.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis}
.
.
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ- STORIES OF ODYSSEA--c.n.couvelis-χ.ν.κουβελης
.
.
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ
STORIES OF ODYSSEA-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
.
.
[ ODYSSEIA ] ΟΔΥΣΣΕΙΑ [ Ενα Ελληνικο Συνεχες ]
[ODYSSEY[ A Greek Continuous
.
κι η δικη τους ποιηση σε κηπο καρποφορων
δεντρων μετρα τις εισπραξεις της με
μονεδα πυγολαμπιδων
.
ξεσπασε η ψυχη του με Θεωρηματα Υπερ-
βολικης Γεωμετριας ωσπου οι αχρειοι
λογοδοτησαν
.
κι αγραμματος κι απλος ως ηταν συνεφαγε
με τους Ελληνες λογια Δημοκρατικων
.
η βαρκα ερριξε τα πορφυρα διχτυα στα
συννεφα και την αγκυρα αγκυρωσε στην
λευκοτητα
.
επιδεξιες πτησεις γλαρων εξισορροπουσαν
την λευκοτητα
.
''Ουτις'' ακουστηκε και τ'αηδονι στοχευσε τον
οφθαλμο , ο δε ηλιος βαρκαριζε στα τριαντα-
φυλλα
.
ο λοφος και λιγοστα δεντρα
προσωπεια κορυδαλλων κρεμασμενα
στις ελιες/ η Σκηνη
.
[πηλινη η'μαρμαρινη ]κεφαλη ιδιοκτησια
περιστεριων
επαθλο αγωνων
.
ρωτησε για τα αινιγματα των κοχυλιων
και χωρις δισταγμο του απαντησαν
οι Δημοκρατικοι:''Το Ποιημα ανηκει
στο Λιτο''
.
Η Αρετη,Ελληνες,ειναι ευρυθμη καμπυλη
Αγρυπνητε
.
ΑΝΑΓΝΩΣΕ:''Ειχαν συρθει προσφυγες οι
ανθρωποι εκεινα τα χρονια , εκει μαγειρεψαν
χταποδια κι εκτισαν τα λογια τους επι των
Δικαιων''
.
Πληθος οστρακων σχηματιζε το προσωπο τους
.
τις Κυριακες εβαζε παλιους δισκους στο γραμμο-
φωνο να ρυθμιζει τις ροτες των ψαριων
.
Κι αυτος ο Οδυσσεας ξεψαριζε στη βαρκα με
τον γυιο του
.
ηξερε τη χρηση των κουπιων κι αλατιζε το
ψωμι του , παρ'οτι πολυμηχανος παρεμεινε
απλος
.
το βουνο απανω με φορτιο την πολιχνη
κωπηλατουσε στο φεγγαροφωτο
.
τον καμπο της παραστασης καλυπτει ενα
πεδινο τοπιο με τα χαμηλα βουνα της περι-
οχης
.
πανω στο τραπεζι ενας μεταλικος δισκος με
ψωμι,κι ενα πηλινο δοχειο με κρασι .οι μορ-
φες ανα εξι συμμετρικα γυρω απ'την κεντρι-
κη μορφη σε ιδιαιτερες στασεις για ν'απο-
δωσουν το κλιμα της Σκηνης
.
Η Εννοια της Αντιφασης Οργανωνει τα
Ελλειπτικα των Ερμηνειων
.
σχηματα πουλιων και
αντικατοπτρισμοι νερων στο λευκο
.
Οδυσσεα , μην αμελησεις επιστρεφοντας
ν'αφηγηθεις στους συντροφους τι ειδες εδω
.
Οδυσσεα , πληρωσε με λευκοτητα το φαγητο
σου ,και ντυσε τον υπνο σου με ρυθμους
γλαρων
.
και τα πουλια μπορει να'ναι τα ψαρια
τ'ουρανου
.
τα πουλια , Μαγνητικα Πεδια Λευκοτητας
.
σηκωνοντας τις πετρες ανακαλυψε τετραγωνα
γαλαζιο, ηξερε πως τα πουλια ηταν υπευθυνα
γι'αυτο
.
μετρησε τις Ιδεες, στα δε χρωματα των φυλλων
ο χρονος σοιβαχτηκε σ'αυτα
.
διαβασε στον Ομηρο τα εργα του , με διορατικο-
τητα εδρασε και με σαφηνεια στα λογια
.
Ιδεογραμμα 1:
Ενα Κενο[στον Ανθρωπο] η Ιστορια
.
Ιδεογραμμα 2:
Ολοκληρωνοντας την Παραγωγο της Μυθολογιας,
η Ιστορια
.
Ιδεογραμμα 3:
Η Ιστορια , Λογοτεχνια του Πραγματικου
.
Ιδεογραμμα 4:
Ιστορια,η Μεγιστη Ιδεολογια
.
το περιβολι ειχε λεμονιες , ειχε πορτοκαλιες,
ειχε μηλιες, ειχε και μια στερνα ,που γεμιζε
απ'το νερο της βροχης
.
στην επιστροφη του ρωτησε
Οδυσσεα, τον Γιωργο τον βρηκε ο πολεμος
του '40 στο Στρατο λοχια ,εμεινε για παντα
στα χιονια στα βουνα της Αλβανιας
.
του εστειλε το μεγαλυτερο παιδι με το
μικροτερο κοριτσι ,τη Μαρια, στο αμπελι
να της μαζεψει αμπελοφυλλα και να τα
στειλει στο σπιτι
.
γυρισε ο Οδυσσεας κι ειδε
τα παιδια ετρεξαν πισω απο μια πεταλουδα
να την πιασουν
μεσα στο φως
.
ο Οδυσσεας μας διηγηθηκε για τους Ελληνες
Η Φιλοσοφια των στο πρωινο Φως
Αυτοι οι ανθρωποι υφανανε στους αργαλει-
ους τα τοπια των παιδιων τους
Τα Δωρικα των Λεξεων φωτογραφιζουν την
ψυχη τους
Με τα υλικα του Μυθου η Ιστορια των Ανθρω-
πων
.
Αυτος ο ανθρωπος δεν σε γνωρισε στις πολεις,
που υπηρξες
.
Ειδε
Ποιος ο αμπελουργος και ποιος ο γεωργος
στο μπουλουκι αυτο;
.
τωρα τα φυλλα της ελιας ξεφυλλιζει
ο ηλιος/ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
.
Ειπε
κι ηλθαν σμηνη τα σπουργιτια ομοτραπεζα
των ελαχιστων
.
Σκεφτηκε
τωρα η φωνη τους πυγολαμπιδα στο φεγγα-
ροφωτο
.
βελη χρυσαφιου τα σπαρτα στοχευουν τον
ηλιο
.
Εδω ,ειπε
Το φως χτενιζει τα συννεφα και τα σγουρα
μαλλια των βουνων
ο ανεμος
.
Ανοιξε το παραθυρο ,τα πουλια μπηκαν στη
σαλα
ο καθρεφτης δεχτηκε τη φωνη τους
.
[Την πρωτη βραδυα ,που γυρισε]
Εξω ,στον κηπο κατω απ'την πορτοκαλια
καθησε,το φεγγαρι ολογιομο απο πανω
αγγιστρωθηκε στα κλαδια της
.
στο καφενειο κουβεντιαζαν για τη σοδεια,
λιγοστη,.
δυσκολη η χρονια
.
ο Οδυσσεας μας ειπε
ενας ανθρωπος για χρονια δεν μιλουσε,
φοβοταν μηπως του κλεψουν τις ιδεες
.
επλυνε το προσωπο του ,σκουπιστηκε με
την πετσετα , απεναντι απ'το λοφο ανη-
φοριζε το φεγγαρι
.
ανηφοριζοντας για το σπιτι συναντησε
μια παρεα παιδιων,κανενα δεν τον γνω-
ριζε
.
τον Οδυσσεα
.
καθως προχωρουσε η μερα το γαλαζιο
κερδιζε τη θεση του στον ουρανο
.
με ελαχιστα λογια αυτοι οι ανθρωποι τα
συναισθηματα τους ντυνουν
.
Ο πατερας σιωπηλος τα βραδια στο σπιτι
''Θα τα καταφερουμε'' τον ακουσε να μονο-
λογει
.
ο δρομος μεσα απο βραχια και θαμνους
ανεβαινε κι χανονταν μεσα στις ελιες,
εκει φιλοξενησε εναν ανθρωπο,
το λιγοστο φαγητο μοιρασε
.
τον Οδυσσεα
μια μερα τον ειδαμε να πηδαει απ'τη βαρκα
να βγαινει στην αμμουδια , να στηνει στην
αμμο το κουπι του και ν'απομακρυνεται
στην ερημια
Αργοτερα μας αφηγηθηκε για τον Ελπηνορα
τον συντροφο, με δακρυα στα ματια
.
στα ερωτηματα μας το βουνο αντηχουσε με
σιωπη
.
[Ο Godel σε σταση προσωπογραφιας συνο-
μιλει με τον Πλατωνα
Θεμα:
''Η Προοπτικη της Μη-Πληροτητας των
Ιδεων''
στην Ομηρου Οδυσσεια]
.
[ο Οδυσσεας]
αλλοτε στο ερημονησι ,που βγαιναμε να
ξεψαρισουμε ,ται'ζε τους γλαρους στα
βραχια
γελουσε σαν μικρο παιδι
.
Ισως,τον Οδυσσεα ψαχνουν οι γλαροι πε-
τωντας στους θαλασσινους τοπους, τον
συντροφο υπο τας ερετρας
εμεις εκεινο το πρωινο ξημερωνοντας το
υποψιαστηκαμε
ακουγοντας τις κραυγες τους
.
η θαλασσα , Γλαρων Τοποι
.
κι η βαρκα συνοδευτηκε απ'τους γλαρους
.
[ο Οδυσσεας γυρισε και μας ειπε]
τρωγοντας γαλαζιο οι γλαροι λευκαινουν
.
στο ταξιδι μας
σηκωνοντας τα κουπια ασημια/ η βαρκα
προσπερασε τ'ακρωτηρι
.
[βρηκαμε]
τα σχηματα των ψαριων στα διχτυα
.
ναι,με τον Οδυσσεα φαγαμε στ'ακρογυαλι
[απο μαρτυρια θαλασσινου]
.
Ο Οδυσσεας ,ψαρας το επαγγελμα ,απλος
κι εργατικος , ο πρωτος αναμεσα μας
.
ηρθε ενας ανθρωπος ,δεν τον ρωτησε τι-
ποτα,εφαγε μαζι του και μετα τ'απογευμα
εφυγε
.
δεν θελησε στα εργα του να αποτυπωσει
την ματαιοδοξια του
.
[μας εδειξε γυρω]
Τοσα πολλα σχηματα φυλλων και τοσα ειδη
φυτων στο φως
.
καποτε [ τις νυχτες ] κατεβαινε στη θαλασσα,
εμενε εκει με τις ωρες ακουγοντας τα αδιακο-
πα κυματα
.
[και τ'απογευματα]
Τοτε συναντουσε ψαραδες καθως γυριζαν
με τις βαρκες απ'το ψαρεμα,τον χαιρετου-
σαν κουνοντας το χερι
.
μια μερα μας μαζεψε και μας ειπε
[''μικρα κυκλαμινα ρουφουν φως στη ριζα
του βραχου '']
.
[ Μετα απ 'αυτο ανοιχτηκε στο πελαγο ,
μονος του ,δεν θελησε να παρει κανενα μας]
και μετα απο τρεις μερες απουσιας επεστρε-
ψε, μας πλησιασε κι ανοιγοντας τη φουχτα
του μας ειπε:
''Να,δεστε, σας εφερα Γαλαζιο,μοιραστητε το''
.
θυμαμαι τον Οδυσσεα να μπογιατιζει τη βαρκα
του στο καρναγιο , και φορες τον ακουγα να
τραγουδαει τους καημους του στους γλαρους
.
εμεις τα παιδια μεχρι τα γονατα στο νερο
ψαχναμε για χταποδια
Τον ακουσαμε να λεει:
''Εγω κανενας δεν ειμαι του φωναξα''
.
βρηκαμε τα πατηματα του στην αμμο,
διπλα του συνοδοιπορουσαν γλαροι ως
φαινεται απο τα ιχνη τους στα πετρωματα
τωρα
Αραγε τι να εψαλλε γι'αυτον ο τυφλος ρα-
ψωδος;
''Απ'Ουτις αρχομαι ψαλλων''
.
[σ'ολα τα ταξιδια του]
Τα δε ανθρωπινα ειχε παρ'ολα αυτα παντα
στην εννοια του
.
[Μαθαμε]
κι αν τον αδικησαν
δεν ανταπεδωσε ο δικαιος
.
σκορπισε λογους αγαθους
κι ωφελησε πολλαπλα χωρις να δεχθει
ανταμοιβη
.
τα εργα του απλα και ανιδιοτελη , ως και
οι λογοι του
.
συνομιλησε με τα πουλια, αυτο φαινεται
απ'το πως προφερει τις λεξεις στη φωνη
του
.
[τον ειδαμε τον Οδυσσεα ]
αγκυρωνε αποσπασματα της θαλασσας
στον ουρανο , και μερη απο συννεφα στα
κυματα
.
και ο τοπος ανθρωπων η Πολιτεια
.
μια γεωμετρια του ελαχιστου εμπαινε στη
θαλασσα
.
συνυπολογιζοντας την Ιστορια με ποσοτητες
Πραγματικου
.
και ο λογος το υφος του ανθρωπου ειναι
.
[Οδυσσεα]
στο γαλαζιο τ'ουρανου κρεμαστηκε η κραυγη,
εσυ μοναχα ξερεις
.
με την αρμυρα της μεταφυσικης τα ονειρα
.
με φως το τοπιο και χρωματα το ενδοτερον
[ειπε ο Οδυσσεας ,σαν αναφερθηκε στα
ελληνικα μερη]
.
[ τις ωρες του νοστου τον εφτανε]
ενρινος ανεμος απο τα μερη της βελανιδιας,
η φωνη η φωνη η φωνη
.
[ κι ειδε ]
το σπιτι με προβολεα εριχνε το φως του
στα δεντρα ,η δε σκια ανθρωπος
.
[κι υστερα]
το βλεμμα επιστρεφοντας απ'τη θαλασσα
ανοιξε διαπλατα τα παραθυρα
.
[αν και ηταν παλιοτερος [
και Συ Αριστοτελη τι λες για ολ'αυτα;
.
ακουστηκε:
και τοπος ανθρωπων η Πολιτεια
.
[Συζητησε ]
Απο το Α στο Β προς το Γ
Με δομικο στοιχειο τον ετερομορφισμο η
σκεψη μαε
Ποιο τροπο επιλεγουμε να επικοινωνησου-
με με τις μορφες;
Αυτο,που βλεπεις ειναι αδυνατο να το γνω-
ρισεις
Απο το Γ στο Β και στο Α .Μην διανοηθεις
οτι κλεινει ο κυκλος
Αυτα ακουστηκαν εδω
.
Και η Αρχαιοτητα ενα Θεωρημα
.
Αν δεχθεις το Α διαμεσου του Β θα βρεις
το Γ
[ Το Αντιστροφο Δεν Ισχυει Παντα]
.
Καθε Θεωρημα αποδεικνυεται σ'ενα καθο-
ρισμενο Αξιωματικο Συστημα
.
Το Πραγματικο ειναι Προτασιακος Τυπος
της Λογικης
.
Το Δικαιον ειναι μερος του Αγαθου
.
Να πολιτευεσαι συμφωνα με το γενικο
ωφελος
.
Η Αληθεια Ειναι Μια Μη-Αποδεικτεα
Προταση
.
Η γνωστικη διαδικασια αληθευει[αντιστοιχει]
στο διμελες συνολο[Ψευδες,Αληθες]
.
με πληθικο αριθμο το Απειρο[η κινηση του
Βλεμματος]
.
Οδυσσεα,
στο Φως ειμαστε πιο φωτεινοι
.
Οδυσσεα,
το[Ρητο] και το[Αρρητο] παρατηρω
.
Οδυσσεα,
αλλοτε το Μετρο[του Σχηματος] κι αλλοτε
το Συζυγες [του Χρωματος ]
.
Οδυσσεα,
ενας Ου-Τοπικος Χωρος ειναι στιγμιαια
Μη-Πραγματικος
.
Οδυσσεα,
το τοπιο μια σειρα απο περικοπες παρατηρη-
σεων
.
Οδυσσεα,
και στην ακρη της ραψωδιας ο Ομηρος, ο
τυφλος ποιητης
.
Οδυσσεα,
Μουσα ενεπε...
.
Οδυσσεα,
αυτα ειναι για μας σαν τον αερα ,που αναπνε-
ουμε
.
να βρουμε γεγονοτα ,να εκφρασθουμε
.
για να γνωρισουμε τις Ιδεες χωρις διαλεκτικα
τεχνασματα
.
ο Οδυσσεας εδειξε :'' ενα δεντρο , η θαλασσα ,
το ταξιδι''
[αλλα αυτη η εικονα ειναι μια προταση
σαφηνειας ]
.
γραφοντας τη γλωσσα μας ειμαστε αυτοι ,
που ειμαστε
.
ο Οδυσσεας παλι εδειξε:
''τα κυματα ειναι τ'αλογα της θαλασσας''
[αυτο δεν εκφραζει Αληθειες με την επι-
στημονικη σημασια της λεξης ]
.
το τοπιο με τη χρηση του Μυθου ενας αδια-
κοπος παραλληλισμος Ιδεων/ και με
στιγμιοτυπα ανθρωπων το τοπιο/με κεντρο
τον Ανθρωπο να Ερμηνευουμε ,
Αριστοτελη
.
Οδυσσεα,
με το Μη-Πραγματικο βρισκουμε[ανακα-
λυπτουμε η' εφευρισκουμε] το Πραγματικο
.
Οδυσσεα,
το Βλεμμα αναγνωριζεται στις Ερμηνειες του
/ πιθανον το Βλεμμα Ου-Τοπια/
μηπως σιωπηρα το Βλεμμα αποπλανα /
η διαιρεση του σωματος [ με την Ιδεα]
αφηνει υπολοιπο το Βλεμμα/
το Σωμα το Οριο της Γλωσσας/
το ''μη-ειναι''του Σωματος θεμελιο του
Πραγματικου/
σαν Κειμενο το Σωμα γραφεται με
σημεια Βλεμματος
.
Οδυσσεα,
η Υπαρξη Δεν Οριζεται στο Πραγματικο
οπωσδηποτε
.
ο Ανθρωπος, εκβαλλοντας απο τον λαβυρινθο
της Μυθολογιας στην ευθεια της Ιστοριας
.
ο Οδυσσεας ειπε:
''Αυτο ,που συναντας στο ταξιδι ειναι η ηλικια
του τοπιου και κατ'επεκταση του ανθρωπου''
.
Ελληνες, και το λιτο και το ελαχιστο εχει το
χωρο του [ ειπε ο Οδυσσεας ]
.
Ελληνες, προπαντως να αποφυγουμε την
απαξιωτικη σταση των Δογματων
.
κι ετσι Αριστοτελη ,δεν φτασαμε στην
Αληθεια αλλα σε ατερμονες Υποθεσεις
''Περι του Ψευδους''
[ειπε ο Οδυσσεας ]
.
και δειχνοντας μας το τοπιο ,τη θαλασσα ,
τα δεντρα
και τα πουλια ,τον ακουσαμε να λεει:
''να τα μοιρασεται ολα αυτα δικαια''
.
Αυτα ακουστηκαν εδω
.
.
Ο Οδυσσεας στο πορτο
.
.
Εφτασε μια μερα ,που η γλαροι απο ψηλα παιζοντας
κυνηγουσαν τις σκιες τους στα κυματα ,λευκες σκιες.
Εδεσε το και'κι του στο πορτο , πηδηξε στη προκυ--
μαι και κατευθυνθηκε προς τα μαγαζια . Μπηκε
σ'ενα απ'τα μεσαια στη σειρα , καθησε σ'ενα τραπεζι
κοντα στη τζαμαρια , απο κει εβλεπε τις αραγμενες
βαρκες στο λιμανι.Ηρθε το γκαρσονι , παραγγειλε
καφε,νες μετριο με λιγο γαλα .Σε λιγο σερβεριστηκε
τον καφε,πληρωσε , πηρε τα ρεστα .Εκεινη την ωρα
λιγοστοι πελατες , σιγα -σιγα γεμισε.Κυριως παρεες
νεων,μιλουσαν για αυτοκινητα , για αθλητικα .
Σ'ενα-δυο τραπεζια καθονταν νεαρες κοπελλες ,
ηταν σε αποσταση και δεν μπορουσε ν'ακουσει
καθαρα τι λεγανε , ηταν κι η μουσικη
δυνατα , καθε τοσο ξεσπουσαν σε γελια.
Εκει μεσα κανεις δεν τον γνωριζε ,ουτε
κι αυτος γνωριζε κανεναν .Γρηγορα βαρεθηκε ,
βγηκε εξω , περπατησε κατα μηκος της παραλιας
προς το νοτο .Ο ηλιος πλησιαζε το βουνο , οι
ισκιοι μακρεναν .Λοξοδρομησε , αφησε τη θαλασ-
σα και βρεθηκε στη συνοικια πανω στην ακρη
της κωμοπολης .Περπατησε μεσα στα δρομακια
της.Τα σπιτια ασπρισμενα , αυλες με λουλουδια,
εκεινη την εποχη ανθισμενα , και δεντρα ,αμυγ-
δαλιες , πορτοκαλιες , λεμονιες και ελιες .Μυρι-
σε τηγανισμενη μαριδα , απο ενα ανοικτο
παραθυρο ακουγε φωνες ανθρωπων,που
συζητουσαν , ξαφνικα σταματησαν , ακουσε
το κτυπο ενος τηλεφωνου , και μια φωνη
''Εμπρος '' , δεν σταθηκε , προχωρησε.Ανηφο-
ριζοντας ειδε πανω ψηλα απ'το δρομο να
κατρακυλαει μια μπαλα , κι απο πισω της
τρεχοντας ενα παιδι ,οταν εφτασε η μπαλα
κοντα του εσκυψε και την επιασε .Σε λιγο
εφτασε και το παιδι λαχανιασμενο ,θα'ταν
περιπου δεκα χρονων .Απλωσε τα χερια το
παιδι ,του'δωσε τη μπαλλα , εκεινο τον
ευχαριστησε κι εστριψε να φυγει ,οταν ειχε
ξεμακρυνει καμια δεκαρια μετρα του φωνα-
ξε:''Πως σε λενε;'', κι εκεινο χωρις να στα-
ματησει απαντησε :'' Νικο'' , κι επειτα αμεσως
τον ρωτησε :'' Εσενα;'' , του απαντησε:''Εμενα
με λενε Κανενα '' .Μολις ακουσε αυτο το παι-
δι σταματησε , γυρισε και τον κοιταξε , στην
αποσταση ,που βρισκονταν φαινονταν μικρο-
τερο .''Με κοροι'δευεις,δεν ξερω κανενα τετοιο
ονομα '', και γελασε .''Κανενας , δεν υπαρχει
τετοιο ονομα'' , του φωναξε και ξαναρχισε να
τρεχει.Ξαφνικα σαν κατι να ξεχασε σταματη-
σε , γυρισε .'' Μονο σ'ενα βιβλιο στο σχολειο,
δεν θυμαμαι ποιο , ο δασκαλος μας ειπε για
ενα τετοιο ονομα , καποιον τον ελεγαν Κανε-
να και κατι εκανε '' ,τις τελευταιες λεξεις τις
ειπε τρεχοντας μεχρι ,που χαθηκε στη στρο-
φη του δρομου .Εκεινος σταματησε ν'ανεβαι-
νει , γυρισε , και περνωντας το δρομο πισω
, τωρα ειχε νυχτωσει , εφτασε στο λιμανι ,
τα φωτα της παραλιας ειχαν αναψει ,κι ειχε
αρχισει να πεφτει ενα ψιλοβρεχο . Εκανε μια
βολτα κατα μηκος της προκυμαιας προς τα
βορεια , η βροχη ειχε δυναμωσει , βιαστηκε
να γυρισει στο και'κι .Εφαγε κατι προχειρο
κι επεσε να κοιμηθει .Ολη τη νυχτα εβρεχε.
Το πρωι σταματησε.
Ξυπνησε , κι ετοιμαστηκε να φυγει, η θαλασ-
σα μετα τη βροχη λαδι . Εβγαλε το και'κι απ'
το λιμανι κι ανοιχτηκε στα νερα του κολπου ,
σε λιγο περασε τα νησια .
Θα'φτανε στο νησι κατα το μεσημερι , ετσι κι
αλλιως τωρα ηταν κοντα , μεσα απο την
εκτυφλωτικη διαχυση ,που'χε το φως το διε-
κρινε αχνα.
Οι γλαροι πετωντας τον ακολουθουσαν
ακουραστοι,και ποτε τον εφταναν και ποτε
ξεμακραιναν πισω του
.
.
.
Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ
.
.
Σημερα ηρθε στο σπιτι μας επισκεψη ο Οδυσ-
σεας με την κυρια Ποπη ,την γυναικα του.Εφε-
ραν μαζι τους τον μικρο Οδυσσεα και τη μικρη
Πηνελοπη,εγγονια ,παιδια του Τηλεμαχου.Εφε-
ραν και δωρα στα παιδια ,στον Ελπηνορα ,τον
βαφτιστικο τους ,ενα αυτοκινητακι τηλεκατευθη-
νομενο,και στην Ανδρομαχη μια κουκλα με ξαν-
θες μπουκλες.
Το σπιτι μας ηταν χτισμενο ψηλα στον πρασινο
λοφο,κι απο κει ειχαμε τη θεα του κολπου κατω.
Καθησαμε στο κηπο,αρχες του Ιουνιου,μια ζεστη
μερα.Εκει ειχε στρωσει το τραπεζι η Ελενη,η γυ-
ναικα μου, με καθαρο τραπεζομαντηλο,το στολι-
σε και με φρεσκα λουλουδια στο ανθοδοχειο.
Τα παιδια σκορπισαν στον κηπο να παιξουν.Οι
γυναικες πηγαν στη κουζινα να ετοιμασουν τα
φαγητα.Εγω και ο Οδυσσεας μειναμε στο τραπε-
ζι,μιλησαμε για τη δυσκολη οικονομικη καταστα-
ση,αυτος ηταν οργισμενος με τους ματαιοδοξους
κι ανικανους δημαρχους ,που ξεφυτρωσαν τωρα
τελευταια.Γενικα ηταν συγκρατημενος στα λογια
και στις κρισεις του.
Σηκωθηκαμε να περπατησουμε στον κηπο,μεσα στα
δεντρα,ειχε μηλιες,αχλαδιες,ειχε ροδιες, κυδωνιες,
ειχε ελιες,αμυγδαλιες,στη νοτια πλευρα του ειχα
φυτεψει αμπελι.Η καρδια του φανηκε να ξαλαφρω-
νει απ'τα βαρη της.
Τα παιδια μας φωναξαν απ'τ'ανοιχτο παραθυρο
να μπουμε μεσα στο σπιτι.Τα βρηκαμε στο σαλονι,
εκει και η Ελενη και η κυρια Πηνελοπη.Επαιζαν
στο play station .Καθισαμε στον καναπε και τα
παρακολουθουσαμε στο παιχνιδι.
-''Να ,ο Νουνος'' φωναξε ο μικρος Ελπηνορας δει-
χνωντας στην οθονη,και γυρισε προς τον Οδυσ-
σεα γελωντας.
Μας εξηγησαν πως επαιζαν την ''ΟΔΥΣΣΕΙΑ''.Επαι-
ζαν με τη σειρα.Τωρα επαιζε ο μικρος Οδυσσεας
με μεγαλη δεξιοτεχνια . Μας εδειξαν την Τροια,
περασαν επιπεδο,level το ειπανε, να το νησι των
Λωτοφαγων,επειτα στον Πολυφημο , και βαλθηκαν
να το τυφλωσουν.
Γυρισα προς το μερος του Οδυσσεα και του ψιθυρι-
σα στ'αυτι.''Σαν τον Κερκ Νταγκλας μοιαζεις,ιδιος
εισαι''
Γελασε.''Ξερεις,ο Ομηρος ,τυφλος οπως ηταν,δεν
ειχε τι να κανει,κι οργιαζε η φαντασια του.Το ιδιο
και κεινοι οι αργοσχολοι οι ραψωδοι,που δεν ειχαν
αλλη δουλεια,παρα να γυριζουν στις αυλες των
βασιλιαδων να τρωνε και να μπεκρουλιαζουν
λεγοντας παραμυθια.Τωρα πλακωσε και το Χολυ-
γουντ με τους Γιαπωνεζους,Μεγαλη Φαμπρικα
αδερφε μου.''
-''Να η θεια Κιρκη'' πεταχτηκε η μικρη Ανδρομαχη,
βλεποντας τη Κιρκη, μια κουκλαρα α λα Σοφια
Λορεν.''Σαν αυτη θελω να γινω αμα μεγαλωσω''
''Γι'αυτη την παρδαλη ο θειος σου ο Οδυσσεας
εκανε εικοσι χρονια να γυρισει στο Θιακι'',σχολι-
σε,δηθεν πειραγμενη η κυρα Πηνελοπη.Κι εγω
αρπαζωντας την ευκαιρια εριξα λαδι στη φωτια.
''Εγω στη θεση του με τετοια θεα δεν θα γυρι-
ζα ποτε '' και σκουντησα τον Οδυσσεα.Οι γυναι-
κες γελασαν ,κατι ειπαν σιγανα ,και επεστρεψαν
στη κουζινα.''Σιγα ,τι μας λες ,κι εγω θα εσκαζα''
ακουσα την Ελενη.
Επειτα εξω στο τραπεζι .Ψητο αγριογουρουνο με
σελινο,κρασι φινο,και φρεσκα φρουτα,τα πουλια
στα δεντρα,και τα τζιτζικια.
''Σαν τα τζιτζικια ,αυτοι οι ατιμοι οι ραψωδοι,ο Ο-
μηρος,πες -πες ακαταπαυστα εκαναν τον κοσμο
να πιστεψει τις ψευτοιστοριες ,που σκαρωναν για
να διασκεδαζουν την ανια τους οι αφελεις αρχον-
τες'' ειπε ο Οδυσσεας ,κι εμεις κρυφογελασαμε,
γνωστη και μη εξαιρεταια η πονηρια του αλλωστε.
Τα παιδια τον ρωτησαν για κεινα τα χρονια και
για κεινα τα γεγονοτα.Τους ειπε για τον Αχιλλεα,
ενα γερο παλικαρι απ'το Βολο,δεν σηκωνε μυγα
στο σπαθι του.Ειπε και για τον ατυχο Φιλοκτητη
που σαπιζε απ'τις πληγες στη Σκυρο,πικραμενος,
απολεμος.Ειπε για τον Εκτορα ,τον εχθρο,λεβεν-
της ,λιονταρι , και για την Ανδρομαχη ομορφη
γυναικα κι ατρομητη.Για τον Παρι ειπε:''ενας
τιποτενιος, ενας πλει μποι ,χαρτοκλεφτης ,
ενας μεθυσος του κερατα ,αχρηστος''
Εγω γυρισα και κοιταξα την Ελενη,εκεινη κοκ-
κινισε κι εσκυψε το κεφαλι χαμηλα.
Μα πιο πολυ σταθηκε στον Αιαντα απ'την Κου-
λουρη,την Σαλαμινα, σαν να τυραννουσαν οι
τυψεις.Ελεγε γι'αυτον πως το κακοπηρε πολυ
βαρια που τον κοροιδεψε και του αρπαξε τα
περιφημα οπλα του Αχιλλεα.Εκεινου σαλεψαν
τα φρενα,γυριζε τρελος στο στρατοπεδο των
Ελληνων,και καποτε χυμηξε σ'ενα κοπαδι
προβατα μεσα και τα'σφαξε με το ξιφος τους,
''πιστευοντας ο δολιος πως ηταν οι Αχαιοι κι
εγω αναμεσα τους''.Κι επειτα ειπε πως ντρο-
πιασμενος οταν συνηλθε αυτος ο γιγαντας
εστησε στην αμμο ορθο το σπαθι του και
καρφωθηκε πανω του χυνοντας το αιμα του
διπλα στο ακρογυαλι της Τρωαδας.Ετσι κακο-
θανατησε εκεινος ο ευγενης ανθρωπος,ο
καλυτερος απ'ολους οσους μαζευτηκαν σ'
αυτην την ηλιθια εκστρατεια .
''Κι ο Ελπηνορας,τι ειναι τωρα; μονο ενα
κουπι καπου σ'ενα απομερο ακρογυαλι
δειχνει πως καποτε υπηρξε'',σαν να δακρυ-
σε,''Αυτος ,ενας Κανενας'',τον ακουσαμε.
Κι αλλα πολλα ειπε για τοτε ο Οδυσσεας με
βαρια τη καρδια.''Οι ανθρωποι τα παιγνια
των θεων, σκιες ,αερας και διαλυονται''.
Σταματησε για λιγο, ηπιε νερο.
Κι επειτα σαν να ζωηρεψε συνεχισε:''Κι ολ'
αυτα για να βρω τους μνηστηρες οταν γυρι-
σα στο σπιτι μου,να τρωνε και να πινουν κι
απο πανω να θελουν να μου παρουν και τη
γυναικα'' ειπε,και γυριζοντας προς την κυρα-
Πηνελοπη:''Ε γυναικα;''
Εκεινη μ'ενα γοργο βλεμμα συνενοηθηκε με
τη δικη μου την Ελενη ,δανειστηκε ενα κακο=
μοιρο υφος και τον πειραξε:'' Και να σκεφτεις
πως ,πως ολο εκεινο τον καιρο,καθομουνα
πιασμενη στον αργαλειο κι υφαινα και ξυφαι-
να,η δολια''
Σκασαμε στα γελια,τα παιδια μας κοιταξαν
περιεργα,κι υστερα κι αυτα,χωρις να εχουν
καταλαβει καλα,ξεσπασαν σε γελια.Επειτα
σηκωθηκαν απ'το τραπεζι και σκορπισαν
στο κηπο να παιξουν.
Εμεις οι μεγαλοι μειναμε στο τραπεζι,συζη-
τωντας διαφορα θεματα.
Περασε η ωρα χωρις να το καταλαβουμε,αρ-
χισε να φυσαει ενα δροσερο αερακι απ'τα
βορειοδυτικα.Τα παιδια ακομα παιζανε στον
κηπο.
Ειδαμε τον Ελπηνορα να ξεφευγει απ'την πα-
ρεα των παιδιων.Πλησιασε τον νουνο του,
σταθηκε μπροστα του σοβαρος,κι εστησε
ορθιο στο χωμα ενα ξερο ξυλο.Εκεινος τον
κοιταξε,γελασε γλυκα,εσκυψε προς το μερος
του,επιασε με τα χερια του το παιδι κι αφου
το φιλησε απαλα στο μαγουλο το σηκωσε
ψηλα ,στο φως .
Ολοι γελασαμε ,και βλεποντας αυτο τ'αλλα
παιδια παρατησαν το παιχνιδι ,πλησιασαν
κοντα μας και καθησαν μαζι μας μεχρι ,που
ο ηλιος περα μακρια βυθιστηκε μεσα στα
νερα πισω απο κοκκινα και πορτοκαλια
πεπλα.
.
.
.
ODYSSEY'S SEA-BIRDS TOPOI
[ ΓΛΑΡΩΝ ΤΟΠΟΙ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ]
.
.
κι η βαρκα συνοδευτηκε απ'τους γλαρους
.
ο Οδυσσεας,ψαρας,απλος κι εργατικος,
ο πρωτος αναμεσα μας
.
τρωγοντας γαλαζιο οι γλαροι λευκαινουν
τα κυματα
.
σηκωνοντας τα κουπια ασημια/
η βαρκα προσπερασε τ'ακρωτηρι
.
τα σχηματα των ψαριων
στις πτησεις των γλαρων
.
... με τον Οδυσσεα φαγαμε στ'ακρογυαλι,
και προσφεραμε στον ηρωα κρασι
[απο μαρτυρια γερου θαλασσινου]
.
θυμαμαι τον Οδυσσεα να μπογιατιζει τη βαρκα του,
και φορες να τραγουδα τους καημους του
στους γλαρους
.
εμεις τα παιδια μεχρι τα γονατα στο νερο
ψαχναμε για χταποδια,
τον ακουσαμε:
'Εγω κανενας δεν ειμαι του φωναξα''.
Αργοτερα το θυμηθηκαμε και κλαψαμε.
.
βρηκαμε τα πατηματα του στην αμμο
εκει που σκαει το κυμα,
διπλα του συνοδοιπορουσαν γλαροι,ως φαινεται
απ'τ'απολιθωματα στα πετρωματα τωρα.
Αραγε ,τι να εψαλλε γι'Αυτον ο τυφλος ραψωδος;
''Απ'Ουτιν αρχομαι
.
μια μερα τον ειδαμε να πηδαει απ'τη βαρκα
και να βγαινει στην αμμουδια. Να στηνει
στην αμμο το κουπι του και ν'απομακρυνεται
στην ερημια.
Αργοτερα μας αφηγηθηκε για τον Ελπηνορα
με δακρυα στα ματια.
.
αλλοτε στο ερημονησι που βγαιναμε να ξεψαρισουμε,
ταιζε τους γλαρους,στα βραχια αφηνοντας το φαι τους.
Γελουσε σαν μικρο παιδι.
.
Ισως τον Οδυσσεα ψαχνουν οι γλαροι
στους θαλασσινους τοπους,τον συντροφο
υπο τας ερετρας.
Εμεις εκεινο το πρωινο ξημερωνοντας
το υποψιαστηκαμε.
.
.
.
επαναληψεις Γαλαζιου
[στον Οδυσσεα]
[to Odyssea]
.
.
.ο Οδυσσεας διαλεξε ενα δεντρο,με μια αιχμηρη
πετρα χαραξε στον κορμο τ'ονομα του:
''Κανεις''
.
.αργοτερα βρηκαμε τον Οδυσσεα στην ακροθαλασ-
σια,μετρουσε τα κυματα,και μετα απο ωρες ση-
μειωσε στην αμμο:''1''
.
.κοιταξε γυρω του ο Οδυσσεας,
τον ακουσαμε να μονολογει:
''Παντου το Φως!Το Φως!''
.
.γυρνωντας ο Οδυσσεας,εσπασε ενα κλαδι απ'το
δεντρο που'χε χαρξει τ'ονομα του.Μας το'δωσε.
''Να το φυτεψετε''
.
.πηδωντας ο Οδυσσεας στην βαρκα να απομακρυνθει
για το ταξιδι,σε μας που μαζευτηκαμε στο περιγαλι
να τον αποχαιρετισουμε απο εκει μας φωναξε:
''Μην παραπονιεσθαι και μην λυπασθαι που
δεν εχεται ονοματα.Να το ξερεται,κανενα ονομα δεν
ταιριαζει σ'αυτον τον τοπο που εχετε,να ταραξει την
ευγενεια και την ομορφια του''
Ειπε,και χτυπωντας τα κουπια χαθηκε στο πελαγος.
Εμεις μειναμε να κοιταμε τη θαλασσα ,σιγουροι
για τις επαναληψεις της,και πως ο Οδυσσεας θα επι-
στρεψει παλι στην Ιστορια μας ,με το ιδιο παντα
Ονομα:
''Κανεις''το δικο μας ονομα
.
.
ODYSSEA ['S STORIES]
Ο ΓΡΙΦΟΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ
[THE AINIGMA OF ODYSSEA]
.
.
Ειχαν περασει δυο χρονια απο τοτε που ο Οδυσσεας
επεστρεψε στην πατριδα κι ειχε ξεμπερδεψει με τους
μνηστηρες.Καλα το'χε χειρισθει εκεινο το θεμα.Ταχα
πως ηταν ενδιαφερομενοι για τη γυναικα του την
Πηνελοπη.Κουραφεξαλα.Αυτος πληρωσε δημοσιογρα-
φους να διαδωσουν και αυτα να γραψουν .
Η Πηνελοπη μια μεγαλη γυναικα ηταν,περασμενη
στα χρονια.Βαστουσε ακομη.Αλλα τα χρονια ειχαν
περασει.Εκεινοι ηθελαν να του παρουν την εξουσια.
Αυτο τους ενδιεφερε.Να βολευτουν να πλουτισουν.
Το καταλαβε εγκαιρα και τους διελυσε.Πριν αντιδρασουν
και δυσκολεψουν τα πραγματα.Τους καθαρισε
Θα πρεπε να'ταν ευχαριστημενος,αλλα δεν ηταν.Μι-
κρη η Ιθακη μια σταλια τοπος.Δεν τον χωρουσε.Τοσα
ειχε δει τοσα ειχε γνωρισει στο ταξιδι του.Τι να λεμε
τωρα.Μια αποτυχια η ζωη του εδω τωρα στο νησι.Να
φυγει δεν γινεται.Τωρα τα πραγματα εξω ειναι διαφο-
ρετικα.Ορθολογισμενα, δεν εχουν περαση τα παραμυ-
θια και οι πονηριες.Ουτε ανθραγαθηματα,ουτε κυκλωπες
ουτε λαιστρυγωνες,ουτε Κιρκες.
Αυτα τα κατασκευασαν οι Φαιακες.Αλλωστε τους πλη-
ρωσε καλα.Για προπαγανδα.Δικια τους και δικη του.
Κατασκευασμενα ψεματα.Ποιος εχει διαθεση και χρονο
να διερευνησει αν εγινε αυτο η' εκεινο.Τον βολεψε
αυτη η κατασταση.Τωρα νιωθει πληξη.Ετσι του'ρχεται
να βγει στην αγορα και να πει την αληθεια.Κι αυτο τον
βασανιζει, εχει αγρυπνια και δεν κοιμαται τη νυχτα.
Ποιος θα τον πιστεψει;Κανενας.Θα τον περασουν για
τρελο.Πως εχασε τα μυαλα,μια τετοια δοξα μεγαλη να
θελει να την καταστρεψει.Αλλοι θα πληρωναν τεραστιες
περιουσιες να την ειχαν.
Δεν θα τον πιστευαν,θα τον γελοιοποιουσαν.Δεν ειναι
ευκολο, να μεταβαλεις τα πραγματα.Οι ανθρωποι τα θελουν
ετσι οχι αλλιως.Πανω σ'αυτα στηριξαν τις ζωες τους,σ'αυτα
πανω εφτιαξαν τις επιχειρησεις τους.
Παραδειγμα,τα μικρα αγαλματακια,τσιγκινα,μπρουτζινα
η' πλαστικα,αυτες τις κιτς κατασκευες,για να καταναλωνουν
οι τουριστες.Αυτα που τον δειχνουν στις διαφορες περιπετειες
του.Ο Δουρειος Ιππος,το ξυλινο αλογο με το οποιο μπηκαν οι
Ελληνες μεσα στη Τροια κι επεσε η πολις,Δεμενος κατω απ'τη
κοιλια του κριαριου για να ξεγελασει τον τυφλωμενο Κυκλωπα
Πολυφημο και να ξεφυγει απ'τη βαθεια σκοτεινη σπηλια που
τους ειχε κλεισει,αυτον και τους συντροφους του.Και αλλα
πολλα,οπως δεμενος στο καταρτι οταν περνουσαν κοντα απο
το νησι των σειρηνων.
Τοσα πραγματα,ταινιες,βιβλια,ποιηματα,πινακες ζωγραφικης,
κομιξ,κινουμενα σχεδια,αρχαιολογικες ανασκαφες,ιδεολογιες,
τοσα πολλα σουβενιρς.Οχι δεν εχει δικαιωμα να τους απογοητευ-
σει.Χωρις αυτα δεν ειναι τιποτα.Κανεις.Ουτις.
Αν ηθελαν κυβερνητη μονο θα διαλεγαν εναν οποιον να'ναι απ'το
σωρο των μνηστηρων και θα τον εβαζαν στο θρονο.Δεν ηταν ολοι
αναξιοι μεθυσοι και κακομαθημενοι.Καποιος θα ξεχωριζε να τον
διαλεξουν να τους κυβερνησει.
Και να μην πει πως και οι μνηστηροφονια ειναι φτιαχτη.Μην τρελ-
λαθουμε.Μπροστα στα ματια τους εγινε.Και δεν την εμποδισαν,μα-
λιστα βοηθησαν να γινει.Πως στηθηκε ολη η μηχανη και και τους
ξεκαθαρισε;Αν ηταν μικρος αδυνατος ενας κοινος ψευτης
ενας καπνος ενα σακι αδειο,θα τον εστελναν απο εκει που ηρθε
αδιαβαστο.
Καταλαβενε πως ετσι που εφερε τα πραγματα δεν ηταν ευκολο
να διορθωθουν.Ηταν αδυνατο.Παει,τερμα.Θα βαδισει στη φημη
που εφτιαξε.
Αυτα σκεφτονταν τη νυχτα και δεν κοιμονταν.Διπλα του η Πηνε-
λοπη κοιμονταν ησυχη.Γελασε,ακομα και το ονομα της ετυμολο-
γικα σημαινει:''αυτη που χαλαει το πανι στον αργαλειο'',που υφαι-
νει και ξυφαινει.Απορια.Πως ο νονος που τη βαπτισε της εδωσε
αυτο το ονομα και της βγηκε,να γινει γυναικα του Οδυσσεα και
για ν'αποφυγει τους μνηστηρες,να υφαινει και να ξυφαινει;Σαν
ολα τα κατοπινα γεγονοτα να συμμορφωθηκαν στο ονομα της.
Περιεργο.Την κοιταξε στο απαλο φως της κρεβατοκαμαρας.
Σκεφτονταν πως δεν ειχε δικαιωμα να χαλασει την εικονα της πι-
στης συζυγου,που ειχε δημιουργησει γι'αυτην.Εικοσι χρονια τον
περιμενε.Κι ας ηξερε πως καθολου δεν ηταν ετσι.Μ'ολους τους
μνηστηρες πηγε,κι οχι μια φορα,αλλα πολλες φορες με καθεναν..
Το ξερει δεν ξεγιελιεται,κι ας μην του το'πε.Κι ας κανενας αλλος
απ'οσους ζουν στην Ιθακη κατοικος να μην τολμησε να 'ρθει
να του το μαρτυρησει.
Επειτα εχει κι αμφιβολιες αν οσα λενε οι ραψωδοι γι'αυτον δεν
εχουν γινει..Πως τα φανταστηκε.Αφου ο αοιδος ο Δημοδικος
στη Κερκυρα στο παλατι του βασιλια των Φαιακων Αλκινοου
τραγουδουσε τα παθη του.Και την Ναυσικα τη θυμαται καλα
ομορφη κι ευγενικη κοπελα.
Επειτα εκεινο το παιδι,περιπου 15 χρονων,που περυσι το καλο-
καιρι ηρθε στο νησι,και του συστηθηκε σαν γιος του απο τη
σχεση του με την Κιρκη,ποσο πολυ του εμοιαζε,ιδια κοψια
στο κορμι,ιδιο χρωμα μαλλιων.Οχι τωρα ,αλλα οπως οταν ηταν
νεος.Οπως τον δειχνουν οι λιγοστες φωτογραφιες που εχει απο
τα παιδικα του χρονια στο νησι.Ειδικα σ'εκεινη που ποζαρει κα-
λοκαιρι σε μια παραλια,ορθιος,απο τη μεση και πανω γυμνος
μ'ενα μεγαλο χταποδι στο δεξι του χερι,μεσα στο λαμπρο φως.
Πισω του η θαλασσα,και στα αριστερα ασπρα βραχια κι ο λοφος
ανεβαινοντας με τις ελιες.
Το παιδι εχει ιδιο χρωμα ματιων,ιδιο περπατημα,μονο στην ομιλια
διεφεραν.Ειχε αλλη χροια,μια ξενικη προφορα,απο αλλον τοπο,φυ-
σικο ηταν.
Τον βασανιζαν ερωτησεις.Πως το παιδι ειναι 15 χρονων;αφου απο
την αλωση μεχρι την επιστροφη του στην Ιθακη περασαν 10 χρονια
βαλε και 2 που ειναι εδω,12.Ως τα 15 ειναι 3 ολοκληρα χρονια.
Εκτος κι αν το παιδι ειναι μικροτερο και λεει 15.Οπως συνειθιζουν
τα παιδια να λενε ψεματα ,ν'ανεβαζουν επιτηδες την ηλικια τους για
να φανουν μεγαλυτερα και να τους παρουν οι μεγαλοι στα σοβαρα.
Τα παιδια βιαζονται να μεγαλωσουν.Οι γεροι ευχονται να σταματη-
σει ο χρονος.
Αν το παιδι λεει πως ειναι παιδι δικο του και της Κιρκης επρεπε να'ναι
κατω απο 12.Λεει ψεμματα.[;]
Αν ομως λεει την Αληθεια;Τοτε η' κατα τη διαρκεια της πολιορκιας της
Τροιας θα πρεπει να συναντησε την Κιρκη να τα'φτιαξε μαζυ της και να
γεννηθηκε το παιδι.Ομως κατι τετοιο δεν θυμονταν να'γινε.Η' μπορει
τα χρονια της επιστροφης στη πατριδα να ηταν περισσοτερα.Ποιος κρα-
ταγε τοτε ακριβες ημερολογιο,ενας λαθος,μια αβλεψια,και χανεται ο
ακριβης υπολογισμος του χρονου και η συνεχης διαδοχη των γεγονοτων.
Επειτα αυτη η συμμετρικη διαμοιραση του χρονου του φαινονταν περι-
εργη:10 χρονια στον πολεμο,10 χρονια στο ταξιδι της επιστροφης.
Πολυ υποπτη του φαινεται,κατασκευσμα των ποιητων,αυτοι τα κανουν
αυτα.Ποιητικη αδεια.Για την ομορφια την αισθητικη του εργου.Γιατι
να μην ειναι τα χρονια,μπροστα η' πισω,αντι για 10 ,ας πουμε 12 η'
8 η' 14 η' 9 η'...Ξερουμε πως η Φυση αγαπαει [φιλει]τη συμμετρια.
Ενω στους ανθρωπους επικρατει η αταξια.
Τωρα που το σκεφτονταν,σιγουρα αυτο ηταν εργο του ποιητη.Το παιδι
ομως υπαρχει,κι ειναι σιγουρα δικο του παιδι.Του θυμησε πραγματα,γε-
γονοτα,που εζησε πραγματικα σ'ενα νησι με καποια γυναικα,δεν θυμον-
ταν ομως αν την ελεγαν Κιρκη.
Σκεφτηκε,κι αυτο που σκεφτηκε τον ανησυχησε,μηπως τα γεγονοτα
που εβαλε,η'μαλλον τους εμπιστευτηκε,να γραψουν γι'αυτον ηταν
υποδεεστερα,πολυ κατωτερα απ'αυτα που πραγματικα εζησε.Γιατι
ομως δεν τα θυμονταν;
Μηπως τιμωρηθηκε για την υβρι που προκαλεσε.Επειδη απο τα πραγ-
ματικα,αυτα που συνεβησαν,πιστευοντας πως ητανν ασημαντα,πως δεν
ηταν εντυπωσιακα,ειτε για αμεση πολιτικη προπαγανδα ειτε για μελον-
τικη εκμεταλευση,προτιμησε τα φανταστικα,τα επινοημενα.
Εδω που τωρα ειναι δεν θα του συμβουν αλλα,οτι συνεβηκε συνεβηκε.
Επειτα αν περασουν τα χρονια,και μεσολαβησουν στα περασμενα γεγο-
νοτα αιωνες ,ποιος ενδιαφερετα ιαν κατι ειναι αληθινο η' αν ειναι
ψευτικο.Αφου δεν θα'χει επιρροη στην συγχρονη ζωη.
Και το ψευτικο και το αληθινο ειναι το ιδιο.Και η ζυγαρια γερνει αναμ-
βιβολα προς το ψευτικο.Κι ιοως ετσι ειναι καλυτερα.Απο μια πραγμα-
τικα ηρωικη ζωη επελεξε μια εξ ισου ηρωικη φανταστικη ζωη,Επειτα
το δευτερο,για λογους που δεν μπορει να κατανοησει ειναι πιο ενδια-
φερον,περισσοτερο χρησιμο.Επειδη το πραγματικο το ζουμε και δεν
του δινουμε σημασια,ενω το φανταστικο,το επινοημενο,το θεωρουμε
πολυ υψηλο,ανωτερο.
Η Πηνελοπη διπλα του ξυπνησε,γυρισε το κεφαλι προς αυτον,τον
κοιταξε και τον ρωτησε με προσποιητο ενδιαφερον γιατι δεν κοιμαται
ακομη.Δεν της απαντησε,εκανε πως δεν την ακουσε.Εκεινη γυρισε
στο αλλο πλευρο και συνεχισε τον υπνο.
Μετανοιωσε που δεν την εβαλε να την ξεμυαλιζει ενας απο τους λιμο-
κοντορους τους μνηστηρες και να φευγει μαζι του,και τοτε να φερει
την Κιρκη στο νησι,η'οπως αλλιως λενε τη μανα του παιδιου και να
ζησει μαζι της ευτυχισμενος.
Τον περιελουσε κρυος ιδρωτας.Αν πραγματικα την ειχε ξελογιασει ενας
μνηστηρας και αντι να το σκασουν αν μηχανευονται τον χαμο του;Να τον
δολοφονησουν μ'εναν οποιοδηποτε τροπο,να τον δηλητηριασουν,να τον
πνιξουν στο λουτρο.Κι αν το παιδι ειναι συνενοχος τους,μεσα στο κολπο
βαλτο να τον ξεκανουν;Βεβαια.Καλλιστα θα μπορουσε να ειναι ενας ηθο-
ποιος που προσποιειται να εχει ομοιοτητα μαζι του.Ολα ατα ομοια χαρακτη-
ριστικα ειναι εξωτερικα.Ποσοι ανθρωποι δεν εχουν τα ιδιο χρωμα μαλλιων
και ματιων;Το ιδιο περπατημα μαθαινεται,η ομοια ομοιλια κι αυτη μαθαι-
νεται.Μπορει να ειναι σωσιας του,καποιος που του μοιαζει ,καρμπον,ιδιος
μ'αυτον στις φωτογραφιες απο την παιδικη ηλικια.
Οι αναμνησεις,τωρα που το ξανασκεψτεται,ετσι ειναι,οι αναμνησεις ειναι
ψυχολογικες.Αυτουποβαλεσε,θελεις να'ναι ετσι.Και γινονται να ειναι ετσι,
σαν να συνεβησαν ετσι.
Θα πρεπει να φυλαχτει,να ξαγρυπναει,να μην τον πιασουν στον υπνο.
Κοιταξε την Πηνελοπη.Κοιμονταν.Δεν μπορει,κατι θα φωναξει στον υπνο
της,κατι θα της ξεφυγει.Και τοτε απ'αυτο θα πιαστει απ'αυτο το ελαχιστο
και θα συμπληρωσει το παζλ.Αντι να πιαστει συτος στο διχτυ θα πια-
στουν αυτοι.Καθε νυχτα θα ξαγρυπναει,δεν μπορει,θα της ξεφυγει μια
λεξη ,εστω ενα γραμμα,μια συλλαβη.Κι απ'αυτο το ελαχιστο θα φανε-
ρωθουν θ'αποκαλυφθουν τα σχεδια των εραστων.
Αν ακουγε π.χ το γραμμα σ αυτο μπορει να σημαινε το αρχικο γραμμα
του ονοματος του εραστη π.χ Στρατυλας.Μπορει να σημαινε σχοινι,το
σχοινι με το οποιο σχεδιαζουν να τον πνιξουν.Αν ακουγε το ρ,αυτο
μπορει να σημαινε ραντεβου,σε ποιο μυστικο μερος συναντιουνται
να συνομωτησουν.Μπορει να ακουσει ενα γραμμα απο τα γραμ-
ματα μια λεξης,κι αυτο π.χ να'ναι απο τη λεξη ''αυριο''.Αυτο θα ση-
μαινε:αυριο θα δρασουν.Γι'αυτο πρεπει να επισπευσει,να μην τον
πιασουν στον υπνο.
Αυτο θα τον εκανε να κανει το ιδιο.Δηλαδη να προσποιειται πως
κοιμαται και να του ξεφευγουν στον υπνο του εσκεμενα διαφορες
επιλεγμενες λεξεις και γραμματα να τους παρασυρει σ'ενα σχεδιο
εξοντωσης ,που δεν θα εκτελεσει.Κι ετσι να τους βρει απροετοι-
μαστους και στη συγχιση τους να τους αιφνιδιασε.
Απο αυριο θα το εφαρμοζε.Φοβονταν ομως μηπως ειναι αργα κι η αυριανη
μερα ηταν η τελευταια του.Η μερα της εκτελεσης του σχεδιου τους.
Αν στεκονταν τυχερος και δεν ηταν αυτη η τελευταια του μερα τοτε
θα'ειχε καιρο να βαλει σε εφαρμογη το σχεδιο του.
Κατ'αρχην θα προσπαθουσε να καθυστερησει το σχεδιο τους,γιατι δεν ηξερε
την προοδο του,να κερδισει χρονο.Μετα θα τους εκανε πιονια του και
θα τους μετακινουσε εκεινος.
Κρυος ιδρωτας τον ελουσε.Μηπως αυτο που σκεφτηκε ηταν μερος τους σχε-
διου τους.Για να ατονισουν οι αισθησεις του να τον παρασυρουν να ασχο-
λειται με το σχεδιο του κι ετσι να μην καταλαβει το δικο τους.
Εχουν ενα σχεδιο Α για να εχει αυτος ενα σχεδιο Β να μην καταλαβει το
σχεδιο τους Α ωστε να εχει αυτος ενα σχεδιο Β...
Φαυλος Κυκλος.Μ'ενα Φαυλο Κυκλο να τον εξοντωσουν.
Σιγουρα εκανε λαθος.Αναθαρρησε.Δεν μπορει να συμβαινει αυτο,γιατι
η γυναικα ηταν διπλα του ανισχυρη,κοιμονταν ησυχη,ερμαιο στα χερια
του.Θα μπορουσε να την σκοτωσει οποιαδηποτε στιγμη,αν ηθελε,και
να μην καταλαβει.
Τοτε δεν υπαρχει σχεδιο Α για να εχει αυτος σχεδιο Β,...
Αν ομως αυτο ηταν το σχεδιο Α;να πιστεψει οτι κανει λαθος αφου η
γυναικα κοιμαται διπλα του ησυχη και μπορει να την κανει οτι
θελει.
Ισως αυτο ειναι το σχεδιο τους:να μην εχει σχεδιο.Αυτο ισως ειναι
το σχεδιο Β,
Εχω σχεδιο Α και σχεδιο Β να μην καταλαβεις το σχεδιο Α.
Υπαρχει σχεδιο Α στο σχεδιο Β να μην αποκαλυφθει το σχεδιο Α.
Αρχισε ν'απολαμβανει αυτη την κατασταση,δεν πιστευε ποτε πως
οι λογικοι γριφοι ειναι το ιδιο,και ανωτερα,γοητευτικοι απο τις
περιπετειες.
Τοτε θυμηθηκε,πως πληρωσε τον ποιητη να δημιουργησει και μια
κατασταση με γριφους.Και τωρα ,να που αρχισε η εφαρμογη τους.
Αρα αυτα που συνεβαιναν[η' θα συμβουν]δεν συνεβαιναν[η' δεν θα
συμβουν]σ'αυτον και στη πραγματικοτητα που ζουσε,αλλα στον φαν-
ταστικο,στον εικονικο,στον επινοημενο κοσμο των ποιητων.Αυτον τον
μη-πραγματικο κοσμο που χειριζονται οι ποιητες.
Και δεν ειχε καμια αμφιβολια ποιος ηταν .Ηταν εκεινος ο τυπος που ζου-
σε πληκτικα στην Ιθακη δυο χρονια τωρα αφου ειχε εξοντωσει τους μνη-
στηρες.Σοβαρη ενδειξη πως δεν υπαρχει εραστης.
Βεβαιος γι'αυτο εσβησε το φως ,εκλεισε τα ματια και μετα απο λιγο κοιμη-
θηκε ησυχος.Αδιαφορος αν την αλλη μερα θα ξυπνησει στο ιδιο μερος
η' καπου αλλου.Το σημαντικο ειναι οτι ξεμπερδεψε,τελειωσε,μ'αυτο το
ειδος Υποθεσεων και Συλλογισμων.
.
.
FUGA
.
.
Οι γλαροι σηκωθηκαν στον αερα κι ακολουθη-
σαν το καραβι στο μακρυνο του ταξιδι στη θα-
λασσα.Ο ναυτης στο πιο ψηλο καταρτι ανεβαζ-
μενος τους φωναζε και χειρονομουσε να φυγουν,
να σκορπιστουν.Εκεινοι δεν υπακουσαν.Τις επο-
μενες μερες εμειναν μονο εφτα να τους ακολου-
θουν και ξημερωνοντας η ογδοοη μερα τους
παρατησαν και πεταξαν σ'αγνωστη κατευθυνση.
Τ'απογευμα της ιδιας μερας αραξαν σε μια απο-
μερη παραλια.Τα πευκα βουτουσαν τις ριζες τους
,μεσα στο θαλασσινο νερο.Εκει γυρω ψαρεψαν,
κι εφαγαν τους αχινους.Οταν εφτασε η ωρα του
υπνου,αλλος εστρωσε στο καταστρωμα του κα-
ραβιου κι αλλος επεσε να κοιμηθει κατω απ'τα
πευκα,ως τ'αλλο ξημερωμα.
Οταν σηκωθηκαν φυσουσε απ'το μερος του βορ-
ρα.Σε λιγο ο καιρος αγριεψε,η θαλασσα σηκωσε
βουνα τα κυματα,στο βαθος του οριζοντα οι ασ-
τραπες ξεσκιζαν τα βαρια καταμαυρα συννεφα.
Αποφασισαν να μην ταξιδεψουν μ'αυτη την κα-
κοκαιρια,μεχρι να καλυτερεψει.Πολυ γρηγορα
αλλαξε ο καιρος,ο βορριας σταματησε,ο ηλιος
λαμπερος κι η θαλασσα γαληνεψε.Αλαφρυνε η
βαρια καρδια των ναυτικων.Για να σιγουρευ-
τουν για το καιρο συμφωνησαν ν'αναβαλουν
την αναχωρηση τους για την επομενη μερα.
Μολις βραδυασε ο μικροτερος ναυτης αρρωστη-
σε ξαφνικα,ολη τη νυχτα τον εψηνε ο πυρετος,
παραμιλουσε,ελεγε για τη μανα του και την
αρραβωνιστικια του στην πατριδα ,η αναπνοη
του εγινε δυσκολη,χλωμιασε το προσωπο του,
και το πρωι ξημερωνοντας ξεψυχισε.Τον επλυ-
ναν με θαλασσα,τον καθαρισαν ,τον περιποιη-
θηκαν και με βαρια τη ψυχη τον εθαψαν στην
αμμο εκει που κτυπα το κυμα,και πανω στο
μνημα του εστηκαν το κουπι του,οπως τους
παραγγειλε στα τελευταια λογια του.
Αφου οι συντροφοι ολ'αυτα τα τελειωσαν
βαριοκαρδισμενοι ανεβηκαν στο καραβι ,τεν-
τωσαν τα πανια,σηκωσαν την αγκυρα κι απο-
μακρυνθηκαν στη θαλασσα,που τοσο αγαπου-
σε εκεινος.
Πισω τους επαναεμφανισθηκαν οι γλαροι,η ' ι-
σως αλλοι γλαροι, πεντε τον αριθμο.Μετα απο
λιγο απ'τα τεσσερα σημεια του οριζοντα συγκε-
ντρωθηκαν κι αλλοι.Εκεινοι χτυπωντας πιο δυ-
νατα τα κουπια τους στα νερα ,και με τον ανε-
μο στα πανια τους προσπαθησαν να τους ξε-
φυγουν,να μη βλεπουν την ασπραδα τους.Θυ-
μηθηκαν το ναυτη και τη κακια μοιρα του,να
τιμωρηθει που τα φωναζε να φυγουν ,φοβηθη-
καν και τ'αφησαν ησυχα.
Επεσαν σε μεγαλη θαλασσοταραχη κι αυτος
μονο σωθηκε απ'τους αλλους και γυρισε πισω.
Τους αλλους ειτε τους σκεπασε το κυμα και
τους εφαγαν τα ψαρια,ειτε αφου μερονυχτα πα-
λεψαν με τα κυματα δεν αντεξε η καρδια τους
απ'τη μεγαλη κουραση και στις ακτες που τους
εβγαλε το κυμα τ'αψυχα σωματα,φουσκωμενα,
εκει τους αποσαρκωσαν οι γλαροι.Κι αλλοι
γραπωσαν ξυλα του καραβιου .που επεπλεαν
στα νερα κι εφτασαν σ'αφιλοξενα νησια,στη
μεση της θαλασσας,βραχοι χωρις δεντρα και
νερο κι εκει τους ξεκανε η πεινα κι η διψα,τα
φιδια και τα ορνια..
Εκει στη πατριδα βρηκε τη γυναικα του αρρω-
στη απ'τη στεναχωρια να τον περιμενει.Οταν
τον αντικρυσε με μακρια γενια και μαλλια τρο-
μαξε να τον γνωρισει.Τελικα οταν συνηλθε χα-
ρηκε , τον πηρε και τον ξεντυσε,τον επλυνε με
καθαρο νερο,τον εντυσε καθαρα ρουχα,τον
χτενισε ,του εστρωσε να φαει και μετα τον κα-
θισε διπλα της να της διηγηθει τα γεγονοτα και
στο τελος με γλυκα λογια τον εβαλε να της ορκι-
στει: στη θαλασσα να μην ξαναβγει.
Ξαναρθε η ομορφια στο προσωπο της γυναικας,
και τον εθρεφε με μελι και με γαλα ,του'κανε γε-
ρα κι ομορφα παιδια και με γλυκο κρασι τον με-
θουσε τα βραδυα.
Ομως εκεινος με το περασμα του καιρου της ειπε
πως τον βασανιζε ο καημος της θαλασσας ,του'
τρωγε τα σωθικα και να πανε μακρυα μεσα στη
στερια να μεινουν ,εκει οι ανθρωποι δεν γνωρι-
ζουν τα εργα της θαλασσας κι ισως γλυτωσει απ'
την ιδεα της.
Εκει στα ξενα καλλιεργουσε τα χωραφια,σιταρια ,
κριθαρια,καλαμποκια ,αμπελια ,σταφιδες,δεντρα
συκιες μηλιες και στα πρασινα λιβαδια βοσκουσε
μοσχαρια και προβατα.
Και ερχονταν στιγμες,ολο και πιο συχνα,το κορμι
του να τρεμει στη ξαφνικη θυμηση της θαλασσας.
Τοτε επαιρνε τα λοφακια για τα κυματα,και τ'ασ-
πρα συννεφα στον ουρανο για γλαρους,τα σπιτια
τοτε του φαινονταν για καραβια π'αρμενιζουν ,και
το δροσερο αερακι της ζεστες νυχτες του καλοκαι-
ριου για τη θαλασσια αυρα , και σηκωνε τα βραδυα
ψηλα τα ματια να δει τον πολικο αστερα και τη
μεγαλη αρκουδα στον ουρανο,αλανθαστα εργαλεια
του ναυτικου στα ταξιδια του.
Και μια μερα δεν αντεξε,τ'αποφασισε ,της ανακοι-
νωσε πως θα φυγει.Εκεινη στην αρχη τον παρακα-
λεσε ν'αλλαξει γνωμη,υστερα εκλαψε χτυπηθηκε
ουρλιαξε,και στο τελος σαν ειδε πως ηταν αμεταπει-
στος σιωπηλα τον ετοιμασε να φυγει.Εκεινος εφυ-
γε πριν ακομα ξημερωσει.
Οταν διαλυθηκε το σκοταδι και φωτισθηκε ο κοσμος
αρχισε να σκεφτεται,να σχεδιασει,πως θα φτασει στα
μερη της θαλασσας.
Εψαχνε να βρει ποταμι στη πορεια του,αυτο απο'τα χιο-
νια στα βουνα κατεβαζει τα νερα μεσα απο φαραγγια,
ορμητικο ,με καταρραχτες,μουγκριζοντας σαν ταυρος,
επειτα διασχιζοντας πυκνα δαση σαν φιδι,φτανει ηρεμο
και πλατυ στη πεδιαδα κι αφου αφησει βαλτους και
λιμνουλες,ανακατευει μεσα σε καλαμια τα γλυκα νερα
του με το αλατι της θαλασσας.
Ομως εκει που βαδιζε δεν βρηκε ποταμια,μονο λιμνες,
που μαζευαν στις λεκανες τους τα νερα της βροχης ,
και τα νερα των χειμμαρων απ'τα βουνα γυρω τους.
Καποτε νυχτωθηκε σε μερη ανθρωπων μ'αλλη γλωσσα
απ'τη δικη του,κι αλλα εθιμα,μ'αγνοια της θαλασσας.
Αλλοτε ταξιδευε καβαλαρης στις ραχες αλογων,γρηγο-
ρων σαν τον ανεμο,αλλοτε αργα με γαιδουρακια .Αλλο-
τε μισθωνε αμαξες και κυλουσε σε δρομους,αλλοτε πε-
ζος διαβαινε στους καμπους και ξεσηκωνε τρομαγμενα
απ'τη βοσκη τ'αγριοπεριστερα.Αλλοτε επαιρνε οδηγους
να τον περασουν μεσα απο επικινδυνους βαλτοτοπους,
απο πυκνα δαση κι αποκρημνα βουνα .
Και παντου στ'πλατια ανοιγματα της γης και στα
ψηλωματα τα ματια του ταξιδευαν σαν καραβια ,ν'ανοι-
ξουν δρομους στα τεσσερα σημεια του οριζοντα,ν'απε-
λευθερωθουν.
Ταξιδευε καιρο πολυ,χωρις να δει καραβια ν'αρμενι-
ζουν στο απεραντο γαλαζιο της θαλασσας.
Καποτε βρεθηκε στον σιδηροδρομικο σταθμο μιας με-
γαλης πολιτειας.Μεσημερι.Σκληρες και αιχμηρες οι
σκιες των κτιριων εκεινη την ωρα σαν ξιφη.
Ειχε χρονο στη διαθεση του ,ετσι καθισε να
περιεργαστει το χωρο γυρω του.
Η πρωτη εντυπωση ηταν πως προκειται για μια περι-
εργη αρχιτεχτονικη.Το κεντρικο κτιριο του σταθμου
,ενα τεραστιο ορθογωνιο παραλληλεπιπεδο.Μια
μεγαλη σειρα πετροχτιστα τοξα στην προσοψη της
εισοδου.Πανω ,ακριβως,απ'το κεντρικο τοξο,μεγαλο-
πρεπες στην απλοτητα του, υψωνονταν ενας τετραγω-
νισμενος στην κατοψη πυργος μ'ενα στρογγυλο ρολοι
με λατινικους αριθμους για τις ωρες.Διαβασε την ωρα
του χρονου,που'ναι ακινητος για τον ανθρωπο.Σκεφ-
τηκε πως ετσι πρεπει να'ναι.Γιατι στην αντιθετη πε-
ριπτωση αν υπηρχε η κινηση του ο ανθρωπος θ'αποκα-
λυπτε το πριν και το μετα του,που τοσο απεγνωσμενα,
κι ισως οπως φαινεται ως τα τωρα [αλλα ποιος ξερει
αν δεν ειναι ζητημα χρονου]χωρις την παραμικρη ελ-
πιδα,ψαχνει με τη φιλοσοφια.Ο Χρονος γυριζει σ'ενα
Φαυλο Κυκλο.
Τα κτιρια ,στο δεξιο και στο αριστερο ακρο του
μεγαλου κεντρικου κτιριου,ηταν τελειοι κυβοι.
Ψηλα στην προσοψη τους,υπηρχε μια σειρα απο
μικρα παραθυρα,σε ορθογωνια σχηματα, και
με την οριζοντια γραμμη της στεγης σχηματιζαν
μια παραλληλη ζωνη.
Εκεινη την ωρα,ακριβως μεσημερι, ενα τρενο ηταν
σταματημενο στο σταθμο.Η προοπτικη του χωρου
ειχε τετοια γεωμετρια που δημιουργουσε στον θεα-
τη την εντυπωση πως ο αριθμος των βαγονιων ,που
εσερνε η μεγαλη ατμομηχανη ,ηταν απειρος.
Η πλατεια μπροστα απο τα κτιρια ειχε σχημα τετρα-
γωνου.Ηταν στρωμενη με λευκες κι ασπρες τετραγω-
νες πλακες.Μια τεραστια σκακιερα.
Στο κεντρο της υψωνονταν ενα μνημειακο μπρουτζι-
νο αγαλμα.Η μορφη μιας ξαπλωμενης γυναικας ελα-
φρα ανασηκωμενης.
Πανω στην επιφανεια της πλατειας διεκρινε στο
φως εκεινης της ωρας διαφορες ψηλολιγνες ανθρω-
πινες μορφες, διασπαρτες σε διαφορα σημεια της.
Φιγουρες μοναχικες , απολυτα ακινητοποιημενες ,
με σκληρες αιχμηρες σκιες,σαν τ σκοτεινα αποτυ-
πωματα στην αιωνιοτητα αυτης της παραδοξης
γεωμετριας.Σ'οποιο εσωτερικο της σημειο και να
βρισκοσουν ενιωθες πως ο χωρος που σε περι-
βαλλει ηταν απεραντος και πως καμπυλωνε βαθ-
μιαια ως το απειρο.
Ψηλα στον καθαρο γαλαζιο ουρανο αιωρουνταν
επιμηκη ,με συστρεφωμενα σχηματα, συννεφα απο-
μειναρια μιας αχρονης νεροποντης που συνεβηκε [η'
θα συμβει] η ' απο τον καπνο που δραπετευσε απο
τα φουγαρα των τρενων.
Το τελικο αισθημα ,που του προκαλουσε εκεινο το
λιτο γεωμετρικο σκηνικο ηταν δεος ,που το αι-
σθανονταν κυριως στο πνευμα κι οχι στη καρδια.
Εδινε σ'αυτο διαφορες ερμηνειες.Παντα ομως του
ξεφευγε η απολυτη αληθεια των πραγματων.Εψαχνε
μεσα στη Μεγαλη Αβεβαιοτητα
Ο δρομος τον εφερνε σε τοπους μ'ελιες,φυτεμενες
στις πλαγιες .Εκει η φυση τον ξεγελουσε ,νομιζε πως
η θαλασσα ηταν κοντα,επειδη η καλλιεργεια της ελιας
συνειθιζεται στη περιοχη της.
Σ'αλλα μερη ανακαλυψε σκαβοντας σε αμμωδη ε-
δαφη απολιθωμενα κοραλλιογενη φυτα και ασβεστο-
λιθικα υπολειματα κοχυλιων.Τοτε του φανηκε πως
εκεινα τα ευρηματα εκαναν τη θαλασσα,που αναζη-
τουσε περισοτερο απουσα .
Οι αναγκες του ειχαν περιοριστει στο ελαχιστο.Το ι-
διο και οι διασκεδασεις του.Το φαγητο λιγοστο,τα
ρουχα τα απαραιτητα,κι οι μονες γυναικες με τις
οποιες ηρθε σ'επαφη μαζι τους ηταν οι κοινες.Μια
φορα μπερδευτηκε σε μια βρωμικη δουλεια ,που
κατεληξε σε φονο και ξεμπλεξε δυσκολα.Μια
νυχτα βρεθηκε σ'ενα δωματιο με μια γυναικα.
Ο εραστης της τους ανακαλυψε,μπηκε στο δω-
ματιο ,τους αιφνιδιασε την ωρα που κοιμονταν,
εσφαξε τη κοπελλα κι εξαφανιστηκε .Θεωρηθηκε
υποπτος για τη δολοφονια και τον συνελαβαν.
Περασε πολλα μεχρι ν'αποδειξει οτι δεν ηταν
αυτος ο δολοφονος.Τον αφησαν ελευθερο αλλα
για πολυ καιρο ο υπνος του ηταν εφιαλτικος και
ξυπνουσε τρομαγμενος.Φοβονταν πως ζουσε
μεσα σ'ενα πνιγηρο αχαρο κοσμο στον οποιο η
θαλασσα δεν υπηρχε,στερημενο απ'το φως και
τα χρωματα της.
Σε μια πολιτεια, που εμεινε πολυ καιρο,για να επι-
ζησει,να τρεφεται και να βρισκει μερος να κοιμα-
ται ζωγραφιζε αυτα που ποθουσε πολυ:καικια,
βαρκες στο λιμανι,μεγαλα καραβια στη θαλασσα
μεσα σε τρικυμια και καταιγιδα,βραχια στην α-
κρη της θαλασσας να τα χτυπαει το κυμα,και
ψαρια γυαλιστερα στα διχτυα.Οι ανθρωποι μη
γνωριζοντας τη θαλασσα θεωρησαν αυτα τα ερ-
γα φανταστικα.Οι κριτικοι τα σχολιασαν σαν τα
δημιουργηματα ενος ιδιοφυους ανθρωπου.Τα
εργα εκεινα ειχαν μεγαλη ζητηση κι εβγαλε πολ-
λα χρηματα.Τα χρονια ειχαν περασει,ειχε κουρα-
στει,και σκεφτηκε να εγκαταλειψει εκεινη την
αναζητηση.Καποια στιγμη,ταυτοχρονα με τη
ζωγραφικη,ασχοληθηκε με τη γλωσσα τους,
Μια λεξη αλλοτε ηταν μονο ενα πραγμα,κι αλ-
λοτε ενα κειμενο,συχνα πολλες λεξεις αντιστοι-
χουσαν στο ονομα ενος πραγματος.Τα σχηματα
του λογου,η μεταφορα,η παρομοιωση,η μετωνυ-
μια,η συνεκδοχη ,ηταν ανυπαρκτα σ'αυτη τη
γλωσσα.Ειχαν διαφορετικα συστηματα γλωσσι-
κης εκφρασης.Σε καποια κειμενα επικρατουσε
αυστηρη λιτοτητα στα εκφραστικα μεσα .Σε
πολλα εργα τους οι λεξεις συνοδευονταν απο
ηχους,σχετικους η' και ασχετους με τη συνει-
θισμενην οημασια τους.Π.χ η λεξη ''αηδονι''
με το κελαιδισμα του αηδονιου η' με τους
χτυπους της καρδιας ενος μικρου παιδιου,πολ-
λες φορες οριζονταν και η ακριβης ηληκια του.
Ενα αφηγημα δμιουργειται,δειγμα δεξιοτεχνιας,
απο τη παραθεση φυσικων αντικειμενων.Ενα
παραδειγμα:δειχνουν ενα συννεφο,εχει σημασια
σε ποιο ακριβως σημειο τ'ουρανου,επειτα δει-
χνουν το κορμο μιας αμυγδαλιας,ειτε ολοκληρο
ειτε ενα συγκεκριμενο μερος του,στη συννε-
χεια δειχνουν ενα βραχο σ'ενα χερσο χωρα-
φι.Πολυ μεγαλη σημασια, σπουδαιοτητα, ε-
χει η σειρα με την οποια δειχνουν κατι,ο χρο-
νος μεσα στον οποιο το δειχνουν,η σχετικη
αποσταση που χωριζει τα αντικειμενα μετα-
ξυ τους,ο αριθμος των αφηγητων,αλλα και ο
αριθμος καθε φορα των θεατων η'των αναγνω-
στων,η αμεσοτητα η' οχι ,στη παρατηρηση,του
αναγνωστη-θεατη,εχουμε αφηγησεις των αφηγη-
σεων , ...
Εμαθε τοσο καλα τη γλωσσα τους,που καταφερε
να γραψει πολλες ιστοριες σ'αυτη,κι ακομη αυ-
το ,που πιο πολυ τον ενδιεφερε, να γραψει για
τη μητρικη του γλωσσα.Απεκτησε τετοιο κυρος
που τον καλεσαν πολλες φορες να δωσει διαλε-
ξεις στο μοναδικο Πανεπιστημιο της πολης με
κεντρικο θεμα ''τη θαλασσα''.Κατορθωσε να
πλουτισει το λεξιλογιο τους με καινουργιες λε-
ξεις,που προερχονταν απο τη δικη του γλωσσα.
Οπως:θαλασσα,γαλαζιο,ποντος,ιχθυς,πολυφλοι,
σβοιο,γλαρος,Ομηρος,Οδυσσεας,δελφινι,διχτυ,
παρα κοιλησιν νηυσι,Ελπηνορας,παραγαδι,υφα-
λος,πορτολανος,τρικυμια,γοργονα,Ιθακη,χτα-
ποδι,...
Συνεπεια αυτων των επιστημονικων εργασιων
του ηταν να διορισθει καθηγητης Γλωσσολογιας,
με αντικειμενο τη Γλωσσα του.και δημιουργηθη-
κε τεραστιο ενδιαφερον για κεινες τις σπουδες .
Απεκτησε τη συνηθεια,μετα τις ασχολιες της με-
ρας, να περπατα εξω,στην εξοχη, στο φως του
φεγγαριου, οταν ειχε φεγγαρι .Καθε φορα ,που
εκανε αυτη την εξοδο εχανε τη διαθεση ολο και
περισσοτερο να επιστρεψει.
Εκεινο το βραδυ δεν επεστρεψε.Ξυπνησε σε μια
παραλια,τα πευκα βουτουσαν τις ριζες τους στα
νερα της θαλασσας,που εκτεινονταν απεραντη.
Σιγα-σιγα μεσα σ'αυτο το τοπιο συνηλθε κι ειδε
τ'ασπρο συννεφο στο βαθος,λιγο πανω απ'τον
οριζοντα,να διαλυεται σ'ενα πληθος ασπρων
γλαρων,που πεταξαν μακρυα.Τοτε εψαξε στη
παραλια και βρηκε τα υπολειματα της φωτιας
που'χαν αναψει εκεινο το βραδυ .Η ψυχη του
αλαφρυνε.Πλαι στο στημενο κουπι στην αμμο
εκει, που χτυπαει το κυμα και φερνει το φως,
εκει θ'αναπαυονταν το σωμα του,οπως το επι-
θυμησε
.
.
.
Πιο μεσα στη θαλασσα στα νησια κι εδω
ηταν ο Οδυσσεας.
Οταν γυρισε απ'τον μεγαλο πολεμο της Τροιας
στο Θιακι και τελειωσε με τους μνηστηρες,εκαμε
οπως του ειπε ο Τειρεσιας.Περασε απεναντι στην
στερια της Ακαρνανιας,μπηκε στο εσωτερικο της
και με το κουπι στον ωμο ρωτουσε τους ανθρωπους
να του πουν τι ειναι αυτο,που κουβαλαει στον ωμο.
Κι αν εβρει ανθρωπο ν'απαντησει πως το κουπι
ειναι ξερο ξυλο και να αγνοει το αλατι εκει σ'εκεινο
τον τοπο να σταθμευσει και να θυσιασει.
[ Τα χρονια περασαν κι ισως ο Οδυσσεας να ειναι
εδω στον τοπο μας]
.
.
ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ
.
.
Ξεμπαρκαρε μετα απο χρονια ταξιδι σε μακρυνες θαλασσες.
Το παιδι του ειχε μεγαλωσει 17 χρονων παλληκαρι,η μεγαλυ-
τερη κορη παντρευτηκε,η δευτερη αρραβωνιασμενη και η τρι-
τη η μικροτερη μεγαλωσε εγινε κοριτσι της παντρειας.Γυριζε
απο το πρωι στη θαλασσα,πηρε τ'ακρογυαλια.Του φανηκαν ολα
αλλιωτικα.Ξηρα εκει που πριν υπηρχαν θαλασσινα νερα.Τρα-
βηχτηκε το νερο.Και τα δεντρα θυμονταν πως ηταν διαφορετι-
κα τοτε.Ουτε το αρμυρικι υπαρχει πια,ουτε το πευκο,στο νοτιο-
δυτικο ακρο του ορμου.Το μικρο ναυπηγειο στο αλλο ακρου
του ορμου νοτιοανατολικα,ο ορμος ειχε το σχημα μηνισκου,
ηταν παρατημενο,πετρες σκορπιες,ερειπιο,χρονια σταματησε
να λειτουργει οπως τον πληροφορησε ενας γερος θαλασσινος,
παλιος γνωστος,συντροφος στα γρι-γρι παλια,που τον βρηκε
να χτυπαει χταποδι μεγαλο στα βραχια να το γουλιασει.Ολα
γυρω του εμιαζαν αλλα,οχι ξενα,αλλα διαφορετικα,πως αλλα-
ζει ο καιρος τα πραγματα,τα παντα ,ανθρωπους και τοπια.Και
γινονται τα γεγονοτα, η ζωη ,ιστορια και μυθος.Μια διηγηση
για καποιον που υπηρξε και δεν υπηρξε,για καποιον ανωνυμο
μεσα στο πληθος,για εναν Κανεναν.Εναν Ουτις.''Ουτις'' ειπε,
και επανελαβε:''Ουτις.Εγω''.Τοτε καταλαβε τη πορεια της ζωης
του.Ολες τις πραξεις του.Τα παντα καθαρα.Εφυγε για τη θαλασ-
σα πριν χρονια ενας Καποιος και γυρισε ενας Κανενας.Τον
απορροφησε το ταξιδι και τον εβγαλε στο ακρογυιαλι του οπως
πετρα χαλικι που παρασερνει το κυμα και το αποθετει στην αμμο,
μικροσκοπικο κοκκο αμμου μεσα σε απειρους κοκκους αμμου.
Γυρισε σπιτι.Τον περιμεναν να φανε.Ειχαν τηγανισει μαριδα.
Εστρωσαν το τραπεζι κατω απ'τον ισκιο μιας ελιας μεγαλης
αρχαιας.Καθησαν.Του ευχηθηκαν :''Καλη Πατριδα Πατερα''.
Στις ελιες στη κληματαρια τα τζιτζικια τους συνοδευαν με τις
φωνες τους που κανενας; δεν ακουει και δεν συνειδητοποιει .
Μια ζεστη μερα τελος του Ιουλη.Ακουγονταν η θαλασσα να
ερχεται με κυματα συνεχως.Σηκωσε το κεφαλι ,τον κοιταζαν
ολοι.Τους κοιταξε κι αυτος.Και τοτε καταλαβε πως εγινε παλι
καποιος.Ενας.Αυτος.
.
.
ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ ΚΑΤΕΒΗΚΕ
ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
.
.
Στον κηπο βρεθηκε την ωρα που βραδυαζε,
ο ηλιος μια μεγαλη κοκκινη μπαλα επεφτε
μεσα στο τερμα των βουνων στο βαθος και
χανονταν.Τα δεντρα στο υψος του,λιγο ψηλο-
τερα,οι συκιες,οι ροδιες,οι μηλιες,τα κλιματα,
οι αχλαδιες και οι ελιες.Απ'τη μερια της ανατο=
λης ανεβαινε φως,και φανηκε το φεγγαρι γεμα-
το.Στο δυνατο αυγουστιατικο σεληνοφωτο
εβλεπε καθαρα,κι ακουγε τα πουλια στο
γυρισμα των υπνων τους,σιγανες φωνουλες
συγκοπτομενες,και καποιο συντομο τζιτζισμα
ενος κοιμισμενου τζιτζικιου που το ξυπνησε
η απαλη πιεση του φωτος του φεγγαριου,
ξεγελασθηκε πως ξημερωσε και τραγουδησε
για λιγο,επειτα καταλαβε και ξαναγυρισε στον
υπνο του.Ο κηπος ηταν στην κορυφη ενος χα-
μηλου λοφου,και κατηφοριζε με τις ελιες με-
χρι τη θαλασσα.Εβλεπε καθαρα και κατεβηκε
στη θαλασσα.Εκει ειχε μια μικρη παραλια με
λεπτη αμμο,δεκα μετρα περιπου μηκος και
πλατος τρια μετρα.Η παραλια ηταν περιορι-
σμενη στα ακρα της απο δισπαρτα βραχια
μεσα και εξω απ'το νερο σε μεγαλη εκταση.
Καθησε πανω στην αμμο στην μεση της παρα-
λιας.Κοιτουσε το φως που κυλουσε με τα κυμα-
τα αστραφτερο και εφτανε στα ποδια του.Εκλει-
σε τα ματισ του και το ενιωσε να χυνεται μεσα
του και να τον γεμιζει.
Αποκοιμηθηκε βαθεια σ'αυτη τη θεση.
.
.
ΟΔΥΣΣΕΙΑ-ΟΔΥΣΣΕΑΣ
ΤΑ ΛΙΜΑΝΙΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ
ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ:
ΛΙΣΑΒΩΝΑ-ΜΑΡΙΑ ΝΤΟΛΟΡΕΣ
.
.
''ηταν στη Λισαβωνα,που τη γνωρισα,ητανε ομορ-
φη πολυ,το χρωμα της ηταν μελαχροινο,τα ματια
μαυρα τεραστια,μετριο αναστημα,19 χρονων,την
ελεγαν Μαρια Ντολορες,στο μπουρδελο δουλευε
απο 15 χρονων,την ειχε παει στην μανταμ ο πατερας
της,την πουλησε για ενα μικρο ποσο,που του εδωσε,
μ'αυτο ταισε τα μικροτερα αδερφια της,εξι τον αριθ-
μο,κι εκεινη τους εστελνε χρηματα να βοηθησει,οσο
μπορουσε,ητανε εξυπνη κοπελλα,ειχε και χιουμορ,γε-
λουσε συχνα,κυματιστο γελιο,ξαφνικα σταματουσε,με
κοιτουσε ισια στα ματια,το προσωπο της σοβαρευε,πο-
σο μου αρεσε εκεινη η λυπημενη γλυκεια εκφραση στο
προσωπο της,λεφτα περα απο τα συμφωνημενα με την
μανταμ δεν μου ζητησε,με παρακαλεσε να μην της κα-
νω δωρα,δεν ηθελε,''τα δωρα''.ελεγε,''προκαλουν εξαρ-
τηση,κι εγω θελω να'μαι ελευθερη'',την καταλαβαινα
και σεβαστηκα τη θεληση της,παντα οταν το καραβι
εφτανε στη Λισαβωνα σ'αυτη πηγαινα,χαιρονταν πο-
λυ οταν μ'ξαναβλεπε,μ'αγκαλιαζε και με φιλουσε,επει-
τα ξεσπουσε σε λυγμους,ετρεμε ολοκληρη,προσπαθου-
σα να την ησυχασω,''φοβαμαι '',μου ελεγε,''μηπως
δεν ξαναρθεις,μηπως δεν σε ξαναδω,φοβαμαι τη
θαλασσα,μηπως γνωρισεις αλλη γυναικα και παν-
τρευτεις και μενα με ξεχασεις,με σιχαθεις,και δεν
θελεις να'χεις σχεση μαζι μου'',της επερνα το προ-
σωπο στα χερια μου,την κοιτουσα,ποσο αθωα μου
φαινονταν τα ματια της,ηρεμουσε,την εβγαζα βολ-
τα,περπατουσαμε με τις ωρες στους δρομους της
πολης,ενιωθε σαν μικρο παιδι,''ποτε δεν εκανα βολ-
τα οταν ημουν παιδι'',ελεγε ,''ουτε κι οταν μεγαλωσα,
με σενα πρωτη φορα βγηκα βολτα'',την πηγαινα σι-
νεμα,της αρεσαν τα μιουζικαλς,και οι ταινιες της
Μερελιν,σε εστιατοριο δεν ηθελε να παμε για φα-
γητο,προτιμουσε τα ζαχαροπλαστεια,επαιρνε συνη-
θως παστα σοκκολατα ,το καλοκαιρι ετρωγε παγωτο,
κρεμα -κακαο-φραουλα με σιροπι βισσινο,οσες μερες
εμενα στη Λισαβωνα δεν πηγαινε μ'αλλον πελατη,
ηταν μαζι μου συνεχεια,τα βραδια πηγαιναμε σε
κλαμπ,της αρεσαν πολυ τα φαντος,αγαπημενη της τρα-
γουδιστρια ηταν η Αμαλια Ροντριγκες,καποτε ειχαμε
παει σε μια συναυλια της,οταν γυριζαμε σπιτι,θυμα-
μαι,στο ταξι εγυρε στον ωμο μου και την ακουσα να
μου ψιθυριζει:''θελω να σ'αρεσει,ειναι η Λισαβωνα,
η Πορτογαλια'',της εσφιξα το χερι και το κρατησα με-
χρι,που φτασαμε σπιτι,στο κλαμπ χορευε ολη την ωρα,
που μεναμε εκει,εγω δεν σηκωνομουν για χορο ,δεν
ηξερα τους χορους τους,χορευε με διαφορους καβ-
βαλιερους,νεαρους που βρισκονταν εκει να διακεδα-
σουν,ηταν χαρμα να την βλεπεις πως χορευε,με τι παθος
και τι ρυθμο,μια θεα,αργα τη νυχτα μετα τα μεσανυχτα
γυρνουσαμε σπιτι,ξυπνουσαμε την αλλη μερα αργα το
μεσημερι,και την τελευταια νυχτα,πριν φυγω,ξενυχτου-
σαμε,ξημεροναμε,και δεν κοιμομασταν μεχρι να χωρι-
στουμε,''η καρδια μου θα σπασει'',μου ελεγε οταν ετοι-
μαζα τα πραγματα μου να φυγω,''θα γυρισω συντομα'',
της ελεγα,''μην φοβασαι'',ποτε δεν με συνοδευε ως το
καραβι,δεν ηθελε να δει το καραβι να απομακρυνεται,
να φευγει,''δεν το αντεχω,να το δω να χανεται'',ελεγε,
''και να σε παιρνει μαζι του,να μην σ'εχω'',εμενε ξαγρυ-
πνη στη καμαρα της στα σκοτεινα,ξαπλωμενη με τα ρου-
χα της στο κρεβατι μεχρι την αλλη μερα,
.
Φτασαμε στο λιμανι της Λισαβωνας,κατεβηκα απ'το κα-
ραβι κι ετρεξα να τη βρω, η μανταμ μου ειπε πως η
Μαρια-Ντολορες ειχε δυο μηνες που ειχε φυγει απο τη
Λισαβωνα,ταραχτηκα,κοπηκε η φωνη μου,τα ποδια μου
ετρεμαν,καταφερα να την ρωτησω που πηγε,μου ειπε:
''Στην Αμερικη'',''Στην Αμερικη;τι παει να κανει εκει;''
ρωτησα την μανταμ με αγωνια,δεν μου απαντησε αμε-
σως,σαν να δισταζε,την ξαναρωτησα:''Γιατι;Ποτε θα γυ-
ρισει;''''Δεν θα ξαναγυρισει'',μου ειπε η μανταμ,''παν-
τρευτηκε εναν Αμερικανο,πλουσιο,τραπεζιτη,τον γνωρι-
σε εδω στη Λισαβωνα,εκεινος την ερωτευτηκε,την πηρε
μαζι του στη Νεα Υορκη,στο Μανχαταν κι εκει παντρευ-
τηκαν,οπως μου τηλεγραφησαν.Αν θες να σου δωσω το
ονομα του και τη διευθυνση'',η μανταμ πηρε ενα χαρτι
να γραψει,της ειπα:''Ευχαριστω,μην την γραφεις,δεν υ-
παρχει λογος'', της αφησα ενα χαρτονομισμα κι εφυ-
γα,
Μετα απο ενα μηνα φταναμε στη Νεα Υορκη,ειδα τους
ουρανοξυστες του Μανχαταν,η καρδια μου σφιχτηκε,οσες
μερες μειναμε στο λιμανι δεν κατεβηκα απο το καραβι,ω-
σπου περασε ο καιρος ,που ειχαμε να μεινουμε και φυγα-
με''.
.
.
[ΟΔΥΣΣΕΙΑ-ΟΔΥΣΣΕΑΣ]
ΠΑΙΔΙΑ ΕΙΔΑΜΕ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ
.
.
ειδαμε τον Οδυσσεα,τα πρωινα εραβε τα διχτυα,
το μεσημερι ετρωγε,εριχνε ψωμι στους γλαρους.,ε-
κεινοι με τα φτερα τους τεντωμενα ισορροπουσαν
κι επαιρναν την τροφη,επειτα πετουσαν και ξαναρ-
χονταν,εμεις τα παιδια τον πλησιαζαμε.μας γνωρι-
ζε με τα μικρα μας ονοματα,ρωτουσε για τους πατερα-
δες μας,εμενα με συμπαθουσε πιο πολυ,καθομουν
πολλες ωρες μαζι του,αρχιζε τις ιστοριες,διαρκουσαν
ωρες,στα λογια του υπηρχαν λεξεις,φρασεις ,που δεν
γνωριζα τη σημασια τους,τον ρωτουσα και μου εξη-
γουσε:
[η τοι νοστος απωλετο πατρος εμοιο-ο γυρισμος για τον
δικο μου πατερα χαθηκε,
-επι νηα κατηλυθον ηδε θαλασσαν-κατεβηκαν στο καρα-
βι στη θαλασσα,-
βῆ δ᾿ ἴμεν ὥς τε λέων ὀρεσίτροφος ἀλκὶ πεποιθώς,
ὅς τ᾿ εἶσ᾿ ὑόμενος καὶ ἀήμενος, ἐν δέ οἱ ὄσσε
δαίεται: αὐτὰρ ὁ βουσὶ μετέρχεται ἢ ὀίεσσιν
ἠὲ μετ᾿ ἀγροτέρας ἐλάφους: κέλεται δέ ἑ γαστὴρ
μήλων πειρήσοντα καὶ ἐς πυκινὸν δόμον ἐλθεῖν-
και βγηκε σαν λιονταρι θρεμενο στα βουνα,γεμα-
το δυναμη,μεσα στη βροχη και τον αερα,και τα ματια
του βγαζουν φλογες,και πεφτει πανω σε κοπαδι
βοδια και σε κοπαδι προβατα και σ'ελαφια της ερη-
μιας,η πεινα του το σπρωχνει να φαει αρνια και
να πεσει πανω σε μαντρι,-
Ουτις εμοι γ'ονομα.Ουτιν δε με κικλησκουσι
μητηρ ηδε πατηρ ηδ'αλλοι παντες εταιροι-
Τ'ονομα μου ειναι Κανενας.Κανεναν, με καλουν
η μανα κι ο πατερας μου κι ολοι οι αλλοι συντροφοι
μου,-
νηπιοι αγροιωται,εφημερια φρονεοντες-μωροι αγριαν-
θρωποι ,για τα εφημερα νοιαζεσται,-
ουδε τις ημειων δυνατο κρατεροιο βιοιο
νευρην εντανυσαι,πολλον δ'επιδευεες ημεν-
ουδε καποιος απο μας καταφερε να τεντωσει τη
χορδη του δυνατου τοξου,αν και ασχοληθηκαμε
πολυ,-
ισχεο,παυε δε νεικος ομοιιου πολεμοιο-συνερθε,
παψε τη φιλονικια του εμφυλιου πολεμου],
ξεχνιονταν στις ιστοριες του,ζουσε τις καταστασεις
τους,οταν ηταν η ωρα,που εδυε ο ηλιος,σηκωνονταν
να φυγει και μας καληνυχτουσε,ως την αλλη μερα,το
ιδιο σκηνικο,καποια μερα τον πλησιασε μια γυναικα,
ηταν αγνωστη,δεν ηταν του τοπου μας,οταν τους ειδα-
με μαζι σταθηκαμε,και μειναμε σε καποια αποσταση,
απο εκει ακουγαμε τι λεγανε,οχι ολα,αποσπασματα,
η γλωσσα της γυναικας μας ηταν αγνωστη,ξενη,πιο
πολυ μιλουσε εκεινη,εκεινος ακουγε,απο την εκφρα-
ση,το υφος των λογων της καταλαβαιναμε,το νοημα,
ποτε μιλουσε θυμωμενα,ποτε γλυκα,τρυφερα,επειτα
η γυναικα εφυγε,περασε απο μπροστα μας,πολυ κον-
τα,τα χαραχτηριστικα της ηταν ξενικα,ομορφη,οταν
απομακρυνθηκε αρκετα τον πλησιασαμε,τον χαιρετη-
σαμε ,μας απαντησε μονολεκτικα χωρις να σηκωσει
το κεφαλι:''γεια'',μειναμε διπλα του,δεν μας μιλουσε,
σκεπτικος,εμεις δεν τον ενοχλησαμε,καθομασταν ησυ-
χα και κοιτουσαμε τα κυματα,εκεινα ερχονταν ορμη-
τικα,χτυπουσαν πανω στα βραχια και διαλυονταν
σ'αφρους,εκεινος παντα σκεπτικος εραβε τα διχτυα,
ξαφνικα διεκοψε τη σιωπη του κι ακουστηκε η φωνη του:
''οι ιστοριες και οι ανθρωποι ειναι σαν τα κυματα,ερχον-
ται,σπαζουν πανω στα βραχια σ'αφρους και διαλυονται'',
δεν καταλαβαμε τοτε τι ηθελε να πει,μικρα παιδια ειμα-
σταν,απειρα,πολυ αργοτερα,σαν μεγαλωσα,καταλαβα
τη σημασια εκεινων των λογων του
.
.
[ΟΔΥΣΣΕΑΣ]ODYSSEAS
ΤΑ ΒΟΣΚΟΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΣΤΗΝ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑ
ΣΤΟ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΜΕΡΟΣ ΞΗΡΑΣ ΤΟ ΞΗΡΟΜΕΡΟ
.
.
Πριν αναχωρησει για την μεγαλη ελληνικη εκστρατεια
ο Οδυσσεας επρεπε να τα κανονισει ολα στο νησι,και
τη διοικηση και τα οικονομικα,να δωσει κατευθυνσεις,
συμβουλες και οδηγιες,και για τα ποιμενικα νοιαστηκε,
πηγη πλουτου και αφθονιας για τη χωρα του,φωναξε
και μαζευτηκαν οι βοσκοι του,ολοι,μαζι τους και ο χοι-
ροβοσκος ο Ευμαιος,και τους ειπε σαν καλοσυνεψει ο
καιρος και γαληνεψει η θαλασσα να παρουν τα κοπαδια,
τα χιλιαδες αρνοπροβατα και τα χιλιαδες γιδια αιγο-
εριφια και τ'αμετρητα γουρουνια τους ασπρους και
λευκους τους σιβους χοιρους να τα κατεβασουν στους
αιγυαλους να τα φορτωσουν τα κοπαδια στα κοιλα στα
ισοζυγα καραβια με τη σειρα και σωα και ασφαλη να τα
περασουν απο νησι και σε νησι των Εχιναδων στον κλει-
στο και καλαρμενο κολπο του Αστακου,στην απεναντι η-
πειρηο γαιη στη ξηρα γη στο Ξηρομερο,οπως τοσα χρονια
απο τους προπαλαιους των προγονους εκαναν,επειτα να
προχωρησουν στα μεσογαια,''εκει τον τοπο κατοικουν οι
κομμωοντες Ακαρνανες ανθρωποι φιλοξενοι,υπερηφανοι
και συναμα τραχεις,ολιγομιλητοι,τα πρεποντα εκφραζουν,
δικοι μας φιλοι ειναι,εκει μεσα στα μερη τους ειναι καλοι
βοσκοτοποι,πληθος θαμνοι,φουντωτα πρασινα,πουρνα-
ρια κι ολο το χρονο ανθισμενες κουμαριες,ειναι δαση
απο πολλα δεντρα κι αρχαιες βελανιδιες,δικυπελλες,μ'α-
φθονο καρπο,ψαχνα βελανιδια,να φανε τα ζωα να χορτα-
σουν,και κατω στους ισκιους της βαλανιδιας φυωνται οι
δρακοντιες,πλατυφυλλα φυτα και βαθεια μεσα στη γη
εχουν στερεωμενη τη ριζα τους ,πατατα στο μεγεθος και
το σχημα,σκαβουν το κουφο το μαλακο χωμα με τα
μουσουδια τους τα γουρουνια και τις βρισκουν να τις φανε,
εκει σ'αυτο το μερος της ξηρας να μεινετε και να θρεψετε
τα κοπαδια να μεγαλωσουν να πληθυνουν και να αυγατη-
σουν στο κρεας και στο γαλα ,εκει να πηξετε τ'ασπρα τυρια
να τυροκομισετε να γαλαρισετε τα ζωα και να καμετε την
κουρα τους,ολα με τη σειρα στην ωρα τους,και με τα κοιλα
τα ευρυχωρα καραβια να εφοδιαζετε την πατριδα και τον
λαο της με κρεας και γαλα με τυροκομικα με δερματα και
μαλλια των ζωων για ρουχα κι ενδυματα στον αργαλειο,
να μη λειψει τιποτα απο τροφιμα κι αγαθα στα σπιτια μας
στο νησι''
.
.
ΟΔΥΣΣΕΙΑ
[ODYSSEA]
.
.
φανηκε στον οριζοντα ο Αινος το ψηλο βουνο της Κεφαλληνιας,
πλησιαζαμε στη πατριδα,χαρηκε ο Οδυσσεας το ειδαμε στα ματια
του και στις κινησεις του και στα λογια του,επεσε να κοιμηθει
και κοιμηθηκε γλυκα,εμεις αγρυπνουσαμε και μεσα στη βαθεια
νυχτα ηρθε ξαφνικη σφοδρη καταιγιδα,επεφτε νερο πολυ,γδαρτο
κι ο ανεμοστροβιλος ηταν μεγαλος,αναταραχη συνθεμελη,τα κυ-
ματα πελωρια,βουνα,ξυπνησε ο Οδυσσεας και πεταχτηκε απ'το σ-
τρωμα του,φωναζε δυνατα κι εδινε οδηγιες,στον καθενα ξεχωρι-
στα,παλεψαμε αγρια στο βουητο και στον χαμο,και μερικοι απο
μας χαθηκαν στα μαυρα νερα,κι αλλοι τρελλαθηκαν,εχασαν τα
μυαλα τους και κλαυθμηριζαν αναρθρα,σαν μικρα παιδια τρε-
μανε,περασε η κακοκαιρια και μειναμε αδυνατοι κι απνοοι,αλλα-
λιασμενοι,και καθαριζοντας η ατμοσφαιρα καταλαβαμε πως απο-
μακρυνθηκαμε πολυ απο τη πατριδα,ποιος ξερει που ειμασταν,
και χαθηκαμε,εκεινος τοτε μας μαζεψε κοντα του,και με σταθερη
φωνη μας εδωσε κουραγιο και δυναμη,να κουμανταρουμε το κα-
ραβι,και να διορθωσουμε τις καταστροφες,που εγιναν,στα καταρ-
τια,στα πανια και στα ξυλα του,και οταν βραδυασε μπηκαμε σε
βαθυ ησυχο κολπο κι αραξαμε να περασουμε τη νυχτα,μην πα-
θουμε τα ιδια,και ξημερωνοντας η αλλη μερα ανοιχτηκαμε στη
θαλασσα,ο Οδυσσεας ηταν σκεπτικος, κοιτουσε τους χαρτες του
και υπολογιζε τις θεσεις των αστεριων στον ουρανο και κανονιζε
τη ροτα μας,και ετσι ταξιδευαμε στον ασπρο κι απεραντο ποντο
τρεις μερες και καποτε ειδαμε ξηρα και πλησιασαμε,μπηκαμε σε
κλειστο κολπο,στο βαθος,στην ακρη του ηταν λιμανι,εκει δεσα-
με το καραβι,εμεις οι ναυτες βγηκαμε στη κωμοπολη να προμη-
θευτουμε τροφιμα και ποσιμο νερο,τι ειχαμε ξεμεινει απο τροφιμα
και ποσιμο νερο,πηγαμε και σε γυναικες ,τι πολυ καιρο ειχαμε,που
δεν αγγιξαμε γυναικα και λαχταρουσαμε,στο λιμανι ηταν αραγ-
μενο κι ενα αλλο καραβι, που κατεβαινε απ'τον Ευξεινο ποντο φορ-
τωμενο σιταρι,με τους ναυτες του πιασαμε φιλια και γλεντησαμε
παρεα στα ταβερνεια της παραθαλασσιας πολιχνης,γυρισαμε μεθυ-
σμενοι στο πλοιο το πρωι οταν καθαριζε η μερα το φως,ζητησαμε
τον Οδυσσεα,και δεν πηραμε αποκριση,τον ψαξαμε παντου,δεν τον
βρηκαμε,φωναξαμε δυνατα τ'ονομα του,τιποτα δεν ακουσαμε,αφαν-
τος,και τοτε πολυ λυπημενοι βγηκαμε στη πολη και ρωτησαμε,αν
καποιος τον ειχε δει,κανενας δεν τον συναντησε,πηραμε τοτε και
πολλους κατοικους,που γνωριζαν τα μερη και τον γυρεψαμε σ'ολες
τις ακρογυαλιες της περιοχης,σπιθαμη προς σπιθαμη,και στα βρα-
χια ,και δεν τον βρηκαμε,τον γυρεψαμε και στα ξηρα χωματα,στα
χωραφια,και στα μαντρια των βοσκων,και στα γυρω υψωματα ,και
δεν τον βρηκαμε,και την αλλη μερα τον γυρεψαμε,και την παραλλη
και δεν τον βρηκαμε,γυρνουσαμε στο καραβι κι ησυχια δεν ειχαμε,
ουτε υπνο,φαγητο μπουκια δεν κατεβαινε,πολυ ειμασταν λυπημενοι
κι απελπισμενοι,και την τριτη μερα της αναζητησης γυρνωντας περα-
σμενη νυχτα στο καραβι ειδαμε αμυδρο φως στη καμαρα του,τρεξα-
με με τη ψυχη στο στομα,χτυπησαμε τη πορτα,ανοιξε η πορτα,ηταν
εκεινος,πεσαμε σαν τρελλοι πανω του,τον αγκαλιαζαμε,τον φιλου-
σαμε,κι εκεινος με σταθερη φωνη μας καθησυχασε,να παμε στα
κρεβατια μας να κοιμηθουμε,να ξαποστασουμε,τι εχουμε ταξιδι,
ξημερωνοντας η αλλη μερα πολυ πρωι ξεκιναμε,ετσι ειπε κι εμεις
τον ακουσαμε
.
.
ΕΚ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ
.
.
γονατισε στην αμμο και με το δαχτυλο του δεξιου χεριου σκαλισε
το σωμα ενος γλαρου,επειτα κλεινοντας τα ματια περιμενε,μεχρι,
που ακουσε το ανοιγμα των φτερων και το πεταγμα του πουλιου,
επειτα σηκωθηκε και μας πλησιασε.''Ειδατε''ειπε,''Μην πειτε πως
ηταν οφθαλμαπατη''.Κουνησαμε το κεφαλι ,συνενεσαμε.''Ειδαμε''
Τοτε,για πρωτη φορα μετα απο πολυ καιρο,τον ειδαμε να χαμογε-
λαει,επειτα παλι σοβαρεψε.''Αυτο το φως.Μας ταξιδευει'',τον ακου-
σαμε,''Αυτη η ελαχιστη κινηση'',σιγανα,ψιθυριστα μιλησε,σαν να
μιλουσε στον εαυτο του.
Απομακρυνθηκε.Μια κουκιδα.Χαθηκε.
Εμεις συνεχισαμε τη δουλεια στο καραβι,εκανε ζεστη,αργοτερα στο
περασμα της μερας φυσηξε μεσα απ'τη θαλασσα αερακι και δροσε-
ρεψε η ατμοσφαιρα.
Ετοιμασθηκε το φαγητο να φαμε,διαφορα ψαρια,που πιασαμε στα
διχτυα.Ηταν την ωρα,που η μερα εσμιγε με τη νυχτα.
Φαγαμε.
Εκεινος επεστρεψε.Στα χερια του κρατουσε εναν αψυχο ασπρο
γλαρο.Δεν τον ρωτησαμε,που τον βρηκε και γιατι τον εφερε.
Περασε απο μπροστα μας,συριζα στη γραμμη ,που χτυπαει απαλο
το νυχτερινο κυμα.Δεκα μετρα πιο περα σταθηκε.Εκει σ'εκεινο το
σημειο γονατισε.Με τα χερια του εσκαψε στην αμμο κι εθαψε το
νεκρο πουλι.
Εμεινε ακινητος.Ακουγαμε.Μας φανηκε πως εκλαιγε.
Οταν σηκωθηκε,ηρθε κοντα μας,καθησε να φαει.
Αμιλητος.
Τελειωσε το φαγητο,μας καληνυχτησε κι εκεινη τη νυχτα δεν ανε-
βηκε στο καραβι να κοιμηθει,οπως συνειθιζε.Ζητησε να του φερου-
με σκεπασματα να κοιμηθει εξω στην αμμο.Εκει του στρωσαμε.
Εμας μας ειπε,οταν θελησουμε να κοιμηθουμε,να παμε στο
καραβι.
Η νυχτα φωτισθηκε με μεγαλο φεγγαρι.
Απο το καραβι τον βλεπαμε ξαπλωμενο στην ακτη μεσα στο αση-
μενιο φως.Σαν μεγαλο ψαρι μας φανηκε,που λαμπυριζαν τα λεπια
του και φωσφωριζε
''Η' σαν γλαρος,που ολημερα ταξιδευε και τωρα κουρασμενος επε-
σε να κοιμηθει'' καποιος απο μας ειπε.
''Βλεπετε,πως ασπριζει στο μερος,που κοιμαται''
Κοιταξαμε.
Επειτα πηγαμε να ξαπλωσουμε.
Μεσα σ'εκεινο το φως κοιμηθηκαμε.
Ησυχια.
Γαληνη.
.
.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΞΙΣΤΟΡΕΙ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΣΤ'ΑΚΡΟΓΥΑΛΙ,ΠΟΥ ΜΕΙΝΑΜΕ
.
.
σταματησαμε το ταξιδι στη θαλασσα,νυχτωναμε,ο ηλιος βουτουσε στα
νερα κοκκινος και χανονταν,αραξαμε το καραβι στον κολπο και κατεβη-
καμε στο ακρογυαλι,μια μεγαλη μακρια και πλατια αμμουδαρια,απο τις
τρεις πλευρες της την εκλειναν τρεις χαμηλοι λοφοι,σκορπισαμε στη
γυρω περιοχη να μαζεψουμε ξυλα κι αν βρουμε να κυνηγησουμε κανενα
αγριογουρουνο,γυρισαμε χωρις κυνηγι κι αναψαμε φωτια να ζεσταθουμε
και να ετοιμασουμε να φαμε,ψαρια,που πιασαμε στα διχτια,καθησαμε
ολοι γυρω απ'τη φωτια και φαγαμε,οταν τελειωσαμε ο Οδυσσεας αρχι-
σε να μας εξιστορει:''ο πατερας μου ηταν στην αρχη απλος ναυτικος σε
αλλον,σ'ενα αδερφο της μανας μου τρανο καραβοκυρη,χρονια ταξιδευε
με το καραβι του,εκανε οικονομιες και ναυπηγησε ενα δικο του καραβι,
μ'αυτο ταξιδευε στον kοσμο,τριαντα χρονια παλευε με τα κυματα και
παντα ξεφευγε και σ'ενα ταξιδι ναυαγησε,τον σκεπασε η θαλασσα και
τον εφαγαν τα ψαρια'',σταματησε τη διηγηση του,γυρισε το κεφαλι
προς τη θαλασσα,αρπαξε με το δεξι του χερι ενα βοτσαλο και το πεταξε
με δυναμη στα νερα της,ακουσαμε τον χτυπο του στα νερα,''διωχνω τα
ψαρια,που τρωνε το κορμι του''ειπε,εμεις δεν απαντησαμε,''αυτο ομως
δεν ειναι δικιο κι εμεις τα τρωμε'',γυρισε και μας εδειξε τα υπολοιματα
του φαγητου μας και μας κοιταξε εναν-εναν στα ματια ξεχωριστα,''ο πα-
τερας μου'',συνεχισε,''ειχε σ'ενα ταξιδι του γνωρισει μια γυναικα,μ'αυτη
αποκτησε ενα παιδι,μια κοπελα,τωρα 30 χρονων περιπου,ποτε δεν μου'πε
ουτε τ'ονομα της,ουτε τον τοπο,που ειναι'',σταματησε μια στιγμη,''μου'δω-
σε μονο μια φωτογραφια της,και την εχω εδω μαζι μου'',εψαξε στη με-
σα τσεπη του σακακιου του,την βρηκε και μας την εδειξε,η φωτογραφια
εδειχνε μια κοπελα μ'ασπρο φορεμα,στην αυλη ενος σπιτιου,μπροστα
απο τη πορτα,''ο φοβος μου παντα ηταν μην βρισκονταν σε καποιο πορ-
νειο,και μεσα στο χαμηλο φως δεν την γνωριζα και πηγαινα μαζι της'',
εσκυψε το κεφαλι,τη φωτογραφια την εβαλε παλι στη τσεπη του,''μη-
πως κανεις απο σας την ειδε σε καποιο λιμανι ;''ρωτησε,σηκωσε ο κε-
φαλι και μας κοιταξε μεσα στα ματια εναν -εναν ξεχωριστα,ειπαμε οχι,
δεν την ειχαμε δει,πρωτη φορα τη βλεπαμε ,στη φωτογραφια,πουθενα
αλλου,μια αγνωστη ητανε,επειτα,που να θυμομαστε τις γυναικες,που
πηγαιναμε μαζι τους,τοσες πολλες ητανε,επειτα τις αλλαζαν,ποτε δεν
βρησκαμε τις ιδιες,στη θεση τους εφερναν αλλες,εμας ουτε μας ενοι-
αζε,ουτε ποιες ηταν,ουτε ποια τα ονοματα τους,ουτε απο που καταγον-
ταν,κουβεντα δεν πιαναμε μαζι τους,μια συναναστροφη της σαρκας
με τη σαρκα ηταν,περισσοτερο δεν διαρκουσε η επαφη,τι να μαθαινα-
με,εκεινη την ωρα απο το ανατολικο μερος περα μακρια απο εκει,που
τελειωνει,αν πουθενα τελειωνει,η θαλασσα βγηκε το φεγγαρι, πανσε-
ληνο,τεραστιο,φαινονταν σαν να'ταν κοντα μας,αν απλωναμε τα χερια
μας θα τ'αγγιζαμε,ο Οδυσσεας σηκωθηκε κι απομακρυνθηκε απο τη
συντροφια μας,προχωρησε στη θαλασσα και μπηκε μεσα στα νερα με
τα ρουχα,τον ακουσαμε,που κολυμπουσε,ειδαμε τα νερα να σηκωνον-
ται φωτεινα και να σκορπιζουν σταγονες ,μετα δεν ακουγαμε τιποτα,
οταν γυρισε ειχαμε αποκοιμηθει διπλα στη φωτια ετσι πολυ κουρασμε-
νοι,που ειμασταν μερες ,ξυπνησαμε,εβγαλε τα βρεγμενα ρουχα κι εβα-
λε αλλα στεγνα,καθισε λιγο στη φωτια να ζεστανει το κορμι του κι
υστερα ξαπλωσε να κοιμηθει,σκεπαστηκε και κοιμηθηκε,ησυχια,μο-
νο το κυμα ακουγονταν,να ερχεται και να φευγει,παλι να ερχεται και να
φευγει,επιμονο,κατω απ'το φως του φεγγαριου,που ερημο και μονο τα-
ξιδευε πανω απ'τις πολυπαθες ψυχες μας σε θαλασσα και σ'ουρανο
.
.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ:ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΣΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ
.
.
ειδαμε τους γλαρους,σαν φιλους,σαν συντροφους τους ειδαμε,
στα κυλισματα των νερων,στο ξαναγυρισμα του χρονου,τους
αφησαμε στα βραχια να ξαποστασουν,κι υστερα ν'ανεβου κιν να
πεταξουν μπροστα, γυρω-γυρω μας και πισω απο τη βαρκα μας,
καθως ξαναπιασαμε το ταξιδι στη θαλασσα για την επιστροφη
στη πατριδα
αραξαμε σ'ενα λιμανι στη νοτιο θαλασσα,βαθυς κολπος,απριλης
μηνας,θα μεναμε λιγο καιρο,θα εφοδιαζαμε το καραβι με τροφι-
μα,τι ειχαμε ξεμεινει,υστερα θα κινουσαμε παλι,μια βραδια
σ'ενα μπαρ στο λιμανι γνωριστηκαμε με μια παρεα ντοπιων,συν-
νενοουμασταν στην αγγλικη γλωσσα,γρηγορα γιναμε μια παρεα,
γελια ,φωνες ,πειραγματα,κουβεντες για γυναικες,οπως συνη-
θιζουν να κανουν οι ναυτικοι στις παρεες τους,ενας αναμεσα
τους,που ξεχωριζε,στην ηληκια μεγαλυτερος και στη φυσιογνω-
μια ξεχωριστος,ειπε πως θελει να διηγηθει στους ξενους,σε
μας,μια ιστορια,μια περιπετεια ενος ανθρωπου στη θαλασσα,τι
περασε,τι ειδε,τι γνωρισε και τι επαθε στο ταξι δι του,κι
αρχισε να λεει,να ονοματιζει τους τοπους,που βρεθηκε και
τι συνεβηκε σ'αυτον και στους συντροφους του,και πως πολ-
λους ανθρωπους γνωρισε κι εμαθε γι'αυτους,τις ασχολιες τους,
τις ιδεες τους,τα πολιτικα τους,και τους νομους,που διοικου-
σαν την ζωη τους,συνεχισε να λεει την ιστορια,και τοτε ενας
απο τους συντροφους αναμεσα μας ψιθυρισε και τ'ακουσαμε
ολοι:''ειναι τυφλος,δεν βλεπει'',ειδαμε καλυτερα,ειχε δικιο,
ο αφηγητης ηταν πραγματι τυφλος,ακινητα τα ματια του,θολα,
σβησμενα στις κογχες τους,οταν εκεινος ο ανθρωπος σταματησε
να λεει την ιστορια,ενα μερος της,ειχε περασει η ωρα,περα-
σμενα μεσανυχτα,ωρα να γυρισουμε στο καραβι,τους αποχαιρε-
τησαμε κι ορισαμε να συναντηθουμε τ'αλλο βραδυ στο ιδιο με-
ρος,φτασαμε στο καραβι κι ετοιμαζομασταν να παμε για
υπνο,οταν ο Οδυσσεας μας ειπε να μαζευτουμε στο καταστρωμα,
ηθελε να μας μιλησει για ενα σοβαρο ζητημα,ηταν επειγον,
στο αμυδρο φως της νυχτας μολις,που ξεχωριζαμε το προσωπο
του,μας ειπε να μην πιστευουμε εκεινον τον ανθρωπο,που μι-
λησε στο μπαρ,ενας ψευτης ηταν,ενας θαρσυς,ενας απατεωνας,
ψευτιες κατασκευασματα της φαντασιας του οσα ειπε,αυτο ει-
ναι ιδιον των τυφλων ανθρωπων,δεν βλεπουν και την αδυναμια
τους την ξεπερνουν με φανταστικα πραγματα και φτιαχτες διη-
γησεις,μια διαστροφη να κοροιδεψουν,''να εκδικηθουν για
την αναπηρια τους τους κανονικους,τους φυσιολογικους ανθρω-
πους''ειπε,τα διαστρεφουν ολα,τα αληθινα τα λενε ψευτικα,και
τα ψευτικα αληθινα,ολα οσα ειπωθηκαν αποψε ολα ηταν καθαρη
φαντασια,αυτα ειπε για κεινον,πριν τον ρωτησουμε,ειχαμε
μεγαλη απορια,πως ηξερε πως ηταν τα λογια του εργα της
φαντασιας του,επινοηματα,αφου αφορουσαν,ειχαν σχεση με τον
ξενο τοπο και μ'αλλους διαφορετικους ανθρωπους απο εμας,
μ'αλλα διαφορετικα ηθη και εθιμα,και φυσικα ειχαν τις δι-
κιες τους ιστοριες,τους δικους τους μυθους,κι επειτα,δεν
προλαβαμε να του πουμε,πως σε καποια χωρα,που ειχαμε βρεθει
τον προηγουμενο χρονο,εκει οι ανθρωποι ζουν καιχρησιμοποιουν
αντιστραμενες τις ιδεες,πιστευουν τα φανταστικα τα κατα-
σκευασμενα πραγματα σαν αληθινα σαν πραγματικα,κι αυτα,που
εμεις θεωρουμε αληθινα και πραγματικα εκεινοι τα θεωρου-
σαν ψευτικα ,μη πραγματικα,π.χ πιστευουν πωςη γη στηρι-
ζεται πανω στο καβουκι μιας χελωνας,κι αυτη η χελωνα με τη
σειρα της στηριζεται πανω στο καβουκι μιας αλλης,κι αυτο
συμβαινει στο απειρο,απειρες χελωνες πανω σε απειρες χελω-
νες,αυτο το πιστευαν αληθινο,πως ετσι ειναι,πραγματικο,
η αλανθαστη κοσμοθεωρια τους,και την ιδια στιγμη μια καρε-
κλα,που πανω της καποιος καθεται,η'ειχε καθησει,η' θα κα-
θονταν,την θεωρουσαν φανταστικο αντικειμενο,ψευδαισθηση,
επισης τη συνειθισμενη διακριση του χρονου σε παρελθον-
παρον-και μελλον δεν την παραδεχονταν,δεν ισχυε γι'αυτους,
υπηρχε μονο το παρον,σ'αυτο το παρον,τον χρονο-τωρα, δεν
ειχαν την αναμνηση του παρελθοντος,του περασμενου χρονου,
ουτε την προσμονη του μελλοντος,του χρονου,που ειναι να
ερθει,οτι συνεβαινε τωρα δεν ειχε αιτια,απο καπου,ουτε
επιδραση,προς καπου,αυτα θα του λεγαμε,και αλλα πολλα,
αν δεν τον ακουγαμε να μας λεει,με σοβαρη φωνη,να παμε
να κοιμηθουμε να ξεκουραστουμε γιατι αυριο ξημερωνοντας
θα σηκωναμε αγκυρα και θα φευγαμε,πηραμε οτι ηταν απα-
ραιτητο να παρουμε,εφοδιασαμε το καραβι με τα αναγκαια,
και δεν ηταν ωρα,δεν ειχαμε χρονο,για χασιμο,για ανοητη
καθυστερηση,αυτα ειπε κι εμεις τ'ακουσαμε,υπακουσαμε,δεν
ειχαμε ορεξη,ουτε δυναμη για αντιρρησεις κι αντιλογους,
αλλωστε τι μας ενδιεφερε τι ηταν,τι θεωρουνταν αληθινο
η' ψευτικο ,εμεις ειμασταν ανθρωποι πρακτικοι,απλοι,δεν
βαραιναμε το κεφαλι και τη σκεψη μας με τετοιους συλλογι-
σμους,εμπιστευομασταν αυτα,που ξεραμε καλα,αυτα,που ει-
χαμε δοκιμασει,την εμπειρια μας,αυτη ηταν η πυξιδα μας,
κι αυτη ακολουθαμε στο ταξιδι μας
.
.
απο το Ημερολογιο του Οδυσσεα
.
[Δευτερα,μεσημερι]
αρχισε να βρεχει,φανηκε απ¨το πρωι ο καιρος,η Ελενη
γυρισε μουσκεμα,ειχε βγει για ψωνια,αλλαξε ρουχα,μετα
τηγανισε τις μαριδες να φαμε,τα παιδια σε λιγο θα γυρι-
ζαν απ'το σχολειο,πηγα στο παραθυρο,ομιχλη ειχε καλυ-
ψει το λιμανι και τη θαλασσα,γυρισα στην Ελενη,ετοι-
μαζε το τραπεζι,ασπρο τραπεζομαντηλο,ο δισκος με τα
τηγανισμενα ψαρια στη μεση,ψωμι,μια πηλινη πιατελα
με βρασμενα αγρια χορτα,πεντε πιατακια γυρω-γυρω,σε
καθε καρεκλα,δυο για μας και τρια για τα παιδια,ενα μπου-
καλι κοκκινο κρασι,μια κανατα με νερο,πεντε γυαλινα
ποτηρια,πεντε πιρουνια,χαρτοπετσετες,αρχισα να της λεω
για εκεινη την ομιχλη στη Λισσαβωνα,που μας κρατησε
δεμενους στο λιμανι,ακινητοποιημενους για ενα μηνα πε-
ριπου,πριν χρονια,τοτε ακουσα τα τραγουδια τα φαντος,
ακουστηκαν στην αυλη οι φωνες των παιδιων,μπηκαν
στο σπιτι,λαχανιασμενα απ'το τρεξιμο να μην βραχουν,
η μικρη ηρθε κοντα μου και με φιλησε στο μαγουλο,
απ'τα βρεγμενα μαλλια της ετρεξαν σταγονες νερου
βροχης και κυλησαν στο μετωπο μου,κι απο'κει στα
ματια μου.
.
.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ
.
Η Πηνελοπη δεχτηκε τον τελευταιο πελατη,εναν νεαρο στρατιωτη,
πρωτη φορα τον εβλεπε,δεν ειχε παει μαζι του αλλη φορα,τον
περιποιηθηκε,οχι να τον εχει μονιμο πελατη,ο μονιμος πελατης
σ'αυτο το επαγγελμα δημιουργει εξαρτησεις και ως εκ τουτου
παθη και πολλα κακα επονται,αλλα ηθελε να τον ευχαριστησει,
δεν δεχτηκετα χρηματα που της εδωσε,του τα γυρισε πισω,θα τα
χρειαζονταν να βγαλει εξω το κοριτσι του,ισως ειχε κοριτσι και του
εκανε τη δυσκολη,κι αν δεν ειχε κοριτσι γρηγορα θ'αποκτουσε,ηταν
ομορφο και γεροδεμενο παιδι,μεχρι να δωθουν τα κοριτσακια στους
αντρες ,αυτες οι γυναικες,''σαν εμενα''σκεφτηκε,ειναι χρησιμες,
χαμογελασε,οι αλλοι πιστευουν πως κλεινεται με τις ωρες και
υφαινει στον αργαλειο εκεινο το ''περιφημο''ατελειωτο χαλι,
και θελουν αυτο να το πιστευουν,ιδιοτελεις και συμφεροντολογοι
που ειναι,αν και το εβγαλε στη φορα εκεινος ο αργοσχολος ποιητης,
πως οτι υφαινει τη μερα το ξυφαινει τη νυχτα,απιστη γυναικα,και
το μονο που κανει τη νυχτα ειναι να συνευρισκεται με διαφορους
αντρες και μαλιστα επι χρημασι,κοινη γυναικα,και τι εχει αυτη να
φοβαται,τους απατεωνες μνηστηρες τους νοιαζει το συμφερον τους,
να τρωνε ,να πινουν και να σπαταλανε το βιος του Οδυσσεα,κι ο
Οδυσσεας,οπως φαινεται,δεν εχει σκοπο να γυρισει πισω,στο σπι-
τι του,καπου ,ισως,καλοπερναει,παντα ενας γυναικας ηταν,η' ισως
μπορει να χαθηκε,στη θαλασσα η¨σε ανθρωπους,τελειωμενη ιστορια,
ο Τηλεμαχος ειναι ακομα παιδι,δεν καταλαβαινει,και τον δικαιολογει,
εχει ιδανικα,ιδεες για καλυτερη ζωη ,δικαιοτερη κοινωνια,ιδεες περι
του Ορθου,περι του Δικαιου,περι της Αλληλεγγυης,περι της Ισοτητας,
απραγο παιδι,αθωο,απειρο,αφελες,δεν ξερει την πραγματικη ζωη,δεν
εχει καει,οπως ολοι οι νεοι της ηληκιας του ομειρευεται εναν κοσμο
αγγελικα πλασμενο,σιγα-σιγα θα μαθει και θα συνειθισει ,θα συμβι-
βαστει κι αυτος οπως και τοσοι αλλοι,επειτα ,τι να σου κανει,ειναι νεα
ακομα,μικρο κοριτσι 15 χρονων την ζητησε απο τον πατερας της ο Οδυσ-
σεας και την πηρε γυναικα του,κινησε αμεσως εγγυος ,μολις γεννηθηκε
ο Τηλεμαχος,μωρο ηταν λιγων μηνων,πηγε στον πολεμο,απο τοτε περασαν
18 χρονια,ειναι 34 χρονων,νεα γυναικα,στα πριμα της,ο πολεμος τελειωσε,
ετσι ειπε ο ποιητης,8 χρονια πριν,νικηφορος και μαλιστα με σχεδιο δικο του,
κι ο αντρας της δεν γυρισε,οχι δεν θα φαει τα νιατα της ,θα τα γλεντησει,κι
ας γραφουν οτι θελουν οι ποιητες,κι ας λενε οτι θελουν οι ηθικολογοι,αυτοι
οι υποκριτες,κι ας την εικονιζουν οπως θελουν,το κορμι της ειναι ομορφο
και καλοφτιαγμενο,αρμονικο,διαφημιση θα της κανουν,επειτα ισχυρη γυναι-
κα ειναι,δεν ειναι καμια αδυνατη,εχει εξουσια στα χερια της,του δεσμευειν
και λυειν,δεν θα δωσει σε κανεναν λογαριασμο,ας κοιταζουν τις δουλειες
τους,αυτα σκεφτονταν,οπως καθε βραδυ,κι ετοιμασθηκε να κοιμηθει,αυριο
αλλη μερα θα ξημερωσει με τα προβληματα της
.
.
ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ
.
.
Ξεμπαρκαρε μετα απο χρονια ταξιδι σε μακρυνες θαλασσες.
Το παιδι του ειχε μεγαλωσει 17 χρονων παλληκαρι,η μεγαλυ-
τερη κορη παντρευτηκε,η δευτερη αρραβωνιασμενη και η τρι-
τη η μικροτερη μεγαλωσε εγινε κοριτσι της παντρειας.Γυριζε
απο το πρωι στη θαλασσα,πηρε τ'ακρογυαλια.Του φανηκαν ολα
αλλιωτικα.Ξηρα εκει που πριν υπηρχαν θαλασσινα νερα.Τρα-
βηχτηκε το νερο.Και τα δεντρα θυμονταν πως ηταν διαφορετι-
κα τοτε.Ουτε το αρμυρικι υπαρχει πια,ουτε το πευκο,στο νοτιο-
δυτικο ακρο του ορμου.Το μικρο ναυπηγειο στο αλλο ακρου
του ορμου νοτιοανατολικα,ο ορμος ειχε το σχημα μηνισκου,
ηταν παρατημενο,πετρες σκορπιες,ερειπιο,χρονια σταματησε
να λειτουργει οπως τον πληροφορησε ενας γερος θαλασσινος,
παλιος γνωστος,συντροφος στα γρι-γρι παλια,που τον βρηκε
να χτυπαει χταποδι μεγαλο στα βραχια να το γουλιασει.Ολα
γυρω του εμιαζαν αλλα,οχι ξενα,αλλα διαφορετικα,πως αλλα-
ζει ο καιρος τα πραγματα,τα παντα ,ανθρωπους και τοπια.Και
γινονται τα γεγονοτα, η ζωη ,ιστορια και μυθος.Μια διηγηση
για καποιον που υπηρξε και δεν υπηρξε,για καποιον ανωνυμο
μεσα στο πληθος,για εναν Κανεναν.Εναν Ουτις.''Ουτις'' ειπε,
και επανελαβε:''Ουτις.Εγω''.Τοτε καταλαβε τη πορεια της ζωης
του.Ολες τις πραξεις του.Τα παντα καθαρα.Εφυγε για τη θαλασ-
σα πριν χρονια ενας Καποιος και γυρισε ενας Κανενας.Τον
απορροφησε το ταξιδι και τον εβγαλε στο ακρογυιαλι του οπως
πετρα χαλικι που παρασερνει το κυμα και το αποθετει στην αμμο,
μικροσκοπικο κοκκο αμμου μεσα σε απειρους κοκκους αμμου.
Γυρισε σπιτι.Τον περιμεναν να φανε.Ειχαν τηγανισει μαριδα.
Εστρωσαν το τραπεζι κατω απ'τον ισκιο μιας ελιας μεγαλης
αρχαιας.Καθησαν.Του ευχηθηκαν :''Καλη Πατριδα Πατερα''.
Στις ελιες στη κληματαρια τα τζιτζικια τους συνοδευαν με τις
φωνες τους που κανενας; δεν ακουει και δεν συνειδητοποιει .
Μια ζεστη μερα τελος του Ιουλη.Ακουγονταν η θαλασσα να
ερχεται με κυματα συνεχως.Σηκωσε το κεφαλι ,τον κοιταζαν
ολοι.Τους κοιταξε κι αυτος.Και τοτε καταλαβε πως εγινε παλι
καποιος.Ενας.Αυτος.
.
.
Απο το Ημερολογιο του Οδυσσεα-Τρια Περιστατικα με την Κιρκη
.
.
-μεσημερι-η μερα ειναι ζεστη,η Κιρκη κατεβηκε για μπανιο
στη θαλασσα,πηρε και τα παιδια μαζι της,απο'δω που καθομαι
στο κηπο στο τραπεζι κατω απο τον ισκιο της μουριας ακουω τις
φωνες τους,ποτε μοναχες λεξεις ,ποτε ολκληρες φρασεις,και πολυ
συχνα επιφωνηματα και γελια
-βραδυ-η Κιρκη κοιμαται διπλα μου,ακουω την αναπνοη της,
ηρεμη,ησυχη,μ'ακουμπαει ο αριστερος της ωμος,δροσερος,
και το αριστερο της ποδι,ζεστο,
απο τ'ανοιχτο παραθυρο δεξια,βλεπω εξω στη νυχτα τα φυλλα της συ-
κιας να μεταφερνουν το αργυρο φως του φεγγαριου,εδω εκει πιο περα
πιο ψηλα πιο κατω,ειναι σαν ν'αναπηδαει το φως,σαν παιδικο παιχνιδι,
μια στο'να φυλλο μια στ'αλλο φυλλο,και σε πολλα μαζι φυλλα,μια φως
μια σκοταδι,
ακουω,ισα που ακουω το θροισμα των φυλλων
-πρωι-η Κιρκη απλωνει να στεγνωσουν στον ηλιο τα πλυμενα ρουχα στο
συρμα,τεντωμενο απο την αμυγδαλια εως τη λεμονια,διφορη η λεμονια
φετος,οπως τα βαζει και τα πιανει με τα μανταλακια,διαφορα χρωματα,
κοκκινα,κιτρινα,γαλαζια,πρασινα,ταλαντευεται το συρμα μαζι με τα ρουχα,
σαν κυμα,διαφορα κυματα,αυτο μου φαινεται αστειο,με τη φιγουρα της
Κιρκης,γελαω δυνατα,η Κιρκη ακουσε το γελιο και γυρισε να δει,με ειδε
να γελαω,γελασε κι εκεινη
.
.
χρονικο
-[του Οδυσσεα]-
.
ξημερωνοντας εφυγε ο Οδυσσεας απ' το νησι,
ξανοιχτηκε. στο ποντο,εκει παρατησε το τιμονι,
αφησε τη βαρκα ακυβερνητη, στα φυσικα στοιχεια,
βαρεθηκε την εξουσια τις ιντριγκες τους δολιους
ανθρωπους στο νησι,επιθυμουσε τη περιπετεια,
ο ανεμος σηκωθηκε συννεφα καρφωθηκαν στον
ηλιο και τον εκρυψαν τα κυματα πιο γρηγορα πιο
ορμητικα πιο μεγαλα,το ταξιδι αρχιζει,Ευχαν Οδυσσει
.
.
χταποδι
Interaction
ξυπνησαμε,αναξητησαμε τον Οδυσσεα,τον ψαξαμε,τον βρηκαμε σε
μια μακρυνη παραλια,χτυπουσε στα βραχια ενα χταποδι,το εβρεχε
στο νερο κι επειτα το γουλιαζε,πλησιασαμε,γυρισε και μας κοιταξε,
''ετσι και μας καποια δυναμη μας χτυπαει'',γελασε,''σε λιγο θα ειναι
ετοιμο να το ψησουμε'',το ψησαμε στην αμμο,μαζεψαμε ξυλα απο εκει
τριγυρω,αναψαμε φωτια κι οταν εγιναν καρβουνσ το βαλαμε πανω
να ψηθει,προσεχαμε να μην καει,το γυριζαμε,μοσχοβολισε,οταν ψη-
θηκε το μοιρασαμε και το φαγαμε,εφτασε να μας χορτασει,''ειδατε
ποσα λιγα χρειαζονται για να συντηρηθει ο ανθρωπος'',ειπε σοβαρος,
αυτα τα λογια τα κρατησαμε βαθεια μεσα μας,μεχρι τωρα τα κρατουμε,
που εκεινος δεν ειναι κοντα μας
.
.
από το ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ του Οδυσσεα
-[αποσπασματα]-
-ο ελικας του γλαρου με φορα προς τα πανω,το γαλαζιο,η ελευθερια
η ελικα του γλαρου με φορα προς τα κατω,το ψαρι,η αναγκη
-η θαλασσα αδειαζει την αμμο στην ακτη,κανενας κοκκος δεν είναι
ομοιος με τον αλλον,αν προσεξεις καλα διαφερουν
-μια βαρκα περασε,πρωι,ακουσα τη μηχανη,κοιταξα,ασπρη,με γαλαζια
γραμμη,από εκει με χαιρετησαν,σηκωσαν τα χερια,τα κουνησαν,τους
γνωριζα,δυο ψαραδες,τους χαιρετησα κι εγω
-δεν εχω δυναμη να αλλαξω ροτα στην ιστορια,τη δεχομαι,τουλαχι-
στον μεχρι την ωρα είναι υπερ μου,στο μελλον δεν ξερω,μπορει
καποιοι να θελησουν να την ανασκευασουν,να την παρουσια-
σουν διαφορετικα,αν εχουν ντοκουμεντα ,δεν νομιζω να τα
καταφερουν
-‘’καλυτερα να δουλευα στα χωραφια καποιου αφεντη δουλος’’,
αυτά τα πικρα λογια του Αχιλλεα τωρα τα γυροφερνω στο μυα-
λο μου,το φεγγαρι σε λιγο θ’ανατειλει,βλεπω το φεγγος του στον
αντικρυνο λοφο,ανατολικα,ποσο δικιο ειχε,
ακουω τις φωνες των παιδιων,τη φωνη της γυναικας,τη φωνη
ενός ξεχασμενου πουλιου,βλεπω το ψηλο ευθυ σπαθι του κυπαρισ-
σιου που τρυπαει τον ουρανο καθως σκοτεινιαζει ο αερας
η μελωδια από το ραδιοφωνο φτανει ως εδώ στ’αυτια μου,ένα
χορευτικο βαλς
το φεγγαρι βγηκε στρογγυλο,λαμπερο,αμεσως πηδηξε το φως του
στα φυλλα των δεντρων,ο γριλλος κομματιαζει το περασμα του χρο-
νου
-πατημα στη λεπτη αμμο μικρο στο μεγεθος,ελαφρο αποτυπωμα,σι-
γουρα παιδιου,οι δυο πατουσες του,ξεχωριζα τα δαχτυλακια,περι-
μισο μετρο από τη θαλασα,δεξια, η γραμμη τους,και πιο διπλα,
περιπου αριστερα της γραμμης εικοσι εκατοστα παρατηρησα
τα ιχνη των ποδιων ενός γλαρου,σαν να συνοδευε το παιδι,να το
συντροφευε,κι ισως,φανταστηκα,να συζητουσαν,ποιο ξερει τι
θεμα να ειχε η συζητηση τους,ισως και να μην μιλουσαν και να
προχωρουσαν αμιλητοι,γιατι και σε ποια κοινη γλωσσα να μιλουσαν;
σιγουρα,αν μπορουσαν να συζητησουν,το παιδι,σαν παιδι θα επαιζε,
και θα ελεγε για τον χρονο και ο γλαρος θα ελεγε για την αιωνιοτητα,
που την ξερει καλα σαν πουλι από τη φυση του,
αν αποψε ονειρευτω πως εγω ειμαι αυτό το παιδι δεν θα παραξενευτω
καθολου,
προχωρησα στην ακρογυαλια,παρατηρωντας τα ζευγαρωτα πατημα-
ματα,κανοντας σκεψεις,
πιο περα τα ειδα απολιθωμενα,πανω στα χαλικωτα πετρωματα,σε
καποια όπως τα εφτανε το κυμα αφηνε μια χουφτα νερου,τα γεμιζε,
και μετα η ορμη του νερου τα αδειαζε
-σημερα ο ηλιος ανεβαζει τη θαλασσα,τα νησια περα στο βαθος
του οριζοντα φαινονται ψηλωτερα να βρισκονται στην ατμοσφαι-
ρα,τα βραχια αχνιζουν θερμοτητα,βρεχω το προσωπο μου,το νερο
κυλαει από τα δαχτυλα,σκεφτομαι,αβιαστη αυτή η σκεψη ερχεται,
τι είναι το μεταβλητο και τι είναι το αμεταβλητο
.
.
Εσωτερικα γυναικων-Κιρκη
.
απογευμα αργα-και δεν γυρισε-απο το πρωι-κατω στη θαλασσα-
κοιταζει τους γλαρους-''να πετουσε''-να γινονταν να πετουσε-
ακουστηκε το κλαμα του μωρου-ετρεξε στη καμαρη-ησυχασε
το παιδι-γυρισε-απ'το παραθυρο ειδε τον ηλιο να δυει-κατακοκ-
κινος-σε λιγο θα νυχτωνε-ποτε δεν ειχε αργησει τοσο-απο το
πρωι-να τον αφηνε να φυγει;-πως να το πει;-επρεπε να του το
πει-
''αν θελεις μπορεις να φυγεις''του ειπε οταν γυρισε-ετρωγαν-
την κοιταξε-''και το παιδι;''-''μικρο ειναι ,δεν θα καταλαβει,θα
τα καταφερω μονη μου''-ειδε τα ματια του,τα χαμηλωσε-''μην
στεναχωριεσε''του ειπε-δεν μιλησε,σιωπηλος-''στη θαλασσα
εβλεπα ολημερα τους γλαρους,ν'ανεβαινουν κι επειτα να
κατεβαινουν,κυκλους εκαναν''-σταματησε-''ποτε δεν ξανοι-
χτηκαν,να ξεφυγουν,εκει τριγυριζαν''-του επιασε το χερι-''ειναι
ζεστο το χερι σου''της ειπε,''και τρεμει''-
μετα το φαγητο βγηκαν στον κηπο-ο ηχος ενος γριλλου-''εχει
πανσεληνο αποψε'' ειπε εκεινη-εκεινος σηκωσε το κεφαλι-
ειδε το φεγγαρι-''πανσεληνος''-ειπε-σαν ν'αποχαιρετουσε πολυ-
αγαπημενο προσωπο-''το προσωπο σου πως φεγγει στο φως του
φεγγαριου ''της ειπε-εκεινη γελασε-
μπηκαν στο σπιτι-πηγαν στο παιδι-''κοιμαται''ειπε η γυναικα-
''ησυχα,μην το ξυπνησουμε''-προσεχτικα του διορθωσε τα σκε-
πασματα-
στην κρεββατοκαμαρα-''ν'αφησουμε το παραθυρο ανοιχτο''-
συμφωνησε-ξαπλωσαν-
εκεινη κοιμηθηκε-εκεινος αγρυπνουσε -''το φως πως καθυστερει
στο δωματιο''σκεφτηκε να την ξυπνησει-ηθελε να την ξυπνησει-
δεν την ξυπνησε-η αναπνοη της απαλη-
σε λιγο τον πηρε ο υπνος
.
.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ ΣΤΗ ΠΑΤΡΙΔΑ
.
νυχτωσε,''Ελενη,μην αναβεις τα φωτα,αποψε εχει πανσεληνο'',
κατεβηκαν στο κηπο,αν και χειμωνας η βραδυα δεν ηταν κρυα,
''τα παιδια δεν γυρισαν ακομη'' ειπε η Ελενη,''δες'' ακουσε τον
Οδυσσεα ''το φεγγαρι'',κοιταξε απενταντι στους λοφους,''ειναι
πανσεληνος,ποσο φωτεινο'',φωτισθηκε το προσωπο της,
''φωτισθηκε το προσωπο σου'' της ειπε,το φεγγαρι ανεβαινε
και ξαπλωνε το φως του στην επιφανεια της θαλασσας,
ηρθε και σταθηκε αριστερα διπλα της,''ουτε ενα συννεφο δεν
θα'χει αποψε να το κρυψει'' τον ακουσε να της λεει,''γιατι-
σ'αρεσει το φεγγαρι;'' γυρισε προς το μερος του και τον ρωτησε,
δεν απαντησε αμεσως,''δεν ξερω'',απομακρυνθηκε,''τοσα χρονια
και δεν ξερω'',τον ακολουθησε,''θελεις να κατεβουμε στη πα-
ραλια;''της φωναξε,''θελω'' απαντησε,
κατεβηκαν στη θαλασσα,''τα κυματα,το νερο,ο ηχος'',σταματησε,
σαν κατι να σκεφτονταν,''ειναι σαν να'χει το φως ηχο'',τον ακουσε,
εκεινη εσκυψε πηρε ενα βοτσαλο και το πεταξε στο νερο,
''μια δυο τρεις τεσσερις'' μετρησε το πηδημα της πετρας στα νερα,
''ειδες το φως στη πετρα;'',''ξερεις η θαλασσα φουσκωνει απ'τη δυνα-
μη του φεγγαριου'',πηγε κοντα του,ειδε το προσωπο του προφιλ,μια
φωτεινη γραμμη το περιγραμμα,το μετωπο,η μυτη ,το σαγονι ,ο λαι-
μος,
ακουστηκαν οι φωνες των παιδιων,''γυρισαν τα παιδια''ειπε η Ελενη,
''θα πεινουν'',''πηγαινε εσυ''της ειπε ''θα'ρθω κι εγω σε λιγο'',
η Ελενη εφυγε,
εμεινε μονος του,σταθηκε ακινητος,εκλεισε τα ματια,σε μια στιγμη
περασε απ'τη σκεψη του ολη του η ζωη,ανοιξε γρηγορα τα ματια,
φοβηθηκε μη χαθει το μερος η πατριδα του,ησυχασε,ολα ηταν εκει
γυρω του,το φεγγαρι ειχε ανεβει ψηλοτερα,ελαμπε η παραλια,τωρα
εβλεπε πολυ καθαρα,''η πατριδα,η γυναικα,τα παιδια'' ψιθυρισε,''ποσο
φως εχει η πατριδα'',
γυρισε στο σπιτι
.
.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ-
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ ΜΠΟΥΕΝΟΣ ΑΙΡΕΣ ΤΗΣ ΑΡΤΖΕΝΤΙΝΑΣ
.
ξεψαριζαμε,μαζι μας κι ο Οδυσσεας,τοτε ηταν που αρχισε ενα θαλασσινο
τραγουδι,''καραβι με τραμουντανα ταξιδευει κι ειν' ο ναυτης στο τιμονι''.
τραγουδουσε καλα,οταν το τελειωσε μας διηγηθηκε μια ιστορια στο Μπου-
ενος Αιρες της Αρτζεντινας πως σ'ενα μπαρ μαχαιρωθηκε απο εναν ντοπιο
μεθυσμενο ενας ναυτης,σχεδον παιδι,ορμησε να το γλυτωσει ν'αρπαξει απ'
τον αντρα το μαχαιρι ,μια γυναικα ουρλιαξε,δεν τα καταφερε,σκοτεινα ηταν,
το μαχαιρι ακινητο λαμπυριζε στο στηθος του παιδιου,''παει το παιδι,σαν τον
Ελπηνορα,το θαψαμε στη ξενη χωρα σιμα στ'ακοθαλασσι,στησαμε εκει ενα
κουπι για σημα του,εκεινον τον φονια τον επιασαν οι συντροφοι,θα τον λυν-
τζαριζαν ,καποιος φωναξε την αστυνομια και τον γλυτωσαν απ 'τα χερια τους,
καθυστερησαμε στο πορτο δεν μας επετρεπαν να φυγουμε,εγιναν ανακρισεις,
μια μικρη εφταιγε,τη ζηλευε ο φιλος της γιατι κορταριζε ανοιχτα με το παιδι
κι εγινε το κακο,μετα απο τρεις μερες αναχωρησαμε,ποτε δεν θελησα να ξα-
ναπαω εκει,το απεφευγα'',
ποτε αλλη φορα ,τοσο καιρο που ειμαστε μαζι του,δεν μας ειπε αυτη την ιστο-
ρια,πρωτη φορα την ειπε εκεινη τη μερα
.
.
[απο το ημερολογιο του Οδυσσεα]
σηκωσαμε στα ξαρτια μας καταρτια και πανια τα ΣΤΟΙΧΕΙΑ του Ευκλειδη-
τα βραχια υφαλα ισαλα και υπερθαλασσια ειναι απολιθωμενα τεραστια
προιστορικα θαλασσια ψαρια κητη κατα τη μαρτυρια των παναρχαιων
γλαρων-πως χρωματιζεται η θαλασσα κι ο ουρανος την ωρα της δυσης
του ηλιου συζητησαμε με τον Οδυσσεα Ελυτη παρουσια του Πλατωνα
και του Βαν Γκογκ
.
.
THE SEA IS FORMING THE PORTRAIT OF ODYSSEAS
Chroniko at Agrialia's sea-Astakos-c.n.couvelis
Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΧΗΜΑΤΙΖΕ ΤΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ
Χρονικο στην θαλασσα της Αγριλιας στον Αστακο-χ.ν.κουβελης
φτασαμε με τη βαρκα στην ακρογυαλια,το καραβι στο βαθος,ο ηλιος
εδυε πισω του,το φως στα βραχια και στα χαλικια,περπατουσαμε με
γυμνα ποδια,βαθια μεσα στη καρδια μας καταλάβαιναμε τις σκεψεις
του Οδυσσεα,''η θαλασσα ειναι το σπιτι μας'' τον ακουσαμε να λεει,
''τα βραχια σχηματιζουν τα προσωπα μας'',σταματησε,''κοιταξτε''
μας εδειξε με το χερι ,''ο Ελπηνορας'',πολλες φορες αναφερνε τον
Ελπηνορα,ποιος ξερει γιατι,δεν τον ρωτησαμε,ισως γιατι χαθηκε
ετσι αδοξα,οπως αδοξα εζησε,''μια πετρα που κυλησε αναμεσα στις
αλλες πετρες'',τον ακουσαμε να ψιθυριζει,η παραλια ηταν αδεια,
οι τουριστες ειχαν φυγει,ειδαμε τ'αποτυπωματα των ποδιων τους
στην αμμο και γραμματα,Ν+Γ, I love Greece χαραγμενα μεσα σε μια
καρδια,και αλλα αποσπασματα λεξεων,σαν επιτυμβια,μια βαρκα σαν
τον ναρκισσο αποκοιμονταν πανω στην αντανακλαση της,πηγαμε στη
μερια που ηταν αποτομα τα βραχια,κοφτα ισια στα νερα κατω,σαν τα
χερια σαν τα προσωπα σαν τα κορμια και τις ψυχες μας γδαρμενα,
''κοιταξτε αυτες τις κυψελλες,κενα απο απολιθωμενα κοχυλια που τα
ξεπλυνε το νερο κι ο χρονος'',μας ειπε,καταλαβαμε τι ηθελε να πει,
''σ'ολα τα πραγματα ερχεται καποτε η σειρα τους να ερθουν και να
περασουν'',το κυμα ηρθε κι εσκασε κι αποσυρθηκε και γεμισε με νερο
μια λακκουβα,εσκυψε και το πηρε στη χουφτα του,το εφερε στα χειλη
του,''εμεις οι Ελληνες πρεπει να μην αμελουμε να πινουμε θαλασσινο
νερο ταχτικα,να καθαριζομαστε'',ακολουθησαμε ενας-ενας το παρα-
δειγμα του,αργοτερα οταν νυχτωσε αναψαμε φωτια στη παραλια
και καθισαμε γυρω-γυρω,ψησαμετα ψαρια και τα χταποδια που πια-
σαμε και φαγαμε,ειπαμε ιστοριες και γελασαμε πουι ειχαμε πολυ καιρο
να γελασουμε και ν'αναπαυθουμε,εκει κοντα στη φωτια στρωσαμε τις
κουβερτες,σκεπαστηκαμε και κοιμηθηκαμε,εκει που η θαλασσα ερχεται
και φευγει και παλι ερχεται
.
.
Αποσπασματα απο το Ημερολογιο του Οδυσσεα
-σημερα ειμαι κουρασμενος και βαρυθυμος
-κατεβηκα στ'ακρογυαλι,κολυμπησα,τα νερα κρυα,σιγα-σιγα ζεστα-
θηκα,βγηκα απο τη μερια που'ναι τα βραχια,στεγνωσα στον ηλιο,οταν
πηρε να βραδυαζει γυρισα
-τη νυχτα σκεφτομουν τα ταξιδια που εκανα,τη ζωη που περασα
σε ξενους τοπους και σε ξενους ανθρωπους,καθενας ειχε τις πικ-
ρες και τις χαρες του
-τωρα στη πατριδα μετραω τα βηματα μου στην αμμο με τα πατη-
ματα των γλαρων,τα ιχνη τους πανω στη λεπτη αμμο,φευγαλεα,
το νερο και η πιεση του αερα τα σβηνει,μεχρι που να γραφτουν
παλι απ'την αρχη
-το πρωι,ειδα ενα παιδι να γραφει με ασπρο χρωμα ανορθογραφα
το ονομα της βαρκας ''ΟΔΥΣΕΑΣ'',''πως σε λενε;'' το ρωτησα,''Νικο''μου
απαντησε,''ξερεις ποιος ειναι ο Οδυσσεας;'',''κανενας πολυ σπουδαιος'',
μου απαντησε το παιδι,''ξερεις οτι γραφεται το Οδυσσεας με δυο σιγμα;''
ρωτησα το παιδι,εκεινο κοκκινισε σαν να ντραπηκε''δεν ξερω,δεν πηγα
σχολειο'',''γιατι;''το ρωτησα,''να μ'αρεσει η θαλασσα,δεν ξερω γιατι,
αλλα απο πολυ μικρο παιδι ,μωρο θα ημουνα,μ'επαιρνε ο πατερας κοντα
του με τη βαρκα,τοτε πρωτη φορα εβγαλα μονος μου ενα χταποδι,τριων
χρονων πρεπει να'μουνα'',περηφανευτηκε το παιδι,''ποσο χρονων εισαι
τωρα;''το ρωτησα,''δεκα'' απαντησε,
απομακρυνθηκα,γυρισα,ειδα το παιδι μεσα στο γαλαζιο φως,''και η θα-
λσσσα κι αυτη με δυο σιγμα γραφεται''του φωναξα,
δεν ξερω αν προσθεσε το σιγμα η' αν τ'αφησε ετσι
-αν δεν μπεις στα κρυα νερα δεν γνωριζεις τι νοιωθει ο ναυαγος
-καποτε,θυμαμαι,μας ακολουθουσε πισω απ'τη πρυμνη ενα δελφινι
πολλες μερες,τη νυχτα εξαφανιζονταν κι εμφανιζονταν τη μερα,μιλια
πολλα εκανε μαζι μας,γυαλιζε στο φως το κορμι του,ευκινητο,
καποιος απο τους συντροφους τ'ονομασε Ελπηνορα,στον αδικοχαμε-
νο μας φιλο
σιγα-σιγα το συνειθισαμε και μαλιστα το πιστεψαμε πως ηταν αυτος
ο Ελπηνορας
''Ελπηνορα,πως εφτασες ως εδω;''τον ρωτησε καποιος ναυτης,
απο την αλλη μερα δεν το ξαναειδαμε το δελφινι,
πανε χρονια που συνεβηκε αυτο
-και τοτε που περνουσαμε απο το νησι των Σειρηνων εγω ημουνα δεμενος
σφιχτα με σχοινια στο καταρτι κι ειχα διαταξει τους ναυτες να βουλωσουν
τ'αυτια τους με λιωμενο κερι,οσο και να τους παρακαλουσα να με λυσουν
αυτοι να μην με ακουγαν και να μην με λυναν,οσο δυνατα και να τους φωνα-
ζα,να παω κοντα στις Σειρηνες μαγεμενος απ'το τραγουδι τους και να χαθω,
ομως,παραξενο,δεν ακουγα κανενα τραγουδι,δεν τραγουδουσαν οι Σειρηνες,
μονο εβλεπα καθαρα τις κινησεις που εκαναν,επαιζαν ταχα πως τραγουδουσαν,
σαν θεατρο,μουσικο,εβλεπα τα χειλια τους ν'ανοιγοκλεινουν,τους μυες του προ=
σωπου τους να συσπωνται και να διαστελονται ταχα στην λεπτη εκφραση της
φωνης,και τα ματια τους εβλεπα καθαρα,ποτε φωτεινα ποτε σκοτεινα ποτε
χαρουμενα ποτε λυπημενα,αλλες φορες μου φαινονταν ετοιμες να πεταξουν
ελαφριες ψηλα στη γαλαζια ατυμοσφαιρα κι αλλες φορες να χυμηξουν απελ-
πισμενες στα αγρια κυματα κι εκει μεσα στα σκοτεινα νερα να χαθουν,
κι ηταν σαν ν'ακουγα τα μαγικα τραγουδια τους,κι ας ηταν απολυτη η σιωπη
τους,κι ισως μεσα στη ζαλη και στη μεγαλη συγχυση μου να επινοησα τις κινησεις
τους και μαλιστα να τις -φανταστηκα και να μην υπηρχαν στη πραγματικοτητα,
οταν απομακρυνθηκαμε απο τον κινδυνο οι συντροφοι με ελυσαν απ το κα-
ταρτι κι ολο περιεργεια με ρωτησαν να τους διηγηθω για το τραγουδι των Σειρη-
νων που μονο εγω ακουσα κι εγω αρχισα να τους λεω ποσο μαγευτικο ηταν,να
σε τρελλανει στη κυριολεξια,εκεινοι ηθελαν περισσοτερα ,με ρωτησαν για λεπτο-
μερειες,τους ειπα πως ηταν ερωτικα τραγουδια γεματα παθος,τους ειπα
και στιχους,φυσικα εγω επινοησα τα λογια,τους ειπα τις καταπληκτικες ομοφω-
νιες τους που ακουσα,για τις πολυφωνιες τους,τις αριες ,τα ρετσιτατιβα,τις κο-
λορατουρες,και πως σαν τρελλος ηθελα,ποθουσα,να σπασω τα σχοινια να ριχτω
στη θαλασσα και να ενωθω μαζι τους για παντα ,
τους εκρυψα βεβαια πως ολ'αυτα ηταν ψεματα και πως οι Σειρηνες δεν τρα-
γουδουσαν ,ηταν βουβεςκαι μαλιστα πως δεν υπηρχαν κι ολα αυτα ηταν κα-
θαρη επινοηση δικη μου,
γιατι να τους χαλασω την ευχαριστηση ν'ακουν παραμυθια;
αλλωστε με τοση ευκολια τα απολαμβαναν
.
.
Απο το Ημερολογιο του Οδυσσεα
(αποσπασματα).
.
-ενα συννεφο στο νοτο.παιρνει το σχημα αλογου που καλπαζει.ο ανεμος
το κυνηγαει απο πισω.χλιμιντριζει στον ηλιο ψηλοτερα.τα ψαρια πιεζονται
απ'τα νερα.αστραφτουν τα σωματα τους.περασαμε τ'ακρωτηρι .πουρναρια
και κουμαριες.στο καταστρωμα τη νυχτα ειδαμε τα ζυγα.η νυχτα κυλησε στον
υπνο και στ'ονειρο.τη πατριδα δεν ξεραμε αν θα την ξαναβρουμε.
-εδω στο νησι οι ωρες περνανε ιδιες.η Κιρκη ειναι εγκυος.οι συντροφοι μαλλον
συνηθισανε στην απραξια.εγω οχι.κατεβαινω καθε μερα στη θαλασσα ωρες τη
κοιταζω και σκεφτομαι το γυρισμο στη πατριδα.το βραδυ η γυναικα με καταλα-
βαινει.με ρωταει.της αλλαζω κουβεντα.δεν θελω να τη στεναχωρησω.περιμενω
νσ γεννησει το παιδι.
-το μεσημερι φωναξα τον Ελπηνορα του ειπα να μην πινει τοσο πολυ.να προσε-
χει.με σεβαστηκε.μ'ακουγε με κατεβασμενο κεφαλι.ντρεπονταν.''ναι.θα προσπα-
θησω''.τον ακουσα στο τελος να μου λεει.
-ηρθανε τα παιδια με τις βαρκες.γεματα τα διχτυα.καλη ψαρια.σαρδελες αστρα-
φτερες.ασημενιες γοπες.περκες.λιθρινια.σαργοι.απειρες μαριδες.κοκ-
κινα μπαρμπουνια.και συναγριδες.ολο τ'απογευμα μυριζε ο αερας τηγανισ-
μενα ψαρια.και φωνες παιδιων που επαιζαν στις αυλες και στο δρομο μεχρι
που νυχτωσε.τη νυχτα αργα ακουγονταν μουσικη απο ενα ραδιοφωνο.ενα
νυχτερινο του Σοπεν.τα παραθυρα ανοιχτα.η νυχτα ζεστη.
-το ταξιδι ειναι λαβυρινθος.ποια η αρχη του.ποιο το κεντρο του.ποια η ακρη
του.να ταξιδευεις αυτο ειναι το παν.κι οχι να φτανεις στο τελος του ταξιδιου.
τοσα πολλα σου δινει το ταξιδι.πολυτιμα.θαυμαστα.που στη στασιμη ζωη δεν
θα τα εβρεις.να ευχεσαι να μην τελειωσει το ταξιδι αυτο.
-καποτε στο Μπουενος Αιρες συναντησα εναν γερο ναυτικο.μου ειπε πως ηταν
ελληνας απο τη Κεφαλλονια.χρονια ταξιδευε με φορτηγα στη Μεσογειο στη Μαυ-
ρη Θαλασσα στον Ατλαντικο στον Ειρηνικο στις νοτιες θαλασσες στον Ινδικο ωκε-
ανο στη βορεια θαλασσα γυροφερνε ολη τη γη και το'φερε η τυχη να γνωρισει
εδω στην Αρτζεντινα μια ιθαγενη γυναικα .πολυ ομορφη.μελαχροινη με δυο με-
γαλα ματια σαν καρβουνο φωτια.ξελογιαστικε και παρατησε τη θαλασσα.παν-
τρευτηκε κι εκανε δουλειες στεριανου.δυσκολη η ζωη σ'αυτη τη χωρα που ολοι
οι δυνατοι του κοσμου την λεηλατουν και δεν την αφηνουν ν'αναπνευσει.οι αχρειοι.
''ομως εγω παρατησα τη θαλασσα''.μου ειπε με στεναχωρια.''τη κατουρησα''.ετσι
ακριβως μου ειπε.κι εκλαψε πικρα.
-ειδα τη θαλασσα.το γαλαζιο.ποσες φορες .και δεν χορτασα.δεν μου φτανει.να με
γεμιζει.οπως νερο βρυσης γεμιζει δοχειο .το πλημμυριζει.και χυνεται εξω και δεν
αδειαζει.και τα παντα παιρνουν αυτο το χρωμα.βαφονται γαλαζια.ιδεες σκεψεις
συναισθηματα λεξεις ονειρα ανθρωποι δεντρα πουλια ζωα φυτα ψαρια .τα παντα.
θαλασσα.το ειναι.
.
.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΣΤΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
ξυπνησε,το φως του ηλιου εμπαινε στο δωματιο απ'τ'ανοιχτο
παραθυρο,ακουγε τη θαλασσα,σε λιγο ακουσε τη φωνη της Ε.
''ξυπνησες;'',σηκωθηκε,τη βρηκε στη κουζινα,καθαριζε ψαρια,
''ειναι φρεσκα,απο τη βαρκα,διαφορα'',ηταν μπαρμπουνια σπαροι
ζαργανες γοπες και περκες,μπηκε στο μπανιο πλυθηκε και ξυρι-
στηκε,η Ε.αλευρωνε και τηγανιζε τα ψαρια,κατι της ειπε,εκεινη
γυρισε,''δεν ακουω'',το τηγανι τσιριζε,το ξαναπε πιο δυνατα
ν'ακουσει,''σιγοτερα''ειπε εκεινη''σε ακουσα ,θα μας ακουσει η
γειτονια'',και γελασε,
αργοτερα την πηρε και κατεβηκανε στη παραλια,ζεστη μερα,
εκεινος μπηκε πρωτος στη θαλασσα,ανοιχτηκε καμια εκατοστη
μετρα,εκεινη μπηκε μετα,εμεινε στα ρηχα,εκει κολυμπουσε,
οι δυο τους ηταν στη παραλια,''με τσιμπανε τα ψαρια''την ακουσε
να φωναζει,καθε μερα το ιδιο γινεται,κατι μικρουλικα ψαρακια πολυ
θαραλεα πηγαινουν και τη τσιμπανε στα ποδια,εκεινη φοβαται,
''δεν σε τρωνε''της φωναξε γελωντας
τη νυχτα ανεβηκε απο την ανατολη μεγαλο το φεγγαρι,''πανσεληνο
εχει'',της ειπε,καθονταν πλαι του,ακουγε ησυχη την αναπνοη της,γυρι-
σε ειδε το φως της σεληνης στο προσωπο της,''ποσο ομορφη εισαι''
της ειπε,καθισανε εκει στο φως
ενωμενοι μια στιγμη και μια αιωνιοτητα
κοιμονταν διπλα του,την κοιτουσε,απο τα μαλλια,το μετωπο ,τα φρυδια,
τα ματια,τη μυτη,τα χειλη ,το σαγονι,το λαιμο,τους ωμους,τα στηθη,
τα χερια,τη κοιλια,τα ποδια,μεχρι τα δαχτυλα,επειτα εκανε αντιστροφα
το ταξιδι,απο τα δαχτυλα των ποδιων κατω μεχρι τα μαλλια πανω,
''η γεωγραφια της Ε. μου'',ειπε,σκεφτηκε να τη ξυπνησει,να της το πει,
δεν την ξυπνησε,τοσες φορες τη ξυπνησε και της το ειπε,
το μεσημερι φαγανε μαζι,της μιλουσε,της ελεγε διαφορες ιστοριες,
εκεινη γελουσε,σταματησε,την κοιταξε ''ξερεις ποσα χρονια σε ξερω;''
τη ρωτησε,η Ε. ''παντα με ηξερες ''απαντησε
.
.
ακουσαμε τον Οδυσσεα
.
ειπε:
με το χταποδι παιδι εμαθα να μετρω τους αριθμους το οχτω
απο τον αχινο μεγαλος εμαθα τη σφαιρικη γεωμετρια το απειρο
απο την αμμο τους μικροσκοπικους κοκκους εμαθα το χρονο
με το λαβρακι και τις μαριδες ταξιδεψα
εγραψε:
ΟΔΥΣΣΕΙ
.
.
.
Βαρκες-χ.ν.κουβελης
Η ΠΙΚΡΗ ΑΓΡΥΠΝΙΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ-χ.ν.κουβελης
Ειδαμε τον Οδυσσεα ν'ανεβαινει σε μια βαρκα,γαλαζια μ'ασπρη ριγα,και να λυνει
το σχοινι,ξημερωνε δεν μας ειπε που παει,παραξενευτηκαμε,δεν το συνειθιζε να
μην παιρνει καποιον απο μας,αλλα δεν ρωτησαμε,ανοιχτηκε στη θαλασσα,τον
βλεπαμε μεχρι που κρυφτηκε πισω απ'τ'ακρωτηρι,εκει πολλες φορες ριχναμε τα
διχτυα και ψαρευαμε,κυλησε η μερα με τις συνειθισμενες ασχολιες,γυρισε αργα,
οταν βραδυαζε,τον ειδαμε να πηδα απ'τη βαρκα και να δενει το σχοινι ,μας
πλησιασε,ηταν σοβαρος,χωρις νσ τον ρωτησουμε μας ειπε:''ολοι μερα γυριζα στις
θαλασσοσπηλιες να βρω τον πατερα μου κσι τη μανα μου.Οσο κι αν εψαξα δεν
τους βρηκα.Γιατι δεν τους βρηκα;''.Νοιωσαμε τη πικρα του βαθεια στη καρδια
μας.Δεν του απαντησαμε.
Ολη τη νυχτα τον ακουγαμε που ξαγρυπνουσε
.
.
.
ο Οδυσσεας εφερε το βλεμμα του ολογυρα.η θαλασσα κατω απ'τη πιεση
του ηλιου επιπεδη.καθρεφτης αεικινητων γλαρων.και γαλαζιας ακινησιας ουρανου.
στις αδειες καρεκλες φανταστηκε τα σχηματα των.ανθρωπων.
μια συνομιλια που τελειωσε.μια λεξη που δεν ειπωθηκε.και αναβληθηκε.
μια σιωπη εκκοφαντικη.το παιδι που ρωτουσε κι επαιρνε ασαφεις απαντησεις.
η γυναικα που χαμογελασε.κι υστερα αινιγματικα κλειστηκε στη σιωπη της.
το γελιο που ξεσπασε αναιτιο.ενα αγγιγμα.του δεξιου χεριου στον.αριστερο ωμο.
στιγμιαια αιωρηση της αιωνιοτητας.ο εγκλειστος χρονος της αβεβαιοτητας.
η λαμπερη μερα.η ζεστη ατμοσφαιρα.οι σκιες των ανθρωπων που ηταν εδω
πριν λιγη ωρα και τωρα δεν ειναι.ειμαι κανενας,συλλογιστηκε,ο Οδυσσεας.
η' δεν ειμαι κανενας.το βλεμμα του ολογυρα.τι ειναι το βλεμμα.που βλεπει.
προς τα που.και τι .το παρελθον στο παρον.η' το παρον στο μελλον.
η' το παρελθον στο μελλον.δυαδικες σχεσεις υπαρξης η' μη υπαρξης.
πριν.αργοτερα.τωρα.κανενας.καποιος.κανενας.προχωροντας η ωρα
η θαλασσα δυει στον ηλιο.οι γλαροι συνεχιζουν να μεταφερνουν ασπρη λαμψη.
χρωματιζονται οι απεναντι λοφοι μ' αγριλιες και θαμνους.η φωνη
της βαρκας ξυπνα τα ψαρια απ'τον ησυχο ηρεμο υπνο τους.την ιδια ακριβως
ωρα ειδε ανθρωπους να πλησιαζουν και ν'απομακρυνονται.μαγνητικα πεδια.
δοχεια λεξεων που αδειαζουν και παλι γεμιζουν.γιατι μιλαω.ποιος ακουει.
και τι απαντα.και κυριως τι ρωταει.και τι τον ρωταω.εγω.κανενας δεν ειμαι.
εσυ κανενας δεν εισαι.επινοηση η' πραγματικοτητα.βλεπει γυρω του
την πραγματικοτητα.τις ιδεες της πραγματικοτητας.στον καθρεφτη της θσλασσας
οι ανθρωποι .τα ειδωλα τους.οι φωνες οι χειρονομιες τους.η ελαχιστη συνομιλια τους.
η ενωση και ο χωρισμος τους.η επ'απειρον συνευρεση τους.μια στιγμη.τα παντα.
.
.
.
θαλασσα-sea-Αστακος-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
.
.
the eclipse of Odyssea-c.n.couvelis
η εκλειψη του Οδυσσεα-χ.ν.κουβελης
παρατηρουσαμε τον Οδυσσεια.σκεπτικος.ποτε δεν τον ειδαμε αλλη φορα ετσι.
κατι βαθεια τον ετρωγε.δεν.τολμουσαμε να ρωτησαμε.απομακρος.οπως βλεπεις
ανθρωπο ν'απομακρυνεται σε πλατεια και μακρυα παραλια και να χανεται μεσα
στο εκτυφλωτικο φως της δυσης του ηλιου ενα σημαδακι.''δεν θα μ'ακουσετε
αλλη φορα να μιλαω'',μας ειπε χωρις να μας κοιταξει,ταραχτηκαμε.''ποτε δεν θα
μ'ακουσετε αλλη φορα να σας μιλαω''.επανελαβε.η φωνη του μας φανηκε λυπημενη.
ακουσαμε τις κραυγες των γλαρων πανω απο την ηρεμη επιπεδη επιφανεια της θαλασ-
σας.μας ηρθε να κλαψουμε.''μην.κλαιτε.δεν ωφελει.να'στε δυνατοι και μονιασμενοι''.
θελαμε να τον ρωτησουμε.να πεσουμε στα ποδια του.να του φιλησουμε τα χερια.να
τον ικετευσουμε να μας πει γιατι.γιατι;και τι σημαινουν ολ'αυτα.δεν τολμησαμε.ξεραμε
πως ηταν περηφανος.δεν θελαμε να τον προσβαλουμε.κλειστηκε στη σιωπη του.
η υπαρξη του ανυπαρκτη.ανυπαρκτος.κανενας.σ'ενα λαβυρινθο κλειστηκε που δεν
υπαρχουν λεξεις.ουτε φωνη.μονος.ολομοναχος.αυτος κανενας.
.
.
.
βαρκα-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
[περισσοτερες φωτογραφιες στο facebook μου]
.
.
Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΒΑΡΚΑΣ-χ.ν.κουβελης
ο Οδυσσεας σχεδιασε τη βαρκα πανω στο χαρτι,με το πινελο βουτωντας στα χρωματα
της ακουαρελλας την χρωματισε,εγραψε το ονομα της,ΘΑΛΑΣΣΑ,τρεις γλαροι πετου-
σαν απο πανω της,ακουσαμε τις φωνες τους,τρεις λευκοτατες ελαφριες πτησεις λαμπυ-
ριζαν στον αερα,ο ηλιος πιεζε με τη ζεστη του,οταν τελειωσε με τη ζωγραφικη μας κοι-
ταξε,εναν εναν καθως συνειθιζε να το κανει,''μ'αυτη τη βαρκα απο δω και περα θα πραγ-
ματοποιουμε τα ταξιδια μας.να ειστε ετοιμοι'',σηκωθηκε και τον βοηθησαμε να την συ-
ρει στη θαλασσα,
πηδηξαμε πανω της,πηραμε τα κουπια με τη σειρα και χτυπωντας τα διαφανα νερα ανοι-
χτηκαμε,η στερια με τους λοφους και τις ελιες απομακρυνθηκε,περασαμε τα νησια που
κλειναν τον κολπο,μετα το τελευταιο ακρωτηρι,ημασταν μεσα στην ανοιχτη θαλασσα,,
εκεινη γυρω μας απεραντη,εμεις ταξιδευαμε,''να ταξιδευουμε,αυτο ποθει η καρδια μου''
τον ακουσαμε να λεει,''να πραγματοποιουμε τα ταξιδια μας'',συνεχισε,''σ'αυτο στοχευει
η βαρκα''
.
.
.
πηρε και το παιδι στο καικι.αν δουλεψει θα του παρει καινουργια παπουτσια.
του ειπε.περασαν κοντα στ'ακρωτηρι.σηκωθηκαν οι γλαροι και τους ακολουθη-
σαν.το παιδι τουςμετρουσε:ενας δυο τρεις..."δεν προλαβαινω .προστεθηκαν κι
αλλοι" τεσσερις πεντε...ανοιχτηκαν στα βαθεια."εδω θα ριξουμε τα διχτυα.το ξη-
μερωμα θα τα σηκωσουμε.".ο ηλιος πορφυρος βουτουσε στα νερα και δουσε.εφε
ρε τη βαρκα κοντα στο νησι."εδω που τα νερα ειναι καθαρα γυαλι θα κοιταξουμε
για χταποδια.δες για θαλαμι".δεν προλαβε να πει και πεταχτηκε το παιδι "να.ενα
εκει" φωναξε.εδειχνε με το δαχτυλο."εδω.κατω.γρηγορα.θολωσε.δεν βλεπω τιποτα".
γελασε."ετσι ειναι.πρεπει να προλαβεις.πριν θολωσει τα νερα",στο τελος σηκωσανε
δυο χταποδια.κατεβηκαν στο νησι.τα χτυπουσαν στα βραχια.απο ενα ο καθενας.
"σαραντα χτυπηματα θελει.να σπασουν τα νευρα του."ειπε στο παιδι ."μετα το γου-
λιζεις.βγαζει τη γλιτσα του και το βουτας στο νερο και το ξεπλενεις και συνεχιζεις
μεχρι να'ναι ετοιμο"."ξερω"απαντησε το παιδι.νυχτωνε.φαγανε κατι που ειχε ετοι-
μασει και πηραν μαζι τους η μανα."να σκεπαστεις καλα με τη κουβερτα.γιατι θα ρι-
ξει υγρασια.".νυχτωσε."μας ειπανε στο σχολειο πως εδω ερχοντανε ο Οδυσσεας και
ψαρευε.ειναι αληθεια;"ακουσε το παιδι."αληθεια ειναι."απαντησε."τον εχεις δει;".
"μια φορα σταθηκα τυχερος και τον ειδα.πολλα χρονια πριν.στην ηλικια σου ημου-
να"."λες να'μαι τυχερος και να τον δω κι εγω αποψε;"."κλεισε τα ματια και θα τον
δεις.".το παιδι εκλεισε τα ματια κι αποκοιμηθηκε.ενας θορυβος τον ξυπνησε.ειδε
την ασημενη λαμψη στη πλατη ενος ψαριου.αναδυθηκε και καταδυθηκε.στιγμιαια.
ακουσε τον παφλασμο των νερων"ο Οδυσσεας" πηγε να φωναξει αλλα συγκρατηθη-
κε μην ξυπνησει τον πατερα.εμεινε ξαγρυπνο.αφουγκραζονταν τους ηχους της θα-
λασσας και του αερα.τα ψαρια πιανονταν και γεμιζαν το διχτυ ολη τη νυχτα."λες
να'μαι γω ο μικρος Οδυσσεας κι ο πατερας μου να'ναι ο Λαερτης,ο πατερας του;".
χαμογελασε.του αρεσε η ιδεα."το πρωι,οταν ξυπνησει θα του το πω''.κουρασμε-
νο κι αγρυπνο οπως ηταν αποκοιμηθηκε
.
.
.
Honoré Daumier-Ancient History-Penelopa's Dream
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ-χ.ν.κουβελης
τοσα χρονια περασαν.19.ηταν 21 χρονων οταν εφυγε ο Οδυσσεας.
25 χρονων.νεος.δυνατος.γοητευτικος.ο ζωγραφος εκανε οτι μπορουσε
να την ικανοποιησει.τον περιεγραψε τοτε.τον θυμονταν πολυ καλα.
παντα ηταν ερωτευμενη μαζι του.τωρα ομως θα αλλαξε.φυσικο ηταν.
μπορει να αδυνατισε η' και να χοντρηνε.τα μαλλια του ν'αραιωσαν και
να γκριζαρισαν.το κορμι του να'χασε το δυναμισμο του που τοσο
την αναστατωνε.θ'απεκτησε ρυτιδες στο μετωπο.αλλωστε κι αυτη
αλλαξε.η γυναικεια κοκκετερια παντα τις κρυβει.η επιδερμιδα της δεν
ειναι πια λαμπερη κι ελαστικη.τα μαλλια τα βαφει.τα στηθη βαρυναν.
θα του'αρεσει αραγε,θα την βρει ελκυστικη οταν γυρισει;κλεινει τα ματια.
στο ονειρο ολα μπορουν να γινουν.ολες οι επιθυμιες της να πραγματο-
ποιηθουν.εκει τον συνανταει καθε βραδυ.ειναι πολυ τρυφερος μαζι της.
κι αυτη παντα βαζει το αρωμα που του αρεσε.και το ρουχα που ξερει
πως μ'αυτα θελει να την βλεπει.εχει λιγο φως στη κρεβατοκαμαρα.ερεθι-
ζει τις αισθησεις.δεν εχει αντιστασεις.μισοκλειστα τα ματια.τα χερια και
το κορμι σε τελεια αισθησιακη παραιτηση.λεει ψιθυριστα το ονομα του.
τα χειλια της τρεμουν.καυτη αναπνοη.επαναλαμβανει το ονομα του.νιω-
θει πολυ γλυκα.μεθυσμενη.κατι μεσα της τη γεμιζει.νιωθει να την πλημμυ-
ριζει.ετοιμο να ξεσπασει.το καταλαβαινει.εχει παραλυσει.θελει να ουρλια-
ξει.δεν την νοιαζει αν την ακουσουν.σε λιγο θα συμβει αυτο.σε πολυ λιγο.
οπως ολες τις νυχτες.απο τοτε που'φυγε και της λειπει.ετσι τον ξαναφερνει.
τον αγαπαει.δεν εχει σταματησει ποτε να τον αγαπαει.του το υποσχεθηκε.
καθε νυχτα.οπως και τωρα.δεν αντεχει αλλο.θα ξεσπασει.θα ξεσπασει απο
μεσα της.τωρα.ξεσπαει.μια εκρηξη.τρανταζεται.διαλυεται.
.
.
.
2 ελληνικα τοπια στη θαλασσα-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Χρονικο Οδυσσεα-χ.ν.κουβελης
πολλες μερες,το ειχαμε καταλαβει,ο Οδυσσεας μας απεφευγε.δεν μας μιλουσε
οπως πριν.λιγοστα τα λογια του.τα απαραιτητα.χανονταν πισω απ'τα βραχια κι
εμφανιζονταν μετα απο ωρες.οταν βραδυαζε.ετρωγε λιγο και κοιμονταν στη
βαρκα.εκεινη τη μερα δεν απομακρυνθηκε.κολυμπησε αρκετη ωρα.επειτα βγηκε
και ξαπλωσε στην αμμο.μετα απο εκεινη τη μερα εγινε οπως ηταν πριν.σαν να μην
ειχε συμβει τιποτα.ενα απογευμα μας μαζεψε την ωρα που δουσε ο ηλιος και μας
ειπε.''αυριο ξημερωνοντας πολυ πρωι σηκωνουμε αγκυρα.πολυ τεμπελιασαμε.η
θαλασσα περιμενει.η στερια μας βαρεθηκε".το φεγγαρι ανηφορισε πανω απ'τους
χαμηλους λοφους ανατολικα και φωτισε το προσωπο του.ποτε δεν μιλησε,αλλη
φορα,τοσο σοβαρα.
.
.
.
Οδυσσεας Αλς Αλός Θαλασσα Θαλαττα Θαλαθθα-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
.
.
Οδυσσεας Αλς Αλός Θαλασσα Θαλαττα Θαλαθθα-χ.ν.κουβελης
Κατεβήκαμε στη παραλία ο δίσκος του ήλιου καταδυονταν στα νερά κόκκινος πορφυρος
ένα έξοχο θαυμάσιο φως αργοπορουσε στον ουρανό κι επεκτεινοταν στην άμμο
χαραζοντας την απειροτητα του χρόνου σιγά σιγά βραδυαζε άναψαν τα φώτα στα
τουριστικά μαγαζιά ακούγονταν φωνές γέλια ανθρώπων τραγούδια αργότερα ο Οδυσσεας
μας μάζεψε γύρω του 'εδω στο συνορο της θάλασσας δεν είμαστε κανένας' εκεί ανάψαμε
φωτιά και ξαπλώσαμε να κοιμηθούμε από πάνω μας το λευκό λαμπερό σεντόνι του
γαλαξία μας σκεπάζε η νύχτα ζεστη κι ακούγαμε στον ύπνο μας κι άλλοι μέσα στα όνειρα
τους βαθεια το άνοιγμα των οστρακων και το γλυστριμα της πετραλιθρας στις πετρες
η αναπνοή το νερό και το γλυστριμα του χταποδιού στα χαλίκια κάποιος απ'τους
συντρόφους ακούστηκε μέσα στον ύπνο του να μονολογεί αλς αλός θάλασσα θαλαττα
θαλαθθα έπειτα έγινε ησυχία και τότε σηκώθηκε η θάλασσα διάφανη απέραντη και μας
κάλυψε κι ήταν σαν την μάνα μας μικρά παιδιά που μας νανούριζε στη κουνια αλς αλός
αλς και ξανά αλς αλός αλς και ξανά ξανά το ίδιο μια απειροτητα ταξιδιου
.
.
.
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ-χ.ν.κουβελης
NOTEBOOK OF ODYSSEA-c.n.couvelis
-πληθυνθηκαν τα ψαρια στη θαλασσα,απο την πιεση των νερων στην επιφανεια
το καταλαβαινεις,απο το υψος των κυματων κι απο την ορμη τους,αν ημουνα ψαρας
θα'πρεπε να ριξω την καταλληλη ωρα τα διχτυα,ομως το ταξιδι εμενα με κατευθυνει
-οταν περνουσαμε το νησι των σειρηνων εβαλα τους συντροφους να με δεσουν γερα
στο καταρτι κι οσο κι αν τους παρακαλουσα,τους ειπα ,να με λυσουν αυτοι να μην με
λυσουν,τωρα μετανιωσα που τοτε δεθηκα,δεν θα ξαναβρω αλλη ευκαιρια ν'ακουσω το
γλυκο τραγουδι τους,ισως πρεπει να τους τιμωρησω για την τυφλη υπακουη τους
-εκεινον τον Ελπηνορα δεν τον αντεχω αλλο,ενας μεθυστακας καταντησε,ενας
αχρηστος,ουτε και για τα κουια κανει,σκεφτομαι καποια σκοτεινη νυχτα να τον αρπαξω
απ'το κρεβατι που κοιμαται σαν το γουρουνι και να τον ριξω στη θαλασσα να τον φανε
τα ψαρια.
Ισως να το κανω αποψε
-ο ανθρωπος πρεπει να μαθει να κυβερνιεται οπως και να μαθει να κυβερναει,να μη ζει
απολιτιστος σαν τα ζωα στις ερημιες,μονιας λυκος,αλλα μεσα στις πολεις να ειναι μαζι με
αλλους,και να μη κοιταζει το ατομικο του συμφερον αλλα το καλο του συνολου,και σε
καμια περιπτωση να μη αμελει να προσπαθει συνεχως να γνωριζει,αυτη ειναι η πιο βαθεια
του ουσια,το 'γιατι' κι οχι το 'πως' να τον ειδιαφερει,
αυτα τα λογια του δασκαλου μου καθομαι αποψε και συλλογιζουμε εδω πανω στο
καταστρωμα του καραβιου,ατενιζοντας ψηλα το αβυθιστο περιπλανημα της Μεγαλης
Αρκτου και την ακινησια στην προεκτασης της ουρας της του Πολικου Αστερα
Οταν καποτε επιστρεψω στη πατριδα αυτες τις σοφες διδαχες του θα εφαρμοσω στη
Πολιτεια μου
Οπως το αδιαπεραστο σκοταδι που'ναι γυρω το διαλυει το πρωι το φως της μερας
ετσι και το βαθυ σκοταδι στους ανθρωπους φωτιζεται απο τη Λογικη
-αποφασισα να μην κατεβαινω στα πορτα που ριχνουμε αγκυρα για λιγες μερες,και να μην
ακολουθω τους ναυτες στα μπαρ και στα ξενυχτια,οσο κι η προκληση να'ναι δυνατη
και να μου λυει τα μελη τους σωματος μου,πολλες ειν'οι αμαρτιες και πρεπει να
καθαρισθω,αρκετα με συρανε οι Κιρκες σ'ασωτειες
-νωρις το πρωι κολυμπησα,τα νερα ηταν καθαρα στο πρωινο φως ,κρυσταλλα,η δροσια
τους με αναζωογονησε,ανοιχτηκα με γρηρορες απλωτες στο βαθος του ορμου,εφτασα στα
δυο νησακια που τον εκλειναν ανατολικα,ολο βραχια ηταν κι αναμεσα ελαχιστα θαμνα
κατω απ'το καμα του ηλιου και τη πιεση της αρμυρας,εφερα τον γυρω τους,σταθηκα πολυ
ωρα εκει και κολυμουσα,απο κει μακρυα κοιτουσα το καραβι και τους ναυτες να πηγαι-
νοερχονται θολες σκιες,σαν ψευτικα ολ'αυτα μου φανηκαν,σκεφτηκα να τους φωναξω,να
παιξω μαζι τους,πως ειναι ψευτικοι,κι εγω αληθινος,ανυπαρχτοι,και πως η απατηλη οπτα-
σια τους θα χαθει μεσα σ'αυτο το υπερβολικο γαλαζιο,ομως δεν το εκανα,διστασα,
μερμηριξα,φοβηθηκα μηπως παρουν τα λογια μου σοβαρα και κανουν καμια ανοησια,
οταν μετα απο ωρα προς το μεσημερι επεστρεψα κι ανεβηκα στο καραβι οι συντροφοι
μου ειπανε με συγκινημενη φωνη πως ανησυχησαν πολυ για μενα,καποια στιγμη χαθηκα
απ'τα ματια τους και δεν με βλεπανε πια,σαν με καταπιιε η θαλασσα,να πνιγηκα στα
βαθεια νερα η'να'χα χαθει μεσα στο υπερβολικο γαλαζιο
.
Οδυσσεας- χρωματιστο χώμα σε ξυλο-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Οδυσσεας-Odysseas-χ.ν.κουβελης
μας φώναξε,ειχε βραδιάσει,μαζευτηκαμε γύρω του,μας κοίταξε,''δεν λείπει κανενας'',μας
μέτρησε,άρχισε να μιλαει,αργα,σαν να'ψαχνε να βρει τις λέξεις,το νιωθαμε στην αναπνοή
του πως πάλευε να οργανώσει τις σκέψεις του,να αντιστοιχούν στα πράγματα,να μην
πέρνονται για παράλογες,ασαφείς και ανόητες,τ α ίδια πολλές φορές μας τα είχε πει,καθε
φορά πρόσθετε η' αφαιρούσε συμβάντα,γελουσε ''αυτο που αφαιρω είναι γιατί δεν
συνέβει ακόμα κι όχι γιατί δεν θα συμβεί ποτέ,κι αυτό που προσθετω είναι γιατί εν τω
μεταξυ συνέβηκε,να κοιτάξτε στον ουρανό το φεγγάρι,ειτε αφαιρείται είτε προσθέτεται
σ'αυτο που πάντα παρ'ολ'αυτα είναι ακεραιο'',φυσηξε ένα δροσερό αεράκι,ε να ψάρι
αναπήδησε στο νερό,μολις και προλαβαμε να δούμε την αργυρή λάμψη του,"και τις
σταγόνες των νερών του θ'ακουσουμε στ'αυτι του κοχυλιού ψιθυρο'',εγινε
σοβαρός,"καποτε βρέθηκα σε μία μακρυνη χώρα που όλα ήταν άσπρα,
τοσο άσπρα που δεν μπορούσες τίποτα να ξεχωρίσεις,δεν υπήρχαν διαχωριστικές
γραμμες,,οι άνθρωποι,τα σπίτια,τα δεντρα,τα ζώα,η θάλασσα,ο ουρανός,η μερα,η
νυχτα,ολα άσπρα,ειχαν εφεύρει για να επικοινωνούν μία ιδιοφυη γλώσσα,μ'αυτή
μπορούσαν να εκφράζουν το καθετί και τις πιο λεπτές αποχρώσεις της σκέψης
και των συναισθηματων,φυσικα ειχαν αναπτύξει την επιστήμη σε ανώτερο βαθμο,
την οικονομία ,την τεχνολογια,την πολιτική,η πολιτεία τους είχε βασικές απαραβίαστες
αρχές την δικαιοσύνη και την αρετή,θελησαν να με πολιτογράφησουν πολίτη τους,τους
ευχαριστησα για την τιμή αλλά τους ειπα πως ένιωθα ελλιπής να ενσωματωθω στην
τέλεια κοινωνία τους και τα πολλά ελαττώματα κι οι εθισμοι μου θα τους δημιουργούσαν
προβλήματα και δεν δεχτηκα,ισως γι'αυτο ο ποιητής εγραψε στο προοιμίο "πολλών
δ'ανθρωπων ιδεν άστεα και νοον εγνω",πάλι ακούστηκε το ψάρι να πηδά στα νερά ίδιο
η' άλλο δεν είχε καμία σημασια
.
.
.
Geometricous Paralaxis-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
as a nooneman-χ.ν.κουβελης
In passing το ακρωτηρι αφησαμε μια λεξη ελευθερη
the hands uplIfted in silence ειδαμε ενα πουλι ν'ανεβαζει τα νερα
σταγονα-σταγονα
''ποσο ενοχλητικη που ειναι η ποιηση,γεματη οξυμωρα και ματαιοδοξια,
κυριως εκοφαντικη ματαιοδοξια '' ειπε I have drawn a human void
οι νομοι of the body of people
more and more χρονος
ξεφυγα απ'το νησι του Ηλιου και τους Κυκλωπες και τωρα σ'ενα negro bar στη Νιου Γιορκ
about two o'clock μια απουσια ελευθεριας τhree hundred and fifty εγω πληρωσα
as a nooneman
.
Οδυσσεας Odysseas-πετρα stone-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
'' αυτή η πετρα'', μας έδειξε τη πέτρα ο Οδυσσέας, 'κοιταξτε' ', την πήραμε καθένας
στα χέρια μας με τη σειρά, '' πες μου τι βλέπετε; '', άλλος είπε ο χρόνος, άλλος είπε
το νερό, άλλος είπε ο αέρας, εγώ δεν είπα τίποτα, με κοίταξε, επέμενε, το ειδα στα
μάτια του, '' πες'', '' τιποτα''είπα με σταθερή φωνή, είδα το πρόσωπο του σοβαρό,
ύστερα γέλασε, πήρε τη πέτρα και την πέταξε στη θάλασσα, '' ποιος είπε το πραγματικό; ''
ρώτησε, '' δεν ξερω'', με κοίταξε, εγώ δεν απεφυγα το βλέμμα του,''αλήθεια, τιποτα''τον
άκουσα να ψιθυριζει
.
.
.
σέ μακρυνό πλάνο τοπιο-2μ χ 3μ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ιδιωματισμοί νερών ή θάλασσά μας-χ.ν.κουβελης
νερά γελαστεα
τα ακραιφνή βραχια
ο ιδιωματισμός τής θάλασσας
στρώσεις γλάρων ό ουρανός κινούμενος αέρας
είδαμε στίς πέτρες τά ίχνη τού Οδυσσεα
καί των συντρόφων του
τό σχήμα τών βημάτων τούς τροπισμους των βηματισμων
ό ίσκιος κάτω από τήν αγριοσυκια αυτοφυής ακουστηκε
ή μεταφυσική τής φωνής μας
"σέ ποσότητες μνήμης υπάρχουμε",ποιός το'πε;
μετρηθηκαμε μέ τή γεωμετρία τού θυμαριού
άρωμα άρτιο κυμάτιζε
σιωπηλή υπέροχη κίνηση πουλιού
δεν μάς ξάφνιασε
ένας από μας ειπε "φύσις κρυπτεσθαι φιλεί "
σαν να τραγουδουσε
ιδιωματισμοί νερών ή θάλασσά μας
.
.
Η πολυφαρμακος Κιρκη-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Αἰαίην δ' ἐς νῆσον ἀφικόμεθ'· ἔνθα δ' ἔναιε
Κίρκη ἐϋπλόκαμος, δεινὴ θεὸς αὐδήεσσα,
αὐτοκασιγνήτη ὀλοόφρονος Αἰήταο·
ἄμφω δ' ἐκγεγάτην φαεσιμβρότου Ἠελίοιο
μητρός τ' ἐκ Πέρσης, τὴν Ὠκεανὸς τέκε παῖδα.
(Ομήρου Οδύσσεια ραψωδια κ' στίχοι 135-139 )
"ήρθαν σε μένα εδώ στην Αιαιη δυτικά στή Κυρρηνικη θάλασσα νά καθαρίστουν από τό μίασμα
τού φόνου τού Αψυρτου,ειχαν τεμαχισει τό σώμα τού παιδιού καί τά κομμάτια του τά πετού-
σαν στη θάλασσα νά τά μαζέψει ο πατέρας του ο Αιητης κι έτσι ξέφυγαν κι αυτοί κι ο ολεθριος
έρωτας τους,εγω γι'αυτο τό σκοπό έσφαξα εναν χοιρο και τον κομματιασα και τα κομμάτια τα
κρατησα ψηλα πάνω απ'τα κεφαλια του Ιασωνα και της Μηδειας και με το αίμα που κυλούσε
πυχτο μαύρο τους ραντισα να εξαγνιστουν"ακουσε το μωρό να κλαίει,"ξυπνησε ή Κασσιφονη",
μετά από λίγο γύρισε με τή μικρή στήν αγκαλιά,"πειναει"γυμνωσε το στήθος της και τη βυζανε,
ειδε το παχύρευστο άσπρο υγρό να ξεχυλιζει στις άκρες απ'το στόμα τού παιδιού,εβλεπε το
παιδί γατζωμενο με τ'αδυναμα χεράκια του πάνω στο λευκό βυζι να επιζησει,"εσύ μην κοιτάς,
δεν κάνει οι άντρες να κοιτούν όταν θηλάζουν οι γυναίκες τα μωρά"του είπε,"μπορεί να κοπεί
το γάλα,και το παιδί να δυστροπισει και να μη θέλει να πιάσει το βυζι"υπάκουσε,γυρισε τό
κεφάλι του,περα από το παράθυρο έβλεπε τη θάλασσα,ζεστη μέρα,τα τζιτζίκια την τρυπουσαν
με τις φωνές τους,μονότονα,μονοτονη επιμονη κι ή σκέψη του "κάπου στην άκρη της απέραν-
της θάλασσας είναι το νησί μου",φοβήθηκε,κρυος ιδρώτας έλουσε το κορμί του,"κι αν δεν
πιάσει το μωλυ;","η Μηδεια μικρή κάθε καλοκαίρι ερχονταν εδώ με την αδερφή μου τη
Πασιφαη για παραθερισμό"την άκουσε να λέει "καθονταν ενα δύο μήνες κι εκαναν τα μπάνια
τους,καθε μέρα την ίδια ακριβώς ώρα πήγαιναν στη θαλασσα,λιγο πριν το μεσημέρι και
δευτερη φορά το απογευμα,ή Πασιφαη είχε χωρίσει με τον Μινωα","κι αν δεν πιάσει το
μωλυ;"επιμονή ή σκέψη,"η Μηδεια ήθελε νά μάθει ολα τά βότανα,καθονταν με τις ώρες δίπλα
μου ακινητη και με παρατηρούσε που παρασκεύαζα τα φαρμακα,ειχε μία μεγάλη έφεση
σ'αυτα,να γίνει μία φαρμακις,με ρωτούσε να μάθει τα πάντα,και τη παραμικρή λεπτομέρεια
κι εγώ της τα μαθαινα",τα τζιτζίκια κρυμμένα στους κορμούς και στα κλαδιά των δέντρων
του κηπου καθώς μεγάλωνε ή θερμοκρασία της μέρας δυναμωναν τη φωνη τους και τον
ξεκουφαναν,επιμονή,διαπεραστικη φωνή,"κοιμήθηκε ή μικρή,τη πάω στη κούνια",γύρισε το
κεφάλι κι ίσα που προλαβε να δει τη γυναίκα με το κοιμισμενο παιδί να βγαίνουν απ'το
δωμάτιο,εμεινε μόνος στο δωμάτιο,πέρα από το παράθυρο απλώνονταν απέραντη γαλήνια
ή θάλασσα,"κι αν δε πιάσει το μωλυ;"επιμονη ή σκεψη
ὣς ἄρα φωνήσας πόρε φάρμακον Ἀργεϊφόντης
ἐκ γαίης ἐρύσας καί μοι φύσιν αὐτοῦ ἔδειξε.
ῥίζῃ μὲν μέλαν ἔσκε, γάλακτι δὲ εἴκελον ἄνθος·
μῶλυ δέ μιν καλέουσι θεοί, χαλεπὸν δέ τ' ὀρύσσειν
ἀνδράσι γε θνητοῖσι· θεοὶ δέ τε πάντα δύνανται.
(Ομήρου Οδύσσεια ραψωδια κ' στίχοι 302-306)
.
.
.
Ελληνικες Διαστολες,Οδυσσεας Odysseas-2μ χ 3μ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Οδυσσει-χ.ν.κουβελης
εβλεπε μέσα σε καθρέφτη τα είδωλα των ανθρώπων,ένας από εκεί μέσα τον χαιρέτησε,
εκείνος δεν τον γνώρισε,"Οδυσσεα,πως εφτασες ως εδώ;"του φώναξε,για μία στιγμή
νομισε πως ήταν εκεινος ο Ελπηνορας,σηκώθηκε και εισχώρησε στον καθρέφτη,ίσως από
εκεί να ξεχωριζε καλυτερα,τον έχασε μέσα στο πλήθος,περιπλανηθηκε,πριν την δύση του
ηλίου τον βρήκε στα βράχια να κάθεται σκεφτικός,δεν του μίλησε,απομακρύνθηκε,τα
είδωλα μέσα στον καθρέφτη αραιωσαν, μέχρι που δεν ήταν κανείς εκεί μέσα, αισθανθηκε
ένα χέρι στη πλάτη,γύρισε,ήταν ο Ελπηνορας,δεν έκανε λάθος,φαινονταν λυπημένος,
"Ελπηνορα,πως εφτασες ως εδω:"ρώτησε,απαντηση δεν πήρε,ο άλλος η' ο Ελπηνορας
κάθησε στο πιάνο,πέρασε ή ώρα έτσι,"γιατί δεν παίζεις;τον ρωτησε,έπαιξε μία δυο
νότες,βρήκε κάποιο ρυθμο,σταμάτησε απότομα,"είναι αδύνατο να παίξεις σ'αυτο
το πιάνο,είναι φάλτσο"είπε,μέσα από τον καθρέφτη τον είδε ν'ανοιγει τη πόρτα και να
φεύγει,η πόρτα έκλεισε πίσω του,σηκώθηκε και κάθησε στο πιάνο,έπαιξε για λίγο τη
σονάτα για πιάνο του Μπετόβεν no.1 op.2,"είχε δίκιο,αδύνατο να παίξεις σ'αυτο το
πιάνο",παρ'ολ'αυτα συνέχισε να παίζει έστω και φάλτσα και τελείωσε τη σονάτα,ένιωθε
λύπη,του λείπουν τα ταξίδια κι εκείνο το ονομα Ουτις,"Κανείς να μην σε ξέρει,κανείς να
μην ενδιαφέρεται για σένα",ένα κενό μάσκας,σκέφτηκε,έβλεπε τις σκιές των ειδώλων να
επανέρχονται στον καθρέφτη,κάποιος από εκεί μέσα μέσα του φώναξε "Οδυσσεα" και τον
χαιρέτησε,τα μάτια του θόλωσαν και μόνο η φωνή του αντηχησε στ'αυτια του όπως σε
βαθειά σπηλια,ουδείς ουδεις
.
.
.
η Επιστροφη του Οδυσσεα-The Return of Odyssea-COMIX c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
εδυε ο ηλιος όταν αγκυρωσαμε το καράβι στ'ανοιχτα, ρίξαμε τη βαρκα στα νερά και
κωπηλατωντας αράξαμε στο μικρό ακρογιάλι, βγήκαμε έξω στην άμμο κι εκεί κατασκή-
νωσαμε, ο ηλιος βυθούσε κατακόκκινος, ο Οδυσσεας απομάκρυνθηκε και κρύφτηκε
πίσω απ'τα βραχια, ένα κοπάδι γλαρων πέταξε στον ουρανό, τον ακούγαμε που'σπαγε
πέτρες, μέχρι που νύχτωσε, όταν γύρισε έκατσε μαζί μας στη φωτιά κι έφαγε, στη λαμψη
της φωτιάς βλέπαμε το πρόσωπο του,σκληρό το περίγραμμα του,'σαν τις πετρες' μας μίλησε
'θα βυθιστουμε μέσα στο χρόνο, αδύνατο να ξεφύγει κανεις τη βαρύτητα του'
.
Το καικι-Αστακος-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ήμερολογιο Οδυσσεα-χ.ν.κουβελης
- πιάσαμε πορτο, οι ναύτες βγήκανε στη πόλη, τους έδωσα διαταγές, δεν θέλω μπλεξίματα,
παντός είδους, καυγάδες, μαχαιρώματα, με τις γυναίκες, ημουνα αυστηρός, σε κάποιους,
το είδα, τους κακοφάνηκε, αλλά δεν τόλμησαν να το δείξουν, μ'αυτους πρέπει να προσέχω,
απ'την αρχή δεν μου άρεσαν, φλύαροι, κομπαστες, ματαιοδοξοι, εγωιστές,άπληστοι, θα
έβρισκα μια ευκαιρία να τους παρατησω
-τελικά βρήκα την ευκαιρία,πλήρωσα καλά τις αρχές και τους κρατησαν,ετσι τους παράτησα,
και δεν λυπάμαι καθόλου γι'αυτο, η' αυτοί η' εγω
.
.
.
θαλασσα-Βελα Αστακος-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΧΡΟΝΙΚΟ ΟΔΥΣΣΕΑ CHRONIKO ODYSSEA
Το Τελος του Ταξιδιου-χ.ν.κουβελης
ειμασταν στη μεση της θαλασσας,ο ηλιος κοκκινος δουσε,μας μαζεψε ο Οδυσσεας ολους
στο καταστρωμα και μας ειπε,η φωνη του σοβαρη,πως για εφτα μερες θ'απομονωθει στη
καμπινα του και να μην τον ενοχλησουμε για τιποτα,εδωσε οδηγιες,σε ποιες ωρες θα του
αφηνουμε το φαγητο και το νερο εξω απο τη πορτα της καμπινας,και,το τονισε,να μην
κανουμε θορυβο και να προσεχουμε τη πορεια μας,αυτα ειπε κι αποσυρθηκε,
για εφτα μερες δεν τον ξαναειδαμε,
βλεπαμε το φως στη καμπινα του αναμενο μεχρι αργα τη νυχτα,τον ακουγαμε που ξυπνου-
σε πολυ πρωι,και τηρουσαμε σχολαστικα τις οδηγιες του,
την εβδομη μερα οπως μας ειπε βγηκε,ο ηλιος παλι κοκκινος στη δυση του,ολοι ειμασταν
συγκεντρωμενοι στο καταστρωμα,ανοιξε μας εδειξε ενα χαρτη,εμεις τον κοιτουσαμε πολυ
προσεχτικα,
'αυτο το χαρτη'τον ακουσαμε να λεει 'του κοσμου σχεδιασα αυτες τις εφτα μερες της απο-
μονωσης',φαινονταν ενθουσιασμενος,εμεις αισθανομασταν παραξενα,βλεπαμε σιωπηλοι
θαλασσες και χωρες που αγνοουσαμε παντελως την υπαρξη τους,καποιος ναυτης τολμη-
σε κι ειπε 'μα,αυτος Οδυσσεα ειναι ενας ολοτελα φανταστικος κοσμος',
'ακριβως' απαντησε αμεσως και τον κοιταξε σοβαρα ο Οδυσσεας 'αυτο ειναι,ενας ολοτελα
πραγματικα φανταστικος κοσμος,μια ουτοπια' και διπλωνοντας το χαρτη συνεχισε 'και τι
αξιζει το ταξιδι αν δεν ταξιδεψουμε στο αδυνατο;εμπρος λοιπον μην δειλιαζεται!' προστα-
ξε και καθησε ζωηρος στο τιμονι και διηυθυνε το καραβι
.
.
.
Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
η μέρα ήταν ζεστή,ο ήλιος ελαμπε,η θάλασσα γαλήνια,ρώτησε για τον Οδυσσέα,τον κοιτούσαν με απορία,
ποιον Οδυσσέα;,κανείς δεν τον ήξερε,τους έδειξε το καϊκι του,είσαι τρελός,του είπαν,
αυτό είναι του...,είπαν ένα όνομα,κλέφτες,τους φώναξε,είστε ψεύτες,άκουσε
τα χλευαστικά γέλια τους,πιάστε τον,είναι επικίνδυνος,ρίξτε τον στη θάλασσα,
κανείς μην τολμήσει,ούρλιαξε,
τότε ήταν που ένα μικρό παιδί,δέκα χρόνων θα'ταν,ξεχώρισε από το πλήθος,
αυτός είναι ο Οδυσσέας,τον έδειξε με το δάκτυλο,τον κάνουμε μάθημα σχολείο,
αυτος έσκυψε και το φιλισε στο μάγουλο,
ήθελα να σας δοκιμάσω,τους είπε,αν σας αξίζει η ιστορία μας,κι αποδείχτηκε πως όχι,
ένα παιδί,όμως φτάνει,αυτό εδώ,να πιστέψει,Κανείς,και Όλοι είναι ο Οδυσσέας,
η μέρα ήταν ζεστη,ο ήλιος έλαμπε,η θάλασσα γαλήνια,όταν εμφανίσθηκε ο Οδυσσέας,
κι ύστερα εξαφανισθηκε,
ένα μόνο παιδί ήταν τυχερό και τον είδε ,
είπαν ονειροπαρμένο είναι,
άλλωστε οι Έλληνες,απ' όλους τους ανθρώπους,ονειροπαρμένοι είναι,
μονολογησε,καθώς συνέχιζε το ταξίδι του προς τη πατριδα
.
.
.
Η θαλασσα-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
μας μάζεψε ,-να η θάλασσα,μας έδειξε,-αυτη είναι η περιουσία μου,όπως
ο γεωργός έχει γη,χώμα,εγώ έχω αυτή,το αρμυρο νερό της,γυναίκα μου
είναι,είπε ο Οδυσσεας και συνεχίσαμε το ταξίδι
.
.
.
Φωτογράφιση
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Εγώ αγρυπνουσα
(Ημερολόγιο του Οδυσσέα)
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
φτάσαμε σε αυτή την ακτή,
οι σύντροφοι βαρικαρδισμενοι,
μετρηθηκαμε
έλειπαν τέσσερις,
είμασταν δειλοί,δεν πέσαμε στη θαλασσα
να τους σωσουμε,
ούτε ρίξαμε σχοινιά να πιαστουν
ν'ανεβουν,
πεινουσαμε,
ανάψαμε φωτιά,είχε πέσει υγρασία,
-οχι μην ψησεται ψάρια,
θα κάνω εμετό,ούρλιαξε κάποιος
και όρμησε στη θάλασσα,
γελούσε,ένα τρομακτικό γέλιο,
τον σκέπασε το κύμα,
το ρεύμα τον παρασέρνει,τα ψάρια θα φάνε
το κορμί του,
πάει χάθηκε,
τότε καταλάβαμε τα λόγια του,να μην ψήσουμε
ψάρια,που'χουν φάει τις σάρκες
των πνιγμένων συντροφων
και τη
δική του σάρκα,
δειπνισαμε ξερό ψωμί,
αμίλητοι ξαπλώσαμε στην άμμο,σκεπαστηκαμε
με κουβέρτες,
εγώ αγρυπνουσα,
ένα τεράστιο φεγγάρι,η θάλασσα αργυρη,
μέσα σε αυτή τη φυση
τι είναι ο άνθρωπος;σκέφτομαι
τι γυρεύει; ασήμαντος,
Ούτις
.
.
.
Φωτογραφιση-μορφη σε πετρα-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
το ονομα μας Ούτις
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
είδαμε το πέτρινο κεφάλι
από το μέγεθος εικασαμε
ενός σπουδαίου άντρα θα είναι
κάποιου Μυκηναίου
η' κάποιου Αχαιού
η' και κάποιου των Δυρειεων
πάντως ευκλεης
ένας είπε:-ψαξτε,κάπου εδώ θα είναι χωμένη
η χρυσή του προσωπίδα,
η' το χάλκινο ακόντιο του
ένας άλλος:-ο Οδυσσέας είναι,
εμένα μου άρεσε να είναι ο Οδυσσέας,
μετά την μνηστηροφονια στο Θιακι
να έφτασε εδώ στα μέρη μας
θα ήταν υπηρηφανεια μας
όμως ούτε Μυκηναίου,ούτε Αχαιού ήταν,
ούτε των Δυρειεων,
αλλά σε έναν από μας τους ασήμαντους
και ταπεινούς
τους ακλεεις
η πετρα ομοιασε
άλλωστε σε αυτό ομοιαζαμε του Οδυσσέα
το όνομα μας είναι:
Ούτις
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου