I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2022

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Συν -διηγησεις - χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Συν -διηγησεις

- χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Abstract XIIIX-2μ χ 3μ-χνκουβελης cncouvelis


Συν -διηγησεις

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


1

μια γυναίκα πέρασε με ποδήλατο,άρχισε να βρέχει,όλο δυνάμωνε η βροχή,

πήγε σε ένα υπόστεγο να προφυλαχτεί,κάποτε σταμάτησε,είδε τη γυναίκα 

να ξαναπερνα,',ο κόσμος αποκτά ρυθμο' σκέφτηκε και χαμογέλασε,

.

2

το 1922 ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ ήταν ανταποκριτής της Toronto Star στη Σμύρνη

και γράφει:...είχαμε εντολή να μην κάνουμε τίποτα...

.

3

ο Φίλιππος φίλος του ποιητή Τάκη Σινόπουλου εκτελέστηκε από τους Γερμανούς 

το 1942,

ο άλλος Φίλιππος ένας Μακεδόνας από τη Καστοριά η' την Έδεσσα βυθίστηκε

στον εμφύλιο,δεν τον ξαναδε κανένας,και ποτέ δεν θα μάθουμε την ιστορία του,

Εικόνα 1.ακινητη κοιλάδα

Εικόνα 2.ενας κακός χειμώνας

Εικόνα 3.το καφενείο(Λάρισα)

Εικόνα 4.πυροβολισμοι

Εικόνα 5.η κυρία Πανδώρα και ο άντρα της στο σανατόριο

(φωτόγραφια,πριν το '44 )


άνοιξε το σημείωμα,διάβασε:

Δεν θα ξανάρθει ο Φιλιππος


σε ποια πατρίδα;συλλογιστηκα

.

.

.

Κυριακή 28 Αυγούστου 2022

GREEK POETRY -για την Σεβαστή Μαρία Σκληραινα -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

 .

.

GREEK POETRY

-για την Σεβαστή Μαρία Σκληραινα

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

.

.


για την Σεβαστή Μαρία Σκληραινα

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


σιγά βυζαντινοί μην ασχοληθεί μαζί της η Ζωή 

μια Πορφυρογεννητη με τη Μαρία Σκληραινα 

κι ας την είπαν και βασιλίδα η' και Σεβαστη 

και ακούστηκε στην αγορά της Πολης το ομηρικό 

Ου Νέμεσις για την ωραιότητα της,άλλωστε λαϊκοί

ήταν οι θαυμαστές,φαιδροτητες,

αυτά ας απασχολούν τον Κωνσταντίνο Θ' Μονομάχο

εκείνην μόνο η εκλεκτη αρωματοποιία  της την ενδιαφέρει

κατά την  μαρτυρίαν του Μιχαήλ Ψελλου

.

.

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -(Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ) Για τον ψαρά και τη γυναίκα του Ein Märchen der Brüder Grimm Von dem Fischer und seiner Frau -αποδοση-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-(Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ)

Για τον ψαρά και τη γυναίκα του

Ein Märchen der Brüder Grimm

Von dem Fischer und seiner Frau

-αποδοση-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.





(Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ)

Για τον ψαρά και τη γυναίκα του

Ein Märchen der Brüder Grimm

Von dem Fischer und seiner Frau

-αποδοση-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ήταν μια φορά ένας ψαράς και η γυναίκα του,που κατοικούσαν σε μια

μικρή ψαράδικη καλύβα,κοντά στη θάλασσα,κι ο ψαράς κάθε μέρα πήγαινε 

και ψάρευε,

μια μέρα το αγκίστρι του βυθίστηκε βαθια στο βυθό κι έπιασε  ένα μεγάλο ψαρι και το'τραβηξε εξω,τότε το ψάρι του μίλησε,

καλέ μου ψαρά,άσε με να ζήσω,δεν είμαι κανονικό ψάρι,αλλά ένας μαγεμένος

πρίγκιπας,δεν θα οφεληθεις να με σκοτώσεις,δεν είμαι νόστιμο,ρίξε με πάλι

στη θάλασσα,

αλήθεια,τι το χρειάζομαι ένα ψάρι που μιλάει,είπε ο ψαράς,και το'ριξε πάλι

στη θάλασσα,

όταν ο ψαράς γύρισε στη καλύβα του,άντρα μου,τίποτα δεν έπιασες σήμερα;,

του'πε η γυναίκα του,

όχι,της είπε,έπιασα ένα ψάρι που μιλούσε και μου'πε πως ένας μαγεμένος

πρίγκιπας ήταν,και το'ριξα πάλι στη θάλασσα

και δεν του'χεις τίποτα ζητήσει;,είπε η γυναίκα,

όχι,και τι έπρεπε να του ζητήσω;,είπε ο άντρας,

να του ζητούσες ένα σπιτάκι,να μην μενουμε στη καλύβα,είπε η γυναίκα,πήγαινε

και ζήτα το,

ο άντρας δεν ήθελε,αλλά η γυναίκα του επέμενε,και πηγε στη θάλασσα,

όταν πήγε εκεί η θάλασσα ήταν πράσινη και κίτρινη και λιγο θολή,

τότε φώναξε

ψαράκι ψαράκι

απ' τη θάλασσα βγες

η γυναίκα μου ,θέλει

κάτι να σου ζητησει,

ήρθε λοιπόν το ψάρι κι είπε,τι θέλεις;

κι εκεινος είπε τι ζητούσε η γυναίκα του,ένα σπιτάκι να μένουν,

πήγαινε,είπε το ψάρι,κι αυτό εγινε,

και γύρισε ο ψαράς και βρήκε τη γυναίκα να κάθεται μπροστά σ' ένα σπιτάκι,

και μπήκαν μέσα κι είδε να'χει δωμάτιο με κρεβάτια και κουζίνα μ'όλα τα

σκεύη και πίσω είχε μια μικρή αυλή με χήνες και παπιες κι έναν μικρό κήπο

με λάχανα και δέντρα με φρούτα,

βλέπεις,του'πε η γυναίκα,πόσο ευχάριστα τώρα είναι,

μετά έφαγαν και πήγαν στο κρεβάτι και κοιμηθηκαν,

πέρασαν οκτώ η' δεκατέσσερις μέρες και του'πε η γυναίκα,

άντρα μου,το σπιτάκι είναι στενό,κι η αυλή κι ο κήπος μικρός,πήγαινε στο

ψάρι και ζητά του ένα πύργο να μας δώσει να μενουμε,

ο άντρας δεν ήθελε,μας φτάνει αυτό,τι θέλουμε το μεγαλύτερο;,

η γυναίκα όμως επέμενε πολύ κι αναγκάστηκε να πάει με βαριά καρδια,

όταν έφτασε στη θάλασσα εκείνη ήταν μωβ και σκοτεινή γαλάζια και

γκρίζα,

τότε φωναξε

ψαράκι ψαράκι

απ' τη θάλασσα βγες

η γυναίκα μου ,θέλει

κάτι να σου ζητησει

τι θέλεις πάλι;,είπε το ψάρι,

η γυναίκα μου τώρα θέλει εναν πύργο,είπε αναστεναζοντας ο άντρας,

πήγαινε,είπε το ψάρι,κι αυτό εγινε,

και γύρισε ο ψαράς κι είδε έναν ψηλό πυργο και τη γυναίκα του σε μια μεγάλη

σκάλα,και μπήκαν μέσα στον πύργο,όλα ήταν από μάρμαρο,και πολλοί υπηρέτες,πολύτιμα χαλιά,και χρυσά τραπέζια και καθίσματα,κρυστάλλινοι πολυέλαιοι,πάνω στα τραπέζια όλων των ειδών τα φαγητά και τα πιο καλά κρασια,και πίσω μια μεγάλη αυλή με άλογα και άμαξες,κι ένας κήπος γεμάτος με τα πιο όμορφα λουλούδια και καρποφόρα δέντρα,και ένα δάσος με ζαρκάδια ελάφια και λαγούς για να κυνηγούν,

δεν είναι τώρα όμορφα;είπε η γυναίκα

ναι,είπε ο άντρας,ειναι,κι εδώ θα μένουμε ευτυχισμένοι,

έτσι είπαν και πήγαν να κοιμηθούν,

την άλλη μέρα ξύπνησε πρώτη η γυναίκα,και κοίταξε απ'το παράθυρο τη τεράστια γη που ήταν έξω,

και ξυπνώντας τον άντρα του'πε,

άντρα μου θέλω βασίλισσα να γίνω,να κυβερνώ αυτή τη γη,πήγαινε στο ψάρι και ζητα το,

τι'ναι αυτό τώρα που ζητάς;,είπε ο άντρας,βασίλισσα να γινεις;

αυτό θέλω και πήγαινε να το ζητήσεις,είπε η γυναικα,

κι αναγκάστηκε να πάει με πολύ βαριά καρδιά,

όταν έφτασε στη θάλασσα εκείνη ήταν σκοτεινή μαυρη και το νερό  βρωμουσε,

τότε φωναξε,

ψαράκι ψαράκι

απ' τη θάλασσα βγες

η γυναίκα μου ,θέλει

κάτι να σου ζητησει

τι θέλεις πάλι τωρα;,είπε το ψάρι,

η γυναίκα μου τώρα θέλει βασίλισσα να γινει,είπε αναστεναζοντας ο άντρας

πήγαινε,είπε το ψάρι,κι αυτό εγινε,

και γύρισε ο ψαράς και στη θέση του πύργου είδε ένα παλάτι,με πύργους και πολεμίστρες, φρουροί στέκονταν στη πόρτα,και πολλοί στρατιώτες με σάλπιγγες και τρομπετες,

και μπήκε στο σπίτι,όλα ήταν από μάρμαρο και χρυσάφι και βελούδινα χαλιά,κι όταν από τη μεγάλη πόρτα μπήκε στην μεγάλη αίθουσα,εκεί ήταν γεμάτοι αυλικούς,κι είδε τη γυναίκα του να κάθεται σε έναν ψηλό θρόνο από χρυσό και διαμάντια και στο χερι της να κρατάει ένα χρυσό σκήπτρο με πολύτιμα πετράδια,

και στις δύο πλευρές της στέκονταν οι νεαρές κύριες των τιμών η μια ομορφότερη απ'την αλλη,

τώρα είσαι βασίλισσα ,της είπε

ναι,είμαι βασίλισσα ,του'πε η γυναίκα,

δεν περασε όμως  πολύ καιρός και του είπε,

θέλω να γίνω αυτοκράτειρα,πήγαινε αμέσως στο ψάρι και ζητα το,

μα,αυτό δεν γίνεται,είπε ο άντρας,μια αυτοκράτειρα μόνο υπάρχει,

εγω,θέλω να γίνω,αυτοκράτειρα, επέμενε εκείνη,κι αφού το ψάρι μπόρεσε βασίλισσα να με κάνει μπορεί κι αυτοκράτειρα,

κι αναγκάστηκε παλι να πάει με πολύ βαριά καρδιά,

όταν έφτασε στη θάλασσα εκείνη ήταν κατασκοτεινη

κι ο δυνατός αέρας σήκωνε ψηλά κύματα κι ανεμοστροβιλο,

τότε φωναξε,

ψαράκι ψαράκι

απ' τη θάλασσα βγες

η γυναίκα μου ,θέλει

κάτι να σου ζητησει

τι θέλεις πάλι ;,είπε το ψάρι,

η γυναίκα μου τώρα θέλει αυτοκράτειρα να γινει,είπε βαριά αναστεναζοντας ο άντρας,

πήγαινε,είπε το ψάρι,κι αυτό εγινε,

και γύρισε ο ψαράς κι είδε έναν  πύργο από αστραφτερό μαρμαρο αλαβαστρο και χρυσάφι,μπροστά στη πόρτα βάδιζαν σε παράταξη οι στρατιώτες και σαλπιζαν και τυμπανιζαν,και μέσα ήταν βαρόνοι και κομητες και δουκες,έτοιμοι να υπηρετήσουν,κι άνοιξαν οι χρυσές πόρτες και μπήκε στην αίθουσα που κάθονταν η γυναίκα του σ'ενα θρονο όλο χρυσό και πάρα πολύ ψηλό,και φορούσε μια μεγάλη χρυσή κορώνα με μπριλαντια,στο ένα χέρι κρατούσε το σκήπτρο και στ'αλλο την αυτοκρατορική σφαίρα,και στις δύο πλευρές της στέκονταν οι σωματοφύλακες σε δύο σειρές,από αυτον σαν γίγαντα τεράστιο μέχρι αυτον σαν το μικρο δακτυλακι νανο,και μπροστά πολλοί πρίγκιπες και δουκες,

ο ψαράς πέρασε ανάμεσα τους κι είπε στη γυναίκα του,

τώρα είσαι αυτοκράτειρα,

ναι είμαι αυτοκράτειρα,είπε εκεινη,

δεν περασε όμως πολύ καιρός και του'πε,

τώρα θέλω να γίνω παπας,πήγαινε στο ψάρι και ζητά το,

μα τι λες,ένας μονάχα παπας υπάρχει στους χριστιανούς,

αυτό θέλω,επέμενε εκείνη,να γίνω πάπας,και το ψάρι αφού μ'εκανε αυτοκράτειρα μπορεί να με κάνει και παπα,είμαι αυτοκράτειρα και σε διατάζω αμέσως να πας,

κι αναγκάστηκε παλι να πάει με πάρα πολύ βαριά καρδιά,

όταν έφτασε στη θάλασσα εκείνη ήταν πολύ σκοτεινη, η θύελλα σήκωνε μεγαλα κύματα και τα καράβια κινδύνευαν να βουλιαξουν,

τότε φωναξε,

ψαράκι ψαράκι

απ' τη θάλασσα βγες

η γυναίκα μου ,θέλει

κάτι να σου ζητησει

τι θέλεις πάλι ;,είπε το ψάρι,

η γυναίκα μου τώρα θέλει παπας να γινει,είπε βαριά αναστεναζοντας ο άντρας,

πήγαινε,είπε το ψάρι,κι αυτό εγινε,

και γύρισε ο ψαράς κι είδε μια μεγάλη εκκλησία,περιτριγυρισμένη από παλατια,και περνώντας μέσα απ'το μεγάλο πλήθος του κόσμου,μπήκε σε μια αίθουσα που τη φώτιζαν χιλιάδες φώτα,κι είδε τη γυναίκα του στολισμένη στα χρυσά ρούχα να κάθεται πάνω στον πιο ψηλό θρόνο και να φορεί τρεις χρυσές κορώνες στο κεφάλι της,γύρω της πολλοί ιερωμένοι,και στις δύο πλευρές της ήταν δύο σειρές λαμπάδες,από την λαμπάδα σαν τον πιο ψηλό πύργο μέχρι τη λαμπάδα σαν το πιο μικρο λυχναρι,κι όλοι οι αυτοκράτορες κι οι βασιλιάδες την προσκυνούσαν ,

γυναίκα τώρα,της είπε,είσαι παπας,

ναι,είπε εκείνη,τώρα είμαι πάπας,

έτσι είπαν και πήγαν να κοιμηθούν,

αλλ'ομως εκείνη δεν μπορούσε να κοιμηθεί,δεν την άφηνε η απληστια,τι άλλο μπορούσε να γίνει;,

ο άντρας κοιμόνταν βαθιά,κι εκείνη στριφογυρνουσε στο κρεβάτι όλη τη νύχτα,κι όταν ο ήλιος ανέτειλε,τότε πετάχτηκε απ'το κρεβάτι και πήγε στο παράθυρο,και κοιτούσε τον ήλιο,

γιατί να μην κυβερνήσω τον ήλιο,σκέφτηκε κι αμέσως έτρεξε και ξύπνησε τον άντρα της,

ξύπνα,του'πε,και πήγαινε αμέσως τωρα στο ψάρι,δεν μπορώ να ησυχάσω,και ζητα του να με κάνει θεό,

αυτό γυναίκα,δεν μπορεί να γίνει,της είπε ο άντρας,το ψάρι σε έκανε βασίλισσα αυτοκράτειρα παπα,θεό δεν μπορεί να σε κάνει,ας μείνεις παπας,

ακούς τι σου λέω,του φωναξε αγρια εκεινη,εμπρός πήγαινε αμέσως στο ψάρι να με κάνει θεό,

κι αναγκάστηκε παλι να πάει με πάρα πολύ βαριά καρδιά και πολύ φοβο,

όταν έφτασε στη θάλασσα

ήταν τρομερή καταιγίδα και δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του,τα σπίτια και τα δέντρα έτρεμαν και τα βουνά σειωνταν και τα βράχια ξεκολλούσαν και κατρακυλούσαν στη θάλασσα, κι ο ουρανός ήταν πίσσα σκοτάδι,βροντουσε κι αστραφτε και τα κύματα ήταν τεράστια σαν καμπαναριά και βουνά,  

τότε φωναξε πολύ δυνατα γιατί ούτε τη φωνή του δεν μπορούσε ν'ακουσει,

ψαράκι ψαράκι

απ' τη θάλασσα βγες

η γυναίκα μου ,θέλει

κάτι να σου ζητησει,

τι θέλεις πάλι ;,είπε το ψάρι,

η γυναίκα μου τώρα θέλει ο θεός να γινει,είπε βαριά αναστεναζοντας ο άντρας,

πήγαινε,είπε το ψάρι,και θα τη βρεις πάλι να κάθεται στο ψαράδικο καλυβάκι,


εκεί ακόμα αυτοί κάθονται μέχρι τη σημερινή μέρα,

.

.

Von dem Fischer und seiner Frau

Ein Märchen der Brüder Grimm

Von dem Fischer und seiner Frau


Es war einmal ein Fischer und seine Frau, die wohnten zusammen in einer kleinen Fischerhütte, dicht an der See, und der Fischer ging alle Tage hin und angelte: und angelte und angelte.

So saß er auch einmal mit seiner Angel und sah immer in das klare Wasser hinein: und so saß er nun und saß.

Da ging die Angel auf den Grund, tief hinunter, und als er sie heraufhohe, da holte er einen großen Butt heraus. Da sagte der Butt zu ihm: "Hör mal, Fischer, ich bitte dich, laß mich leben, ich bin kein richtiger Butt, ich bin ein verwunschener Prinz. Was hilft's dir denn, wenn du mich tötest? Ich würde dir doch nicht recht schmecken: Setz mich wieder ins Wasser und laß mich schwimmen." - "Nun," sagte der Mann, "du brauchst nicht so viele Worte zu machen: einen Butt, der sprechen kann, werde ich doch wohl schwimmen lassen." Damit setzte er ihn wieder in das klare Wasser. Da ging der Butt auf Grund und ließ einen langen Streifen Blut hinter sich. Da stand der Fischer auf und ging zu seiner Frau in die kleine Hütte.

"Mann," sagte die Frau, "hast du heute nichts gefangen?" - "Nein," sagte der Mann. "Ich fing einen Butt, der sagte, er wäre ein verwunschener Prinz, da hab ich ihn wieder schwimmen lassen." - "Hast du dir denn nichts gewünscht?" sagte die Frau. "Nein," sagte der Mann, "was sollte ich mir wünschen?" - "Ach," sagte die Frau, "das ist doch übel, immer hier in der Hütte zu wohnen: die stinkt und ist so eklig; du hättest uns doch ein kleines Häuschen wünschen können. Geh noch einmal hin und ruf ihn. Sag ihm, wir wollen ein kleines Häuschen haben, er tut das gewiß." - "Ach," sagte der Mann, "was soll ich da nochmal hingehen?" - "I," sagte die Frau, "du hattest ihn doch gefangen und hast ihn wieder schwimmen lassen - er tut das gewiß. Geh gleich hin!" Der Mann wollte noch nicht recht, wollte aber auch seiner Frau nicht zuwiderhandeln und ging hin an die See.

Als er dorthin kam, war die See ganz grün und gelb und gar nicht mehr so klar. So stellte er sich hin und sagte:

"Männlein, Männlein, Timpe Te,

Buttje, Buttje in der See,

Meine Frau, die Ilsebill,

Will nicht so, wie ich wohl will."

Da kam der Butt angeschwommen und sagte: "Na, was will sie denn?" - "Ach," sagte der Mann, "ich hatte dich doch gefangen; nun sagt meine Frau, ich hätt mir doch was wünschen sollen. Sie mag nicht mehr in der Hütte wohnen, sie will gern ein Häuschen." - "Geh nur," sagte der Butt, "sie hat es schon."

Da ging der Mann hin, und seine Frau saß nicht mehr in der kleinen Hütte, denn an ihrer Stelle stand jetzt ein Häuschen, und seine Frau saß vor der Türe auf einer Bank. Da nahm ihn seine Frau bei der Hand und sagte zu ihm: "Komm nur herein, sieh, nun ist doch das viel besser." Da gingen sie hinein, und in dem Häuschen war ein kleiner Vorplatz und eine kleine reine Stube und Kammer, wo jedem sein Bett stand, und Küche und Speisekammer, alles aufs beste mit Gerätschaften versehen und aufs schönste aufgestellt, Zinnzeug und Messing, was eben so dazugehört. Dahinter war auch ein kleiner Hof mit Hühnern und Enten und ein kleiner Garten mit Grünzeug und Obst. "Sieh," sagte die Frau, "ist das nicht nett?" - "Ja," sagte der Mann, "so soll es bleiben; nun wollen wir recht vergnügt leben." - "Das wollen wir uns bedenken," sagte die Frau. Dann aßen sie etwas und gingen zu Bett.

So ging es wohl nun acht oder vierzehn Tage, da sagte die Frau: "Hör, Mann, das Häuschen ist auch gar zu eng, und der Hof und der Garten ist so klein: der Butt hätt uns auch wohl ein größeres Haus schenken können. Ich möchte wohl in einem großen steinernen Schloß wohnen. Geh hin zum Butt, er soll uns ein Schloß schenken." - "Ach Frau," sagte der Mann, "das Häuschen ist ja gut genug, warum wollen wir in einem Schloß wohnen?" -"I was," sagte die Frau, "geh du man hin, der Butt kann das schon." - "Nein, Frau," sagte der Mann, "der Butt hat uns erst das Häuschen gegeben. Ich mag nun nicht schon wieder kommen, den Butt könnte das verdrießen." - "Geh doch," sagte die Frau, "er kann das recht gut und tut es auch gern; geh du nur hin." Dem Mann war sein Herz so schwer, und er wollte nicht; er sagte zu sich selber: "Das ist nicht recht." Aber er ging doch hin.

Als er an die See kam, war das Wasser ganz violett und dunkelblau und grau und dick, und gar nicht mehr so grün und gelb, doch war es noch still. Da stellte er sich hin und sagte:

"Männlein, Männlein, Timpe Te,

Buttje, Buttje in der See,

Meine Frau, die Ilsebill,

Will nicht so, wie ich wohl will."

"Na, was will sie denn?" sagte der Butt. "Ach," sagte der Mann, halb betrübt, "sie will in einem großen steinernen Schloß wohnen." - "Geh nur hin, sie steht vor der Tür," sagte der Butt.

Da ging der Mann hin und dachte, er wollte nach Hause gehen, als er aber dahin kam, da stand dort ein großer steinerner Palast, und seine Frau stand oben auf der Treppe und wollte hineingehen: da nahm sie ihn bei der Hand und sagte: "Komm nur herein." Damit ging er mit ihr hinein, und in dem Schloß war eine große Diele mit einem marmornen Estrich, und da waren so viele Bediente, die rissen die großen Türen auf, und die Wände waren alle blank und mit schönen Tapeten ausgestattet, und in den Zimmern lauter goldene Stühle und Tische, und kristallene Kronleuchter hingen von der Decke; alle Stuben und Kammern waren mit Fußdecken versehen. Auf den Tischen stand das Essen und der allerbeste Wein, daß sie fast brechen wollten. Und hinter dem Haus war auch ein großer Hof mit Pferde- und Kuhstall, und Kutschwagen: alles vom allerbesten; auch war da ein großer herrlicher Garten mit den schönsten Blumen und feinen Obstbäumen, und ein herrlicher Park, wohl eine halbe Meile lang, da waren Hirsche und Rehe drin und alles, was man nur immer wünschen mag. "Na," sagte die Frau, "ist das nun nicht schön?" - "Ach ja," sagte der Mann, "so soll es auch bleiben. Nun wollen wir auch in dem schönen Schloß wohnen und wollen zufrieden sein." - "Das wollen wir uns bedenken," sagte die Frau, "und wollen es beschlafen." Darauf gingen sie zu Bett.

Am andern Morgen wachte die Frau als erste auf; es war gerade Tag geworden, und sah von ihrem Bett aus das herrliche Land vor sich liegen. Der Mann reckte sich noch, da stieß sie ihn mit dem Ellbogen in die Seite und sagte: "Mann, steh auf und guck mal aus dem Fenster. Sieh, können wir nicht König werden über all das Land? Geh hin zum Butt, wir wollen König sein." - "Ach Frau," sagte der Mann, "warum wollen wir König sein?" - "Nun," sagte die Frau, "willst du nicht König sein, so will ich König sein. Geh hin zum Butt, ich will König sein." - "Ach Frau," sagte der Mann, "was willst du König sein? Das mag ich ihm nicht sagen." - "Warum nicht?" sagte die Frau, "geh stracks hin, ich muß König sein." Da ging der Mann hin und war ganz bedrückt, daß seine Frau König werden wollte. Das ist und ist nicht recht, dachte der Mann. Er wollte nicht hingehen, ging aber dann doch hin.

Und als er an die See kam, war die See ganz schwarzgrau, und das Wasser drängte so von unten herauf und stank auch ganz faul. Da stellte er sich hin und sagte:

"Männlein, Männlein, Timpe Te,

Buttje, Buttje in der See,

Meine Frau, die Ilsebill,

Will nicht so, wie ich wohl will."

"Na, was will sie denn?" sagte der Butt. "Ach," sagte der Mann, "sie will König werden." - "Geh nur hin, sie ist es schon," sagte der Butt.

Da ging der Mann hin, und als er zu dem Palast kam, war das Schloß viel größer geworden, mit einem großen Turm und herrlichem Zierat daran: und die Schildwache stand vor dem Tor, und da waren so viele Soldaten und Pauken und Trompeten. Und als er in das Haus kam, so war alles von purem Marmor und Gold, und sammtne Decken und große goldene Quasten. Da gingen die Türen von dem Saal auf, wo der ganze Hofstaat war, und seine Frau saß auf einem hohen Thron von Gold und Diamanten und hatte eine große goldene Krone auf und das Zepter in der Hand von purem Gold und Edelstein. Und auf beiden Seiten von ihr standen sechs Jungfrauen in einer Reihe, immer eine einen Kopf kleiner als die andere. Da stellte er sich hin und sagte: "Ach Frau, bist du nun König?" - "Ja," sagte die Frau, "nun bin ich König." Da stand er nun und sah sie an; und als er sie eine Zeitlang so angesehen hatte, sagte er: "Ach Frau, was ist das schön, daß du nun König bist! Nun wollen wir uns auch nichts mehr wünschen." - "Nein, Mann," sagte die Frau, und war ganz unruhig, "mir wird schon Zeit und Weile lang, ich kann das nicht mehr aushalten. Geh hin zum Butt: König bin ich, nun muß ich auch Kaiser werden." - "Ach Frau," sagte der Mann, "warum willst du Kaiser werden?" - "Mann," sagte sie, "geh zum Butt, ich will Kaiser sein!" - "Ach Frau," sagte der Mann, "Kaiser kann er nicht machen, ich mag dem Butt das nicht zu sagen; Kaiser ist nur einmal im Reich: Kaiser kann der Butt nicht machen." - "Was," sagte die Frau, "ich bin König, und du bist doch mein Mann; willst du gleich hingehen? Gleich geh hin! - Kann er Könige machen, so kann er auch Kaiser machen; ich will und will Kaiser sein! Geh gleich hin!" Da mußte er hingehen. Als der Mann aber hinging, war ihm ganz bang; und als er so ging, dachte er bei sich: Das geht und geht nicht gut: Kaiser ist zu unverschämt, der Butt wird's am Ende leid. Inzwischen kam er an die See. Da war die See noch ganz schwarz und dick und fing an, so von unten herauf zu schäumen, daß sie Blasen warf; und es ging so ein Wirbelwind über die See hin, daß sie sich nur so drehte. Und den Mann ergriff ein Grauen. Da stand er nun und sagte:

"Männlein, Männlein, Timpe Te,

Buttje, Buttje in der See,

Meine Frau, die Ilsebill,

Will nicht so, wie ich wohl will."

"Na, was will sie denn?" sagte der Butt. "Ach, Butt," sagte er, "meine Frau will Kaiser werden." - "Geh nur hin," sagte der Butt, "sie ist es schon."

Da ging der Mann hin, und als er dort ankam, war das ganze Schloß von poliertem Marmor mit Figuren aus Alabaster und goldenen Zieraten. Vor der Tür marschierten die Soldaten, und sie bliesen Trompeten und schlugen Pauken und Trommeln; aber in dem Hause, da gingen die Barone und Grafen und Herzöge herum und taten, als ob sie Diener wären. Die machten ihm die Türen auf, die von lauter Gold waren. Und als er hereinkam, da saß seine Frau auf einem Thron, der war von einem Stück Gold und war wohl zwei Meilen hoch; und sie hatte eine große goldene Krone auf, die war drei Ellen hoch und mit Brillanten und Karfunkelsteinen besetzt. In der einen Hand hatte sie das Zepter und in der andern den Reichsapfel, und auf beiden Seiten neben ihr, da standen die Trabanten so in zwei Reihen, immer einer kleiner als der andere, von dem allergrößten Riesen, der war zwei Meilen hoch, bis zu dem allerwinzigsten Zwerg, der war so groß wie mein kleiner Finger. Und vor ihr standen viele Fürsten und Herzöge. Da trat nun der Mann zwischen sie und sagte: "Frau, bist du nun Kaiser?" - "Ja," sagte sie, "ich bin Kaiser." Da stellte er sich nun hin und besah sie sich recht, und als er sie so eine Zeitlang angesehen hatte, da sagte er: "Ach, Frau, wie steht dir das schön, daß du Kaiser bist." - "Mann," sagte sie, "was stehst du da? Ich bin nun Kaiser, nun will ich auch Papst werden; geh hin zum Butt." - "Ach Frau," sagte der Mann, "was willst du denn nicht alles? Papst kannst du nicht werden, ihn gibt's nur einmal in der Christenheit: das kann er doch nicht machen!" - "Mann," sagte sie, "ich will Papst werden, geh gleich hin, ich muß heute noch Papst werden." - "Nein, Frau," sagte der Mann, "das mag ich ihm nicht sagen, das ist nicht gut, das ist zuviel verlangt, zum Papst kann dich der Butt nicht machen." - "Mann, schwatz kein dummes Zeug!" sagte die Frau. "Kann er Kaiser machen, so kann er auch einen Papst machen. Geh sofort hin; ich bin Kaiser, und du bist doch mein Mann. Willst du wohl hingehen?" Da wurde ihm ganz bang zumute, und er ging hin, aber ihm war ganz flau dabei; er zitterte und bebte, und die Knie und Waden schlotterten ihm. Und da strich so ein Wind über das Land , und die Wolken flogen, und es wurde so düster wie gegen den Abend zu: die Blätter wehten von den Bäumen, und das Wasser ging hoch und brauste so, als ob es kochte, und platschte an das Ufer, und in der Ferne sah er die Schiffe, die gaben Notschüsse ab und tanzten und sprangen auf den Wogen. Doch war der Himmel in der Mitte noch ein bißchen blau, aber an den Seiten, da zog es so recht rot auf wie ein schweres Gewitter. Da ging er ganz verzagt hin und stand da in seiner Angst und sagte:

"Männlein, Männlein, Timpe Te,

Buttje, Buttje in der See,

Meine Frau, die Ilsebill,

Will nicht so, wie ich wohl will."

"Na, was will sie denn?" sagte der Butt. "Ach"; sagte der Mann, "sie will Papst werden." - "Geh nur hin, sie ist es schon," sagte der Butt.


Da ging er hin, und als er ankam, da war da eine große Kirche, von lauter Palästen umgeben. Da drängte ersieh durch das Volk; inwendig war aber alles mit tausend und tausend Lichtern erleuchtet, und seine Frau war ganz in Gold gekleidet und saß auf einem noch viel höheren Thron und hatte drei große goldene Kronen auf, und um sie herum, da war so viel geistlicher Staat, und zu beiden Seiten von ihr, da standen zwei Reihen Lichter, das größte so dick und so groß wie der allergrößte Turm, bis zu dem allerkleinsten Küchenlicht. Und all die Kaiser und Könige, die lagen vor ihr auf den Knien und küßten ihr den Pantoffel. "Frau," sagte der Mann und sah sie so recht an, "bist du nun Papst?" - "Ja," sagte sie, "ich bin Papst." Da ging er hin und sah sie recht an, und da war ihm, als ob er in die helle Sonne sähe. Als er sie so eine Zeitlang angesehen hatte, sagte er: "Ach Frau, wie gut steht dir das, daß du Papst bist!" Sie saß aber ganz steif wie ein Baum und rührte und regte sich nicht. Da sagte er: "Frau, nun sei zufrieden, daß du Papst bist, denn nun kannst du doch nichts mehr werden." - "Das will ich mir bedenken," sagte die Frau. Damit gingen sie beide zu Bett. Aber sie war nicht zufrieden, und die Gier ließ sie nicht schlafen; sie dachte immer, was sie noch werden könnte.

Der Mann schlief recht gut und fest, er hatte am Tag viel laufen müssen; die Frau aber konnte gar nicht einschlafen und warf sich die ganze Nacht von einer Seite auf die andere und dachte immer darüber nach, was sie wohl noch werden könnte, und konnte sich doch auf nichts mehr besinnen. Indessen wollte die Sonne aufgehen, und als sie das Morgenrot sah, setzte sie sich aufrecht im Bett hin und sah da hinein. Und als sie aus dem Fenster die Sonne so heraufkommen sah: Ha, dachte sie, kann ich nicht auch die Sonne und den Mond aufgehen lassen? - "Mann," sagte sie und stieß ihn mit dem Ellenbogen in die Rippen; "wach auf, geh hin zum Butt, ich will werden wie der liebe Gott." Der Mann war noch ganz schlaftrunken, aber er erschrak so, daß er aus dem Bett fiel. Er meinte, er hätte sich verhört, rieb sich die Augen aus und sagte: "Ach Frau, was sagst du?" - "Mann," sagte sie, "wenn ich nicht die Sonne und den Mond kann aufgehen lassen, das kann ich nicht aushalten, und ich habe keine ruhige Stunde mehr, daß ich sie nicht selbst kann aufgehen lassen." Dabei sah sie ihn ganz böse an, daß ihn ein Schauder überlief. "Gleich geh hin, ich will werden wie der liebe Gott." - "Ach Frau," sagte der Mann und fiel vor ihr auf die Knie, "das kann der Butt nicht. Kaiser und Papst kann er machen; - ich bin dich, geh in dich und bleibe Papst." Da überkam sie die Bosheit, die Haare flogen ihr so wild um den Kopf und sie schrie: "Ich halte das nicht aus! Und ich halte das nicht länger aus! Willst du hingehen?!" Da zog er sich die Hose an und lief davon wie unsinnig.

Draußen aber ging der Sturm und brauste, daß er kaum auf den Füßen stehen konnte. Die Häuser und die Bäume wurden umgeweht, und die Berge bebten, und die Felsenstücke rollten in die See, und der Himmel war ganz pechschwarz, und es donnerte und blitzte, und die See ging in so hohen schwarzen Wogen wie Kirchtürme und Berge, und hatten oben alle eine weiße Schaumkrone auf. Da schrie er, und konnte sein eigenes Wort nicht hören:

"Männlein, Männlein, Timpe Te,

Buttje, Buttje in der See,

Meine Frau, die Ilsebill,

Will nicht so, wie ich wohl will."

"Na, was will sie denn?" sagte der Butt. "Ach," sagte er, "sie will werden wie der liebe Gott." - "Geh nur hin, sie sitzt schon wieder in der Fischerhütte."


Da sitzen sie noch bis auf den heutigen Tag.

.

.

.

Σάββατο 27 Αυγούστου 2022

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Ιστορίες του κ.Κ -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Ιστορίες του κ.Κ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Enigma-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Ιστορίες του κ.Κ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


1

ρωτήθηκε,από έναν φίλο του,ο κ.Κ να σχολιάσει την δημόσια τοποθέτηση ενός επωνύμου,'οτι πλέον δεν τον ενδιαφέρει αν ένας άνθρωπος πειναει'.

-ακρως ανθρωπιστική,απάντησε ο κ.Κ,

-μα είναι κυνική,αντέδρασε ο αλλος

-καθολου,σε αυτή στηρίζεται όλη η ανθρωπότητα,είπε με σοβαρή φωνή ο κ.Κ

.

2

-δεν σας φαίνεται ο κόσμος εφιαλτικος;

ξαναρωτήθηκε ο κ.Κ

-αν δεν ήταν έτσι δεν θα είχε κανένα ενδιαφέρον,

απάντησε πάλι με σοβαρή φωνή ο κ.Κ

.

.

.

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2022

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Ατελείς Ιστορίες -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Ατελείς Ιστορίες

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Ατελείς Ιστορίες

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


1

 

Εκείνη τη νύχτα γύρισε σπίτι νωρίς.Δεν πεινούσε και δεν ετοίμασε για φαγητό.

Ανοιξε την τηλεόραση και σε λίγο την εκλεισε.Προσπαθησε να διαβάσει την εφημερίδα,

δεν μπόρεσε.Τηλεφωνησε.Εκανε λάθος.Ξαναπροσπαθησε,χκανένας δεν απαντησε.Εσβησε όλα τα φώτα κι έμεινε στο σκοτάδι .Ο θόρυβος της πόλης τον περικύκλωσε.Ακουσε βήματα και το κουδούνι της εξώπορτας να χτυπάει.Δεν ανοιξε.Τα βήματα απομακρύνθηκαν Σε λίγο χτύπησε το τηλέφωνο,δεν το σήκωσε,ξαναχτύπησε.Εκλεισε τα μάτια.Τιποτα δεν σκεφτονταν η' μάλλον τίποτα δεν μπορούσε να σκεφτει.Τοσα ψέματα για να τον βλάψουν.Να εκδικηθεί,το σκέφτηκε και ταυτόχρονα το απέρριψε.Πως θα περνούσε ο χρόνος;.

.

.

2


Το βράδυ πηγαν σε ένα κεντρικό εστιατόριο.Καποιος αντρας σηκώθηκε απ'το διπλανο τραπέζι και την χαιρέτησε.Φανηκε να τον γνώριζε καλά από τον τρόπο που του μιλουσε.Δεν την ρώτησε ποιος ήταν.Εκεινη του είπε πως παλιά είχαν ερωτικη σχέση.

Ο άντρας εφυγε.Του διηγήθηκε την ιστορία τους.Γνωριζε πως όλα όσα άκουγε  ήταν ψευτικα.

.

.

3


μπροστά στο λιμάνι έπεσε βουτιά ένα κολυμβητης.Επειδη δεν βγήκε στην επιφάνεια ανησύχησαν.Εγιναν καταδύσεις και δεν βρέθηκε.Μετα από αρκετές μέρες αναδύθηκε,

όχι σε εκείνο το λιμάνι  αλλά σε άλλο.

.

.

4


Κανενα από τα σχέδια εκδίκησης που σκέφτονταν δεν τον  ικανοποιουσε.Ξαπλωσε στο κρεβάτι και κοιμηθηκε.Το πρωί έμαθε από τις εφημερίδες πως κάποιος άλλος έκανε την πράξη τόσο τελεια που κανένας δεν θα τον αποκαλυψει.

.

.

.

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2022

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -ΤΟ ΤΕΛΕΙΟ ΕΓΚΛΗΜΑ -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-ΤΟ ΤΕΛΕΙΟ ΕΓΚΛΗΜΑ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


ΤΟ ΤΕΛΕΙΟ ΕΓΚΛΗΜΑ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ο άνθρωπος,ραντεβού στις 10 το πρωί,ήρθε στο γραφείο του,ψηλός αδύνατος,κάθησε,'το όνομα μου'ειπε ' σε αυτή την υπόθεση δεν ειναι απαραιτητο',ζήτησε την άδεια να καπνίσει,άναψε τσιγάρο,'θα σας φανεί παράξενο αυτό που με έκανε να έρθω εδώ',το πρόσωπο του σοβαρεψε,σκλήρυνε,'θελω να μου σχεδιάσετε το τέλειο έγκλημα,θα σας πληρώσω ότι ποσον ζητησετε,εμπιστεύομαι την αυθεντία σας στη Λογικη',του κίνησε το ενδιαφερον η υπόθεση του,'συμφωνειτε;','συμφωνω' απαντησε,

του έδωσε όλα τα στοιχεία του εγκλήματος,το θύμα,τα κινητρα και τα αίτια,τους πιθανούς ενόχους,

ορίστηκε το ραντεβού σε μια εβδομάδα,την ίδια ώρα,

ο καθηγητής της Λογικής,εκείνη την εποχή εργάζονταν πάνω στη Λογική των εγκλημάτων του Άρθουρ Κόναν Ντόυλ με ντετέκτιβ τον Σέρλοκ Χολμς,άρχισε έρευνα για τα πρόσωπα της υπόθεσης,τους χώρους που κινούνται,

στο ραντεβου είχε έτοιμο το σχέδιο του τέλειου εγκλήματος,ο άντρας υπόγραψε μια επιταγή με ένα τεράστιο ποσό,

σε τρεις μέρες βρέθηκε δολοφονημένος μέσα στο γραφείο του από την καθαρίστρια απογευματινη ώρα ο καθηγητής της Λογικής,είχε πυροβοληθεί στο στήθος,

ήταν πεσμένος στο πάτωμα,πάνω στο γραφείο του ήταν,όπως αργότερα εξετασθηκε,το τελευταιο ατελείωτο έργο του,Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΡΘΟΥΡ ΚΟΝΑΝ ΝΤΟΥΛ ΜΕ ΤΟΝ ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ ΣΕΡΛΟΚ ΧΟΛΜΣ,και ένα παράδειγμα τέλειου εγκλήματος,ΤΟ ΤΕΛΕΙΟ ΕΓΚΛΗΜΑ,

.

.

.

Κυριακή 21 Αυγούστου 2022

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -ένας ελεύθερος άνθρωπος -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-ένας ελεύθερος άνθρωπος

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


ένας ελεύθερος άνθρωπος

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


η στάση τους τον φόβιζε,ήξερε πως θα τον χρησιμοποιουσαν,δεν τον συνέλαβαν,όπως τους άλλους,που βασάνισαν,φυλάκισαν,εξόρισαν,τους απαγόρευσαν κάθε έκφραση,αυτός ήταν ελεύθερος,έτσι του είπαν,να γράφει να δημοσιεύει,και να λέει ότι θέλει,το καθεστώς τους δεν τον θεωρούσε επικίνδυνο,δεν ήθελαν να είναι φιλικός μαζί τους,αλλά να τους κρίνει συνεχώς,τα βιβλία του θα εκδίδονταν,τα θεατρικά του θα παίζονταν,θα έδινε διαλέξεις,συνεντεύξεις σε εφημερίδες περιοδικά και τηλεοράσεις,θα γίνονταν καθηγητής του Πανεπιστημίου και Ακαδημαϊκός,θα ζούσε σε πολυτελή βίλα,με υπηρετικό προσωπικό,

πέρασαν δύο χρόνια,ήταν ο τέλειος άνθρωπος του συστήματος,

σε μια συνάντηση του,την μοναδική σε αυτή την περίοδο, με έναν συνάδελφό του,αντίθετο,πολέμιο του καθεστώτος,εκφρασε την ντροπή του για την στάση του,

ο άλλος του είπε,με χαμηλή φωνή,πως ήταν η ελπίδα τους,το σύμβολο τους,στη μάχη κατά της δικτατορίας,και να συνεχίσει τον αγωνα,

σε λίγο καιρό το καθεστως κατερευσε,οι υπαίτιοικαι οι συναυτουργοι δικάστηκαν και φυλακίστηκαν,πολλοί εκτελέστηκαν,

αυτόν δεν τον πείραξε κανένας,σαν να μην άλλαξε τίποτα,μπορούσε να συνεχίσει την ιδια ζωη,

τότε κατάλαβε πως αυτή ήταν η τιμωρία του,η εκδίκηση τους,

σκέφτηκε να αυτοκτονισει,να εξαφανιστεί,τελικααποφάσισε να παραμεινει όπως ήταν,

ένας ελεύθερος άνθρωπος

.

.

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -(Ανθρώπινα Εσωτερικά) Η πραγματικη ιστορία -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-(Ανθρώπινα Εσωτερικά)

Η πραγματικη ιστορία

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


(Ανθρώπινα Εσωτερικά)

Η πραγματικη ιστορία

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


του διηγήθηκε μια ιστορία,'δυσκολα μπορώ να θυμηθω' είπε,ίσως έχει συμβεί αλλιώς,δεν έχει σημασία,μπορούσε να συμβει έτσι,'θελεις να συνεχίσω;' τον ρώτησε,'θελω'απαντησε,

όταν τελείωσε η ιστορία κατάλαβε πως ήταν πραγματική,'αυτη είναι μια πραγματική ιστορια'της είπε,'ακριβως'απαντησε εκείνη,τον κοίταξε στα μάτια,'συνεβηκε σε μας τους δυο',


είχε νυχτώσει,η γυναίκα σταμάτησε ένα ταξί,

άκουσε το χτύπημα στη πόρτα,άνοιξε,'βρεχει,του είπε,'γι'αυτο αργησα',

.

.

.

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2022

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Η εκδίκηση της Κλυταιμνήστρας -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Η εκδίκηση της Κλυταιμνήστρας

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Η εκδίκηση της Κλυταιμνήστρας

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Κληταιμνηστρα:

τα'χω χαμένα,καμια λογική,την θυμάμαι,με τρόμο,και ντροπή,να σπάζει τις κούκλες της,και να τις πνίγει στις πισίνες,και να γελάει,να γελάει,έκλεινα τ'αυτια μου,ήθελα να πεθάνω,να την σκοτώσω,τη μισούσα,όχι,όχι,δεν την αγαπούσα,δεν την γέννησα εγώ,δεν μπορεί να είναι κόρη μου,μεγάλωσε και δεν άλλαξε,κλείνεται στο δωματιο της,αρνηται να φάει,την ακουω να παίζει στο πιανο,ώρες ασταμάτητα,έπειτα σιωπή,μπορεί να πεθάνει έτσι,φοβάται μην πεθάνει όπως ο πατέρας της,στο δίχτυ τυλιγμένη,να την σφάζουν,ο Αίγισθος με μενα ,ο πατέρας της,δεν καταλαβαίνει,πως τιμωρήθηκε,την ρωτάω,Ηλέκτρα,που είναι η αδελφή σου;η αγαπημένη μου Ιφιγένεια;δεν απαντάει,με κοιτάζει με άγριο μίσος,με κατασπαράζει το μίσος της,έκανα το χρέος μου,εκδικήθηκα τον φονιά,είχε το θράσος να φέρει εδώ την ερωμένη του,είμαι γυναίκα δεν θα με εξεφτυλισει,ναι πήγα με τον ξάδελφο του τον Αίγισθο,ειμασταν εραστές πριν τον πόλεμο, ζηλεύει,τον θέλει δικό της,ντύνεται πρόστυχα,δείχνει τα βυζιά της μπροστά του,κάνει σαν πόρνη,το ξέρω πως τον παρασέρνει στο δωμάτιο της τις νυχτες,εκεί βγάζουν τα μάτια τους,τους ακούω και τους βλέπω,τον σιχαίνομαι τον Αίγισθο,δειλός,ανήθικος,ομως κάνει για την εκδίκηση  μου,αν ήθελα τον σκότωνα με τα χέρια μου,τον έπνιγα την ώρα που κοιμάται,τον αφήνω να ζήσει,να τον σκοτώσει ο Ορέστης,το παιδί μου που θα σφάξει και μένα,αδύνατο ο άνθρωπος να αντιστέκεται στο πεπρωμένο,να θέλει να αλλάξει τη μοίρα του,τις τελευταίες μερες με καλοπιανει,θυμάται τα ευτυχισμενα παιδικά της χρόνια,μαζί μας,όσα λέει για τότε είναι ψέματα,προσποιούμαι πως τα θυμάμαι,τις λέω κι εγώ για τοτε,ψέματα,ευχαριστιεται να ακούει για τα περασμένα,είναι τρελή,όλα στοχεύουν στην εκδίκηση της,το φαρμακερό της βέλος θα μου τρυπισει το στήθος,το στήθος της μάνας,που τη βυζαξε,σε σκοτώνω μάνα,θα ουρλιάξει,απαίσιο στόμα θα με βρίζει,πουτανα μοιχαλιδα πρόστυχη μάνα,

απόψε,τ'αποφασισα, θα μπω αθόρυβα στο δωμάτιο της,θα σηκώσω το μαχαίρι,όχι δεν θα δειλιασω,θα ξεψυχήσει στον εφιάλτη της,ξέρω πως αντίθετα θα γίνουν τα πράγματα,δύο σκιές,η δικιά της και του Ορέστη,θα μας σφάξουν στο κρεβάτι,τη μισητή μάνα και τον μισητό Αίγισθο,λύτρωση για όλους μας η εκδίκηση

.

.

.

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2022

GREEK POETRY -Πτολεμαίος ΙΑ' Αλέξανδρος Β' -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

 .

.

GREEK POETRY

-Πτολεμαίος ΙΑ' Αλέξανδρος Β'

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

.

.



Κατά το ύφος του Φαγιουμ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Πτολεμαίος ΙΑ' Αλέξανδρος Β'

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ευνοούμενος ήτο του Συλλα,κι ο ρωμαιος δικτατωρας,

ήθελε επειγόντως δικό του άνθρωπο στην Αιγυπτο,

τον ενθρονισε βασιλιά,Πτολεμαίο ΙΑ' Αλεξανδρο Β' τον είπαν,

το 81πΧ,

όμως η εξαδέλφη του Βερενίκη Γ' τον αρνούνταν για άντρα της,

φυσικά και δολοφονήθηκε  

αυτό καθόλου δεν άρεσε στους Αλεξανδρινους,

η χήρα του Πτολεμαίου Θ' ητο λίαν δημοφιλης στο λαό,

τότε αντέδρασαν βίαια κι αφού τον έσυραν στο Γυμνάσιο τον λιντσαραν,

μόλις 18 η' 19 μέρες βασίλεψε ο προστατευόμενος του Συλλα,

αυτός ο λαχνός του στην Ιστορια

.

.

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Οι εικόνες τους (Ανθρώπινα Εσωτερικά) -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Οι εικόνες τους

(Ανθρώπινα Εσωτερικά)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Οι εικόνες τους

(Ανθρώπινα Εσωτερικά)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


είχαν πολλές συναντήσεις,αργότερα,μόνος,προσπαθούσε να την ανασυνθέσει,όπως ένα παζλ,ήτανε αρκετά δύσκολα,κάποτε πετύχενε,κοντά στο τέλος του,ένα δύο κομμάτια ελλειπαν,αδύνατο όμως να τα βρει,άλλοτε αποτυχία,ούτε να αρχίσει μπορούσε,εκείνη όταν συναντιόνταν του έκανε διάφορες ερωτήσεις,υποψιάστηκε ότι κι αυτή ήθελε να συνθέσει την εικόνα του,

κάνανε πιο πολύ παρέα,τώρα την πλησίαζε πιο πολύ,την σκεφτονταν συνέχεια,κατάλαβε ότι θέλανε να δημιουργήσουν τις εικόνες τους,όπως  επιθυμούσαν να είναι ο ένας για τον άλλον,συμφώνησαν να μην κρύβονται,να μιλήσουν ανοιχτά,αυτό θα τους βοηθούσε,

.

.

.

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2022

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Μικρές Ιστορίες Ιδιαιτερης Ευκρίνειας -ο Casanova και το Έγκλημα -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Μικρές Ιστορίες Ιδιαιτερης Ευκρίνειας

-ο Casanova και το Έγκλημα

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.

Μικρές Ιστορίες Ιδιαιτερης Ευκρίνειας

ο Casanova και το Έγκλημα

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


η πρόταση:

The story she had told me was possible, but it was not believable,που διάβασε στην Histoire de ma vie του Giacomo Casanova ήταν ο καταλύτης για να σχεδιάσει το έγκλημα,

κάθε δολοφονία περιλαμβάνει:το θυμα-την  πραξη-τον ντετέκτιβ,

η πράξη θα είναι,θα φαίνεται δυνατή,ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί,αλλά,ταυτόχρονα,και σε αυτό στηρίζεται,απίστευτη,

έτσι η επαγωγική λογική του ντετέκτιβ για την αποκάλυψη του εγκλήματος θα σκονταφτε,με συνέπεια την αποτυχία,

άπειρες οι αιτίες για την διαπραξη του εγκλήματος,πολλαπλοί οι ενοχοι,ποιο σχέδιο μεταχειρίστηκε ο δολοφόνος;

το βιβλίο Histoire de ma vie του Giacomo Casanova που βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος,στο πολυτελές διαμέρισμα που κατοικούσε η άτυχη νεαρή ηθοποιός,τι σήμαινε;ερωτικό κίνητρο;

κάποιος από τους εραστές της;η' επιτηδες σκότιζε το κίνητρο;

οι γείτονες εκείνη την ώρα της δολοφονίας άκουγαν από το διαμέρισμα να μιλούσαν διάφοροι άνθρωποι,όμως αυτά που έλεγαν ήταν κοινοτυπιες,c'est vrai-on le dit-on dit aussi le contraire-la verite est entre les deux-c'est juste-και επαναλαμβάνονταν,

κάποια στιγμή άκουσαν να χτυπά το κουδούνι της κοπέλας,

οι φωνές σταμάτησαν,κάποιος μάρτυρας είπε πως η άτυχη κοπέλα άνοιξε την πόρτα,αλλά δεν ήταν κάποιος,αυτό το είδε από το μάτι της πόρτας,αυτόν τον μάρτυρα ο ντετέκτιβ τον θεώρησε ύποπτο,

ύστερα όμως αναθεώρησε,όταν ανακαλύφθηκε πως οι φωνές στο διαμέρισμα προέρχονταν από ένα κασετόφωνο με ηχογραφημένη την θεατρική παράσταση της Φαλακρης Τραγουδίστριας του Ιονέσκο,στην οποία η δολοφονημένη ηθοποιός πρωταγωνιστουσε,

σε ένα σημείωμα δίπλα της ηταν γραμμένο:C’est pas par là, c’est par ici,

μάλλον από τον δολοφόνο,

η πρόταση που τελειώνει το έργο,

ο ντετέκτιβ κατέληξε πως αυτό απευθύνονταν σε αυτόν,αυτό δεν είναι εκεί,αυτό είναι εδώ,μετέφρασε,

εξετάζοντας όλα τα στοιχεία σκέφτηκε πως το έγκλημα είναι τόσο τέλειο ώστε να μην είναι τέλειο,

ποιος και πότε και από ποιο βιβλιοπωλείο αγόρασε το βιβλίο του Casanova;τι υπάρχει στο βιβλίο αυτό που σχετίζεται με τη δολοφονία;

ήξερε,από πείρα,πως το μυαλό των δολοφόνων είναι περίεργο,κάτι το ιδιοφυές,παρανοϊκά άτομα,που τους ευχαριστεί το σκοτάδι μέσα στο οποίο έχουν εγκλωβισει τον ντετέκτιβ,

κι αυτή η περίπτωση είναι λαβύρινθος,στο κέντρο του κρύβεται η αλήθεια,διαισθάνεται πως μέχρι να φτάσει εκεί η πορεία θα είναι πολυ μεγάλη,ίσως,φοβάται,η βιολογική ζωή να μην επαρκεσει,η ιστορία του εγκλήματος αυτού είναι δυνατή,αλλά,κι αυτο είναι το πρόβλημα,δεν είναι πιστευτή,

πως όμως κάτι είναι δυνατό και ταυτόχρονα δεν είναι πιστευτό,

αν είναι δυνατό,να πραχτεί,τότε είναι πιστευτό,ότι πραχτηκε,

ο άνθρωπος της πόρτας,ήταν πρώην εραστής της γυναίκας,είχαν χωρίσει φιλικα,η κοπέλα έφερε στο σπίτι έναν άλλον άντρα,η σχέση τους κράτησε ένα χρόνο,τόσο υπολόγισε,εκείνο το διάστημα είχε αποσυρθεί από το θέατρο,από τότε έχουν περάσει πέντε χρόνια,κάποιο διάστημα έλειπε αρκετούς μήνες στο εξωτερικό,γύρισε μόνη της,μετά είχε πολλούς εραστές,αυτούς που έβλεπε να φέρνει στο διαμέρισμα,μπορεί,φυσικα, να μην ήταν όλοι,μια φορά,τώρα τελευταία, τη συναντησε στην είσοδο της πολυκατοικίας,εκείνος έβγαινε κι εκείνη έμπαινε,δεν έδειξε να τον προσεξε,σαν να μην τον  γνωριζε,

τον κούρασε η ιστορία του,ήταν δυνατή αλλά όχι πιστευτη,τον σταμάτησε,

τον ρώτησε αν έχει στη βιβλιοθήκη του την Histoire de ma vie του Giacomo Casanova,την είχε,δώρο από εκείνη,του είπε,ξεφυλλισε το βιβλίο,

σε κάποια σελίδα μια πρόταση ήταν υπογραμμισμένη με κόκκινο στυλό:The story she had told me was possible, but it was not believable,

μετά από δύο μέρες χωρίσαμε,του είπε,

ήταν βέβαιος πως αυτός δεν ήταν ο δολοφόνος,

ίσως η γυναίκα είχε συνήθεια να δωρίζει στους εραστές της το βιβλίο του Casanova,κι εκείνη τη μέρα της δολοφονίας της προόριζε να δωρίσει το βιβλίο που βρέθηκε στο διαμέρισμα της,

άνοιξε εκείνο το βιβλίο στη σελίδα της πρότασης,δεν ήταν υπογραμμισμένη,

σκέφτηκε,αντιστρέφονταας,ο δολοφόνος να της δώρισε το βιβλίο,αυτό είναι δυνατό και πιστευτό,

να,χαμογέλασε,ο πρώτη κλωστή του ιστού της αράχνης που θα παγιδεύσει τον δολοφόνο,

αυτό,σκέφτηκε,δεν είναι πιστευτό αν και είναι δυνατό,


Σημείωση:μέχρι τώρα το έγκλημα παραμένει μυστήριο

.

.

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Ιδιοτροποι Έρωτες -η αιώνιος αναβολη -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Ιδιοτροποι Έρωτες

-η αιώνιος αναβολη

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Ιδιοτροποι Έρωτες

-η αιώνιος αναβολη-

χ.ν.κουβελης c .n.couvelis


την πήρε τηλέφωνο

-θελω να σου μιλήσω,της είπε,

συναντήθηκαν,η συζήτηση τους περιεστράφηκε σε απλά θέματα, καθημερινά,

ενδιάμεσα αναφέρθηκαν στην σχέση Καντ Πλάτωνα και Σοπενχάουερ,

στο τέλος,εκείνη του είπε,τελικά δεν μου μίλησες,

αυτό,το ίδιο ακριβώς,επαναλήφθηκε πολλές φορές,

την έπαιρνε τηλεφωνο

-θελω να σου μιλήσω,της έλεγε

στο τέλος

-τελικα δεν μου μιλησες,του έλεγε εκείνη


άπειρες φορές η αναβολή

.

.

.

Τρίτη 2 Αυγούστου 2022

GREEK POETRY -Το νόμισμα του Αλεξίου Δ' Αγγέλου -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

 .

.

GREEK POETRY

-Το νόμισμα του Αλεξίου Δ' Αγγέλου

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

.

.


Το νόμισμα του Αλεξίου Δ' Αγγέλου

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ο ματαιοδοξος αυτος αυτοκράτορας,αλήθεια,τι αυτοκράτορες 

θα ήταν στην Δ' Σταυροφορία παρά εθελοδουλοι; 

φυσικά και εκοψε νόμισμα,χρυσόν υπερπυρον,

με χλαμύδα σκήπτρον και επιγραφήν ΑΛΕΞΙΟC ΔΕΣΠΟΤΗC,

κατά τον ιστορικόν Νικήτα Χωνιάτη στην Χρονική του Διήγηση  

ένας άμυαλος,που ήθελε όπως οι σταυροφοροι πολυτελώς να διαγει

τον βίον,αυτό μονάχα τον ένοιαζε,ούτε η επερχομενη άλωση της Πόλης 

τον Απρίλιο του 1204 ούτε το ένδοξο Βυζαντιο

και πριν με τον  μαρκήσιο Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό και μετά 

με τον δόγη Ενρίκο Ντάντολο συμφώνησε την υποταγή της Ορθόδοξης 

εκκλησίας στην Καθολική, την ακύρωση του Σχίσματος και πίστη στον Παπα,

κι από βαρυτατους φόρους θα έδινε χρήματα και πλούσια δωρα 

αρκεί να εκθρονισουν τον θείο του Αλέξιο Γ' Αγγελο

κι έτσι κατέληξε  συναυτοκρατορας με τον πατέρα του Ισαάκιο Β' Άγγελο,

όμως δεν γλύτωσε την εξέγερση κάποιος ευγενής Αλέξιος Δούκας 

τους καθαίρεσε και  κάποιον λαικο τον Νικόλαο Κανναβό ενθρονισε

αυτό.πολυ δεν κράτησε, ύστερα σκότωσε τον Καναβό 

κι ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας ως Αλέξιος Ε ' Δούκας Μουρτζουφλος

στραγγαλιζοντας τον Αλέξιο Δ' Άγγελο στις 5 Φεβρουαριου 1204

αυτό το τέλος των Βυζαντινών Αγγέλων

.

.

.

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2022

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Μικρές Ιστορίες Ιδιαίτερης Ευκρινειας -Πορτραίτο μιας γυναίκας -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Μικρές Ιστορίες Ιδιαίτερης Ευκρινειας

-Πορτραίτο μιας γυναίκας

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.

Μικρές Ιστορίες Ιδιαίτερης Ευκρινειας

Πορτραίτο μιας γυναίκας

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Πορτραίτο μιας γυναίκας, Λουκρητια Βοργία( Μπαρτολομέο Βενέτο)


πίστευε,είχε την ιδέα,ότι οι άνθρωποι,ομαδικά,υπόκεινται στο Συνδρομο του Οιδίποδα,της Ηλέκτρας,και σε αυτό που ονόμασε:το Σύνδρομο της Λουκρητιας Βοργία,

η γυναίκα που τον επισκέφτηκε ήταν εξαίρετης ομορφιάς,παντρεύτηκε δύο φορές,του είπε,

ο πρώτος της άντρας,στα 13 της, της εύρισκε εραστές και βιντεογραφουσε τις ερωτικές συνευρέσεις της μαζί τους,κάποια μέρα αυτοκτονισε, υπερβολική δόση βεροναλ,

ο δεύτερος,στα17 της, ήταν βίαιος,σαδιστής,την υπεβαλε σε βασανιστήρια και εξεφτευλισμους, δολοφονηθηκε μεσα στην κρεβατοκάμαρα με ένα μαχαίρι στη καρδιά,θεωρήθηκε ένοχη,είχε αλλοθι,ο δολοφόνος δεν βρέθηκε,το τέλειο έγκλημα,

με τον πατέρα της ένα υψηλόβαθμο στέλεχος μιας πολυεθνικής είχε αιμομικτικες σχέσεις,όπως ταυτόχρονα και με τον αδελφό της,

τώρα ο πατέρας της έχει πεθανει,δεν νιώθει καμια λύπη κι ο αδελφος της τον διαδεχτηκε στην επιχείρηση,σκληρός και αδίστακτος ανθρωπος,

δεν έχει πια καμιά σχεση μαζί του,

από όλα αυτά έχει δύο παιδιά,αγόρι και κορίτσι,

τωρα ειναι 20 χρόνων,

από παιδί σπούδασε πιάνο και ηθοποιία,έχει ένα χρόνο που ασχολειται με αυτη επαγγελματικά,

του ζήτησε να γράψει γι'αυτη ένα θεατρικό έργο,που να στηρίζεται σε βιογραφικά της στοιχεία,

συμφώνησαν,

κάθε μερα θα συζητούσαν στο γραφείο του,πρωινές ώρες,

η έλξη της γοητείας αυτής της γυναίκας ήταν τρομακτική,εκτός από πολύ ομορφη ,ήταν ευφυής,ευαίσθητη,

γρήγορα ένιωσε ερωτευμένος μαζί της,

σε κάποιο ζωγράφο παράγγειλε να του αντιγράψει το Πορτραίτο μιας γυναίκας,του Bartolemeo Veneto,που αναπαριστά μια γυναικα στο στυλ της Flora,της θεάς της Άνοιξης,με ενα μπουκέτο  λουλουδιών στο δεξί της χερι,

η γυναίκα αυτή θεωρείται ότι είναι η Λουκρητια Βοργία,

όταν τελείωσε το έργο το πρόσφερε δώρο στη γυναίκα και της έκανε πρόταση γάμου

.

.

.

GREEK POETRY -ο Κικέρων στη Ρόδο -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

 .

.

GREEK POETRY

-ο Κικέρων στη Ρόδο

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

.

.



ο Κικέρων στη Ρόδο

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


(στον βίο του Κικέρωνα του Πλουταρχου γράφεται)

ἐν δὲ Ῥόδῳ ῥήτορι μὲν Ἀπολλωνίῳ τῷ Μόλωνος, λέγεται δὲ τὸν Ἀπολλώνιον οὐ συνιέντα τὴν Ῥωμαϊκὴν διάλεκτον δεηθῆναι τοῦ Κικέρωνος Ἑλληνιστὶ μελετῆσαι

αφού ο διδάσκαλος της ρητορικής Απολλώνιος του Μόλου

καθόλου δεν γνώριζε τα Ρωμαικα,τι περιμενε;

από έναν Ρωμαίο ευφυή και λίαν προικισμένον;

αυτό,βεβαίως,θα ήτο το αποτελεσμα,

και αναπόφευκτος ο σχολιασμός του Ελληνα

(με τα αντιθετικά ρητορικά σχήματα επαινώ θαυμαζω και οικτιρω)

‘σὲ μὲν, ὦ Κικέρων, ἐπαινῶ καὶ θαυμάζω, τῆς δὲ Ἑλλάδος οἰκτείρω τὴν τύχην, ὁρῶν, ἃ μόνα τῶν καλῶν ἡμῖν ὑπελείπετο, καὶ ταῦτα Ῥωμαίοις διὰ σοῦ προσγενόμενα, παιδείαν καὶ λόγον.’

φυσικά και οι Ρωμαιοι τώρα θα είναι σε όλα τα πραγματα,

ακόμα και στη παιδεία και στον λογον

.

.

.