.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-(Εκ Χρεους στον Αλεξανδρον Παπαδιαμάντην)
τών κριμάτων μου το.πληθος
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
(Εκ Χρεους στον Αλεξανδρον Παπαδιαμάντην)
τών κριμάτων μου το.πληθος
(και μια μελέτη ανάλυση τού διηγηματος)
Ο Αλεξανδρος Παπαδιαμάντης με το βλέμμα χαμηλωμένο στέκονταν στο
στασίδι στο αναλόγιο τού Αγίου Ελισσαίου.
Η φωνή του χαμηλή,φρόντιζε να μην υψωθεί,ούτε να καλλιφωνει.
Προφήτα Χριστού, Ελισσαίε Πανεύφημε, ιάσεων πηγή, και κρήνη ακένωτος, ικετικώς βοώμεν σοι πρόφθασον, και εκ κινδύνων λύτρωσαι ημάς, ο μέγας φρουρός ημών και πρόμαχος
Ήταν,αισθάνονταν,η ίδια η γλώσσα τής νήσου Σκιάθος,στα ξωκλήσια και στις νυχτερινές αγρυπνίες, στις ψαλμωδίες.
Είδε τον ιερέα Νικόλαο Πλάνα στην Ωραία Πύλη, με το πρόσωπο φωτισμένο
από το φως τών κεριών. Η μορφή ενός ταπεινού εν Θεω Αγίου.
Λειτουργούσε για όλους τούς ανθρωπους,παροντες και αποντες,για τους
ζωντανούς και τους πεθαμένους.
Ο κυρ Αλέξανδρος άρχισε την συνομιλία του με τον Θεό:
Όταν μέλλης έρχεσθαι, κρίσιν δικαίαν ποιήσαι, Κριτά δικαιότατε, επί θρόνου δόξης σου καθεζόμενος ποταμός πύρινος, πρό τού σού Βήματος καταπλήττων έλκει άπαντας, παρισταμένων σοι, τών επουρανίων Δυνάμεων, ανθρώπων κρινομένων τε, φόβω καθ' ά έκαστος έπραξε, τότε ημών φείσαι, καί μοίρας καταξίωσον Χριστέ, τών σωζομένων ως εύσπλαγχνος, πίστει δυσωπούμέν σε.
Εκεί στη ταπείνωση του μεταφερθει στη Σκιαθο.Εβλεπε τα βράχια,τα χαμηλά
σπίτια,τα μονοπάτια που κατεβαίνουν στη θάλασσα.Και μέσα στη καμαρά του
έρχεται η Χαδουλα μαυρομαντηλουσα και τού ιστορει τών κριμάτων της
το πληθος.Γεννημένη μέσα στη φτώχεια και την καταπίεση, πνιγμένη από έθιμα και ανάγκες, από μια ζωή ασφυκτική που τής ψήλωσε το νου.Δεν την έκρινε.
Την πονουσε,προσπαθουσε να την κατανοησει.Πώς μπορεί ο άνθρωπος να οδηγηθεί στο κακό πιστεύοντας πως υπηρετεί το καλό;
Άκουσε τη φωνή τού ιερέα Νικολάου Πλανά,ήταν σαν καταφύγιο όπου όλα μπορούσαν να συνυπάρξουν,η αγιοσύνη και η αμαρτία,η προσευχή και η ανθρώπινη τραγωδία.
Τὴν χεῖρά σου τὴν ἁψαμένην,
τὴν ἀκήρατον κορυφὴν τοῦ Δεσπότου
μεθ᾽ ἧς καὶ δακτύλῳ αὐτόν, ἡμῖν καθυπέδειξας,
ἔπαρον ὑπὲρ ἡμῶν, Βαπτιστά,
ὡς παρρησίαν ἔχων πολλήν·
Κατὰ τὴν ἡμέρα εκείνην,ως άλλος προφήτης προέβλεψε,θα χιονιζε.
Ἄσπρο σινδόνι νὰ μᾶς ἀσπρίσῃ ὅλους στὸ μάτι τοῦ Θεοῦ ν᾽ ἀσπρίσουν τὰ σωθικά μας νὰ μὴν ἔχουμε κακὴ καρδιὰ μέσα μας,ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.
Όταν τελείωσε η ακολουθία οι πιστοί αποχώρησαν σιωπηλοί.
Ο ιερέας Νικόλαος Πλανας τον πλησίασε.
-Ο Θεός γνωρίζει,τού ειπε
Είχε νυχτωσει.Μεσα στο μικρό δωμάτιο οι ήχοι τής πόλης έσβησαν.
Ένα λευκό χαρτί πάνω στο τραπέζι.
Έφερε το νου στα παιδικά χρόνια στη νήσο του.
Τη Χαδουλα να σκύβει στη γη για τη φροντίδα τών άλλων,ξεχνώντας τον
εαυτό της.Ενα πλάσμα φθαρμένο,καταπονημένο από μια ζωή χωρίς ανάσα.
Άκουσε το κλάμα ενός μωρού.Μετα τίποτα.
Ταλαντευτηκε.Μηπως αυτά δεν είναι θελήματα τού Θεού;
Μισοπλαγιασμένη κοντά εις την εστίαν,,άρχισε να γράφει,με σφαλιστά τα όμματα, την κεφαλήν ακουμβώσα εις το κράσπεδον της εστίας, το λεγόμενον «φουγοπόδαρο», η θεια Χαδούλα, η κοινώς καλουμένη Γιαννού η Φράγκισσα, δεν εκοιμάτο, αλλ' εθυσίαζε τον ύπνον πλησίον εις το λίκνον της ασθενούσης μικράς εγγονής της. Όσον διά την λεχώ, την μητέρα του πάσχοντος βρέφους, αύτη προ ολίγου είχεν αποκοιμηθή επί της χθαμαλής, πενιχράς κλίνης της
Θυμόταν τη Χαδούλα νέα ακόμη, τότε που τη φώναζαν για να βοηθήσει σε σπίτια άλλων. Ένα καλοκαίρι τής ανέθεσαν να προσέχει ένα μικρό κορίτσι, παιδί μιας ξένης γυναίκας, περαστικής. Το παιδί έκλαιγε ασταμάτητα,,όχι από πείνα, αλλά από φόβο, φόβο για τον τόπο, για τα άγνωστα πρόσωπα, για τη γλώσσα που δεν καταλάβαινε.
Η Χαδούλα το κράτησε στην αγκαλιά της ώρα πολλή. Κάποια στιγμή το κλάμα σταματησε.Το παιδί αποκοιμήθηκε. Εκείνη δεν κουνήθηκε. Έμεινε ακίνητη, σαν να φοβόταν πως αν το άφηνε, θα ξανάρχιζε το κλάμα.
Πόσο ήθελε να είναι δικό της παιδί.
Όταν ήρθε η μάνα και το πήρε η Χαδουλα έμεινε μόνη,με την αγκαλιά αδεια.
Από εκείνη τη μέρα, η τρυφερότητα άρχισε μέσα της να μεταστρέφεται σε πίκρα.
Χρόνια αργότερα, την κάλεσαν να ξενυχτήσει δίπλα σε μια γριά ετοιμοθάνατη, συγγενή μακρινή. Η γριά παραμιλούσε, μιλούσε για τα παιδιά της που χάθηκαν, για προίκες που δεν δόθηκαν, για αδικίες παλιές. Η Χαδούλα την άκουγε σιωπηλή. Κάποια στιγμή, η γριά άνοιξε τα μάτια και την κοίταξε με μάτια θολά.
'Όλα χαμένα', είπε. 'Ό,τι κάναμε, χαμένο'.
Όταν η γριά πέθανε πριν ξημερώσει, η Χαδούλα δεν έκλαψε.
Ένιωσε πως η ζωή τών γυναικών ήταν ένας κύκλος αγωνίας και πόνου,χωρίς δικαίωση.
Ένα δειλινό, σε μονοπάτι ανηφορικό, συνάντησε ένα κορίτσι δεκατριών χρονών που γύριζε φορτωμένο νερό. Το παιδί σκόνταψε, το σταμνί έσπασε, και έβαλε
τα κλάματα.
Η Χαδούλα στάθηκε από πάνω του. Το κοίταξε πολλή ώρα.
Είδε στο πρόσωπό του κοριτσιου το μέλλον: γάμος χωρίς αγάπη, εγκυμοσύνες,παιδιά το ένα μετα για άλλο,σκληρή δουλειά και βουβή ζωή.
Για μια στιγμή, της πέρασε από τον νου αστραπιαία,μια σκέψη σκοτεινή,
Μια απλή κίνηση με τα δαχτυλα.Δεν το εκανε.Έσκυψε, βοήθησε το κορίτσι να σηκωθεί, τού έδωσε χρήματα να αγοράσει άλλο σταμνί. Το κοριτσι την ευχαρίστησε και έφυγε τρέχοντας.
Η Χαδούλα έμεινε μόνη στο μονοπάτι.
Κατάλαβε πως η γραμμή που θα διαβεί είχε ήδη χαραχθει μεσα της.
Ο Αλεξανδρος Παπαδιαμάντης με το βλέμμα χαμηλωμένο στέκονταν στο
στασίδι στο αναλόγιο τού Αγίου Ελισσαίου.
Η φωνή του χαμηλή,φρόντιζε να μην υψωθεί.
Τα κύματα εφούσκωναν αγρίως, ως να είχον πάθος. Εκάλυψαν τους μυκτήρας και τα ώτα της. Την στιγμήν εκείνην το βλέμμα της Φραγκογιαννούς αντίκρυσε το Μποστάνι, την έρημον βορειοδυτικήν ακτήν, όπου της είχον δώσει ως προίκα ένα αγρόν, όταν νεάνιδα την υπάνδρευσαν και την εκουκούλωσαν, και την έκαμαν νύφην οι γονείς της.
-Ω! να το προικιό μου! είπε.
Αυταί υπήρξαν αι τελευταίαι λέξεις της. Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατον εις το πέραμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βςράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης
Εις το τέλος τής ακολουθίας πλησιασε τον ιερέα Νικόλαο Πλανα και τού είπε:
-Ο Θεός γνωρίζει τών κριμάτων μου το πλήθος.
.
.
.
Μελέτη κ ανάλυση
(Εκ χρέους στον Αλέξανδρον Παπαδιαμάντην)
τών κριμάτων μου τὸ πληθος
τού χνκουβελη
1. Εισαγωγή – Το κείμενο ως πράξη μνήμης και χρέους
Το διήγημα του χ.ν. κουβέλη δεν είναι απλώς ένα «παπαδιαμαντικό» κείμενο μίμησης, αλλά μια συνειδητή πράξη χρέους, όπως δηλώνεται ήδη στον τίτλο. Το «ἐκ χρέους» παραπέμπει σε ηθική και πνευματική υποχρέωση απέναντι στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, όχι ως λογοτεχνικό πρότυπο αλλά ως πνευματικό μέτρο. Το κείμενο εγγράφεται σε μια παράδοση νεοελληνικής λογοτεχνίας που δεν συνομιλεί με τον Παπαδιαμάντη εξωτερικά (ύφος, λεξιλόγιο μόνο), αλλά εσωτερικά, στο επίπεδο της θεολογίας της ανθρώπινης τραγωδίας.
Ο χνκουβέλης επιχειρεί μια σύνθετη αφήγηση, όπου συνυπάρχουν:
η ιστορική μορφή του Παπαδιαμάντη,
το λειτουργικό και εκκλησιαστικό παρόν,
η ανακλητική μνήμη της Σκιάθου,
και η τραγική μορφή της Χαδούλας/Φραγκογιαννούς.
Το αποτέλεσμα είναι ένα μετα-διήγημα: ένα κείμενο που αφηγείται την ίδια την πράξη της γραφής της Φόνισσας μέσα από τη συνείδηση του δημιουργού της.
2. Δομή – Κυκλικότητα και λειτουργικός χρόνος
Η δομή του διηγήματος είναι κυκλική και όχι γραμμική. Αρχίζει και τελειώνει στον ίδιο χώρο:
στο αναλόγιο του Αγίου Ελισσαίου, με τον Παπαδιαμάντη να ψάλλει ταπεινά.
Αυτή η επανάληψη δεν είναι απλή αφηγηματική σύμβαση· είναι λειτουργικός χρόνος. Ο χρόνος της Εκκλησίας δεν προχωρά ευθύγραμμα αλλά επιστρέφει, όπως και η μνήμη. Έτσι:
η Σκιάθος εισβάλλει στην Αθήνα,
η Χαδούλα εισβάλλει στη συνείδηση,
το παρελθόν δεν «θυμάται», αλλά συμβαίνει ξανά.
Η αφήγηση κινείται ανάμεσα:
στο ψαλμικό και υμνογραφικό λόγο,
στην εσωτερική προσευχή,
και στην αφηγηματική πρόζα.
Αυτή η εναλλαγή δημιουργεί μια μεταιχμιακή ζώνη: ούτε καθαρή λογοτεχνία ούτε καθαρή προσευχή, αλλά κάτι ενδιάμεσο – μια μορφή εξομολογητικής γραφής.
3. Ο Παπαδιαμάντης ως πρόσωπο και συνείδηση
Ο Παπαδιαμάντης στο κείμενο δεν παρουσιάζεται ως «μεγάλος συγγραφέας», αλλά ως:
ψάλτης,
ταπεινός πιστός,
άνθρωπος που φοβάται να υψώσει τη φωνή του.
Η σιωπή και η χαμηλότητα της φωνής του είναι κεντρικές. Αντιστοιχούν στην αντίληψη της γραφής ως διακονίας, όχι ως προβολής. Ο Παπαδιαμάντης εδώ:
δεν κρίνει,
δεν διδάσκει,
δεν δικαιώνει.
Απλώς στέκεται ενώπιον του Θεού με το βάρος της ανθρώπινης γνώσης. Η φράση «Δεν την έκρινε. Την πονούσε» συνοψίζει όλη τη στάση του συγγραφέα απέναντι στη Χαδούλα και, κατ’ επέκταση, απέναντι στον άνθρωπο.
4. Η Χαδούλα: από τη Φόνισσα στη συνείδηση
Το μεγάλο επίτευγμα του Κουβέλη είναι ότι δεν επαναλαμβάνει τη Φόνισσα.
Αντίθετα, φωτίζει:
τις σιωπηλές ρωγμές πριν από το έγκλημα,
τις στιγμές όπου το κακό θα μπορούσε να μην συμβεί.
Τα τρία περιστατικά (το ξένο παιδί, η ετοιμοθάνατη γριά, το κορίτσι με το σταμνί) λειτουργούν ως:
προεικονίσεις,
ηθικές δοκιμές,
σταθμοί εσωτερικής διάβρωσης.
Εδώ η Χαδούλα δεν είναι δαιμονική μορφή, αλλά πλάσμα εξαντλημένης τρυφερότητας. Η τρυφερότητα, όταν δεν βρίσκει διέξοδο, μεταστρέφεται σε πίκρα. Αυτό είναι ίσως το πιο βαθύ ανθρωπολογικό σχόλιο του κειμένου.
Η φράση:
«Κατάλαβε πως η γραμμή που θα διαβεί είχε ήδη χαραχθεί μέσα της»
δεν δηλώνει μοιρολατρία,αλλά εσωτερική μεταστροφή,η δυνατότητα υπέρβασης του κακού έχει ήδη αποδυναμωθεί.
5. Θεία και ανθρώπινη δικαιοσύνη
Η κορύφωση του κειμένου βρίσκεται στην παπαδιαμαντική φράση:
«μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης».
Ο χνκουβέλης δεν επιχειρεί καμία λύση. Τοποθετεί τη Χαδούλα:
όχι στην κόλαση,
ούτε στον παράδεισο,
αλλά στο πέρασμα.
Αυτός ο «λαιμός» της γης είναι κατεξοχήν παπαδιαμαντικός τόπος: τόπος
κρίσης χωρίς ετυμηγορία.
Η Εκκλησία εδώ δεν αθωώνει, αλλά χωρά. Η φράση του ιερεα Νικολάου Πλανά:
«Ο Θεός γνωρίζει»
αποτελεί την τελική θεολογική θέση του κειμένου.
6. Γλώσσα και ύφος
Η γλώσσα του διηγήματος κινείται σε τρία επίπεδα:
Υμνογραφικό – λειτουργικό (αυτούσια τροπάρια και ευχές),
Καθαρευουσιάνικο παπαδιαμαντικό (ιδίως στις άμεσες παραθέσεις),
Σύγχρονη, λιτή δημοτική στις εσωτερικές σκηνές.
Η συνύπαρξη αυτή δεν είναι επιτήδευση· αντανακλά τη διττή φύση της ελληνικής ψυχής: εκκλησιαστική και βιωματική. Η γραφή δεν επιδεικνύει γνώση, αλλά υπηρετεί ατμόσφαιρα και νόημα.
7. Αξιολογική αποτίμηση
Το διήγημα «τῶν κριμάτων μου τὸ πλῆθος» αποτελεί:
ώριμη λογοτεχνική συνομιλία με τον Παπαδιαμάντη,
βαθύ θεολογικό και ανθρωπολογικό στοχασμό,
κείμενο πένθους, μνήμης και ευθύνης.
Δεν επιχειρεί να ξεπεράσει τον Παπαδιαμάντη – και ακριβώς γι’ αυτό τον τιμά.
Στέκεται με ταπείνωση εκεί όπου και ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης στεκόταν:
ανάμεσα στην αγιοσύνη και την ανθρώπινη συντριβή.
.
.
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου