειδαμε εις ερω-
τικη συνομιλιαν με την γυναικα εκεινην και εγελουσαν.και εφαινοντο πολυ ευτυχισμενοι οι
δυο.και τοτε καποιος απο εμας του εφωναξε με δυνατη φωνη.συντροφε πως εφτασες ως
εδω;εμεις σε μαζεψαμε απο τα βραχια κατω ασυντριμενο το σωμα σου και με τιμες σε
θαψαμε και χωμα.σηκωσαμε και σημα πανω στησαμε το κονταρι σου.πες μας, αληθεια,πως
εφτασες ως εδω;εκεινος γυρισε προς το μερος μας σαν κατι φανηκε να ακουσε ειτε να
αιστανθηκε αλλα δεν απαντησε.τοτε ο Αλεξανδρος ειπε να συνελθουμε και την αλλη μερα
να κινησουμε ολο το στρατευμα προς τα ανατολικα μερη.κι ετσι εγεννετο
.
.
.
ιπποδρομια-2μ χ 3μ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
.
.
Η ΕΡΗΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ
[απο τη φυλλαδα του Μεγαλεξαντρου-χ.ν.κουβελης]
ο Αλεξαντρος και το φουσατο του εισεβησαν εις μιαν τεραστια ερημον οπου δεν
ειχεν ουδε μακρος ουδε πλατος ανθρωπος να μετρησει και η μερα ητο δεκα ανθρωπι-
νες μερες και η νυχτα ομοιως δεκα νυχτες των ανθρωπων,η δε ζεστη την ημερα ητον
ανυποφορος και η κρυωτη την νυχτα παρομοιως δυσβαταχτος και τοτε απο ετουτα
τα δεινα αιτια εχαθησαν πολλοι στρατιωτες και πολλα αλογα και ζωα και τα εφοδια
εις τροφιμα και εις ποσιμο νερο λιγοστευαν εις την ποσοτητα και λιαν ταχια θα ειχον
παντελως τελειωθει και θα ειχε το στρατευμα μεγαλην χρειαν,και ο Αλεξαντρος διετα-
ξεν να μην ησυχασουν αλλα ολημερις κι ολονυχτις να πεζοπορουν και μητε να ιππευουν
τα αλογα ινα να μη εξασθενισουν απο την κουραση,και μητε να στεναζουν και τους
ακουν οι αλλοι και δειλιαζουν κι οσοι αρρωστοι τους παρατουσαν στη μοιρα τους το
ιδιο και τα αρρωστα αλογα τα αφηναν απνοα κι αδυνατισμενα να ξεραθουν στη μεγαλη
θερμη της μερας και οι κουβεντες τους ηταν λιγοστες και τα λογια τους βαρια,ξερανε πως
αυτο θα ειναι το αναποφευκτο τελος τους και η ερημος ολογυρω τους δεν ειχεν ακρα
και τελειωμο,και βλεπανε στον ουρανο οχι εναν ηλιο,αλλα δυο η' και τρεις,αλλος ηλιος
ν'ανατελει κι αλλος ηλιος να δυει κι αλλος ηλιος ακινητος να μεσουρανει,η' και να
πηγαινουν ανταμα η' ο ενας εναντι στον αλλον η' και σταυρωτα,τετοια παραξενα ηταν
και τη νυχτα,δυο η' τρια φεγγαρια ,το ενα φεγγαρι στη χαση,τ'αλλο φεγγαρι
πανσεληνο,τ'αλλο φεγγαρι στη γεμιση του,κι ητανε ο ουρανος γεματος αστρα,αλλοι
αστερισμοι ειχαν το σχημα αρκουδας,αλλοι παρδου,αλλοι σκυλου,αλλοι κυνηγου,
κι ελαμπε εκτυφλωτικα η απεραντη αμμος κι ητανε και νυχτες που κανενα αστερι
στον ουρανο δεν ηταν να γυριζει η' να στεκει και τοτε το σκοταδι ηταν βαθυ κι αδια-
περαστο,αλλα ουτε και τοτε επαυαν να πεζοπορουν ,κι ελεγε ο Αλεξαντρος πως στην
ερημο κανενας δεν ημπορει να χασει τον προσανατολισμο του,αφου παντου το ιδιο
κι ομοιο ειναι ,και περασαν εικοσι μερες μεγαλου κοπου και στενους και δεν αντεχαν
αλλο,και πεινασμενοι ητανε και διψασμενοι κι αγρυνοι ητανε τοσες μερες και
νυχτες,ειχαν αγριεψει στην οψη και στη ψυχη και πολλοι απ'αυτους παραλογισαν,
γελουσαν δυνατα κι υστερα κλαιγαν κι ακατανοητα λογια εξεμβαιναν απ'τα στοματα
τους χειμαρρος και καποιοι σωριαζονταν καταγης και τρανταζονταν τα σωματα και
τα μελη τους κι εβγαζαν απ'τα στοματα αφρους να φοβασαι,και τους παρατουσαν,
τι δεν ητο δυνατον να τους περιμαζεψουν και να τους κουραρουν,τοση μεγαλη η
δυστυχια τους,επειτα ειχαν λιαν μεγαλο το φοβο μην τους φορτωσουν την μαλαρια
τους,και τοτε εγινε την εικοστη μερα και εσυναπαντησαν εναν ερημιτη,αυτος κατοι-
κουσε τρωγδολυτης σ'ενα ορυγμα σκαμενο μεσα στη γη δεκα οργυιες υποκατω της,
τον εχαιρετησαν ως τον αντικρυσαν και τον ερωτησε ο Αλεξαντρος πως απο ετουτη
την δαιμονικη την ερημο θα απελευτερωθουν οπου ησανε τοσο καιρο φυλακισμενοι,
αυτος του ειπε με αργοσυρτη χαμηλη φωνη πως καμια ερημος δεν ειναι,ουτ'εδω ουτε
αλλου πουθενα,κι ο Αλεξαντρος τον ερωτησε τι λεγει,κι ο ερημος εκεινος ανθρωπος
του αποκριθηκε,πως αυτο που λεγεται ερημος δεν ειναι παρα ο χρονος ο οποιος χωρις
περατα να μετρηθουν ειναι ουδ'αρχη ουτε τελος εχει κι αυτο τον παραδεχτουμε και το
εννοησουμε θα εξαφανισθει τοτε αυτο που λεμε ερημος,κι ο Αλεξαντρος ακουσε πολυ
προσεχτικα και ερωτησε πως θα γινει αυτο,κι εκεινος ο ερημιτης του ειπε,πως στη
ζωη του μια φορα στα χιλια χρονια ενας ανθρωπος απ' τους πολλους που γεναει και
θρεφει η γη θα τυχει να περασει απ'το μερος ετουτο εδω που ζει και θα τον συναπαντη-
σει ,γιατι αυτος ο ιδιος ειναι ο χρονος,που περνα και δεν περνα,κι αυτος ο ανθρωπος
θα'ναι πολυτυχερος γιατι μετα θα εχει στο δικο του γκοβερνο ολη τη γη,και τους
ειπε ο ερημιτης πως σε τρεις μερες και τρεις νυχτες πεζοπορια η ερημος θα χαθει απ'τα
ματια τους,ως να μην ητανε παρα οπτασια,κι ο Αλεξαντρος κι αυτοι τοτε τον ευχαριστη-
σαν και τον χαιρετισαν και προχωρησε ολο το στρατευμα προς τη διευθυνση που τους
εδειξε...
.
.
.
ΕΛΕΥΘΕΡΑΙ ΠΡΟΣΘΕΣΕΙΣ ΕΙΣ ΦΥΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
και ηλθωμεν εις τόπον όπου ητον δασον πολύ και ειπών εις
Αντίοχον και Πτολεμαίον ας εισχωρησωμεν εις το δάσος,και
επορευθημεν μια ημέραν και ως ενυχτωθη είδαμεν ότι
τα δένδρα επυκνωνων και εγένετο αδιαπεραστα και ητον
αδύνατον εκείνην την σκοτεινή ώραν να διελθωμεν και
εδιαταξα να νυχτωθωμεν ενταυθα και θεσωμεν φυλακας
δια τον φόβον των αγριων θηρίων και ούτως εγένετο και
εκαθευδουν αι στρατιώται ησύχως και λίαν πρωίαν εγερθημεν
και εκινησαμεν την πορεία μας δια των πολλών και υψηλών δέντρων
και όσον επροχωρουν τοσουτον ταύτα επλυθηνων εις μέγαν αριθμόν
και ειπον εις στρατιώτας,αποτεμνετε δένδρα και διανοίξατε πορον,
και εκείνοι ετεμνων παννυχιως και εις άκρον ουκ ητον και πολλοί
δια τον μέγαν καματον εθανωτηθειν και ούδε ητον φαγιον ίνα
φαγουσιν και ουδε ύδωρ ινα πιουσιν και εκ τούτων των αιτίων
πολλοί άλλοι απολεσθηκαν και εις τρεις ημέρας ήλθωμεν εις τόπον
όπου ήτον λίμνη και πολύ εχαρημεν διότι οψαρια φαγωμεν και ύδωρ πιωμεν
και απέστειλον στρατιώτας εις την λίμνην Ιχθείς ίνα ιχθευσουσιν
και ύδωρ ινα συναξουσιν και ευθυςεπέστρεψαν και ειπον Αλέξανδρε
η λιμνη άλας είναι πλήθουσα και Ιχθείς κενη και ύδωρ ου πόσιμον
εστί και υψωθει εις το στράτευμαν βαρυθυμιαν και εκελευσων τρεις
ιππικούς εις εύρεσην φαγιου και ύδατος και εκείνοι αι τρεις εστραφειν
προς Βορράν και πριν ηλίου δύσεως οπίσω ηλθον φέροντες φαγια και
ύδωρ και εχορτασθησαν απασι αι στρατιώται και αφού εκαρδιωθημεν
εκινηθημεν την πρωίαν προς Βορράν και εις δύο ημέρας ήλθωμεν
εις τόπον πεδινον και εις λοφίσκον ειδωμεν οσπιτιον λαμπρόν
μαρμαροτειχον και ειπων εις Αντίοχον και Πτολεμαιον υπάγω εις
λοφίσκον και εις μαρμαροτειχον οσπιτιον ίνα ειδω τις διαμένει ενταύθα
και ανήλθων τον λοφισκον και τυπτων την θυραν του μαρμαροτειχου
οσπιτιου εφανερωθειν ενωπιων εμέ γυνή θεσπέσια το είδος και
κάλλος και εντός εις μεγάλην αίθουσαν εισηλθαμεν περίλαμπρον
και ητον κεκαλωπισμενη μετά πολύτιμων λίθων χρυσόν και λεοπαρδεις
και τίγρεις ημερωμεναι και είδων και σειράν αγαλμάτων ανδρών και
ηρωτησα την γυνή τι εισιν τούτα και η γυνή με απεκριθειν ανδραι εισίν
μεμαρμαρωμενοι και όποτε έχω χρειαν ανδρος ανασταινω έναν και
σμιγω εις την κλίνην ειτα τον επαναφέρω εις μαρμαρον και μου είπεν
πως φαρμακος είναι και και είδων ότι αι υπηρεται αυτής εισίν βουβοί
και λέγει μου ότι απετεμνεν αυτών την γλώσσαν και με είπεν επιπλέον
πως εισίν φυλακαι και ικανοί τοξοται εις το κυνηγιον ορνίθων και
αγριόχοιρων και λαγωων και δορκαδων, αι δε γυναίκαι λίαν υπακουαι
και με είπεν πως ήθελεν ανδρα και εγω εφοβηθην σφόδρα την φαρμακον
ετούτην γυνην διότι είδων πως κουφα ενευσεν εις φύλακας υπηρετας
με συλλάβουν και εδιέφυγων των χειρων των ταχέως και τουτα ειπών
εις τους στρατιώτας επορευθημεν επτά ημέραι μακράν εκείνου
του τόπου της φαρμακου γυναικός
.
.
.
ιστορίαι που εσυνέβησαν εις Αλέξανδρον βασιλεαν
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ητον εις την δυσιν ήλιου και εστρατοπεδευσαμεν εις ερημον τόπον,όταν
ενυχτωσεν το σκοτάδι ητον πολύ πυκνόν και αδιαπέραστον,εννοησαμεν
έντρομοι οτι ήγγικεν η συντέλεια του κόσμου,τόσην μεγάλην ανησυχίαν ειχομεν,
και κάποτε,μεσονυκτια,ηκουσαμεν ψιθυρισμους εις αλλοτριας γλώσσας,
αγρυπνουσαμεν και ημεθα εις σφοδρήν απορίαν τι μέλλει γενέσθαι,τότε
εζήτησεν ο Αλέξανδρος να μας μιλήσει,τον ακούσαμε να λέει,πως όλα αυτά
τα παράξενα θα παρέλθουν,θα λάβουν τελος και να μην χάνουμε το θάρρος
μας,αυτά τα λόγια του μας εγκαρδιωσαν,και όταν εξημερωσεν όλα είχαν
διαβεί ως όνειρο και εδιαλύθηκαν εις το φως του ανατέλλοντος ήλιου,
εδωθει διαταγή να αναχωρήσουμεν,όμως εις εξ ημών σύντροφος στρατιώτης
έλειπεν,τον αναζητήσαμε και δεν τον ηβρηκαμεν,τον φωνάξαμεν και
απάντησιν δεν ελσβαμε,τι τάχα να έγινεν;,πως εξαφανισθει;,μέγα μυστήριον,
κάποιος από μας που τον ήξερεν περισσότερον είπεν πως τις τελευταίες
ημέρες ητον λίαν ανήσυχος,ως κάτι να τον ανησυχούσε και να τον
εφόβιζε,εις τις ερωτήσεις του δεν απήντησεν,μόνον εσκοτεινιαζε το
πρόσωπο του,τον άκουγε κάπου κάπου να μονολογεί με χαμηλή φωνή,δεν
ξεχώριζε τι έλεγεν,εφαίνονταν να παλεύει με κάτι,πολύ ανώτερον από
αυτόν και δυνατότερον,μίαν φοράν του είπε πως ότι είδεν να μην το
μαρτυρήσει,ούτε να τον πάρουν πως ετρελαθει,αυτά είπεν δια αυτόν
ο στρατιώτης,και εμείς περίλυποι εκινησαμεν βαρυκάρδιοι,επειδή νιώσαμε
την θυσία του,
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου