.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis}
.
.
Λαικες Ιστοριες -Λαικα Κειμενα-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
.
.
ΛΑΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
ΛΑΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
.
.
Ο Βαγγος και το Μαρικακι
.
''Θελει να με παρατησει
μ'αλλον αντρα για να παει''
[ Μανωλης Αγγελοπουλος ]
.
Τοτε ηταν με τα δυσκολα χρονια , με το Σχεδιο
Τρωμεν , που γνωρισε το Μαρικακι , φινο πλα-
σμα ,απ'αυτα που κατασκευαζει στη φαμπρικα
του ,τη πλαση να πουμε ,ο Θεος αμα εχει κεφια,
του'αρεσε το λοιπον το Μαρικακι , την πηρε στο
κουβεντιστο και μιας ηταν κι ομορφοπαιδο το
τυλιξε.Κι οπως το ταλλιρο δεν συχναζε στη τσεπη
του , φτωχαδακι ηταν ,δουλειες του ποδαριου ε-
κανε , το τρεναρε το σοβαρο και το επισημο , και
το Μαρικακι τον δυσκολευε , τι να πει στο σπιτι ,
πως τραβιεται μ'ενα μορτη και την ταιζει το πα-
ραμυθι.Τι να σου κανει κι ο Βαγγος κοιτουσε
με το τιμιο να κανει μαγια , θα μου πειτε γινεται;
δεν γινεται .Το αγαπουσε το Μαρικακι και δεν
γουσταρε να'χει τραβηχτικες με το νομο, ητανε
και το μητρωο του μουτζουρωμενο , κατι λιανα
πραματα , τσιμπημα πορτοφολιων και τα λοιπα
μικροπταισματα.Τωρα ομως καθαρος , ποτε στη
λαχαναγορα ,ποτε στο λιμανι φορτωνε ξεφορτω-
νε .Πως να κανεις κονομα ετσι.Και να'χεις το
Μαρικακι :''τι θα γινει με μας ; θα παει μακρια
η βαλιτζα;'' και τον στεναχωρουσε τον Βαγγο,
γιατι ο Βαγγος ειχε φιλοτιμο
Στην αρχη δε υποψιαστηκε τιποτα ,λαχανο ,
που τον τυλιξε ντολμα το Μαρικακι : κατι καθυ-
στερημενα στα ρεντεβου , κατι ακαταλαβιστικα
φωνηεντα , κατι ματιες πισω αριστερα και
δεξια , το πηρε το γραμμα πως κατι ετρεχε με
το Μαρικακι , του την πεσανε στο εμπιστευτικο
και κατι γνωστοι :'' να , τωρα να μην την πα-
ρουμε στο λαιμο μας , αλλα μια κουρσα στο πο-
λυ αστραφτερο αραζει εξω απ 'το σπιτι της , κι
ενας φιογγος κατεβαινει , μπουκαρει στο ιδιο-
κτητο,και μετα παρελευσιν ολιγου χρονου ,ξε-
μπουκαρει συνοδευων το Μαρικακι , μπαινουν
στη κουρσα και αμολαρουν προς αγνωστην
κατευθυνσην ''.Στον Βαγγο μπηκαν φυλλοι
, και το εξετασε το θεμα , κρυφτηκε και με
τα δυο του ματια ανοιχτα ειδε τα τετελεσμε-
να.Στεναχωρεθηκε πολυ , πηγε στη καμαρα
του, κλέιστηκε μεσα, ζουσε μονος του , τη γρια
την εχασε , πατερα δεν γνωρισε , ηπιε , με-
θυσε τη βλαστιμησε , και για πολυ καιρο
δεν του περασε ο καημος , το μαραζι τον
παιδευε.
Περασε ο καιρος ,οπως περναει σ'αυτον τον
ματαιο κοσμο για τα φτωχαδακια , δεν ακουσε
για το Μαρικακι , κι ουτε ετυχε καπου να την
τρακαρει.Αυτος εν τω μεταξυ αλλαξε το
τροπαρι , αφησε το ισιο δρομο κι επιασε
τον μπερδευτο , ηταν τυχερος τσακωτος δεν
εγινε , ομως τον ειχαν στη μπουκα , και στο
στενο παρακολουθητο.
Μια μερα που μοστραριζε μ'εναν ηλιο πολλων
κεριων σαν να το' κανε επιτηδες να δειξει τα
σκουληκια που''ναι οι ανθρωποι του ποιοντος
του Βαγγου επεσε πανω σε μια θεια της Μαρι-
κας,του 'πε τα παθηματα του κοριτσιου , πως
εκεινο το καθαρμα αφου τη γλεντησε τη
παρατησε , επειτα τα ιδια μ'αλλοναν , και
μ'αλλονα κατεληξε , να τωρα ,που μιλαμε
στα σπιτια της Τρουμπας.
Μεσα απ'το συναφι εβαλε να ψαξουν να μαθουν
πως και που .Ετσι κι εγινε , μεσα σε λιγες
μερες του δωσανε ραπορτο καταλεπτως ,που
και πως.Αρριβαρισε στα σπιτια της Τρουμπας,
μπουκαρισε σ'ενα , αυτο που του ειπαν, ζητη-
σε για παρεα και τα περαιτερω τη κοπελλα
με τ' ονομα Ροζα , και μπηκε στη καμαρα
να την περιμενει στο ντροπαλο φως , το
λιγοστο , εκεινη σε λιγο ηρθε , τη φωναξε
με το αληθινο της ονομα :''Μαρικα'' , η γυναικα
ταραχτηκε , κι επειδη τα πολλα λογια ειναι
φτωχεια , αφου τον γνωρισε και αρχισε
τις δικαιολογιες της Ευας εκεινης της διασημης ,
την εκοψε στη μεση ο Βαγγος:''Μαρικακι ,
ασε το τροπαριο της Κασσιανης , σ'αγαπαω
οπως εισαι κι ηρθα να σε παρω σ'αλλα μερη ,
αν δεχεσαι κουνησε το κεφαλι σου , αν οχι
κατσε στο λασπωτο''
Και το Μαρικακι κουνησε το κεφαλι , και την
πηρε ο Βαγγος σ'αλλα μερη ,που δεν τους
ξερανε .Κι ηταν ο Βαγγος ,ειτε το πιστευεται
ειτε δεν το πιστευεται , χωρις τραβηχττκες ,
το δε Μαρικακι , τυπος και υπογραμμος
.
.
ΑΓΡΙΝΙΟ:
ΚΑΚΟΥΡΓΑ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ ΞΕΝΙΤΕΙΑ
.
'' Για σενα Αγρινιωτισσα
τα σωθικα μου ποτισα
με ουζο και με σερτικα ''
Στρατος Διονυσιου
.
Ητανε ο κοσμος,κι ειχε λογης φορτια πανω του,
κουβαλαγε δεντρα,ποταμια,βουνα ισα με κει
πανω, ζωα,ανθρωπους, πλουσιους και φτωχους,
αλλα κι αλλα ματζουνια :πολεμους,κατοχες,
πεινες ξεγυρισμενες,αλλα πως να το κανουμε
για'ναι το παλατζο σωστο ειχε και κοττερα,
ειχε και τα εξοχικα, ειχε τ'ακριβα τα καρα,
ειχε και τι δεν ειχε.
Και να το κανουμε πιο λιανο το νομισμα,
ειχε και το Αγρινιο,και το Αγρινιο ,ειχε το
Γιωργο,κι ο Γιωργος ειχε τη μανα του και
τη μπαλα,την κλωτσαγε καλα ,κι αν κυλ-
λουσε καλα το σχεδιο θα'παιζε στον Παναι-
τωλικο ,να ξελασπωνε τη πλαση του απο
τη φτωχεια και το ασημαντο .
Ειπαμε , μονο τη μανα ειχε ,πατερα δεν
γνωρισε,ηταν στη κατοχη ,ζορικα τα πρα-
ματα.Ο πατερας εφτυσε μια φορα αιμα,
εφτυσε δυο,την τριτη εφτυσε τον ψευτικο
ντουνια και περασε τον Αχεροντα.
Να γυρισουμε στον Γιωργο .Ο Γιωργος α-
νοιξε τα ματια του κι ειδε σκυλια να πεινα-
νε, κι ειδε τα πρασινα δεντρα ,κι ειδε τα
πουλια να σουλατσαρουν λιμπερα στο
γαλαζιο ,κι ειδε και τη Σουλα να σουλατσα-
ρει τις Κυριακες τ'απογευματα πανω-κατω
τη Παπαστρατου,απ'τη πλατεια Μπελλου
μεχρι τη πορτα του παρκου.Ντοστιμο κορι-
τσι,ομορφο,σενικο,στο ντροπαλο το φερε-
σθαι,πολυ σικ να πουμε,πολυ τ'αρεσε του
Γιωργου η Σουλα ,τα ματια της μεγαλα σαν
καστανα μαρονια αδερφακι μου του πηρανε
το μυαλο και το πεταξανε αραουτ.
Αυτο το βιολι επαιξε κανα τριμηνο.Κουβεντα
δεν ανταλλαξανε.Κλειστος ο κοσμος ,κλειστοι
κι οι ανθρωποι ,κλειστα τα στοματα.Μοναχα
τα ματια ειχανε πασαπορτι να κυκλοφορουνε
ελευτερα.
Ειπαμε φινο παιδι ο Γιωργος,κι ομορφοπαιδο,
δουλευε με τη μανα του και τις αδερφαδες του,
μεγαλυτερες απ'αυτον , στα καπνα ,μεσιακα,
στο Δοκιμι,στο Ζαπαντι .Και το φτηνοπωρο
στις Καπναποθηκες του Παναγοπουλου ,πα-
ρεα,να πουμε , με τη σκονη, και κολλατζιζε
τη νικοτινη .Κι η μανα με τις αδερφες ξενοδου-
λευαν στα πλουσια σπιτια του Αγρινιου , βλε-
πεις οι κυραδες ειχανε βαμενα τα νυχια ,που
να τα σπανε στις μπουγαδες,γινεται;δεν γινε-
ται.Ατιμε κι αδικε ντουνια ,ειπαμε.
Το λοιπον η Σουλα ηταν στην απεξω αυτον
τον καιρο.Καπου εκει στα προσφυγικα στον
Αγιο Κωνσταντινο εμεινε.Κλειστος ο κοσμος,
κλειστοι οι ανθρωποι,κλειστοι κι οι δρομοι.
Την ανοιξη σαν τα αποδημητικα πουλια εκα-
νε εμφανιση στη Παπαστρατου τις Κυριακες
τ'απογευματα , στη βολτα.
Κι ετσι την εβγαζε βολτα ο καιρος στο γυριστο:
καπνα,καπναποθηκες,βολτα,σπιτι,μπαλα
Σχολειο δεν πατησε ο Γιωργος, πηγε ειδε κι
απηλθε, κλαματα φωνες στο σπιτι ,τιποτα,
πηρε τ'απολυτηριο προκαταβολικα.Ποιος
καθεται τοσες ωρες στο καθιστικο ακινητος
και νηστικος να κανει ορνιθοσκαλισματα,δεν
καθεται καλυτερα με τις κοτες, να τα μαθει
εκ του φυσικου και θα'χει και το βραβειο του σε
αβγο.Τι κοτα ητανε,στο κοτετσι ; Απτερον και
διπουν ,κατα το αρχαιον ρητον .Ειναι;δεν ειναι
Ασε που επρεπε να τραυλιζει:κο- κο η κοτα ,μου-
μου η αγελαδα,να του βγει κουσουρι,που τα
μιλαε τα ελληνικα φαρσι,κι απο πανω να τρως
και ξυλο απ'το δασκαλο,ενω εκεινοι οι μπαγα-
σιδες ,οι 12 θεοι του Ολυμπου, να το'χουν ρι-
ξει στο νεκταρ και στην αμβροσια,με τις Ηρες,
τις Αφροδιτες ,και τις Αθηνες .Δεν εισαι καλα.
Μακρυα.Ασε ας λειπει το μορφωμενο,ειδαμε τις
μηχανες, που στηνει στα φτωχαδακια.
Να'χουνε αυτοι τα παντα και συ να μην εχεις
τη Σουλα ουτε στο κοιταχτο,που'ναι και τζαμπα.
Αδικο
Και περναγε ο καιρος απ'εξω.Στο αδιαφορο
Και μια μερα αλλαξε το φυλλο και μερασε
και για τον Γιωργο
Εκει που ντανιαζε δεματα καπνα στου Πανα-
γοπουλου,σαν να καθαρισε το ντουμανι,τρακα-
ρε στο παραπερα το Σουλακι.Πλησιασε στο
δηθεν και τυχαιο να κοψει κινηση.Απο τα
τα παραπεταμενα λογια επιασε το νοημα:πως
η Σουλα επιασε δουλεια ,στο ξεσκαρτισμα των
φυλλων του καπνου.Για στενο μαρκαρισμα
μεσα στις αποθηκες ουτε να γινεται λογος.Ει-
παμε κλειστος ο κοσμος ,κλειστοι οι ανθρωποι,
κλειστα τα στοματα ,αλλα και εποπτες ,και
τειχοι που'χουνε αυτια.
Στα διαλειματα για φαγητο δουλευε στο φουλ
η αποσταση,στο σχολασμα ; χωριστοι οι δρο-
μοι,ενα στενο δυο στενα ,τερμα ,εξαφανιση.
Πως να ντριμπλαρεις τη ζωη ,να κανεις το
παιχνιδι σου,με τετοιο κατενατσιο και διαρκες
πρεσινγ;
Ετσι στριφογυριζε τη μπαλα το μυαλο του ο
Γιωργος , το ποδοσφαιρο ειχε για ονειρο,για
αλλου,μ'αυτο εκφραζονταν.Ηθελε να τον αγκα-
ζαρει ο Παναιτωλικος, να ζητησει το Σουλακι
και να το παρει στο επισιμο,βαζοντας το καλυ-
τερο γκολ της ζωης του
Ετσι ειναι ο ανθρωπος ,μ'ονειρα τρεφεται κι
υστερα γεμιζει τη κοιλια του ψωμι.
Κι επειδης ως γνωστον ο τροχος γυριζει,γυρισε
κι εφερε στο μουντο μια μερα με βροχη,δουλευ-
αν στην καπναποθηκη ,κι ηρθε η ωρα να σχο-
λασουν ,η βροχη κραταγε γερα,η Σουλα βρηκε
καταφυγιο σ'ενα υποστεγο,την εστησε διπλα-
ρωτα ο Γιωργος,τα τζιγκια πανω πεζανε ντραμς
,κι ετσι μεσα στο θορυβο και το μουντο της αμο-
λυσε δυο φωνηντα,το κοριτσι κοκκινισε,σαν
παπαρουνα του αγρου, η βροχη ρουφιανα δυνα-
μωσε κι ακουσε η Σουλα και κατι παραπανω:
να,σ'αγαπαω καιρο,και στα ονειρα μου εχεις
στησει τσαρδακι,τα γνωστα εν ταις τοιαυταις
περιστασεις.
Απο τοτε και στο εξης το Σουλακι εβαλε το
Γιωργακι μεσα στα φυλλα της καρδιας της
και τα εκλεισε.
Ομως ειπαμε :κλειστος ο κοσμος,κλειστοι οι
ανθρωποι,κλειστοι οι δρομοι,τα στοματα κλει-
στα ομως τα ματια ανοιχτα ,πουλια να πετουν
λευτερα.
Τοτε το κεντρο στο παρκο ητανε ανοιχτο,τις
Κυριακες καθονταν κοσμος, για πορτοκαλαδα,
για γκαζοζα,για λεμοναδα ,για παστα
Εκει ητανε η Σουλα με τις φιλεναδες της
Κι εκει στην απεναντι μερια,ητανε κι ο Γιωργος.
Κι οι ματιες σαιτες περα δωθε ταχυδρομοι της
καρδιας .
Κι οπως τα παραμυθια τελειωνουν ,τελειωσε κι
αυτο
Το Σουλακι δεν ξαναρθε στη καπναποθηκη,για
το Γιωργο η σκονη φουντωσε κι η νικοτινη
ανυποφορη, ο κοσμος αδειαζε , η δρομοι α-
δειοι,το Αγρινιο βαρυ.Ουτε τις Κυριακες τ'απο-
γευματα στη βολτα στη Παπαστρατου το Σουλα-
κι.Ουτε αυτη ουτε την αλλη ουτε την παραλλη
Κυριακη.Κι ο Γιωργος σηκωνε πανω του μεγαλη
ανησυχια .Που του'τρωγε τα σωθικα
Κι τοτε κατεβηκε ο απο μηχανης θεος,με τη
μορφη μιας ξαδερφης της Σουλας,εκει στο παρ-
κο.Περασε απο διπλα ,ξεροβηξε να δωσει σημα,
εκανε πως σκονταψε,κι αφησε σημειωμα,το
πηρε ο Γιωργος το γραμμα στο προσεκτικο και
στα σκοτεινα διαβασε με τα λιγα γραμματα,
που ηξερε:πως την πηραν ματι τ'αδερφια της,
την ειχαν φοβερισει,να διαγραψει τις συναλ-
λαγματικιες μ'αυτον τον μορτη,της ειχαν κο-
ψει τα σουρτα -φερτα στη Παπαστρατου και
στο Παρκο.Και το χειροτερο,γιατι σ'αυτον τον
απονο ντουνια παντα υπαρχει το χειροτερο,
ανυπερθετως,εστειλαν μια φωτογραφια της
στην Αυστραλια και την προξενευουν,και
του μηνουσε η Σουλα να την ξεχασει,μην
ψαξει να τη βρει,μην συμβει κανα κακο
Και τι να κανεις σ'εν' απεραντο κοσμο ,
μονος,με μια μπαλα για ονειρο;
Και το Σουλακι πεταξε,πουλακι στα ξενα
μοναχο.Αφησε το Αγρινιο,περασε το Ριο-
Αντιριο,στον Πειραια εφτασε και μπαρκαρε
για την Αυστραλια τη ξενιτεια, ειχε 40
μερες να πνιξει στα μαυρα κυματα τα
ονειρα της και σαν περασαν οι 40 μερες
ειδε τα καγκουρω.
Απο τοτε ο Γιωργος δεν εμαθε τιποτα για
τη Σουλα,αν γυρισε ποτε,τιποτα.
Ειπαμε κλειστος ο κοσμος ,κλειστοι οι αν-
θρωποι,κλειστες οι καρδιες ,στον πονο
του αλλου
Ο Γιωργος εν τω μεταξει αλλαξε, το γυρισε
αναποδα.Κομμενη με τον Παναγοπουλο,
κομμενη με τη μπαλα ,κομμενη με το νομο,
κι ανοιξε παρτιδες με το παρανομο.Η ζωη
του ολη πηρε τη κατηφορα ,επειτα στη ζωη
δεν ειχε κανεναν,η μανα εφυγε πικραμενη
να βρει την ησυχια της
Κι ο Γιωργος,που δεν χρωσταγε της ζωης τι-
ποτα,χρωσταγε του νομου,κι εγινε τακτικος
τροφιμος των Σωφρονιστικων Ιδρυματων,
φυλακες κατα το κοινον λεγομενον,εμπαινε-
κι εβγενε .Οχι τιποτα σοβαρα ,να,χαρτια ,
παρανομα στοιχηματα,οχι νταβαντζιλικια
τετοιες ξεφτυλες , μαγκας αυτος.
Καποτε βαρεθηκε το στραβο ,περασαν και
τα χρονια κι αραξε στο Αγρινιο,στην απεξω
Καθαρος
Την γυριζε στα ουζερι ,και στο ηλεκτροφω-
νο διαλεγε να γυρισει τις στροφες η ιδια
πλακα μια και δυο φορες:
''Για σενα Αγρινιωτισσα τα σωθικα μου ποτισα
με ουζο και με σερτικα'' με τον Στρατο
Διονυσιου
Κι ετσι γυρισε ο ντουνιας ,ετσι γυριζε κι ο
Γιωργος
Ειπαμε κλειστος ο κοσμος ,κλειστοι οι αν-
θρωποι, βωβος ο πονος
Και θα μου'πειτε και με το δικιο σας πως γρα-
φω αυτη την ιστορια , πως την ξερω ,αφου
τιποτα δεν μαθευτηκε
Ε,ποιος ξερει μπορει να μου την εκμυστη -
ρευτηκε ο Γιωργος, η' εγω να ειμαι ο ιδιος
ο Γιωργος ,που τη γραφει
Αυτος ,που εζησε και σχολασε στη φυλακη
της κοινωνιας ,και τωρα απομονωμενος
στη γωνια, ησυχος, βγαζει καμια φορα
απ'τη μεσα τσεπη του σακακιου του
μια εικονα ,που δειχνει ενα καγκουρω,
την αφηνει για λιγο στο τραπεζι,σκυβει
την κοιταζει κι επειτα τη κρυβει παλι στη
μεσα τσεπη του σακακιου του,στ'αριστερα
Ειπαμε κλειστος ο κοσμος,κλειστες οι καρ-
διες, κι ο ανθρωπος εζησε και δεν εζησε
.
.
Απο τα ''Λαικα Κειμενα ''
.
... δυσκολα τα χρονια , τρανο φορτιο η καθε μερα
που ξημερωνε.Η μανα μου ξενοπλενε , ο πατερας
χαθηκε στην κατοχη στον μεγαλο πολεμο , η μεγα-
λυτερη αδελφη δουλα σ'ενα πλουσιοσπιτο,η δευ-
τερη δουλευε σε μια μοδιστρα .Εγω απ'τη μερα
π'ακουσα το μπουζουκι αλλο δεν ειχα στο μυαλο
μου, να το μαθω.Δουλευα στα λιπασματα ,εδινα
απο το βδομαδιατικο στο σπιτι να πορεψουμε κι
οτι εμεινε το φυλαγα ν'αγορασω το οργανο.Στη
γειτονια ,εκει ηταν ενας γερος μουσικος που
κατεχε το οργανο ,με συμπαθησε κι αρχισε να
με μαθαινει τα πρωτα.Ημουν σπιρτο,γρηγορα
τα'παιρνα κι εμαθα σ'αυτον πολλα κολπα,μυστικα.
Τοτε ξεκινησα να παιζω δικα μου.Ειχα ενα κρυφο
σεκλετι,να ενα κοριτσι ητανε,ομορφο ,φινο,
μεγαλυτερη μου κι εγραφα γι'αυτηνα:
'' Τα ματια σου τ'ασικα
μαργιολικα και τσιφτικα ''
.τετοια να πουμε,μεχρι που αρραβωνιαστηκε
παντρευτηκε και παει χαθηκε απ'τη γειτονια.
Κοσμος ειναι και γυριζει...
.
.
Απο τα ''Λαικα Κειμενα''
.
...την Τουλα , την ηξερα ,ηταν στενη φιλεναδα
της αδελφης μου,απο μικρο κοριτσακι.Μεγαλυ-
τερος εγω ,τους εριχνα κανα δυο -τρια χρονια,
εκεινη ενα αδυνατο θηλυκο,δεν καταδεχομουνα
να κοιταξω ,ασε που μ'εσερνε απο πισω της μια
νοστιμη ζωντοχηρα και που μυαλο για αλλα.Το
λοιπον αλλαζε ο καιρος και με τον καιρο αλλαξε
και η Τουλα,ομορφοκοριτσο,και τι θελει πολυ ο
ανθρωπος να αλλαξοπιστισει.Κι αρχισα το πολι-
ορκητο,σκληρο καρυδι η Τουλα,μ'ειχε στο αδια-
φορο και στο αποφευγειν.Εδω που τα λεμε δεν
ειχα και το καλυτερο μητρωο,κι αντε τωρα που
να κανεις οπισθεν στο κανονικο.Με το δικιο του
το κοριτσι με φοβονταν.Ομως στη πιατσα δεν
πηγαν χαμενα τα χρονια μου,εστησα βροχια
στο εξυπνο και την τυλιξα την Τουλα.Την στε-
φανωθηκα και μου'κανε ενα γυιο κληρονομο
και δυο θυγατερες ,γραμματια να πουμε.Ας
ειναι ,ετσι ειναι ο κοσμος κι ετσι πορευεται...
.
.
απο τα ''Λαικα Κειμενα ''
.
...η Βικυ γεννηθηκε και μεγαλωσε στη Δραπετσωνα,
δουλευε σε μοδιστραδικο,στα δεκαεφτα της χρονια
ηταν ενα ψηλο λεπτο ομορφο πλασμα, το τρακαρε
μια μερα ο Στρατος και πολυ του αρεσε,ηταν δεν η-
ταν δεκαοχτω χρονων,απ'τα Καμινια,ομορφοπαιδο.
Ετσι αρχισε το ρομαντσο, εκει στις αρχες του '50.
Ειπαμε η Βικυ γαζωνε στη ραπτομηχανη ,κι ο
Στρατος σκαρωνε διαφορες μηχανες να τα μπα-
ζωσει τα φραγκα,να'χει να πορεψει στη σκαρτη ζωη.
Δεν ηταν χαλασμενο ατομο ο Στρατος ,αλλα πηρε
τη κατηφορα οπως κυλαει η μπαλα, δεν ηταν ευκολο
τωρα να τα μαζωξει τα πραματα.Ετυχε και η Βικυ,την
αγαπουσε, δεν της μαρτυρησε τιποτα ,ηταν αθωο
πλασμα και ντελικατο.Ελεγε να σταματησει,κι ετσι
αποφασισε μετα απο'να κολπο, ειπε στους μαγγες
''τερμα ,εγω σταματαω''.Στους αλλους αυτο τους
κακοφανηκε ,βαλανε στο μυαλο τους τιποτα σχεδια
της αστυνομιας για ρουφιανιλικι ,και δεν πιστεψανε
το Στρατο.Και μια μερα αξημερωτα μπουκαρανε
στη καμαρα που νοικιαζε ο Στρατος πεντε απο
το συναφι ,σπασανε τη πορτα ,τον βρηκανε να
κοιμαται με τη Βικυ ,τον αρπαξαν,αυτος αντισταθη-
κε,γερο παιδι ενας δεν τον εκανε καλα,η κοπελα
χυθηκε πανω τους ,ενας την εσπρωξε και την
κλωτσησε στη κοιλια.Τον εσυραν τον Στρατο
εξω απ'το σπιτι και χαθηκαν.Τρελλαθηκε η κοπελα,
να παει στους δικους της δεν τολμουσε σ'αυτη τη
κατασταση ,επιπλεον ηταν κι εγγυος ,τι να κανει;
Την αλλη μερα την επισκεφτηκαν δυο της ασφαλει-
ας, ηταν ευγενικοι μαζι της, της εδειξαν μια φωτο
γραφια ,της ειπαν να δει αν γνωριζει το προσωπο,
της φωτογραφιας .Η κοπελα κοιταξε την φωτογρα-
φια, ηταν ο Στρατος , χτυπημενος ,στα βραχια ,
στη θαλασσα.Βουβαθηκε, ''Ποιος ειναι;'',''Ο Στρατος
ειναι''απαντησε ''που ειναι τωρα;''. Της ειπαν πως τον
σκοτωσαν ,κι αν ηξερε τιποτα .Τους ειπε πως δεν
ηξερε τιποτα ,την πιστεψαν, της ειπαν να ετοιμαστει
να την πανε στο σπιτι της,να μην φοβαται και πως
θα την βοηθησουν κι αυτη και το παιδι . Κι ετσι
εγινε.
Γεννηθηκε το παιδι , ενα αγορι , και η Βικυ που
δεν παντρευτηκε ποτε , το μεγαλωσε με φροντιδα
και κοπους .Για τον πατερα του δεν του'πε τιποτα,
κρατουσε το μυστικο και τη πικρα μεσα της βαθει-
α .Του'δωσε το ονομα του Στρατου,κι ηταν σαν
αυτον ομορφοπαιδο..
Ετσι ειναι η ζωη σ'αλλους ριχνει εξαρες και σ'αλλους
ντορτια , ντερτια ,ας ειναι ...
.
.
απο τα ''Λαικα Κειμενα ''
.
...την εντοπισε την Κουλα η Μανταμ.Το και το στον
Βαγγο.''Κουκλι ,σου λεω, κι απραχτο ,επαρχιωτακι.
Δολωσε και πιαστο''.Κι ετσι εγεννετο.Τον ερωτευτηκε
τον Βαγγο η Κουλα, κι αυτος την πασσαρε στη Μαν-
ταμ.''Πρωτα θα'αλλαξεις το ονομα,θα σε λενε Κιτυ.
Θα μαθεις να μιλας στο γαλικο,ο καλος κοσμος αυτο
πολυ το εχτιμαει''.Το'περνε το μαθημα η Κιτυ ,και
σ'ενα -δυο μηνες περπατουσε στα ψηλα.Απο πελατη
σε πελατη η μηχανη στηθηκε:τηλεφωνο στη Μανταμ
και το εμπορευμα στο χωρο του.Καθαρα πραματα.
Κι ο Βαγγος :''Να λιγο ακομα,τα κονομαμε κι επειτα
τερμα.Σταματας και κανουμε σπιτι δικο μας ,στο
λογο μου''.
Περασαν τα χρονια ,το Βαγγο τον καναν τσακωτο
για καμια δεκαρια χρονια, η Κουλα [ η Κιτυ ] παρηκ-
μασε ,δεν περνουσε η μπογια της,μπηκε φρεσκο
εμπορευμα στη πιατσα κι η Μανταμ:''Να, δεν τα
βγαζω,δυσκολοι καιροι ,αλλαξαν τα γουστα,να ψα-
ξεις να βρεις τι θα κανεις, εισαι παθητικο,κι εγω
δεν κανω φιλανθρωπιες ''.
Κι ετσι πεταχτηκε η Κουλα ,Κουλα πια, στο πεζο-
δρομιο.Περα -δωθε περα -δωθε στη νυχτα.
Μη το ψαχνεις,ζαρια η παλιο ζωη.Εφερες σωθηκες.
Δεν εφερες ,χαθηκες ,σε πηρε ο κατηφορος.
.
.
BILL THE GREAT THE GREEK BUSSNES -MAN [ΜΠΙΛ ΔΕ ΓΚΡΙΤ
.
Ο Βασιλης,ο Μπιλ Δε Γκριτ,περιμενε να δεις στο προσεχως,
ηταν δεν ηταν στα δεκαεφτα,ομως ξεπλυμενος στα νερα και
στα απονερα της κοινωνιας,δουλευε χαμαλης,αχθοφορος να
πουμε στα αρχαια,κατω στο λιμανι,στον Περαια,βερος κι ο
ιδιος Πειραιωτης,κι ας μην γνωριζε αυτους,που λεμε:''μας γεν-
νησε η Ταδε μανταμιτσα,απο τον Δεινα σενιορ'',που τετοια
βαφτιστικα,Ληξιαρχειο μεδεν,μητε ηξερε απο ποιο ταλαιπωρο
δεντρο ξεφυλιστικε χαμηλα κατα τη γης,μεγαλωσε σε ιδρυμα-
τα νοθων και απορων,δηλαδη απορριματων να πουμε,ποτε δεν
τον ζητησε καποιος,μια βροχερη και πισσα νυχτα αμολησε με-
λανι και το 'σκασε στο ντουμανι της Αθηνας,μαζυ μ'ενα φιλα-
ρακο του πιτσιρικα τον Φοντα,καθενας πηρε την παρτη του
και χαθηκαν,λοιπον ο Βασιλης [ ο Μπιλ ]στον Πειραια φορ-
τωνε και ξεφορτωνε,καλοφκιαγμενος κι ομορφοπαιδο,τσιλι-
κο το ματι,ζορικο,δεν τον τουμπαριζαν στο ευκολο ουτε στο
ζορικο τ'αλλα μαγκακια,''το παιδι εναι τζιμανι,μορτακι εξυ-
πνο'',και μεσα ειχαν πεσει,πολυ στο ενταξει και στο σωστο,
εμαθε σ'ενα μαστορα και μπουζουκακι,προοδευσε στο πι και
φι,ανεβηκε δευτερο μπουζουκι σε ξεγυρισμενο παλκο,διπλα
σε μεγαλες φιρμες,πρωτα ονοματα,ειχε παιξει με τον Τσιτσα-
νη,τον Μητσακη,τον Ψηλο τον Γιαννη τον Παπαιωαννου,την
Μπελλου,τον Τσαουσακη,την Πολυ Πανου, τον Γαβαλα,και
με τον Στελιο Καζαντζιδη δουλεψε δυο σεζον,ντομπροι ανθρω-
ποι,πολυ τον προσεχαν,ελεγε καπου-καπου και κανα δικο του
τραγουδακι,το'γραφε ετσι για να ξεμπουκαρουν τα ντερτια
του και να ξαλαφρωσει η καρδια του.
Τωρα πως εφερε αναποδες στροφες και γυρισε ο τροχος,και
πηρε τον στραβο τον δρομο,κατι απο δω κατι απο κει,τραβη-
χτικες σοβαρες με την εξουσια,τον επιασαν και τον εστειλαν
να κανει τον κηπουρο στις αγροτικες φυλακες για ενα χρονο,
λογω λεει εντιμου πρωτερου βιου, και να πεις καλα περνουσε,
αλλα ηταν στη φτιαξη του να φυτευει τα φασολακια,να τα πο-
τιζει να μεγαλωσουν,και σαν ηταν στο σεστο τους να τα μα-,
ζευει,να τα μαγειρευει και στο τελος να τα τρωει;σκετη κατα-
δικη,κι οταν με το καλο βγηκε εκανε σταση σε μια Φωφη,εκει-
νη τον μαζεψε,καλο κοριτσι πονετικο,εκανε και πεζοδρομιο
στη Τρουμπα,ειπαμε καλα περνουσε ενταξει το κοριτσι τον
προσεχε,και τα πουκαμισα καθαρα και σιδερωμενα,αλλα ενα
προσωπο εχουμε στην κοινωνια,γινεται να το χαλασουμε;γινε-
ται;δεν γινεται,να του 'βγει το ονομα,ο Βασιλης νταβατζης,οχι
ποτες των ποτων,τον εχουν και στο στενο μαρκαρισμα,με το
παραμικρο τον εκλεισαν στο σκοτεινο και το ανηλιαγο,την εκα-
νε πισω,οπως τοτε με το ιδρυμα αμολυσε μελανι και χαθηκε
απο τα στεκια,αλλα ειπαμε η ζωη ζορικη και σκληρη και για
τους απεξω δεν εχει,στα μαγαζια δεν τον ηθελαν ηταν σταμπα-
ρισμενους,''με το μπαρντον περι επιχειρησης προκειται'',σ'α-
διεξοδο ο Βασιλης,σε τοιχο μπροστα και πισω μεγα βαραθρο,ε-
κανε τα χαρτια του για την Αμερικα η ' για την Αυστραλια η '
για την Γερμανια,τα μπαλωσε με το ποινικο μητρωο και τα πο-
λιτικα φρονηματα,τοτε εκανε παρεα με καποια Τζινα,φινα κο-
πελιτσα,που ειχε κι ενα θειο στην ασφαλεια,εκεινος καθαρισε
με τα χαρτια,και μια μερα τον ειδοποιησαν,''εγκριθηκαν τα
χαρτια σου'',στη Γερμανια,''θα γυρισω,να περιμενεις''ειπε στη
Τζινα,εφυγε το λοιπον,της εστελνε γραμματα,ολα γυρισαν πι-
σω,''αγνωστου διευθυνσεως'',πηγε να σκασει το παιδι,που ο-
ρεξη για αρμπαιτ,''να τα φατε ρε τα μαρκα σας '',τον σχολα-
σαν,γυρισε πικραμενος στην Ελλαδα με το Ακροπολις Εξπρες,
την εψαξε την Τζινα,αφαντη,σαν ν'ανοιξε η γη το στομα της
και την καταπιε,και τοτε επεσε πανω στην Φωφη,πως και τι,κι
απο εκεινη εμαθε,''η δικια σου ξεπεσε στα μερη μας,εκανε το
πεζοδρομιο της ενα εξαμηνο,τα κονομισε γερα,βλεπεις και-
νουργιο πραμα και καλο,και πανω στο εξαμηνο τρακαρε πα-
νω σ'ενα αγαθο παιδακι του καλου κοσμου,το τσιμπησε κι αρ-
ριβαρισε για τα ασανσερ της κοινωνιας,κατα την Κηφησια'',
βρεθηκε στην Κηφησια,παραφυλαξε και την ειδε,κυρια η Τζι-
να με τρια κουτσουβελα,δεν βγηκε μπροστα της,πως ετσι κι
αλλα συμφωνησαμε,κι αλλα προεκυψαν στη στροφη,να ρι-
ξεις γροθια στο μαχαιρι δεν γινεται,θα κοπεις,τι τα θες τι τα
γυρευεις ,γι'αλλους εχει και γι'αλλους στο πυρ το εξωτερον.
Ειχε καποιους γνωστους στη πιατσα και καταφερε να σταθει
στα ποδια του,ν'ανασανει βρε αδερφε,μαγαζια πρωτης τελος
ειχαν κατεβασει τα ρολα γι'αυτον,αναγκαστηκε να δουλεψει
σε μαγαζια τριτα και τεταρτα,με κοσμο της κατωτατης σει-
ρας,δεν αντεξε τα μουτζωξε και την εκανε για την Αμερικα
τη χωρα της Ελευθεριας να πουμε,εκει στην αρχη δουλεψε
καουμποις σε φαρμα με γελαδια,σφιχτος εκανε οικονομιες,
εβγαλε ντολαρς,και μετα πηγε αλλου,αλλα ντολαρς,μετα
αλλου , κι αλλα ντολαρς,εξυπνο παιδι ηταν,ανεβηκε τα σκα-
λια της κοινωνιας,ντολαρς με ντολαρς,κι εγινε μεγας και
τρανος,Μπιλ Δε Γκριτ,μεσα σ'ολη τη Νιου Γιορκ,ουτε ενα
ουτε δυο αλλα εικοσι ρεστοραν πρωτης,μαγκιορα,τετοια
μεγαλη φκιαξη εκαμε.
Στην Παλια Κοκκινια στον Πειραια σ'ενα καφενειο,που συ-
χναζε ο Φοντας,ο πιτσιρικας φιλος του Βασιλη,γυριζε απο τρα-
πεζι σε τραπεζι και μεσα στους καπνους της παλιοζωης εδειχνε
στους θαμωνες,εκεινο το βροχερο απογευμα,την πρωτη σελιδα
των Νιου Γιορκ Ταιμς,που εγραφαν με μεγαλα γραμματα:
BILL THE GREAT THE GREEK BUSSNES-MAN
Τι κι αν δεν γνωριζε να διαβαζει,ειχε ομως τη φωτογραφια
του Βασιλη,χαμογελαστος ο φιλος του,κι εκεινος αν και
μακρυα κι αζητητος,απορριμα οπως τοτε στο Ιδρυμα,ενιω-
θε πολυ περηφανος για τον Μπιλ. Δε Γκριτ
.
.
ΤΟ ΡΟΜΑΝΤΖΟ ΤΕΛΕΙΩΣΕ ΠΡΙΝ ΑΡΧΙΣΕΙ
.
Ητανε στα πρωτα χρονια του πενηντα.Φτωχεια και κυνηγητο.Στον Πειραια.
Στην Κοκκινια σε μια γειτονια ητανε η Ελενη,μοδιστρακι τσαχπινικο.Μια
βολτα παρακατω ητανε ο Θανασης εργατης στο λιμανι ομορφοπαιδο.
Και το'φερε βολτα το Λενακι ο Θανασης.Δεν τον ηθελαν οι δικοι της,
τον φοβερισαν τον κατηγορησαν,δεν καταφεραν να τους χωρισουν.
Και παντρευτηκαν.Στα δυο χρονια τους χωρισαν.Παιδια δεν ειχαν.
Την Ελενη την πηραν τ'αδερφια της στη Γερμανια,εκει εμαθε την
παντρεψαν .Τον Θαναση δεν τον χωρουσε ο τοπος.Να φυγει μακρυα,
να ξεχασει,να μην θυμαται.Πηγε στα καραβια,ταξιδευε στη θαλασσα
συνεχεια,σαν να προκαλουσε το ναυαγιο .Μετα απο 10 χρονια ξεμ-
παρκαρε,γυρισε στον Πειραια,στη γειτονια του ομως δεν ξαναγυρισε.
Πουλησε το σπιτι του,τους γερους τους ειχε χασει χρονια πριν,
πηγε σ'αλλο μερος να μην θυμαται.Ομως το Λενακι ηταν καρφω-
μενο βαθεια στο μυαλο του,πασχιζε με το ποτο να το βγαλει,και
δεν τα καταφερνε.Κι ετσι κυλησε ο ψευτικος καιρος,μεχρι που
τιποτα δεν εμεινε να τους θυμιζει,ξεχασθηκαν κι αυτος και η
Ελενη ,σαν ποτε να μην ηταν αυτοι και το Ρομαντζο τους σε
τουτο τον κοσμο.
.
.
ΕΚ ΤΟΥ ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΟΥ
.
Γεννηθηκε ο Γιωργος στα Καμινια του Πειραια μολις μπουσουλισε το
1940,και δεν το πηρε χαμπαρι ο ντουνιας,τοσα συνεβαιναν τοτε,κατοχη και
μαυραγοριτες,και δοσιλογοι μπολικοι,ενα σωρο καθαρματα,τον μπασταρδο το
Γιωργο θα νοιαζονταν,γιατι μπασταρδος ητανε και μαλιστα περιωπης,
μια μανταμιτσα του χαμηλου κοσμου πηγε μια βραδια μ'ενα τζε του καλου
να'πουμε κοσμου για μια οκα και κατι δραμια σταφιδες προς επιβιωσην και
ντουμπλαρισε σε ενια μηνους το γιωργο,το παρατησε το μωρο σε κατι θειες,
και χαθηκε μεσα στο σκοταδι της εποχης εκεινης,εκεινες οι θειες το πασαραν
σε κατι κοινωφελη ιδρυματα,και ξεπεταχτηκε το παιδι στη κοινωνια ετοιμο
γνοιασμενο περι το πονηρον και τα τοιαυτα κοινωφελη,πηρε τα μαθηματα του
και μοστραρισε στη πιατσα,μοστραρισε και στη Βασω ,καθοτι ομορφοπαιδο
τη ντουμπαρε στο πιτς φιτιλι και μια απο δω τρεις απο εκει την εστελνε πακετο
σε καθως πρεπει κυριους δια τα περαιτερω με το αζημιωτον,και τσουλουσε
ο καιρος φινα,με τα μορτικα του ο Γιωργος,τις γραβατες του,τα κουστουμια
του ,τα τσιλικα πουκαμισα του ο Γιωργος,ολα στη τριχα,αν δεν πονηρευονταν
η μικρα και δεν αρχιζε τα απαραδεκτα ,να αντιγυριζει τα λογια του,να μην
υπολογιζει τις σφαλιαρες του,και ακουσον ακουσον ,αυτον τον ανθρωπο της
τον δικο της Γιωργακη τον καταγγειλε για νταβατζη,αυτον τον προστατη της,
για εκμεταλευτη και σωματεμπορο στο Τμημα των Καλων! Ηθων,και τον
μπουζουριασανε στη στενη,και στεναξε ο Γιωργος κατι μηνους στη στενη
και ξεμπουκαρισε,και παλι στη στενη,λεφτα σεντσι δεκαρα δεν ειχε,να την
βγαλει δια του πονηρου δεν ητον πρεπον καθοτι σταμπαρισμενος και στο
παρακουλουθητο,ελα ομως που αλλη δουλεια δεν ηξερε,οπου ειναι το γρα-
φτο του καθενος μυρμηγκιου επι της γης,κι αυτουνου αυτο ηταν το γραφτο
του,ενα και δυο στη Τρουμπα,ζητησε δουλεια ,στην αρχη κανα δυο τον ε-
διωξαν,αυτος εκει υπομονη,τον πηρε ενας χοντρος ,δηλαδη η μανταμιτσα
του καθοτι το λιμπιστηκε το ομορφοπαιδο ,και μπηκε παραυτα στην υπη-
ρεσια,να κοβει τα κοζα στα πεζοδρομια,αν τα κοριτσια του μαγαζιου ειναι
ενταξει,αν κανουν παιχνιδι για παρτι τους,αν κανας τζες ζορικος τις παρει
στο ζορικο ,να γινεται ελεγχος,κι ετσι εγεννετο χρονους τρεις,και καβατζα-
ροντας ο τεταρτος επεσε πανω στη Βασω,καθοτι το Βασακι στο ενδιαμεσο
κατεβηκε τα σκαλια και προσγειωθηκε στο πεζοδρομιο,το πεζοδρομιο φυ-
γειν αδυνατο,την διπλαρωσε,στην αρχη εκανε πως δεν τον γνωρισε,μετα
τον αναγνωρισε,του δικαιολογηθηκε,να,την ζορισαν οι μπατσοιι,εκλαψε,
να τη συγχωρεσει,της ειπε τα περασμενα περασμενα ξεχασμενα,να βα-
λουνε μπροστα τη μηχανη,αυτη ακομα κρατουσε καλα απειραχτη η
ομορφια της,αχαλαστη,κι η μπογια της περνουσε μια χαρα ,να δουλε-
ψουνε για παρτι τους κι αμα τα οικονομησουνε να την κανουν για το
ασανσερ για τον αλλο τον καλο κοσμο,ν'ανεβουνε της κοινωνιας τα
σκαλια,κι ετσι εγινε στα κρυφα στα σκοτεινα ανεβηκαν τα σκαλια
και τωρα ζουνε σ'ενα φινο ιδιοκτητο στο Παλιο Φαληρο,εχουνε και
τρια παιδια δυο μποις κι ενα γκερλ,εχουνε κι ενα μαγαζι βιτρινα με
ενδυματα μοδας εχουνε κι ενα παντοπωλειο, εχουνε κι ενα φινο ρε-
στωραν στης Ζεας το λιμανι,εχουν κι ενα ιλουστρασιον κωμωτηριο
να χτενιζει τις κυριες του καλου κοσμου η κυρια Βασω,πως;κι
ολ'αυτα γιατι στη ζωη και στη κοινωνια ετουτη κι οχι σ'αλλη υπαρχει
δικαιοσυνη, κι ο Γιωργος,στο τελος,σαν γονος της καλης κοινωνιας,
απο τον τζε ντε της αρχης της ιστοριας μας,πηρε τη θεση που του
χρωστουσαν στην αφρατη κοινωνια σαν γνησιος κληρονομος
.
.
Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΤΑ ΝΕΡΑ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ .ΑΚΙΝΗΤΗ
.
''Ποσα πραγματα στη ζωη ειναι σαν τα νερα της λιμνης.Ακινητα''
τουτα φιλοσοφουσε νοερως ο Στρατος στο ουζερι 'Η Γωνια
της Ζωης'' του Γιωργη στα Ταμπουρια του Πειραια.Νοερα ειπαμε,
γιατι αν ηταν στο φωναχτο,θα'πεφτε επιτιμιτικη ματια απο τον
Φωντα διπλα του,καθοτι μεγαλυτερος καμια δεκαπεντετια και βαλε
στον ψευτη ντουνια.Παραπανω σε ολα.Και στις τραβηχτηκες με τα
νομιμα,και στα ζορικα,και στα χειριστηρια της πιατσας.
''Η ζωη ειναι σαν τα νερα της λιμνης.Ακινητη''ακουσε ο Στρατος
τον Φωντα και τιναχτηκε ο Στρατος.''Ετουτος διαβαζει αδερφε μου
γραμμα κλειστο''
''Δεν εχει πεστροφα για μας.Μονο εκεινη τη σκροφα τη Φωφω''συνε-
χισε το φανερο ο Φωντας
Και αναστεναξε βαβεια.Και τον καταλαβε βαθεως και ο Στρατος.
Καθοτι εσχατως τσαλαπατηθεις στα αισθηματικα απο το Φροσακι.
Τωρα πως εγινε και δυο Φ τους φουνταραν στο παραπονο του αμορε
μιο;
Η Φωφω ητανε κοκοτα καταγομενη απο τη Κοκινια.Αφρατη σαν
φραντζολα.Να φαει ηθελε ο Φωντας. απο τη φραντζολα.Αφου η μικρα
του εκανε στις αρχες κονξες,,''και μην με ενοχλειται.Εχω και αδερφια''
.την μπαταρισε ο Φωντας,καθοτι ητανε ομορφοπαιδο κι αν δεν το'παμε
να το πουμε.Και περνουσαν φινα σ'ενα καμαρακι 2 επι 3 στον Προφη-
τη Ηλια.Και μην πεις πως χωρουσανε δυο νοματαιοι στη τρυπα;
Ερωτας μεγαλος ξεγυριστος ητανε και χωρουσε και στη τρυπα
της βελονας..Κι επειδη,τοις πασιν γνωστο,ο ερωτας περναει με το
τραμ κανει σταση και κατεβαινει,ετσι εγινε να μην πανε στραφι οι
παροιμιες.Κατεβηκε πρωτη απ'το τραμ του ερωτα η Φωφω,καθοτι
αδυνατο φυλο,κι ηθελε τα φερτα της,που δεν ειχε στον Φωντα,κι οπως
κατεβηκε ζαλιζμενη και πηγε να πεσει στις λασπες,χραπ και σου την
αρπαζει στο φτερο τη Φωφω ο Τζον ο Μαγυαρος,ο σωματεμπορος.
Το Τζον στο α λα αμερικανε γκανγκστερικ και Μαγυαρος
στο ...α λα μογιαρικο.Το λοιπον το ζυγισε το πραμα ο Τζον ,''τοση
σαρκα,εδω πιανει τοσο,εκει πιανει τοσο,παρακατω πιανει τοσο,να
το πουλησουμε το σωμα τωρα πυ'ναι φρεσκο στα ντουζενια του
πριν μας σιτεψει''Το ξεφουρνισε της Φωφως.Εκεινη τ'ακουσε ,
αρνητικη,''οχι'' σε ολα.Ο Τζον της εριξε το χαρτι με τα λουσα.
Ειδε πως θα κανει καρε του ασσου,τσιμπησε για τα ρεστα και
ρωτησε λεπτομερειες:
''πως και τι;''.
''Να τιποτα δυσκολο,τηλεφωνα εχουμε απο καλους κυριους,
αφρους Φωφακι,καθως πρεπει,με τα εχει και τα κονε τους στην
απανω κοινωνια,στα κρυφα κι αμιλητα ολα γινονται και καθαρι-
ζονται,κανεις δεν θα παρει πρεφα,κι εμεις κονομαμε κι αυτοι το
φχαριστιουνται το νταραβερι μαζι μας.Γινεται η' δεν γινεται;
Εχει κι αλλη σειρα.Και κανει και κρα.Να σε γραψω στη λιστα η'
να τραβηξω μολυβια διαγραφης για τα παρακατω;'
'Το σκεφτηκε και το'φερε στενα απ'ολα τα γυρω γυρω η Φωφη.
''Θα'χω απ'ολα;''
''Ναι για''.
''Και θα περναω φινα;
''Πιο φινα δεν γινεται.Φινετσατα'
'''Και το ποσοστο μου;'
''Το νομιμο.Το δικαιο.Μεγαλο και τρανο''
''Δεν θα με ριξεις;''
''Ποτες των ποτων.Αν σε ριξω θα ριξω τα μουτρα μου το συμ-
φερον μου''
Κι ετσι κανονιστηκε το Φωφακι του Στρατου,κι αριβαρισε με
τον Μαγυαρο στην πενταοροφη τουρτα κρεμα του κοσμου.Να
δωσει αμαρτια να σωθει στον παραδεισο της ψευτικης ζωης.
Και το ονομα της της αλλαξε ο Τζον.Ζοζω απο Φοφω.Και τα
ρουχα αλλαξε Πιο φινα και τα εξωτερικα και τα εσωτερικα.
Καθοτι βιτρινα η Ζοζω Φοφω.Και το λεγειν της αλλαξε.Αγκα-
ζαρισε τα γαλλικα:μερσι,μπαρντον,αμουρ,ουι,κομσι-κομσα,
μον σερι,βουαλα.Τα αγγλιστι παρλεβου τα απερριψε ο Τζον για
τη μορφωση της σαν λιαν ακαταλληλα ,τι διπλωματισα ειναι η
Φωφω;
Κι ετσι η Ζοζω κανει αμουρ-τραμπες με τον Τζον τον Μαγυα-
ρο τον σωματεμπορο με την υψηλη πελατεια και με υψηλο κερ-
δος.Μεχρις αποδειξεως του εναντιου.
Αυτα σκεφτεται και λεει και ξαναλεει ο Φωντας στο ουζερι
''Η Γωνια της Ζωης'' του Γιωργη στα Ταμπουρια του Πειραια.
Και τα λεει μαλιστα φωναχτα να τ'ακουσει και ο Στρατος διπλα
του.καθοτι προπορευονταν στις βολτες και στα ντεραπαρισματα
της ζωης.
Κι ο Στρατος απ'τη δικο του καθισμα τα λεει απο μεσα του,
καθοτι κατωτερος στα πατωματα της πιατσας..
Λεει και ξαναλεει βουβα την ιστορια ντ'αμουρ του Στρατου
και της Φροσως, που ειχε,καρμπον, την ιδια αρχη την ιδια μεση
και το ιδιο τελος καταληξη,με την ιστορια ντ'αμουρ του Φωντα
και της Φωφης.
Αλυτο το μυστηριο των ανθρωπων και των Τραβηχτικων τους
Αλυτο και το Φιλοσοφικο:
''Η ζωη ειναι σαν τα νερα της λιμνης.Ακινητη.''
.
.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΩΛ ΤΟΝ ΜΕΓΑ
ΣΤΟΝ ΜΑΝΩΛ ΤΟΝ ΜΕΓΙΣΤΟ
.
Στον δρομο γεννηθηκε το 1937 ο Μανωλης,η
μανα του εκανε καλντεριμι στη Τρουμπα,περα
δωθε στα σκοτεινα η κοπελα,της ηρθαν οι πονοι
και δυο αλλες κοπελες την πηγαν σ'ενα απομερο
την ξαπλωσαν στο δρομο και βγηκε ο Μανωλης
κλαιγοντας,οπως βγαινουν κλαιγοντας στον ψευ-
τικο ντουνια ολα τα μωρα,ηταν ομορφο μωρο το
μπαγασικο,αγνωστου πατρος στο μητρωο αρρενων,
το πηρε η μανα το μεγαλωσε κοντα τηςμεχρι δυο
χρονων,κι οταν διαγνωσθηκε φυματικη κι αφησε
τον ματαιο τουτο κοσμο,το μεγαλωσαν το παιδι κα-
ποιοι μακρινοι συγγενεις στα Ταμπουρια,φτωχοι αν-
θρωποι με τα ελαχιστα ζουσαν,το φροντισαν το παιδι
σαν δικο τους,σχολειο δεν πηγε,δυσκολα σκληρα χρο-
νια ,κατοχη,πεινα,εμφυλιος,ποιος νοιαζεται για μορ-
φωση σε τετοιες εποχες,πρωτα η επιβιωση,στα 15 του
χρονια εκεινοι οι ανθρωποι ενας-εναςχαθηκαν,τους
πηρε ο καιρος,δεν εχει σημασια πως,παει τελος,κι εμει-
νε ο Μανωλης σαν καλαμια στον καμπο,για να ζησει
εκανε διαφορες δουλειες του ποδαριου,και το λουστρα-
κι εκανε,και τον αχθοφορο εκανε στο λιμανι,μεχρι που
συναντησε στον δρομο της ζωης του 17 χρονων τον
Πωλ,τον Μεγα,με Ονομα Μεγαλο και Ακρως Σεβαστο
στη Πιατσα,το συμπαθησε το παιδι ο Πωλ ο Μεγας,
ειχε εμπειρο ματι και το τσεκαρε,παιδια δικα του δεν
ειχε,και αρχισε χωρις χρονοτριβη τα ενταντικα
φροντιστηρια στον Μανωλακη,να τον αφησει στο πο-
δι του δυνατο απογονο,''να,αυτη ειναι η τραπουλα,
ετσι τη λενε,παγιδα,δολος,εγω τη λεω εξυπναδα,
εχει 52 φυλλα,χωριζεται σε καρα,σπαθια,μπαστου-
νια,κουπες,βλεπεις τα ζωγραφισμενα ανθρωπακια;
ειναι ο Ρηγας,η Νταμα,ο Βαλες,και απο κατω αριθ-
μοι 10,9,8,...εως το 1,Ασσος λεγεται,κατανοητον;''
''ναι,Δασκαλε,κατανοητον''απαντουσε ο Μανωλης ,
''μπραβο Μανωλακη,Ασσος εισαι,τα πιανεις στον
αερα,γιατι το παν στο χαρτι ειναι η ευστροφια,την
εχεις και πιανεις πουλια στον αερα η' δεν την εχεις
και σε τυλιγουνε λαχανοντολμα οι ατσιδες,λοιπον
συνεχιζουμε,Μαθημα δευτερον,τα φυλλα ειναι σε
τετραδες,π.χ 4 Ασσοι,Ασσος κουπα,Ασσος σπαθι.
Ασσος Καρο,Ασσος Μπαστουνι,και ουτω καθεξεις
εως τον Ρηγα,κατανοητον;ετσι μπραβο κατανοητον,
και μ'αυτα τα χαρτια αλλοι ανθρωποι για να διασκε-
δασουν,αλλοι για να βρουν το μπελα τους κι αλλοι
για να τα οικονομισουν εφευραν τα χαρτια,το παιχνιδι
με τα χαρτιαΕως εδω το μαθημα.Σχολασαμε.Αυριο
επεται η συνεχεια.''
και την επομενη μερα η συνεχεια,''απο τα 52 χαρτια
κραταμε τα 32 και βγαζουμε εξω τα σκαρτα δυαρια,
τριαρια,τεσσαρια,πενταρια,εξαρια,και μενουν τα 7,8,
9,10,Βαλεδες,Νταμες,Ρηγαδες,και οι Ασσοι,το ολον
32 φυλλακαι το παιχνιδι που θα μας απασχολισει στο
εξεις ονομαζεται Ποκερ,κι εχει ως εξεις,''
κι αρχισε η διεξωδικη περιγραφη και η λεπτομερης α-
ναλυση του με παραδειγματα και με πρακτικη εξασκηση,
4 αντιπαλοι,ετσι ανακατευουμε τα χαρτια,ετσι τα μοι-
ραζουμε,ετσι πονταρουμε,ετσι μπλοφαρουμε,αυτα ει-
ναι τα κολπα, ετσι κερδιζουμε,ποτε παμε πασο,ποτε λε-
με δικαιωμα,ποτε λεμε τα ρεστα,αυτη ειναι η κεντα,
αυτη η μικρη,αυτη η μεγαλη,αυτο ειναι το χρωμα,αυτο
το χαρτι κερδιζει αυτο το χαρτι,μεγαλη σημασια εχει η
μνημη,η σειρα των χαρτιων,ποτε τραβας,και το μεγιστο
ειναι να ψυχολογεις σωστα τους αντιπαλους σου παιχτες,
και να στηνεις την καταλληλη μηχανη να τους πιασεις,
και το μεγιστοτατο ολων ειναι να μην επιτρεπεις να σε
κλεβουν ,να σε πιανουν κοροιδο,και ποτε των ποτων να
μην παιζεις με φτωχαδακια που δεν κατεχουν το υψη-
λο αθλημα και να τα γδυνεις,και του τα εξηγουσε ολα με
το νι και με το σιγμα ο Πωλ ο Μεγας κι οπως ηταν
ο Μανωλης εφυεστατος αριστευε στο μαθημα,ειδε και
ζωντανα τον Δασκαλο να παιζει και καταλαβε ποσο
πολυ μεγαλος ηταν,αλανθαστος,κι οταν ηρθε η σειρα
του να παιξει ειχε μεγαλη επιτυχια,ο Δασκαλος ηταν
πολυ υπερηφανος για τον μαθητη του και μια μερα
ανοιξε τα χαρτια του κι αφησε το πνευμα του να πε-
ταξει ησυχος και ικανοποιημενος με καρε του Ασοου
απο χερι,ο Πωλ ο Μεγας Μαιτρ του Ποκερ,κι ο Μανω-
λης στα διαφορα καρε δοξαζε το ονομα του Δασκαλου,
που απο παιδι του δρομου,ενα τιποτα,εγινε καποιος,
κι ισως ποιος ξερει,καποτε να μεινει το ονομα του,
Μανωλ ο Μεγιστος.
.
.
ΥΒΟΝΝΗ
.
Η Υβοννη δεν ειχε παντα αυτο το ονομα.Πρωτα την
φωναζαν Φροσω.Ητανε στα Ταμπουρια του Πειραια
γεννημενη ,στα λασπονερα της ζωης και της κοινωνιας.
Ειχε μπροστα της τεσσερα μεγαλυτερα αδερφια,και τα
τεσσερα θηλυκα,και μ'αυτην μια πενταδα,ενα φασκελο
ξεγυρισμενο δηλαδη.Στην αρχη ηταν πολυ αδυνατη,ψα-
χνο δεν ειχε,κοκκαλα ειχε.Σχολειο πηγε λιγο,λιγα γραμ-
ματα εμαθε,κι αυτα στραβα,ουτε που θα της χρειαζονταν.
Γιατι ο κοσμος το'χε ριξει στον πολεμο,στην κατοχη και
σαν να μην εφταναν αυτα επεσε δωρο και ο εμφυλιος,
Μαυρα αραχνα χρονια,πισσα σκοταδι και ποιος διαβαζει
στο σκοταδι,χωρις φως;Και το 1950 εγινε 15 χρονων και
γεμισαν τα κοκκαλα της σαρκα,φρεσκια και ροδαλη και
ξεμπουκαρησε το Φροσακι μια κοπελαρα,ομορφη,ισα με
κει πανω.Μ'ολα τα σεα και τα μεα της,πλουσια και ορεκτι-
κα.Κι αρχισαν οι κορτακηδες τα σου- μου- ξου-του
''Και τι σε ταιζει η μανα σου,μπεμπεκα μου;''.Την ταιζε ξερη
μπομποτα
''Ζαχαροπλαστης ηταν ο πατερας σου,γλυφιντζουρι μου;''
Εργατακι ηταν,της σφαλιαρας ανθρωπος.
Ακουγε τους μαγκες το Φροσακι,αχνα δεν εβγαζε.Φοβον-
τανε να'χει νταραβερι μαζι τους.Μεχρι που εμφανιστηκε
ο Αριστος και της αρεσε.Μα κρατηθηκε και δεν το εδει-
ξε.
''Εισαι πολυ ομορφη και μ'αρεσεις πολυ''ειπε ο Αριστος,
''εισαι για τα περαιτερω;'',αυτο δεν το'πε απ'εξω,το λογοκρι-
νε.
''Σας παρακαλω,κυριε''αντιδρουσε η Φροσω.
''Εχω καλο σκοπο,μανιτσα,θα'ρθω να σε ζητησω απ'τους
δικους σου,στο σοβαρο και τιμιο''
Ποσο να κρατιονταν η Φροσω;εδω κοτζαμ φρουτα κρατι-
ονται στα κλαρια του δεντρου ακουνητα,και μια μερα
φραπ και πεφτουν ωριμα,ετσι και η Φροσω επεσε στον
Αριστο.
''Να'ρθεις στο σπιτι να με ζητησεις''
Και πηγε ο Αριστος και την ζητησε.
''Να,εγω πολυ το συμπαθησα το Φροσακι,κι εχω καλο
σκοπο''
Τον ακουσαν
''Εργαζεσαι ;''τον ρωτησαν
''Λιαν προσεχως''τους απαντησε
''Ε,τοτε παγενε κι ελα αμα βολευτεις με τον κηδεμονα
σου''
Εφυγε ο Αριστος.Και τον καταπιε η γης.Το Φροσακι
στεναχωρεθηκε λιαν.Ουτε να φαει ειχε ορεξη ουτε να
μιλησει.Ελιωνε απ'τον καημο.
Και μια μερα το πηρε αποφαση,βγηκε εξω στα κρυφα,πη-
γε στα μερη που συχναζε ο Αριστος κι επεσε πανω του.
''Γεια,μικρο,πως απο'δω;''ειπε ο Αριστος
''Ετσι ξεχνας εσυ;''ειπε η Φροσω στο παραπονιαρικο.
''Να ,δεν υπακουω στα τελεσιγραφα''ειπε ο Αριστος.
''Εμενα δεν με νοιαζει'' ειπε η Φροσω
''Αμα δεν σε νοιαζει ελα μαζι μου,αλλα μιλημενα-εξηγη-
μενα θα κανεις οτι σου πω''εξηγηθηκε ο Αριστος
''Οτι θελεις εσυ''συμφωνησε η Φροσω
Το'σκασε απ'το σπιτι η Φροσω,και τηρηθηκε κατα γραμμα
η συμφωνια.
''Πρωτον ,να μαθεις τροπους,το φερεσθε,το σαβουαρ
βιβρ ''ο Αριστος
''Να το μαθω''η Φροσω
''Αρχιζεις μαθηματα''
''Αρχιζω''
Την ανελαβε η μανταμ Φωφω ,εξυπνο κοριτσι η Φροσω και
η μανταμ την ξεπεταξε ξεφτερι στο πι και φι.
''Δευτερον να μαθεις κανενα Γαλλικο,τη γλωσσα του κα-
λου κοσμου,παρλεβου φρανσε''ο Αριστος
''Να μαθω''η Φροσω
Παλι η μανταμ Φωφω την ετοιμασε κομπλε στο παρλε-
βου,μανταμ ε μεσιε
''Τριτον,θα σπιτωθεις''ο Αριστος
''Να σπιτωθω''η Φροσω
''Στη μανταμ Φωφω''ο Αριστος
''Ναι,πολυ τη συμπαθησα τη μανταμ''η Φροσω
Και σπιτωθηκε η Φροσω,αμ'επος αμ'εργον
Και καλοπερνουσε στη μανταμ,με τα ρουχα της τα φινα και
τα μοντερνα,με τις ταχτικες εξοδους στα σικ μαγαζια,του κα-
λης κοινωνιας.,και σιγα-σιγα πηρε τον αερα.Εγκλιματισθη-
κε πληρως
''Τεταρτον,θ'αλλαξεις ονομα''ο Αριστος
''Ν'αλλαξω''η Φροσω
''Απο σημερα θα λεγεσαι Υβοννη,φινο και σικατο ονομα'
την βαφτισε ο Αριστος
''Υβοννη,πολυ μ'αρεσει''χαρηκε η Φροσω,...μπαρντον η
Υβοννη
''Και Πεμπτον,θα εργασθεις'' ειπε ο Αριστος.
''Να εργασθω'' δεχτηκε η Υβοννη
''Στη μανταμ''συνεχισε ο Αριστος.
''Στη μανταμ''συμφωνησε η Υβοννη
''Θα πληρωνεσε με ποσοστα''την πληροφορεσε ο Αριστος
Τις ειπε το ποσοστο
''Συμφωνω''συμφωνησε η Υβοννη
Κι οπως σε καθε καλη και οργανωμενη τραμπα τηρηθηκαν
κατα γραμμα οι συμφωνιες.
Η μανταμ κατοπιν συμφωνιας την εστελνε σε διαφορους
κυριους.Οι κυριοι την παραλαμβαναν και της οριζαν την
εργασια που ηθελαν να τους προσφερει.Την τιμη της εργα-
σιας την ειχαν προκαταβαλει στην μανταμ.Η Υβοννη
επρεπε να ικανοποιει πληρως τους υψηλους πελατες,ολες
τις επιθυμιες τους,χωρις σχολια,με αμειωτη επαγγελματικη
συνειδηση,να μενουν απολυτα ευχαριστημενοι.Το ποσοστο
που της αναλογουσε το επερνε ο Αριστος στο ακεραιο.
''Ξερεις τωρα πως ειναι αυτα τα πραγματα.Αν γινει καμια
στραβη και ψαξουν τις καταθεσεις να μην βρουν ουτε σεντς
στ'ονομα σου να κατασχουν.Επειτα οι κυριοι εχουν τον τροπο
να καλυψουν οτιδηποτε συμβει.Μην ανησυχεις''την καθησυχασε
ο Αριστος
''Οπως νομιζεις'' συμφωνησε η Υβοννη
Και συνεχιστηκε απροσκοπτα η συναλλαγη της Υβοννης
με τον καλο κοσμο.Με ακρα εχεμυθεια.
.
[Επειδη ολα τα πραγματα στον κοσμο εχουν ενα τελος,ετσι
και η τραμπα με την Υβοννη ειχε ενα τελος.Νομος απαραβατος
του εμποριου.Την Ανοδο την διαδεχεται η Καθοδος.Η Υφεση.
Καθε προιον εχει ημερομηνια ληξης.Απ'αυτον τον Παγκοσμιο
Κανονα του Εμποριου δεν ξεφυγε και το Εμπορευμα-Υβοννη.
Η φρεσκια σαρκα μαραθηκε.Ηρθε καινουργιο φρεσκο εμπορευμα.
Προσφορα και Ζητηση.Το παλιο εμπορευμα στα Αζητητα.
Ζημια.Επρεπε να ξεσκαρταρουν.Να το πεταξουν.
''Ξερεις,δεν βγενω,εχω ζημια''δηλωσε η μανταμ στην Υβοννη
''Θ'αλλαξουν τα πραγματα''ειπε η Υβοννη
''Δεν το βλεπω,μωρο μου.Καινουργιο πραμα μπηκε,φρεσκο,και
μεις με το σκαρτο,δεν γινεται''επεμενε η μανταμ
''Τι θελεις να πεις;'' ρωτησε ανησυχη η Υβοννη
''Να,τερμα.Δεν υπαρχει Ζητηση.Ζημιωνουμαι''ειπε η μανταμ
''Και τι θα γινει;'' τη ρωτησε πιο πολυ ανησυχη η Υβοννη
''Τελειωνει η Συμφωνια που καναμε .Να ψαξεις να βρεις
αλλου δουλεια.Εδω τερματισες''απαντησε ψυχρα η μανταμ
''Ο Αριστος τι λεει;'' ρωτησε πολυ πιο ανησυχη η Υβοννη
''Συμφωνει'' απαντησε μονολεκτικα η μανταμ
''Αυριο τα μαζευεις'' συνεχισε η μανταμ
.
Η Υβοννη ρωτησε τον Αριστο
''Τι θα κανουμε;''
''Συγνωμη ,δεν καταλαβες ,μονη σου θα κανεις'' απαντησε
ενοχλημενος ο Αριστος
''Δηλαδη;τι εννοεις;'' τολμησε να ρωτησει η Υβοννη
''Να χωριζουμε ,και ζεις μονη σου,για παρτι σου'' απαν-
τησε ψυχρα ο Αριστος
''Και τα χρηματα;''τον ρωτησε η Υβοννη διστακτικα
''Να τα υπολογισουμε,να παρεις'' ειπε πιο ψυχρα ο Αριστος
Και καθισαν να τα υπολογισουν,δηλαδη ο Αριστος τα υπο-
λογισε
Τοσα εξοδα τα μαθηματα,τοσα εξοδα τα ρουχα,τοσα τα φαγητα,
τοσα τα ταξι για τις μετακινησεις,τοσα η εργασια του Αριστου,
τοσα ο ταδε να πιαστει να μην προχωρησει η ερευνα,τοσο εκεινο,
τοσο τ'αλλο εχουμε και λεμε.
Εσοδα μειον τα Εξοδα το Υπολοιπον ειναι τοσο.
''Εχεις να το λαβεις'' τερματισε τα Λογιστικα ο Αριστος
Εκεινη ειχε κατεβασμενο το κεφαλι.Ο Αριστος την κοιταξε.
''Αλλα να ξερεις,εμενα ξεχασε με,παρτιδες μαζι σου δεν
θελω.Σου φερθηκα σπαθι.Ναι;Εγω σε ανεβασα.Αχαριστος
δεν ημουνα.''σταματησε,εκεινη ειχε κατεβασμενο το κεφαλι,
ετρεμε
''Θα σου δωσω το Υπολοιπο ποσο και τερμα μαζι μου.Χωρι-
ζουμε μια για παντα ''συνεχισε ψυχρα ο Αριστος τονιζοντας
μια-μια τις λεξεις του
''Δεν θελω τα χρηματα.Κρατησε τα.Μην μ'αφηνεις''τον ικε-
τευσε.
''Τερμα''
''Οχι,μην με παρατας.Θα κανω οτι μου πεις''
''Βαρεθηκα.Φυγε''
''Οχι.Σε παρακαλω.Μη με διωχνεις.Δεν μπορω μονη μου.
Σ'εχω αναγκη.Δεν θ'αντεξω'' τον εκλιπαρουσε
Εκεινος ψυχρος ,αδιαφορος
''Θα κανεις οτι σου'πω''
''Οτι θες εσυ θα κανω''
''Η δουλεια με την μανταμ και τους κυριους ελαβε τελος.
Θα την ξεχασεις,σαν να μην εγινε ποτε.''σταματησε.''Κατα-
λαβες;''
Εκεινη κουνησε καταφατικα το κεφαλι της χωρις να το ση-
κωσει.
''Απο αυριο πιανεις ποστο στο δρομο''της ειπε το ονομα του
δρομο ,την περιοχη και το σημειο που ακριβως θα στεκονταν
και την ταριφα που θα ζητουσε απο τους υποψηφιους πελατες
Συμφωνησε
.
Στα σκοτεινα,σ'εκεινο το ποστο το ονομα της μονο της θυμιζει
το περασμα της απο την υψηλη κοινωνια.
Υβοννη
.
.
Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΤΟΥΛΑΣ ΕΧΕΙ ΦΤΑΣΕΙ ΣΤΑ 40
.
Ειχε φτασει στα 40 η Τουλα,ενας λογος ειναι εφτασε,
πως εφτασε;περασε πολλα,απο μικρο παιδι,μωρο,
στο ορφανοτροφειο,επειτα σε Κοινωφελες Ιδρυμα
Απορων και Ορφανων Κορασιδων,βρεθηκε υπηρε-
τρια στα 15 της σ'ενα πλουσιο σπιτι,ο κυριος εισα-
γωγες-εξαγωγες,η κυρια κουμ-καν και κομμωτηριο,
η κορη σπουδας ανα τας Ευρωπας,και ο γιος ,καλο-
μαθημενος,με μακρια χερια,κοριτσι αδυνατο ηταν
ενεδωσε στις ορεξεις του και φουσκωσεν η κοιλια
αυτης ανομον καρπον,στο πλουσιο σπιτι αναστατω-
θηκαν,μεγα σκανδαλο,αυτα τα πραγματα δεν ειναι πρε-
ποντα,της ταξεως των,να το ριξει το παιδι,φυσικα
με το αζημειωτον,τι να κανει το αδυνατο πλασμα,δε-
χτηκε,ειχαν γιατρο ανθρωπο δικο τους του συναφιου
της ανωτερας ταξεως κι εριξαν το παιδι,χαρας στο
πραγμα,ενα λιγοτερο μπασταρδο στον κοσμο,''λογι-
κο ηταν μετα απ'αυτο το συμβαν να την διωξουν
απ'το πλουσιο σπιτι,το ανωτερο,με αποζημιωση υψη-
λη φυσικα,και βρεθηκε η Τουλα στους πεντε δρομους,
στην Αθηνα το ετος 1953,μετα τους εμφυλιους και
το δογμα Τρουμαν και το σχεδιο Μαρσαλ,μη εχουσα
που την κεφαλην κλιναι,ομορφοκοριτσο ηταν κι αβγαλ-
τη,την διπλαρωσε ενας επιτηδειος,απο κεινα τα αποβρα-
σματα της κοινωνιας και τους ανωφελεις τους επιζη-
μιους κηφηνες,που ζουν εις βαρος αλλων,την ειχε με
τα γλυκολογα και τα ψεματα,απο δω κι απο κει,την
εφερε στα νερα του,στα θολα και βρωμικα νερα του,
''να,Τουλακι,οντας τα κονομισουμε,οσο περναει να
πουμε η μπογια σου,η φρεσκαδα σου,τοτε αμολαμε
μελανι,βουρ και παντρευομαστε στο νομιμο και κανο-
νικο,λιγα χρονακια θα δουλεψεις με τους κυριους,κι
επειτα δικο μας σπιτικο,κυρια,σου λεω,με τα παιδακια
μας'',και τον πιστεψε η Τουλα,και πηγαινε αγκαζε
απ'τον εναν καλο κυριο στον αλλον καλο κυριο,να
τους εξυπηρετησει τα γουστα,αλλος την εδενε στο
κρεβατι,αλλος δενονταν στο κρεβατι και την εβανε
να τον δερνει με μαστιγιο,αλλος αλλο,σοδωμα και
γομορα,και να'χει και τον κυφηνα να της λεει:''υπομονη,
Τουλακι ετσι ειναι το επαγγελμα ετουτο,εχει τις ιδιο-
τροπιες του,σεβαστες,και ακρα εχεμυθεια,κι επειτα τι;
δεν σε πληρωνουν σε βαρεα κι ανθυγιεινα;με το παρα-
πανω,ενταξει ανθρωποι,κυριοι,επειτα εχεις τα λουσα
σου,τα χοτελς σου τρια αλφα κατηγοριας,τις πολυτελεις
βιλες σου,τα εγγυημενα σκοτσεζικα ουισκακια σου,
τα φω μπιζου σου,τα σουρτα-τα φερτα σου,ολα τα καλα
σου,στα πουπουλα,και του πουλιου το γαλα,κι επειτα
σιγα την εργασιαν,καθοτι δεν ειναι και φαμπρικα,εργα-
σια καθαρα,μπαρντον,μετα ευχαριστησεως,σκεψου,δεν
εισαι στη μοιρα,που'ναι αλλες,στα φτηνα κι επικινδυνα,
περα -δωθε πεζοδρομιο σκοτεινα και μισοφωτισμενα,
κακοφημα σπιτια στη Ζηνωνος,φανταρια με τη σε-
σουλα,ανεργοι,μαχαιροβγαλτες,της αγορας ψευτομαγ
κακια,διαφοροι πονηροι,φτωχαδακια πασης διαλογης
και προελευσεως,και καπακι παιδαρελια,παρθενοι,και
να κανει μπαμ το κοκκινο στη μοστρα,να στην πεφτει
στο ξαφνικο κι απροειδοποιητο το Ηθων,να'χεις τραβηγ-
ματα κι αντε να καθαρισεις το μητρωο,ενω εδω,στο
Υψηλο,εχουν τα μυστικα κονε τους,και ουτε γατα ουτε
ζημια,δεν παιρνει κανεις μυρωδια τοσο δα,εχεις
παραπονο;''παραπονο δεν ειχε η Τουλα,ο Θεος να
την καψει,αλλα να το αμοιβαιο συμφωνητικο ''περι
στοπ εργασιας κυριων,περι γαμου,σπιτικου,περι οικογε-
νειας και παιδιων''επαιρνε συνεχως παραταση χρονου,
δεν ειχε ημερομηνια ληξης,που ειχε,ανεπιστρεπτι,η ομορ-
φια και η περαση της,κι ο κυφηνας ξινισε τα μουτρα,
εκανε τον βαρια στεναχωρεμενο,''τωρα τελευταια δεν
πανε καλα οι δουλειες,το δουναι και λαβειν εκλινε
στη ζημεια,και φως στο τουνελ δεν βλεπω,ειμαστε σε
κατασταση εκτατης αναγκης,αποσυρση εμπορευματος'',
και την αποσυρε την Τουλα,στη συνταξη ανευ απολαβων,
καθοτι ενσημα δεν της κολλαγε,τουτεστιν της το'φαγε
το παραδακι,πηγε να διαμαρτυρηθει η Τουλα,''αντε κου-
ρεψου,μωρη βακρα'',θυμωσε το ρεμαλι ο κυφηνας,και
συν τοις αλλοις μοστραρισε στο λευκο εμποριο μια ονο-
ματι Φωφω,φρεσκια σαρκα,κι η Τουλα στην απεξω και
στον ασσο,το πηρε πολυ κατακαρδα η Τουλα,''το ρεμαλι,
μ'αφησε στον ασσο'',ειπε ''ασσο,και κοιτα τι παραξενο
πραγμα ειναι το μυαλο του ανθρωπου,πως κανει τα μυστη-
ρια κονε του,πως φερνει στροφες και πως συνδιαζει
τα πραγματα,ειπε ''στον ασσο'',το χαρτι,και σκεφτηκε
''ασσος σπαθι'' χαρτι παλι,και τραβηξε οχι σπαθι αλλα
πιστολι και τ'αδειασε στο τομαρι του απατεωνα και
τον εστειλε αδιαβαστο σουμπιτο στην κολαση των λε-
χριτων και κυφηνων,των ατιμων,να μαζευει τα κοπρανα
και τις ακαθαρσιες των ομοιων του απο καταβολης κο-
σμου,κι η Τουλα σ'αυτον τον ''δικαιο ισονομο αγνο αγγε-
λικο'' απανω κοσμο,που ζουμε και πατουμε παραδοθηκε
μετα το φονικο στις Αρχες,οι Αρχες την παρεπεμψαν στο
Δικαστηριο,και το Δικαστηριο την εστειλε στη Φυλακη,
ετη συναπτα 20,γιατι συμφωνα με το σκεπτικο των Δικα-
στων:''αφαιρεσεν ανθρωπινην ζωην,ητις ειναι το Υψιστον
Αγαθον του Ανθρωπου'',ανθρωπινη ζωη ο λεχριτης;και μαλιστα
''Υψιστη'',και η δικη της ζωη ντροπη της κοινωνιας και
καταισχυνη,ονειδος,αυτα σκεφτονταν η Τουλα που ειχε φτασει
στα 40,
''τουλαχιστον να ειχα εκεινο το μωρο,που εριξα τοτε '' σκε-
φτονταν
.
.
ητανε η Γωγω στον Πειραια 19 χρονων
.
ητανε η Γωγω απο τα Καμινια,ομορφη κοκκινομαλλα,
λεπτο κοριτσι ντροπαλο19 χρονων,μοδιστρακι στης
κυριας Λιζετ το ατελιε,ο πατερας και τ'αδερφια της
στο λιμανι του Πειραια εργατες,φορτωνοντας -ξεφορ-
τωνοντας μαουνες,η μανα ξενοδουλευε στα πλουσια σπι-
τια,ειχε και μια μικροτερη αδερφη 10 χρονων,στης Λι-
ζετ εμεινε αργα μεχρι,που νυχτωνε,ητανε κι αλλα κο-
ριτσια που δουλευανε εκει,καθε Σαββατο πληρωνε τις
κοπελες,η Γωγω τα εδωνε στη μανα της να τα φυλαει,
ειχε αδυναμια στη μικρη και της εδινε κι αυτης,και
το μικρο κοριτσι χαιρονταν και την αγα πουσε πολυ,
κι εκεινη αγαπουσε ενα παιδι,καλο παιδι της ηλικιας
της,δουλευε με τ'αδερφια της στο λιμανι,στη παρεα
τους το γνωρισε,ομορφοπαιδο,δυο-τρεις φορες βγηκανε
ραντεβου στου Τσελεπη,ρομαντικα,σκεφτονταν να το πει
το μυστικο στη μανα της ,αλλα δισταζε ,το'πε μονο
στη μικρη,και την ορκισε στη ζωη της να μην το μαρτυ-
ρησει,και καθε βραδυ την επερνε στο κρεβατι της να
κοιμηθουνε μαζι,και μεχρι να κλεισουν τα ματια της
ελεγε τα ονειρα της,κι η μικρη την ακουγε και δεν την
ρωτουσε,μην την ξυπνησει και μεσα της ευχονταν να
βγουν τα ονειρα της αδερφης της,κι εκανε κι εκεινη
ονειρα οταν με τη σειρα της μεγαλωσει
.
.
Ο ΧΩΡΙΣΜΟΣ
.
.
Στον Πειραια η ιστορια,αρχες του 1960,στα Ταμπουρια,τελει-
ωσε ως εξης:Γενναρης,χειμωνας,κρυο,βραδυαζε,γυριζε απο το
εργοστασιο η Ελενη,με τα ποδια,την ειχε στημενη ο Αλεκος
στο καφενειο,μολιςτην ειδε μεσα απο τα τζαμια πεταχτηκε να
την προλαβει,πριν στριψει στη γωνια τ6ην εφτασε,την επιασε
απ΄το μπρατσο δυνατα,τη γυρισε προς το μερος του,τον ει-
δε:''Αφησε με με πονας''ειπε η κοπελα,''θα μας δουν'',''Να μας
δουν,δεν με νοιαζει .Και να με σκοτωσουν δεν με νοιαζει ,
τ'ακους;Γιατι αλλαξες;''.της ειπε.''Δεν αλλαξα.Δεν μπορω.Δεν
γινεται αλλιως'' αντεδρασε η Τασια.''Οσα μου'πες ολα ψεματα.
Πως μ'αγαπουσες.Πως θα ζουσαμε μαζι.Κι αφησες να σ'αρρα-
βωνιασουν.Βλεπεις δεν ειμαι πλουσιος.Ειμαι φτωχος''φωναξε,
''Φτωχος'',σχεδον ουρλιαξε ο Αλεκος.''Σιγα,θα σ'ακουσουν.
Δεν ειναι ετσι'',''Αν δεν ειναι ετσι να τα χαλασεις.Να'ρθεις
μαζι μου.Να φυγουμε'',''Δεν μπορω.Τι να πω'',''Να πεις πως δεν
τον θελεις.Πως δεν τον αγαπας.Πως αγαπιομαστε'',η κοπελα ξε-
σπασε σε κλαματα,ο Αλεκος την αγκαλιασε,''Παμε να φυγουμε.
Εχω βρει ενα μερος,θα κρυφτουμε εκει .Δεν θα μας βρουνε.Κι
αν μας βρουνε θα'χουμε προλαβει να παντρευτουμε.Δεν θα
μας κανουν τιποτα.Ελα μαζι μου,μην πας σπιτι'',το κοριτσι υπα-
κουσε,τον ακολουθησε,ενα ταξι τους πηγε στην Ευαγγελιστρια,
στο σπιτι της Τασιας ανησυχησαν καθως περασε η ωρα και δεν
γυρισε,βγηκαν να την ψαξουν,καποιος ,που ειδε το ζευγαρι τους
ειπε,''κουβεντιαζε πριν δυο ωρες μ'ενα νεαρο,εκει στη γωνια'',κα-
ταλαβαν τι εγινε, πηγαν στην Αστυνομια κι εκαναν μηνυση στον
Αλεκο Κ. για απαγωγη ανηληκης,την επομενη μερα,το μεσημερι,
εντωπισαν το παρανομο ζευγαρι στη κρυψωνα του,ο Αλεκος συ-
νεληφθη και τον πηραν στο αστυνομικο τμημα,η κοπελα γυρισε
σπιτι της,και σε τρεις μερες την παντρεψαν αρον-αρον,κανονισαν
να μην γινει σκανδαλο,παραιτηθηκαν απο τη διωξη κι ο Αλεκος
δεν καταδικαστηκε,τον αφησαν ελευθερο με ειδικους ορους μετα
απο μερικες μερες κρατηση,του ειπαν να μην ξαναενοχλησει τη
κοπελα απο δω και περα,ειδαλλως θα τον φυλακιζαν,τωρα που
ηταν παντρεμενη ο νομος ηταν αυστηροτερος,μετα απ' αυτα
τα γεγονοτα ο Πειραιας τον βαραινε πολυ τον Αλεκο,η στεναχω-
ρια του ηταν μεγαλη κι αβασταχτη,ενιωθε ταπεινωμενος,αδικημε-
νος,ενα βαρυ παραπονο τον επνιγε,ο καημος του ραγιζε τη καρ-
δια, με ποιον να τα βαλει,θεο η' ανθρωπο,τι θα΄βγενε,η κοπελα
δεν του'φτεγε να την καταστρεψει,να χαλασει τη ζωη της,αυτη
ηταν θυμα το ιδιο οπως αυτος,ισως και μεγαλυτερο,αυτος τουλα-
χιστον ηταν μονος του και μπορουσε να φωναξει τον πονο του,
να ουρλιαξει,οπως εκανε στη καμαρα του,κι η μανα του σωπαινε,
δεν του'λεγε τιποτα,τον αφηνε η ερμη να ξεσπασει,η Τασια ομως
δεν ηταν μονη της,ειχε αντρα,ειχε την οικογενειια του μπροστα
της,που να κλαψει,που να κρυφτει ,που να πει τον πονο της,να
ξεσπασει,εκεινος θα ξεκοβε με τον καιρο,θα γιατρευονταν,θα ξε-
χνουσε σιγα-σιγα, το ηξερε,θα γνωριζε και θ'αγαπουσε μια αλλη
γυναικα,θα εκανε μαζι της οικογενεια, παιδια,αλλα την αδικια ,που
του'γινε ποτε δεν θα ξεχνουσε,παντα παρουσα στο βλεμμα και στη
σκεψη του,εκεινη η στιγμη που τους χωρισαν στη καμαρα,που ει-
χαν παει να κρυφτουν,που την εβλεπε να του την αρπαζουν,και
πως γυρισε και τον κοιταξε εκεινη την υστατη στιγμη,απελπισμενη,
φοβισμενη,το βλεμμα της και τη μορφη της
.
.
ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ
.
γιατι μ'αφηνεις απονη καρδια
στη μπορα και στη παγωνια
δυο χρονια ζησαμε μαζι
τωρα πετας χωρις ψυχη
στο σπιτι μας να'ταν να ξαναγυρισεις
κι εμενα ερημο και μονο μην αφησεις
ακουγε το δισκο του Μανωλη Αγγελοπουλου ο Ανεστος στο γραμμοφωνο,''
Θελεις να με παρατησεις μ'αλλον αντρα για να πας,Το μεγαλο μου το σφαλ-
μα ηταν που σ'αγαπησα,γρηγορα θα μετανοιωσεις μα θα ειναι πια αργα''και
ραγιζε η καρδια του,εκει στο ταβερνακι ,που καθονταν στη γωνια μονος κι
επινε απ'τ'απογευμα και τωρα ηταν νυχτα,εβγαλε ενα μολυβακι κι εγραψε
τους παραπανω στιχους, στο πακετο των τσιγαρων,''γιατι μ'αφηνεις απονη
σκληρη καρδια'',το ''σκληρη''το'σβησε γιατι δεν ταιριαζε στο μετρο,στον
αριθμο των συλλαβων,ασημαντος στιχουργος,ποιος θα καταδεχονταν το
τραγουδι του,μπορει και να τον επερναν και για απατεωνα,ολο το σκηνικο
να το σχεδιασε,γυναικα,που τον παρατησε,ομως δεν ηταν ετσι,ψευτικα, η
Κυριακη,τον αφησε,στ'αληθεια,δεν αντεχε αλλο τη φτωχεια,και την ανεχεια,
με το δικιο της,''για μια καλυτερη ζωη,ανθρωπινη'',τοτε σκεφτηκε ,και
τ'αποφασισε,να φυγει απ'την Ελλαδα,μεταναστης στη Γερμανια,να ξεχασει,
κι ισως εκει να κανει οικονομια και να πλουτησει,και τοτε να γυρισει πισω
κι αν ειναι ελευθερη να την παρει,''ναι, αυτο θα κανω,αυριο μαζευω ,ετοι-
μαζω,τα χαρτια,μεθαυριο,αντε σε μια βδομαδα τα καταθετω,εγκρινονται,
το ποινικο μου καθαρο,τα πολιτικα φρονηματα κατι ψιλοπραγματα,δεν
θα'χω προβλημα και σε κανα μηνα,σαραντα μερες το πολυ,με το ''Αγα-
μεμνων'' απο Πειραια φτανω Μπριντεζι-Βενετια- κι απο και με το τρενο
ειμαι στο Μοναχο,και πιανω αμεσως σε φαμπρικα δουλεια και οικονο-
μαω τα μαρκα,κατεβαινω στην Ελλαδα το ταχυτερο και παιρνω τη Κυ-
ριακη κοντα μου,γυναικα μου'',
ετσι σκεφτηκε ο Αριστος κι ετσι εκανε,απο τη Γερμανια γυρισε στους 14
μηνες να παρει τη Κυριακη,εκεινη τον αγαπουσε,εκανε υπομονη και τον πε-
ριμενε, την αρραβωνιασε κι αμεσως την παντρευτηκε και την πηρε μαζι του
στη Γερμανια,επιασε κι αυτη δουλεια σε φαμπρικα,οχι στη ιδια,που δουλευε
αυτος,σε αλλη,και μια μερα της εδειξε το πακετο,το κρατουσε,δεν το'χε πε-
ταξει,εκεινη το πηρε στα χερια της και διαβασε τους στιχους,που'χε γραψει
τοτε στο ταβερνακι απελπισμενοε,''γιατι μ'αφηνεις απονη καρδια στη μπο-
ρα και στη παγωνια'',τον κοιταξε δακρυσμενη,επειτα χαμογελασε και τον
αγκαλιασε,''συγνωμη'' του ειπε,''ημουν αδικη,ανοητη,και σε πονεσα'',εκει-
νος της ειπε,''περασμενα,ξεχασμενα,τωρα ειμαστε μαζι'',''για παντα'',του
ειπε,και συνεχισε,αλλαζοντας τη φωνη της,πειραχτικα,''κριμα ομως ,χα-
θηκε ενα ταλεντο στιχουργος,το τραγουδι σιγουρα θα γινονταν τρανο σου-
ξε,μεγαλη επιτυχια'',γελασε,γελασε κι εκεινος,και την αγκαλιασε σφιχτα,
τη φιλησε γλυκα και της ειπε,''το πιο μεγαλο σουξε,να ξερεις,που πετυχα
εισαι εσυ,και τιποτα αλλο''
.
.
ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΣΦΑΛΜΑ ΜΟΥ
.
[στο γλεντι εκεινο δεν σηκωθηκε να χορεψει,παρα τις
πρωινες ωρες ζητησε να βαλουν ενα τραγουδι της Ριτας
Σακελαριου ''Ενα Μεγαλο Σφαλμα μου'',τοτε σηκωθηκε και το
χορεψε,γυρισε,ξαναγυρισε,τσακιστηκε,εσκυψε,γονατισε,βουβα
πονεσε,βουβα ευχηθηκε,βουβα δακρυσε,κομματιαστηκε
να λυτρωθει]
η Μαρια,ηταν 17 χρονων,οταν γνωρισε εκεινον τον αντρα,
απο την επαρχια,στο Αγρινιο μεγαλωσε σε φτωχη οικογε-
νεια,στον Αγιο Κωνσταντινο,μια προσφυγικη συνοικια,ο πατερας
και η μανα καπνεργατεςς,απ'τις αποθηκες γυριζαν, 6 μερες τη
βδομαδα, με τη πισσα και τη σκονη να ποτιζει τα σωθηκα τους και
να φραζει τα πνευμονια τους,βηχας και πνιξιμο στο στηθος τη νυ-
χτα,ειχε κι εναν μικροτερο αδερφο,10 χρονων,μια αδερφη της μα-
νας της,που ζουσε στην Αθηνα,στο Περιστερι,εστειλε στη μανα της
να ερθει η Μαρια να τη βοηθησει στο σπιτι,ειχε τρια παιδια και μολις
ειχε γεννησει ενα τεταρτο ,ετσι η Μαρια βρεθηκε στην Αθηνα και
γνωρισε εκεινον τον ανθρωπο,στην αρχη δεν ηθελε,ντρεπονταν,
ηταν αβγαλτη,εκεινος επεμενε,την γοητευσε,την εκανε να ονει-
ρευτει,να νιωσει οτι κατι ειναι,και μια νυχτα σ'ενα ξενοδοχειο,γυρω
στην Ομονοια,του παραδωθηκε,τον πιστεψε,μεσα σε μια βδομαδα
τον εχασε,εξαφανιστηκε,δεν ηξερε καποιον να ρωτησει γι'αυτον,
στη θεια δεν ειπε τιποτα,στεναχωρηθηκε πολυ,ο κοσμος γκρεμιστη-
κε,γυρισε στο Αγρινιο,ηταν σκεπτικη,μελαγχολικη,η μανα την ενοι-
ωσε,τη ρωτησε τι εχει,στην αρχη δεν ειπε τιποτα,λεξη,επειτα ξεσπα-
σε σε κλαματα κι ειπε τη περιπετεια της,η μανα δεν την μαλωσε,την
αγκαλιασε,την φιλησε και της ειπε να μην ανησυχει,θα τα κανονιζε
ολα,στον πατερα δεν θα'λεγε τιποτα,φοβονταν την αντιδραση του,
οταν θα'ρχιζε να φουσκωνει η κοιλια της θα την εστελνε στην Αθηνα
στη θεια να ξεγεννησει,και θα'βλεπαν τι θα κανανε με το παιδι,η κοπελα φοβηθηκε,ετρεμε,''μανα,συγχωρεσε με,φοβαμαι,σας ντροπιασα στον
κοσμο,και τον πατερα'',σκεφτονταν την κατακραυγη του κοσμου,
την ταπεινωση,τη περιφρονηση,η μανα της συμπαρασταθηκε βουβα,
την εκρυψε,και πριν φανουν τα πρωτα σημαδια της εγκυμοσυνης με
καποια προφαση την πηρε και πηγαν στην Αθηνα,στην αδερφη της,
της τα'πανε ολα,εκεινη ενοιωσε ασχημα,ειπε δικο της ηταν το σφαλμα,
που δεν προσεξε τη κοπελα,εψαξε για τον προδοτη,τον απαρνητη,ρω-
τησε παντου,θετικα δεν εμαθε,καποιος της ειπε πως ηταν στη φυλακη,
για καποια κλοπη,αλλος ειπε πως τον σκοτωσαν στη Θεσσαλονικη σε
καποιο καυγα ,αλλος της ειπε πως μπαρκαρε σε καποιο υπερποντιο κα-
ραβι φορτηγο και θαλασσοδερνεται,κι αλλος πως τον ειδε πριν λιγες
μερες σ'ενα παραδρομο της Ομονοιας,περασμενα μεσανυχτα,τυφλα στο
μεθυσι,σ'αθλια κατασταση,φωναζε,ουρλιαζε,πεσμενος στη μεση του δρο-
μου,ηρθαν αστυνομικοι και τον μαζεψαν,στη κοπελα δεν ειπε τιποτα για
τα αποτελεσματα της ερευνας της,δεν ηθελε να την αναστατωσει στη
κατασταση,που ηταν,προσεξε την ατυχη κοπελα σαν δικο της παιδι,
ειχε τυψεις,να μην της λειψει τιποτα,να μην νοιωσει εγκαταλελειμενη,
περιφρονημενη,κι οταν ηρθε η ωρα την πηγε σε μια κλινικη να ξεγεν-
νησει,ο γιατρος ηταν δικος της ανθρωπος,θα κρατουσε το μυστικο,
ενα αρσενικο αγορακι γεννηθηκε,υγειεστατο,ο γιατρος κα-
νονισε και το εδωσε σε μια ευπορη οικογενεια ατεκνη,που ενδιαφερθηκε
να υιοθετησει το παιδι,ενας ορος ηταν να μην γινει γνωστο το ονομα
τους και που εμεναν οι θετοι γονεις,θα πληρωναν για το παιδι,ενα μεγα-
λο ποσο,η θεια δεν δεχτηκε τα χρηματα,ετσι ηθελε η μανα της Μαριας,
δεν πουλανε το παιδι ,το δινουν γιατι θελουν να μεγαλωσει καλα,να μην
περιφρονηθει,πηρε τη κοπελα στο σπιτι,κι οταν ηταν καλα,ηρθε η μανα
της και την εφερε στο Αγρινιο,την στηριξε,την αγαπουσε πολυ,περισ-
σοτερο απο πριν,δεν την φωναξε ποτε,τα χρονια περασαν,απαλυνε ο
πονος,και η λυπη,βρεθηκε ενα καλο παιδι,εργατικο,αρραβωνιαστηκε η
Μαρια και παντρευτηκε,στον αντρα της η Μαρια ειπε τι ειχε συμβει,εκει-
νος την αγαπουσε,ενας ευγενικος ανθρωπος,δεν τον ενοιαζε,ανθρωπος
ηταν,αυτα συμβαινουν στους ανθρωπους,αυτη να'ναι καλα κι ευτυχι-
σμενη,να μην ντρεπεται,μαζι του εκανε πολλα παιδια,πεντε,τρια κορι-
τσια και δυο αγορια,τα μεγαλωσε,ποτε δεν τα ξεχωρισε,κι εκεινο το
αγορι,το δικο της μικρο αγορι,ποτε δεν το ξεχασε,αν και δεν το μεγα-
λωσε,δεν το νανουρισε,δεν ξενυχτησε στη κουνια του,δεν το'παιξε
στα χερια της,το'χε βαθεια μεσα στο μυαλο της,κι αυτος ηταν ο λογος,
που αγαπουσε τοσο πολυ τα μικρα παιδια,ολα τα παιδια του κοσμου,
που εβλεπε και υπηρχαν κι ευχονταν μεσα απ'τα φυλλα της καρδιας
της να'ναι παντα καλα κι ευτυχισμενα
.
.
ΣΚΛΗΡΗ ΛΑΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
.
δυο χρονια στη φυλακη,κι εχει πονο στη καρδια,εχει παραπονο και
λυπη,στεναχωρια να γυρισει ετσι η ζωη του και να τον πεταξει,τα
χρονια του θα περασουν στο σκοταδι της ψυχης του,κι οταν βγει
θα'ναι ρημαδι,κανενας δεν θα θελει να τον ξερει,κανενας δεν θα τον
θυμαται,ολοι θα τον προσπερνουν σαν να μην υπηρξε ποτε,σαν να
μην ηταν ,να μην βασανισθηκε,κι ειναι αυτη η τιμωρια μεγαλυτερη
απ'αυτη που περναει,εδω ενα στενο κελι σκοτεινο,κι εξω εκει,οταν
βγει,ενα απεραντο κελι αδειο,ανυπαρξιας,στο στενο παραθυρο
ψηλα απ'το φως του υπολογιζει τη μεταβολη του χρονου,αν και
πολυ πιθανον να πεφτει εξω,νυχτα,ξημερωμα,πρωι,μεσημερι,
απογευμα,βραδυ,νυχτα,ξανα νυχτα,απ'ολες τις ωρες την ωρα της νυ-
χτας επιθυμει να τον κλεισει μεσα της,να διαγραψει το περιγραμμα
του,να σβησει το προσωπο του,να μαζεψει το κορμι του σ'ενα μικρο
κομματι,σ'ενα μηδαμινο σημειο,να ταπεινωθει,να μην θυμαται το κα-
κο,που εγινε
ηταν 25 χρονων,το ονομα του Γιωργος,δουλευε εργατης στο λιμανι
του Πειραια,στην ακτη Τσελεπη,τον πατερα τον ειχε χασει στη κατοχη,
η μανα ξενοδουλευε σε σπιτια,γυριζε καθε μερα σπιτι κατακοπη,το
χρονιο ασθμα την ταλαιπωρουσε,την επνιγε,τ'αλλα τ'αδερφια του ηταν
μικρα,ενα μικρο αγορι και δυο κοριτσια,τους αγαπουσε πολυ και τους
νοιαζονταν κι εκεινοι το ιδιο,ζουσαν σ'ενα μικρο σπιτακι με δυο δωμα-
τια στα Καμινια,κι εκεινο τον Σεπτεμβριο στο τελος του γνωρισε τη
Ροζα,ηταν δεν ηταν 17 χρονων,γρηγορα αγαπηθηκαν,τη ζητησε απ'τους
δικους της,στην αρχη εφεραν αντιρρηση,η κοπελα ηταν μικρη,απειρη,
υστερα υποχωρησαν,το καλοκαιρι ,που ηρθε,στις αρχες του Ιουνη εγινε
ο γαμος,νοικιασε σπιτι κοντα στη μανα του να μεινουν,αν εκαναν παιδι
να τους βοηθουσαν οι αδερφες του,η Ροζα δεν κινησε εγκυος,καθυστε-
ρησε,ειχαν χρονο να κανουν παιδια,επιασε δουλεια σε μια βιοτεχνια,
κοντα εκει γυρω,περασαν ανεφελα δυο χρονια,
και τοτε τον Γιωργο τον πλησιασε ενας στενος φιλος του οταν σχο-
λουσε απ'τη δουλεια,του 'πε πως κατι σοβαρο ηθελε να του πει και να
πανε σ'ενα καφενειο να του μιλησει,αυτα τα πραγματα δεν λεγονται στο
δρομο,στο καφενειο του'πε το και το,η Ροζα η γυναικα του βγαινει με κα-
ποιον αντρα,τους ειδε τυχαια, αυτη μ'εναν αγνωστο γι'αυτον αντρα σε
τρυφερη σταση,δεν υπηρχε αμφιβολια πως η σχεση ηταν ερωτικη,αυτο
το ειδε πριν τρεις μηνες,το κρατησε μεσα του,αλλα δεν βασταξε κι απο-
φασσε να του το μαρτυρισει,ο Γιωργος στεναχωρηθηκε πολυ,
οταν γυρισε σπιτι η Ροζα ελειπε,θα'πρεπε να'χε επιστρεψει απ'τη δουλεια,
γυρναει πρωτη,σκεφτηκε αυτους τους τελευταιους μηνες,οι εικονες γυρι-
σαν,αρχισαν ν'αποκτουν σημασια,η Ροζα σαν να προσεχε περισσοτερο την
εμφανιση της,του μιλουσε λιγοτερο,κι απομονονταν στο δωματιο ωρες,
σπανια γελουσε, ενω παλιοτερα γελουσε τακτικα,τα βραδυα ,που επεφταν
να κοιμηθουν παραπονιονταν πως ηταν πως πολυ κουρασμενη και πως ει-
χε πονοκεφαλους,ολο και πιο πολυ αργουσε να γυρισει απ'τη δουλεια,και
πολλαπλασιασε τις επισκεψεις στους δικους της,ολα αυτα τα γυρνουσε
στο μυαλο του ο Γιωργος,και τον πονουσαν σαν να γυρνουσε μαχαιρι κο-
φτερο βαθεια στη σαρκα του,δεν μπορουσε να σκεφτει κατι συγκεκρι-
μενο, η σκεψη του πετουσε,αναστατη,μετα απο ωρα καταφερε να συνερ-
θει,
οταν γυρισε σπιτι η Ροζα δεν τη ρωτησε για τι αργησε,εκεινη απο μονη της
του ειπε μια δικαιολογια,ουτε,που την ακουσε,συμπεριφερονταν σαν να μην
συνεβαινε τιποτα,σταματησε τη δουλεια,δεν της το'ειπε,σηκωνονταν κανονι-
κα το πρωι κι εκανε πως δηθεν πηγαινε στη δουλεια,στηνονταν και παρακο-
λουθουσε τη Ροζα,πραγματικα συναντουσε εκεινον τον αντρα,βεβαιωθηκε
πως ειχαν ερωτικη σχεση,μια φορα πηγαν σ'ενα απομερο κεντρακι στο Φα-
ληρο,δεν πλησιασε κοντα για να μην γινει αντιληπτος,μετα απο τρεις ωρες
χωρισαν,
και μια μερα,η Ροζα ειχε προφασισθει την αρρωστη και δεν θα πηγαινε
εκεινη τη μερα στη βιοτεχνια,στις 9 η ωρα περιπου ειδε τον αντρα να
μπαινει στο σπιτι του,του'ρθε το αιμα στο κεφαλι του,αναψε,γυρισε ο κο-
σμος γυρω του ,ζαλιστηκε,πηγε να σωριαστει,το κεφαλι του πονουσε να
σπασει,η καρδια του χτυπουσε δυνατα,ετρεμε ολο το σωμα του,τσακιστη-
κε το κορμι του,θολωσε η σκεψη το μυαλο του,συγκρατηθηκε,εκανε δυ-
ναμη,
περιμενε 30-40 λεπτα και μπηκε κρυφα στο σπιτι απο μια πισω πορτα,που
ανοιγε στη κουζινα,εφτασε στη κρεββατοκαμαρα και τους επιασε στο κρε-
βατι,μολις τον ειδαν ξαφνικα μπροστα τους η γυναικα εβγαλε δυνατη φωνη,
ουρλιαξε,ο αντρας πεταχτηκε ορθιος,προσπαθουσε με τα χερια να κρυφτει
μπροστα,ετρεμε απ'τον φοβο του,του φωναξε να παρει τα ρουχα του και να
φυγει,
και πλησιασε τη γυναικα,εκεινη ειχε σκεπαστει με το σεντονι απο κατω
μεχρι πανω,ακουγε τα αναφυλητα της,το κορμι της ετρεμε,μετα σταματησε
να τρεμει,ακινητοποιηθηκε,μονο τα αναφυλητα συνεχισθηκαν πιο χαμηλα
πιο βουβα,πλησιασε τη σκεπασμενη γυναικα,χωρις ν'αρπαξει το σεντονι
και να την ξεσκεπασει σηκωσε το μαχαιρι και τη χτυπησε
μετα απο λιγο βγηκε απ'το σπιτι και πηγε στην αστυνομια,παρουσιασθηκε
και τους ειπε να τον συλλαβουν και να τον τιμωρησουν γιατι πριν απο λιγη
ωρα στο σπιτι του μαχαιρωσε τη γυναικα του και την σκοτωσε
Δεν αναφερε ,ουτε και στο δικαστηριο αργοτερα,την υπαρξη εραστη,για
αιτια του φονου επικαλεσθηκε τη παθολογικη ζηλεια,που ενιωθε,απ'την
οποια δεν μπορεσε τελικα να ξεφυγει
.
.
Η Αγνωστη Ιστορια στον Πειραια
.
σηκωθηκε απο το τραπεζι,πηγε στη γωνια,που ηταν
το τζουκ μποξ,διαλεξε ενα τραγουδι κι εβαλε το κερμα,
γυρισε στο τραπεζι,ακουστηκε το γυρισμα του δισκου,
το γρατσουνισμα,ενα τραγουδι του Γιαννη Κουλουκακη
''θα πεθανω πριν ξημερωσει'',το ειχε γραψει ο Μανωλης
Χιωτης,οσο επαιζε το τραγουδι δεν μιλησε,ουτε κουνηθηκε,
σαν να ακινητοποιηθηκε,τον γνωρισα πριν απο δυο χρονια,
με συμπαθησε,γιναμε φιλοι,παρα τη διαφορα ηληκιας που
ειχαμε,εγω πολυ νεωτερος του,πολλες φορες,σχεδον παντα ,
εβαζε αυτο το ιδιο τραγουδι,και παντα με τον ιδιο απαραλλα-
χτο τροπο το ακουγε,ποτε δεν τον ρωτησα γιατι,και τι τον
συνεδεε μ'αυτο,οσο δεν μου ελεγε,εγω δεν επερνα την πρωτο-
βουλια να τον ρωτησω,ενω μου'χε εκμυστερευτει παρα πολλα
απο τη ζωη του,πολυ μικρος ορφανεψε απο πατερα,χαθηκε στην
κατοχη,δεν τον ξαναειδανε,μενανε στα Ταμπουρια,τοτε φυγανε
με τη μανα και τις τρεις αδελφες του και πηγανε να μεινουνε
στο Περαμα σε κατι κοντινους συγγενεις,σχολειο πηγε λιγο,ισα-ισα
που εμαθε να γραφει και να διαβαζει,τον πηρε ενας θειος απο τη
μερια του πατερα του και δουλευε στο εμπορικο του στο λιμανι
κατω,εδωδιμα αποικιακα ητανε,δουλεψε τςσσερα χρονια,του'δινε
πενταροδεκαρες κι εφυγε,επιασε δουλεια στο λιμανι στα φορτηγα,
φορτωνε και ξεφορτωνε,τον πειραξε η σκονη και η υγρασια της θα-
λασσας,η μουχλα του καραβιου,εφυγε κι απο κει ,κι επιασε παρεα
με κατι τζιμανια,που'χανε πολλα σουρτα φερτα με τη Τρουμπα,
και τον κοσμο της,παιδι ηταν το πηρε αψηφιστα,δυσκολο συναφι,
αλλα τα καταφερε να επιβιωσει,εκανε καλη μαγια,τα οικονομουσε,
οι ανθρωποι ομως ητανε μοχθηροι ,τον ζηλεψαν και τον μπλεξανε,
με καποιους επιορκους ατυνομικους και πιασμενους δικαστες και
με πληρομενους ψευδομαρτυρες τον κατηγορησαν και τον δικασαν
για φτιαχτη ακουσια και βιαια απαγωγη ανηλικης και προαγωγη της
σε πορνεια,εφαγε πεντε χρονακια,τα περασε στη φυλακη,οταν βγηκε,
στα 30 του,ηταν πολυ δυσκολα γι'αυτον,η μανα ειχε πεθανει,την εφα-
γε η μεγαλη στεναχωρια,δεν αντεξε,οι δυο μεγαλες αδερφες ειχανε
παντρευ-τει,η μικροτερη εμενε,παντου εβρισκε δυσκολιες,παλιοι φιλοι
τον αρνηθηκαν,κανενας δεν ηθελε να'χει σχεση μαζι του,προσπαθησε
πολυ αλλα δεν τα καταφερε,ξεκινουσε κατι να κανει,να πιαστει,να
ορθοποδησει και κατι συνεβαινε και τα αναποδογυριζε ολα, αυτο κρα-
τηξε μεχρι τα 35 του,τοτε τα παρατησε ολα,μπαρκαρησε,ταξιδευε με
διαφορα φορτηγα,για 30 χρονια συνεχεια δεν πατησε πισω το ποδι του,
γυρισε ολο το κοσμο να βρει λυτρωμο,Μαρσιλια,Λισαβωνα,Μπουενος
Αιρες,Ριο Τζανειρο,Ινδιες,Χονγκ Κονγκ,Καναδας,Ιαπωνια,Αυστραλια,
Σαγκαη,Αμστερνταμ,Αμβουργο,Σκανδιναβια,Ελσινκι,Στοκχολμη,Οσλο,
Αγια Πετρουπολη,και στη Αφρικη σε πολλα λιμανια βρεθηκε ,στο
Γιοχανεσμπουργκ,γυρισε πριν πεντε χρονια,τα χρηματα που εβγαλε
απο τα καραβια του αρκουν να ζει ανετα,κυριως,του ειπε,χαιρεται,
που ολοι τον εχουν ξεχασει και ζει και κινειται σαν αγνωστος.
.
.
Η ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΛΑΙΚΗ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΑ
.
καθε βραδυ συνοδευε τη Ριτα στο κεντρο,που τραγουδουσε,
καθονταν παραμερα ,στο μισοφως ,σ'ενα τραπεζακι κι απο
εκει επεβλεπε ολο σχεδον τον χωρο,σερβεριζονταν ουισκι
με παγο,πανω στο παλκο η Ριτα του ηταν η βασιλισα,καμια αλ-
λη τραγουδιστρια δεν συναγωνιζονταν τη φωνη της,και την ομορ-
φια της,ζηλευε,ηταν φυσικο,πολλοι πελατες την φλερταραν,
ειχε δεθει μαζι της,δεκα χρονια,δικος του ανθρωπος,την ηξερε
απο τα 15 χρονια της,τοτε την γνωρισε,στη φτωχογειτονια της,
στον Αγιο Νειλο του Πειραια,ειχε και δυο αδερφες μικροτερες,
σχετισθηκε μαζι της,γρηγορα την ζητησε απο τους γονεις της,
φτωχοι αγαθοι αγιοι ανθρωποι,δεν εφεραν αντιρρηση,την αρρα-
βωνιασθηκε,ηταν μικρη να παντρευτουν,την ακουσε να τραγου-
δαει,εβαζε το ραδιοφωνο και τραγουδουσε τα τραγουδια που
ακουγε,αλλα τραγουδουσε και μονη της,του αρεσε πολυ η φω-
νη της,ειχε δυναμη και ηταν βελουδινη,πολυ καλη αρθρωση,
στα 18 της την βοηθησε να βρει δουλεια,πηγε για ακροαση στην
εταιρεια δισκων,την ακουσαν ,τους αρεσε,αμεσως γυρισε τον πρωτο
δισκο της 45στροφων,ενα ζειμπεκικο,''ολοι μου βαζουν λογια'', που
το τραγουδουσε εκπληκτικα απο την μια πλευρα κι ενα οργανικο ,
μπουζουκι σολο ,απο την αλλη,ο δισκος εκανε πολυ μεγαλη επιτυ-
χια,μετα απ'αυτον ακολουθησαν πολλα σουξε,
δουλεψε σε κεντρα στο πλευρο πολυ μεγαλων λαικων τραγουδιστων
και τραγουδιστριων,σ'ολα ξεχωρισε με τη φωνη και το ηθος της κι
εκεινοι οι ανθρωποι την σεβασθηκαν,δεν την τσαλαπατησαν, την βοη-
θησαν,
αυτα σκεφτονταν,κρυμμενος στο μισοφως του κεντρου,σε λιγο η Ριτα
θα εβγαινε να κανει το προγραμμα της,
βγηκε,ειδε τη Ριτα στο παλκο,η καρδια του χτυπουσε δυνατα,την αγα-
παγε αυτη τη γυναικα και την θαυμαζε,η Ριτα φορουσε ενα ολοσωμο
κοκκινο φορεμα,της πηγαινε,ηταν πολυ ομορφη,
το μπουζουκι αρχισε να παιζει,ενα ζειμπεκικο,το πρωτο της,η Ριτα πηρε
το μικροφωνο να τραγουδησει,γυρισε προς το μερος του,παντα,καθε
βραδυ,γυρνουσε προς το μερος του,ηξερε ακριβως που ητανε,την ακου-
σε να τραγουδαει,μαγεια η φωνη της:
ολοι μου βαζουν λογια να χωρισουμε
γιατι να ζω μαζι σου να βασανιζομαι
.
.
Αγαπω το μπουζουκι γιατι ο ηχος του ειναι ο χτυπος της καρδιας
τικ τακ τακ και ουτω καθεξης ,και τα λοιπα ρεστα ντραγκα ντρουγκα
στο κενον της κενωνιας ,αλαα,
που θα'λεγε κι ο μεγαλος Γιωργος Ζαμπετας
.
.
ΤΟ ΣΥΜΒΑΝ ΣΥΝΕΒΕΙ ΠΑΛΙΑ ΣΕ ΜΙΑ ΣΥΝΟΙΚΙΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ
.
γυρισε σπιτι,τι να λεγε στη μανα του;πως του πηραν τα
παπουτσια,φοβονταν την μανα του,την αντιδραση της,
την ηξερε,τρια μεγαλυτερα παιδια δυνατοτερα τον επιασαν τον
ακινητοποιησαν τα δυο και το τριτο του εβγαλε τα παπουτσια,
κι ετρεξαν,τα κυνηγησε,σαν σκυλι που κυνηγαει λυκους τα κυνη-
γησε,εκεινα ηξεραν καλα το μερος κι εξαφανιστηκαν,δεν μπορεσε
να τα βρει,τα καταπιε η γη,τα θυμαται ομως καλα τα προσωπα
τους,καποτε θα πεσει πανω τους,τοτε θα τα κανονισει,θα τους
σπασει τα κεφαλια,θα δουν τι θα παθουν,να του παρουν και-
νουργια παπουτσια,ετσι θα φωναζε η μανα του,βλακας ηταν,
την ειδε εξω στην αυλη,δεν την πλησιασε,του φανηκε μεγαλη
θεορατη,τεραστια,φωναξε απο μακρια,''μανα'',εκεινη γυρισε
προς το μερος του,''τι θελεις;'',η φωνη της ακουστηκε αγρια,
''να μανα,κατι παιδια μου αρπαξαν τα παπουτσια'',εκεινη
εκανε προς το μερος,του,του φανηκε απειλιτικη,''και συ τους
αφησες;,''τα κυνηγησα'',τολμησε να πει υψωνοντας τη φωνη
του να τον ακουσει πως αντεδρασε,πως αμυνθηκε,''ηταν μεγα-
λυτερα,αλλα εννοια σου θα τα τσακωσω,και τοτε '',εκεινη του
πεταξε ενα ξυλο,εκανε να τον πιασει,''φυγε απο μπροστα μου'',
ουρλιαξε,''εξαφανισου,μην πατησεις στο σπιτι αποψε'',''μανα που
θα παω;''φωναξε τρομαγμενο,''μανα δεν εχω που να παω'',ξανα-
φωναξε,''φυγε,φυγε απο μπροστα μου,να μη σε βλεπω,ακους
κανουργια παπουτσια και στα πηρανε,βλακα,'',απομακρυν-
θηκε,γυριζε στα χωραφια,αν ζουσε ο πατερας θα 'περνε το μερος
του,αυτος ηταν αλλιως,τον αγαπουσε,θα γελουσε με το παθημα
του,θα του λεγε ''ελα,ησυχασε,και τι εγινε;αυριο θα σου παρω
αλλα,καλυτερα παπουτσια'',ομως πανε δυο χρονια που τον εχασε,
εκλαψε,νυχτωνε,τι θα'κανε στην ερημια;,πως θα περνουσε τη
νυχτα,ακουσε μια φωνη,αφουγκραστηκε,φωναζαν τ'ονομα του,
ναι το δικο του ονομα φωναζαν,γνωρισε τη φωνη,ηταν της μανα
του,πλησιαζε,''που εισαι;,στασου,μη φοβασαι,ελα να παμε στο
σπιτι μας'',ελεγε η φωνη,ηρθε κοντα του,εσκυψε και το αγκα-
λιασε σφιχτα,''εσυ κλαις;'',του ειπε,''με συγχωρεις,ειναι ωρες
που δεν ξερω τι κανω,τρελλενουμαι,εχω τα νευρα μου,και ξε-
σπαω σε σενα'',καταλαβε,πολλες φορες την παρακολουθουσε
που εκλαιγε κρυφα,σιωπηλα,μην την ακουσει,τη νυχτα,''μανου-
λα,ξερω σου λειπει πολυ ο μπαμπας;'',εκεινη δεν απαντησε,τον
εσφιξε στην αγκαλια της κι εκλαιγε,''και μενα μου λειπει πολυ,
αυτον ειχα στον κοσμο,τωρα δεν εχω κανεναν'',γυρισαν σπιτι,του
εκανε μπανιο,τον ελουσε,τον καθαρισε,του φορεσε καθαρα ρου-
χα,σιδερωμενα,πεινουσε και του μαγειρεψε το φαγητο που τ'α-
ρεσε,τηγανητες πατατες με αυγα,η μανα γελουσε,τον κουβεντιαζε
γλυκα,τρυφερα,ποτε δεν την ειχε δει ετσι,καποια στιγμη τραγου-
δησε,επειτα,οταν περασε η ωρα,τον πηγε στο κρεβατι του,τον σκε-
πασε,καθισε διπλα του και του ειπε την ιστορια,την ηξερε,πως
γνωρισε τον πατερα του,ομορφος αντρας,παλικαρι,εκεινη ηταν
μικρη ακομα,τον αγαπησε,ταξιδευε,στα καραβια,παντρευτηκαν,
γρηγορα εγινε η πρωτη αδερφη του ,επειτα η δευτερη,υστερα η
τριτη,ηταν μεγαλες οι αδερφες του οταν γεννηθηκε αυτος,τον
αγαπουσε πολυ ο πατερας,οι αδερφες μια-μια παντρευτηκαν,εκα-
ναν τα δικα τους σπιτια ,ηταν πολυ περηφανος γι 'αυτο,ευτυχι-
σμενος,ενα χρονο ακομα και θα παρατουσε τα καραβια,θα'μενε
μονιμα κοντα τους,κι ολα εγιναν αναποδα,ξαφνικα ολα αλλαξαν,
χαθηκε στη θαλασσα,ναυαγησε το καραβι,μακρυα στον ωκεανο,
πανε κι αλλοι,επεσαν στη θαλασσα,δεν γλυτωσαν,δεν τους βρηκαν ,
τους εφαγαν τα ψαρια,ετσι ειπαν,τον φιλησε στο μετωπο,ενιωσε
στο προσωπο του τα δακρυα της,ζεστα,αρμυρα,καληνυχτα,του ειπε,
καληνυχτα,και ξαπλωσε στο διπλανο κρεβατι,σε λιγο εκεινη απο-
κοιμηθηκε,ακουγε την αναπνοη της μεσα στη νυχτα,ησυχη,απαλη,
μ'αυτο τον ρυθμο αποκοιμηθηκε κι εκεινο.
.
.
Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΤΑ ΤΑΜΠΟΥΡΙΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 1950
.
εκει στον Πειραια,στα Ταμπουρια μεγαλωσε ο Γιωργος,μεγα-
λωσε ενας λογος ειναι,μαλλον επεζησε,στις αρχες του '50
18 χρονων,το 1952,γεννηθηκε το 1934,ο πατερας εργατης,
η μανα ξεγεννουσε το ενα παιδι μετα απ'τ'αλλο,της εμειναν
5,ο Γιωργος και 4 κοριτσια,ειχαν δικο τους σπιτι στα Ταμπουρια,
κληρονομια απο μια θεια της μανας ,δυο καμαρες,τους εφτα-
και περισσευαν εκεινα τα δυσκολα χρονια,ο πατερας χαθηκε
στον εμφυλιο,ανενταχτος,φιλησυχος ανθρωπος,εμεινε η μανα
με τα παιδια,ομορφη αρχοντικη γυναικα δεν θελησε να ξανα-
παντρευτει ,να ξαναφκιαξει τη ζωη της,''ο πατερας σας μου'τυχε,
μ'αυτον θα μεινω'',ελεγε στα παιδια,ο Γιωργος ηταν ο πιο μεγαλος,
η μανα δουλευε απ'τα χαραματα μεχρι που νυχτωνε σε καπνεργο-
στασιο,ερχονταν τα βραδυα πολυ κουρασμενη,την μεγαλυτερη αδερ-
φη την ειχε μαθει να μαγειρευει,να πλενει τα ρουχα,να τα σιδερωνει,
την βοηθουσαν κι οι μικροτερες,η μανα που εβρισκε το κουραγιο
και παντα χαμογελουσε,''αυριο θα'ρθω και'γω στο εργοστασιο να
ζητησω δουλεια'',ειπε ο Γιωργος,''εισαι μικρος ακομα για δουλεια'',
απαντησε αυστηρα η μανα,''εχει καπνια,υγρασια,θ'αρρωστησεις,
θα παθεις στην υγεια σου'',''Εσυ;',''Εγω,δεν πειραζει,τα εφαγα τα ψω-
μια μου,εσυ εισαι παιδι ακομα'',του ειπε,ο Γιωργος επεμεινε,πηγε
στο εργοστασιο,ζητησε δουλεια κι οπως ηταν γερος τον πηραν
αμεσως για δουλεια,βαρδια τη νυχτα,μολις εφευγε η μανα πηγαινε
αυτος,μολις τελειωνε αυτος ερχονταν η μανα,εναμισυ χρονο
δουλεψε μ'αυτο το ωραριο,και τοτε πρωταρχισε να βηχει,ο βηχας
εγινε πολυ επιμονος,να πνιγει,η μανα και οι αδερφες του ανησυ-
χησαν,αυτος τις καθησυχαζε, ελεγε δεν ειναι τιποτα το σοβαρο,
θα περασει,ενα κρυολογημα,μεχρι που εκανε την πρωτη αιμο-
πτηση,λυποθημησε,και την δευτερη και την τριτη σε λιγο χρονο,
τον πηραν και τον πηγαν στο νοσοκομειο,τα πνευμονια του ηταν
χαλασμενα,σαπια,εκανε ψηλο πυρετο,καιγονταν,μερα με τη μερα
χειροτερευε,ζητησε να βγει απ'το νοσοκομειο να παει στο σπιτι του,
''θελω το σπιτι μου'',ελεγε και ξαναλεγε,η κατασταση του δεν το επε-
τρεπε,''μανα παρε με σπιτι'',επεμενε,εκαναν το θελημα του,η μανα
σταματησε τη δουλεια,τον φροντιζε με τις αδερφες,κρυφα τις νυχτες
εκλαιγε,ο Γιωργος το καταλαβαινε,''μανα,μην κλαις,δεν θελω να κλαις,
με στεναχωρεις'',εκεινη δεν ελεγε τιποτα,βουβη,αμιλητη,σε εικοσι μερες
ο Γιωργος χαθηκε,οπως ο πατερας του χαθηκε,οπως και τοσοι αλλοι
χαθηκαν τοτε εκεινα τα χρονια και πιο πριν,αναπαυτηκε,εμειναν πισω
στο σπιτι και στον κοσμο η μανα κι οι αδερφες του να τον θυμουνται
οπως ηταν καλος και λεβεντης,σαν να μην χαθηκε ποτε ,αλλα να'ναι
καπου σε καποιο μακρυνο μερος κι εκει να ζει ευτυχισμενος κι απο να
τις νοιαζεται
.
.
ΛΑΙΚΟ ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΟ
.
Στα Κατω Πετραλωνα,Αθηνα-
σηκωθηκε κι εβαλε ενα κερμα στο ηλεκτροφωνο να παι-
ξει ενα δισκο του Αγγελοπουλου ,''Ειν' Ευτυχης ο Αν-
θρωπος π'Αγαπη δεν Γνωριζει'', γυρισε στο τραπεζι του,
μοναχος,αυριο φευγει με το τρενο για τη Δυτικη Γερμανια ,
μεταναστης,ακουγεται το τραγουδι,δεν ξερει γιατι το τραγουδι
του θυμιζει τον Εθνικο Υμνο,Σε Γνωριζω,δεν γνωριζει,π'Αγαπη
δεν γνωριζει,κι αυτος πολυ καλα γνωριζει,τι σημαινει το τρα-
γουδι,του'ρχεται να κλαψει,σφιγγει τα χερια,σε γροθια,να μην
ξεσπασει
.
.
η απλη ιστορια ενος ανθρωπου απο τη δεκαετια του '60
.
απο γεωργικη οικογενεια,γεννημενος το 1936,μετα το στρατο
πηγε στην Αθηνα για δουλεια,η υπαιθρος εγκαταλειπονταν,
δουλεψε σε εργοστασιο ,το 1962 γνωρισε τη γυναικα του,τρια
παιδια,μια κορη δυο αγορια,νοικιαζε ενα σπιτι απο εκεινα τα προ-
πολεμικα,μετα απο μερικα χρονια το γκρεμισαν και στη θεση του
υψωσαν πολυκατοικια,στο χωριο κατεβαινε τις γιορτες χριστουγεν-
να πασχα και τα καλοκαιρια που ειχε αδεια,εβλεπε τους γερους και
τ'αδερφια του,ο μεγαλυτερος αδερφος ειχε μεινει,παντρεμενος,
γεωργος,η αδερφη παντρεμενη κι αυτη στο χωριο,οταν ηταν
μικρα τα παιδια τα εστελνε τα καλοκαιρια να τα περασουν κοντα
στους γονεις,εκει ειχαν παρεα,τα παιδια του αδερφου,3, και της αδερ-
φης,4,επαιζαν ,ενιωθαν χαρουμενα ,ευτυχισμενα,οταν αρχες Σεπτεμ-
βριου επεστρεφαν στην Αθηνα ηταν μαυρισμενα σαν γυφτακια απο
τα μπανια στη θαλασσα,γερα,τα αγορια δεν τα επαιρναν τα γραμμα-
τα,το κοριτσι ηταν καλη μαθητρια,δεν στεναχωριονταν για τ'αγορια,
ολοι οι ανθρωποι δεν μαθαινουν γραμματα,δεν θα χαθουν,στη δου-
λεια δεν ηταν ευκολα,απο το εργοστασιο,μετα απο πεντε χρονια,
τον απελυσαν,επιασε δουλεια σ'ενα αλλο ,κι απο κει απολυθηκε,
εμεινε πεντε μηνες ανεργος,σκεφτονταν να γυρισει στο χωριο πισω,
ντρεπονταν,δεν γυρισε,επιασε παλι δουλεια,του εδιναν λιγοτερα χρη-
ματα,τα ιδια επαναληφθηκαν,η υγεια του πειραχτηκε,ευτυχως εγινε
καλα,παρεα εκανε με συγχωριανους που ηταν στην Αθηνα,κοινωνικη
συναναστροφη,
τα χρονια περασαν,χαρες και λυπες ανακατα,τα παιδια μεγαλωσαν,
εκαναν τα δικα τους σπιτια,λιγο πολυ κανονιστηκαν,
η απλη ιστορια εκεινου του ανθρωπου εξελιχθηκε διπλα,παραλ-
ληλα και μεσα στη μεγαλη Ιστορια,
ετσι κυλησε η ζωη του μαζι με αλλους ομοιους
.
.
στο τζουκ μποξ ενας δισκος του Καζαντζιδη,στη
πατριδα.Απριλης 7,1962,σε τρεις μερες με το Ακροπολις Εξπρες
στη Δυτικη Γερμανια,μεταναστης,
καημενη πατριδα
.
.
ΣΥΝΕΒΕΙ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ 1960
.
ο Γιωργος γεννηθηκε στον Πειραια,στη συνοικια του Αγιου Νει-
λου,το 1938,τελευταιο παιδι,πατερα δεν γνωρισε,δυσκολα χρο-
νια,ναυτικος,χαθηκε στη θαλασσα το 1939,αυτο ειπανε οι αρ-
χες στη μανα,αλλα τρια παιδια μεγαλυτερα,κοριτσια,στην Κατο-
χη υποφεραν οπως ολος ο πληθυσμος της Ελλαδας,η μανα δεν
ξαναπαντρευτηκε,ομορφη ηταν βασουσε ακομα,μπλεχτηκε
μ'ενα καθαρμα,στην αρχη δεν τον καταλαβε,μετα την πιεζε να
παει με Γερμανους αντρες,περασανε κολαση,ευτυχως που επεμ-
βηκε ενας ξαδερφος της μανας,ητανε στην αντισταση,το ειπε
η μανα και τον φοβερισε πως θα του κοψει τα ποδια κι ετσι γλυ-
τωσαν απ'αυτον κι ημανα και τα παιδια,ομως ηταν τοσα τα κακα
στο τοπο και δεν γλυτωσαν απ'τα βασανα ,η μανα στον εμφυλιο
αρρωστησε και πεθανε φυματικη,τα κοριτσια τα πηραν και ξενο-
δουλευανε σε πλουσια σπιτια,τον Γιωργο τον πηρε μια αδερφη
της μανα του,εκει στον Αγιο Νειλο,στα 13 του δουλευε στο λιμανι,
βαρια δουλεια για παιδι,τα χρονια περασαν,μεγαλωσε,η θεια πε-
θανε,παιδια αλλα δεν ειχε του αφησε το σπιτι,ενα μικρο παλιο
σπιτακι,τον εφτανε,πηγε φανταρος γυρισε,παλι δουλεια στο λι-
μανι,τοτε γνωρισε τη Βικυ,20 χρονων ηταν η Βικυ και δουλευε
σε εργοστασιο,ομορφη κοπελα ,κι ο Γιωργος ηταν ομορφος αν-
τρας,γερος,τα φκιαξανε,πηγε στους δικους της τη ζητησε σε γα-
μο,παντρευτηκαν κι εμειναν στο σπιτι που τ'αφησε η θεια,
περασαν δυο χρονια,παιδι δεν ειχαν,αργησε να καταλαβει τι
γινονταν,κατι στη συμπεριφορα της Βικυ δεν του αρεσε,σαν
κατι να την αποσχολουσε,την ρωτουσε,απεφευγε,του ελεγε δια-
φορα,μια μερα την παρακολουθησε και την ειδε να μπαινει
σ'αλλο σπιτι,στην Ευαγγελιστρια,κοπηκαν τα ποδια του,καθισε
κρυμενος στο σκοταδι δυο ωρες μεχρι που βγηκε,στο φως της
πορτας που ανοιξε ειδε τον αλλο αντρα,η καρδια του εσπασε,
οταν γυρισε σπιτι την βρηκε να κοιμαται,δεν την ξυπνησε,ενιω-
θε ζαλισμενος,ειχε πιει πολυ,ξαπλωσε σ'ενα αλλο κρεβατι,δεν
μπορουσε να κοιμηθει,τον πονουσε η κοιλια,σηκωθηκε κι εκα-
νε εμετο,πηγε στη δουλεια στο λιμανι αυπνος,δεν ειχε ορεξη,
δεν μιλουσε,αισθανονταν κουραση,δεν ενιωθε καλα,ζητησε
αδεια να φυγει πιο νωρις απ'τη δουλεια,γυρισε σπιτι,πανω
στο τραπεζι της κουζινας βρηκε ενα σημειωμα,το πηρε στα χε-
ρια του,το ειχε αφησει η Βικυ,το διαβασε,''αρκετα ψεματα σου
ειπα,γνωρισα καποιον αλλον,τον αγαπω,θα μεινω μαζι του,χθες
καταλαβα πως με παρακολουθησες,μην με ψαξεις,σε παρακα-
λω,θα φυγω κι απ'τη δουλεια,συγχωρεσε με,δεν ηθελα να σου
κανω κακο.Βικυ'',εκλεισε τα ματια,γυριζε ο κοσμος,
περασε ο καιρος,πεντε χρονια,το πηρε αποφαση την εχασε,το
σπιτι που την ειδε να μπαινει εκεινη τη μερα νοικιαστηκε,ο κο-
σμος ειναι πολυ μικρος αλλα και πολυ μεγαλος δεν την ξανα-
ειδε,
πεντε χρονια περασαν κι ενα απογευμα την ειδε μπροστα του
στην Σωτηρος Διος στο κεντρο,κοντοσταθηκε,κρατουσε απ'
το χερι της ενα παιδακι,ενα αγορακι,καλοντυμενο,μπηκε σ'ενα
καταστημα,
συνεχισε το δρομο του προς τη Ζεα,η ζωη ειναι ενα ποταμι η'
ενας δρομος
.
.
η μανα μας κι εμεις τα παιδια
μια ομολογια
δεν πειραζει που το παιδι μου δεν παιρνει τα γραμματα,
θα γινει γεωργος,θα μεινει εδω,θα παντρευτει και μια
καλη και γερη κοπελα,θα κανει πολλα παιδια,θα κοιταξει
και μας σαν γερασουμε,τον πατερα του και μενα,
δεν θα παει χαμενο,θα δεις,θα προοδευσει
.
.
Ο ΦΟΝΤΑΣ O ALEA JACTA EST
[Λαικη Ιστορια]
.
στη πιατσα του εδωσαν το παρανωμι Alea Jacta Est το
οποιον εστι μεθερμηνευομενον -ο κυβος εριφθη,πρωτος
το λανσαρε καποιος μυστηριος ρωμαιος καισαρας,ο Ιουλιος,
το λοιπον το κολλησανε στον Φοντα,Ξενοφωντα πληρως,επει-
δης καθε κουβεντα του,βαρια κι ασηκωτη η' ελαφρια και του
ανεμου,την τονιζε,εν καταληξει,μ'ενα Alea Jacta Est,''ετσι ειναι
η ζωη Alea Jacta Est,και η γυναικα το ομοιον,και το χρημα
παρομοιως,και το πασα ενα,Alea Jacta Est,Νομος,απαρα-
βατος'',και σε κοιτουσε με νοημα,''συμφωνεις;'',συμφω-
νουσες,μεγιστη αληθεια,μην νομισθει πως ο Φοντας ηταν
καποιος γραφικος τυπος,απεναντιας ηταν σοβαρος και
τον σεβονταν ο πασα εις,ειχε μεγαλη υποληψη,λεγανε
αυτοι που ξερανε,πως υπηρξε ασσος στο χαριοπαιγνιο,
ποκα ποκερ και τα ρεστα,η τραπουλα γινονταν στα χερια
του φυλλο και φτερο,την διαβαζε οριζοντιως και καθετως,
αξεπεραστος ,και μυαλο ξυραφι ακονισμενο,ηξερε κατα-
λεπτως τι χαρτι θα τραβηξει ο αντιπαλος και ποιο θα πα-
ρει αυτος,αλαθευτος,και τονιζε τις αλλαγες στο παιχνιδι
με την εκφραση,με τον ιδιο τροπο,''Alea Jacta Est'',το χα-
ος το απροβλεπτο το κουμανταριζε,εμπενε στο εσωτερικο
του,στα σπλαχνα του,και το λογαριαζε,το παλευε και το'
βαζε στη σειρα,το αντιμετωπιζε,ετσι κι οταν η γυναικα του
εφυγε μ'εναν τζε και τον παρατησε,Alea Jacta Est ειπε και
προχωρησε,γυρισε χαρτι,κι οταν απο συκοφαντια τον
επιασαν οι μυστικοι και περασε δυο χρονακια καργα στο
φρεσκο,παλι Alea Jacta Est ειπε και το εννουσε,ετσι την
εβγαλε σ'ολες τις αναποδιες,Alea Jacta Est,τωρα στην Ευ-
αγγελιστρια στον Πειραια σε μια καμαρα,τα χρονια πε-
ρασαν,απο κει ατενιζει τη θαλασσα και τα καραβια της
που πηγενοερχονται,Alea Jacta Est λεει,Μεγαλη Κουβεντα ,
Σοφη,
και θυμαται τον καθηγητη του των Λατινικων,παρενθεση,ο
Φοντας πηγε τρεις ταξεις στο Γυμνασιο,φτωχεια γεγονοτα
δεν τον αφησαν,δεν το τελειωσε,του εντυπωθηκε βαθεια,
ομως,αυτο το Alea Jacta Est,κι αυτο ειναι το πτυχειο,που
αποκτησε στη ζωη του,σημαντικο,πολυ σημαντικο,
''Φοντα Alea Jacta Est''λεει και στον εαυτο του
.
.
Φωτογραφια-Μαθηματα Ιστοριας-1
.
1
.
-ηρθε διαταγη να διωξουνε τους ελληνες,να πανε στην ελλαδα,
ανταλλαγη πληθυσμων-]
(Να πως τα οικοπεδα μας αποκτησαν τετοιες τρομακτικες αντικειμενικες
αξιες ανα τμ) ηρθαν οι ξενοι,προσφυγες,ξεριζωμενοι,των συμφερονταων
διεθνων και εντοπιων θυματα,ανθρωπινα κορμια για καμια χρηση αλλα
και για παντια χρηση,μνημες ανεστιες,παστικωμενες στην ελλαδα,αποροι
ανεστιοι ανεργοι,''να μετρηθουμε.ποιοι ειμαστε;ποιοι λειπουμε;'',κι ελει-
παν πολλοι,κι αυτοι που σωθηκαν εγκατασταθηκαν σε χερσα χωραφια
και σε απαλλοτριωσιμους χωρους,εκει οικισθηκαν σε παραγκες με πλι-
θρες απο χωμα,με ξυλοδεσιες ,πισοχαρτα στις σκεπες και λαμαρινες,σε
τετραγωνα του ιπποδαμειου συστηματος πολεοδομιας,σε πολεοδομικο
καναβο γραμμων και στηλων,με ελευθερα τετραγωνα,πλατειες,κοινο-
χρηστα λουτρα,αποχωρητηρια,πλυντηρια,
Νεα Σμυρνη,Νεα Ιωνια,Νεα Φιλλαδελφεια,Κοκκινια,Καισαριανη,
Κερατσινι,Κορυδαλλος,Δραπετσωνα,Προσφυγικα Λεωφορου Αλεξανδρας,Θεσσαλονικη,Αρετσου,Τουμπα,Τριανδρια,Νεα Κρηνη,
Καλαμαρια,Σαραντα Εκκλησιες,Σταυρουπολη,Νεα Ευκαρπια,
Νεο Κορδελιο,Νεα Μενεμενη,Αγρινιο,Αγιος Κωνσταντινος,Κυψελη,
Ξηρομερο,Αγιος Βασιλειος,Αγιος Νικολαος Βονιτσας,η Ελλαδα ολη.
εκει εγκατασταθηκαν,παιδια.μωρα με συλλογικη μνημη,απο τον Ομηρο,
και τους Ιωνες Ηρακλειτο Θαλη Αναξιμενη,μεγαλοι με τη πραγματικη
μνημη,τι χασανε,ειχαν κι αγωνα με τα κουνουπια με τα ποντικια με
τους σκορπιους και μετα φιδια,αφου πρωτα περασαν και ξεφυγαν,οσοι
ξεφυγαν,απο τα λοιμοκαθαρτηρια στο Καραμπουρνακι,στη Δραπετσωνα,
στη Μακρονησο κι αλλου,
να χωρεσουν στη μικρη πατριδα,που τους εβλεπαν με μισο ματι οι
ντοπιοι,με ζηλια,με δυσπιστια,πως ηρθαν να τους φανε το ψωμι,να
πιασουν τις δουλειες τους,να τους μολυνουν με τις συμπεριφορες τους
με τα ηθη και τα εθιμα τους,ανταγωνιστες,εκεινοι ανωνυμοι,κενα ονοματα,απροσωποι,οχλος,ξεριζωμενοι,τα κοκκαλα των προγονων
περα εκει,τοσοι πολλοι σκοτωμενοι περα εκει,τα σπιτια καμενα γκρε-
μισμενα παρατημενα περα εκει,η φωνη τους οι παρουσιες τους περα
εκει,κι εδω στη νεα πατριδα νοσταλγια που μαχαιρωνει,πικρα και
καημος που πνιγει,μνημη που βασανιζει
Σμυρνη,Αλικαρνασσος,Αιδινιο,Σαρδεις,Ερυθραια,Σαμσουντα,Αλατσατα,
Βουρλα,Καππαδοκια,Ικονιο,Φιλαδελφεια,Σπαρτη,Τσεσμε,Περγαμος,
Φωκαια,Σεβαστεια,Νικομηδεια,Πανορμος,Τραπεζουντα,Ραιδεστος,
Αιβαλι,Κορδελιο,Μπουρνοβας,Προυσα,Φαρασα,Μακρη,Αγχιαλος,
Ικονιο,Κωνσταντινουπολη,
και τα χρονια 1922-1929 στην ελλαδα εχουμε αυξηση της βιομηχανιας
κατα 82% και κατα 40% τα χρονια 1930-1940
απο εκεινα τα μερη ηρθαν διωγμενοι,ξεριζωμενοι,προσφυγες
...η Ζωγραφινα Ζαφειρακη,η Ελενη Χρηστακη(στη Θεσσαλονικη)...
...ο Ιωαννης Καικουσης,ο Διαμαντης Χατζημιχαλης(στη Νεα Ραιδεστο
Θεσσαλονικης)...
...η Ευγενια χηρα Νικολαου Ζαφειρακη(στη Νεα Απολλωνια Θεσσαλο-
νικης)...
...η χηρα Λογοθετη(στον Αγιο Χαραλαμπο Κοζανης)...
...ο Σταθης (απο τον Αγιο Νικολαο Ξηρομερου που καθε Αυγουστο περ-
νουσε απο το χωριο για να παει στον Αη Γερασιμο στη Κεφαλλονια και
μιλουσε τα προσφυγικα,απλοικος ανθρωπος)...
.
.
Φωτογραφια-Μαθηματα Ιστοριας-2
.
2
.
[-ηρθε διαταγη να διωξουνε τους ελληνες,να πανε στην ελλαδα,
ανταλλαγη πληθυσμων-]στεκονται και μας κοιταζουν μπροστα
απο το φωτογραφικο φακο,μας λενε για τα μπουγαζια τ'Αιβαλιου
που αφησανε και χαθηκαν,ελιωσαν διαλυθηκαν μεσα στις
μυλοπετρες της Ιστοριες,η μνημη σκοτεινιασε
...Σουλτανα Καλιογλου απο το Παμπουτζακ της Μικρας Ασιας,
Αικατερινη Αραμπατζη απο το Ουζουν Κιοπρε της Ανδριανουπολης,
η Αλικη και η Ερμιονη απο τη Σμυρνη,η Σοφιαn απο τις Παλαιες
Φωκαιες της Σμυρνης,Νικολαος,Σεβαστη,Προδρομος,Ιωαννης,Μαρια
απο τη Σμυρνη,Νικολαος Μπουλγκαμης απο τη Ραιδεστο,
οσοι ειχαν κολλητικες αρρωστειες χολερα πανουκλα φυματιωση τους
πεταγανn στη θαλασσα να γλυτωσουν,
στα σκοτεινα της Ιστοριας.
μεσημερι,δεκαετια του 60,οι Αναζητησεις του Ελληνικου Ερυθρου
Σταυρου στο ραδιο-
φωνο,''οι( ) αναζητουν τους γονεις τους ( )",αναζητουν τον αδερφο τους
τοτε 3 ετων,
αναζητουν τη θεια τους,...
Αναζητουν τη χαμενη πατριδα τους
.
.
-Απο τη φωτογραφια αυτη το παιδι εκει μας βλεπει εδω
.
δεν ηθελε να φωτογραφηθει,γι'αυτο ειναι συνοφριουμενο,
δεν ειχε καλα ρουχα,τι να δειξει τ'αποφορια,ξυπολητο,το
στησανε σ'ενα τοιχο,οπως στηνουνε στο τοιχο αυτους που
εκτελουν,του δωσανε στα χερια μια πετσετα τυλιγμενη,ξερο
ψωμι,για μια εικονα της προπαγανδας,'η φτωχεια ,τα παιδια
πεινανε,ειναι ξυπολητα,δεν εχουν χαρουμενα προσωπα,βοη-
θεια',ζητιανευουν βοηθεια,κατα τα συμφεροντα τους,το παιδι
δεν ειναι ζητιανακι,εχει ονειρα,δεν θα πουληθει σε κανεναν,
θ'αντεξει,θα προοδεψει η κοινωνια,αργοτερα θα καταλαβει το
σκοπο,το στοχο,της φωτογραφισης του,θα καταλαβει γιατι ει-
ναι συνοφριουμενο,θα'θελε να τους κλωτσησει,να τους πετα-
ξει χωμα στα ματια,να τους φωναξει,''ο πατερας μου ειναι
ηρωας κι η μανα μου ηρωιδα'',να ουρλιαξει,''γιατι τους πειρα-
ξατε,τι σας εφταιξαν;'',Και απο μια φωτογραφια,δηθεν αθωα,
δηθεν ρεαλιστικη,φαινεται η ιστορια ενος ανθρωπου κι ενος
τοπου
.
.
-Ιστορια απο μια φωτογραφια μας με τη μανα
.
Η μανα περασε δυσκολα χρονια,τη βλεπω σ'αυτη τη φωτογραφια,
ειμαι το πιο μεγαλο παιδι,ο Γιωργακης,αριστερα μου ειναι η αδερ-
φη μου η Σουλα,και δεξια μου τ'αλλα αδερφια μου,η Μαρια και
ο Νικος,η μανα μια ομορφη γυναικα,τον πατερα τονχασαμε νεο,η
μανα ποτε δεν μαςειπε πως,οταν την ρωτουσαμε δεν μας απαντουσε,
το προσωπο της γινονταν σοβαρο σκοτεινιαζε,καταλαβαιναμε πως
στεναχωριονταν πολυ,την αγαπουσαμε τη μανα,Κωνσταντινα τη λε-
γανε,καποτε εφερε στο σπιτι εναν αντρα,η μικρη η Σουλα ολο εκλαι-
γε,απο εκεινη τη μερα δεν τον ξαναειδαμε,εγω που ημουνα μεγαλυ-
τερος ηξερα πωςτον συναντουσε κρυφα εξω,τοτε λουζονταν φορου-
σε ωραιο φουστανι γινονταν ομορφη,εγω εκανα πως δεν εβλεπα,με
φιλουσε κι ελεγε,''οταν θα μεγαλωσεις θα καταλαβεις'',το μαγουλο
της ,που μ'αγγιζε ,το'νιωθα υγραμενο,ηθελα να της πως μεγαλωσα
και καταλαβαινα και πως την αγαπουσα,ομως δεν της το ελεγα,και
τωρα που δεν την εχουμε πια παρα.μονο στη φωτογραφια μετανιω-
νω,η μανα μας υπηρξε κι εζησε τη ζωη της, μονη της και μαζι με
αλλους,και με μας τα παιδια της που την αγαπουσαμε πολυ και πιο
πολυ αυτη εμας
.
.
τοτες ο Περαιας ητονε ενα χωριο,απο δω να ως εκει δα,δηλαδη
τ'ειναι ο καβουρας και τ'ειναι το ζουμι του,τα παντα γνωστα,
ολα μαθαινονταν,ποιος και τι,και στο λιμανι και στη Ζεα και στον
αγιο Νειλο και στου Βαθουλα τη Γουβα και στου Τσελεπη και στη
Πηγαδα και στο Χατζηκυριακειο και στου Καραισκακη και στη
Τερψιθεα και στα Ταμπουρια και στη Καστελλα και παντου,ετσι
γρηγορα μαθευτηκε κι η ιστορια του Γιωργου και της Ελενης και
η τραγικη καταληξη της κι ολοι που ητανε στον Περαια τους λυ-
πηθηκαν ,ομως τι μπορουσανε να κανουνε να διορθωσουν,τα
ανθρωπινα η' οτι αλλο ειναι
.
.
στο τζουκ-μποξ εβαλε ενα δισκο του Καζαντζιδη,Κοινωνια αδικη,
κυλησε το νομισμα,σηκωθηκε ο δισκος,η βελονα ακουμπησε το
δισκο,αριστεροστροφα γραμμη τη γραμμη η πικρα το παραπονο
η κρυφη αγανακτηση,1961,Ελλαδα,δυο μερες εμειναν,με το πλοιο
Κολοκοτρωνης φευγει,θ'αδειασει στη Γερμανια,οπως τοσα αλλα
παιδια,στη ξενιτεια,ποσα αφηνει πισω,ποιοι τον ρωτουν,τι τους εν-
διαφερει,αλλη η ζωη η δικια τους αλλη η δικια του,ξενες,ποτε θα
ξαναγυρισει ;κι αν δεν ξαναγυρισει;κι αν γυρισει τι θα μεινει οπως
τ'αφησε;η' ολα θ'αλλαξουν και τιποτα δεν θα του θυμιζουν,ξενος
στη δικη του πατριδα,η βελονα στο δισκο εφτασε στο τελος,ακου-
στηκε το γρατζουνισμα ,ιδιο με το γρατζουνισμα στη καρδια του
.
.
Η ΑΤΕΛΕΙΩΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
.
η κοινωνια σκαρτη ,πολυ,και αδικη,παρα πολυ,ο Γιωργος σκεφτον-
ταν,ο πατηρ ο εμος την εκανε λαμογια,κοινως κοπανα,κι ουτε φωνη
κι ουτε ακροαση,η δε μητηρ η εμα κι αυτη ως σουπια θολωσε τα νερα
μιαν ημερα κι εξηφανησθη προς αγνωστον κατευθυνσην με καποιο
μυστηριο,Τακη ονοματι,αγνωστων λοιπον στοιχειων,
το λοιπον ο Γιωργος τη γαζωσε παιδιοθεν σε διαφορα ιδρυματα τετοια
που σκαρωνουν διαφοροι φιλανθρωποι περι τας τυψεις,
ετσι τη σκαπουλαρε στη ζηση ο Γιωργος με τα εξυπνα τα μορτικα μηδε
εξαιρουμενου του αναμορφωτηριου,περι της μορφωσεως του δηλαδη
εις ατομον χρησιμον εις την κοινωνιαν,
αν ομως η κοινωνια σ'εχει γραμμενο και εις την απεξω δεν μορφωνεσαι,
μορφωνεσαι;εγινε κατανοητον,
κι εφτασε στα 19 του χρονια,γερο παιδι και τσιφτικο,ομορφοπαιδο,
μαγγας,στη πιατσα καθαρος ξηγημενος,
πολλα και ποικιλα μηχανευτηκε δια τον επιουσιον,ζορικα τα πραγματα,
καθ'οτι τα πολιτζαι ξυπνησανε κι ανθιζονται το πασα τι στα [περιξ και
σ'εχουν,αδερφε μου,στο στενο παρακουλουθητο και δεν το'χουν τιποτις
μια μερα των ημερων να σ'αγκαζαρουν να σε ριξουν στο λακκο των λε-
οντων ητοι στη τενεκα της φυλακης,να πας αμοντε,και δεν δινουν ενα
παραγια παρτη σου,γι'αυτο χρειαζεται μεγιστη προσοχη και οματια δε-
κατεσσερα να μην σε φαει το σκοταδι,το μεδεν,
το λοιπον μεχρι προς ωρας ο Γιωργος τη γαζωνε ανευ τραβηχτικων,ενα
γκεσε μια σουμα να κανει να παρατησει το παρανομο κονομι και να ζησει
ως ανθρωπος ενεκα και η Μαργαριτα,πλασμα θεσπεσιον,εξ ουρανου δω-
ρον,να ρομαντζαρεις ομου και να χαιρεται η ψυχη σου,τετοια σου λεω
ειναι η Μαργαριτα,μολτο γκροσο αμορε,''θα σε παρω στο επισημο''
''μη μου το λες,εισαι φινος'',''Μαργαριτα αμορε μιο,ειμαι αντρας
και ξηγιεμαι σπαθι,λιαν συντομως'',''αμορε μιο ''ειπε η Μαργαριτα και
χαμηλωσε τα ματια`στο σεμνον
και το λιαν συντομως εγινε 8,ολογραφως οχτω,μηνους μακρον,
καθοτι σε μια δουλεια δεν ειχε την πρεπουσα επιτυχια ο Γιωργος και
κλειστηκε στη στενη και η δικαια κοινωνια εξωθεν απο τοιχους και καγ-
γελα κυκλοφορει,
ηρθε και η Μαργαριτα δυο τρεις φορες στο επισκεπτηριο,κατι τσιγαρα
κατι σοκολατες εφερε κατι ορκους ειπε κατι δακρυα εχυσε και μετα σιω-
πη,ακρα σιωπη,σαν η γης ν'ανοιξε και να την καταπιε,
καποιος δικος του το μιλησε,να το κοριτσι,ερημο ητανε,τι να σου-κανει
μοναχο στη κοινωνια ενα κοριτσι,απροστατευτο,σα καλαμια στο καμπο
να βολοδερνει,με τα θερια να τα βαλει,να γνωρισε καποιο τζε,τα'χε ο τζε
τα εχει του,και τη κοπανησε μαζι του προς τα ανω στρωματα της κοινωνιας,
πο'χει καθαρον αερα,και να μην την ψαχνεις
και δεν την εψαξε ο Γιωργος οταν βγηκε απ'τη στενη,''εδω η ιδια η μανα
που σε γεννησε δεν δινει ενα παρα για παρτη σου ,και θα δωσει μια καποια
Μαργαριτα,μαδησε και παει'',ειπε ο Γιωργος και δεν το πηρε κατακαρδα
''στη κοινωνια εισαι κατι η' δεν εισαι'',του μπι ορ νοτ του μπι,αυτο ειναι,
τερμα τα διφραγκα
.
.
[ΕΛΛΗΝΑΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ] ΓΕΡΜΑΝΙΑ
-[5 Ιστοριες]
.
[Ελληνας μεταναστης]1960,Αμβουργο
συνεχεια βρεχει,εχει πολυ υγρασια,στο λιμανι ομιχλη,δεν βλε-
πεις τη μυτη σου,ξεφορτωνουμε μπανανες,σε κουτια ειναι,μας
δινουν ενα μπουκαλι γαλα να πιουμε,μενουμε σε μια αιθουσα
τεραστια,20 ατομα,πριν ηταν αιθουσα κινηματογραφου,ο ανθ-
ρωπος που μας εκανε τα χαρτια και μας εφερε,ενα ειδος δουλε-
μπορου,μας φερνετε σκληρα,να τον φοβομαστε,μας λεει να του
δινουμε τα λεφτα να τα κουμανταρει αυτος,με τα παιδια συνενοη-
θηκαμε να αντιδρασουμε,να διαμαρτυρηθουμε στο προξενειο και
στην αστυνομια,να το μαθουν κοι δημιοσιογραφοι,κρα κανουν για
τετοιες ειδησεις,
ο Γιωργος μπαινει στο σουπερ μαρκετ να ψωνισει και κλεβει,φοραει
ενα μακρυ πανωφορι,ετσι μικροσκοπικος που ειναι τον καλυπτει ολο-
κληρο, μεσα στο πανωφορι στη φοδρα εχει τσεπες και κει ριχνει πραγ-
ματα που αρπαζει,,φερνει ουισκι ,σοκολατες,μεχρι στιγμης δεν τον
εχουν καταλαβει,του ειπα πως καποια μερα θα τον πιασουν,να σταμα-
τησει,
με τον Τακη πηραμε απο πισω δυο γερμανιδουλες,ακομα δεν ξερουμε
τη γλωσσα,δυσκολευομαστε να συνενοηθουμε,οι κοπελες γυριζαν τα
ξανθα κεφαλακια πισω μας κοιτουσαν και γελουσαν,τις διπλαρωσαμε απ'
αριστερα και δεξια,σενε φροιλαιν,ντου γκεφελστ μιχ,βιρ τζου βισεν,τις
ακουσαμε να λενε καινε τζαιτ,ωραια ειπαμε μας καλουν για τσαι,πηρα-
με θαρρος,οταν εφτασαν στο σπιτι τους φοβηθηκαμε και τις αφησαμε,
λενε πως εδω οι γυναικες μετα τον πολεμο ειναι ευκολες,δεν εχουν προ-
βλημα να κανουν σχεση λιμπε με ξενους,
τελικα αντιδρασαμε στον ανθρωπο,τον δουλεμπορο που μας εφερε,αυτος
θυμωσε πολυ κι ορμηξε πανω σ'εναν απο μας,τον αρπαξε τον εσπρωξε
και τον πεταξε και τον κλωτσουσε με μανια και εβριζε,αχαριστοι,τιπο-
τενοι,σκουληκια,ξεβρακωτοι,τρομαξαμε να τον βγαλουμε απ'τα χερια
του,
μετα απ'αυτο το γεγονος φωναξαμε τους δημοσιογραφους,ηρθε και η
αστυνομια,εκεινον θελησαν να τον συλλαβουν,τους ξεφυγε,τον κυνηγη-
σαν στα χωραφια,ακουσαμε και πυροβολισμους,απο τοτε δεν τον ξα-
ναειδαμε,γλυτωσαμε απ'δαυτον,
τα πραγματα τωρα ειναι καλυτερα για μας,φυγαμε κι απ'την αιθουσα
κι εχουμε ξεχωριστα δωματια ανα δυο,
αν κανουμε οικονομια και βασταξουμε τα λεφτα θα ειναι καλα,θα στει-
λουμε και στη πατριδα
[Ελληνας μεταναστης]1962,Φρανκφουρτη
στο μερος που ηταν οι οικοι ανοχης δυο αντρες ειχανε πλακωθει στα χερια κι ηταν κατω στο
δρομο κι ο ενας χτυπουσε τον αλλον με τις γροθιες,ειδοποιηθηκε η αστυνομια και με δυο
περιπολικα τους στησανε κλειο και τους κλεισανε το δρομο,αυτοι μολις τους ειδαν σηκωθηκανε πανω αγκαλιαστηκανε και λεγανε,''παιζουμε'',αυτο ηταν αιτια να γνωρισω τη γειτονισα μου,μια γερμανιδα,που δουλευε σε μπορδελο και βγηκε στη πορτα με το κομπινεζον ακουγοντας τη φασαρια,ειχε ενα διωροφο,αυτοκινητο
[Ελληνας μεταναστης]1963,Βερολινο
ηρθα στο Βερολινο απο τη Φρανκφουρτη για δουλεια,δυσκολα να
βρω,
μας περικυκλωσαν και μας πιασανε,μας περασαν χειροπεδες,τις εσφι-
ξαν πολυ,τα χερια μου πονουσαν,θα μας περασουν απο δικη φοβαμαι
πως θα μας απελασουν,
ηρθαν και μας ειπαν πως πρεπει να φυγουμε,ειμαστε ανεπιθυμητοι,
οριστηκε και μερα,η ακριβης ημερομηνια,5 Μαιου 1963,
ειδα και τη μικρη ηρθε με τη μανα της,με κοιτουσε το παιδι ,δεν ξερει
να μιλαει ελληνικα,στα γερμανικα ειπε:μπαμπα που θα πας;τι θα
σου κανουν;της ειπα πως ειμαι καλα και θα'ρχουμαι να τη βλεπω,
να μην ανησυχει,
ηξερα πως ελεγα ψεματα,και η μανα της το ηξερε,ποτε δεν θα ξανα-
γυρνουσα στη Γερμανια,
[Ελληνας μεταναστης]1968,Αννοβερο,
ενα χρονο εκλεισε η χουντα στην Ελλαδα,δεν ξερουμε εδω ποιος ειναι
χαφιες και ποιος δεν ειναι,φυλαγομαστε απ'ολους,
αδυνατο να επισκεφτω τη πατριδα,μας μπλοκαραν τα χαρτια,να μην δου-
με τι γινεται,τι συμβαινει,
καποιος φιλος μου ειπε για μια μυστικη οργανωση κατα της χουν-
τας κι αν θελω να οργανωθω,να γινω μελος σ'αυτην,απαντησα οχι,δεν
ενιωθα ετοιμος,ειπα,βαθια ομως μεσα μου ξερω τι κουφια πραγματα
ειναι οι ιδεολογιες και πως σε προδιδουν,σε απογοητευουν,
μισω τη πολιτικη κατασταση στην Ελλαδα που μου απαγορευει
να δω τους δικους μου,τον πατερα και τη μανα,τ'αδερφια μου,
τους συγεννεις
[Ελληνας μεταναστης]1970,Μοναχο
σημερα κανει πολυ κρυο,εχω ρεπο,τ'απογευμα θα παμε με τη Λενι
σε μια μπυραρια,στρασε Γουλιελμου 32,η Λενι ειναι 20 χρονων,
μετριο αναστημα,λεπτη,ξανθα μαλλια γαλαζια ματια,ομορφη,αγα-
πιομαστε,εχουμε ενα μηνα και πανω που ζουμε μαζι στο σπιτι
μου,ενα δυαρι διαμερισμα στη στρασε Ζιγκριφ αριθμος 44 δευτε-
ρος οροφος,
.
.
Ο ΔΙΣΚΟΣ ΣΤΟ ΤΖΟΥΚ ΜΠΟΞ
.
Πειραιας,αρχες δεκαετιας του '60,ο Γιωργος ριχνει ενα κερμα στο
τζουκ μποξ και διαλεγει τραγουδι με τη Πολυ Πανου,''θα ριξω πετρα
πισω μου'',η μηχανη ενεργοποιειται,πιανει το δισκο των 45 στροφων,
γνωρισε την Ελενη,18 χρονων κοπελα,ομορφη,μαυρα μαλλια και ματια,
δυο χρονια μαζι,ονειρα και σχεδια,σταχτη εγιναν,διαλυθηκαν,αιτια;
τι εφταιξε;αυτος,κανενας αλλος,δυσκολη η ζωη του,απο μικρο παιδι,
ξεσπουσε στην Ελενη,μεχρι που πηρε τα ματια της κι εφυγε,στη Γερμα-
νια,μεταναστρια,πετρα εριξε πισω της,ο δισκος τοποθετηθηκε στο πλα-
τω,γυριζει,η βελονα τον αγγιξε,το τραγουδι,εκεινη
θα ριξω πετρα πισω μου
θα φυγω μακρυα σου
αφου δε θα με παντρευτεις
τι θελω εγω κοντα σου
φτανουν οι τρελες που εκανα μαζι σου
αφου δεν μ'αγαπας θα φυγω
για παντα να χαθω απ'τη ζωη σου
θα παρω την αποφαση
πως πηγανε χαμενα
φαρμακια πικρες και καημοι
που εχω πιει για σενα
φτανουν οι τρελες που εκανα μαζι σου
αφου δεν μ'αγαπας θα φυγω
για παντα να χαθω απ'τη ζωη σου
θα ριξω πετρα πισω μου
και ορκο πια θα κανω
κοντα σου να μην ξαναρθω
μεχρι που να πεθανω
.
.
ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ
.
ητανε στον Πειραια .το 55.κοσμος ανεβαινε κοσμος κατεβαινε τη λεωφορο
της αδικης ζωης.κοσμακης.στη λασπουρια .αυτο σκεφτονταν ο πασα ενας
του μηδενος.κουρσα μοστραριζε ο εις μεγας της κοινωνιας και οι κυριες με
α λα Παριζιεν καπελα .και ο καθεις κανεις βλαστημαγε τη τυχη του.Συννεφια-
σμενη Κυριακη και Κοινωνια Αδικη.
Δε παει στο διαολο.
.
.
[γραμμα γυναικας προς τον ναυτικο αντρα της που ταξιδευει-
αρχες δεκαετιας του 1960]-το γραμμα σταλθηκε να παραληφθει
στο Post Restant Buenos Aires Argentina
Πειραιας 26 Μαρτιου,μεσημερι
μολις ελαβα το γραμμα σου,ανοιξα το φακελο ,και το διαβασα αμε-
σως,πολυ με συγκινησαν αυτα που γραφεις,αισθανθηκα την αναγκη
να σου γραψω χωρις καθυστερηση,η μικρη ρωταει για σενα,της εδει-
ξα το γραμμα,το ηθελε στα χερια της,εκανε πως διαβαζει,αν και δεν
πηγε ακομα σχολειο και δεν ξερει να διαβαζει,γελουσε,σαν να επαιζε
θεατρο εκανε,ελεγε δικα της,χαριτωμενη ηταν ,πολυ γελασα κι εγω,της
διαβασα εκει που γραφεις,''να μου φιλησεις τη μικρη,και με τα χρηματα
που σας στελνω να της αγορασεις φουστανι και παπουτσια και παιχνιδια'',
μου προσφερε το μαγουλο της ,την αγκαλιασα και τη φιλησα,
να προσεχεις,σ'εχω στο μυαλο μου και σε νοιαζομαι
φιλια πολλα απ'το παιδι
κι απο μενα
.
.
.
ΑΠΟ ΤΑ ΛΑΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ-χ.ν.κουβελης
ΛΑΙΚΗ ΣΥΝΟΙΚΙΑ [ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1950]
δεν φταιει.ποσα ν'αντεξει;ποσα ν'αντεξει ο ανθρωπος;λιγο θελει και
ψηλωσε ο νους.πριν δεν ηταν ετσι.ομορφη.καλη.φροντιζε τα παιδια
της.τωρα δεν ειναι αξια να κοιταξει ουτε τον εαυτο της.εμεις,οσο μπο-
ρουμε,την συντρεχουμε.αλλη ενα πιατο φαι,αλλη ενα ρουχο.οτι μας
περισσευει ,οπου κι εμεις δεν εχουμε.την λυπομαστε.δεν ητανε ετσι
αλλοτε.την ξερουμε απο παιδια.μαζι παιζαμε.ηταν πολυ ομορφη.μεγα-
λωσε νωρις.την θελαν οι αντρες.στα δεκαξι της αρραβωνιαστηκε.την
γλεντησε ενα διαστημα και την παρατησε.ποιος μετα να την ηθελε πει-
ραγμενη;κοιταζαν να την εκμεταλευτουν.ορφανη απο μικρη ηταν.ο πα-
τερας και η μανα χαθηκαν στον πολεμο.απο την πεινα και τις κακουχιες.
μια θεια απο τη μερια της μανας της την μεγαλωσε,μεχρι που κι αυτη
την εχασε.τωρα κανενα δεν εχει.μονο εμας.κι εμεις τι να της κανουμε;
τοσα μας βασανιζουν και μας κατατρεχουν.εγω εχω πεντε μικρα παιδια,
δυο αγορια και τρια κοριτσια.πεντε στοματα να θρεψω.ο αντρας μου
ποτε εχει και ποτε δεν εχει δουλεια.στενοχωριεται.τον συμποναω.κου-
βεντα δεν του βγαζεις.τις νυχτες μενει ξαγρυπνος.τον φοβαμαι,μην παθει
κακο,δεν μου λεει τιποτα.προχθες περασε ενας αστυνομος και με ρωτησε
γι'αυτον.που ειναι;που παει;και τετοια.φοβηθηκα.οταν γυρισε του το'πα.
τη δουλεια τους κανουν,μου'πε,κι εμεις τη δικια μας.τιποτα αλλο δεν ειπε.
την ακους;τραγουδαει.εχει καλη φωνη.αμα ειναι στα καλα της μας λεει
αστεια και γελαμε.αχ να'ταν παντα ετσι.τοτε ειναι περιποιημενη ,τα
ρουχα της καθαρα,μοσχομυριζει,το προσωπο της ασπρο ροδαλο,τα
ματια της λαμπουν.εχει μαυρα καταμαυρα ματια,μεγαλα σαν ελιες.
κι ειναι καλοχτενισμενη.ακομα ειναι πολυ ομορφη γυναικα.ακου το
τραγουδι της.γλυκεια φωνη.πικρα και καημος.να'ταν η χαρα παντοτινη.
γιατι να μην ειναι;
.
.
.
ΑΠΟ ΤΑ ΛΑΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ-χ.ν.κουβελης
Η ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ
δεν ηταν ευκολο να μιλησει.τι να πει;να μη φανει η πικρα.κοιταξα
τα χερια της,νευρικα τα δαχτυλα,φουσκωναν οι φλεβες.να σπασουν.
πως να γραπωσει τις λεξεις;να εκφρασθει;ακουα την αναπνοη της.
αγωνιζονταν.''αλλη φορα''της ειπα.και της επιασα το χερι.ετσι
την αποχαιρετησα.σεβαστη.αμιλητη.
.
.
.
Ροζα Εσκεναζυ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
.
.
[απο τα Λαικα Κειμενα]
Εν Θηλυ Εν Αρρεν-χ.ν.κουβελης
Εις εν θηλυ ταιριαζει εν αρρεν.Και η Αντριαννα ταιριαζε στον Γιωργο.
Ωραια η Αντριαννα κι ο Γιωργος φινος και σενιος.Την κορταριζε κι εκεινη
ορτσαρε μαζι του.Πατερα δεν ειχε ο Γιωργος χαθηκε το '42 στη πεινα
δωρο των Γερμανων κι η μανα τον αναστησε ξενοδουλευοντας.Η Αντριαν-
να απο καλο σπιτι της ανωτερης κοινωνιας.Ανεβηκε ο Γιωργος στο μοδερνο
σπιτι και ζητησε το χερι της.Του αρνηθηκαν και τον εδιωξαν.Η Αντριαννα κι ο
Γιωργος τ'αποφασισαν και κλεφτηκαν.Παντρευτηκαν κρυφα.Εμεναν σ'ενα
μικρο σπιτακι στου Ξαβερη του Πειραια.Οι δικοι της βαλαν δετους και λυ-
μενους να τους ανακαλυψουν.Και τους βρηκαν κι ενα πρωι που'λειπε ο
Γιωργος στο λιμανι για δουλεια μπουκαραν στο σπιτι τρεις πληρωμενοι
μπραβοι αρπαξαν με τη βια την κοπελλα κι εφυγαν.Την εκλεισαν μεσα στο
μοδερνο σπιτι και της απαγορευσαν αυστηρα καθε επαφη μαζι του.Ο Γιωργος
οταν επεστρεψε σπιτι και δεν την βρηκε την Αντριαννα καταλαβε τι εγινε και
τρελλαθηκε.Εκεινον τον απειλησαν με τους δικους τους αγρυπνους φρουρους του
Νομου να μην κανει καμμια ενεργεια να την ξελογιασει γιατι θα τον κλεισουν
μεσα καθοτι η κοπελλα ανηλικη.Εκεινην την παντρεψαν χωρις να το θελει μ'ενα
τζε της υψηλης τους κοινωνιας.Ο Γιωργος δεν ησυχαζε την εψαξε και την βρηκε.
Η κοπελλα χλωμη αδυνατη ετρεμε.Αδυνατο να ζησουν χωριστα κι εφυγε μαζι του.
Δεν μπορουσαν τιποτα να τους κανουν η κοπελλα ηταν ενηλικη,εκεινη κανονιζε τη
δικη της ζωη.Νοικιασαν ενα σπιτι καπου στον Πειραια και με τα παιδια τους ζουσαν
ευτυχισμενα.Εν θηλυ εν αρρεν.
.
.
.
Η ΩΡΑ ΤΩΝ ΑΚΡΟΑΤΩΝ
[ΑΦΙΕΡΩΣΕΙΣ]-ΤΑ ΛΑΙΚΑ ΠΟΥ ΑΓΑΠΩ-
...ακροατρια αφιερωνει στον αρραβωνιαστικο της-αφιερωνει στο γιο της που
παει φανταρος-ακροατης αφιερωνει σε ακροατρια ...
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΙΚΗΣ-χ.ν.κουβελης
[Απο τα Λαικα Κειμενα]
Πειραιας,αρχες 1950
η ζωη ειναι σχολειο και μαθαινεις,αν εχεις τα ματια σου δεκατεσσερα δεν σε του-
μπαρουν οι καταστασεις κι οι διαφοροι πονηροι,ειδαλλως κλεισου στο καβουκι σου
να μην εχεις φασαριες και τραβηχτηκες,ετσι τοιουτοτροπως λογαριαζε τα καθημερι-
να τρεχοντα ο Γιωργος και ητανε αλαθητο συστημα,γαζωνε τις μηχανες του και
πορευονταν ,μεχρι που γνωρισε τηγ Κικη και τρακαρισε στον ερωτα της,φινο κι ολιγον
ντροπαλο το κοριτσι,παιδευτηκε να την φερει εν τελει στα νερα του,το κοριται ητανε
σοβαρο και δεν τον επαιρναν οι εξομολογησεις,να κατι ολιγον παρανομα,να οικονομι-
σω και μετα τερμα και μοστραρω καθαρος αδαμας,ειπαμε ητανε ρεαλιστης,δυσκολο
να κοπουν με το μαχαιρι αυτα,ειναι μπερδεμα,θελουν ισχυροτατο κινητρο,στο βωβο
περπατημα την ειχε δυο χρονια,στην αρχη του τριτου χρονου την παντρευτηκε ,την
εβαλε κορωνα στο κεφαλι του,και σταματησε τα σουρτα και τα φερτα με το εκτος νο-
μου παραπετασμα,ηρθε κι ενα κοριτσακι ομορφο κι αποκοντα ενα αγορακι στο ζωηρο
αντρακι κι ενα αλλο κοριτσακι μουρλια ναζιαρικο τ'ακολουθησε,η κυρια απασχοληση
κι εννοια του Γιωργου τα τρια παιδια του κι η Κικη η γυναικα του,κι επειτα λενε οι
προφεσσοροι ,ετσι σκεφτονταν,πως αν μια φορα και μονο χαλασεις και παρεις τον στρα-
βο δρομο ποτε δεν τον ισιωνεις και παντα ντελαπαρεις στο γλυστερο και δεν ξεκολλας
κι εκεινα τωρα ποσο του φαινονται μακρυνα και ξενα,ενος αλλου ανθρωπου
Πειραιας,τελος 1950
.
.
.
ρεμπετης στον Πειραια-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ρεμπετης στον Πειραια-χ.ν.κουβελης
Έριξε τα ζάρια. Ντορτια. Τα μάζεψε και τα ξαναρίξει. Εξάρες. "Σ'άλλους ντορτια και σ'αλλους εξάρες ".Και μου εξιστορησε.Στον Πειραια γεννήθηκα σε κάποια κάμαρα. Από κάποιο πατέρα. Τρέχα γύρευε να βρεις.Η μάνα από προσφυγικη οικογενεια.Τα'μπλεξε μ'ενα μόρτη και την ξελόγιασε. Να βασίλισσα θα σε κάνω. Να αρχόντισσα θα γίνεις. Δεκαπέντε χρόνων κοριτσάκι άβγαλτο τον πίστεψε τον παλιάνθρωπο. Αυτούς πρέπει να τους τουφεκιζουν.Εμαθα πως τον μαχαίρωσε ένας του συναφιου. σ'ένα ζοριλικι. Και πάει το παλιοσκυλο. Τώρα πως εγώ έφτασα ως εδώ είναι Μεγάλη Οδύσσεια που λένε. Και τι δεν τράβηξα. Τι να λέω. Και φυλακή μπηκα.Εκανα δύο χρονάκια. Ήμουνα σ'σμυνα.Ενας ρουφιάνος μου την έβγαινε .Και του'κοψα τον βήχα. Έπρεπε. Αν τους αφήσεις τους τέτοιους σου πήρανε τον αέρα και πάς ασφυξια. Κανένας τότε δεν σ'υποληπτεται στη πιάτσα. Κολωσες λένε. Κι έκανες οπισθεν.Βγηκα και γνώρισα ένα φίνο γυναικακι. Στάθηκα πολύ τυχερός.Ενας μενεξες μεσ'απ'τον Γιουλ Μπαξέ. Και το παντρεύτηκα και την γαζωνω στον ψεύτικο κι άδικο ντουνια εντιμως. "Και νομιμως;"τον ρώτησα."Κατά το δυνατόν", απαντησε και χαμογελασε
.
.
.
[Απο τα Λαικα Κειμενα]
http://artpoeticacouvelis.blogspot.gr/2014/03/blog-post_23.html
Η Κρισιμη Στιγμη-χ.ν.κουβελης
εβγαλε το κλειδι κι ανοιξε,δεν ειχε αλλαξει κλειδαρια,μπηκε στη καμαρα,ανοιξε το φως,
το κρεβατι αδειο,δεν ειχε γυρισει ακομα,εκλεισε το φως,καθισε στο τραπεζι,ξημερωνε,
απ'το παραθυρο εμπαινε το πρωινο φως, στη κορνιζα την ειδε με το παιδι,πανω στο
τραπεζι ηταν μια μισοαδεια μπουκαλα με κρασι,την ανοιξε κι ηπιε,ακουγε τους θορυβους
της πολης που ξυπνουσε,πρεπει να μισοκοιμηθηκε,δεν ακουσε τα βηματα της στο πεζο-
δρομιο,ουτε ακουσε και το κλειδι στη πορτα,τον τυφλωσε το ηλεκτρικο φως που επεσε
πανω του και τον ξυπνησε,ειδε τη σκια της,''που εξαφανιστηκες;εχεις δυο βδομαδες να
φανεις'',την ακουσε,εσβησε το φως και ξαπλωσε καθετα στο κρεβατι,τα ποδια της
κρεμονταν,τα χερια της απλωμενα οριζοντια,σ'αυτη τη θεση με τη βοηθεια των ποδιων της
πεταξε τα παπουτσια της,αυτα επεσαν στο πατωμα,ακουσε τον κροτο τους,κοκκινα ψηλο-
τακουνα παπουτσια,στ'αριστερα της η τσαντα της,κοκκινο χρωμα,την κοιτουσε,εκεινη
ηταν ακινητη,σχεδον αψυχη,περασε ωρα,''τι θελεις;'' την ακουσε''γιατι δεν φευγεις;''ξερεις
πολυ καλα τι θελω'' η φωνη του κοφτη επιμονη,εκεινη σηκωθηκε,αρπαξε τη τσαντα κι
αναπογυριζοντας την την τιναξε,''να παρε ,δεν σου φτανουν;''ουρλιαξε,δυο τρια μεταλικα
κερματα επεσαν στο πατωμα,τα κλωτσησε κατα πανω του,''να,παρτα'' και του πεταξε τη
τσαντα στο τραπεζι,''κοιτα,ψαξε'',σταθηκε στο τραπεζι απεναντι του ορθια,αναπνεε βαρια,
εσκυψε προς το μερος του κι αρπαζοντας το μπουκαλι απ'το λαιμο το χτυπησε και το'
σπασε στη κοψη του τραπεζιου,ακουστηκαν τα σπασμενα γυαλια στο πατωμα,εβαλε
τ'αριστερο της χερι πανω στο τραπεζι και με το δεξι χερι κρατωντας τον σπασμενο λαιμο
του μπουκαλιου κοιτωντας τον στα ματια μεσα χτυπησε μ'αυτον τ'αριστερο χερι,ματωσαν
τα δακτυλα της,τα κομματιασε,''μη''της φωναξε,''μη,μην το κανεις αυτο'',τιναχτηκε πανω
κι αρπαζοντας το χερι της πηρε τον λαιμο και τον πεταξε,την καθισε στο τραπεζι,βρηκε μια
ασπρη μπλουζα και σχιζοντας την της καθαρισε το χερι και της το εδεσε σφιχτα,την σηκωσε
και την ξαπλωσε στο κρεβατι,την σκεπασε με μια κουβερτα, ετρεμε,και την ακουγε που
εκλαιγε,επειτα ησυχασε,κοιμηθηκε,μολις που ακουγε την αναπνοη της,πηρε τη καρεκλα
και καθισε διπλα στο κρεβατι,για ωρα πολυ κοιτουσε το προσωπο της,υστερα σηκωθηκε
ανοιξε τη πορτα και βγηκε εξω,τρεις δρομους πιο κατω πεταξε το κλειδι μεσα στη σχαρα
του υπονομου
.
.
.
τα extended play τα λαικα 45αρια δισκακια στις αρχες της δεκαετιας του 1960
τα extended play τα λαικα 45αρια δισκακια στις αρχες της δεκαετιας του 1960
Βασίλης Τσιτσάνης, ηχογραφηση Δεκέμβριος 1960, Μανωλης Χιωτης μπουζούκι
https://youtu.be/SNIBkuwFtyk
Γιάννης Παπαϊωάννου,Columbia Αύγουστος 1961.
https://youtu.be/UiBrgIvlATA
Γιώργος Μητσάκης,Philips 1962.
https://youtu.be/NcQ0ZjQb8kc
Μανωλης Χιωτης,Columbia Οκτωβριος 1960.
https://youtu.be/TK6qKDjGhxk
Κώστας Καπλάνης,Columbia, 1965.
https://youtu.be/AgD93xzyIIc
Γιώργος Λαύκας,Columbia Φεβρουάριος 1962.
https://youtu.be/fbe2i6ef4Nc
Δημητρης Γκογκος Μπαγιαντερας,Columbia Φεβρουάριος 1962.
https://youtu.be/FEEVDl44VIU
Χρηστος Κολοκοτρωνης,στιχοι,Columbia 1963 ορχηστρική επιμέλεια Μανώλη Χιώτη
https://youtu.be/O-ncFR0lpq8
Απόστολος Χατζηχρήστος,Αύγουστος 1962,ορχηστρική επιμέλεια Θόδωρου Δερβενιώτη.
https://youtu.be/kDAapv9ESow
.
.
.
Λαικες Ιστοριες -Λαικα Κειμενα-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
(Λαϊκά Κειμενα)
τη μάνα του, την Ελένη-χ.ν.κουβελης
στον Πειραιά γεννήθηκε ο Γιώργος, ο πατέρας του λιμενεργατης, η μάνα του τους παράτησε,
ήταν πολύ μικρός δεν την θυμάται, μια φωτογραφία έμεινε του γάμου, πολλές φορές πηγαίνει
στην Τρουμπα, τα χρόνια θα την άλλαξαν, τα μαλλιά της θ'ασπρισαν και θα τα κρύβει με
περούκα, μια γυναίκα τον πλησίασε '' κάτι μου θυμιζεις; "του'πε κι εβηξε, πνιγηκε, όταν
συνηλθε του'πε" έκανα λάθος " κι εκανε να φύγει, έτρεξε την έφτασε" πες μου"την έπιασε
την κράτησε "ξέρεις την Ελένη;", τον κοίταξε, τα μάτια της μαύρους κύκλους, "ποια Ελένη;"
γέλασε και τιναχτηκε να ξεφύγει, "ολες μας κάποιο όνομα έχουμε, άπειρες Ελένες, μήπως
είναι το πραγματικο;" έβγαλε το παπούτσι της, "αυτός ο καλος με ποναει" περπατησε κουτσε-
νοντας, την εβλεπε ν'απομακρυνεται, γύρισε και του φώναξε "εδώ που'μαστε κανεις πια δεν
θα μας βρει", γύρισε σπίτι, νύχτα, μεσάνυχτα, ο πατέρας κοιμόταν, κοιμήθηκε με τα ρούχα,
ήταν η μοναδική βραδιά που δεν ονειρευτηκε τη μάνα του, την Ελενη
.
.
.
Μανωλης Αγγελοπουλος-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
Μανωλης Αγγελοπουλος-Τα Μεγαλα Λαικα-το Δαφνι-1966-painting c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
https://youtu.be/YxZ_R8Sgtgg
τα Λαικα-ειναι άδικος ο κοσμος-χ.ν.κουβελης
έβαλε το κέρμα στο ηλεκτροφωνο, διάλεξε τραγούδι, Μανώλης Αγγελόπουλος Το Δαφνι-
'είναι άδικος ο κόσμος και μυστήρια η ζωή κι αν δεν την φιλοσοφήσεις πας για το Δαφνι',
η καταπληκτική φωνή του Αγγελόπουλου, τραγουδι του Αποστόλου Χατζηχρηστου,Νοεμ-
βρης 1966,δινει μια και σπάει το ποτήρι, οι θαμώνες γυρισαν και κοίταξαν, ειδαν το ύφος
του και δεν αντέδρασαν, σηκώθηκε άνοιξε τα χερια, σαν αετός υψωθηκε και χαμήλωσε και
μ' ενα τιναγμα ξαναυψωθηκε, γύριζε το κορμί, ενιωθε τη πάλη, εκτινασονταν, μια έκρηξη,
τον απολυσαν απ' το εργοστάσιο, άνεργος, η Κική τον παράτησε για άλλον, ο πατερας χάθη-
κε στον εμφύλιο, η μάνα στη κατοχή, η αδερφή στη Γερμανία, τελείωσε το τραγούδι, βγήκε
έξω απ' το μαγαζί,νύχτα, ο Πειραιάς τον έκλεισε, τον αγκάλιασε σαν αγαπητός και πιστός
φίλος, περπάτησε στους άδειους δρόμους, στο λιμάνι κοίταξε τις αντανακλασεις στα βρώμι-
κα νερά, ζαλίστηκε,' ομορφοπαιδο, έχεις φωτιά; ', γύρισε είδε τη γυναίκα, η Κική, εκείνη
τρόμαξε, 'εσύ;'τραυλισε η κοπελα, έτρεμε, την άρπαξε, εκείνη ξέφυγε, φώναζε βοήθεια,την
κυνηγησε την έφτασε, την άρπαξε πάλι, την εσφιγγε, 'πουτανα', εκλαιγε, έπεσαν στη θάλασσα,
τα σκοτεινα νερά τους σκεπασαν
.
.
.
ΚΑΙ Ο ΗΛΙΟΣ ΝΑ ΑΝΑΤΗΛΕΙ ΑΠ'ΤΗΝ ΔΥΣΗ - ΓΙΩΤΑ ΛΥΔΙΑ
https://youtu.be/WoLfhpp0hSM
Αποσπασματα απο τα Λαικα μου-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Αρχες '60,Πειραιας
ειδε το υπερωκεανιο ΠΑΤΡΙΣ να την παιρνει για την Αυστραλια,
ειχε κοσμο γυρω που αποχαιρετουσαν,ντραπηκε,
λιγο αργοτερα πηδηξε απο τα βραχια της Πειραικης,αφησε τα κρυα
νερα να τον σκεπασουν στο υπερωκεανιο τους,
πιστευε πως ετσι καποτε θα'φθανε στις ακτες της Αυστραλιας
.
.
.
Προσφυγικες γειτονιες του Πειραια
Λαϊκές Ιστοριες
Ατυπη Ιστορία-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
συνειθιζε να πηγαίνει στις λαϊκές συνοικίες του Πειραιά,εκεί μπορούσες ν'ακουσεις
να τραγουδάνε,αυθεντικές φωνές.κυριως γυναίκες.στο πλυσταριό.στο μαγειρείο.
εκεινη τη μέρα η φωνή που άκουσε τον μάγεψε,στάθηκε.φωναξε.ε ποιος τραγουδάει.
η φωνή σταμάτησε.μια γυναίκα βγήκε στο παράθυρο.εγω.ειπε.εχεις ωραία φωνή.
της απάντησε.θελω να σ' ακούσω.η γυναίκα κατέβηκε και του άνοιξε.ζω με τη μάνα
μου,του είπε,έχει άνοια,αλλά θέλει να της τραγουδάω λένε πως αυτοί με άνοια είναι
σαν μικρά παιδιά.στο πίσω μέρος του σπιτιού υπήρχε αυλή κι ένας μικρός κήπος.ανοιξη.
τα λουλούδια ανθισμένα.η γυναίκα του έκανε καφέ.καθησε στο τραπέζι.δεν με πειράζει
αν με κακολογησουν.εβαλα άντρα στο σπίτι το πρόσωπο της σοβαρεψε.τωρα πια δεν
με νοιάζει.ειμαι σαράντα χρόνων.κανενας δεν με θέλει.γελασε πίκρα.ουτε και θέλω να
με θέλει.η φωνή της σκληρή.ηταν ακόμα όμορφη.ψηλη λεπτή μελαχρινή μεγάλα μαύρα
ματια.του διηγήθηκε την ιστορία της.την πατρίδα που είχανε.το βίος τους τον πόλεμο.
την προσφυγιά.τη σκληρότητα των ανθρώπων εδω.ειχανε όμως πείσμα και περηφάνεια.
μοναχοκόρη.ο πατέρας αρρώστησε.τα πνευμόνια του σάπισαν.οι κακουχίες κι οι στεναχώριες
της ζωης.εφυγε.αυτη κι η μάνα δούλεψαν σκληρα.στα δεκαοκτώ γνώρισε έναν άντρα.στην
αρχή δεν κατάλαβε.τον αγαπούσε.της έλεγε ψέματα.την γέλασε.πηρε τις οικονομίες της κι εξαφανίσθηκε.τον εψαξε δεν τον βρήκε.ειπαν πως πήγε στην Αμερική.παντρευτηκε με άλλη γυναίκα.δεν τον μισεί.δεν θέλει το κακό του.ετσι είναι οι άνθρωποι.αδυνατοι.φοβουνται.
τρεμουν την ανέχεια.δεν θα πει πως της κατέστρεψε τη ζωή.χρηματα της πήρε.αυτα αν τα
άσεις τα ξαναποχτας.ο έρωτας;τι είναι.ενα παιχνίδι μεταξύ των ανθρώπων.χανεις η' κερδίζεις.
αυτη έχασε.δεν πειράζει.απο τότε γνώρισε πολλούς άντρες.κανεναν δεν ήθελε να παντρευτει.
τους το έλεγε απ'την αρχη.ουτε παιδιά.γιατι να φέρει καινούργια θύματα στον κόσμο.πολεμος.
προσφυγια.φτωχεια.γι'αυτο τραγουδαώ,συνεχισε.ξεχνιεμαι.τραβαω τη ψυχή μου.να πεταχτεί έξω.
να μην σκάσει.ειναι ωραία να τραγουδας.και στους άλλους αρέσει.ο πατερας μου τραγουδούσε ωραια.κι η μάνα μου είχε γλυκεια φωνή.κανανε ντουέτο μαζί.ηταν ταιριαστό ζευγάρι.απο τότε
που τον έχασε μελαγχόλησε.στην αρχή δεν έτρωγε.εμεινε η μισή.τη νύχτα δεν κοιμότανε.την
άκουγα που έκλαιγε.σιγα σιγά έχασε το μυαλό της.τωρα τρώει.φαινεται ευτυχισμένη.ισως μέσα
στο σαλεμενο της μυαλό ξαναβρήκε το τέρι της.την αγαπώ πολύ.καθομαι δίπλα της.την αγκαλιαζω και της τραγουδάω.της ζήτησε να του πει ένα τραγούδι.αυτο που τραγουδούσε πριν.οταν την έκοψε.αυτο θες;είπε η γυναίκα,άρχισε να τραγουδάει.κατηγορω τη κοινωνια.αναστατωθηκε
η καρδιά του .η όμορφη γυναίκα σχεδόν ακίνητη τραγουδούσε.οτι συνέβαινε συνέβαινε βαθειά
μέσα της.ολη η συντριβή.ολο το παράπονο.ολη η πικρα.το παραμικρό.τιποτα,στην επιφάνεια.
την ερωτεύτηκε.και μετά είπε και δεύτερο τραγουδι,είμαι τσιγάρο λαϊκό,οταν τελείωσε την ευχαρίστησε.της είπε πως είναι επαγγελματίας μουσικός και ψάχνει για φωνές σαν τη δική της.
να τραγουδήσει τα τραγούδια του.της είπε για τη δουλειά.το μεροκάματο.τους δίσκους.
εκεινη του είπε πως δεν θέλει τα κέντρα,το παλκο,.τη νύχτα.αν θέλει μόνο να τραγουδάει σε δίσκους.τα κέντρα και η νύχτα είναι ζωή που δεν την θελει.συμφωνησε κι εκεινος.εχεις δίκιο
της ειπε.επειτα,του είπε,γράφω και στίχους.του έφερε το τετράδιο που έγραφε.το κοίταξε.θα
το κρατήσω,αν θελεις.της είπε.συμφωνησαν για τους δίσκους.προβες θα κάνανε σπίτι της.να'ναι κοντά στη μάνα.πριν φύγει είδε τη μάνα.ειχε μεγάλα όμορφα μάτια.χαμογελουσε.
την ευχαρίστησε για τη φιλοξενία.θα ξανάρθω της είπε.κι εφυγε
.
ΜΠΕΛΛΟΥ - ΧΙΩΤΗΣ- ΚΛΟΥΒΑΤΟΣ- ΚΑΤΗΓΟΡΩ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
.
.
Σωτηρια Μπέλλου-Το λαϊκό τσιγάρο
https://youtu.be/OhJ4Y1FcECE
.
.
.
τριχορδο μπουζουκι-χ.ν.κουβελης
το Αλέα Τζακτα του Αριστου στον Πειραιά
(Από τα λαϊκά κείμενα)
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
έριξε τα ζάρια ο θεος,αλέα τζακτα που λένε,ντορτια,αδερφέ,για τον Άριστο,
αμοντε κι η Σούλα,μπλοκαριστηκε μ'ενα τζε της παραπάνω υψηλής ραπτικής
κοινωνίας,κι ο Αριστος,ο μορτης και μάγκας το παλαι ξέπεσε
στον υπόνομο της ζωής,και τα σκαλιά της κατεβαίνει στην υπογα βουρ,
και παραπαίει άνεργος κι άψιλος,και να ρεφαρει δεν γίνεται,διότι
μικρός ο κόσμος,κι ο επιπλέον γυρωθεν ντουνιάς,κι άμα,το λοιπόν,είσαι
γνωστός και μη εξαιρετεος,σεσημασμενος,να πούμε,τότε στενός κορσές
η πολιτσαι,και φουλ τα ανακριτικά,π πρεσινγκ,που και πως,και τι γίνεται,
και πως τα βολεύεις,και δεν συμαζεύεται,είναι να μην σου βγει το όνομα,
και του Αριστου το όνομα βγήκε εδώ και κάτι δεκάχρονα,κι από το Σουλάκι
ουδέν λαβείν,το μόνο υπολοιπο π'απομεινε ειναι μια φωτό,και χαμογελάει
το άτιμο,άγνοια του μέλλοντος χρόνου,και ως έχουν τα πράγματα μ'αυτη
στο μέρος της καρδιάς θα τον βρουν οι λιμενικοί να επιπλέει στα θολά
νερά και βρώμικα του λιμανιού, ως ο κόσμος μας,αν δεν τον έχουν μυριστεί
εν τω μεταξύ τα ψάρια για γευμάτισμα,ας γίνει όπως λάχει,αυτός πάντως
έφτυσε τον παλιοκοσμο,φτου σας ρε,αφου τράκαρε σφοδρά μετωπικά
μαζί του,και κρατς συντρίφτηκαν τα όλα τα τζάμια του,ελπίδες και οι επιθυμιες,
και πάει πέρασε στα αζητητα της Ιστορίας ο Άριστος όπως άλλωστε τόσοι άλλοι
.
.
.
(Τα Λαϊκά)
Όποια και να'σαι
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Πειραιάς,αρχές '60,κλειστός,στενός ο κόσμος,πνιγερος,μαχαίρι στο στομάχι,
σήμερα,αύριο ποιος ξερει,σκληρότητα,ποιον να εμπιστευτείς,να μην σε
προδώσει,ουρλιαχτό,σιωπή,
σηκώνεται,βαζει το κέρμα και διαλέγει ένα τραγουδι στο τζουκ μποξ,
Όποια και να'σαι,του Βασίλη Τσιτσάνη με τη φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη,
κάθεται στο τραπέζι,απέραντη η απόσταση,η μοναξια,
-επιτρεπεται,να καθίσω;
βλέπει τη γυναίκα,
η γυναίκα καθησε,
σιωπή,
-Γιωργος,είπε
-Σουλα,είπε η γυναίκα,
κι ο ψεύτικος,απατηλος κοσμος,συνεχιζει να γυρίζει
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου