.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis}
.
.
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ και ΙΣΤΟΡΙΕΣ[ Εξωφυλλο ]-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
.
.
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ-FAIRY TALES AND STORIES
GREEK FAIRY TALES - MARCHEN-
.
.
ΔΙΠΛΗ ΑΦΗΓΗΣΗ
.
.
Εκεινη τη μερα κι ο ολες τις αλλες , που ηρθανε η θαλασσα ητανε
ο δρομος για τα καραβια , τη μερα καθρεφτης για τον ηλιο και τη
νυχτα ελιωνε σ ' αυτη το φεγγαρι. Καποιες φορες φανταζοταν τα
συννεφα ν ' αρμενιζουν σαν αεροστατα και με κιτρινα σχοινια να
ανασηκωνουν τις βαρκες , αιωρουμενα σκαρια κι ανθρωποι ομοια-
ζαν με φτερωτα .Τα ψαρια κολυμπουσαν κατα ζευγη , κι αλλη ωρα
της μερας κατα σμηνη . Κατω στο βυθο βασιλευε το χταποδι κι
ο καβουρας στην αμμο ,Τα ματια του πλημμυρισαν απο φως κι η
ψυχη του χαρηκε , που ολα αυτα ομοιαζαν με το ονειρο του , που
εβλεπε συχνα .Μονο που στο ονειρο ο ηλιος ηταν κοκκινος , ο ου-
ρανος πρασινος κι η θαλασσα κιτρινη και τα ψαρια τραγουδουσαν,
τραγουδοψαρα τα λεγανε .Απο μακρια φτανανε καραβια και
ξεφορτωνανε σιταρια και καλαμποκια , οι ναυτες τις νυχτες τα πι-
νανε στα ταβερνεια και που και που ακουγοντανε και το γελιο κα-
ποιας γυναικας . Τα πρωινα σωροι στη προκυμαια τα ξεψαρωμενα
διχτυα και στα βραχια εσκαζε το κυμα αφρους , ητανε η ωρα που
δειπνουνε οι πετραλιθρες .Στο ονειρο και στη φαντασια ειναι το ιδιο,
κι ολα θρεφουνε και αναστενουνε μεσα στη ζωη , κι αυτη
ειναι οπως πεταλουδα , που γυρευει ν ' ανταμωσει τις αλλες πεταλουδες .
Εκλεισε τα ματια του κι εσυρε το μυαλο του σ' αλλες μερες , του ηρθε
να διηγηθει ενα παραμυθι . Το παιδι τον ακολουθουσε κι εφευρισκε χι-
λιους κι ενα τροπους να του το διηγηθει . Αυτος καποια στιγμη αρχισε .
μια φορα κι ενα καιρο πανω στη γη ζουσανε μονο παιδια κι ειχανε μπα-
λες και παιζανε , γυρω κι ολοτριγυρω ανθιζανε οι παπαρουνες και παν-
του αγριομαργαριτες, ζωυφια ητανε πολλα και περισσοτερες απ' ολα οι
μελισσες . Ο ηλιος ανεβαινε και κατεβαινε μεσα στα χρωματα και τα
παιδια δεν κλαιγανε ουτε για τις μαναδες κι ουτε για τροφη .Εκεινος
σταματησε το παραμυθι , το παιδι τον ρωτησε για τη συνεχεια . Αυτος
του' δειξε αριστερα στο αλωνι , που παιζανε παιδια , ενα εστειλε ψηλα
τη μπαλα στον ουρανο και πηρε τη θεση του ηλιου .Σταθηκανε να τους
χαιρετησουν και καλεσαν το παιδι να τους κανει παρεα , αυτο ετρεξε
κοντα τους κι οταν επεσε η μπαλα αρχισαν ξανα το παιχνιδι . Τους απο-
χαιρετησε κι εστριψε σ ' ενα δρομο , που κατηφοριζε μεσα στα περιβο-
λια και στους κηπους . Το παιδι του ελειψε , γυρισε και το αναζητησε .
Η τοποθεσια ηταν σπαρμενη στα λουλουδια και με πετρες στα σχηματα
των παιδιων .Ετσι μονος πορευτηκε . Συναντησε το λαγο στον υπνο του ,
και το ζαρκαδι να πινει νερο . Ολη τη μερα ηταν αγκυρωμενος στον ουρανο
ο ηλιος και τη νυχτα το φεγγαρι αυξανε και λιγοστευε . Με ανακατα συναι-
σθηματα κοιμονταν και ξυπνουσε . Οι ανθρωποι ειχανε κτισει πολιτειες
και παλευανε να στησουνε τις κοινωνιες τους . Ολα τα εβλεπε κι ολα τα
μαθαινε . Καμποσο καιρο τον φιλοξενησε ενας γεροντας και του διηγη-
θηκε πολλα και τον εμαθε πολλα .Αυτος ο γεροντας εκανε σκαλισματα
σε ξυλο και πετρα , ολα τα πουλια τα ειχε σκαλισμενα και περιφανευ-
ονταν πως γνωριζε καθενους ξεχωριστα την ομιλια ,τοτε αρχιζε να ψελνει
αργοσυρτα και σιγα - σιγα ο ο κοσμος θολωνε τον ουρανο και τα δεντρα
γινονταν καμπαναρια , οι λοφοι κοσμουσαν τη κεφαλη τους με εκκλησα-
κια , ασπρισμενα απο τους φτωχους και τους εσχατους . Και σε γιορτινες
μερες τα κουδουνια των ζωων κωδουνοχτυπουσαν κι ο ηλιος κηροκο-
λουσε την ατμοσφαιρα . Μιλησε στον γεροντα για το παιδι και ποσο
τον πονουσε η αναμνηση του , εκεινος του ζητησε σημαδια του κορμιου
και του τα 'δωσε . Τα συλλογιστηκε ολα αυτα και τη τριτη μερα τον φω-
ναξε να τον συνοδευσει . Περπατουσανε εφτα μερες κι εφτα νυχτες και
σαν γλυκανε ο καιρος και λαμπρυνε η μερα του ' δειξε τα παιδια . Αλλα
απο αυτα ηταν μεγαλα κι αλλα ηταν μικροτερα , ειχανε και διαφορα ονο-
ματα . Κωνσταντης , Γιαννακης ,Χρυσουλα , Νικος , , Μαρια , Ανδρονικος ,
Γιωργακης , κι αλλα . Και τα μαλλια τους καστανα , σγουρα , ξανθα και
μαυρα και τα ματια τους ειχανε χρωματα .'' Τα παιδια ειναι χρωματα '' ειπε
ο γεροντας . '' Ετσι ειναι και του ανθρωπου η ζωη χρωματα , σαν σ' ολη του
τη ζωη να ζωγραφιζεται και να ζωγραφιζει '' . Θυμηθηκε σαν ητανε κι αυτος
μικρος τη καταπρασινη σαυρα στον ηλιο κι οταν πλησιασε πως συρθηκε
στο πρασινο χορταρι .'' Και τα παιδια μας σαν σαυρες ειναι '' ξαναειπε .
Του εξομολογηθηκε πως κι αυτος ειναι εκει αναμεσα στα παιδια , του
εδειξε μαλιστα το πιο μικρο .Επειτα ανοιξε ο ουρανος κι επεσε το γαλα-
ζιο και μοιραστηκε αναμεταξυ τους δικαια , μερικα το ταιριαξανε με το
πρασινο στο χορταρι κι οταν φτιαξανε το κιτρινο το πεταξανε στον ουρα-
νο για τον ηλιο , ετσι ευχαριστησανε τον ουρανο για το δωρο του . Εκεινος
ειπε στον γεροντα πως κι αυτος πλαθει παραμυθια κι ιστοριες , και πως
τωρα , που ξαναβρηκε το παιδι η καρδια του ησυχασε κι η ψυχη του εφραν-
θηκε σφοδρα .Γυρισανε κι αφησε το γεροντα στο σπιτικο του . Οταν τον
αποχαιρετησε του το ειπε κι αυτο τον συγκινησε και του ' φερε δακρυα
στα ματια . πως θα ' ρθει μερα , που δεν θα βλεπει το φως της κι ωρα να
μην ακουει τα πουλια κι ευχηθηκε ,σαν ερθει εκεινη η στιγμη να πεταξει ,
να προφθασει μονο να λαξευσει ενα πουλι , που τον τυρανναει χρονια
τωρα.Οι ωρες κι οι καιροι τον φερανε σε παραξενα μερη , με παραξενα
κι αγνωστα φυτα κι ητανε ν ' απορει πολυ και λυσεις να μη βρισκει στα
πολλα ερωτηματα του . Παντα ομως ο ηλιος και ο ιδιος ουρανος , λιγοστο
γαλαζιο . Τοτε ειναι , που χρειαζεται ο φιλος να ανταλλαξεις μια κουβεντα
της καρδιας , μια λεξη να την πλεξεις μαζι με αλλες λεξεις . Ομως παρα-
ξενη η χωρα κι οι λογισμοι παραξενοι κι ειναι σαν κατι να σου λειπει ,
τα χερια δεν εχει που να τα απλωσεις και που να τ' αφησεις .Του ηρ-
θανε επιμονα στο μυαλο καποιες ζωγραφιες , που ειδε καποτε σ' ενα
παλιο βιβλιο , με τον Πυργο της Βαβελ . θυμηθηκε οτι το παιδι καποτε
του ' χε ζωγραφισει παρομοια .Σκεφτηκε πως μπορει να πραγματοποι-
ουνται οι ιδεες των παιδιων , απομενει να αναζητησουμε τα εργα τους
και να τα αναγνωρισουμε.Ομοια κι απαραλαχτα οι ανθρωποι θα ξετε-
λειωσουν , εκεινο ετσι γινεται απο παλια , ν ' αλλαξει δεν γινεται . θυ-
μηθηκε τα λογια του γεροντα .Στους αστερισμους τη νυχτα πασχισε ,
στα σχεδια τους , ν ' αποκαλυψει τα εργα του..Σαν περασε ο καιρος
και ξεμπλεχτηκε απο την παραξενη χωρα , η γη απαλυνε και τα κοπα-
δια των προβατων διαδεχονταν αγελες μοσχαριων.Συναντουσε συχνα-
πυκνα συντροφιες χαροκοπων , που γιορταζαν κι εσερναν μαζι τους
ζωα φορτωμενα με καλαθια φρουτα κι ητανε πολυ γελαστοι ανθρωποι.
Σχεδιαζανε σαν βελη τα πουλια και τα λουλουδια σαν τις λαμπαδες
της Λαμπρης.Ενα πρασινο δεντρο κι ενας αντρας με καπελο του
εκανε εντυπωση.Τον πλησιασε κι ανταλλαξανε μερικες κουβεντες.
Κυτταξε ολογυρα .ενα τεραστιο πρασινο με δυο κιτρινα στιγματα
αντανακλουσε το τεραστιο γαλαζιο με το κιτρινο στιγμα πανω του .
Ενας απ'αυτους, φαινεται ηταν ο σοφος της φυλης, του ιστορησε
την αρχη των πραγματων . οι εικονες του αλλοτε ηταν τρομακτικες
κι αλλοτε γαληνιες, παρ' ολα αυτα του φανηκαν αστειες.Του εθεσε
διαφορες ερωτησεις , οι απαντησεις του ηταν αινιγματικες.Τον
ρωτησε τελευταια . ''Γιατι αυτο το πρασινο δεντρο ; , η απαντηση
του ξεδιπλωθηκε με αργοσυρτες λεξεις.''Το πεπρωμενο σε καθε
δεντρο ειναι το πρασινο χρωμα '', του συμπληρωσε πως ενα παιδι
ειχε φυτεψει αυτο το δεντρο .Αυτος αναρωτηθηκε αν ηταν το ιδιο
παιδι , ''ετσι κι αλλιως'' σκεφτηκε ''δεν εχει σημασια , ολα τα
παιδια ειναι τα ιδια ''Παρακατω το τοπιο ολο βελανιδιες και πιο
χαμηλα ευκαλυπτοι κι ιτιες.Πανε πολλα χρονια , που υπηρχανε
λυκοι κι ητανε πολλα πεινασμενοι. Ακομα περνουσαν τους αν-
θρωπους αλυσσοδεμενους με τα ρουχα τους κατασχιστα και
ραπισμενα τα κορμια τους .Ολοτριγυρω ανοιγονταν στη γης πηγα-
δια σαν στοματα , γεματα φιδια.Κι ολα εκεινα φτασανε ως εδω
σαν παραμυθια και μυθοι και φανταστικες ιστοριες.Σε καποια
μερη δειχνουν πετρες στα σχηματα των παιδιων.Τωρα γυρισε
να ατενισει τον ηλιο , δαχτυλιδι χρυσο στον ουρανο.Στη σκια
ενος δεντρου τα παιδια παιζανε θεατρο, τα δεντρα ειχανε το μποι
τους.Τα παιδια συλλαβιζανε στα αλφαβηταρια τους και με το
χρωμα κανανε σπιτακια οπως τα' χανε στο νου τους , τα πετρα-
δακια αναπαριστουσανε προβατακια και αλογα .Το παιδι ρωτησε
αν το γαλαζιο στον ουρανο δεν ειναι το γαλαζιο του χορταρι.Σε
λιγο τους ανθρωπους θα τους συντροφευαν τα ζωα και θα μοι-
ραζονταν τις εμπειριες τους.Θα ξενυχτουσε σημερα μαζι τους
και το ξημερωμα θα τραβουσε παλι τον δρομο του.Αποψε το
φεγγαρι βγηκε ολογιομο κι οπως του αρεσαν τα παραμυθια
του ηρθε η επιθυμια να αρχισει το παραμυθι.Μια φορα κι ενα
καιρο οταν τα βουνα δεν ειχαν εμφανισθει στη πλατη της γης
και τα δεντρα ηταν τεραστια κι αγγιζανε τα αστρα , τοτε οι αν-
θρωποι στα σπιτια τους κρεμουσανε ηλιους να τους φωτιζουν.
Κι οι στεγες στα σπιτια τους εμοιαζαν με τριγωνα ισοσκελη και
τους κηπους τους ειχανε τειχισμενους με ξερολιθιες.Ο ηλιος
ειχε ματια κι εβλεπε τα καλα και τα κακα.Στα γαλαζια νερα
του ουρανου τα πουλια πλενανε τα φτερωματα τους.Σ' ολοκλη-
ρο τον κοσμο υπηρχε μονο ενα παιδακι, ηταν χαρουμενο κι αυ-
το κι οι αλλοι, που εμοιαζε με τα λουλουδια , που'χουνε κιτρινα
ανθη.Οι μεγαλοι το ρωτουσαν να παρουν συμβουλες, ποτε να
σπειρουν ποτε να θερισουν ποτε ν' ανοιχτουν για ψαρεμα και
ποτε να ζευγαρωσουν με τις γυναικες τους. Κι ολοι μεγαλωναν
κι αυτο δεν μεγαλωνε , για συντροφια του ειχε μια χηνα κατα-
σπρη . που την συνοδευε στη λιμνη να κολυμβησει. Κι αυτο
δεν εψαχνε τους γεννητορες , που δεν ειχε ,ουτε εμελλε ν ' αφη-
σει απογονους.Ολα θα ηταν σαν το μελι και το γαλα αν δεν αλ-
λαζε ο κοσμος.Οταν τελειωσε το παραμυθι ξημερωσε ο θεος τη
μερα του.Βραδυνε πολλες μερες και ξημερωσε πολλες νυχτες
μακρυα απο τη θαλασσα.Θαρρηνε οταν ανταμωσε ανθρωπο να
γνωριζει το κουπι στο ξυλο και το αλατισμενο ψωμι.Χαρηκε πολυ
οταν αντικρυσε τα χρυσα ακρογυαλια, και τα ελιοφυτα διαδεχονταν
οι συκιες και στα ρεματα καλαμιες με αηδονια φωλεμενα.
Περασαν τα σκαφη σημαιοστολιστα κι αφησαν μπαλονια να
ανεβουν στο στερεωμα.Σερνανε διχτυα γιομισμενα με ψαρια κι
αλλα τους ακολουθουσαν οπως το γραμμα γαμα το Ελληνικο.
Ενα παιδι σε μια βαρκουλα ξεδιπλωσε ενα χαρτι κι απαγγειλε
με τραγουδιστη φωνη.''Ταξιδευουμε τη χαρα μας στα καραβια''.
Το θεαμα συνεχιζονταν και δεν τελειωνε οσο ο ηλιος ταξιδευε.
Κι ενα ναυτακι στο πιο φηλο καταρτι εφερνε τα ματια γυρω του
κι εδειχνε με τα χερια του τα νησια , που πλεγανε και τους γλα-
ρους , που ασπρολευκαζανε τους ανεμους.Το παιδι απο κει ψη-
λα βουτηξε με μια περιτεχνη βουτια στη θαλασσα κι αναδυθηκε
μπροστα του .Του ειπε πως λυσανε τα μαγια καθως κυλησε ο και-
ρος κι οι πετρες με τα σχηματα των παιδιων σαρκωσανε με ζεστη
σαρκα.Χαρηκε πολυ κι οσο περνουσε η πομπη των καραβιων μα-
ζευε τις ανταυγειες τους στα νερα και τις αποτυπωνε στα κοχυλια
και στα στρειδια. Ητανε χαρουμενος με τη παρεα του παιδιου
και το'δειχνε και το 'πραττε.Ο ουρανος στον αργαλειο του χραμισε
του ηλιου τα χρωματα σ' ανατολη και δυση τα ιστωσε και κατω
χαμηλα σαι'τεψε το πρασινο.Και στους καιρους εκεινους κατε-
φθαναν αγιογραφοι να ιστορησουν τ' αη -Γιωργη το κατορθωμα
με τον δρακοντα , που φυλαγε το νερο ακυλιστο , κι ειχε την
κορη αιχμαλωτη.Και τους ακολουθουσαν απο πισω μαι'στροι
μεγαλοι , και μελωποιοι πληθος.Κι ο κοσμος ισσορροπησε με
την ομορφια και τη δικαιοσυνη.Τοτε τριτωσε η επιθυμια του για
το παραμυθι. μια φορα κι ενα καιρο στον ουρανο βρισκονταν
τρεις ηλιοι , οταν ο πρωτος δουσε ο δευτερος αυγιζε κι ο τριτος
μεσορανουσε.Κανενας δεν εξηγουσε τιποτα , δεχοντουσαν τα
παντα σαν αυτονοητα.Τοτε ζητηθηκε απο το παιδι να ζωγραφισει
και πανω στις ζωγραφιες του να ιστορησουν.Κι αυτο καθησε κι
εκανε ζωγραφιες δεκα τον αριθμο , μεσα σ 'αυτες ηταν εκεινο ,
που ειχε ερθει , αυτο , που ηρθε κι εκεινο , που θα ερθει.Οταν
εφτασε το παραμυθι στο τελος ζητησε απο το παιδι να ζωγραφισει.
.
.
Ο Μεγαλος Γραμματικος
.
Διαλεξε μια επιπεδη περιοχη , χαμηλοι λοφοι
και στο βαθος περα η θαλασσα.
Στερεωσε τη σκαλα στο εδαφος και στα συννεφα
κι αρχισε προσεκτικα ν ' ανεβαινει .
Οταν εφτασε στο υψος που ηθελε ανοιξε διαπλατα
ενα τεραστιο λευκο υφασμα , κατι σαν πανω .
Αυτο το στερεωσε στους ανεμους που φυσουσαν .
Εβγαλε ενα μαρκαδορο και πανω στο πανι σε διαφορες θεσεις
εγραψε με γαλαζια γραμματα
ηλιος . γη , φεγγαρι,
επειτα εβγαλε ενα κοκκινο μαρκαδορο και συνεχισε
πολιτεια , δικαιοσυνη,ανθρωπος.
Yστερα συνεχισε με ονοματα δεντρων μηλια,αμυγδαλια,ελια,
επειτα εγραψε θαλασσα,ποταμι,οροσειρα,νικος,μαρια,γιωργος,
ελαφι, αλογο,χελιδονι, σπουργιτι,
ενα , δεκαοχτω, τριγωνο , νοτιας , παιδι . χαρτι ,
ειπε , ακουσε , εγραψε , πριν , καραβι ,
Αριστοτελης , Οδυσσεια , ευθεια , φτωχος , παραδοξο ,
κυματα , ανοιξη , τριανταφυλλο , ...
Απο κατω μαζευτηκε μεγαλο πληθος ανθρωπων .
Αυτοι κοιτωντας πανω ξεσπασαν σε ζητωκραυγες
και σε συνεχη χειροκροτηματα .
Φαινεται πως ειχαν πληθυνει εκεινα τα χρονια
οι δυσαρεστημενοι με την πραγματικοτητα
.
.
ΟΙ ΦΤΩΧΟΙ ΚΑΙ ΤΑΠΕΙΝΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΟΥ ΞΗΡΟΜΕΡΟΥ
.
το ορος υπερυπτατο ως τανυπτερυγος αετος ,
και ο ναισκος ως ταπεινος σπουργιτης,στρουθιον,
εν μεσω αιχμηρων βραχων και εγγυτατα κρημνων
αβυσεων
Και ηρθεν ο ανθρωπος κατα ωραν ορθρινην και
εμεινεν.
Και ειδεν τας νεφελλας λευκας ως η χιων ,και
τα ανθη της αμυγδαλιας
Και ακουσεν καλλικελαδα πουλια στα δεντρα, και
πως ξεδιψουσαν με την δροσον της χλοης
Και μεσηβρινην ωραν στον ισκιο πλατανου συν-
εφαγεν μετ' ανθρωπων εχοντας καθαρας τας οψεις
και λιγοστα τα λογια
Και πνεων ο ανεμος πηρε τις πραξεις του και τις
μοιρασε δικαια στα τεσσερα σημεια του οριζοντα
Και γραμματα εγραψεν επι των φυλλων των πε-
πτοκοτων εκ των δενδρων , και στις πετρες
σχεδιασε
Και τα διαστηματα του ηλιου στον ουρανο μετρησε
και υπολογισε τον χρονο των βηματων του
Και αναχωρησεν ο ανθρωπος κατα ωραν εσπερι-
νην και εμεινε οπισω ο ανεμος που τον περιεβαλ-
λε και ειχεν το σχημα του τοσα χρονια
.
.
Τρια παιδια ο Δημητρης,η Ελενη και η Μαρια
ζωγραφισαν με μαρκαδορους πανω σε χαρτο-
πετσετες και μου δωρισαν τις ζωγραφιες τους,
το Σεπτεβριο θα πανε στη α' δημοτικου
.
.
FAIRY TALE [η Ιστορια]
[που τους χαριζω και σ'ολα τα παιδια του κοσμου]
.
.
Καποτε δεν ηταν ετσι οπως ειναι σημερα.Ενα
περιστερι στον ουρανο αφησε ενα αυγο να πε-
σει απο κει ψηλα ,που πετουσε.Τ'ασπραδι του
αυγου απλωσε κι εγινε ενα ασπρο συννεφο και
σταθηκε στον αερα σαν ελαφρυτερο που ηταν,
ενω ο κιτρινος κροκος σαν βαρυτερος που ηταν,
επεσε πανω στο σκληρο καυκαλο μιας χελωνας ,
κι απο κει αναπηδωντας υψωθηκε στον ουρανο
εφτασε στο συνεφο,χτυπησε σ'αυτο και παλι
στην χελωνα ,απο κατω τα παιδια σταματησαν
το παιχνιδι και κοιτουσαν με θαυμασμο αυτο
το παραξενο πινγκ-πονγκ μεταξυ της χελωνας
και του συννεφου.
[ Καποιοι σοφοι αργοτερα ερμηνευοντας αυτο
το ατελειωτο πινγκ-πονγκ ειπαν πως συμβολιζε το
καθημερινο ταξιδι του ηλιου απ'τη γη στον ουρανο
στη γη]
Οταν καποτε βαρεθηκαν το παιχνιδι του
πινγκ -πονγκ με τον κιτρινο κροκο τ'αυγου
η'απο καποιο λαθος κινηση της αργης χελω-
νας σε μια δυσκολη μπαλια του συννεφου
η κιτρινη σφαιρα του κροκου κυλλησε στο
πρασινο χορταρι,τοτε τα παιδια αμεσως
την πηραν κι αφου χωριστικαν σε δυο ομαδες
επαιξαν ποδοσφαιρο , με τον κροκο για μπαλα.
Επαιξαν και χαρηκαν.Στο τελος το παιχνιδιου
ενα απο τα παιδια ,το πιο δυνατο,κλωτσησε
δυνατα την μπαλα ψηλα και εκεινη ανεβηκε
στον ουρανο οσο γινοταν ψηλοτερα κι εγινε
ο κιτρινος κροκος του αυγου ο ηλιος που φωτιζει
και θερμαινει τη γη ως τα σημερα
[βεβαια τα παιδια ξεχασαν αυτο το περιστατικο
,και θα'χε ξεχαστει για παντα αν δεν τα μαρτυρουσε
ολα οσα εγιναν και ειδε να γινονται εκεινη
τη μερα το περιστερι που πετουσε εκει ψηλα]
.
.
Ιστορια η' Μυθος λεγει
[Οι ταπεινοι και ξεχασμενοι αγιοι του Ξηρομερου]
.
.
Ιστορια η' μυθος λεγει για εναν ηρωα,εικοσιπενταετη,
πως καββαλαρης σε αλογο ερυθρο,πολεμησε και νι-
κησε δρακοντα και ελευθερωσεν τον τοπον.Εις την
μνημη του εκτισαν εκκλησιαν.Ετουτην.Και εδω εθε-
μελιωσαν τα σπιτια τους,εδω επανδρευτηκαν,εδω εζη-
σαν βιον ταπεινον και ειρηνικον.Οι ελιες χιλιετη δεν-
τρα μετα κορμων ελλισομενων,ως τωρα καρπιζουν.
Φωναι αιγων και συριγμοι ποιμενων εκ των κρημνων
και των βραχων του ορους υψηλωτερα του παλαιου
οικισμου κατολισθενοντας ως λιθοι φθανουν στα αυτια
μας..Ο τοπος γεματος θαμνων και βατων,με αλυγιες ,με
βατομουριες και φραγκοσυκιες.Σωζεται και μερος ενος
πλακοστρωτου δρομισκου του χωριου.Οι τοιχοι των ε-
ρειπωμενων οικιων εγκατακρημνισμενοι χασκουν ως
λειψανα περασμενης ζωης ταπεινων ανθρωπων γεωρ-
γων και κτηνοτροφων.Ο ποιμην,ος μας εχαιρετησεν,
εις την αρχην εφοβηθη,μας ενομισεν ληστας η'κλεφτας..
Ο ηλιος κυκλος η' σφαιρα εκυλιετο υπερθεν λαμπρος
προς εσπεριαν.Εν νεφος επιμηκες και λευκοφαιες αιω-
ρειτο εις το μερος της ανατολης.Ουδεν επνεεν την ω-
ρα εκεινην.Ηκουοντο τερπνα και ηδυφωνα ασματα
πτηνων εις τα δεντρα και εις τον αερα..Το εσωτερικον
της εκκλησιας ητο το παλαι επιβλητικοτατον,τρικλιτον,
με κιονας και αψιδας.Εις το ιερον υπερανω της κογχης
ητο εζωγραφισμενος υπερμεγεθης οφθαλμος.Και
εις δυσμας ητο εκει εις το υπερωον εζωγραφισμενον
μεγαν θαλασσιον καβουρην.Εν τω μεσω του ουρανου
της οροφης ο Παντοκρατωρ,η ζωγραφια του ητο εις
καλην καταστασιν.Και εκ των τεσσαρων ευαγγελιστων
εις τα τριγωνα των αψιδων εσωζοντο οι δυο.Το τεμπλο
εργο μεγαλου τεχνιτου δεν εφερεν ουδεμιαν εικοναν
αγιου η' παραστασεως.Τα παραθυρα αποτελουντο εκ
πολυχρωμων τεμαχιων υαλων και το φως του ηλιου
εισερχετο εις το εσωτερικον του ναου διαφορως κε-
χρωσμενον.Εις το δαπεδο παντου τριματα εκ της κα-
ταστροφης της στεγης,πετρες χωματα και ξυλα.Οι κι-
ονες κεκλιμενοι,να σπασουν,να συντριφθουν.παρασυ-
ροντας εις την πτωσην των ολοκληρον το οικοδομημα
του ναου.Ο ναος εγκατελελειφθης εις την φθοραν,
το μεγα καλλος του εν ερημωσει,Εις την μαχην με
τον Χρονον ενικησεν ο Χρονος.
.
.
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑ - ΜΥΘΩΝ
[ ΑΡΧΑΙΑ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ ]
.
.
Αρχαιολογια/Μυθολογια
.
Το τελος της Εποχης του Λιθου στην Ακαρνανια
και την Αιτωλια κατοικουσαν οι Λελεγες.
Περιπου το 3000 π.Χ ,αρχες της Χαλκοκρατιας,
οι Αιμονες και οι Υαντες ηταν στον τοπο.
Το 1900 π.Χ ηρθαν τα Ελληνικα φυλα.
Οι Ιωνες,οι Αχαιοι.οι Αιολεις,οι Δωριεις.
Ακαρνανες ,Αιτωλοι
[ Πολεις Ακαρνανων -Αιτωλων
...Αστακος,Φυτειες,Κοροντα,Αλυζια,
Παλαιρος,Σολλιον,Τορυβεια,Κεκροπια,Ανακτοριο,
Μεδεων,Θυρρειο,Λιμναια,Αμφιλοχικον Αργος,
Μητροπολις,Σαυρια,Στρατος,
Οινιαδες,Καλυδωνα ,Πλευρωνα,Θερμο,
Θεστια,Αγρινιο,Ιθωρια,Χαλκιδα,Πυληνη,
Ωλενος,Μακυνεια... ]
.
Στην ευφορη Ηλιδα βασιλευε ο Ενδυμιων,γιος του
Αεθλιου η' του Δια και της Καλυκης,για γυναικα πη-
ρε την Υπεριππη,κορη του Αρκαδα η' του Ζησου,εκα-
νε τρεις γιους ,τον Επειο,τον Αιτωλο και τον Παιων.
Οταν γερασε στον θρονο θα ανεβαινε ο νικητης σε
ιπποδρομια στην Ολυμπια.Νικητης ο Επειος.Στον
θρονο ανεβηκε και ο Αιτωλος.Οταν ομως σκοτωσε
τον Ατη,γιο του βασιλια του Αργους Φορωνεα,τον
κυνηγησαν οι γιοι του σκοτωμενου κι εφτασε στη
χωρα τον Κουρητων.Εγινε αρχηγος τους κι εδω-
σε το ονομα του στον τοπο.Αιτωλια.Πηρε για γυναι-
κα την Προνοη,κορη του Φορβου,και εκανε δυο γιους
τον Καλυδωνα και τον Πλευρωνα.Μετα τον θανατο
του Αιτωλου τον διαδεχτηκε ο Πλευρων,τον Πλευρωνα
ο γιος του Αγηνωρ .Αυτος πηρε για γυναικα την Επι-
καστη ,που γεννησε τον Πορθαων.Ο Πορθαων εγινε
βασιλιας της Καλυδωνας και απο τη γυναικα του Ευρυτη
γεννηθηκαν ο Αγριος,ο Οινεας,ο Αλκαθοος,
ο Λευκοπεας και η Στεροπη[γυναικα του Αχελωου].
[ κατα αλλη γενεαλογια ο Οινεας καταγονταν απο
τον Αιτωλο-
και κατα μια αλλη,καταγονταν απο τον Δευκαλιωνα,
του οποιου ο γιος Ορεσθεας ηταν παππους του ]
Γιοι του Αγριου ηταν.Ο Ογχηστης,ο Θερσιτης,
ο Κελευτωρ,ο Λυκωπευς, και ο Μελανιππος.
Ο Οινεας και η Αλθαια[κορη του Θεστιου] ειχαν
τρια παιδια.
Τον Τυδεα,την Δηιανειρα και τον Μελεαγρο[λενε
πως ηταν γιος του Αρη.με τον οποιο πηγε η Αλθαια]
και τεσσερις κορες,τις Μελεαγριδες
Ο Τυδεας ειχε γιο τον Διομηδη.[λενε πως ο Τυδεας
ηταν απο τον δευτερο γαμο του Οινεα με την Περιβοια
κορη του βασιλια Ιππονοου]
Η Δηιανειρα εγινε γυναικα του Ηρακλη .
Καποτε κατα τη γιορτη των Θαλυσιων ο Οινεας
αμελησε να θυσιασει στην Αρτεμη,εκεινη θυμωσε
πολυ κι εστειλε απο το ορος Αρακυνθο ενα φοβερο
αγριογουρουνο,τον Καλυδωνειο καπρο,να κατα-
στρεψει τις καλιεργειες, και τ'αμπελια]
Φιλοξενησε τον ηρωα Ηρακλη,που πολεμισε με τον
ποταμο Αχελωο και τον νικησε,για επαλθο του εδωσε
την κορη του Δηιανειρα.
Επισης φιλοξενησε [κατα μια παραδοση] τον Μενελαο
και τον Αγαμεμνωνα.
Στα γεραματα του τον γκρεμισαν απ'τον θρονο
τα ανηψια του,παιδια του αδελφου του Αγριου.Τον
επανεφερε στον θρονο του ο εγγονος του Διομηδης.
Κατα μια αλλη εκδοχη του μυθου,τον Οινεα τον
σκοτωσαν στην Αρκαδια δυο γυιοι του Αγριου,και
ταφηκε απο τον Διομηδη στο Αργος.
[ Ηρωες κυνηγοι του Καλυδωνειου καπρου.
Ο Ιδας,ο Λυγκεας,ο Θησεας,ο Ιασονας,
ο Τελαμωνας,ο Καστορας και ο Πολυδευκης,
ο Υλεας,ο Αγκαιος,η ομορφη Αταλαντη]
.
Ιστοριες Παρα-Μυθων:
.
-το βραδυ κοντα στο τζακι ο κυρ-Μελεαγρος
αφηγηθηκε στην κυρα-Αταλαντη.
''Μια φορα κι ενα καιρο...''
.
.
''Οταν γεννηθηκε ο Μελεαγρος ηρθαν οι μοιρες στην
κουνια και μια ειπε στην μανα του την Αλθαια,πως
οταν καει το κουτσουρο στο τζακι το παιδι θα πεθανει.
Τρομαγμενη η μανα αρπαξε το κουτσουρο,το εσβησε
και το εκρυψε σε κρυφο μερος.
Περασαν τα χρονια.Ο βασιλιας Οινεας σε καποια γιορτη
δεν θυσιασε στη Αρτεμη.Εκεινη προσβληθηκε και θυμωσε.
Εστειλε απο το ορος Αρακυνθο ενα φοβερο αγριογουρουνο
καπρο να καταστρεψει τον τοπο.Τοτε χαθηκαν πολλοι αν-
θρωποι,πολλα ζωα, και βοσκοι.
Ο βασιλιας εστειλε να ερθουν οι καλλιτεροι κυνηγοι να
σκοτωσουν τον Καλυδωνιο καπρο.Και επαλθο ο νικητης
θα'περνε το δερμα του και το κεφαλι του. Ηρθαν οι πιο
ονομαστοι του τοπου,κι αναμεσα τους η ομορφη
Αταλαντη κορη απο την Αρκαδια.
Μερες τον κυνηγουσαν, πρωτος τον πληγωσε ο Με-
λεαγρος,και τον αφησε να τον σκοτωσει η Αταλαντη.Κι
αυτη πηρε το βραβειο.
Τοτε θυμωσαν με τον Μελεαγρο οι θειοι του,τ'αδερφια
της μανας του,τα'βαλαν μαζυ του και πιαστηκαν σε εχθρα.
Καταληξη ηταν να τους σκοτωσει ο Μελεαγρος.Το εμαθε
η μανα του η Αλθαια λυπηθηκε πολυ για τ'αδερφια της
και καταραστηκε τον γιο της τον φονια.Τοτε θυμηθηκε
τα λογια της μοιρας .Πηρε απ'το κρυφο το μερος το κου-
τσουρο,το πεταξε στο τζακι στη φωτια να καει.
Κι οταν καηκε το ξυλο κι εγινε σταχτη πεθανε
ο Μελεαγρος.
Μετα απο τη πραξη της μετανιωσε κι εδωσε τελος στη
ζωη της με ιδια της τα χερια .Οταν το'μαθαν οι κορες της
ουρλιαξαν απ'τον πονο ,μερα και νυχτα μοιρολογουσαν
την μανα και τον αγαπημενο αδερφο.
Τις λυπηθηκαν οι θεοι και τις μεταμορφωσαν στα που-
λια Μελεαγριδες.
Αυτα τα πουλια,που σημερα εμεις ονομαζουμε
φραγκοκοτες.''
.
.
''Μια φορα κι ενα καιρο στον τοπο μας ενας
νεος τ'ονομα του Ανηλιαγος και μια κορη
τ'ονομα της κυρα-Ρηνη ...''
.
στο καστρο της Καλυδωνας ηταν η ομορφη
κυρα-Ρηνη και περασε αντρας ομορφος και παλλη-
καρι,και τα δυο τους αγαπηθηκαν.Ανηλιαγος ηταν
τ'ονομα του.Μοιρα του ηταν γραμμενη ακτινα του
ηλιου να μην τον ακουμπισει,γιατι σαν το κερι θα
λιωσει.
Και μια νυχτα ξεχαστηκε στον γλυκο υπνο στο
κρεβατι της κυρα-Ρηνης μαζι της και ξημερωσε
η μερα.Δεν προλαβε το παλληκαρι να φυγει και
ξεψυχισε στην αγκαλια της κυρα-Ρηνης ο Ανηλιαγος.
.
συνεχισε την ιστορια ο Ηρακλης γυριζοντας
απ'το ταξιδι
.
Πιο μεσα στη θαλασσα στα νησια κι εδω
ηταν ο Οδυσσεας.
Οταν γυρισε απ'τον μεγαλο πολεμο της Τροιας
στο Θιακι και τελειωσε με τους μνηστηρες,εκαμε
οπως του ειπε ο Τειρεσιας.Περασε απεναντι στην
στερια της Ακαρνανιας,μπηκε στο εσωτερικο της
και με το κουπι στον ωμο ρωτουσε τους ανθρωπους
να του πουν τι ειναι αυτο,που κουβαλαει στον ωμο.
Κι αν εβρει ανθρωπο ν'απαντησει πως το κουπι
ειναι ξερο ξυλο και να αγνοει το αλατι εκει σ'εκεινο
τον τοπο να σταθμευσει και να θυσιασει.
[ Τα χρονια περασαν κι ισως ο Οδυσσεας να ειναι
εδω στον τοπο μας]
.
.
Η ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΕΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ''ΟΡΝΙΘΩΝ''
ΚΑΤΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
.
.
Κατ'αρχην συντηριτικα,διατηρωντας τα μερη της
κωμωδιας:
-προλογος
-παροδος[η εισοδος του χορου των πουλιων
με χορο και τραγουδι,απο καποιο κοτετσι,δεν το τσε-
καρα]
-στασιμα[ο χορος των πουλιων χορευει και
τραγουδαει,κανωντας μας αερα με τα φτερα του]
-επεισοδια[η δραση,η υποθεση του εργου προχωραει,
θα μαθουμε αν θα χτισθει η πουλοχωρα,η Ουτοπια,
δεν βαζω και το χερι μου στη φωτια οτι θα γινει ποτε]
-εξοδος[η λυσις][να σηκωθουμε απο τις καρεκλες
σε λιγο,μας αρεσε δεν μας αρεσε το εργο,δεν μας
πεφτει λογος, δεν πληρωσαμε,τζαμπα ητανε]
-η παραβαση[οχι,που θα γλυτωναμε,εδω ακουμε τις
αμπελοσοφιες του ποιητη,τι εννοει ο ποιητης δηλαδη,
αυτα μην τ'ακουτε ειναι για τους χορηγους να τους
καλοπιασει για του χρονου,ρεκλαμα,και για τους αργο-
σχολους]
Βεβαια τα παιδια εκαναν αταξιες στην παρασταση,
αλλα αυτος που ειναι υπευθυνος για τις παρανομιες,
και τις παραβασεις στο κοτετσι των Κοτων[Ορνιθων,
Ορνιων] ειναι ο σκηνοθετης ο δασκαλος ο Γιαννης,
απο τη Θεσσαλια,
αυτος λοιπον εβαλε συγχρονα[και με το δικιο του
απο το 414 πχ μεχρι το 2005 μχ ,ειναι τοσα χρονια,
ζαλιζεσαι,μονο το π με το μ ν'αλλαξεις,το χ ειναι
σταθερο,σαν την κοταμαρα μας].Εκσυγχρονιση.
Ακουσαμε Vangelis[Βαγγο,να πουμε],το μινορε
της αυγης[του Σπυρου Περιστερη][να ξυπνησουν
οι πετινοι]''Ξυπνα μικρο μου κι ακουσε''[αμα εχεις
μικρο ειναι να το ξυπνησεις; κακως κακιστα,και να'ρθεις
με τον κηδεμονα σου] και καπακι[να εμπεδωσουμε
το ξυπνημα,μηπως και δεν ξυπνησουμε,σαν τα δυο
ρολογια,που βανουν να ξυπνησουν μερικοι εξυπνοι]
''Γιατι με ξυπνησες πρωι;''[εδω θελει ερωτηματικο,
γιατι να με ξυπνησεις;] του Βασιλη Τσιτσανη,
να και το Ποπακι,οχι καμια Ποπη,
μην εκθετουμε ποσωπα,και μαλιστα θηλεα],το ποπακι
[παλιν συγνωμη.προκειται περι αναποφευχτης
συμπτωσης]της Ελενας Παπαριζου το ''The Number
One'',α' βραβειο στην EUROVISION 2004,bit bit
boot κουνημα,να και ο Διονυσος [φαντης μπαστουνης,
τι δικο του το πανηγυρι,Θεατρο Θετρο Μπαιγνιο
Σκωμμα,γινεται χωρις αυτον;]να μην στειλει αντι-
προσωπο; την αφεντομουτσουναρα του συνονοματο
του Διονυσση Σαβοπουλου με τον Καραγκιοζη του
[''κεινο που με τρωει,[ειναι τα ...],κεινο που με σωζει...]
πουλια πουλακια πουλαδες πουλες κουτοπουλια κοτουρ-
νιθια χαζοπουλια
ο ουρανος ανηκει σ'ολα τα πουλια
[με το μπαρδον τι ανηκει;,αδικο,και να παρθουν
αμεσα μετρα εισαγγελικα,μας κουτσουλανε κυριε
προεδρε, θα μ'αναψουν τα αιματα,θ'αρπαξω καμια
καραμπινα,και μπαμμ στο φτερο,και αμαρτιαν
ουκ εχω]
Ωωπ,στοπ.Οικολογια[τωρα το μερος της Οικολογιας.
Αετος εφαγεν χελωνα ,χελωνα εφαγε χορτο,και
παει,κι ας περνιεται για κορακοζωητη,...εφαγεν...
εφαγεν...ωραια Οικολογια Καλοφαγιας].Φτου[ρ]Φτου[ρ]
ε ας ριξουμε μια Βουγιουκλακη[αν και...γατουλα.sos.πουλια]
[τι να πει ;ας πει το, ας το πει ,πεταξτο στον αερα]
''Τ'αγορι μου, τ'αγορι μου,...Ρικο,Ρικο κο κο''[ε φανερος ο
στοχος σου κ. σκηνοθετα,τι κουτορνιθια ειμαστε,το ρικο
ρικοκο ειναι απο τον κοκορα το κικιρικο και το
κοκο το αυγο, εξυπνο παντως για κοτους ανθρωπους]
κι επειδη η Βουγιουκλακη εχει σουξε,στο καπακι της παρα-
στασης πηραμε τους δρομους και ποιος μας πιανει ,
τσιμπησε το δισκακι
''καροτσερι καροτσερι τραβα και μη σταματας''
τα παιδια- κοτοπουλια κακαριζουν :
''εφτασε η ωρα για την πουλοχωρα
εφτασε η ωρα για να δοξαστει[εμενα μου λες
θα φαμε τετοιο δοξασμενο κουτσουλισμα, τιμη
μας και καμαρι μας,στο πετο σαν παρασημα,μην
ειμαστε και αχαριστοι]
Λοιπον συνεχεια κοτοχ...
''εφτασε η ωρα για την πουλοχωρα
εφτασει η ωρα σ'ολους ν'ακουστει ''
[και οπου φυγει φυγει πουλ πουλ]
Εν τω μεταξυ [στα επεισοδια,εγιναν επεισοδια]
ηρθαν,την επεσαν διαφοροι πονηροι επιτιδειοι
τεχνοκρατες[να εδω οι δρομοι,εδω τα κοτοπουλεια,
εδω οι κοτοφραγκοι,εδω οι κοτες,εδω τα κορακια
στην Πουλοχωρα]τους πηραν χαμπαρι τους προγ-
κιξαν τους εκραξαν τους διαολοεστειλαν.
επειτα κατεφθασσε διμελες [για το Αδιαφθορο,μας
ακουει κανεις;κλεισε την πορτα]της Εφοριας.
λιγο πουλυ ζητουσαν ελεγχο.Να ο διαλογος
[αυθεντικος απο την παρασταση]
-εχουμε διαταγη να κανουμε ελεγχο
-ενα δεκαλιρο;
-ντροπη ,κυριε,δωροδοκια
-δυο δεκαλιρα;
-αυτο δεν επιτρεπεται θα σας καταγγειλω
-πεντε δεκαλιρα;
-πεντε δεκαλιρα,ειπατε;ειπατε
δωστα,δωστα
-να παρτα,παρτα[και τους ...μουτζωνει με τα
πεντε δεκαχτυλα]
Ειδατε ποσο συγχρονο ειναι το...συγχρονο
Εν τω μεταξυ ακουμε διαφορα κουφα:
Ζητω .Λαος -Πουλια στην Εξουλια
[Δηλαδη Εξουσιοπουλισαμε,ξεπουλισαμε]
Κατι ακουστηκε και για το ευρω,αλλα δεν κατα-
λαβε κανενας τιποτα,αγνωστο αντικειμενο,
δυσευρευτο.''Καλε,για το ευρω δεν θα πει κανεις
τιποτα; '',Ασε μας πουλο-κοπελα μου,μην σγαρλιζεις
τον πονο μας;τετοιες μερες μνημονιου]
και σαν να μην εφταναν αυτα,Μοδα τα Πουλια,Γκραν
Σουξε,επεσε Πουλομανια[αργοτερα μας κουβαληθηκε
η νοσος των πτηνων]
Απαριθμουν οι Ρεκλαμαδοροι Πουλιων[ενα Ειδος
Γραφειου Προπαγανδας Πουλιων]:
τα παιδια στα σχολεια κανουν γραμματα ορνιθοσκα-
λισματα,το ...το λενε πουλι,λενε διαφορα,οπως ''θα
μου δεις τον περδικο'',εκαναν τραγουδια με τα πουλια,
''ειμ'αητος χωρις φτερα''[τωρα μεταξυ μας,τι σοι αητος
ειναι χωρις φτερα;γουστα ειναι αυτα]''η γερακινα'',
επεται συνεχεια,
τ'αλλα αντ'αλλα''αλλου τα κακαρισματα κι αλλου
γενουν οι κοτες'',
''της γερακιδας γιος'',''μου παρηγγειλε τ'αηδονι με το
πετροχελιδονι'',και του Χρηστακη ''το πουλι'',''και του
πουλιου το γαλα''του Βασιλοπουλου[τζαμπα διαφημιση
ρε μπαγασα ,για τα ματια μιας μικρης,εχε χαρι],σου
τρεσαρει μπουνια στα μουτρα ο μαγκας... κι ειδες
πουλακια να τσιουτσιουνιζουν ,κι αλλα πουλλα πουλισια
Εν τω μεταξυ οι θεοι στελνουν sms μηνυμα,κτυπα
το κινητο ,''Οι Θεοι ,ειναι'' .''Τι θελουν τα λαμογια;''
Αρθρο α':Εμεις οι Θεοι παραδινουμε την Εξουσια
στα πουλια[Μεγα Κοροιδελικι,δεν τρωμε κοτοχορτο,
ποιος παραδινει εξουσια ;ποτες των ποτων]
Αρθρο β':Τα Πουλια να μας δωσουν συνταξη [Να την
περναμε ζωη και κοτα,αμ τι τζαμπα ειναι η Δημοκρατια;
τωρα τι θυμηθηκα]
Αρθρο γ':Να μην περνουν στον ουρανο[διοδια και
τα ρεστα θα πληρωνονται]να μην εμποδιζουν
τις κουτσολοπτησεις των πουλιων
Αρθρο δ':Να φροντιζουν το Περιβαλον[Πρασινοι Θεοι,
λιγο δυσκολο το βλεπω οι Θεοι μας ηταν παντα...ροζ ,
ολη την ωρα το'χαν το μυαλο τους στις τρελλιτσες με
τις διαφορες αλλανιαρες ,θεες και τις δικες μας
τις γηινες,τι απ'το ψαχνο θα το ριξουν στο χορτο;
δεν το βλεπω]
Αρθρο ε':Να ζουν αγαπημενοι,με αγαπη ειρηνη
και δικαιοσυνη[Η Πεμπτουσια της Μπαγοποντιας,
αυτο κι αν ειναι Κοροιδιλικι Μεγα]
Και τοτε πεταγεται ο Λιγοπλανος και δουλευεται
γαζι και την αμολαει και μαλιστα στο ρυθμικο αλα
ΚΚΕ του Φλωρακη:
''ΑΓΑΠΗ,ΕΙΡΗΝΗ ,ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Οι Νομοι των Θεων και των Ανθρωπων ''
[το επαναλαμβανει,και μαζυ του ολα τα κουτορνιθια]
ΑΓΑΠΗ ΕΙΡΗΝΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
[Βρε ουστ,ΟΥΣΤΟΠΙΑ,
Νομοι των Θεων; [των Δυνατων δηλαδη].Δυνατοι
ειναι οτι θελουν κανουν ,και...κοκοβιους γιαχνι αμα
λαχει,να πουμε
Νομοι των Ανθρωπων;[Ποτε;που;,δεν κολλατσιζεις
στους ανθρωπους τετοια :Αγαπη Ειρηνη Δικαιοσυνη;
ουτε...κοκοβιους γιαχνι,την γαζωνουν στο αλλιωτικο
[ΠΑΡΑΒΑΣΗ:
ΟΥΤΟΠΙΑ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ
ΤΕΛΟΣ ]
Για καλο και για κακο παρτε μια ασπιρινη η ' ενα
καλμον η ' ενα ντεπον[αναφερω ολες τις μαρκες
για μην μεροληπτησω]να σας περασει ο πονοκεφαλος,
γιατι ''οποιος ανακατωνεται με τα σκατα τον τρωνε
οι κοτες'',ως γνωστον εξ αρχαιοτατων χρονων
.
Στα σκηνικα προσπαθησα να δρασω Αριστοφανικα,
στο αριστερο σκηνικο στον ουρανο τα πουλια σχηματι-
ζουν το SOS,στο μεσαιο ο δρομος ανηφοριζει στην
Πουλοχωρα,μην τον ακολουθησεται σε κανεναν
γκρεμο θα σας ριξει,πριν την ωρα σας,εχω εκει
μια κορη κι ενα κουρο ,με προσωπα πουλιων,μην
το πιστευεται,δεν ειστε κοτορνιθια,μασκες θεατρι-
κες ειναι[να'μαστε με το γραμμα του νομουτων κριτικων,
μην μας την πεσει κανενας,και μας ζαλισει τον ερωτα
του....θεατρου],ο κουρος φοραει ποδοσφαιρικο σωβρα-
κο με τον αριθμο 10,η αρχαια κωμωδια ηταν λαικο
θεαμα με πολιτικες προεκτασεις,και οχι οπως καντησε ν'ασχο-
λειται με πορνο-σταρς,τιβι ψωνια,παρανοικους
εθνικιστες,γυναικιζοντα νουμερα,αταλαντους,
και με διαφορους αθυροστομους βωμολοχους
αφσκολογους επι πληρωμει,
στο δεξιο σκηνικο η πολη,τις πολυκατοικιες,με τα
δεντρα τις κεραιες των τηλεορασεων να ισορροπουν
με τα καμενα δεντρα στο αριστερο σκηνικο,στον
ουρανο τα πουλια σχηματιζουν την ελληνικη σημαια,
εχω κι εναν Φασιανοιζοντα ποδηλατιστη με φτερα,
και σε μια λαικη συνοικια εχει παρασταση Καραγκιοζη
με το εργο :''Ο Καραγκιοζης Κοτοπουλας''.
.
[Οταν εκανα τα σκηνικα ,στον χωρο εκεινο γι-
νονταν και οι προβες των παιδιων,ηταν μεγαλη
εμπειρια για μενα,εκεινη την ωρα,που επαιζαν
μπροστα απο τα ατελειωτα σκηνικα δεν δουλευα,
καθομουν και τα ακουγα,επηρεαζομουν απο αυτα,
το τι θα εκανα.
Τα παιδια ,γινονταν πουλια με τις φωνες τους τα φτερα
τους να πεταξουν ελευθερα.
Τους ευχομαι σ'ολη τους τη ζωη να πετανε ελευθερα
και ευτυχισμενα]
.
.
Βελανιδι
ΧΡΟΝΙΚΟ
:
.
Ανθρωποι ταπεινοι ηταν εξω στο δασος στα γουρδια απο
τις αρχες του Αυγουστου,τιναζαν το βελανιδι,το μαζευαν ,
το ξεβελανιαζαν και το ελιαζαν μετα αφου ξηραινονταν
το σακιαζαν,φετος ηταν καλο μεγαλο και καθαρο θα'πιανε
τιμη στον εμπορο,πολλοι ειχαν μικρα παιδια να ταισουν κι
αλλοι ειχαν κορες της παντρειας,εκεινες τις μερες της συλ-
λογης δεν γυριζαν στο χωριο στα σπιτια τους,εκει ετρωγαν,
εκει στο λογγο κοιμοντουσαν τη νυχτα,στο χερσο,ολοι και
τα παιδια στον αγωνα,στη ζεστη,στο φοβο για τα φιδια,ητανε
και καποιοι αντρες καλλιφωνοι που τραγουδουσαν σκαρφα-
λωμενοι στα δεντρα της βελανιδιας καθως τιναζαν με το λουρο
το βελανιδι απ'τα κλαρια,''βγηκα ψηλα και πλαγιασα'',κι ακου-
γονταν το τραγουδι τους απ' τα διπλα και απ' τα περα τεμαχια,
κι ητανε τα χερια τους πληγιασμενα απο τ'αγκαθια,τις πετρες
και τα πουρναρια και πονουσαν,κι ητανε πολλα τα γελια και
τ'αστεια τους και τα πειραγματα τους να ξεχασθουν να καλο-
καρδισουν να περασει ο καιρος,κι ετσι περνουσε και κυλουσε
χρονια τωρα ομοια απαραλαχτα ,και καταλαβαιναν τον τοπο
τους και τον νοιαζονταν και τον πονουσαν σαν δικο τους
καταδικο τους ανθρωπο σαν τα προσωπα τους τα ιδια.
.
.
Νικολαος Χριστοδουλου Κουβελης ο πατερας μου
ξηρομεριτης καπνοπαραγωγος γεωργος απο τη Μαχαιρα
-
.
Ο πατερας αγαπουσε τον καπνο ,''την καπνοκαλιεργεια''ελεγε και
συγκινουνταν,τον αγαπουσε τον καπνο ισα σαν τα παιδια του,σαν
την γυναικα,τον προσεχε να'ναι καλος,''λιρα ,αλφα ενα'',ητανε
περηφανος γι'αυτον,''τοσες αρμαθες σημερα'',''θα κανω πεντε χερια
στον κηπο'',τον βλεπω ακομα τωρα,ψηλη ξερακιανη φιγουρα γεωργου,
μετα απο τοσα χρονια καπνοκαλιεργειας να τους κοβουν τα καπνα
'' εγω παω τωρα τελειωσα'',α ρε πατερα να ζεις αραγε στον παραδεισο;
και να'χει καπνα ο παραδεισος αυτη την εποχη,να'χει μπελονιασμα,και
να'μαστε ολοι μαζι,πριν μας σκορπισουν,πριν μας διαλυσουν,η μανα
τα αδερφια εσυ εγω ολοι οι ανθρωποι του καπνου γειτονες συγχω-
ριανοι μαζι αδερφια,ειμαι σιγουρος πως σε τετοιο παραδεισο ζητε ,
αυτο ειναι το δικιο,σ'ενα παραδεισο καπνοχωραφα περηφανοι
ευτυχισμενοι
.
.
Στην Μαρια Μηδεια Τοσκα Νορμα
.
.
μετα τα αποτροπαια γεγονοτα η πριγκιπισσα Μηδεια παρουσιασθηκε στην Αγορα μπροστα στο λαο και ζητησε τους δικαστες να την καταδικασουν,εκεινοι τα ηξεραν ολα με την παραμικρη λεπτομερεια ,αν και με καποια υπερβαση ,απο τον ποιητη Ευριπιδη,την πηραν οι στρατιωτες στην αυλη του δικαστηριου,οι δικαστες συσκεφθηκαν,και με τρομο ανακαλυψαν πως δεν υπηρχαν νομοι για μια τετοια πραξη,για ενα τοσο ειδεχθες εγκλημα,ανησυχησαν για το κενο νομου,επειτα τα χρονια περασαν και βαραιναν στους ωμους και στη κριση τους,κι επειτα τι συμφερει τον αρχοντα ,το πιο συμφερον γι'αυτον ειναι που γλυτωσε απο τη βαρβαρη γυναικα και τα παιδια της,ηταν μια λυση αυτο,θα βρουν τροπο να την τιμωρησουν,δεν θα κωλισιεργησουν,ειναι ζητημα ωρων,εστω ημερων,οσο για κεινον τον αγυρτη τον ψευδοκαινοτομο ποιητη θα τον κανονισουν,του ετοιμαζουν,τι του ετοιμαζουν ;ηδη την εχουν ετοιμασει,την εξορια στη Μακεδονια,ας παει εκει να παιξει τα μοντερνα θεατρα του,εκει μπορει να τους ξεγελασει ετσι απολιτιστοι που ειναι,ενας λαος σε παρακμη ,χωρις προσωπο και μελλον στην ιστορια,ακους ο σαλτιμπαγκος ο αταλαντος να θελει να τους γελοιοποιησει,να βρουν τον μπελα τους,με κενα νομων,με οικογενειακα δικαια,με δικαιωματα γυναικων,καλα εχουν την ησυχια τους,ας παει αλλου να δοξασθει,κι αυτη τη φονισσα διεταξαν και την πηραν στρατιωτες και την πηγαν μακρυα στην ακρη του κοσμου σε πυκνο δασος που συνορευει με αποκρεμνους τοπους και πελωρια βραχια ως τη θαλασσα,να κλειστει εκει μεσα να μην ξεφυγει,κι ετσι εγινε κι οταν γινονταν νυχτα κι ειχε πανσεληνο τραγουδουσε η ερημη γυναικα και διαλυονταν η φωνη της στο φως του φεγγαριου σε χιλια κομματια πονου,κι οσα καραβια τ'ακουσαν πετρωσαν στο μεσο του ποντου κι οσοι παιδια ναυτικοι τ'ακουσαν χαθηκαν στα μαυρα νερα
.
.
ΜΗΤΕΡΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙ ΠΑΙΖΟΥΝ ΜΕ ΤΗΝ ΜΠΑΛΑ
.
.
επαιζε με το παιδι της στην αυλη μπροστα
απ'το σπιτι,γυρω κηπος με οπωροφορα δεν-
τρα ,μηλιες,συκιες,αχλαδιες,ροδιες και κλιμα
στο φραχτη,εριχνε τη μπαλα στο παιδι,της
την εριχνε πισω,γελουσε,εριχνε τη μπαλα,
του εριχνε λουλουδια,του εριχνε ροδια,του
εριχνε λογια,το παιδι γελουσε,του εριχνε τη`
καρδια της
σ'εκεινο το εκκρεμες της ζωης
.
.
ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ ΚΑΤΕΒΗΚΕ
ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
.
.
Στον κηπο βρεθηκε την ωρα που βραδυαζε,
ο ηλιος μια μεγαλη κοκκινη μπαλα επεφτε
μεσα στο τερμα των βουνων στο βαθος και
χανονταν.Τα δεντρα στο υψος του,λιγο ψηλο-
τερα,οι συκιες,οι ροδιες,οι μηλιες,τα κλιματα,
οι αχλαδιες και οι ελιες.Απ'τη μερια της ανατο=
λης ανεβαινε φως,και φανηκε το φεγγαρι γεμα-
το.Στο δυνατο αυγουστιατικο σεληνοφωτο
εβλεπε καθαρα,κι ακουγε τα πουλια στο
γυρισμα των υπνων τους,σιγανες φωνουλες
συγκοπτομενες,και καποιο συντομο τζιτζισμα
ενος κοιμισμενου τζιτζικιου που το ξυπνησε
η απαλη πιεση του φωτος του φεγγαριου,
ξεγελασθηκε πως ξημερωσε και τραγουδησε
για λιγο,επειτα καταλαβε και ξαναγυρισε στον
υπνο του.Ο κηπος ηταν στην κορυφη ενος χα-
μηλου λοφου,και κατηφοριζε με τις ελιες με-
χρι τη θαλασσα.Εβλεπε καθαρα και κατεβηκε
στη θαλασσα.Εκει ειχε μια μικρη παραλια με
λεπτη αμμο,δεκα μετρα περιπου μηκος και
πλατος τρια μετρα.Η παραλια ηταν περιορι-
σμενη στα ακρα της απο δισπαρτα βραχια
μεσα και εξω απ'το νερο σε μεγαλη εκταση.
Καθησε πανω στην αμμο στην μεση της παρα-
λιας.Κοιτουσε το φως που κυλουσε με τα κυμα-
τα αστραφτερο και εφτανε στα ποδια του.Εκλει-
σε τα ματισ του και το ενιωσε να χυνεται μεσα
του και να τον γεμιζει.
Αποκοιμηθηκε βαθεια σ'αυτη τη θεση.
.
.
ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΜΟΝΗΝ ΣΥΚΙΑΝ ΟΡΑΜΑ
[Γραφη Κατα τον Παλαιον Τροπον του Αλεξανδρου Κυρου
Παπαδιαμαντη]
.
.
περι την μονην συκιαν το αρχιλωδες χωριον εκτεινετο
δια απαλων αναβαθμων χλοιζουσας γης κυκλωτερως
ητο ελαιοδεντρα νεωτερα και γηραιωτερα γεμοντα
ελαιοκαρπον λιαν πληθυντικον και εις τινας διακριτας
θεσεις εφυοντο ρογδιες,η μερα ητον εις το μεσον της,ηλιο-
λουστος και πολυ χλιαρα δια ταυτην ωραν χειμωνος,ησυχια
επληρωνε τον αερα,ως και αυτα τα στρουθια σιωπουντα
ητον και οι λαλησεις των ακινητουσες,εξαιφνης ηκουσθη
μεγας ηχος,ως εκ πληθος κροταλων και τυμπανων ισχυρως
κροουμενων,ο αερας εταραχθη σφοδρα,τα φυλλα της συκιας
εριγησαν και ομιχλη επηρε την περιοχην,και καββαλαρης
αρματωμενος παλληκαρι πολεμιστης εις λευκοτατον αλογον
αναβατης διεσχισεν εγκαρσιως το τοπιον εκ δυσμων προς
ανατολας και εξηφανισθη γρηγορα η οπτασια του οσαυτως
γρηγορα ενεμφανισθη,μετα ταυτα επανηλθεν η προτερα ατμο-
σφαιρα εις τον τοπον περι την συκιαν ,ως ουδεν να ειχεν
συμβει και να το ειχεν ταραξει,πλην τωρα ηκουωντο οι λαλη-
σεις των στρουθιων πλεον ευφωνικοτερον και ο αερας εφαι-
νετο πλεον φωτεινος,
λεγουν οι παλαιοτεροι πως τοιαυτα οραματα ειναι λιαν συχνα
εμφανιζομενα εις τας θεσεις οπου φυονται μονες συκιες
.
.
ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ,ΕΙΣ ΜΙΑΝ ΕΙΚΟΝΑ ΒΙΟΥ
.
.
ηταν ενας ξενομεριτης ,οπου δεν τον ηξερε και μας
τον εδειξε,''ποιος ειναι αυτος;φαινεται να μην ειναι
στα καλα του'',
τον κοιταξαμε,γελασαμε,''ειναι ντυμενος μεγαλε-
ξανδρος ετσι ντυνεται καθε αποκρια,και σερνει
και μικρα παιδια μαζι του'',''ειναι λοξος;'',''δεν ειναι,
εχει μονο ευχαριστηση να παριστανει τους ηρωες
τους ελληνες'',μας κοιταξε ,σαν να μην καταλαβε,
''και ποια εργασια κανει αυτος ο σαλος;'',''ζωγραφος
ειναι,και ζωγραφιζει σε σπιτια,οποιος του πει,σε κα-
φενεια,και δεν ζηταει αμοιβη,να του δωσουνε μονο
ενα πιατο φαγι και το κρασι του να πινει'',''και ζωγρα-
φιζει καλα;ειναι τεχνιτης η' κανενας τσαρλατανος;'',
ο τροπος,που ρωτουσε μας δυσαρεστησε,''αν θες να
μαθεις και να'χεις γνωμη να λες μπες σ'εκεινο το
καφενειο,να εκει,να δεις τι ζωγραφισε,να καμεις
τη γνωμη σου,εμεις ειμαστε αγραμματοι και δεν κατε-
χουμε να σου πουμε'',
ετσι του'παμε κι ο ξενομεριτης προθυμος μας ακουσε
και πηγε στο καφενειο,τον ακολουθησαμε κι εμεις εκει,
ειχε δυο ζωγραφιες τελειωμενες ,η μια εδειχνε ενα χορο,
η αλλη ενα ζευγαρι,αρχαιο ,δεν ξεραμε,ο ξενομεριτης
κοιτουσε τις ζωγραφιες,τον ειδαμε σοβαρο,''εχει κανει
πολλες τετοιες;''μας ρωτησε,''παρα πολλες''του απαντη-
σαμε,''ειναι απ'το 97 εδω,εχει κανει και στον κυρ Γιαννη
Κοντο,απ'τα μερη μας εδω στο Πηλιο'',
εκεινη τη στιγμη μπηκε μεσα στο μαγαζι ο Θεοφιλος,ειχε
βγαλει τα ρουχα και τη περικεφαλαια του μεγαλεξανδρου,
ητανε παλι με τη λερη φουστανελα,που παντα φορουσε,
αδυνατος ,δεν ετρωγε καλα,ητανε και το στομαχι του ευ-
παθες,και τον βασανιζε,
''φοβηθηκα μην τις χαλασετε'',ακουστηκε σιγανη τρεμου-
λιαστη η φωνη του,
ο ξενομεριτης τον πλησιασε,''πως σε λενε;'' ,
''Θεοφιλο ,πατηρ μου ειναι ο Γαβριηλ Κεφαλας απο
τη νησον Λεσβον και μητηρ μου η Πηνελοπη του Χατζη-
μιχαηλ,εκαμα και καβασης στο Προξενειο των Ελληνων
στη Σμυρνη'',
το τελευταιο το ειπε με δυνατη φωνη σαν να ητο περηφανος,
'''ειδα τις ζωγραφιες σου,και θελω να μου κανεις μια,τον
Ερωτοκριτο με την Αρετουσα ,του ξερεις;'',''αν τους ξερω;
εχω και τη φυλαδα τους'',ειπε ο ταπεινος ανθρωπος,''τοτε
να ξεκινησεις την εικονα,και να συμφωνησουμε την αμοιβη
σου'',''εγω,φαγι θελω,αν και ψαρια και κρεας'',τα λογια του
ειχανε λαχταρα, ο ξενομεριτης κουνησε το κεφαλι του
''θα εχεις και ψαρια και κρεας,θα δωσω διαταγη να σου
δινουνε,οταν ξανα'ρθω να την εχεις ετοιμη την εικονα,σε
δυο μηνες απο τωρα'',''να τελειωσω πρωτα αυτην την εικο-
να'',εδειξε ο ζωγραφος την ατελειωτη εικονα,''κι επειτα
αρχιζω'',ετσι συμφωνησαν,και βγηκε εξω απο το
μαγαζιον ο ξενομεριτης,ο Θεοφιλος εμεινε στο εσωτε-
ρικο του,τοσο αγαθος και πραος ανθρωπος ητο,καθολου
αλαζονικος,εμεις ακολουθησαμε τον ξενομεριτη,ενας
ο πιο θαραλεος τον ρωτησε,''τι λες για τις εικονες,
ειναι της αρεσκειας σας;'',''αυτον τον ανθρωπο να τον
προσεχετε,σαν τα ματια σας να τον εχετε'',ειπε,κι
εφυγε,
την αλλη μερα ανεβηκε ο Θεοφιλος στη σκαλα να
ζωγραφισει κι ενας απο μας,ως το'χαμε συνηθειο,
να τον κοροιδευομαι,μπηκε κρυφα μεσα στο μαγα-
ζι και κει,που ζωγραφιζε και ητο ξεχασμενος και
δεν τον νοησε του τραβηξε τη σκαλα,κι επεσε ο τα-
λαιπωρος και κακομοιρος ανθρωπος απο το υψος,πως
δεν τσακιστηκε να σκοτωθει,
σηκωθηκε,δεν ειπε τιποτα,ενα λογο ενα παραπονο,παρα
παρατησε τα συνεργα του τις μπογιες και βγηκε εξω ,
περπατησε κουτσενοντας ως την ακρη,απεναντι,της μι-
κρης πλατειας ,κι εστριψε στη γωνια του δρομου,
κι απο τοτε δεν τον ξαναειδαμε,χαθηκε,καποιος ειπε πως
πεθυμισε τη πατριδα του και γυρισε στα μερη του,σαν
εκεινον τον Οδυσσεα,που ιστορουσε ,
σε δυο μηνες ,που θα ξαναρθει ο ξενομεριτης δεν θα
τον βρει εδω,και την εικονα δεν εκανε
.
.
''ΑΓΑΘΟΝ ΤΟ ΑΝΑΛΟΓΙΣΘΕΙΝ''
[ΕΙΚΟΝΕΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟΝ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΣΚΙΑΘΙΤΗ]
.
.
αμα το τριτον λαλημα του ορνιθος ηκουσθη εσηκωθη εκ του
γλυκου υπνου και εις την αμφιλυκην ευρεθη εις τον αγρον
και εζευγαρωσεν τα αλογα δια να καλλιεργησει τα χωματα,
να σπειρει τον επιουσιον σιτον
ειτα ο ηλιος ανηλθεν του χαμηλου λοφου ωσει σφαιρα πορ-
φυρα και αναθαρρησεν η φυσις απασα εκ της νυχτερινης ναρκω-
σεως και το μικροτατον ανθος ορθωσεν περιχαρες την πολυχρω-
ματην κεφαλην του εκτεινοντας ελευθερως τα φυλλα του ως τα
λευκα πτερουγια της εκτεινει η περιστερα να πεταξει εις τον ελα-
φρην αερα και ο ελαχιστος κοτσυφας ελαλησεν εναρμονιως εν-
τος των παρακειμενων εις τας ακρας του αγρου σμιχτων θαμνων
και μαλα καλλικελαδος
.
ειδεν τους εργατας εις το παραδιπλα ελαιοστασιν ,εν ανδρογυνον
μετα των πεντε μικρων τεκνων αυτου,τριων θηλεων και δυο αρρενων,
εσυνελεγον τον στιλβοντα ελαιοκαρπον, τους εγνωριζεν,πτωχοι αν-
θρωποι,ητο γειτνιαζοντες οι οικιες των και τους επλησιασεν,τους εκα-
λημερισεν εγκαρδιως και αυτοι ομοιως εγκαρδια τον εκαλημερισαν,
το ελαιοστασιν ητον προικωο της πτωχης και ταπεινης γυναικος ,
η οποια ομοιαζεν πολυ,τοιουτως του εφαινετο,εκεινο το Δελχαρω
της Φραγκογιαννους ,της οποιας ''ειχε ψηλωση ο νους'',
''ας ειναι συγχωρεμενη κι αναπαυμενη η ψυχη της '' εις αγαθον
αναλογισθειν ,''σαν να'χαν ποτε τελειωμο τα παθια κ'οι καημοι
του κοσμου''
.
ο πενταετης Γεωργακης μετα της Ακριβουλας της εννεαχρονης
αδελφης του εβοσκουν τας λιγοστας αιγας των εις τινα περιεγ-
κλειστον θαμνων και δαφνων κτηματιον,ητον η ωρα εις την εξο-
δον του φθινοπωρου και εις την αρχην του χειμωνος,μολαταυτα
η μερα ητο ζεστη με λαμπροτατον ηλιον και καθαροτατην ατμο-
σφαιραν,οι αιγες πεινωσαι ανεσκιρτουν ευκινητως επι των χθα-
μαλων θαμνων αποκοπτωντας δια των οδοντων χλοιζοντα βλα-
στιδια και τα ετρωγον εν τω αμα,εις το ανατολικον συνορον του
κτηματος εκτεινετο ο αιγιαλος βραχωδης,και ηκουοντο οι τρεμ-
μωδεις παφλασμοι των κυματων και οι οξειες φωνες των γλαρων,
τα δυο παιδια επλησιασαν το θαλασσιον συνορον και ατενιζον
θαυματιστως τον γλαυκον και απεραντον ποντον,εις καποιαν
ωραν εγενετο μεγας ησυχασμος,μετα απο ολιγην ωραν το εν-
νεατες κορασιον η Ακριβουλα εστρεψεν την κεφαλην της προς
τον αδελφον της Γεωργακην και υπομειδιουσα ειπεν χαμηλη
την φωνην
''Γεωργακη ,ακου,δεν ακους το τραγουδι της φωκιας;ποσο γλυ-
κα τραγουδει στο πελαγο,σαν να'ναι εδω κοντα κατω στα βρα-
χια,τοσο καθαρα ακουγεται,ακους Γεωργακη;''
Και εκεινος ο Γεωργακης εκινησεν την κεφαλην του εις νοημα
καταφατικον ,κι ας μην ηκουεν ουδεναν ηχον και ουδε τραγουδι
της φωκης,επειδη δεν ηθελεν να κακοκαρδισει την μεγαλυτε-
ραν αδελφην του,την οποιαν υπεραγαπα,και εφοβειτο σφοδρα
να μην την χασει και αυτην και την αγαπην της,ασπαιρεν δε ισχυ-
ρως η καρδια του σαν ψαριν δια την αδελφην του Ακριβουλα
.
.
Πανω σε μια Παιδικη Ζωγραφια
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΦΟΡΤΗΓΟΥ
.
.
τρια μικρα παιδια η Μαρια,η Ελενη,ο Δημητρης το περσινο
καλοκαιρι μου ζωγραφισαν και μου χαρισαν 9 ζωγραφιες
Εγραψαν σε μια απ'αυτες:
Το φορτηγο εχασε τη βενζινη και εμεινε στο δρομο
και ηρθε ενας κυριος και του εβαλε βενζινη
.
Εγω γραφω[στα παιδια]:
Οι δουλειες δεν πηγαιναν καλα,το φορτηγο το χρωστουσε
στη τραπεζα και μια μερα ηρθε ενας γραββατωμενος κυριος,
του το κατασχεσε το φορτηγο και του το πηραν
.
Εγω γραφω[στα παιδια]:
Το φορτηγο δεν ενιωθε καλα στα νεα του αφεντικα,
δεν το προσεχαν οπως εκεινος,το αφηναν βρωμικο,
ενω εκεινος το'χε καθαρο,κι εκεινο ενιωθε χαρουμενο,
επειτα ενιωθε την αδικια που'χε γινει,και μια νυχτα
αναψε τα φωτα ,εβαλε μπροστα τη μηχανη,ανεπτυξε
μεγαλη ταχυτητα κι εφτασε στο πρωην αφεντικο του,εκει
στο γκαραζ σταματησε,εσβησε τη μηχανη ,εκλεισε
τα φωτα και περιμενε να ξημερωσει ,οταν τελειωσει
το ονειρο του,να το βρει εκει σαν να μην ειχε τιποτα
συμβει
.
.
Ο ΗΡΩΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ,ΣΤΗ ΒΕΛΑΝΙΔΙΑ
ΠΑΡΑΣΤΗΜΕΝΗ Η ΜΑΧΑΙΡΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΤΟΥΣ
.
.
ηταν τα πολυ παλια τα αρχαια χρονια σ'αυτον εδω
τον τοπο πολλα δεντρα βελανιδιες κι ετρεφαν με τα
ψαχνα βελανιδια τους πολλες χιλιαδες αμνοεριφια και
αιγοπροβατα,τα πολλα κοπαδια γουρουνια χοιρους
κι αμετρητα αργοκινητα μοσχαρια,κι ηρθε στη περιοχη
ενα λιονταρι,πολυ αγριο και δυνατο,κι εκανε καταστρο-
φες,ετρωγε ζωα,τα κυνηγουσε στις βοσκιες και τα'πιανε,
ριχνονταν τις νυχτες και στα μαντρια τα εξοντωνε,εξορ-
μουσε και σε συνοικισμους ανθρωπων,στα σπιτια τους
μεσα,πολλοι κινδυνεψαν,αντρες γυναικες γεροι και παι-
δια,ηταν τρομος και φοβος μεγαλος,πολλοι τοτε χαθη-
καν,και στην μεγαλη απελπισια τους μαζευτηκαν οι αν-
θρωποι στην Αγορα να παρουν αποφαση,ενας βγηκε
στη μεση κι ειπε με φωνη δυνατη ν'ακουστει και πολλοι
ηταν αυτοι,που τον υποστηριξαν,πως το λιονταρι αυτο
κατεβαινει καθε μερα απ'τον ουρανο,ερχεται απο το με-
ρος που'ναι ο μεγαλος αστερισμος του Λεοντα,ισια νοτια
απ'τη Μεγαλη Αρκτο,κι ηρθε για τιμωρια τους για καποια
υβρι,που διαπραξανε,αυτοι κι οι προγονοι τους,οι πιο
φρονιμοι αγνοησαν τετοια λογια,κι απεστειλαν πολυμελη
ομαδα επιτηδειων κυνηγων τοξαριστων να το πετυχουν
το λιονταρι και να το θανατωσουν,,και δεν τα καταφεραν,
το'βραν και δεν το πετυχαν,το κυνηγησαν και δεν το'πια-
σαν,το παγιδευσαν και τους ξεφυγε,και γυρισαν πισω
απραγοι κι ειπαν πως ειναι αδυνατον να ξεπατωθει το θεριο,
και μεσα στη μεγαλη τους απελπισια παρουσιασθηκε
μπροστα τους ηρωας αγνωστος αρματωμενος πολεμιστης
εικοσιπενταετης την νεοτητα πολλα αντρειωμενος
κι ειπε πως θα τους ελευθερωσει απ'το κακο και θα
καθαρισει τον τοπο απ'το θεριο,κι ευθυς πηγε να το βρει,
το βρηκε στο κυνηγι και το τοξαρισε γρηγορα κι ευστοχα,
και τα βελη απανωτα δεν του τρυπησαν το δερμα,τι ηταν
αδιαπεραστα στο σιδερο,κι εκεινο τοσο μανιαζε κι εβγαζε
φωτιες απ'το στομα του και φοβεριζε τον ηρωα,κι εκεινος
ατρομητος τολμησε και γρηγορα το σιμωσε,καθως του
χυμουσε γρηγορα τ'αρπαξε απ'το δυνατο κεφαλι στα χερια
του το'σφιξε,γρηγορα δυνατα το'στριψε μια φορα δυο φο-
ρες τρεις φορες το κεφαλι και του τσακισε χιλια κομματια
το λαιμο,κι εκεινο παραδωθηκε ,τρανταχτηκε δυνατα κι
εμεινε ξεπνοο,και χαλαρωνοντας τα χερια του ο ηρωας
τ'αφησε να σωριαστει στο χωμα αψυχο νεκρο κουφαρι,κι
ακουστηκε φοβερος και δυνατος ο κροτος της πτωσης
του κι εσεισθηκε ο αερας κι η γη περα ως περα πολυ
μακρια, υστερα με σχοινια το'δεσε σφιχτα απ'τα μπρο-
στινα ποδια ,το σηκωσε και το κρεμασε σ'ενα γερο κλαδι
μιας βελανιδιας,εκει εβγαλε το μαχαιρακι του και το εγδα-
ρε,να'χει το δερμα του λιονταριου τη λεοντη τροπαιο της
νικης του και ενδυμα,κι απ'τη βελανιδια εκοψε χοντρο ξυ-
λο ισιο και το πελεκησε να κανει βαρυ ροπαλο,να το'χει
οπλο στον πολεμο και στη μαχη,κι ετσι ελευθερωθηκε και
γλυτωσε ο τοπος απ'το φοβερο κι ολεθριο λιονταρι,κι αυ-
τος ο τοπος,απ'αυτη τη μαχη τη μαχαιρα που εγινε πηρε
τ'ονομα του κι ως τα σημερινα χρονια το'χει,Μαχαιρα,τον
λενε οι κατοικοι του και οι γυρω γειτονες,απ'αυτο το
θαυμαστο γεγονος,κι εμεινε η μαχαιρα του ηρωα με το
λιονταρι παραστημενη στο δεντρο της βελανιδιας,να τη
δειχνουμε πως εγινε κι ελευθερωθηκε αυτος εδω ο τοπος
.
.
ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΤΟΥ ΑΓΡΙΟΧΟΙΡΟΥ ΚΙ Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΗΣ
.
.
κι ηρθε σέκεινα τα μερη αγριοχοιρος λιαν αγροιωτις,και ξεπατωνε
τις καλλιεργειες,και τα κοπαδια εκοβε,προβατα και γιδια,και στα
μαντρια και στα σπιτια εφτανε,κι ητανε φοβος και τρομος,τοτε συνα-
χτηκαν οι αντρες στην αγορα,και διαλεξαν τους αντρειωτερους ανα-
μεσα τους να κυνηγησουν τον αγριο καπρο,κι ηταν δυσκολο πολυ
να τον λαβωσουν,τα τοξα δεν τον πειραζαν,τα σκυλια δεν τον εφτα-
ναν,οπου τον περικυκλωσαν τους ξεφυγε,και δυο αντρειωμενοι χα-
θηκαν,επεσε πανω τους φοβερος και τους εσπασε τα κοκκαλα και
τους ξεσκισε τις σαρκες,και τ'αλογα αποκαμαν στο πολυημερο κυ-
νηγι,κι ειπε ο αρχηγος να παρατησουν το κυνηγι και να γυρισουν,
και τοτε ο πιο μικρος ,ο Κωνσταντακης,μιας χηρας γιος μοναχογιος ,
τους ειπε μια μερα και μια νυχτα να καθισει,μοναχος του να κυνη-
γησει το θηριο,οι μεγαλοι τον αποπειραν την αποφαση,εκεινο δεν
υποχωρησε τη θεληση,μια μερα και μια νυχτα κυνηγησε τον αγριο-
χοιρο,οπου κι αν τον ηβρε τον κυνηγησε,στο νερο ,που ξεδιψου-
σε τον λακισε,στη βοσκη τον εκδιωξε,στα βουναλακια και στα ορη
τον λαχανιασε,στα χωραφια σαν αητος του χυμησε να τον αρπα-
ξει,ξημερωνοντας τον ξεμοναχιασε,κατεβηκε απ'τ'αλογο και τον
αρπαξε σφιχτα απ'το κεφαλι,στα γρηγορα το'στριψε,στα γρηγορα
του'σπασε τα κοκκαλα,και του πηρε την ανασα,τον αφησε να
πεσει,και βαρια τρανταχτηκε η γη απ'τη πτωση του,τον ακουσαν
τον μεγαλο κροτο οι συντροφοι και πλησιασαν,ηβραν τον καπρο
ξεπνοο,και τον Κωνσταντακη παραδιπλα λαβωμενο,στη μαλακη
κοιλια τον επιασαν και χωθηκαν βαθια στα σπλαχνα τα κοφτερα
δοντια του αγριοχοιρου,κι ανοιξε βαρεια πληγη,και του Κωνσταν-
τακη ολο του'ρχονταν να λιγοθυμισει,κι ολο κρατιονταν,κι ολογυ-
ρα του οι συντροφοι ,του συνετρεχαν,με βοτανα ,με γιατρικα,
αυτα αποτελεσμα δεν ειχαν,και πριν ο Κωνσταντακης κλεισει
τα ματια και φυγει η πνοη του,τον ακουσαν με αδυνατη φωνη
να τους λεει:''φιλοι αγαπημενοι,στη μανουλα μου να πειτε χαιρε-
τισματα,πως ξεμεινα στα ξενα μερη,αγαπησα ομορφη καλη γυ-
ναικα κι εκει παντρευτηκα,σε ξυλινα τραπεζια καθομαι και τρω-
γω και πινω,και σ'αργυρολεκανες λουζομαι,και σ'ασπροσεντο-
να πεφτω τη νυχτα και κοιμουμαι,και να πειτε της μανουλας μου
να μην λυπειται και μην βαρδιοκαρδιζεται,ταχια της στελνω τ'αλο-
γο το γρηγορο κοντα μου να τη φερει,εδω εχεις κηπους,με τα
δεντρα τις μηλιες,τις αχλαδιες ,και με τις νεραντζουλες,ολ'ανθους-
και λουλουδα ,και πολυ θα της αρεσει'',ετσι ειπε ο Κωνσταντακης,
κι εκλεισε τα ματακια του και πεταξε η πνοη του σαν πουλι ,κι εκει
τον εθαψαν,μην τονε φανε τ'αγρια θηρια και τα ορνια τ'ουρανου,
εκοψαν και κλαρι κλαρακι νιουτσικο κι απανω στο αλαφρο χωμα
το εχωσαν ταχια να φυτρωσει ,να ορθωσει ,να διπλοκλαρωσει ενας
δεντρος,να'ρχονται οι περδικες να στεκουν,κι επειτα πηραν τον
καπρο,κουβαλησαν το φορτιο του με τ'αλογα και γυρισαν
πισω απ'το κυνηγι
.
.
ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
.
.
σε παραθαλασσιο τοπιο λιγα βηματα απ'την ακτη δυτικα
ηταν μικρος περικλειστος κηπος με πολλα δεντρα οπωρο-
φορα,εκει μεσα ηταν ενα μικρο παιδι πεντε χρονια μετρου-
σε κι επαιζε,πρωινη ωρα κι ο ηλιος ανεβαινε τη γαλαζια σκα-
λα τ'ουρανου και προμηνουσε ζεστη και φωτεινη μερα σε
καθαρη ατμοσφαιρα και το παιδι την ωρα του παιχνιδιου
του ειδε μια πεταλουδα με κιτρινα φτερα να αιωρειται στον
αερα λιγα μετρα μπροστα του,τη ζηλεψε και θελησε να τη
πιασει στα χερια του,και τοτε η πεταλουδα στο κινημα
του παιδιου πεταχτηκε ξεφυγε κι υψωθηκε και στη γρηγο-
ρη καθετη πτηση της παρεσυρε μαζι της ολα τα δεντρα
του κηπου,μ'ολοκληρο το φορτιο τους φυλλα κλαδια
και καρπους να υψωθουν σε μεγα υψος και σε μεγεθος
να μεγαλωσουν,το παιδι ουτε ταραχτηκε ουτε φοβηθηκε,
ειδε και θαυμασε πολυ το φαινομενο,μετα σπο λιγο χρο-
νο ειδε απο το μεγα υψος των δεντρων να κατερχεται
μεγαλος καρπος,ενα τεραστιο μηλο ελαφρα κι απαλα
αβαρες σαν πουπουλο να πεφτει ,να φτανει στο μαλα-
κο εδαφος και σαν μεγαλη ελαστικη μπαλα ν'αναπηδα
μεχρι να ισοροπησει ακινητη λιγα μετρα μπροστα απ'
τα ποδια του παιδιου,και σαν εγινε αυτο δεν περασε
χρονος και το παιδι ακουσε φτερουγισμα στον αερα
κι ειδε πουλι να φτανει στον πεσμενο καρπο και να τον
περιτριγυριζει μια,δυο,τρεις φορες κι υστερα με τη μυτη
του να σχιζει ελαφρα τη μπροστινη φλουδα του καρπου
και ν'ανοιγει πορτα,επειτα το πουλι πεταξε κι εφυγε,
και το παιδι πλησιασε στο μεγαλο καρπο κι απο την ανοι-
χτη πορτα περασε στο εσωτερικο του,εκει ειδε ενα απε-
ραντο τοπιο,μ'αναριθμητα δεντρα στο πληθος και στο
ειδος,ειδε και πρασινα χλοερα λιβαδια,βρεθηκε να πατα
σε ευθη δρομο,που χανονταν μακρυς στο βαθος και
βαδισε πανω του και στη πορεια ειδε γυρω του ποταμια
να κυλουν στις οχθες τους ροες νερων,ειδε και λιμνες
με νερα καθρεφτες ουρανου,ειδε κι απαλους λοφους
να ξαπλωνουν στη γη,ειδε και ζωα πολλα να βοσκουν,
ειδε πουλια να πετουν στον αερα κι ακουσε να κελαη-
δουν στα δεντρα,και τον ηλιο ειδε φωτεινο σε καθαρη
ατμοσφαιρα κι εφτασε σε παραθαλασσιο τοπιο κι εκει
λιγα βηματα απ'την ακτη δυτικα ηταν μικρος περικλει-
στος κηπος με πολλα δεντρα οπωροφορα και το παι-
δι μεσα στο κηπο μπηκε να παιξει κι εκει παλι ειδε τη κι-
τρινη πεταλουδα να υψωνεται και μαζι της να υψωνον-
ται ολα τα δεντρα του κηπου και παλι μεγας καρπος να
πεφτει στη γη και παλι πουλι ν'ανοιγει πορτα στον καρπο
και παλι να περναει το παιδι στο εσωτερικο του κι εκει
βλεπει απεραντο τοπιο,με δεντρα,με ποταμια,με λιμνες,
με πουλια,με ζωα πολλα και παλι εφτασε σε παραθαλασσιο
τοπιο και σε μικρο περικλειστο κηπο μπηκε που'ναι πολλα
τα οπωροφορα δεντρα και παλι ολα ξαναγιναν,κι αυτα
τα συμβαντα εγιναν οσες φορες ηθελε το παιδι,αυτο ηταν
το παιχνιδι,που επαιζε,οταν τελειωσε το παιχνιδι του βρε-
θηκε στον κηπο,οπως ηταν ο κηπος,με τα δεντρα του να
εχουν το κανονικο το πραγματικο τους υψος και μεγεθος,
και σ'αυτο το παιχνιδι το παιδι ειχε την αισθηση πως ο χρο-
νος δεν περασε ουτε στιγμη
.
.
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ
[Βιβλιο Α 1797-1827,Κεφαλαιο 10]
Για τον Χαμο του Καραισκακη στο Φαληρο[23 Απριλιου 1827]:
Ο Καραϊσκάκης ήταν άρρωστος. Με φωνάζει και μου λέγει να
ειπώ του Αρχιστράτηγου και του Ναύαρχου το σκέδιον και να
λάβω από τον Ναύαρχον τα τζαπιά και φκυάρια, οπούταν μέσα
εις το καράβι του, κι’ αυτά να τα μεράσω εις τους αρχηγούς οπού
θα πάμεν από τους Τρεις Πύργους. Και το σκέδιον ήταν να δώσω
του κάθε ενού οδηγό κι’ απόναν Αθηναίον να ξέρη της θέσες.
Από τους Τρεις Πύργους ως τον Ανάλατον να γίνουν–από την θά-
λασσα κι’ ως εκεί–έντεκα ταμπούρια· ’στο μπροστινό να είναι χίλι’
άνθρωποι μέσα. Πήγα αντάμωσα τον Κοκράν και Τζούρτζη και
είπα τα σκέδια και να ετοιμάσουν και τα καράβια διάόσους θα
πάμεν από τους Τρεις Πύργους – σουρουπώνοντας να βαρκα-
ριστούμεν.Πήρα τα τζαπιά και φκυάρια και τάδινα τού κάθε
οδηγού της θέσης κι’ αρχηγού.Τελειώνοντας από αυτά, ακώ
έναν πόλεμον. Πηγαίνομε, τηράμε· πλησίον εις το Γλυκό νερό
ήταν ένα ταμπούρι Τούρκικον· κ’εκεί πήγαν κάτι μεθυσμένοι
νησιώτες και Κρητικοί, πιάσαν τον πόλεμον. Συνάχτη το πε-
ρισσότερον στράτεμα.Εκεί οπού πήγαμεν να σβέσωμεν τον πό-
λεμον, ότι θα κάναμεν το κίνημα το βράδυ,πλάκωσαν και Τούρ-
κοι περισσότεροι πεζούρα και καβαλλαρία. Άναψε ο πόλεμος
πολύ· ήρθε κι’ ο Καραϊσκάκης. Τότε του λέγω: «Σύρε οπίσου
να πάψη ο πόλεμος,ότι το βράδυ θα κινηθούμεν. – Μου λέγει,
στάσου αυτού με τους ανθρώπους κ’εγώ φέγω». Τότε σε ολίγον
μαθαίνω ότι βαρέθη ο Καραϊσκάκης. Πάγω εκεί·μαζευόμαστε,
τηράμεν· ήτανε βαρεμένος εις τ’ ασκέλι παραπάνου, εις τα φτε-
νά.Μαζωχτήκαμεν όλοι εκεί. Μας είπε με χωρατά· «Εγώ πεθαί-
νω· όμως εσείς να είστε μονοιασμένοι και να βαστήξετε την πα-
τρίδα». Τον πήγαν εις το καράβι.Την νύχτα τελείωσε και τον
πήγαν εις την Κούλουρη και τον τάφιασαν.
.
.
.
Εκ Χρεους Μακρυγιαννικα Κειμενα
-χ.ν.κουβελης
.
.
[σαν εμαθε ο Κολοκοτρωνης το χαμο του Καραισκακη πολυ
επικραθηκε και λυπηθηκε και δεν βασταγε τον πονο ,εκατεβηκε
στη θαλασσα στ'ακροθαλασσι κι εκατσε σταυροποδι και μοιρο-
λογησε τον ηρωα της γλυκειας πατριδας,σαν γυναικα τον εκλα-
ψε κι εστεναχθει συγκορμα]
[εφεραν τον Καραισκακη και τον τηραξαμε,ητονα λαβωμενος,
τον ειχαν βαρεσει ασχημα στα σκελια,στ'αχαμνα του
και στοχασθηκα τη πατριδα,που'τανε να την αναστησουμε,να
την βαστηξουμε καθενας εις το ποστο του,να την συντραμουμε
δια την ελευτερια της,και των οικογενειων μας,οπ'ειχαμε,και
δεν ητανε πρεπον οι εχθρητες αναμεσα μας,κι ολοι να παλεψουμε,
καθεις ως δυναται κι εχει τα μεσα και να μην αδικησουμε,τι
αδικουμε την πατριδα,να ομονοιασουμε και εμφυλιο να μην αρχι-
σουμε παλι,κι απο δω και μπρος να ξεχασουμε τι αδικα πραξαμε,
και ποιος φταιει κι ειναι υπαιτιος,οτι κι εγω εχω αμαρτηματα
κι εχω αδικεψει πολλα,μονο να'χουμε εγνοια της πικρης πατριδας,
ειτε να πεθανουμε,ειτε να λευτερωσουμε,και γι'αυτο εμαθα
στα γεραματα ολιγα κολλυβογραμματα,οτι στραβος ημουνα και
ξυλο απελεκητο,να γραψω τα παθηματα,οπου παθαμε,αρχη και
τελος,μ'αληθεια στο νου και τολμη στη καρδια και διχως παθος ,
και να γραψω για τους πολεμιστες και τις θεσεις,οπου εγινε πολε-
μος,και να μιλησω για κεινον τον ανιδιοτελη καπετανιο μου
τον Γωγο τον Μπακολα,να πω για τον γενναιο Δυσσεα,οπου κρα-
τησε το Χανι της Γραβιας με λιγους τους πολλους,και για
τον Διακο,οπου βαστηξε στην Αλαμανα και χαθηκε,τον παλου-
κωσαν,και για τον αμωμο κι αδολο Νικητα,οπου για την λευτερια
της δολιας πατριδας κινηθηκαμε και ματωσαμε τα κορμια και τα
τζακισαμε,κι εχουμε ακομα πληγες,που πονανε και δεν κλεισανε,
κακοφορμανε και μας παιδευουν,στα χερια και στα ποδια αναπη-
ριες,για κεινη τη πατριδα να δουμε ορθη πεινασαμε και διψασαμε,
και οτι πραξαμε,καλο η' κακο,δικιο γι'αδικο,οσα ειναι πραγμενα
να το κρινουνε οι τωρινοι κι οι ερχομενοι,και να'χουν στο
νου τους οτ'ειναι μικρο κηπαριο η πατριδα με δεντρα απ'ολα
μηλιες κι απιδιες,κι ελιες και κυπαρισσια και βιολες λουλου-
δια ροδα και μενεξεδες,μοσχομυριστα,και πουλια αηδονια εχει
και ζωα παντοειδη αλογα λαγους κι αγελαδια προβατα και κατσι-
κια κι ολογυρα ειναι θαλασσα και μεσα στα νερα βαρκουλες
μ'ασπρα πανια και καραβια μεγαλυτερα ταξιδευουν και πολλα
ψαρια πλεγουν στα νερα της κι ειναι νησια αριθμος μεγαλος,
και τη μερα ηλιος λαμπρος φωτιζει σε καθαρον αερα και τη
νυχτα αριφνητα τ'αστρα και το φεγγαρι φεγγει,αυτηνη την πα-
τριδα λαχταρισαμε να'χουμε δικη μας,τη μανα να λευτερω-
σουμε εμεις τα παιδια της,κι οταν την λευτερωσουμε τοτε να
πλουτισουμε να κανουμε οσπιτια υποστατικα να'χουμε κι οργω-
μενα χωραφια αμπελια και να βοσκουμε πολλα κοπαδια,να προ-
οδευσουμε κι εμεις και τα παιδια μας,να πιασουμε μαγια ν'αυγα-
τισουμε στον κοσμο,να βαστηξουμε καλα τη πατριδα,να μην
ειναι λυπη κανενος και στεναγμος ]
.
.
Μια Ελληνικη Αναγνωση
[Σαν τα Παλια Αναγνωστικα]
.
-Φρεσκα ψαρια,φωναζε ο ψαρας
-Εχω καλα ψαρια,μυριζουν θαλασσα
-Ψι ψι ψιψινα παρε ενα ψαρι,φωναξε τη γατα η Αννα
-Να ενα μπαρμπουνι,ειπε ο Μιμης
-Να ενα χταποδι,ειπε η Λολα
-Γιαγια,σημερα θα φαμε φρεσκα ψαρια ,φωναξαν χαρουμενα
τα παιδια
[τα καθαρισαν απο τα λεπια και τα εντοσθια,τα επλυναν,τα αλατισαν,τα
αλευρωσαν,εβαλαν στη φωτια το τηγανι κι οταν εκαψε το λαδι τα
εβαλαν ενα-ενα κολλητα,οταν ψηθηκαν απ¨τη μια πλευρα τα γυρισαν να
ψηθουν κι απ την αλλη¨,ετοιμασθηκαν,τοτε τα εβαλαν σε μια μεγαλη
πιατελλα και σερβερισθηκαν στο τραπεζι με ασπρο τραπεζομαντηλο
του κηπου κατω απ¨τον πλατυ ισκιο μιας μεγαλης συκομουριας,καθισαν
γυρω-γυρω να φανε,ο παππους,η γιαγια,ο πατερας η μητερα ,ο θειος,
η θεια, τα παιδια και τα γατια πλησιασαν,μοιραστηκαν τα ψαρια,τα πουλια
κελαηδουσαν στα δεντρα και τα τζιτζικια τζιτζιζαν εκεινο το ζεστο μεση-
μερι της καλοκαιρινης μερας σ¨εκεινο το ακρωτηρι στο γαλαζιο
ακρογυαλι της γλυκειας πατριδας]
.
.
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ
[ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΣΤΟΝ ΑΗ ΓΕΡΑΣΙΜΟ ΣΤΗΝ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ]
[αφηγειται η Μαρια Κουβελη του Νικολαου 88χρονων απο τη
Μαχαιρα Ξηρομερου]
πηγα στον Αη Γερασιμο τρεις φορες,πηγαμε με τη Γιαννουλα,
τη Σοφια,τη Θοδωρα κι αλλες παρεα κι απ'τον Αστακο
με το καραβι στη Σαμη
ο Αγιος εκει γυρω ειχε ογδοντα πηγαδια,χτυπουσε στη γη
με το ραβδι του κι εκανε πηγαδια,το νερο ητανε κρυο ,μπουζ,
ειχε και δυο σειρες κληματα,αμπελια,κι ειπε στου φυλακες. στους
δραγατες,που εβαλε ν'αφηνουν τον κοσμο,που ερχεται να τον δει
να κοβουνε σταφυλια
κοβαμε και τρωγαμε ,εβαλα και σε μια σακκουλα σταφυλια κι
εφερα κι εδω,στο χωριο
εκει,που ασκητευε ο Αγιος ειχε μια μικρη τρυπα,σου φαινονταν
πως δεν θα χωραγες να μπεις μεσα,αυτη η τρυπα ανοιγε και περνου-
σες,οσο μεγαλος ,χοντρος η' χοντρη να ησουνα,αντρας η' γυναικα,
περασα κι εγω κι ανοιξε,σηκωθηκε
κι εκει μεσα που ασκητευε ο Αγιος ειχε τρια κολοκυθια και μια
μπουκαλα λαδι,τα ετρωγε αλαδωτα,η μπουκαλα ηταν γιοματη,
εξυνε τα κολοκυθια και τα ετρωγε αναλατα
εκει γυρω ηταν η Παναγια με τα φιδια,μιση ωρα με τα ποδια ,
ο τοπος ειχε πολλα φιδια,οχιες,τετοια,δεν σε πειραζαν,δεν σε
τρωγανε αν τα επιανες,εγω φοβομουνα,δεν τα επιανα,η Γιαν-
νουλα,η Σοφια,η Θοδωρα τα επιαναν,η Γιαννουλα επιασε ενα
και το πεταξε πανω μου,''πιαστο Μαρια'',μου ειπε ''δεν σε
τρωει'',το επιασα ,δεν μ'εφαγε,και τα'πιανα κι εγω
εκει στον Αη Γερασιμο ητανε ενας πολυ μεγαλος πλατανος,εκει
μαζευονταν οσοι ητανε αρρωστοι να περασουν κατω απο
τον Αγιο να γιατρευτουνε, κι αλλοι γινοτανε καλα κι αλλοι
δεν γινοτανε
οταν περνουσανε τον Αγιο κατω απο τον πλατανο ο πλατα-
νος χαμηλωνε κι απλωνε τα κλαρια του,
εφερα φυλλα απο κεινον τον πλατανο και τα'βαλα στο
εικονοστασι στο σπιτι,
τον ειδα τον Αγιο και τον επιασα ,ητανε ζωντανος
εκει στον Αγιο πηγανε οι θειαδες μου απο τον Αστακο τον αδερφο
τους τον Τασο,ειχε παθει,ελεγε:αυτη μ'αγαπαει,αυτη δεν μ'αγαπαει,
με τον νου του,τον περασανε κατω απο τον Αγιο και πεθανε και τον
θαψανε εκει,ητανε πολλοι θαμενοι εκει
αυτος ο Τασος οταν ημουνα μικρη και μ¨ειχανε οι θειαδες μου
στον Αστακο μ'εβαζε καβαλλα κι ελεγε:''τρατε ποσο ομορφη κοπελα
ειναι η Μαρια της Πανωριας μου της αδερφης μου''
[αφηγειται η Μαρια Κουβελη του Νικολαου 88 χρονων
απο τη Μαχαιρα Ξηρομερου,η μανα της Πανωρια ηταν
απο το Δραγαμεστο του Κωνσταντη και της Ασημινας
Λιαλιου,και μεγαλωσε μικρη εκει,η μανα της παντρευ-
τησε στην Παπαδατου τον Κωσταντη Κοκκαλη
Τα παιδια του Κωνσταντη και της Ασημινας Λιαλιου ητανε:
η Τασουλα,η Πανωρια,η Σοφια,η Αλεξανδρα,η Ανθουλα,
ο Λιας,ο Τασος,ο Βασιλης,ο Θανασης]
.
.
Ο ΕΙΣ ΑΣΤΑΚΟΝ ΤΟΥ ΚΑΡΑΟΥ ΔΙΟΣ ΗΓΕΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟ 431-402 π.Χ
.
ηταν τα χρονια της χαλαρης,της σαθρης Νικιας Ειρηνης,μετα
το 415 π.Χ,περασαν απ'την πολη οι τρεις στρατηγοι της μεγα-
λης εν Σικελια εκστρατειας ο Νικιας,ο Λαμαχος και ο πολυς
Αλκιβιαδης,ενας αμοραλιστης,κι οπως αποδειχθηκε τυχοδιω-
κτης ,μετα τα Ερμαεικα πηγε στη Σπαρτη κι απο κει στους
Περσες, τον μεγαλο εχθρο ,εφυεστατος,να πιασουν το οχυρο
της Δεκελειας ,ειπε στους Σπαρτιατες,να αποκοψουν απο σιτη/
ρα και τροφιμα ζωικα την Αθηνα,και τους Περσες συμβουλεψε
να διαφθειρουν και τους μεν και τους δε με χρηματα,το διαιρειν
και βασιλευειν,κι αυτος τι να'κανε;και τωρα εκ των υστερων τον
κατηγορουν,επαιξε τη πολιτικη τους,αναλογα τις συγκαιριες,να
γινονται οι δουλειες της πολης,και με τους μεν και με τους δε,οι
Λακεδαιμονιοι ειναι σκληροι,και οι Αθηναιοι δεν πηγαινουν πισω
στην εκδικιση,το καλο της πολης πασχισε,και στα χρονια της δυ/
στυχιας δεν ελειψαν τα αναγκαια,εμεις συνεχιζαμε τις ασχολιες
μας,το εμποριο δεν καμφθηκε ,η οικονομια μας δεν βουλιαξε,
σ'αλλα μερη καταστραφηκαν,φτωχευσαν και πεινασαν,κι ανθρω/
ποι πολλοι χαθηκαν,σπιτια ερημωσαν,περιουσιες καηκαν,τα εχει
γραμμενα κατα πως συνεβηκαν μ'ακρα αντικειμενικοτητα ο Θου/
κυδιδης στην Ιστορια του,κι εκεινος θυμα της εποχης,εξοριστος
απο το πρωτο ετος με τα γεγονοτα της Αμφιπολης,περνωντας
για την Σικελια τον φιλοξενησαμε ενα βραδυ,και μας ειπε σοβαρα,
πως σαν αυτον τον πολεμο αλλος στην ανθρωποτητα δεν ξανα-
γινε,και πως αν δεν προσεξουν οι ανθρωποι θα γινουν στο μελ-
λον κι αλλοι,αυτη ειναι η φυση των ανθρωπων,λοιπον στειλαμε ,
αυτοι οι ιδιοι το θελησαν,30 ,για την ακριβεια 31 εθελοντες,στη
Σικελια,τα πραγματα ως γνωστον πηγαν κακως,πανολεθρια των
συμμαχων,χαθηκε ολο το Αθηναικο στρατευμα,και παρα πολλοι,
χιλιαδες,χαθηκαν στα ορυχεια,στις σκοτεινες στοες μεσα,κατα-
πλακωθηκαν απο τα χωματα,τοσα παιδια,αυτη ειναι η μοιρα των
μικρων και των αδυνατων,παιγνια στα χερια των μεγαλων και
ισχυρων,ο κοσμος ανω-κατω,σχεδον 30 χρονια,πως θα γλυτω-
ναμε;ο σωζων εαυτω σωθητω,η μανα παρατουσε το παιδι,το
σπλαχνο της,και το παιδι σκοτωνε τον ιδιο τον πατερα του,κι
αυτος,δεν λεμε,εκανε τα λαθη του,πολλα;λιγα;ποιος ειναι αλαν-
θαστος;αδικησε δικαιους,εκδιωξε αθωους,ακολουθησε πονη-
ρους,συμβουλευτηκε μ'αχρειους δημαγωγους,πολιτευτηκε
αλαζονικα,παραχαραξε το πολιτευμα,τη Δημο,κρατια,την με-
τετρεψε σε Τυραννια,κι οπως στον Αρχιδαμειο πολεμο πριν
ετσι και στον Δεκελεικο πολεμο μετα ηταν δινους,διπροσω-
πος, και ως εκ τουτου πληρωσε τα αδικηματα του,βρηκαν
την ευκαιρια οι αντιπαλοι του και στασιασαν,τον επιασαν,
οι δικοι του φοβηθηκαν,δεν αντισταθηκαν,κρυφθηκαν,πολ-
λοι εγιναν φανεροι κατηγοροι του,εμεινε ερμαιο στα χερια
τους,και μια ασεληνη σκοτεινη βραδυα,ο κοσμος κοιμον-
ταν,στρατιωτες τον εσυραν στα βραχια ,ακολουθουσαν και
πολλοι ανθρωποι εχθροι του,μεχρι τα ακρα τους του εγδα-
ραν το κορμι,ουρλιαζε σαν αγριμι,κανεις δεν τον ακουγε,χτυ-
πιονταν,φωναζε δυνατα :''ειμαι αθωος,οτι εκανα το'κανα για
το κοινον συμφερον της πολης'',κι εκει στο τερμα τον πε-
ταξαν στο σκοτεινο κενο και τσακιστηκαν τα κοκκαλα του
στα βραχια που ηταν κατω χαμηλα ,κανενας δεν τον ζητησε
και τον εφαγαν τα σκυλια και τα ορνια,ψοφιμι,και τιποτα
δεν εμεινε απο την εξουσια και την δυναμη του,και κανενας
δεν τολμησε να μιλησει,να διαμαρτυρηθει,να πει την αλλη
αποψη των πραγματων,ενω ηταν πολλοι που ειχαν διαφορε-
τικη γνωμη για τη ροη των γεγονοτων,κι ομως δεν μιλησαν,
μαλιστα βγηκαν στο δρομο και μεγαλο πληθος μαζευτηκε
στη παραλια και ζητωκραυγασε,γιορτασε για το πως απαλ-
λαχθηκαν και συναμα κολακευαν τους νυν ισχυρους,να
τ'χουν καλα μαζι τους,
κι εγω ειμαι απ'αυτους που απο την αρχη δεν ημουνα οπαδος
του
.
.
ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΣΤΟ ΞΗΡΟΜΕΡΟ ΣΤΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ
-ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ-
.
[θυμαται κι αφηγειται η Μαρια Κουβελη του Νικολαου 88 χρονων
απο τη Μαχαιρα Ξηρομερου,με καταγωγη απο την Παπαδατου του
Κωνσταντινου και της Πανωραιας Κοκκαλη,στον πολεμο 15 χρο-
νων]
.
ηρθε τη νυχτα ενας Γερμανος απο τη Μαχαλα να παει σε μια απ'αυ-
τες τις γυναικες και καποιος τον ειδε και τον σκοτωσε
οι Γερμανοι ηθελαν να καψουν το χωριο και πιασανε τον πατερα
μου[Κωνσταντινο Κοκκαλη]κι ενα υπαλληλο ,που ειχε ,τον Γιωρ-
γο Μικρουλη κι ετοιμασανε να τους κρεμασουν,τοτε τους ειπε ο
πατερας μου,καλυτερα να βγαλτε τα πιστολια και να μας τουφε-
κιστε παρα να μας κρεμαστε εμενα και τον υπαλληλο μου, και
τοτε τους ελυσαν και τους αφησαν
ηρθε διαταγη οτι ο Γερμανος πηγαινε σε μια πορνη
Τραβηξαμε πολλα απ'αυτος
εγω στον πολεμο ημουνα 15 χρονων
στο σπιτι μας ητανε Γερμανοι κι εμενε η μανα μου να μην κλε-
ψουν τιποτα,εμεις ειμασταν εξω,στα πηγαδια παραπανω,μαζυ
μ'αλλους,ειχαμε και τον Νικο Ψωμα[πρωτο ξαδερφο απ'τον
Αστακο,αργοτερα εγινε Μαθηματικος και Γυμνασιαρχης],η Αγ-
γελω [η αδερφη του]ητανε στα Βζανα,κι ο μπαρμπα Γιαννακης
και η θεια Τασουλα[οι γονεις τους]ητανε εκει στο σπιτι[στον
Αστακο],
η μανα μου μας εφερε χλωρο τυρι κι αβγα να φαμε,τα'φκιαξα
εγω,κι ο Νικος μου'πε,πρωτα βαλε να καψει το λαδι επειτα
το χλωρο τυρι και μετα τα αβγα χωρις το ασπραδι κι ανακατε-
ψετα,ετσι εκανα κι εγινε ωραιο,του Νικου του ειχαμε φρατζα-
τα με δυο σκαλακια,ειχαμε και τη Λενιω,
ηρθε η μανα και την ρωτησαμε αν την κλεψανε και μας ειπε,
πηρανε κατι ψιλορουχα,αλλα πηρανε και τρια κοκκινα απλα-
δια,το'να το'χα για σενα,τ'αλλο για την Ολγα,και τ¨αλλο για
την Κικη
πηγαιναμε να κρυφτουμε και στο δρομο βρηκαμε δυο πορτο-
καλια,εγω[15 χρονων]δεν εσκυψα να τα παρω,ουτε ο Ρικος
[10 χρονων] τα πηρε,τα πηρε η Ολγα[5 με 6 χρονων],τα εφα-
γε και μας εδωνε και μας,εμεις δεν θελαμε,επρεπε να κρυ-
φτουμε μη μας σκοτωσουν,
το βραδυ εκει εξω,που κοιμομασταν ηρθε η μανα του Βαγγε-
λη και μας σκεπασε να μην κρυωνουμε,η θεια Παντελεηνα,
στο σπιτι μας ητανε Γερμανοι κι ειχανε στο φουρναριο καζα-
νι συσιτιο κι ηρθανε Γερμανοι τους ταισαν και τους εβαλαν
να κοιμηθουνε πανω,ειχαμε σπιτι διπατο,και γιομισαν τα ρου-
χα ψειρες,
τα πηγανε στο νεροτριβειο ,στα νερα της Τρυφου,και τρομα-
ξαν να τα καθαρισουν απ'τις ψειρες
ο μπαρμπα Αντρεας ειχε δωσει στη μανα μου οταν παντρευ-
τηκε[τον αδερφο του]πατατιφ για το λαιμο με πετραδακια,ωραιο,
με δυο καμπανουλες,η Ολγα το'κρυψε στον κορφο της,το γλυ-
ωσε,δεν το κλεψανε,ειχε πολλα λεφτα,
ο μπαρμπα Αντρεας ειχε ενα χρυσο δαχτυλιδι,πολλα εκατομυ-
ρια εκανε,με μια πετρα διαμαντι,αυτη εκανε τρια χρωματα,και
καποια το'κλεψε,η μανα μου ητανε στον Κατριλα σ'ενα πηγα-
δι,επλυνε τα ρουχα,φορτωσε στο γαιδουρι και τις βαρελες με
το νερο,ητανε εκει κι εκεινη η γυναικα,που'κλεψε το δαχτυ-
λιδι,της το'πε,κι εκεινη ειπε,αν το'κλεψα να πεσει αστραπη να
με στραβωσει,η μανα μου εφυγε κι επεσε αστραπη και τη σκο-
τωσε,πηγε η μανα μου και πηρε το δαχτυλιδι,
οταν μεγαλωσε ο Ρικος[ο μπαρμπα Αντρεας ειχε πεθανει]ηθε-
λαν να του το φορεσουν στο δαχτυλο,εκεινος το κοιταξε και
δεν το ηθελε,οχι δεν θελω τετοιο δαχτυλιδι,δεν μ'αρεσει,
παει κι εκεινο χαθηκε ,το κλεψανε,εκανε εκατομυρια
εμενα η μανα μου μου εδωσε χρυσα σκουλαρικια με δυο
ασπρες πετρες,κρεμονταν κατω,δεν τα'κρυψα στο κορφο
μου,οπως η Ολγα το πατατιφ,τα'φησα πανω στο τραπεζι και
τα κλεψανε
στον πατερα μου ο μπαρμπα Αντρεας του'χε δωσει ενα χρυ-
σο ρολοι,απ'αυτα που τα βαζουνε στο τσεπακι οχι στο χερι,
το ξεκουρδισε και το'κρυψε,οταν το βρηκανε το ειδανε ξε-
κουρδιστο,ειπανε πως ειναι χαλασμενο και δεν το πηρανε
.
.
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗ ΧΕΛΩΝΑ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΡΩΤΗΣΕ
.
εδειξε τη χελωνα στο παιδι κι εκεινο ,οπως ειναι η φυση
των παιδιων να ρωτουν ,ρωτησε:
-τι ειναι η χελωνα;
-και του απαντησε:
η χελωνα ειναι ερπετο,εχει καβουκι,οστρακο,σαρκωδη
γλωσσα,δεν εχει δοντια,ειναι τρια ειδη:η χερσαια,που
ζει στη ξηρα,η αμφιβια,που ζει και στο νερο και στη ξηρα,
και η θαλασσια,που ζει στη θαλασσα.
Το καβουκι της την προστατευει,εκει μεσα μαζευεται να
προστατευτει απο κινδυνους.Το καβουκι εχει δυο ανοιγ-
γματα:ενα μπροστα για το κεφαλι και τα δυο μπροστινα
ποδια και ενα πισω για τα δυο πισω ποδια και την ουρα.
Ειναι ζωο,που ζει πολλα χρονια,αιωνοβιο,και συνεχεια
αυξανει σ'ολη τη ζωη της.Τρεφεται με φυτα κι ειναι αβλαβες
ζωο.
Οι χελωνες γεννιουνται σπο γονιμοποιημενα αβγα,και
το βαρος των μωρων ειναι μολις 10 γραμμαρια.Οσο μεγαλω-
νουν αυξανουν,φτανουν μεχρι τα 35 εκατοστα,ζουν 40 με 130
χρονια ερωτικα ωριμαζουν στα 5 με 8 χρονια,η αναπαραγωγη
για τα αρσενικα αρχιζει στα 6 με 8 χρονια και για τα θηλυκα στα
12 με 18 χρονια.Το θηλυκο τον Απριλιο γεννα 10 με 12 αβγα,
και τα μικρα βγαινουν στα μεσα του Σεπτεμβρη.
Οταν κρυωσει ο καιρος μπαινουν μεσα στη γη και πεφτουν σε
χειμερια ναρκη και ξυπνουν την Ανοιξη,που ζεστενει ο καιρος.
Η χελωνα ειναι απο τα πιο αρχαια ζωα της γης,εμφανισθηκε
πριν απο 200 εκατομυρια χρονια.
Ο Αισωπος εγραψε μυθους για την χελωνα.
Ο ενας ειναι :Ζευς και Χελωνη:
Ζεὺς γαμῶν πάντα τὰ ζῷα εἱστία. Μόνης δὲ χελώνης ὑστερησάσης,
διαπορῶν τὴν αἰτίαν, τῇ ὑστεραίᾳ ἐπυνθάνετο αὐτῆς διὰ τά μόνη ἐπὶ
τὸ δεῖπνον οὐκ ἦλθε. Τῆς δὲ εἰπούσης· Οἶκος φίλος, οἶκος ἄριστος,
ἀγανακτήσας κατ᾿ αὐτῆς παρεσκεύασεν αὐτὴν τὸν οἶκον αὐτὸν
βαστάζουσαν περιφέρειν. Οὕτω πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων αἱροῦνται
μᾶλλον λιτῶς οἰκεῖν ἢ παρ᾿ ἄλλοις πολυτελῶς διαιτᾶσθαι
[η χελωνα δεν πηγε στους γαμους του Δια κι οταν την επομενη
την ρωτησε γιατι δεν πηγε,εκεινη του απαντησε:Το καλυτερο
σπιτι ειναι το Δικο σου σπιτι.
Ο Διας τοτε θυμωσε και την εκανε πανω στη πλατη να κουβαλαει
το σπιτι της]
Ο αλλος μυθος του Αισωπου ειναι:
Λαγωος και Χελωνη
Ποδων χελωνης κατεγελα λαγωος.Η δε εφη.Εγω σε τον ταχυπουν
νικησω.Ο δε .Λογω μονω λεγεις τουτο.αλλ'εριζε και γνωθι.
Τις δε τον τοπον ορισει,εφη,και βραβευσει την νικην;
Αλωπηξ,εφη,η δικαια και σοφωτατη.Εταξε δε την αρχην της ωρας
του δρομου.Η δε χελωνη μη ραθυμησασα ηρξατο της οδου.Ο δε
λαγωος τοις ποσσιν θαρρων εκοιμηθη.Ελθων δε επι τον ωρισμενον
τοπον ευρε την χελωνην νικησασαν.Οτι πολλαι φυσεις ανθρωπων
ευφυεις εισιν,αλλ'εκ της ραθυμιας απωλοντο,εκ δε νηψεως και σπουδης
και μακροθυμιας τινες και φυσεως αργης περιεγενοντο
[ο λαγος κοροιδευε τη χελωνα για τα αργα ποδια της.Η χελωνα
του ειπε:Εγω εσενα τον γοργοποδαρο θα σε νικησω.Ο λαγος
της ειπε:Μονο στα λογια .Εκεινη επεμενε.
Ποιος θα ορισει το διαστημα και θα βραβευσει τον νικητην;
Η αλεπου,που ειναι δικαια και πολυ σοφη
Κι αυτη κανονισε τη ωρα του δρομου.
Η χελωνα δεν δειλιασε κι αρχισε το δρομο.
Ο δε λαγος εχοντας εμπιστοσυνη στα ποδια σταματησε και
κοιμηθηκε.Οταν ξυπνησε κι εφτασε στο τερμα του δρομου
η χελωνα ειχε ηδη τερματισει και φυσικα νικησει.
Ο μυθος θελει να πει πως με τη προσπαθεια ο μειονεκτι-
κωτερος στη φυση μπορει να ξεπερασει τον προικισμενο
απο τη φυση]
λενε κι αλλα για τη χελωνα στην Ελληνικη Μυθολογια:
η Δρυοπη ηταν κορη του βασιλια Δρυοπα και φυλαγε τα κοπαδια
του στο Ορος Οιτη.Οι Αμαδρυαδες νυμφες την εμαθαν χορους και
τραγουδια.Την ειδε ο Απολλωνας,του αρεσε η κοπελα και για
να την πλησιασει μεταμορφωθηκε σε χελωνα.Τηε αρεσε πολυ
το ακακο ζωο της Δρυοπης και το πηρε μαζι της στο ανακτορο.
Τη νυχτα ο Απολλωνας-χελωνα μεταμορφωθηκε σε φιδι και
ενωθηκε με την Δρυοπη
Και στη Νεοελληνικη Ποιηση στις Μεταμορφωσεις του Γιωργου
Βιζυηνου η χελωνα ειναι μια σκληρη κι ασπλαχνη κορη,οταν
αρρωστησε βαρια η μανα της δεν πηγε να τη δει και να τη βοηθησει,
ειπε πως ειχε πολυ δουλεια,που δεν επερνε αναβολη,επλυνε ρουχα
στη σκαφη,τοτε η μανα της την καταραστηκε να γινει ζωο και να
κουβαλαει στη πλατη της τη σκαφη,που αγαπαει περισσοτερο απο
τη μανα της
Και εικονα σε νομισμα εγινε η χελωνα στην Αρχαια Ελλαδα κι απο
τοτε ειναι το συμβολο της Κεφαλαιοκρατιας.
Ο βασιλιας Φειδων στα ασημενια νομισματα ,που εκοψε στην Αιγινα
με την Αθηνα Αφαια χαραξε την εικονα της χελωνας,αυτο το νομισμα
ηταν διεθνες μεσο ανταλλαγης μεχρι τον Πελοποννησιακο Πολεμο
-Να σου πω και μια Μαθηματικη Ιστορια της Χελωνας ;
-Θελω παρα πολυ να την ακουσω,ειπε το παιδι,τα αγαπαω πολυ
τα Μαθηματικα οπως τα αγαπας κι εσυ
-Αυτη η Μαθηματικη Ιστορια της Χελωνας λεγεται :
Το Παραδοξο του Ζηνωνα του Ελεατη
η'
Το Παραδοξο του Αχιλλεα και της Χελωνας
Ο Αχιλλεας ως ταχυπους ειναι πολυ πιο ταχυς απο την αργη
χελωνα.Ας υποθεσουμε πως ο Αχιλλεας ειναι 10 φορες πιο
γρηγορος απο τη χελωνα,και πως γινεται αγωνας δρομος μεταξυ
τους.
Μ'ενα κανονισμο :Να ξεκινησει πρωτη το δρομο η χελωνα
και μολις διανυσει 1 μετρο ,τοτε να ξεκινησει ο Αχιλλεας.
Θα καταφερει ποτε ο πολυ γρηγορος Αχιλλεας να φτασει και να
ξεπερασει την πολυ αργη χελωνα;
Ας δουμε:
Η χελωνα αρχιζει τον αγωνα δρομου και διανυει 1 μετρο
Τοτε ξεκιναει ο Αχιλλεας και οταν διανυει 1 μετρο,η χελωνα
ειναι μπροστα 10 εκατοστα
Οταν ο Αχιλλεας διανυει τα 10 εκατοστα ,η χελωνα ειναι παλι
μπροστα 1 εκατοστο
Οταν ο Αχιλλεας διανυει το 1 εκατοστο,η χελωνα ειναι παλι
μπροστα 1/10 του εκατοστου
Και για να μην πολυλογουμε:
Συνεχως ο Αχιλλεας θα ειναι πισω απο τη χελωνα και
δεν θα την ξεπερασει ποτε,παντα θα βλεπει την ουρα
της!
-Μου αρεσαν πολυ αυτα ,που εμαθα για τη χελωνα,ειπε το
παιδι,και ξερω πως ειναι κι αλλα πολλα ακομα.
Να πω ενα:Ειναι απο τους αθλους του ηρωα Θησεα:
Ο Σκιρωνας ηταν ενας θηριωδης αγριανθρωπος ,καθονταν πανω
στα αποτομα βραχια εκει στα Μεγαρα , που ηταν στενος ο δρομος
κι οποιος περαστικος περνουσε τον σταματουσε και τον εβαζε
με τη βια να του πλυνει τα ποδια,οπως εσκυβε εκεινος ο δυστυχος
να τα πλυνει του εδινε δυνατη κλωτσια και τον πετουσε κατω στη
θαλασσα,εκει ηταν μια τεραστια χελωνα και τον ετρωγε.
Περασε απο εκει κι ο ηρωας Θησεας,παλεψε μαζι με τον Σκιρωνα ,
τον αρπαξε τον αγριανθρωπο γερα απ'τα ποδια και τον πεταξε στη
θαλασσα και τον εφαγε η χελωνα,οπως εκανε με τα θυματα του,
βρηκε ο αχρειος το ιδιο τελος
.
.
ΕΞ ΑΦΟΡΜΗΣ ΤΗΣ ΓΑΤΑΣ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ ΜΕ ΤΟ ΠΑΙΔΙ
ΤΟΥΣ ΜΥΘΟΥΣ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ
μεταφραση-χ.ν.κουβελης
.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΚΑΙ ΓΑΛΗ
Γαλῆ ἐρασθεῖσα νεανίσκου εὐπρέπους ηὔξατο τῇ Ἀφροδίτῃ ὅπως
αὐτὴν μεταμορφώσῃ εἰς γυναῖκά. Καὶ ἡ θεὸς ἐλεήσασα αὐτῆς τὸ
πάθος μετετύπωσεν αὐτὴν εἰς κόρην εὐειδῆ, καὶ οὕτως ὁ νεανίσκος
θεασάμενος αὐτὴν καὶ ἐρασθεὶς οἴκαδε ὡς ἑαυτὸν ἀπήγαγε.
Καθημένων δὲ αὐτῶν ἐν τῷ θαλάμῳ, ἡ Ἀφροδίτη γνῶναι βουλομένη
εἰ μεταβαλοῦσα τὸ σῶμα ἡ γαλῆ καὶ τὸν τρόπον ἤλλαξε, μῦν εἰς τὸ
μέσον καθῆκεν. Ἡ δὲ ἐπιλαθομένη τῶν παρόντων ἐξαναστᾶσα ἀπὸ
τῆς κοίτης τὸν μῦν ἐδίωκε καταφαγεῖν θέλουσα. Καὶ ἡ θεὸς ἀγανα-
κτήσασα κατ' αὐτῆς πάλιν αὐτὴν εἰς τὴν ἀρχαίαν φύσιν ἀποκατέστη-
σεν.
Οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ φύσει πονηροί, κἂν φύσιν ἀλλάξωσι, τὸν
γοῦν τρόπον οὐ μεταβάλλονται.
Η γατα ερωτευθηκε εναν καθως πρεπει νεαρο κι ευχηθηκε στην
Αφροδιτη να τη μεταμορφωσει σε κορη.Κι η θεα την λυπηθηκε
για το παθος της και την μεταμορφωσε σε μια ομορφη κορη,κι οταν
ο νεαρος την ειδε την ερωτευθηκε και την πηρε στο σπιτι του.
Οταν οι δυο ερωτευμενοι καθονταν στην κρεβατοκαμαρα,η Αφρο-
διτη ηθελε να ξερει αν η γατα μονο το σωμα της αλλαξε κι οχι
οχι και τις συνηθειες,και στη μεση του δωματιου εμφανισε ενα
ποντικι.
Η γατα ξεχασε τους παροντες σηκωθηκε απο το κρεβατι και κατα-
διωξε το ποντικι να το κατασπαραξει.Τοτε η θεα εξοργισθηκε και
την επανεφερε στη πρωτη της φυση
Ο μυθος δηλωνει πως οι πονηροι ανθρωποι απο τη φυση τους
κι αν αλλαξουν την φυση τους τον νου τους δεν τον αλλαζουν
ΓΑΛΗ ΚΑΙ ΡΙΝΗ
Γαλῆ εἰσελθοῦσα εἰς χαλκέως ἐργαστήριον τὴν ἐκεῖ κειμένην ῥίνην
περιέλειχε. Συνέβη δὲ, ἐκτριβομένης τῆς γλώσσης, πολὺ αἷμα φέρε-
σθαι. Ἡ δὲ ἐτέρπετο ὑπονοοῦσά τι τοῦ σιδήρου ἀφαιρεῖσθαι, μεχρὶ
παντελῶς ἀπέβαλε τὴν γλῶσσαν.
Ὁ λόγος εἴρηται πρὸς τοὺς ἐν φιλονεικίαις ἑαυτοὺς καταβλάπτοντας
Μια γατα μπηκε μεσα σε εργαστηριο σιδηρουργου και μια σιδερενια
λιμα,που βρηκε εκει την εγλειφε.Απο την πολυ τριβη η γλωσσα της
εβγαζε πολυ αιμα.Η γατα καταχαρηκε γιατι πιστευε πως ξυνει τον
σιδερο,και συνεχισε να γλειφει μεχρι που σωθηκε η γλωσσα της
Ο μυθος αυτος λεγεται γι'αυτους που επιμενοντας σε φιλονεικιες
βλαπτονται πολυ
ΝΥΧΤΕΡΙΣ ΚΑΙ ΓΑΛΗ
Νυκτερὶς ἐπὶ γῆς πεσοῦσα ὑπὸ γαλῆς συνελήφθη, καὶ μέλλουσα
ἀναιρεῖσθαι περὶ σωτηρίας ἐδεῖτο. Τῆς δὲ φαμένης μὴ δύνασθαι
αὐτὴν ἀπολῦσαι, φύσει γὰρ πᾶσι τοῖς πτηνοῖς πολεμεῖν, αὐτὴ
ἔλεγεν οὐκ ὄρνις, ἀλλὰ μῦς εἶναι, καὶ οὕτως ἀφείθη.
στερον δὲ πάλιν πεσοῦσα καὶ ὑφ᾿ ἑτέρας συλληφθεῖσα γαλῆς
μὴ βρωθῆναι ἐδεῖτο. Τῆς δὲ εἰπούσης ἅπασιν ἐχθραίνειν μυσίν,
αὐτὴ μὴ μῦς, ἀλλὰ νυκτερὶς ἔλεγεν εἶναι, καὶ πάλιν ἀπελύθη.
Καὶ οὕτω συνέβη δὶς αὐτὴν ἀλλαξαμένην τὸ ὄνομα σωτηρίας
τυχεῖν.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι δεῖ καὶ ἡμᾶς μὴ τοῖς αὐτοῖς ἀεὶ ἐπιμένειν,
λογιζομένους ὡς οἱ τοῖς καιροῖς συμμετασχηματιζόμενοι
πολλάκις τοὺς κινδύνους ἐκφεύγουσιν
νυχτεριδα επεσε στη γη και την επιασε μια γατα,η νυχτεριδα
την παρακαλεσε να την αφησει να μην την φαει,η γατα της
ειπε πως δεν γινεται αυτο,γιατι απο τη φυση της ολα τα πουλια
τα πολεμαει,η νυχτεριδα της ειπε πως δεν ειναι πουλι αλλα
ποντικι,κι η γατα την αφησε.
Υστερα η νυχτεριδα παλι επεσε στη γη και πιαστηκε απο αλλη
γατα,η νυχτεριδα την παρακαλεσε να μην την φαει,η γατα
της ειπε πως ολα τα πoντικια τα εχθρευεται,αυτη της ειπε πως
δεν ειναι ποντικι αλλα νυχτεριδα,κι η γατα την αφησε.
Κι ετσι δυο φορες αλλαζοντας το ονομα της η νυχτεριδα
σωθηκε.
Ο μυθος αυτος δηλωνει πως πρεπει κι εμεις να μην επιμενουμε
συνεχως στα ιδια πραγματα αλλα πολλες φορες ν'αλλαζουμε
αναλογα με τον καιρο και τις περιστασεις για να αποφευγουμε
τις φασαριες και τους κινδυνους
ΠΕΡΔΙΞ ΚΑΙ ΓΑΛΗ
Πέρδικά τις πριάμενος τρέχειν οἴκῳ
ἀφῆκεν· ἡδέως γὰρ εἶχε τὸ ζῷον.
Κἀκεῖνος εὐθὺς κλαγγὴν ἐξ ἔθους ἄδων
πᾶσαν κατ᾿ αὐλὴν -- ἀκριβεία τῶν -- ᾔει.
Γαλῆ πρὸς αὐτὸν ἐπίβουλος ὡρμήθη,
καὶ πρῶτον εἶπε· Τίς μὲν εἶ, πόθεν ἥκεις;
Ἡ δέ· Ἠγόρασμαι, ἔφησεν, προσφάτως.
Ἐγὼ [χρόνον] τοσοῦτον ἐνθάδε διατρίβω
καὶ με ἔνδον ἔτεκεν ἡ μυοκτόνος [μήτηρ],
ἀλλ᾿ ἡσυχάζω καὶ προσέτι ἀνδύνω.
Σὺ δ᾿ ἄρτι πῶς ὠνητός, ὡς λέγεις, ἥκων,
παῤῥησιάζῃ, φησί, καὶ κατακρώζεις;
Πρόσφορος ὁ μῦθος πρὸς γέροντας εἰς τιμὴν
προκριθέντας καὶ ὑπὸ τῶν αὐτῶν κατὰ φθόνον
συνεγκλειομένους.
Καποιος αγορασε μια περδικα και την αφησε
στο σπιτι.Του πουλιου του αρεσε πολυ εκει.Κι απο συνηθεια
αρχισε αμεσως να τραγουδαει και να ξεσηκωνει την αυλη.
Μια γατα χυμησε εχθρικα καταπανω της
και της ειπε:Ποια εισαι,κι απο που ηρθες;
Η περδικα της απαντησε:Πριν λιγο μ'αγορασαν.
Εγω,ειπε η γατα,μενω εδω παρα πολυ καιρο
και μεσα εδω με γεννησε η μανα μου,που
κυνηγαει ποντικια ,και ησυχαζω.Εσυ,ομως
που μολις τωρα ηρθες εδω,αγοραστυη,οπως
λες,το πηρες πανω σου και ξεκουφαινεις τον
κοσμο με τα κρωξιματα σου.
Ο μυθος λεγεται για τους παλαιοτερους,που
ζηλευουν τους νεωτερους
.
.
ΣΥΚΟ-ΦΑΝΤΩΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΧΕΛΩΝΑ
.
Συκια η'Συκη,δεντρο ιθαγενες στην Μαχαιρα[και σ'ολη
την Ελλαδα φυεται και καρπουται],φυλλοβολον,μακροβιον,
εχουμε τις συκιες:την ασπρουλα[ασπρη],την μαυρουλα[μαυρη],
την λιβανια,την τσοπελοσυκια,και αλλες ποικιλιες
οταν γυρισε στην Ιθακη ο Οδυσσεας και παρουσιασθηκε στον
πατερα του τον γερο Λαερτη,εκεινος του ζητησε σημαδια να
τον γνωρισει,του κορμιου του και του σπιτιου του κι ο Οδυσσεας
του ειπε:
"οὐλὴν μὲν πρῶτον τήνδε φράσαι ὀφθαλμοῖσι,
τὴν ἐν Παρνησῷ μ᾽ ἔλασεν σῦς λευκῷ ὀδόντι
οἰχόμενον· σὺ δέ με προΐεις καὶ πότνια μήτηρ
ἐς πατέρ᾽ Αὐτόλυκον μητρὸς φίλον, ὄφρ᾽ ἂν ἑλοίμην
δῶρα, τὰ δεῦρο μολών μοι ὑπέσχετο καὶ κατένευσεν.
εἰ δ᾽ ἄγε τοι καὶ δένδρε᾽ ἐϋκτιμένην κατ᾽ ἀλωὴν
εἴπω, ἅ μοί ποτ᾽ ἔδωκας, ἐγὼ δ᾽ ᾔτεόν σε ἕκαστα
παιδνὸς ἐών, κατὰ κῆπον ἐπισπόμενος· διὰ δ᾽ αὐτῶν
ἱκνεύμεσθα, σὺ δ᾽ ὠνόμασας καὶ ἔειπες ἕκαστα.
ὄγχνας μοι δῶκας τρισκαίδεκα καὶ δέκα μηλέας,
συκέας τεσσαράκοντ᾽· ὄρχους δέ μοι ὧδ᾽ ὀνόμηνας
δώσειν πεντήκοντα, διατρύγιος δὲ ἕκαστος
ἤην· ἔνθα δ᾽ ἀνὰ σταφυλαὶ παντοῖαι ἔασιν--
ὁππότε δὴ Διὸς ὧραι ἐπιβρίσειαν ὕπερθεν."
Ομηρου Οδυσσεια,ραψωδια ω'
''πρωτα κοιταξε με τα ιδια σου τα ματια τη βαθια ουλη
που μου'σκαψε με τ'ασπρο κοφτερο του δοντι αγριοχοιρος
πανω στον Παρνασο που εσυ μ'εστειλες με τη σεβαστη μητερα
στον Αυτολυκο τον αγαπημενο πατερα της μητερας να φερω δωρα
καθως αυτος καποτε εδω που ηρθε μου υποσχεθηκε,
και τωρα να σου πω τα δεντρα στ' ομορφο περιβολι μας,
τα δεντρα που καποτε μου'δωκες,εγω ημουν παιδι και το καθενα
ζητουσα ,στον κηπο σ'ακολουθησα ,αναμεσα τους περπατουσαμε,
και συ τα ονοματιζες κι ελεγες το καθενα:μου'δωκες δεκατρεις
αχλαδιες και δεκα μηλιες,συκιες σαραντα,πενηντα σειρες αμπελι
μου'ταξες να μου δωσεις,καθε μια με την δικια της ωρα του τρυ-
γου,γιατι απ'ολες τις ποικιλιες σταφυλια ηταν,και καθε χρονια
θα στελνε αφθονια ο Διας απο ψηλα''
μεταφραση χ.ν.κουβελης
.
Στο Πρωτο Βιβλιο ''Κλειω'' της Ιστοριας του Ηροδοτου,παραγραφος
71,ο σοφος Σανδινης συμβουλευει τον Λυδο βασιλια να μην
εκστρατευσει κατα των Περσων γιατι δεν εχουν συκα και ως εκ
τουτου δεν συμφερει η εκστρατεια:
1 Κροῖσος δὲ ἁμαρτὼν τοῦ χρησμοῦ ἐποιέετο στρατηίην ἐς Καππαδοκίην,
ἐλπίσας καταιρήσειν Κῦρόν τε καὶ τὴν Περσέων δύναμιν. 2 παρασκευα-
ζομένου δὲ Κροίσου στρατεύεσθαι ἐπὶ Πέρσας, τῶν τις Λυδῶν νομιζόμε-
νος καὶ πρόσθε εἶναι σοφός, ἀπὸ δὲ ταύτης τῆς γνώμης καὶ τὸ κάρτα
οὔνομα ἐν Λυδοῖσι ἔχων, συνεβούλευσε Κροίσῳ τάδε· οὔνομά οἱ ἦν
Σάνδανις. "ὦ βασιλεῦ, ἐπ᾽ ἄνδρας τοιούτους στρατεύεσθαι παρασκευ-
άζεαι, οἳ σκυτίνας μὲν ἀναξυρίδας σκυτίνην δὲ τὴν ἄλλην ἐσθῆτα φο-
ρέουσι, σιτέονται δὲ οὐκ ὅσα ἐθέλουσι ἀλλ᾽ ὅσα ἔχουσι, χώρην ἔχον-
τες τρηχέαν. 3 πρὸς δὲ οὐκ οἴνῳ διαχρέωνται ἀλλὰ ὑδροποτέουσι, οὐ
σῦκα δὲ ἔχουσι τρώγειν, οὐκ ἄλλο ἀγαθὸν οὐδέν. τοῦτο μὲν δή, εἰ νι-
κήσεις, τί σφέας ἀπαιρήσεαι, τοῖσί γε μὴ ἔστι μηδέν ; τοῦτο δέ, ἢν νικη-
θῇς, μάθε ὅσα ἀγαθὰ ἀποβαλέεις· γευσάμενοι γὰρ τῶν ἡμετέρων ἀγα-
θῶν περιέξονται οὐδὲ ἀπωστοὶ ἔσονται. 4 ἐγὼ μέν νυν θεοῖσι ἔχω χάριν,
οἳ οὐκ ἐπὶ νόον ποιέουσι Πέρσῃσι στρατεύεσθαι ἐπὶ Λυδούς." ταῦτα λέ-
γων οὐκ ἔπειθε τὸν Κροῖσον. Πέρσῃσι γάρ, πρὶν Λυδοὺς καταστρέψασθαι,
ἦν οὔτε ἁβρὸν οὔτε ἀγαθὸν οὐδέν.
Ο Κροισος μη δινοντας ορθη εξηγηση στον χρησμο ετοιμαζε εκστρατειαν
στην Καππαδοκια ελπιζοντας να διαλυσει τον Κυρο και την Περσικη
δυναμη.Ενω προετοιμαζονταν ο Κροισος να εκστρατευσει κατα των
Περσων,καποιος απο τους Λυδους που τον νομιζαν απο παλια πως
ειναι σοφος,κι απο αυτη τη γνωμη μεγαλωσε πολυ η φημη του ονο-
ματος του στους Λυδους,συμβουλευσε τον Κροισο ετσι,το ονομα
ηταν Σανδανις:
Βασιλεα,προετοιμαζεσαι να εκστρατευσεις κατα τετοιων ανθρωπων,
που εχουν αναξυριδας απο δερματα και τ'αλλα ρουχα που φορουν
ειναι απο δερματα,δεν τρωνε οσα θελουν αλλα οσα εχουν,η χωρα
τους ειναι αγονη.Εκτος απ'αυτα δεν ξερουν τι ειναι το κρασι και
νερο μονο πινουν,ουτε εχουν συκα να φανε,ουτε αλλα αγαθα ,τιπο--
τα.Ετσι λοιπον,αν νικησεις,τι θα παρεις απ'αυτους,που δεν εχουν τι-
ποτα;Αντιθετα λοιπον ,αν νικηθεις,υπολογισε ποσα αγαθα θα χασεις.
Και τοτε απολαμβανοντας τα δικα μας αγαθα θα κολλησουν και θα
ειναι αδυνατο να τους διωξουμε.Εγω τωρα ευχαριστω τους θεους,
γιατι δεν εβαλαν στο μυαλο των Περσων να κανουν εκστρατεια
κατα των Λυδων''αυτα ειπε και δεν επεισε τον Κροισο.Οι Περσες,
πριν καταστρεψουν τους λυδους ,δεν ειχαν ουτε κατι ευγενικο ουτε
κατι αγαθο .
μεταφραση χ.ν.κουβελης
.
Οι Περσες δεν ειχαν συκα ,και κατα τον Ιστορικο Ηροδοτο η
εκστρατεια του Ξερξη στην Ελλαδα ειχε σαν βασικο σκοπο να
κατακτησει την Αττικη και να εχει στην αυλη του αφθονια
νωπων και αποξηραμενων συκων να τα γευεται
.
Μας ελεγαν οταν ημασταν παιδια οι μεγαλυτεροι τη νυχτα να
μην περναμε κατω απο συκια στο δρομο γιατι εχει δαιμονια,
εκει κρυβονται και χυμανε να πιασουν τους ;ανθρωπους,οπου
τυχαινε στο δρομο να'ναι συκια περνουσαμε γρηγορα,τρεχον-
τας.
λεγανε ακομα πως ο ισκιος της συκιας ειναι βαρυς και να μην
ξαπλωσει καποιος να κοιμηθει σε ζεστη μερα του καλοκαιριου
στον ισκιος της γιατι θ'αρρωστησει,θα τον ποναει πολυ το κε-
φαλι του
[ξεραμε και την ιστορια με τον προδοτη Ιουδα που πηρε τα
τριακοντα αργυρια και προδωσε τον Χριστο κι επειτα μετα-
νοιωσε πικρα και απο τις τυψεις του πηγε στην ερημια και
κρεμαστηκε απο ενα κλαδι μιας συκιας ]
.
Πρωιας δε επαναγων εις την πολιν επεινασε.και ιδων συκην
μιαν επι της οδου ηλθεν επ'αυτην.και ουδε ευρεν εν αυτη
ει μη φυλλα μονον.και λεγει αυτη.μηκετι εκ σου καρπος γενη-
ται εις τον αιωνα.και εξηρανθη παραχρημα η συκη.και ιδον-
τες οι μαθηται εθαυμασαν λεγοντες.πως παραχρημα εξηραν-
θη η συκη;αποκριθεις δε ο Ιησους ειπεν αυτοις.αμην λεγω
υμιν.εαν εχητε πιστινκαι μη διακριθητε.ου μονον το της συ-
κης ποιησετε.αλλα καν τω ορει τουτω ειπητε.αρθητι και βλη-
θητι εις την θαλασσαν.γεννησεται.
Κατα Ματθαιον Ευαγγελιον.κα'.18-22
Επιστρεφοντας το πρωι στη πολη επεινασε.Και βλεποντας μια
συκια στο δρομο πλησιασε σ'αυτη.Και δεν βρηκε τιποτα πανω
σ'αυτη να φαγει,παρα μονο φυλλα .Και λεει σ'αυτη.Ποτε να μην
γεννησεις καρπο στον αιωνα.Κι αμεσως η συκια ξεραθηκε.Και βλε-
ποντας το συμβαν οι μαθηται απορησαν λεγοντας.Πως ξεραθηκε
η συκια αμεσως; Τοτε τους αποκριθηκε ο Ιησους και τους ειπε:
Αληθεια σας λεω,εαν εχετε πιστη και δεν αμφιβαλεται,οχι μονο
οτι συνεβει στη συκια θα το κατορθωσετε,αλλα αν σ'αυτο το
ορος πειτε:Σηκω ψηλα και πεταξου στη θαλασσα.Αυτο θα γινει.
μεταφραση χ.ν.κουβελης
.
εις τις αρχες του 18ου αιωνα ο ιερομοναχος Διονυσιος εκ Φουρνα
της Ευρυτανιας [ περιπου 1670-1746]εγραψε το εργον ''Ερμηνεια
της ζωγραφικης τεχνης και αι κυριαι πηγαι αυτης''
διδων εντολας πως το ορθον να καταγραφουν τις εικονες οι
αγιογραφοι,
δια την εικονα :ο Χριστος καταρωμενος την συκην
διδει την παρακατω εντολην:
Καστρον και εξωθεν του καστρου βουνα και συκη ακαρπος με
φυλλα ξηρα,και ο Χριστος βλεπων προς αυτην και απλωνων εις
αυτη τα χερια,και οι αποστολοι οπισω του θαυμαζοντες
102
.
οι Αθηναιοι εις καθε γευμαν την αρχαιαν εποχην ειχον συκα
να φαγουν,τα περιφημα αττικα συκα,τα νωπα τα ονομαζαν
συκοβασιλεια η' βασιλεια,και τα ξηρα τα ελεγαν βασιλιδες
ισχναδες,ητο τοσον πολυτιμον προιον που εθεσπισαν νομον
να τιμωρουνται αυστηρως οσοι εκλεπτων συκα και οσοι τα
εξηγαγαν κρυφιως,οσοι τους μαρτυρουσαν αμοιβονταν και
εκ τουτου ονομασθηκαν συκοφαντες,αυτοι που φανερωνουν
τα συκα,
επειδη γινονταν πολλες ανακριβεις και ψευδεις καταγγελιες για
κλοπη και εξαγωγη συκων,κατεληξεν ο Συκοφαντης να εχει την
αρνητικην σημασιαν που εχει σημερον,η δε ενεργεια του καλειται
συκοφαντια.
.
Αποφθεγματα για την Συκοφαντια:
Ο σωστος τροπος να αντιμετωπισεις την συκοφαντιαν ειναι
να την περιφρονησεις.Αν προσπαθησεις να την αντικρουσεις
η' να την διαψευσεις,θα σε νικησει
του Αλεξανδρου Δουμα Γαλλου συγγραφεα 1802-1870
.
Ο συκοφαντης εστι τοις πελας λυκος
Ο συκοφαντης ειναι λυκος για τους γυρω του
του Μενανδρου Αρχαιου Ελληνα ποιητη 4ος αιωνας π.Χ
.
Διογενης ερωτηθεις τι των θηριων κακιστα δακνει εφη.
των μεν αγριων συκοφαντης,των δε ημερων κολαξ
του Διογενη Κυνικου Φιλοσοφου 410-323 π.Χ
.
συκο λεγανε και το γυναικειο οργανο,το αιδοιον[αλλα και το ανδρικο]
επισης εχουμε και το φυλλο συκης της ...ηθικης
.
Στην Λημνο στον προιστορικο οικισμο Πολιοχνη εχουν βρεθει
αποξηραμενα συκα
Οι τζοπανοι ξωμαχοι που ητανε εξω με τα κοπαδια για να πη-
ξουνε γιαουρτι ριχνανε δυο-τρεις σταγονες συκογαλο στο
γαλα αποβραδυς κι εκεινο το πρωι γινοντανε δυνατος γιαουρ-
τοσπορος να πηξουν γιαουρτι να φανε να δροσιστουνε.
Οι αγιογραφοι ριχνανε στις σκονες των χρωματων λιγες σταγο-
νες απο γαλα συκιας,ανακατευανε και γινονταν το χρωμα ανθε-
κτικο ,εδενε
Τα συκα τα κανανε γλυκο,τις συκομαιδες:ξερενανε τα συκα,
τα κοβανε κομματακια και τα βραζανε με μουστο,ριχνανε
και ψημενα αμυγδαλα,και βαζανε το γλυκο μεσα σε γυαλινα
βαζα.
.
.
ΤΟ ΚΛΕΨΙΜΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ
.
[αφηγειται η Μαρια Κουβελη του Νικολαου 88χρονων απο τη Μαχαιρα
Ξηρομερου]
Πριν τον πολεμο ηρθε η Βασιλικη με τον πατερα και την οικογενεια της
απο την Αμερικη στο Δραγαμεστο,εκει την εκλεψε ο Τσελιος,την πηρε
και της βγαλανε τραγουδι:
Κλεφτες μπηκαν στην αυλη
και μας κλεψαν τη Βασιλικη
και την πηραν και την πανε
στα βουνα την τριγυρνανε
''Για περπατα Κουλα μου
μην μας πιασουν σημερα
μην μας πιασουν σημερα
και μας βαλουν σιδερα''
''Δεν μπορω μωρ'Τσελιο μου
δεν μπορω να περπατησω
τα βουνα να τριγυρισω
χαλασαν τα παπουτσια μου
με πονεσε η πατουσα μου''
''Ελα παρε τα δικα μου
κι ακολουθα με κοντα μου''
την αφησε,δεν του τη δινανε,δεν τον ηθελαν,ηταν κουμουνι-
στης και την παντρεψανε στον Αστακο,εκεινον τον σκο-
τωσαν στον πολεμο
[αφηγειται η Μαρια Κουβελη του Νικολαου 88 χρονων
απο τη Μαχαιρα Ξηρομερου,η μανα της Πανωρια ηταν
απο το Δραγαμεστο του Κωνσταντη και της Ασημινας
Λιαλιου,και μεγαλωσε μικρη εκει,η μανα της παντρευ-
τησε στην Παπαδατου τον Κωσταντινο Κοκκαλη ]
.
.
Η ΠΑΝΑΓΙΤΣΑ
[Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ]
Στο Βασιλοπουλο[Αχιλλειο]Ξηρομερο
''τοτε στα χρονια μας πιστευαν,θες ηταν πιο αθωοι
οι ανθρωποι,η' θες να φοβοντουσαν περισσοτερο
απο τωρα,σα να θελανε να ζησουνε πιο απλα ,πιο
ταπεινα,να τους μελλει ο αλλος ανθρωπος και να
τον συνδραμουν,να μην χυμανε σαν θηρια ο ενας
τ'αλλονου,να μην κακολογουν,να μην ασχημιζουν
τη φυση τους,να ειρηνευσουν και γι'αυτο πιστευ-
αν,
και λεγανε,πολυ παλια ητανε,σ¨αυτα τα μερη ηρθε
ενα βασιλοπουλο,νεο παιδι στα πριμα του,με τους
συντροφους του να κυνηγησει,εδω στη περιοχη
ειχε πολλα αγριοχοιρους που θρεφονταν βελανιδια,
και τα κυνηγησαν αλλα δεν μπορουσαν να τα σκοτω-
σουν,παρα ολοι οι συντροφοι εχασαν τη ζωη τους
απ'αυτα,και εμεινε μονο το βασιλοπουλο,κι ενιωσε
πικρα και πονο μεγαλο για τον χαμο των συντρο-
φων,πως αυτο ηταν ενοχο και δεν γυρισε πισω στο
τοπο του,ντρεπονταν ν'αντικρυσει τις μαναδες τους
κι εμεινε εδω,
σε μια σπηλια ασκητευε,ετρωγε απο τα αγρια χορτα,
κρεας δεν ετρωγε,τον φιλευαν και οι γυρω ανθρωποι,
ελιες ψωμι,του τα'φηναν μπροστα στην εισοδο της
σπηλιας,κρυφα,να μην τους καταλαβει,ηταν υπηρηφα-
νος ανθρωπος,δεν καταδεχονταν την ελεημοσυνη,πως
τα δεντρα ζουν,πως τα πουλια πορευονται μονα τους,
ετσι κι αυτος πορευτηκε σαν αγιος ανθρωπος,κι οταν
σωθηκαν οι μερες του και περασε απο τη γη η σκια
του οι ανθρωποι μνημονευαν το μερος που εμεινε κι
εζησε εδω λεγοντας:''στου Βασιλοπουλου'',κι εμεινε
η ονομασια ως τις δικες μας μερες''
.
.
ΤΟΠΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εγενετο ο ανθρωπος καθ'ομοουσιος το τοπιον
[ο ηλιος κρυβονταν πισω απ¨τη κορφη της Βιτσης στη δυση του,
το τοπιον αναληφλει,μετεωρον ,μεταφυσικο εις φως και σχηματα,
δροσερο αερακι εκινηθει κι αναδευσε τα φυλλωματα των υψηλων
δεντρων, ανεπνευσαν τα πλασματα ,ζωα κι ανθρωποι,αναψυχησαν
οσα οντα εκεινην την ωραν ευρισκοντο εκει]
.
.
ΑΠΟ ΤΙΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΚΟΤΟΥΛΑΣ ΠΟΥ ΕΛΕΓΑ
.
μου το'πε το κολοκυθακι πως η κοτουλα που λεει ψεματα
του ειπε πως μια μερα πηγε στη παραλια για μπανιο με τα
κλωσσοπουλακια της,εκει βρηκε τα καρπουζια να λιαζονται
και τα βαρια πεπονια να κανουν βουτιες,ηταν τοσο πολυκοσμια
που εχασε τα κλωσσοπουλακια της,γυρισε σπιτι απελπισμενη
και τα βρηκε στο σαλονι στον καναπε καθισμενα να βλεπουν
στην τηλεοραση το μικρο σπιτι στο λιβαδι,δεν τα μαλωσε,χα-
ρηκε που τα ξαναβρηκε ολα και σωα και καθισε μαζι τους
αφου πρωτα τους εφτιαξε μακαρονια με κιμα να φανε,εκει
στον καναπε την πηρε ο υπνος και σ'ενα ονειρο ειδε σ'ενα
κοτερο το κολοκυθακι ντυμενο ναυτακι στ'ασπρα και στα γαλαζια
ετοιμο να σαλπαρει για κρουαζιερα,το χαιρετησε και του ειπε την
ιστορια της ,μολις εφυγε το κολοκυθακι με πηρε στο τηλεφωνο
και μου ειπε την ιστορια κατα γραμμα,
ετσι σας την λεω κι εγω με τη σειρα μου κι αν θελετε με πιστευ-
ετε,παντως ειναι πολυ διασκεδαστικη,δεν ξερω αν ειναι και διδα-
κτικη ,εσεις θα βγαλετε το συμπερασμα
.
.
ΟΙ ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ ΠΕΡΙ ΑΛΙΕΩΝ ΚΑΙ ΙΧΘΥΩΝ-
μεταφραση χ.ν.κουβελης
.
Ἁλιεὺς καὶ ἰχθύες μεγάλοι καὶ βραχεῖς
Ἁλιεὺς ἐκ τῆς θαλάσσης τὸ πρὸς ἄγραν δίκτυον ἐκβαλὼν
τῶν μὲν μεγάλων ἰχθύων ἐγκρατὴς γέγονε καὶ τούτους ἐν
τῇ γῇ ἥπλωσεν· οἱ δὲ βραχύτεροι τῶν ἰχθύων διὰ τῶν τρυ-
μαλιῶν διέδρασαν ἐν τῇ θαλάσσῃ.
Ὅτι εὔκολον ἡ σωτηρία τοῖς μὴ μεγάλως εὐτυχοῦσιν, τὸν
δὲ μέγαν ὄντα τῇ δόξῃ σπανίως ἴδοις ἂν ἐκφυγόντα τοὺς
κινδύνους.
Ψαρας και ψαρια μεγαλα και μικρα
Ψαρας τραβηξε το διχτυ απο τη θαλασσα,για τα μεγαλα
ψαρια ηταν προσεκτικος και τ'απλωσε στο χωμα,τα μικρο-
τερα απο τις τρυπες πηδησαν στη θαλασσα.
Τα πιο μικρα ευκολα πετυχαινουν τη σωτηρια,ενω τα πιο
μεγαλο σε δοξα σπανια να δεις να ξεφυγει τον κινδυνο.
.
Ἁλιεῖς καὶ θύννος
Ἁλιεῖς ἐπ' ἄγραν ἐξελθόντες καὶ πολὺν χρόνον κακοπραθή-
σαντες οὐδὲν συνέλαβον: καθεζόμενοι δὲ ἐν τῇ νηῒ ἠθύμουν.
Ἐν τοσοῦτῳ δὲ θύννος διωκόμενος καὶ πολλῷ τῷ ροίζῳ φε-
ρόμενος ἔλαθεν εἰς τὸ σκάφος ἐναλλόμενος. Οἱ δὲ συλλα-
βόντες αὐτὸν καὶ εἰς τὴν πόλιν ἐλάσαντες ἀπημπόλησαν.
Οὕτω πολλάκις ἁ μὴ τέχνη παρέσχε, ταῦτα τύχη διεβράβευ-
σεν.
Ψαραδες και τοννος
Ψαραδες πηγαν για ψαρεμα και πασχιζοντας πολυ χρονο τιποτα
δεν επιασαν και καθονταν στο καικι απογοητευμενοι.Τοτε εναν
τοννο καταδιωκομενο το δυνατο ρευμα τον ερριξε στο σκαφος.
Τον επιασαν και στη πολη πηγαν και τον πουλησαν.
Ομοια πολλες φορες οσα η τεχνη δεν σου δινει ,στα δινει η τυχη
.
Ἁλιεῖς λίθον ἀγρεύσαντες
Ἁλιεῖς σαγήνην εἷλκον: βαρείας δὲ αὐτῆς οὔσης, ἔχαιρον καὶ
ὠρχοῦντο, πολλὴν εἶναι νομίζοντες τὴν ἄγραν. Ὡς δὲ ἀφελκύ-
σαντες ἐπὶ τὴν ἠιόνα τῶν μὲν ἰχθύων ὀλίγους εὗρον, λίθων δὲ
καὶ ἄλλης ὕλης μεστὴν τὴν σαγήνην, οὐ μετρίως ἐβαρυθύμουν,
οὐ τοσοῦτον ἐπὶ τῷ συμβεβηκότι δυσφοροῦντες ὅσον ὅτι καὶ
τὰ ἐναντία προειλήφεισαν. Εἷς δέ τις ἐν αὐτοῖς γηραιὸς ὢν εἶ-
πεν: "Ἀλλὰ παυσώμεθα, ὦ ἑταῖροι: χαρᾶς γάρ, ὡς ἔοικεν, ἀδελ-
φή ἐστιν ἡ λύπη, καὶ ἡμᾶς ἔδει τοσαῦτα προησθέντας πάντως
παθεῖν τι καὶ λυπηρόν." Ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς δεῖ τοῦ βίου τὸ εὐ-
μετάβλητον ὁρῶντας μὴ τοῖς αὐτοῖς πράγμασιν ἀεὶ ἐπαγάλ-
λεσθαι, λογιζομένους ὅτι ἐκ πολλῆς εὐδίας ἀνάγκη καὶ χει-
μῶνα γενέσθαι.
Ψαραδες λιθαρι ψαρεψαν
Ψαραδες τραβηξαν τα διχτυ,επειδη ηταν βαρυ χαρηκαν και
χορευαν νομιζαντας μεγαλη τη ψαρια.Οταν το τραβηξαν στο
νησι τα ψαρια τα βρηκαν λιγα και γεματο λιθαρια και λασπη
το διχτυ,πολυ απογοητευθηκαν,δεν στεναχωρεθηκαν τοσο για
το συμβαν οσο γιατι εγιναν τα εναντια.
Ενας γεροντας αναμεσα τους ειπε:''Ας σταματησουμε,συντροφοι,
της χαρας φαινεται πως ειναι αδερφη η λυπη,και σε μας αυτο
αποδειχθηκε να παθουμε κατι λυπηρο.
Και σε μας αποδειχθηκε να βλεπουμε το ευμεταβλητο της ζωης
μας και να μην περιμενουμε παντα αυτα που μας ευχαριστουν,
να συλογιζομαστε πως το πολυ ευχαριστο την καλοκαιρια θα
διαδεχθει το δυσαρεστο και ο χειμωνας.
.
Ἁλιεὺς αὐλῶν
Ἁλιεὺς αὐλητικῆς ἔμπειρος, ἀναλαβὼν αὐλοὺς καὶ τὰ δίκτυα,
παρεγένετο εἰς τὴν θάλασσαν καὶ στὰς ἐπί τινος προβλῆτος
πέτρας, τὸ μὲν πρῶτον ᾖδε, νομίζων αὐτομάτους πρὸς τὴν ἡδυ-
φωνίαν τοὺς ἰχθύας ἐξαλεῖσθαι πρὸς αὐτὸν. Ὡς δὲ, αὐτοῦ ἐπὶ
πολὺ διατεινομένου, οὐδὲν πέρας ἠνύετο,ἀποθέμενος τοὺς αὐ-
λοὺς ἀνείλετο τὸ ἀμφίβληστρον καὶ βαλὼν κατὰ τοῦ ὕδατος
πολλοὺς ἰχθύας ἤγρευσεν. Ἐκβαλὼν δὲ αὐτοὺς ἀπὸ τοῦ δικτύ
ου ἐπὶ τὴν ἠιόνα, ὡς ἐθεάσατο σπαίροντας, ἔφη· "Ὦ κάκιστα
ζῷα, ὑμεῖς, ὅτε μὲν ηὔλουν, οὐκ ὠρχεῖσθε, νῦν δὲ, ὅτε πέ-
παυμαι, τοῦτο πράττετε."
Πρὸς τοὺς παρὰ καιρόν τι πράττοντας ὁ λόγος εὔκαιρος.
Ψαρας παιζοντας αυλο
Ψαρας δεξιοτεχνης αυλητης πηρε τους αυλους του και τα
διχτυα και πηγε στη θαλασσα,εκει στη προβλητα καθησε
σε μια πετρα κι αρχισε να τραγουδαει,νομιζοντας πως αμε-
σως λογω της καλλιφωνιας θα πιασει τα ψαρια.Αν και προ-
σπαθησε πολυ τιποτα δεν εγινε,τοτε παρατησε τους αυ-
λους αρπαξε το κυκλικο διχτυ και το βυθισε στα νερα
κι επιασε πολλα ψαρια.Τα'βγαλε απο το διχτυ στο νησι
κι οταν τα ειδε να σπαραζουν ειπε:¨''Κακιστα ζωα,οταν
σας επαιζα αυλο δεν χορευατε,τωρα που σταματησα αυτο
κανετε''..
Αυτος ο λογος ταιριαζει γι'αυτους που κανουν κατι που
δεν ειναι ταιριαστο με την περισταση
.
Ἁλιεὺς καὶ σμαρίς
Ἁλιεὺς τὸ δίκτυον χαλάσας ἐν τῇ θαλάσσῃ ἀνήνεγκε σμαρίδα.
Σμικρὰ δὲ οὖσα ἱκέτευεν αὐτὸν νῦν μὲν μὴ λαβεῖν αὐτήν, ἀλλ'
ἐᾶσαι, διὰ τὸ σμικρὰν τυγχάνειν. "Ἀλλ ὅταν αὐξυνθῶ καὶ με#
γάλη, φησί, γένωμαι, συλλαβεῖν με δυνήσῃ, ἐπεὶ καὶ εἰς μεί#
ζονά σοι ὠφέλειαν ἔσομαι." Καὶ ὁ ἁλιεὺς εἶπεν· "Ἀλλ' ἔγωγε
ἄνους ἂν εἴην, εἰ τὸ ἐν χερσὶ παρεὶς κέρδος, κἂν σμικρὸν ᾖ,
τὸ προσδοκώμενον, κἂν μέγα ὑπάρχῃ, ἐλπίζοιμι."
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι ἀλόγιστος ἂν εἴη ὁ δι' ἐλπίδα μείζονος τὰ
ἐν χερσὶν ἀφεὶς σμικρὰ ὄντα.
Ψαρας και μαριδα
Ψαρας πεταξε το διχτυ στη θαλασσα και σηκωσε μαριδα.
Επειδη ηταν μικρη τον παρακαλεσε τωρα να μην την παρει
να την λυπηθει ''Αλλα οταν αυξηθω και γινω μεγαλη,ειπε,
τοτε μπορεις να με πιασεις επειδη τοτε για σενα θα ειμαι
μεγαλη ωφελεια''
Και ο ψαρας ειπε:''Αλλα εγω θα'μαι ανοητος εαν εχω στα
χερια μου κερδος εστω και μικρο,παρα το προσδοκομενο,
να ελπιζω,να υπαρχει μεγαλυτερο
.
Ἁλιεὺς ὕδωρ τύπτων
Ἁλιεὺς ἔν τινι ποταμῷ ἡλίευε. Καὶ δὴ κατατείνας τὰ δίκτυα, ὡς
ἐμπεριέλαβεν ἑκατέρωθεν τὸ ῥεῦμα, προσδήσας κάλῳ λινῷ
λίθον, ἔτυπτε τὸ ὕδωρ, ὅπως οἱ ἰχθύες φεύγοντες ἀπροφυλά-
κτως τοῖς βρόχοις ἐμπέσωσι. Τῶν δὲ περὶ τὸν τόπον οἰκούν-
των τις θεασάμενος αὐτὸν τοῦτο ποιοῦντα, ἐμέμφετο ἐπὶ τῷ
τὸν ποταμὸν θολοῦν καὶ μὴ ἐᾶν αὐτοὺς διαυγὲς ὕδωρ πίνειν.
Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· "Ἀλλ' ἐὰν μὴ οὕτως ὁ ποταμὸς ταράσσηται,
ἐμὲ δεήσει λιμώττοντα ἀποθανεῖν."
Οὕτω καὶ τῶν πόλεων οἱ δημαγωγοὶ τότε μάλιστα ἐνεργάζον-
ται, ὅταν τὰς πατρίδας εἰς στάσεις περιαγάγωσιν
Ψαρας χτυπα το νερο
Ψαρας σε καποιον ποταμο ψαρευε.Και ριχνοντας τα διχτυα πια-
νοντας απο'δω κι απο'κει το ρευμα πηρε πολυ καλα λειασμενο
λιθαρι και μ'αυτο χτυπουσε τη θαλασσα,για να αναστατωθουν
τα ψαρια και χωρις προφυλαξη να πεσουν στα βροχια.Ενας κα-
τοικος της περιοχης βλεποντας τον τι εκανε τον φωναξε πως
θολωνει τον ποταμο και το νερο δεν ειναι καθαρο για να πιουν.
Αυτος αποκριθηκε:''Αλλα εαν ετσι δεν ταραχθει ο ποταμος,εγω
νομιζω θα πεθανω απο την πεινα''
Ετσι και οι δημαγωγοι των πολεων επιτηδια ενεργουν οταν τις
πατριδες σε επαναστασεις ξεσηκωνουν
.
Θύννος καὶ δελφίς
Θύννος διωκόμενος ὑπὸ δελφῖνος καὶ πολλῷ τῷ ῥοίζῳ φε-
ρόμενος, ἐπειδὴ καταλαμβάνεσθαι ἔμελλεν, ἔλαθεν ὑπὸ
σφοδρᾶς ὁρμῆς ἐκβρασθεὶς εἴς τινα ἠϊόνα. Ὑπὸ δὲ τῆς αὐτῆς
φορᾶς ἐλαυνόμενος καὶ ὁ δελφὶς αὐτῷ συνεξώσθη. Καὶ ὁ
θύννος, ὡς ἐθεάσατο ἐπιστραφεὶς αὐτὸν λιποθυμοῦντα ἔφη·
Ἀλλ᾿ ἔμοιγε οὐκέτι λυπηρὸς ὁ θάνατος· ὡρῶ γὰρ καὶ τὸν αἴτιόν
μοι θανάτου γενόμενον συναποθνῄσκοντα.
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι ῥᾴδιον φέρουσι τὰς συμφορὰς οἱ ἄνθρωποι,
ὅταν ἴδωσι καὶ τοὺς αἰτίους τούτων γεγονότας δυστυχοῦντας.
Τοννος και δελφινι
Τοννος καταδιωκομενος απο δελφινι και παρασυρομενος απο
το δυνατο ρευμα,επειδη επροκειτο να πιαστει, χωρις να το κα-
ταλαβει εκβρασθηκε σε καποιο νησι.Με την ιδια μεγαλη φορα
ερχεται και το δελφινι μαζι του απο πισω.Και ο τοννος στρα-
φηκε κι οταν τον ειδε να λιποθυμα ειπε:Δεν μου φαινεται οδυ-
νηρος ο θανατος οταν βλεπω και τον αιτιο του δικου μου θανα-
του να πεθαινει μαζι μου.
Αυτος ο μυθος δηλωνει πως ευκολωτερα οι ανθρωποι περνουν
τις συμφορες οταν βλεπουν τους αιτιους αυτων των συμφορων
να δυστυχουν.
.
.
ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡ ΚΟΣΜΑ
..
τον ειδε καποιος ταπεινος γιδοβοσκος σ'αυτα τα μερη
να περνα στο μονοπατι πρωι χαραματα,καθονταν με
τη μπαντα στο γαιδαρακι του,σταθηκε να τον ρωτη-
σει για το δρομο,ασκητικη λιποσαρκη φιγουρα,γερτη
απο τα χρονια,σεβαστικη,του εδειξε,κι εφυγε σ'εκεινη
την κατευθυνση προς το νοτο,
ενιωσε σαν να φωτισθηκε,τα γιδοπροβατα ηρεμισαν κι
ησυχα βοσκουσαν,το γαλα τους εκεινη τη μερα αυξηθη-
κε σαν να ευλογηθηκαν,τα πουλια πετουσαν απο τα κα-
ταπρασινα φυλλωματα των δεντρων ψηλα στον καθα-
ροτατον ουρανο κι οι μελισσες κι οι πεταλουδες απο λου-
λουδι σε λουλουδι τριγυριζαν,
απλος ανθρωπος φτωχος ετυχε ν'ακουσει τις ομιλιες του,
πολυ εθαυμασε τα λογια του,κι ενιωσε την ωφελεια τους
και πως τετοιοι ανθρωποι ειναι αγιοι
Τον ακουσε να λεει και να του θερμαινει τη καρδια και
να του φωτιζει το νου:
......
" Θα προσπαθούν να το λύσουν με την πέναν μα δέν θα
μπορούν. 99 φορές με τον πόλεμο και μια με την πένα
.
''Με αλλους θα κοιμηθειτε και με αλλους θα ξημερωθειτε''
.
''Πολλα θα συμβουν .Οι πολιτειες θα καταντησουν σαν παραγ-
γες''
.
''Θα δειτε στον καμπο αμαξι χωρις αλογα να τρεχει γρηγο-
ροτερα απο τον λαγο''
.
''Θα'ρθει καιρος που θα ζωσθει ο τοπος με μια κλωστη''
.
''Θα'ρθει καιρος που οι ανθρωποι θα ομιλουν απο ενα μερος σε
αλλο,σαν να'ναι σε πλαγινα δωματια''
.
''Θα δειτε να πετανε ανθρωποι στον ουρανο σαν μαυροπουλια
και να ριχνουν φωτια στον κοσμο.Οσοι θα ζουν τοτε θα τρε-
ξουν στα μνηματα και θα φωναζουν.Εβγατε σεις οι πεθαμενοι
να μπουμε μεις οι ζωντανοι''
.
''Θα'ρθει καιρος που θα διευθυνουν τον κοσμο τα αλαλα και τα
μπαλαλα''
.
''Εσεις θα πατε να κατοικησετε αλλου και αλλοι θα ερθουν
να κατοικησουν σε σας''
.
.
ΣΤΑ ΑΛΟΓΑ ΜΑΣ
.
Στα Αλογα
που μας οργωσαν τα χωραφια μας,τον Καρα και τον Ντορη,
που καποτε τα καβαλικεψαμε και τα τρεξαμε,που καποτε τα
πηγαμε να βοσκησουν σε λιβαδι χλωρο χορταρι,που καποτε
τ'ακουσαμε να μας καλωσοριζουν με το χλιμιντρισμα τους,
που καποτε βοηθησαμε τον πατερα να τα πεταλωσει,κι αλλοτε
βοηθησαμε να τα σαμαρωσει και να τα φορτωσουμε,
με βρωμη τα ταισαμε στα χερια μας,και τα σφουγκισαμε απο
τον ιδρωτα στη μεγαλη κουραση της δουλειας,που ηταν ζευ-
γαρι,ποτε καποιο δεν τραβουσε μπροστα απ'τ'αλλο,ουτε ξεμε-
νε πιο πισω,ουτε αναμεριζε στ'αυλακι,ουτε και ποτε δυστρο-
πισε,
και καποτε τα ποτισαμε με το σατιλι καθαρο νερο,μονο καθαρο
γαργαρο νερο επιναν,να μην εχει ουτ'ενα μικρο τσαχαλακι ουτε
το παραμικρο θολωμα και τους αρεσε εκεινη την ωρα να τους
σφυριζουμε καποιο σκοπο,ενα ρυθμο,σαν χαδι,
και να μην ξεχασουμε την ομορφια τους,ψηλα γερα ποδια,κομ-
σο ευλυγιστο κορμι,γυμνασμενο,μεγαλη ταχυτητα,σαν βελη
φευγανε,αστραπες,οξυ βλεμμα,εξυπνο,ευγενικο,και χαιτη στιλ-
πνη,
πληρης συμμετρια κι ομορφια,δυναμη ,υπερηφανεια,εργατικο-
τητα,αρχοντια
Αι Καρα
Αι Ντορη
Αι αι
.
.
ΣΥΝΑΞΑΡΙΑ[ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ]-χ.ν.κουβελης
.
Κατα εκεινες τις ημερες οσοι ανθρωποι απεθνησκαν,μικροι
η' μεγαλοι,αρρενες η' θηλεα,εις τον δρομον καταμονοι η'
αιφνιδιως,η' εις τα σπιτια των κατισχνοι ,αδυνατισμενοι,
ομοιοι σκελετων,σακοι κοκκαλων.αρρωστοι απο την δυστυ-
χιαν του πολεμου εκεινου,ανημποροι,βασανισμενοι απο την
πειναν και τις κακουχιες,ελεεινα φαντασματα ανθρωπων,σκιες
του Αδη,τους ετυλιγαν τα σωματα μεσα σε σινδονια και τα
εριχναν εις ανοιχθεντα μεγαλο λακκο το ενα σωμα διπλα στο
αλλο αψυχο σωμα,και τα εστοιβαζαν υπερανω των αλλων,και
με αλλα σωματα τα εκαλυπτον,μεχρι ολιγον κατωθεν της επιφα-
νειας του εδαφους τουτο εγενετο,εως να σωθουν να τελειωσουν
τα νεκρα κορμια που ηταν να θαψουν ομαδικα,επειτα εριχναν
απο πανω τους με τα φτυαρια το χωμα και το πατουσαν με τα πο-
διας τους κι ετσι τους εσκεπαζαν,και καποιος ητανε να μεριμνησει
και τοποθετουσε μια πετρα στον ταφο ,επιπεδη το πιο συνηθες,
μια πλακα ως μνημη τους,μαλλον προσκαιρη μνημη παρα αιωνια
αυτων των κακοθανατισμενων,ανωνυμοι εν μεσω ανωνυμων εις
τον αιωνα τον απαντα,
ετσι μ'ατυτον τον τροπον εθαβονταν πολλοι ανθρωποι εις την επαι-
σχυντην και σκληρην περιοδον της Κατοχης.
Και γι'αυτους τους ταπεινους αδοξους, τους κακοτυχους εγενετο
ετουτος ο λογος τωρα.
Να μη ξεχασθουν.
Να μην ξεχασουμε.Ποτε.
.
Ποσα εχει αναγκην ο ανθρωπος να επιβιωσει;αληθως ,ολι-
γα και ελαχιστα,και προπαντος πραξεις ειλικρινεις φιλανθρω-
πες,ου δολος τις εν τοις λογοις του,ου ψευδος εκφυγων εκ
τοις εαυτου χειλεσιν ,ουδεν πονηρον εν τη διανοια του,
να σμιξει τη γυναικα ως η φυσις οριζει,να πληθυνθουν οι αν-
θρωποι,και ασφαλως ουδεμιαν χρειαν και ουδεν ενδιαφερον
εχει πλουτου περιττου,και της απληστιας και εξουσιαν ασκειν
επι ανθρωπων,ακριτως και αδικως,και επι παντος των υπαρχον-
των εν τη γη και εν τω ουρανω,ορατων τε και αορατων.
.
Ειδεν τον αδικον και δεν διαμαρτυρηθηκε
Ειδεν τον κλεφτην και δεν τον εμποδισεν
Ειδεν τον φονιαν και δεν τον κατηγγειλε
Ακουσεν τον δημαγωγον και τον ακουλουθησεν τυφλα
Ακουσεν τον συκοφαντην και συνεναισε στην κακολογια του
Και την απληστιαν εζηλεψεν
και δεν εχορτασθει,ακορεστος η διψα του να θησαυρισει
Και με δολον επραξεν κατα του πλησιον του
Εγωιστης Φαυλος Ψευδολογος
.
Οι γραμμες των πουλιων στον ουρανο,ευθειες η¨καμπυλες,μει-
κτα φτερουγισματα,ελαφρα πετασματα,
η λευκη εμφανιση του συννεφου και η εξαχνωση του,
το απαλο αερακι στις ακρες των δεντρων οι αιωρισμοι,
το χορταρι αργαλειος που ανθη υφαινει,μορφες και χρωματα,
και τα ξυφαινει,
το φως που περιοδικα γυριζει στο σκοτος κι αντιστροφα,το σκο-
τος στο φως,
ο ηλιος που το πρωι ανατελει στα ροδινα και που στα ροδινα δυει
το βραδυ,
το φεγγαρι που γιομιζει τη νυχτα στρογγυλο κι αδειαζει ,καθως
πηλινο κανατι το νερο του,γεμιζει κι αδειαζει,
η θαλασσα που σε λαμπερο γαλαζιο γαληνευει και σε πελω-
ρια κυματα σ'αχνους και σ'αγρια μουγκρητα θεριευει,
ο ανθρωπος που υψωνεται και ταπεινωνεται,τις και ουτις,
η καρδια που την μια φορα γελαει και χαιρεται ικαι την αλλη
κλαιει και πικρενεται,
η φωνη που ακουστηκε δυνατη και σβηστηκε,
το χερι που αγκαλιασε ανθρωπο φιλικα και το εσπρωξαν,
το νερο που δροσισε διψασμενον και φαρμακωσε πικραμενον,
Τα Παντα Νυν και Αειν Ειναι.Και Ουθεν Ειναι.
Και Εν Παντι Καιρω και Τοπω Γεννησονται
Νεουργα η' Παλαια .
.
Ο ανθρωπος εκεινος απομακρυνθηκεν εις ερημιαν,εις αγονον
και ξηρον τοπον,ελλειποντα ανθρωπων ,βραχοι δε ητο οξυμορ-
φοι και πλατυμορφοι και λιαν χαμηλοι θαμνοι εδω κι εκει αραι-
οι η ' πυκνωτεροι και ως περαν εσκορπισμενοι εις ελαφρως κα-
μπυλωσαν επιφανειαν γης πλατειαν και επιμηκυν εως το βαθος
του οριζοντος ενθα εδιαλυετο εις το αοριστον λαμπερον θα-
μπος τ'ουρανου,
εσκαψε με τα χερια του,τσαπια τα εκαμνεν και εις τους λακκους
εφυτευσεν καρπους ελαιας,τους οποιους ειχεν φερει μαζι του και
εγεννοντο μετα καιρον υγειη ελιδια και εις τα δυο ετη τα δεδρα
εκαρπωθησαν ελαιας,
εφυτευσεν και κληματα και εφυτρωθει αμπελος,εγευετο τους
γλυκεις καρπους και περισσευαν και δια τα πετεινα τ'ουρανου,
οσα απο εκεινα τα πουλια εκει μονιμα διαβιωνουν ,και οσα απ'
αυτα ειναι μεταναστευτικα κατ κατα τις ετησιες μετακινησεις των
προσκαιρα ευρισκονται εις εκεινον τον τοπον,
συνελεξε απο εκει γυρω πετρες και τις στοιχισε κατα υψος και
κατα μηκος ,και σε κλειστες γραμμες,και ετσι θεμελιωσε και υψω-
σε τους τεσσερις τοιχους της κατοικιας του,
και για την στεγην εκοψε ευθεια και γερα ξυλα και τα εστρωσε
με πλακες να καλυφθει εξ ουρανου,απο την ατμοσφαιραν,απο
βροχας και χιονας,απο λιβαν και παγωνιαν,
και επειδη δεν συνευρεθει χρονια πολλα μ'αλλον ανθρωπον να
συνομιλησει και να συμφαγει,και ειχε πολλες σκεψεις και πολλα
αισθηματα να τον πιεζουν και να εβγουν εξω να εκφρασθουν
αρχισε τοτε πανω στα βραχια,στις επιφανειες των,να σχεδιαζει
γραμματα και εικονες επισηςβ σχεδιαζε,
και σε φλουδες δεντρων εγραφε και στους κορμους των και πα-
νω στις επιφανειες φυλλων και στη γη στο χωμα πανω σχεδια-
ζε τις εικονες του κι εγραφε τα κειμενα του,
αν καποιος ποτε τα συνελεγε ολ'αυτα θα αποτελουσαν την ιστο-
ρια του,το προσωπο του,θα μαρτυρουσαν το ταπεινο περασμα
του απ'τον κοσμο,
αληθεια,πολυ αργοτερα ετυχε να ερθουν ανθρωποι σ'εκεινα
τα μερη,σπουδαγμενοι,και βρηκαν υπολειματα,αποσπασματα
της γραφης και των εικονων του,ελαχιστα τμηματα,ιχνη απ'το
σπιτι του,τις ελιες του,κληματα απ'τ' αμπελι του,και απ'αυτα τα
ευρηματα εικασανε,συμπερανανε,το ειδος και το υφος του αν-
θρωπου,τον δημιουργο τους,
Ανθρωπος δε εξ ανθρωπου φανερωνεται,
Αληθως,Δικαιοσυνη Εις Τον Αιωνα.
.
.
[α]Παραλλαγη
Η ΣΜΙΞΗ ΜΕ ΤΗ ΓΗ
.
λιαν πρωι με το τριτον λαλημα του πετεινου εσηκωθη εκ του
υπνου,εξυπνησεν και τον μικροτερον υιον,πενταετην οντα,ετοι-
μασθη και επηγαν εις το χωραφι,εκει εδωσεν εις το παιδιον
τους λιθινους φαλλους να τους διασκορπισει εις τα τεσσερα ση-
μεια του οριζοντα,και το παιδι εκινηθη εις το χωραφι και εσκορ-
πιζεν τους φαλλους ως ειχεν ορμηνευθει να κανει και καθως
τουτο εγενετο ευχηθη:
''Να γινει η σμιξη του φαλλου με τη γη και να ευωδωθει και
να πληθυνθουν οι καρποι της ενωσης ως η αμμος της θαλασσης
και ως τ'αστρα τ'ουρανου'',
εκεινην την ωραν εκ της κορυφης του λοφου ανατολικα ανε-
βαινεν ο δισκος του ηλιου υπερλαμπρος,τα παντα εφωτισθησαν
δυνατα και εθερμανθησαν και οι ατμοι υψωθηκαν και διαλυ-
θηκαν και εφανερωθει ολη η πλασις,
οταν ετελειωσεν το παιδι το εργον του και ηρθεν κοντα του,
τοτε επιασεν τον γιο του με τα δυο του χερια και τον εση-
κωσεν ψηλα και εκανεν ευθυτενης τρεις περιστροφες το σωμα
του δεξιοθεν με το ανυψωμενον παιδιον,και εκεινον πολυ ευ-
χαρες εγελουσεν δυνατα και εκλωτσουσεν εις τον
αεραν τους ποδας του ελευθερους,
επειτα εσταθην ακινητος και εκατεβασεν το παιδι εις τη γη
ορθον,το εσηκωσεν και το εκατεβασεν ομοιως αλλας δυο φο-
ρας ,τρεις το αυτο επανελαβεν,
επειτα το εφιλησεν σταυρωτα και επεστρεψαν εις το σπιτι.
.
.
[β]Παραλλαγη
.
Η ΣΜΙΞΗ ΜΕ ΤΗ ΓΗ
.
πολυ πρωι με το τριτο λαλημα του πετεινου σηκωθηκε
απο τον υπνο,η γυναικα κοιμονταν,πηγε και ξυπνησε τον
μικροτερο γιο,πενταετη οντα,ετοιμασθηκε κι επηγαν στο
χωραφι,
εκει εδωσε στο παιδι τους λιθινους φαλλους να τους δια-
σκορπισει στο χωραφι στα τεσσερα σημεια του οριζοντα,
και το παιδι εκινηθει μεσα στο χωραφι κι εσκορπιζε τους
φαλλους ως το ειχε ορμηνεψει να το κανει,
και καθως αυτο γινονταν ευχηθηκε:
''Να γινει η σμιξη του φαλλου με τη γη και να ευωδωθει
και να πληθυνθουν οι καρποι της ενωσης ως η αμμος της
θαλασσης και ως τ'αστρα τ'ουρανου'',
εκεινη την ωρα απο την κορυφη του λοφου ανατολικα ανε-
βαινε ο δισκος του ηλιου υπερλαμπρος,τα παντα φωτισθη-
καν δυνατα και θερμανθηκαν, οι πρωινοι ατμοι υψωθηκαν
και διαλυθηκαν και φανερωθηκε καθαρη ολη η πλαση,
οταν τελειωσε το παιδι το εργο του ηρθε κοντα του,τοτε
το επιασε με τα δυο του χερια και το σηκωσε ψηλα και
εφερε ευθητενης,απο τα δεξια αρχιζοντας, τρεις περιστρο-
φες το σωμα του με το παιδι υπερυψωμενο,κι εκεινο
πολυ χαρουμενο γελουσε δυνατα και κλωτσουσε τα πο-
δια του περα-δωθε στον αερα ελευθερα,
επειτα απ'αυτο σταθηκε ακινητος και κατεβασε το παιδι
προς τη γη και το εστησε πανω στο χωμα ορθο για λιγο
χωρις να το αφησει απο τα χερια του,υστερα το σηκωσε
παλι ψηλα και το κατεβασε παλι στη γη κι οπως πριν το
εστησε πανω στο χωμα ορθο, και τριτη φορα εκανε το
ιδιο,
επειτα το αγκαλιασσε και το φιλησε σταυρωτα και πηγαν
και καθισαν παραδιπλα σ'ενα αναχωμα ,εκει εβγαλε να φα-
νε,μοιρασε το ψωμι ,ειχανε και ελιες,εφαγε το παιδι εφαγε
κι αυτος,χορτασθηκαν,ηπιανε και νερο να ξεδιψασουν,αφη-
σαν τα υπολειματα του φαγητου να φανε και τα πουλια
κι οταν τελειωσαν επεστρεψαν στο σπιτι
.
.
αρχαια κειμενα για την Ροδωπιν η' την Δωριχαν την ωραιοτατην εταιραν
στην ελληνικην Ναυκρατιν στην Αιγυπτο-μεταφραση χ.ν.κουβελης
.
ἐνδόξους δὲ ἑταίρας καὶ ἐπὶ κάλλει διαφερούσας ἤνεγκεν καὶ
ἡ Ναύκρατις· Δωρίχαν τε, ἣν ἡ καλὴ Σαπφὼ ἐρωμένην γενο-
μένην Χαράξου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῆς κατ' ἐμπορίαν εἰς τὴν
Ναύκρατιν ἀπαίροντος διὰ τῆς ποιήσεως διαβάλλει ὡς πολ-
λὰ τοῦ Χαράξου νοσφισαμένην. Ἡρόδοτος δ' αὐτὴν Ῥοδῶπιν
καλεῖ, ἀγνοῶν ὅτι ἑτέρα τῆς Δωρίχης ἐστὶν αὕτη, ἡ καὶ τοὺς
περιβοήτους ὀβελίσκους ἀναθεῖσα ἐν Δελφοῖς, ὧν μέμνηται
Κρατῖνος διὰ τούτων ... εἰς δὲ τὴν Δωρίχαν τόδ' ἐποίησε
τοὐπίγραμμα Ποσείδιππος, [καίτοι] καὶ ἐν τῇ Αἰθιοπίᾳ πολ-
λάκις αὐτῆς μνημονεύσας. ἐστὶ <δὲ> τόδε·
Δωρίχα, ὀστέα μὲν σὰ πάλαι κόνιν, ἕσσατο δ' ἑσμὸς
χαίτης ἥ τε μύρων ἔκπνοος ἀμπεχόνη,
ᾗ ποτε τὸν χαρίεντα περιστέλλουσα Χάραξον
σύγχρους ὀρθρινῶν ἥψαο κισσυβίων.
Σαπφῷαι δὲ μένουσι φίλης ἔτι καὶ μενέουσιν
ᾠδῆς αἱ λευκαὶ φθεγγόμεναι σελίδες.
οὔνομα σὸν μακαριστόν, ὃ Ναύκρατις ὧδε φυλάξει,
ἔστ' ἂν ἴῃ Νείλου ναῦς ἐφ' ἁλὸς πελάγη.
ξακουστες εταιρες ειχε η Ναυκρατις ξεχωριστες στην ομορφια,
οπως τη Δωριχα,που η ομορφη Σαπφω,την κατηγορει στους στι-
χους της, επειδη ηταν ερωμενη του αδελφου Χαραξου που βρι-
σκονταν στη Ναυκρατη για εμποριο, πως του εφαγε τα λεφτα
του.
Ο Ηροδοτος την αναφερει ως Ροδωπιν αγνοωντας πως δεν
ηταν αλλη απο τη Δωριχα,αυτη που τους φημισμενους οβελι-
σκους αφιερωσε στους Δελφους τους οποιους μνημονευει ο
Κρατινος μ'αυτους τους στιχους...
για την Δωριχα ο Ποσειδιππος συνεθεσε επιγραμμα,και συχνα
στην Αιθιοπια την μνημονευει,
αυτο ειναι το επιγραμμα:
Δωριχα,παει καιρος που τα κοκκαλα σου εγιναν σταχτη
το ιδιο και η κορδελα στα μαλλια σου και τ'αρωματισμενο
φορεμα σου,που καποτε τον ομορφο αγκαλιαζες Χαραξο
κορμι με κορμι και ροφουσες στις κουπες πιοτο το πρωι
Της Σαπφως οι υψηλοι στιχοι μενουν ακομη και θα μενουν
για παντα να ηχουν οι λευκες σελιδες τ'ονομα σου
Τ'ονομα σου τιμημενο,η Ναυκρατη ετσι θα το φυλαξει,
οσο τα πλοια απ¨τον Νειλο στην αρμυρη θαλασσα ταξιδευουν
Ηροδοτου Ιστοριαι,Βιβλιον 2,135
Ῥοδῶπις δὲ ἐς Αἴγυπτον ἀπίκετο Ξάνθεω τοῦ Σαμίου κομίσαντός
[μιν], ἀπικομένη δὲ κατ' ἐργασίην ἐλύθη χρημάτων μεγάλων ὑπὸ
ἀνδρὸς Μυτιληναίου Χαράξου τοῦ Σκαμανδρωνύμου παιδός,
ἀδελφεοῦ δὲ Σαπφοῦς τῆς μουσοποιοῦ. Οὕτω δὴ ἡ Ῥοδῶπις ἐλευ-
θερώθη καὶ κατέμεινέ τε ἐν Αἰγύπτῳ καὶ κάρτα ἐπαφρόδιτος γενο-
μένη μεγάλα ἐκτήσατο χρήματα ὡς ἅλις εἶναι Ῥοδώπι, ἀτὰρ οὐκ
ὥς γε ἐς πυραμίδα τοιαύτην ἐξικέσθαι. Τῆς γὰρ τὴν δεκάτην τῶν
χρημάτων ἰδέσθαι ἔστι ἔτι καὶ ἐς τόδε παντὶ τῷ βουλομένῳ, οὐδὲν
δεῖ μεγάλα οἱ χρήματα ἀναθεῖναι. Ἐπεθύμησε γὰρ Ῥοδῶπις μνη-
μήιον ἑωυτῆς ἐν τῇ Ἑλλάδι καταλιπέσθαι, ποίημα ποιησαμένη
τοῦτο τὸ μὴ τυγχάνοι ἄλλῳ ἐξευρημένον καὶ ἀνακείμενον ἐν ἱρῷ,
τοῦτο <δ'> ἀναθεῖναι ἐς Δελφοὺς μνημόσυνον ἑωυτῆς. Τῆς ὦν
δεκάτης τῶν χρημάτων ποιησαμένη ὀβελοὺς βουπόρους πολλοὺς
σιδηρέους, ὅσον ἐνεχώρεε ἡ δεκάτη οἱ, ἀπέπεμπε ἐς Δελφούς·
οἳ καὶ νῦν ἔτι συννενέαται ὄπισθε μὲν τοῦ βωμοῦ τὸν Χῖοι ἀνέ-
θεσαν, ἀντίον δὲ αὐτοῦ τοῦ νηοῦ.
Φιλέουσι δέ κως ἐν τῇ Ναυκράτι ἐπαφρόδιτοι γίνεσθαι αἱ ἑταῖραι.
Τοῦτο μὲν γὰρ αὕτη, τῆς πέρι λέγεται ὅδε ὁ λόγος, οὕτω δή τι
κλεινὴ ἐγένετο ὡς καὶ οἱ πάντες Ἕλληνες Ῥοδώπιος τὸ οὔνομα
ἐξέμαθον, τοῦτο δὲ ὕστερον ταύτης <ἑτέρη> τῇ οὔνομα ἦν
Ἀρχιδίκη ἀοίδιμος ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα ἐγένετο, ἧσσον δὲ τῆς
προτέρης περιλεσχήνευτος.
Χάραξος δὲ ὡς λυσάμενος Ῥοδῶπιν ἀπενόστησε ἐς Μυτιλήνην,
ἐν μέλεϊ Σαπφὼ πολλὰ κατεκερτόμησέ μιν.
Ῥοδώπιος μέν νυν πέρι πέπαυμαι.
.
η Ροδωπι ηρθε στην Αιγυπτο εκει την εφερε ο Ξανθος απο
τη Σαμο,αυτη εκανε το επαγγελμα της εταιρας κι απελευθε-
ρωθηκε για ενα σημαντικο ποσο χρηματων απο εναν αντρα
Μυτηλινιο τον Χαραξο,γιο του Σκαμαντρωνυμονα και αδερφο
της ποιητριας Σαπφως.
Ετσι η Ροδοπη ελευθερωθηκε,και παρεμεινε στην Αιγυπτο οπου
με τη δυναμη της ομορφιας της αποκτησε πολλα χρηματα,αρκετα
για την Ροδωπιν,αλλα οχι αρκετα για να χτισει σπιτι σαν πυρα-
μιδα
Το δεκατο του πλουτου της μπορει να δει καποιος ακομα,αν το
θελει,και τιποτα δεν επιτρεπει να δει πως διεθετε παρα πολλα
χρηματα.
Επιθυμησε η Ροδωπι για τον εαυτο της ν'αφησει στην Ελλαδα
ενα μνημειο ,τετοιο που να μη βρισκεται αλλο σαν αυτο τοποθε-
τημενο σε ιερο,να το αφιερωσει στους Δελφους στη μνημη της.
Με το δεκατο των χρηματων της κατασκευασε οβελισκους
απο σιδερο,στο μεγεθος να διαπερασουν βοδι,οσους εκανε
με το δεκατο τους εστειλε στους Δελφους ,τους οποιους ακομα
και ακομα και τωρα τους συνανταμε εκει πισω απ'τον βωμο
που εχουν αφιερωσει οι Χιωτες,απεναντι απ'αυτον τον ναο.
Πολυ αγαπητες ειναι οι εταιρες της Ναυκρατις πανεμορφες.
Αυτα γι'αυτη,για την οποια γινεται ο λογος,εγινε τοσο ξακου-
στη,που και ολοι οι Ελληνες εμαθαν το ονομα της Ροδωπις.
Μετα απ'αυτη ,μια αλλη εταιρα,που ονομαζονταν Αρχιδικη,
υμνηθηκε μεσα στην Ελλαδα,λιγοτερο ομως απ'την πρω-
την.
Για τον Χαραξο,οταν γυρισε στη Μυτηλινη,αφου απελευ-
θερωσε την Ροδωπιν,η Σαπφω εγραψε σε στιχους πολλα
σκληρα προσβλητικα .
Αλλα γι'αυτην την Ροδωπιν ας σταματησω τωρα να λεω.
.
Ηροδοτου Ιστοριαι,Βιβλιον 2,134
Τὴν δὴ μετεξέτεροί φασι Ἑλλήνων Ῥοδώπιος ἑταίρης
γυναικὸς εἶναι, οὐκ ὀρθῶς λέγοντες. Οὐδὲ ὦν οὐδὲ εἰ-
δότες μοι φαίνονται λέγειν οὗτοι ἥτις ἦν ἡ Ῥοδῶπις
(οὐ γὰρ ἄν οἱ πυραμίδα ἀνέθεσαν ποιήσασθαι τοιαύτην,
ἐς τὴν ταλάντων χιλιάδες ἀναρίθμητοι ὡς λόγῳ εἰπεῖν
ἀναισίμωνται), πρὸς δὲ ὅτι κατὰ Ἄμασιν βασιλεύοντα
ἦν ἀκμάζουσα Ῥοδῶπις, ἀλλ' οὐ κατὰ τοῦτον. Ἔτεσι
γὰρ κάρτα πολλοῖσι ὕστερον τούτων τῶν βασιλέων τῶν
τὰς πυραμίδας ταύτας λιπομένων ἦν Ῥοδῶπις, γενεὴν
μὲν ἀπὸ Θρηίκης, δούλη δὲ ἦν Ἰάδμονος τοῦ Ἡφαιστο-
όλιος ἀνδρὸς Σαμίου, σύνδουλος δὲ Αἰσώπου τοῦ λογο-
ποιου
.
[Η πυραμιδα του Μυκερινου]καποιοι μεταξυ των Ελληνων
λενε πως ανηκει στην Ροδωπιν μια γυναικα εταιρα,αλλα
αυτο δεν το λενε ορθα.Μου φαινεται,πως αυτοι ετσι λενε
χωρις να γνωριζουν ποια ηταν η Ροδωπις ,[δεν θα ανεθεταν
να κατασκευασθει τετοια πυραμιδα,που θα κοστιζε,ο λογος
το λεει,χιλιαδες αναριθμητα ταλαντα]που στη βασιλεια
του Αμασι ηταν σε πληρη ανθιση η Ροδωπις κι οχι μετα
.
Πολλα χρονια υστερα απο τουτους τους βασιλιαδες που
αφησαν τουτες τις πυραμιδες υπηρξε η Ροδωπις,ειχε γενια
απο τη Θρακη,δουλη ηταν του Ιαδμονα γιου του Ηφαιστο
πολι ανδρα απο τη Σαμο,δουλη μαζι με τον Αισωπο,τον
μυθογραφο.
Αιλιανος, VH 13, 33 :
Ῥοδῶπίν φασιν Αἰγυπτίων λόγοι ἑταίραν γενέσθαι ὡραιοτάτην.
καί ποτε αὐτῆς λουομένης ἡ τὰ παράδοξα καὶ τὰ ἀδόκητα
φιλοῦσα ἐργάζεσθαι τύχη προυξένησεν αὐτῇ οὐ τῆς γνώμης
ἀλλὰ τοῦ κάλλους ἄξια. λουομένης γὰρ καὶ τῶν θεραπαινίδων
τὴν ἐσθῆτα φυλαττουσῶν, ἀετὸς καταπτάς, τὸ ἕτερον τῶν ὑπο-
δημάτων ἁρπάσας, ἀπιὼν ᾤχετο· καὶ ἐκόμισεν ἐς Μέμφιν δικά-
ζοντος Ψαμμιτίχου, καὶ ἐς τὸν κόλπον ἐνέβαλε τὸ ὑπόδημα. ὁ
δὲ Ψαμμίτιχος θαυμάσας τοῦ ὑποδήματος τὸν ῥυθμὸν καὶ τῆς
ἐργασίας αὐτοῦ τὴν χάριν καὶ τὸ πραχθὲν ὑπὸ τοῦ ὄρνιθος προ-
σέταξεν ἀνὰ πᾶσαν τὴν Αἴγυπτον ἀναζητεῖσθαι τὴν ἄνθρωπον,
ἧς τὸ ὑπόδημά ἐστι· καὶ εὑρὼν γαμετὴν ἠγάγετο.
.
Η Ροδωπι λενε Αιγυπτιακες διηγησεις υπηρξε εταιρα πολυ
ομορφη και καποτε που αυτη λουζονταν,η τυχη που αγαπα
τα παραδοξα και τα απροσδοκητα να κανει,την θεωρησε
οχι αξια της γνωσης αλλα της ομορφιας.
Την ωρα που λουζονταν και οι υπηρετριες φυλαγαν τα ρου-
χα της ,ενας αετος χυμαει και το ενα απο τα σανδαλια της
αρπαζοντας και πεταξε,κι εφτασε στη Μεμφιδα,που δικαζε
ο Ψαμμιτιχος,και στην αγκαλια του πεταξε το σανδαλι,
ο Ψαμμιτιχος θαυμασε το σχεδιο και τη λεπτοδουλεια στο
σανδαλι και τι εκανε το πουλι.Τοτε διεταξε να ψαξουν σ'ολην
την Αιγυπτο την γυναικα,στην οποια ανηκει το σανδαλι.
Κι οποιος την βρει θα την παρει γυναικα του
.
.
Η κυρια Βερενικη απο την πολη Αρσινοη-Φαγιουμ
ζωγραφικη Fayum Painting -χ.ν.κουβελης
.
.
Η Βερενικη,25 χρονων.απο την πολη Αρσινοη ,αρχαια
Κροκοδειλουπολη,στη περιοχη Φαγιουμ της Αιγυπτου,
παντρεμενη με τον Μυρωνα ,εμπορο,μενει στον λαβυ-
ρινθο,στο διαμερισμα με αυξοντα αριθμο 2117,φιλη
της εταιρας Ροδωπις[με το τριανταφυλλενιο χρωμα]
η' Δωριχας,απο την Ναυκρατιν.
[-ο λαβυρινθος-]
Ηροδοτου Ιστοριαι,Βιβλιον 2 ,148-μεταφραση χ.ν.κουβελης
... δόξαν δέ σφι ἐποιήσαντο λαβύρινθον, ὀλίγον ὑπὲρ τῆς λίμνης
τῆς Μοίριος κατὰ Κροκοδείλων καλεομένην πόλιν μάλιστά κῃ
κείμενον· τὸν ἐγὼ ἤδη εἶδον λόγου μέζω. 2 εἰ γάρ τις τὰ ἐξ Ἑλ-
λήνων τείχεά τε καὶ ἔργων ἀπόδεξιν συλλογίσαιτο, ἐλάσσονος
πόνου τε ἂν καὶ δαπάνης φανείη ἐόντα τοῦ λαβυρίνθου τούτου.
καίτοι ἀξιόλογός γε καὶ ὁ ἐν Ἐφέσῳ ἐστὶ νηὸς καὶ ὁ ἐν Σάμῳ. 3
ἦσαν μέν νυν καὶ αἱ πυραμίδες λόγου μέζονες, καὶ πολλῶν ἑκά-
στη αὐτέων Ἑλληνικῶν ἔργων καὶ μεγάλων ἀνταξίη, ὁ δὲ δὴ λα-
βύρινθος καὶ τὰς πυραμίδας ὑπερβάλλει· 4 τοῦ [γὰρ] δυώδεκα
μὲν εἰσὶ αὐλαὶ κατάστεγοι, ἀντίπυλοι ἀλλήλῃσι, ἓξ μὲν πρὸς βο-
ρέω ἓξ δὲ πρὸς νότον τετραμμέναι, συνεχέες· τοῖχος δὲ ἔξωθεν
ὁ αὐτός σφεας περιέργει. οἰκήματα δ᾽ ἔνεστι διπλᾶ, τὰ μὲν ὑπό-
γαια τὰ δὲ μετέωρα ἐπ᾽ ἐκείνοισι, τρισχίλια ἀριθμόν, πεντακο-
σίων καὶ χιλίων ἑκάτερα. 5 τὰ μέν νυν μετέωρα τῶν οἰκημάτων
αὐτοί τε ὡρῶμεν διεξιόντες καὶ αὐτοὶ θεησάμενοι λέγομεν, τὰ
δὲ αὐτῶν ὑπόγαια λόγοισι ἐπυνθανόμεθα· οἱ γὰρ ἐπεστεῶτες
τῶν Αἰγυπτίων δεικνύναι αὐτὰ οὐδαμῶς ἤθελον, φάμενοι θήκας
αὐτόθι εἶναι τῶν τε ἀρχὴν τὸν λαβύρινθον τοῦτον οἰκοδομησα-
μένων βασιλέων καὶ τῶν ἱρῶν κροκοδείλων. 6 οὕτω τῶν μὲν
κάτω πέρι οἰκημάτων ἀκοῇ παραλαβόντες λέγομεν, τὰ δὲ ἄνω
μέζονα ἀνθρωπηίων ἔργων αὐτοὶ ὡρῶμεν· αἵ τε γὰρ διέξοδοι
διὰ τῶν στεγέων καὶ οἱ ἑλιγμοὶ διὰ τῶν αὐλέων ἐόντες ποικι-
λώτατοι θῶμα μυρίον παρείχοντο ἐξ αὐλῆς τε ἐς τὰ οἰκήματα
διεξιοῦσι καὶ ἐκ τῶν οἰκημάτων ἐς παστάδας, ἐς στέγας τε ἄλ-
λας ἐκ τῶν παστάδων καὶ ἐς αὐλὰς ἄλλας ἐκ τῶν οἰκημάτων.
7 ὀροφὴ δὲ πάντων τούτων λιθίνη κατά περ οἱ τοῖχοι, οἱ δὲ τοῖ-
χοι τύπων ἐγγεγλυμμένων πλέοι, αὐλὴ δὲ ἑκάστη περίστυλος
λίθου λευκοῦ ἁρμοσμένου τὰ μάλιστα...
.
...κατασκευασαν για τη δοξα τους λαβυρινθο,λιγο παρα-
πανω απ'τη λιμνη Μοιριο,εκει που ειναι η πολη με τ'ο-
νομα Κροκοδειλουπολις,τον οποιον εγω το ειδα κι ειναι
πιο μεγαλος απο καθε περιγραφη.Αν καποιος τα τειχη
και τα εργα των Ελληνων αθροιζε για να το αποδειξει,
θα του φαινονταν πως αυτα εγιναν με λιγοτερο μοχθο
και δαπανη απ'αυτον τον λαβυρινθο.
Αν και αξιολογος ειναι ο ναος στην Εφεσο και ο ναος
στη Σαμο ,και οι πυραμιδες ηταν,ακομα και τωρα,ανω-
τερες απο καθε περιγραφη,και καθε μια ειναι ανταξια
πολλων απ'αυτα τα μεγαλα Ελληνικα εργα,ομως αυτος
ο λαβυρινθος κι απ'τις πυραμιδες υπερεχει
Εχει δωδεκα αυλες ολοσκεπαστες,με πυλες τη μια απε-
ναντι στην αλλη,εξι προς το βορα κι εξι προς το νοτο
στραμενες,συνεχομενες,κι απεξω ο ιδιος τοιχος τις περι-
βαλλει.
Τα οικηματα ειναι διπλα,τα υπογεια και τα υπερυψωμενα
πανω σ'εκεινα,τρεις χιλιαδες τον αριθμο,χιλιαπεντακοσια
στο καθενα απο τα δυο.
Τα υπερυψωμενα οικηματα τα ειδαμε οι ιδιοι αφου περ-
πατησαμε διαμεσου αυτων,τα παρατηρησαμε και τα πε-
ριγραφουμε,τα υπογεια τους τα μαθαμε απο διηγησεις.
Οι επιστατες των Αιγυπτιων δεν ηθελαν με κανενα τροπο
να τα δειξουν,λεγοντας πως εκει μεσα ειναι οι ταφοι των
βασιλεων που πρωτοι οικοδομησαν τον λαβυρινθο αυτο
και των ιερων κροκοδειλων.
Ετσι για τα κατω οικηματα λεμε οσα ακουσαμε,ενω τα
πανω ανωτερα απ'τ'ανθρωπινα εργα οι ιδιοι τα βλεπου-
με
Τα περασματα απο τις στεγες και τα γυρισματα απο τις αυλες
ηταν με παρα πολλες παραλλαγες κι απεραντο θαυμασμο μας
προκαλουσαν καθως διερχομασταν απο την αυλη στα οικημα-
τα κι απ'τα οικηματα στις στοες ,σ'αλλες στεγες απ'τις στοες
και σ'αλλες αυλες απ'τα οικηματα.
Η οροφη ολων αυτων ηταν λιθινη οπως κι οι γυρω τοιχοι,οι
τοιχοι ηταν γεματοι με αναγλυφες παραστασεις,κι η καθε
αυλη ηταν περιστυλος απο λευκη πετρα πολυ καλα αρμο-
σμενη...
.
.
ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΓΕΩΡΓΙΚΑ
.
στο σπιτι μου στη παλια αχυριωνα,η μαικινα για τα δεματα
του καπνου,η αλαιμαργια στα αλογα να κανουν χωραφι,ο
ιδρωτας του πατερα μου,εκει στην αχυριωνα τον Ιουλιο,που
αλωνιζαμε τα γενηματα, ριχναμε με τα βρυζονια το αχυρο,
τροφη για τα ζωα μας,το γαιδουρι,τα αλογα,τον Καρα και
τον Ντορη,εμεις τα παιδια πηδουσαμε πανω στο σωρο το
αχυρο να το στοιβαξουμε να παρει περισσοτερο μεσα στην
αχυριωνα,πολυ το χαιρομασταν αυτο,οπως βυθιζομασταν
στο μαλακο αχυρο,που μας επερνε μεσα ολοκληρους μεχρι
το κεφαλι,ητανε σαν να κολυμπουσαμε στη θαλασσα,σαν
να'μασταν στον αερα και πετουσαμε,
τωρα εμειναν οι ισκιοι αυτων των γεγονοτων ,αυτων των
εργασιων,απο εκεινη την παλια επικη εποχη της γεωργιας
.
.
απο συναξαρι
.
βαδισε αναμεσα στους ανθρωπους,ελαχιστος ο τοπος που
επιανε,ισα-ισα ν'απλωσει τα ποδια του και να σταυρωσει τα χερια
του,λιγοι τον ειδανε και λιγοτεροι τον γνωρισανε,πως ο ανθρωπος
αυτος δεν ηταν μητε αλλαζων,μητε ματαιοδοξος,μητε εγωιστης,
τι καλο επραξε κανενας δεν εμαθε,οπως το ταπεινο στρουθιο
εζησε,πεταξε απο κλαδι σε κλαδι,απο δεντρο σε δεντρο,λαλησε
στον αερα ,κατεβηκε στη γη,εψαξε στα χωματα να βρει σπορους
να τραφει,περασε ο καιρος του και χαθηκε .
.
.
2 Μυθοι του Αισωπου,τα Στοιχεια του Ευκλειδη κι ενα Παραμυθι
για ενα παιδι-μεταφραση χ.ν.κουβελης
.
.
ΑΙΣΩΠΟΣ
.
Ἀετὸς τὰ πτερὰ τιλθείς καὶ ἀλώπηξ
.
Ποτὲ ἀετὸς ἑάλω ὑπ' ἀνθρώπου. Τούτου δὲ τὰ πτερὰ ὁ
ἄνθρωπος κόψας ἀφῆκε μετὰ τῶν ὀρνίθων ἐν οἴκῳ εἶναι.
Ὀ δὲ ἦν κατηφὴς καὶ οὐδεν ἤσθιεν ἐκ τῆς λύπης. ὅμοιος
δὲ ἦν βασιλεῖ δεσμώτῃ. Ἕτερος δὲ τις τοῦτον ὠνησάμε-
νος καὶ τὰ πτερὰ ἀνασπάσας καὶ μύρῳ χρίσας ἐποίησε
πτερῶσαι. Ὁ δὲ πετασθεὶς καὶ τοῖς ὄνυξι λαγωὸν ἁρπά-
σας ἤνεγκεν αὐτῷ δῶρον. Ἀλώπηξ δὲ ἰδοῦσα εἶπεν "Μὴ
τούτῳ δίδου, ἀλλὰ τῷ πρώτῳ, ὅτι ὁ μὲν φύσει ἀγαθός
ἐστιν. Ἐκεῖνον δὲ μᾶλλον ἐξευμενίζου, μή πως πάλιν
λαβών σε τῶν πτερῶν ἐρημώσῃ. Ὅτι δεῖ χρηστὰς ἀμοιβὰς
τοῖς εὐεργέταις παρέχειν, τοὺς πονηροὺς δὲ φρονίμως
τροποὺσθαι.
.
.
Αετος,που του εκοψαν τα φτερα και Αλεπου
.
Καποτε αετος πιαστηκε απο ανθρωπο.Ο ανθρωπος του'κοψε
τα φτερα και τον εκλεισε στο σπιτι με τις κοτες.Ηταν πολυ
στεναχωρημενος και τιποτα δεν ετρωγε,εμοιαζε με αιχμα-
λωτισμενο βασιλια.Καποιος αλλος ανθρωπος τον εξαγορασε
κι αφου τα φτερα του τα σηκωσε προς τα πανω και τα
μυρωσε τον εφτερωσε.Εκεινος πεταξε κι αρπαζοντας στα
νυχια του ενα λαγο του τον εφερνε για δωρο.
Μια αλεπου τον ειδε και του ειπε:''Μην τον δινεις σ'αυτον,
αλλο να τον δωσεις στον πρωτον ,γιατι αυτος ειναι απο
τη φυση του καλος.Εκεινον να καλοπιασεις,μηπως και
παλι σε πιασει και απ'τα φτερα σου σε γδυσει.
Πρεπει ωφελιμες ανταμοιβες να δινεις στους ευεργετες,
τους κακους να μεταστρεφεις σε καλους
.
.
Ὄνος ἄγριος καὶ ὄνος ἥμερος
.
Ὄνος ἄγριος ὄνον ἥμερον θεασάμενος ἔν τινι εὐηλίῳ τόπῳ
προσελθὼν ἐμακάριζεν αὐτὸν ἐπὶ τῇ εὐεξίᾳ τοῦ σώματος καὶ
τῇ τῆς τροφῆς ἀπολαύσει. Ὕστερον δὲ ἰδὼν αὐτὸν ἀχθοφο-
ροῦντα καὶ τὸν ὀνηλάτην ὀπίσω ἑπόμενον καὶ ῥοπάλῳ παίοντα
εἶπεν· Ἀλλ᾿ ἔγωγε οὐκέτι σε εὐδαιμονίζω· ὁρῶ γὰρ ὅτι οὐκ
ἄνευ κακῶν μεγάλων τὴν ἀφθονίαν ἔχεις. Οὕτως οὐκ ἔστι
ζηλωτὰ τὰ μετὰ κινδύνων καὶ ταλαιπωριῶν περιγινόμενα
κέρδη
.
.
Αγριος γαιδαρος και ημερος γαιδαρος
.
Ενας αγριος γαιδαρος οταν ειδε εναν ημερο γαιδαρο σ'ενα
ηλιολουστο λιβαδι πλησιασε και τον καλοτυχιζε για την
υγεια του σωματος και για την τροφη που απολαμβανει.
Αργοτερα οταν τον ειδε βαρυφορτωμενο και το αφεντικο
του απο πισω να τον χτυπαει με το ροπαλο του ειπε:
Αλλα εγω τωρα καθολου πια δεν σε καλοτυχιζω,γιατι βλε-
πω πως την αφθονια δεν την εχεις χωρις μεγαλα κακα.
Ετσι δεν πρεπει να ζηλευεις τα παραπανισια κερδη που
δινονται με κινδυνους και ταλαιπωριες
.
.
ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
ητανε τα πολυ παλια χρονια,που οι ανθρωποι ηταν απλοι
κι αθωοι και πιστευαν στα θαυμαστα,και τα πουλια μιλου-
σαν κι ελεγαν ,και τα ζωα μιλουσαν μ'ανθρωπινη φωνη
και τα δεντρα αισθανονταν κι ολα ειχαν φωνη και γνωμη,
τοτε ητανε εκεινος ο ανθρωπος απο φτωχους γονεις και
σαν μεγαλωσε κι εφτασε στα εισοσι χρονια του τους ειπε
πως θελει να φυγει να γυρισει τον κοσμο κι αν με το καλο
κανει στα ξενα περιουσια να γυρισει να τους κοιταξει στα
γεραματα τους,
ετσι εγινε,με την ευχη τους εφυγε στα ξενα τ'αποξενα και
μακρυνα,κι εκει γνωρισε πολλους ανθρωπους,πλουσιους
και φτωχους,κι εναν ανθρωπο πολυ σοφο κι εκεινος τον
συμπαθησε και τον επαιρνε μαζυ του στις περιοδειες του,
γνωριζε καθε πραγμα στη γη και καθε πραγμα στον ουρανο,
κι ολα τα εξηγουσε στους ανθρωπους να ωφελεσουν,
και καποτε βρεθηκαν σε τοπο ,που τον κυβερνουσαν ανθρω-
ποι κακοι,και δυναστευαν τον κοσμο,κι αυτος ο σοφος τους
καταγγειλε,δεν τους φοβηθηκε,βγηκε μπροστα τους και τους
κατηγορισε:ειστε κλεφτες,ειστε εγωιστες,ειστε απληστοι,ειστε
αγριωτεροι κι απ'τα πιο αγρια ζωα,ειστε αχορταγοι και θα
τιμωρηθειτε,κι εκεινοι εξαγριωθηκαν ,εκαναν συμβουλιο
και κρυφα συμφωνησαν να τον διαβαλουν στο λαο,ειπαν
πως εκλεψε το χρυσο ποτηρι απο το ναο,εψαξαν και το
βρηκαν μεσα στα πραγματα του,που το'χαν κρυψει εκεινοι,
και τον δικασαν τον αθωο σε θανατο,τον εσυραν στην πιο
ψηλη κορφη του πιο ψηλου βουνου κι απο εκει ψηλα τον
πεταξαν στο γκρεμο κατω πανω στα βραχια,και τσακιστηκε
το κορμι του,εσπασαν τα κοκκαλα,κι ετσι τελειωσε τις μερες
του εκεινος ο αγιος ανθρωπος,
λυπηθηκε πολυ τον χαμο του και ζητησε την δικαια τιμω-
ρια τους
γρηγορα επεσε στους αδικους ανθρωπους το κακο,λιμος
και διψα,κι ενας-ενας χανονταν κι ερημωνε ο τοπος,
τοτε εφυγε απο εκεινον τον καταραμενο τοπο,βαδισε μερες
και νυχτες κι εφτασε σε ηρεμο τοπο,ειχε ελιες και περιβολια,
ειχε πουλια κι αηδονια που κελαηδουσαν,ητανε και κοντα
στη θαλασσα,
εργατικος και τιμιος οπως ηταν επιασε δουλεια στα χωραφια
ενος νοικοκυρη,δουλεψε τρεις χρονους,κι εκεινος ο αφεντης
τοσο πολυ τον συμπαθησε,που τον προξενεψε με τη θυγατερα
του,που'τανε ασπρη σαν το γαλα και χρυση σαν τον ηλιο,αλλη
απ'αυτη δεν ειχε,και τον εμπασε σπιτι του,για γαμπρο και για
παιδι του,
κι ηρθανε στον κοσμο απ 'το ζευγαρι τρια παιδια,δυο αρσενικα
και στην ακρη κορη,σαν αστρα σαν λουλουδια,
και τοτε θυμηθηκε τους γερους του,κι ειπε να παει να τους
δει και να τους φερει,
κι ετσι εγινε,με δωρα τον στειλανε,και τους βρηκε να στεκουν
μεσα στον κηπο κοντα στο πηγαδι,η μανα κι ο πατερας,
κι εκεινοι τον γνωρισαν,τον σφιχταγκαλιασαν,τους σφιχταγκα-
λιασε κι εκλαψαν απ¨τη χαρα τους,κι αφου ησυχασαν τους ειπε
που πηγε και τι εκανε και που βρεθηκε,
και την αλλη μερα με το γλυκοξημερωμα κινησαν οι τεσσερις τους
για τα μερη της νυφης,
κι εκει τους καλοδεχτηκαν ,κι εζησαν αυτοι καλα κι εμεις καλυτερα.
.
.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ -ΚΑΙ ΤΑ ΑΜΥΓΔΑΛΑ-
ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΚΙ ΕΝΑΣ ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ-χ.ν.κουβελης
.
αμυγδαλια-μυγδαλια-αμυγδαλο-μυγδαλο-
αμυγδαλοστασι-μυγδαλοστασι-αμυγδαλατο-
μυγδαλατο-αμυγδαλωτα ματια-στης Κυρας τις
αμυγδαλιες-εδωσε η πεθερα στη νυφη πανερι
και πεταξε ζαχαρομυγδαλα και καρυδια-ετινα-
ξε την ανθισμενη αμυγδαλια με τα χερακια της
κ'εγεμισ' απο ανθη η πλατη η αγκαλια και τα
μαλλακια της--η μυγδαλια μου η τσιγδαλια μου
η μυγδοτσιγδοκοκκαλια μου κανει μυγδαλιδια
τσιγδαλιδια μυγδοτσιγδοκοκκαλιδια-κουραμπιε-
δες με αμυγδαλα-κουφετο,αμυγδαλο με επιστρωση
ζαχαρης λειο με ασπρο χρωμα η ' απαλο ροζ για τους
γαμους και τα βαφτισια-μανα στο περιβολι μας και
στις αμυγδαλιες μας πηγα να μασω μυγδαλα πηγα
να μασω τ'ανθη,κι εκει καθονταν τρεις αητοι
και τρεις καλοι λεβεντες,ενας με μηλο με βαρει
κι αλλος με δαχτυλιδι κι ο τριτος ο καλυτερος
μ'ενα χρυσο γαιτανι,μανα,το μηλο το'φαγα,το
δαχτυλιδι το'χω και'κειο το χρυσογαιτανο τρεις
γυρους στα μαλλια μου-κανε παστελι απο αμυγδα-
λα:διαλυσε ζαχαρι σε χυμο απο λεμονι ανακατεψε
σε σιγανη φωτια,ριξε μεσα ψημενα αμυγδαλα και
παλε ανακατεψε κι υστερα στρωσε το μειγμα ενα
δαχτυλο παχυ και πριν κρυωσει κοψτο σε κομματια-
η Μυγδαλινη-σπαζω μυγδαλα-το τσοφλι του αμυγδα-
λου-η ψιχα του αμυγδαλου-εφαγε τσιγαλα,τσιγαλα λενε
τα πρασινα αμυγδαλα οταν πρωτοβγαινουν που'ναι μα-
λακα ,ξυνιζουν λιγο,εχουν και χνουδι,αν φας βγαζεις λει-
χηνες στα χειλη και στα μαγουλα,εκζεματα-στο κορμο της μυγδαλιας
ητανε κολλημενη η κολλα,τη ξεκολαγαμε,οταν ηταν ξερη τη μασου-
σαμε σαν να ητανε τσιχλα,ειχε γλυκια γευση-η πικραμυγδαλια-
τα πικραμυγδαλα- ανεβαινε ο τιναχτης στη μυγδαλια και μ'ενα
μακρυ ξυλινο λουρο την τιναζε,χτυπουσε τα κλαδια της να σει-
σθουν να πεσουν τα μυγδαλα,κατω ητανε απλωμενο το πανι κι
επεφταν πανω τ'αμυγδαλα,τα μαζευαμε,οσα ειχαν τη φλουδα
τα ξεφλουδιζαμε,επειτα τα λιαζαμε στον ηλιο να ξεραθουν καλα,
μετα τα βαζαμε σε σακια,απο καθε αμυγδαλια τα αμυγδαλα της,
και τ'αποθηκευαμε στο σπιτι μαζι με τα καρυδια και τα αποξηρα-
μενα συκα-ανθιζει ασπρη ασπρη σαν νυφουλα το γεναρη-ανθι-
ζει η τρελλη δεν σκεφτεται χειμωνα και βροχη-ανθισε και παλι
η αμυγδαλια εκει που μου'χες δωσει ορκους και φιλια-κι οι μελισ-
σες τριγυριζαν στην ανθισμενη αμυγδαλια στα λουλουδια της ολη
μερα βουιζαν,ξεχασθηκαν στην τοση ωραιοτητα-οταν προσκα-
λουσαν τη νυφη για επισκεψη της εστελναν μ'ενα μικρο κοριτσι
το πεσκεσι ,ενα πιατο με μυγδαλα και καρυδια-
[ενας μυθος του Αισωπου]
οδοιπορος πολλην οδον ανυων ηυξατο.ων αν ευρη το ημισυ
τω Ερμη αναθησειν.περιτυχων δε πηρα εν η αμυγδαλα τε ην
και φοινικες ταυτην ανειλατο οιομενος αργυριον ειναι.εκτινα-
ξας δε ως ευρετα ενιοντα.ταυτα καταφαγων και λαβων των
τε αμυγδαλων τα κελυφη και των φοινικων τα οστα ταυτα
επι τινος βωμου εθηκεν ειπων.''απεχεις,ω Ερμη,την ευχην.
και γαρ τα εντος,ων ευρον,και τα εκτος προς σε διανεμημαι''
προς ανδρα φιλαργυρον δια πλεονεξιαν και θεους κατασο-
φιζομενον ο λογος ευκαιρος.
.
[μεταφραση -χ.ν.κουβελης]
ενας πεζοπορος βαδιζε σε μακρυ δρομο κι ευχηθηκε,απ'αυτα
που θα βρει τα μισα θα τα καταθεσει στον Ερμη,κι ετυχε να
βρει σακκο που μεσα ειχε αμυγδαλα και χουρμαδες,τον σηκωσε
νομιζοντας πως ειχε λεφτα,τον αδειασε,μολις την βρηκε,απ'αυ-
τα που ειχε μεσα,αφου τα εφαγε ολα πηρε τα τσοφλια απο τα
αμυγδαλα και τα κουκουτσια απο τους χουρμαδες και αυτα πα-
νω σ'ενα βωμο τα'βαλε κι ειπε:¨''την εχεις πληρωμενη,Ερμη,την
ευχη,και τα μεσα και τα εξω απ'αυτα που βρηκα με σενα τα'χω
μοιρασμενα ''
ο λογος ταιριαζει για φιλαργυρο ανθρωπο που για τη
πλεονεξια του σοφιζεται να ξεγελασει και τους θεους
.
[ενας μυθος]
τα παλια χρονια,που ηταν οι αρχαιοι οι Ελληνες,στη Θρακη
ηταν ενας βασιλιας κι ειχε μια κορη πολυ ομορφη,που την
ελεγαν Φυλλις,τοτε στη πρωτευουσα αραξε στο λιμανι το κα-
ραβι του Δημοφωντα,απο την Αθηνα,γιος του Θησεα,μαζι
με τους συντροφους του γυριζε απο την Τροια,οταν επεσε
και καηκε η πολη,τους πηρε στο παλατι του ο βασιλιας να
τους φιλοξενησει,οπως ηταν συνηθεια τους ξενους να παιρ-
νουν,κι εκει ,η Φυλλις κι ο Δημοφωντας ,ειδαν ο ενας τον αλ-
λον κι αγαπηθηκαν βαθεια,κι ηταν γρηγορα να γινουν οι γαμοι
κι οι χαρες του ζευγαριου,και τοτε ο Δημοφωντας θυμηθηκε τη
πατριδα και τους δικους του,κι ειπε πρωτα γοργα να παει να
τους δει κι επειτα γοργα να γυρισει και να γινουν οι γαμοι,ετσι
αποφασιστηκε,εφυγε ο Δημοφωντας κι εμεινε η Φυλλις να τον
περιμενει,και περνουν οι μερες κι οι βδομαδες και οι μηνοι απα-
νωτοι κι ο Δημοφωντας δεν γυριζε πισω,αποξεχασθηκε στη πα-
τριδα και τους δικους του και λησμονησε,κι απομεινε η Φυλλις
μοναχη,και τοσο πολυ πονεσε η απαρνημενη που ζητησε να πε-
θανει,και οι θεοι,π'ολα τα βλεπουν και τ'ακουν,την λυπηθηκαν
και την εκαναν δεντρο ,ξερο κι αφυλλο να στεκει στον ερημο
καμπο,
ηρθε ο καιρος και γυρισε ο Δημοφωντας και δεν τη βρηκε
τη Φυλλις κι ενιωσε πονο βαρυ κι απελπισια μεγαλη και σαν
ειδε το ξερο δεντρο το σιμωσε ,τ'αγκαλιασε το κορμο κι εκλαι-
γε με μαυρο δακρυ για το χαμο της αγαπημενης,μετανοιωμε-
νος,και τοτε εκεινο το ξερο δεντρο ανθισε κι επεσαν πανω του
τ'ανθη να τον σκεπασουν ,πως η αγαπη ποτε δεν καταλυεται,
λενε πως το δεντρο εκεινο που πρωτα ανθισε πριν βγαλει φυλ-
λα ειναι η αμυγδαλια.
.
.
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΜΑΣ,ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΤΩΝ ΒΟΣΚΩΝ
.
ο αγιος Μαμας φανερωθηκε στον υπνο ενος ποιμενα στο
ονειρο του κι οταν ξυπνησε ο αγαθος τσοπανος το ειπε στους
σλλους,
πως γεννηθηκε μεσα στη φυλακη μακρια στη Παφλαγονια
της Μικρας Ασιας,η μανα κι ο πατερας του ηταν στο δεσμω-
τηριο κι απο τις μεγαλες κακουχιες και τα πολλα βασανιστηρια
δεν κρατησαν πεθαναν και μια καλη γυναικα τον πηρε σπιτι
της τον αναθρεψε καλα και τον μεγαλωσε,την φωναζε μαμα,
κι απο κει πηρε αυτο το ονομα,Μαμας,ηταν δικαιος ανθρωπος
και παλευε για το καλο,τοτε οι ισχυροι δυσαρεστηθηκαν και τον
συνελαβαν,του κρεμασαν ενα βαρυ σιδερενιο ραβδι στο λαιμο και
τον πεταξαν στα νερα του ποντου να πνιγει,και δεν πνιγηκε,τοτε τον
πεταξαν μεσα σ'αναμενο καμινι στη φωτια να καει,και δεν καηκε,
και τοτε,τριτη φορα,τον πεταξαν μεσ'την αγρια ερημια στ'αγρια θηρια
να τον φανε,και δεν τον εφαγαν,κι ενα λιονταρι καθισε ηρεμο κι ανε-
βηκε στη ραχη πανω του και διεφυγε,στο τελος οι διωκτες του τρυ-
πησαν περα για περα το κορμι με αιχμηρη τριαινα και τον θανατω-
σαν,
ετσι ειπε και συμφωνησαν καθε χρονο αυτη τη μερα να σφαζουν
στη μνημη του σφαγια
[-τον αγιο Μαμα τον τιμουν στην Ελλαδα και στη Κυπρο,κι αλλου,στον
Λιβανο,στην Ιταλια,στην Ισπανια.Και μαλιστα στην Ισπανια το γηπεδο
της ποδοσφαιρικης ομαδας Ατλετικο Μπιλμπαο ονομαζεται San Mames
και βρισκεται κοντα στην εκκλησια του.Τους παιχτες της ομαδας τους
φωναζουν τα λιονταρια,les leones, στη μνημη του.
-τα απελατικια,οι ραβδοι που κρατουσαν οι απελατες, οι πολεμιστες
φρουροι του Βυζαντιου ειχαν πανω τους την εικονα του ]
.
.
ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ-Ο ΑΦΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΕΥΡΕΣΙΣ ΤΟΥ ΑΔΩΝΙ-
ΑΔΩΝΙΣ ΚΑΙ ΑΦΡΟΔΙΤΗ-ΤΑ ΑΔΩΝΙΑ-Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ-χ.ν.κουβελης
.
.
ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
Επιλογη-χ.ν.κουβελης
.
τρια πουλακια κελαηδουν
πανω στα δωματα μας
και λενε καλοριζικα
στα στεφανωματα μας
.
νυφη μου κει που καθεσε
εχει κι αλλες κοντα σου
εσυ'σαι η μοσκοκαρφια
κι οι αλλες τα κλωνια σου
.
η ταμπακερα του πασα
ηταν αυτη η κορη
ουτ'ανεμος τη φυσηξε
ουτ'ηλιος την εθωρει
.
-σφηνω γεια μανουλα μου
-ωρα καλη σου ματια μου
-αφηνω γεια πατερα μου
-ωρα καλη σου ματια μου
-αφηνω γεια γειτονισσες
-για δεστηνε πως περπατει
σαν αγγελος με το χρυσο σπαθι
.
ελα η ωρα η καλη
μπροστα στης νυφης την αυλη
να τους παραξυπνησουμε
μπας και βαροκοιμηθησαν
ξυπνα νιε και νιογαμπρε
ξυπνα και ξημερωσε
ξυπνα και τη περδικα σου
που'χεις μεσ'την αγκαλια σου
τα πουλακια καλαηδουνε
και τους νιογαμπρους ξυπνουνε
.
ν'ανεβω θελω σε βουνο
να κατεβασω το νερο
να πινει η νυφη κι ο γαμπρος
κι η πεθερα κι ο πεθερος
.
μερα μερωσε τωρα η αυγη χαραζει
τωρα τα πουλια τωρα τα χελιδονια
τωρα οι περδικες τωρα οι περδικοπουλες
τωρα κελαηδουν
.
.
Ο ΑΦΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΕΥΡΕΣΙΣ ΤΟΥ ΑΔΩΝΙ-χ.ν.κουβελης
.
κατθνα<ί>σκει, Κυθέρη', ἄβρος Ἄδωνις· τί κε θεῖμεν;
καττύπτεσθε, κόραι, καὶ κατερείκεσθε κίθωνας
[πεθαινει,Κυθερεια,ο ευγενικος Αδωνις,και τι θα κανουμε;
χτυπηστε τα στηθια σας,κοριτσια,και καταξεσχιστε τα ρουχα σας]
Σαπφω
.
σε δυνατο πελωριο κορμι βουητο ζωης
μπηχτηκαν και το τρυπησαν βαθια
τα δοντια του καπρου
κι αναπηδησε ζεστο το αιμα κοκκινο
κι επηξε ακινητο σκοτεινο
και το ουρλιαχτο της φωνης
τρανταξε συνθεμελα τα βουνα
με τα φωνηεντα του
κι επεσαν τα φυλλα απ'τα κλαρια
βουβαθηκαν τα πουλια
κι επεσαν βαρια θεωρατα τα βραχια
της σιωπης
''Πεθανε ο Αδωνις''
κι οσα φωναζουν στη μερα δεν ακουγονται
κι οσα υπαρχουν στη γη μαραζωνουν
''Αναστηθηκε ο Αδωνις''
κι οσα βλασταινουν ξαναβλαστησαν
κι οσα πουλια τραγουδουν ξανατραγουδησαν
.
.
ΑΔΩΝΙΣ ΚΑΙ ΑΦΡΟΔΙΤΗ-ΤΑ ΑΔΩΝΙΑ-Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ-χ.ν.κουβελης
.
τα παλαιοτατα χρονια τα αρχαια εις την γλυκειαν κι ακριβην
πατριδα Κυπρον ρε και ρηγας ηταν ο λεγομενος Κινυρας τι-
μιωτατος κι αξιωτατος αρχοντας,φιλτατος του λαου,κι ειχεν
μια θυγατερα την λεγομενην Σμυρνα ,Μυρρα,πολλα ομορφη
πολλα ασπρη πολλα χαριτωμενη,μηδ'ο αερας τη φυσηξε,μηδ'
ο ηλιος τη μαυρισε κι εκεινη η κορη η πριντσιπα εκαυχηθη την
πολλην ομορφια της,πως ηταν πλεον ομορφοτερη της ντιας
Αφροδιτης,πλεον σουπερτια σε χαρη,κι οντας τ'ακουσε η ντια
πολυ της κακοφανει,εθυμωσε κι εχολωθει και με βαρυ λογο
την καταραστηκε,και της πριντσιπας της Σμυρνας ευθυς εψη-
λωσεν ο νους κι αμοραθει σφοδρα τον κυρης της τον ρε Κινυρα
τον αποπλανεσεν και τον εκλεισεν στην καμαρα της,τρεις μερες
και τρεις νυχτες τον εμεθυεν κι εσμιγε μαζι του ερωτικα,και τελει-
ωντας η τριτη νυχτα ο Κινυρας ηρθε στον νου του,ντραπηκε πολυ
για τ'απρεπα και τ'ανομα που πραχτηκαν με τη θυγατερα του
την πριντσιπα,εθυμωσεν πολυ και κινησε να τη σκοτωσει κι εκεινη
φοβισμενη ξεφυγε και την κυνηγησε στα ορη στα βουνα,και
θα την σκοτωνε εκει στην ερημια που την εφτασε αγριεμενος
ο κυρης της,,αν δεν την λυπονταν οι ντιοι,που τα παντα βλεπουν,
και δεν την εκαμναν Σμυρνα το φυτο,Μυρτια,και τα δακρυα της
μυρουδια αρωμα της μυρτιας,και μεσ' απ'τα κλαδια της μυρτιας
ξεπεταχτηκε ο ανομος καρπος της κοιλιας της,ενα ομορφο μωρο,
ο Αδωνις,τοτε πηρε το παιδι η ντια Αφροδιτη,το 'βαλε μεσα σε
λαρνακα,απο εκεινη βγηκε το ονομα της πολεως Λαρνακα,και το'
δωκε να φυλαγει και να το αναστησει η ντια Περσεφωνη,κι ως
μεγαλωνε το παιδι μεγαλωνε κι η ομορφια κι η χαρι του κι η ντια
Περσεφωνη ηταν σφοδρα αμουρε με τον ομορφο Αδωνι,και
πισω δεν τον εδωνε στη ντια Αφροδιτη,οπως ειχαν συμφωνη-
μενα,και σφοδρα μαχονταν οι δυο ντιες κι ειχαν πολλην εχθροτητα
η μια την αλλην για το πια να'χει τον Αδωνι ολοδικο της,και τοτες
οι ντιοι συναχτηκαν και δικασαν το καζο κι εκριναν,το ενα τριτο του
χρονου ο Αδωνις να το περναει με τη ντια Περσεφωνη,το αλλο τριτο
με τη ντια Αφροδιτη και το λοιπον τριτο του χρονου να'ναι ελευθερος
να το περναει οπου αυτος θελησει,και θελησε να το περναει με τη
ντια Αφροδιτη,τεσσερους μηνους με τη ντια Περσεφωνη κι οχτω μη-
νους με τη ντια Αφροδιτη,κι εδιαβαινεν ο καιρος με το μελι με το γαλα,
με τα γλεντια με τα τραγουδια,με χαρες,και πολυ εζηλεψε το αμουρε
ζευγαρι ο σκληρος Αρης,που'ταν πριν αμουρε της ντιας Αφροδιτης
και τωρα εκεινη τον απαρνηθηκε γι' αλλον αντρα,να παρει εκδι-
κηση και να καταστρεψει την ευτυχια του ζευγαριου θελησε,τοτε
πηρε τη μορφη καπρου αγριοχοιρου θεριου πολυ αγριου και σε
μια βαθια ρεματια ,γυρω -γυρω βραχια και δεντρα, εκλεισε τον
Αδωνι,που'χε σε κυνηγι βγει,χυμηξε πανω του μ'ορμη και με το
πολυ πεζος του κορμιου του τον γκρεμισε και με τα δυνατα του
δοντια τον καταξεσκισε,κι ετσι κοματια τις σαρκες του τον εσυρε
με τα δοντια του πανω σε πρασινο λιβαδι κι εκει τον παρατησε
ετοιμοθανατο και σαν τ'ακουσε το φοβερο μαντατο η ντια Αφρο-
διτη ετρεξε κοντα του ξεμαλλιασμενη κι επεσε με δακρυα κι ουρλια-
χτα πανω στον πεσμενο Αδωνι και του σηκωσε το ματωμενο κορμι
στην αγκαλια,το κρατησε σφιχτα ,τον κοιταξε στα ματια,και τα ματια
του εσβησαν και ξεψυχησε,και τοτε η ντια Αφροδιτη εβγαλε φωνη
μεγαλη κι ουρλιαχτο που τρυπουσε τον αερα και τα ψηλα βουνα
ξεθεμελιωνε και τη θαλασσα σκοτεινιαζε:''Πεθανε ο Αδωνις''και
τραβουσε τα ομορφα μαλλια της να τα μαδησει,κι εγδερνε με τα
νυχια τα μαγουλα της και χτυπουσε το στηθος της με τις γροθιες
της να το σπασει να πεταχτει η καρδια της που πονουσε και τα
ρουχα της ξεσκιζε ,τοσο μεγαλος ηταν ο πονος της,κι απ'το κοκκι-
νο αιμα του Αδωνι που χυθηκε στο χωμα φυτρωσαν κοκκινα ρο-
δα τριανταφυλλα,πρωτη φορα στον κοσμο,κι απ'τα δακρυα της
ντιας Αφροδιτης ,που κυλησαν κι επεσαν στο χωμα φυτρωσαν οι
ανεμωνες,κι εμεινε ο Αδωνις στον κατω κοσμο μεσα στα παλατια
της ντιας Περσεφωνης και στον απανω κοσμο εμεινε λυπημενη
κι απαρηγορητη η ντια Αφροδιτη και τοτε οι ντιος,που ολα τα βλε-
πουν κι ολα τα κανονιζουν,συναχτηκαν και κανονισαν τους εξι
μηνους να'ναι ο Αδωνις αφανισμενος μεσα στη γη χωμενος στα
σκοταδια,στη ντια Περσεφωνη και τους αλλους εξι μηνους του
χρονου να'ναι πανω στη γη,στο φως να βρισκεται,στη ντια Αφρο-
διτη κι ετσι εγινε ισορροπια και κανονιστηκε ο κοσμος,ν'αναπαυ-
εται και ν'ανασταινεται,κυκλος παναρχαιος αιωνιος,
κι απο τοτε ο κοσμος οι ανθρωποι για να τα θυμουνται ολ'αυτα
και να τους ωφελουν κανουν γιορτες στις αρχες της Ανοιξης,τα
Αδωνια,κοπελες περιφερουν ομοιωματα ειδωλια κερινα και πη-
λινα του Αδωνι,και πανω σε δυο ξυλοκρεβατα εχουν ξαπλωμενα
τα ομοιωματα του Αδωνι και της Αφροδιτης,και γυρω-γυρω οι
κοπελες κλαινε θρηνουν κι οδυρονται ,τραβουν τα μαλλια γδερ-
νουν τα μαγουλα ,χτυπουν το στηθος ξεσκιζουν τα ρουχα τους ,
για τρεις μερες γινονται αυτα, κι εχουν καλαθια με χωμα και με-
σα σπαρμενα φυτα φακη βρωμη κριθαρι μαραθο,αυτα που βλα-
σταινουν γρηγορα,τα καλαθια αυτα ειναι οι κηποι του Αδωνι,και
μετα την τριτη ημερα του αφανισμου του,γιορταζουν την ευρεσι
του,ανασταινεται ο Αδωνις κι ολοι γιορταζουν κι ολοι χαιρονται
και χορευουν,μετα το μαρασμο της η γη ξαναβλαστησε καινουρ-
για κι ετσι θα κυλησει και θα κυλαει ο τροχος ο κυκλος της φυσης
και της ζωης,αιωνια
.
.
Ο ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΑΡΔΕΡΙΝΑ,ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥΣ
[απο παραδοση Μαχαιρα Ξηρομερου]
-Ο ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΟΣ ΚΙ ΕΝΑΣ ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΑΣ-χ.ν.κουβελης
.
.
Ο ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΑΡΔΕΡΙΝΑ,ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥΣ
[απο παραδοσηΜαχαιρα Ξηρομερου]-
.
-καργερινα ρινα
παιρνε τον καλοιαννο αντρα
-δεν τον θελω εγω τον κερατα
το σφαι του σαν κλωνα
-ου μωρη παλιοτσιρλιαρα
το σφαι μου κανει γαμο
κι η φτερουγα μου τραπεζι
το χρυσο μου πετραχειλι
βασιλια ξυπηρετευει
.
[παλιο τραγουδι+παραδομενο απο την Τασουλα του Γιωργου
Μπαρμπαρουση στη κορη της Ζωη του Βασιλη Λιαμη,[γεννημενη
το 1935,77 χρονων}απο τη ΜαχαιραΞηρομερου ]
.
Ο ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΟΣ ΚΙ ΕΝΑΣ ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΑΣ
ο καλογιαννος ειναι ενα μικρο πουλακι,περιπου 12 εκ,αποδημητικο,
ερχεται το φθινοπωρο με τα πρωτοβροχια απο τις βορειες χωρες και
τα ψηλα βουνα και φευγει την ανοιξη,το κελαηδισμα του ειναι μοναδικο,
και το λενε γι'αυτο το αηδονι του χειμωνα,
με το κελαηδισμα του οριζει το χωρο που κατεχει,περιπου 10 στρεμματα
και τον προστατευει,αν ειναι πολλα τοτε περιοριζεται στα 2 στρεμματα,
εχει στο λαιμο κοκκινο χρωμα και λεγεται και κοκκινολαιμης,
επειδη ειναι πολυ μικρο πουλι οταν ενα μικρο παιδι ηταν πολυ
αδυνατο λεγανε:''σαν καλογιαννακι'',θυμαμαι το ελεγε ο πατερας
μου,
.
στη περιοχη μας υπαρχει κι ενας μυθος για τον καλογιαννο:
μια φορα κι ενα καιρο μαζευτηκαν ολα τα πουλια κι ηθελαν να ορισουν
το βασιλια τους, ο θεος τους ειπε,βασιλιας θα γινει αυτο το πουλι που
θα πεταξει πιο ψηλα στον αερα,τα πουλια δεν ηθελαν αυτο τον τροπο,
γιατι ποιο πουλι τα περναει τον αητο;,και μονο ο καλογιαννος ηθελε,
με τα πολλα εγινε το δικο του,συμφωνησαν τα πουλια και πεταξαν ,μα πιο
να φτασει τον αητο;πεταξε απ'ολα τα πουλια πιο ψηλα,κι απο κει ψηλα
πανω που ηταν τους φωναξε κατω :''εγω πεταξα πιο ψηλα,δεν ειναι αλλο
ψηλοτερα απο μενα'' και τοτε ακουστηκε μια φωνη λιγο ψηλοτερα:
''εγω 'μαι ψηλοτερα'',κοιταζουν και τι να δουν,ητανε το καλογιαννακι
που στην αρχη που ηταν να πεταξουν πεταξε και σταθηκε στη πλατη του
αητου,τοσο μικρο δεν το καταλαβε ο αητος και δεν το ειδανε και τ'αλλα,,
κρατηθηκε εκει πανω γερα κι ετσι πεταξε ψηλοτερα.
Κι ετσι εγινε βασιλιας ολων των πουλιων το μικρο καλογιαννακι
.
.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΙΑ -3 ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ-ΛΑΙΚΕΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ-
ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΠΑΛΙΟΤΕΡΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ-χ.ν.κουβελης
.
[Για Μια Μεταφυσικη Του Φωτος
-το φως του ηλιου στοιβαζεται στους καρπους τις ελιας
μεσα στις κρυφες και μυστικες αποθηκες τους
κι αποσταζεται λαμπροτερο-και πλουσιοτερο εξω-]
.
στο πλαι ψηλα στο λοφοσειρα ,δυτικα του χωριου,ειναι οι πιο
παλιες ελιες οι αρχαιοτερες,εκει ευδοκιμουσαν
.
3 Μυθοι του Αισωπου
.
Κάλαμος καὶ ἐλαία
Διὰ καρτερίαν καὶ ἰσχὺν καὶ ἡσυχίαν κάλαμος καὶ ἐλαία ἤριζον.
Τοῦ δὲ καλάμου ὀνειδιζομένου ὑπὸ τῆς ἐλαίας ὡς ἀδυνάτου
καὶ ῥᾳδίως ὑποκλινομένου πᾶσι τοῖς ἀνέμοις, ὁ κάλαμος σιω-
πῶν οὐκ ἐφθέγξατο. Καὶ μικρὸν ὑπομείνας, ἐπειδὴ ἄνεμος
ἔπνευσεν ἰσχυρός, ὁ μὲν κάλαμος ὑποσεισθεὶς καὶ ὑποκλιν-
θεὶς τοῖς ἀνέμοις ῥᾳδίως διεσώθη· ἡ δ᾿ ἐλαία, ἐπειδὴ ἀντέ-
τεινε τοῖς ἀνέμοις, κατεκλάσθη τῇ βίᾳ.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οἱ τῷ καιρῷ καὶ τοῖς κρείττοσιν αὐτῶν
μὴ ἀνθιστάμενοι κρείττους εἰσὶ τῶν πρὸς μείζονας φιλονει-
κούντων
.
Το καλαμι κι η Ελια-μεταφραση χ.ν.κουβελης
Για το ποιος εχει μεγαλυτερη αντοχη,δυναμη και αταραξια φιλο-
νικουσαν το καλαμι κι η ελια..
Η ελια περιγελουσε το καλαμι πως ειναι αδυνατο και παρα πο-
λυ ευκολα σκυβει σ'ολους του ανεμους,το καλαμι σιωπουσε,
δεν ελεγε λεξη.
Μετα απο λιγο επειδη φυσηξε ισχυρος ανεμος και το καλαμι
σεισθηκε κι εγυρε και παρα πολυ ευκολα διασωθηκε στους ανε-
μους,ενω η ελια επειδη αντισταθηκε στους ανεμους,κατατσακι-
σθηκε απο τη βιαιοτητα τους
ο μυθος δηλωνει πως με το καιρο εκεινοι που δεν αντιστεκον-
ται στους ισχυροτερους απ'αυτους ειναι ισχυροτεροι απο εκει-
νους που τους δυνατοτερους απ'αυτους φιλονικουν
.
.
Συκη και Ελαια
Συκῆ τις, ὥρᾳ χειμῶνος τὰ ἑαυτῆς ἀποβαλοῦσα φύλλα,
ὑπό τινος ἐλαίας πλησιαζούσης τὴν γύμνωσιν ὠνειδίζετο,
λεγούσης ὡς:
«Ἐγὼ καὶ χειμῶνος καὶ θέρους τοῖς φύλλοις μου κεκαλλώ-
πισμαι καὶ ἀείφυλλος πέφυκα, σὺ δὲ μόνῳ τῷ θὲρει πρόσκαι-
ρον ἔχεις τὸ κάλλος».
Οὕτω δὲ αὐτῆς καυχωμένης, κεραυνὸς ἄφνω θωόθεν κατηνέ-
χθη καὶ ταύτην κατέφλεξε· τῆς δὲ συκῆς τὸ παράπαν οὐχ ἥψα-
το.
Οὕτως οἱ τῷ πλούτῳ καὶ τῇ τύχῃ ἐγκαυχώμενοι ἐξαίσιον πτῶμα
ὑφίστανται
.
Συκια κι Ελια-μεταφραση χ.ν.κουβελης
Καποια συκια,την εποχη του χειμωνα ερριχνε τα φυλλα της
κι απο μια ελια που ηταν κοντα κοροιδευονταν για τη γυμνια
της.Που της ελεγε:
''Εγω και το χειμωνα και το καλοκαιρι ειμαι απο τα φυλλα
μου στολισμενη,κι ειμαι φυτεμενη παντα να εχω φυλλα.Εσυ
μονον μεσα στο καλοκαιρι εφημερη εχεις ομορφια''
Μολις αυτη ετσι καυχηθηκε επεσε ξαφνικα κεραυνος απ'
το θεο και την λαμπαδιασε,τη δε συκια καθολου δεν την αγγιξε
Ετσι κι εκεινοι που καυχιωνται για τα πλουτη και τη τυχη τους
γινονται λαμπρα πτωματα
.
.
Ξυλα και Ελαια
Ξύλα ποτὲ ἐπορεύθη τοῦ χειροτονῆσαι ἐφ᾿ ἑαυτῶν βασιλέα
καὶ εἶπαν τῇ ἐλαίᾳ· Βασίλευσον ἐφ᾿ ἡμῶν. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς
ἡ ἐλαία· Ἀφεῖσα τὴν πιότητά μου ἣν ἐδόξασεν ἐν ἐμοὶ ὁ θεὸς
καὶ οἱ ἄνθρωποι, πορευθῶ ἄρχειν τῶν ξύλων; Καὶ εἶπαν τὰ
ξύλα τῇ συκῇ· Δεῦρο, βασίλευσον ἐφ᾿ ἡμῶν. Καὶ εἶπεν αὐτὴ
ἡ συκῆ· Ἀφεῖσα τὴν γλυκύτητά μου καὶ τὸ γέννημά μου τὸ
ἀγαθόν, πορευθῶ τοῦ ἄρχειν τῶν ξύλων; Καὶ εἶπαν τὰ ξύλα
πρὸς τὴν ῥάμνον· Δεῦρο, βασίλευσον ἐφ᾿ ἡμῶν. Καὶ εἶπεν
ἡ ῥαμνος πρὸς τὰ ξύλα· Εἰ ἐν ἀληθείᾳ ὑμεῖς χρίετέ με εἰς
βασιλέα ἐφ᾿ ὑμῶν, δεῦτε ὑπόστητε ἐν τῇ σκέπῃ μου· καὶ εἰ
μή, ἐξέλθοι πῦρ ἐκ τῆς ῥάμνον καὶ καταφάγοι τὰς κέδρους
τοῦ Λιβάνου
.
Δεντρα κι Ελια-μεταφραση χ.ν.κουβελης
Καποτε τα δεντρα ξεκινησαν για να χειροτονησουν τον
βασιλια τους και ειπαν στην ελια:Βασιλεψε σε μας.
Κι ειπε σ'αυτους η ελια:Να παρατησω του χυμους μου με
τους οποιους μ'εδοξασε ο θεος κι οι ανθρωποι και να'ρθω
να κυβερνησω στα δεντρα;
Κι ειπαν τα δεντρα στη συκια:Ελα,να βασιλεψεις σε μας.
Κι ειπε η συκια αυτη.Να παρατησω τη γλυκυτητα μου και
τους καλους καρπους μου και να'ρθω να κυβερνησω σε σας;
Κι ειπαν τα ξυλα στη βατο:Ελα,να βασιλεψεις σε μας.
Κι ειπε η βατος στα δεντρα.Αν αληθινα με χριζεται βασιλια
σας,ελατε να ειστε κατω απ'την προστασια μου ,αν ομως
δεν ειναι αληθεια τοτε θα πεταχτει φωτια απ'τη βατο και θα
κατακαψει ολα τα κεδρα του Λιβανου.
.
.
-εκφρασεις που λεμε για το λαδι:
.
-το λαδακι του θεου[το λαδι ειναι ιερο,πολυ ωφελιμο,
για φαγητο,πολυ θρεπτικο,παλια το χρησιμοποιουσαν
και για φωτισμο]
-νιο λαδι φαε και παλιο κρασι πιες[ποτε ειναι πιο καλα το λαδι και
το κρασι να καταναλωνεται]-
-μου'βγαλε το λαδι[πιεστηκα πολυ,οπως πιεζονται οι ελιες και
βγαινει το λαδι]-
-η θαλασσα ειναι λαδι[στρωτη,επιπεδη,ακινητη,ακυμαντη,οπως
η επιφανεια του λαδιου]-
-σωθηκε το λαδι του[στο καντηλι του][τελειωσαν οι μερες του]-
-το λαδι του αγιου[το λαδι,που θα πανε σε μπουκαλακι για ν'ανα-
ψουν τα καντηλια του αγιου ]-
-εβγαλε το λαδι της χρονιας του[τη σοδεια του,να περασει η χρονια
με επαρκεια]-
βγηκε λαδι[βγηκε καθαρος σ'αυτη τη περισταση,οπως το λαδι βγαινει,
-ανεβαινει-καθεται-,πανω απ'το νερο]-
-λαδωσε[να γινει η δουλεια του,εβαλε λαδι στο μηχανισμο να δου-
λεψει για αυτον,και φυσικα χρειαζεται λαδι δηλ. δωρα,χρηματα,κλπ]-
-εκανε λαδια[πονηρια,κοροιδια,μη κανονικη πραξη,ξεγελασε,οπως ο
λεκες στα ρουχα απο λαδι λερωσε]-
-τρεις το λαδι τρεις το ξυδι τρεις[εξι] το λαδοξυδο[λενε για το
αναποδραστο των πραγματων σε ατομικο επιπεδο ,αλλα και σε κοινω-
νικο-τα πραγματα θα γινουν ετσι δεν θα αλλαξουν,νομοτελειακα
-3+3=6]-
-ριχνει λαδι στη φωτια[οπως το λαδι αναζωοπυρωνει τη φωτια,ετσι κι
αυτος με τις πραξεις η' τα λογια του αναβει τον καυγα,τη φασαρια]-
-λαδι στη πληγη[να απαλυνει ο πονος σε τραυμα,βαλσαμο το λαδι,να
γιατρευτει η πληγη,να επουλωθει το τραυμα]-
-αυτος χανει λαδια[αυτος δεν στεκεται καλα στα μυαλα του,δεν λειτουρ-
γει κανονικα,οπως ενας μηχανισμος που εχασε το λαδι του και δεν λει-
τουργει καλα,αλλα ακανονιστα}-
-λαδωσε τ'αντερο του[εφαγε καλα, χορτασε,το λαδι καποτε ηταν σπανιοτα-
το για να εχει το φαγητο εστω και μικρη ποσοτητα]-
-ψωμι κι ελια[μη ζητας τα πολλα ,και τα λιγα φτανουν,ειναι αρκετα]
-ματια σαν ελια[μαυρα μεγαλα ομορφα,για ομορφια γυναικας και
κοριτσιου,παινεμα]-
.
.
ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΠΑΛΙΟΤΕΡΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
.
ηταν απο το πρωι στο χωραφι με τις ελιες,ο πατερας και τ'αδερφια
σκαρφαλωμενοι ως τα τζιτζικια και οι καλογιαννοι τις ραβδιζαν,μετα-
κινουνουμενοι απο δεντρο σε δεντρο,καθενα ξεχωριστο με τις ιδιο-
τροπιες του,κι απο κλαδι σε κλαδι,προσεχοντας μηπως γλυστρισουν και
τσακισθουν,οι γυαλιστεροι καρποι ,αλλοι μαυροι, αναλογα με το δεντρο
της ελιας ,αλλοι μαυροκοκκινοι,αλλοι πρασινοι,αλλοι μικροι,μιλιουνια,
τσαμπια,αλλοι μεγαλοι στρογυλλοι,σαν καρυδια,να τοσοι ητανε επεφταν
ποσοτητες κατω στ'απλωμενα πανια,εκει σκυμενες τις μαζευαν η μανα κι οι
αδερφες,οσες δεν ειχαν αρραβωνιαστει και παντρευτει ακομα κι ηταν ελευ-
τερες,και καμια θεια τους βοηθουσε,αφου τις καθαριζαν απ-τα φυλλα και
τα ξυλακια τις εβαζαν μεσα στα σακια κι οταν γιομιζαν ενα το εδεναν κι
επερναν να γεμισουν αλλο,πολυ καρπο εφετος ειχαν τα δεντρα,στοιβα,
θα εβγαζαν μπολικο και καλο λαδι,ηταν και γερες οι ελιες,δεν ειχαν δακο
ουτε σκουλικι,κι απο ζουμι γεματες,εκτος απο τις πολλες που θα πηγαι-
ναν στο λιοτριβειο για στιψιμο θα διαλεγαν τις πιο καλες,τις πιο γερες και
πιο μεγαλες να τις αλατισουν,καποιες θα τις εκαναν τσακιστες με θυμαρι να
μοσχοβολισουν ,καποιες ξυδατες με μαραθο,καποιες θρουμπες,καποιες θα
τις εψηναν στο φουρνο μετα θα τις ραντιζαν με το νεο λαδι θα-ριχναν και
ριγανι,ετσι περνουσε η ωρα απο δεντρο σε δεντρο,κι απο ραβδισμα σε ραβ-
δισμα,κι απο μαζεμα σε μαζεμα,τιναχτηκαν εικοσι δυο δντρα,ολη τη μερα,
αρκετη δουλεια,εμεναν ακομα πολλα δεντρα,δοξα σοι,ειχαν καιρο ακομα
να τελειωσουν,ηταν η τριτη μερα στο λιοστασι,,διψασαν,πεινασαν,ιδρω-
σαν,πιαστηκε η μεση τους,τρυπησαν τα χερια τους,φαγαν,ξεδιψασαν,ξεκουραστηκαν,φωναξαν,αστειευτηκαν,κουρα-
στηκαν,λιγο πριν δυσει ο ηλιος ετοιμαστηκαν να γυρισαν σπιτι να μην
νυχτωθουν εξω,θα περνουσε η νυχτα,την αλλη μερα ξυπνωντας το πρωι
θα επεστρεφαν ξεκουρασμενοι να δουλεψουν απ-την αρχη ολη τη μερα
Δοξα σοι.
.
.
ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ
ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΙ-Αποδοση ,Σχολια χ.ν.κουβελης
.
Η ΑΔΟΛΕΣΧΙΑ-Ο ΑΔΟΛΕΣΧΗΣ
[Η ΑΚΑΤΑΣΧΕΤΗ ΦΛΥΑΡΙΑ-Ο ΕΝΟΧΛΗΤΙΚΟΣ ΦΛΥΑΡΟΣ]
ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΥ-ΑΔΟΛΕΣΧΙΑΣ
Γ'
Ἡ δὲ ἀδολεσχία ἐστὶ μὲν διήγησις λόγων μακρῶν καὶ
ἀπροβουλεύτων, ὁ δὲ ἀδολέσχης τοιοῦτός ἐστιν, [2]
οἷος, ὃν μὴ γινώσκει, τούτῳ παρακαθεζόμενος
πλησίον πρῶτον μὲν τῆς αὑτοῦ γυναικὸς εἰπεῖν ἐγκώμιον·
εἶτα ὃ τῆς νυκτὸς εἶδεν ἐνύπνιον, τοῦτο διηγήσασθαι·
εἶθ' ὧν εἶχεν ἐπὶ τῷ δείπνῳ, τὰ καθ' ἕκαστα διεξελθεῖν.
[3] εἶτα δὴ προχωροῦντος τοῦ πράγματος λέγειν, ὡς πολὺ
πονηρότεροί εἰσιν οἱ νῦν ἄνθρωποι τῶν ἀρχαίων, καὶ ὡς
ἄξιοι γεγόνασιν οἱ πυροὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ, καὶ ὡς πολλοὶ
ἐπιδημοῦσι ξένοι, καὶ τὴν θάλατταν ἐκ Διονυσίων πλόϊμον
εἶναι, καὶ εἰ ποιήσειεν ὁ Ζεὺς ὕδωρ πλεῖον, τὰ ἐν τῇ γῇ
βελτίω ἔσεσθαι, καὶ ὃ ἀγρὸν εἰς νέωτα γεωργήσει, καὶ ὡς
χαλεπόν ἐστι τὸ ζῆν, καὶ ὡς Δάμιππος μυστηρίοις μεγίστην
δᾷδα ἔστησεν, καὶ πόσοι εἰσὶ κίονες τοῦ Ὠιδείου, καὶ Χθὲς
ἤμεσα, καὶ Τίς ἐστιν ἡμέρα τήμερον; [4] κἂν ὑπομένῃ τις
αὐτόν, μὴ ἀφίστασθαι,[καὶ] ὡς Βοηδρομιῶνος μέν ἐστι τὰ
μυστήρια, Πυανοψιῶνος δὲ τἀπατούρια, Ποσιδεῶνος δὲ
[τὰ] κατ' ἀγροὺς Διονύσια.
[Παρασείσαντα δὴ δεῖ τοὺς τοιούτους τῶν ἀνθρώπων καὶ
διαράμενον ἀπαλλάττεσθαι, ὅστις ἀπύρευτος βούλεται εἶναι·
ἔργον γὰρ [5] συναρκεῖσθαι τοῖς μήτε σχολὴν μήτε σπουδὴν
διαγινώσκουσιν.]
.
.
Η ΑΔΟΛΕΣΧΙΑ-Ο ΑΔΟΛΕΣΧΗΣ
[Η ΑΚΑΤΑΣΧΕΤΗ ΦΛΥΑΡΙΑ-Ο ΕΝΟΧΛΗΤΙΚΟΣ ΦΛΥΑΡΟΣ]
.
Η αδολεσχια ειναι η ακατασχετη ενοχλητικη κι απερισκεπτη
χωρις ειρμο φλυαρια,και ο ενοχλητικος φλυαρος ο αδολεσχης
ειναι αυτος,που πλησιαζει καποιον,ακομα κι αν δεν τον γνωρι-
ζει,κι αρχιζει να παινευει τη γυναικα του,επειτα διηγειται το
ονειρο που ειδε χθες τη νυχτα,υστερα λεει τι θα δειπνισει κι
αναφερνει ενα προς ενα καταλεπτως τα φαγητα που θα φαει,
υστερα καθως προχωραει στη κουβεντα του κρινει πως οι ση-
μερινοι ανθρωποι ειναι πολυ πιο πονηροι απ'τους παλιοτερους,
και πως το σταρι πουλιεται πανακριβα στην αγορα και πως παρα
πολλοι ξενοι μεταναστες ζουν και μενουν στη πολη,και πως
απο τα Διονυσια και μετα αρχιζουν τα ταξιδια στη θαλασσα,
και πως αν ο θεος ριξει πολυ βροχη η γη θα γινει πολυ ευ-
φορη,και πως με τη νεα χρονια θα οργωσει το χωραφι του,
και πως η ζωη εγινε πολυ δυσκολη δυσβασταχτη,και πως ο
Δαμιππος κατα τη τελεση των μυστηριων αναψε μια πολυ
μεγαλη λαμπαδα,κι ακομα ποσες ειναι οι κολωνες του Ωιδειου,
και ''Χθες πηρα εμετικο'',λεει,και ''Τι μερα ειναι σημερα;'',
λεει,κι αν καποιος μπορει και τον αντεχει στη μεγαλη φλυαρια του
δεν ξεκολλαει απ'αυτον,συνεχιζει περισσοτερο ακαθεκτοε,και
πως τον μηνα Βοηδρομιωνα ειναι τα Ελευσινια μυστηρια,και πως
τον μηνα Πυανοψιωνα ειναι η γιορτη τα απατουρια,και πως
τον μηνα Ποσιδεωνα ειναι τα κατ'αγρους Διονυσια,
γι'αυτο πρεπει κανενας με ποδια και με χερια να τρεξει
να ξεφυγει πολυ μακρυα απο τετοιους ανθρωπους και ν'απαλαχτει
πριν ν'αρρωστησει τον πιασει πυρετος,γιατι ειναι πολυ δυσκολο να
ξεφυγεις απ'αυτους τους φλυαρους που δεν καταλαβαινουν ουτε
αν εισαι απασχολημενος ουτε αν αναπαυεσαι και θελουν να
φλυαρισουν
.
,
ΣΧΟΛΙΑ:
-Αδολεσχια[α στερητικο+εσδυ,ηδυ,γλυκο+λεσχη,συνομιλια,συζη-
τηση,λεγειν]η'[αδην,κατα κορον-η' ααδειν,ενοχλω+λεσχη ]
-ο Θεοφραστος διεκρινε τρεις τυπους ανθρωπων που μιλουν
πολυ:
1:τον αδολεσχη-τον φλυαρο που μιλα απερισκεπτα χωρις ειρμο
και θελει να γινει ευχαριστος,αρεστος.
2:τον λαλον-αυτος μιλαει πολυ,τα ξερει ολα,''ξερολας'',οτι λεει
ειναι σωστο ,χωρις αντιρρηση.
3:τον λογοποιο-τον παραμυθα,μιλαει πολυ,λεει ακατασχετα ψεματα ,
δεν σταματα να λεει συνεχως παραμυθια.
-Ο Αριστοτελης,ο δασκαλος του Θεοφραστου, λεει:
αδολεσχους λεγομεν τους φιλομυθους και διηγηματικους και
περι των τυχοντων κατατριβοντας τας ημερας.
Αδολεσχους λεμε αυτους που τους αρεσει να μιλουν πολυ
και να συζητουν και να χανονται ολη την ωρα μ' οτι τυχει.
-μετα τα Μεγαλα Διονυσια,Μαρτιο 'Απριλιο,αρχιζαν να ταξι-
δευουν στη θαλασσα,τοτε δεν κινδυνευαν.
-τα Ελευσινεια μυστηρια προς τιμη της Δημητρας και της Περσε-
φωνης διαρκουσαν εννια μερες,τον μηνα Βοηδρομιωνα,Σεπτεμβριο
-Οκτωβριο,την πεμπτη μερα αναβαν λαμπαδες και πηγαιναν στην
Ελευσινα με τον δαδουχο ,εμεναν ολη τη νυχτα στο ιερο
της Δημητρας,αναπαρισταναν τις περιπλανησεις της Δημητρας
που αναζητουσε τη χαμενη κορη της Περσεφωνη.
-το Ωιδειον ηταν κυκλικο κλειστο θεατρο μουσικης με κολωνες,
το εκτισε ο Περικλης.
-οι χωριατες οι αγροτες ειχαν τη συνηθεια να παιρνουν καποιο
εμετικο να καθαρισθουν,να προφυλαχτουν απο αρρωστειες.
-τον μηνα Πυανοψιωνα,Οκτωβριο-Νοεμβριο,γινονταν τα Απατου-
ρια,οικογενειακη γιορτη,των φρατριων,διαρκουσε τρεις μερες,
την πρωτη μερα την δορπια,δορπεια, ετρωγαν σ'ενα πλουσιο σπιτι,
την δευτερη μερα την αναρρυσιν εκαναν θυσιες στον Φρατριο Δια
στην Αθηνα και στον Μελαναιγιδο Διονυσο,[ερρυαν,τραβουσαν
τους λαιμους των θυσιαζομενω ζωων προς τα πανω],και την
τριτη μερα την κουρεωτις κουρευαν τα αρσενικα παιδια ,που
θα τα δεχονταν στην φρατρια,και προσφεραν τα κουρεια,αρνια,
κατσικια,γινονταν και σχολικες γιορτες.
Φρατρια λεγονταν το ενα τριτο η τριτυς μιας απο τις δωδεκα φυλες.
-τα Κατ'Αγρους Διονυσια,τα Μικρα Διονυσια,γινονταν τον μηνα
Ποσιδεωνα,Δεκεμβριο-Ιανουαριο,σ-αυτη τη γιορτη του Διονυσου
χωριατες αγροτες μασκαρεμενοι περιφερονταν πανω σε καρα στε-
φανωμενοι,κρατουσαν φαλλους,τραγουδουσαν φαλλικα ασματα
και πειραζαν τους αλλους αγροτες,με λογια και με εργα,ελεγαν
κι ακουγαν τα εξ αμαξης,αλληλοπειραζονταν,ειχαν και διαφορα
δρωμενα.Επαιζαν και δυο παιχνιδια:τη Σκαπερδα και την Αιωρα.
Στην Σκαπερδα περνουσαν απο μια τρυπα σ'ενα καθετα στερεω-
μενο ξυλο στο εδαφος ενα σχοινι και το ταβουσαν απο τη μια κι
απο την αλλη μερια με τη πλατη γυρισμενη δυο ομαδες παιδιων,κι
οποια ομαδα κατεφερνε να τραβηξει την αλλη και να την φερει πιο
κοντα στο ξυλο νικουσε.
Στην Αιωρα αγορια και κοριτσια σε κουνιες,αιωρες, κρεμασμενες
σε κλαδια δεντρων κουνιονταν κι επαιζαν με τραγουδια,
τα Αλητις,τα περιπλανωμενα,ετσι τα λεγανε
Τα Μεγαλα Διονυσια η' τα Εν Αστει Διονυσια γινονταν τον μηνα
Ελαφηρολιωνα,Μαρτιο-Απριλιο,διαρκουσαν πεντε μερες,τοτε γινον-
ταν,εδιδου χορον,και οι δραματικοι Αγωνες με τρεις Τετραλογιες.
-βρες στον στενο κι ευρυτερο κυκλο σου[συμπεριλαμβανομενου
και του εαυτου σου] ποιοι ταιριαζουν στους τρεις τυπους του Θεο-
φραστου [και στις αναμειξεις τους]:
τον φλυαρον,τον λαλαν,τον λογοποιον.
.
.
[ ΑΠΟ ΠΛΑΓΙΟ ΣΕ ΕΥΘΥ ΛΟΓΟ ]
ΑΝ ΣΕ ΠΛΗΣΙΑΖΕ Ο ΑΔΟΛΕΣΧΗΣ,Ο ΑΚΑΤΑΣΧΕΤΑ ΦΛΥΑΡΟΣ,
ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΥ ΚΑΙ ΤΙ ΔΕΝ ΘΑ ΑΚΟΥΓΕΣ-χ.ν.κουβελης
.
φιλε ,που λες,η γυναικα μου ειναι θησαυρος,πολυ ομορφη,
καλη ,εργατικη,χρυσοχερα,καλη μαγειρισα,νοικοκυρα πρωτη,
οικονομα,ειμαι,τι να σου πω,πολυ τυχερος,ευχαριστημενος,
χθες το βραδυ ειδα ενα ονειρο πως ημουνα σ'ενα κηπο μεσα
πολυ μεγαλο,ειχε μεσα ο κηπος απ'ολα τα δεντρα,μηλιες θες;
ειχε,αχλαδιες θες;ειχε,πορτοκαλιες θες;,ειχε,συκιες θες;ειχε,
ειχε και τι δεν ειχε,απ'ολα τα κλαρια, θαμπωθηκα,κι απλωσα το
χερι να κοψω ενα μηλο,το αρπαξα να το κοψω και τοτε το κλαδι
της μηλιας σηκωθηκε ψηλα,εγω κρεμαστηκα σ'αυτο να μην πεσω,
μαζι με το κλαδι σηκωθηκε και το δεντρο ολοκληρο και πετουσαμε
στον αερα πανω απο καμπους και βουνα περνουσαμε,φθασαμε
σε μια θαλασσα,εκει το δεντρο αρχισε να πεφτει,περιεργα αλλα
δεν φοβηθηκα,λιγα μετρα πριν πεσει το δεντρο στο νερο παρατη-
σα το κλαδι κι επεσα στο νερο κι αρχισα να κολυμπω,κολυμπουσα
πολυ ωρα ,δεν θυμαμαι ποσο,τα κυματα ηταν μεγαλα,καταφερα
να φτασω σε μια στερια,εκει ειδα ενα παιδι στη παραλια,επαιζε
στην αμμο,σαραντα -πενηντα μετρα μακρια,το πλησιαζα και κεινο
ολο απομακρυνονταν,ηταν αδυνατο να το φτασω,ετρεχα και
δεν το εφτανα,μεχρι που το'χασα απ'τα ματια μου,αποψε το
βραδυ για δειπνο εχω κουνελι κοκκινιστο με κρεμμυδακια,φρε-
σκοτατο ψωμι με χωριατικο προζυμι,μια σαλατα με ντοματα κι
αγγουρακια και πιπεριες απ'τον κηπο μου απο τον κηπο μου,
υγιεινα,χωρις λιπασματα,εχω και τυρι φετα πολυ καλη,νοστιμο-
τατη,κοκκινο κρασι απο τον ματζανακη μου,ευφραινει τη καρδια,
τι τα θες ,φιλε μου,τι τα γυρευεις,χαλασε σημερα ο κοσμος,παει,
ολο ψευτες,πονηροι,και συμφεροντολογοι,λαμογια του κερατα,να
φυλαγεσαι απο δαυτους,να σε φανε θελουν,αχρειοι εκμεταλευτες,
οχι παλιοτερα δεν ηταν ετσι οι ανθρωποι,ανθρωπιζαν και λιγο,ειχαν
τσιπα,ειχαν φιλοτιμο,ειχαν καλωσυνες,οχι οπως καταντησαν ση-
μερα αγρια θηρια,τα 'μαθες τα νεα;παλι το σιταρι ακριβηνε,το που-
λανε πανακριβα οι εμποροι στην αγορα,να κερδισουν θελουν οσο
γινεται πιο πολλα,αισχροκερδεια και θα'δες γεμισε η πολη απο
ξενους,μεταναστες,απ'ολα τα μερη του κοσμου ερχονται εδω,τι
θελουν εδω,πες μου;,εδω δεν χωραμε εμεις,που θα παει αυτο το
ζητημα;,απο τις γιορτες τα Μεγαλα Διονυσια τον Μαρτη θ'αρχισουν
τα ταξιδια στη θαλασσα τα καραβια,τοτε καλλιτερευει ο καιρος,
δεν κινδυνευουν οι ναυτικοι να θαλασοπνιγουν ,α και να ριχνε
μια καλη δυνατη βροχη ο θεος να ποτισει τα χωραφια ,να χορτασει
το χωμα νερο,να γινουν ολα ,να το παρουν απανω τους,να
πρασινισει η γη,εγω με το νεο ετος μπαινω στο χωραφι κι οργω-
νω,ετσι εκανα ετσι θα κανω και φετος,τι να σου πω,φιλε μου,
δυστυχως η ζωη εχει γινει πολυ δυσκολη,δουλειες δεν υπαρ-
χουν,δεν κινειται το εμποριο,το χρημα ειναι λιγοστο,εξαφανι-
στηκε,η ανεργεια θ'ανεβει,κλεινουν μαγαζια,σε λιγο δεν θα τα
βγαζουμε περα,θα σφιξει το ζωναρι κι αλλο,α δεν σου'πα, ο
γειτονας μου ο Δαμιππος ,ενας δρομος χωριζει τα σπιτια μας ,
ηταν δαδουχος στα Ελευσινεια μυστηρια κι αναψε τη πιο μεγαλη
λαμπαδα,ξερεις τη πεμπτη μερα που πηγαινουν και καθονται
στην Ελευσινα οληνυχτια,ξερεις ποσες ειναι οι κολωνες γυρω-
γυρω στο Ωιδειο;,δεν ξερειςτις μετρησα,δεκαξι ακριβως,ουτε
μια πιο πανω η' πιο κατω,χθες πηρα εμετικο,παντα παιρνω
τετοια εποχη,τοσες αρρωστειες σερνονται,δεν ξερεις τι μπο-
ρει να κολλησεις,,δεν θυμαμαι,τι μερα εχουμε σημερα,Δευτε-
ρα,Τριτη;,εχασα το λογαριασμο,μυαλο ειν'αυτο,μπερδευεται,
α τον μηνα Βοηδρομιωνα γινονται τα Ελευσινια μυστηρια ,
ετσι δεν ειναι;,και μετα τον μηνα Πυανοψιωνα,ειναι τ'απατου-
ρια,που κουρευουν τα παιδια,και μετα τον μηνα Ποσιδεωνα
ειναι τα κατ'αγρους Διονυσια,τα'χεις δει,ετσι δεν ειναι;,εχουν
πλακα,μασκαρευονται οι χωριατες και πειραζει ο ενας τον
αλλον,το Ωιδειο σε πληροφορω το'κτισε ο Περικλης,τα μπαρ-
μπουνια τα προτιμω πιο πολυ απ'τις τσιπουρες,και μαλιστα
τηγανητα,στο Φαληρο πηγαινω για μπανιο το καλοκαιρι,προχθες ...
και συνεχιζει με το παραπροχθες,και με το περσινο,και το προ-
περσινο,και το φετινο και το κοντινο και το μακρυνο,το γνωστο
και το αγνωστο,το σχετικο και το ασχετο,...,και δεν βρισκει
ουτε ακρη,ουτε μεση,ουτε αρχη.
Καλη ακροση ,λοιπον,και πολυ υπομονη!
.
.
ΕΚΟΨΕ ΑΠΟ ΤΟ ΨΩΜΙ ΤΡΕΙΣ ΦΕΤΕΣ
.
εκοψε απο το ψωμι τρεις φετα,τη μια την εφαγε αυτος,
την αλλη την εδωσε στο παιδι και την τριτη την αφησε
πανω στο τραπεζα να ερθουν τα πουλια να την φανε,
ολοι χορτασαν,η μερα ηταν φωτεινη καθαρη,περπατησε
στην ακρη της θαλασσας,καπου εκατο μετρα,στον ισκιο
ενος δεντρου ξαπλωσε να κοιμηθει,τον ξυπνησαν φωνες,
ψαραδες περνουσαν με τις βαρκες για το βραδυνο ψαρεμα,
σηκωθηκε,περπατησε πισω,τα κυματα παραλληλες γραμμες
εσκαγαν ,γυριζαν κι αναδιπλωνονταν,εσκαγαν σε αφρους,
μ'αυτο τον σταθερο ρυθμο εφτασε στην ακρη της παραλιας,
στο σπιτι το παιδι ειχε κοιμηθει
.
.
ΧΡΟΝΙΚΟ:
ΣΤΗ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟ ΛΙΓΟΒΙΤΣΙ ΠΗΓΑΜΕ
[κειμενο χρονικου χ.ν.κουβελης]
.
.
Οταν ερχονταν ο Αυγουστος μηνας κι αρχι-
ζε το Δεκαπενταυγουστο της Παναγιας η δουλεια
στα καπνα ηταν στο ζενιθ,καιγομασταν,μαζωμα
πρωι απογευμα,αρμαθιασμα ολη σχεδον τη μερα,
τα πρωινα αν ειχε δροσια ξεκολλημα των φυλων
στις λιαστρες,κρεμασμα τα βαντακια στο σπιτι.
Πως και πως περιμεναμε να περασουν οι μερες
να φθασει η παραμονη της Παναγιας 14 Αυγου-
στου ν'ανεβουμε κατα το απογευμακι οταν πεφτει
το καμα στο Λιγοβιτσι,στο Μοναστηρι της Πα-
ναγιας.Θ'ανεβαιναμε παρεες παιδια 13-16 χρο-
νων,οι γονεις μας μας αφηναν να παμε.Ερχον-
ταν και οι γονεις,η μαννα πηγαινε,ο πατερας επρε-
πε να μεινει στο χωριο γιατι τα καπνα ηταν στη
λιαστρα απλωμενα εκτεθειμενα στον καιρο και
υπηρχε μεγαλος κινδυνος να πιασει ξαφνικη μπο-
ρα να βραχουν τα καπνα και να χαλασουν να
μαυρισουν,επρεπε να'ναι εκει να προλαβει να
τραβηξει τα πανια και να τα σκεπασει.Αυτος μας
κανονιζε,μας εδινε χρηματα να χαλασουμε.Κα-
βαλα στο γαιδουρι η μανα,επερνε μαζι και την
αδερφη μου.Ερχονταν και η βαβω η γιαγια
Πανωρια απο την Παπαδατου να παει να προ-
σκυνησει.Περναμε και εφοδια,νερο,ψωμι φρε-
σκοφουρνισμενο,κουλουρια,περναμε και ψωμι
αρτο για την Παναγια,επισης σταφυλια,τα πρω-
τα μολις ειχαν μαυρισει,και συκα,τα πρωτα μο
λις ειχαν φουσκωσει και μαλακωσει,λαδι,νηστι
σιμα γιατι κραταγαμε να μεταλαβουμε ,κι ενα
μπουκαλακι λαδι για το μοναστηρι.Περναμε
και ρουχα,απο μια κουβερτα ο καθενας να σκε-
παστουμε οταν θα κοιμομασταν τη νυχτα να μην
κρυωσουμε γιατι ηταν ψηλα το μοναστηρι.
Εμεις τα παιδια πηγαιναμε ποδαροδρομο απο
τη Μαχαιρα,φταναμε στη Σκουρτου,4-5 χιλ,
και απο το αρχαιο καστρο των Δυριεων ανεβαι
ναμε το μονοπατι που σκαρφαλωνε στο λοφο
μεσα στις βελανιδιες ,και φταναμε ψηλα στο
εκκλησακι του Αη Γιαννη του Θεολογου.Εκει
στριβαμε αριστερα βορεια κι ακολουθουσαμε
το μονοπατι που ανηφοριζε ελαφρα οχι τοσο
αποτομα οσο πριν.Στο δρομο μας συναντουσα-
με ομαδες προσκυνητων απο τα γυρω χωρια
του Ξηρομερου,απο τη Μαχαιρα,απο τη Σκουρ-
του κατω,απο τον Προδρομο και το Αγραμπελο
περα νοτια,και απο κατω,απ'την ανατολικη πλευ-
ρα του λοφου,ερχονταν προκυνητες απο τη
Γουριωτισα,τη Γαλιτσα,τους ξεχωριζαμε γιατι
μιλουσαν αλλη γλωσσα σαν λατινικα,επισης
ερχονταν απο πιο περα απο τη Ριγανι ,απο τα
Οχθια,κι αυτοι μιλουσαν την ιδια γλωσσα τα
λατινικα.Απο την αλλη μερια βορεια του μονα-
στηριου ερχοντουσαν οι Μαχαλιωτες και δεν
τους συναντουσαμε.Απο εκει ερχονταν και οι
Μπαμπνιωτες και οι Αιτινιοι.
Προχωρουσαμε προς τη Παναγια.Κατω απο κα-
ποιο δεντρο ,θυμαμαι ,ειχαμε καποτε δει καρ-
φωμενο ενα ξυλινο σταυρο απο δυο ξυλα,σημα
ενος ταπεινου ανθρωπου στον τοπο του.Προχω-
ρουσαμε ,εδω ο τοπος στη κορυφογραμμη ισιω-
νε καπως και ξαφνικα ανοιγε και στα δεξια μας
ανατολικα κατω οπως κατηφοριζε με πυκνους
θαμνους και βελανιδιες ο λοφος βλεπαμε τη
στρογγυλη οβαλ επιφανεια της λιμνης,τον Οζερο,
και περα ως περα τον μεγαλο καμπο του Αγρινιου.
Αυτο το τοπιο για μας,τοτε που δυσκολα ταξιδευ-
αμε,ηταν ενα μεγαλο θεαμα.Επιπεδη γη ευφορη
μακρια πλατια κι απεραντη,σε συγκριση με το
αγονο και στενοχωραφο τοπο το Ξηρομερο που
ζουσαμε.Βλεπαμε ευφορα τοπια με νερα.Απο
κατω ηταν η Λιμνη Οζερος και περα δεξιωτερα
ξεχωριζαμε την λιμνη Τριχωνιδα και την λιμνη
Λυσιμαχια.Βλεπαμε και τ'ασπρα γυρισματα σαν
φιδιου του ποταμου Αχελωου,που διεσχιζε το το-
πιο.
Καθομασταν εκει στα βραχια να ξελαχανιασουμε
λιγακι και ν'αγναντευσουμε περα το ψηλο βουνο
του Παναιτωλικου,τη Κυρα Βγενα,και περα στο
βαθος νοτια ητανε η λιμνοθαλασσα της Σταμνας
του Αιτωλικου και του Μεσολογγιου και μακρυτε-
ρα ο Πατραικος κολπος.
Αφου ξαποστεναμε και ευφραινομασταν το θεαμα
συνεχιζαμε τη πορεια.Πρωτα αντικρυζαμε το χα-
μηλο υψωμα δεξια με το αλωνι των μοναχων τα
παλια χρονια και τη μαντρα του.Στη κορυφη της
καμπυλης του δρομου οταν φταναμε βλεπαμε
στο βαθος βορεια το Μοναστηρι της Παναγιας.Το
Λιγοβιτσι.Το μοναστηρι ηταν σαν φρουριο με ψη-
λο τοιχο γυρω,φαινονταν η εκκλησια στο κεντρο
του.Μπροστα υπηρχε ενα πλατωμα μια μεγαλη
λακα ,κι απο πανω της συριζα δυτικα υψωνονταν
λοφος,στα ανατολικα της λακας ηταν το ανοιγμα
στο καμπο.
Γεματος ο τοπος της λακας απο προσκυνητες που
επιασαν θεση,η' εψαχναν για θεση,να διανυχτερευ-
σουν.Ανθρωποι διαφορων ηλικιων απο πολλα χω-
ρια γνωριζονταν,χαιρετιονταν,κουβεντιαζαν,ευ-
χονταν ο ενας στον αλλον:''Βοηθεια μας''.
Τ'αλογα και τα γαιδουρια τα εδεναν στη πλαγια
του λοφου.
Μπεναμε στο μοναστηρι απο την κεντρικη πυλη του,
πολυκοσμια,στη μεση δεξια με σκαλια υπερυψωμενη
η εκκλησια,στα δυτικα ηταν τα κελια,η σκεπαστη λον-
τζα με τη μεγαλη σκαλα.Οσοι ηρθαν πιο μπροστα
προλαβαν κι επιασαν θεση στα κελια,εκει θα περνου-
σαν τη νυχτα.Εμεις δεν ξερω γιατι προτιμουσαμε να
μεινουμε εξω στην λακα στην υπαιθρο,δεν μας πειραζε
αυτο,αντιθετα μας ευχαριστουσε.
Πηγαμε να παρουμε και να πιουμε δροσερο νερο απο
τη στερνα με την αντλια,βορεια διπλα απο την εκκλη-
σια.Μεγαλος συνωστισμος σ'ενα μικρο στενο χωρο,
αλλοι πολλοι ερχονταν κι αλλοι πολλοι εφευγαν.
Πολλες διαφορετικες φωνες υψωνονταν στον αερα
και διακλαδιζονταν απ'τον εναν ανθρωπο στον αλλον.
Πολυς κοσμος,μεγαλη ουρα σχηματιζε,περιμενε να
μπει στην εκκλησια να προσκυνησει την εικονα της
Παναγιας.
Πηγαμε στη μεγαλη ταρατσα πισω απο το ιερο.Μαζι
με αλλους πολλους ανθρωπους κοιταξαμε και θαυ-
μασαμε τη θεα στη λιμνη κατω και στον καμπο περα
ως τα βουνα και τη λιμνοθαλασσα,ν'ανοιξει η καρδια
μας και ν'αλαφρυνει η ψυχη μας.
Εκει στο μοναστηρι βλεπαμε πολυ κοσμο να περναει
απο μπροστα μας,αγνωστοι,για πρωτη φορα τους βλε-
παμε και μας βλεπανε,ανταμωναμε και γνωστους,παι-
δια που τα ξεραμε απο το σχολειο απο το γυμνασιο,
απο τη μπαλα,απο τα πανηγυρια,συγεννεις,φιλους,
συγχωριανους.
Εξω μπροστα απο τα τειχη του μοναστηριου ητανε
πωλητες με τους παγκους τους γεματους με ζαχαρωτα,
με καραμελες,με γλυφιτζουρια,με σαμαλι,με μπακλα-
βαδες.Θυμαμαι ακομα τη γευση και τη γλυκα του μπα-
κλαβα,τριγωνος,ολο ψιλα φυλλα ηταν με μπολικο σο-
ροπι ποτισμενα.
Καποια απο μας τα παιδια,τα πιο ξωηρα και τα πιο
περιεργα,ανεβαιναμε το λοφο,πανω απ'το μοναστηρι.
Βιαζομασταν να φτασουμε στην κορυφη πριν πεσει
το φως και νυχτωσει.Οταν φταναμε εκει κοιτουσαμε
και βλεπαμε γυρω -γυρω τον Μπουμστο,ψηλο βουνο
των Ακαρνανικων,το Περγαντι,το Αγρινιο κι ολο τον
καμπο ως περα,τα κατωμερα,τη Βελουτσα στον
Αστακο,τη Βιτσι στη Μαχαιρα,κορυφες των Ακαρνα-
νικων,την Μαχαιρα,την Μπαμπινη,τον Αετο,τον
Περσεβο,την Κατουνα,την Παπαδατου,την Μαχαλα.
Εκει πανω ειδαμε και τα ερειπια της ακροπολης της
αρχαιας Μητροπολης.
Οταν νυχτωνε καλα πηγαιναμε στη λακα στη θεση
που ειχαμε κρατησει.Εκει βρισκαμε τη μανα,τρωγαμε
στο φως του φεγγαριου.Παντα τυχαινε εκεινο τον καιρο
το φεγγαρι να'ναι γεματο λαμπερο.Λενε πως το φεγγαρι
τον Αυγουστο ειναι το πιο φωτεινο του χρονου.
Επειτα ερχονταν η ωρα να πεσουμε να κοιμηθουμε,
στρωναμε την κουβερτα ξαπλωναμε με τα ρουχα
και με τη μιση σκεπαζομασταν.Ξαπλωμενοι εξω
απο το μοναστηρι στη λακα μαζι με αλλους πολλους
ακουγαμε τις ψαλμωδιες στην εκκλησια,απαλα,ακου-
γαμε τα τριζονια τρι και τρι στα χορτα εκει γυρω,
ακουγαμε τα κουβεντιασματα και τα ψιθυρισματα
των ανθρωπων διπλα μας και μακρια μας,ακουγαμε
τα κυπρια των αλογων,τα περισσοτερα τα ειχαν βου-
λωμενα με σπερδουκλια να μην ακουγονται και τα
χτυπηματα των ποδιων τους,καποιοι απο μας που
ειχαμε προσεξει το δασκαλο στο μαθημα της Ιστο-
ριας ακουγαμε τον Καραισκακη και τα παλλικαρια
του που φιλοξενηθηκαν στο μοναστηρι,βλεπαμε
τον φωτισμενο καμπο,τα ηλεκτρικα φωτα στο Αγρι-
νιο,και τα φωτα των αυτοκινητων στον διεθνη,ετσι
λεγαμε τον δρομο Γιαννενα-Αγρινιο-Αντιριο,κι ο-
νειρευομασταν οταν μεγαλωσουμε να παμε στη μεγα-
λη πολιτεια.Εγω ηθελα εκει να δω τις φωτεινες επι-
γραφες να αναβοσβηνουν με γραμματα και σχεδια.
Βλεπαμε τα φωτακια των ανθρωπων,κερια αναμενα,
φακους.Και βλεπαμε παντου γυρω μας και πανω
μας το φως του φεγγαριου.Επειτα σιγα σιγα ολες οι
φωνες ολες οι παραστασεις ελιωναν διαλυονταν,ο κο-
σμος ηρεμουσε,το κορμι χαλαρωνε,ενα αερακι δρο-
σερο απαλο ερχονταν και κουνουσε τις κουνιες των
ανθρωπων.Τοτε τα βλεφαρα βαραιναν και τα ματια
εκλειναν στον ησυχο ευτυχισμενο υπνο.
Το πρωτο φως της μερας,και η δροσια του καμπου,
μαζι με τις πρωτες φωνες των ανθρωπων και των
ζωων μας ξυπνουσε.
Οσοι ειχαν κρατησει νηστεια πηγαιναν να μεταλαβουν,
και μετα μολις εβγαινε ο ηλιος τα παντα εκει ροδιζαν
κι ηταν πορτοκαλενια,μεσα στην ασπρογαλαζη ομιχλη
ολος ο καμπος.
Τοτε περναμε τον δρομο της επιστροφης.Κατω η λιμνη
δεν φαινονταν ηταν εξαφανισμενη στην ομιχλη κι ολος
ο τοπος στην ομιχλη απο κατω βυθισμενος,οσα ειχες
δει καθαρα το απογευμα της προηγουμενης μερα τωρα
το πρωι τιποτα δεν ξεχωριζες απο εκεινα.
Κι αλλοι ανθρωποι μαζι με μας εφευγαν,πεζα η' καβαλα
στα ζωα.Στον Αη Γιαννη τον Θεολογο χωρισαμε,εμεις
απο τη Μαχαιρα και τη Σκουρτου κατηφοριζαμε δεξια
προς τα δυτικα το λοφο,κι απο την αλλη μερια του λο-
φου αριστερα προς τα ανατολικα κατηφοριζαν λιγο
πιο περα οι προσκυνητες απο τη Γουριωτισα,τη Γαλι-
τσα,τα Οχθια,και σιγα σιγα χανονταν οι μορφες τους
και δεν ακουγαμε πια αλλο την λατινικη γλωσσα τους.
Προς τα εκει κατω πηγαιναν κι οι Ριγανιωτες.Οι Προ-
δρομιτες και οι Αγραμπελιωτες τραβουσαν ισια
νοτια.
Αν ειμασταν τυχεροι θα προλαβαιναμε στη Σκουρτου
που κατεβαιναμε κανενα κοκορετσι να αρτισθουμε με-
τα απο δεκα-πεντε ολοκληρες μερες που κρατουσαμε
νηστεια.
Φταναμε στο χωριο.Εκεινοι που δεν ειχαν παει στο
Λιγοβιτσι κι ειχαν μεινει στο χωριο μολις μας εβλε-
παν ερχονταν να μας ευχηθουν:''Βοηθεια σας και
του χρονου να ξαναπατε''.Εμεις τους ευχαριστουσα-
με με την καρδια μας κι ειχαμε πολλα να διηγηθουμε,
και για πολλα χρονια να θυμομαστε,τωρα που ολα
εχουν ριζικα και αμετακλητα αλλαξει.
.
.
''Ητανε τοτε τα χρονια του '60 ενας καλογερος στο
Λιγοβιτσι παλαιοημερολογιτης ονοματι Παχωμιος
απο τα Μεσογεια της Αττικης,στον ωμο του ανεβαζε
τη ξυλεια να φτιαξει το μοναστηρι,γυριζε και μεσα
στα χωρια και μαζευε σιταρι,...''
.
''Ητανε κι ενας ιερομοναχος απο το Αγγελοκαστρο
στο Λιγοβιτσι ονοματι Πριοβολος ο οποιος ειχε χασει
το χερι του απο καποιο πυρομαχικο που εσκασε,αυτος
λειτουργουσε και στη Μαχαιρα οταν ο Παπαχιλλεας
ηταν εξορια σαν αριστερος,...''
.
''Ηταν κι ενας ταπεινος ανθρωπος απο τη Μαχαλα
ονοματι Γιαννης Γουσας,τον εβαλε ο Παπαχιλλεας
τοτε που'χε τη διακυβερνηση στο Λιγοβιτσι κι ετρω-
γε ψωμακι ο φτωχος οπου δεν ειχε να φαει,...''
.
''Ητανε τοτε που ο Γατσελος ονοματι Δημητρης
Τσαμης απο την Μαχαιρα ητανε ληστης καταζητουμε-
νος και ζητουσε το αποσπασμα το κεφαλι του με αμοι-
βη και εγινε στα αμπελια του Λιγοβιτσιου βορεια
κατω απο το μοναστηρι πανω κοντα στη λιμνη να προ-
δωθει,...''
.
''Ητανε τοτε που στο Λιγοβιτσι καποιοι ψενανε κοκο-
ρετσια αν και δεν επρεπε επειδη ηταν νηστεια ημερα
κι ηταν αμαρτια να τρως κρεας κι ακουστηκε ξαφνικα
μεσα στη νυχτα η φωνη του Πουλου,τοτε πρωτοσυγγε-
λου της Μητροπολης να κρενει :''Μην ψενετε,ειναι αμαρ-
τια'' και το μικρο παιδι στη λακκα ξαπλωμενο διπλα στη
μαννα του το ακουσε κι απορησε κι απο μεσα του ειπε:
''Πως τους ειδε εξω που ειναι αυτοι αφου αυτος ειναι μεσα
στο μοναστηρι;Αγιος ειναι'',γι'αυτο λεω πως πρωτα τα νηπια
και τα παιδια θα καταλαβουν τον λογο του,...''
.
''Ηταν τα μαυρα χρονια της χουντας των συνταγματαρ-
χων και στο χωρο του Λιγοβιτσιου ητανε χωροφυλακοι
κι οποιον νεαρο βλεπανε με φαβοριτες τον επιαναν και
τον πηγαιναν στα σκοτεινα κατω απο το μεγαλο τειχο
μπροστα πλαι,στη γωνια,και του εκοβαν τις φαβοριτες
με τον νομο περι τεντιμποισμου και τον εξεφτιλιζαν,εμας
τα παιδια μας αφηναν να ειμαστε θεατες του εγκληματος
ισως για τον παραδειγματισμο προς αποφυγην,θυμαμαι
πως οι αλητες νεαροι ηταν κυριως Μαχαλιωτες,...''
.
''Ητανε στα χρονια του σχολειου,στ' ταξη, που πηγαμε
μια κοινη εκδρομη στο Λιγοβιτσι,το δημοτικο σχολειο
της Μαχαιρας και το δημοτικο σχολειο της Σκουρτους,
δασκαλος της Μαχαιρας ηταν ο Αχιλλεας Ζακοπουλος
απο το χωριο Αμαραντος των Ιωαννινων,και δασκαλος
της Σκουρτους ητανε ο Τσακαλογιαννης απο την Μπα-
μπινη,στη λακα παιξαμε μπαλα,ομαδες απο τα δυο σχο-
λεια,τοτε το μοναστηρι ητανε εγκαταλλελειμενο,δεν
υπηρχε κανεις,για να φαμε ,θυμαμαι ο Γεωργικος Συναι-
ρισμος Μαχαιρας μας ειχε δωσει δωρισει κονσερβες ψαρι
αυτες που τις λεγαμε ''ρωσικες'',φαγαμε στη σκεπαστη
λοντζα με τη μεγαλη σκαλα,εκει ο δασκαλος ο Ζακοπου-
λος μαζεψε τα κοριτσια να τα μαθει να χορευουν ενα
μοντερνο χορο ,το Φοξ Τροτ,δηλαδη τον βηματισμο της
πονηρης αλεπους,γυριζοντας επισκεφτηκαμε το δημο-
τικο σχολειο της Σκουρτους και ειδαμε τις αιθουσες
διδασκαλιας του,...''
.
.
ΤΡΙΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ,ΤΗ ΦΥΛΛΑΔΑ
ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ-χ.ν.κουβελης.
...
και το στρατευμα πεζοπορουσε ημερες ολοκληρες και
νυχτες χωρις ξεκουραση και υπνο και φαγητο ελαχιστο
και νερο λιγοστο,αγριεψαν οι στρατιωτες,τα μαλλια και τα
γεννια τους μεγαλωσαν,αγρια η μορφη τους,η οψη σκυ-
θρωπη,μιλια δεν εβγαζαν απ'το στομα,μοναχα βρισιες
και βλαστημια ακουγονταν,κι εκεινες συντομες, κι επειτα
βαρια σιωπη,οι βαριες αναπνοες,και πηγαν στον Αλεξανδρο
αντιπροσωποι τους δεκα και του ειπαν τα παραπονα,πως
δυσκολα συγκρατουνται οι στρατιωτες οταν ειναι απελπι-
σμενοι να μην στασιασουν και πως η υπομονη εξαντληθηκε
και ο Αλεξανδρος τους ακουσε προσεχτικα και μεσα του λυ-
πηθηκε,αλλα δεν το εδειξε,γοιατι ειχε μαθει πως ο αρχηγος
δεν πρεπει να δειχνει φοβια η' αμφιβολια,οταν ολοι οι
αλλοι φοβουνται και αμφιβαλουν,αλλα πρεπει να κρυβει
καλα τι σκεπτεται και να μην αποκαλυπτει τι αισθανεται,τους
ειπε πως θα κανει οτι μπορει να διορθωσει τη κατασταση,ν
α συγκρατηθουν για λιγο,κι εφυγαν οι αντιπροσωποι κι εμει-
νε ο Αλεξανδρος βαθεια συλλογισμενος και με βαρια τη καρ-
δια,κι εστειλε ανθρωπους εμπιστους δικους του να μαθει
τους πρωταιτιους τους αντιρρησιες,να τον ειδοποιησουν
κι εναν εναν να τους ξεμοναχιασει και να τους εξουδετερω-
σει,γιατι ηξερε πως χωρις αργηγο ο οχλος δεν οργανωνεται
και να κινηθει εναντιον του,και δεν ηθελε να κινδυνεψει η
εκστρατεια του με κανενα τροπο να ματαιωθει
...
ειπε να τον δεσουν με σχοινι να κατεβει στο πηγαδι,
εκει θα λυθει,κι οταν ειναι ετοιμος θα δεθει με το σχοι-
νι,θα το κουνησει να καταλαβουν πανω και να τον σηκω-
σουν,κατεβηκε ο Αλεξανδρος στο πηγαδι και μετρησε
το βαθος του κι ητανε χιλιες οργιες και το σκοταδι οσο
κατεβαινε τοσο πυκνωνε και το κρυο μεγαλωνε ,οταν
εφτασε στο πατο λυθηκε απ'το σχοινι ,μεσα στο σκοταδι
ειδε μια χαραμαδα φως,εσπρωξε τον τοιχο κι εκεινος
ανοιξε σαν πορτα και μπηκε ο Αλεξανδρος σε μια φωτι-
σμενη αιθουσα κι ειχε πολλες κολονες θεορατες που
βαστουσαν ψηλα τη τεραστια οροφη κι ειχε η οροφη,ση-
κωσε το κεφαλι κι ειδε,πολλα σχεδια απο το ζωικο κι απο
το φυτικο κοσμο,πολλα ζωα και πολλα φυτα δεν τα'χε ξα-
ναδει,στο βαθος της αιθουσαν ηταν ανθρωποι μαζεμενοι,
πλησιασε κι οσο κι αν τους πλησιαζε δεν εφτανε κοντα τους,
ενας απ'αυτους γυρισε και του φωναξε:Αλεξανδρε ελα εδω
κοντα μας,μην στεκεις μακρυα,κι ακουσε τη φωνη του δυνατη,
σαν να του μιλουσε απο πολυ κοντα απο διπλα του και του α-
παντησε:Πως να ερθω ,δεν μπορω,πλησιαζω κι απομακρυ-
νεστε και δεν σας φθανω ποτε,ο αλλος δεν του απαντησε,σαν
να μην τον ακουσε,του επανελαβε τα ιδια λογια πιο δυνατα,
παλι δεν τον ακουσε,και τοτε τον ειδε να του χειρονομει,σαν
να του φωναζε να τρεξει,ετρεξε και τους εφτασε,ηταν πολλοι
μαζεμενοι,απο κοντα του φανηκαν ιδιοι,το ιδιο προσωπο,
το ιδιο υψος ,τα ιδια ρουχα,ιδιο χρωμα μαλλιων,ιδια φωνη,
ιδιοι ανθρωποι,πως να ξεχωρισει τον ανθρωπο που του
φωναξε;αδυνατο ητανε,και τοτε ειδε να ειναι στημενοι
παντου αναμεσα τους πολλοι καθρεπτες σε διαφορες γω-
νιες και καθε ανθρωπος ειχε απο καθρεφτη σε καθρεφτη
πολλα ειδωλα,τοσο πολυ ζαλιστηκε που δεν ηταν σιγουρος
ποιοι ανθρωποι ηταν πραγματικοι και ποιοι ηταν μοναχα
ειδωλα,παρατηρησε πως οι καθρεφτες ηταν απο τετοιο
υλικο κατασκευασμενοι που μπορουσες να περασεις
στο εσωτερικο τους και να συνυπαρχεις με το ειδωλο
σου,με τα ειδωλα των αλλων ανθρωπων,μεσα στα ειδωλα
ειδε τη μορφη του ν'αλλαζει να γινεται ομοια με των αλλων,
σε λιγο δεν θα γνωριζε ποιος ηταν μεσα σε τοσους πολλους
ομοιους ανθρωπους,σκεφτηκε να γυρισει πισω,ομως το
πισω ,οπως κι οποιαδηποτε αλλη κατευθυνση ειχε εξαφα-
νισθει,ολοι κινουνταν,καποια στιγμη σταθηκαν ολοι ακινη-
τοι,ουτε καμια φωνη ακουγονταν,μοναχα ακουγε το χτυπο
ενος ρολογιου,δεν μπορουσε να προσδιορισει απο που,ακου-
γονταν καθαρα τα δευτερολεπτα,ειδε πως απεκτησε παλι το
δικο του προσωπο,καταλαβε πως χαθηκε σε λαβυρινθο,πριν
αρχισουν ολα απ'την αρχη να συμβαινουν ξανα ετρεξε προς
καποια διευθυνση να προλαβει να ξεφυγει.ειδε μια ανοιχτη
πορτα,ισα που προλαβε να τη περασει γιατι σταματησε το ρο-
λοι ,βρεθηκε στο σκοταδι,απλωσε τα χερια και ψηλαφησε ,
επιασε το σχοινι ,δεθηκε απ'τη μεση,το κουνησε δυνατα,
γρηγορα τον ανεβασαν επανω,τον ρωτησαν γιατι τοσα γρη-
γορα γυρισε,δεν τον ειχαν καλα καλα κατεβασει κατω κι αμε-
σως κουνησε το σχοινι να τον ανεβασουν επανω,μολις που
κατεβηκε,δεν τους ειπε τιποτα τι ειδε,ειπε πως δεν ειχε κατι
να δει
...
νυχτα,η Ρωξανη,ηταν εξω στον κηπο,τη βρηκε εκει,την
πλησιασε,σταθηκε κοντα της,την αγγιζε,ζεστο το κορμι
της,ειδε το προσωπο της,το φωτιζε η σεληνη,πανσεληνος,
''εχεις ομορφο προσωπο'' της ειπε,εκεινη χαμογελασε,
δεν απαντησε,αργοτερα στη κρεβατοκαμαρα,τον ρωτησε
τι εννοουσε οταν ,πριν,στο κηπο της ειπε:''εχεις ομορφο
προσωπο'',
...
.
.
Αποσπασματα της ιστοριας ενος αχρειου τυραννου
απο το εργο Ιωνα Ανωνυμου Λογογραφου
του Στ' αιωνα π.Χ-χ.ν.κουβελης
.
ηταν αχρειος ανθρωπος,πολλοι συγχρονοι του το μαρτυρουν,
καταφερε να παρει με βια την εξουσια,εξορισε τους αντιπα-
λους του και πολλους τους θανατωσε,κατααπαταλησε το δη-
μοσιο χρημα με τους ομοιους του,η υπαιθρος ερημωθηκε,
η φορολογια δυσβασταχτη,περιστοιχιζονταν απο δολιους και
πονηρους,κολακες τον συμβουλευαν,πορνες συναναστρεφον-
ταν,αμετρητα δεινα συσωρευτηκαν,κι εγινε πολυ μισητος στο
λαο,
τον επιασαν,τον εσυραν νυχτα σκοτεινη ασεληνο σε ερημικο με-
ρος,εκει τον παρατησαν χωρις τροφη και νερο,γυρνουσε μεσα στην
απεραντη ερημια,που πουθενα δεν ειχε ακρα,ουτε δεντρου σκια,
ο ηλιος δεν ανετειλε ουτε δουσε τον εκαιγε,υποφερε για οσα κακα
εκανε κι ετσι τελειωσε τις μερες του εκεινος ο τυραννος,
.
.
ο πινων του πινωνοντας τον πινωντα
ΕΝΑ ΑΝΑΚΡΕΟΝΤΕΙΟ ΠΟΙΗΜΑ-μεταφραση χ.ν.κουβελης
Αφιερωμενο στους Βαρελοφρονες του παλιου περιοδικου ΡΟΜΑΝΤΣΟ
.
.
Η γη μελαινα πινει,
πινει δενδρεα δ'αυ γην,
πινει θαλασ'αναυρους,
ο δ'ηλιος θαλασσαν,
τον δ'ηλιον σεληνη,
τι μοι μαχεσθ',εταιροι,
καυτωι θελοντι πινειν;
.
η μαυρ' η γης πινει,
πινουν τα δεντρα τους χυμους της ,
πιν'η θαλασσα τα ποταμια,
ο ηλιος τη θαλασσα,
τον ηλιο η σεληνη,
γιατι με κατηγορατε,φιλοι,
που και'γω θελω να πινω;
.
ο ενας φερνει τον αλλον Σχολιασμο:
-η φυσικη αλυσιδα :ο πινων του πινοντος τον πινοντα κ.ο.κ
η γη που πινει που την πινουν τα δεντρα
η θαλασσα που πινει τα ποταμια που την πινει ο ηλιος που
τον πινει η σεληνη
δηλαδη λιανωτερα,περιεχτικοτερα,σνιφ!,να μην γινει καμμια
παρεξηγησης περι αυτου οι Επισχολιασμοι.
-η γη πινει,ρουφα,απορροφα ,το νερο της βροχης,
ο πινων η γη,το ποτο η βροχη
-τα δεντρα πινουν ,ροφουν,με τις ριζες τους τα θρεπτικα συ-
στατικα της γης, του χωματος,
ο πινων το δεντρο,το ποτο οι χυμοι
-η θαλασσα δεχεται ,ρουφα,τα νερα των ποταμων,
ως γνωστον τα ποταμια καταληγουν στη θαλασσα,
ο πινων η θαλασσα,το ποτο ο ποταμος
-το νερο της θαλασσας το πινει,το ρουφα,το εξατμιζει
ο ηλιος,αν δεν το ξερετε,με τη θερμοκρασια του,με την
ακτινοβολια του,
ο πινων ο ηλιος,το ποτο η θαλασσα
¨-τον ηλιο τον πινει,τον ρουφα,τον κρυβει,τον εξαφανιζει,
κι αυτο αν δεν το ξερετε,η σεληνη,στην εκλειψη του ηλιου
απο τη σεληνη,καθως η σεληνη μπαινει αναμεσα σπο τη γη
και τον ηλιο και τον ηλιο τον κρυβει ,ο ηλιος σκοτινιαζει και
χανεται,σαν να τον πινει,να τον καταπινει,
αλλα και τ-αλλο, η σεληνη πινει,ρουφα το φως του ηλιου,γιατι
δεν εχει δικο της φως,το αντανακλα,και φαινεται φωτεινη απ'το
φως που πινει
ο πινων η σεληνη,το ποτο ο ηλιος
Ας αφησουμε τα σοβαρα ,τα επιστημονικα και τα αστρονομικα
κι ας ερθοομε στα καθ'εμας γηινα ,στα παθη του Ανακρεοντα,τα
γνωστα πινωντα,
ο πινων Εγω ο Ανακρεωντ,Εσυ,Εμεις,το ποτο τα ποτα
και ο Ανακρεων,γενικα ο πινων,πινει,αφου φυσικος νομος ειναι:
''ο πινων του πινοντος τον πινωντα'',το ενα να πινει το αλλο
που πινει το αλλο και ουτω καθεξης,ετσι κι αυτος πινει,και να μην
τον κατακρινετε[και τοτε και τωρα και παντα],γιατι ειναι πολυ αδυ-
νατος να ξεφυγει απ'αυτον τον δυνατο φυσικοτατον υπερανω νομο
γι'αυτο και νομοτελειακα...πινει,δηλαδη θελει ..φυσικω τω νομω
να πινει,δεν μπορει να ξεφυγει να μην πινει-και ως εκ τουτου τα
σχολια οι κρισεις και οι επικρισεις σας περιττευουν,ειναι,σας το
λεει και το τονιζει,ανακρουωντας,φανατικως,εμφυτως ουχι επικτη-
τως,...βαρελοφρων!
Τελεια και παυλα Παιδια,.Σνιφ!.
Επιρεπεις εις Το Πινειν.
Εις Υγειαν!.Σνιφ!Υγειενετε Απαντες!
Οι Πινωντες!
Οι Πινωντες τους Πινωντας τους Πινωντες...!
.
.
Εγω δεν εχω δυναμη να πικρανω ανθρωπο.
Εχω δυναμη στο χωραφι του αν θελει να τραβηξει μια ελια
να τη σηκωσω με τα χερια μου
[ακουστηκε απο ανθρωπο σε καφενειο]
.
.
ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΒΑΣΙΣΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΥΜΑΙΟΥ
ΣΤΗΝ ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ,Ραψωδια Ο',στιχοι 402-484
- χ.ν.κουβελης
.
.
τοῦτο δέ τοι ἐρέω, ὅ μ' ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς.402
νῆσός τις Συρίη κικλήσκεται, εἴ που ἀκούεις,
Ὀρτυγίης καθύπερθεν, ὅθι τροπαὶ ἠελίοιο,
Μια φορα τα πολυ παλια χρονια σ'ενα νησι πλουσιο π'απ'ολα
τα καλα ειχε,προβατα και σιταρια,αμπελια και κρασια,ηταν ενας
αρχοντας και η αρχοντισα του,βασιλιας και βασιλισα ητανε στον
τοπο εκεινο,κι ειχανε ενα παιδι μονακριβο,και το μεγαλωνε μια
ξενη γυναικα,αυτη το φροντιζε και το'παιζε,και το παιδι πολυ ηταν
ευτυχισμενο και την αγαπουσε,
τοτε ηρθανε στο νησι μ'ενα καραβι ξενοι εμποροι,κι ειχανε πολλες
πραματειες στ'αμπαρια του,ρουχα και στολιδια,κοσμηματα διαφο-
ρα και τριγυριζαν στη χωρα διαλαλουσαν το εμποτρευμα και το που-
λουσαν,κι ενας απ'αυτους τους εμπορους ενας νεαρος αντρας ειδε μια
μερα στην αγορα τη γυναικα που κρατουσε το παιδι και ητανε ομορφη
και του αρεσε πολυ την σταματησε και της μιλησε κι εκεινη δεχτηκε
και τον αγαπησε κι αυτη και της ζητησε να την κλεψει,και να την παρει
στο καραβι μαζι του,να φυγουν μακρια,
μα ομως αυτο το πραμα ευκολο καθολου δεν ηταν ,πως να παρατησει
το παιδι,πολυ θα του κακοφαινοντανε του αρχοντα,θα θυμωνε,ομως
τον αγαπουσε η γυναικα τον αντρα κι ηθελε πολυ να φυγει μαζι του,
και μια μερα ο αντρας ο εμπορος πηρε τη πιο καλη πραματεια του,κο-
σμηματα λαμπερα φανταχτερα,και πηγε στο σπιτι του αρχοντα με τεχνα-
σμα να κλεψει τη γυναικα,κι εκει τα'δειξε,και μαζευτηκαν στην αυλη
ολες οι γυναικες του σπιτιου και μαζι κι η μανα του παιδιου,
και πολυ θαμπωθηκαν απ'τα στολιδια και τα κοσμηματα,κι ενα χρυσο
περιδεραιο με κεχριμπαρια τους εκανε την περισσοτερη εντυπωση,
τους αρεσε πολυ και καθεμια το φοραγιε στο λαιμο της κι ηθελε να
το'χει δικο της,να τ'αγορασει και να καμαρωνει,
ολες οι γυναικες το νου τους τον ειχαν εκει και ξεχαστηκαν,
ἤλυθ' ἀνὴρ πολύϊδρις ἐμοῦ πρὸς δώματα πατρὸς
χρύσεον ὅρμον ἔχων, μετὰ δ' ἠλέκτροισιν ἔερτο. 460
τὸν μὲν ἄρ' ἐν μεγάρῳ δμῳαὶ καὶ πότνια μήτηρ
χερσίν τ' ἀμφαφόωντο καὶ ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶντο,
ὦνον ὑπισχόμεναι
[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
κι ηρθε πανουργος αντρας στο σπιτι του πατερα μου
κι ειχε μαζι του χρυσο περιδεραιο με κεχριμπαρια
περασμενα κι ολες οι δουλες τ'αρχοντικου κι η σεβαστη
μητερα το πηραν στα χερια και τ'αγγιζαν το κοιταζαν
με θαυμασμο και να τ'αγορασουν ζητουσαν
και τοτε βρηκε την ευκαιρια να ξεφυγει χωρις να την δουν
η γυναικα να παει στο καραβι, να φυγει και το παιδι κρατου-
σε απ-το χερι,κι αυτο την ακολουθησε,δεν καταλαβαινε,
κι ετσι εφυγαν απ'το νησι και βρεθηκαν οι εμποροι σ'αλλο νησι
κι εκει πουλησαν στον αρχοντα του τοπου,στο βασιλια,το παιδι,
τοὺς δ' Ἰθάκῃ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ ὕδωρ,
ἔνθα με Λαέρτης πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν.
οὕτω τήνδε τε γαῖαν ἐγὼν ἴδον ὀφθαλμοῖσι."484
και το παιδι δουλευε σαν χοιροβοσκος,[συβωτας],βοσκουσε
τα γουρουνια του αρχοντα,
ηταν καλος και τιμιος κι ευγενικος κι ολοι τον αγαπουσαν,
αρχοντας εγινε στο νησι ο γιος του βασιλια και μια μερα εφυγε
απ'το νησι για μεγαλη εκστρατεια μαζι μ'αλλους πολλους αρχον-
τους απ'ολη τη χωρα,εναν πολεμο περα μακρια σε ξενη πολη,
και περασαν χρονοι δεκα να τελειωσει ο πολεμος κι αλλους δεκα
χρονους εκανε να γυρισει πισω στη πατριδα,αφου πολυ παιδευτηκε,
και το σπιτι του το ειχανε πιασμενο αδικοι ανθρωποι που θελανε να
του αρπαξουν τη γυναικα και να του σκοτωσουν το γιο του,να του
παρουν την εξουσια,να κυβερνησουν τον τοπο εκεινοι,
ολο γλεντουσαν ετρωγαν κι επιναν,σπαταλουσαν το βιος του και
το σκορπουσαν,τα προβατα και τα γιδια και τα γελαδια και τα γουρου-
νια,το κρασι και το σιταρι,
κι ο αρχοντας σαν γυρισε ,σκεδιασε να τους ξεκανει και κρυφτηκε στις
ερημιες και σαν γερος και ζητιανος μεταμορφωθηκε,σ'ολους αγνωρι-
στος,και μοναχα σ'εκεινον τον χοιροβοσκο που τοσο πολυ τον εμπι-
στευον-ταν φανερωθηκε ,ποιος ειναι και τι σκοπευε να κανει κι εκει-
νος χαρηκε που ξαναβρηκε τον αφεντη του,κι οταν ωριμασε ο καιρος
κι ηρθε η μερα πηρε εκδικηση κι εναν-εναν ξεκανε τους αδικους αν-
θρωπους,με το τοξο και τα βελη του τους σκοτωσε,τοτε τον πιστο
χοιροβοσκο τον απελευθερωσε,δουλος να μην ειναι πια,κι εγινε κι
εκεινος αρχοντας μεγαλος κι απ'αυτον καταγεται μεγαλη γενια.
Κι ετσι εζησαν αυτοι καλα κι εμεις καλυτερα
.
.
ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ Η ΥΨΙΠΥΛΗ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ
-χ.ν.κουβελης
.
.
ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Τα παλια χρονια σ'ενα νησι ηταν ενας αρχοντας βασιλιας κι
η γυναικα του κι ειχαν μια θυγατερα,τοτε εγινε μια αρρω-
στεια και σ'ολες τις παντρεμενες γυναικες του νησιου μυριζε
ασχημα το σωμα κι οι αντρες τις παρατησαν και πηγαιναν
στο κρεββατι μ'αλλες γυναικες,αυτες οι στεφανωμενες
γυναικες θυμωσαν με τους αντρες και πολυ τους κακοφα-
νηκε κι ηθελαν να εκδικηθουν τους αντρες,τοτε μαζευτηκαν
κρυφα και πηραν την αποφ;αση να σκοτωσουν ολους τους
αντρες,η θυγατερα του βασιλια λυπηθηκε τον πατερα της κι η-
θελε να τον σωσει,τον εκρυψε μεσα σ'ενα πιθαρι κι εκει τον
κραταγε κρυμενο να μην τον βρουν και τον σκοτωσουν,κι
ετσι σωθηκε ο βασιλιας,τους αλλους αντρες τους σκοτωσαν
ολους κι εκεινη την εκαναν βασιλισα τους,κι οταν αραξε στο
λιμανι του νησιου ενα μεγαλο καραβι μ'αντρες πολεμισταδες
που πηγαιναν εκστρατεια σε μια μακρυνη ξενη χωρα,ολες οι
γυναικες πλαγιασαν μαζι τους να κανουν παιδια κι η βασιλισα
πλαγιασε με τον αρχηγο των αντρων,απο'κεινο το σμιξιμο γεν-
νηθηκαν δυο διδυμα παιδια,οταν εφυγαν οι αντρες για την εκ-
στρατεια ο αρχηγος τα πηρε μαζι του τα δυο παιδια,μετα μαθευ-
τηκε σ'ολο το νησι πως η βασιλισα δεν κρατησε τον ορκο της κι
εσωσε τον πατερα της,τον βρηκαν κρυμενον στο πιθαρι και τον
σκοτωσαν,τοτε την εβγαλαν απο βασιλισα και την εξορισαν,την
επιασε μια συμμορια ανθρωπων και την πουλησε σκλαβα σ'αλλο
μερος,εκει την πηρε δουλα ο βασιλιας κι η βασιλισα την ειχε τροφο
να μεγαλωσει το παιδι της,και το παιδι ειχε πανω του ενα βαρυ λο-
γο,να μην το αφησει στο χωμα πριν περπατησει γιατι θα πεθανει
αμεσως,κι αυτο,της ειπε η βασιλισα,να το προσεχει πολυ και να'χει
παντα το νου της,να μην ξεχαστει,και μια μερα περασε απο'κεινο τον
τοπο μια μεγαλη στρατεια που την κυβερνουσαν εφτα αρχηγοι,πηγαι-
να σ'εναν αλλο τοπο να πολεμησει ο αδερφος τον αδερφο, κι ειδανε
τη δουλα με το παιδι στην αγκαλια και τη ρωτησαν να τους πει που βρι-
σκεται πηγη με νερο να πιουν να ξεδιψασουν κι εκεινη τους ειπε,και
ξεχαστηκε κι αφησε το παιδι πανω στα χορταρια να παει να τους δειξει
το νερο,κι οταν γυρισε βρηκε το παιδι πεθαμενο ,ο βαρυς λογος βγηκε
αληθινος, το φιδι της πηγης το'φαγε το παιδι,κι ενας απ'τους αρχηγους
σκοτωσε το φιδι που'κανε το κακο,τοτε το'μαθε η βασιλισα πως παει
το παιδι,κι ο βασιλιας ετυχε να λειπει σε κυνηγι,κι η μανα ετρεξε
με κλαματα και δυνατες φωνες στο τοπο που'ταν το παιδι πεθαμε-
νο,και φωναζε να σκοτωσουν τη δουλα ,να μην ζει,γιατι αυτη
εφταιγε για το χαμο του παιδιου της,τοτε αυτος ο αρχηγος που
σκοτωσε το φιδι ειπε για να παρηγορησει τη μανα να κανουν
αγωνες να τιμησουν τη μνημη του παιδιου και να μην σκοτωσουν
τη δουλα γυναικα,ακουσε η βασιλισα και συμφωνησε να γινουν
αγωνες,οταν γυρισε ο βασιλιας απ'το κυνηγι κι εμαθε τα γεγο-
νοτα ηθελε να σκοτωσει τη δουλα,να μην την λυπηθει και τοτε
ενας αλλος αρχηγος της στρατειας την εσωσε και δεν την
σκοτωσαν,κα ιμεσα στο στρατο πολεμιστες ηταν και τα διδυμα
παιδια της δουλας,που καποτε ηταν βασιλισα,τα παιδια πηραν
μεροςστους αγωνες,νικησαν στ'αθληματα κι ακουστηκαν τα ονο-
ματα τους,τ'ακουσε τα ονοματα η μανα η δουλα και καταλαβε πως
αυτα ηταν τα χαμενα παιδια της και πηγε κοντα τους κι αναγνω-
ριστηκαν τα παιδια με τη μαννα,και την πηραν και γυρισαν πισω
στο νησι τους εκει να ζησουν
κι εζησαν αυτοι καλα κι εμεις ακομα καλυτερα
.
Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ
Η Υψιπυλη ηταν κορη του βασιλια της Λημνου Θοαντα ,απο την
Κρητη,γιος του Διονυσου και της Αριαδνης,μητερα της ηταν η Μυ-
ρινα,κορη του Κρηθεα βασιλια της Ιωλκου στη Θεσσαλια,κι αγαπου-
σε πολυ τον πατερα της.
Οι γυναικες αμελησαν να κανουν θυσια στη θεα Αφροδιτη κι εκει-
νη τις τιμωρησε να μυριζει ασχημα το σωμα τους,κι οι αντρες πη-
γαιναν στις εταιρες.Τοτε οι γυναικες θυμωσαν κι αποφασισαν να
σφαξουν τους αντρες.Η Υψιπυλη εσωσε το πατερα της,τον εκρυψε
σ'ενα πιθαρι.Οι αλλοι αντρες ολοι σφαχτηκαν και την Υψιπυλη την
εκαναν βασιλισα.
Οταν ηρθαν στο νησι οι Αργοναυτες με τον Ιασονα και τους αλλους
ηρωες,επιτραπηκε οι γυναικες να πανε μαζι τους να κανουν παιδια.
Η Υψιπυλη κοιμηθηκε με τον Ιασονα και γεννησε διδυμα παιδια,τον
Ευνηο και τον Θοαντα.Οταν εφυγαν απ'το νησι οι Αργοναυτες ο Ια-
σονας πηρε τα δυο παιδια μαζι του.
Μαθευτηκε πως η Υψιπυλη ειχε παραβει τον ορκο στις αλλες
γυναικες κι ειχε σωσει τον πατερα της,τον βρηκαν κρυμενον στο πιθαρι
και τον σκοτωσαν,εκεινη την εβγαλαν απο βασιλισα και την εξορισαν
απ'το νησι.Την επιασαν πειρατες και την πουλησαν σκλαβα στον βασι-
λια της Νεμεας Λυκουργο.Η γυναικα του Ευριδικη την ειχε τρο-
φο τους παιδιου τους Οφελτη.Για τον Οφελτη υπηρχε ενας χρησμος,
να μην πατησει το χωμα αν πρωτα δεν περπατησει.
Απο τη Νεμεα περασαν οι Επτα Αργειοι Στρατηγοι να πανε στη Θηβα
να εκδικηθει ο Ετεοκλης τον αδελφο του τον Πολυνεικη,ειπαν στην
σκλαβα να τους δειξει καποια πηγη με νερο να ξεδιψασουν.Εκεινη
αφησε πανω στα χορταρια το παιδι και πηγε να τους δειξει τη πηγη.
Οταν γυρισε βρηκε το παιδι πεθαμενο ,το ειχε φαει το φιδι της πηγης.
Ο Αμφιαραος,ενας απο τους επτα Αργειους αρχηγους σκοτωσε το φι-
δι.
Η Ευριδικη θυμωσε πολυ για το θανατο του παιδιου της και ζητησε
να πιασουν την Υψιπυλη και να την θανατωσουν.
Ο Αμφιαραος θεωρησε το θανατο του παιδιου κακο οιωνο για την
εκστρατεια στη Θηβα κι ονομασε το παιδι Αρχεμορο,[Αρχεμορος,αυτος
απο το οποιον αρχιζουν οι δυστυχιες]και προτεινε στην Ευριδικη,ο Λυ-
κουργος ελειπε,να τιμησουν τη μνημη του παιδιου με αγωνες.
Ετσι θεσπισθηκαν οι αγωνες τα Νεμεα.
Ο Λυκουργος οταν γυρισε κι εμαθε τα γεγονοτα επεμενε να σκο-
τωσουν την Υψιπυλη και τοτε με την επεμβαση του Αδραστου ενος
αλλου απο τους επτα στρατηγους και του Διονυσου που ηταν προ-
γονος της σωθηκε η Υψιπυλη.
Ακομα λενε πως στον στρατο ηταν και τα διδυμα παιδια της,ο Ια-
σονας τα ειχε φερει στη Κορινθο μαζι με τη Μηδεια μετα την
Αργοναυτικη Εκστρατυεια στη Κολχιδα.Τα παιδια πηραν μερος
στους αγωνες και νικησαν.Ακουστηκαν τα ονοματα τους ,η Υψι-
πυλη ακουσε τα ονοματα,καταλαβε πως ηταν τα δυο χαμενα
παιδια της ο Ευνηος και ο Θοας κι ετσι αναγνωρισθηκαν κι
εσμιξαν.Ο Ευνηος πηρε τη μανα του και γυρισαν στη Λημνο.
.
Η ΥΨΙΠΥΛΗ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ
Η Υψιπυλη ,το δραματικο εργο του Ευριπιδη,χαμενο για αιωνες
βρεθηκε σε παπυρο σε αποσπασματα στην Οξυρυγχο μια κωμο-
πολη της Ανω Αιγυπτου στη γειτονια του Φαγιουμ,τον Μαιο του
1906.Ειναι ο παπυρος 852 της Οξυρυγχου,γραμμενος περιπου το
200 μΧ.
Ο παπυρος απο τη μια πλευρα εχει λογαριασμους,με εσοδα εξοδα
και πληρωμες κι απο την αλλη την τραγωδια σε αποσπασματα.
Οι παπυροι βρεθηκαν σε ταφους στη περιοχη και σε χωρους σκουπιδιων.
Σωθηκαν γιατι συνηθιζαν να τυλιγουν τις μουμιες με αχρηστους παπυ-
ρους,τους οποιους αγοραζαν φθηνα και τους εβαζαν κολλημενους
τσε στρωματα στις μουμιες.
Για την τραγωδια της Υψιπυλη εχουμε πληροφοριες απο τους Βατραχους
του Αριστοφανη που διδαχθηκαν το 405 π.Χ στην Αθηνα σε σχολιο:
την Αδρομέδαν, των καλλίστων Ευριπίδου δράμα η Ανδρο-
μέδα, δια τι δε μη άλλο τι των προ ολίγου διδαχθέντων και
καλών Υψιπύλης, Φοινισσών, Αντιόπης. Η δε Ανδρομέδα
ογδόωι έτει προήκται».
Πρεπει να διδαχθηκε περιπου το 408 η' το 407 π.Χ.Και οι τρεις τραγωδιες
η Υψιπυλη,οι Φοινισσες[η μονη που σωθηκε ολοκληρη],η Αντιο-
πη,ανοικουν στον Θηβαικο Κυκλο.
Η Υψιπυλη του ΕυρΙπιδη διαδραματιζεται στη Νεμεα,οπου ειναι τροφος
του Οφελτη του γιου του βασιλια Λυκουργου και της Ευριδικης.
Ακολουθει το μυθο
Λεξεις-Αποσπασματα απο τον παπυρο της Οξυρυγχου:
Συμ[πλη]γαδων[αρχικος λογος της Υψιπυλης]
ζυγω
καταστήσειας α[ν … πρό]σθ’ ελευθέραν[ισως η Υψιπυλη
μιλαει στο παιδι και του διηγειται τα παθηματα της]
πότερα δώματος εισόδους σαίρεις;[τη ρωταει ο χορος]
Ιδου[δειχνει στο παιδι τα αετωματα]
καταλύσαντες παρά τη του Λυκούργου γυναικί[τα παιδια της,ο
Θοας και ο Ευνηος,που ακομα δεν ξερουν οτι ειναι η μητερα
τους,ζητουν φιλοξενια ,κι αυτη τους λεει πως μπορουν να μει-
νουν εκει]
χερνιβα[λεει ο Αμφιαραος οταν ζηταει νερο]
ημεις δ'ιδο[ντες][οι Αργειοι βλεπουν απο τη πηγη το παιδι
να κινδυνευει απο το φιδι]
αλ[ικες][απο τους θρηνους για το παιδι]
λε]ύσσειν αλλ[ά σοι πάρα»[ο χορος την ρωταει που ηταν
το παιδι]
εγγύς, ουχί μα[κράν[απανταει στο χορο η Υψιπυλη]
υπειδομην[ο Αμφιαραος πηγαινει στην Ευριδικη γιατι υπο-
ψιαζονταν πως θα καταδικαστει η Υψιπυλη για το θανατο
του παιδιου]
άνδρα κατέφυγεν[η Ευριδικη περιμενει να γυρισει ο αντρας
ο Λυκουργος για να αποφασισει τελικα την τυχη της Υψιπυλης]
ουκ έχουσι συμμάχους[οι δουλοι,και η Υψιπυλη που ειναι
δουλα]
Αμφιάρεως, σώσε [αυ]θις [η Υψιπυλη εχει την ελπιδα πως παλι
θα τη σωσει ο Αμφιαραος]
τον επιτάφιον του παιδός ηθέλησαν αγωνίσασθαι[τα δυο παιδια
της Υψιπυλης περνουν μερος στους αγωνες προς τιμη του
παιδιου Οφελτη,νικουν,κι ανακοινωνουν τα ονοματα τους,
τα ακουει η Υψιπυλη κι ετσι γινεται η αναγνωριση της μανας
και των χαμενων παιδιων της]
η δε τους προειρημένους ξενοδοχήσασα τούτους μεν επήνει
[η αναγνωριση των παιδιων της]
τούτους μεν επήνει, την μητέρα σ’ αυτών αποκτείνειν [ήμελ]λεν
[η Ευριδικη ηθελε να θανατωθει η Υψιπυλη στους αγωνες]
.
επεμβαινει ο Διονυσος προγονος απο τον πατερα της τον Θοαντα,
παιδι του Διονυσου και της Αριαδνης,σαν απο μηχανης θεος και τη
σωζει και λεει στον Ευνηο,κατα την Παλατινη Ανθολογια 3,10,5,
να την παρει στη Λημνο στη πατριδα της,στείχε δε και συ λιπών
Ασωπίδος, Εύνο’, άρουραν γειναμένην άξων Λήμνον ες ηγαθέην
κι επειτα να παει στην Αθηνα.Οι προγονοι του ηταν μουσικοι,οι
Ευνειδαι,[κατα τον Wilamovitz]
στη Μυριοβιβλο του ο Πατριαρχης Φωτιος ο Α'[Κωνσταντι-
νουπολη 810 η'820-893] γραφει:
γενος Αθήνησι μουσικόν, από Εύνεω του Ιάσονος και Υψιπύλης.
Γένος εστί παρά Αθηναίοις ούτως ονομαζόμενον. Ήσαν δε κιθα-
ρωδοί, προς τας ιερουργίας, παρέχοντες την χρείαν.
.
Ευνηος[ευ+ναυς,αυτος που εχει καλα πλοια,ο καλοταξειδος]
Ο Ευνηος στον Τρωικο Πολεμο τροφοδοτουσε με κρασι τους
Αχαιους.
Ομηρου Ιλιαδα,Ραψωδια Η',στιχοι 464-472
Ὣς οἳ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,
δύσετο δ' ἠέλιος, τετέλεστο δὲ ἔργον Ἀχαιῶν,
βουφόνεον δὲ κατὰ κλισίας καὶ δόρπον ἕλοντο.
νῆες δ' ἐκ Λήμνοιο παρέσταν οἶνον ἄγουσαι
πολλαί, τὰς προέηκεν Ἰησονίδης Εὔνηος,
τόν ῥ' ἔτεχ' Ὑψιπύλη ὑπ' Ἰήσονι ποιμένι λαῶν.
χωρὶς δ' Ἀτρεΐδῃς Ἀγαμέμνονι καὶ Μενελάῳ 470
δῶκεν Ἰησονίδης ἀγέμεν μέθυ χίλια μέτρα.
ἔνθεν οἰνίζοντο κάρη κομόωντες Ἀχαιοί
.
Ομηρου Ιλιαδα ,Ραψωδια Ψ',στιχοι 740-752
Πηλεΐδης δ' αἶψ' ἄλλα τίθει ταχυτῆτος ἄεθλα 740
ἀργύρεον κρητῆρα τετυγμένον· ἓξ δ' ἄρα μέτρα
χάνδανεν, αὐτὰρ κάλλει ἐνίκα πᾶσαν ἐπ' αἶαν
πολλόν, ἐπεὶ Σιδόνες πολυδαίδαλοι εὖ ἤσκησαν,
Φοίνικες δ' ἄγον ἄνδρες ἐπ' ἠεροειδέα πόντον,
στῆσαν δ' ἐν λιμένεσσι, Θόαντι δὲ δῶρον ἔδωκαν·
υἷος δὲ Πριάμοιο Λυκάονος ὦνον ἔδωκε
Πατρόκλῳ ἥρωϊ Ἰησονίδης Εὔνηος.
καὶ τὸν Ἀχιλλεὺς θῆκεν ἄεθλον οὗ ἑτάροιο,
ὅς τις ἐλαφρότατος ποσσὶ κραιπνοῖσι πέλοιτο·
δευτέρῳ αὖ βοῦν θῆκε μέγαν καὶ πίονα δημῷ, 750
ἡμιτάλαντον δὲ χρυσοῦ λοισθήϊ' ἔθηκε.
στῆ δ' ὀρθὸς καὶ μῦθον ἐν Ἀργείοισιν ἔειπεν·
.
Θοας[θεω,τρεχω,γρηγορος,γρηγοροποδαρος,απιαατος,αθεατος}
.
.
ΕΡΕΙΠΙΑ ΑΡΧΑΙΟΥ ΝΑΟΥ [ΠΙΘΑΝΟΝ ΤΗΣ ΑΓΡΟΤΕΡΑΣ ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ]
ΣΤΗ ΜΑΧΑΙΡΑ ΞΗΡΟΜΕΡΟΥ,ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΣΧΕΔΙΟ ΑΓΓΛΟΥ ΠΕΡΙΗΓΗΤΗ
ΣΤΙΣ 17 ΑΠΡΙΛΙΟΥ ΤΟΥ 1713,ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΚΛΙΜΑΤΟΒΡΗΣΚΑ ΠΑΝΑΓΟΥΛΑ-
χ.ν.κουβελης
.
ο φιλος μου ιστορικος ερευνητης Jean Donner ανακαλυψε
στην Εθνικη Βιβλιοθηκη της Γαλλιας στα αρχεια του 18ου αιωνα
ενα σημαντικο εγγραφοντοκουμεντο που αναφερεται στη Μαχαιρα
στις 17 Απριλιου του 1713,ειναι γραμμενο στα ελληνικα της εποχης,
συγγραφεας ενας ελληνομαθης αγγλος περιηγητης ο George
Greenfield φυτολογος ο οποιος πηρε αδεια απο τις Οθωμανικες
αρχες να περιοδευσει στη Δυτικη Στερεα και στη Πελοποννησο να
εξετασει τα φυτα της περιοχης,ειχε συνοδεια 10 ανθρωπων,
7 Αγγλων και 3 Ελληνων,η μετακινηση γινονταν με αλογα,σ'αυτα
ειχαν φορτωμενες και τις προμηθειες των ,τροφιμα,νερο,ρουχα,
στις 17 Απριλιου του 1713 εφτασαν στη Μαχαιρα,τοτε μικρο χωριο,
με διασπαρτους οικισμους γυρω-γυρω κυριως κτηνοτροφων,πριν
φτασουν στο χωριο,1-2 χιλιομετρα απο το σημερινο χωριο βορεια,
πιθανως στη θεση Κλιματοβρησκα Βρουσκα και Παναγουλα
αντικρυσαν τα ερειπια αρχαιου ναου,ο Αγγλος υποθεσε απο τον
αγροτικο χαραχτηρα της περιοχης πως ηταν ναος της Αγροτερας
Αρτεμιδος,οι κολωνες ηταν απο πορολίθο,δωρικου ρυθμου,καποιοι
κτηνοτροφοι που βρηκαν να βοσκουν τα ζωα τους εκει γυρω στη
περιοχη και τους ρωτησαν για τα ερειπια τους ειπαν πως τα λενε
''τα ελληνικα λιθαρια'',τιποτα αλλο δεν ηξεραν,και πολλοι βοσκοι τα
χρησιμοποιουσαν για μαντρια αρνιων και κατσικιων,στη συντροφια
του Αγγλου υπηρχε και καποιος σχεδιαστης που σχεδιασε τα ερειπια
του αρχαιου ναου,μαλλον βιαστικα γιατι το σχεδιο φαινεται προχει-
ρο,
ο φιλος μου μου εστειλε το σχεδιο με e-mail σημερα Δευτερα
1η Απριλιου του 1913 στις 12:10,μαζι και το κειμενο που αναφερει
τα ερειπια του αρχαιου ναου στη Μαχαιρα το 1713.τον ευχαριστω
πολυ,
σας το αντιγραφω οπως το εστειλε:
εκ του χωριου Μαχαλα βορεια εις υψωμα επηραμε το μονοπατι
εν μεσω πυκνων θαμνων νοτια προς τον Αστακον οπου ητο η
θαλασσα,η μερα ητο ζεστη και ειχεν ηλιον,ολιγον προ του μεση-
μεριου εφτασαμεν εις περιοχην πλησιον των οικισκων ενος μικρου
χωριου,το ονομα ειχε Μαχαιρα,ενα με δυο μιλια απο αυτο,εκει
ανατολικα εις μικρην αποστασιν ητο τα ερειπια ενος αρχαιου ναου,
εσταθμευσαμε,εις τον ναον εσωζετο μια λιθινη κολονα με δωρικο
κιονοκρανον,ητο και μια σπασμενη κολονα εις την μεσην,και ενας
κομματι γκρεμισμενου τειχου,και μια σπασμενη κολονα πεσμενη
στο χωμα,και ενα δεντρο ειχε φυτρωσει αναμεσα στα ερειπια,εκει
παραδιπλα εβοσκαν τα αιγοπροβατα τους κτηνοτροφοι,τους εκαλε-
σαμε να μας ειπουν για τα ερειπια,μας ειπαν πως δεν εγνωριζαν
τιποτα δια αυτα,μονον οτι τα λεγουν ''τα ελληνικα λιθαρια'',
απο τη θεση τους εις την αγρωδη περιοχην εσυμπερανα πως θα ητο
ναος αφιερωμενος μαλλον εις την Αγροτερα Αρτεμιδα,εζητησα απο
τον σχεδιαστη τον οποιο ειχα μαζι μου να σχεδιασει τα ερειπια ,
πραγμα το οποιον εκανεν αμεσως,δεν εκαθισαμεν εκει περισσοτερον
χρονον,εβιαζομασταν.και εσυνεχισαμεν νοτια την πορεια μας
.
.
[FAKEBOOK STORIES-ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΙΣΤΟΡΙΩΝ ΑΠΑΤΗΣ]
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΝΔΑΥΛΗ-χ.ν.κουβελης
.
το αισθανονταν ο Κανδαυλης πως το παθος για τη γυναικα του
δεν θα του εβγαινε σε καλο,απο τον μεγαλο θαυμασμο για
την ομορφια του κορμιου της πολυ γρηγορα εξελιχθηκε σε
παθολογικη ζηλεια,που τον κρατουσε ξαγρυπνο τη νυχτα
και τον τυραννουσε τηυ μερα,δεν ειχε διαθεση για τις υποθεσεις
των πολιτων και τα ζητηματα του κρατους,φοβονταν πως
θα κινουσαν συνομοσιες,πολλοι θα επωφελουνταν απο την
αδρανεια του,και η ιστορια θα τον κατεγραφε σαν ανικανο
αχρηστο κυβερνητη,ενα ανδρεικελο,επρεπε να βιαστει να σωσει
την υστεροφημια του,γνωριζε,ειχε ατρανταχτα στοιχεια,πως
η γυναικα του ειχε ερωτικη σχεση με τον Γυγη,εναν νεαρο
αξιωματικο της φρουρας του,ευνοημενο απ'αυτον,ενα χρονο
και περισσοτερο,σε μια νυχτα αγρυπνιας κατεστρωσε το σχεδιο,
διπλα του στο κρεβατι κοιμονταν ησυχα η γυναικα,ποσο ομορφη
ηταν,λυπηθηκε που θα την εχανε,δειλιασε,για λιγο,οχι δεν επρεπε
να υποχωρησει,τουλαχιστον να κερδισει την υστεροφημια του,
αν δεν βιαζονταν οι συνομωτες θα τον ανετρεπαν,και τοτε ο
εξευτελισμος,ξημερωνοντας καλεσε τον Γυγη,ηρθε ο νεαρος
αξιωματικος,[τα γεγονοτα τα αναφερει ο Ηροδοτος στις Ιστο-
ριες του,Βιβλιο Α' Κλειω,παραγραφοι 7-13},του παινεσε την ομορφια
της γυναικας του και τον παροτρυνε να τον μπασει στη κρεβατοκα-
μαρα κρυφα να την δει γυμνη,[ειρωνια,να την δει γυμνη αυτος
που πανω απο ενα χρονο τη γλεντα και την εχει δικη του],ο αλλος
ηθελε ν'αποφυγει,τον πιστευει,ο Κανδαυλης επεμενε,αλλο ειναι
κατι να τ'ακους ,του ειπε,κι αλλο να το βλεπεις,του υποκριθηκε,
θα σε κρυψω πισω απο τη πορτα και θα την δεις να γδυνεται χωρις
να σε βλεπει εκεινη,ο αλλος,υποκριτης,του ειπε τα κοινοτυπα,πως
ειναι ντροπη στη Λυδια να βλεπεις γυναικα γυμνη,αλλα και αντρα,
ο Κανδαυλης επεμενε,στο τελος το κανονισαν για τη νυχτα που ερχε-
ται,φυσικα και τα ειπε ολα στη βασιλισα ο Γυγης,εκεινη ακουσε,δεν
αντεδρασε,καταλαβε την ευκαιρια που της δινονταν,ετσι τη νυχτα
πηρε ο Κανδαυλης τον Γυγη στη καμαρα,κρυμμενος πισω απο το
φυλλο της πορτας ειδε τη γυναικα που μπηκε στο δωματιο και γδυ-
θηκε μπροστα του,εβγαλε ενα ενα τα ρουχα της και τα τοποθετησε
πανω σε μια καρεκλα,αφου ειδε βγηκε ο αντρας απο τη κρυψωνα του
να φυγει απο το δωματιο,τοτε γυρισε η γυναικα και τον ειδε,εκεινη
τη νυχτα κοιμηθηκε ησυχα,ειχε εκπληρωθει το πρωτο μερος του σχε-
διου της,το πρωι καλεσε τον Γυγη να εμφανισθει μπροστα της,εκεινος
πηγε,τον επεπληξε με αυστηρα λογια,να τολμησει να την κοιταξει
κρυφα γυμνη,εκεινος πηγε να δικαιολογηθει,ο αντρας της τον
εβαλε,κι εκεινος αναγκαστηκε να δεχθει να μην δωσει υποψιες,
η γυναικα τον εκοψε,τωρα δεν μενει παρα να διαλεξει,η' θα χασει τη
ζωη του η' θα σκοτωσει τον Κανδαυλη και να την παρει γυναικα
του,να διαλεξει,αλλο δρομο δεν εχει,την ειδε αποφασισμενη,η' αυτος
η' εκεινος,του ειπε και πως θα ενεργησει,θα κρυφτει τη νυχτα
που ερχεται στο δωματιο,οπως ακριβως τον ειχε δασκαλεψει ο
αντρας της να κανει για να την δει να γδυνεται,κι απο κει να
βγει οταν ο Κανδαυλης θα κοιμαται διπλα της στο κρεβατι και να
τον μαχαιρωσει,τ'αλλα να μην τον νοιαζουν ,θα τα κανονισει
εκεινη,ετσι ακριβως εγιναν τα γεγονοτα,κρυφτηκε στη κρεβατο-
καμαρα και σκοτωσε στον υπνο τον Κανδαυλη,να εκπληρωθει
το σχεδιο του για την υστεροφημια,
[αλλα και το δευτερο και τελικο μερος του σχεδιου της γυναικας
του]
ετσι κατεγραψε το τελος της ιστοριας του Κανδαυλη ο Ηροδοτος:
12. ὡς δὲ ἤρτυσαν τὴν ἐπιβουλήν, νυκτὸς γενομένης (οὐ γὰρ
ἐμετίετο ὁ Γύγης, οὐδέ οἱ ἦν ἀπαλλαγὴ οὐδεμία, ἀλλ᾽ ἔδεε
ἤ αὐτὸν ἀπολωλέναι ἢ Κανδαύλεα ) εἵπετο ἐς τὸν θάλαμον
τῇ γυναικί, καί μιν ἐκείνη, ἐγχειρίδιον δοῦσα, κατακρύπτει
ὑπὸ τὴν αὐτὴν θύρην. 2 καὶ μετὰ ταῦτα ἀναπαυομένου
Κανδαύλεω ὑπεκδύς τε καὶ ἀποκτείνας αὐτὸν ἔσχε
[και συνεχιζει]
καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὴν βασιληίην Γύγης τοῦ καὶ Ἀρχίλοχος
ὁ Πάριος κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον γενόμενος ἐν ἰάμβῳ
τριμέτρῳ ἐπεμνήσθη.
.
οὔ μοι τὰ Γύγεω τοῦ πολυχρύσου μέλει,
οὐδ΄ εἷλέ πώ με ζῆλος͵ οὐδ΄ ἀγαίομαι
θεῶν ἔργα͵ μεγάλης δ΄ οὐκ ἐρέω τυραννίδος·
ἀπόπροθεν γάρ ἐστιν ὀφθαλμῶν ἐμῶν.
[σε ελευθερη αποδοση]
καθολου δεν με νοιαζουν τα πλουτοι και τα χρυσαφια
του Γυγη δεν τα ζηλευω ουτε θελω αυτα που του'δωσαν
οι θεοι ουτε ποθω την εξουσια οση μεγαλη και να'ναι
πολυ μακρυα απο τα ματια μου κι απο μενα ειναι αυτα
[μαλλον καθολου ετσι δεν εγιναν στο βαθος της ιστοριας
οπως τα σχεδιασε τα πραγματα ο Κανδαυλης]
.
.
.
.
η απλη ιστορια ενος ανθρωπου απο τη δεκαετια του '60
.
απο γεωργικη οικογενεια,γεννημενος το 1936,μετα το στρατο
πηγε στην Αθηνα για δουλεια,η υπαιθρος εγκαταλειπονταν,
δουλεψε σε εργοστασιο ,το 1962 γνωρισε τη γυναικα του,τρια
παιδια,μια κορη δυο αγορια,νοικιαζε ενα σπιτι απο εκεινα τα προ-
πολεμικα,μετα απο μερικα χρονια το γκρεμισαν και στη θεση του
υψωσαν πολυκατοικια,στο χωριο κατεβαινε τις γιορτες χριστουγεν-
να πασχα και τα καλοκαιρια που ειχε αδεια,εβλεπε τους γερους και
τ'αδερφια του,ο μεγαλυτερος αδερφος ειχε μεινει,παντρεμενος,
γεωργος,η αδερφη παντρεμενη κι αυτη στο χωριο,οταν ηταν
μικρα τα παιδια τα εστελνε τα καλοκαιρια να τα περασουν κοντα
στους γονεις,εκει ειχαν παρεα,τα παιδια του αδερφου,3, και της αδερ-
φης,4,επαιζαν ,ενιωθαν χαρουμενα ,ευτυχισμενα,οταν αρχες Σεπτεμ-
βριου επεστρεφαν στην Αθηνα ηταν μαυρισμενα σαν γυφτακια απο
τα μπανια στη θαλασσα,γερα,τα αγορια δεν τα επαιρναν τα γραμμα-
τα,το κοριτσι ηταν καλη μαθητρια,δεν στεναχωριονταν για τ'αγορια,
ολοι οι ανθρωποι δεν μαθαινουν γραμματα,δεν θα χαθουν,στη δου-
λεια δεν ηταν ευκολα,απο το εργοστασιο,μετα απο πεντε χρονια,
τον απελυσαν,επιασε δουλεια σ'ενα αλλο ,κι απο κει απολυθηκε,
εμεινε πεντε μηνες ανεργος,σκεφτονταν να γυρισει στο χωριο πισω,
ντρεπονταν,δεν γυρισε,επιασε παλι δουλεια,του εδιναν λιγοτερα χρη-
ματα,τα ιδια επαναληφθηκαν,η υγεια του πειραχτηκε,ευτυχως εγινε
καλα,παρεα εκανε με συγχωριανους που ηταν στην Αθηνα,κοινωνικη
συναναστροφη,
τα χρονια περασαν,χαρες και λυπες ανακατα,τα παιδια μεγαλωσαν,
εκαναν τα δικα τους σπιτια,λιγο πολυ κανονιστηκαν,
η απλη ιστορια εκεινου του ανθρωπου εξελιχθηκε διπλα,παραλ-
ληλα και μεσα στη μεγαλη Ιστορια,
ετσι κυλησε η ζωη του μαζι με αλλους ομοιους
.
.
Πρωτομαγια οι Γαμοι του Αδωνι και της Αφροδιτης στις παπαρουνες
.
Πρωτομαγια εγιναν οι γαμοι του Αδωνι και της Κορης
μεσα σε λιβαδι με παπαρουνες κι αλλα μυριαδες λουλου-
δια ηταν ανθισμενα,οι χιλιοι κι αλλοι χιλιοι καλεσμενοι
τους συνοδευαν με τραγουδια και χορους, μαζεψαν λουλου-
δια και τα'καναν στεφανια ομορφα και στεφανωσαν τα δυο
τα νιοπαντρα,κι η Κορη η νυφη εκοψε κοκκινες κατακοκκινες
παπαρουνες και τις προσφερε στον γαμπρο,και τα ματια σηκωσε
και τα ματακια χαμηλωσε,κι ενα αηδονι απαντησε σ'αλλο αηδονι
με γλυκο κελαηδισμο,κι ολα τα πουλια ομοια κελαηδισαν στη
χαρα τους
''Τωρα ειν'ο Μαης κι Ανοιξη''
.
.ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΣ
.
φερανε εναν ανθρωπο και τον δειξανε,''Αυτος
Ειναι'',φωναξαν,τοτε μεσ' απ'το πληθος πεταχτηκε
ουρλιαζοντας ενα μικρο παιδι δεκα χρονων περιπου,
''Ειναι ο πατερας μου'',επεσαν πανω του.το επιασαν,
προλαβε να φωναξει,''μην τον πειραξετε'',του εκλεισαν
το στομα,το εσυραν στο χωμα,εκεινο κλωτσουσε,εμεις
βουβαθηκαμε,χαθηκαν με το παιδι απο τα ματια μας,μας
περικυκλωσαν ,νιωθαμε τη πιεση την ανασα τους να μας
κοβει το λαιμο,''γρηγορα να διαλυθητε'',φωναξαν αγρια,
ενας -ενας γυρισαμε στα σπιτια μας,μας ρωτησαν ,δεν απαν-
τησαμε,κλειστηκαμε,τιποτα εξω δεν δειχναμε,βουβα κρυφα,
μεσα μας,ετοιμαζομασταν,περιμεναμε,αυριο,την επομενη
στιγμη θα ηταν η ωρα
.
.
Απλο Παραμυθι
πεταλουδα και χελωνα
.
μια πεταλουδα καθησε πανω στο καβουκι μιας χελωνας,
η χελωνα αρχισε να κινειται ,αργα αργα,
''ειναι πολυ ευχαριστο να ταξιδευεις με αλλο τροπο'' ειπε
η χελωνα και διπλωσε τα φτερα της,
κοιμηθηκε κι ονειρευτηκε ενα χωραφι γεματο ανθισμενα
λουλουδια,κιτρινες μαργαριτες και κοκκινες παπαρουνες,
σ'αυτον τον θαυμασιο κηπο πετουσαν οι χελωνες απο λου-
λουδι σε λουλουδι,
''κοιτα ποσο ελαφρα πετουν,χορευουν,σαν χορευτριες ειναι'',
σκεφτηκε,
οταν ξυπνησε ειχε χαθει το λιβαδι κι οι χελωνες κι η χελω-
να που πανω της σταθηκε κι εκεινη ειχε χαθει,
η πεταλουδα τωρα πετουσε,''ξαναγυρισα παλι στη πραγματι-
κοτητα''ειπε
.
.
ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟΦΙΛΟ-χ.ν.κουβελης
.
.
1.η εικονα εφτανε μεχρι τη νησο Σκιαθο νοτια,ακουστηκε
το σφυριγμα του τραινου του ντε Κιρικο,''ο Μεγαλεξανδρος
καβαλικευων εις τον Βουκεφαλαν ορμων εις το πεδιον
της μαχης καταδιωκων τον Κυρον τον βασιλεα της Περσιας'',
2.τον ειδον υψηλα ανεβασμενον εις την σκαλαν,''το κιτρινο
κοντα εις το κοκκινο παιρνει φως,γινεται λαμπεροτερο'',
συμφωνησα σιωπηλα.μεγαν φως
3.η Αρετουσα ητανε μια αρχοντοπουλα της Αθηνας κι ηρθε
σ'αγαπη με τον Ρωτοκριτο και παθανε τα δυο τους πολλα
βασανα ωσοτου να ενωθουν,''να το γραφει ετουτη η φυλλα-
δα κι εχει κι ωραιες ζογραφιες μεσα'',
4.να καθεται ο χωριατης εις το καφενειο ειτε για τον πρωινο
καφε του ειτε τον μεσημεριανο ειτε τον απογευματινο και να
ευχαριστιεται το ματι και η ψυχη του στους τοιχους τους πα-
ραδεισους με τα πουλια τα δεντρα διαφορα μηλιες τα ζωα
εκει μεσα και τα σπιτακια με τις κοκκινες στεγες,ολα αυτα
τα χρωματα σ'ουρανο γη και θαλασσα,σκεφτηκα,αυριο πρωι
θα συναντουσα τον Κιτσο Μακρη στο σπιτι του στο Βολο
στη περιοχη Αναυρου,ειχα μεγαλη την επιθυμια να δω Τους
Τρεις Καπεταναιους Συμφιλιωθεντες και τον Ροβερτο και
την Ιουλια,εργα του Θεοφιλου
5.οταν πηγε να χαθει το Ελληνικο ηρθε στην Ιωλκο και στα
χωρια του Βολου ζωγραφιζε,''στον κυρ Γιαννη Κοντο εκανα
ζογραφιες στη σαλα,τον εκανα και καβαλαρη,καλος ανθρωπος''
6.''μια ζωγραφια μου ηταν ο Περικλης να δινει λογο στους
Αθηναιους πως δαπανησε τα χρηματα για την Ακροπολη'',
εβγαλε να φαγει,ψωμι ,σ'ενα πιατακι μερικες ελιες,τον
ακουγα να τρωγει,και πως γεμισε πληθυνθηκε ο τοπος χωρα-
φια με σταχια καρπισμενα και οι πλαγες ελιες
7.απο λιθογραφιες ταχυδρομικα δελταρια και εικονογραφη-
μενα φυλλαδια ''παιρνω τα σχεδια μου,βαζω τις μπογιες μου
και κανω τις εικονες μου'',υπογραφε Θεοφιλος Χατζημιχαηλ
''το ονομα της μητερας '',μια φορα υπογραψε Θεοφιλος Κε-
φαλας ''το ονομα του πατερα ''
8.''να ,αυτο το ρουχο πρεπει να το κανω ωραιο'',αυριο τις Απο-
κριες θα ντυθουν,η κομπανια με τα παιδια,''εγω θα ειμαι ο Με-
γαλεξανδρος και τα παιδια ο στρατος μου οι Μακεδονες,θα
γυρισουμε στους δρομους και στις πλατειες και στις γειτονιες
στα σπιτια,να δειξουμε το μεγαλειο της πατριδας'',τους εβλε-
παν οι προσφυγες και τα δακρυα τρεχανε στα ματια,''εκανα
στο Ελληνικο Προξενειο της Σμυρνης θυροφυλαξ καβασης,
τοτε ημουνα πολυ νεος'',τωρα η Σμυρνη που ητανε δεν ειναι
9.''ο Λεωνιδας Αντρουτσος ο πατερας του Δυσσεα,λεβεντης'',
κοιταξα την εικονα,''το μηλο κατω απ'τη μηλια''ειπα σιγανα,
ανεμος φυσηξε και μυρισε ριγανι και θυμαρι,το χορταρι ερι-
ξε φτενη τη σκια του ,''η φωνη του ητο ως του λεοντα,αρπαγε
θεορατο βραχο στα χερια του και τον πετουσε περα μακρυα,
τοσην ειχε δυναμη εκεινος ο ανθρωπος για οφελος της πατρι-
δας''
10.''εκει στους τοπους που ζογραφιζα στα μαγαζια μαζευονταν
κοσμος να βλεπει πως εκανα την εικονα'',ελεγαν διαφορα,πολ=
λοι τον πειραζαν,''Θεοφιλε,τα ψωμια οπως τα δειχνεις θα πε-
σουν απο το φτυαρι'',και γελασαν,εκεινος δεν αλλαξε τη ζογρα-
φικη ,ο φουρναρης εδειχνε τα ψωμια,''τα ζωγραφισμενα ψωμια'',
ειπε ο Στρατης Ευστρατιαδης ο Terriade,''δεν πεφτουν,δεν ισχυ-
ουν οι νομοι της βαρυτητας'',εδειξε τα σχηματα τα χρωματα,''
τοτε γιατι να υπαρχει η ζωγραφικη αν αναπαραγει σωστα την
πραγματικοτητα;''
11.να γελασουν,δεν το περιμεναν,τοσα του καναν,''τραβηξε κα-
ποιος τη σκαλα να γελασουμε'',επεσε,το πηρε κατακαρδα,εφυ-
γε απ'τον τοπο εκεινο,''εφυγε,αφησε πισω του τα δεντρα που
φυτεψε τα αγριμια που ζωντανεψε τα πουλια του πετανε οι
ηρωες του ανασαινουν τους χαιρεταμε και μας χαιρετανε,σαν
εμας ειναι'',γυρισε στη Μυτηλινη στη Βαρεια ,''ξαναηρθε'',γε-
ροι που ηταν παιδια τον γνωρισαν,''για ενα πιατο λιγο φαι και
κρασι ζογραφιζει'',εδω ειναι η πραγματικοτητα εκει ειναι το
ονειρο
12.ο Στρατης ο Αντρεας ο Οδυσσεας στη Βαρεια,στο σπιτι του,
''τα τζιτζικια ξεφωνιζουν τον ουρανο'',στη γλωσσα του Ομηρου,
η ελια γερικη λυγιζει το φως,η σκια παιρνει το σχημα ανθρωπι-
νης πατουσας,πιεσε κι ελαφρα βαθυνε το χωμα,''ο Μεγας Πα-
νας ο Ορθιος Φαλλος Δοξα σοι'',πουλι πουλακι πεταξε φωνου-
λα εσκαψε τον αερα,''η Ελλαδα αυτη ειναι'',
αυτος ο ταπεινος ο ελαχιστος ανθρωπος που δεν χορτασε το
ψωμι κι οι ανθρωποι δεν τον καταδεχονταν,που δεν αποστασε
να ζογραφιζει χαθηκε,''ενα φαγητο ''ειπαν ''τον δηλητηριασε'',
τωρα πως εγινε και πλημμυρισε ο κοσμος γυρω του φιλους,
πως ο ταπεινος υψωθησεται
.
.
ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΠΟΥΛΙ ΠΟΥ ΕΙΔΕ ΤΟ ΠΑΙΔΙ
.
.
''ενα πουλι,ενα πουλι,φωναζε το παιδι κι ετρεχε στους δρο-
μους , χτυπουσε τις πορτες και φωναζε ''ενα πουλι,ενα που-
λι'',εμεις ανοιγαμε τις πορτες να δουμε τι ειναι,ρωτουσαμε
ο ενας τον αλλον,''τι ειναι'',''το παιδι φωναζει για ενα που-
λι'',γελασαμε, ''σιγα το πραμα,ολος ο τοπος εδω ειναι γε-
ματος πουλια,οτι θες ειδος,σπουργιτια,κοτσυφια,αηδονια,
κοκκινολαιμηδες,ολα ειναι'', γυρισαμε στις δουλειες μας,
δεν ησυχασαμε,παλι περασε το παιδι, δυο και τρεις φορες
και παλι χτυπουσε τις πορτες και φωναζε, ''ενα πουλι,ενα
πουλι'',καποιος ,δεν κρατηθηκε και το ρωτησε, ''πουλι;τι
πουλι;,που ειναι;'',''ελα να στο δειξω'',του φωναξε το παιδι,
ο ανθρωπος τον ακολουθησε,απο περιεργεια ακολουθη-
σαμε κι εμεις,στην αρχη καμμια δεκαρια αντρες και γυ-
ναικες,μετα ακολουθησαν κι αλλοι πολλοι,το παιδι μπρο-
στα κι εμεις απο πισω, το παιδι εφτασε σ'ενα μεγαλο λιβα-
δι,καταπρασινο,''να ,δεστε το'', σηκωσε το δεξι χερι και με
τον δειχτη τεντωμενο μας εδειχνε,κοιτα ταξαμε ψηλα ,δεν
ειδαμε τιποτα,''δεν υπαρχει πουλι,μας κοροιδευει'', ειπε κα-
ποιος,''αληθεια,κοιταξτε το πουλι'',επεμενε το παιδι,''δεν το
βλεπετε;πως πεταει ,τι ομορφο που ειναι,εχει χρυσα φτερα'',
δεν του διναμε σημασια,φωναξαμε τα παιδια μας να γυρι-
σουμε στα σπιτια μας,εκεινα δεν μας ακουγαν,αλλα μαζευ-
τηκαν γυρω-γυρω απ'το παιδι και κοιτουσαν ψηλα,εβγαλαν
επιφωνηματα θαυμασμου,'ω, να το πουλι,το βλεπουμε,τι
ομορφο που ειναι'',θελαμε να τα μα λωσουμε,δεν ειναι σοβα-
ρα πραγματα αυτα,τελικα τ'αφησαμε ησυχα,παιδιαστικα κα-
μωματα,
το βραδυ τα ρωτησαμε,''αληθεια,ειδατε καποιο πουλι;'',εκει-
να μας κοιταξαν σοβαρα κι ειπαν,''και βεβαια ειδαμε το που-
λι,ηταν φτιαγμενο απο ενα κομματι συννεφο'',''αληθινο χρυ-
σο πουλι απ'το φως του ηλιου'',
τοτε καταλαβαμε,γελασαμε,
δεν ημασταν πια παιδια,ημασταν μεγαλοι,ετσι δικαιολογη-
σαμε τη συμπεριφορα μας
εμεις ξεραμε για νερο για εξατμιση για υδρατμους
.
.
ΟΙ ΠΑΡΑΘΕΡΙΣΤΕΣ ΣΤΗ ΒΕΛΑ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1960
- ΧΡΟΝΙΚΟ-
ΠΑΜΕ ΣΤΗ ΒΕΛΑ ΓΙΑ ΜΠΑΝΙΑ [απο τη Μαχαιρα]
.
παμε στη Βελα-θα παμε στη βελα-ειμαστε στη Βελα-
πηγαμε στη Βελα-πηγαινουμε στη Βελα-για μπανια,
καθε χρονια,τον ιδιο καιρο,αρχες και μεσα της δεκα-
ετιας του 1960,τελος Ιουλη μεχρι τον δεκαπενταυγου-
στο και μετα,20-25 αυγουστου,πηγαιναν για μπανια
απο το χωριο,τη Μαχαιρα ,πηγαιναν οι γιαγιαδες και
παιρναν τα εγγονια μαζι τους,να κανουν μπανια,ν'αμπο-
λυσουν τα νευρα,πηγαιναν με τα γαιδουρια ,τα μουλα-
ρια τα μπλαρια και τα αλογα φορτωμενα τα πραματα
τους,ρουχα μαντανιες να σκεπαστουν,τροφιμα,ψωμι,
τυρι,λαδι να-χουν να φανε,νερο,διαφορα συγυρια,τη-
γανια,τα πιατα,νταμτζανες για νερο,κατσαρολες να
μαγειρεουν,ολα τα αναγκαια,φευγανε το απογευμα
που επεφτε το καμα η' πολυ πρωι,απο το χωριο στη
Τσαπουρνια στα Δασκαλεικα εφταναν κατω στο Αχιλ-
ειο στη Βασλοπ'[το Βασιλοπουλο],εκει διανυχτερευαν
σε καποιο συγγενικο σπιτι στην αυλη του η' αν δεν ει-
χαν συγγενεις σε καποια λακκα εξω αν εφευγαν το α-
πογευμα και θα νυχτωναν,ξυπναγαν το πρωι και συνε-
χιζαν το δρομο τους,απο κει στριβανε περνανε το μο-
νοπατι και απο τη Μερατζουλα κατεβαινανε προς τη
θαλασσα και φτανανε στη Βελα,στις παραλιες της Βε-
λας, εκει φτιαχνανε στην ακρογυαλια καλυβες,τσατου-
ρες,με ξυλα και καλαμια,εκει μενανε,τοτε δεν υπηρχε
ο δρομος απο τον Αστακο προς τον Μυτικα,ουτε ο δρο-
μος απο το Βασιλοπουλο,εκει πιανανε θεση,εβρησκαν
αυτους που ειχανε παει μπροστυτερα,απο τη Βασλοπ',
απο τη Μαχαιρα,παραθεριστες,οι πατεραδες αφου αφη-
ναν τις μανες τους,τις γιαγιαδες,και τα παιδια και τα εγ-
καθιστουσαν στις καλυβες γυριζαν στο χωριο,ειχανε
δουλειες,τα καπνα,ηταν στο μαζεμα,καιγονταν,οι για-
γιαδες επρεπε να κανουν μπανια,ν'αμπολυσουν τα νευ-
ρα,να τριφτουν τ'αρθριτικα,να φυγουν οι ψυξεις,να πε-
ρασουν το χειμωνα,το αλατι ,η θαλασσα ηταν ιαματι-
κη,οι γιατροι ελεγαν να καμουν δεκα-δεκαπεντε μπα-
νια,τοσα φτανουν ,ειναι καλα και στα παιδια τα μπανια
κανανε καλο, το αλατι αργαζε το κορμι,ο ηλιος καιει το
κορμι,το ιωδιο που αναπνεανε,θα περνουσαν το χειμω-
να χωρις να κρυωσουν,να θερμανθουν,ηταν τα μπανια,
θεραπεια,κουργιαλο,τοτε δεν ειχανε μαγιο,μπανιαρα,οι
γυναικες με τα μισοφορια και οι αρσενικοι με τα σωp-
βρακα,εκει που κανανε μπανιο οι γυναικες η παραλια
ηταν αβατο,απαραβιαστο,τα γυναικεια μπανια,ουτε αρ-
σενικα παιδια δεν πηγαιναν εκει,τα διωχνανε,οι γυναι-
κες σκαβανε στην αμμο στη λακκα λουμπες επιμηκεις
στο μηκος του σωματος,καθε μια ειχε τη δικια της λουμ-
πα,αυτη η λουμπα γεμιζε με θαλασσινο νερο που εβγαι-
νε μεσα απ'το χωμα,και το ζεστανε ο ηλιος,γινοταν το
νερο χλιαρο,θερμο,καυτο,εκει μεσα μπενανε και ξα-
πλωνανε,τις σκεπαζε το ζεστο νερο και τις ξεκουραζε,
τις αλαφρωνε,ποτιζε το σωμα τους,μ-ολα τα στοιχεια
του,στο κεφαλι φορουσανε ενα μαντηλι να μην τους κα-
ψει και τους ζαλισει ο ηλιος, φαντασθητε το θεαμα την
εικονα,στη λακκα στην αμμο να προεξεχουν μεσα απο
τις λουμπες τα κεφαλια με τα μαντηλια,τα παιδια κανα-
νε μπανιο κολυμπουσαν,πλεανε, εκει στη παραλια που
ειναι μπροστα απ'το νησακι,μια ξερα,20μ μηκος επι 10μ
πλατος επιφανεια, εκατο μετρα περιπου αποσταση απο
την ακτη,καποια παιδια που ξερανε μπανιο,να κολυμπα-
νε,κι ειχανε αντοχη και δεν φοβοντουσαν πηγαιναν στο
νησακι,ανεβαιναν πανω του κι απο κει φωναζαν και χει-
ρονομουσαν προς τους αλλους απεναντι,περηφανα για
το κατορθωμα τους,κανανε και αγωνες,συναγωνισμους
ποιος θα φτασει πρωτος πιο γρηγορα στο νησακι και
ποιος θα γυρισει πιο γρηγορα,πρωτος,καθημερινα κανα-
νε δυο μπανια,ενα το πρωι κι ενα τ'απογευμα,υστερα
οταν επεφτε ο ηλιος,στη Βελα αργει να πεσει ο ηλιος,
να δυσει, κι εχει ενα φανταστικο ηλιοβασιλεμα,ολο
χρωματα,πορφυρα κοκκινα πορτοκαλια μωβ χρωματα,
τοτε που δροσερευε χωριζονταν σε δυο ομαδες τα παι-
δια και παιζανε μπαλα ποδοσφαιρο στη λακκα μπροστα
απο τη παραλια,εκει γνωριζονταν τα παιδια μεταξι τους
απο τη Μαχαιρα και τη Βασλοπ' ,με τις ντριπλες,τα
σουτ,τις πασες,ηταν η αποθεωση μιας αλλης μερας που
περασε στη Βελα,υστερα οταν βραδυαζε και νυχτωνε
καθονταν να φανε,οι γυναικες ειχαν μαγειρεψει εξω στην
αμμο ,αναβαν φωτια ,εψηναν ψαρια, η' κρεας,εβραζαν
και φαγητα,και τηγανιζαν,μυριζε φαγητο η παραλια,ετοι-
μαζονταν το τραπεζι,καθοντουσαν ολοι να φανε,ειχαν
αναψει λαμπες πετρελαιου να βλεπουν,εξω τρωγανε,
διπλα στη θαλασσα που ερχονταν κι εφευγε,που κυλαγε,
αφου τελειωναν το φαγητο μαζευονταν οι ανθρωποι στις
καλυβες ,σε καποια καλυβα,γινονταν παρεες και κουβεν-
τιαζαν,οι μεγαλες γυναικες,ελεγαν διαφορα,αστειευαν,
γελουσαν,θυμοντουσαν,ελεγαν τα βα-
σανα τους, πολλα ειχαν να πουν απ'αυτα που εχει και κου-
βαλα ο κοσμος,τα παιδια ακουγαν,τις ιστοριες των μεγα-
λων,η θαλασσα,ηρεμη η' με κυμα,η παλιρροια,αν ειχε φεγ-
γαρι ηταν ασημενια,τοπους,κινουμενο φως,ειχε και φωσφο-
ρισμο στα νερα,ακουγαν τον ηχο της θαλασσας,την ανασα
της,το κυμα στην αμμο,το νερο ανασηκωνε τα χαλικια,τ'α-
φηνε κι εφευγε πισω,ηχος περιοδικος,επαναλαμβανομενος,
που τα νανουριζε τα παιδια,κλεινανε τα ματακια,κατω απ'τ'α-
στερια ερχονταν ο υπνος ελαφρυς δροσερος ζεστος,χαδι,της
μανας,εβλεπαν και τις βαρκες με τα φωτα,τα γρι γρι,που ε-
βγαιναν για νυχτερινο για ψαρεμα, εβλεπαν και τα φωτα στο
νησι απεναντι τον Καλαμο κι ο υπνος τα επαιρνε,τα σκεπα-
ζαν εκει εξω που επεσαν να μην κρυωσουν τη νυχτα,η' τα
πηγαιναν μεαα στη καλυβα να κοιμηθουν ,τα μικροτερα
τα σηκωναν στην αγκαλια τους,το πρωι ξυπνουσαν οταν
χτυπαγαν την επιφανεια της θαλασσας οι πρωτες ακτινες
του ηλιου και ζεστανε,οι γυναικες καθαριζανε τις κατσαρο-
λες τα πιατα και τα τηγανια στη θαλασσα,τα τριβανε με την
αμμο,ειχε κι ενα πηγαδι στη λακκα πιο πανω,το νερο ηταν αρ-
μυρο,γλυφο,δεν πινονταν,για πλυσιμο το ειχαν,για τα ρουχα,
ποτιζαν και τα ζωα απο κει,τα γιδια και τα γουρουνια,την κα-
θημερινη τους φυσικη αναγκη την εκαναν στα υψωματα,πι-
σω απ'τα πουρναρια,αλλο θεαμα κι αυτο,να πηγαινουν προς
τα κει και να γυριζουνι,αλλες εποχες τοτε αλλοι ανθρωποι,
αθωα χρονια,φυσικα,απολυτα φυσικα,απο τον Αστακο και
τον Μυτικα ερχονταν βαρκες το πρωι και πουλουσαν,φρε-
σκα ψαρια,φερνανε και ντοματες,καρπουζια,πεπονια,διαφο-
ρα τροφιμα, αγοραζαν να φανε,καθε Σαββατο ερχοντανε απ'
το χωριο ο πατερας, η' εστελναν με καποιον αλλο, κι εφερ-
νε ψωμια και τροφιμα,συκα,απιδια ασχλαδια,τα πρωτα στα-
φυλια,το ψωμι ηταν φρεσκο,καρβελια απ'τον φουρνο,εφερ-
ναν και νεα,να μαθουν τι γινεται,επειτα γυριζαν παλι πισω,
στη δουλεια,στα καπνα,μεχρι το αλλο Σαββατο,ερχοντουσαν
με τα γαιδουρια και τ'αλογα,αναλογα πεζοι η' καβαλλα,μερι-
κοι παραθεριστες ερχοντουσαν με καικι απ' τον Αστακο,κι
ετσι εφευγαν απο τη Βελα,με το καικι,για σωσιβια ειχανε
σαμπρελες απο τις πισω μεγαλες ροδες των τρακτερ,απο τα
μπελαρους κι απο τις ροδες φορτηγων αυτοκινητων,απ'αυτες
πιανονταν ,να ξαποστασουν κι απο κει κανανε βουτιες ειχε
η θαλασσα στις πετρες αχινους,τους καλογερους τους μι-
κρους,και τους μεγαλους αχινους,τους κανονικους,επρεπε να
προσεξεις να μην τους πατησεις,γιατι αν μπουν τ'αγκαθια ει-
ναι δυσκολο να βγουν,θα ποναει το ποδι,η πατουσα,δεν μπο-
ρεις να πατησεις και θα κουτσενεις για μερες,αν πατουσε κα-
ποιος αχινο για να βγαλει τ'αγκαθια αλοιφε με λαδι το μερος
που ειχανε μπει και προσπαθουσε να τα βγαλει ενα-ενα με
βελονι,με τις ωρες υπομονετικα,να μην σπασουν γιατι τοτε
εμεναν μεσα,δεν βγαινανε,πολλοι ξερανε να ξεχωριζουν τα
χταποδια και να τα πιανουν,με τα χερια η' με καμακι,ειχε
πολλα χταποδια τοτε,τα χτυπουσαν στους βραχους και τα
γουλιζαν,υστερα ειτε τ'απλωνανε στον ηλιο να ξεραθουν
ειτε τα εψηναν ωμα,μοσσχοβολουσε ο τοπος,η παραλια,εκει
γυρω βοσκουσαν και γιδια,ακουγες τα κουδουνια και τις φω-
νες τους,τα'βλεπες,κατεβαιναν μεχρι κατω στη παραλια,στην
ακρη της θαλασσας,παρα θιν αλος,αναμεσα στις τσατουρες
στις καλυβες,ητανε και πολλα γουρουνια,κυλιοντουσαν στα
νερα,εκει που ηταν το πηγαδι,για το ποτισμα,αναγλυτσαζαν,
επρεπε να τα προσεχεις γιατι μπορουσαν να μπουν μεσα στη
καλυβα και να φανε οτι βρησκανε,δεν αφηναν τροφιμο για
τροφιμο,ψωμια,καρπουζια,πεπονια,ντοματες,κολοκυθια,πα-
τατες,ολα τα σαρωνανε,αυτα τα γουρουνια καθαριζανε τρω-
γανε κι οτι πεταγαν,φλουδες απο καρπουζια,πεπονια,τ'απο-
φαγια,φυσικος οικολογικος καθαρισμος,υπηρχαν και μαγα-
ζακια στημενα στη παραλια,ειχαν γκαζοζες αναψυκτικα,ου-
ζο,μπυρες σε βαρελια με παγο,ψενανε στη σουβλα κατσικι,
η' προβατινα,και γουρουνοπουλο,νοστιμοτατο με κριταανι-
στη πετσα,ητανε τα μαγαζια και χασαπικα σφαζανε ζωα
ν'αγορασει ο κοσμος κρεας,πολλες φορες τυχαινε να πιασει
ξαφνικη μπορα που περνουσε,τυχαινε ομως να ειναι δυνατη
με πολυ νερο και αερα και τους ξεσηκωνε τις καλυβες,τοτε
αν ηταν προς το τελος της διαμονης των μαζευαν τα πραγμα-
τα τους τα φορτωναν κι εφευγαν,του χρονου θα ξαναγυριζαν,
με το καλο ετσι περνουσαν τις μερες τους στη Βελα στα μπα-
νια,οι ανθρωποι που παραθεριζανε εκει,κανανε παρεες,ασκουν-
ταν το κορμι,μαυριζαν,τα παιδια γινοντουσαν μαυρα σαν γυ-
φτακια,και μετα της Παναγιας τον δεκαπενταυγουστο κατα τις
20-25 του μηνος γυριζαν στο χωριο,και διηγουντουσαν πως πε-
ρασαν,
μια μυθικη εποχη,
τωρα που πια ολα αλλαξαν μενουν εκει στις παραλιες τα ιχνη
τους,οι φωνες τους,οι κινησεις τους,οι συναναστροφες τους,
η παρουσια τους ,
η ελαχιστη και μεγιστη
.
.
η μανα μας κι εμεις τα παιδια
μια ομολογια
δεν πειραζει που το παιδι μου δεν παιρνει τα γραμματα,
θα γινει γεωργος,θα μεινει εδω,θα παντρευτει και μια
καλη και γερη κοπελα,θα κανει πολλα παιδια,θα κοιταξει
και μας σαν γερασουμε,τον πατερα του και μενα,
δεν θα παει χαμενο,θα δεις,θα προοδευσει
.
.
Φωτογραφια-Μαθηματα Ιστοριας-1-χ.ν.κουβελης
.
1
.
-ηρθε διαταγη να διωξουνε τους ελληνες,να πανε στην ελλαδα,
ανταλλαγη πληθυσμων-]
(Να πως τα οικοπεδα μας αποκτησαν τετοιες τρομακτικες αντικειμενικες
αξιες ανα τμ) ηρθαν οι ξενοι,προσφυγες,ξεριζωμενοι,των συμφερονταων
διεθνων και εντοπιων θυματα,ανθρωπινα κορμια για καμια χρηση αλλα
και για παντια χρηση,μνημες ανεστιες,παστικωμενες στην ελλαδα,αποροι
ανεστιοι ανεργοι,''να μετρηθουμε.ποιοι ειμαστε;ποιοι λειπουμε;'',κι ελει-
παν πολλοι,κι αυτοι που σωθηκαν εγκατασταθηκαν σε χερσα χωραφια
και σε απαλλοτριωσιμους χωρους,εκει οικισθηκαν σε παραγκες με πλι-
θρες απο χωμα,με ξυλοδεσιες ,πισοχαρτα στις σκεπες και λαμαρινες,σε
τετραγωνα του ιπποδαμειου συστηματος πολεοδομιας,σε πολεοδομικο
καναβο γραμμων και στηλων,με ελευθερα τετραγωνα,πλατειες,κοινο-
χρηστα λουτρα,αποχωρητηρια,πλυντηρια,
Νεα Σμυρνη,Νεα Ιωνια,Νεα Φιλλαδελφεια,Κοκκινια,Καισαριανη,
Κερατσινι,Κορυδαλλος,Δραπετσωνα,Προσφυγικα Λεωφορου Αλεξανδρας,Θεσσαλονικη,Αρετσου,Τουμπα,Τριανδρια,Νεα Κρηνη,
Καλαμαρια,Σαραντα Εκκλησιες,Σταυρουπολη,Νεα Ευκαρπια,
Νεο Κορδελιο,Νεα Μενεμενη,Αγρινιο,Αγιος Κωνσταντινος,Κυψελη,
Ξηρομερο,Αγιος Βασιλειος,Αγιος Νικολαος Βονιτσας,η Ελλαδα ολη.
εκει εγκατασταθηκαν,παιδια.μωρα με συλλογικη μνημη,απο τον Ομηρο,
και τους Ιωνες Ηρακλειτο Θαλη Αναξιμενη,μεγαλοι με τη πραγματικη
μνημη,τι χασανε,ειχαν κι αγωνα με τα κουνουπια με τα ποντικια με
τους σκορπιους και μετα φιδια,αφου πρωτα περασαν και ξεφυγαν,οσοι
ξεφυγαν,απο τα λοιμοκαθαρτηρια στο Καραμπουρνακι,στη Δραπετσωνα,
στη Μακρονησο κι αλλου,
να χωρεσουν στη μικρη πατριδα,που τους εβλεπαν με μισο ματι οι
ντοπιοι,με ζηλια,με δυσπιστια,πως ηρθαν να τους φανε το ψωμι,να
πιασουν τις δουλειες τους,να τους μολυνουν με τις συμπεριφορες τους
με τα ηθη και τα εθιμα τους,ανταγωνιστες,εκεινοι ανωνυμοι,κενα ονοματα,απροσωποι,οχλος,ξεριζωμενοι,τα κοκκαλα των προγονων
περα εκει,τοσοι πολλοι σκοτωμενοι περα εκει,τα σπιτια καμενα γκρε-
μισμενα παρατημενα περα εκει,η φωνη τους οι παρουσιες τους περα
εκει,κι εδω στη νεα πατριδα νοσταλγια που μαχαιρωνει,πικρα και
καημος που πνιγει,μνημη που βασανιζει
Σμυρνη,Αλικαρνασσος,Αιδινιο,Σαρδεις,Ερυθραια,Σαμσουντα,Αλατσατα,
Βουρλα,Καππαδοκια,Ικονιο,Φιλαδελφεια,Σπαρτη,Τσεσμε,Περγαμος,
Φωκαια,Σεβαστεια,Νικομηδεια,Πανορμος,Τραπεζουντα,Ραιδεστος,
Αιβαλι,Κορδελιο,Μπουρνοβας,Προυσα,Φαρασα,Μακρη,Αγχιαλος,
Ικονιο,Κωνσταντινουπολη,
και τα χρονια 1922-1929 στην ελλαδα εχουμε αυξηση της βιομηχανιας
κατα 82% και κατα 40% τα χρονια 1930-1940
απο εκεινα τα μερη ηρθαν διωγμενοι,ξεριζωμενοι,προσφυγες
...η Ζωγραφινα Ζαφειρακη,η Ελενη Χρηστακη(στη Θεσσαλονικη)...
...ο Ιωαννης Καικουσης,ο Διαμαντης Χατζημιχαλης(στη Νεα Ραιδεστο
Θεσσαλονικης)...
...η Ευγενια χηρα Νικολαου Ζαφειρακη(στη Νεα Απολλωνια Θεσσαλο-
νικης)...
...η χηρα Λογοθετη(στον Αγιο Χαραλαμπο Κοζανης)...
...ο Σταθης (απο τον Αγιο Νικολαο Ξηρομερου που καθε Αυγουστο περ-
νουσε απο το χωριο για να παει στον Αη Γερασιμο στη Κεφαλλονια και
μιλουσε τα προσφυγικα,απλοικος ανθρωπος)...
.
Φωτογραφια-Μαθηματα Ιστοριας-2-χ.ν.κουβελης
.
2
.
[-ηρθε διαταγη να διωξουνε τους ελληνες,να πανε στην ελλαδα,
ανταλλαγη πληθυσμων-]στεκονται και μας κοιταζουν μπροστα
απο το φωτογραφικο φακο,μας λενε για τα μπουγαζια τ'Αιβαλιου
που αφησανε και χαθηκαν,ελιωσαν διαλυθηκαν μεσα στις
μυλοπετρες της Ιστοριες,η μνημη σκοτεινιασε
...Σουλτανα Καλιογλου απο το Παμπουτζακ της Μικρας Ασιας,
Αικατερινη Αραμπατζη απο το Ουζουν Κιοπρε της Ανδριανουπολης,
η Αλικη και η Ερμιονη απο τη Σμυρνη,η Σοφιαn απο τις Παλαιες
Φωκαιες της Σμυρνης,Νικολαος,Σεβαστη,Προδρομος,Ιωαννης,Μαρια
απο τη Σμυρνη,Νικολαος Μπουλγκαμης απο τη Ραιδεστο,
οσοι ειχαν κολλητικες αρρωστειες χολερα πανουκλα φυματιωση τους
πεταγανn στη θαλασσα να γλυτωσουν,
στα σκοτεινα της Ιστοριας.
μεσημερι,δεκαετια του 60,οι Αναζητησεις του Ελληνικου Ερυθρου
Σταυρου στο ραδιο-
φωνο,''οι( ) αναζητουν τους γονεις τους ( )",αναζητουν τον αδερφο τους
τοτε 3 ετων,
αναζητουν τη θεια τους,...
Αναζητουν τη χαμενη πατριδα τους
.
.
-Απο τη φωτογραφια αυτη το παιδι εκει μας βλεπει εδω-χ.ν.κουβελης
.
δεν ηθελε να φωτογραφηθει,γι'αυτο ειναι συνοφριουμενο,
δεν ειχε καλα ρουχα,τι να δειξει τ'αποφορια,ξυπολητο,το
στησανε σ'ενα τοιχο,οπως στηνουνε στο τοιχο αυτους που
εκτελουν,του δωσανε στα χερια μια πετσετα τυλιγμενη,ξερο
ψωμι,για μια εικονα της προπαγανδας,'η φτωχεια ,τα παιδια
πεινανε,ειναι ξυπολητα,δεν εχουν χαρουμενα προσωπα,βοη-
θεια',ζητιανευουν βοηθεια,κατα τα συμφεροντα τους,το παιδι
δεν ειναι ζητιανακι,εχει ονειρα,δεν θα πουληθει σε κανεναν,
θ'αντεξει,θα προοδεψει η κοινωνια,αργοτερα θα καταλαβει το
σκοπο,το στοχο,της φωτογραφισης του,θα καταλαβει γιατι ει-
ναι συνοφριουμενο,θα'θελε να τους κλωτσησει,να τους πετα-
ξει χωμα στα ματια,να τους φωναξει,''ο πατερας μου ειναι
ηρωας κι η μανα μου ηρωιδα'',να ουρλιαξει,''γιατι τους πειρα-
ξατε,τι σας εφταιξαν;'',Και απο μια φωτογραφια,δηθεν αθωα,
δηθεν ρεαλιστικη,φαινεται η ιστορια ενος ανθρωπου κι ενος
τοπου
.
.
-Ιστορια απο μια φωτογραφια μας με τη μανα
.
Η μανα περασε δυσκολα χρονια,τη βλεπω σ'αυτη τη φωτογραφια,
ειμαι το πιο μεγαλο παιδι,ο Γιωργακης,αριστερα μου ειναι η αδερ-
φη μου η Σουλα,και δεξια μου τ'αλλα αδερφια μου,η Μαρια και
ο Νικος,η μανα μια ομορφη γυναικα,τον πατερα τονχασαμε νεο,η
μανα ποτε δεν μαςειπε πως,οταν την ρωτουσαμε δεν μας απαντουσε,
το προσωπο της γινονταν σοβαρο σκοτεινιαζε,καταλαβαιναμε πως
στεναχωριονταν πολυ,την αγαπουσαμε τη μανα,Κωνσταντινα τη λε-
γανε,καποτε εφερε στο σπιτι εναν αντρα,η μικρη η Σουλα ολο εκλαι-
γε,απο εκεινη τη μερα δεν τον ξαναειδαμε,εγω που ημουνα μεγαλυ-
τερος ηξερα πωςτον συναντουσε κρυφα εξω,τοτε λουζονταν φορου-
σε ωραιο φουστανι γινονταν ομορφη,εγω εκανα πως δεν εβλεπα,με
φιλουσε κι ελεγε,''οταν θα μεγαλωσεις θα καταλαβεις'',το μαγουλο
της ,που μ'αγγιζε ,το'νιωθα υγραμενο,ηθελα να της πως μεγαλωσα
και καταλαβαινα και πως την αγαπουσα,ομως δεν της το ελεγα,και
τωρα που δεν την εχουμε πια παρα.μονο στη φωτογραφια μετανιω-
νω,η μανα μας υπηρξε κι εζησε τη ζωη της, μονη της και μαζι με
αλλους,και με μας τα παιδια της που την αγαπουσαμε πολυ και πιο
πολυ αυτη εμας
.
.
Ενα Απλοικο Σχολιο Οικονομικης Θεωριας του κυριου Κ.
.
Ενα μικρο παιδι ρωτησε τον κ.Κ τι ειναι το εργοστασιο
Ο κ.Κ απαντησε;ενας τεραστιος χωρος,με τεραστιες μηχανες,
με τρομακτικο θορυβο,με τεραστια παραγωγη
Το παιδι ειπε:Καταλαβα.Το Εργοστασιο ειναι ενας Δρακος,οπως
στα παραμυθια
.
.
ροδι-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
.
.
ροια ροιδια ροδια ρογδια-χ.ν.κουβελης
.
ροια ροιη ροιδια ρογδια
ροιδι γλυκορροδο
ροιδια στους κηπους της Ναυσικας του Αλκινοου
και στο δικο μου κηπο
ροιδια που πρωτοφυτεψε η μανα μου
.
[Ομηρου Οδυσσεια - η' ραψωδια 112-119]
ἔκτοσθεν δ᾽ αὐλῆς μέγας ὄρχατος ἄγχι θυράων
τετράγυος· περὶ δ᾽ ἕρκος ἐλήλαται ἀμφοτέρωθεν.
ἔνθα δὲ δένδρεα μακρὰ πεφύκασι τηλεθόωντα,
ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι
συκέαι τε γλυκεραὶ καὶ ἐλαῖαι τηλεθόωσαι.
τάων οὔ ποτε καρπὸς ἀπόλλυται οὐδ᾽ ἀπολείπει
χείματος οὐδὲ θέρευς, ἐπετήσιος· ἀλλὰ μάλ᾽ αἰεὶ
Ζεφυρίη πνείουσα τὰ μὲν φύει, ἄλλα δὲ πέσσει.
.
[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
πιο εξω απ'την αυλη ειναι μεγαλος κηπος,κοντα στη πορτα,
τεσσερες οργωμενος και με φραχτη γυρω -γυρω
πο'χει εκει μεσα φυτεμενα δεντρα ψηλα και φουντωμενα
αχλαδιες και ροιδιες και μηλιες με λαμπερα τα μηλα
συκιες με γλυκα τα συκα και φουντωμενες ελιες
που ο καρπος μητε μαραινεται μητε λειπει
χειμωνα καλοκαιρι ολο το χρονο αλλα ο Ζεφυρος
πνεει και τα φυτρωνει αλλα τα ωριμαζει
.
εριξε η νυφη ροδι κι εσπασε σε χιλια χιλια κλωνια ροιδια
.
ροια ροα στο Περι Φυτων Ιστοριαι του Θεοφραστου
ροδι των Ανθεστηριων
ροιη στον Ομηρικο Υμνο στη Δημητρα
αυτάρ ο λάθρη. Έμβαλε μοι ροιής κόκκον, μελήδε εδωδήν
[επειτα κρυφα στο χερι μ'αφησε σπυρι ροιδιου
τροφη σαν μελι]
ροιδια της αφθονιας της γονιμοτητας
ροιαι στη λ' ραψωδια 589 της Οδυσσειας
[ο καταδικασμενος Τανταλος δεν εφτανε να πιασει καρπους
απο τα δεντρα τετοια αιωνια τιμωρια ειχε]
τα δεντρα με τα ψηλα φυλλωματα τους π'ολουθε καρπους γιοματα
αχλαδιες και ροιδιες και μηλιες με λαμπερα τα μηλα
συκιες με τα γλυκα τα συκα και φουντωτες ελιες]
δένδρεα δ᾽ ὑψιπέτηλα κατὰ κρῆθεν χέε καρπόν,
ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι
[απλωνε τα χερια κι εκεινα ψηλωναν και δεν προλαβαινε να κοψει
καρπο να φαει και να ξεδιψασει]
ροα στις Σφηκες του Αριστοφανη [στιχος 1268]
οὗτος ὅν γ᾽ ἐγώ ποτ᾽ εἶδον ἀντὶ μήλου καὶ ῥοᾶς
ροων στους Νομους του Πλατωνα[845b]
845b ξένια δεχόμενος, τῆς δὲ ἀγροίκου λεγομένης καὶ τῶν τοιούτων ὁ
νόμος εἰργέτω μὴ κοινωνεῖν ἡμῖν τοὺς ξένους: ἐὰν δέ τις ἀίστωρ ὢν αὐτὸς
ἢ δοῦλος ἅψηται, τὸν μὲν δοῦλον πληγαῖς κολάζειν, τὸν δὲ ἐλεύθερον
ἀποπέμπειν νουθετήσαντα καὶ διδάξαντα τῆς ἄλλης ὀπώρας ἅπτεσθαι
τῆς εἰς ἀπόθεσιν ἀσταφίδος οἴνου τε καὶ ξηρῶν σύκων ἀνεπιτηδείου
κεκτῆσθαι. ἀπίων δὲ πέρι καὶ μήλων καὶ ῥοῶν καὶ πάντων 845c τῶν
τοιούτων,
ροιδια
των φλογατων λουλουδιων
τρομπετες η' γραμμοφωνα
.
.
ΑΝΤΩΝΙΝΟΥ ΛΙΒΕΡΑΛΙΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΝ ΣΥΝΑΓΩΓΗ-
2 Μελεαγριδες[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
.
2.Μελεαγριδες
Οινευς ο Πορθεως του Αρεως εβασιλευσεν εν Καλυδωνι και εγεν-
το αυτω εξ Αλθαιας της Θεστιου Μελεαγρος,Φηρευς,Αγελεως,Το-
ξευς,Κλυμενος,Περιφας,θυγατερες δε Γοργη,Ευρυμηδη,Δηιανειρα,
Μελανιππη,επει δ' εθυεν απαρχας υπερ της χωρας εκλανθανεται
της Αρτεμιδος,αυτη κατα μηνιν εφορμα συν αγριον,ος κατεφθειρε,
την γην και πολλους απεκτεινεν,επειτα Μελεαγρος και οι Θεστιου
παιδες συνηγειραν τους αριστεας εκ της Ελλαδος επι τον συν,οι δε
αφικομενοι κτεινουσιν αυτον,ο δε Μελεαγρος διανειμας τα κρεα
αυτου τοις αριστευσι την κεφαλην και το δερος εξαιρει γερας εαυτω,
Αρτεμις δε,επει το ιερον συν εκτειναν,ετι μαλλον εχολωθη και νεικος
ενεβαλεν αυτοις,οι γαρ παιδες οι Θεστιου και οι αλλοι Κουρητες
απτονται του δερους φαμενοι μετεινε τα ημισεια των γερων εαυτοις,
Μελεαγρος δε αφαιρειται κατα βιαν και κτεινει τους Θεστιου παιδας,
εκ ταυτης της προφασεως πολεμος εγενετο Κουρησι και Καλυδωνιοις
και ο Μελεαγρος εις τον πολεμον ουκ εξηει μεμφομενος οτι αυτω
κατηρασατο η μητηρ δια τον των αδελφων θανατον,ηδη δε των Κου-
ρητων μελλοντων αιρειν την πολιν επεισε τον Μελεαγρον η γυνη
Κλεοπατρα τοις Καλυδωνιοις αμυναι,ο δε αναστας επι τον στρατον
των Κουρητων και αυτος αποθνησκει της μητρος εμπρησασης τον παρα
των Μοιρων αυτη δοθεντα δαλον,επεκλωσαν γαρ επι τοσουτον αυ-
τον εσεσθαι χρονον εφ' οσον αν ο δαλος διαμενη,απεθανον δε και οι
αλλοι παιδες Οινεως μαχομενοι,και πενθος επι Μελεαγρω μεγιστον
εγενετο παρα Καλυδωνιοις,αι δε αδελφαι αυτου παρα το σημα
εθρηνουν αδιαλειπτως αχρις αυτας Αρτεμις αψαμενη ραβδω μετα-
μορφωσεν εις ορνιθας και απωκισεν εις Λερον την νησον,ονομα-
σασα μελεαγριδας,αι δε αχρι νυ ετι καθ'ωραν ετους πενθος επι
Μελεαγρω φερειν,δυο δε των Αλθαιας θυγατερων ,Γοργην και
Δηιανειραν φασι κατ'ευμενειαν Διονυσου μη μεταβαλειν,οτι την
χαριν αυτω Αρτεμι διδοι
.
[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
2.Μελεαγριδες
.
Ο Οινεας του Πορθεα γιου του Αρη εβασιλεψε στη Καλυδωνα
και απο την Αλθαια τη κορη του Θεστιου απεκτησε τον Μελεαγρο,
τον Φηρεα,τον Αγελαο,τον Τοξεα,τον Κλυμενο,τον Περιφα και θυγα-
τερες τη Γοργη,την Ευρυμηδη,την Δηιανειρα,και την Μελανιππη,
επειδη στη θυσια που εκανε για την αρχη των εργασιων στη χωρα
ξεχασε την Αρτεμη ,εκεινη θυμωσε πολυ κι εστειλε ενα αγριο χοιρο
που κατεστρεφε τη γη και πολλους ανθρωπους σκοτωσε,τοτε ο
Μελεαγρος και τα παιδια του Θεστιου καλεσαν τους αριστους
αντρες στην Ελλαδα να κυνηγησουν τον αγριοχοιρο,εκεινοι ηρθαν
και τον σκοτωσαν,ο Μελεαγρος μοιρασε το κρεας του στους αριστους
αντρες και το κεφαλι και το δερμα του το κρατησε επαθλο για τον
εαυτο του,η δε Αρτεμη επειδη σκοτωσαν το ιερο της αγριοχοιρο παρα
πολυ οργισθηκε και εσπειρε τη φιλονεικια αναμεσα τους,και τα
παιδια του Θεστιου και οι αλλοι Κουρητες παιρνουν το δερμα λεγον-
τας πως το μισο επαθλο ανηκει σ'αυτους ,τοτε ο Μελεαγρος
τ'αρπαξε με τη βια και σκοτωνει τα παιδια του Θεστιου κι απ'αυτη
τη προφαση ξεσπασε αναμεσα στους Κουρητες και τους Καλυδωνιους
πολεμος και ο Μελεγρος σ'αυτον τον πολεμο δεν βγαινει να παρει με-
ρος κατηγορωντας τη μανα του πως τον καταραστηκε που σκοτωσε
τ'αδερφια της, κι οταν οι Κουρητες ηταν ετοιμοι να καταλαβουν την πο-
λη τοτε επεισε τον Μελεαγρο η γυναικα του η Κλεοπατρα να βοηθησει
τους Καλυδωνιους να αμυνθουν,αυτος σταθηκε μπροστα στο στρατο
των Κουρητων και πεθανε οταν η μανα του εκαψε το ξυλο που της ειχαν
δωσει οι Μοιρες που του εκλωσαν οταν ηταν μωρο τοσο χρονο να ζησει
οσο χρονο το ξυλο θα μενει ακαιγο,και τ'αλλα παιδια του Οινεα πεθαναν
μαχομενα,και το πενθος για το θανατο του Μελεαγρου ηταν πολυ μεγαλο
στους Καλυδωνιους,κι οι αδερφες του θρηνουσαν στο μνημα του ακα-
ταπαυστα,μεχρι που η Αρτεμη πιανωντας μια ραβδο τις αγγιξε και τις
μεταμορφωσε σε πουλια και τις εγκατεστησε στο νησι Λερο και τις ονο-
μασε μελεαγριδες,που μεχρι τωρα λεγεται πως φερουν το πενθος για
τον Μελεαγρο,δυο δε απο τις θυγατερες της Αλθαιας,η Γοργη και η
Δηιανειρα,λενε πως απο ευμενεια του Διονυσου δεν μεταμορφωθηκαν,
πως η Αρτεμη του εκανε αυτη τη χαρι
.
.
[στο κυνηγι του αριοχοιρου εκτος απ' τους αριστους πηρε μερος και
μια γυναικα,η Αταλαντη,απο την Αρκαδια,ηταν πανεμορφη,ξακουστη
δρομεας και κυνηγος[γι'αυτο προστατευομενη της Αρτεμης,ορκισμενη
παρθενα μεχρι που τη νικησε σε αγωνα δρομου ο Ιππομενης χαρις στα
τρια μηλα των εσπεριδων που της πετουσε κι αυτη,γυναικα ηταν,καθυ-
στερουσε να τα πιασει,μια και δυο και τρεις φορες,κι εχασε τελικα το
δρομο και τη παρθενια της],αυτη τραυματισε πρωτη τον αγριοχοιρο
και σ'αυτη εδωσε,το δικαιουνταν, το δερμα του ο Μελεαγρος για επα-
θλο]
.
.
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙΟΥ ΤΟΥ ΓΥΓΗ ΣΤΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΔΙΚΕΙΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΗ ΑΔΙΚΕΙΣΘΑΙ-
ΑΔΙΚΙΑ /ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
.
η θεση του σοφιστη Θρασυμαχου ειναι πως ισχυει το δικιο του
ισχυροτερου,
και ο Σωκρατης πως η δικαιοσυνη ειναι αρετη ,αγαθον,και με
αυτη ο ανθρωπος θα γινει ευτυχης,και σε καμια περιπτωση
δεν πρεπει να πρατουμε το αδικο και να νομιζουμε πως μας
ωφελει,
ο Γλαυκων, ο αδελφος του Πλατωνα,λεει πως ο ανθρωπος επιλε-
γει το αδικο σαν το πιο ωφελιμο απο το δικαιο,και αναγκαζεται
να ειναι δικαιος γιατι δεν δυναται να αδικησει και να τιμωρησει
αυτους που τον αδικουν,η δικαιοσυνη ειναι μεσοτης του βελτιστου
που ειναι το αδικειν και του χειριστου να αδικεισαι,
οι ανθρωποι αδυνατωντας να τιμωρησουν αυτους που αδικουν,
επειδη ειναι ισχυροτεροι ,εξαναγκασθηκαν να θεσπισουν νομους,
η δικαιοσυνη ειναι μια αναγκαστικη συμβαση,
καθε ανθρωπος,δικαιος και αδικος,αν του δινονταν η δυναμη να
αδικησει και να μην τιμωρηθει τοτε με ευχαριστηση θα επελεγε
το αδικο απο το δικιο σαν περισσοτερο ωφελιμο γι'αυτον,προ-
τιμοτερον να αδικεις παρα να αδικεισαι.
Ο Γλαυκων στη Πολιτεια του Πλάτων. Πολιτείνα. [Βιβλίο Β,
359d-360d] διηγειται τον μυθο του δαχτυλιδιου του Γυγη:
.
οἵαν [359d] ποτέ φασιν δύναμιν τῷ [Γύγου] τοῦ Λυδοῦ προγόνῳ
γενέσθαι.εἶναι μὲν γὰρ αὐτὸν ποιμένα θητεύοντα παρὰ τῷ τότε
Λυδίας ἄρχοντι, ὄμβρου δὲ πολλοῦ γενομένου καὶ σεισμοῦ ῥα-
γῆναί τι τῆς γῆς καὶ γενέσθαι χάσμα κατὰ τὸν τόπον ᾗ ἔνεμεν.
ἰδόντα δὲ καὶ θαυμάσαντα καταβῆναι καὶ ἰδεῖν ἄλλα τε δὴ
ἃ μυθολογοῦσιν θαυμαστὰ καὶ ἵππον χαλκοῦν, κοῖλον, θυρίδας
ἔχοντα, καθ’ ἃς ἐγκύψαντα ἰδεῖν ἐνόντα νεκρόν, ὡς φαίνεσθαι
μείζω ἢ κατ’ ἄνθρωπον, τοῦτον δὲ ἄλλο μὲν οὐδέν, περὶ δὲ
[359e] τῇ χειρὶ χρυσοῦν δακτύλιον ὄντα περιελόμενον ἐκβῆναι.
συλλόγου δὲ γενομένου τοῖς ποιμέσιν εἰωθότος, ἵν’ ἐξαγ-
γέλλοιεν κατὰ μῆνα τῷ βασιλεῖ τὰ περὶ τὰ ποίμνια, ἀφικέσθαι
καὶ ἐκεῖνον ἔχοντα τὸν δακτύλιον· καθήμενον οὖν μετὰ τῶν
ἄλλων τυχεῖν τὴν σφενδόνην τοῦ δακτυλίου περιαγαγόντα
πρὸς ἑαυτὸν εἰς τὸ εἴσω τῆς χειρός, τούτου δὲ γενομένου
[360a] ἀφανῆ αὐτὸν γενέσθαι τοῖς παρακαθημένοις, καὶ διαλέ-
γεσθαι ὡς περὶ οἰχομένου. καὶ τὸν θαυμάζειν τε καὶ πάλιν ἐπιψη-
λαφῶντα τὸν δακτύλιον στρέψαι ἔξω τὴν σφενδόνην, καὶ
στρέψαντα φανερὸν γενέσθαι.
καὶ τοῦτο ἐννοήσαντα ἀποπειρᾶσθαι τοῦ δακτυλίου εἰ ταύτην
ἔχοι τὴν δύναμιν, καὶ αὐτῷ οὕτω συμβαίνειν, στρέφοντι μὲν
εἴσω τὴν σφενδόνην ἀδήλῳ γίγνεσθαι, ἔξω δὲ δήλῳ· αἰσθό-
μενον δὲ εὐθὺς διαπράξασθαι τῶν ἀγγέλων γενέσθαι τῶν παρὰ τὸν
βασιλέα, ἐλθόντα [360b] δὲ καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ μοιχεύσαντα,
μετ’ ἐκείνης ἐπιθέμενον τῷ βασιλεῖ ἀποκτεῖναι καὶ τὴν ἀρχὴν οὕτω
κατασχεῖν.
εἰ οὖν δύο τοιούτω δακτυλίω γενοίσθην, καὶ τὸν μὲν ὁ δίκαιος
περιθεῖτο, τὸν δὲ ὁ ἄδικος, οὐδεὶς ἂν γένοιτο, ὡς δόξειεν,
οὕτως ἀδαμάντινος, ὃς ἂν μείνειεν ἐν τῇ δικαιοσύνῃ καὶ
τολμήσειεν ἀπέχεσθαι τῶν ἀλλοτρίων καὶ μὴ ἅπτεσθαι, ἐξὸν
αὐτῷ καὶ ἐκ τῆς ἀγορᾶς ἀδεῶς ὅτι βούλοιτο λαμβάνειν,
[360c] καὶ εἰσιόντι εἰς τὰς οἰκίας συγγίγνεσθαι ὅτῳ βούλοιτο,
καὶ ἀποκτεινύναι καὶ ἐκ δεσμῶν λύειν οὕστινας βούλοιτο, καὶ
τἆλλα πράττειν ἐν τοῖς ἀνθρώποις ἰσόθεον ὄντα. οὕτω δὲ
δρῶν οὐδὲν ἂν διάφορον τοῦ ἑτέρου ποιοῖ, ἀλλ’ ἐπὶ ταὔτ’ ἂν
ἴοιεν ἀμφότεροι.
καίτοι μέγα τοῦτο τεκμήριον ἂν φαίη τις ὅτι οὐδεὶς ἑκὼν δίκαιος
ἀλλ’ ἀναγκαζόμενος, ὡς οὐκ ἀγαθοῦ ἰδίᾳ ὄντος, ἐπεὶ ὅπου γ’ ἂν
οἴηται ἕκαστος οἷός τε ἔσεσθαι ἀδικεῖν, ἀδικεῖν.
λυσιτελεῖν γὰρ δὴ οἴεται πᾶς ἀνὴρ πολὺ [360d] μᾶλλον ἰδίᾳ
τὴν ἀδικίαν τῆς δικαιοσύνης, ἀληθῆ οἰόμενος,ὡς φήσει ὁ περὶ
τοῦ τοιούτου λόγου λέγων· ἐπεὶ εἴ τις τοιαύτης ἐξουσίας ἐπιλα-
βόμενος μηδέν ποτε ἐθέλοι ἀδικῆσαι μηδὲ ἅψαιτο τῶν ἀλλοτρίων,
ἀθλιώτατος μὲν ἂν δόξειεν εἶναι τοῖς αἰσθανομένοις καὶ ἀνοητό-
τατος, ἐπαινοῖεν δ’ ἂν αὐτὸν ἀλλήλων ἐναντίον ἐξαπατῶντες ἀλλή-
λους διὰ τὸν τοῦ ἀδικεῖσθαι φόβον.
.
[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
.
σαν εκεινη τη δυναμη που καποτε λενε απεκτησε ο Γυγης του Λυδου
ο προγονος,
ηταν λοιπον αυτος βοσκος υπηρετωντας τον τοτε αρχοντα της Λυδιας ,
επιασε δυνατη καταιγιδα και σεισμος ανοιξε τη γη κι εγινε χασμα στο
τοπο εκει που εβοσκε,
το ειδε κι απο περιεργεια κατεβηκε κι ειδε κι αλλα περιεργα εκει μεσα,
οπως μυθολογειται,και ενα χαλκικο αλογο κοιλο που'χε μικρες πορτες
κι απ'αυτες σκυβοντας βλεπει μεσα εναν νεκρο που φαινονταν να ηταν
πολυ μεγαλυτερος στο σωμα απο εναν συνειθισμενο ανθρωπο,απ'αυτον
τιποτα αλλο,στο χερι του φορουσε χρυσο δαχτυλιδι το οποιο τρα-
βωντας και γυρνωντας το το'βγαλε και βγηκε εξω,
οταν εγινε η καθιερωμενη συγκεντρωση των βοσκων για να
δωσουν την μηνιαια αναφορα στο βασιλια για τα κοπαδια
πηγε κι εκεινος εχοντας το δαχτυλιδι,κι οπως καθονταν με
τους αλλους συνεβηκε κατα τυχη να γυρισει τη πετρα του δα-
χτυλιδιου προς τα μεσα του χεριου, οταν εγινε αυτο εγινε αο-
ρατος στους παρευρισκομενους που συζητουσαν σαν να'χε φυ-
γει,εκεινος απορισε και ψαχουλευωντας το δαχτυλιδι γυρισε πα-
λι τη πετρα προς τα εξω και αφου την εστρεψε εγινε ορατος
κι αυτο συνειδοποιωντας δοκιμασε αν το δαχτυλιδι εχει αυτη τη
δυναμη και αυτο το ιδιο σμβαινει,στρεφοντας τη πετρα προς τα
μεσα γινεται αορατος,προς τα εξω αορατος,
αφου βεβαιωθηκε αμεσως ενεργησε να γινει ενας απ'τους εκπρο-
σωπους που θα παρουσιαζονταν στον βασιλια,
πηγε και με τη γυναικα του μοιχευσε,μ'εκεινη επιτιθεμενος στο βα-
σιλια τον σκοτωσε και την εξουσια ετσι του αρπαζει
αν λοιπον δυο τετοια ιδια δαχτυλιδια γινονταν να υπαρχουν και το ενα
το φορουσε ο δικαιος,το αλλο ο αδικος,κανενας τους δεν θα'ταν,οπως
θα φαινονταν,τοσο ισχυρος που να παραμεινει στη δικαιοσυνη και χω-
ρις δισταγμο ν'απεχει απο τα ξενα και να μην τ'αγγιξει,
ενω απ'αυτο θα μπορουσε απ'την αγορα αφοβα να παιρνει οτι θελει
και μπαινοντας στα σπιτια να'χει στενη επαφη μ'οποιον θελει
και να σκοτωνει και ν'απελευθερωνει απ'τη φυλακη οποιους θελει
κι αλλα τετοια να κανει μεσα στους ανθρωπους σαν ισος με θεο
κι ετσι δρωντας τιποτα διαφορετικο απ'τον αλλον δεν κανει
αλλα και οι δυο στα ιδια να ειναι,
και ποια μεγαλυτερη αποδειξη απ'αυτο αν καποιος πει πως κα-
νενας απ'τη θεληση του δικαιος αλλα αναγκαζεται να ειναι,
αφου δεν ειναι αγαθο απο μονο του,επειδη οπου ο καθενας
νομιζει πως μπορει ν'αδικει αδικει,
πολυ δε περισοτερο επωφελιμη καθε ανθρωπος νομιζει την
αδικια απ' τη δικαιοσυνη,κι αληθινα θα το νομιζει,οπως λεει
αυτος που υποστηριζει αυτο το λογο,
επειδη αν κανεις εχοντας λαβει τετοια εξουσια σε τιποτα δεν θελει
ν'αδικησει κι ουτε τιποτα απ'τα ξενα ν'αρπαξει,δυστυχισμενος θα φαι-
νονταν σ'οσους καταλαβαινουν και παρα πολυ ανοητος, να τον επαι-
νουν οταν ειναι μπροστα σ'αλλους παραπλανωντας ο ενας τον αλλον
για τον φοβο να αδικηθουν
.
.
απο τους Μυθους του Αισωπου
[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
μερικα διασκεδαστικα και εκπαιδευτικα ετυμολογικα ολιγον
αυθαιρετα:
Αισωπος-[Αισα[αισιος]+ωπα[το 'ωπα ωπα'που φωναζουμε οταν
χορευουμαι,αλλα και οψη,προσωπο]]-
επομενως:Αισωπος-Γελαστος
[αν το αισα εχει σχεση με την αιθαλη,τη σταχτη,τοτε Αισωπος
σημαινει ο Μαυροματης δηλαδη ...ο Καραγκιοζης]
.
Ἐχθροὶ δύο-
Δύο τινὲς ἀλλήλοις ἐχθραίνοντες ἐπὶ τῆς αὐτῆς νεὼς ἔπλεον,
ὧν ἅτερος μὲν ἐπὶ τῆς πρύμνης,ἅτερος δὲ ἐπὶ τῆς πρώρας
ἐκάθητο. Χειμῶνος δὲ ἐπιγενομένου καὶ τῆς νεὼς μελλούσης
ἤδη καταποντίζεσθαι, ὁ ἐπὶ τῆς πρύμνης τὸν κυβερνήτην ἤρετο
πότερον τῶν μερῶν τοῦ πλοίου πρότερον μέλλει καταβαπτί-
ζεσθαι. Τοῦ δὲ τὴν πρώραν εἰπόντος· "Ἀλλ᾿ ἔμοιγε οὐκ ἔστι
λυπηρόν, εἶπεν, ὁ θάνατος, εἴγε ὁρᾶν μέλλω πρὸ ἐμοῦ τὸν
ἐχθρὸν ἀποθνῄσκοντα".
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων οὐδὲν τῆς ἑαυτῶν
βλάβης φροντίζουσιν, ἐὰν τοὺς ἐχθροὺς μόνον ἴδωσι πρὸ
αὐτῶν κακουμένους
οι δυο εχθροι-
καποιοι δυο που εχθρευονταν ο ενας τον αλλον πανω στο
ιδιο καραβι επλεαν,ο ενας ηταν στη πρυμνη,ο αλλος στη πλωρη
καθονταν,επιασε σφορδη κακοκαιρια και το καραβι επροκειτο
να καταποντισθει,αυτος που ηταν στη πρυμνη ρωτησε τον
καπετανιο,απο ποια μερια προκειται το πλοιο πρωτα να βου-
λιαξει,οταν του ειπε την πλωρη,εκεινος ειπε,''τοτε για μενα
δεν ειναι λυπη ο θανατος αν προκειται να δω πριν απο μενα τον
εχθρο μου να πεθαινει''
ο μυθος δηλωνει πως πολλους απ'τους ανθρωπους δεν τους
νοιαζειι η δικια τους ζημια αν και μονο ειναι να δουν τους εχθρους
των πριν απ'αυτους να κακοπαθαινουν
.
Λύκος καὶ ἒριφος-
Ἔριφος ἐπὶ τινος δώματος ἑστώς, ἐπειδὴ λύκον παριόντα εἶδεν,
ἐλοιδόρει καὶ ἔσκωπτεν αὐτόν.Ὁ δὲ λύκος ἔφη· οὐ σύ με λοιδορεῖς,
ἀλλ' ὁ τόπος.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι πολλάκις καὶ ὁ τόπος καὶ ὁ καιρὸς δίδωσι τὸ
θράσος κατὰ τῶν ἀμεινόνων.
.
Λυκος και κατσικι-
Κατσικι πανω σ'ενα βραχο καθονταν ,οταν ειδε ενα λυκο να
περνα τον λοιδορουσε και τον περιγελουσε.Κι ο λυκος του
ειπε:δεν με λοιδορεις εσυ αλλα ο τοπος.
Ο μυθος δηλωνει πως πολλες φορες ο τοπος και η περισταση
σε κανουν θρασυ κατα των δυνατοτερων
.
Πῆραι δύο-
Ἀνθρώπων ἕκαστος δύο πήρας φέρει, τὴν μὲν ἔμπροσθεν, τὴν
δὲ ὄπισθεν, γέμει δὲ κακῶν ἑκατέρα΄ ἀλλ' ἡ μὲν ἔμπροσθεν ἀλ-
λοτρίων, ἡ δὲ ὄπισθεν τῶν αὐτοῦ τοῦ φέροντος. Καὶ διὰ τοῦτο
οἱ ἄνθρωποι τὰ μὲν ἑαυτῶν κακὰ οὐχ ὁρῶσι, τὰ δὲ ἀλλότρια
πάνυ ἀκριβῶς θεῶνται.
.
Οι δυο σακκοι-
Καθε ενας ανθρωπος δυο σακκους κουβαλα,τον ενα μπροστα του,
τον αλλο πισω του,και τα δυο γεματα κακα,αλλα ο μπροστινος των
ξενων,ο δε πισω του τα κακα αυτου που τους κουβαλα.
Και γι'αυτο οι ανθρωποι τα δικα τους κακα δεν τα βλεπουν,
τα δε ξενα παρα πολυ καθαρα τα παρατηρουν.
.
Χῆνες καὶ γέρανοι-
Χῆνες καὶ γέρανοι ἐπὶ ταὐτοῦ λειμῶνος ἐνέμοντο. Τῶν δὲ θη-
ρευτῶν ἐπιφανέντων, οἱ μὲν γέρανοι, κοῦφοι ὄντες, ταχέως
ἀπέπτησαν, οἱ δὲ χῆνες, διὰ τὸ βάρος τῶν σωμάτων μείναντες,
συνελήφθησαν.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι καὶ ἐν ἁλώσει πόλεως οἱ μὲν ἀκτήμονες εὐ-
χερῶς φεύγουσιν, οἱ δὲ πλούσιοι δουλεύουσιν ἁλισκόμενοι.
.
Χηνες και γερανοι-
Χηνες και γερανοι στο ιδιο λιβαδι εβοσκαν.Οταν εμφανισθη-
καν οι κυνηγοι,οι μεν γερανοι,οπως ηταν ελαφροι,γρηγορα πετα-
ξαν,οι δε χηνες ,λογω του βαρους των σωματων τους εμειναν,
και πιαστηκαν.
Ο μυθος δηλωνει πως και στη πτωση πολης οι μεν ακτημονες
ευκολα ξεφευγουν,οι δε πλουσιοι αιχμαλωτιζονται και γινονται
δουλοι.
.
Λέαινα καί ἀλώπηξ-
Λέαινα ὀνειδιζομένη ὑπὸ ἀλώπεκος ἐπὶ τῷ διὰ παντὸς ἕνα τίκτειν·
«Ἕνα, ἔφη, ἀλλὰ λέοντα.»
Ὅτι τὸ καλὸν οὐκ ἐν πλήθει δεῖ μετρεῖν, ἀλλὰ πρὸς ἀρετὴν ἀφορᾶν.
.
Λεαινα και αλεπου-
Λεαινα κοροιδευομενη απο αλεπου πως γεννα ενα μια φορα και για
παντα
''Ενα,''ειπε,''αλλα λεοντα''
Ετσι το καλο δεν πρεπει να το μετρας με το πληθος,αλλα αν σχετιζε-
ται με την αρετη
.
Γηπόνος, ὄνος καὶ βοῦς-
Ὄνον τις ἔχων καὶ τῷ βοΐ συζεύξας ἠροτρία, πτωχῶς μὲν ἀλλ’ ἀναγ-
καίως. Ἐπεί δέ τὸ ἔργον ἐπληρώθη καὶ λύειν ἔμελλεν αὐτούς, ἡ ὄνος
διηρώτα τὸν βοῦν: «Τὶς ἄξει τῷ γηπόνῳ τὰ σκεύη;» Ὁ δὲ πρὸς αὐτὴν
εἶπε: «Πάντως ὅσπερ εἴωθεν.»
.
Γεωργος γαιδαρος και βοδι-
Καποιος ειχε ενα γαιδαρο και με το βοιδι το εζευξε και οργωνε,
δεν ηταν στη φυση του αλλα εξαναγκασθηκε.Οταν η εργασια τελει-
ωσε και επροκειτο να τους λυσει,ο γαιδαρος ρωτησε το βοιδι:
''Ποιος θα φορτωθει τα εργαλεια του γεωργου;''
Κι αυτο του ειπε:''Αυτος που παντα τα φορτωνονταν''
.
Αἶξ καί αἰπόλος-
Αἶγα ἀποστᾶσαν ἀγέλης ἐπανάγειν αἰπόλος ἐπειρᾶτο πρὸς τὰς
λοιπάς: ὡς δέ, φωναῖς καὶ συριγμοῖς χρώμενος, οὐδὲν μᾶλλον
ἤνυε, λίθον ἀφεὶς καὶ τοῦ κέρως τυχών, ἐδεῖτο τῷ δεσπότῃ μὴ
κατειπεῖν. ἡ δέ: " ἀνούστατε - εἶπεν - αἰπόλων, τὸ κέρας κεκρά-
ξεται κἂν ἐγὼ σιωπήσωμαι. "
Οὕτω λίαν εὐήθεις οἱ τὰ πρόδηλα κρύπτειν ἐθέλοντες
.
Κατσικα και βοσκος-
Μια κατσικα ξεφυγε απ'το κοπαδι κι ο βοσκος πασχιζε να την
γυρισει στις αλλες.Οπως με τις φωνες και τα σφυριγματα τιποτα
δεν καταφερε,πεταξε μια πετρα και την πετυχε στο κερατο,επει-
δη φοβονταν μην το μαρτυρησει στο αφεντικο εκεινη του'πε:
''απ'ολους τους βοσκους πιο ανοητε,το κερατο θα το φωναξει
κι αν εγω σιωπησω''
Ετσι παρα πολυ αγαθοι ειναι αυτοι που τα φανερα θελουν να
κρυψουν.
[στη Μαχαιρα Ξηρομερου οι βοσκοι μεχρι σημερα λενε μια
παροιμια που την ακουσαν απο τους παλιοτερους:
η γιδα δεν μαρτραει το κερατο μαρτραει]
.
Λύκος καί ποιμένες-
Λύκος ἰδὼν ποιμένας ἐσθίοντας ἐν σκηνῇ πρόβατον ἐγγὺς προ-
σελθών,"ἡλίκος ἂν ἦν",ἔφη, "θόρυβος ὑμῖν, εἰ ἐγὼ τοῦτο ἐποί-
ουν;"
.
Λυκος και βοσκοι-
Λυκος βλεποντας βοσκους να τρωνε στη καλυβα προβατο
πλησιασε κοντα κι ειπε''ποση πολυ μεγαλη αναστατωση θα γι-
νονταν σε σας αν αυτο εγω το εκανα ''
.
Ἔλαφος καί λέων-
Ἔλαφος κυνηγοὺς φεύγουσα ἐγένετο κατά τι σπήλαιον, ἐν ᾧ λέων
ἦν, καὶ ἐνταῦθα εἰσῄει κρυβησομένη. Συλληφθεῖσα δὲ ὑπὸ τοῦ λέ-
οντος καὶ ἀναιρουμένη ἔφη· "Βαρυδαίμων ἔγωγε, ἥτις ἀνθρώπους
φεύγουσα ἐμαυτὴν θηρίῳ ἐνεχείρισα."
Οὕτως ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων διὰ φόβον ἐλάττονος εἰς κίνδυνον μεί-
ζονα ἑαυτοὺς ἐμβάλλουσιν.
.
Ελαφινα και λιονταρι-
Ελαφινα απο κυνηγους ξεφευγοντας βρεθηκε σε σπηλια,σ'αυτη
ηταν λιονταρι,κι εκει μεσα μπηκε να κρυφθει.Πιαστηκε απ'το λιον-
ταρι και κατασπαραζομενη ειπε:''η δυστυχη εγω,που απ'τους αν-
θρωπους ξεφυγα κι η ιδια επεσα στα νυχια του θηριου''
Ετσι μερικοι απ'τους ανθρωπους απο τον φοβο για το μικρο-
τερο σε πολυ μεγαλυτερο κινδυνο ριχνονται
.
Λυκος και ιππος-
Λυκος, κατά τινα αρουραν ιδευων, ευρε κριθας. Μη δυναμενος
δε αυταις τροφη χρησασθαι καταλιπων απηει. Ιππω δε συντυχων
[τουτον επι την αρουραν] εκει αυτόν εκαλει , λεγων ως ευρων κρι-
θας αυτος μεν ουκ εφαγεν , αυτω δε εφυλαξεν, επειδη και ηδεως
αυτου τον ψοφον των οδοντων ακουει. Και ιππος υποτυχων εφη :
«Αλλ’, ω ουτος, ει λυκοι κριθων τροφη ηδυναντο, ουκ αν ποτε τα
ωτα της γαστρος προεκρινας''
.
Λυκος και αλογο-
Λυκος απο καποιο χωραφι περνωντας βρηκε κριθαρια.Μη μπο-
ρωντας αυτα να του χρησιμεψουν για τροφη παρατωντας τα ε-
φυγε.Αλογο συναντωντας εκει προς το χωραφι το καλουσε,λε-
γωντας πως βρισκοντας κριθαρια αυτος δεν τα'φαγε,γι'αυτον
τα φυλαξε,επειδη και ευχαριστα το θορυβο τον δοντιων του α-
κουει.Και τ'αλογο απαντωντας ειπε:''Αλλα,τετοιε, αν οι λυκοι
μπορουσαν να τραφουν με κριθαρια,ποτε δεν θα προτιμουσες
τ'αυτια απ'το στομαχι''
..
Κώνωψ καὶ ταῦρος-
Κώνωψ ἐπιστὰς κέρατι ταύρου καὶ πολὺν χρόνον ἐπικαθίσας, ἐπειδὴ
ἀπαλλάττεσθαι ἔμελλεν, ἐπυνθάνετο τοῦ ταύρου εἰ ἤδη βούλεται
αὐτὸν ἀπελθεῖν. Ὁ δὲ ὑποτυχὼν εἶπεν· «Ἀλλ᾿ οὔτε, ὅτε ἦλθες, ἔγνων,
οὔτε, ἐὰν ἀπέλθῃς, γνώσομαι.»
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις πρὸς ἄνδρα ἀδύνατον, ὃς οὔτε παρὼν
οὔτε ἀπὼν ἐπιβλαβὴς ἢ ὠφέλιμός ἐστι.
.
Κουνουπι και ταυρος-
Κουνουπι καθισε στο κερατο ταυρου και για πολυ χρονο εκει
θρονιατηκε,επειδη επροκειτο να φυγει ρωτησε τον ταυρο αν
ηθελε αυτος να αναχωρισει.Ο δε ταυρος απαντωντας ειπε:
''Αλλα ουτε οταν ηρθες το καταλαβα, ουτε αν φυγεις θα το
καταλαβω''
Αυτος ο μυθος θα χρησιμευσει σε καποιον για τον αδυνατο αν-
θρωπο,ο οποιος ουτε παρων ουτε απων επιβλαβης η' ωφελιμος
ειναι.
.
.
μορφη αγελαδας σε ξυλο
.
ΣΥΝΤΟΜΑ
Ενδογραφιες
σαν παραμυθι
.
μου μου η αγελαδα
βοσκει χορτο στη λιακαδα
ηταν καποτε ενας καιρος που τα δεντρα επαιρναν αλλες
μορφες ,οπως μιας αγελαδας,τοτε ενα απο το παιδια
μας φωναξε''να μια αγελαδα'',''η αγελαδα βοσκει'',
θαυμασαμε τη γραμματικη του παιδιου και το συντακτικο
του,''αληθεια,μια αγελαδα βοσκει'',επανελαβε,''την βλεπετε
κι εσεις;'',μας ρωτησε,''την βλεπουμε''του απαντησαμε
.
.
[μαρτυρια ανθρωπου]
εδω γυριζαμε δαφνια καμμενα παλιουργια πρικη γουρδια
παλιουρος βρωμοβρυση κτηνοτροφοι και γεωργοι εδω στις βελανιδιες και
στα δεντρα επιασαν οι γυναικες τα παιδια μας
τωρα ερημωσε ο τοπος απο μας
.
.
the tale of the Flying Dutchman
Das Marchen von Der Fliegende Holländer
το παραμυθι του Ιπταμενου Ολλανδου-χ.ν.κουβελης
καποτε τα παλια χρονια στις κρυες θαλασσες της Νορβηγιας ενα καραβι
βρεθηκε μεσα σε δυνατη κακοκαιρια και κινδυνευε να βουλιαξει απ'τα θε-
ωρατα κυματα,καταφερε να φτασει σε μια αγνωστη παραλια,εκει ο καπετα-
νιος καποιος Νταλμαντ με το πληρωμα κουρασμενοι οπως ηταν πηγαν
στ'αμπαρια του πλοιου να κοιμηθουν κι αφησε στο καταστρωμα μονο του
τον τιμονιερη να φυλαει τη νυχτα το καραβι στην αγρια θυελλα,τοτε μεσα
στη ομιχλη και την αναταραχη εμφανισθηκε ξαφνικα ενα καραβι σαν φαν-
τασμα ν'αραζει διπλα κι οσο κι αν φωναζε ο τιμονιερης ποιοι ειναι αυτοι και
τι θελουν κανεις δεν του απαντουσε και να κανουν περα φωναζε γιατι θα πε-
σει το ενα καραβι πανω στ'αλλο και θα τσακιστουν,υστερα ειδε ενα παραξε-
νο ανθρωπο τον μοναδικο σε εκεινο το καραβι χλωμο σαν φαντασμα να
φωναζει δυνατα,μεσα στο θορυβο του αερα και τη θαλασσας δεν καταλαβαι-
νε τι ελεγε σαν να θρηνουσε του φανηκε,ο ανθρωπος εκεινος ηταν ενας Ολ-
λανδος ναυτικος που μια βαρια καταρα τον κυνηγουσε,επειδη καποτε επικα-
λεστηκε το διαβολο,για παντα να περιπλανιεται στη θαλασσα και ποτε να μην
αραξει το καραβι του σε στερια,θα λυτρωθει μονο αν βρεθει στο κοσμο κα-
ποια γυναικα να τον αγαπησει αληθινα κι αιωνια ,τοτε θα σωθει,και καθε εφτα
χρονια του επιτρεπονταν να φτανει σε στερια,ομως περασαν τοσα πολλα χρο-
νια κι οσο και να'ψαξε δεν βρηκε τετοια αγαπη να γλυτωσει,ξημερωσε κι ο τι-
μονιερης ξυπνησε τον καπετανιο απ'τον βαρυ υπνο κι εκεινος ειδε τον παρα-
ξενο Ολλανδο και μιλησε μαζι του,κι οταν εμαθε ο ξενος πως ο Νταλμαντ εχει
μια κορη του ζητησε να την παρει γυναικα του και να του δωσει δωρα πολλους
κι αμυθητους θησαυρους,εκεινος συμφωνησε να του τη δωσει κι οταν εφτα-
σαν στη χωρα του κι αραξαν τα καραβια οι κοπελες στο σπιτι του Νταλμαν
μαζι με τη κορη του τη Σεντα ηταν στους αργαλειους υφαιναν και τραγουδου-
σαν,η Σεντα ειχε μια ζωγραφια του Ιπταμενου Ολλανδου στο τοιχο της καμαρα
της κρεμασμενη και κρυφα τις νυχτες την κοιτουσε ωρες κι αναστεναζε,εκει-
νον τον αντρα τον αγαπουσε κι ας μην τον ηξερε κι ας μην τον ειχε συναντη-
σει ποτε,ομως ηξερε καλα την ιστορια του και την καταρα που τον κυνηγου-
σε,τοτε την πλησιασε εκει που ηταν με τις αλλες κοπελες ο αρραβωνιαστικος
της ο Ερικ ενας κυνηγος και της ειπε πως στ'ονειρο του ειδε πως γυρισε ο πα-
τερας της κι ειχε φερει μαζι του ενα ξενο και πως ο ξενος εκεινος τη πηρε μαζι
του στη θαλασσα για παντα,εκεινη σαν ακουσε εκεινα τα λογια πολυ χαρηκε
κι οταν ηρθε ο πατερας με τον ξενο και της ειπε πως αυτος ειναι ο αντρας της
τοτε καταλαβε,τον κοιταξε κι ενιωσε την αγαπη βαθεια στην καρδια της ,ετοι-
μασθηκαν για το γαμο φαγητα και μουσικες κι αρχισαν τα τραγουδια κι οι χοροι,
τοτε πλησιασε ο Ερικ την Σεντα και την κατηγορουσε πως τον προδωσε για κεινον
τον ξενο και τον εγκατελειπε κι ας του ορκιστηκε καποτε πιστη,ολ'αυτα τα λογια
τα κρυφακουσε ο Ολλανδος και πολυ στεναχωρηθηκε πως γι'αλλη μια φορα δεν
βρηκε την αγαπη που ζητουσε και γυρισε στο καραβι του λυπημενος,σηκωσε την
αγκυρα κι απλωσε τα πανια να φυγει ν'ακολουθησει τη κακια μοιρα του,την αιω-
νια περιπλανηση του στη θαλασσα ,μολις το'μαθε αυτο η Σεντα ξεφυγε απ'τον
Ερικ που την εμποδιζε να μην παει μαζι του κι απ'τις κοπελες που την κυνηγουσαν
ετρεξε κι επεσε απ'τα βραχια ψηλα στη θαλασσα να τον προφτασει και πνιγηκε
φωναζοντας στο καραβι στον Ολλανδο πως ετσι για παντα θα'ναι μαζι του,τοτε
εκεινοι απ'την ακτη ειδαν το καραβι του Ολλανδου να βουλιαζει και μετα ειδαν
τη Σεντα και τον Ιπταμενο Ολλανδο τα φαντασματα τους ν'ανεβαινουν αγκαλια-
σμενα κι ευτυχισμενα στον ουρανο
.
.
Απο τις Διηγησεις Μεγαλεξανδρου-χ.ν.κουβελης
...ητανε τοτε οπου μετα απο πορεια δεκα ημερων ηλθομεν εις μερος
μεγα ερημον ουδενα δενδρον ηταν ουδε θαμνος μικρος και υποφεραμεν
ολοι απο το μη υποφερτον καυμα και οι νυχτες ηταν πολυ σκοτεινες και ψυ-
χροτατες πολλα δε παιδια τοτε χαθηκαν απο υψηλην θερμη και ριγη
εις το κορμι-ο Αλεξανδρος εκ τουτων των συμβαντων εστεναχωρεθη πολυ
και αγρυπνος εμενεν τις νυχτες στη σκηνη του να ευρει λυσιν της δυστυ-
χιας εσυλογιζετο-τα πραγματα εις το στρατοπεδον ησαν λιαν κρισιμα και
ηκουετο πως ωρα με την ωρα θα ξεσπασει επανασταση μεταξυ των στρα-
τιωτων-ολοι ητο εξαντλημενοι και γυρνουσαν περιξ με τα προσωπα τους
αγριεμενα να τους φοβασαι τοσο καταβεβλημενοι ησαν και τα κακομοιρα
ζωα υποφεραν πολλα εχασαν τη ζωη τους απο τη κακουχια κι αλλα εξαν-
τλημενα καθονταν στο χωμα ημιλυποθημα και περιμεναν το τελος τους
αβοηθητα κι αλλα ως να τρελλαθηκαν και να εχασαν τας φρενας των βγα-
ζοντας φοβερους αφρους απο το στομα τους ορμουσαν ασυγκρατητα με
δυναμη και με πολυ ταχυτητα εχανοντο εις το βαθος του αχανους οριζοντα
και ποτε δεν επεστρεψαν ουτε τα ξαναειδαμε κι ητανε να σου πισνεται η
ψυχη απο την απελπισια και πολυ μεγαλη δυσκολια οπου ειχαμε οπου
εσωνοντο οι προμηθειες ελιγοστευαν τα θροφιμα και λιγο το νερο αρχισαμε
κι ολας να πειναμε και να διψαμε και εφοβομασταν την ελλειψη κι ητανε
πολυ κριμα και πονος να ακους τις αγριες φωνες των συνθροφων και τις βλα-
σφημιες τους φοβος σαν ουρλιαχτα λαβωμενων αγριων ζωων ητανε και τρο-
μος και πονος στη καρδια να τους ακους και σε αυτη τη κατασταση οπου ελπιδα
δεν ειχε μας εσυγκεντρωσεν ο Αλεξανδρος και μας ειπεν πως την νυχτα ειδε σε
ονειρο την αγαπημενη μητερα του μετα απο πολυ καιρο οπου ειχε να την δει
την ειδε κι εκεινη πολυ τον.πονεσε για εκεινα οπου ετραβουσε και του ειπεν
πως ησαν μεσα σε μεγαν λαβυρινθον και οσοι εκει μεσα εμβηκαν δεν μπορεσαν
να εβγουν επειδη ειναι απεραντος ο τοπος κι ολοενα αυξανει εις μεγεθος καθε
ημερα δεκακις γινεται μεγαλυτερος και πως συνεχως προστιθεται νεα αμμος
απροσμετρητος και πως σε καθε μερος της ομοια ειναι και δεν δυναται να ξεχω-
ρισεις εις ποιον μερος της εισαι αν εις το μεσον η εις το ακρον της εισαι ειναι σαν
πουθενα να εισαι και παντου να εισδαι και πως δεν εχει χρονο να διαβει μητε
ωρας μητε μηνους μητε εποχας μητε χειμωνας η' καλοκαιρι η' ανοιξις η' φθινο-
πωρος μητε ετη ο χρονος ειναι στασιμος ανυπαρχτος ειπεν και του ειπεν η μητε-
ρα πως να παυσουμε να αγρυπνουμε και πως στον υπνο μας το κακο ονειρο οπου
ζουμε θα διαλυθει κι τοτε θα ξεφυγουμε και θα ευρωμεν τη σωτηρια απο τον κακο
τοπο ειδαλλως μενει να χαθουμε εδω-πολλοι που ακουσαν αυτα γελασαν και φω-
ναξαν του Αλεξανδρου πως τουτα ηταν μεγαλες ανοησιες δια μωρα παιδια να ξεγε-
λασεις και πολλοι συμφωνησαν μαζι τους και εγινετο μεγαλη βοη και ταραχη στο
στρατευμα κι εκεινοι τοτε εξαγριωμενοι ορμησαν στα αλογα αρπαξαν και προμη-
θειες οσες πολλες ημπορουσαν να φορτωσουν φορτωσαν και πηδηξαν στα εξα-
θλιωμενα αλογα και εξαφανισθηκαν μεσα στην μεγαλη αμπουρα και αμμον οπου
εσηκωθει κι ητο μεγαλος θορυβος και ταραχη οσαν κολασις εφανη τοση μεγαλη
μαχη εγινε κι εμειναμε εμεις οι αλλοι βαρυθυμοι και πολυ στεναχωρεμενοι και
πολλοι ηταν μεσα εις το στρατον οπου επιστεψαν στα λογια του Αλεξανδρου και
επεριμεναν υπομονετικως να παυσει η μεγαλη αγρυπνια τους και η κουραση και
η μεγαλη εξαντληση να λυσει τα μελη τους και να κλεισουν τα ματια στον υπνο
και δεν περασεν πολυ καιρος και εκοιμηθηκαμε οσοι απο εμας σταθηκαμε τυχεροι
και δεν χαθηκαμε και οταν εξυπνησαμε ευρεθηκαμε εις καλοημερον και ευτυχε-
στατον τοπον οπου ειχεν πλειστα πλειστα καρποφορα μηλιες αχλαδιες και αλλα
πληθωρα ολων των λογιων και αμπελια ειχε με ωριμασμενα τσαμπια σταφυλια.
ροζακια ειχεν και πουλια καλλικελαδα εις τα κλαδια οπου εκελαηδουσαν πολυ
ευχαριστα και νερα σε λιμνουλες και σε ποταμια κυλουσαν κρυσταλινα και δια-
φανα καθαροτατα κελαρουσαν και μελισσουλες βομβιζαν στα ανθισμενα λου-
λουδια τριανταφυλλα κοκκινα και γαρυφαλλα βιολετες και ορταντσιες ολα τα
ανθη της υπαιθρος να χαιρεσε κι ακομη ηταν το μερος κατωκοιμενον απο ανθ-
ρωπους πολιτισμενους με ωραιοτατα σπιτια με πανεμορφους κηπους και οι κο-
πελες ηταν πολυ ωραιοτατες και τουτοι οι ευτυχισμενοι ανθρωποι μας εφιλοξε-
νησαν εις τα σπιτια τους και επανδρευτηκαμε απο εκει γυναικες και καναμε πολ-
λα παιδια...
.
.
χερι βιβλιο μολυβι σχεδιο σκακι-
The hand moving
.
γυρισε τη σελιδα.η εικονα μιας γατας.απο κατω εγραφε.
γ-γα-τα-γατα.
εκλεισε το βιβλιο.
ειδε τη γατα να κοιμαται στη καρεκλα.πηγε τη χαιδεψε.εκεινη
αναδευτηκε.ξυπνησε.επαιξε μαζι της.γελασε.
γ-γα-τα-γατα.ειπε
.
.
Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ
[Ενα Παραμυθι]
.
.
Ηταν τα παλια χρονια,που συνεβηκε αυτη η ιστορια,κι ο
τοπος ηταν διαφορετικος κι οι ανθρωποι αλλιως ντυνον-
ταν κι αλλιως πολιτευονταν,η γλωσσα ομως εμεινε ιδια κι
εφτασε ως εμας απειραχτη
τοτε ηταν ενας πλουσιος αρχοντας κι ειχε ολα τα καλα του
κοσμου,χωραφια και δεν υπηρχε τιποτα να μην το'χει,κι οτι
ηθελε κι επιθυμουσε αμεσως τ'αποκτουσε,
ειχε και μια μοναχοκορη ομορφη σαν το τριανταφυλλο κι
ασπρη σαν τον κρινο κι εχτισε καστρο ψηλο απορθητο να μην
του κλεψουν κορη ,εφταδιπλο το τειχος του κι εφταπυργο το
σηκωσε κι εσκαψε βαθυ χανδακα να το περιτριγυριζει με το
νερο
κι ενα φτωχο μαστοροπουλο την ειδε την αρχοντοπουλα κι
απ'την ομορφια της θαμπωθηκε ,κι εκεινη ειδε το μαστο-
ροπουλο και τ'αγαπησε στ'αληθεια,κι ητανε τις νυχτες με σκο-
ταδι,που ανταμωναν τα δυο και κρυφομιλουσαν,
κι ηρθε καιρος και μαρτυρηθηκαν στον αρχοντα κι εκεινος θυ-
μωσε πολυ κι αγριεψε κι εδιωξε το μαστοροπουλο μακρια στην
εξορια και τα,που αγαπηθηκαν πολυ ξεχωρισθηκαν
κι εκει στα ξενα και τα μακρυνα της εξοριας το μαστορο-
πουλο ειχε μεγαλο τον καημο της αρχοντοπουλας,πικραμενο
γυριζε και ξαγυριζε τις πικρομερες και τις πικρονυχτες του
χωρις τελειωμο,κι αναπαμο δεν ειχε η καρδια κι ο πονος
του διακοπη
Κι ηρθε απο πουλι πουλακι,μ'ανθρωπινη λαλιτσα πικρο βαρυ
μαντατο τη λυγερη παντρευουνε σε δυο βδομαδες μερες,κι ως
τ'ακουσε το βαριομοιρο πολυ του κακοφανει,και γρηγορα τον
μαυρο του σελωνει και γρηγορα τον καβαλικευγει και δινει
του βιτσια και παει ο μαυρος χιλια μιλια και ξαναδευτερων-
ει κι αλλα χιλια τοσα παει
κι ως εφτασε στα μερη του αρχοντου αλλαξε τα ρουχα βαφτη-
κε στο προσωπο μαυρο,αλλαξε την οψη του κι ανθρωπος του
τοπου,που πριν τον γνωριζε τωρα δεν τον γνωρισε,κι αφαντος
ηταν και γι'αγνωστος περνιονταν
και σκεφτηκε,ν'αρπαξει την αγαπη του,και πριν φτασει η ωρα
στο γαμο να προλαβει
να μπει στο καστρο,ειναι τα εμποδια πολλα κι ανυπερβλητα,και
το χανδακι το νερο,και τα εφταδιπλα τα τειχοι,και τα εφτα-
πυργα,και οι στρατιωτες πολλοι κι αγρυπνοι μερα και νυχτα
το καστρο φυλλανε
κι ηταν η στεναχωρια του μεγαλη κι η απελπισια του πως να
προλαβει να μπει στο καστρο μεσα, να μην την παρει αλλος
και τοτε του'ρθανε στο νου τα παιδικα του χρονια και τα
παιχνιδια,που'παιζε στο σπιτι της μανας του πατερα του,και
με τ'αδερφια του και τ'αλλα παιδια τα'παιζε ξεγνοιαστα και
τοτε θυμηθηκε καλα τη τεχνη του να στεριωνει χαρταετους κι
αλαφρους να τους σηκωνει στα ψηλα τ'ουρανου κι ητανε ο θαυ-
μασμος μεγαλος για τα εργα του
και τοτε τ'αποφασισε πρωτα να φτιαξει χαρταετο ,δευτερο να
τον πεταξει να σηκωθει στα υψη ακριβως πανω απ'τ'αρχοντικο
μεσα στο περικλειστο καστρο,τριτο να υπολογισει την αποστα-
ση ως εκει και τεταρτο να σκαψει αυλακι κρυφο συριγγα στη γη
μεσα ισα,που να χωραει δυο νοματους και να περασει στο κα-
στρο και στ'αρχοντικο
κι εκει νυχτα ν'ανεβαινει τα σκαλια ν'ανοιξει τις πορτουλες
κι οπου σε καμαρη θα βρει την αγαπη του της φανερωνεται και
φευγουνε μαζι
κι ετσι εγινε,
σηκωσε τον χαρταετο και τον ισορροπησε ψηλα πανω απ'τ'αρχον-
τικο ,κι ενα τριγωνο αορατο σχηματιστηκε στο χωρο,το ψηλος του
το ηξερε,ισο ειναι με το ψηλος του αρχοντικου,που μαστοροπουλο
ηταν και το χτισανε,κι η αλλη πλευρα του ηταν το τεντωμενο
σχοινι του χαρταετου,αν το μαζεψει το σχοινι θα τη μετρησει,
κι η τριτη πλευρα του τριγωνου ειναι τα μετρα της υπογειας
τρυπας,που θα σκαψει,
τραβηξε το σκοινι του χαρταετου,το μαζεψε στο χερι του και το
μετρησε,τοσους γυρους τοσους ποντους η μια γυρα τοσα μετρα το
σχοινι,
και το υψος του τριγωνου τοσο,
καθισε κι υπολογισε το μηκος του υπογειου δρομου ως τ'αρχον-
τικο και τα βρηκε
και το βραδυ αρχισε να σκαβει στο λιγοστο φως του φεγγαριου
και τη μερα,που ηρθε εσκαβε κι εβγαζε το χωμα κι ανοιγε τη
συριγγα και συνεχισε τις αλλες μερες και τις αλλες νυχτες,
που ηρθαν επομενες
κι η οριζοντια τρυπα πλησιαζε τα μετρα της και το τελος της,να
προφθασει βιαζονταν πριν το γαμο,
κι ηρθε η ωρα κι ηταν κατω απ'τ'αρχοντικο στο κεντρο του
και τη νυχτα βγηκε στ'αρχοντικο,κι ανεβηκε προσεκτικα τις σκα-
λες,κι ανοιξε αθορυβα τις πολλες πορτουλες και βρεθηκε στη κα-
μαρα της αρχοντοπουλας,π'αγαπουσε,εκεινη τρομαξε σαν τον ειδε
τον ξενο αντρα
κι εκεινος της φανερωθηκε,καθαρισε το προσωπο του κι εκεινη
τον γνωρισε τον αντρα,π'αγαπουσε,επεσε στην αγκαλια του κι
εκλαψε
και κεινος της ειπε να φυγουν κι εκεινη με χαρα το δεχτηκε
κι ετσι εγινε
εφυγαν
γρηγορα κι αθορυβα κατεβηκαν τις σκαλες στο υπογειο εκει περα-
σαν το κρυφο στη γη αυλακι και φανηκαν στο φως της μερας,
την σηκωσε τη λυγερη στο αλογο κι επειτα κι εκεινος καβαλικεψε
και δινει βιτσια του μαυρο του και παει χιλια μιλια και ξαναδι-
νει του και παει χιλια μυρια τοσα
και σ'ενα τοπο εφτασαν που'χε περιβολακι ειχε μηλιες ειχε και
τριανταφυλλα ειχε και γαργαρα νερα κι αηδονια στα κλαρακια
ειχε και μια λεμονια διπλοφορτωμενη κι ητανε σπιτι κρυσταλλο,
και γυαλιζε στον ηλιο και περα καμπος πρασινος
εκει τα δυο τους εζησαν καλα κι αγαπημενα
κι ηρθαν παιδια να χαιρονται να γλυκοτραγουδουν τις ωρες τους
.
.
Η ΧΡΥΣΟΥΛΑ
.
.
''Ανδρα μοι ενεπε...''
Ομηρος
.
''Ειναι παιδια πολλων ανθρωπων
τα λογια μας''
Γ.Σ.Σεφερης
.
.
Μια φορα κι ενα καιρο στα χρονια τα παλια ηταν
ενας βασιλιας σοφος και μια βασιλισα καλη και
φρονιμη,ειχαν και μια μονακριβη κορη .Η ομορφια
και η καλοσυνη της ηταν μεγαλη.Ασπρη σαν το γαλα,
ροδαλη σαν το τριανταφυλλο και τ'ονομα της ητα-
νε :Χρυσουλα.Βασιλιαδες ξακουστοι απο μερη μα-
κρυνα εστελναν στο βασιλια προξενηταδες να την
ζητησουν γυναικα στα βασιλοπουλα.Ο βασιλιας δεν
ηθελε ουτε ν'ακουσει να παντρευτει η μοναχοκορη
του σε ξενο και μακρυνο τοπο.
Σ'εκεινους τους παλιους καρους στα μακρυνα μερη
ητανε ενας κακος δρακος.Γυρνουσε σ'ανατολη και δυ-
ση να παιδευει τους ανθρωπους.Μια μερα ηρθε,μετα-
μορφωμενος σε πραματευτη,κατω απ'τα μπαλκονια
του βασιλια και διαλαλουσε τη πραματεια του:χτενες
φιλντισενιες,στολιδια ασημια,χρυσα κοσμηματα,μαν-
τηλια μεταξενια.Ειχε ακουσει για την ομορφια της βα-
σιλοπουλας κι ηρθε να την αρπαξει.
Ακουσε η Χρυσουλα τη φωνη του πραματευτη και
βγηκε στο μπαλκονι και σαν τον ηλιο ελαμψε.Μολις
την ειδε ο πονηρος δρακος θαμπωσε απο την ομορφια
της και την καλεσε με γλυκεια φωνη να κατεβει να δια-
λεξει τα προικια της.
Κι αυτη γελαστηκε και κατεβηκε.
Και στα γρηγορα την αρπαξε και στα γρηγορα την ανε-
βασε στο μαυρο αλογο του και δυνατα το βιτσισε κι
εκεινο σαν τον ανεμο πηγε χιλια μιλια και ξαναβιτσισε
και πηγε αλλα τοσα.
Τοτε αμεσως σαν μαθευτηκε η αρπαγη της Χρυσουλας
εγινε μεγαλη αναταραχη στο ανακτορο του βασιλια κι
επεσε μεγαλη λυπη,και σ'ολο το βασιλειο απ'ακρη σ'α-
κρη.
Εστειλε τοτε ο βασιλιας κηρυκες σ'ολη τη γη την οικου-
μενη να μηνυσουν πως οποιο βασιλοπουλο του φερει πισω
τη μονακριβη του κορη,θα του την δωσει για γυναικα και
θα του δωσει κι ολο το βασιλειο του.
Κινησαν αμεσως της γης τα βασιλοπουλα,μα πουθενα οπου
κι αν εψαξαν δεν την βρηκαν την λιγερη.
Εστειλε τοτε δευτερη φορα κηρυκες σ'ολη τη γη την οικου-
μενη να μηνυσουν να πανε ολα τ'αρχοντοπουλα κι οποιο
τη φερει θα την παρει γυναικα του κι ολο το βασιλειο του.
Κινησαν αμεσως της γης τ'αρχοντοπουλα,μα πουθενα οπου
κι αν εψαξαν δεν την βρηκαν την λιγερη.
Εστειλε τοτε τριτη φορα κηρυκες σ'ολη τη γη την οικου-
μενη να μηνυσουν να πανε ολα τα παλικαρια ,πλουσια και
φτωχα,κι οποιο τη φερει θα την παρει γυναικα του κι ολο
το βασιλειο του.
Τον ιδιο καιρο εκεινο,μεσα στο δασος σε μια καλυβα ηταν
μια χηρα φτωχια γυναικα με τον μονακριβο γιο της.Το παι-
δι ηταν ομορφο και δυνατο παλικαρι και τ'ονομα του ητα-
νε:Κωνσταντακης.
Τ'ακουσε τα συμβαντα για τη βασιλοπουλα,κι οπως ηταν
τολμηρος κι αψηφιστος τ'αποφασισε να παει κι αυτος και
στη μανα του πηγε:Το και το,της ειπε για την αρπαγη της
βασιλοπουλας.
''Μανα,εχε γεια''
Τι να κανει η φτωχια μανα στην αγυριστη γνωμη του παι-
διου;Του δινει τρια ψωμια,ενα απο σιταρι,ενα απο κριθαρι,
κι ενα απο καλαμποκι,του δινει κι ενα φλασκι απο κατσικι-
σιο δερμα γεματο νερο,να'χει για το δρομο,μην πεινασει να
φαει,μην διψασει να πιει.
Και κινησε ο Κωνσταντακης.
Δρομο περνει δρομο αφηνει,μακρεψε απο πολιτειες και χω-
ρια και επειτα πηρε τα ορη τα βουνα και παει και παει.
Και μια μερα σε μια ερημια που βρεθηκε ακουσε να τον φω-
ναζουν.Πηγε προς το μερος που ακουστηκε η φωνη,και συναν-
τησε στην ακροποταμια μια γρια γυναικα εκατοχρονη.Εκεινη
τον παρακαλεσε να την περασει απεναντι.
Την σηκωσε στα χερια του ,μπηκε στο νερο του ποταμου,και
την περασε απεναντι.Εκει η γρια γυναικα του ζητησε κατι να
φαει γιατι πεινουσε πολυ.Κι εκεινος της εδωσε το σιταρενιο
ψωμι.Εκεινη του'δωσε για ανταμοιβη για το καλο που της εκα-
νε ενα ασημενιο μηλο,να του χρησιμεψει.Επειτα τον ευχηθηκε
και εξαφανισθηκε.
Δρομο παει δρομο αφηνει ο Κωνσταντακης και παει βαθεια
στους λογγους και σ'απομερους τοπους.
Ξαφνικα ακουσε φωνη,αδυναμη φωνη σαν να'βγε-
νε απ'τα βαθη της γης.
''Ε εσυ ξενε βγαλε με απο δω ''
Πηγε προς το μερος που ακουστηκε η αδυνατη
φωνη κι ειδε μεσα σ'ενα πηγαδι ενα μικρο ελαφι
που αγωνιζονταν να μην πνιγει στα θολα νερα.Κι
ακομα μεσα στα νερα ηταν φαρμακερα φιδια.Κα-
ταφερε και το τραβηξε απ'τα θολα νερα και το'σωσε
το ελαφακι και κεινο μ'ανθρωπινη φωνη τον ευχα-
ριστησε.Του ζητησε να του δωσει κατι,αν εχει,να
φαει κι αν εχει νερο να του δωσει να πιει.Κι εκει-
νος του'δωσε το δευτερο ψωμι απο το κριθαρι να
φαει και νερο απο το φλασκι να ξεδιψασει.
Σαν ξεδιψασε απο την διψα του και χορτασε την πει-
να του τοτε το μικρο ελαφι με τα δυο μπροστινα του
ποδια εσκαψε τη γη και ξεθαψε ενα χρυσο ραβδακι
και του το'δωσε γι'ανταμοιβη.Και μετα αφου εγινε
αυτο εξαφανισθηκε .
Κι ο Κωνσταντακης δρομο παιρνει δρομο αφηνει
να γυρευει τη Χρυσουλα και παει και παει.
Και σ'ενα μερος μακρυνο που εφτασε συναντησε
εναν ζητιανο εναν κουρελη ανθρωπο.Εκεινοε ο ζη-
τιανος του ζητησε ψωμι να φαει και νερο να ξεδιψα-
σει.Κι ο Κωνσταντακης του 'δωσε το τριτο ψωμι απο
το καλαμποκι να φαει και νερο απ'το φλασκι του'δω-
σε να πιει να ξεδιψασει.Σαν δυναμωσε απ'το φαι και
το νερο ο ζητιανος τον ρωτησε για που παει.Κι ο
Κωνσταντακης του ειπε.Τοτε ο ζητιανος σαν τ'α-
κουσε ολα εβγαλε απ'το σακο του τρια χρυσα δαχτυ-
λιδια ,ενα με ζαφειρι,ενα με μαργαριταρι κι ενα με δια-
μαντι,του τα'δωσε και του'πε:.
''Περα πολυ μακρυα σαν φτασεις,σ'ενα τριστρατο ,εκει
ειναι μια μαρμαρενια βρυση.Προσεξε,μην πιεις νερο να
ξεδιψασεις ,γιατι ειναι το αμιλητο νερο κι οσοι το πινουν
χανουν τη φωνη τους.Μονο να ριξεις μεσα στο νερο της
μαρμαρολεκανης ενα απο τα τρια δαχτυλιδια και τοτε θα
πεταχτει μεσα απ'το νερο μια ομορφη κοπελα,μια νεραιδα.
Προσεξε,μην θαμπωθεις απο την ομορφια της και ξεχα-
σθεις,γρηγορα να την ρωτησεις να σου πει που'ναι ο πυρ-
γος του δρακοντα.Αλλιως αν δεν προφτασεις να ρωτησεις
η νεραιδα θα χαθει απ'τα ματια σου.Κι εχεις αλλες δυο φο-
ρες να δοκιμασεις.Αν και τις τρεις φορες αποτυχεις,χαθη
κες.''
Οταν τελειωσε τα λογια του ο γεροντας ζητιανος εξαφανι-
σθηκε.
Δρομο παιρνει δρομο αφηνει ο Κωνσταντακης και παει
και παει.
Κι εφτασε στη χωρα της ερημου,που χορτο δεν φυτρω-
νει και δεντρο κλαρακι δεν ευδοκιμει,μονο ο ηλιος την
ψηνει και παντου ειναι φιδια και ερπετα.
Πεινουσε πολυ και διψουσε πολυ.Και τοτε θυμηθηκε τα
λογια της γριας γυναικας κι εχωσε μεσα στην αμμο που
εψηνε το ασημενιο μηλο που του'χε δωσει και απο
κει φυτρωσε δεντρο μηλια τα μηλα φορτωμενη.Εφα-
γε απο τους γλυκους καρπους κι ευφρανθει η καρδια
του κι οταν αποφαγε τραβηξε προς τα μερη που βασι-
λευει ο ηλιος .
Κι εφτασε στη χωρα με τα λιοπυρια,εκει που'ναι ο ηλιος
ακινητος ψηλα στον ουρανο και πυρωνει τη γη. Κι ει-
χε διψα μεγαλη,ασβεστη.Και τοτε θυμηθηκε το λογια
του μικρου ελαφιου και χτυπησε εναν ξεροβραχο με το
χρυσο ραβδακι.Ο βραχος ο ξεροβραχος ανοιχτηκε στα
δυο και αναπηδησε απο μεσα του κρυσταλλινο δροσερο
νερο.Ηπιε και ξεδιψασε,γεμισε και το φλασκι του νερο
και τραβηξε ορμητικος τον δρομο του.
Περασαν μερες πολλες κι αλλες τοσες νυχτες περασαν,
κι εφτασε στο τριστρατο που του'χε πει εκεινος ο γερον-
τας ζητιανος εκει που ηταν η μαρμαρενια βρυση με το
αμιλητο νερο.
Και χωρις να χασει χρονο ο Κωνσταντακης εριξε
το πρωτο δαχτυλιδι με τη ζαφειροπετρα στο νερο
και πεταχτηκε εξω απ'το νερο μια ομορφη νεραι-
δα και τοσο ξαφνιαστηκε και θαμπωσε απ'την ο-
μορφια της που δεν εβγαλε λεξη να τη ρωτησει
και εξαφανισθηκε η κοπελα.
Εριξε το δευτερο δαχτυλιδι με το μαργαριταρι στο
νερο και πεταχτηκε εξω απ'το νερο μια ομορφη νε-
ραιδα και τοσο ξαφνιαστηκε και θαμπωσε απ'την
ομορφια της που κι αυτη τη φορα δεν ειπε λεξη να
τη ρωτησει και εξαφανισθηκε η κοπελα.
Και τοτε ο Κωνσταντακης εριξε το τριτο δαχτυλιδι
με το διαμαντι στο νερο και πεταχτηκε εξω απ'το
νερο μια ομορφη νεραιδα,δεν ταχασε ο Κωνσταντα-
κης και γρηγορα τη ρωτησε:
''Καλη μου νεραιδα,πες μου που'ναι ο πυργος του δρα-
κοντα,πο'χει αρπαξει τη Χρυσουλα και την εχει εκει
μεσα κλεισμενη;''
και η νεραιδα τ'απαντησε:
''Αντρειωμενε ,κατα τα μερη του βορρα να πας τρεις με-
ρες και τρεις νυχτες απο'δω,διχως να σταματησεις,και
τοτε θα δεις τον πυργο του δρακοντα.Προσεξε,ο δρακον-
τας ειναι πονηρος και πλανος και μην δηλιασεις στα τε-
χνασματα τα μαγικα του,παρα να τον παραβγαινεις με
εξυπναδα και τολμη.Εφτα μεταμορφωσεις μπορει να κα-
νει στη σειρα αλλες δεν εχει.Κι αφου τον νικησεις και ξεμ-
περδεψεις μαζι του τραβα γρηγορα στους ψηλους πυργους,
εκει μεσα σε φυλακη θα'βρεις την Χρυσουλα με εφτα κλει-
δαριες κλεισμενη.Για τη φυγη σας σας στελνω το φτερωτο
αλογο το γρηγορο.''
Ετσι ειπε η κοπελα κι εξαφανισθηκε.
Κι ο Κωνσταντακης εμεινε μονος του και τα συλλογιστη-
κε ολα αυτα.
Κι επειτα στο χωμα εχωσε το ασημενιο μηλο και φυτρω-
σε μηλια τα μηλα φορτωμενη,χτυπησε και με το χρυσο ραβ-
δακι τον βραχο τον ξεροβραχο και πηδησε απο μεσα του
κρυσταλλο δροσερο νερο.
Ηπιε κι εφαγε κι εστρωσε χορτα για στρωμα κι εβαλε λιθα-
ρι για προσκεφαλακι να κοιμηθει.
Κι αποκοιμηθηκε ο αντρειωμενος.
Και πριν ο ηλιος ν'ανατειλει ξυπνησε και κινησε ο Κωνσταν-
τακης.
Δρομο παιρνει δρομο αφηνει και παει και παει,χωρις σταματη-
μο τρεις μερες .
Και τελειωνοντας η τριτη νυχτα στο ξημερωμα βλεπει τον
πυργο του δρακοντα.Κι ο δρακοντας απο μακρυα τον ειδε.
Και τοτε ξεχυθηκε ορμητικος χειμαρος ποταμι νερο να τον
πνιξει κι ο Κωνσταντακης εγινε ψαρι που στα νερα κολυ-
μπαει και σωθηκε.Κι εκεινος ο πονηρος εγινε ψαρι σκυλοψα-
ρο της θαλασσας να το καταβροχθισει το μικρο ψαρι και το-
σο τρομαξε που βγηκε εξω στην ακτη και σαν λαγος ξεφυγε.
Κι ο πλανος εγινε ευτυς αγριο και γρηγορο κυνηγοσκυλο και
τον κυνηγησε και θα το εφτανε αν ο Κωνσταντακης δεν αλ-
λαζε σε δυνατο λιονταρι κι ο πονηρος δρακοντας εγινε φο-
βερος αετος και πεταξε και ξεφυγε στα επουρανια κι ο Κων-
σταντακης ευτυς αλλαξε σε κυνηγο στοχευτη κι ο δρακον-
τας τοτε εγινε φιδι που σερνεται στο χωμα κι ο Κωνσταν-
τακης εγινε γατα αρπακτικη να το αρπαξει κι εγινε ευτυς
ο πονηρος φωτια κι ο Κωνσταντακης δυνατη μπορα βρο-
χη να τη σβησει τη φωτια να την εξαφανισει κι ο πλα-
νος εβδομη φορα στη σειρα εγινε σφιγγα και καθισε στα
τριστρατα και ρωτουσε αινιγματα τους ανθρωπους,κι αν
δεν τα'λυναν τους μαρμαρωνε τα σωματα.Και γεμισε ο το-
πος μαρμαρα και περασε κι ο Κωνσταντακης και τον ρω-
τησε η σφιγγα:
''Πες μου τι'ναι εκεινο που το πρωι περπατει με τα τεσ-
σερα το μεσημερι με τα δυο και το βραδυ με τα τρια;''
Κι ο Κωνσταντακης αμεσως της απαντησε το αινιγ-
μα:
'' Εκεινος ειναι ο ανθρωπος.Το πρωι της ζωης του ειναι
μωρο που περπατει στα τεσσερα,το μεσημερι αντρας
που στεκεται σταθερα στα δυο ποδια του και το βραδυ
γεροντας που στηριζεται στη ραβδο του.''
Σαν ακουσε τη λυση του αινιγματος η σφιγγα επεσε
στον γκρεμο και τσακιστηκε και παει ο δρακοντας.
Τοτε γρηγορα ο Κωνσταντακης ανεβηκε στους ψηλους
πυργους του δρακοντα.Και με το ξυλινο κλειδι και με
το πετρινο κλειδι και με το χαλκινο και με το μπρουτζι-
νο και με το σιδερο και με το αργυρο και με το χρυσο
κλειδι ανοιξε τις εφτα κλειδαριες της φυλακης κι ειδε
την Χρυσουλα πενταμορφη μπροστα του,γρηγορα την
πηρε και την εβγαλε απ'την φυλακη.
Και στο φτερωτο αλογο το γρηγορο την εβαλε διπλα
του την λιγερη κι εδωσε βιτσια και πηγαν χιλια μιλια
και ξαναβιτσισε και πανε αλλα τοσα.
Κι ως διαβαινε κι ως πηγαινε ο ηλιος ελαμπε και τα
πουλακια στα δεντρα κελαηδουσαν κι ελεγαν:
''Για δες την Λιγερη πως τηνε παει της γης ο Αντρειωμε-
νος''
''Και τι λαλουνε ,Λιγερη,τι λενε τα πουλακια;''
''Πουλακια ειναι και λαλουν,πουλακια ειναι κι ας λενε''
''Κι εγω,ακριβη,θυμηθηκα τη μανα μου,και θελω παω
στη μανα μου.Γοργα ξεκαβαλικευω,γοργα τη χαιρεταω,
γοργα γυρνω κοντα σου.''
Κι εκεινη του ειπε:
''Κανε πως θελει και ποθει η καρδια σου.Μοναχα μην
σε κρατησει η μανουλα σου και μενα με ξεχασεις''
Κι εκεινος την πονεσε και της ειπε:
''Και τι θα φας και τι θα πιεις;''
Εχωσε το ασημενιο μηλο στο χωμα και φυτρωσε μηλια
τα μηλα φορτωμενη.χτυπησε και τον βραχο τον ξερο-
βραχο με το χρυσο ραβδακι και πηγασε κρυσταλλο δρο-
σερο νερο.Και σαν τα'κανε ολα εκεινα εκεινη ανεβηκε
στους
στους κλωνους της μηλιας να κρυφτει για τον φοβο των
αγριων θηριων.
Κι εκεινος γοργα εφτασε στη μανα του,γοργα ξεκαβαλι-
κεψε και γοργα την χαιρετησε:
''Γεια και χαρα σου μανα μου''
''Καλως τονε τον γιοκα μου τον μοσχοαναθρεμενο''
Και του΄'στρωσε η μανα να φαει και του'δωσε να πιει
κι αποβραδυς του ξεστανε νερο να λουσθει και να πλυ-
θει να μοσχοσαπουνισθει κι ετσι η μανα τον αποκοι-
μισε και στον υπνο τον βαρυ πηγε και τον γλυκοφιλη-
σε κι εκεινος λησμονισε την Λιγερη.
Περασε μια μερα,περασαν δυο μερες,περασαν οι τρεις
και τεσσερις,περνουν οι πεντε μερες κι η Χρυσουλα αρ-
ρωστησε να πεσει να πεθανει.Και η μηλια φυλλοροησε
και η πηγη ξεραθηκε.
Κι ελεγε η Λιγερη στον ανεμο τα λογια:
''Τι να σου στειλω ξενε μου;
Τι να σου στειλω ξενε;
Σου στελνω μηλο σεπεται
Κυδωνι μαραγγιαζει'''
Και πηρε ο ανεμος το πικρο μοιρολοι της Λιγερης στης
χηρας την αυλη.Και τ'ακουσε ο Κωνσταντακης κι ειπε
της μανας του:
''Και ποια'ναι μανα,αυτη που βαριοτραγουδα και ποια'
ναι,μανα,αυτη που βαριαναστεναζει; ''
''Γιοκα μου,ειναι ο ανεμος που βαριοτραγουδα τ'αγερι
που βαριαναστεναζει''
Περασε ο καιρος και διαβηκε και μια καλη μαγισσα α-
κουσε τους πικρους θρηνους της Λιγερης και την λυπη-
θηκε στα παθη της και σε περιστερα την μεταμορφωσε.
Κι η περιστερα φτερουγισε απ'τα κλαδια της μηλιας κι
εφτασε στης χηρας την αυλη και σε κλαδακι καθισε κι
ολη τη μερα πικροτραγουδουσε κι ελεγε:
''Δεν ειναι κριμα κι αδικο
Δεν ειναι κι αμαρτια
να'μαι πανω σε κλαδακι ξεχασμενη''
Και τ'ακουσε το πικροκελαηδεμα ο Κωνσταντακης κι
ειπε της μανας του:
''Μανα,το πουλι τι πικροτραγουδει και τι λαλει τι λεει;''
Κι εκεινη του απαντησε:
''Ας το ,πουλακι ειναι και λαλει ,πουλακι ειναι και λεει''
Κι εκεινο πικροτραγουδουσε κι ελεγε:
''Δεν ειναι κριμα κι αδικο
Δεν ειναι κι αμαρτια
να'μαι πανω σε δεντρακι ξεχασμενη''
''Μανα,το πουλι τι λαλει τι κελαηδει;''
''Ας το ,πουλακι ειναι κι ας λαλει κι ας κρενει''
Κι εκεινη πικροτραγουδουσε κι ελεγε:
'Δεν ειναι κριμα κι αδικο
Δεν ειναι κι αμαρτια
να'μαι πανω στη μηλιτσα ξεχασμενη''
Κι ηταν τοτε που θυμηθηκε ο Κωνσταντακης κι ει-
πε της μανας του:
''Μανα,μην ειν'αυτη η καλη κι η ακριβη μου;''
Κι εκεινη του απαντησε:
''Γιοκα μου,η καλη κι η ακριβη σου σ'αλλα τραπεζια χαι-
ρεται σ'αλλα χαροκοπιεται,σ'αργυρολεκανες λουζεται
και μοσχοσαπουνιζεται,και σ'αλλα κρεβατια στρωνει
και κοιμαται''
Κι αυτος καταλαβε και φωναξε με δυνατη φωνη στη μα-
να:
''Μανα,σκυλα μανα,αυτη ειναι η καλη κι η ακριβη μου''
Γρηγορα καλιβωνει τ'αλογο,γρηγορα το σελωνει,γρηγο-
ρα το καβαλικευει και δυνατη βιτσια του'δωσε και παει
χιλια μιλια και ξαναβιτσισε και παει αλλα τοσα.
Και βρηκε ο Κωνσταντακης την καλη την ακριβη του πα-
νω στη μηλιτσα,γρηγορα απ'το δεντρο την κατεβασε,την
αγκαλιασε κι εκλαψαν τα δυο ωρα πολυ.
Οταν πηραν το δρομο του γυρισμου ελαμπε η μερα κι
ολος ο τοπος περα ως περα.
Σαν ξαναβρηκαν τη Χρυσουλα ο βασιλιας και η βασιλισα
χαρηκαν πολυ κι ορισαν συντομα τη μερα του γαμου της
με τον Κωνσταντακη.Κι εγιναν στους γαμους τους χαρες
μεγαλες,σαραντα μερες γλενταγαν και χορευαν σαραντα
μερες τρωγαν κι επιναν.
Κι εζησαν αυτοι καλα κι ευτυχισμενα κι εμεις το ιδιο.
.
.
ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΠΟΥΛΙ
[Παραμυθι]
.
.
''Ανδρα μοι εννεπε...''
Ομηρος
.
''Ειναι πολλων ανθρωπων
τα λογια μας''
.
.
Μια φορα κι ενα καιρο ηταν ενας βασιλιας κι ειχε
τρεις γιους.
Στον κηπο του φυτρωνε χρυσομηλια,το μεσημερι
ανθιζε,νωρις το βραδυ καρπιζε κι αργα τη νυχτα
ωριμαζε τα μηλα.
Τη νυχτα κατι ερχονταν κι ετρωγε τα μηλα.
Κι ο βασιλιας απορουσε πολυ και στεναχωριονταν.
Ο μεγαλυτερος γιος πηγε και του'πε:
''Πατερα,αποψε τη νυχτα θα παραφυλαξω στη μη-
λια να πιασω τον κλεφτη''
''Πηγαινε,γιε μου,και καλη τυχη''του'πε ο βασι-
λιας.
Πηγε,κι εκανε στον κηπο ενα παρατηρητηριο ξυ-
λινο κι ανεβηκε πανω να παραφυλαξει με το τοξο
του,ομως νυσταξε ,εκλεισαν τα ματια του και κοι-
μηθηκε μεχρι το πρωι,και στη μηλια τα μηλα ελει-
παν.
Πηγε στον βασιλια που τον ρωτησε:
''Γιε μου,ειδες κι επιασες τι μας τρωει τα μηλα;''
''Νυσταξα βαρια,εκλεισαν τα ματια μου και κοι-
μηθηκα μεχρι το πρωι και τιποτα δεν ειδα''απαν-
τησε.
Λιγο πριν δυσει ο ηλιος πηγε στον βασιλια ο με-
σαιος γιος να του ζητησει να τον αφησει να παει
στον κηπο να παραφυλαξει στη μηλια.
Ο βασιλιας του'πε:''Πηγαινε,γιε μου,και καλη τυ-
χη'' κι αυτος πηγε.
Τη νυχτα εκει μεσα στον κηπο νυσταξε βαρια,εκλει
σαν τα ματια του και κοιμηθηκε μεχρι το πρωι και
στη μηλια τα μηλα ελειπαν.
Τ'αλλο βραδυ πηγε ο μικροτερος γιος στον βασιλια
να του ζητησει να τον αφησει να παραφυλαξει στη
μηλια.
Ο βασιλιας του'πε:
''Τι λες,γιε μου,τα μεγαλυτερα αδερφια σου αποτυ-
χαν και θα τα καταφερεις εσυ;''
''Ασε με,πατερα,να παω''επεμενε εκεινο.
''Αν τοσο το θελεις,πηγαινε,γιε μου,και καλη τυχη''
δεχτηκε ο βασιλιας.
Κι αυτο πηρε το τοξο του και πηγε στον κηπο,ανε-
βηκε στο παρατηρητηριο κι εκοψε το μικρο του δα-
χτυλο με το μαχαιρακι και πανω στη πληγη εριξε
αλατι να τον ποναει για να μην νυσταξει και κλει-
σουν τα ματια του και κοιμηθει.
Τα μεσανυχτα ηρθε στη μηλια κατι,το ειδε,θαμπω-
σαν τα ματια του,σαν τον ηλιο ελαμπε,κι ετρωγε τα
μηλα στη μηλια.
Ηταν ενα χρυσο πουλι.
Το βασιλοπουλο αρπαξε γρηγορα το τοξο του το
τεντωσε,εριξε το βελος του,και του τιναξε ενα φτε-
ρο.
Πηρε το φτερο και το'φερε στον βασιλια.
Αστραψε ολοκληρο το ανακτορο.Ο βασιλιας σαν
ειδε το χρυσο φτερο του αποκριθηκε:
''Αν ειναι τοσο ομορφο το φτερο,το πουλι θα'ναι
εκατο φορες ομορφοτερο.''
Τοτε καλεσε τα τρια βασιλοπουλα και τους ειπε:
''Πηγαινετε να βρητε το χρυσο πουλι.Οποιο απο
σας το βρει πρωτο και το φερει εδω μπροστα μου
θα παρει για πληρωμη το μισο βασιλειο κι οταν
πεθανω θα παρει και τ'αλλο μισο.Αν ομως δεν το
βρητε μην τολμησετε να γυρισετε πισω.Για τιμω-
ρια θα σας θανατωσω.''
Εκεινα υπακουσαν,φιλησαν τον πατερα τους,χαι-
ρετησαν τους συγγενεις κι εφυγαν να ψαξουν το
χρυσο πουλι.
Σε ποιο μερος του οριζοντα να πανε δεν ηξεραν,
και τα'βαλαν τα δυο μεγαλυτερα αδερφια με τον
μικροτερο αδερφο.Το κατηγορησαν πως εκεινος
ηταν ο αιτιος να τους στειλει ο πατερας να βρουν
το χρυσο πουλι.Θυμωσαν και τον εδιωξαν,να μην
πηγαινει μαζι τους.
Εκεινοι πηγαιναν μπροστα,κι εκεινος απο πισω τους
απο πολυ μακρυα τους ακολουθουσε.Οταν σταμα-
τουσαν,στεκονταν ,οταν ξεκινουσαν,ξεκινουσε.
Στο δρομο τους συναντησαν,πρωτα,οι δυο μεγαλυ-
τεροι ενα γερο.
''Κατα που πηγαινετε,παιδια μου;''τους ρωτησε ο γε-
ρος.
''Τι σε νοιαζει εσενα,παλιογερε,που παμε και ρωτας
να μαθεις;''
του απαντησαν θυμωμενα.Κι εφυγαν.
Κατοπιν συναντησε το γερο ο μικροτερος.
''Κατα που πηγαινεις,παιδι μου;''τον ρωτησε ο γερος.
''Ελα,παππουλάκη ,καθησε στον ισκιο να ξεκουρα-
στεις,και μετα σου λεω κατα που πηγαινω'' του απαν-
τησε ευγενικα το παιδι.
Καθησαν στο ισκιο,του'δωσε ψωμι να φαει,του'δωσε
νερο να ξεδιψασει και του διηγηθηκε την ιστορια
απ' την αρχη.
Για την μηλια στο κηπο,για τα μηλα που τα'τρωγε
τη νυχτα κατι,και τα δυο μεγαλυτερα αδερφια του
νυσταζαν και σε υπνο βαρυ επεφταν και δεν ειδαν,
και τοτε πηγε εκεινος κι ειδε ενα χρυσο πουλι να
τρωει τα μηλα,να το πιασει δεν μπορεσε,μονο ενα
χρυσο φτερο εφερε στον πατερα κι εκεινος τους εστει-
λε και τους τρεις να του φερουντο χρυσο πουλι,κι ο-
ποιος το φερνει πρωτος περνει το βασιλειο,αλλιως αν
δεν το φερουν για τιμωρια θα τους θανατωσει.Κι ειπε
ακομη πως τα αδερφια του τον κατηγορησαν πως εκει-
νο φταιει και τον εδιωξαν να μην πηγαινει μαζι τους.
Ο γερος τον ακουσε με προσοχη κι οταν τελειωσε
του'πε:
''Παρατησε τ'αδερφια σου,ειναι κακοι ανθρωποι.
Ο δρομος,θα δεις,χωριζεται,αν παρουν τον ανηφο-
ρικο δρομο,εσυ παρε τον κατηφορικο,κι αν παρουν
τον κατηφορικο,τοτε εσυ παρε τον ανηφορικο κι εγω
θα σ'οδηγησω στο χρυσο πουλι.''
Ο γερος ετσι ειπε κι εξαφανισθηκε απο μπροστα
του.
Οταν ειδε πως τ'αδερφια του πηραν τον κατηφορικο
δρομο αυτος πηρε τον ανηφορικο οπως τον συμβουλε-
ψε ο γερος κι ετσι ξεχωρισθηκε απ'τ'αδερφια του.
Ξαναβρηκε τον γερο κι εκεινος του'πε να καθησει
στον ισκιο γιατι ηταν κουρασμενος.Το παιδι καθη-
σε και κοιμηθηκε.Τοτε ο γερος το σηκωσε στα χε-
ρια του και πηγαν χιλια μιλια μακρυα και το ξυπνη-
σε:
''Ξυπνα,παιδι μου,αρκετα κοιμηθηκες''
Αυτο σηκωθηκε κι ουτε καταλαβε πως ξυπνησε σ'αλλο
τοπο.
Δρομο περνουν δρομο αφηνουν ωσπου νυχτωσε.Σαν
το βασιλοπουλο κοιμηθηκε βαρια ,παλι το σηκωσε
στα χερια του και πηγαν χιλια κι αλλα χιλια μιλια
μακρυα.Εκει το ξυπνησε και πηραν το δρομο τους.
Ετσι ταξιδευαν πολλες μερες.
Καποτε εφτασαν κοντα στη πολιτεια που βρισκονταν
το χρυσο πουλι.Ανεβηκαν ενα λοφο κι απ'την κορυφη
του ειδαν την πολιτεια.
Του εδειξε ο γερος και του'πε:
''Βλεπεις εκει περα εκεινο το ψηλο κτιριο.Ειναι το ανα-
κτορο του βασιλια.Εκει βρισκεται το χρυσο πουλι.Πρω-
τα θα περασεις δυο πυλες,εκει ειναι δυο φυλακες,περνα
χωρις να σε δουν,κι επειτα θα περασεις εβδομηντα εφτα
πορτουλες.Σε καθε μια ειναι κι ενας φρουρος,περνα χω-
ρις να σε δουν.Οταν περασεις ολες τις πορτες θα φτασεις
στο χρυσο πουλι.Ειναι κλεισμενο σε χρυσο κλουβι,δυο
φορες ομορφοτερο απ'το πουλι.Παρε μονο το πουλι,αν
παρεις και το κλουβι θα σε συλλαβουν οι φυλακες.Πη-
γαινε και να κανεις οπως σου ειπα.''
Το βασιλοπουλο εφτασε στο ανακτορο,περασε τις δυο
πυλες χωρις να το δουν οι δυο φυλακες.περασε και τις
εβδομηντα εφτα πορτουλες χωρις να τον δουν οι εβδομην-
τα εφτα φυλακες κι εφτασε στο χρυσο πουλι που ηταν
κλεισμενο σε χρυσο κλουβι,δυο φορες ομορφοτερο απ'το
πουλι.Πηρε μονο το χρυσο πουλι κι εφυγε γρηγορα.
Στο δρομο σκεφτηκε και σταματησε:
''Το χρυσο κλουβι ειναι δυο φορες ομορφοτερο απ'το
χρυσο πουλι,θα γυρισω να το παρω,κι ας γινει οτι γινει.''
Γυρισε πισω,αρπαξε το κλουβι και στην πορτα τον συνε-
λαβαν οι φυλακες.Τον πηραν και τον πηγαν στον βασιλια,
που θυμωσε πολυ.
''Ποιος εισαι εσυ που ηρθες εδω να κλεψεις το χρυσο
πουλι;''
Του ειπε,πως ηταν βασιλοπουλο και γιατι ηρθε να κλεψει
το πουλι.
Κι ο βασιλιας αφου το ακουσε του αποκριθηκε:
''Αν καταφερεις να μου φερεις το φτερωτο αλογο θα σε
συγχωρεσω,θα σου δωσω και την μονακριβη κορη μου
για γυναικα.Αν δεν το φερεις,για τιμωρια,θα σε θανατω-
σω.''
Συμφωνησε με τον βασιλια κι εκεινος τον αφησε να φυ-
γει να βρει το φτερωτο αλογο.
Κι εκεινο πηρε το δρομο να βρει τον γερο.
Οταν τον συναντησε εκεινος τον ρωτησε:
''Που ειναι το χρυσο πουλι;''
Κι εκεινο του τα'πε ολα:πως εφτασε στο ανακτορο,
πως περασε τις πορτες χωρις να τον δουν οι φυλακες,
πως πηρε πρωτα το χρυσο πουλιπως επειτα γυρισε κι
αρπαξε το χρυσο κλουβι,δυο φορες ομορφοτερο απ'το
πουλι,πως στην πρωτη πορτα τον συνελαβαν οι φυλα-
κες,πως τον πηγαν στον βασιλια,πως αυτος θα τον συγ-
χωρεσει αν του φερει το φτερωτο αλογο και θα του δω-
σει την μονακριβη κορη του να τον κανει γαμπρο του,
και πως αν δεν φερει το φτερωτο αλογο για τιμωρια θα
τον θανατωσει.
Τ'ακουσε ολα ο γερος με προσοχη και τον καθησυχασε.
Αυτος θα τον οδηγουσε στο φτερωτο αλογο.
Δρομο περνουν δρομο αφηνουν ωσπου νυχτωσε.Οταν
το βασιλοπουλο κοιμηθηκε βαρια,το σηκωσε στα χερια
του και πηγαν χιλια κι αλλα χιλια μιλια μακρυα.Εκει το
ξυπνησε και πηραν το δρομο τους.
Ετσι ταξιδευαν πολλες μερες κι εφτασαν σε τοπους
ζεστους με μεγαλη ζεστη.
''Ας σταματησουμε να ξεκουραστουμε λιγο'' ειπε ο γερος,
σταματησαν και καθησαν στη σκια.Το βασιλοπουλο κοι-
μηθηκε αμεσως βαρια .Τοτε παλι το σηκωσε
στα χερια του και πηγαν χιλια κι αλλα χιλια μιλια
μακρυα.Εκει το ξυπνησε και πηραν το δρομο τους.
Ετσι ταξιδευαν πολλες μερες.
Καποτε εφτασαν κοντα στη πολιτεια που βρισκονταν
το φτερωτο αλογο.Ανεβηκαν ενα λοφο κι απ'την κορυ-
φη του ειδαν την πολιτεια.
Του εδειξε ο γερος και του'πε:
''Βλεπεις εκει περα εκεινο το ψηλο κτιριο.Ειναι το ανα-
κτορο του βασιλια.Εκει βρισκεται το φτερωτο αλογο.
Πρωτα θα περασεις μια μεγαλη πυλη,εκει ειναι εξι φυλα-
κες,περνα χωρις να σε δουν,κι επειτα θα περασεις ενενην-
τα εννια πορτουλες.Σε καθε μια ειναι δυο φρουροι,περνα
χωρις να σε δουν..Οταν περασεις ολες τις πορτες θα φτα-
σεις στο φτερωτο αλογο.Ειναι κλεισμενο στον σταυλο,
απ'το χρυσο χαλιναρι του το κραταει ενα κοιμισμενο θη-
ριο και η σελα του χρυση εκατο φορες ομορφοτερη.Ξε-
σελωσε το γρηγορα,βγαλε το χαλιναρι γρηγορα μην ξυ-
πνησει το θηριο ,καβαλικεψε το γρηγορα και φυγε.Μονο
προσεξε καλα.Μην γυρισεις ν'αρπαξεις τη χρυση σελα,
τοτε θα σε συλλαβουν οι φυλακες.Πηγαινε και να κανεις
οπως σου ειπα.''
Το βασιλοπουλο εφτασε στο ανακτορο,περασε την πυλη
χωρις να το δουν οι εξη φυλακες.περασε και τις ενενηντα
εννια πορτουλες ,που σε καθε μια ηταν δυο φρουροι,χωρις
να τον δουν κι εφτασε στο φτερωτο αλογο,που ηταν κλει-
σμενο στον σταυλο με χρυσο χαλιναρι που το κρατουσε ενα
κοιμισμενο θηριο΄κι ειχε χρυση σελα εκατο φορες ομορφο-
τερη,το ξεσελωσε γρηγορα,αν και λυπηθηκε για τη χρυση
σελα,εβγαλε το χαλιναρι γρηγορα να μην ξυπνησει το θη-
ριο,καβαλικεψε γρηγορα το φτερωτο αλογο κι εφυγε.
Γυρισε στον γερο.
Οταν πλησιασαν την πολιτεια που ηταν το χρυσο πουλι,ειπε
το βασιλοπουλο:
''Το φτερωτο αλογο μου αρεσει πολυ.Ας γινονταν να μην το
παραδωσω στον βασιλια.''
''Αν τοσο πολυ σ'αρεσει''του ειπε ο γερος,''κρατησε το δικο
σου,κι αλλο θα δωσεις στον βασιλια.''
Και τοτε σφυριξε στον αερα,κι αμεσως παρουσιασθηκε
μπροστα τους ενα ομοιο αλογο.
''Παρε αυτο το αλογο και δωστο στον βασιλια.Τ'αλλο αφη-
σε το εδω,ειναι δικο σου.''
Καβαλικεψε το ομοιο αλογο και μπηκε στην πολιτεια.Το
αλογο εσκαβε βαθια τους δρομους με τις οπλες του και το
χλιμιντρισμα του γρεμιζε πορτες και παραθυρα,τοση μεγα-
λη ηταν η δυναμη του.
Ο βασιλιας ειδε το φτερωτο αλογο και χαρηκε πολυ,συγχω-
ρεσε το βασιλοπουλο,του'δωσε το χρυσο πουλι μαζι με το
χρυσο κλουβι και για γυναικα τη μονακριβη κορη του,ομορ-
φη σαν τριανταφυλλια ανθισμενη.
Και του'δωσε ακομα πολλα προικια,μεταξωτα ρουχα,του'δω-
σε και χρυσο δαχτυλιδι σαν τον ηλιο αστραφτερο και σ'ενα
καρυδοτσουφλο κλεισμενα του'δωσε τα αραχνουφαντα φο-
ρεματα της νυφης.Αυτα τα κρατησε το βασιλοπουλο,τ'αλλα
προικια τα φορτωσε σε μια χρυση αμαξα.
Τ'αρραβωνιασμενα ανεβηκαν σε μια δευτερη χρυση αμαξα
και πηγαν να βρουν τον γερο.
Οταν τον ηβραν τον πηραν κι αυτον μαζι τους.
Ταξιδευαν και ταξιδευαν μερες και καποτε εφτασαν
σ'εναν αγνωστο τοπο.Εκει ο γερος κατεβηκε απο
την αμαξα,τους εδειξε ποιο δρομο ν'ακολουθησουν
για τον γυρισμο,εκεινοι τον ευχαριστησαν και τον
αποχαιρετησαν κι εκεινος εξαφανισθηκε.
Ταξιδευαν και ταξιδευαν μερες.
Καποτε εφτασαν σ'ενα πανδοχειο.Εκει το βασιλοπου-
λο σταματησε να παρει εφοδεια τροφιμα προμηθειες
για το δρομο.
Οταν μπηκε μεσα στο πανδοχειο,ειδε τους ιδιοκτητες
του και αμεσως σ ' αυτους αναγνωρισε τ ' αδερφια
του.
Οταν εκεινα ειχαν παρει τον κατηφορικο δρομο μετα
απο λιγο ειπαν:
''Που να παμε τωρα να ψαχνουμε το πουλι,ουτε το
ακουσαμε κι ουτε το'χουμε δει.Ας μεινουμε εδω,να
κανουμε ενα πανδοχειο,κι οταν πεθανει ο πατερας
γυρναμε πισω να γινουμε βασιλιαδες.''
Ετσι ειπαν,κι ετσι εκαναν.
Αυτα ηταν τα βασιλοπουλα ,τα μεγαλυτερα αδερ-
φια του κι απο το πανδοχειο ειχαν κερδισει πολλα
χρηματα.
Οταν ο μικροτερος αδερφος μπηκε μεσα στο πανδο-
χειο δεν τον αναγνωρισαν.Αυτος αρχισε να τους ρω-
ταει,δηθεν πως δεν γνωριζε,απο που ηταν,αν ειχαν
πατερα,μανα,αλλα αδερφια κι αδερφες,και ποσο και-
ρο ζουσαν κι εμπορευονταν σ'εκεινα τα μερη.Εκει-
νοι του απαντουσαν με ψεματα.Αυτος επεμενε κι εκει-
νοι δεν αντεξαν και του τα'παν ολα:
Πως ηταν αδερφια βασιλοπουλα,πως μια μηλια ειχαν
στην αυλη,πως τη νυχτα κατι ετρωγε τα μηλα,κι αυτοι
κοιμηθηκαν και δεν το ειδαν,κι ο μικροτερος αδερφος
το ειδε,ηταν ενα χρυσο πουλι,και δεν το επιασε,τοτε
ο πατερας θυμωσε πολυ και τους εστειλε να του φε-
ρουν το χρυσο πουλι,αλλιως για τιμωρια θα τους θανα-
τωσει,και τι να κανουν εφυγαν να βρουν το χρυσο
πουλι,αυτοι πηγαιναν μπροστα κι απο πισω τους ακο-
λουθουσε απο μακρυα ο μικροτερος αδερφος,κι σ'ενα
διστρατο αυτοι πηραν το κατηφορικο δρομο,ξεχωρι-
σαν και τον εχασαν,κι απο τοτε δεν εμαθαν γι'αυτον
και δεν ξερουν που να βρισκεται.Αυτοι επειδη δεν
ηξεραν που να πανε να βρουν το χρυσο πουλι,σ'αυτο
εδω το μερος σταθηκαν κι εκαναν το πανδοχειο ετου-
το και πλουτισαν,κι οταν πεθανει ο πατερας θα γυρι-
σουν πισω να γινουν βασιλιαδες.
Τους ακουσε προσεκτικα το βασιλοπουλο κι οταν τε-
λειωσαν τους ρωτησε:
''Αν παρουσιαζονταν μπροστα σας ο μικροτερος αδερ-
φος θα τον αναγνωριζατε;''
''Και βεβαια θα τον αναγνωριζαμε''απαντησαν και οι
δυο με μια φωνη.
Εκεινος τους ειπε:''Εχει καποιο σημαδι στο κορμι;''
Κι εκεινοι απαντησαν:Εχει ελια στο στηθος κι αλλη
μια στο χερι το δεξι''.
Και τοτε ο μικροτερος αμεσως ξεγυμνωσε το στηθος
και τους εδειξε την ελια στο στηθος και στο δεξι
χερι.
''Αυτα ειναι τα σημαδια;'' ρωτησε
Κι εκεινα απαντησαν:''Αυτα ειναι'' και κοιταξαν το
ενα τ'αλλο.
Κι αυτο τους ειπε;
''Εγω ειμαι ο μικροτερος σας αδερφος.Εδω μπροστα
σας.Βρηκα το χρυσο πουλι,και το'χω μαζι μου.Κλει-
στε το πανδοχειο κι ελατε μαζι μου στον πατερα.''
Κι ετσι εγινε,εκλεισαν το πανδοχειο κι ανεβηκαν
πανω στη χρυση αμαξα με τα προικια της νυφης,εκει-
νοι μπροστα και πισω πηγαινε η χρυση αμαξα με το
βασιλοπουλο και την αρραβωνιαστικια του τη βα-
σιλοπουλα τον δρομο του γυρισμου.
Ταξιδευαν μεσα απο χωρες και χωρια.
Οι δυο μεγαλυτεροι αδερφοι ελεγαν ο ενας στον
αλλον:
''Οταν επιστρεψουμε σπιτι,αυτος θα πει πως μονος του
βρηκε το χρυσο πουλι,και πως εμεις τον παρατησαμε,
τον αφησαμε μονο του,και παρακουσαμε τον πατερα
και δεν ψαξαμε για το χρυσο πουλι, και καναμε πανδο-
χειο να πλουτισουμε και τοτε ο πατερας για τιμωρια
θα μας σκοτωσει.Ας τον χτυπησουμε,να του παρουμε
το χρυσο πουλι,και μεις να το παρουσιασουμε στον
πατερα.Κι αν μας ρωτησει γι'αυτον τον μικροτερο να
πουμε πως απο μας ξεχωρισθηκε και δεν ξερουμε τι
απογινε''
Ετσι ειπαν κι ετσι εκαναν.
Σταματησαν την αμαξα του ξευγαριου,πηδηξαν πανω,
αρπαξαν τον αδερφο τον κατεβασαν κατω ,η κοπελα
ουρλιαζε,κανεις δεν την ακουγε,και με τη βια τον εσυ-
ραν σε δασος πυκνο.Εκει σ'ενα κορμο δεντρου τον εδε-
σαν σφιχτα κι ο μεγαλυτερος αδερφοςειπε να τον σκοτω-
σουν,αλλα ο μεσαιος αδερφος του ειπε:
''Να μην τον σκοτωσουμε,μα να τον αφησουμε δεμενο
σφιχτα στο δεντρο να πεθανει απ'την πεινα και τη διψα
και να τον φανε τ'αγρια θηρια.''
Ο μεγαλυτερος αδερφος τ'ακουσε και συμφωνησε μαζι
του.
Κι ετσι εγινε οπως συμφωνησαν.Τον αφησαν τον μικρο-
τερο αδερφο σφιχτα δεμενο στο δεντρο μεσα σε πυκνο
δασος να πεθανει απο την πεινα και την διψα και να τον
φανε τ'αγρια θηρια.
Επειτα γυρισαν πισω,εκει βρηκαν τη βασιλοπουλα να
κλαιει για τον αρραβωνιαστικο της,την επιασαν την φο-
βερισαν να μην μιλησει,τι ειδε και τι ακουσε,γιατι θα
παθει μεγαλο κακο.
Συνεχισαν το δρομο τους κι εφτασαν στον βασιλια.
Παρουσιασθηκαν στον βασιλια,του εδειξαν το χρυσο
πουλι κι εκεινος χαρηκε πολυ.Επειτα τους ρωτησε για
τον μικροτερο γιο,που ηταν κι ο αγαπημενος του.Κι
εκεινοι με μια φωνη του αποκριθηκαν, πως εκεινος
γρηγορα αποχωρισθηκε απ'αυτους κι απο τοτε τον εχα-
σανκαι δεν ξερουν που ειναι.
Στο ανακτορο του βασιλια ετοιμαζονταν για τον γαμο,
ο μεγαλυτερος αδερφος θα παντρευονταν την βασιλο-
πουλα.
Και μεσα στο πυκνο δασος ο μικροτερος αδερφος εμεινε
σφιχτα δεμενος στο δεντρο,περασαν δυο μερες και δυο
νυχτες και κανεις δεν περασε να τον ελευθερωσει και πο-
λυ τον ταλαιπωρουσε η πεινα και η διψα και την τρι-
τη μερα περασε ενας γιδοβοσκος.Τον ειδε το βασιλο-
πουλο και τον φωναξε να'ρθει κοντα του να τον λυσει.
Ο γιδοβοσκος τον ειδε δεμενο στο δεντρο και φοβηθηκε
πως ληστες τον εδεσαν και να μην μπλεξει μαζι τους.Και
πηγε να φυγει,κι εκεινος ο δυστυχος τον ξαναφωναξε με
δυνατη φωνη να τον λυσει,πως τα μεγαλυτερα αδερφια
του τον ειχαν δεσει.
Τον πλησιασε τοτε ο γιδοβοσκος και τον ελυσε,κι εκεινος
σωριαστηκε λιποθυμος στο χωμα απο την μεγαλη ταλαι-
πωρια.Του'δωσε νερο ο καλος ανθρωπος κι ηρθε στις αι-
σθησεις του.Του'δωσε και ψωμι να φαει,κι οταν συνηλ-
θε και δυναμωσε,αλλαξε το βασιλοπουλο τα ρουχα του με
τα ρουχα του γιδοβοσκου,φορεσε τα κουρελια κι εκεινος
φορεσε τα δικα του τα μεταξωτα,κρατησε πανω του μονο
το χρυσο δαχτυλιδι και το καρυδοτσουφλο με τα αραχνο-
υφαντα φορεματα της βασιλοπουλας.
Αφου εγιναν ολ'αυτα τον ευχαριστησε τον γιδοβοσκο,
τον αποχαιρετησε κι εφυγε.
Στον δρομο που πηγαινε ζητιανευε να τρωει.
Καποτε εφτασε στη πολιτεια που βασιλευε ο πατερας
του,και πηγε στο μαγειριο που ετοιμαζαν τα φαγητα
του γαμου.Ζητησε δουλεια,να σκιζει ξυλα για τη φωτια
στους φουρνους,να κερδιζει το ψωμι του.
Τον πηραν για δουλεια.Κανενας δεν τον αναγνωρισε.
Ο γαμος του μεγαλυτερου αδερφου με τη βασιλοπου-
λα την δικη του αρραβωνιαστικια θα γινονταν σε δυο
μερες.
Το μαγειριο ηταν απεναντι απ'το ανακτορο και το παρα-
θυρο της βασιλοπουλας.Πηρε το χρυσο δαχτυλιδι και
το πεταξε απ'το παραθυρο στο δωματιο της.Τοτε ολο το
δωματιο αστραψε.Εκεινη στην αρχη σαν ειδε το ξαφνι-
κο φως τρομαξε κι υστερα σαν ειδε το χρυσο δαχτυλιδι
χαρηκε πολυ.Ηταν το χρυσο δαχτυλιδι που δωρησε ο
πατερας στο βασιλοπουλο τον αρραβωνιαστικο της.
Κι ειπε χαρουμενη πολυ:
''Ζει κι ειναι καπου εδω κοντα''και σε κανεναν δεν ειπε
τιποτα.
Οταν εφτασε η ορισμενη ωρα του γαμου πηγαν οι δυο
αδερφοι στη νυφη και της ειπαν να ετοιμασθει και να
μην αργοπορει.Κι αυτοι τους ειπε:
''Οταν μου ραψουν φορεματα να χωρανε σ'ενα καρυδο-
τσουφλο τοτε θα παντρευτω.''
Οταν τ'ακουσε ο βασιλιας εστειλε διαλαληταδες στη
χωρα να διαλαλησουν:
''Οποιος ραφτης μεσα σ'ολη τη χωρα μπορει να ραψει
φορεματα της βασιλοπουλας να χωρανε σ'ενα καρυδο-
τσουφλο,να τα φερει στον βασιλια και θα παρει πολλα
δωρα.''
Σαν τ'ακουσαν οι ραφταδες απορουσαν πολυ:ποιος ρα-
φτης μεσα σ'ολο τον κοσμο ειναι τοσο επιδεξιος τεχνιτης
που μπορει να ραψει φορεμα να χωρανε σ'ενα καρυδοτσου-
φλο;
Το βασιλοπουλο ντυμενο με τα κουρελια του σαν ζητια-
νος παρουσιασθηκε σ'εναν ραφτη και του'πε:
''Εγω μπορω να ραψω τα φορεματα''
Ο ραφτης τον πηρε για τρελλο κι πως τους κοροιδευε και
τον φωναξε θυμωμενα:
''Φυγε απο'δω,παλιοζητιανε.Τοσοι τεχνιτες ειμαστε και
δεν ξερουμε και ξερεις εσυ;''
''Κι ομως εγω θα τα ραψω''επεμενε εκεινος,''αρχιζω αυτο
το βραδυ και το πρωι ειναι ετοιμα.Να'ρθεις να τα παρεις.''
''Και τι ζητας για τη δουλεια σου;''τον ρωτησε ειρωνικα
ο ραφτης.
Κι εκεινος του ειπε:
''Θελω ενα καλαθακι καρυδια,μια χηνα ψητη κι ενα καρ-
βελι ψωμι.''
''Εγινε,οτι θελεις θα'χεις'' του΄πε παλι ειρωνικα ο ραφτης
και σκεφτηκε υπολογιζοντας:τα καρυδια ,η ψητη χηνα
και το καρβελι το ψωμι κοστιζουν-δεν κοστιζουν τριαν-
τα με σαραντα δραχμες.Σιγα τη ζημια,ασημαντη.Αν ο-
μως καταφερει και ραψει τα φορεματα της βασιλοπου-
λας που χωρανε σ'ενα καρυδοτσουφλο μεσα τοτε το
κερδος ειναι πολυ μεγαλο,απ΄τον βασιλια θα παρει πολ-
λα δωρα.Αν δεν καταφερει να τα ραψει τοτε θα'χει ενας
φτωχος ζητιανος χορτασει,με τα καρυδια ,την ψητη χη-
να και με το καρβελι το ψωμι.Ας ειναι.
Και δεχτηκε.
Και του'δωσε το καλαθι με τα καρυδια,την ψητη χηνα
και το καρβελι το ψωμι.Το βασιλοπουλο κλεισμενο στο
ραφταδικο,ολο το βραδυ και τη νυχτα μεχρι το πρωι εφα-
γε την ψητη χηνα και το καρβελι το ψωμι κι εσπαγε κι
ετρωγε τα καρυδια.
Σαν ηρθε η μερα και ξημερωσε ,ηρθε κι ο ραφτης.
''Τα'ραψες τα φορεματα της βασιλοπουλας που χωρα-
νε σ'ενα καραδυτσουφλο;'' τον ρωτησε.
Εκεινος αμεσως του'δειξε το καρυδοτσουφλο,επειτα
τ'ανοιξε κι εβγαζε απο μεσα ενα-ενα ολα τα φορεματα
της βασιλοπουλας.
Και του'πε;
''Να τα.Αυτα ειναι τα φορεματα.Δες τα.''
Αφου τα εδειξε στον ραφτη,τα διπλωσε,τα'κλεισε καλα
μεσα στο καρυδοτσουφλο και του το'δωσε να το παει
στον βασιλια.
Σαν ειδε τα φορεματα ο βασιλιας χαρηκε πολυ και διε-
ταξε να δωσουν στον ραφτη δωρα πολλα.Και του'δω-
σαν πολλα δωρα.
Τα φορεματα τα πηγαν στη βασιλοπουλα που οταν τα
ειδε τα αναγνωρισε αμεσως και χαρηκε πολυ.
''Ζει κι ειναι καπου εδω κοντα'' ειπε απο μεσα της,κανε-
νας να μην την ακουσει.
Οταν την αλλη μερα ηρθαν να της πουν να ετοιμαζεται
για τον γαμο,εκεινη ειπε:
''Θελω,πρωτα,πριν τον γαμο μου να περασουν απο μπρο-
στα μουολοι οι ανθρωποι που ζουν στη χωρα που θα βα-
σιλεψω,ολοι,πλουσιοι και φτωχοι,χωρις εξαιρεση,και κα-
θε ενας να μου πει μια λεξη.Τοτε μονο,σαν γινει αυτο,
θα'βγω να παντρευτω.''
Οταν τ'ακουσε ο βασιλιας εστειλε διαλαληταδες στη χω-
ρα να διαλαλησουν:
''Αυριο πρωι ολοι οι ανθρωποι που ζουν στη χωρα,ολοι,
πλουσιοι και φτωχοι,χωρις εξαιρεση,να'ρθουν στο ανα-
κτορο του βασιλια,Εκει θα περασουν μπροστα απο τη
νυφη βασιλοπουλα που θα γινει βασιλισα τους και να
της πουν μια λεξη.Οποιος δεν ερθει θα τιμωρηθει.
Κι ετσι εγινε,κι ηρθαν τ'αλλο πρωι στο ανακτορο του βα-
σιλια ολοι οι ανθρωποι που ζουσαν στη χωρα,ολοι,πλου-
σιοι και φτωχοι,και περνουσαν μπροστα απ'την βασιλο-
πουλα κι ολοι της ελεγαν μια λεξη.
Και περνουσαν μπροστα της χιλιαδες και χιλιαδες,
Περασαν ολοι,κι εκεινος,που περιμενε να περασει,δεν πε-
ρασε.
Τοτε ρωτησε η βασιλοπουλα:
''Υπαρχει καποιος που ζει στη χωρα και δεν ηρθε εδω να πε-
ρασει απο μπροστα μου να μου πει μια λεξη;''
Και της απαντησαν:
''Ειναι ενας ζητιανος εδω,τοσο πολυ κουρελιασμενος και
βρωμικος,που δεν τον αφησαμε να ερθει.''
Τους ειπε να πανε να τον φερουν μπροστα της.
Κι ετσι εγινε,πηγαν και τον βρηκαν και τον εφεραν.
Οταν τον ειδε η βασιλοπουλα αμεσως τον αναγνωρισε απο
μακρυα,ετρεξε κοντα του τον αγκαλιασε κι εκλαιγε απο χα-
ρα μεγαλη.
Οταν το ειδαν αυτο ο βασιλιας και ολοι οι συγκεντρωμενοι
εκει πολυ απορησαν ,
Τοτε η βασιλοπουλα πηρε τον ζητιανο και πηγαν μπροστα
στον βασιλια και του ειπε:
''Βασιλια μου αυτος εδω ο ζητιανος ειναι ο μικροτερος γιος
σου ο αγαπημενος κι αυτος ειναι ο αρραβωνιαστικος μου.
Αυτος βρηκε το χρυσο πουλι κι ο πατερας μου ο βασιλιας
μ'εδωσε σ'αυτον για γυναικα του,οταν του'φερε το φτερωτο
αλογο.Στο δρομο του γυρισμου βρηκαμε τους δυο μεγαλυ-
τερους γιους σου σ'ενα πανδοχειο που ειχαν κανει για να
πλουτισουν.Τους πηραμε στη χρυση αμαξα να γυρισουμε
μαζι,κι εκεινοι σ'ενα ερημικο τοπο χτυπησαν τον μικρο-
τερο γιο σου τον αντρα μου και τον πηγαν σε πυκνο δασος,
εκει τον εδεσαν σφιχτα σε δεντρο και τον παρατησαν να
πεθανει απο την πεινα και τη διψα και να τον φανε τ'α-
γρια θηρια.
Αυτος ειναι ο αρραβωνιαστικος μου κι αυτον θελω να παν-
τρευτω.''
Σαν τ'ακουσε ολα αυτα με προσοχη ο βασιλιας θυμωσε πο-
λυ με τους δυο μεγαλυτερους γιους.
Ζητησε να τους πιασουν ,να τους κλεισουν στη φυλακη και
για τιμωρια να τους θανατωσουν.
Κι ετσι εγινε.
Επειτα ο βασιλιας ειπε να γινουν οι γαμοι και τους ευχηθη-
κε.Και παντρευτηκε ο μικροτερος γιος με την βασιλοπουλα,
που ηταν ομορφη σαν ανθισμενη τριανταφυλλια,και τους
εδωσε το μισο βασιλειο κι οταν ερθει η ωρα του και τελει-
ωσουν οι μερες του στη γη θα παρουν και τ'άλλο μισο βα-
σιλειο.
Κυβερνησαν και βασιλεψαν καλα και δικαια χρονια πολλα,
και μεχρι σημερα οι ανθρωποι μιλουν γι'αυτους τους δυο και
τους μνημονευουν.
Κι εγω,που τα διηγηθηκα ολ'αυτα,τους τιμω και τους μνημο-
νευω σ'ολους τους καιρους, που ηρθαν, που ειναι και που
θα'ρθουν.
.
.
Η ΑΓΕΝΝΗΤΗ
[Παραμυθι]
.
''Ανδρα μοι ενεπε...''
Ομηρος
.
''Ειναι παιδια πολλων ανθρωπων
τα λογια μας''
Γ.Σ.Σεφερης
.
.
Μια φορα κι ενα καιρο ηταν ενα βασιλοπουλο,
κι ειχε χτισει μια βρυσουλα να τρεχει μελι και
γαλα.Να'ρχονται οι κοπελλες της χωρας να γε-
μιζουν τα δοχεια τους μελι και γαλα.Να δει ηθε-
λε ποια απ'αυτες θα του αρεσε περισσοτερο να
την ζητησει να παντρευτει.
Πρωτη ηρθε μια γρια να γεμισει μελι και γαλα.
Γεμισε οσα δοχεια ειχε στο σπιτι της.Γεμιζε και
γεμιζε και τελειωμο δεν ειχε.
Μεχρι κι αυγοτσουφλα γεμιζε με μελι και γαλα.
Το βασιλοπουλο ηταν κρυμενο εκει κοντα και
τα'βλεπε ολα.
Η γρια συνεχεια γεμιζε αυγοτσουφλα με μελι και
γαλα.
Τοτε για να γελασει μαζι της το βασιλοπουλο της
εριξε πετρουλα στ'αυγοτσουφλα και τα'σπασε.
Η γρια τοτε θυμωσε πολυ και κακισε περισοτερο
και στο θυμο της πανω τον καταραστηκε:
''Να παντρευτεις τοτε μονο αν βρεις την Αγεννητη!''
Το βασιλοπουλο ακουσε την καταρα και τρομαξε
πολυ.
Στην βρυσουλα ερχονταν παρεες οι κοπελλες της
χωρας να γεμισουν μελι και γαλα.Εκεινος τις κοι-
τουσε κρυμενος,μα καμια κοπελλα δεν του αρεσε.
Σκεφτηκε,πως εκεινη η γρια του εκανε μαγια και
του φαινονται ολες ασχημες.
Μερα τη μερα,βδομαδα τη βδομαδα,μηνα το μηνα
ελιωνε απ'τον καημο του.
Τον εβλεπε η μανα του και βαθεια στεναχωριονταν.
Μια μερα τον ρωτησε:
''Τοσο πολυ καιρο τι σου τρωει τα σωθηκα και τι
σου βασανιζει το μυαλο;''
Το βασιλοπουλο τα ειπε ολα στη μανα του,της
ειπε για τη γρια και την καταρα της:Τοτε μονο
θα παντρευτει αν βρει την Αγεννητη!
Κι η μανα του του ειπε:
''Ποιος ξερει,γιε μου,που ειναι η Αγεννητη;Αν στον
κοσμο καπου ειναι και ζει αυτο μονο ο Ηλιος το
γνωριζει.Αυτος απο χαμηλα ανεβαινει ψηλα και
χαμηλωνει κι ολα κοντινα και μακρυνα,κρυφα και
φανερα τα βλεπει.Παρε το δρομο κατα που δυει
ο Ηλιος.Εκει θα τον συναντησεις και παρακαλα τον.
Να σου μαρτυρησει που ειναι η Αγεννητη,να την
παντρευτεις.''
Γρηγορα ετοιμασθηκε το βασιλοπουλο και τ'αλλο
πρωι πριν ξημερωσει κινησε κατ'εκει που δουσε
ο Ηλιος.
Πηγαινε,πηγαινε και πηγαινε.
Διαβηκε πυκνα δαση,περασε ψηλα βουνα και διε-
σχισε ορμητικα ποταμια,κι αλλα δαση κι αλλα
βουνα κι αλλα ποταμια απ'την αρχη.
Και το μεσημερι μιας μερας εφτασε σ'ενα ποταμι.
Στις οχθες του ποταμου ηταν φυτρωμενα πολλα
ψηλα δεντρα σκιερα και σ'ενα πλατυ ισκιο αρνο-
βοσκος ησυχαζε αποκοιμισμενος.
Οταν το βασιλοπουλο πλησιασε,γαυγισαν τα σκυλια
και ορμησαν πανω του και θα τον κατασπαραζαν
αν δεν ξυπνουσε ο αρνοβοσκος και δεν πετιονταν
πανω και με δυνατες φωνες δεν τα φωναζε.Τοτε
αυτα σαν ακουσαν τη φωνη του αφεντη τους σωπα-
σαν και καθησαν κατω ησυχα.
Ο βοσκος ηταν γερος ανθρωπος,με τα γενια του
ασπρα,ψηλος ομως και δυνατος στο κορμι.
''Καλη σου μερα,παππουλακη!''
''Καλη σου μερα και σενα,παλλικαρακη!''του
ανταπαντησε ο γερος κι αμεσως τον ρωτησε:
''Τι ειν'αυτο που σ'εφερε σε τουτα εδω τα μερη;
Εδω σπανια φτανουν ταξιδιωτες.''
Το βασιλοπουλο του διηγηθηκε την ιστορια του,
απο την αρχη ως το τελος.Πως παει να βρει τον
Ηλιο να τον ρωτησει για την Αγεννητη.
Κι εκεινος του ειπε:
''Πρωτα να περασεις απο το στενωμα τον ποτα-
μο κι επειτα εκεινο τον λοφο να σκαρφαλωσεις.
Πισω απο τον λοφο κατω απλωνεται μεγαλη πε-
διαδα,στο μεσο της πεδιαδας ακριβως ειναι κηπος
και μεσα στον κηπο ειναι το παλατι του Ηλιου.Σπα-
νια παταει εκει ανθρωπου ποδι.Τραβα εκει κι οτι
ο θεος σ'ορισε ας γινει.''
''Ο θεος να σου δινει υγεια,παππουλη,κι ησυχα γε-
ραματα.''τον ευχαριστησε το βασιλοπουλο κι εφυ-
γε.
Περασε πρωτα το ποταμι απ'το στενωμα,κι ανεβηκε
επειτα τον λοφο.
Ο Ηλιος σε λιγο θα δουσε.
Το βασιλοπουλο εφτασε στην κορυφη του λοφου.Κα-
τω χαμηλα ως περα μακρια απλωνονταν μεγαλη πε-
διαδα και στο κεντρο ακριβως ηταν καταπρασινος
κηπος και στον κηπο μεσα ολολευκο μαρμαρινο
ανακτορο,οπως του το'πε ο γερος αρνοβοσκος.
Κατηφορισε το λοφο κι εφτασε στον κηπο και
στις πορτες του Ηλιου.
Χτυπησε την πορτα τρεις φορες,κι η πορτα ανοιξε
και στο ανοιγμα εμφανισθηκε μια μεγαλη ψηλη γυ-
ναικα.
''Καλημερα,Κυρα-Μανα του Ηλιου.''
''Καλημερα,γιε μου''του απαντησε,''εδω περα σ'αυτα
τα μερη,ξενε,ανθρωπος δεν περπατει και ταξιδιωτης
δεν φτανει.Μα σαν μ'αποκαλεσες Μανα του Ηλιου
ελα μπες μεσα στο σπιτι,και πες μου για ποιο λογο
ως εδω μακρια εφτασες,γρηγορα πριν να γυρισει ο
Ηλιος.''
Μπροστα πηγαινοντας αυτη και πισω ακολουθων-
τας το βασιλοπουλο μπηκαν μεσα στο ανακτορο.
Η μεγαλη και ψηλη σαλα του ελαμπε σαν τη φω-
τια κι αστραφτε σαν το χρυσαφι.
Σταθηκε .Γυρισε και του ειπε:
''Θα'σαι πολυ κουρασμενος,γιε μου,απ'το ταξιδι κι
ο ηλιος θα σ'εχει καψει.Καθησε,αναπαυσου και μου
τα ανιστορεις ολα με τη σειρα στην ωρα τους.
Κι ολα με τη σειρα της τα διηγηθηκε,απο το χτι-
σιμο της βρυσουλας ως εδω τωρα που ειναι,πως
εφτασε στο ανακτορο του Ηλιου,και πως ηρθε να
ρωτησει τον Ηλιο που απο τα χαμηλα ανεβαινει
ψηλα και χαμηλωνει κι ολα τα βλεπει κοντινα και
μακρυνα κρυφα και φανερα,αν ειδε την Αγεννητη
να του πει και που' ναι να τη βρει και να την παν-
τρευτει.
Τ'ακουσε ολα με προσοχη η Μανα του Ηλιου και
του'πε με τη σειρα της:
''Εδω ανθρωπος ποτε δεν φτανει,κι εχουμε ξεμα-
θει απο ανθρωπους.Σε λιγο ο Ηλιος θα γυρισει και
θα'ναι κουρασμενος,θα'ναι και σκονισμενος,θα'ναι
και οργισμενος και φλογισμενος και θα σε κατα-
καψει αν μπροστα του σε βρει.Ολη τη μερα του
μαγειρευα φαγητα να φαει να χορτασει,εννια πα-
χιες αγελαδες του'ψησα κι εννια μεγαλα καρβελια
του φουρνισα.Προτου χορτασει τη μεγαλη πεινα
του κανεις μην του μιλησει να τολμησει.Να σε με-
ταμορφωσω πρεπει σε σιδερενιο καρφι και να σε
καρφωσω πισω απ'τη πορτα στα ξυλα της.Κι οταν
ο Ηλιος χορτασει την πεινα του,τοτε σε ξεκαρφωνω
κι οπως τωρα εισαι και φαινεσαι θα γινεις παλι.Τοτε
να παρουσιαστεις μπροστα στον Ηλιο,και κινδυνος
δεν υπαρχει,να του τα διηγηθεις ολα με τη σειρα
τους.''
Κι ετσι εγινε.Η Κυρα-Μανα του Ηλιου τον αγγιξε
και τον μεταμορφωσε σε σιδερενιο καρφι που το
καρφωσε πισω απ'την πορτα στα ξυλα της.
Αρχισε μετα να στρωνει το μεγαλο τραπεζι του
Ηλιου,εβαλε πανω τις εννια ψητες παχιες αγελα-
δες,τα εννια μεγαλα φουρνιστα καρβελια κι εννια
μεγαλα κανατια γεματα με κρασι.
Κι ηρθε στην ωρα του ο Ηλιος φλογερος και σκο-
τεινος,πεινασμενος,σκονισμενος.Πλυθηκε στα μα-
τια και στα χερια με το ζεστο καθαρο νερο που του
ετοιμασε η Μανα,επειτα σκουπισθηκε και καθησε
στο μεγαλο στρωμενο τραπεζι με τα φαγητα.
Καθως αρχισε να τρωει ρωτησε τη μανα του:
''Μανα,ανθρωπινη σαρκα μου μυριζει!''
''Τι ζηταει,γιε μου,ενας ανθρωπος εδω στην ερημια;''
του'πε η μανα του,''τρωγε το δειπνο σου και μην σκε-
φτεσαι ανθρωπινη σαρκα''.
Ετρωγε και σαν μισοχορτασε ειπε παλι:
''Μανα,μυριζει ανθρωπινη σαρκα!''
''Τι λες ,γιε μου;Καμια ανθρωπινη ψυχη δεν φτανει
ως εδω.Φαε και πιες.Δεν υπαρχει εδω καμια ανθρω-
πινη ψυχη!''
Ο Ηλιος ετρωγε και σαν χορτασε απο φαι κι απο
πιοτο ,την ρωτησε για τριτη φορα.
''Μανα,μια ανθρωπινη ψυχη ειναι εδω''
''Κανεις,γιε μου,δεν μπορει να κρυφτει απο σενα''.
Κι ολα για το βασιλοπουλο του διηγηται απο την
αρχη ως το τελος.Και πως σε καρφι σιδερενιο τον
μεταμορφωσε.
Σαν τ'ακουσε ολα με προσοχη ο Ηλιος της ειπε να
παει να τον φερει μπροστα του.
Κι ετσι εγινε.Πηγε η Μανα και ξεκαρφωσε το καρφι
απο τα ξυλα της πορτας .Το καρφι εξαφανισθηκε στα
χερια της και παρουσιασθηκε το βασιλοπουλο μπρο-
στα της και μπροστα στον Ηλιο.
Οταν ειδε τον Ηλιο γονατισε και του φιλησε τα χερια.
''Εδω κανενας ανθρωπος δεν φτανει.Εσυ πως εφτασες
εδω;''τον ρωτησε ο Ηλιος.
''Μ'εχουν καταραστει,Αρχοντα μου,αλλη γυναικα
να μην παντρευτω μοναχα την Αγεννητη.Μα δεν γνω-
ριζω ουτε που ειναι ουτε που ζει.Η μανα μου μ'εστει-
λε να ρθω σε σενα.Απο χαμηλα ανεβαινεις ψηλα κι
επειτα χαμηλωνεις κι ολα στον κοσμο κοντινα και
μακρινα κρυφα και φανερα τα βλεπεις.Καπου θα'χεις
δει την Αγεννητη.Γι'αυτο ηρθα να σε ρωτησω.''
Και τοτε τα διηγηθηκε ολα του Ηλιου,απο το χτι-
σιμο της βρυσουλας ως τον ερχομο στο ανακτορο
του.
Ο Ηλιος τ'ακουσε ολα με προσοχη.Οταν το βασιλο-
πουλο τελειωσε την ιστορια του,εμεινε λιγο σιω-
πηλος,σαν να συλλογιζονταν ,επειτα γελασε και
ειπε:
''Πισω απ' το κηπο ειναι μια μηλια. Απ'τα κλαδια
της κρεμονται τρια χρυσα μηλα. Κοψε ενα, οποιο
απ'αυτα σ'αρεσει κι οταν απομακρυνθεις απο 'δω,
κοψε το μηλο στα δυο. Απο μεσα θα πεταχτει μια
χρυση κοπελα και θα σου πει :
“Δως μου αλατι και ψωμι!”
Εσυ να της δωσεις ψωμι κι αλατι .Οταν φατε μαζι
ψωμι και αλατι τοτε θα 'ναι δικη σου,να την παν-
τρευτεις.''
Το βασιλοπουλο τ'ακουσε,φιλησε του Ηλιου τα
χερια,και της Μανας του φιλησε τα χερια,τους
ευχαριστησε κι εφυγε.
Βρεθηκε στον κηπο με την μηλια.Σαν ειδε τα
κλαδια με τα χρυσα μηλα θαμπωσαν τα ματια
του.Διστασε,δεν ηξερε ποιο απ'τα τρια να κο-
ψει.Το'να μηλο ομορφοτερο απ'τ'αλλο.Στο τελος
τ'αποφασισε και τα κοψε και τα τρια μηλα,και
πηρε τον δρομο του γυρισμου.
Και τοτε συλλογισθηκε:
''Τον Ηλιο δεν ακουσα κι εκοψα και τα τρια μη-
λα.Θα κοψω ενα μηλο να βγει μια χρυση κοπελ-
λα''
Το ειπε και το εκανε.Πηρε ενα χρυσο μηλο εβγα-
λε το μαχαιρακι του κι εκοψε στα δυο το μηλο.
Μολις το'κοψε το χρυσο μηλο πεταχτηκε απο
μεσα μια χρυση κοπελλα ομορφη λαμπερη σαν
τον Ηλιο και σταθηκε μπροστα του.
''Δως μου αλατι και ψωμι!''του ζητησε
''Δεν εχω'' της ειπε κι η χρυση κοπελλα χαθηκε
σαν σκια απο μπροστα του.
Πολυ στεναχωρεθηκε που η χρυση κοπελλα εξα-
φανισθηκε.Υστερα θυμηθηκε πως ειχε αλλα δυο
μηλα και παρηγορηθηκε.
Τραβηξε και παλι τον δρομο του.Πουθενα δεν
εβρησκε ψωμι κι αλατι.Τ'αποφασισε και με το μα-
χαιρακι του εκοψε και το δευτερο χρυσο μηλο
στα δυο.Απο μεσα πεταχτηκε μια χρυση κοπελ-
λα ομορφοτερη απ'την πρωτη και σταθηκε μπρο-
στα του λαμπερη σαν τον ηλιο.
''Δως μου ψωμι κι αλατι!''του ζητησε η κοπελλα.
''Δεν εχω''της ειπε κι η χρυση κοπελλα χαθηκε
σαν σκια απο μπροστα του.
Οταν κι αυτη η χρυση κοπελλα εξαφανισθηκε
τοτε καταλαβε πως τιμωρηθηκε γιατι παρακου-
σε τον Ηλιο.
Και πηγαινε και πηγαινε.
Κι ορκιστηκε στη μανα του το τριτο χρυσο μηλο
να το κοψει μονο σαν βρει ψωμι κι αλατι.
Κι εφτασε στα μερη τα δικα του και βρηκε ψωμι
κι αλατι.
Τοτε πηρε το τριτο χρυσο μηλο και με το μαχαι-
ρακι του το εκοψε σε δυο κοματια.Απο μεσα
πεταχτηκε μια χρυση κοπελλα πιο ομορφοτερη
απ'ολες και σταθηκε μπροστα του λαμπερη σαν
τον ηλιο.
''Δως μου ψωμι κι αλατι!'' του ζητησε η κοπελλα.
Της εδωσε.Κι ετρωγε η κοπελλα μια μπουκια κι
ετρωγε και το βασιλοπουλο το ιδιο.Μαζι φαγανε
ψωμι κι αλατι.Κι ετσι εγινε δικη του.
Το βασιλοπουλο μιλησε στην Αγεννητη.
''Εδω στον κηπο θα σ'αφησω.Θα παω στη πολι-
τεια να ετοιμασω το γαμο μας.Και σαν γυρισω
θα σε παρω με χορο και τραγουδι νυφη στη μα-
να μου.''
''Με ποιον εδω θα μεινω;,που μονη μου να μεινω
φοβαμαι''του ειπε η κοπελλα.
Στον κηπο μεσα ηταν ενα ψηλο δεντρο κι απο κα-
τω λιμνουλα.
''Θα σ'ανεβασω στο δεντρο εκει να μεινεις ωσπου
να γυρισω,να μην σε πειραξουν ανθρωποι κι αγρι-
μια''της ειπε.
Ετσι κι εγινε.Την ανεβασε το βασιλοπουλο την Α-
γεννητη στο ψηλο δεντρο κι εκεινη εκατσε σ'ενα
κλαδι να τον περιμενει να γυρισει.
Και το βασιλοπουλο εφυγε για την μανα του.
Μετα απο λιγο ηρθε μια κακια γυναικα να βγαλει
νερο απ'τη λιμνουλα.Κι ως εσκυψε στη λιμνουλα
ειδε τη χρυση κοπελλα να καθρεφτιζεται στα νερα
της.Θαμπωθηκε.Κι εκανε πως δεν την ειδε.Αναπο-
δογυρισε το δοχειο της με τον πατο προς τα πανω,
κι εβγαζε νερο και το εχυνε στο αναποδογυρισμε-
νο δοχειο να γεμισει,που εμενε αδειο.Αρχισε τα
ψευτικα κλαματα,η δυστυχη,πως θα γεμισει το
δοχειο.
Η χρυση κοπελλα την λυπηθηκε και της φωναξε
ψηλα απο το δεντρο.
''Αναποδογυρισε το δοχειο σου με το ανοιγμα προς
τα πανω κι επειτα ριξε το νερο μεσα να γεμισει''
Η κακια γυναικα κοιταξε προς τα πανω κι εκανε
πως εβλεπε την κοπελλα για πρωτη φορα.
''Κατεβα κατω ,νυφουλα μου,να με βοηθησεις και
δεν ξερω''ειπε με παραπονιαρικη φωνη.
Και την πιστεψε η χρυση κοπελλα την κακια γυναι-
κα πως δεν ηξερε και κατεβηκε να της δειξει.
Δεν προλαβε να πατησει το ποδι της στο χωμα κι
επεσε η κακια γυναικα πανω στη κοπελλα σαν
αρπακτικο και την επνιξε.Μετα πηρε τα χρυσα
ρουχα της και τα φορεσε,και πεταξε την Αγεννητη
μαζι με τα κουρελια της στα νερα της λιμνης.Σαν
εκανε αυτα ανεβηκε στο δεντρο στη θεση της κο-
πελλας και περιμενε.
Μετα απο λιγο ηρθε το βασιλοπουλο να την παρει
την Αγεννητη,καββαλαρης σ'αλογο στολισμενος γαμ-
προς και πισω ακολουθουσε χρυση αμαξα για την
νυφη,μαζι ηταν κι οργανοπαιχτες.
Κατω απ'το δεντρο σταματησε τ'αλογο,κοιταξε ψη-
λα κι ειδε τα χρυσα τα ρουχα και κοπελλα μαυρη
κι ασχημη να καθεται στα κλαδια.Της φωναξε να
κατεβει να την παρει η χρυση αμαξα νυφη.Η κακια
γυναικα κατεβηκε κι οταν την ειδε απο κοντα την
ρωτησε:
''Που'ναι η πρωτη σου ομορφαδα,τι τοσο μαυρη κι
ασχημη εγινες;''
Κι εκεινη απαντησε:
''Ηλιος ποτε δεν μ'ειδε,κι εδω μ'εκαψε.Αερας ποτε
δεν μ'αγγιξε κι εδω με μαρανε''
Το βασιλοπουλο στεναχωρηθηκε,ομως ορκο ειχε
παρει και την πηρε στη μανα του νυφη.Ο γαμος
εγινε με την κακια γυναικα στη θεση της Αγεννη-
της.
Κι εγινε το βασιλοπουλο ο βασιλιας κι η κακια
γυναικα η βασιλισα της χωρας.
Δεν περασαν πολλες μερες και παραπονεθηκαν
οι υπηρετες του βασιλια πως στα νερα της λιμνης
ειναι ενα χρυσοψαρο κι εμποδιζει τ'αλογα του βα-
σιλια να πιουν νερο να ξεδιψασουν.Κι ως τ'ακουσε
ο βασιλιας διεταξε επιδεξιους ψαραδες να πιασουν
το χρυσοψαρο.
Κι ετσι εγινε,το'πιασαν και το πηγαν στον βασιλια.
Το'πιασε στα χερια του κι ελαμπε το χρυσοψαρο
σαν τον ηλιο.Επειτα το'δωσε στους μαγειρους να
το τηγανισουν να το φαει αυτος και η βασιλισσα.
Κι ετσι εγινε ,τηγανισθηκε το χρυσοψαρο και κα-
θησαν στο τραπεζι να φανε.Κι η βασιλισσα δεν
ετρωγε απο το ψαρι.
''Ελα,βασιλισα,ας φαμε το φρεσκο ψαρι''της ειπε
ο βασιλιας.
''Δεν τρωω ψαρια''αρνιονταν η βασιλισα να φαει.
Οταν ο βασιλιας χορτασε η βασιλισα διεταξε ολα
τα υπολειματα του ψαριου να τα ριξουν στη φωτια
να καουν.
Ομως στο χερι του βασιλια καρφωθηκε ενα ψα-
ροκοκκαλο στο χερι του,το 'βγαλε απ'το χερι
του και το πεταξε απ'τ'ανοιχτο παραθυρο στον
κηπο κατω.
Και δεν περασε καιρος και φυτρωσε κατω απ'το
παραθυρο του βασιλια στον κηπο μια μηλια και
μεγαλωσε γρηγορα τον κορμο και τα κλαδια της.
Κι εμπεναν τα κλαδια της φορτωμενα μηλα στη
κρεβατοκαμαρα του βασιλια,χαιδευαν τον βασιλια
και χτυπουσαν την βασιλισα.
''Κοψ'την την παλιομηλια''φωναζε η βασιλισα.Και
την εκοψε την μηλια ο βασιλιας.Την ξεριζωσαν κι
ολο το δεντρο το εριξαν στη φωτια να καει κατα
διαταγη της βασιλισας.
Ομως ενα ξερο μικρο κλαδι εμεινε και το βρηκε
το παιδι μιας γυναικας υφαντρας που δουλευε στον
βασιλια,και το μικρο παιδι το'κανε παιχνιδι αλογακι,
το καβαλικευε να παιξει.
Οταν τελειωσε τη δουλεια στον βασιλια η υφαντρα
εφυγε και το μικρο παιδι πηρε μαζι του και το μι-
κρο ξυλο.Επαιξε κι οταν το βαρεθηκε το αφησε
κατω απ'το κρεβατι του και το ξεχασε εκει.
Η μανα του πηγαινε σε ξενες δουλειες κι ελειπε ολη
τη μερα απ'το σπιτι ,επερνε μαζι της και το μικρο
παιδι να μην μενει μονο του στο σπιτι.Οταν γυρνου-
σαν το βραδυ εβρισκαν το σπιτι συγυρισμενο ,σκου-
πισμενο,ολα τακτοποιημενα,καθαρα και μαλιστα
ειχαν μαγειρεψει.Μια φορα δυο φορες και τρεις
φορες αυτο εγινε.
''Θα κρυφτω,να δω ποιος μας υπηρετει'' ειπε η υφαν-
τρα.
Κι ετσι εγινε,κρυφτηκε κι ειδε κατω απ'το κρεβατι
του παιδιου να βγαινει μια πανεμορφη κοπελλα,και
ν'αρχιζει το σκουπισμα.Η γυναικα βγηκε απ'την κρυ-
ψωνα της κι αρπαξε την κοπελλα,αυτη πασχισε να
ξεφυγει να κρυφτει,αλλα δεν το καταφερε.
''Στασου,κορουλα μου,μην φοβασε ,καλη μου.Μην
μου φυγεις.Μεινε μαζι μας,να γινεις η μονακριβη
κορη μου''
Κι ετσι εγινε.την επεισε να μεινει μαζι τους και να
γινει κορη της.
Η γυναικα εμαθε τον αργαλειο στην χρυση κοπελλα
κι εκεινη γρηγορα εμαθε την τεχνη κι ηταν πολυ
επιδεξια.
Το σπιτι που εμενε κι υφαινε η κορη ηταν στο δρο-
μο κι η κοπελλα στο παραθυρο αστραφτε σαν τον
ηλιο.Και περασε μια μερα απο εκει ο βασιλιας κοιτα-
ξε ψηλα την ειδε και θαμπωθηκε απο την ομορφια
της.
Τοτε διεταξε ολες οι κοπελλες οι υφαντρες της χωρας
να μαζευτουν στην αυλη του,να υφανουν σε διαγωνι-
σμο.
Κι ετσι εγινε και μαζευτηκαν οι κοπελλες,κι αναμεσα
τους ξεχωριζε η κορη της υφαντρας.Σαν απο λαμπερο
ηλιο φωτισθηκε η αυλη.
Καθησαν στους αργαλειους τα κοριτσια να υφανουν.
Καθε κοπελλα τραγουδουσε κι ενα τραγουδι με τη
σειρα.Ηρθαν κι ο βασιλιας με τη βασιλισα να δουν
να ακουσουν και να κρινουν.
Σαν ηρθε η σειρα της κορης της υφαστρας να τρα-
γουδησει,αυτη ειπε:
''Να τραγουδησω δεν μπορω τι'ναι βαρια η καρδια
μου.Μοναχα θελω να αφηγηθω μια ιστορια.Δωστε
μου ενα καλαθακι γεματο με κοραλλια κι ενα αδειο.''
Ο βασιλιας διεταξε και της εδωσαν ενα καλαθακι
με κοραλλια γεματο κι ενα αδειο.
Η χρυση κοπελλα πηρε ενα κοραλλι κι αρχισε την
ιστορια της:
''Μια φορα κι ενα καιρο ηταν ενα βασιλοπουλο-ενα
κοραλλι''κι εριξε το κοραλλι στ'αδειο καλαθακι.Συ-
νεχισε:''κι ειχε χτισει μια βρυσουλα-ενα κοραλι-
να τρεχει μελι και γαλα-ενα κοραλλι-...''
Ετσι διηγονταν την ιστορια του βασιλοπουλου.
Ο βασιλιας με την βασιλισα ακουγαν κι η κοπελλα
με καθε φραση αφηνε να πεφτει ενα κοραλλι στο
αδειο καλαθι,που γεμιζε.
Οταν η διηγηση της εφτασε στο σημειο που η κα-
κια γυναικα την πλανεψε απ'το δεντρο να κατεβει
και πως σαν αρπακτικο την αρπαξε και την επνιξε
κι επειτα στη λιμνουλα την πεταξε,τοτε η βασιλισα
χλωμιασε και προφασιστηκε πως ξαφνικα αρρωστη-
σε κι εφυγε απο την συναξη.
Ο βασιλιας ακουσε την ιστορια ολοκληρη ως το τελος
της.Κι οταν η κοπελλα ειπε:
''Τωρα εκεινα διηγηθηκε η χρυση κοπελλα μπροστα
στον αργαλειο,εδω στην αυλη του βασιλια''και τελει-
ωσε την ιστορια της,αφηνοντας το τελευταιο κοραλλι
στο αδειο καλαθι που ηταν στην αρχη γεμιζοντας το,
τοτε ο βασιλιας καταλαβε πως αυτη ηταν η Αγεννητη
κι αυτη που παντρευτηκε κι εγινε βασιλισα ηταν η
κακια γυναικα.Κι αμεσως ζητησε την βασιλισα,κι
εστειλε στρατιωτες να την πιασουν πριν προλαβει
να ξεφυγει.
Κι ετσι εγινε.Την επιασαν και την εφεραν μπροστα
του.Τοτε σηκωθηκε και την ξεντυσε απο τα χρυσα
φορεματα,την εντυσε παλι στα κουρελια της και την
εδιωξε σε μακρινη εξορια.
Απο την αλλη μερα το πρωι ξεκινησαν οι ετοιμασιες
για τον γαμο του βασιλια με την Αγεννητη,την μονα-
κριβη κορη της φτωχης υφαντρας.
Κι εγιναν οι γαμοι τους με τραγουδια και χορους,και
εφερε απο τον βασιλια στη ζωη η χρυση κοπελλα τρια
αγορια και τρια κοριτσια,ομορφα οπως τα χρυσα μηλα
και λαμπερα σαν τον ηλιο.
Κι εγω που σας τα διηγηθηκα αυτα,περασα μια μερα
απο κει και τα ειδα με τα ματια μου τα παιδια να παιζουν
στον καταπρασινο κηπο,τρεχοντας απο δω κι απο κει
ξεγνοιαστα,και τραγουδωντας στον αερα σαν χρυσα
πουλια.
.
.
ΜΙΚΡΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
.
.
Ητανε τα παλια χρονια μια γυναικα με το μικρο γιο της
σε μερος μακρυνο γυρω -γυρω ψηλα βουνα και γυρω
απ'τα βουνα πλατια θαλασσα.Κι ητανε μοναχοι μεσα στους
αλλους ανθρωπους τι ο αρχοντας κακος και πονηρος της χω-
ρας βουληθηκε ανομα τη ξενη γυναικα για δικη του,και κατα-
σκευασε πλεκτανη και κατηγορησε τον αντρα της.Και τον κατα-
δικασε στην εξορια σε χωρα μακρυνη κι αγυριστη περα απ'τη
θαλασσα.Και μητε γυρισε ποτε,μονο εμαθαν απο ταξιδευτη
δικο τους πως εκει στα ξενα χαθηκε.Τα χρονια περασαν
και το παιδι μεγαλωσε.Και μια μερα μεσημερι βγηκε
μπροστα απ'τον αχρειο εκεινον αρχοντα δεν λογαριασε
τους φυλακες του του φωναξε δυνατα το ονομα του πατερα
του και πριν προφτασουν να τον εμποδισουν εβγαλε το ξιφος
του και σκοτωσε τον αρχοντα.Κι ως λιοντας αγριος φαινεται
εξαφνα μεσα σε κοπαδια προβατα κι εκεινα σκορπιζουν φο-
βισμενα και τα κοβει ετσι κι εκεινος φανηκε λιοντας εξαφνα
αναμεσα στους δολερους ανθρωπους και τρομαξαν σφοδρα
πολυ και τους πηρε το αδικο αιμα.Κι ως αετος πελωριος θαυμα-
σιος ανοιξε τα μεγαλα φτερουγια του με δυναμη κι ορμη φο-
βερη κι ανεβηκε γοργα στους ουρανους πολυ ψηλα και χαθηκε.
Και μητε απο τοτε τον ειδε κανεις,αυτον τον περηφανο ,ουτε
και τη μανα του ξαναειδαν σ'εκεινον τον μακρυνο τοπο.
Κλειστηκαν φωτεινα μετεωρα στη μνημη και στα λογια
των δικαιων ανθρωπων.
.
.
Εισαγωγη
[Σχεδιαζοντας Μια Θεωρια για το Παραμυθι]
Introduction
[Designing A Theory For The Fairy Tale ]
.
.
Τα Παραμυθια ειναι πολλων ανθρωπων .
Μια Πρωτο - Λογοτεχνια , ακομα ο αφηγητης δεν ειναι
ατομο, αλλα αποτελει μερος ενος κοινωνικου συνολου ,
που παραγει και διαχειριζεται τις αφηγησεις του .
Αφηγησεις για να κατανοησει και να ερμηνευσει τον
κοσμο συνολικα , '' πως ξεκινησαν '' [ Πρωτη Αρχη ],
'' γιατι συμβαινει αυτο ,που συμβαινει '' [ Πρωτη Φυσικη
Επιστημη ] , '' να θυμηθουμε αυτο που συνεβηκε τωρα
και πριν '' [ Πρωτη Ιστορια ] , '' να μνημονευσουμε ενα
σημαντικο προσωπο της κοινοτητας '' [ Πρωτη Βιογραφια
Ενος Ηρωα ] , '' να μιλησουμε για τις σχεσεις των ανθρω-
πων με τα ζωα , τα πουλια , ... '' [ Πρωτη Ζωολογια ] , '' να
ορισουμε κοινωνικες δομες '' [ Πρωτη Ανθρωπολογια ,
Πρωτη Κοινωνιολογια ] , '' τι υπαρχει Πριν , Τωρα και Μετα
απο Μας '' [ Πρωτη Κοσμολογια , Πρωτη Θρησκεια ] ,
'' τι υπαρχει πιο περα και πολυ μακρυα απο τη
περιοχη που ζουμε '' [ Πρωτες Εξερευνησεις ] , '' να βελτιω-
σουμε τα μεσα παραγωγης '' [ Πρωτες Εφευρεσεις ] ,
'' να φαντασθουμε πραγματα και καταστασεις ''[ Πρωτη
Λογοτεχνια του Φανταστικου ] , '' να καταγραφουν τα
συμβαντα που παραβαινουν την ισορροπια της κοινο-
τητας '' [ Πρωτη Ειδησεογραφια ] ,'' να συμβουλευσουμε
, να διελευκανουμε καταστασεις, να ξεπερασουμε
τις διαφορες δυσκολιες , να ορισουμε και να υπερασπι-
σθουμε δικαιι'κους νομους , κοινωνικους θεσμους , ...,
να ερμηνευσουμε συμπεριφορες , .. '' [ Πρωτη Φιλοσοφια,
Πρωτη Πολιτικη Επιστημη , Πρωτη Ψυχολογια ],...
Απο το Λαβυρινθο αυτων των Αρχαιων Πρωτων Χρονων
του Ανθρωπου φτανοντας στην ευθεια της
Ιστορικης Πραγματικοτητας χαθηκαν [ η' ξεχασθηκαν ]
αυτα τα ουσιαστικα στοιχεια των Παραμυθιων κι εμεινε
η γραφικη [ η ' η φολκλορικη ] αφηγηση
τους [ ΄΄ τις χειμωνιατικες μερες στο τζακι η γιαγια
αρχιζει να ξετυλιγει το παραμυθι - μυθι . Μια
φορα κι ενα καιρο ητανε ... ''.
Βεβαια το Παραμυθι σαν ειδος πια της Λογοτεχνιας
σημερα εξελιχθηκε και στη Μορφη του και στο
Περιεχομενο του . Νεα Θεματα Συγχρονα,Νεα Μεσα
[ π.χ ηλεκτρονικα ] ενσωματωθηκαν σ'αυτο .
Οι Μεγαλοι Παραμυθαδες [ Αδελφοι Γκριμ ,
Χανς Κριστιαν Αντερσεν , αλλα και ο Μεγαλος
Αριθμος των Ανωνυμων Παραμυθαδων σ ' ολες
τις Γλωσσες και σ ' ολους τους Λαους του
Κοσμου ] εγραψαν Μεγαλα Παραμυθια που τα
απολαμβανουν μικροι και μεγαλοι σ ' ολους τους
καιρους .
Επισης Μεγαλοι Ερευνητες [ Εθνολογοι , Λαογραφοι ,
Σημειολογοι , ... ] εχουν ασχοληθει με το
Παραμυθι . Συλλογες Παραμυθιων , Επιστημονικες
Αναλυσεις [ Δομη - Γλωσσα - Υπερκειμενα
- ... ] . Ενδεικτικα αναφερουμε , Ελληνες [ τον πατερα
της Ελληνικης Λαογραφιας τον Νικολαο
Πολιτη , τον Γεωργιο Μεγα, τον Στιλπωνα Κυριακιδη,
τον Δημητριο Λουκατο , ... ] , Ξενους [ τον
Κλοντ Λεβι - Στρως , τον Τζβεταν Τοντοροφ ,
τον Ρομαν Γιακομπσον , και κυριως τον Βλαντιμιρ
Προπ [ Vladimir Propp ] με το εργο του '' Μορφολογια
του Παραμυθιου '' [ Morphology of Folk Tale ]
αναλυοντας την αφηγηματικη δομη του Παραμυθιου
σε μια ακολουθια 31 πρωτων δομικων στοιχειων ]
Θα προσπαθησουμε συνοπτικα να δειξουμε πως
το Παραμυθι εξελλισεται στον Συντακτικο Αξονα .
- ο Α βρισκεται σε μια δυσκολη κατασταση [ Διαταραξη
της Ισορροπιας ]
- ο Β ειναι ο υπαιτιος [ ο δραστης ] αυτης της δυσκολης
καταστασης του Α [ο Κακοποιος Παραγων]
- ο Γ επεμβαινει να αντιμετωπισει τον Β και να βοηθησει
τον Α [ η διαμεσολαβηση του Ηρωα να
επαναφερει την Ισορροπια ]
- εμφανιζεται ο Δ [ συνεργος του Β ] και φερνει εμποδια
στον ηρωα Γ [ οι κακοι συννεργοι ]
- ο ηρωας Γ με την βοηθεια του Ε αντιμετωπιζει επιτυχως
τον Δ [ οι βοηθοι του ηρωα ]
- ο ηρωας Γ τελικα αντιμετωπιζει τον ιδιο τον Κακο Β
[ η τελικη κρισιμη αναμετρηση ]
- ο ηρωας Γ νικα και τιμωρει τον κακο Β [ η τιμωρια του
Κακοποιου Παραγοντα ]
- ο ηρωας Γ απελευθερωνει τον Α [ Επαναφορα της
Αρχικης Ισορροπιας ]
- ο ηρωας Γ επιβραβευεται για τη πραξη του
[ η Επιβραβευση του Ηρωα , Η Λυση του
Παραμυθιου]
Στον Παραδειγματικο Αξονα εχουμε .
- ο Α μπορει να ειναι ανθρωπος [ παιδι , γυναικα ,
γερος , ...] , ζωο , ...
- ο Β, ο Κακοποιος Παραγων ,μπορει να ειναι ανθρωπος,
ζωο , φανταστικο ον , φυσικο φαινομενο , ...
- η Διαταραξη της Ισορροπιας μπορει να ειναι αρπαγη,
φυλακιση, μεταμορφωση , κακομεταχειριση , αρρωστια,
πολεμος , μαγια , φτωχεια ,...
-ο ηρωας Γ μπορει να ειναι ανθρωπος [ βασιλοπουλο ,
πολεμιστης, κυνηγος , ο μικρος αδερφος ,
μικρο παιδι , η μαννα , ... ] , ζωο [ αλογο , γατα , δελφινι,
ποντικι , ...], ...
- ο κακος συνεργος Δ μπορει να ειναι ανθρωπος , ζωο ,
φανταστικο ον ,... τα εμποδια του [ φυσικες δυσκολιες,
γριφοι , μαχες , ... ]
- ο καλος βοηθος Ε μπορει να ειναι ανθρωπος , ζωο ,
φανταστικο ον , ..., τα βοηθηματα του
[ μηχανες , συμβουλες , συμπολεμιστης , ...]
- η Τελικη Αναμετριση του Ηρωα Γ με τον Κακοποιο
Παραγοντα Β μπορει να ειναι . Μαχη , Λυση Γριφου , ...
- η Τιμωρια του Κακοποιου Στοιχειου Β μπορει να ειναι
.Θανατος , Φυλακιση , Εξορια , Διαπομπευση , ...
- η Απελευθερωση του Α μπορει να ειναι . Απελευθερωση,
Δικαιοσυνη , Νικη , το Τελος της Μεταμορφωσης του ,
η Εξαλειψη Φυσικων Καταστροφων , ...
- η Επιβραβευση του Ηρωα Γ μπορει να ειναι . Ο Γαμος ,
ο Ενθρονισμος , ο Πλουτισμος , η Φημη ,...
Τωρα θα αναφερθουμε ,παλι συνοπτικα , για τη Γλωσσα
στη οποια ειναι γραμμενα τα '' 12 Παραμυθια '' .
Οπως σημειωσαμε στην αρχη τα Παραμυθια ειναι πολλων
ανθρωπων, γι ' αυτο η γλωσσα στην οποια γραφτηκαν
ειναι απο ολες τις περιοδους της Ελληνικης Γλωσσας .
Ενδεικτικα αναφερουμε .
-απο την Αρχαι'κη [ Ομηρικη ] Εποχη [ σε παρα πολλα
σημεια το κειμενο παραπεμπει στα Ομηρικα Κειμενα
της '' Ιλιαδας'' και της '' Οδυσσειας '' ]
- απο την Βυζαντινη Εποχη [ τα Χρονικα , τα Συναξαρια
Αγιων , τον Πτωχοπροδρομο , ... ]
-απο τα Δημοτικα [ τα Ακριτικα , τις Παραλογες ,
της Ξενιτειας, τα Κλεφτικα , ...]
-απο τη Νεα Ελληνικη Λογοτεχνια [ Σολωμος ,
Μακρυγιαννης , Παπαδιαμαντης ,... ]
Τελος οσον αφορα τη Μορφη και το Περιεχομενο
των ''12 Παραμυθιων '' , σε γενικες γραμμες ,προσπαθη-
σαμε να εφαρμοσουμε τα Παραδειγματα των Εργων
της Αρχαιας Ελληνικης Τραγωδιας
και τα Μαθηματα της '' Ποιητικης '' του Αριστοτελη
.
.
α '
.
Αρχιζει το παραμυθι . μια φορα κι ενα καιρο δρακοντας κακος αρπαξε
τη μοναχη θυγατερα μιας χηρας γυναικας . Μητε ειχε κυρη η' συγγενη
να την συνδραμει. Η ερμη μανα σχιζεται στα σωθικα της χιλια κομματια
και την βαριομοιρολογα την αμοιρη την κορη .Πανω σε ολα αυτα τα δυσ-
τυχα ο δρακοντας κρατουσε και το νερο της πηγης ,και τις βρυσες αστα-
λαχτες να μενουν .
Οντας επεστρεψε το βασιλοπουλο απ' το μακρυνο σεφερι με το στρατο του
νικητη κι ελογιαστηκε απ' τους ανθρωπους του για την αρπαγη της κορης
της χηρας βαρια τον κακοφανηκε τετοια να συμβαινουν στο βασιλειο του .
ητανε ακομα πως την καλοβλεπε τη κοπελα καιρο γυναικα να την παρει
αφοτου την πρωτοσυναντησε σαν ειχε βγει να κυνηγησει ελαφια και μπρο-
στα του σταθηκε ξαφνικα η ομορφη σαν τον ηλιο λαμπερη . Βαζει , λοιπον ,
σελωνουν τ' αλογο την αργυρη τη σελλα , βαζει το πεταλωνουν τα πεταλα
χρυσα , δωσαν του και χρυση βιτσουλα να το βιτσισει , κι ως το βιτσισε
ετρεξε σαν αστραπη στα νεφη χιλια μιλια.
Μηνυσανε του δρακοντα τον κινδυνο ο ηλιος το φεγγαρι βιγλατορες πιστοι
υποτακτικοι του .Με μιας αδραχνει νεφη και συλλεγει τα μαυρα κι αραχνα ,
χουγιαζει με τη φωνη του μεγαλη κραυγη κι ανασηκωθηκε ανεμοστροβιλος
κακος και κατεπεσε στη γη δεινη χαλαζα κι ομβρος πολυς εφτα των ημερων
ακαταπαυστα , τοτε θα ελαχε κακο πνιγμο το βασιλοπουλο αν δυνατοι γυπα-
ετοι , που τον βοηθανε στο κηνυγι του λιονταριου , δεν τον ψηλωναν στα
επουρανια με τ' αρπαγια τους.
Τη δευτερη φορα ο δρακοντας περιτριγυρισε το καστρο με εφταδιπλα τειχια
κι αρματωσε τα ορθοπυργα με τρικεφαλους γιγαντες , που ' χαν σε καθε κεφα-
λη μοναχα ενα τεραστιο ματι ορθανοιχτο παντα.
Ως κοιτονταν συλλογισμενο και στενοχωρημενο το βασιλοπουλο εσπευσαν
με τη θεληση τους αρωγοι τα μυρμηγγια αρματωμενα . Αρχισε ολημερις
κι ολονυχτις πολεμος φοβερος κι η κλαγγη των οπλων επηρε ολουθε
τον αερα , τοσος ηταν ο θορυβος μεγαλος που τα πουλια σκορπιστηκαν
τρομαγμενα , κι ενας μετα τον αλλον οι πυργοι παραδινονταν με τους πολε-
μισταδες τους κι επακολουθησε σφαγη ανελεητη .
Ειδε κι αποειδε ο δρακος και μεταχειριστηκε το τριτο τεχνασμα που τ' απομενε
πλεον .Σκεπαστηκε το καστελι του απ' ακρου σ' ακρο εφταγλωσση φωτια και
κατακαψε τα δρυμονια ολοτριγυρω κι οι γρανιτες ασπρισαν και τριβοντουσαν
τριβολια σαν την ασβεστο . Εκειδα , που τον ηβρε βαρυθυμο το βασιλοπυλο
μια μαγιοπουλα , κορη μαγισσας , τον πηρε στη κατοικια της . τον ελουσε και
τον μοσχοσαπουνισε με τ' αθανατο νερο , που προσδιδει τη χαρι ακαυτο κι
ατρωτο να' ναι το κορμι .Μολις εκεινα τα γιατρικα τελεψαν εν τω αμα
ζωστηκε το χρυσο σπαθι και το κονταρι χυμενο με σπανιο μιγμα μεταλλων
κρατωντας στο χερι χουμιξε σαν ανεμος στο πυρ και διχως να καψαλιστουν
τα ομορφα σγουρα του κονταρισε νεκρο τον δρακοντα και τον αποτελειωσε
με το χρυσο σπαθακι . Αιφνης μετα το φονικο καλυτερευσε ο καιρος κι
εβγαλ' η γης χορταρι , τ ' αηδονια κελαηδιζαν τους ψαλμους μεσ ' στις δαφ-
νουλες κρυμμενα κι η μονακριβη θυγατερα της χηρας παιζογελουσε στη
κουνια του περιβολαριου, δεμενη με μεταξενιες κλωστες απο τους κλωνους
της λεμονιας .
Ευτυς ως καβαλικεψε τ ' αλογο το βασιλοπυλο εφωλευσε η λυγερη στην αγκα-
λια του μισολιγοθυμισμενη απο τ' αρωματα και τα μυρωδικα , που εχυνε ολο-
τριγυρα η φυση ολη απλοχερα . Βιτσιζει τον μαυρο του και πανε χιλια μιλια ,
και ξανα τον βιτσισε και πανε αλλα τοσα , ως που φανηκαν τα μερη τα δικα
τους .
Εταξε ο βασιλιας τους γαμους και τις χαρες , συντομα να γινουν , την ερχο-
μενη Κυριακη ημερα . Και εσυναχτηκε συμπεθερολογι μεγα το πληθος με
δωρα πολλα χρυσο ασημι και σμυρνα .
Εγω , που σας το αφηγηθηκα το παραμυθι αυτο ημουν μεσα στο ψικι
του γαμπρου λαγουτιερης και να λεγω ψεματα δεν ξερω , ουτε το ' χω συνει-
θιο , πως περασαν αυτοι καλα κι εμεις καλυτερα .
.
.
β'
.
Ως μου τα παρεδωσαν απαραλλαχτα παραδιδω τα λογια των παλαιοτερων .
μια φορα μια καλομανα ειχε εννια τους γυιους κι υστερη καλομαθημενη
κορη με ονομα βαφτιστικο Ερωφιλη . Η μανα της με τ 'αστρι την ελουζε
ματι κακο και πονηρο να μην την παραβλεψει , και στο χαμοφεγγαρο την
χτενιζε , τα δε αδερφια της βαλανε τον ηλιο φυλακα να παραφυλαει την
ακριβη .
Ο κυρης τους αποθανε νωρις . ητανε ξακουστος στα μερη εκεινα στη συ-
νεση στη γνωση,ποτες του δεν ξαστοχουσε στο κυνηγι και στο τρεξιμο πα-
ραβγαινε τα γρηγορα ελαφια .
Σαν τοτε σιμωσε η τελευταια ωρα της μοιρας του τον ξεμοναχιαστηκε τον
ανδρειωμενο μεγαλη ορδη απο λεοντες , εκεινοι χυμηξαν καταπανω του
αγριεμενοι , στη μαχη απανω θανατωσε πεντε κι αλλους εφτα μαχαιρωσε ,
μα στο τελος τον ξεδυναμωσανε τον αντρειωμενο , ξεσκισανε στα δοντια
τους τις σαρκες του και τις καταβροχθισαν ωμες.
Υστερα απο εκεινα τα γεγονοτα και σαν περασαν τα χρονια τα αγορια
μεγαλωσαν κι ανδρειωθηκαν .
Ο πρωτος εγινε ζευγιτης , στη γη καρπιζανε αφθονα τα σπαρτα του κι
ευλογηθηκε το σπιτικο του .Ο δευτερος εθρεφε αλογα , αλογα με πυρινο
τριχωμα , λευκα και στο μελι , στο χρωμα του μελιου , κι ητανε ξακουστα
για στον πολεμο για στην ειρηνη . Ο τριτος εβοσκουσε χιλια προβατα και
χιλιες πεντακοσιες αιγες , κι απο τους ασφακους του αιγιαλου σαλαγιζε
τα ζωντανα ως μεσα τα πυκνα ρουμανια . Ο τεταρτος εμαθητευσε τεχνη
πολιτικη , μαζευει και θερμενει τα χαλικια , που βρισκονται σωροι στις
ακρες της θαλασσας , σι ' ακρογιαλια , κι οντας λιωσουν φυσα με το φυ-
σερο στη λαβα τους και πλαθει τα στολισματα του γυαλιου .Ο πεμπτος
σαν ηταν αψυς κατεληξε στρατιωτης. Ο εκτος στη σειρα παντρευτηκε
ζηλοφθονη γυναικα και μαγισσα . Ο εβδομος σαν αγαπουσε τους ναυ-
τικους χαρτες , τους πορτολανους ,και τον μπουσουλα, αρμενιζει,
καλη του η ωρα να ' ναι ,τα πελαγα .Ο πρωτελευταιος αρνηθηκε τα εγ-
κοσμια κι αποσυρθηκε περα μακρυα στην ερημο να σωσει τη ψυχη
του με την νηστεια και την προσευχη . Ο ενατος γυιος,τελος,βουλη-
θηκε στην ξενιτεια να παει, τα μαυρα ξενα , κι ως ηταν ωχρος και
φιλασθενος απο γεννησιμιου του τον πονεσε η μανα .
'' Μεινε καλε μου , μην μακραινεις μου , ξενος στη ξενιτεια πεφτεις και
χερι να σε σηκωσει δεν βρισκεται , αρρωστευεις και ποιος να σου δροσισει
στα χειλια σου τη θερμη , σου στελνω μηλο σεπεται , κυδωνι μαραγγιαζει ,
σου στελνω και το δακρυ μου το πινει το μαντηλι , σου στελνω και το λογο
μου στο δρομο ξαστοχαει ''.
'' Μανα σωπασε σε παρακαλω και μην κακοκαρδιζεσαι , περνω ανταμα
συντροφια καλη στα ξενα την Ερωφιλη , να με συντρεχει και να με πονα
στα ξενα '' .
Κι ο Κωνσταντης δεν αλλαζε τη γνωμη , ειδε κι αποειδε η δολια η μανα ,
κι ευτυς τον βαζει να της ορκιστει σ ' ορκο μεγαλο . μα ν' αρρωστησει ,μα
να πεσει για το θανατο ,πισω να της στελνει γρηγορα την Ερωφιλη π ' αγαπα
κι οχι αλλον στον απανω κοσμο .Κι αυτος ο αμυαλος της ωμοσε ορκον βαρυ
μεγαλο . ορκιζεται , εκεινο να το πραξει , εξαπαντος στο κοσμο .
Ειχε ο καιρος πολλα γυρισματα κι η κορη κακοαρρωστησε στα ξενα ,μεσα
στον μηνα ωχρηνε την οψη , μεσα στον μηνα η ερμη ξεψυχαει . Σκαβει μονα-
χος με τα χερακια του τη γης και τηνε παραχωνει , σπερνει απανω της τριαν-
ταφυλλιες να τριανταφυλλισουν . πρωι' του ' ρχεται η αποθυμια της κι απο-
βραδυς την μοιρολογαται . '' Μη και δεν σου' πρεπαν λεμονια στα μαλλια
σου ανθισμενα ,και ποσες φορες δεν σωπισαν τ ' αηδονια στη γλυκεια λα-
λια σου , τωρα ακριβη μου λυγερη για που ταξιδεψες , για που μου αλαρ-
γευεις εσυ αμιλητη ''.
Στα τρυγισματα του αμπελωνα , τον μηνα τον Τρυγητη , τον εφτασε το τρο-
μερο μαντατο εκει στα ξενα . η μανα , λεει , ειναι στα στερνα της κι αποζη-
ταει την Ερωφιλη κοντα της .
Ως τ ' ακουσε ευτυς παρατησε την καλη τη συντροφια και το γλυκο τραγουδι ,
ευτυς σελωνει ο χαι'δος τ ' αλογο , ευτυς το καλλιγωνει κι ευτυς το καβαλι-
κευσε ,μερα περνει διπλα τα βουνα και παραδιπλα τις κοντοραχουλες ,νυχτα
σερνεται στους καμπους με το φεγγαρι συντροφια , μητε σταθμιζει να γευτει
ψωμι στο στομα η ' να δροσισει χειλη στο νερο . Κι απανω στις τριαντα δυο
προβαινει στην αυλιτσα του σπιτιου του , κοσμος πολυς ητανε μαζωμενος κι
ολοτριγυρα ο κηπος μαραμενος . Παλια ειχανε ειχανε φυτεψει μηλια τα μηλα
καρπισμενη , και λεμονια στους λεμονανθους νυφουλα , τωρα φυτρωνει
αγκαθι κι αγριαδα.Ορμαει στη καμαρα της μανας του που ξεψυχαει , σκυβει
την σφιχταγγαλιαζει , κλαιει θρηνει και το κορμι του τρεμει .
Κι εκεινη η δυστυχη η μανα τον κραζει.''Μωρε απιστε,που' ναι η Ερωφιλη; ''
κι εκεινος ο κακομοιρος την ανταπαντησε . '' Μανα η Ερωφιλη μας μ ' απο-
μεινε στα μακρυνα τα ξενα μερη και σου παραγγελνει χαιρετισματα μ' αυτο
το τριανταφυλλο , που ' ναι βαμμενο στο κοκκιναδι'',κι ευτυς εκεινη του 'πε .
''Αυτο ' ναι , δυσμοιρε , τριανταφυλλο , στολισμα σε κουφαρι .Τη καταρα
της μανας να ' χεις ''. κι εκεινος σαν δεν τ' αντεξε βαρια ξεστομισε
'' Μανα μου ακουσε το τρομερο μαντατο , η Ερωφιλη μας θαφτηκε στα
ξενα περα ''.
Οντας τ ' ακουσε εκεινη ευτυς ξεπεταξε η ψυχη της , στην αγκαλια του
απομεινε κουφαρι αψυχο κι αμιλητο .εκεινος ο πικροχειλος ζηταει μαχαιρι
να κοπει , γκρεμο να τσακιστει, και θα το επραττε το αποτροπαιο αν δεν
σωριαζονταν εμβροντητος μπροστα στα ποδια του νεκρος.
Μανα και γυιο τους θαψανε ομαδι στην αυλιτσα , πανω στο χρονο φυτρω-
σε τριανταφυλλια στο μνημα , που απλωσε μοσχομυριστη
.
.
γ'
.
Μια φορα κι ενα καιρο ησανε τρεις αδερφαδες . Κι οι τρεις κακα
μοιραμενες .
Η πρωτη εστοιχειωσε γεφυρι στα μερη της Μικρασιας οταν ησαν
Ελληνικα.Ο πρωτομαστορας δεν μπορουσε να στεριωσει το γεφυρι
στα νερα του ποταμου ,τη μερα το ' χτιζε τη νυχτα γκρεμιζονταν κι
ενα μικρο μικρο πουλι του μηνυσε να το στεριωσει με τη γυναικα
του στη μεσιανη καμαρα με πετρες και λασπη να τη χτισει γρηγορα.
Εκεινη το καταραστηκε να τρεμει και να πεφτει στο ελαφρο-
πεταγμα πουλιου , σαν ομως ειχε μονακριβο αδερφο και τυχαινε
να διαβαινει αλλαξε λογο.
Η δευτερη σκλαβωθηκε στον πολεμο . αφου την κοιμηθηκανε δεκα
πεντε την συρανε στη σκλαβια , να υφαινει , δουλα μεσα στις δουλες ,
στον αργαλειο ολημερις και τη νυχτα στα σκοταδια της γευεται
τους κρυφους καρπους ο σκληρος αφεντης .
Η τριτη κι ομορφοτερη , π ' ολες τις αλλες ξεπερνουσε σ ' ασπραδα
και τα χρυσα μαλλια τα χτενιζε στον ηλιο, ξελογιαστηκε απο πλανο
αντρα πολλα χορευτη και ξενο .Με λογο απιστο την αρραβωνιασε ,
με γλυκολογα τη λογιασε και την κοιμηθηκε .
Αφου ο πλανος χαρηκε τους χυμους του κορμιου της ομορφης μια
μερα της ειπε , πως ταχα επρεπε να κινησει για τα μερη του και με
το καλο σαν τελεψει τα αιωρουμενα ζητηματα να επιστρεψει σ ' αυ-
την να παντρευτουν .Ηταν τα λογια του πιστικα και τον εμπιστευ-
τηκε , ηταν τα φιλια του γλυκα κι αποπλανηθηκε στο ψεμα .
Περασε ο ορισμενος χρονος κι ο αγαπητικος δεν γυρισε πισω , στην
αρχη εκεινη δικαιολογησε την καθυστερηση . βροχες και κυλουνε
οι δρομοι , χιονια πολλα και παγωνουν τα ποταμια , αργοτερα σαν
περασε ο καιρος τον συλλογιστηκε για αρρωστο και στα τελευταια
για πεθαμενο. Σαν ακουσε ομως πως παντρευτηκε αλλη γυναικα
εκει στον τοπο του , εχασε τα συλλογικα της .
Το φυτρο στη κοιλια της μερα με τη μερα φυτρωνε κι αυγαταινε
με τον ηλιο το φεγγαρι , σε λιγο θα ηταν δυσκολο να το αποκρυψει
στους περιεργους το φουσκωμα της κοιλιας . Αλλοπαρμενη γυρευε
το λυτρωμο , κρυφα τη συμβουλευανε φαρμακολυτρες με βοτανα
και ξορκικα να το αποριξει το παιδι , του κακου , ο σπορος
του απαρνητη της αγαπης βαθεια ριζωσε και δεν ξεριζωνε.Στο κανο-
νικο γυρισμα των ημερων και των μηνων ξεγεννησε μονη κι ερμη .
Με το παιδι ασπαργανωτο στην αγκαλια να κλαιει ορμησε ξετρελ-
λαμενη μεσα στην αφεγγαρη νυχτα να κρυφτει .Μετα απο πολλη
ωρα εφτασε στα μερη που' χε βαλτονερια πολλα κι απεραντα, προ-
χωρησε καταξεσκισμενη στο κορμι και στα ρουχα μεσα στα πυκνα
καλαμια του μεγαλου καλαμιωνα,και συνεχεια προχωρουσε η αμοι-
ρη, προχωρουσε , κι ως τα ποδια της βυθιζονταν μαζυ με το
κορμι στον βαλτο τοσο το αμοιρο ξεγεννημα , σαν λες να ψυχανε-
μιστηκε τι συνεβαινε,συμμερισθηκε τη δυστυχη μανα κι επαψε το
δυστυχο τα κλαματα του για παντα .
Πριν εκεινη κυλησει στα σκοταδια μαζυ με το παιδι προλαβε τον
αρνητη πικρα να τον καταραστει . ''Να λεπρισει κακα ολο το κορμι
του και τα κομματια των σαρκων του που θα πεφτουν στο χωμα σαπι-
σμενα να τα καταβροχθιζουν τ' αγρια σκυλια κι ο θανατος οσο κι αν
τον επιθυμησει ο πλανος να μην ερθει να λυτρωθει , ετσι να τιμωρη-
θει ''.
Κι οπως καταραστηκε η παρατημενη της αγαπης πληρωσε εκεινος
ο αχρειος .
.
.
δ'
.
Μια φορα κι ενα καιρο ενα ξενακι ξελογιαστηκε απο μια φαρμακια ,
γυναικα ,που γνωριζ τα βοτανα και τα φαρμακα .Κι οπως στον κοσμο
δεν ειχε αλλον να τον νοιαστει αποφασισε να την παρει στα μερη τα
δικα του .Εκεινο τον καιρο εφανερωνε αλλη γνωμη η μαγισσα και τον
ξεγελασε .Οι συγγενεις αντιδρασανε για την ξενικια γυναικα και την
αμοροζα , που εφερε .
Και κεινης η καρδια τοτε μολυνθηκε και σκληρηνε .Απο το ξημερωμα
ως το βραδυασμα της μερας ο αντρας της εκανε τις δουλειες των γεωρ-
γων .Εκεινη , λιγο καιρο αφοτου γεννησε τον Γιαννακο σχετισθηκε με
αλλον αντρα και κρυφα τον ξαπλωνε στη κλινη της .
Κι επερασαν οι χρονοι κι εγινε στην ηληκια ο Γιαννακος να πηγαινει
στο σχολειο .Τα γραμματα του αρεσαν και τα αναγνωσματα στο ψαλ-
τηρι .Κι οσο αυξανε σε γνωση τα εβλεπε τα γυρω του εξεταστικα .
Μια μερα υποκριθηκε ταχα πως κινησε για το σχολειο,μαζεψε τα
μολυβδοκονδυλα του,τακτοποιησε τις φυλλαδες του οπως εκανε καθη-
μερινα .Στον αλλο δρομο στην παρακατω ρουγα λοξοδρομησε και σαν
τον καλογυμνασμενο γατο πηδηξε το τειχαλακι και κρυφτηκε μεσα
στον κηπουλι .Σιμωσε και μπηκε σαν νυχτεριδα μεσ ' στο σπιτι , και
στο μισοσκοταδο ειδε τη μανα του αγκαλιασμενη με τον ξενο αντρα
κι εκλαψε πικρα .
'' Μανα σκυλα θε να το μαρτυρησω του κυρη μου ταχια το ανομο
τ ' αγκαλιασμα στον ξενο αντρα .''
'' Σωπασε , κακοριζικο , μην κακοθανατησεις '' του φωναξε η μανα
του η φαρμακια .
'' Μανα , το βραδυ , θα δεις στον κυρη '' . Ποτε τον αρπαξε στα χερια
της , ποτε τον εσυρε στο αραχνο κελαρι , ποτε τον μακελλαρισε τον
Γιαννακο η φονισσα , η παιδοφονισσα .
Κι υστερα τεμαχισε η ανομη μαγισσα το κορμι του παιδιου , αλλα
κομματια πεταξε βορα των σκυλων , αλλα εσκαψε και τα παραχωσε
στο χωμα κι απο πανω φυτεψε τα φαρμακοδεντρα της .
Οσα κομματια απομειναν , μαζι με τη γλωσσιτσα του παιδιου , τα
μαγειρεψε φαγητο του αντρα της τ ' αποβραδυς να φαγει .
Εκεινη τη μερα ο ηλιος σαν ειδε το φονικο βιαστηκε τον δρομο του
στον ουρανο ,θελησε να κρυψει τα ανομηματα και τη μερα μικρηνε
για το κακο , που εγινε .
Σαν γυρισε ο δυσμοιρος ο κυρης απ ' τα χωραφια , ζητησε ζεστο νερο
για να πλυθει και ρουχα καθαρα ν ' αλλαξει . Σαν φρεσκοπλυθηκε και
καθαροφορεσε γυρευσε τον Γιαννακη .'' Και που ' ναι ο Γιαννακης μου
και που ' ναι ο Γιαννακος , τι βραδυασε κι ακομα να φανει στο σπιτι ,
το μοσχοαναθρεμενο μου , μην τ 'αργησε ο δασκαλος , μηνα στο
δρομο αργοπορει σαν σπουργιτακι παιζοντας '' .
'' Φαγε , αντρα μου , και καπου θα ξομεινε να παιξει με τη μπαλα
η ' ο δασκαλος το μαθητευει ακομα ''
Δεν αποστομωσε μπουκια στο στομα κι ομιλησε η γλωσσιτσα
του παιδιου μ ' ανθρωπινη λαλια.'' Εγω,που τωρα ετοιμαζεσαι να φας ,
μια φορα βρισκομουνα στου Γιαννακου το στομα , γλυκοτραγουδα κι
ελεγα τα παιδικα . Κι η μανα η σκυλα μ ' αποκοψε συριζα με το μα-
χαιρι να μην σωσω να μαρτυρησω το ανομο τ ' αγκαλιασμα της ''.
Εκεινος σαστισε σαν ακουσε , και σαν δευτερωσε και τριτωσε
ο λογος τοτε εκεινος καταλαβε κι εθυμωσε καταβαθα , απο τα
μαλλια την αρπαξε την σηκωσε στην γη την κατεβαζει και το μα-
χαιρι κοφτερο της εμπηξε στα φυλλοκαρδια .
Την αλλη μερα κι ολες τις αλλες μερες ,που ηρθαν ο Γιαννακης
δεν μαθητευσε στα γραμματα και στα σπουδαγματα , μητε τα παι-
χνιδια επαιξε .
'' Τα παιδια και τα μωρα τα πρωτα εισερχομενα στην αιωνια ζωη ''
.
.
ε'
.
Μια φορα κι ενα καιρο , τα χρονια ,που γιγαντες πυργωναν στα ορη
τα οικηματα τους κι οργωναν τη γη με αλογα ,που εβγαζαν πυρινους
ατμους απο τα ρουθουνια τους τοτε στις ευφορες κοιλαδες βασι-
λευαν οι ανθρωποι.
Μια γυναικα χηραμενη ειχε γυιο αντρειωμενο , λογιοταν επιδεξιος
τοξευτης.Οταν επεδραμαν στα κατωμερα οι γιγαντεςνα αρπαξουν
τις γυναικες των ανθρωπων δοξαστηκε πολυ κι ισαμε εκατο και πλεον
πελωρια κουφαρια αραδιασε απο δαυτους.Στα ευτυχισμενα υστερα
των επισοδειων εσυναχτηκαν οι προεστοι και πηραν αποφαση να
διαβιβασουν σ 'εκεινον την διακυβερνηση .Παρα τη μικρη του ηλη-
κια τα καθεκαστα πορευονταν ειρηνικα κι οι ανθρωποι προοδευαν.
Οταν ηρθε η εποχη της παντρειας καλεσανε ολες τις νυφες της επι-
κρατειας στο ανακτορο να διαλεξει αναμεσα απ'ολες ποια του αρε-
σει να νυμφευτει.Ηρθανε οι μαυρες,ηρθανε οι ασπρες,συμμαζω-
χτηκαν ρουσες και ξανθες , αμμυγδαλωματες και γαι'τανοφρυ-
δουσες, κοντουλες και γεματες , ηρθε και μια του ηλιου ομορφοτερη.
Στην ωρα της κρισης πεζος τις περιδιαβασε πανω σε περιτεχνο χαλι .
ν 'αποφασισει η καρδια του διστασε,''η ομορφαδα ειναι περαστικη ,
μα η ικανοσυνη μενει'' .Διαταχτηκε να μπουν στους αργαλειους να
αγωνιστουν το καλυτερο υφασμα.Με τις αργυροσαι'τες υφαιναν εφτα
μερονυχτα , και σαν ο θεος ξημερωσε την ογδοη μερα τελειωσαν τα
υφαντα .Το ματι μαγεμενο θαυμαζε τα τεχνασματα λεπτα εργασμενα.
σ'ενα λεπτουφαντο πανι κυνηγοσκυλα ειχαν επιπεσει σαν σφοδρη
καταιγιδα σε σμηνος αγριοχηνες , σ ' αλλο μεταξενιο δεντρα φρου-
τοφορα εικονιζονταν ,που τα διαδεχονταν σειρες ελιοφυτα ,μια απο
τις κοπελες ειχε ιστορημενο το μυθο της γυναικας, που περιφανευ-
τηκε για την ομορφαδα των θυγατερων της κι επεσε πανω τους η συμ-
φορα . και τις αποδεκατισε .Τα λογια ειναι φτωχα και λιγοστα να
περιγραψουν συμπαντα τα θαυμαστα τεχνηματα .
Τις προσπερασε μια φορα και δυο φορες , την τριτη απλωσε το χερι
κι εδωσε το μηλο στην πιο ασχημη και στην πιο φτωχη .''Η ομορφαδα
ειναι εφημερη , η τεχνοσυνη ανηκει στον Θεο , μα οι εσχατοι εσονται
πρωτοι ''. Κι αυτην πηρε συντροφια στην κλινη του στεφανωτη ,
και με τα γυρισματα του καιρου του 'δωσε γεννηματα τρεις γυιους
και στην ακρη θυγατερα ωραιοτατη.
Εγω , που περιηγουμε ακαταπαυστα στον κοσμο παρομοιο ζευγαρι
σαν αυτο δεν εσυναντησα στην ευτυχια , κι οταν τελειωσουν ησυχα
τα ημερινα τους θα τους αναθυμουνται οι ανθρωποι με ευλαβεια
στα συλλειτουργηματα τους.
.
.
στ'
.
Στα παληα περασμενσ χρονια ενας ανθρωπος περι-
βολαρης ειχε τρεις μοσχοθυγατερες,σαν τον ηλιο
σαν την πουλια σαν το φεγγαρι.
Οταν ανθισαν και μυρωδισαν τα λουλουδια τους
τις προξηνευτηκαν.Την πρωτη κρινο του αγρου
αρχοντας παντρευτηκε,την δευτερη με ματι γαλανο
της θαλασσας νησιωτης ,περα μεσα στα νησια παν-
τρευτηκε,και την τριτη την μικροτερη την ρουσα
κι ασπρη σαν το γαλα τη προξενευτηκε αντρας ταξι-
δευτης κι εκεινον παντρευτηκε.
Καθως ο κυρης ο πατερας τους τις νοιαζονταν πολυ
φυτεψε στο περιβολακι τρια δεντρα για καθεμια κορη
σημαδι.Στην πρωτη φυτεψε κοντουλα λεμονιτσα,στην
δευτερη μηλια γλυκομηλιτσα και στη τριτη φυτεψε
νεραντζουλα φουντωμενη.
''Οπως θα'ναι τα δεντρα στο χρονο και στον καιρο ετσι
θα'στε κι εσεις στα σπιτια των αντρων σας.Αν ειστε
καλα κι αυτα θ'ανθιζουν θα καρπιζουν.Αν ομως ερθουν
δισεχτοι καιροι θα μαραθουν θα ξεραθουν''
Ετσι ειπε ο πατερας και καθεμια πηρε τον αντρα της
και πηγε στον τοπο του να ζησει.
Η πρωτη η αρχοντισα βρηκε κακια και μαγισα την μανα
του αντρα της,εβαζε λογια κακα στον αντρα της και κακο-
περνουσε.Τρια παιδια του γεννησε ,δυο γυιους του ηλιου
αστρα και μια κορη θυγατερα αστρο της αυγης.Κι εκεινη
η στριγγλα η πεθερα ολα τ'αλλαζε κρυφα στην κουνια
με μικρα γουρουνακια,και τα παιδια τα επνιγε στην στερ-
να.Οσο και να την αγαπουσε ο αντρας την γυναικα του
θυμωσε αγριεψε και την εδιωξε.Την εστειλε την δυστυχη
να βοσκει βρωμικη τις χηνες απ'την ανατολη ως την δυ-
ση του ηλιου.Κι υστερα αρραβωνιαστηκε αλλη γυναικα
της μανας αρεσκεια.
Και τυχη κακη θα την εβρισκε αν δεν γινονταν τα θαυματα.
Τα πουλακια καθονταν στου αρχοντα το παραθυρι καθε πρωι-
νο,τρια πουλακια δυο αηδονια και στην μεση καρδερινα
και τραγουδουσαν κι ελεγαν μ'ανθρωπινη λαλιτσα:
''Τρια παιδακια ειμαστε κακοθανατισμενα
απο κακουργα πεθερα της μανας μας,
της μανας μας ,οπου φυλλαει τις χηνες''
Εκεινο το τραγουδι των πουλιων πολυ τον παραξενεψε
τον αρχοντα και θελησε να μαθει.Κι επιασε τη μανα του
την μαγισα και την ρωτησε ,εκεινη αρνηθηκε,την ρωτησε
δευτερη και παλι αρνηθηκε ,την ρωτησε και τριτη και
τοτε η φονισα μαρτυρησε για το κακο το φονικο των παι-
διων.Εκεινη την φονισα την επιασαν και την πεταξαν στα
νερα της λιμνης να πνιγει και μεσα στις χηνες στις βοσκες
βρηκαν την κορη βρωμισμενη,την καθαρισαν με νερο,την
εντυσαν στα μεταξωτα και την ειχαν για αρχοντισα.
Και μεσα στις τρεις μερες βρεθηκαν τα παιδια στις κουνιες
οι δυο οι γυιοι αστρα φωτεινα του ηλιου κι η κορη η θυγατε-
ρα αστρο της αυγης.
Ο κυρης ο πατερας ειδε και ταραχτηκε η καρδια του την
λεμονια στο περιβολακι τα φυλλα να κιτρινιζει να ξερενει κι
να μενει ξυλο ξερο και μαυρο.Κι ενα πρωινο και μια λαμπρην
ημερα τα φυλλα πεταξε πρασινα πολλα κι ανθοβολησε,της
πρωτης κορης του σημαδι,της φωτεινης του ηλιου..
Η δευτερη παντρευτηκε ,οπως ειπαμε,αντρα νησιωτη ναυτι-
κο περα και μεσα στα νησια.Την ανοιξη τα καλοκαιρια τα-
ξιδευε στης θαλασσας τα πελαγα και τους χειμωνες το φθι-
νοπωρο γυρνουσε στο σπιτι στο νησι.
Κι ηρθε ο καιρος κι ολοι γυρισαν στον τοπο τους στις μανες
στα παιδια και στις γυναικες στις αγαπητικιες κι εκεινος
ο ναυτης ο δικος της δεν γυρισε.Κι αλλος,που ρωτησε της
ειπε πως σε λιμανι μακρυνο παντρευτηκε μαγισας κορη
μαγιοπουλα,και τον ποτιζει δυνατο κρασι ολα να τα ξεχα-
σει.Κι αλλος,που ρωτησε της ειπε πως θεορατα κυματα
σαν ορη σαν βουνα σαν το στομα της φαλαινας τον κατα-
βροχθισαν τον επνιξαν και τον εφαγε ο καρχαριας και τα
ψαρια.
Και περασε η δυστυχη πολλα κι αυτη και τα παιδια της.
Και δοκιμασθηκε πολυ στην φτωχεια και στη πεινα,κι
ηρθε να χασει το μυαλο της να πεσει στη θαλασα στα
βραχια να σκοτωθει.Κι ηρθε κι ο πειρασμος να τον απαρ-
νηθει τον αντρα της μ'αλλον αντρα να παει.Κι εκεινη ε-
κανε υπομονη πως θα γυρισει.
Κι ηρθε καιρος λαμπρη ημερα και γυρισε στο νησι ο
αντρας της ο κυρης.Της ειπε πως ειδε πολλων ανθρωπων
τις πολιτειες, πως επαθε πολλα στης θαλασσας τα πελαγα
κι ειδε τους συντροφους του να χανονται στα κυματα και
να μην εχουν μερα γυρισμου.
Ο κυρης ο πατερας ειδε και ταραχτηκε η καρδια την
μηλια στο περιβολακι τα μηλα να μαρακιαζει να σαπιζει,κι
να μενει ξυλο στεγνο και μαυρο.Κι ενα πρωινο και μια ηλιο-
λουστην ημερα πεταξε φυλλα και κλαδια στα μηλα φορτωμε-
νη,της δευτερης κορης του σημαδι,της ασπρης και της γαλα-
νης.
Η τριτη η μικροτερη η μοσχοθυγατερα αρρωστησε βαρεια κι
ηταν ο αντρας της ταξιδευτης στα ξενα.Ο πυρετος της εκαιγε
της ελιωνε της λυγερης το σωμα.Κι ετυχε να'χει μικρο παιδι
μωρο στην κουνια,να κλαιει για το γαλα του βυζιου να τρα-
φει το σωμα .Και δεν την ωφελησαν τα βοτανα τα γιατρικα
κι ενα αποβραδο και μια μαυρη νυχτα περασε πανω σε μαυ-
ρο αλογο μαυρος καβαλλαρης σιμα στα κυπαρισσια του σπι-
τιου.
Κι ακουσε εκει στα ξενα και τα μακρυνα ο κυρης ο αντρας
της ταξιδευτης στα ορη στα βουνα στους καμπους,που περ-
νουσε περδικας λαλιτσα λυπητερη κι ακουσε τρυγωνα μο-
ναχη κι εκει στους καμπους ακουσε τον μαυροκορακα.Κι
ειπε με σιγανη κι ανησυχη φωνη:
''Μην ειναι η καλη καλιτσα μου αρρωστη
μην η αγαπη μου πεθαινει;''
Δινει βιτσια του μαυρου του και παει χιλια μιλια,και δευτε-
ρωνει την βιτσια και παει αλλα τοσα χιλια μυρια.Ισα και
την προλαβε την λιγερη την ομορφη και παλεψε τον νικησε
τον μαυρο τον αρχαγγελλο σαν διγενης ακριτας και δεν
της πηρε την ψυχη.Και περασε η αρρωστεια της και γλυκα-
ναν τα ματια κοκκινησαν τα μαγουλα.
Ο κυρης ο πατερας ειδε και ταραχτηκε η καρδια του την
νεραντζουλα στο περιβολακι τα ανθνη να ριχνει να σκορπιζει
και να μενει ξυλο γυμνο και μαυρο.Κι ενα πρωινο και μια
καλην ημερα φουντωσε κλωνους και πουλια,της τριτης κορης
του σημαδι,της ομορφης στου φεγγαριου την οψη.
Τοτε εκεινος ησυχος εκλεισε για παντα τα ματια και τ'ανοι-
ξε στου παραδεισου το περιβολι,εκει μεσα στις λεμονιτσες,
στα δεντρα στις μηλιες και στις νεραντζοπουλες.
Αυτη η ιστορια ηταν μεγαλη πολυ,κι εχει καιρο να ξημερωσει,
να ροδισει η ανατολη,κι αλλος ας παρει τη σειρα να ιστορησει.
.
.
ζ'
.
Τα λογια ειναι πολλων ανθρωπων λογια και οι πραξεις
μας φτανουν στα παιδια των παιδιων μας.
Μια φορα κι ενα καιρο ηταν τρια αδερφια.Ο πρωτος αν-
τρας της παντρειας παντρευτηκε κορη πολυ ομορφη γυ-
ναικας χωρις στεφανι γαμου.Ο δευτερος ,πανω στην πρω-
τη ανθιση της νιοτης,λεβεντης κι οξυθυμος.Ο τριτος ,ο μι-
κροτερος,ο Κωνσταντακης,τριων χρονων παιδι οταν ορ-
φανεψε απο την μανα.Ο πατερας γερος ηρθαν τα χρονια
του και πεθανε.
Ο δευτερος αδερφος ως ηταν πανω στην ανθιση της νιο-
της την ειδε την νυφη,που'ταν κρινολουλουδο του αγρου
και του αρεσε και με λογια λαγνα πυρωμενα την πλησιαζε,
κι εκεινη πλανευτηκε και κρυφα τον σφιχταγκαλιαζε.
Κι ηρθε το πληρωμα του χρονου και του μηνα και γεννη-
σε η νυφη κορη .Ηρθαν και οι συγγενεις και οι δικοι τους
να δωρισουν και να ευχηθουν το παιδι.Κι ολοι ειπαν
για την μεγαλη ομοιοτητα του παιδιου με τον θειο.Ποτε
ομως το μυστικο τους δεν μαθευτηκε στο φως του
ηλιου.
Μεγαλωσε η μικρη η ξανθουλα στο μελι και στο γαλα.Το
ονομα της ητανε Αρετουσα.Και στα παιχνιδια της ειχε πα-
ρεα τον Κωνσταντακη,τι ηταν ακομα παιδι.Ηταν τα δυο
τους ταιριαστα κι αγαπημενα.
Οταν περασαν τα χρονια κι ο Κωνσταντακης πηγε στον
στρατο του βασιλια να πολεμησει η Αρετουσα πολυ λυ-
πηθηκε κι εχασε τη μιλια της.Μητε να φαει μητε να πιει
ηθελε.Και μητε να τραγουδησει,αυτη ,που'χε γαργαρη φω-
νη σαν της βρυσουλας το νερο και σωπαιναν τ'αηδονακια
αυτη να τραγουδησει.Μητε να παντρευτει ηθελε,τα προ-
ξενια αρνιονταν και τα γυρνουσε πισω.
Σαν γυρισε απο τον πολεμο ο Κωνσταντης η Αρετουσα δεν
κρατησε το μυστικο της στην καρδια και του'πε πως τον
αγαπα .Κι εκεινος της ειπε πως κι αυτος την αγαπα.Και τον
πηρε τον Κωνσταντακη η Αρετουσα στο κρεβατι της.
Και γρηγορα φουσκωσε η κοιλια της και φανερωθηκαν.Τα
δυο τα κυνηγησαν σαν τους κακουργους και σαν τους
εγκληματιες τα εξορισαν.Κι εκεινα τα αγαπημενα εφυγαν
γι'αλλους τοπους.
Ηρθε το πληρωμα του χρονου και η Αρετουσα γεννησε
του Κωνσταντακη την Πουλια ασπρη κορη ομορφη.
Κι εζησαν ευτυχισμενοι χρονια πολλα.
Ακομα και τωρα οι βοσκοι δειχνουν στον ουρανο τους
αστερισμους και διηγουνται την ιστορια τους
.
.
η'
.
Μια φορα κι εναν καιρο ενας γερος βασιλιας στα
γεραματα του αποκτησε ενα γυιο,διαδοχο στο θρο-
νο,απο την νεαρη βασιλισα.Εκεινα τα χρονια συνει-
θιζαν να ρωτανε αυτους,που γνωριζαν για τα πεπρω-
μενα των ανθρωπων.Ετσι οταν του ειπαν πως σαν
μεγαλωσει ο γυιος,που μολις γεννηθηκε,θα τον σκο-
τωσει και μαλιστα θα παρει για γυναικα του την ιδια
του την μανα,που τον γεννησε,ανησυχησε και ταρα-
χτηκε πολυ.Εδωσε σ'εναν απο τους βοσκους του το
νεογεννητο παιδι,μελλοντα δολοφονο του πατερα
βασιλια και αιμομικτη της μητερας του βασιλισας,να
το παρει στο λογγο στα βουνα και να το θανατωσει.
Εκεινος ο βοσκος το λυπηθηκε το βασιλοπουλο,ετσι
που εκλαιγε ,αδυνατο και τρομαγμενο στα χερια του,
νομισε ακαρδο τον τυραννο και το παρατησε στη μεση
του μεγαλου δασους με τις βελανιδιες.
Τρεις μερες και τρεις νυχτες ακουγε τα κλαματα του
παιδιου στο δασος.Εκεινο κλαρακι σε δεντρο δεν πετου-
σε μητε ανθους ανοιγε μητε φυλλα εβγαζε,μητε βατο-
μουρα κομπιαζε στους βατους και του ραγιζονταν η καρ-
δια.
Υστερα την τεταρτη μερα και στις ερχομενες μερες
δεν το ξανακουσε,σωπασε αποκαμωμενο απο το κλα-
μα και απο την μεγαλη πεινα ,γαλα της μανας δεν ειχε
να χορτασει.Ισως να πεθανε απο την πεινα και την δι-
ψα,γιατι τα μωρα των ανθρωπων οπως γεννιουνται αδυ-
νατα δεν μπορουν να πορευτουν μονα τους η' ισως το
βρηκε στο κυνηγι της καποια λυκαινα η' καποια λιοντα-
ρισα λεχωνα και το πηρε να το μεγαλωσει μαζι με τα δι-
κα της παιδια,οπως το συνειθιζουν,ως γνωστον,εκεινα
τα ζωα .
Κανενα απο εκεινα δεν ειχε συμβει.Το βρηκε ελαφινα,
μικρομανα,που το μεγαλωσε στο μελι και στο γαλα.Πολ-
λα μαθητευσε και διδαχτηκε κοντα της.Στην γρηγοραδα
των ποδιων και τους λαγους ξεπερνουσε και μ'ενα
σαλτο των ποδιων του πηδουσε πανω απ'τα ανοιγματα
των γκρεμων στα βουνα.Κι οπως φωνη ανθρωπων δεν
ακουσε κι ανθρωπινη μορφη δεν ειδε,αγνοουσε την αν-
θρωπινη γεννια ,την γλωσσα και τις πολιτειες των.
Οταν σκυλια αγρια για κυνηγι περικυκλωσαν την ελα-
φινα αλλα απο μπροστα αλλα απο πισω και αλλα απο
το πλαι την κυνηγησαν για ωρες κι εκεινη σαν αποκανε
η δυναμη της την πλησιασαν την αρπαξαν και κατασπα-
ραξαν τις σαρκες της,τοτε αισθανθηκε μεγαλη λυπη για
το χαμο της.
Εκτοτε βιωνε την ζωη του μοναχος τρωγοντας τα αγρια
και τα ημερα των χορτων και των καρπων.
Περιπλανηθηκε πανω στην πλατη της γης ποτε για να
βρει τροφη ποτε για να ξεφυγει την κακοκαιρια της βρο-
χης τα χιονια,αλλη φορα ζεστανε πολυ η μερα κι αλλοτε
γυρω του ειχαν πληθυνει τα αγρια των θηριων και κινδυ-
νευε.
Καποτε περιπλανωμενος μπηκε σε κηπο.Κι ειχε ο κηπος
μηλιες και δεν το γνωριζε κι ειχε τριανταφυλλιες κι ειχε
φυτεμενα δεντρα κερασιες και βερυκοκιες,κι αυτος δεν
γνωριζε τα ονοματα τους.Κοιμηθηκε στον κηπο ως ηταν
κουρασμενος βαρια και τον ξυπνησε το λαμπερο φως
του ηλιου,που δεν ηξερε το ονομα του,και γυρω του
παρουσιασθηκαν οντα,που πρωτη φορα τα εβλεπε και,
που εμοιαζαν στην μορφη με την δικη του μορφη.
Τον πηραν κι εζησε μαζι τους.Πολυ γρηγορα αποκτησε
τις συνηθειες των ανθρωπων, μιλησε την γλωσσα τους .
Εμαθε τους τροπους με τους οποιους κυβερνουν στις κοι-
νωνιες τους και γνωρισε πως συμβαινουν τα φαινομενα
της φυσης.Εγινε γνωστος και πολυ τον αγαπουσαν για
την κριση του.
Οταν ηρθε ο καιρος να γινουν τα γραμμενα,που δεν ξε-
γραφουν,τον οδηγησαν στην βασιλισσα.Εκεινη τον δε-
χτηκε καθισμενη πανω σε χρυσο θρονο.Θαμπωθηκε σαν
την ειδε ,εμοιαζε του ηλιου στην ομορφια και τα χρυσα.
Του ειπε πως εμαθε γι'αυτον και τον θελει για αντρα της.
Εκεινος μεσα του βαθεια χαρηκε να συμβει εκεινο να πα-
ρει γυναικα τη βασιλισα και δεχτηκε.
Εγιναν ολα οσα απο την αρχη ετσι καθορισθηκαν.
Βασιλεψε δικαια δωδεκα χρονια,και πανω στον δωδεκατο
χρονο επεσε λοιμος θανατικο και πανουκλα στον λαο του.
Γεμισαν τα σπιτια οι δρομοι οι πλατειες της αγαπημενης
του πολιτειας με πτωματα ανθρωπων και ζωων.Φωναξε
τους θεραπευτες και τους ιατρους να τον συμβουλευσουν.
Αναψαν σ'ολη την πολη φωτιες,παντου,να καθαρισθει το
μολυσμα στον αερα.Τιποτα δεν ωφελησε.Σ'ολη την πολι-
τεια νυχτα και μερα ακουγες τα βογγητα και τις κραυγες
των αρρωστων ανθρωπων,και ο αερας γεμισε απο τη σταχτη
και την μυρωδια των σωματων που τα καιγανε σωρους -
σωρους ομαδικα.
Τοτε βγηκε στην Αγορα μπροστα στους αλλους ανθρωπους
ανθρωπος πλανος και συκοφαντης,βαλτος απο αντιπαλους
κι εχθρους του βασιλια και τον κατηγορισε σαν αιτιο του
κακου.Τον ειπε σφετεριστη της εξουσιας,δολοφονο του γε-
ρου βασιλια και μιερο αιμομικτη.Πως σκοτωνοντας τον
πατερα του παντρευτηκε την ιδια την μανα του και μαζι
της ζευγαρωνοντας εκαμε παιδια ,ντροπη στους νομους
των ανθρωπων.
Εκεινοι οι πονηροι ανθρωποι εφεραν για του λογου το
ασφαλες διαφορους να μαρτυρησουν εκεινα.Πολλοι ηταν
εκεινοι που γυρισαν την γνωμη τους εναντιον του,κι αλλους
πολλους τους εκφοβισαν κι αλλους τους εξαγορασαν.
Εφεραν κι ενα γερο βοσκο,με απειλες και φοβερες τον αναγ-
κασαν να ομολογησει μπροστα στους ανθρωπους και τον
βασιλια πως αυτος ο ιδιος με τα χερια του τον πηρε μωρο παι-
δι και τον πηγε μεσα στο μεγαλο δασος με τις βελανιδιες να
τον σκοτωσει οπως τον διεταξε ο δολοφονημενος βασιλιας,
ομως τον λυπηθηκε και τον παρατησε στην μοιρα του.
Μετα απ'αυτα ξεσηκωθηκε ο λαος,τον συνελαβαν,τον εσυ-
ραν σε δικη,ποιος ειναι και τι εκανε.Εκεινος στην αρχη αν-
τισταθηκε,φωναζε πως ειναι αθωος,υστερα κατω απο το
βαρος των κατηγοριων κλειστηκε στη σιωπη του.
Οταν εφτασε το φριχτο νεο για την τυχη της βασιλισας,
πως κρεμαστηκε στο δοκαρι της οροφης στο σπιτι τους,
κατερευσε.Ουρλιαξε.Φωναξε.'' Να την δω.Θελω να την
δω''.
Τον πηραν και το πηγαν εκει.
Και την βρηκε να αιωρειται κρεμασμενη στο σχοινι μεσα
στο σκοτεινο δωματιο.Ουρλιαξε.Τραβηξε τις χρυσες καρ-
φιτσες ,που στερεωνε και στολιζε τα ομορφα μαλλια της
κι εχωσε τις βελονες τους στα ματια του και τα ξεριζωσε
απο τις κογχες τους.
Αιματωβαμμενος βγηκε στο μπαλκονι και παρουσιαστηκε
στο πληθος ,που ουρλιαζε εναντιον του παρακινουμενο
απο τους λαοπλανους και με φωνη αργοσυρτη κραυγασε:
''Ιδου ο Ανθρωπος''
Μετα απο εκεινα,εχοντας στο πλαι τις δυο κορες απο εκεινο
τον γαμο με την μανα,περασε στους δρομους της πολης του,
που τον δοξασε και τον εξορισε,τυφλος,ακουμπωντας πανω
σ'ενα ξερο κλαδι ελιας και βγηκε στη εξοχη κι εφτασε εκει,
που λαλουν τ'αηδονια.
Στα ματια του,που δεν εβλεπαν πια τα εφημερα του κοσμου,
ειδε καθαρα τα ανειδωτα και καταλαβε με δεος τα ακατανοη-
τα
.
.
θ'
.
Με τα παραμυθια παληα παιδευονταν οι αν-
θρωποι και στα συναισθηματα και στα κοινω-
νικα ζητηματα.
Μια φορα κι ενα καιρο περασμενο , ενας φη-
μισμενος αρχιτεκτονας πηρε εντολη απο τον
αρχοντα της χωρας να χτισει ενα κατασκευα-
σμα , που οποιος μπει στο εσωτερικο του η '
στα εγκατα του να μην μπορεσει ποτε να βρει
την εξοδο του απο εκει μεσα .Εκεινος , που
θεωρουνταν σοφος , αμεσως του εδειξε εναν
ανθρωπο , πως αυτος ειναι εκεινο το
δημιουργημα , που ζηταει.Ομως αλλαζονας ο
δυναστης και φιλοδοξος τον απειλησε με τιμω-
ρια τον θανατο αν δεν πραγματοποιησει την
υψηλη επιθυμια του.Ακομα τοποθετησε ολο-
γυρα του αγρυπνους φυλακες σιδεροφρακτους
στρατιωτες , μην τυχον διανοηθει να δραπε-
τευσει.Του παραχωρησε στη διαθεση του αφ-
θονα οικονομικα μεσα και τεραστιο ανθρωπινο
δυναμικο .Στολιδια χρυσα των γυναικων και
λαμπρα διαμαντια στα δακτυλιδια δημευτηκαν,
καραβια με μεγαλα αμπαρια για τη μεταφορα
του σιταριου τωρα κουβαλουσαν δουλους στοι-
βαγμενους με τα ποντικια , για το κουβαλημα
της πετρας , το λαξεμα της , για τη λασπη του
πηλου.Εκανε πληθος σχεδια , πολλα απερ-
ριψε , μερικα τα κρατησε με βελτιωσεις : ανα-
καλυψε κι επεξεργαστηκε διαφορα γεωμετρικα
συστηματα πανω στα οποια θα βασιζε τη κατα-
σκευη [ σ' εκεινες τις ερευνες οφειλονται πολ-
λα προβληματα στα Μαθηματικα ακομα αλυτα
μεχρι σημερα] .Σε καποια απ ' αυτα , τα γεω-
μετρικα σχηματα της κατασκευης σχηματιζο-
νται απο τις πραξεις των συνολων, που αποτε-
λουνται απο σημεια του υπερβατικου χωρου .
Ομως σε ολα αυτα του ελειπε η κεντρικη ιδεα.
Το βραδυ , που θα ξημερωνε την ημερα των
εργασιων ξενυχτησε .Περιφερθηκε κατω απο
τον γεματο δισκο του φεγγαριου .Εκεινο
αρμενιζε εγκλωβισμενο στον κυκλο του μηνα.
Φανταστηκε ενα κατασκευασμα , που να
συμπεριφερεται οπως ενας ζωντανος οργα-
νισμος .Ανεπαισθητα να αυξανει η ' να ελ-
λατωνει τα μερη του στις διαστασεις τους ,
ορισμενα δε μερη να αναπαραγονται με τη
μεθοδο της συνεχους διχοτομησης . Και ο
ιδιος ο επισκεπτης να ενσωματωνεται σαν
οργανικο του στοιχειο , οπως τα εισερχομε-
να σ'ενα σωμα παρασιτα η ' μικροβια να
προκαλει μια σειρα αντιδρασεις στην
οντοτητα της κατασκευης. Θεωρησε πως
εκεινοι οι συλλογισμοι ειναι ανιεροι ,
υβριστικοι και θα οδηγησουν σε τερατουρ-
γηματα .Γυρισε απο τη νυχτερινη περιπλα-
νιση το πρωι ξημερωνοντας στο σπιτι
του , επεσε να κοιμηθει κι ο υπνος του
ηταν ησυχος κι αδιαταραχτος , αφου αδι-
αφορουσε στη σκεψη , πως θα τον τι-
μωρουσε σε θανατο αν δεν πραγματοποι-
ουσε την επιθυμια του .
Μετα τα εγκαινια των εργασιων ξεκινησε
η κατασκευη , με τοιχους ισομεγεθεις ,
ισομηκεις και ισου'ψεις , προχωρησε με
καθετους τοιχους σ'εκεινους κι εκεινο
επαναληφθηκε ολη τη μερα μεχρι τη δυση
του ηλιου , που σταματησαν οι εργασιες .
Το ιδιο επαναληφθηκε και τις επομενες
ημερες των εργασιων .Χιλιαδες ανθρωποι
κατω απο τα δυνατα βελη του ηλιου
καθρεφτιζαν στα ιδρωμενα κορμια τους
ενα τεραστιο συστημα μιας ματαιοδοξης
μηχανης .Η σταθερη επαναληπτικοτητα
του σχεδιου δημιουργησε στους ανθρωπους
συγχιση και μοναχα ο δημιουργος του
διατηρουσε τη διαυγεια στο νου του και
τη σταθεροτητα στο στοχο του .Οταν το-
ποθετηθηκε μετα απο χρονια και η τελευ-
ταια πετρα στη θεση της , τοτε ολοι με
τρομο διαισθανθηκαν το εφυεστατο τε-
χνασμα : ειχε χτιστει ενας τεραστιος ιστος
αραχνης με μοναδικο θυμα τον τυραννο.
Στο κεντρου του εσωτερικου του εγκλει-
στος ,σαν μυγα πιασμενος κι ολοι οι αλλοι
ανθρωποι τηςχωρας και οι δουλοι στον
εξωτερικο χωρο του ιστου.
Η τελευταια πραξη του δραματος παιχτηκε
με τον ακολουθο τροπο: διαλεχτηκε με
ανοιχτη ψηφοφορια ενας εφηβος , αρμα-
τωμενος με ξιφος να μπει μεσα στον
λαβυρινθο .Τον εφοδιασαν επιπλεον
μ' ενα κουβαρι σχοινι .Του το προσφερε σε
ιερη τελετη μια νεαρη ιερεια πανω σε
χρυσο δισκο με παραστασεις ταυρων .
Την μια ακρη , την αρχη , του κουβαριου την
εδεσαν σ' ενα σταθερο σημειο στην εισοδο του
λαβυρινθου και ξετυλιγοντας το κου-
βαρι ο ηρωας εφτασε στη κεντρικη αι-
θουσα.Μεσα στο μισοσκοταδο αντι-
κρυσε τρομακτικες τοιχογραφιες
στους τοιχους .Εκει σκοτωσε μετα απο
μαχη τον δυναστη .Οταν επεστεψε τρο-
παιοφορος , τυλιγοντας τον μιτο , και
τον ρωτησαν τι ειδε και τι εκανε ,ανα-
φερθηκε σ' ενα θηριο , σ'ενα τερας , με
κεφαλη ταυρου πανω σ'ενα σωμα αν-
θρωπου . Κανεις δεν τον πιστεψε , θεω-
ρησαν τα λεγομενα του φανταστικα ,
προκαλουμενα απο τη δυσκολια και τον
μεγαλο κινδυνο του εγχειρηματος.
Την αλλη μερα πρωι ξημερωνοντας ο
αρχιτεκτονας αναχωρησε σε αλλη χωρα,
περα απ ' τη θαλασσα , για να μην τον
εξαναγκασουν με τη βια να καταστρεψει
το εργο της επιθυμιας του
.
.
ι'
.
Μια φορα κι ενα καιρο ζουσε στον κοσμο μια γυ-
ναικα μονη χωρις αντρα με τον μοναχογυιο της.Τον
μεγαλωνε με την φτωχεια,μαζευε χορτα να φανε,γυ-
ριζε στα χωραφια και μαζευε τα σταχυα,π'αφησαν
οι θερισταδες να κανει λιγο αλευρι να ψησει ψωμι,
μαζευε και τα σταφυλια ,π'αφησαν οι τρυγηταδες
και τα ζυμωνε κρασι,μαζευε και τις ελιες ,που πα-
ρατουσαν στα δεντρα και τις ελιωνε να βγαλουν
λαδι,ενα μερος να φανε ,ενα μερος για τον φωτισμο
τη νυχτα.
Το παιδι σαν μεγαλωσε δεν το'στειλε στο σχολειο.Τι
χρειαζονται τα γραμματα στους φτωχους ανθρωπους;
Εκεινη του εμαθε τα ονοματα και τις χρησεις των βοτα-
νων,τις κινησεις και τις θεσεις των αστεριων στον
ουρανο,τον Σειριο,την Μεγαλη Αρκουδα,τον Πο-
λικο Αστερα,την Πουλια.Το εμαθε τις εποχες του
χρονου,την ανοιξη το καλοκαιρι το φθινοπωρο και
τον χειμωνα,,ποτε θεριζουν τα σπαρτα,σιταρι βρωμη
και κριθαρια,ποτε τρυγουν στ'αμπελια τα μοσχοστα-
φυλα ,ποτε ψαρευουν την μαριδα ,ποτε τη σαρδελλα,
στη θαλασσα,ποτε ειναι ο καιρος να κυνηγησουν τους
λαγους,τις χηνες και τα παπια.Και του'πε να'ναι ομορφος
και γερος στο σωμα ,και τα λογια του να'ναι λιγοστα και
φρονιμα.Να'ναι και δικαιος και να νοιαζεται τον αλ-
λον ανθρωπο .
Οταν εγινε αντρας τ'αποφασισε κι εφυγε για τα ξενα
και τα μακρυνα.Εκει να βρει χωραφια παχια να σπει-
ρει να θερισει,εκει να βρει αμπελια να κλαδεψει,εκει να
βρει θαλασσα πλατια βαθεια να ριξει στα ψαρια διχτια.
Εφυγε και περασε βουνα καμπους και ποταμια,και συναν-
τησε μεγαλες πολιτειες και συναστραφηκε με πολλους
ανθρωπους.Εκανε και περιουσια με τον ιδρωτα και
την τεχνη του.
Εκει περα στα ξενα και τα μακρυνα παντρευτηκε γυ-
ναικα,και την ειχαν για μαγισσα,πως ξερει τροπους
με βοτανα να δενει τα κορμια μαγεμενα,και πως αν
σ'ακουμπουσε ,ελεγαν,με το χρυσο ραβδακι της σε με-
ταμορφωνε σε χοιρο.Τετοια γυναικα μαγισσα ηταν
και τον μαγεψε και τον πηρε για αντρας της κι ας ηταν
φρονιμος.
Ηρθαν οι μερες και πηγαν,οι μηνες και τα χρονια δια-
βηκαν,μητε γραμμα μητε νεα λαβαινε η ερημη η μα-
να του.
Εκεινη ολα τα βραδυα κι ολες της νυχτες ανοιγε το
παραθυρο ,και της φαινονταν της αμοιρης πως εφτα-
νε μεσα απ'τα κυπαρισσια και τις ελιες ο αερας και
ακουγε λυπητερη φωνη λυπητερο τραγουδι περα απο
τα περατα τα μακρυνα.Κι ελεγε η φωνη:
''Καλοτυχα ειναι τα βουνα
οπου βοσκουνε τα περδικια
Καλοτυχοι ειναι οι καμποι
οπου λαλουνε τ'αηδονια
και μενα το βαριομοιρο
με δεσανε στα ξενα
με τρεις αλυσσους με δεσανε
σκλαβακι να με πανε''
Κι εκεινη η βαριομοιρη σαν τ'ακουγε το πονεμενο
τραγουδι την επερνε το παραπονο και το βαρυ το
κλαμα ,της λυνονταν τα γονατα,κι ηθελε να ξεριζω-
σει την καρδια της.
Οταν δεν αντεξε στον πονο και στα βασανα και τε-
λειωσε τις μερες της πεταξε η ψυχουλα της σαν το
πουλι πουλακι στα ξενα και τα μακρυνα.
Κι ως πετουσε στο ταξιδι της στα βουνα στους καμ-
πους κυνηγοι την πηραν για παπια αγριοπαπια και την
σημαδεψαν.Κανενας δεν την πετυχε.Και την σημαδε-
ψε κι εκεινος ο δυστυχος ο γυιος και την πετυχε κατα-
στηθα τη μανα.
Εκει στο χωμα ,που'πεσε φυτρωσε στον χρονο πανω
γλυκομηλια,που φουντωσε στους κλωνους,τα μηλα
φορτωμενη.Κι οποιος απλωνε το χερι να κοψει καρπο
ψηλωνε και δεν εφτανε ,μοναχα στον μοναχογυιο της
χαμηλωνε να κοψει καρπο να φαει και να δροσισει.Και
τρωγοντας απ'τον γλυκο καρπο του'ρθαν στο μυαλο
τα λογια της μανας σαν ητανε παιδι κοντα της.Να'ναι
δικαιο και να'ναι φρονιμο.Και γυριζοντας στο σπιτι σκο-
τωσε τη μαγισσα γυναικα.
Υστερα διαλεξε γυναικα ομορφη στην οψη και φρο-
νιμη στα λογια.Και του γενησε η λυγερη κορη θυγατε-
ρα ομορφη να δωσει το ονομα της πικρομανας του.
Τι Ευγενικια την ελεγαν.
Κι εκανε η μηλια,που φυτεψαν στον κηπο χρυσα γλυκα
τα μηλα.
Εκεινοι εζησαν καλα κι εμεις το ιδιο ζουμε.
Εγω περασα τη σειρα μου κι αλλος εχει σειρα ν'αρχισει
το παραμυθι.
.
.
ια'
.
Καποτε παληα οι ανθρωποι ζουσαν με δυσκολιες τη ζωη
τους,στα καματα του ηλιου δεν ειχαν,που να προφυλαχθουν
και στις βροχες απ'τον ουρανο αυτοι και τα υπαρχοντα τους
πλημμυριζαν.Κανενα εργο δεν ωφελουσε απ'οσα μηχανευον-
ταν να αποφυγουν τα κακα.
Αποφασισαν να φυγουν και μια μερα πηραν τις γυναικες,τα
παιδια,τους αρρωστους και τους γεροντες, τα ζωα τους και τα
πραγματα του σπιτιου τους και πορευτηκαν μερες και μηνες
διψασμενοι και πεινασμενοι.Κι οταν η μερα αλλαξε και φωτι-
σθηκε η ατμοσφαιρα η ψυχη τους επιτελους ημερεψε.
Σταθηκαν σ'ενα αγνωστο μερος,εκει εκτισαν τα σπιτια τους
με τις πετρες,που πηραν απ'τη γη,εκει παντρευτηκαν οι αν-
τρες τις γυναικες και πληθυνθηκαν.Οι αντρες κυνηγουσαν
στα δαση ελαφια και ζαρκαδια και αγριογουρουνα,στη θαλασ-
σα ψαρευαν,αφθονα τοτε τα ψαρια,και στα ποταμια ψαρευαν
χελια και πεστροφες.Η ζωη τους ειχε αλλαξει,κι ηταν ευτυχι-
σμενοι.
Μοναχα ενα παιδι μεσα σ'αυτους ,ενα παιδι ορφανο,δεν ησυ-
χαζε κι ειχε στην καρδια λυπη.Καποια μερα εφυγε να γυρισει
πισω στα μερη ,που πρωτα ειδαν τα ματια του κι εκει πρωτο-
μιλησε.Οταν εφυγαν ηταν πολυ μικρος και δυσκολευτηκε πο-
λυ να ξαναβρει εκεινο το μερος.Ολα τα θυμονταν θολα και
θαμπα,και μονο στον υπνο του τα' βλεπε καθαρα και φωτισμε-
να.Και οταν ξαναγυρισε βρηκε τα σπιτια τους ερειπωμενα,
εκει μεσα σερνονταν φιδια,κι ειχε φαρμακερους σκορπιους,οι
δρομοι ειχαν χαθει μεσα στα χορταρια και τ'αγκαθια.
Εψαξε και βρηκε τα κοκκαλα τους,ξασπρισμενα,συγκινημε-
νος τα μαζεψε,τα καθαρισε με νερο και τα μοσχομυρισε στα
αρωματα των αγριων λουλουδιων,υστερα εσκαψε με τα χε-
ρια του το χωμα και τα εθαψε στη γη.Γυρω -γυρω απο το
μνημα εκτισε εκκλησια,την εκανε σταυρο στο σχημα,στην
κορυφη της καμπυλωσε τρουλο,πηρε πηλο και τον επλασε
επειτα τον εψησε ,εφτιαξε τα κεραμιδια και την σκεπασε,
και μεσα στην εκκλησια εστησε ξυλινο τεμπλο,πανω του
σκαλισε φυλλα και βεργες αμπελιου και ανθη,ακομη την
εικονογραφησε με αγιους,και στην κογχη του ιερου εκανε
την γεννηση,ανοιξε και παραθυρα να μπαινει το φως της
μερας του ηλιου και την νυχτα το ασημι του φεγγαριου.
Σαν τελειωσε εκεινο το εργο σαραντα μερες νηστεψε
Σαν περασαν οι σαραντα μερες καλεσε ολα τα πουλια του
τοπου ανοιγοντας την πορτα και τα παραθυρα της εκκλησι-
ας να μπουν στην εκκλησια να ψαλλουν με τις φωνες τους.
Οταν τελειωσε και μ'εκεινο το εργο επεστρεψε.
Σε κανεναν δεν μαρτυρισε τιποτα.Παντρευτηκε,εκανε πολ-
λα παιδια και δουλευε στα χωραφια μεχρι,που τελειωσαν
οι μερες του πανω στη γη.
Το παραμυθι αυτο,που σας ειπα μου το παρεδωσε ενας γε-
ροντας αναχωρητης,εξηντα χρονια ειχε στις εκκλησιες της
ερημιας.
.
.
ιβ'
.
Μια φορα ζουσε ενα παιδι μονακριβο, με τη μανα
του ολες τις μερες του χρονου και με τον πατερα
του, που θαλασσωνονταν , σαν επερνε να
χειμωνιαζει ο καιρος,την εποχη ,που αγκυρο-
βολουσαν τα καραβια στα λιμανια για το
φοβο της τρικυμιας και των ανεμων.Δεν ηθελε
τα γραμματα , μητε τα σπουδαγματα, η ψυχη
του λαχταρουσε μοναχα τη μουσικη.Μαθαινε
στο βιολι με το δοξαρι του τα φερσιματα των
κυματων στα βραχια και στα χαλικια ,κρατουσε
στις χορδες του τα κελαηδισματα των πουλιων
και τ'απελευθερωνε παιζοντας, τ'αηδονι την
ανοιξη στα ευκαλυπτα και την καρδερινα,
που γλυκολαλει ,ακουγε και τον ανεμο αναμε-
σα στα φυλλα της ελιας να μουρμουριζει
κι αποτυπωνε τη φωτεινη γραμμη ,
το οργωμα, του φεγγαριου στο χωραφι
τ'ουρανου , υστερα επαιζε τη ''μαντζου-
ρανα'',που του διδαξε να παιζει στο βιολι
οσο ζουσε ενας γεροντας σοφος δασκαλος
της μουσικης,εκεινους τους ρυθμους ,που
προερχονταν απο τα οργανα τη ζυγια
της τσαμπουνας , τα χερια του φτερουγιζαν
ασκημενα στη δεξιοτεχνια .Αργοτερα
επακολουθησαν οι διηγησεις των αντρων
και των γυναικων ,κι αλλαζε σε σκοπους
γαμηλιους και χορευτικους ,φθογγοι ,λε-
ξεις κι ολοκληρη η γλωσσα μας χορευε
στη ψυχη του .
Εκεινα τα χρονια ζουσε ο βασιλιας ,που
κατειχε τα σιταροφαγα αλογα και τους
ψηλους πυργους,κι ειχε τη δυναμη να
εξουσιαζει τους ανθρωπους ,τα ζωντανα
και τ'αψυχα.
Σαν τον χτυπησε το κακο στο σπιτι του
εστειλε να'ρθουν οσοι μεσα κι εξω απ 'το
βασιλειο του δυνονταν να γιατρεψουν
τη βασιλοπουλα απ'την αρρωστεια της.
Κι οπως ειχε σταματησει να τρεφεται
η οψη της χλωμιασε πολυ ,οπως χλωμιαζουν
και σβηνουν τ'αστρα της νυχτας στον
ερχομο της μερας και του ηλιου.Κι η ομορ-
φια στα ματια τα ματοκλαδα χαθηκε
μαζι με την ασπραδα του κορμιου ,που
ματι κρυφο ποτε δεν ειδε στον
κοσμο.Και πως ξαφνικα σταματησε
να γελα το στομα με τα μαργαριταρενια
δοντια , και τα μαγουλα σαν τα κοκκινα
τριανταφυλλα στον φραχτη του κηπου
φυλλοροησαν στο αποτομο φυσημα
τ' ανεμου ,τ'αγγιγμα.
Οποιος την εκανε καλα,διαλαλησαν
οι κηρυκες ,εκεινον θα παντρευονταν
η βασιλοπουλα και θα βασιλευε στο βασι-
λειο.
Κινησαν τοτε κι απ'τα τεσσερα περατα
του κοσμου παλικαρια διαλεχτα , κινησε
κι εκεινο το μικρουτσικο το μοναχο.Η μανα
του του φωναξε κι εκεινο διαβαινει τα ορη
τα βουνα, η μανα του του ξαναφωναξε κι
εκεινο πορευεται στη νυχτα με φεγγαρι , η
μανα του το ευχηθηκε κι εκεινο εφτασε
στο παλατι του βασιλια .
Κανενας δεν πετυχε να γιατρεψει τη βασι-
λοπουλα , μητε με τα τεχνασματα μητε
με τ'αστεια λογια πετυχε , μητε με την ομορ-
φαδα και την λεβεντια του.Εκεινη στεκωνταν
ακινητη σαν να'ταν μαρμαρωμενη, μητε
ετρωγε μητε γελουσε.
Σαν ηρθε κι η σειρα του νιουτσικου κι εστα-
θηκε αντικρυ στη βασιλοπουλα , πηρε στα
χερια το βιολι τοιμασε το δοξαρι και στις
χορδες κυλησαν τα κυματα στην αμμο
της ακρογυαλιας χιλια γλυκοφιληματα,
κι επειτα δοξαρισε επιδεξια το σταλαγμα
της κληματαριας καθως φουντωνει στους
χυμους , υστερα συνοδεψε τα πεταγματα
της χελιδωνας σαν ερθει η ανοιξη κι ανοι-
ξει ο καιρος . Πηρε γλυκοφωνα το νανου-
ρισμα της μανας στο μικρο παιδι ,πο'χει
στη κουνια :''κοιμησου αστερακι μου και
σου παραγγειλα με τον ηλιο το φεγγαρι'',
και το τραγουδι ,που πλεκει η φαλαινα
επαιξε .
Ομως ,τιποτα .Εκεινα δεν ειχαν αποτελεσμα
κανενα , μεσα στις τοσες φωνες του βιολιστη.
Κι ωρες πολλες εκεινος επαιζε ακαταπαυστα
το οργανο :μηπως κι ανθισει το χαμογελο
στα κλειστα χειλη , μηπως και πηδηξει η χαρα
απ'τ' απνοα στηθη.
Αλιμονο, καθως δεν ειχαν αποτελεσμα κανενα
οι μουσικες του , αποκαμε ο λαλητης , κι η
ψυχη του σφιχτηκε ,μαραθηκε και τοτε
σιγα-σιγα σαν απο λευκο κυκνο ,που
μονος αργοπεθαινει ξεχυθηκε μακροσυρτο
παραπονο ,της απελπισιας ποταμι ελευθε-
ρωθηκε ,και λοξοδρομησε στα κρυφα τα
λογια της αγαπης κι ηταν απ'τα χρυσαφια
στα μαλλια της ,που θαμπωθηκε κι ηταν
,που'μοιαζε στον κρινο το λευκο ο λαιμος
της , στο γαρυφαλλο το χρωμα των
χειλιων της κι επαιζε πληγωμενος της
αγαπης το τραγουδι. Κι επαιζε κι επαιζε.
Εκεινη ,σαν απο βαθυ υπνο να ξυπνησε,
χρονια κοιμωμενη , ροδισε στα μαγουλα
σαν την αυγουλα , τα ματια ανοιξε κι ελαμ-
ψε σαν ηλιος στην οψη η ομορφαδα της ,
και το χαμογελο κυλησε κελαριστο στο
προσωπο της ,κι εκεινη η ομορφη η ζη-
λευτη αναστηθηκε στ'ακουσματα της
μουσικης του.
Καθως ταχτηκε του την δωσανε νυφη γυναικα
στο πλευρο του .Περασανε τα στεφανα και μια
βδομαδα γλεντουσαν και χορευανε.
Κι ετσι αυτοι ζησανε καλα κι εσεις ακομα καλυ-
τερα.
Εγω ,που ολα εκεινα διηγηθηκα, γλεντησα και
μεθυσα μαζι τους
.
.
.
16 ΜΙΚΡΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ [ και 5 ζωγραφιες ]
16 SORT FAIRY TALES[and 5 paintings ]
.
.
α'
.
Μια φορα κι ενα καιρο εκανε χρονια να βρεξει
κι ο ηλιος ειχε σιμωσει τη γη και την κατακαψε.
Σ'ολοκληρη την επιφανεια της γης ηταν σκορπι-
σμενα τα πτωματα των ανθρωπων αταφα και τα
κορακια κατετρωγαν τις σαρκες τους. Μεσα στην
απελπισια οι καταρες μαζυ με τις βλαστημιες και
τις ικεσιες για ελεος υψωνονταν στους ουρανους,
σαν τους καπνους οταν καινε στις αθημωνιες τα
ξερα χορτα.Ανθρωποι σκελετωμενοι με μακριες
γενειαδες τους καλουσαν να μετανοησουν γιατι
εφτασε η συντελεια του κοσμου, και τοτε πολλοι
εχασαν τα λογικα τους και τρελλαθηκαν κι αλλοι
πανω στην απελπισια τους σκοτωσαν τους ιδιους
τους εαυτους των.Αυτος δεν εδειξε ελεος κι ολοι
χαθηκαν για παντα
.
.
β'
.
Η νυχτα ειναι μεγαλη και δεν διαβαινει διχως λο-
για, πρωτος λοιπον αρχιζω στη σειρα να λεω το
παραμυθι.Θα ηταν τα πολυ παλια χρονια ,που ο-
ταν γεννιοταν ενας ανθρωπος την ιδια στιγμη
μ'αυτον γεννιοταν κι ενα αλογο,που τον συντρο-
φευε σ'ολη του τη ζωη.Αν το ζωο παθαινε κακο,
κακο παθαινε κι ο ανθρωπος και το αντιθετο :αν
παθαινε καλο ο ανθρωπος,καλο παθαινε και τ'α-
λογο..Βρεθηκαν τοτε τσαρλατανοι να παινευον-
ται πως μπορουν να ξεγραψουν τα γραμμενα, κι
ηταν πολλοι οι αφελεις ,που τους πιστεψαν κι ε-
τρεξαν σ'αυτους για τις μαγιες τους,που ομως δεν
τους ωφελησαν.Κι αυτη η γεννια των ανθρωπων
εζησε πανω στη γη τρεις χιλιαδες χιλιαδων χρο-
νια. Απομειναρια τους και λειψανα υπαρχουν α-
κομα κι εχουν συναντηθει πολλα ως τα σημερα,
μερικα απ'αυτα παραμενουν στις συνηθειες και
στη γλωσσα μας.
.
.
γ'
.
Ημουν μικρος σαν ακουσα αυτη την ιστορια ,και
το μυαλο μου δεν ηταν ωριμασμενο,μητε κατεχα
τη γλωσσα.Στα παλια χρονια μια φορα ενας γερον-
τας ζουσε ,ακληρος,με τη γυναικα του, κι ηρεμοι
προσμεναν να ησυχασουν για παντα.Μια μερα,που
η γρια πηγε να μαζεψει χορτα ακουσε μιλια ανθρω-
πινη που πολυ την ταραξε, γιατι προερχονταν απο'
ναν τοσο δα μικρουλικο ψυλλο:''παρε με κυρα ,να
μ'εχεις γυιο''.Το σκεφτηκε η γρια ,το ξανασκεφτηκε,
δεν της φανηκε παραλογο κι αποφασισε να τον πα-
ρει στο σπιτι.Ο γερος ευχαριστηθηκε πολυ κι εκα-
νε χαρες, κι ολη η μεριμνα κι η φροντιδα του ηταν
αυτος ο μικρος γυιος του.Εκεινος για να τους δια-
σκεδασει και να τους κανει να γελασουν εκανε
διαφορα πηδηματα απο δω κι απο κει.Ετσι περνου-
σε ο καιρος και τα χρονια ,ο ψυλλος φαινεται με-
γαλωσε γιατι τους ζητησε να τον παντρεψουν και
μαλιστα με τη βασιλοπουλα τη μονακριβη κορη
του βασιλια, που ηταν ασπρη σαν το γαλα και ρο-
δαλη σαν το τριανταφυλλο.Τι να κανουν ,δεν η-
θελαν να του χαλασουν χατηρι ,μια και δυο πανε
στο βασιλια.Το και το ,αυτος στη αρχη τους πηρε
στα γελια, μα υστερα θυμωσε πολυ κι ηταν να
φοβασαι.Σαν εφτασαν οι γεροι στο σπιτι απραχτοι
με την αρνηση του βασιλια επεσε ο κακομοιρος
ο ψυλλος του θανατα κι εκεινοι ηταν πολυ απελ-
πισμενοι.Τα πραγματα πηγαιναν απ'το κακο στο
χειροτερο και χειροτερεψαν παντελως σαν μαθευ-
τηκε πως αρραβωνιαστηκε η βασιλοπουλα αλλον
και μαλιστα την Κυριακη ,που μας ερχεται θα
τον παντρευονταν.Τοτε απ'το κρεβατι ,που κειτον-
ταν αρρωστος σηκωθηκε ο ψυλλος .Καλεσε και
μαζεψε μεγαλο στρατο απο ψυλλους πολεμιστες
και τους εστειλε γενναιους κι αρματωμενους
παση θυσια να ματαιωσουν τους γαμους της
βασιλοπουλας.Κι ετσι εγινε.Η μαχη ηταν σκληρη
κι ο πολεμος ανελεητος:οποιον τσιμπουσαν οι ψυλ-
λοι πεθανε αμεσως η' αρρωστενε βαρεια κι αγια-
τρευτα.Ειδε κι αποειδε ο βασιλιας ,τι να κανε ;πα-
ραδοθηκε στο στρατο των ψυλλων κι αυτος κι
ολοκληρη η οικογενεια του μαζυ με το βασιλειο.
Και ταχια την αλλη Κυριακη οριστηκαν οι γαμοι.
Ο ψυλλος κι η βασιλοπουλα παντρευτηκαν ,και
ζησανε αυτοι καλα κι εμεις καλυτερα.
.
.
δ'
.
Εκεινα τα χρονια ,που δεν ζουσε ο παππους ,ουτε
ο προπαππους μου ο αφεντης ,που αφεντευε τον
τοπο ηταν κακος κι αχρειος δυναστης.Αλυσσοδενε
τους ανθρωπους τη νυχτα και τη μερα απ'τ'αγρια
χαραματα ως το βαθυ βραδιασμα τον εδουλευαν
σκληρα κι ασταματητα.Τοτε ειδαν τη μεγαλη αδι-
κια ,που γινονταν στους ανθρωπους τ'αγρια ζωα
και μαζωχτηκαν σε συναξη μεγαλη μυστικη να
κρινουν.Κι η κριση να εκτελεσουν ηταν αμετα-
κλητα καταδικαστικη για τον δυναστη τυραννο.
Αφου τον συνελαβαν ,τον δεσανε σφιχτα με χον-
τρο σχοινι απ'τον λαιμο ως τα ποδια ,πισθαγγωνα.
Κι ετσι τον εστησαν μπροστα σ'ενα βραχο , ψηλο
ξεροβραχο και ριχνοντας του απανωτα βελη αιχ-
μηρα ως να δυσει ο ηλιος τον κακοθανατωσαν .
Οπως του'πρεπε πληρωθηκε.Οσοι μετα απ'αυτον
κυβερνησαν ησαν φρονιμοι και βαδιζαν στη δι-
καιοσυνη για τον μεγαλο φοβο μηπως κι αυτοι
παθουν τα ιδια και χειροτερα απο εκεινον.
.
.
ε'
.
Μια φορα κι ενα καιρο ηταν ενα παλλικαρι,γυιος
μιας χηρας ο μονογεννης .Η αντρειωσυνη του
ηταν ξεχωριστη μεσα στ'αλλα παλλικαρια και
σαν ακουσαν τ'αυτια του πως δρακοντας κακος
κρατα το νερο της πηγης να μην κυλησει και
να μην ποτισει τους κηπους και τα στοματα των
ανθρωπων να μην ξεδιψασει ,αλλα και ολων
των αλλων ζωων ,εδραμε ευθυς καβαλλα στ'ασ-
προ του αλογο φοβερος στην οψη .Κι ως ζηγωσε
στα μερη που κατοικουσε εκεινο το θεριο δεν
λιγοψυχισε η καρδια του , μονο βιτσια δινει
στ'αλογο και την ξαναδευτερωνει.Οπως το θεριο
ξαντικρυσε πεταει να κονταρισει και ξαστοχησε,
ευθυς βγαζει σπαθι σπαθακι να το σπαθισει στη
καρδια ,τσακησε το σπαθακι και ξεσπαθισε ο
διγενης.Κι οταν ο δρακοντας τον ειχε πια απο-
δυναμωμενο στα δυνατα του χερια εκεινη ακρι-
βως την ωρα αναθυμηθηκε τη μανα του στο
σπιτι και πως την αφηνε στον πανω κοσμο μονη
και παντερμη
.
.
στ'
.
''Κοκκινη κλωστη δεμενη στην ανεμη γυρισμενη
δωστου κλωτσο να γυρισει παραμυθι ν'αρχινισει''
Παλια οι ανθρωποι ειχαν ανοιξει τρυπες βαθεια
μεσα στη γη.Εκει στα σπλαχνα της καλλιεργουσαν,
οσο κι αν φαινεται παραξενο ,σιταρια και βγαζανε
κρασι μυρωδατο απ'τ'αμπελια τους.Τοτε τους ζηλο-
φθονησαν τα μερμυγκια,που εκεινα τα χρονια ηταν
τεραστια στο σωμα, εκστρατευσανε εναντιον τους
αρματωμενα και μαχεψανε μαζυ τους.Σ'εκεινο τον
πολεμο κατανικησαν τους α;νθρωπους κι αφου τους
κυνηγησαν τους καταδικασαν να ζουν πλεον εξορι-
σμενοι πανω στην επιφανεια της γης.Τα μερμυγκια
κατασπαταλησαν τις σοδειες κι επεσαν σε μεγαλη
χρεια τροφης,ετσι αναγκαστηκαν απο την ανυποφο-
ρη ασιτεια ,που θα τα ξεκανε μεσα σε λιγο καιρο,
να εκδραμουν ξανα πανοπλα εναντιον των ανθρω-
πων,που εν τω μεταξυ ειχαν προοδευσει.Μοναχα,
που αυτη τη φορα ο Θεος βοηθησε τους ανθρωπους
κι εκεινα τα τιμωρησε να μεινουν μικρα κι αδυνατα
για την απληστια ,που δειξανε .
.
.
.
.
ζ'
.
.
Τωρα θ'αρχισω εγω με τη σειρα μου να ιστορω το
παραμυθι:Μια φορα μεσα στο δασος στο πιο απρο-
σιτο μερος του ηταν χτισμενη μια μεγαλη πολιτεια,
που εκτεινονταν και στα τεσσερα σημεια του ορι-
ζοντα.Ηταν τοσο απομακρυσμενη απ'τους ανθρω-
πους που ανθρωπινο ον ποτε δεν πατησε σ'εκεινα
τα μερη.Οι γεφυρες ηταν σαν τεραστια τοξα πανω
απο τις ξεραμενες κοιτες των ποταμων,που καποτε
την διεσχιζαν σ'ολο της το μηκος και τα καμπαναρια
στις εκκλησιες της ,που ηταν αμετρητες, εμοιαζαν
με υψωμενα δαχτυλα.Περνουσαν τα χρονια ερημα
κι ετσι θα ησαν και τα μελλουμενα αν τα πουλια,
που τα χρονια εκεινα ειχαν φωνη και μιλουσαν,δεν
προδιδαν το κρυμενο μυστικο στους ανθρωπους.
Εκεινοι απ' την αλλη μερα κιολας βαλανε χιλιαδες
μυριαδες ξυλοκοπους να ξυλοκοπησουν τα δεντρα
του δασους ,μα οσο και να ψαξανε δεν μπορεσαν
ποτε να βρουν την κρυμενη πολιτεια.
.
.
η'
.
Ριξτε ακομα ενα κουτσουρο στη φωτια στο τζακι
ωσοτου ν'αποκαει ν'αποσωσω το παραμυθι.
Μια φορα στα χρονια ,που περασαν και διαβηκαν
μια μανα ειχε ενα μονακριβο γυιο.Κι οταν τη
νυχτα ,που γεννηθηκε ,ηρθαν οι μοιρες τον μοιρα-
ναν και του 'ταξαν κακα βασανισμενα.Η δολια η
μανα,που παραφυλαξε τ'ακουσε ολα και ταραχτηκε
στη καρδια συνθεμελα.Κι απο τοτε πολλα μηχανευ-
τηκε ν'αποφυγει το παιδι της τα γραμμενα: με γυναι-
κεια ρουχα τον εντυσε και τον εστειλε στον γυναι-
κωνιτη μεσα στις κοπελλες κρυμενο να μαθει τον
αργαλειο και το κεντημα στο χερι.Μα η ομορφαδα
του στα μαυρα ματια και η γυαλαδα του στα μαγου-
λα ξελογιασαν μια ασπρη λυγερη και κεινη η ανο-
μη γκαστρωθηκε.Μεσα στους εφτα τους μηνες ξε-
γεννησε σαν τις κατσικες στο μαντρι του γιδοβο-
σκου κρυφα.Το παιδι ητανε σημαδεμενο οπως ο
κυρης του και σαν αντρωθηκε επραξε ανομα πολ-
λα: παντρευτηκε ο αδιαντροπος τη μανα του και
την κοιμηθηκε τα βραδυα στην αγνοια της ,τον δε
πατερα σαν τον βρηκε βαρια ανημπορο στο στρω-
μα αρρωστο αφου πρωτα με το αιχμηρο μαχαιρι
του ξερριζωσε και τους δυο οφθαλμους απ'τις
κογχες τον πεταξε τον αμοιρο μαζυ μ'αυτους στα
πεινασμενα γουρουνια να τον κατασπαραξουν
αγρια .Κι αλλα πολλα ιδια και χειροτερα εγκλη-
ματα θα συνεβαιναν αν τα ιδια του τα παιδια δεν
αποφασιζαν με σκληρο κι ακαμπτωτο ξυλο να
του τρυπησουν τη καρδια στο στηθος ,αφου
αποβραδυς τον ποτισαν με δυνατο κρασι να ζα-
λιστει ν'αποκοιμηθει ,τι μοναχα στον βαθυ υ-
πνο μπορουσαν να τον κανουν καλα.
.
.
θ'
.
Τα αστρα εχουν ακομα ωρα να βολταρουν στον
ουρανο κι αργει πολυ ν'ανατειλει το λαμπερο ασ-
τρο της αυγης.Μου'λεγε η μανα μου το παραμυθι,
που της παραδοθηκε απ'τη δικια της μανα.
Μια φορα κι ενα καιρο μια βοσκοπουλα βοσκου-
σε τις χηνες κι ενα μικρο χηνοπουλο της μιλησε
μ'ανθρωπινη φωνιτσα: ''Σκαψε ,λυγερη, εκει
μπροστα στα ποδια σου που βρισκεσαι''.Κι αυτη
το ακουσε κι ετσι εγινε,εσκαψε ,και να μην πολ-
λυλογουμε βρηκε κασελα αργυρη ,γεμισμενη με
διαμαντικα και χρυσα.Μ'αυτα στολιστηκε,γιορ-
τανια και χρυσες καρφιτσες, την Κυριακη να
βγει για το σεργιανι.Μ'αυτα βγηκε κι ελαμπε
σαν τον ηλιο τη μερα σαν το φεγγαρι τη νυχτα.
Οι ανθρωποι ομως ειναι κακοι και φθονεροι και
την ζηλεψαν :την παραειδανε για κλεφτρα,στη
φυλακη την κλεισανε.Εκεινη η βαριομοιρη
ολη μερα κι ολη νυχτα εκλαιγε και φωναζε πως
ειναι αθωα πως τιποτα δεν εκλεψε, πως ,να, ενα
χηνοπουλο εκει που βοσκουσε τις χηνες της
εδειξε τον κρυμενο θησαυρο εκει μπροστα στα
ποδια της.Κι οι φυλακες που την κρατουσαν
κλεισμενη στη φυλακη ηταν σκληροι στη
καρδια και την περιγελουσαν:'' Α κι εγω, ομορ-
φουλα , αμα κλεψω θα φωναζω πως γι'αυτο
φταιει ενα χηνοπουλο ασπρο και ζουμερο της
μανας του καμαρι ''
Και λεγοντας αυτα οι παρανομοι κι ανομοι
αδιαντροπα την μοιρασαν την ασπρη στα
ζαρια .Ποιος παιρνει τα διαμαντικα και τα
χρυσαφια .Και ποιος παιρνει την ομορφουλα
με τη σειρα του .
.
.
ι'
.
''...Τα Παραμυθια μετα[γραφουν] και κατα[γρα-
φουν] το α[συνειδητο].Η Πλοκη του Παραμυθιου
βασιζεται στα Πρωτα Στοιχεια [Κανονες ] της
Λογοτεχνιας :Μεταφορα , Συμπυκνωση,Μετωνυ-
μια,Το Μερος Για Το Ολον.
Το Περιεχομενο τους δομειται πανω στις Υπερ[βα-
σεις] της Γλωσσας.
Οι ανθρωποι ποτε δεν εγκατελειψαν την παρα-μυθια
αφηγηση, απλα μετα[αλλαχτηκε] ο αφηγηματι-
κος τροπος ...
Τελειωνω την Διαλεξη μου '' Η Μορφολογια του
Παραμυθιου'' μ'ενα ... Παραμυθι'' :
''Μια φορα κι ενα καιρο δυο κοπελες ειχαν στην
ακρη αδερφο μικροτερο.Κωνσταντακη τ'ονομα.
Η μια κοπελα ηταν ασπρη σαν τη μερα κι αλλη
μαυρη σαν τη νυχτα και τον αγαπουσαν σαν τα
ματια τους τα δυο τον Κωνσταντακη.Ειχαν απο
μικρες ορφανεψει και τον μεγαλωσαν με το με-
λι με το γαλα.Τον περναν παιδι στον ποταμο μα-
ζυ τους να πλυνουν τ'ασπρορουχα.Και στον αρ-
γαλειο που 'φαιναν τα κιλιμια και τις μαντανιες.
Και συχνα πυκνα τον επαιρναν στα γλυκοφιλη-
ματα για φιλια στο μαγουλο για στα χειλη για
στο μετωπο.Περασε ο καιρος κι ηρθε καιρος
που μεστωσε το κορμι τους , ειχαν απλωσει
κλαδια κι ανθους ανθισει.Η ομορφια των θυγα-
τερων οπως τ'αρωμα στα τριανταφυλλα του
κηπου την ανοιξη εποχη του χρονου.
Εν τω μεταξυ απο κοντα κι ο Κωνσταντης τις
παραβγαινε στην ωραιοτητα και το κορμι ειχ'αν-
δρωθει . Τα πονηρα λογια του κοσμου φουσκω-
σαν ,κυλλησαν και πηραν δρομο: ''Για δεστε
αδερφαδες της παντρειας σαν τα κρινα τ'αγρου
και δεν ντρεπονται ν'αγαπαν αντρικα τον αδερφο
τους''
Εκεινα τα κακομοιρα πολυ καιρο δεν χαρηκαν.
Επεσε αρρωστεια κακια αγιατρευτη στον
Κωνσταντακη και το γερο κορμι του σαπισε.
Κι οσα γιατρικα φαρμακια στον ντουνια ολο-
κληρο δεν τον φελουσαν και παει χασανε οι
αδερφες τον αδερφο .
Αποβραδυς τον κλαιγανε τον δυστυχο το βρα-
δυ τον μοιρολογανε:πως γινεται να φαει τετοιο
κορμι ομορφο η μαυρη γη .Και την αυγιτσα
σκαβουνε βαθεια πλατια τη γη για τρεις νομα-
τους χωρο .Στ'αριστερα η μια του αδερφη η
ασπρη σαν τη μερα , στα δεξια η αλλη του
αδερφη η μαυρη σαν τη νυχτα και κει στη με-
ση ο πικρο-Κωνσταντακης να τον σφιχταγκα-
λιαζουν.
Κι εριξε ο Θεος νερα τρεις μερες και τρεις
νυχτες ακαταπαυστα να τους αποκαθαρισει
απ'τ'αμαρτηματα των ανθρωπων .Κι ως εφεξε
την τεταρτη μερα το χωμα μυροβολισε σ'εκει-
νο τον τοπο.
Κι ετσι αναπαυφτηκαν τα πολυαγαπημενα ''
.
.
ια'
.
Παραμυθι -μυθι το κουκι και το ρεβυθι
επαντρεψαν το γατι και το ποντικι
Μια φορα στον καιρο εκεινο για να ταξιδεψουν
οι ανθρωποι στον αερα ψηλα κολλουσαν φτε-
ρουγες στον ωμο τους με κερι.Επειτα απο πολυ-
ημερα ταξιδια στον κοσμο γυρνουσαν πισω κι
διηγουνταν τα τοσα που ακουσαν και ειδαν.
Ενας απ'αυτους τους ταξιδευτες, ο πιο αλαφρο-
ισκιωτος , ολους τους ξεπερνουσε στα ψεματα κι
ουτε τον ενοιαζε που καταλαβαιναν τα ψεματα και
τον περιγελουσαν.Εκεινον αλλο δεν τον μαγευε πα=
ρα μονοχα η μαστορια που'χτιζε τις ιστοριες του,
σαν τους μαστορους ,τους αρχιτεκτονες ,που χτιζουν
τα μεγαλα σπιτια.
Μια φορα ,τους ειπε, πως τοσο μακρια ταξιδεψε,που
εφτασε στο φεγγαρι ,''να αυτο που βλεπετε στον ου-
ρανο'', και τον φιλοξενησαν οι φεγγαρισιοι ,που κα-
θολου δεν μοιαζουν ''με μας '' τους ανθρωπους.
Εκει ,αυτοι οι φεγγαρισιοι , τον ζευγαρωσαν με τη
βια με γυναικα ,μ'οτι τελοσπαντων αυτοι εννοουν
γυναικα.Αυτος ομως το'σκασε και να 'τος εδω μαζι
τους και τωρα ζηταει τη συμπαρασταση και τη βο-
ηθεια τους.Εκεινοι τον ειρωνευτηκαν , τον κατη-
γορισαν πως ηθελε να τους γελοιοποιησει με τα
ανοητα παραμυθια του .Κι ολοι χωρις καμια εξαι-
ρεση του γυρισαν την πλατη και τον απομονω-
σαν.
Την νυχτα που ηρθε δεν νυχτωσε ουτε και τις
αλλες νυχτες που ηρθαν δεν νυχτωσε.Αυτο πολυ
τον φοβισε ,το κορμι του ετρεμε σαν απο κρυο και
πυρετο και δεν ειχε πανω στη γη πουθενα καταφυ-
γιο να τον κρυψει.
Οταν ηρθε ο καιρος κι οι μερες του φεγγαριου,που
στον ουρανο περιοδευει τις νυχτες, ολοι αναρωτηθη-
καν γιατι αργοπορει το ταξιδι του στον ουρανο τοσο
πολυ.Και τοτε καποιος κοροιδευτικα ειπε:'' Το φεγ-
γαρι φαινεται σαν κατι να ψαχνει να βρει ''
Εκεινο μεγαλωσε στο σχημα κι αυξηθηκε στο φως
ωσπου σαν εγινε πανσεληνος φωτισθηκαν με απλετο
φως οι κρυφες σκιες της γης και ξεθαψε τα κρυμενα,
εκεινα που πηγαν να κρυφτουν.
Οταν η αλλη μερα ξημερωσε στον ηλιο μαθευτηκε
[και βεβαιωθηκε] η εξαφανιση ενος ανθρωπου.Που
ελεγε μεγαλα ψεματα.
Και τις νυχτες, που ακολουθησαν εκεινο το συμβαν
το φεγγαρι στον ουρανο ταξιδευε κανονικα οπως
πριν , μικρενε και μεγαλωνε οπως το 'χει ορισει η
φυση
Εκεινα ,που τελικα βρηκαν ηταν μονο τα φτερα του,
αποκολλημενα απ'τους ωμους του
.
.
ιβ'
.
Τα Παραμυθια,μου'λεγε ο παππους μου, ειναι για τη
ζωη των παλαιοτερων ανθρωπων και φτανουν ως ε-
μας την ιστορια τους.Εγω ομως ειχα καταλαβει πως
πολλα απ'αυτα που μου διηγουνταν τα'χε ο ιδιος ι-
στορησει .Κι αυτο το ιδιο ,να ιστορω ,το κληρονο-
μησα κι εγω.
Μια φορα κι ενα καιρο μια κορη ομορφη σαν τα
κρυα τα νερα υφαινε στον αργαλειο καμαρι της
μανας τον ουρανο με τάστρα .Κι ειχε στο νου σαν
τελειωσει με τους αστερισμους ν'αρχισει να ιστορει
τη θαλασσα,που'ναι γαλαζιος καθρεφτης τ'ουρανου.
Και πανω στο πανι να βαλει ολα τα υπαρχοντα της :
τα στειδια,το χταποδι ,τη περκα και τ'αλλα ψαρια.
Η μανα της την παινευτηκε την ομορφη κι αξια θυ-
γατερα κι ειχε στην καρδια γι'αυτην μεγαλο λογο.
Μονο σαν τον ξεστομισε οι αλλοι ανθρωποι που'χαν
κοριτσια στην ωρα της παντρειας πολυ την ζηλεψαν
κι ηρθε στο λογο τους η κακια ωρα ν'αρρωστησει τη
θυγατερα.Τα χερακια της παραλυνε και τα λαμπερα
ματια τυφλωσε, η λιγεραδα στο κορμι μαραθηκε σαν
το βλασταρακι στον παγο τη χειμωνια κι η γλυκεια
φωνιτσα χαθηκε σαν πουλακι που γλυκοκελαηδουσε μια φορα.
Κι ελεγε η μαυρομανα:
''Τι μου'γινες ετσι , καλιτσα μου, τι μου'παθες ,καλη
μου ,και μου μαραθηκες κι εριξες κλωνους και καρ-
πους;''
Κι η κορη πριν ξεψυχισει την παρηγορουσε κι ελεγε:
''Μανα μανιτσα καλη μου μανα δεν σου'τανε γραφτο
νυφουλα να με καμαρωνεις, σαν ανθισμενη αμυγ-
δαλια .Και τα προικια εμειναν ,μανα ,στον αργαλειο
η θαλασσα κι ο ουρανος ο ηλιος το φεγγαρι.Σαν
,μανα,θα σ'αφησω ,σαν ερθει ο μαυρος καβαλλαρης
ο αγγελος ,μην φοβηθεις μην λυπηθεις μονο ,μανου-
λα.να τον κερασεις το γλυκο να του ποτισεις τ'αλογο
να μου σηκωσει τη ψυχουλα απαλα κι ελαφρια για
στους ουρανους που τ'αστρα φωτανε λαμπερα πη-
γαινω,για στη θαλασσα συντροφια με στρειδια και
χταποδια''
Αυτα τα λογια ειπε η διαλεχτη και πεταξε η ψυχουλα
της σαν πουλι στον ουρανο η ' σαν περκα βυθιστηκε
στα πελαγα στη θαλασσα.
.
.
ιγ'
.
Μια φορα κι ενα καιρο στη γη γεννηθηκε και με-
γαλωσε μια κορη ,κορη του Ηλιου.Ηταν ομορφη
πολυ λαμπερη στη οψη.Το κορμι ηταν φτιαγμενο
απο διαφανο κρυσταλλο,κι ολοι την προσεχαν στα
παιχνιδια της μην πεσει μην σκονταψει:αν σκοντα-
φτε κι αν επεφτε θα γινονταν κομματια,κι αυτο τον
Ηλιο πολυ θα τον πικρανε.Τοτε ,αλιμονο τι θα γινο-
ταν,ποτε πια δεν θα ξαναδειχνε το λαμπερο του προ-
σωπο στη γη απανω και στους ανθρωπους.
Φαινεται πως μεχρι τωρα ,αυτην την ωρα, που εμεις
μιλαμε το'χουν καλα καταφερει μητε να πεσει μητε
να σκονταψει η κορη του Ηλιου
.
.
ιδ'
.
Μια φορα στα πολυ παλια χρονια ενας γιγαντας δια-
φεντευε οχι μονο τα μερη της γης αλλα και τα πληθη
των αστεριων στον ουρανο ψηλα.Αναλογα με τις δια-
θεσεις του,αρπαζε με τα τεραστια χερια ολοκληρα
βουνα και τα βυθιζε στη θαλασσα ,και με τις χουφτες
του αλλοτε βουτουσε αστρα πολλα αμετρητα και
τα'σπερνε σαν φοβερος σπορεας στα απεραντα μηκη
και πλατη τ'ουρανου.Ευτυχως που τοτε ,τα χρονια
εκεινα,δεν υπηρχαν ακομα ανθρωποι πανω στη γη.
Φαντασθητε πως θα ενιωθαν να μην βλεπουν απ'τ'α-
νοιχτα παραθυρα τους τα βουνα ,που εβλεπαν την
προηγουμενη μερα η' να μην γνωριζαν απ' τους
αστερισμους στον βραδυνο ουρανο ποια η ωρα κι
ο καιρος να σπειρουν να ψαρεψουν ποτε να φυτε-
ψουν δεντρα ποτε να καρπισουν τη γυναικα τους.
Η' αν ηταν ανηξεροι απο θαλασσα βαρκες και
κουπια να πρεπει να φτιαξουν λιμανια και να συμ-
βουλευονται ναυτικους χαρτες και πυξιδες.Και που
να βρεις τον...Πολικο Αστερα για ασφαλη ταξιδια;
Τωρα ,θα μου πειτε,πως γινεται και τα γνωριζω
ολ'αυτα και μαλιστα τα διηγουμαι ,αφου τοτε
δεν ημουν;
Πολλοι λενε πως αυτα ειναι κατασκευασματα της
φαντασιας μου η' πως οφειλονται στα μεγαλα ψε-
ματα ,που εχω την αδυναμια εδω και καιρο να επι-
νοω.
Αληθεια, ποιος ξερει;
.
.
ιε'
.
Μια φορα στους περασμενους καιρους ο ουρανος
ειχε γεμισει απ'ακρη σ'ακρη μ'αετους μεγαλοπτερυ-
γους.Πολλοι απορουσαν σφοδρα μ'αυτο το θεαμα
και δεν μπορουσαν να το ερμηνευσουν.
Οι παλαιοτεροι μαρτυρουσαν πως παρομοιο συμ-
βαν στο παρελθον δεν ειχε ξαναγινει.Ορισμενοι
νεωτεροι ,στη προσπαθεια να καταλαβουν,μιλουσαν
για καποιο θαυμα η' το χαραχτηριζαν αοριστα σαν
οραμα, οφθαλμαπατη.Με το περασμα του καιρου
ομως το συνειθισαν και δεν τους προκαλουσε πια
καμια εντυπωση .
Μια μερα ,την ωρα του μεσημεριου,ενα μικρο παι-
δι,απροσωπο οπως ολα τα παιδια του κοσμου ειναι,
σηκωσε τον δειχτη του δεξιου χεριου του στον ουρα-
νο και τους εδειξε:
''Ε ,κοιταξτε'' τους φωναξε ''δεν υπαρχει ουτε ενας
αετος στον ουρανο ψηλα''
Αυτοι ανασηκωσαν τα κεφαλια τους στον ουρανο
και με εκπληξη τον αντικρυσαν αδειασμενο.Πραγ-
ματικα ουτε ενας αετος δεν πετουσε εκει ψηλα.
Απο εκεινη την ωρα προετοιμασθηκαν για τα
μεγαλα κακα,που θα ερχονταν.Το παιδι πρωτο
απ'ολα το εσυραν σ'ενα παρατημενο ερημικο λατο-
μειο ,εκει το λιθοβολισαν μεχρι θανατου.
.
.
ιστ'
.
Μια φορα κι ενα καιρο ενας πατερας ειχε τρεις
γιους και τους καλοπαντρεψε.
Ο πρωτος ο μεγαλυτερος πηρε γυναικα υφαντρα
παινεμενη ,ο δευτερος παντρευτηκε γυναικα περι-
βολαρισα κι ο τριτος ο μικροτερος βρηκε να'χει
αμπελια και σταφιδες γυναικα.
Οσο καιρο ακομα ειχε στο φως τα ματια ανοιχτα
ο γερος τα πραγματα πηγαιναν δεξια, μα σαν τα'
κλεισε τα ματια ο γερος στο σκοταδι ολα ξαφνικα
στραβωσαν.Τ'αδερφια ,πρωτα αγαπημενα και
μονιασμενα,φιλονικησαν για τα χωραφια και
τα χτηματα και δεν μιλιοντουσαν τωρα.
Εκεινες οι εχθρητες τραβηξαν πολυ καιρο και
δεν ειχαν διορθωμο.
Στα τελευταια ,βαρυνθηκαν κι οι γυνακες στη
καρδια, πηραν τα ματια τους ,τους παρατησαν κι
εφυγαν.
Κι ο αργαλειος ,που'φαινε η λιγερη ,ξεστυλωθηκε
απ' τα ξυλα του.Το δε περιβολι ,που καλλιεργουσε
η ομορφη γεμισε αγριοχορτα κι αγριαγκαθια .Και
τ'αμπελι που φροντιζε η γαιτανοφρυδουσα ξεραθη-
κε κι εριξε τα φυλλα.
.
.
Στο Τελος του Παραμυθιου ζησανε αυτοι καλα
κι εμεις καλυτερα
.
.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis}
.
.
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ και ΙΣΤΟΡΙΕΣ[ Εξωφυλλο ]-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
.
.
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ-FAIRY TALES AND STORIES
GREEK FAIRY TALES - MARCHEN-
.
.
ΔΙΠΛΗ ΑΦΗΓΗΣΗ
.
.
Εκεινη τη μερα κι ο ολες τις αλλες , που ηρθανε η θαλασσα ητανε
ο δρομος για τα καραβια , τη μερα καθρεφτης για τον ηλιο και τη
νυχτα ελιωνε σ ' αυτη το φεγγαρι. Καποιες φορες φανταζοταν τα
συννεφα ν ' αρμενιζουν σαν αεροστατα και με κιτρινα σχοινια να
ανασηκωνουν τις βαρκες , αιωρουμενα σκαρια κι ανθρωποι ομοια-
ζαν με φτερωτα .Τα ψαρια κολυμπουσαν κατα ζευγη , κι αλλη ωρα
της μερας κατα σμηνη . Κατω στο βυθο βασιλευε το χταποδι κι
ο καβουρας στην αμμο ,Τα ματια του πλημμυρισαν απο φως κι η
ψυχη του χαρηκε , που ολα αυτα ομοιαζαν με το ονειρο του , που
εβλεπε συχνα .Μονο που στο ονειρο ο ηλιος ηταν κοκκινος , ο ου-
ρανος πρασινος κι η θαλασσα κιτρινη και τα ψαρια τραγουδουσαν,
τραγουδοψαρα τα λεγανε .Απο μακρια φτανανε καραβια και
ξεφορτωνανε σιταρια και καλαμποκια , οι ναυτες τις νυχτες τα πι-
νανε στα ταβερνεια και που και που ακουγοντανε και το γελιο κα-
ποιας γυναικας . Τα πρωινα σωροι στη προκυμαια τα ξεψαρωμενα
διχτυα και στα βραχια εσκαζε το κυμα αφρους , ητανε η ωρα που
δειπνουνε οι πετραλιθρες .Στο ονειρο και στη φαντασια ειναι το ιδιο,
κι ολα θρεφουνε και αναστενουνε μεσα στη ζωη , κι αυτη
ειναι οπως πεταλουδα , που γυρευει ν ' ανταμωσει τις αλλες πεταλουδες .
Εκλεισε τα ματια του κι εσυρε το μυαλο του σ' αλλες μερες , του ηρθε
να διηγηθει ενα παραμυθι . Το παιδι τον ακολουθουσε κι εφευρισκε χι-
λιους κι ενα τροπους να του το διηγηθει . Αυτος καποια στιγμη αρχισε .
μια φορα κι ενα καιρο πανω στη γη ζουσανε μονο παιδια κι ειχανε μπα-
λες και παιζανε , γυρω κι ολοτριγυρω ανθιζανε οι παπαρουνες και παν-
του αγριομαργαριτες, ζωυφια ητανε πολλα και περισσοτερες απ' ολα οι
μελισσες . Ο ηλιος ανεβαινε και κατεβαινε μεσα στα χρωματα και τα
παιδια δεν κλαιγανε ουτε για τις μαναδες κι ουτε για τροφη .Εκεινος
σταματησε το παραμυθι , το παιδι τον ρωτησε για τη συνεχεια . Αυτος
του' δειξε αριστερα στο αλωνι , που παιζανε παιδια , ενα εστειλε ψηλα
τη μπαλα στον ουρανο και πηρε τη θεση του ηλιου .Σταθηκανε να τους
χαιρετησουν και καλεσαν το παιδι να τους κανει παρεα , αυτο ετρεξε
κοντα τους κι οταν επεσε η μπαλα αρχισαν ξανα το παιχνιδι . Τους απο-
χαιρετησε κι εστριψε σ ' ενα δρομο , που κατηφοριζε μεσα στα περιβο-
λια και στους κηπους . Το παιδι του ελειψε , γυρισε και το αναζητησε .
Η τοποθεσια ηταν σπαρμενη στα λουλουδια και με πετρες στα σχηματα
των παιδιων .Ετσι μονος πορευτηκε . Συναντησε το λαγο στον υπνο του ,
και το ζαρκαδι να πινει νερο . Ολη τη μερα ηταν αγκυρωμενος στον ουρανο
ο ηλιος και τη νυχτα το φεγγαρι αυξανε και λιγοστευε . Με ανακατα συναι-
σθηματα κοιμονταν και ξυπνουσε . Οι ανθρωποι ειχανε κτισει πολιτειες
και παλευανε να στησουνε τις κοινωνιες τους . Ολα τα εβλεπε κι ολα τα
μαθαινε . Καμποσο καιρο τον φιλοξενησε ενας γεροντας και του διηγη-
θηκε πολλα και τον εμαθε πολλα .Αυτος ο γεροντας εκανε σκαλισματα
σε ξυλο και πετρα , ολα τα πουλια τα ειχε σκαλισμενα και περιφανευ-
ονταν πως γνωριζε καθενους ξεχωριστα την ομιλια ,τοτε αρχιζε να ψελνει
αργοσυρτα και σιγα - σιγα ο ο κοσμος θολωνε τον ουρανο και τα δεντρα
γινονταν καμπαναρια , οι λοφοι κοσμουσαν τη κεφαλη τους με εκκλησα-
κια , ασπρισμενα απο τους φτωχους και τους εσχατους . Και σε γιορτινες
μερες τα κουδουνια των ζωων κωδουνοχτυπουσαν κι ο ηλιος κηροκο-
λουσε την ατμοσφαιρα . Μιλησε στον γεροντα για το παιδι και ποσο
τον πονουσε η αναμνηση του , εκεινος του ζητησε σημαδια του κορμιου
και του τα 'δωσε . Τα συλλογιστηκε ολα αυτα και τη τριτη μερα τον φω-
ναξε να τον συνοδευσει . Περπατουσανε εφτα μερες κι εφτα νυχτες και
σαν γλυκανε ο καιρος και λαμπρυνε η μερα του ' δειξε τα παιδια . Αλλα
απο αυτα ηταν μεγαλα κι αλλα ηταν μικροτερα , ειχανε και διαφορα ονο-
ματα . Κωνσταντης , Γιαννακης ,Χρυσουλα , Νικος , , Μαρια , Ανδρονικος ,
Γιωργακης , κι αλλα . Και τα μαλλια τους καστανα , σγουρα , ξανθα και
μαυρα και τα ματια τους ειχανε χρωματα .'' Τα παιδια ειναι χρωματα '' ειπε
ο γεροντας . '' Ετσι ειναι και του ανθρωπου η ζωη χρωματα , σαν σ' ολη του
τη ζωη να ζωγραφιζεται και να ζωγραφιζει '' . Θυμηθηκε σαν ητανε κι αυτος
μικρος τη καταπρασινη σαυρα στον ηλιο κι οταν πλησιασε πως συρθηκε
στο πρασινο χορταρι .'' Και τα παιδια μας σαν σαυρες ειναι '' ξαναειπε .
Του εξομολογηθηκε πως κι αυτος ειναι εκει αναμεσα στα παιδια , του
εδειξε μαλιστα το πιο μικρο .Επειτα ανοιξε ο ουρανος κι επεσε το γαλα-
ζιο και μοιραστηκε αναμεταξυ τους δικαια , μερικα το ταιριαξανε με το
πρασινο στο χορταρι κι οταν φτιαξανε το κιτρινο το πεταξανε στον ουρα-
νο για τον ηλιο , ετσι ευχαριστησανε τον ουρανο για το δωρο του . Εκεινος
ειπε στον γεροντα πως κι αυτος πλαθει παραμυθια κι ιστοριες , και πως
τωρα , που ξαναβρηκε το παιδι η καρδια του ησυχασε κι η ψυχη του εφραν-
θηκε σφοδρα .Γυρισανε κι αφησε το γεροντα στο σπιτικο του . Οταν τον
αποχαιρετησε του το ειπε κι αυτο τον συγκινησε και του ' φερε δακρυα
στα ματια . πως θα ' ρθει μερα , που δεν θα βλεπει το φως της κι ωρα να
μην ακουει τα πουλια κι ευχηθηκε ,σαν ερθει εκεινη η στιγμη να πεταξει ,
να προφθασει μονο να λαξευσει ενα πουλι , που τον τυρανναει χρονια
τωρα.Οι ωρες κι οι καιροι τον φερανε σε παραξενα μερη , με παραξενα
κι αγνωστα φυτα κι ητανε ν ' απορει πολυ και λυσεις να μη βρισκει στα
πολλα ερωτηματα του . Παντα ομως ο ηλιος και ο ιδιος ουρανος , λιγοστο
γαλαζιο . Τοτε ειναι , που χρειαζεται ο φιλος να ανταλλαξεις μια κουβεντα
της καρδιας , μια λεξη να την πλεξεις μαζι με αλλες λεξεις . Ομως παρα-
ξενη η χωρα κι οι λογισμοι παραξενοι κι ειναι σαν κατι να σου λειπει ,
τα χερια δεν εχει που να τα απλωσεις και που να τ' αφησεις .Του ηρ-
θανε επιμονα στο μυαλο καποιες ζωγραφιες , που ειδε καποτε σ' ενα
παλιο βιβλιο , με τον Πυργο της Βαβελ . θυμηθηκε οτι το παιδι καποτε
του ' χε ζωγραφισει παρομοια .Σκεφτηκε πως μπορει να πραγματοποι-
ουνται οι ιδεες των παιδιων , απομενει να αναζητησουμε τα εργα τους
και να τα αναγνωρισουμε.Ομοια κι απαραλαχτα οι ανθρωποι θα ξετε-
λειωσουν , εκεινο ετσι γινεται απο παλια , ν ' αλλαξει δεν γινεται . θυ-
μηθηκε τα λογια του γεροντα .Στους αστερισμους τη νυχτα πασχισε ,
στα σχεδια τους , ν ' αποκαλυψει τα εργα του..Σαν περασε ο καιρος
και ξεμπλεχτηκε απο την παραξενη χωρα , η γη απαλυνε και τα κοπα-
δια των προβατων διαδεχονταν αγελες μοσχαριων.Συναντουσε συχνα-
πυκνα συντροφιες χαροκοπων , που γιορταζαν κι εσερναν μαζι τους
ζωα φορτωμενα με καλαθια φρουτα κι ητανε πολυ γελαστοι ανθρωποι.
Σχεδιαζανε σαν βελη τα πουλια και τα λουλουδια σαν τις λαμπαδες
της Λαμπρης.Ενα πρασινο δεντρο κι ενας αντρας με καπελο του
εκανε εντυπωση.Τον πλησιασε κι ανταλλαξανε μερικες κουβεντες.
Κυτταξε ολογυρα .ενα τεραστιο πρασινο με δυο κιτρινα στιγματα
αντανακλουσε το τεραστιο γαλαζιο με το κιτρινο στιγμα πανω του .
Ενας απ'αυτους, φαινεται ηταν ο σοφος της φυλης, του ιστορησε
την αρχη των πραγματων . οι εικονες του αλλοτε ηταν τρομακτικες
κι αλλοτε γαληνιες, παρ' ολα αυτα του φανηκαν αστειες.Του εθεσε
διαφορες ερωτησεις , οι απαντησεις του ηταν αινιγματικες.Τον
ρωτησε τελευταια . ''Γιατι αυτο το πρασινο δεντρο ; , η απαντηση
του ξεδιπλωθηκε με αργοσυρτες λεξεις.''Το πεπρωμενο σε καθε
δεντρο ειναι το πρασινο χρωμα '', του συμπληρωσε πως ενα παιδι
ειχε φυτεψει αυτο το δεντρο .Αυτος αναρωτηθηκε αν ηταν το ιδιο
παιδι , ''ετσι κι αλλιως'' σκεφτηκε ''δεν εχει σημασια , ολα τα
παιδια ειναι τα ιδια ''Παρακατω το τοπιο ολο βελανιδιες και πιο
χαμηλα ευκαλυπτοι κι ιτιες.Πανε πολλα χρονια , που υπηρχανε
λυκοι κι ητανε πολλα πεινασμενοι. Ακομα περνουσαν τους αν-
θρωπους αλυσσοδεμενους με τα ρουχα τους κατασχιστα και
ραπισμενα τα κορμια τους .Ολοτριγυρω ανοιγονταν στη γης πηγα-
δια σαν στοματα , γεματα φιδια.Κι ολα εκεινα φτασανε ως εδω
σαν παραμυθια και μυθοι και φανταστικες ιστοριες.Σε καποια
μερη δειχνουν πετρες στα σχηματα των παιδιων.Τωρα γυρισε
να ατενισει τον ηλιο , δαχτυλιδι χρυσο στον ουρανο.Στη σκια
ενος δεντρου τα παιδια παιζανε θεατρο, τα δεντρα ειχανε το μποι
τους.Τα παιδια συλλαβιζανε στα αλφαβηταρια τους και με το
χρωμα κανανε σπιτακια οπως τα' χανε στο νου τους , τα πετρα-
δακια αναπαριστουσανε προβατακια και αλογα .Το παιδι ρωτησε
αν το γαλαζιο στον ουρανο δεν ειναι το γαλαζιο του χορταρι.Σε
λιγο τους ανθρωπους θα τους συντροφευαν τα ζωα και θα μοι-
ραζονταν τις εμπειριες τους.Θα ξενυχτουσε σημερα μαζι τους
και το ξημερωμα θα τραβουσε παλι τον δρομο του.Αποψε το
φεγγαρι βγηκε ολογιομο κι οπως του αρεσαν τα παραμυθια
του ηρθε η επιθυμια να αρχισει το παραμυθι.Μια φορα κι ενα
καιρο οταν τα βουνα δεν ειχαν εμφανισθει στη πλατη της γης
και τα δεντρα ηταν τεραστια κι αγγιζανε τα αστρα , τοτε οι αν-
θρωποι στα σπιτια τους κρεμουσανε ηλιους να τους φωτιζουν.
Κι οι στεγες στα σπιτια τους εμοιαζαν με τριγωνα ισοσκελη και
τους κηπους τους ειχανε τειχισμενους με ξερολιθιες.Ο ηλιος
ειχε ματια κι εβλεπε τα καλα και τα κακα.Στα γαλαζια νερα
του ουρανου τα πουλια πλενανε τα φτερωματα τους.Σ' ολοκλη-
ρο τον κοσμο υπηρχε μονο ενα παιδακι, ηταν χαρουμενο κι αυ-
το κι οι αλλοι, που εμοιαζε με τα λουλουδια , που'χουνε κιτρινα
ανθη.Οι μεγαλοι το ρωτουσαν να παρουν συμβουλες, ποτε να
σπειρουν ποτε να θερισουν ποτε ν' ανοιχτουν για ψαρεμα και
ποτε να ζευγαρωσουν με τις γυναικες τους. Κι ολοι μεγαλωναν
κι αυτο δεν μεγαλωνε , για συντροφια του ειχε μια χηνα κατα-
σπρη . που την συνοδευε στη λιμνη να κολυμβησει. Κι αυτο
δεν εψαχνε τους γεννητορες , που δεν ειχε ,ουτε εμελλε ν ' αφη-
σει απογονους.Ολα θα ηταν σαν το μελι και το γαλα αν δεν αλ-
λαζε ο κοσμος.Οταν τελειωσε το παραμυθι ξημερωσε ο θεος τη
μερα του.Βραδυνε πολλες μερες και ξημερωσε πολλες νυχτες
μακρυα απο τη θαλασσα.Θαρρηνε οταν ανταμωσε ανθρωπο να
γνωριζει το κουπι στο ξυλο και το αλατισμενο ψωμι.Χαρηκε πολυ
οταν αντικρυσε τα χρυσα ακρογυαλια, και τα ελιοφυτα διαδεχονταν
οι συκιες και στα ρεματα καλαμιες με αηδονια φωλεμενα.
Περασαν τα σκαφη σημαιοστολιστα κι αφησαν μπαλονια να
ανεβουν στο στερεωμα.Σερνανε διχτυα γιομισμενα με ψαρια κι
αλλα τους ακολουθουσαν οπως το γραμμα γαμα το Ελληνικο.
Ενα παιδι σε μια βαρκουλα ξεδιπλωσε ενα χαρτι κι απαγγειλε
με τραγουδιστη φωνη.''Ταξιδευουμε τη χαρα μας στα καραβια''.
Το θεαμα συνεχιζονταν και δεν τελειωνε οσο ο ηλιος ταξιδευε.
Κι ενα ναυτακι στο πιο φηλο καταρτι εφερνε τα ματια γυρω του
κι εδειχνε με τα χερια του τα νησια , που πλεγανε και τους γλα-
ρους , που ασπρολευκαζανε τους ανεμους.Το παιδι απο κει ψη-
λα βουτηξε με μια περιτεχνη βουτια στη θαλασσα κι αναδυθηκε
μπροστα του .Του ειπε πως λυσανε τα μαγια καθως κυλησε ο και-
ρος κι οι πετρες με τα σχηματα των παιδιων σαρκωσανε με ζεστη
σαρκα.Χαρηκε πολυ κι οσο περνουσε η πομπη των καραβιων μα-
ζευε τις ανταυγειες τους στα νερα και τις αποτυπωνε στα κοχυλια
και στα στρειδια. Ητανε χαρουμενος με τη παρεα του παιδιου
και το'δειχνε και το 'πραττε.Ο ουρανος στον αργαλειο του χραμισε
του ηλιου τα χρωματα σ' ανατολη και δυση τα ιστωσε και κατω
χαμηλα σαι'τεψε το πρασινο.Και στους καιρους εκεινους κατε-
φθαναν αγιογραφοι να ιστορησουν τ' αη -Γιωργη το κατορθωμα
με τον δρακοντα , που φυλαγε το νερο ακυλιστο , κι ειχε την
κορη αιχμαλωτη.Και τους ακολουθουσαν απο πισω μαι'στροι
μεγαλοι , και μελωποιοι πληθος.Κι ο κοσμος ισσορροπησε με
την ομορφια και τη δικαιοσυνη.Τοτε τριτωσε η επιθυμια του για
το παραμυθι. μια φορα κι ενα καιρο στον ουρανο βρισκονταν
τρεις ηλιοι , οταν ο πρωτος δουσε ο δευτερος αυγιζε κι ο τριτος
μεσορανουσε.Κανενας δεν εξηγουσε τιποτα , δεχοντουσαν τα
παντα σαν αυτονοητα.Τοτε ζητηθηκε απο το παιδι να ζωγραφισει
και πανω στις ζωγραφιες του να ιστορησουν.Κι αυτο καθησε κι
εκανε ζωγραφιες δεκα τον αριθμο , μεσα σ 'αυτες ηταν εκεινο ,
που ειχε ερθει , αυτο , που ηρθε κι εκεινο , που θα ερθει.Οταν
εφτασε το παραμυθι στο τελος ζητησε απο το παιδι να ζωγραφισει.
.
.
Ο Μεγαλος Γραμματικος
.
Διαλεξε μια επιπεδη περιοχη , χαμηλοι λοφοι
και στο βαθος περα η θαλασσα.
Στερεωσε τη σκαλα στο εδαφος και στα συννεφα
κι αρχισε προσεκτικα ν ' ανεβαινει .
Οταν εφτασε στο υψος που ηθελε ανοιξε διαπλατα
ενα τεραστιο λευκο υφασμα , κατι σαν πανω .
Αυτο το στερεωσε στους ανεμους που φυσουσαν .
Εβγαλε ενα μαρκαδορο και πανω στο πανι σε διαφορες θεσεις
εγραψε με γαλαζια γραμματα
ηλιος . γη , φεγγαρι,
επειτα εβγαλε ενα κοκκινο μαρκαδορο και συνεχισε
πολιτεια , δικαιοσυνη,ανθρωπος.
Yστερα συνεχισε με ονοματα δεντρων μηλια,αμυγδαλια,ελια,
επειτα εγραψε θαλασσα,ποταμι,οροσειρα,νικος,μαρια,γιωργος,
ελαφι, αλογο,χελιδονι, σπουργιτι,
ενα , δεκαοχτω, τριγωνο , νοτιας , παιδι . χαρτι ,
ειπε , ακουσε , εγραψε , πριν , καραβι ,
Αριστοτελης , Οδυσσεια , ευθεια , φτωχος , παραδοξο ,
κυματα , ανοιξη , τριανταφυλλο , ...
Απο κατω μαζευτηκε μεγαλο πληθος ανθρωπων .
Αυτοι κοιτωντας πανω ξεσπασαν σε ζητωκραυγες
και σε συνεχη χειροκροτηματα .
Φαινεται πως ειχαν πληθυνει εκεινα τα χρονια
οι δυσαρεστημενοι με την πραγματικοτητα
.
.
ΟΙ ΦΤΩΧΟΙ ΚΑΙ ΤΑΠΕΙΝΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΟΥ ΞΗΡΟΜΕΡΟΥ
.
το ορος υπερυπτατο ως τανυπτερυγος αετος ,
και ο ναισκος ως ταπεινος σπουργιτης,στρουθιον,
εν μεσω αιχμηρων βραχων και εγγυτατα κρημνων
αβυσεων
Και ηρθεν ο ανθρωπος κατα ωραν ορθρινην και
εμεινεν.
Και ειδεν τας νεφελλας λευκας ως η χιων ,και
τα ανθη της αμυγδαλιας
Και ακουσεν καλλικελαδα πουλια στα δεντρα, και
πως ξεδιψουσαν με την δροσον της χλοης
Και μεσηβρινην ωραν στον ισκιο πλατανου συν-
εφαγεν μετ' ανθρωπων εχοντας καθαρας τας οψεις
και λιγοστα τα λογια
Και πνεων ο ανεμος πηρε τις πραξεις του και τις
μοιρασε δικαια στα τεσσερα σημεια του οριζοντα
Και γραμματα εγραψεν επι των φυλλων των πε-
πτοκοτων εκ των δενδρων , και στις πετρες
σχεδιασε
Και τα διαστηματα του ηλιου στον ουρανο μετρησε
και υπολογισε τον χρονο των βηματων του
Και αναχωρησεν ο ανθρωπος κατα ωραν εσπερι-
νην και εμεινε οπισω ο ανεμος που τον περιεβαλ-
λε και ειχεν το σχημα του τοσα χρονια
.
.
Τρια παιδια ο Δημητρης,η Ελενη και η Μαρια
ζωγραφισαν με μαρκαδορους πανω σε χαρτο-
πετσετες και μου δωρισαν τις ζωγραφιες τους,
το Σεπτεβριο θα πανε στη α' δημοτικου
.
.
FAIRY TALE [η Ιστορια]
[που τους χαριζω και σ'ολα τα παιδια του κοσμου]
.
.
Καποτε δεν ηταν ετσι οπως ειναι σημερα.Ενα
περιστερι στον ουρανο αφησε ενα αυγο να πε-
σει απο κει ψηλα ,που πετουσε.Τ'ασπραδι του
αυγου απλωσε κι εγινε ενα ασπρο συννεφο και
σταθηκε στον αερα σαν ελαφρυτερο που ηταν,
ενω ο κιτρινος κροκος σαν βαρυτερος που ηταν,
επεσε πανω στο σκληρο καυκαλο μιας χελωνας ,
κι απο κει αναπηδωντας υψωθηκε στον ουρανο
εφτασε στο συνεφο,χτυπησε σ'αυτο και παλι
στην χελωνα ,απο κατω τα παιδια σταματησαν
το παιχνιδι και κοιτουσαν με θαυμασμο αυτο
το παραξενο πινγκ-πονγκ μεταξυ της χελωνας
και του συννεφου.
[ Καποιοι σοφοι αργοτερα ερμηνευοντας αυτο
το ατελειωτο πινγκ-πονγκ ειπαν πως συμβολιζε το
καθημερινο ταξιδι του ηλιου απ'τη γη στον ουρανο
στη γη]
Οταν καποτε βαρεθηκαν το παιχνιδι του
πινγκ -πονγκ με τον κιτρινο κροκο τ'αυγου
η'απο καποιο λαθος κινηση της αργης χελω-
νας σε μια δυσκολη μπαλια του συννεφου
η κιτρινη σφαιρα του κροκου κυλλησε στο
πρασινο χορταρι,τοτε τα παιδια αμεσως
την πηραν κι αφου χωριστικαν σε δυο ομαδες
επαιξαν ποδοσφαιρο , με τον κροκο για μπαλα.
Επαιξαν και χαρηκαν.Στο τελος το παιχνιδιου
ενα απο τα παιδια ,το πιο δυνατο,κλωτσησε
δυνατα την μπαλα ψηλα και εκεινη ανεβηκε
στον ουρανο οσο γινοταν ψηλοτερα κι εγινε
ο κιτρινος κροκος του αυγου ο ηλιος που φωτιζει
και θερμαινει τη γη ως τα σημερα
[βεβαια τα παιδια ξεχασαν αυτο το περιστατικο
,και θα'χε ξεχαστει για παντα αν δεν τα μαρτυρουσε
ολα οσα εγιναν και ειδε να γινονται εκεινη
τη μερα το περιστερι που πετουσε εκει ψηλα]
.
.
Ιστορια η' Μυθος λεγει
[Οι ταπεινοι και ξεχασμενοι αγιοι του Ξηρομερου]
.
.
Ιστορια η' μυθος λεγει για εναν ηρωα,εικοσιπενταετη,
πως καββαλαρης σε αλογο ερυθρο,πολεμησε και νι-
κησε δρακοντα και ελευθερωσεν τον τοπον.Εις την
μνημη του εκτισαν εκκλησιαν.Ετουτην.Και εδω εθε-
μελιωσαν τα σπιτια τους,εδω επανδρευτηκαν,εδω εζη-
σαν βιον ταπεινον και ειρηνικον.Οι ελιες χιλιετη δεν-
τρα μετα κορμων ελλισομενων,ως τωρα καρπιζουν.
Φωναι αιγων και συριγμοι ποιμενων εκ των κρημνων
και των βραχων του ορους υψηλωτερα του παλαιου
οικισμου κατολισθενοντας ως λιθοι φθανουν στα αυτια
μας..Ο τοπος γεματος θαμνων και βατων,με αλυγιες ,με
βατομουριες και φραγκοσυκιες.Σωζεται και μερος ενος
πλακοστρωτου δρομισκου του χωριου.Οι τοιχοι των ε-
ρειπωμενων οικιων εγκατακρημνισμενοι χασκουν ως
λειψανα περασμενης ζωης ταπεινων ανθρωπων γεωρ-
γων και κτηνοτροφων.Ο ποιμην,ος μας εχαιρετησεν,
εις την αρχην εφοβηθη,μας ενομισεν ληστας η'κλεφτας..
Ο ηλιος κυκλος η' σφαιρα εκυλιετο υπερθεν λαμπρος
προς εσπεριαν.Εν νεφος επιμηκες και λευκοφαιες αιω-
ρειτο εις το μερος της ανατολης.Ουδεν επνεεν την ω-
ρα εκεινην.Ηκουοντο τερπνα και ηδυφωνα ασματα
πτηνων εις τα δεντρα και εις τον αερα..Το εσωτερικον
της εκκλησιας ητο το παλαι επιβλητικοτατον,τρικλιτον,
με κιονας και αψιδας.Εις το ιερον υπερανω της κογχης
ητο εζωγραφισμενος υπερμεγεθης οφθαλμος.Και
εις δυσμας ητο εκει εις το υπερωον εζωγραφισμενον
μεγαν θαλασσιον καβουρην.Εν τω μεσω του ουρανου
της οροφης ο Παντοκρατωρ,η ζωγραφια του ητο εις
καλην καταστασιν.Και εκ των τεσσαρων ευαγγελιστων
εις τα τριγωνα των αψιδων εσωζοντο οι δυο.Το τεμπλο
εργο μεγαλου τεχνιτου δεν εφερεν ουδεμιαν εικοναν
αγιου η' παραστασεως.Τα παραθυρα αποτελουντο εκ
πολυχρωμων τεμαχιων υαλων και το φως του ηλιου
εισερχετο εις το εσωτερικον του ναου διαφορως κε-
χρωσμενον.Εις το δαπεδο παντου τριματα εκ της κα-
ταστροφης της στεγης,πετρες χωματα και ξυλα.Οι κι-
ονες κεκλιμενοι,να σπασουν,να συντριφθουν.παρασυ-
ροντας εις την πτωσην των ολοκληρον το οικοδομημα
του ναου.Ο ναος εγκατελελειφθης εις την φθοραν,
το μεγα καλλος του εν ερημωσει,Εις την μαχην με
τον Χρονον ενικησεν ο Χρονος.
.
.
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑ - ΜΥΘΩΝ
[ ΑΡΧΑΙΑ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ ]
.
.
Αρχαιολογια/Μυθολογια
.
Το τελος της Εποχης του Λιθου στην Ακαρνανια
και την Αιτωλια κατοικουσαν οι Λελεγες.
Περιπου το 3000 π.Χ ,αρχες της Χαλκοκρατιας,
οι Αιμονες και οι Υαντες ηταν στον τοπο.
Το 1900 π.Χ ηρθαν τα Ελληνικα φυλα.
Οι Ιωνες,οι Αχαιοι.οι Αιολεις,οι Δωριεις.
Ακαρνανες ,Αιτωλοι
[ Πολεις Ακαρνανων -Αιτωλων
...Αστακος,Φυτειες,Κοροντα,Αλυζια,
Παλαιρος,Σολλιον,Τορυβεια,Κεκροπια,Ανακτοριο,
Μεδεων,Θυρρειο,Λιμναια,Αμφιλοχικον Αργος,
Μητροπολις,Σαυρια,Στρατος,
Οινιαδες,Καλυδωνα ,Πλευρωνα,Θερμο,
Θεστια,Αγρινιο,Ιθωρια,Χαλκιδα,Πυληνη,
Ωλενος,Μακυνεια... ]
.
Στην ευφορη Ηλιδα βασιλευε ο Ενδυμιων,γιος του
Αεθλιου η' του Δια και της Καλυκης,για γυναικα πη-
ρε την Υπεριππη,κορη του Αρκαδα η' του Ζησου,εκα-
νε τρεις γιους ,τον Επειο,τον Αιτωλο και τον Παιων.
Οταν γερασε στον θρονο θα ανεβαινε ο νικητης σε
ιπποδρομια στην Ολυμπια.Νικητης ο Επειος.Στον
θρονο ανεβηκε και ο Αιτωλος.Οταν ομως σκοτωσε
τον Ατη,γιο του βασιλια του Αργους Φορωνεα,τον
κυνηγησαν οι γιοι του σκοτωμενου κι εφτασε στη
χωρα τον Κουρητων.Εγινε αρχηγος τους κι εδω-
σε το ονομα του στον τοπο.Αιτωλια.Πηρε για γυναι-
κα την Προνοη,κορη του Φορβου,και εκανε δυο γιους
τον Καλυδωνα και τον Πλευρωνα.Μετα τον θανατο
του Αιτωλου τον διαδεχτηκε ο Πλευρων,τον Πλευρωνα
ο γιος του Αγηνωρ .Αυτος πηρε για γυναικα την Επι-
καστη ,που γεννησε τον Πορθαων.Ο Πορθαων εγινε
βασιλιας της Καλυδωνας και απο τη γυναικα του Ευρυτη
γεννηθηκαν ο Αγριος,ο Οινεας,ο Αλκαθοος,
ο Λευκοπεας και η Στεροπη[γυναικα του Αχελωου].
[ κατα αλλη γενεαλογια ο Οινεας καταγονταν απο
τον Αιτωλο-
και κατα μια αλλη,καταγονταν απο τον Δευκαλιωνα,
του οποιου ο γιος Ορεσθεας ηταν παππους του ]
Γιοι του Αγριου ηταν.Ο Ογχηστης,ο Θερσιτης,
ο Κελευτωρ,ο Λυκωπευς, και ο Μελανιππος.
Ο Οινεας και η Αλθαια[κορη του Θεστιου] ειχαν
τρια παιδια.
Τον Τυδεα,την Δηιανειρα και τον Μελεαγρο[λενε
πως ηταν γιος του Αρη.με τον οποιο πηγε η Αλθαια]
και τεσσερις κορες,τις Μελεαγριδες
Ο Τυδεας ειχε γιο τον Διομηδη.[λενε πως ο Τυδεας
ηταν απο τον δευτερο γαμο του Οινεα με την Περιβοια
κορη του βασιλια Ιππονοου]
Η Δηιανειρα εγινε γυναικα του Ηρακλη .
Καποτε κατα τη γιορτη των Θαλυσιων ο Οινεας
αμελησε να θυσιασει στην Αρτεμη,εκεινη θυμωσε
πολυ κι εστειλε απο το ορος Αρακυνθο ενα φοβερο
αγριογουρουνο,τον Καλυδωνειο καπρο,να κατα-
στρεψει τις καλιεργειες, και τ'αμπελια]
Φιλοξενησε τον ηρωα Ηρακλη,που πολεμισε με τον
ποταμο Αχελωο και τον νικησε,για επαλθο του εδωσε
την κορη του Δηιανειρα.
Επισης φιλοξενησε [κατα μια παραδοση] τον Μενελαο
και τον Αγαμεμνωνα.
Στα γεραματα του τον γκρεμισαν απ'τον θρονο
τα ανηψια του,παιδια του αδελφου του Αγριου.Τον
επανεφερε στον θρονο του ο εγγονος του Διομηδης.
Κατα μια αλλη εκδοχη του μυθου,τον Οινεα τον
σκοτωσαν στην Αρκαδια δυο γυιοι του Αγριου,και
ταφηκε απο τον Διομηδη στο Αργος.
[ Ηρωες κυνηγοι του Καλυδωνειου καπρου.
Ο Ιδας,ο Λυγκεας,ο Θησεας,ο Ιασονας,
ο Τελαμωνας,ο Καστορας και ο Πολυδευκης,
ο Υλεας,ο Αγκαιος,η ομορφη Αταλαντη]
.
Ιστοριες Παρα-Μυθων:
.
-το βραδυ κοντα στο τζακι ο κυρ-Μελεαγρος
αφηγηθηκε στην κυρα-Αταλαντη.
''Μια φορα κι ενα καιρο...''
.
.
''Οταν γεννηθηκε ο Μελεαγρος ηρθαν οι μοιρες στην
κουνια και μια ειπε στην μανα του την Αλθαια,πως
οταν καει το κουτσουρο στο τζακι το παιδι θα πεθανει.
Τρομαγμενη η μανα αρπαξε το κουτσουρο,το εσβησε
και το εκρυψε σε κρυφο μερος.
Περασαν τα χρονια.Ο βασιλιας Οινεας σε καποια γιορτη
δεν θυσιασε στη Αρτεμη.Εκεινη προσβληθηκε και θυμωσε.
Εστειλε απο το ορος Αρακυνθο ενα φοβερο αγριογουρουνο
καπρο να καταστρεψει τον τοπο.Τοτε χαθηκαν πολλοι αν-
θρωποι,πολλα ζωα, και βοσκοι.
Ο βασιλιας εστειλε να ερθουν οι καλλιτεροι κυνηγοι να
σκοτωσουν τον Καλυδωνιο καπρο.Και επαλθο ο νικητης
θα'περνε το δερμα του και το κεφαλι του. Ηρθαν οι πιο
ονομαστοι του τοπου,κι αναμεσα τους η ομορφη
Αταλαντη κορη απο την Αρκαδια.
Μερες τον κυνηγουσαν, πρωτος τον πληγωσε ο Με-
λεαγρος,και τον αφησε να τον σκοτωσει η Αταλαντη.Κι
αυτη πηρε το βραβειο.
Τοτε θυμωσαν με τον Μελεαγρο οι θειοι του,τ'αδερφια
της μανας του,τα'βαλαν μαζυ του και πιαστηκαν σε εχθρα.
Καταληξη ηταν να τους σκοτωσει ο Μελεαγρος.Το εμαθε
η μανα του η Αλθαια λυπηθηκε πολυ για τ'αδερφια της
και καταραστηκε τον γιο της τον φονια.Τοτε θυμηθηκε
τα λογια της μοιρας .Πηρε απ'το κρυφο το μερος το κου-
τσουρο,το πεταξε στο τζακι στη φωτια να καει.
Κι οταν καηκε το ξυλο κι εγινε σταχτη πεθανε
ο Μελεαγρος.
Μετα απο τη πραξη της μετανιωσε κι εδωσε τελος στη
ζωη της με ιδια της τα χερια .Οταν το'μαθαν οι κορες της
ουρλιαξαν απ'τον πονο ,μερα και νυχτα μοιρολογουσαν
την μανα και τον αγαπημενο αδερφο.
Τις λυπηθηκαν οι θεοι και τις μεταμορφωσαν στα που-
λια Μελεαγριδες.
Αυτα τα πουλια,που σημερα εμεις ονομαζουμε
φραγκοκοτες.''
.
.
''Μια φορα κι ενα καιρο στον τοπο μας ενας
νεος τ'ονομα του Ανηλιαγος και μια κορη
τ'ονομα της κυρα-Ρηνη ...''
.
στο καστρο της Καλυδωνας ηταν η ομορφη
κυρα-Ρηνη και περασε αντρας ομορφος και παλλη-
καρι,και τα δυο τους αγαπηθηκαν.Ανηλιαγος ηταν
τ'ονομα του.Μοιρα του ηταν γραμμενη ακτινα του
ηλιου να μην τον ακουμπισει,γιατι σαν το κερι θα
λιωσει.
Και μια νυχτα ξεχαστηκε στον γλυκο υπνο στο
κρεβατι της κυρα-Ρηνης μαζι της και ξημερωσε
η μερα.Δεν προλαβε το παλληκαρι να φυγει και
ξεψυχισε στην αγκαλια της κυρα-Ρηνης ο Ανηλιαγος.
.
συνεχισε την ιστορια ο Ηρακλης γυριζοντας
απ'το ταξιδι
.
Πιο μεσα στη θαλασσα στα νησια κι εδω
ηταν ο Οδυσσεας.
Οταν γυρισε απ'τον μεγαλο πολεμο της Τροιας
στο Θιακι και τελειωσε με τους μνηστηρες,εκαμε
οπως του ειπε ο Τειρεσιας.Περασε απεναντι στην
στερια της Ακαρνανιας,μπηκε στο εσωτερικο της
και με το κουπι στον ωμο ρωτουσε τους ανθρωπους
να του πουν τι ειναι αυτο,που κουβαλαει στον ωμο.
Κι αν εβρει ανθρωπο ν'απαντησει πως το κουπι
ειναι ξερο ξυλο και να αγνοει το αλατι εκει σ'εκεινο
τον τοπο να σταθμευσει και να θυσιασει.
[ Τα χρονια περασαν κι ισως ο Οδυσσεας να ειναι
εδω στον τοπο μας]
.
.
Η ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΕΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ''ΟΡΝΙΘΩΝ''
ΚΑΤΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
.
.
Κατ'αρχην συντηριτικα,διατηρωντας τα μερη της
κωμωδιας:
-προλογος
-παροδος[η εισοδος του χορου των πουλιων
με χορο και τραγουδι,απο καποιο κοτετσι,δεν το τσε-
καρα]
-στασιμα[ο χορος των πουλιων χορευει και
τραγουδαει,κανωντας μας αερα με τα φτερα του]
-επεισοδια[η δραση,η υποθεση του εργου προχωραει,
θα μαθουμε αν θα χτισθει η πουλοχωρα,η Ουτοπια,
δεν βαζω και το χερι μου στη φωτια οτι θα γινει ποτε]
-εξοδος[η λυσις][να σηκωθουμε απο τις καρεκλες
σε λιγο,μας αρεσε δεν μας αρεσε το εργο,δεν μας
πεφτει λογος, δεν πληρωσαμε,τζαμπα ητανε]
-η παραβαση[οχι,που θα γλυτωναμε,εδω ακουμε τις
αμπελοσοφιες του ποιητη,τι εννοει ο ποιητης δηλαδη,
αυτα μην τ'ακουτε ειναι για τους χορηγους να τους
καλοπιασει για του χρονου,ρεκλαμα,και για τους αργο-
σχολους]
Βεβαια τα παιδια εκαναν αταξιες στην παρασταση,
αλλα αυτος που ειναι υπευθυνος για τις παρανομιες,
και τις παραβασεις στο κοτετσι των Κοτων[Ορνιθων,
Ορνιων] ειναι ο σκηνοθετης ο δασκαλος ο Γιαννης,
απο τη Θεσσαλια,
αυτος λοιπον εβαλε συγχρονα[και με το δικιο του
απο το 414 πχ μεχρι το 2005 μχ ,ειναι τοσα χρονια,
ζαλιζεσαι,μονο το π με το μ ν'αλλαξεις,το χ ειναι
σταθερο,σαν την κοταμαρα μας].Εκσυγχρονιση.
Ακουσαμε Vangelis[Βαγγο,να πουμε],το μινορε
της αυγης[του Σπυρου Περιστερη][να ξυπνησουν
οι πετινοι]''Ξυπνα μικρο μου κι ακουσε''[αμα εχεις
μικρο ειναι να το ξυπνησεις; κακως κακιστα,και να'ρθεις
με τον κηδεμονα σου] και καπακι[να εμπεδωσουμε
το ξυπνημα,μηπως και δεν ξυπνησουμε,σαν τα δυο
ρολογια,που βανουν να ξυπνησουν μερικοι εξυπνοι]
''Γιατι με ξυπνησες πρωι;''[εδω θελει ερωτηματικο,
γιατι να με ξυπνησεις;] του Βασιλη Τσιτσανη,
να και το Ποπακι,οχι καμια Ποπη,
μην εκθετουμε ποσωπα,και μαλιστα θηλεα],το ποπακι
[παλιν συγνωμη.προκειται περι αναποφευχτης
συμπτωσης]της Ελενας Παπαριζου το ''The Number
One'',α' βραβειο στην EUROVISION 2004,bit bit
boot κουνημα,να και ο Διονυσος [φαντης μπαστουνης,
τι δικο του το πανηγυρι,Θεατρο Θετρο Μπαιγνιο
Σκωμμα,γινεται χωρις αυτον;]να μην στειλει αντι-
προσωπο; την αφεντομουτσουναρα του συνονοματο
του Διονυσση Σαβοπουλου με τον Καραγκιοζη του
[''κεινο που με τρωει,[ειναι τα ...],κεινο που με σωζει...]
πουλια πουλακια πουλαδες πουλες κουτοπουλια κοτουρ-
νιθια χαζοπουλια
ο ουρανος ανηκει σ'ολα τα πουλια
[με το μπαρδον τι ανηκει;,αδικο,και να παρθουν
αμεσα μετρα εισαγγελικα,μας κουτσουλανε κυριε
προεδρε, θα μ'αναψουν τα αιματα,θ'αρπαξω καμια
καραμπινα,και μπαμμ στο φτερο,και αμαρτιαν
ουκ εχω]
Ωωπ,στοπ.Οικολογια[τωρα το μερος της Οικολογιας.
Αετος εφαγεν χελωνα ,χελωνα εφαγε χορτο,και
παει,κι ας περνιεται για κορακοζωητη,...εφαγεν...
εφαγεν...ωραια Οικολογια Καλοφαγιας].Φτου[ρ]Φτου[ρ]
ε ας ριξουμε μια Βουγιουκλακη[αν και...γατουλα.sos.πουλια]
[τι να πει ;ας πει το, ας το πει ,πεταξτο στον αερα]
''Τ'αγορι μου, τ'αγορι μου,...Ρικο,Ρικο κο κο''[ε φανερος ο
στοχος σου κ. σκηνοθετα,τι κουτορνιθια ειμαστε,το ρικο
ρικοκο ειναι απο τον κοκορα το κικιρικο και το
κοκο το αυγο, εξυπνο παντως για κοτους ανθρωπους]
κι επειδη η Βουγιουκλακη εχει σουξε,στο καπακι της παρα-
στασης πηραμε τους δρομους και ποιος μας πιανει ,
τσιμπησε το δισκακι
''καροτσερι καροτσερι τραβα και μη σταματας''
τα παιδια- κοτοπουλια κακαριζουν :
''εφτασε η ωρα για την πουλοχωρα
εφτασε η ωρα για να δοξαστει[εμενα μου λες
θα φαμε τετοιο δοξασμενο κουτσουλισμα, τιμη
μας και καμαρι μας,στο πετο σαν παρασημα,μην
ειμαστε και αχαριστοι]
Λοιπον συνεχεια κοτοχ...
''εφτασε η ωρα για την πουλοχωρα
εφτασει η ωρα σ'ολους ν'ακουστει ''
[και οπου φυγει φυγει πουλ πουλ]
Εν τω μεταξυ [στα επεισοδια,εγιναν επεισοδια]
ηρθαν,την επεσαν διαφοροι πονηροι επιτιδειοι
τεχνοκρατες[να εδω οι δρομοι,εδω τα κοτοπουλεια,
εδω οι κοτοφραγκοι,εδω οι κοτες,εδω τα κορακια
στην Πουλοχωρα]τους πηραν χαμπαρι τους προγ-
κιξαν τους εκραξαν τους διαολοεστειλαν.
επειτα κατεφθασσε διμελες [για το Αδιαφθορο,μας
ακουει κανεις;κλεισε την πορτα]της Εφοριας.
λιγο πουλυ ζητουσαν ελεγχο.Να ο διαλογος
[αυθεντικος απο την παρασταση]
-εχουμε διαταγη να κανουμε ελεγχο
-ενα δεκαλιρο;
-ντροπη ,κυριε,δωροδοκια
-δυο δεκαλιρα;
-αυτο δεν επιτρεπεται θα σας καταγγειλω
-πεντε δεκαλιρα;
-πεντε δεκαλιρα,ειπατε;ειπατε
δωστα,δωστα
-να παρτα,παρτα[και τους ...μουτζωνει με τα
πεντε δεκαχτυλα]
Ειδατε ποσο συγχρονο ειναι το...συγχρονο
Εν τω μεταξυ ακουμε διαφορα κουφα:
Ζητω .Λαος -Πουλια στην Εξουλια
[Δηλαδη Εξουσιοπουλισαμε,ξεπουλισαμε]
Κατι ακουστηκε και για το ευρω,αλλα δεν κατα-
λαβε κανενας τιποτα,αγνωστο αντικειμενο,
δυσευρευτο.''Καλε,για το ευρω δεν θα πει κανεις
τιποτα; '',Ασε μας πουλο-κοπελα μου,μην σγαρλιζεις
τον πονο μας;τετοιες μερες μνημονιου]
και σαν να μην εφταναν αυτα,Μοδα τα Πουλια,Γκραν
Σουξε,επεσε Πουλομανια[αργοτερα μας κουβαληθηκε
η νοσος των πτηνων]
Απαριθμουν οι Ρεκλαμαδοροι Πουλιων[ενα Ειδος
Γραφειου Προπαγανδας Πουλιων]:
τα παιδια στα σχολεια κανουν γραμματα ορνιθοσκα-
λισματα,το ...το λενε πουλι,λενε διαφορα,οπως ''θα
μου δεις τον περδικο'',εκαναν τραγουδια με τα πουλια,
''ειμ'αητος χωρις φτερα''[τωρα μεταξυ μας,τι σοι αητος
ειναι χωρις φτερα;γουστα ειναι αυτα]''η γερακινα'',
επεται συνεχεια,
τ'αλλα αντ'αλλα''αλλου τα κακαρισματα κι αλλου
γενουν οι κοτες'',
''της γερακιδας γιος'',''μου παρηγγειλε τ'αηδονι με το
πετροχελιδονι'',και του Χρηστακη ''το πουλι'',''και του
πουλιου το γαλα''του Βασιλοπουλου[τζαμπα διαφημιση
ρε μπαγασα ,για τα ματια μιας μικρης,εχε χαρι],σου
τρεσαρει μπουνια στα μουτρα ο μαγκας... κι ειδες
πουλακια να τσιουτσιουνιζουν ,κι αλλα πουλλα πουλισια
Εν τω μεταξυ οι θεοι στελνουν sms μηνυμα,κτυπα
το κινητο ,''Οι Θεοι ,ειναι'' .''Τι θελουν τα λαμογια;''
Αρθρο α':Εμεις οι Θεοι παραδινουμε την Εξουσια
στα πουλια[Μεγα Κοροιδελικι,δεν τρωμε κοτοχορτο,
ποιος παραδινει εξουσια ;ποτες των ποτων]
Αρθρο β':Τα Πουλια να μας δωσουν συνταξη [Να την
περναμε ζωη και κοτα,αμ τι τζαμπα ειναι η Δημοκρατια;
τωρα τι θυμηθηκα]
Αρθρο γ':Να μην περνουν στον ουρανο[διοδια και
τα ρεστα θα πληρωνονται]να μην εμποδιζουν
τις κουτσολοπτησεις των πουλιων
Αρθρο δ':Να φροντιζουν το Περιβαλον[Πρασινοι Θεοι,
λιγο δυσκολο το βλεπω οι Θεοι μας ηταν παντα...ροζ ,
ολη την ωρα το'χαν το μυαλο τους στις τρελλιτσες με
τις διαφορες αλλανιαρες ,θεες και τις δικες μας
τις γηινες,τι απ'το ψαχνο θα το ριξουν στο χορτο;
δεν το βλεπω]
Αρθρο ε':Να ζουν αγαπημενοι,με αγαπη ειρηνη
και δικαιοσυνη[Η Πεμπτουσια της Μπαγοποντιας,
αυτο κι αν ειναι Κοροιδιλικι Μεγα]
Και τοτε πεταγεται ο Λιγοπλανος και δουλευεται
γαζι και την αμολαει και μαλιστα στο ρυθμικο αλα
ΚΚΕ του Φλωρακη:
''ΑΓΑΠΗ,ΕΙΡΗΝΗ ,ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Οι Νομοι των Θεων και των Ανθρωπων ''
[το επαναλαμβανει,και μαζυ του ολα τα κουτορνιθια]
ΑΓΑΠΗ ΕΙΡΗΝΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
[Βρε ουστ,ΟΥΣΤΟΠΙΑ,
Νομοι των Θεων; [των Δυνατων δηλαδη].Δυνατοι
ειναι οτι θελουν κανουν ,και...κοκοβιους γιαχνι αμα
λαχει,να πουμε
Νομοι των Ανθρωπων;[Ποτε;που;,δεν κολλατσιζεις
στους ανθρωπους τετοια :Αγαπη Ειρηνη Δικαιοσυνη;
ουτε...κοκοβιους γιαχνι,την γαζωνουν στο αλλιωτικο
[ΠΑΡΑΒΑΣΗ:
ΟΥΤΟΠΙΑ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ
ΤΕΛΟΣ ]
Για καλο και για κακο παρτε μια ασπιρινη η ' ενα
καλμον η ' ενα ντεπον[αναφερω ολες τις μαρκες
για μην μεροληπτησω]να σας περασει ο πονοκεφαλος,
γιατι ''οποιος ανακατωνεται με τα σκατα τον τρωνε
οι κοτες'',ως γνωστον εξ αρχαιοτατων χρονων
.
Στα σκηνικα προσπαθησα να δρασω Αριστοφανικα,
στο αριστερο σκηνικο στον ουρανο τα πουλια σχηματι-
ζουν το SOS,στο μεσαιο ο δρομος ανηφοριζει στην
Πουλοχωρα,μην τον ακολουθησεται σε κανεναν
γκρεμο θα σας ριξει,πριν την ωρα σας,εχω εκει
μια κορη κι ενα κουρο ,με προσωπα πουλιων,μην
το πιστευεται,δεν ειστε κοτορνιθια,μασκες θεατρι-
κες ειναι[να'μαστε με το γραμμα του νομουτων κριτικων,
μην μας την πεσει κανενας,και μας ζαλισει τον ερωτα
του....θεατρου],ο κουρος φοραει ποδοσφαιρικο σωβρα-
κο με τον αριθμο 10,η αρχαια κωμωδια ηταν λαικο
θεαμα με πολιτικες προεκτασεις,και οχι οπως καντησε ν'ασχο-
λειται με πορνο-σταρς,τιβι ψωνια,παρανοικους
εθνικιστες,γυναικιζοντα νουμερα,αταλαντους,
και με διαφορους αθυροστομους βωμολοχους
αφσκολογους επι πληρωμει,
στο δεξιο σκηνικο η πολη,τις πολυκατοικιες,με τα
δεντρα τις κεραιες των τηλεορασεων να ισορροπουν
με τα καμενα δεντρα στο αριστερο σκηνικο,στον
ουρανο τα πουλια σχηματιζουν την ελληνικη σημαια,
εχω κι εναν Φασιανοιζοντα ποδηλατιστη με φτερα,
και σε μια λαικη συνοικια εχει παρασταση Καραγκιοζη
με το εργο :''Ο Καραγκιοζης Κοτοπουλας''.
.
[Οταν εκανα τα σκηνικα ,στον χωρο εκεινο γι-
νονταν και οι προβες των παιδιων,ηταν μεγαλη
εμπειρια για μενα,εκεινη την ωρα,που επαιζαν
μπροστα απο τα ατελειωτα σκηνικα δεν δουλευα,
καθομουν και τα ακουγα,επηρεαζομουν απο αυτα,
το τι θα εκανα.
Τα παιδια ,γινονταν πουλια με τις φωνες τους τα φτερα
τους να πεταξουν ελευθερα.
Τους ευχομαι σ'ολη τους τη ζωη να πετανε ελευθερα
και ευτυχισμενα]
.
.
Βελανιδι
ΧΡΟΝΙΚΟ
:
.
Ανθρωποι ταπεινοι ηταν εξω στο δασος στα γουρδια απο
τις αρχες του Αυγουστου,τιναζαν το βελανιδι,το μαζευαν ,
το ξεβελανιαζαν και το ελιαζαν μετα αφου ξηραινονταν
το σακιαζαν,φετος ηταν καλο μεγαλο και καθαρο θα'πιανε
τιμη στον εμπορο,πολλοι ειχαν μικρα παιδια να ταισουν κι
αλλοι ειχαν κορες της παντρειας,εκεινες τις μερες της συλ-
λογης δεν γυριζαν στο χωριο στα σπιτια τους,εκει ετρωγαν,
εκει στο λογγο κοιμοντουσαν τη νυχτα,στο χερσο,ολοι και
τα παιδια στον αγωνα,στη ζεστη,στο φοβο για τα φιδια,ητανε
και καποιοι αντρες καλλιφωνοι που τραγουδουσαν σκαρφα-
λωμενοι στα δεντρα της βελανιδιας καθως τιναζαν με το λουρο
το βελανιδι απ'τα κλαρια,''βγηκα ψηλα και πλαγιασα'',κι ακου-
γονταν το τραγουδι τους απ' τα διπλα και απ' τα περα τεμαχια,
κι ητανε τα χερια τους πληγιασμενα απο τ'αγκαθια,τις πετρες
και τα πουρναρια και πονουσαν,κι ητανε πολλα τα γελια και
τ'αστεια τους και τα πειραγματα τους να ξεχασθουν να καλο-
καρδισουν να περασει ο καιρος,κι ετσι περνουσε και κυλουσε
χρονια τωρα ομοια απαραλαχτα ,και καταλαβαιναν τον τοπο
τους και τον νοιαζονταν και τον πονουσαν σαν δικο τους
καταδικο τους ανθρωπο σαν τα προσωπα τους τα ιδια.
.
.
Νικολαος Χριστοδουλου Κουβελης ο πατερας μου
ξηρομεριτης καπνοπαραγωγος γεωργος απο τη Μαχαιρα
-
.
Ο πατερας αγαπουσε τον καπνο ,''την καπνοκαλιεργεια''ελεγε και
συγκινουνταν,τον αγαπουσε τον καπνο ισα σαν τα παιδια του,σαν
την γυναικα,τον προσεχε να'ναι καλος,''λιρα ,αλφα ενα'',ητανε
περηφανος γι'αυτον,''τοσες αρμαθες σημερα'',''θα κανω πεντε χερια
στον κηπο'',τον βλεπω ακομα τωρα,ψηλη ξερακιανη φιγουρα γεωργου,
μετα απο τοσα χρονια καπνοκαλιεργειας να τους κοβουν τα καπνα
'' εγω παω τωρα τελειωσα'',α ρε πατερα να ζεις αραγε στον παραδεισο;
και να'χει καπνα ο παραδεισος αυτη την εποχη,να'χει μπελονιασμα,και
να'μαστε ολοι μαζι,πριν μας σκορπισουν,πριν μας διαλυσουν,η μανα
τα αδερφια εσυ εγω ολοι οι ανθρωποι του καπνου γειτονες συγχω-
ριανοι μαζι αδερφια,ειμαι σιγουρος πως σε τετοιο παραδεισο ζητε ,
αυτο ειναι το δικιο,σ'ενα παραδεισο καπνοχωραφα περηφανοι
ευτυχισμενοι
.
.
Στην Μαρια Μηδεια Τοσκα Νορμα
.
.
μετα τα αποτροπαια γεγονοτα η πριγκιπισσα Μηδεια παρουσιασθηκε στην Αγορα μπροστα στο λαο και ζητησε τους δικαστες να την καταδικασουν,εκεινοι τα ηξεραν ολα με την παραμικρη λεπτομερεια ,αν και με καποια υπερβαση ,απο τον ποιητη Ευριπιδη,την πηραν οι στρατιωτες στην αυλη του δικαστηριου,οι δικαστες συσκεφθηκαν,και με τρομο ανακαλυψαν πως δεν υπηρχαν νομοι για μια τετοια πραξη,για ενα τοσο ειδεχθες εγκλημα,ανησυχησαν για το κενο νομου,επειτα τα χρονια περασαν και βαραιναν στους ωμους και στη κριση τους,κι επειτα τι συμφερει τον αρχοντα ,το πιο συμφερον γι'αυτον ειναι που γλυτωσε απο τη βαρβαρη γυναικα και τα παιδια της,ηταν μια λυση αυτο,θα βρουν τροπο να την τιμωρησουν,δεν θα κωλισιεργησουν,ειναι ζητημα ωρων,εστω ημερων,οσο για κεινον τον αγυρτη τον ψευδοκαινοτομο ποιητη θα τον κανονισουν,του ετοιμαζουν,τι του ετοιμαζουν ;ηδη την εχουν ετοιμασει,την εξορια στη Μακεδονια,ας παει εκει να παιξει τα μοντερνα θεατρα του,εκει μπορει να τους ξεγελασει ετσι απολιτιστοι που ειναι,ενας λαος σε παρακμη ,χωρις προσωπο και μελλον στην ιστορια,ακους ο σαλτιμπαγκος ο αταλαντος να θελει να τους γελοιοποιησει,να βρουν τον μπελα τους,με κενα νομων,με οικογενειακα δικαια,με δικαιωματα γυναικων,καλα εχουν την ησυχια τους,ας παει αλλου να δοξασθει,κι αυτη τη φονισσα διεταξαν και την πηραν στρατιωτες και την πηγαν μακρυα στην ακρη του κοσμου σε πυκνο δασος που συνορευει με αποκρεμνους τοπους και πελωρια βραχια ως τη θαλασσα,να κλειστει εκει μεσα να μην ξεφυγει,κι ετσι εγινε κι οταν γινονταν νυχτα κι ειχε πανσεληνο τραγουδουσε η ερημη γυναικα και διαλυονταν η φωνη της στο φως του φεγγαριου σε χιλια κομματια πονου,κι οσα καραβια τ'ακουσαν πετρωσαν στο μεσο του ποντου κι οσοι παιδια ναυτικοι τ'ακουσαν χαθηκαν στα μαυρα νερα
.
.
ΜΗΤΕΡΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙ ΠΑΙΖΟΥΝ ΜΕ ΤΗΝ ΜΠΑΛΑ
.
.
επαιζε με το παιδι της στην αυλη μπροστα
απ'το σπιτι,γυρω κηπος με οπωροφορα δεν-
τρα ,μηλιες,συκιες,αχλαδιες,ροδιες και κλιμα
στο φραχτη,εριχνε τη μπαλα στο παιδι,της
την εριχνε πισω,γελουσε,εριχνε τη μπαλα,
του εριχνε λουλουδια,του εριχνε ροδια,του
εριχνε λογια,το παιδι γελουσε,του εριχνε τη`
καρδια της
σ'εκεινο το εκκρεμες της ζωης
.
.
ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ ΚΑΤΕΒΗΚΕ
ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
.
.
Στον κηπο βρεθηκε την ωρα που βραδυαζε,
ο ηλιος μια μεγαλη κοκκινη μπαλα επεφτε
μεσα στο τερμα των βουνων στο βαθος και
χανονταν.Τα δεντρα στο υψος του,λιγο ψηλο-
τερα,οι συκιες,οι ροδιες,οι μηλιες,τα κλιματα,
οι αχλαδιες και οι ελιες.Απ'τη μερια της ανατο=
λης ανεβαινε φως,και φανηκε το φεγγαρι γεμα-
το.Στο δυνατο αυγουστιατικο σεληνοφωτο
εβλεπε καθαρα,κι ακουγε τα πουλια στο
γυρισμα των υπνων τους,σιγανες φωνουλες
συγκοπτομενες,και καποιο συντομο τζιτζισμα
ενος κοιμισμενου τζιτζικιου που το ξυπνησε
η απαλη πιεση του φωτος του φεγγαριου,
ξεγελασθηκε πως ξημερωσε και τραγουδησε
για λιγο,επειτα καταλαβε και ξαναγυρισε στον
υπνο του.Ο κηπος ηταν στην κορυφη ενος χα-
μηλου λοφου,και κατηφοριζε με τις ελιες με-
χρι τη θαλασσα.Εβλεπε καθαρα και κατεβηκε
στη θαλασσα.Εκει ειχε μια μικρη παραλια με
λεπτη αμμο,δεκα μετρα περιπου μηκος και
πλατος τρια μετρα.Η παραλια ηταν περιορι-
σμενη στα ακρα της απο δισπαρτα βραχια
μεσα και εξω απ'το νερο σε μεγαλη εκταση.
Καθησε πανω στην αμμο στην μεση της παρα-
λιας.Κοιτουσε το φως που κυλουσε με τα κυμα-
τα αστραφτερο και εφτανε στα ποδια του.Εκλει-
σε τα ματισ του και το ενιωσε να χυνεται μεσα
του και να τον γεμιζει.
Αποκοιμηθηκε βαθεια σ'αυτη τη θεση.
.
.
ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΜΟΝΗΝ ΣΥΚΙΑΝ ΟΡΑΜΑ
[Γραφη Κατα τον Παλαιον Τροπον του Αλεξανδρου Κυρου
Παπαδιαμαντη]
.
.
περι την μονην συκιαν το αρχιλωδες χωριον εκτεινετο
δια απαλων αναβαθμων χλοιζουσας γης κυκλωτερως
ητο ελαιοδεντρα νεωτερα και γηραιωτερα γεμοντα
ελαιοκαρπον λιαν πληθυντικον και εις τινας διακριτας
θεσεις εφυοντο ρογδιες,η μερα ητον εις το μεσον της,ηλιο-
λουστος και πολυ χλιαρα δια ταυτην ωραν χειμωνος,ησυχια
επληρωνε τον αερα,ως και αυτα τα στρουθια σιωπουντα
ητον και οι λαλησεις των ακινητουσες,εξαιφνης ηκουσθη
μεγας ηχος,ως εκ πληθος κροταλων και τυμπανων ισχυρως
κροουμενων,ο αερας εταραχθη σφοδρα,τα φυλλα της συκιας
εριγησαν και ομιχλη επηρε την περιοχην,και καββαλαρης
αρματωμενος παλληκαρι πολεμιστης εις λευκοτατον αλογον
αναβατης διεσχισεν εγκαρσιως το τοπιον εκ δυσμων προς
ανατολας και εξηφανισθη γρηγορα η οπτασια του οσαυτως
γρηγορα ενεμφανισθη,μετα ταυτα επανηλθεν η προτερα ατμο-
σφαιρα εις τον τοπον περι την συκιαν ,ως ουδεν να ειχεν
συμβει και να το ειχεν ταραξει,πλην τωρα ηκουωντο οι λαλη-
σεις των στρουθιων πλεον ευφωνικοτερον και ο αερας εφαι-
νετο πλεον φωτεινος,
λεγουν οι παλαιοτεροι πως τοιαυτα οραματα ειναι λιαν συχνα
εμφανιζομενα εις τας θεσεις οπου φυονται μονες συκιες
.
.
ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ,ΕΙΣ ΜΙΑΝ ΕΙΚΟΝΑ ΒΙΟΥ
.
.
ηταν ενας ξενομεριτης ,οπου δεν τον ηξερε και μας
τον εδειξε,''ποιος ειναι αυτος;φαινεται να μην ειναι
στα καλα του'',
τον κοιταξαμε,γελασαμε,''ειναι ντυμενος μεγαλε-
ξανδρος ετσι ντυνεται καθε αποκρια,και σερνει
και μικρα παιδια μαζι του'',''ειναι λοξος;'',''δεν ειναι,
εχει μονο ευχαριστηση να παριστανει τους ηρωες
τους ελληνες'',μας κοιταξε ,σαν να μην καταλαβε,
''και ποια εργασια κανει αυτος ο σαλος;'',''ζωγραφος
ειναι,και ζωγραφιζει σε σπιτια,οποιος του πει,σε κα-
φενεια,και δεν ζηταει αμοιβη,να του δωσουνε μονο
ενα πιατο φαγι και το κρασι του να πινει'',''και ζωγρα-
φιζει καλα;ειναι τεχνιτης η' κανενας τσαρλατανος;'',
ο τροπος,που ρωτουσε μας δυσαρεστησε,''αν θες να
μαθεις και να'χεις γνωμη να λες μπες σ'εκεινο το
καφενειο,να εκει,να δεις τι ζωγραφισε,να καμεις
τη γνωμη σου,εμεις ειμαστε αγραμματοι και δεν κατε-
χουμε να σου πουμε'',
ετσι του'παμε κι ο ξενομεριτης προθυμος μας ακουσε
και πηγε στο καφενειο,τον ακολουθησαμε κι εμεις εκει,
ειχε δυο ζωγραφιες τελειωμενες ,η μια εδειχνε ενα χορο,
η αλλη ενα ζευγαρι,αρχαιο ,δεν ξεραμε,ο ξενομεριτης
κοιτουσε τις ζωγραφιες,τον ειδαμε σοβαρο,''εχει κανει
πολλες τετοιες;''μας ρωτησε,''παρα πολλες''του απαντη-
σαμε,''ειναι απ'το 97 εδω,εχει κανει και στον κυρ Γιαννη
Κοντο,απ'τα μερη μας εδω στο Πηλιο'',
εκεινη τη στιγμη μπηκε μεσα στο μαγαζι ο Θεοφιλος,ειχε
βγαλει τα ρουχα και τη περικεφαλαια του μεγαλεξανδρου,
ητανε παλι με τη λερη φουστανελα,που παντα φορουσε,
αδυνατος ,δεν ετρωγε καλα,ητανε και το στομαχι του ευ-
παθες,και τον βασανιζε,
''φοβηθηκα μην τις χαλασετε'',ακουστηκε σιγανη τρεμου-
λιαστη η φωνη του,
ο ξενομεριτης τον πλησιασε,''πως σε λενε;'' ,
''Θεοφιλο ,πατηρ μου ειναι ο Γαβριηλ Κεφαλας απο
τη νησον Λεσβον και μητηρ μου η Πηνελοπη του Χατζη-
μιχαηλ,εκαμα και καβασης στο Προξενειο των Ελληνων
στη Σμυρνη'',
το τελευταιο το ειπε με δυνατη φωνη σαν να ητο περηφανος,
'''ειδα τις ζωγραφιες σου,και θελω να μου κανεις μια,τον
Ερωτοκριτο με την Αρετουσα ,του ξερεις;'',''αν τους ξερω;
εχω και τη φυλαδα τους'',ειπε ο ταπεινος ανθρωπος,''τοτε
να ξεκινησεις την εικονα,και να συμφωνησουμε την αμοιβη
σου'',''εγω,φαγι θελω,αν και ψαρια και κρεας'',τα λογια του
ειχανε λαχταρα, ο ξενομεριτης κουνησε το κεφαλι του
''θα εχεις και ψαρια και κρεας,θα δωσω διαταγη να σου
δινουνε,οταν ξανα'ρθω να την εχεις ετοιμη την εικονα,σε
δυο μηνες απο τωρα'',''να τελειωσω πρωτα αυτην την εικο-
να'',εδειξε ο ζωγραφος την ατελειωτη εικονα,''κι επειτα
αρχιζω'',ετσι συμφωνησαν,και βγηκε εξω απο το
μαγαζιον ο ξενομεριτης,ο Θεοφιλος εμεινε στο εσωτε-
ρικο του,τοσο αγαθος και πραος ανθρωπος ητο,καθολου
αλαζονικος,εμεις ακολουθησαμε τον ξενομεριτη,ενας
ο πιο θαραλεος τον ρωτησε,''τι λες για τις εικονες,
ειναι της αρεσκειας σας;'',''αυτον τον ανθρωπο να τον
προσεχετε,σαν τα ματια σας να τον εχετε'',ειπε,κι
εφυγε,
την αλλη μερα ανεβηκε ο Θεοφιλος στη σκαλα να
ζωγραφισει κι ενας απο μας,ως το'χαμε συνηθειο,
να τον κοροιδευομαι,μπηκε κρυφα μεσα στο μαγα-
ζι και κει,που ζωγραφιζε και ητο ξεχασμενος και
δεν τον νοησε του τραβηξε τη σκαλα,κι επεσε ο τα-
λαιπωρος και κακομοιρος ανθρωπος απο το υψος,πως
δεν τσακιστηκε να σκοτωθει,
σηκωθηκε,δεν ειπε τιποτα,ενα λογο ενα παραπονο,παρα
παρατησε τα συνεργα του τις μπογιες και βγηκε εξω ,
περπατησε κουτσενοντας ως την ακρη,απεναντι,της μι-
κρης πλατειας ,κι εστριψε στη γωνια του δρομου,
κι απο τοτε δεν τον ξαναειδαμε,χαθηκε,καποιος ειπε πως
πεθυμισε τη πατριδα του και γυρισε στα μερη του,σαν
εκεινον τον Οδυσσεα,που ιστορουσε ,
σε δυο μηνες ,που θα ξαναρθει ο ξενομεριτης δεν θα
τον βρει εδω,και την εικονα δεν εκανε
.
.
''ΑΓΑΘΟΝ ΤΟ ΑΝΑΛΟΓΙΣΘΕΙΝ''
[ΕΙΚΟΝΕΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟΝ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΣΚΙΑΘΙΤΗ]
.
.
αμα το τριτον λαλημα του ορνιθος ηκουσθη εσηκωθη εκ του
γλυκου υπνου και εις την αμφιλυκην ευρεθη εις τον αγρον
και εζευγαρωσεν τα αλογα δια να καλλιεργησει τα χωματα,
να σπειρει τον επιουσιον σιτον
ειτα ο ηλιος ανηλθεν του χαμηλου λοφου ωσει σφαιρα πορ-
φυρα και αναθαρρησεν η φυσις απασα εκ της νυχτερινης ναρκω-
σεως και το μικροτατον ανθος ορθωσεν περιχαρες την πολυχρω-
ματην κεφαλην του εκτεινοντας ελευθερως τα φυλλα του ως τα
λευκα πτερουγια της εκτεινει η περιστερα να πεταξει εις τον ελα-
φρην αερα και ο ελαχιστος κοτσυφας ελαλησεν εναρμονιως εν-
τος των παρακειμενων εις τας ακρας του αγρου σμιχτων θαμνων
και μαλα καλλικελαδος
.
ειδεν τους εργατας εις το παραδιπλα ελαιοστασιν ,εν ανδρογυνον
μετα των πεντε μικρων τεκνων αυτου,τριων θηλεων και δυο αρρενων,
εσυνελεγον τον στιλβοντα ελαιοκαρπον, τους εγνωριζεν,πτωχοι αν-
θρωποι,ητο γειτνιαζοντες οι οικιες των και τους επλησιασεν,τους εκα-
λημερισεν εγκαρδιως και αυτοι ομοιως εγκαρδια τον εκαλημερισαν,
το ελαιοστασιν ητον προικωο της πτωχης και ταπεινης γυναικος ,
η οποια ομοιαζεν πολυ,τοιουτως του εφαινετο,εκεινο το Δελχαρω
της Φραγκογιαννους ,της οποιας ''ειχε ψηλωση ο νους'',
''ας ειναι συγχωρεμενη κι αναπαυμενη η ψυχη της '' εις αγαθον
αναλογισθειν ,''σαν να'χαν ποτε τελειωμο τα παθια κ'οι καημοι
του κοσμου''
.
ο πενταετης Γεωργακης μετα της Ακριβουλας της εννεαχρονης
αδελφης του εβοσκουν τας λιγοστας αιγας των εις τινα περιεγ-
κλειστον θαμνων και δαφνων κτηματιον,ητον η ωρα εις την εξο-
δον του φθινοπωρου και εις την αρχην του χειμωνος,μολαταυτα
η μερα ητο ζεστη με λαμπροτατον ηλιον και καθαροτατην ατμο-
σφαιραν,οι αιγες πεινωσαι ανεσκιρτουν ευκινητως επι των χθα-
μαλων θαμνων αποκοπτωντας δια των οδοντων χλοιζοντα βλα-
στιδια και τα ετρωγον εν τω αμα,εις το ανατολικον συνορον του
κτηματος εκτεινετο ο αιγιαλος βραχωδης,και ηκουοντο οι τρεμ-
μωδεις παφλασμοι των κυματων και οι οξειες φωνες των γλαρων,
τα δυο παιδια επλησιασαν το θαλασσιον συνορον και ατενιζον
θαυματιστως τον γλαυκον και απεραντον ποντον,εις καποιαν
ωραν εγενετο μεγας ησυχασμος,μετα απο ολιγην ωραν το εν-
νεατες κορασιον η Ακριβουλα εστρεψεν την κεφαλην της προς
τον αδελφον της Γεωργακην και υπομειδιουσα ειπεν χαμηλη
την φωνην
''Γεωργακη ,ακου,δεν ακους το τραγουδι της φωκιας;ποσο γλυ-
κα τραγουδει στο πελαγο,σαν να'ναι εδω κοντα κατω στα βρα-
χια,τοσο καθαρα ακουγεται,ακους Γεωργακη;''
Και εκεινος ο Γεωργακης εκινησεν την κεφαλην του εις νοημα
καταφατικον ,κι ας μην ηκουεν ουδεναν ηχον και ουδε τραγουδι
της φωκης,επειδη δεν ηθελεν να κακοκαρδισει την μεγαλυτε-
ραν αδελφην του,την οποιαν υπεραγαπα,και εφοβειτο σφοδρα
να μην την χασει και αυτην και την αγαπην της,ασπαιρεν δε ισχυ-
ρως η καρδια του σαν ψαριν δια την αδελφην του Ακριβουλα
.
.
Πανω σε μια Παιδικη Ζωγραφια
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΦΟΡΤΗΓΟΥ
.
.
τρια μικρα παιδια η Μαρια,η Ελενη,ο Δημητρης το περσινο
καλοκαιρι μου ζωγραφισαν και μου χαρισαν 9 ζωγραφιες
Εγραψαν σε μια απ'αυτες:
Το φορτηγο εχασε τη βενζινη και εμεινε στο δρομο
και ηρθε ενας κυριος και του εβαλε βενζινη
.
Εγω γραφω[στα παιδια]:
Οι δουλειες δεν πηγαιναν καλα,το φορτηγο το χρωστουσε
στη τραπεζα και μια μερα ηρθε ενας γραββατωμενος κυριος,
του το κατασχεσε το φορτηγο και του το πηραν
.
Εγω γραφω[στα παιδια]:
Το φορτηγο δεν ενιωθε καλα στα νεα του αφεντικα,
δεν το προσεχαν οπως εκεινος,το αφηναν βρωμικο,
ενω εκεινος το'χε καθαρο,κι εκεινο ενιωθε χαρουμενο,
επειτα ενιωθε την αδικια που'χε γινει,και μια νυχτα
αναψε τα φωτα ,εβαλε μπροστα τη μηχανη,ανεπτυξε
μεγαλη ταχυτητα κι εφτασε στο πρωην αφεντικο του,εκει
στο γκαραζ σταματησε,εσβησε τη μηχανη ,εκλεισε
τα φωτα και περιμενε να ξημερωσει ,οταν τελειωσει
το ονειρο του,να το βρει εκει σαν να μην ειχε τιποτα
συμβει
.
.
Ο ΗΡΩΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ,ΣΤΗ ΒΕΛΑΝΙΔΙΑ
ΠΑΡΑΣΤΗΜΕΝΗ Η ΜΑΧΑΙΡΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΤΟΥΣ
.
.
ηταν τα πολυ παλια τα αρχαια χρονια σ'αυτον εδω
τον τοπο πολλα δεντρα βελανιδιες κι ετρεφαν με τα
ψαχνα βελανιδια τους πολλες χιλιαδες αμνοεριφια και
αιγοπροβατα,τα πολλα κοπαδια γουρουνια χοιρους
κι αμετρητα αργοκινητα μοσχαρια,κι ηρθε στη περιοχη
ενα λιονταρι,πολυ αγριο και δυνατο,κι εκανε καταστρο-
φες,ετρωγε ζωα,τα κυνηγουσε στις βοσκιες και τα'πιανε,
ριχνονταν τις νυχτες και στα μαντρια τα εξοντωνε,εξορ-
μουσε και σε συνοικισμους ανθρωπων,στα σπιτια τους
μεσα,πολλοι κινδυνεψαν,αντρες γυναικες γεροι και παι-
δια,ηταν τρομος και φοβος μεγαλος,πολλοι τοτε χαθη-
καν,και στην μεγαλη απελπισια τους μαζευτηκαν οι αν-
θρωποι στην Αγορα να παρουν αποφαση,ενας βγηκε
στη μεση κι ειπε με φωνη δυνατη ν'ακουστει και πολλοι
ηταν αυτοι,που τον υποστηριξαν,πως το λιονταρι αυτο
κατεβαινει καθε μερα απ'τον ουρανο,ερχεται απο το με-
ρος που'ναι ο μεγαλος αστερισμος του Λεοντα,ισια νοτια
απ'τη Μεγαλη Αρκτο,κι ηρθε για τιμωρια τους για καποια
υβρι,που διαπραξανε,αυτοι κι οι προγονοι τους,οι πιο
φρονιμοι αγνοησαν τετοια λογια,κι απεστειλαν πολυμελη
ομαδα επιτηδειων κυνηγων τοξαριστων να το πετυχουν
το λιονταρι και να το θανατωσουν,,και δεν τα καταφεραν,
το'βραν και δεν το πετυχαν,το κυνηγησαν και δεν το'πια-
σαν,το παγιδευσαν και τους ξεφυγε,και γυρισαν πισω
απραγοι κι ειπαν πως ειναι αδυνατον να ξεπατωθει το θεριο,
και μεσα στη μεγαλη τους απελπισια παρουσιασθηκε
μπροστα τους ηρωας αγνωστος αρματωμενος πολεμιστης
εικοσιπενταετης την νεοτητα πολλα αντρειωμενος
κι ειπε πως θα τους ελευθερωσει απ'το κακο και θα
καθαρισει τον τοπο απ'το θεριο,κι ευθυς πηγε να το βρει,
το βρηκε στο κυνηγι και το τοξαρισε γρηγορα κι ευστοχα,
και τα βελη απανωτα δεν του τρυπησαν το δερμα,τι ηταν
αδιαπεραστα στο σιδερο,κι εκεινο τοσο μανιαζε κι εβγαζε
φωτιες απ'το στομα του και φοβεριζε τον ηρωα,κι εκεινος
ατρομητος τολμησε και γρηγορα το σιμωσε,καθως του
χυμουσε γρηγορα τ'αρπαξε απ'το δυνατο κεφαλι στα χερια
του το'σφιξε,γρηγορα δυνατα το'στριψε μια φορα δυο φο-
ρες τρεις φορες το κεφαλι και του τσακισε χιλια κομματια
το λαιμο,κι εκεινο παραδωθηκε ,τρανταχτηκε δυνατα κι
εμεινε ξεπνοο,και χαλαρωνοντας τα χερια του ο ηρωας
τ'αφησε να σωριαστει στο χωμα αψυχο νεκρο κουφαρι,κι
ακουστηκε φοβερος και δυνατος ο κροτος της πτωσης
του κι εσεισθηκε ο αερας κι η γη περα ως περα πολυ
μακρια, υστερα με σχοινια το'δεσε σφιχτα απ'τα μπρο-
στινα ποδια ,το σηκωσε και το κρεμασε σ'ενα γερο κλαδι
μιας βελανιδιας,εκει εβγαλε το μαχαιρακι του και το εγδα-
ρε,να'χει το δερμα του λιονταριου τη λεοντη τροπαιο της
νικης του και ενδυμα,κι απ'τη βελανιδια εκοψε χοντρο ξυ-
λο ισιο και το πελεκησε να κανει βαρυ ροπαλο,να το'χει
οπλο στον πολεμο και στη μαχη,κι ετσι ελευθερωθηκε και
γλυτωσε ο τοπος απ'το φοβερο κι ολεθριο λιονταρι,κι αυ-
τος ο τοπος,απ'αυτη τη μαχη τη μαχαιρα που εγινε πηρε
τ'ονομα του κι ως τα σημερινα χρονια το'χει,Μαχαιρα,τον
λενε οι κατοικοι του και οι γυρω γειτονες,απ'αυτο το
θαυμαστο γεγονος,κι εμεινε η μαχαιρα του ηρωα με το
λιονταρι παραστημενη στο δεντρο της βελανιδιας,να τη
δειχνουμε πως εγινε κι ελευθερωθηκε αυτος εδω ο τοπος
.
.
ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΤΟΥ ΑΓΡΙΟΧΟΙΡΟΥ ΚΙ Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΗΣ
.
.
κι ηρθε σέκεινα τα μερη αγριοχοιρος λιαν αγροιωτις,και ξεπατωνε
τις καλλιεργειες,και τα κοπαδια εκοβε,προβατα και γιδια,και στα
μαντρια και στα σπιτια εφτανε,κι ητανε φοβος και τρομος,τοτε συνα-
χτηκαν οι αντρες στην αγορα,και διαλεξαν τους αντρειωτερους ανα-
μεσα τους να κυνηγησουν τον αγριο καπρο,κι ηταν δυσκολο πολυ
να τον λαβωσουν,τα τοξα δεν τον πειραζαν,τα σκυλια δεν τον εφτα-
ναν,οπου τον περικυκλωσαν τους ξεφυγε,και δυο αντρειωμενοι χα-
θηκαν,επεσε πανω τους φοβερος και τους εσπασε τα κοκκαλα και
τους ξεσκισε τις σαρκες,και τ'αλογα αποκαμαν στο πολυημερο κυ-
νηγι,κι ειπε ο αρχηγος να παρατησουν το κυνηγι και να γυρισουν,
και τοτε ο πιο μικρος ,ο Κωνσταντακης,μιας χηρας γιος μοναχογιος ,
τους ειπε μια μερα και μια νυχτα να καθισει,μοναχος του να κυνη-
γησει το θηριο,οι μεγαλοι τον αποπειραν την αποφαση,εκεινο δεν
υποχωρησε τη θεληση,μια μερα και μια νυχτα κυνηγησε τον αγριο-
χοιρο,οπου κι αν τον ηβρε τον κυνηγησε,στο νερο ,που ξεδιψου-
σε τον λακισε,στη βοσκη τον εκδιωξε,στα βουναλακια και στα ορη
τον λαχανιασε,στα χωραφια σαν αητος του χυμησε να τον αρπα-
ξει,ξημερωνοντας τον ξεμοναχιασε,κατεβηκε απ'τ'αλογο και τον
αρπαξε σφιχτα απ'το κεφαλι,στα γρηγορα το'στριψε,στα γρηγορα
του'σπασε τα κοκκαλα,και του πηρε την ανασα,τον αφησε να
πεσει,και βαρια τρανταχτηκε η γη απ'τη πτωση του,τον ακουσαν
τον μεγαλο κροτο οι συντροφοι και πλησιασαν,ηβραν τον καπρο
ξεπνοο,και τον Κωνσταντακη παραδιπλα λαβωμενο,στη μαλακη
κοιλια τον επιασαν και χωθηκαν βαθια στα σπλαχνα τα κοφτερα
δοντια του αγριοχοιρου,κι ανοιξε βαρεια πληγη,και του Κωνσταν-
τακη ολο του'ρχονταν να λιγοθυμισει,κι ολο κρατιονταν,κι ολογυ-
ρα του οι συντροφοι ,του συνετρεχαν,με βοτανα ,με γιατρικα,
αυτα αποτελεσμα δεν ειχαν,και πριν ο Κωνσταντακης κλεισει
τα ματια και φυγει η πνοη του,τον ακουσαν με αδυνατη φωνη
να τους λεει:''φιλοι αγαπημενοι,στη μανουλα μου να πειτε χαιρε-
τισματα,πως ξεμεινα στα ξενα μερη,αγαπησα ομορφη καλη γυ-
ναικα κι εκει παντρευτηκα,σε ξυλινα τραπεζια καθομαι και τρω-
γω και πινω,και σ'αργυρολεκανες λουζομαι,και σ'ασπροσεντο-
να πεφτω τη νυχτα και κοιμουμαι,και να πειτε της μανουλας μου
να μην λυπειται και μην βαρδιοκαρδιζεται,ταχια της στελνω τ'αλο-
γο το γρηγορο κοντα μου να τη φερει,εδω εχεις κηπους,με τα
δεντρα τις μηλιες,τις αχλαδιες ,και με τις νεραντζουλες,ολ'ανθους-
και λουλουδα ,και πολυ θα της αρεσει'',ετσι ειπε ο Κωνσταντακης,
κι εκλεισε τα ματακια του και πεταξε η πνοη του σαν πουλι ,κι εκει
τον εθαψαν,μην τονε φανε τ'αγρια θηρια και τα ορνια τ'ουρανου,
εκοψαν και κλαρι κλαρακι νιουτσικο κι απανω στο αλαφρο χωμα
το εχωσαν ταχια να φυτρωσει ,να ορθωσει ,να διπλοκλαρωσει ενας
δεντρος,να'ρχονται οι περδικες να στεκουν,κι επειτα πηραν τον
καπρο,κουβαλησαν το φορτιο του με τ'αλογα και γυρισαν
πισω απ'το κυνηγι
.
.
ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
.
.
σε παραθαλασσιο τοπιο λιγα βηματα απ'την ακτη δυτικα
ηταν μικρος περικλειστος κηπος με πολλα δεντρα οπωρο-
φορα,εκει μεσα ηταν ενα μικρο παιδι πεντε χρονια μετρου-
σε κι επαιζε,πρωινη ωρα κι ο ηλιος ανεβαινε τη γαλαζια σκα-
λα τ'ουρανου και προμηνουσε ζεστη και φωτεινη μερα σε
καθαρη ατμοσφαιρα και το παιδι την ωρα του παιχνιδιου
του ειδε μια πεταλουδα με κιτρινα φτερα να αιωρειται στον
αερα λιγα μετρα μπροστα του,τη ζηλεψε και θελησε να τη
πιασει στα χερια του,και τοτε η πεταλουδα στο κινημα
του παιδιου πεταχτηκε ξεφυγε κι υψωθηκε και στη γρηγο-
ρη καθετη πτηση της παρεσυρε μαζι της ολα τα δεντρα
του κηπου,μ'ολοκληρο το φορτιο τους φυλλα κλαδια
και καρπους να υψωθουν σε μεγα υψος και σε μεγεθος
να μεγαλωσουν,το παιδι ουτε ταραχτηκε ουτε φοβηθηκε,
ειδε και θαυμασε πολυ το φαινομενο,μετα σπο λιγο χρο-
νο ειδε απο το μεγα υψος των δεντρων να κατερχεται
μεγαλος καρπος,ενα τεραστιο μηλο ελαφρα κι απαλα
αβαρες σαν πουπουλο να πεφτει ,να φτανει στο μαλα-
κο εδαφος και σαν μεγαλη ελαστικη μπαλα ν'αναπηδα
μεχρι να ισοροπησει ακινητη λιγα μετρα μπροστα απ'
τα ποδια του παιδιου,και σαν εγινε αυτο δεν περασε
χρονος και το παιδι ακουσε φτερουγισμα στον αερα
κι ειδε πουλι να φτανει στον πεσμενο καρπο και να τον
περιτριγυριζει μια,δυο,τρεις φορες κι υστερα με τη μυτη
του να σχιζει ελαφρα τη μπροστινη φλουδα του καρπου
και ν'ανοιγει πορτα,επειτα το πουλι πεταξε κι εφυγε,
και το παιδι πλησιασε στο μεγαλο καρπο κι απο την ανοι-
χτη πορτα περασε στο εσωτερικο του,εκει ειδε ενα απε-
ραντο τοπιο,μ'αναριθμητα δεντρα στο πληθος και στο
ειδος,ειδε και πρασινα χλοερα λιβαδια,βρεθηκε να πατα
σε ευθη δρομο,που χανονταν μακρυς στο βαθος και
βαδισε πανω του και στη πορεια ειδε γυρω του ποταμια
να κυλουν στις οχθες τους ροες νερων,ειδε και λιμνες
με νερα καθρεφτες ουρανου,ειδε κι απαλους λοφους
να ξαπλωνουν στη γη,ειδε και ζωα πολλα να βοσκουν,
ειδε πουλια να πετουν στον αερα κι ακουσε να κελαη-
δουν στα δεντρα,και τον ηλιο ειδε φωτεινο σε καθαρη
ατμοσφαιρα κι εφτασε σε παραθαλασσιο τοπιο κι εκει
λιγα βηματα απ'την ακτη δυτικα ηταν μικρος περικλει-
στος κηπος με πολλα δεντρα οπωροφορα και το παι-
δι μεσα στο κηπο μπηκε να παιξει κι εκει παλι ειδε τη κι-
τρινη πεταλουδα να υψωνεται και μαζι της να υψωνον-
ται ολα τα δεντρα του κηπου και παλι μεγας καρπος να
πεφτει στη γη και παλι πουλι ν'ανοιγει πορτα στον καρπο
και παλι να περναει το παιδι στο εσωτερικο του κι εκει
βλεπει απεραντο τοπιο,με δεντρα,με ποταμια,με λιμνες,
με πουλια,με ζωα πολλα και παλι εφτασε σε παραθαλασσιο
τοπιο και σε μικρο περικλειστο κηπο μπηκε που'ναι πολλα
τα οπωροφορα δεντρα και παλι ολα ξαναγιναν,κι αυτα
τα συμβαντα εγιναν οσες φορες ηθελε το παιδι,αυτο ηταν
το παιχνιδι,που επαιζε,οταν τελειωσε το παιχνιδι του βρε-
θηκε στον κηπο,οπως ηταν ο κηπος,με τα δεντρα του να
εχουν το κανονικο το πραγματικο τους υψος και μεγεθος,
και σ'αυτο το παιχνιδι το παιδι ειχε την αισθηση πως ο χρο-
νος δεν περασε ουτε στιγμη
.
.
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ
[Βιβλιο Α 1797-1827,Κεφαλαιο 10]
Για τον Χαμο του Καραισκακη στο Φαληρο[23 Απριλιου 1827]:
Ο Καραϊσκάκης ήταν άρρωστος. Με φωνάζει και μου λέγει να
ειπώ του Αρχιστράτηγου και του Ναύαρχου το σκέδιον και να
λάβω από τον Ναύαρχον τα τζαπιά και φκυάρια, οπούταν μέσα
εις το καράβι του, κι’ αυτά να τα μεράσω εις τους αρχηγούς οπού
θα πάμεν από τους Τρεις Πύργους. Και το σκέδιον ήταν να δώσω
του κάθε ενού οδηγό κι’ απόναν Αθηναίον να ξέρη της θέσες.
Από τους Τρεις Πύργους ως τον Ανάλατον να γίνουν–από την θά-
λασσα κι’ ως εκεί–έντεκα ταμπούρια· ’στο μπροστινό να είναι χίλι’
άνθρωποι μέσα. Πήγα αντάμωσα τον Κοκράν και Τζούρτζη και
είπα τα σκέδια και να ετοιμάσουν και τα καράβια διάόσους θα
πάμεν από τους Τρεις Πύργους – σουρουπώνοντας να βαρκα-
ριστούμεν.Πήρα τα τζαπιά και φκυάρια και τάδινα τού κάθε
οδηγού της θέσης κι’ αρχηγού.Τελειώνοντας από αυτά, ακώ
έναν πόλεμον. Πηγαίνομε, τηράμε· πλησίον εις το Γλυκό νερό
ήταν ένα ταμπούρι Τούρκικον· κ’εκεί πήγαν κάτι μεθυσμένοι
νησιώτες και Κρητικοί, πιάσαν τον πόλεμον. Συνάχτη το πε-
ρισσότερον στράτεμα.Εκεί οπού πήγαμεν να σβέσωμεν τον πό-
λεμον, ότι θα κάναμεν το κίνημα το βράδυ,πλάκωσαν και Τούρ-
κοι περισσότεροι πεζούρα και καβαλλαρία. Άναψε ο πόλεμος
πολύ· ήρθε κι’ ο Καραϊσκάκης. Τότε του λέγω: «Σύρε οπίσου
να πάψη ο πόλεμος,ότι το βράδυ θα κινηθούμεν. – Μου λέγει,
στάσου αυτού με τους ανθρώπους κ’εγώ φέγω». Τότε σε ολίγον
μαθαίνω ότι βαρέθη ο Καραϊσκάκης. Πάγω εκεί·μαζευόμαστε,
τηράμεν· ήτανε βαρεμένος εις τ’ ασκέλι παραπάνου, εις τα φτε-
νά.Μαζωχτήκαμεν όλοι εκεί. Μας είπε με χωρατά· «Εγώ πεθαί-
νω· όμως εσείς να είστε μονοιασμένοι και να βαστήξετε την πα-
τρίδα». Τον πήγαν εις το καράβι.Την νύχτα τελείωσε και τον
πήγαν εις την Κούλουρη και τον τάφιασαν.
.
.
.
Εκ Χρεους Μακρυγιαννικα Κειμενα
-χ.ν.κουβελης
.
.
[σαν εμαθε ο Κολοκοτρωνης το χαμο του Καραισκακη πολυ
επικραθηκε και λυπηθηκε και δεν βασταγε τον πονο ,εκατεβηκε
στη θαλασσα στ'ακροθαλασσι κι εκατσε σταυροποδι και μοιρο-
λογησε τον ηρωα της γλυκειας πατριδας,σαν γυναικα τον εκλα-
ψε κι εστεναχθει συγκορμα]
[εφεραν τον Καραισκακη και τον τηραξαμε,ητονα λαβωμενος,
τον ειχαν βαρεσει ασχημα στα σκελια,στ'αχαμνα του
και στοχασθηκα τη πατριδα,που'τανε να την αναστησουμε,να
την βαστηξουμε καθενας εις το ποστο του,να την συντραμουμε
δια την ελευτερια της,και των οικογενειων μας,οπ'ειχαμε,και
δεν ητανε πρεπον οι εχθρητες αναμεσα μας,κι ολοι να παλεψουμε,
καθεις ως δυναται κι εχει τα μεσα και να μην αδικησουμε,τι
αδικουμε την πατριδα,να ομονοιασουμε και εμφυλιο να μην αρχι-
σουμε παλι,κι απο δω και μπρος να ξεχασουμε τι αδικα πραξαμε,
και ποιος φταιει κι ειναι υπαιτιος,οτι κι εγω εχω αμαρτηματα
κι εχω αδικεψει πολλα,μονο να'χουμε εγνοια της πικρης πατριδας,
ειτε να πεθανουμε,ειτε να λευτερωσουμε,και γι'αυτο εμαθα
στα γεραματα ολιγα κολλυβογραμματα,οτι στραβος ημουνα και
ξυλο απελεκητο,να γραψω τα παθηματα,οπου παθαμε,αρχη και
τελος,μ'αληθεια στο νου και τολμη στη καρδια και διχως παθος ,
και να γραψω για τους πολεμιστες και τις θεσεις,οπου εγινε πολε-
μος,και να μιλησω για κεινον τον ανιδιοτελη καπετανιο μου
τον Γωγο τον Μπακολα,να πω για τον γενναιο Δυσσεα,οπου κρα-
τησε το Χανι της Γραβιας με λιγους τους πολλους,και για
τον Διακο,οπου βαστηξε στην Αλαμανα και χαθηκε,τον παλου-
κωσαν,και για τον αμωμο κι αδολο Νικητα,οπου για την λευτερια
της δολιας πατριδας κινηθηκαμε και ματωσαμε τα κορμια και τα
τζακισαμε,κι εχουμε ακομα πληγες,που πονανε και δεν κλεισανε,
κακοφορμανε και μας παιδευουν,στα χερια και στα ποδια αναπη-
ριες,για κεινη τη πατριδα να δουμε ορθη πεινασαμε και διψασαμε,
και οτι πραξαμε,καλο η' κακο,δικιο γι'αδικο,οσα ειναι πραγμενα
να το κρινουνε οι τωρινοι κι οι ερχομενοι,και να'χουν στο
νου τους οτ'ειναι μικρο κηπαριο η πατριδα με δεντρα απ'ολα
μηλιες κι απιδιες,κι ελιες και κυπαρισσια και βιολες λουλου-
δια ροδα και μενεξεδες,μοσχομυριστα,και πουλια αηδονια εχει
και ζωα παντοειδη αλογα λαγους κι αγελαδια προβατα και κατσι-
κια κι ολογυρα ειναι θαλασσα και μεσα στα νερα βαρκουλες
μ'ασπρα πανια και καραβια μεγαλυτερα ταξιδευουν και πολλα
ψαρια πλεγουν στα νερα της κι ειναι νησια αριθμος μεγαλος,
και τη μερα ηλιος λαμπρος φωτιζει σε καθαρον αερα και τη
νυχτα αριφνητα τ'αστρα και το φεγγαρι φεγγει,αυτηνη την πα-
τριδα λαχταρισαμε να'χουμε δικη μας,τη μανα να λευτερω-
σουμε εμεις τα παιδια της,κι οταν την λευτερωσουμε τοτε να
πλουτισουμε να κανουμε οσπιτια υποστατικα να'χουμε κι οργω-
μενα χωραφια αμπελια και να βοσκουμε πολλα κοπαδια,να προ-
οδευσουμε κι εμεις και τα παιδια μας,να πιασουμε μαγια ν'αυγα-
τισουμε στον κοσμο,να βαστηξουμε καλα τη πατριδα,να μην
ειναι λυπη κανενος και στεναγμος ]
.
.
Μια Ελληνικη Αναγνωση
[Σαν τα Παλια Αναγνωστικα]
.
-Φρεσκα ψαρια,φωναζε ο ψαρας
-Εχω καλα ψαρια,μυριζουν θαλασσα
-Ψι ψι ψιψινα παρε ενα ψαρι,φωναξε τη γατα η Αννα
-Να ενα μπαρμπουνι,ειπε ο Μιμης
-Να ενα χταποδι,ειπε η Λολα
-Γιαγια,σημερα θα φαμε φρεσκα ψαρια ,φωναξαν χαρουμενα
τα παιδια
[τα καθαρισαν απο τα λεπια και τα εντοσθια,τα επλυναν,τα αλατισαν,τα
αλευρωσαν,εβαλαν στη φωτια το τηγανι κι οταν εκαψε το λαδι τα
εβαλαν ενα-ενα κολλητα,οταν ψηθηκαν απ¨τη μια πλευρα τα γυρισαν να
ψηθουν κι απ την αλλη¨,ετοιμασθηκαν,τοτε τα εβαλαν σε μια μεγαλη
πιατελλα και σερβερισθηκαν στο τραπεζι με ασπρο τραπεζομαντηλο
του κηπου κατω απ¨τον πλατυ ισκιο μιας μεγαλης συκομουριας,καθισαν
γυρω-γυρω να φανε,ο παππους,η γιαγια,ο πατερας η μητερα ,ο θειος,
η θεια, τα παιδια και τα γατια πλησιασαν,μοιραστηκαν τα ψαρια,τα πουλια
κελαηδουσαν στα δεντρα και τα τζιτζικια τζιτζιζαν εκεινο το ζεστο μεση-
μερι της καλοκαιρινης μερας σ¨εκεινο το ακρωτηρι στο γαλαζιο
ακρογυαλι της γλυκειας πατριδας]
.
.
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ
[ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΣΤΟΝ ΑΗ ΓΕΡΑΣΙΜΟ ΣΤΗΝ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ]
[αφηγειται η Μαρια Κουβελη του Νικολαου 88χρονων απο τη
Μαχαιρα Ξηρομερου]
πηγα στον Αη Γερασιμο τρεις φορες,πηγαμε με τη Γιαννουλα,
τη Σοφια,τη Θοδωρα κι αλλες παρεα κι απ'τον Αστακο
με το καραβι στη Σαμη
ο Αγιος εκει γυρω ειχε ογδοντα πηγαδια,χτυπουσε στη γη
με το ραβδι του κι εκανε πηγαδια,το νερο ητανε κρυο ,μπουζ,
ειχε και δυο σειρες κληματα,αμπελια,κι ειπε στου φυλακες. στους
δραγατες,που εβαλε ν'αφηνουν τον κοσμο,που ερχεται να τον δει
να κοβουνε σταφυλια
κοβαμε και τρωγαμε ,εβαλα και σε μια σακκουλα σταφυλια κι
εφερα κι εδω,στο χωριο
εκει,που ασκητευε ο Αγιος ειχε μια μικρη τρυπα,σου φαινονταν
πως δεν θα χωραγες να μπεις μεσα,αυτη η τρυπα ανοιγε και περνου-
σες,οσο μεγαλος ,χοντρος η' χοντρη να ησουνα,αντρας η' γυναικα,
περασα κι εγω κι ανοιξε,σηκωθηκε
κι εκει μεσα που ασκητευε ο Αγιος ειχε τρια κολοκυθια και μια
μπουκαλα λαδι,τα ετρωγε αλαδωτα,η μπουκαλα ηταν γιοματη,
εξυνε τα κολοκυθια και τα ετρωγε αναλατα
εκει γυρω ηταν η Παναγια με τα φιδια,μιση ωρα με τα ποδια ,
ο τοπος ειχε πολλα φιδια,οχιες,τετοια,δεν σε πειραζαν,δεν σε
τρωγανε αν τα επιανες,εγω φοβομουνα,δεν τα επιανα,η Γιαν-
νουλα,η Σοφια,η Θοδωρα τα επιαναν,η Γιαννουλα επιασε ενα
και το πεταξε πανω μου,''πιαστο Μαρια'',μου ειπε ''δεν σε
τρωει'',το επιασα ,δεν μ'εφαγε,και τα'πιανα κι εγω
εκει στον Αη Γερασιμο ητανε ενας πολυ μεγαλος πλατανος,εκει
μαζευονταν οσοι ητανε αρρωστοι να περασουν κατω απο
τον Αγιο να γιατρευτουνε, κι αλλοι γινοτανε καλα κι αλλοι
δεν γινοτανε
οταν περνουσανε τον Αγιο κατω απο τον πλατανο ο πλατα-
νος χαμηλωνε κι απλωνε τα κλαρια του,
εφερα φυλλα απο κεινον τον πλατανο και τα'βαλα στο
εικονοστασι στο σπιτι,
τον ειδα τον Αγιο και τον επιασα ,ητανε ζωντανος
εκει στον Αγιο πηγανε οι θειαδες μου απο τον Αστακο τον αδερφο
τους τον Τασο,ειχε παθει,ελεγε:αυτη μ'αγαπαει,αυτη δεν μ'αγαπαει,
με τον νου του,τον περασανε κατω απο τον Αγιο και πεθανε και τον
θαψανε εκει,ητανε πολλοι θαμενοι εκει
αυτος ο Τασος οταν ημουνα μικρη και μ¨ειχανε οι θειαδες μου
στον Αστακο μ'εβαζε καβαλλα κι ελεγε:''τρατε ποσο ομορφη κοπελα
ειναι η Μαρια της Πανωριας μου της αδερφης μου''
[αφηγειται η Μαρια Κουβελη του Νικολαου 88 χρονων
απο τη Μαχαιρα Ξηρομερου,η μανα της Πανωρια ηταν
απο το Δραγαμεστο του Κωνσταντη και της Ασημινας
Λιαλιου,και μεγαλωσε μικρη εκει,η μανα της παντρευ-
τησε στην Παπαδατου τον Κωσταντη Κοκκαλη
Τα παιδια του Κωνσταντη και της Ασημινας Λιαλιου ητανε:
η Τασουλα,η Πανωρια,η Σοφια,η Αλεξανδρα,η Ανθουλα,
ο Λιας,ο Τασος,ο Βασιλης,ο Θανασης]
.
.
Ο ΕΙΣ ΑΣΤΑΚΟΝ ΤΟΥ ΚΑΡΑΟΥ ΔΙΟΣ ΗΓΕΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟ 431-402 π.Χ
.
ηταν τα χρονια της χαλαρης,της σαθρης Νικιας Ειρηνης,μετα
το 415 π.Χ,περασαν απ'την πολη οι τρεις στρατηγοι της μεγα-
λης εν Σικελια εκστρατειας ο Νικιας,ο Λαμαχος και ο πολυς
Αλκιβιαδης,ενας αμοραλιστης,κι οπως αποδειχθηκε τυχοδιω-
κτης ,μετα τα Ερμαεικα πηγε στη Σπαρτη κι απο κει στους
Περσες, τον μεγαλο εχθρο ,εφυεστατος,να πιασουν το οχυρο
της Δεκελειας ,ειπε στους Σπαρτιατες,να αποκοψουν απο σιτη/
ρα και τροφιμα ζωικα την Αθηνα,και τους Περσες συμβουλεψε
να διαφθειρουν και τους μεν και τους δε με χρηματα,το διαιρειν
και βασιλευειν,κι αυτος τι να'κανε;και τωρα εκ των υστερων τον
κατηγορουν,επαιξε τη πολιτικη τους,αναλογα τις συγκαιριες,να
γινονται οι δουλειες της πολης,και με τους μεν και με τους δε,οι
Λακεδαιμονιοι ειναι σκληροι,και οι Αθηναιοι δεν πηγαινουν πισω
στην εκδικιση,το καλο της πολης πασχισε,και στα χρονια της δυ/
στυχιας δεν ελειψαν τα αναγκαια,εμεις συνεχιζαμε τις ασχολιες
μας,το εμποριο δεν καμφθηκε ,η οικονομια μας δεν βουλιαξε,
σ'αλλα μερη καταστραφηκαν,φτωχευσαν και πεινασαν,κι ανθρω/
ποι πολλοι χαθηκαν,σπιτια ερημωσαν,περιουσιες καηκαν,τα εχει
γραμμενα κατα πως συνεβηκαν μ'ακρα αντικειμενικοτητα ο Θου/
κυδιδης στην Ιστορια του,κι εκεινος θυμα της εποχης,εξοριστος
απο το πρωτο ετος με τα γεγονοτα της Αμφιπολης,περνωντας
για την Σικελια τον φιλοξενησαμε ενα βραδυ,και μας ειπε σοβαρα,
πως σαν αυτον τον πολεμο αλλος στην ανθρωποτητα δεν ξανα-
γινε,και πως αν δεν προσεξουν οι ανθρωποι θα γινουν στο μελ-
λον κι αλλοι,αυτη ειναι η φυση των ανθρωπων,λοιπον στειλαμε ,
αυτοι οι ιδιοι το θελησαν,30 ,για την ακριβεια 31 εθελοντες,στη
Σικελια,τα πραγματα ως γνωστον πηγαν κακως,πανολεθρια των
συμμαχων,χαθηκε ολο το Αθηναικο στρατευμα,και παρα πολλοι,
χιλιαδες,χαθηκαν στα ορυχεια,στις σκοτεινες στοες μεσα,κατα-
πλακωθηκαν απο τα χωματα,τοσα παιδια,αυτη ειναι η μοιρα των
μικρων και των αδυνατων,παιγνια στα χερια των μεγαλων και
ισχυρων,ο κοσμος ανω-κατω,σχεδον 30 χρονια,πως θα γλυτω-
ναμε;ο σωζων εαυτω σωθητω,η μανα παρατουσε το παιδι,το
σπλαχνο της,και το παιδι σκοτωνε τον ιδιο τον πατερα του,κι
αυτος,δεν λεμε,εκανε τα λαθη του,πολλα;λιγα;ποιος ειναι αλαν-
θαστος;αδικησε δικαιους,εκδιωξε αθωους,ακολουθησε πονη-
ρους,συμβουλευτηκε μ'αχρειους δημαγωγους,πολιτευτηκε
αλαζονικα,παραχαραξε το πολιτευμα,τη Δημο,κρατια,την με-
τετρεψε σε Τυραννια,κι οπως στον Αρχιδαμειο πολεμο πριν
ετσι και στον Δεκελεικο πολεμο μετα ηταν δινους,διπροσω-
πος, και ως εκ τουτου πληρωσε τα αδικηματα του,βρηκαν
την ευκαιρια οι αντιπαλοι του και στασιασαν,τον επιασαν,
οι δικοι του φοβηθηκαν,δεν αντισταθηκαν,κρυφθηκαν,πολ-
λοι εγιναν φανεροι κατηγοροι του,εμεινε ερμαιο στα χερια
τους,και μια ασεληνη σκοτεινη βραδυα,ο κοσμος κοιμον-
ταν,στρατιωτες τον εσυραν στα βραχια ,ακολουθουσαν και
πολλοι ανθρωποι εχθροι του,μεχρι τα ακρα τους του εγδα-
ραν το κορμι,ουρλιαζε σαν αγριμι,κανεις δεν τον ακουγε,χτυ-
πιονταν,φωναζε δυνατα :''ειμαι αθωος,οτι εκανα το'κανα για
το κοινον συμφερον της πολης'',κι εκει στο τερμα τον πε-
ταξαν στο σκοτεινο κενο και τσακιστηκαν τα κοκκαλα του
στα βραχια που ηταν κατω χαμηλα ,κανενας δεν τον ζητησε
και τον εφαγαν τα σκυλια και τα ορνια,ψοφιμι,και τιποτα
δεν εμεινε απο την εξουσια και την δυναμη του,και κανενας
δεν τολμησε να μιλησει,να διαμαρτυρηθει,να πει την αλλη
αποψη των πραγματων,ενω ηταν πολλοι που ειχαν διαφορε-
τικη γνωμη για τη ροη των γεγονοτων,κι ομως δεν μιλησαν,
μαλιστα βγηκαν στο δρομο και μεγαλο πληθος μαζευτηκε
στη παραλια και ζητωκραυγασε,γιορτασε για το πως απαλ-
λαχθηκαν και συναμα κολακευαν τους νυν ισχυρους,να
τ'χουν καλα μαζι τους,
κι εγω ειμαι απ'αυτους που απο την αρχη δεν ημουνα οπαδος
του
.
.
ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΣΤΟ ΞΗΡΟΜΕΡΟ ΣΤΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ
-ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ-
.
[θυμαται κι αφηγειται η Μαρια Κουβελη του Νικολαου 88 χρονων
απο τη Μαχαιρα Ξηρομερου,με καταγωγη απο την Παπαδατου του
Κωνσταντινου και της Πανωραιας Κοκκαλη,στον πολεμο 15 χρο-
νων]
.
ηρθε τη νυχτα ενας Γερμανος απο τη Μαχαλα να παει σε μια απ'αυ-
τες τις γυναικες και καποιος τον ειδε και τον σκοτωσε
οι Γερμανοι ηθελαν να καψουν το χωριο και πιασανε τον πατερα
μου[Κωνσταντινο Κοκκαλη]κι ενα υπαλληλο ,που ειχε ,τον Γιωρ-
γο Μικρουλη κι ετοιμασανε να τους κρεμασουν,τοτε τους ειπε ο
πατερας μου,καλυτερα να βγαλτε τα πιστολια και να μας τουφε-
κιστε παρα να μας κρεμαστε εμενα και τον υπαλληλο μου, και
τοτε τους ελυσαν και τους αφησαν
ηρθε διαταγη οτι ο Γερμανος πηγαινε σε μια πορνη
Τραβηξαμε πολλα απ'αυτος
εγω στον πολεμο ημουνα 15 χρονων
στο σπιτι μας ητανε Γερμανοι κι εμενε η μανα μου να μην κλε-
ψουν τιποτα,εμεις ειμασταν εξω,στα πηγαδια παραπανω,μαζυ
μ'αλλους,ειχαμε και τον Νικο Ψωμα[πρωτο ξαδερφο απ'τον
Αστακο,αργοτερα εγινε Μαθηματικος και Γυμνασιαρχης],η Αγ-
γελω [η αδερφη του]ητανε στα Βζανα,κι ο μπαρμπα Γιαννακης
και η θεια Τασουλα[οι γονεις τους]ητανε εκει στο σπιτι[στον
Αστακο],
η μανα μου μας εφερε χλωρο τυρι κι αβγα να φαμε,τα'φκιαξα
εγω,κι ο Νικος μου'πε,πρωτα βαλε να καψει το λαδι επειτα
το χλωρο τυρι και μετα τα αβγα χωρις το ασπραδι κι ανακατε-
ψετα,ετσι εκανα κι εγινε ωραιο,του Νικου του ειχαμε φρατζα-
τα με δυο σκαλακια,ειχαμε και τη Λενιω,
ηρθε η μανα και την ρωτησαμε αν την κλεψανε και μας ειπε,
πηρανε κατι ψιλορουχα,αλλα πηρανε και τρια κοκκινα απλα-
δια,το'να το'χα για σενα,τ'αλλο για την Ολγα,και τ¨αλλο για
την Κικη
πηγαιναμε να κρυφτουμε και στο δρομο βρηκαμε δυο πορτο-
καλια,εγω[15 χρονων]δεν εσκυψα να τα παρω,ουτε ο Ρικος
[10 χρονων] τα πηρε,τα πηρε η Ολγα[5 με 6 χρονων],τα εφα-
γε και μας εδωνε και μας,εμεις δεν θελαμε,επρεπε να κρυ-
φτουμε μη μας σκοτωσουν,
το βραδυ εκει εξω,που κοιμομασταν ηρθε η μανα του Βαγγε-
λη και μας σκεπασε να μην κρυωνουμε,η θεια Παντελεηνα,
στο σπιτι μας ητανε Γερμανοι κι ειχανε στο φουρναριο καζα-
νι συσιτιο κι ηρθανε Γερμανοι τους ταισαν και τους εβαλαν
να κοιμηθουνε πανω,ειχαμε σπιτι διπατο,και γιομισαν τα ρου-
χα ψειρες,
τα πηγανε στο νεροτριβειο ,στα νερα της Τρυφου,και τρομα-
ξαν να τα καθαρισουν απ'τις ψειρες
ο μπαρμπα Αντρεας ειχε δωσει στη μανα μου οταν παντρευ-
τηκε[τον αδερφο του]πατατιφ για το λαιμο με πετραδακια,ωραιο,
με δυο καμπανουλες,η Ολγα το'κρυψε στον κορφο της,το γλυ-
ωσε,δεν το κλεψανε,ειχε πολλα λεφτα,
ο μπαρμπα Αντρεας ειχε ενα χρυσο δαχτυλιδι,πολλα εκατομυ-
ρια εκανε,με μια πετρα διαμαντι,αυτη εκανε τρια χρωματα,και
καποια το'κλεψε,η μανα μου ητανε στον Κατριλα σ'ενα πηγα-
δι,επλυνε τα ρουχα,φορτωσε στο γαιδουρι και τις βαρελες με
το νερο,ητανε εκει κι εκεινη η γυναικα,που'κλεψε το δαχτυ-
λιδι,της το'πε,κι εκεινη ειπε,αν το'κλεψα να πεσει αστραπη να
με στραβωσει,η μανα μου εφυγε κι επεσε αστραπη και τη σκο-
τωσε,πηγε η μανα μου και πηρε το δαχτυλιδι,
οταν μεγαλωσε ο Ρικος[ο μπαρμπα Αντρεας ειχε πεθανει]ηθε-
λαν να του το φορεσουν στο δαχτυλο,εκεινος το κοιταξε και
δεν το ηθελε,οχι δεν θελω τετοιο δαχτυλιδι,δεν μ'αρεσει,
παει κι εκεινο χαθηκε ,το κλεψανε,εκανε εκατομυρια
εμενα η μανα μου μου εδωσε χρυσα σκουλαρικια με δυο
ασπρες πετρες,κρεμονταν κατω,δεν τα'κρυψα στο κορφο
μου,οπως η Ολγα το πατατιφ,τα'φησα πανω στο τραπεζι και
τα κλεψανε
στον πατερα μου ο μπαρμπα Αντρεας του'χε δωσει ενα χρυ-
σο ρολοι,απ'αυτα που τα βαζουνε στο τσεπακι οχι στο χερι,
το ξεκουρδισε και το'κρυψε,οταν το βρηκανε το ειδανε ξε-
κουρδιστο,ειπανε πως ειναι χαλασμενο και δεν το πηρανε
.
.
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗ ΧΕΛΩΝΑ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΡΩΤΗΣΕ
.
εδειξε τη χελωνα στο παιδι κι εκεινο ,οπως ειναι η φυση
των παιδιων να ρωτουν ,ρωτησε:
-τι ειναι η χελωνα;
-και του απαντησε:
η χελωνα ειναι ερπετο,εχει καβουκι,οστρακο,σαρκωδη
γλωσσα,δεν εχει δοντια,ειναι τρια ειδη:η χερσαια,που
ζει στη ξηρα,η αμφιβια,που ζει και στο νερο και στη ξηρα,
και η θαλασσια,που ζει στη θαλασσα.
Το καβουκι της την προστατευει,εκει μεσα μαζευεται να
προστατευτει απο κινδυνους.Το καβουκι εχει δυο ανοιγ-
γματα:ενα μπροστα για το κεφαλι και τα δυο μπροστινα
ποδια και ενα πισω για τα δυο πισω ποδια και την ουρα.
Ειναι ζωο,που ζει πολλα χρονια,αιωνοβιο,και συνεχεια
αυξανει σ'ολη τη ζωη της.Τρεφεται με φυτα κι ειναι αβλαβες
ζωο.
Οι χελωνες γεννιουνται σπο γονιμοποιημενα αβγα,και
το βαρος των μωρων ειναι μολις 10 γραμμαρια.Οσο μεγαλω-
νουν αυξανουν,φτανουν μεχρι τα 35 εκατοστα,ζουν 40 με 130
χρονια ερωτικα ωριμαζουν στα 5 με 8 χρονια,η αναπαραγωγη
για τα αρσενικα αρχιζει στα 6 με 8 χρονια και για τα θηλυκα στα
12 με 18 χρονια.Το θηλυκο τον Απριλιο γεννα 10 με 12 αβγα,
και τα μικρα βγαινουν στα μεσα του Σεπτεμβρη.
Οταν κρυωσει ο καιρος μπαινουν μεσα στη γη και πεφτουν σε
χειμερια ναρκη και ξυπνουν την Ανοιξη,που ζεστενει ο καιρος.
Η χελωνα ειναι απο τα πιο αρχαια ζωα της γης,εμφανισθηκε
πριν απο 200 εκατομυρια χρονια.
Ο Αισωπος εγραψε μυθους για την χελωνα.
Ο ενας ειναι :Ζευς και Χελωνη:
Ζεὺς γαμῶν πάντα τὰ ζῷα εἱστία. Μόνης δὲ χελώνης ὑστερησάσης,
διαπορῶν τὴν αἰτίαν, τῇ ὑστεραίᾳ ἐπυνθάνετο αὐτῆς διὰ τά μόνη ἐπὶ
τὸ δεῖπνον οὐκ ἦλθε. Τῆς δὲ εἰπούσης· Οἶκος φίλος, οἶκος ἄριστος,
ἀγανακτήσας κατ᾿ αὐτῆς παρεσκεύασεν αὐτὴν τὸν οἶκον αὐτὸν
βαστάζουσαν περιφέρειν. Οὕτω πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων αἱροῦνται
μᾶλλον λιτῶς οἰκεῖν ἢ παρ᾿ ἄλλοις πολυτελῶς διαιτᾶσθαι
[η χελωνα δεν πηγε στους γαμους του Δια κι οταν την επομενη
την ρωτησε γιατι δεν πηγε,εκεινη του απαντησε:Το καλυτερο
σπιτι ειναι το Δικο σου σπιτι.
Ο Διας τοτε θυμωσε και την εκανε πανω στη πλατη να κουβαλαει
το σπιτι της]
Ο αλλος μυθος του Αισωπου ειναι:
Λαγωος και Χελωνη
Ποδων χελωνης κατεγελα λαγωος.Η δε εφη.Εγω σε τον ταχυπουν
νικησω.Ο δε .Λογω μονω λεγεις τουτο.αλλ'εριζε και γνωθι.
Τις δε τον τοπον ορισει,εφη,και βραβευσει την νικην;
Αλωπηξ,εφη,η δικαια και σοφωτατη.Εταξε δε την αρχην της ωρας
του δρομου.Η δε χελωνη μη ραθυμησασα ηρξατο της οδου.Ο δε
λαγωος τοις ποσσιν θαρρων εκοιμηθη.Ελθων δε επι τον ωρισμενον
τοπον ευρε την χελωνην νικησασαν.Οτι πολλαι φυσεις ανθρωπων
ευφυεις εισιν,αλλ'εκ της ραθυμιας απωλοντο,εκ δε νηψεως και σπουδης
και μακροθυμιας τινες και φυσεως αργης περιεγενοντο
[ο λαγος κοροιδευε τη χελωνα για τα αργα ποδια της.Η χελωνα
του ειπε:Εγω εσενα τον γοργοποδαρο θα σε νικησω.Ο λαγος
της ειπε:Μονο στα λογια .Εκεινη επεμενε.
Ποιος θα ορισει το διαστημα και θα βραβευσει τον νικητην;
Η αλεπου,που ειναι δικαια και πολυ σοφη
Κι αυτη κανονισε τη ωρα του δρομου.
Η χελωνα δεν δειλιασε κι αρχισε το δρομο.
Ο δε λαγος εχοντας εμπιστοσυνη στα ποδια σταματησε και
κοιμηθηκε.Οταν ξυπνησε κι εφτασε στο τερμα του δρομου
η χελωνα ειχε ηδη τερματισει και φυσικα νικησει.
Ο μυθος θελει να πει πως με τη προσπαθεια ο μειονεκτι-
κωτερος στη φυση μπορει να ξεπερασει τον προικισμενο
απο τη φυση]
λενε κι αλλα για τη χελωνα στην Ελληνικη Μυθολογια:
η Δρυοπη ηταν κορη του βασιλια Δρυοπα και φυλαγε τα κοπαδια
του στο Ορος Οιτη.Οι Αμαδρυαδες νυμφες την εμαθαν χορους και
τραγουδια.Την ειδε ο Απολλωνας,του αρεσε η κοπελα και για
να την πλησιασει μεταμορφωθηκε σε χελωνα.Τηε αρεσε πολυ
το ακακο ζωο της Δρυοπης και το πηρε μαζι της στο ανακτορο.
Τη νυχτα ο Απολλωνας-χελωνα μεταμορφωθηκε σε φιδι και
ενωθηκε με την Δρυοπη
Και στη Νεοελληνικη Ποιηση στις Μεταμορφωσεις του Γιωργου
Βιζυηνου η χελωνα ειναι μια σκληρη κι ασπλαχνη κορη,οταν
αρρωστησε βαρια η μανα της δεν πηγε να τη δει και να τη βοηθησει,
ειπε πως ειχε πολυ δουλεια,που δεν επερνε αναβολη,επλυνε ρουχα
στη σκαφη,τοτε η μανα της την καταραστηκε να γινει ζωο και να
κουβαλαει στη πλατη της τη σκαφη,που αγαπαει περισσοτερο απο
τη μανα της
Και εικονα σε νομισμα εγινε η χελωνα στην Αρχαια Ελλαδα κι απο
τοτε ειναι το συμβολο της Κεφαλαιοκρατιας.
Ο βασιλιας Φειδων στα ασημενια νομισματα ,που εκοψε στην Αιγινα
με την Αθηνα Αφαια χαραξε την εικονα της χελωνας,αυτο το νομισμα
ηταν διεθνες μεσο ανταλλαγης μεχρι τον Πελοποννησιακο Πολεμο
-Να σου πω και μια Μαθηματικη Ιστορια της Χελωνας ;
-Θελω παρα πολυ να την ακουσω,ειπε το παιδι,τα αγαπαω πολυ
τα Μαθηματικα οπως τα αγαπας κι εσυ
-Αυτη η Μαθηματικη Ιστορια της Χελωνας λεγεται :
Το Παραδοξο του Ζηνωνα του Ελεατη
η'
Το Παραδοξο του Αχιλλεα και της Χελωνας
Ο Αχιλλεας ως ταχυπους ειναι πολυ πιο ταχυς απο την αργη
χελωνα.Ας υποθεσουμε πως ο Αχιλλεας ειναι 10 φορες πιο
γρηγορος απο τη χελωνα,και πως γινεται αγωνας δρομος μεταξυ
τους.
Μ'ενα κανονισμο :Να ξεκινησει πρωτη το δρομο η χελωνα
και μολις διανυσει 1 μετρο ,τοτε να ξεκινησει ο Αχιλλεας.
Θα καταφερει ποτε ο πολυ γρηγορος Αχιλλεας να φτασει και να
ξεπερασει την πολυ αργη χελωνα;
Ας δουμε:
Η χελωνα αρχιζει τον αγωνα δρομου και διανυει 1 μετρο
Τοτε ξεκιναει ο Αχιλλεας και οταν διανυει 1 μετρο,η χελωνα
ειναι μπροστα 10 εκατοστα
Οταν ο Αχιλλεας διανυει τα 10 εκατοστα ,η χελωνα ειναι παλι
μπροστα 1 εκατοστο
Οταν ο Αχιλλεας διανυει το 1 εκατοστο,η χελωνα ειναι παλι
μπροστα 1/10 του εκατοστου
Και για να μην πολυλογουμε:
Συνεχως ο Αχιλλεας θα ειναι πισω απο τη χελωνα και
δεν θα την ξεπερασει ποτε,παντα θα βλεπει την ουρα
της!
-Μου αρεσαν πολυ αυτα ,που εμαθα για τη χελωνα,ειπε το
παιδι,και ξερω πως ειναι κι αλλα πολλα ακομα.
Να πω ενα:Ειναι απο τους αθλους του ηρωα Θησεα:
Ο Σκιρωνας ηταν ενας θηριωδης αγριανθρωπος ,καθονταν πανω
στα αποτομα βραχια εκει στα Μεγαρα , που ηταν στενος ο δρομος
κι οποιος περαστικος περνουσε τον σταματουσε και τον εβαζε
με τη βια να του πλυνει τα ποδια,οπως εσκυβε εκεινος ο δυστυχος
να τα πλυνει του εδινε δυνατη κλωτσια και τον πετουσε κατω στη
θαλασσα,εκει ηταν μια τεραστια χελωνα και τον ετρωγε.
Περασε απο εκει κι ο ηρωας Θησεας,παλεψε μαζι με τον Σκιρωνα ,
τον αρπαξε τον αγριανθρωπο γερα απ'τα ποδια και τον πεταξε στη
θαλασσα και τον εφαγε η χελωνα,οπως εκανε με τα θυματα του,
βρηκε ο αχρειος το ιδιο τελος
.
.
ΕΞ ΑΦΟΡΜΗΣ ΤΗΣ ΓΑΤΑΣ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ ΜΕ ΤΟ ΠΑΙΔΙ
ΤΟΥΣ ΜΥΘΟΥΣ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ
μεταφραση-χ.ν.κουβελης
.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΚΑΙ ΓΑΛΗ
Γαλῆ ἐρασθεῖσα νεανίσκου εὐπρέπους ηὔξατο τῇ Ἀφροδίτῃ ὅπως
αὐτὴν μεταμορφώσῃ εἰς γυναῖκά. Καὶ ἡ θεὸς ἐλεήσασα αὐτῆς τὸ
πάθος μετετύπωσεν αὐτὴν εἰς κόρην εὐειδῆ, καὶ οὕτως ὁ νεανίσκος
θεασάμενος αὐτὴν καὶ ἐρασθεὶς οἴκαδε ὡς ἑαυτὸν ἀπήγαγε.
Καθημένων δὲ αὐτῶν ἐν τῷ θαλάμῳ, ἡ Ἀφροδίτη γνῶναι βουλομένη
εἰ μεταβαλοῦσα τὸ σῶμα ἡ γαλῆ καὶ τὸν τρόπον ἤλλαξε, μῦν εἰς τὸ
μέσον καθῆκεν. Ἡ δὲ ἐπιλαθομένη τῶν παρόντων ἐξαναστᾶσα ἀπὸ
τῆς κοίτης τὸν μῦν ἐδίωκε καταφαγεῖν θέλουσα. Καὶ ἡ θεὸς ἀγανα-
κτήσασα κατ' αὐτῆς πάλιν αὐτὴν εἰς τὴν ἀρχαίαν φύσιν ἀποκατέστη-
σεν.
Οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ φύσει πονηροί, κἂν φύσιν ἀλλάξωσι, τὸν
γοῦν τρόπον οὐ μεταβάλλονται.
Η γατα ερωτευθηκε εναν καθως πρεπει νεαρο κι ευχηθηκε στην
Αφροδιτη να τη μεταμορφωσει σε κορη.Κι η θεα την λυπηθηκε
για το παθος της και την μεταμορφωσε σε μια ομορφη κορη,κι οταν
ο νεαρος την ειδε την ερωτευθηκε και την πηρε στο σπιτι του.
Οταν οι δυο ερωτευμενοι καθονταν στην κρεβατοκαμαρα,η Αφρο-
διτη ηθελε να ξερει αν η γατα μονο το σωμα της αλλαξε κι οχι
οχι και τις συνηθειες,και στη μεση του δωματιου εμφανισε ενα
ποντικι.
Η γατα ξεχασε τους παροντες σηκωθηκε απο το κρεβατι και κατα-
διωξε το ποντικι να το κατασπαραξει.Τοτε η θεα εξοργισθηκε και
την επανεφερε στη πρωτη της φυση
Ο μυθος δηλωνει πως οι πονηροι ανθρωποι απο τη φυση τους
κι αν αλλαξουν την φυση τους τον νου τους δεν τον αλλαζουν
ΓΑΛΗ ΚΑΙ ΡΙΝΗ
Γαλῆ εἰσελθοῦσα εἰς χαλκέως ἐργαστήριον τὴν ἐκεῖ κειμένην ῥίνην
περιέλειχε. Συνέβη δὲ, ἐκτριβομένης τῆς γλώσσης, πολὺ αἷμα φέρε-
σθαι. Ἡ δὲ ἐτέρπετο ὑπονοοῦσά τι τοῦ σιδήρου ἀφαιρεῖσθαι, μεχρὶ
παντελῶς ἀπέβαλε τὴν γλῶσσαν.
Ὁ λόγος εἴρηται πρὸς τοὺς ἐν φιλονεικίαις ἑαυτοὺς καταβλάπτοντας
Μια γατα μπηκε μεσα σε εργαστηριο σιδηρουργου και μια σιδερενια
λιμα,που βρηκε εκει την εγλειφε.Απο την πολυ τριβη η γλωσσα της
εβγαζε πολυ αιμα.Η γατα καταχαρηκε γιατι πιστευε πως ξυνει τον
σιδερο,και συνεχισε να γλειφει μεχρι που σωθηκε η γλωσσα της
Ο μυθος αυτος λεγεται γι'αυτους που επιμενοντας σε φιλονεικιες
βλαπτονται πολυ
ΝΥΧΤΕΡΙΣ ΚΑΙ ΓΑΛΗ
Νυκτερὶς ἐπὶ γῆς πεσοῦσα ὑπὸ γαλῆς συνελήφθη, καὶ μέλλουσα
ἀναιρεῖσθαι περὶ σωτηρίας ἐδεῖτο. Τῆς δὲ φαμένης μὴ δύνασθαι
αὐτὴν ἀπολῦσαι, φύσει γὰρ πᾶσι τοῖς πτηνοῖς πολεμεῖν, αὐτὴ
ἔλεγεν οὐκ ὄρνις, ἀλλὰ μῦς εἶναι, καὶ οὕτως ἀφείθη.
στερον δὲ πάλιν πεσοῦσα καὶ ὑφ᾿ ἑτέρας συλληφθεῖσα γαλῆς
μὴ βρωθῆναι ἐδεῖτο. Τῆς δὲ εἰπούσης ἅπασιν ἐχθραίνειν μυσίν,
αὐτὴ μὴ μῦς, ἀλλὰ νυκτερὶς ἔλεγεν εἶναι, καὶ πάλιν ἀπελύθη.
Καὶ οὕτω συνέβη δὶς αὐτὴν ἀλλαξαμένην τὸ ὄνομα σωτηρίας
τυχεῖν.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι δεῖ καὶ ἡμᾶς μὴ τοῖς αὐτοῖς ἀεὶ ἐπιμένειν,
λογιζομένους ὡς οἱ τοῖς καιροῖς συμμετασχηματιζόμενοι
πολλάκις τοὺς κινδύνους ἐκφεύγουσιν
νυχτεριδα επεσε στη γη και την επιασε μια γατα,η νυχτεριδα
την παρακαλεσε να την αφησει να μην την φαει,η γατα της
ειπε πως δεν γινεται αυτο,γιατι απο τη φυση της ολα τα πουλια
τα πολεμαει,η νυχτεριδα της ειπε πως δεν ειναι πουλι αλλα
ποντικι,κι η γατα την αφησε.
Υστερα η νυχτεριδα παλι επεσε στη γη και πιαστηκε απο αλλη
γατα,η νυχτεριδα την παρακαλεσε να μην την φαει,η γατα
της ειπε πως ολα τα πoντικια τα εχθρευεται,αυτη της ειπε πως
δεν ειναι ποντικι αλλα νυχτεριδα,κι η γατα την αφησε.
Κι ετσι δυο φορες αλλαζοντας το ονομα της η νυχτεριδα
σωθηκε.
Ο μυθος αυτος δηλωνει πως πρεπει κι εμεις να μην επιμενουμε
συνεχως στα ιδια πραγματα αλλα πολλες φορες ν'αλλαζουμε
αναλογα με τον καιρο και τις περιστασεις για να αποφευγουμε
τις φασαριες και τους κινδυνους
ΠΕΡΔΙΞ ΚΑΙ ΓΑΛΗ
Πέρδικά τις πριάμενος τρέχειν οἴκῳ
ἀφῆκεν· ἡδέως γὰρ εἶχε τὸ ζῷον.
Κἀκεῖνος εὐθὺς κλαγγὴν ἐξ ἔθους ἄδων
πᾶσαν κατ᾿ αὐλὴν -- ἀκριβεία τῶν -- ᾔει.
Γαλῆ πρὸς αὐτὸν ἐπίβουλος ὡρμήθη,
καὶ πρῶτον εἶπε· Τίς μὲν εἶ, πόθεν ἥκεις;
Ἡ δέ· Ἠγόρασμαι, ἔφησεν, προσφάτως.
Ἐγὼ [χρόνον] τοσοῦτον ἐνθάδε διατρίβω
καὶ με ἔνδον ἔτεκεν ἡ μυοκτόνος [μήτηρ],
ἀλλ᾿ ἡσυχάζω καὶ προσέτι ἀνδύνω.
Σὺ δ᾿ ἄρτι πῶς ὠνητός, ὡς λέγεις, ἥκων,
παῤῥησιάζῃ, φησί, καὶ κατακρώζεις;
Πρόσφορος ὁ μῦθος πρὸς γέροντας εἰς τιμὴν
προκριθέντας καὶ ὑπὸ τῶν αὐτῶν κατὰ φθόνον
συνεγκλειομένους.
Καποιος αγορασε μια περδικα και την αφησε
στο σπιτι.Του πουλιου του αρεσε πολυ εκει.Κι απο συνηθεια
αρχισε αμεσως να τραγουδαει και να ξεσηκωνει την αυλη.
Μια γατα χυμησε εχθρικα καταπανω της
και της ειπε:Ποια εισαι,κι απο που ηρθες;
Η περδικα της απαντησε:Πριν λιγο μ'αγορασαν.
Εγω,ειπε η γατα,μενω εδω παρα πολυ καιρο
και μεσα εδω με γεννησε η μανα μου,που
κυνηγαει ποντικια ,και ησυχαζω.Εσυ,ομως
που μολις τωρα ηρθες εδω,αγοραστυη,οπως
λες,το πηρες πανω σου και ξεκουφαινεις τον
κοσμο με τα κρωξιματα σου.
Ο μυθος λεγεται για τους παλαιοτερους,που
ζηλευουν τους νεωτερους
.
.
ΣΥΚΟ-ΦΑΝΤΩΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΧΕΛΩΝΑ
.
Συκια η'Συκη,δεντρο ιθαγενες στην Μαχαιρα[και σ'ολη
την Ελλαδα φυεται και καρπουται],φυλλοβολον,μακροβιον,
εχουμε τις συκιες:την ασπρουλα[ασπρη],την μαυρουλα[μαυρη],
την λιβανια,την τσοπελοσυκια,και αλλες ποικιλιες
οταν γυρισε στην Ιθακη ο Οδυσσεας και παρουσιασθηκε στον
πατερα του τον γερο Λαερτη,εκεινος του ζητησε σημαδια να
τον γνωρισει,του κορμιου του και του σπιτιου του κι ο Οδυσσεας
του ειπε:
"οὐλὴν μὲν πρῶτον τήνδε φράσαι ὀφθαλμοῖσι,
τὴν ἐν Παρνησῷ μ᾽ ἔλασεν σῦς λευκῷ ὀδόντι
οἰχόμενον· σὺ δέ με προΐεις καὶ πότνια μήτηρ
ἐς πατέρ᾽ Αὐτόλυκον μητρὸς φίλον, ὄφρ᾽ ἂν ἑλοίμην
δῶρα, τὰ δεῦρο μολών μοι ὑπέσχετο καὶ κατένευσεν.
εἰ δ᾽ ἄγε τοι καὶ δένδρε᾽ ἐϋκτιμένην κατ᾽ ἀλωὴν
εἴπω, ἅ μοί ποτ᾽ ἔδωκας, ἐγὼ δ᾽ ᾔτεόν σε ἕκαστα
παιδνὸς ἐών, κατὰ κῆπον ἐπισπόμενος· διὰ δ᾽ αὐτῶν
ἱκνεύμεσθα, σὺ δ᾽ ὠνόμασας καὶ ἔειπες ἕκαστα.
ὄγχνας μοι δῶκας τρισκαίδεκα καὶ δέκα μηλέας,
συκέας τεσσαράκοντ᾽· ὄρχους δέ μοι ὧδ᾽ ὀνόμηνας
δώσειν πεντήκοντα, διατρύγιος δὲ ἕκαστος
ἤην· ἔνθα δ᾽ ἀνὰ σταφυλαὶ παντοῖαι ἔασιν--
ὁππότε δὴ Διὸς ὧραι ἐπιβρίσειαν ὕπερθεν."
Ομηρου Οδυσσεια,ραψωδια ω'
''πρωτα κοιταξε με τα ιδια σου τα ματια τη βαθια ουλη
που μου'σκαψε με τ'ασπρο κοφτερο του δοντι αγριοχοιρος
πανω στον Παρνασο που εσυ μ'εστειλες με τη σεβαστη μητερα
στον Αυτολυκο τον αγαπημενο πατερα της μητερας να φερω δωρα
καθως αυτος καποτε εδω που ηρθε μου υποσχεθηκε,
και τωρα να σου πω τα δεντρα στ' ομορφο περιβολι μας,
τα δεντρα που καποτε μου'δωκες,εγω ημουν παιδι και το καθενα
ζητουσα ,στον κηπο σ'ακολουθησα ,αναμεσα τους περπατουσαμε,
και συ τα ονοματιζες κι ελεγες το καθενα:μου'δωκες δεκατρεις
αχλαδιες και δεκα μηλιες,συκιες σαραντα,πενηντα σειρες αμπελι
μου'ταξες να μου δωσεις,καθε μια με την δικια της ωρα του τρυ-
γου,γιατι απ'ολες τις ποικιλιες σταφυλια ηταν,και καθε χρονια
θα στελνε αφθονια ο Διας απο ψηλα''
μεταφραση χ.ν.κουβελης
.
Στο Πρωτο Βιβλιο ''Κλειω'' της Ιστοριας του Ηροδοτου,παραγραφος
71,ο σοφος Σανδινης συμβουλευει τον Λυδο βασιλια να μην
εκστρατευσει κατα των Περσων γιατι δεν εχουν συκα και ως εκ
τουτου δεν συμφερει η εκστρατεια:
1 Κροῖσος δὲ ἁμαρτὼν τοῦ χρησμοῦ ἐποιέετο στρατηίην ἐς Καππαδοκίην,
ἐλπίσας καταιρήσειν Κῦρόν τε καὶ τὴν Περσέων δύναμιν. 2 παρασκευα-
ζομένου δὲ Κροίσου στρατεύεσθαι ἐπὶ Πέρσας, τῶν τις Λυδῶν νομιζόμε-
νος καὶ πρόσθε εἶναι σοφός, ἀπὸ δὲ ταύτης τῆς γνώμης καὶ τὸ κάρτα
οὔνομα ἐν Λυδοῖσι ἔχων, συνεβούλευσε Κροίσῳ τάδε· οὔνομά οἱ ἦν
Σάνδανις. "ὦ βασιλεῦ, ἐπ᾽ ἄνδρας τοιούτους στρατεύεσθαι παρασκευ-
άζεαι, οἳ σκυτίνας μὲν ἀναξυρίδας σκυτίνην δὲ τὴν ἄλλην ἐσθῆτα φο-
ρέουσι, σιτέονται δὲ οὐκ ὅσα ἐθέλουσι ἀλλ᾽ ὅσα ἔχουσι, χώρην ἔχον-
τες τρηχέαν. 3 πρὸς δὲ οὐκ οἴνῳ διαχρέωνται ἀλλὰ ὑδροποτέουσι, οὐ
σῦκα δὲ ἔχουσι τρώγειν, οὐκ ἄλλο ἀγαθὸν οὐδέν. τοῦτο μὲν δή, εἰ νι-
κήσεις, τί σφέας ἀπαιρήσεαι, τοῖσί γε μὴ ἔστι μηδέν ; τοῦτο δέ, ἢν νικη-
θῇς, μάθε ὅσα ἀγαθὰ ἀποβαλέεις· γευσάμενοι γὰρ τῶν ἡμετέρων ἀγα-
θῶν περιέξονται οὐδὲ ἀπωστοὶ ἔσονται. 4 ἐγὼ μέν νυν θεοῖσι ἔχω χάριν,
οἳ οὐκ ἐπὶ νόον ποιέουσι Πέρσῃσι στρατεύεσθαι ἐπὶ Λυδούς." ταῦτα λέ-
γων οὐκ ἔπειθε τὸν Κροῖσον. Πέρσῃσι γάρ, πρὶν Λυδοὺς καταστρέψασθαι,
ἦν οὔτε ἁβρὸν οὔτε ἀγαθὸν οὐδέν.
Ο Κροισος μη δινοντας ορθη εξηγηση στον χρησμο ετοιμαζε εκστρατειαν
στην Καππαδοκια ελπιζοντας να διαλυσει τον Κυρο και την Περσικη
δυναμη.Ενω προετοιμαζονταν ο Κροισος να εκστρατευσει κατα των
Περσων,καποιος απο τους Λυδους που τον νομιζαν απο παλια πως
ειναι σοφος,κι απο αυτη τη γνωμη μεγαλωσε πολυ η φημη του ονο-
ματος του στους Λυδους,συμβουλευσε τον Κροισο ετσι,το ονομα
ηταν Σανδανις:
Βασιλεα,προετοιμαζεσαι να εκστρατευσεις κατα τετοιων ανθρωπων,
που εχουν αναξυριδας απο δερματα και τ'αλλα ρουχα που φορουν
ειναι απο δερματα,δεν τρωνε οσα θελουν αλλα οσα εχουν,η χωρα
τους ειναι αγονη.Εκτος απ'αυτα δεν ξερουν τι ειναι το κρασι και
νερο μονο πινουν,ουτε εχουν συκα να φανε,ουτε αλλα αγαθα ,τιπο--
τα.Ετσι λοιπον,αν νικησεις,τι θα παρεις απ'αυτους,που δεν εχουν τι-
ποτα;Αντιθετα λοιπον ,αν νικηθεις,υπολογισε ποσα αγαθα θα χασεις.
Και τοτε απολαμβανοντας τα δικα μας αγαθα θα κολλησουν και θα
ειναι αδυνατο να τους διωξουμε.Εγω τωρα ευχαριστω τους θεους,
γιατι δεν εβαλαν στο μυαλο των Περσων να κανουν εκστρατεια
κατα των Λυδων''αυτα ειπε και δεν επεισε τον Κροισο.Οι Περσες,
πριν καταστρεψουν τους λυδους ,δεν ειχαν ουτε κατι ευγενικο ουτε
κατι αγαθο .
μεταφραση χ.ν.κουβελης
.
Οι Περσες δεν ειχαν συκα ,και κατα τον Ιστορικο Ηροδοτο η
εκστρατεια του Ξερξη στην Ελλαδα ειχε σαν βασικο σκοπο να
κατακτησει την Αττικη και να εχει στην αυλη του αφθονια
νωπων και αποξηραμενων συκων να τα γευεται
.
Μας ελεγαν οταν ημασταν παιδια οι μεγαλυτεροι τη νυχτα να
μην περναμε κατω απο συκια στο δρομο γιατι εχει δαιμονια,
εκει κρυβονται και χυμανε να πιασουν τους ;ανθρωπους,οπου
τυχαινε στο δρομο να'ναι συκια περνουσαμε γρηγορα,τρεχον-
τας.
λεγανε ακομα πως ο ισκιος της συκιας ειναι βαρυς και να μην
ξαπλωσει καποιος να κοιμηθει σε ζεστη μερα του καλοκαιριου
στον ισκιος της γιατι θ'αρρωστησει,θα τον ποναει πολυ το κε-
φαλι του
[ξεραμε και την ιστορια με τον προδοτη Ιουδα που πηρε τα
τριακοντα αργυρια και προδωσε τον Χριστο κι επειτα μετα-
νοιωσε πικρα και απο τις τυψεις του πηγε στην ερημια και
κρεμαστηκε απο ενα κλαδι μιας συκιας ]
.
Πρωιας δε επαναγων εις την πολιν επεινασε.και ιδων συκην
μιαν επι της οδου ηλθεν επ'αυτην.και ουδε ευρεν εν αυτη
ει μη φυλλα μονον.και λεγει αυτη.μηκετι εκ σου καρπος γενη-
ται εις τον αιωνα.και εξηρανθη παραχρημα η συκη.και ιδον-
τες οι μαθηται εθαυμασαν λεγοντες.πως παραχρημα εξηραν-
θη η συκη;αποκριθεις δε ο Ιησους ειπεν αυτοις.αμην λεγω
υμιν.εαν εχητε πιστινκαι μη διακριθητε.ου μονον το της συ-
κης ποιησετε.αλλα καν τω ορει τουτω ειπητε.αρθητι και βλη-
θητι εις την θαλασσαν.γεννησεται.
Κατα Ματθαιον Ευαγγελιον.κα'.18-22
Επιστρεφοντας το πρωι στη πολη επεινασε.Και βλεποντας μια
συκια στο δρομο πλησιασε σ'αυτη.Και δεν βρηκε τιποτα πανω
σ'αυτη να φαγει,παρα μονο φυλλα .Και λεει σ'αυτη.Ποτε να μην
γεννησεις καρπο στον αιωνα.Κι αμεσως η συκια ξεραθηκε.Και βλε-
ποντας το συμβαν οι μαθηται απορησαν λεγοντας.Πως ξεραθηκε
η συκια αμεσως; Τοτε τους αποκριθηκε ο Ιησους και τους ειπε:
Αληθεια σας λεω,εαν εχετε πιστη και δεν αμφιβαλεται,οχι μονο
οτι συνεβει στη συκια θα το κατορθωσετε,αλλα αν σ'αυτο το
ορος πειτε:Σηκω ψηλα και πεταξου στη θαλασσα.Αυτο θα γινει.
μεταφραση χ.ν.κουβελης
.
εις τις αρχες του 18ου αιωνα ο ιερομοναχος Διονυσιος εκ Φουρνα
της Ευρυτανιας [ περιπου 1670-1746]εγραψε το εργον ''Ερμηνεια
της ζωγραφικης τεχνης και αι κυριαι πηγαι αυτης''
διδων εντολας πως το ορθον να καταγραφουν τις εικονες οι
αγιογραφοι,
δια την εικονα :ο Χριστος καταρωμενος την συκην
διδει την παρακατω εντολην:
Καστρον και εξωθεν του καστρου βουνα και συκη ακαρπος με
φυλλα ξηρα,και ο Χριστος βλεπων προς αυτην και απλωνων εις
αυτη τα χερια,και οι αποστολοι οπισω του θαυμαζοντες
102
.
οι Αθηναιοι εις καθε γευμαν την αρχαιαν εποχην ειχον συκα
να φαγουν,τα περιφημα αττικα συκα,τα νωπα τα ονομαζαν
συκοβασιλεια η' βασιλεια,και τα ξηρα τα ελεγαν βασιλιδες
ισχναδες,ητο τοσον πολυτιμον προιον που εθεσπισαν νομον
να τιμωρουνται αυστηρως οσοι εκλεπτων συκα και οσοι τα
εξηγαγαν κρυφιως,οσοι τους μαρτυρουσαν αμοιβονταν και
εκ τουτου ονομασθηκαν συκοφαντες,αυτοι που φανερωνουν
τα συκα,
επειδη γινονταν πολλες ανακριβεις και ψευδεις καταγγελιες για
κλοπη και εξαγωγη συκων,κατεληξεν ο Συκοφαντης να εχει την
αρνητικην σημασιαν που εχει σημερον,η δε ενεργεια του καλειται
συκοφαντια.
.
Αποφθεγματα για την Συκοφαντια:
Ο σωστος τροπος να αντιμετωπισεις την συκοφαντιαν ειναι
να την περιφρονησεις.Αν προσπαθησεις να την αντικρουσεις
η' να την διαψευσεις,θα σε νικησει
του Αλεξανδρου Δουμα Γαλλου συγγραφεα 1802-1870
.
Ο συκοφαντης εστι τοις πελας λυκος
Ο συκοφαντης ειναι λυκος για τους γυρω του
του Μενανδρου Αρχαιου Ελληνα ποιητη 4ος αιωνας π.Χ
.
Διογενης ερωτηθεις τι των θηριων κακιστα δακνει εφη.
των μεν αγριων συκοφαντης,των δε ημερων κολαξ
του Διογενη Κυνικου Φιλοσοφου 410-323 π.Χ
.
συκο λεγανε και το γυναικειο οργανο,το αιδοιον[αλλα και το ανδρικο]
επισης εχουμε και το φυλλο συκης της ...ηθικης
.
Στην Λημνο στον προιστορικο οικισμο Πολιοχνη εχουν βρεθει
αποξηραμενα συκα
Οι τζοπανοι ξωμαχοι που ητανε εξω με τα κοπαδια για να πη-
ξουνε γιαουρτι ριχνανε δυο-τρεις σταγονες συκογαλο στο
γαλα αποβραδυς κι εκεινο το πρωι γινοντανε δυνατος γιαουρ-
τοσπορος να πηξουν γιαουρτι να φανε να δροσιστουνε.
Οι αγιογραφοι ριχνανε στις σκονες των χρωματων λιγες σταγο-
νες απο γαλα συκιας,ανακατευανε και γινονταν το χρωμα ανθε-
κτικο ,εδενε
Τα συκα τα κανανε γλυκο,τις συκομαιδες:ξερενανε τα συκα,
τα κοβανε κομματακια και τα βραζανε με μουστο,ριχνανε
και ψημενα αμυγδαλα,και βαζανε το γλυκο μεσα σε γυαλινα
βαζα.
.
.
ΤΟ ΚΛΕΨΙΜΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ
.
[αφηγειται η Μαρια Κουβελη του Νικολαου 88χρονων απο τη Μαχαιρα
Ξηρομερου]
Πριν τον πολεμο ηρθε η Βασιλικη με τον πατερα και την οικογενεια της
απο την Αμερικη στο Δραγαμεστο,εκει την εκλεψε ο Τσελιος,την πηρε
και της βγαλανε τραγουδι:
Κλεφτες μπηκαν στην αυλη
και μας κλεψαν τη Βασιλικη
και την πηραν και την πανε
στα βουνα την τριγυρνανε
''Για περπατα Κουλα μου
μην μας πιασουν σημερα
μην μας πιασουν σημερα
και μας βαλουν σιδερα''
''Δεν μπορω μωρ'Τσελιο μου
δεν μπορω να περπατησω
τα βουνα να τριγυρισω
χαλασαν τα παπουτσια μου
με πονεσε η πατουσα μου''
''Ελα παρε τα δικα μου
κι ακολουθα με κοντα μου''
την αφησε,δεν του τη δινανε,δεν τον ηθελαν,ηταν κουμουνι-
στης και την παντρεψανε στον Αστακο,εκεινον τον σκο-
τωσαν στον πολεμο
[αφηγειται η Μαρια Κουβελη του Νικολαου 88 χρονων
απο τη Μαχαιρα Ξηρομερου,η μανα της Πανωρια ηταν
απο το Δραγαμεστο του Κωνσταντη και της Ασημινας
Λιαλιου,και μεγαλωσε μικρη εκει,η μανα της παντρευ-
τησε στην Παπαδατου τον Κωσταντινο Κοκκαλη ]
.
.
Η ΠΑΝΑΓΙΤΣΑ
[Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ]
Στο Βασιλοπουλο[Αχιλλειο]Ξηρομερο
''τοτε στα χρονια μας πιστευαν,θες ηταν πιο αθωοι
οι ανθρωποι,η' θες να φοβοντουσαν περισσοτερο
απο τωρα,σα να θελανε να ζησουνε πιο απλα ,πιο
ταπεινα,να τους μελλει ο αλλος ανθρωπος και να
τον συνδραμουν,να μην χυμανε σαν θηρια ο ενας
τ'αλλονου,να μην κακολογουν,να μην ασχημιζουν
τη φυση τους,να ειρηνευσουν και γι'αυτο πιστευ-
αν,
και λεγανε,πολυ παλια ητανε,σ¨αυτα τα μερη ηρθε
ενα βασιλοπουλο,νεο παιδι στα πριμα του,με τους
συντροφους του να κυνηγησει,εδω στη περιοχη
ειχε πολλα αγριοχοιρους που θρεφονταν βελανιδια,
και τα κυνηγησαν αλλα δεν μπορουσαν να τα σκοτω-
σουν,παρα ολοι οι συντροφοι εχασαν τη ζωη τους
απ'αυτα,και εμεινε μονο το βασιλοπουλο,κι ενιωσε
πικρα και πονο μεγαλο για τον χαμο των συντρο-
φων,πως αυτο ηταν ενοχο και δεν γυρισε πισω στο
τοπο του,ντρεπονταν ν'αντικρυσει τις μαναδες τους
κι εμεινε εδω,
σε μια σπηλια ασκητευε,ετρωγε απο τα αγρια χορτα,
κρεας δεν ετρωγε,τον φιλευαν και οι γυρω ανθρωποι,
ελιες ψωμι,του τα'φηναν μπροστα στην εισοδο της
σπηλιας,κρυφα,να μην τους καταλαβει,ηταν υπηρηφα-
νος ανθρωπος,δεν καταδεχονταν την ελεημοσυνη,πως
τα δεντρα ζουν,πως τα πουλια πορευονται μονα τους,
ετσι κι αυτος πορευτηκε σαν αγιος ανθρωπος,κι οταν
σωθηκαν οι μερες του και περασε απο τη γη η σκια
του οι ανθρωποι μνημονευαν το μερος που εμεινε κι
εζησε εδω λεγοντας:''στου Βασιλοπουλου'',κι εμεινε
η ονομασια ως τις δικες μας μερες''
.
.
ΤΟΠΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εγενετο ο ανθρωπος καθ'ομοουσιος το τοπιον
[ο ηλιος κρυβονταν πισω απ¨τη κορφη της Βιτσης στη δυση του,
το τοπιον αναληφλει,μετεωρον ,μεταφυσικο εις φως και σχηματα,
δροσερο αερακι εκινηθει κι αναδευσε τα φυλλωματα των υψηλων
δεντρων, ανεπνευσαν τα πλασματα ,ζωα κι ανθρωποι,αναψυχησαν
οσα οντα εκεινην την ωραν ευρισκοντο εκει]
.
.
ΑΠΟ ΤΙΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΚΟΤΟΥΛΑΣ ΠΟΥ ΕΛΕΓΑ
.
μου το'πε το κολοκυθακι πως η κοτουλα που λεει ψεματα
του ειπε πως μια μερα πηγε στη παραλια για μπανιο με τα
κλωσσοπουλακια της,εκει βρηκε τα καρπουζια να λιαζονται
και τα βαρια πεπονια να κανουν βουτιες,ηταν τοσο πολυκοσμια
που εχασε τα κλωσσοπουλακια της,γυρισε σπιτι απελπισμενη
και τα βρηκε στο σαλονι στον καναπε καθισμενα να βλεπουν
στην τηλεοραση το μικρο σπιτι στο λιβαδι,δεν τα μαλωσε,χα-
ρηκε που τα ξαναβρηκε ολα και σωα και καθισε μαζι τους
αφου πρωτα τους εφτιαξε μακαρονια με κιμα να φανε,εκει
στον καναπε την πηρε ο υπνος και σ'ενα ονειρο ειδε σ'ενα
κοτερο το κολοκυθακι ντυμενο ναυτακι στ'ασπρα και στα γαλαζια
ετοιμο να σαλπαρει για κρουαζιερα,το χαιρετησε και του ειπε την
ιστορια της ,μολις εφυγε το κολοκυθακι με πηρε στο τηλεφωνο
και μου ειπε την ιστορια κατα γραμμα,
ετσι σας την λεω κι εγω με τη σειρα μου κι αν θελετε με πιστευ-
ετε,παντως ειναι πολυ διασκεδαστικη,δεν ξερω αν ειναι και διδα-
κτικη ,εσεις θα βγαλετε το συμπερασμα
.
.
ΟΙ ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ ΠΕΡΙ ΑΛΙΕΩΝ ΚΑΙ ΙΧΘΥΩΝ-
μεταφραση χ.ν.κουβελης
.
Ἁλιεὺς καὶ ἰχθύες μεγάλοι καὶ βραχεῖς
Ἁλιεὺς ἐκ τῆς θαλάσσης τὸ πρὸς ἄγραν δίκτυον ἐκβαλὼν
τῶν μὲν μεγάλων ἰχθύων ἐγκρατὴς γέγονε καὶ τούτους ἐν
τῇ γῇ ἥπλωσεν· οἱ δὲ βραχύτεροι τῶν ἰχθύων διὰ τῶν τρυ-
μαλιῶν διέδρασαν ἐν τῇ θαλάσσῃ.
Ὅτι εὔκολον ἡ σωτηρία τοῖς μὴ μεγάλως εὐτυχοῦσιν, τὸν
δὲ μέγαν ὄντα τῇ δόξῃ σπανίως ἴδοις ἂν ἐκφυγόντα τοὺς
κινδύνους.
Ψαρας και ψαρια μεγαλα και μικρα
Ψαρας τραβηξε το διχτυ απο τη θαλασσα,για τα μεγαλα
ψαρια ηταν προσεκτικος και τ'απλωσε στο χωμα,τα μικρο-
τερα απο τις τρυπες πηδησαν στη θαλασσα.
Τα πιο μικρα ευκολα πετυχαινουν τη σωτηρια,ενω τα πιο
μεγαλο σε δοξα σπανια να δεις να ξεφυγει τον κινδυνο.
.
Ἁλιεῖς καὶ θύννος
Ἁλιεῖς ἐπ' ἄγραν ἐξελθόντες καὶ πολὺν χρόνον κακοπραθή-
σαντες οὐδὲν συνέλαβον: καθεζόμενοι δὲ ἐν τῇ νηῒ ἠθύμουν.
Ἐν τοσοῦτῳ δὲ θύννος διωκόμενος καὶ πολλῷ τῷ ροίζῳ φε-
ρόμενος ἔλαθεν εἰς τὸ σκάφος ἐναλλόμενος. Οἱ δὲ συλλα-
βόντες αὐτὸν καὶ εἰς τὴν πόλιν ἐλάσαντες ἀπημπόλησαν.
Οὕτω πολλάκις ἁ μὴ τέχνη παρέσχε, ταῦτα τύχη διεβράβευ-
σεν.
Ψαραδες και τοννος
Ψαραδες πηγαν για ψαρεμα και πασχιζοντας πολυ χρονο τιποτα
δεν επιασαν και καθονταν στο καικι απογοητευμενοι.Τοτε εναν
τοννο καταδιωκομενο το δυνατο ρευμα τον ερριξε στο σκαφος.
Τον επιασαν και στη πολη πηγαν και τον πουλησαν.
Ομοια πολλες φορες οσα η τεχνη δεν σου δινει ,στα δινει η τυχη
.
Ἁλιεῖς λίθον ἀγρεύσαντες
Ἁλιεῖς σαγήνην εἷλκον: βαρείας δὲ αὐτῆς οὔσης, ἔχαιρον καὶ
ὠρχοῦντο, πολλὴν εἶναι νομίζοντες τὴν ἄγραν. Ὡς δὲ ἀφελκύ-
σαντες ἐπὶ τὴν ἠιόνα τῶν μὲν ἰχθύων ὀλίγους εὗρον, λίθων δὲ
καὶ ἄλλης ὕλης μεστὴν τὴν σαγήνην, οὐ μετρίως ἐβαρυθύμουν,
οὐ τοσοῦτον ἐπὶ τῷ συμβεβηκότι δυσφοροῦντες ὅσον ὅτι καὶ
τὰ ἐναντία προειλήφεισαν. Εἷς δέ τις ἐν αὐτοῖς γηραιὸς ὢν εἶ-
πεν: "Ἀλλὰ παυσώμεθα, ὦ ἑταῖροι: χαρᾶς γάρ, ὡς ἔοικεν, ἀδελ-
φή ἐστιν ἡ λύπη, καὶ ἡμᾶς ἔδει τοσαῦτα προησθέντας πάντως
παθεῖν τι καὶ λυπηρόν." Ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς δεῖ τοῦ βίου τὸ εὐ-
μετάβλητον ὁρῶντας μὴ τοῖς αὐτοῖς πράγμασιν ἀεὶ ἐπαγάλ-
λεσθαι, λογιζομένους ὅτι ἐκ πολλῆς εὐδίας ἀνάγκη καὶ χει-
μῶνα γενέσθαι.
Ψαραδες λιθαρι ψαρεψαν
Ψαραδες τραβηξαν τα διχτυ,επειδη ηταν βαρυ χαρηκαν και
χορευαν νομιζαντας μεγαλη τη ψαρια.Οταν το τραβηξαν στο
νησι τα ψαρια τα βρηκαν λιγα και γεματο λιθαρια και λασπη
το διχτυ,πολυ απογοητευθηκαν,δεν στεναχωρεθηκαν τοσο για
το συμβαν οσο γιατι εγιναν τα εναντια.
Ενας γεροντας αναμεσα τους ειπε:''Ας σταματησουμε,συντροφοι,
της χαρας φαινεται πως ειναι αδερφη η λυπη,και σε μας αυτο
αποδειχθηκε να παθουμε κατι λυπηρο.
Και σε μας αποδειχθηκε να βλεπουμε το ευμεταβλητο της ζωης
μας και να μην περιμενουμε παντα αυτα που μας ευχαριστουν,
να συλογιζομαστε πως το πολυ ευχαριστο την καλοκαιρια θα
διαδεχθει το δυσαρεστο και ο χειμωνας.
.
Ἁλιεὺς αὐλῶν
Ἁλιεὺς αὐλητικῆς ἔμπειρος, ἀναλαβὼν αὐλοὺς καὶ τὰ δίκτυα,
παρεγένετο εἰς τὴν θάλασσαν καὶ στὰς ἐπί τινος προβλῆτος
πέτρας, τὸ μὲν πρῶτον ᾖδε, νομίζων αὐτομάτους πρὸς τὴν ἡδυ-
φωνίαν τοὺς ἰχθύας ἐξαλεῖσθαι πρὸς αὐτὸν. Ὡς δὲ, αὐτοῦ ἐπὶ
πολὺ διατεινομένου, οὐδὲν πέρας ἠνύετο,ἀποθέμενος τοὺς αὐ-
λοὺς ἀνείλετο τὸ ἀμφίβληστρον καὶ βαλὼν κατὰ τοῦ ὕδατος
πολλοὺς ἰχθύας ἤγρευσεν. Ἐκβαλὼν δὲ αὐτοὺς ἀπὸ τοῦ δικτύ
ου ἐπὶ τὴν ἠιόνα, ὡς ἐθεάσατο σπαίροντας, ἔφη· "Ὦ κάκιστα
ζῷα, ὑμεῖς, ὅτε μὲν ηὔλουν, οὐκ ὠρχεῖσθε, νῦν δὲ, ὅτε πέ-
παυμαι, τοῦτο πράττετε."
Πρὸς τοὺς παρὰ καιρόν τι πράττοντας ὁ λόγος εὔκαιρος.
Ψαρας παιζοντας αυλο
Ψαρας δεξιοτεχνης αυλητης πηρε τους αυλους του και τα
διχτυα και πηγε στη θαλασσα,εκει στη προβλητα καθησε
σε μια πετρα κι αρχισε να τραγουδαει,νομιζοντας πως αμε-
σως λογω της καλλιφωνιας θα πιασει τα ψαρια.Αν και προ-
σπαθησε πολυ τιποτα δεν εγινε,τοτε παρατησε τους αυ-
λους αρπαξε το κυκλικο διχτυ και το βυθισε στα νερα
κι επιασε πολλα ψαρια.Τα'βγαλε απο το διχτυ στο νησι
κι οταν τα ειδε να σπαραζουν ειπε:¨''Κακιστα ζωα,οταν
σας επαιζα αυλο δεν χορευατε,τωρα που σταματησα αυτο
κανετε''..
Αυτος ο λογος ταιριαζει γι'αυτους που κανουν κατι που
δεν ειναι ταιριαστο με την περισταση
.
Ἁλιεὺς καὶ σμαρίς
Ἁλιεὺς τὸ δίκτυον χαλάσας ἐν τῇ θαλάσσῃ ἀνήνεγκε σμαρίδα.
Σμικρὰ δὲ οὖσα ἱκέτευεν αὐτὸν νῦν μὲν μὴ λαβεῖν αὐτήν, ἀλλ'
ἐᾶσαι, διὰ τὸ σμικρὰν τυγχάνειν. "Ἀλλ ὅταν αὐξυνθῶ καὶ με#
γάλη, φησί, γένωμαι, συλλαβεῖν με δυνήσῃ, ἐπεὶ καὶ εἰς μεί#
ζονά σοι ὠφέλειαν ἔσομαι." Καὶ ὁ ἁλιεὺς εἶπεν· "Ἀλλ' ἔγωγε
ἄνους ἂν εἴην, εἰ τὸ ἐν χερσὶ παρεὶς κέρδος, κἂν σμικρὸν ᾖ,
τὸ προσδοκώμενον, κἂν μέγα ὑπάρχῃ, ἐλπίζοιμι."
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι ἀλόγιστος ἂν εἴη ὁ δι' ἐλπίδα μείζονος τὰ
ἐν χερσὶν ἀφεὶς σμικρὰ ὄντα.
Ψαρας και μαριδα
Ψαρας πεταξε το διχτυ στη θαλασσα και σηκωσε μαριδα.
Επειδη ηταν μικρη τον παρακαλεσε τωρα να μην την παρει
να την λυπηθει ''Αλλα οταν αυξηθω και γινω μεγαλη,ειπε,
τοτε μπορεις να με πιασεις επειδη τοτε για σενα θα ειμαι
μεγαλη ωφελεια''
Και ο ψαρας ειπε:''Αλλα εγω θα'μαι ανοητος εαν εχω στα
χερια μου κερδος εστω και μικρο,παρα το προσδοκομενο,
να ελπιζω,να υπαρχει μεγαλυτερο
.
Ἁλιεὺς ὕδωρ τύπτων
Ἁλιεὺς ἔν τινι ποταμῷ ἡλίευε. Καὶ δὴ κατατείνας τὰ δίκτυα, ὡς
ἐμπεριέλαβεν ἑκατέρωθεν τὸ ῥεῦμα, προσδήσας κάλῳ λινῷ
λίθον, ἔτυπτε τὸ ὕδωρ, ὅπως οἱ ἰχθύες φεύγοντες ἀπροφυλά-
κτως τοῖς βρόχοις ἐμπέσωσι. Τῶν δὲ περὶ τὸν τόπον οἰκούν-
των τις θεασάμενος αὐτὸν τοῦτο ποιοῦντα, ἐμέμφετο ἐπὶ τῷ
τὸν ποταμὸν θολοῦν καὶ μὴ ἐᾶν αὐτοὺς διαυγὲς ὕδωρ πίνειν.
Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· "Ἀλλ' ἐὰν μὴ οὕτως ὁ ποταμὸς ταράσσηται,
ἐμὲ δεήσει λιμώττοντα ἀποθανεῖν."
Οὕτω καὶ τῶν πόλεων οἱ δημαγωγοὶ τότε μάλιστα ἐνεργάζον-
ται, ὅταν τὰς πατρίδας εἰς στάσεις περιαγάγωσιν
Ψαρας χτυπα το νερο
Ψαρας σε καποιον ποταμο ψαρευε.Και ριχνοντας τα διχτυα πια-
νοντας απο'δω κι απο'κει το ρευμα πηρε πολυ καλα λειασμενο
λιθαρι και μ'αυτο χτυπουσε τη θαλασσα,για να αναστατωθουν
τα ψαρια και χωρις προφυλαξη να πεσουν στα βροχια.Ενας κα-
τοικος της περιοχης βλεποντας τον τι εκανε τον φωναξε πως
θολωνει τον ποταμο και το νερο δεν ειναι καθαρο για να πιουν.
Αυτος αποκριθηκε:''Αλλα εαν ετσι δεν ταραχθει ο ποταμος,εγω
νομιζω θα πεθανω απο την πεινα''
Ετσι και οι δημαγωγοι των πολεων επιτηδια ενεργουν οταν τις
πατριδες σε επαναστασεις ξεσηκωνουν
.
Θύννος καὶ δελφίς
Θύννος διωκόμενος ὑπὸ δελφῖνος καὶ πολλῷ τῷ ῥοίζῳ φε-
ρόμενος, ἐπειδὴ καταλαμβάνεσθαι ἔμελλεν, ἔλαθεν ὑπὸ
σφοδρᾶς ὁρμῆς ἐκβρασθεὶς εἴς τινα ἠϊόνα. Ὑπὸ δὲ τῆς αὐτῆς
φορᾶς ἐλαυνόμενος καὶ ὁ δελφὶς αὐτῷ συνεξώσθη. Καὶ ὁ
θύννος, ὡς ἐθεάσατο ἐπιστραφεὶς αὐτὸν λιποθυμοῦντα ἔφη·
Ἀλλ᾿ ἔμοιγε οὐκέτι λυπηρὸς ὁ θάνατος· ὡρῶ γὰρ καὶ τὸν αἴτιόν
μοι θανάτου γενόμενον συναποθνῄσκοντα.
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι ῥᾴδιον φέρουσι τὰς συμφορὰς οἱ ἄνθρωποι,
ὅταν ἴδωσι καὶ τοὺς αἰτίους τούτων γεγονότας δυστυχοῦντας.
Τοννος και δελφινι
Τοννος καταδιωκομενος απο δελφινι και παρασυρομενος απο
το δυνατο ρευμα,επειδη επροκειτο να πιαστει, χωρις να το κα-
ταλαβει εκβρασθηκε σε καποιο νησι.Με την ιδια μεγαλη φορα
ερχεται και το δελφινι μαζι του απο πισω.Και ο τοννος στρα-
φηκε κι οταν τον ειδε να λιποθυμα ειπε:Δεν μου φαινεται οδυ-
νηρος ο θανατος οταν βλεπω και τον αιτιο του δικου μου θανα-
του να πεθαινει μαζι μου.
Αυτος ο μυθος δηλωνει πως ευκολωτερα οι ανθρωποι περνουν
τις συμφορες οταν βλεπουν τους αιτιους αυτων των συμφορων
να δυστυχουν.
.
.
ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡ ΚΟΣΜΑ
..
τον ειδε καποιος ταπεινος γιδοβοσκος σ'αυτα τα μερη
να περνα στο μονοπατι πρωι χαραματα,καθονταν με
τη μπαντα στο γαιδαρακι του,σταθηκε να τον ρωτη-
σει για το δρομο,ασκητικη λιποσαρκη φιγουρα,γερτη
απο τα χρονια,σεβαστικη,του εδειξε,κι εφυγε σ'εκεινη
την κατευθυνση προς το νοτο,
ενιωσε σαν να φωτισθηκε,τα γιδοπροβατα ηρεμισαν κι
ησυχα βοσκουσαν,το γαλα τους εκεινη τη μερα αυξηθη-
κε σαν να ευλογηθηκαν,τα πουλια πετουσαν απο τα κα-
ταπρασινα φυλλωματα των δεντρων ψηλα στον καθα-
ροτατον ουρανο κι οι μελισσες κι οι πεταλουδες απο λου-
λουδι σε λουλουδι τριγυριζαν,
απλος ανθρωπος φτωχος ετυχε ν'ακουσει τις ομιλιες του,
πολυ εθαυμασε τα λογια του,κι ενιωσε την ωφελεια τους
και πως τετοιοι ανθρωποι ειναι αγιοι
Τον ακουσε να λεει και να του θερμαινει τη καρδια και
να του φωτιζει το νου:
......
" Θα προσπαθούν να το λύσουν με την πέναν μα δέν θα
μπορούν. 99 φορές με τον πόλεμο και μια με την πένα
.
''Με αλλους θα κοιμηθειτε και με αλλους θα ξημερωθειτε''
.
''Πολλα θα συμβουν .Οι πολιτειες θα καταντησουν σαν παραγ-
γες''
.
''Θα δειτε στον καμπο αμαξι χωρις αλογα να τρεχει γρηγο-
ροτερα απο τον λαγο''
.
''Θα'ρθει καιρος που θα ζωσθει ο τοπος με μια κλωστη''
.
''Θα'ρθει καιρος που οι ανθρωποι θα ομιλουν απο ενα μερος σε
αλλο,σαν να'ναι σε πλαγινα δωματια''
.
''Θα δειτε να πετανε ανθρωποι στον ουρανο σαν μαυροπουλια
και να ριχνουν φωτια στον κοσμο.Οσοι θα ζουν τοτε θα τρε-
ξουν στα μνηματα και θα φωναζουν.Εβγατε σεις οι πεθαμενοι
να μπουμε μεις οι ζωντανοι''
.
''Θα'ρθει καιρος που θα διευθυνουν τον κοσμο τα αλαλα και τα
μπαλαλα''
.
''Εσεις θα πατε να κατοικησετε αλλου και αλλοι θα ερθουν
να κατοικησουν σε σας''
.
.
ΣΤΑ ΑΛΟΓΑ ΜΑΣ
.
Στα Αλογα
που μας οργωσαν τα χωραφια μας,τον Καρα και τον Ντορη,
που καποτε τα καβαλικεψαμε και τα τρεξαμε,που καποτε τα
πηγαμε να βοσκησουν σε λιβαδι χλωρο χορταρι,που καποτε
τ'ακουσαμε να μας καλωσοριζουν με το χλιμιντρισμα τους,
που καποτε βοηθησαμε τον πατερα να τα πεταλωσει,κι αλλοτε
βοηθησαμε να τα σαμαρωσει και να τα φορτωσουμε,
με βρωμη τα ταισαμε στα χερια μας,και τα σφουγκισαμε απο
τον ιδρωτα στη μεγαλη κουραση της δουλειας,που ηταν ζευ-
γαρι,ποτε καποιο δεν τραβουσε μπροστα απ'τ'αλλο,ουτε ξεμε-
νε πιο πισω,ουτε αναμεριζε στ'αυλακι,ουτε και ποτε δυστρο-
πισε,
και καποτε τα ποτισαμε με το σατιλι καθαρο νερο,μονο καθαρο
γαργαρο νερο επιναν,να μην εχει ουτ'ενα μικρο τσαχαλακι ουτε
το παραμικρο θολωμα και τους αρεσε εκεινη την ωρα να τους
σφυριζουμε καποιο σκοπο,ενα ρυθμο,σαν χαδι,
και να μην ξεχασουμε την ομορφια τους,ψηλα γερα ποδια,κομ-
σο ευλυγιστο κορμι,γυμνασμενο,μεγαλη ταχυτητα,σαν βελη
φευγανε,αστραπες,οξυ βλεμμα,εξυπνο,ευγενικο,και χαιτη στιλ-
πνη,
πληρης συμμετρια κι ομορφια,δυναμη ,υπερηφανεια,εργατικο-
τητα,αρχοντια
Αι Καρα
Αι Ντορη
Αι αι
.
.
ΣΥΝΑΞΑΡΙΑ[ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ]-χ.ν.κουβελης
.
Κατα εκεινες τις ημερες οσοι ανθρωποι απεθνησκαν,μικροι
η' μεγαλοι,αρρενες η' θηλεα,εις τον δρομον καταμονοι η'
αιφνιδιως,η' εις τα σπιτια των κατισχνοι ,αδυνατισμενοι,
ομοιοι σκελετων,σακοι κοκκαλων.αρρωστοι απο την δυστυ-
χιαν του πολεμου εκεινου,ανημποροι,βασανισμενοι απο την
πειναν και τις κακουχιες,ελεεινα φαντασματα ανθρωπων,σκιες
του Αδη,τους ετυλιγαν τα σωματα μεσα σε σινδονια και τα
εριχναν εις ανοιχθεντα μεγαλο λακκο το ενα σωμα διπλα στο
αλλο αψυχο σωμα,και τα εστοιβαζαν υπερανω των αλλων,και
με αλλα σωματα τα εκαλυπτον,μεχρι ολιγον κατωθεν της επιφα-
νειας του εδαφους τουτο εγενετο,εως να σωθουν να τελειωσουν
τα νεκρα κορμια που ηταν να θαψουν ομαδικα,επειτα εριχναν
απο πανω τους με τα φτυαρια το χωμα και το πατουσαν με τα πο-
διας τους κι ετσι τους εσκεπαζαν,και καποιος ητανε να μεριμνησει
και τοποθετουσε μια πετρα στον ταφο ,επιπεδη το πιο συνηθες,
μια πλακα ως μνημη τους,μαλλον προσκαιρη μνημη παρα αιωνια
αυτων των κακοθανατισμενων,ανωνυμοι εν μεσω ανωνυμων εις
τον αιωνα τον απαντα,
ετσι μ'ατυτον τον τροπον εθαβονταν πολλοι ανθρωποι εις την επαι-
σχυντην και σκληρην περιοδον της Κατοχης.
Και γι'αυτους τους ταπεινους αδοξους, τους κακοτυχους εγενετο
ετουτος ο λογος τωρα.
Να μη ξεχασθουν.
Να μην ξεχασουμε.Ποτε.
.
Ποσα εχει αναγκην ο ανθρωπος να επιβιωσει;αληθως ,ολι-
γα και ελαχιστα,και προπαντος πραξεις ειλικρινεις φιλανθρω-
πες,ου δολος τις εν τοις λογοις του,ου ψευδος εκφυγων εκ
τοις εαυτου χειλεσιν ,ουδεν πονηρον εν τη διανοια του,
να σμιξει τη γυναικα ως η φυσις οριζει,να πληθυνθουν οι αν-
θρωποι,και ασφαλως ουδεμιαν χρειαν και ουδεν ενδιαφερον
εχει πλουτου περιττου,και της απληστιας και εξουσιαν ασκειν
επι ανθρωπων,ακριτως και αδικως,και επι παντος των υπαρχον-
των εν τη γη και εν τω ουρανω,ορατων τε και αορατων.
.
Ειδεν τον αδικον και δεν διαμαρτυρηθηκε
Ειδεν τον κλεφτην και δεν τον εμποδισεν
Ειδεν τον φονιαν και δεν τον κατηγγειλε
Ακουσεν τον δημαγωγον και τον ακουλουθησεν τυφλα
Ακουσεν τον συκοφαντην και συνεναισε στην κακολογια του
Και την απληστιαν εζηλεψεν
και δεν εχορτασθει,ακορεστος η διψα του να θησαυρισει
Και με δολον επραξεν κατα του πλησιον του
Εγωιστης Φαυλος Ψευδολογος
.
Οι γραμμες των πουλιων στον ουρανο,ευθειες η¨καμπυλες,μει-
κτα φτερουγισματα,ελαφρα πετασματα,
η λευκη εμφανιση του συννεφου και η εξαχνωση του,
το απαλο αερακι στις ακρες των δεντρων οι αιωρισμοι,
το χορταρι αργαλειος που ανθη υφαινει,μορφες και χρωματα,
και τα ξυφαινει,
το φως που περιοδικα γυριζει στο σκοτος κι αντιστροφα,το σκο-
τος στο φως,
ο ηλιος που το πρωι ανατελει στα ροδινα και που στα ροδινα δυει
το βραδυ,
το φεγγαρι που γιομιζει τη νυχτα στρογγυλο κι αδειαζει ,καθως
πηλινο κανατι το νερο του,γεμιζει κι αδειαζει,
η θαλασσα που σε λαμπερο γαλαζιο γαληνευει και σε πελω-
ρια κυματα σ'αχνους και σ'αγρια μουγκρητα θεριευει,
ο ανθρωπος που υψωνεται και ταπεινωνεται,τις και ουτις,
η καρδια που την μια φορα γελαει και χαιρεται ικαι την αλλη
κλαιει και πικρενεται,
η φωνη που ακουστηκε δυνατη και σβηστηκε,
το χερι που αγκαλιασε ανθρωπο φιλικα και το εσπρωξαν,
το νερο που δροσισε διψασμενον και φαρμακωσε πικραμενον,
Τα Παντα Νυν και Αειν Ειναι.Και Ουθεν Ειναι.
Και Εν Παντι Καιρω και Τοπω Γεννησονται
Νεουργα η' Παλαια .
.
Ο ανθρωπος εκεινος απομακρυνθηκεν εις ερημιαν,εις αγονον
και ξηρον τοπον,ελλειποντα ανθρωπων ,βραχοι δε ητο οξυμορ-
φοι και πλατυμορφοι και λιαν χαμηλοι θαμνοι εδω κι εκει αραι-
οι η ' πυκνωτεροι και ως περαν εσκορπισμενοι εις ελαφρως κα-
μπυλωσαν επιφανειαν γης πλατειαν και επιμηκυν εως το βαθος
του οριζοντος ενθα εδιαλυετο εις το αοριστον λαμπερον θα-
μπος τ'ουρανου,
εσκαψε με τα χερια του,τσαπια τα εκαμνεν και εις τους λακκους
εφυτευσεν καρπους ελαιας,τους οποιους ειχεν φερει μαζι του και
εγεννοντο μετα καιρον υγειη ελιδια και εις τα δυο ετη τα δεδρα
εκαρπωθησαν ελαιας,
εφυτευσεν και κληματα και εφυτρωθει αμπελος,εγευετο τους
γλυκεις καρπους και περισσευαν και δια τα πετεινα τ'ουρανου,
οσα απο εκεινα τα πουλια εκει μονιμα διαβιωνουν ,και οσα απ'
αυτα ειναι μεταναστευτικα κατ κατα τις ετησιες μετακινησεις των
προσκαιρα ευρισκονται εις εκεινον τον τοπον,
συνελεξε απο εκει γυρω πετρες και τις στοιχισε κατα υψος και
κατα μηκος ,και σε κλειστες γραμμες,και ετσι θεμελιωσε και υψω-
σε τους τεσσερις τοιχους της κατοικιας του,
και για την στεγην εκοψε ευθεια και γερα ξυλα και τα εστρωσε
με πλακες να καλυφθει εξ ουρανου,απο την ατμοσφαιραν,απο
βροχας και χιονας,απο λιβαν και παγωνιαν,
και επειδη δεν συνευρεθει χρονια πολλα μ'αλλον ανθρωπον να
συνομιλησει και να συμφαγει,και ειχε πολλες σκεψεις και πολλα
αισθηματα να τον πιεζουν και να εβγουν εξω να εκφρασθουν
αρχισε τοτε πανω στα βραχια,στις επιφανειες των,να σχεδιαζει
γραμματα και εικονες επισηςβ σχεδιαζε,
και σε φλουδες δεντρων εγραφε και στους κορμους των και πα-
νω στις επιφανειες φυλλων και στη γη στο χωμα πανω σχεδια-
ζε τις εικονες του κι εγραφε τα κειμενα του,
αν καποιος ποτε τα συνελεγε ολ'αυτα θα αποτελουσαν την ιστο-
ρια του,το προσωπο του,θα μαρτυρουσαν το ταπεινο περασμα
του απ'τον κοσμο,
αληθεια,πολυ αργοτερα ετυχε να ερθουν ανθρωποι σ'εκεινα
τα μερη,σπουδαγμενοι,και βρηκαν υπολειματα,αποσπασματα
της γραφης και των εικονων του,ελαχιστα τμηματα,ιχνη απ'το
σπιτι του,τις ελιες του,κληματα απ'τ' αμπελι του,και απ'αυτα τα
ευρηματα εικασανε,συμπερανανε,το ειδος και το υφος του αν-
θρωπου,τον δημιουργο τους,
Ανθρωπος δε εξ ανθρωπου φανερωνεται,
Αληθως,Δικαιοσυνη Εις Τον Αιωνα.
.
.
[α]Παραλλαγη
Η ΣΜΙΞΗ ΜΕ ΤΗ ΓΗ
.
λιαν πρωι με το τριτον λαλημα του πετεινου εσηκωθη εκ του
υπνου,εξυπνησεν και τον μικροτερον υιον,πενταετην οντα,ετοι-
μασθη και επηγαν εις το χωραφι,εκει εδωσεν εις το παιδιον
τους λιθινους φαλλους να τους διασκορπισει εις τα τεσσερα ση-
μεια του οριζοντα,και το παιδι εκινηθη εις το χωραφι και εσκορ-
πιζεν τους φαλλους ως ειχεν ορμηνευθει να κανει και καθως
τουτο εγενετο ευχηθη:
''Να γινει η σμιξη του φαλλου με τη γη και να ευωδωθει και
να πληθυνθουν οι καρποι της ενωσης ως η αμμος της θαλασσης
και ως τ'αστρα τ'ουρανου'',
εκεινην την ωραν εκ της κορυφης του λοφου ανατολικα ανε-
βαινεν ο δισκος του ηλιου υπερλαμπρος,τα παντα εφωτισθησαν
δυνατα και εθερμανθησαν και οι ατμοι υψωθηκαν και διαλυ-
θηκαν και εφανερωθει ολη η πλασις,
οταν ετελειωσεν το παιδι το εργον του και ηρθεν κοντα του,
τοτε επιασεν τον γιο του με τα δυο του χερια και τον εση-
κωσεν ψηλα και εκανεν ευθυτενης τρεις περιστροφες το σωμα
του δεξιοθεν με το ανυψωμενον παιδιον,και εκεινον πολυ ευ-
χαρες εγελουσεν δυνατα και εκλωτσουσεν εις τον
αεραν τους ποδας του ελευθερους,
επειτα εσταθην ακινητος και εκατεβασεν το παιδι εις τη γη
ορθον,το εσηκωσεν και το εκατεβασεν ομοιως αλλας δυο φο-
ρας ,τρεις το αυτο επανελαβεν,
επειτα το εφιλησεν σταυρωτα και επεστρεψαν εις το σπιτι.
.
.
[β]Παραλλαγη
.
Η ΣΜΙΞΗ ΜΕ ΤΗ ΓΗ
.
πολυ πρωι με το τριτο λαλημα του πετεινου σηκωθηκε
απο τον υπνο,η γυναικα κοιμονταν,πηγε και ξυπνησε τον
μικροτερο γιο,πενταετη οντα,ετοιμασθηκε κι επηγαν στο
χωραφι,
εκει εδωσε στο παιδι τους λιθινους φαλλους να τους δια-
σκορπισει στο χωραφι στα τεσσερα σημεια του οριζοντα,
και το παιδι εκινηθει μεσα στο χωραφι κι εσκορπιζε τους
φαλλους ως το ειχε ορμηνεψει να το κανει,
και καθως αυτο γινονταν ευχηθηκε:
''Να γινει η σμιξη του φαλλου με τη γη και να ευωδωθει
και να πληθυνθουν οι καρποι της ενωσης ως η αμμος της
θαλασσης και ως τ'αστρα τ'ουρανου'',
εκεινη την ωρα απο την κορυφη του λοφου ανατολικα ανε-
βαινε ο δισκος του ηλιου υπερλαμπρος,τα παντα φωτισθη-
καν δυνατα και θερμανθηκαν, οι πρωινοι ατμοι υψωθηκαν
και διαλυθηκαν και φανερωθηκε καθαρη ολη η πλαση,
οταν τελειωσε το παιδι το εργο του ηρθε κοντα του,τοτε
το επιασε με τα δυο του χερια και το σηκωσε ψηλα και
εφερε ευθητενης,απο τα δεξια αρχιζοντας, τρεις περιστρο-
φες το σωμα του με το παιδι υπερυψωμενο,κι εκεινο
πολυ χαρουμενο γελουσε δυνατα και κλωτσουσε τα πο-
δια του περα-δωθε στον αερα ελευθερα,
επειτα απ'αυτο σταθηκε ακινητος και κατεβασε το παιδι
προς τη γη και το εστησε πανω στο χωμα ορθο για λιγο
χωρις να το αφησει απο τα χερια του,υστερα το σηκωσε
παλι ψηλα και το κατεβασε παλι στη γη κι οπως πριν το
εστησε πανω στο χωμα ορθο, και τριτη φορα εκανε το
ιδιο,
επειτα το αγκαλιασσε και το φιλησε σταυρωτα και πηγαν
και καθισαν παραδιπλα σ'ενα αναχωμα ,εκει εβγαλε να φα-
νε,μοιρασε το ψωμι ,ειχανε και ελιες,εφαγε το παιδι εφαγε
κι αυτος,χορτασθηκαν,ηπιανε και νερο να ξεδιψασουν,αφη-
σαν τα υπολειματα του φαγητου να φανε και τα πουλια
κι οταν τελειωσαν επεστρεψαν στο σπιτι
.
.
αρχαια κειμενα για την Ροδωπιν η' την Δωριχαν την ωραιοτατην εταιραν
στην ελληνικην Ναυκρατιν στην Αιγυπτο-μεταφραση χ.ν.κουβελης
.
ἐνδόξους δὲ ἑταίρας καὶ ἐπὶ κάλλει διαφερούσας ἤνεγκεν καὶ
ἡ Ναύκρατις· Δωρίχαν τε, ἣν ἡ καλὴ Σαπφὼ ἐρωμένην γενο-
μένην Χαράξου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῆς κατ' ἐμπορίαν εἰς τὴν
Ναύκρατιν ἀπαίροντος διὰ τῆς ποιήσεως διαβάλλει ὡς πολ-
λὰ τοῦ Χαράξου νοσφισαμένην. Ἡρόδοτος δ' αὐτὴν Ῥοδῶπιν
καλεῖ, ἀγνοῶν ὅτι ἑτέρα τῆς Δωρίχης ἐστὶν αὕτη, ἡ καὶ τοὺς
περιβοήτους ὀβελίσκους ἀναθεῖσα ἐν Δελφοῖς, ὧν μέμνηται
Κρατῖνος διὰ τούτων ... εἰς δὲ τὴν Δωρίχαν τόδ' ἐποίησε
τοὐπίγραμμα Ποσείδιππος, [καίτοι] καὶ ἐν τῇ Αἰθιοπίᾳ πολ-
λάκις αὐτῆς μνημονεύσας. ἐστὶ <δὲ> τόδε·
Δωρίχα, ὀστέα μὲν σὰ πάλαι κόνιν, ἕσσατο δ' ἑσμὸς
χαίτης ἥ τε μύρων ἔκπνοος ἀμπεχόνη,
ᾗ ποτε τὸν χαρίεντα περιστέλλουσα Χάραξον
σύγχρους ὀρθρινῶν ἥψαο κισσυβίων.
Σαπφῷαι δὲ μένουσι φίλης ἔτι καὶ μενέουσιν
ᾠδῆς αἱ λευκαὶ φθεγγόμεναι σελίδες.
οὔνομα σὸν μακαριστόν, ὃ Ναύκρατις ὧδε φυλάξει,
ἔστ' ἂν ἴῃ Νείλου ναῦς ἐφ' ἁλὸς πελάγη.
ξακουστες εταιρες ειχε η Ναυκρατις ξεχωριστες στην ομορφια,
οπως τη Δωριχα,που η ομορφη Σαπφω,την κατηγορει στους στι-
χους της, επειδη ηταν ερωμενη του αδελφου Χαραξου που βρι-
σκονταν στη Ναυκρατη για εμποριο, πως του εφαγε τα λεφτα
του.
Ο Ηροδοτος την αναφερει ως Ροδωπιν αγνοωντας πως δεν
ηταν αλλη απο τη Δωριχα,αυτη που τους φημισμενους οβελι-
σκους αφιερωσε στους Δελφους τους οποιους μνημονευει ο
Κρατινος μ'αυτους τους στιχους...
για την Δωριχα ο Ποσειδιππος συνεθεσε επιγραμμα,και συχνα
στην Αιθιοπια την μνημονευει,
αυτο ειναι το επιγραμμα:
Δωριχα,παει καιρος που τα κοκκαλα σου εγιναν σταχτη
το ιδιο και η κορδελα στα μαλλια σου και τ'αρωματισμενο
φορεμα σου,που καποτε τον ομορφο αγκαλιαζες Χαραξο
κορμι με κορμι και ροφουσες στις κουπες πιοτο το πρωι
Της Σαπφως οι υψηλοι στιχοι μενουν ακομη και θα μενουν
για παντα να ηχουν οι λευκες σελιδες τ'ονομα σου
Τ'ονομα σου τιμημενο,η Ναυκρατη ετσι θα το φυλαξει,
οσο τα πλοια απ¨τον Νειλο στην αρμυρη θαλασσα ταξιδευουν
Ηροδοτου Ιστοριαι,Βιβλιον 2,135
Ῥοδῶπις δὲ ἐς Αἴγυπτον ἀπίκετο Ξάνθεω τοῦ Σαμίου κομίσαντός
[μιν], ἀπικομένη δὲ κατ' ἐργασίην ἐλύθη χρημάτων μεγάλων ὑπὸ
ἀνδρὸς Μυτιληναίου Χαράξου τοῦ Σκαμανδρωνύμου παιδός,
ἀδελφεοῦ δὲ Σαπφοῦς τῆς μουσοποιοῦ. Οὕτω δὴ ἡ Ῥοδῶπις ἐλευ-
θερώθη καὶ κατέμεινέ τε ἐν Αἰγύπτῳ καὶ κάρτα ἐπαφρόδιτος γενο-
μένη μεγάλα ἐκτήσατο χρήματα ὡς ἅλις εἶναι Ῥοδώπι, ἀτὰρ οὐκ
ὥς γε ἐς πυραμίδα τοιαύτην ἐξικέσθαι. Τῆς γὰρ τὴν δεκάτην τῶν
χρημάτων ἰδέσθαι ἔστι ἔτι καὶ ἐς τόδε παντὶ τῷ βουλομένῳ, οὐδὲν
δεῖ μεγάλα οἱ χρήματα ἀναθεῖναι. Ἐπεθύμησε γὰρ Ῥοδῶπις μνη-
μήιον ἑωυτῆς ἐν τῇ Ἑλλάδι καταλιπέσθαι, ποίημα ποιησαμένη
τοῦτο τὸ μὴ τυγχάνοι ἄλλῳ ἐξευρημένον καὶ ἀνακείμενον ἐν ἱρῷ,
τοῦτο <δ'> ἀναθεῖναι ἐς Δελφοὺς μνημόσυνον ἑωυτῆς. Τῆς ὦν
δεκάτης τῶν χρημάτων ποιησαμένη ὀβελοὺς βουπόρους πολλοὺς
σιδηρέους, ὅσον ἐνεχώρεε ἡ δεκάτη οἱ, ἀπέπεμπε ἐς Δελφούς·
οἳ καὶ νῦν ἔτι συννενέαται ὄπισθε μὲν τοῦ βωμοῦ τὸν Χῖοι ἀνέ-
θεσαν, ἀντίον δὲ αὐτοῦ τοῦ νηοῦ.
Φιλέουσι δέ κως ἐν τῇ Ναυκράτι ἐπαφρόδιτοι γίνεσθαι αἱ ἑταῖραι.
Τοῦτο μὲν γὰρ αὕτη, τῆς πέρι λέγεται ὅδε ὁ λόγος, οὕτω δή τι
κλεινὴ ἐγένετο ὡς καὶ οἱ πάντες Ἕλληνες Ῥοδώπιος τὸ οὔνομα
ἐξέμαθον, τοῦτο δὲ ὕστερον ταύτης <ἑτέρη> τῇ οὔνομα ἦν
Ἀρχιδίκη ἀοίδιμος ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα ἐγένετο, ἧσσον δὲ τῆς
προτέρης περιλεσχήνευτος.
Χάραξος δὲ ὡς λυσάμενος Ῥοδῶπιν ἀπενόστησε ἐς Μυτιλήνην,
ἐν μέλεϊ Σαπφὼ πολλὰ κατεκερτόμησέ μιν.
Ῥοδώπιος μέν νυν πέρι πέπαυμαι.
.
η Ροδωπι ηρθε στην Αιγυπτο εκει την εφερε ο Ξανθος απο
τη Σαμο,αυτη εκανε το επαγγελμα της εταιρας κι απελευθε-
ρωθηκε για ενα σημαντικο ποσο χρηματων απο εναν αντρα
Μυτηλινιο τον Χαραξο,γιο του Σκαμαντρωνυμονα και αδερφο
της ποιητριας Σαπφως.
Ετσι η Ροδοπη ελευθερωθηκε,και παρεμεινε στην Αιγυπτο οπου
με τη δυναμη της ομορφιας της αποκτησε πολλα χρηματα,αρκετα
για την Ροδωπιν,αλλα οχι αρκετα για να χτισει σπιτι σαν πυρα-
μιδα
Το δεκατο του πλουτου της μπορει να δει καποιος ακομα,αν το
θελει,και τιποτα δεν επιτρεπει να δει πως διεθετε παρα πολλα
χρηματα.
Επιθυμησε η Ροδωπι για τον εαυτο της ν'αφησει στην Ελλαδα
ενα μνημειο ,τετοιο που να μη βρισκεται αλλο σαν αυτο τοποθε-
τημενο σε ιερο,να το αφιερωσει στους Δελφους στη μνημη της.
Με το δεκατο των χρηματων της κατασκευασε οβελισκους
απο σιδερο,στο μεγεθος να διαπερασουν βοδι,οσους εκανε
με το δεκατο τους εστειλε στους Δελφους ,τους οποιους ακομα
και ακομα και τωρα τους συνανταμε εκει πισω απ'τον βωμο
που εχουν αφιερωσει οι Χιωτες,απεναντι απ'αυτον τον ναο.
Πολυ αγαπητες ειναι οι εταιρες της Ναυκρατις πανεμορφες.
Αυτα γι'αυτη,για την οποια γινεται ο λογος,εγινε τοσο ξακου-
στη,που και ολοι οι Ελληνες εμαθαν το ονομα της Ροδωπις.
Μετα απ'αυτη ,μια αλλη εταιρα,που ονομαζονταν Αρχιδικη,
υμνηθηκε μεσα στην Ελλαδα,λιγοτερο ομως απ'την πρω-
την.
Για τον Χαραξο,οταν γυρισε στη Μυτηλινη,αφου απελευ-
θερωσε την Ροδωπιν,η Σαπφω εγραψε σε στιχους πολλα
σκληρα προσβλητικα .
Αλλα γι'αυτην την Ροδωπιν ας σταματησω τωρα να λεω.
.
Ηροδοτου Ιστοριαι,Βιβλιον 2,134
Τὴν δὴ μετεξέτεροί φασι Ἑλλήνων Ῥοδώπιος ἑταίρης
γυναικὸς εἶναι, οὐκ ὀρθῶς λέγοντες. Οὐδὲ ὦν οὐδὲ εἰ-
δότες μοι φαίνονται λέγειν οὗτοι ἥτις ἦν ἡ Ῥοδῶπις
(οὐ γὰρ ἄν οἱ πυραμίδα ἀνέθεσαν ποιήσασθαι τοιαύτην,
ἐς τὴν ταλάντων χιλιάδες ἀναρίθμητοι ὡς λόγῳ εἰπεῖν
ἀναισίμωνται), πρὸς δὲ ὅτι κατὰ Ἄμασιν βασιλεύοντα
ἦν ἀκμάζουσα Ῥοδῶπις, ἀλλ' οὐ κατὰ τοῦτον. Ἔτεσι
γὰρ κάρτα πολλοῖσι ὕστερον τούτων τῶν βασιλέων τῶν
τὰς πυραμίδας ταύτας λιπομένων ἦν Ῥοδῶπις, γενεὴν
μὲν ἀπὸ Θρηίκης, δούλη δὲ ἦν Ἰάδμονος τοῦ Ἡφαιστο-
όλιος ἀνδρὸς Σαμίου, σύνδουλος δὲ Αἰσώπου τοῦ λογο-
ποιου
.
[Η πυραμιδα του Μυκερινου]καποιοι μεταξυ των Ελληνων
λενε πως ανηκει στην Ροδωπιν μια γυναικα εταιρα,αλλα
αυτο δεν το λενε ορθα.Μου φαινεται,πως αυτοι ετσι λενε
χωρις να γνωριζουν ποια ηταν η Ροδωπις ,[δεν θα ανεθεταν
να κατασκευασθει τετοια πυραμιδα,που θα κοστιζε,ο λογος
το λεει,χιλιαδες αναριθμητα ταλαντα]που στη βασιλεια
του Αμασι ηταν σε πληρη ανθιση η Ροδωπις κι οχι μετα
.
Πολλα χρονια υστερα απο τουτους τους βασιλιαδες που
αφησαν τουτες τις πυραμιδες υπηρξε η Ροδωπις,ειχε γενια
απο τη Θρακη,δουλη ηταν του Ιαδμονα γιου του Ηφαιστο
πολι ανδρα απο τη Σαμο,δουλη μαζι με τον Αισωπο,τον
μυθογραφο.
Αιλιανος, VH 13, 33 :
Ῥοδῶπίν φασιν Αἰγυπτίων λόγοι ἑταίραν γενέσθαι ὡραιοτάτην.
καί ποτε αὐτῆς λουομένης ἡ τὰ παράδοξα καὶ τὰ ἀδόκητα
φιλοῦσα ἐργάζεσθαι τύχη προυξένησεν αὐτῇ οὐ τῆς γνώμης
ἀλλὰ τοῦ κάλλους ἄξια. λουομένης γὰρ καὶ τῶν θεραπαινίδων
τὴν ἐσθῆτα φυλαττουσῶν, ἀετὸς καταπτάς, τὸ ἕτερον τῶν ὑπο-
δημάτων ἁρπάσας, ἀπιὼν ᾤχετο· καὶ ἐκόμισεν ἐς Μέμφιν δικά-
ζοντος Ψαμμιτίχου, καὶ ἐς τὸν κόλπον ἐνέβαλε τὸ ὑπόδημα. ὁ
δὲ Ψαμμίτιχος θαυμάσας τοῦ ὑποδήματος τὸν ῥυθμὸν καὶ τῆς
ἐργασίας αὐτοῦ τὴν χάριν καὶ τὸ πραχθὲν ὑπὸ τοῦ ὄρνιθος προ-
σέταξεν ἀνὰ πᾶσαν τὴν Αἴγυπτον ἀναζητεῖσθαι τὴν ἄνθρωπον,
ἧς τὸ ὑπόδημά ἐστι· καὶ εὑρὼν γαμετὴν ἠγάγετο.
.
Η Ροδωπι λενε Αιγυπτιακες διηγησεις υπηρξε εταιρα πολυ
ομορφη και καποτε που αυτη λουζονταν,η τυχη που αγαπα
τα παραδοξα και τα απροσδοκητα να κανει,την θεωρησε
οχι αξια της γνωσης αλλα της ομορφιας.
Την ωρα που λουζονταν και οι υπηρετριες φυλαγαν τα ρου-
χα της ,ενας αετος χυμαει και το ενα απο τα σανδαλια της
αρπαζοντας και πεταξε,κι εφτασε στη Μεμφιδα,που δικαζε
ο Ψαμμιτιχος,και στην αγκαλια του πεταξε το σανδαλι,
ο Ψαμμιτιχος θαυμασε το σχεδιο και τη λεπτοδουλεια στο
σανδαλι και τι εκανε το πουλι.Τοτε διεταξε να ψαξουν σ'ολην
την Αιγυπτο την γυναικα,στην οποια ανηκει το σανδαλι.
Κι οποιος την βρει θα την παρει γυναικα του
.
.
Η κυρια Βερενικη απο την πολη Αρσινοη-Φαγιουμ
ζωγραφικη Fayum Painting -χ.ν.κουβελης
.
.
Η Βερενικη,25 χρονων.απο την πολη Αρσινοη ,αρχαια
Κροκοδειλουπολη,στη περιοχη Φαγιουμ της Αιγυπτου,
παντρεμενη με τον Μυρωνα ,εμπορο,μενει στον λαβυ-
ρινθο,στο διαμερισμα με αυξοντα αριθμο 2117,φιλη
της εταιρας Ροδωπις[με το τριανταφυλλενιο χρωμα]
η' Δωριχας,απο την Ναυκρατιν.
[-ο λαβυρινθος-]
Ηροδοτου Ιστοριαι,Βιβλιον 2 ,148-μεταφραση χ.ν.κουβελης
... δόξαν δέ σφι ἐποιήσαντο λαβύρινθον, ὀλίγον ὑπὲρ τῆς λίμνης
τῆς Μοίριος κατὰ Κροκοδείλων καλεομένην πόλιν μάλιστά κῃ
κείμενον· τὸν ἐγὼ ἤδη εἶδον λόγου μέζω. 2 εἰ γάρ τις τὰ ἐξ Ἑλ-
λήνων τείχεά τε καὶ ἔργων ἀπόδεξιν συλλογίσαιτο, ἐλάσσονος
πόνου τε ἂν καὶ δαπάνης φανείη ἐόντα τοῦ λαβυρίνθου τούτου.
καίτοι ἀξιόλογός γε καὶ ὁ ἐν Ἐφέσῳ ἐστὶ νηὸς καὶ ὁ ἐν Σάμῳ. 3
ἦσαν μέν νυν καὶ αἱ πυραμίδες λόγου μέζονες, καὶ πολλῶν ἑκά-
στη αὐτέων Ἑλληνικῶν ἔργων καὶ μεγάλων ἀνταξίη, ὁ δὲ δὴ λα-
βύρινθος καὶ τὰς πυραμίδας ὑπερβάλλει· 4 τοῦ [γὰρ] δυώδεκα
μὲν εἰσὶ αὐλαὶ κατάστεγοι, ἀντίπυλοι ἀλλήλῃσι, ἓξ μὲν πρὸς βο-
ρέω ἓξ δὲ πρὸς νότον τετραμμέναι, συνεχέες· τοῖχος δὲ ἔξωθεν
ὁ αὐτός σφεας περιέργει. οἰκήματα δ᾽ ἔνεστι διπλᾶ, τὰ μὲν ὑπό-
γαια τὰ δὲ μετέωρα ἐπ᾽ ἐκείνοισι, τρισχίλια ἀριθμόν, πεντακο-
σίων καὶ χιλίων ἑκάτερα. 5 τὰ μέν νυν μετέωρα τῶν οἰκημάτων
αὐτοί τε ὡρῶμεν διεξιόντες καὶ αὐτοὶ θεησάμενοι λέγομεν, τὰ
δὲ αὐτῶν ὑπόγαια λόγοισι ἐπυνθανόμεθα· οἱ γὰρ ἐπεστεῶτες
τῶν Αἰγυπτίων δεικνύναι αὐτὰ οὐδαμῶς ἤθελον, φάμενοι θήκας
αὐτόθι εἶναι τῶν τε ἀρχὴν τὸν λαβύρινθον τοῦτον οἰκοδομησα-
μένων βασιλέων καὶ τῶν ἱρῶν κροκοδείλων. 6 οὕτω τῶν μὲν
κάτω πέρι οἰκημάτων ἀκοῇ παραλαβόντες λέγομεν, τὰ δὲ ἄνω
μέζονα ἀνθρωπηίων ἔργων αὐτοὶ ὡρῶμεν· αἵ τε γὰρ διέξοδοι
διὰ τῶν στεγέων καὶ οἱ ἑλιγμοὶ διὰ τῶν αὐλέων ἐόντες ποικι-
λώτατοι θῶμα μυρίον παρείχοντο ἐξ αὐλῆς τε ἐς τὰ οἰκήματα
διεξιοῦσι καὶ ἐκ τῶν οἰκημάτων ἐς παστάδας, ἐς στέγας τε ἄλ-
λας ἐκ τῶν παστάδων καὶ ἐς αὐλὰς ἄλλας ἐκ τῶν οἰκημάτων.
7 ὀροφὴ δὲ πάντων τούτων λιθίνη κατά περ οἱ τοῖχοι, οἱ δὲ τοῖ-
χοι τύπων ἐγγεγλυμμένων πλέοι, αὐλὴ δὲ ἑκάστη περίστυλος
λίθου λευκοῦ ἁρμοσμένου τὰ μάλιστα...
.
...κατασκευασαν για τη δοξα τους λαβυρινθο,λιγο παρα-
πανω απ'τη λιμνη Μοιριο,εκει που ειναι η πολη με τ'ο-
νομα Κροκοδειλουπολις,τον οποιον εγω το ειδα κι ειναι
πιο μεγαλος απο καθε περιγραφη.Αν καποιος τα τειχη
και τα εργα των Ελληνων αθροιζε για να το αποδειξει,
θα του φαινονταν πως αυτα εγιναν με λιγοτερο μοχθο
και δαπανη απ'αυτον τον λαβυρινθο.
Αν και αξιολογος ειναι ο ναος στην Εφεσο και ο ναος
στη Σαμο ,και οι πυραμιδες ηταν,ακομα και τωρα,ανω-
τερες απο καθε περιγραφη,και καθε μια ειναι ανταξια
πολλων απ'αυτα τα μεγαλα Ελληνικα εργα,ομως αυτος
ο λαβυρινθος κι απ'τις πυραμιδες υπερεχει
Εχει δωδεκα αυλες ολοσκεπαστες,με πυλες τη μια απε-
ναντι στην αλλη,εξι προς το βορα κι εξι προς το νοτο
στραμενες,συνεχομενες,κι απεξω ο ιδιος τοιχος τις περι-
βαλλει.
Τα οικηματα ειναι διπλα,τα υπογεια και τα υπερυψωμενα
πανω σ'εκεινα,τρεις χιλιαδες τον αριθμο,χιλιαπεντακοσια
στο καθενα απο τα δυο.
Τα υπερυψωμενα οικηματα τα ειδαμε οι ιδιοι αφου περ-
πατησαμε διαμεσου αυτων,τα παρατηρησαμε και τα πε-
ριγραφουμε,τα υπογεια τους τα μαθαμε απο διηγησεις.
Οι επιστατες των Αιγυπτιων δεν ηθελαν με κανενα τροπο
να τα δειξουν,λεγοντας πως εκει μεσα ειναι οι ταφοι των
βασιλεων που πρωτοι οικοδομησαν τον λαβυρινθο αυτο
και των ιερων κροκοδειλων.
Ετσι για τα κατω οικηματα λεμε οσα ακουσαμε,ενω τα
πανω ανωτερα απ'τ'ανθρωπινα εργα οι ιδιοι τα βλεπου-
με
Τα περασματα απο τις στεγες και τα γυρισματα απο τις αυλες
ηταν με παρα πολλες παραλλαγες κι απεραντο θαυμασμο μας
προκαλουσαν καθως διερχομασταν απο την αυλη στα οικημα-
τα κι απ'τα οικηματα στις στοες ,σ'αλλες στεγες απ'τις στοες
και σ'αλλες αυλες απ'τα οικηματα.
Η οροφη ολων αυτων ηταν λιθινη οπως κι οι γυρω τοιχοι,οι
τοιχοι ηταν γεματοι με αναγλυφες παραστασεις,κι η καθε
αυλη ηταν περιστυλος απο λευκη πετρα πολυ καλα αρμο-
σμενη...
.
.
ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΓΕΩΡΓΙΚΑ
.
στο σπιτι μου στη παλια αχυριωνα,η μαικινα για τα δεματα
του καπνου,η αλαιμαργια στα αλογα να κανουν χωραφι,ο
ιδρωτας του πατερα μου,εκει στην αχυριωνα τον Ιουλιο,που
αλωνιζαμε τα γενηματα, ριχναμε με τα βρυζονια το αχυρο,
τροφη για τα ζωα μας,το γαιδουρι,τα αλογα,τον Καρα και
τον Ντορη,εμεις τα παιδια πηδουσαμε πανω στο σωρο το
αχυρο να το στοιβαξουμε να παρει περισσοτερο μεσα στην
αχυριωνα,πολυ το χαιρομασταν αυτο,οπως βυθιζομασταν
στο μαλακο αχυρο,που μας επερνε μεσα ολοκληρους μεχρι
το κεφαλι,ητανε σαν να κολυμπουσαμε στη θαλασσα,σαν
να'μασταν στον αερα και πετουσαμε,
τωρα εμειναν οι ισκιοι αυτων των γεγονοτων ,αυτων των
εργασιων,απο εκεινη την παλια επικη εποχη της γεωργιας
.
.
απο συναξαρι
.
βαδισε αναμεσα στους ανθρωπους,ελαχιστος ο τοπος που
επιανε,ισα-ισα ν'απλωσει τα ποδια του και να σταυρωσει τα χερια
του,λιγοι τον ειδανε και λιγοτεροι τον γνωρισανε,πως ο ανθρωπος
αυτος δεν ηταν μητε αλλαζων,μητε ματαιοδοξος,μητε εγωιστης,
τι καλο επραξε κανενας δεν εμαθε,οπως το ταπεινο στρουθιο
εζησε,πεταξε απο κλαδι σε κλαδι,απο δεντρο σε δεντρο,λαλησε
στον αερα ,κατεβηκε στη γη,εψαξε στα χωματα να βρει σπορους
να τραφει,περασε ο καιρος του και χαθηκε .
.
.
2 Μυθοι του Αισωπου,τα Στοιχεια του Ευκλειδη κι ενα Παραμυθι
για ενα παιδι-μεταφραση χ.ν.κουβελης
.
.
ΑΙΣΩΠΟΣ
.
Ἀετὸς τὰ πτερὰ τιλθείς καὶ ἀλώπηξ
.
Ποτὲ ἀετὸς ἑάλω ὑπ' ἀνθρώπου. Τούτου δὲ τὰ πτερὰ ὁ
ἄνθρωπος κόψας ἀφῆκε μετὰ τῶν ὀρνίθων ἐν οἴκῳ εἶναι.
Ὀ δὲ ἦν κατηφὴς καὶ οὐδεν ἤσθιεν ἐκ τῆς λύπης. ὅμοιος
δὲ ἦν βασιλεῖ δεσμώτῃ. Ἕτερος δὲ τις τοῦτον ὠνησάμε-
νος καὶ τὰ πτερὰ ἀνασπάσας καὶ μύρῳ χρίσας ἐποίησε
πτερῶσαι. Ὁ δὲ πετασθεὶς καὶ τοῖς ὄνυξι λαγωὸν ἁρπά-
σας ἤνεγκεν αὐτῷ δῶρον. Ἀλώπηξ δὲ ἰδοῦσα εἶπεν "Μὴ
τούτῳ δίδου, ἀλλὰ τῷ πρώτῳ, ὅτι ὁ μὲν φύσει ἀγαθός
ἐστιν. Ἐκεῖνον δὲ μᾶλλον ἐξευμενίζου, μή πως πάλιν
λαβών σε τῶν πτερῶν ἐρημώσῃ. Ὅτι δεῖ χρηστὰς ἀμοιβὰς
τοῖς εὐεργέταις παρέχειν, τοὺς πονηροὺς δὲ φρονίμως
τροποὺσθαι.
.
.
Αετος,που του εκοψαν τα φτερα και Αλεπου
.
Καποτε αετος πιαστηκε απο ανθρωπο.Ο ανθρωπος του'κοψε
τα φτερα και τον εκλεισε στο σπιτι με τις κοτες.Ηταν πολυ
στεναχωρημενος και τιποτα δεν ετρωγε,εμοιαζε με αιχμα-
λωτισμενο βασιλια.Καποιος αλλος ανθρωπος τον εξαγορασε
κι αφου τα φτερα του τα σηκωσε προς τα πανω και τα
μυρωσε τον εφτερωσε.Εκεινος πεταξε κι αρπαζοντας στα
νυχια του ενα λαγο του τον εφερνε για δωρο.
Μια αλεπου τον ειδε και του ειπε:''Μην τον δινεις σ'αυτον,
αλλο να τον δωσεις στον πρωτον ,γιατι αυτος ειναι απο
τη φυση του καλος.Εκεινον να καλοπιασεις,μηπως και
παλι σε πιασει και απ'τα φτερα σου σε γδυσει.
Πρεπει ωφελιμες ανταμοιβες να δινεις στους ευεργετες,
τους κακους να μεταστρεφεις σε καλους
.
.
Ὄνος ἄγριος καὶ ὄνος ἥμερος
.
Ὄνος ἄγριος ὄνον ἥμερον θεασάμενος ἔν τινι εὐηλίῳ τόπῳ
προσελθὼν ἐμακάριζεν αὐτὸν ἐπὶ τῇ εὐεξίᾳ τοῦ σώματος καὶ
τῇ τῆς τροφῆς ἀπολαύσει. Ὕστερον δὲ ἰδὼν αὐτὸν ἀχθοφο-
ροῦντα καὶ τὸν ὀνηλάτην ὀπίσω ἑπόμενον καὶ ῥοπάλῳ παίοντα
εἶπεν· Ἀλλ᾿ ἔγωγε οὐκέτι σε εὐδαιμονίζω· ὁρῶ γὰρ ὅτι οὐκ
ἄνευ κακῶν μεγάλων τὴν ἀφθονίαν ἔχεις. Οὕτως οὐκ ἔστι
ζηλωτὰ τὰ μετὰ κινδύνων καὶ ταλαιπωριῶν περιγινόμενα
κέρδη
.
.
Αγριος γαιδαρος και ημερος γαιδαρος
.
Ενας αγριος γαιδαρος οταν ειδε εναν ημερο γαιδαρο σ'ενα
ηλιολουστο λιβαδι πλησιασε και τον καλοτυχιζε για την
υγεια του σωματος και για την τροφη που απολαμβανει.
Αργοτερα οταν τον ειδε βαρυφορτωμενο και το αφεντικο
του απο πισω να τον χτυπαει με το ροπαλο του ειπε:
Αλλα εγω τωρα καθολου πια δεν σε καλοτυχιζω,γιατι βλε-
πω πως την αφθονια δεν την εχεις χωρις μεγαλα κακα.
Ετσι δεν πρεπει να ζηλευεις τα παραπανισια κερδη που
δινονται με κινδυνους και ταλαιπωριες
.
.
ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
ητανε τα πολυ παλια χρονια,που οι ανθρωποι ηταν απλοι
κι αθωοι και πιστευαν στα θαυμαστα,και τα πουλια μιλου-
σαν κι ελεγαν ,και τα ζωα μιλουσαν μ'ανθρωπινη φωνη
και τα δεντρα αισθανονταν κι ολα ειχαν φωνη και γνωμη,
τοτε ητανε εκεινος ο ανθρωπος απο φτωχους γονεις και
σαν μεγαλωσε κι εφτασε στα εισοσι χρονια του τους ειπε
πως θελει να φυγει να γυρισει τον κοσμο κι αν με το καλο
κανει στα ξενα περιουσια να γυρισει να τους κοιταξει στα
γεραματα τους,
ετσι εγινε,με την ευχη τους εφυγε στα ξενα τ'αποξενα και
μακρυνα,κι εκει γνωρισε πολλους ανθρωπους,πλουσιους
και φτωχους,κι εναν ανθρωπο πολυ σοφο κι εκεινος τον
συμπαθησε και τον επαιρνε μαζυ του στις περιοδειες του,
γνωριζε καθε πραγμα στη γη και καθε πραγμα στον ουρανο,
κι ολα τα εξηγουσε στους ανθρωπους να ωφελεσουν,
και καποτε βρεθηκαν σε τοπο ,που τον κυβερνουσαν ανθρω-
ποι κακοι,και δυναστευαν τον κοσμο,κι αυτος ο σοφος τους
καταγγειλε,δεν τους φοβηθηκε,βγηκε μπροστα τους και τους
κατηγορισε:ειστε κλεφτες,ειστε εγωιστες,ειστε απληστοι,ειστε
αγριωτεροι κι απ'τα πιο αγρια ζωα,ειστε αχορταγοι και θα
τιμωρηθειτε,κι εκεινοι εξαγριωθηκαν ,εκαναν συμβουλιο
και κρυφα συμφωνησαν να τον διαβαλουν στο λαο,ειπαν
πως εκλεψε το χρυσο ποτηρι απο το ναο,εψαξαν και το
βρηκαν μεσα στα πραγματα του,που το'χαν κρυψει εκεινοι,
και τον δικασαν τον αθωο σε θανατο,τον εσυραν στην πιο
ψηλη κορφη του πιο ψηλου βουνου κι απο εκει ψηλα τον
πεταξαν στο γκρεμο κατω πανω στα βραχια,και τσακιστηκε
το κορμι του,εσπασαν τα κοκκαλα,κι ετσι τελειωσε τις μερες
του εκεινος ο αγιος ανθρωπος,
λυπηθηκε πολυ τον χαμο του και ζητησε την δικαια τιμω-
ρια τους
γρηγορα επεσε στους αδικους ανθρωπους το κακο,λιμος
και διψα,κι ενας-ενας χανονταν κι ερημωνε ο τοπος,
τοτε εφυγε απο εκεινον τον καταραμενο τοπο,βαδισε μερες
και νυχτες κι εφτασε σε ηρεμο τοπο,ειχε ελιες και περιβολια,
ειχε πουλια κι αηδονια που κελαηδουσαν,ητανε και κοντα
στη θαλασσα,
εργατικος και τιμιος οπως ηταν επιασε δουλεια στα χωραφια
ενος νοικοκυρη,δουλεψε τρεις χρονους,κι εκεινος ο αφεντης
τοσο πολυ τον συμπαθησε,που τον προξενεψε με τη θυγατερα
του,που'τανε ασπρη σαν το γαλα και χρυση σαν τον ηλιο,αλλη
απ'αυτη δεν ειχε,και τον εμπασε σπιτι του,για γαμπρο και για
παιδι του,
κι ηρθανε στον κοσμο απ 'το ζευγαρι τρια παιδια,δυο αρσενικα
και στην ακρη κορη,σαν αστρα σαν λουλουδια,
και τοτε θυμηθηκε τους γερους του,κι ειπε να παει να τους
δει και να τους φερει,
κι ετσι εγινε,με δωρα τον στειλανε,και τους βρηκε να στεκουν
μεσα στον κηπο κοντα στο πηγαδι,η μανα κι ο πατερας,
κι εκεινοι τον γνωρισαν,τον σφιχταγκαλιασαν,τους σφιχταγκα-
λιασε κι εκλαψαν απ¨τη χαρα τους,κι αφου ησυχασαν τους ειπε
που πηγε και τι εκανε και που βρεθηκε,
και την αλλη μερα με το γλυκοξημερωμα κινησαν οι τεσσερις τους
για τα μερη της νυφης,
κι εκει τους καλοδεχτηκαν ,κι εζησαν αυτοι καλα κι εμεις καλυτερα.
.
.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ -ΚΑΙ ΤΑ ΑΜΥΓΔΑΛΑ-
ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΚΙ ΕΝΑΣ ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ-χ.ν.κουβελης
.
αμυγδαλια-μυγδαλια-αμυγδαλο-μυγδαλο-
αμυγδαλοστασι-μυγδαλοστασι-αμυγδαλατο-
μυγδαλατο-αμυγδαλωτα ματια-στης Κυρας τις
αμυγδαλιες-εδωσε η πεθερα στη νυφη πανερι
και πεταξε ζαχαρομυγδαλα και καρυδια-ετινα-
ξε την ανθισμενη αμυγδαλια με τα χερακια της
κ'εγεμισ' απο ανθη η πλατη η αγκαλια και τα
μαλλακια της--η μυγδαλια μου η τσιγδαλια μου
η μυγδοτσιγδοκοκκαλια μου κανει μυγδαλιδια
τσιγδαλιδια μυγδοτσιγδοκοκκαλιδια-κουραμπιε-
δες με αμυγδαλα-κουφετο,αμυγδαλο με επιστρωση
ζαχαρης λειο με ασπρο χρωμα η ' απαλο ροζ για τους
γαμους και τα βαφτισια-μανα στο περιβολι μας και
στις αμυγδαλιες μας πηγα να μασω μυγδαλα πηγα
να μασω τ'ανθη,κι εκει καθονταν τρεις αητοι
και τρεις καλοι λεβεντες,ενας με μηλο με βαρει
κι αλλος με δαχτυλιδι κι ο τριτος ο καλυτερος
μ'ενα χρυσο γαιτανι,μανα,το μηλο το'φαγα,το
δαχτυλιδι το'χω και'κειο το χρυσογαιτανο τρεις
γυρους στα μαλλια μου-κανε παστελι απο αμυγδα-
λα:διαλυσε ζαχαρι σε χυμο απο λεμονι ανακατεψε
σε σιγανη φωτια,ριξε μεσα ψημενα αμυγδαλα και
παλε ανακατεψε κι υστερα στρωσε το μειγμα ενα
δαχτυλο παχυ και πριν κρυωσει κοψτο σε κομματια-
η Μυγδαλινη-σπαζω μυγδαλα-το τσοφλι του αμυγδα-
λου-η ψιχα του αμυγδαλου-εφαγε τσιγαλα,τσιγαλα λενε
τα πρασινα αμυγδαλα οταν πρωτοβγαινουν που'ναι μα-
λακα ,ξυνιζουν λιγο,εχουν και χνουδι,αν φας βγαζεις λει-
χηνες στα χειλη και στα μαγουλα,εκζεματα-στο κορμο της μυγδαλιας
ητανε κολλημενη η κολλα,τη ξεκολαγαμε,οταν ηταν ξερη τη μασου-
σαμε σαν να ητανε τσιχλα,ειχε γλυκια γευση-η πικραμυγδαλια-
τα πικραμυγδαλα- ανεβαινε ο τιναχτης στη μυγδαλια και μ'ενα
μακρυ ξυλινο λουρο την τιναζε,χτυπουσε τα κλαδια της να σει-
σθουν να πεσουν τα μυγδαλα,κατω ητανε απλωμενο το πανι κι
επεφταν πανω τ'αμυγδαλα,τα μαζευαμε,οσα ειχαν τη φλουδα
τα ξεφλουδιζαμε,επειτα τα λιαζαμε στον ηλιο να ξεραθουν καλα,
μετα τα βαζαμε σε σακια,απο καθε αμυγδαλια τα αμυγδαλα της,
και τ'αποθηκευαμε στο σπιτι μαζι με τα καρυδια και τα αποξηρα-
μενα συκα-ανθιζει ασπρη ασπρη σαν νυφουλα το γεναρη-ανθι-
ζει η τρελλη δεν σκεφτεται χειμωνα και βροχη-ανθισε και παλι
η αμυγδαλια εκει που μου'χες δωσει ορκους και φιλια-κι οι μελισ-
σες τριγυριζαν στην ανθισμενη αμυγδαλια στα λουλουδια της ολη
μερα βουιζαν,ξεχασθηκαν στην τοση ωραιοτητα-οταν προσκα-
λουσαν τη νυφη για επισκεψη της εστελναν μ'ενα μικρο κοριτσι
το πεσκεσι ,ενα πιατο με μυγδαλα και καρυδια-
[ενας μυθος του Αισωπου]
οδοιπορος πολλην οδον ανυων ηυξατο.ων αν ευρη το ημισυ
τω Ερμη αναθησειν.περιτυχων δε πηρα εν η αμυγδαλα τε ην
και φοινικες ταυτην ανειλατο οιομενος αργυριον ειναι.εκτινα-
ξας δε ως ευρετα ενιοντα.ταυτα καταφαγων και λαβων των
τε αμυγδαλων τα κελυφη και των φοινικων τα οστα ταυτα
επι τινος βωμου εθηκεν ειπων.''απεχεις,ω Ερμη,την ευχην.
και γαρ τα εντος,ων ευρον,και τα εκτος προς σε διανεμημαι''
προς ανδρα φιλαργυρον δια πλεονεξιαν και θεους κατασο-
φιζομενον ο λογος ευκαιρος.
.
[μεταφραση -χ.ν.κουβελης]
ενας πεζοπορος βαδιζε σε μακρυ δρομο κι ευχηθηκε,απ'αυτα
που θα βρει τα μισα θα τα καταθεσει στον Ερμη,κι ετυχε να
βρει σακκο που μεσα ειχε αμυγδαλα και χουρμαδες,τον σηκωσε
νομιζοντας πως ειχε λεφτα,τον αδειασε,μολις την βρηκε,απ'αυ-
τα που ειχε μεσα,αφου τα εφαγε ολα πηρε τα τσοφλια απο τα
αμυγδαλα και τα κουκουτσια απο τους χουρμαδες και αυτα πα-
νω σ'ενα βωμο τα'βαλε κι ειπε:¨''την εχεις πληρωμενη,Ερμη,την
ευχη,και τα μεσα και τα εξω απ'αυτα που βρηκα με σενα τα'χω
μοιρασμενα ''
ο λογος ταιριαζει για φιλαργυρο ανθρωπο που για τη
πλεονεξια του σοφιζεται να ξεγελασει και τους θεους
.
[ενας μυθος]
τα παλια χρονια,που ηταν οι αρχαιοι οι Ελληνες,στη Θρακη
ηταν ενας βασιλιας κι ειχε μια κορη πολυ ομορφη,που την
ελεγαν Φυλλις,τοτε στη πρωτευουσα αραξε στο λιμανι το κα-
ραβι του Δημοφωντα,απο την Αθηνα,γιος του Θησεα,μαζι
με τους συντροφους του γυριζε απο την Τροια,οταν επεσε
και καηκε η πολη,τους πηρε στο παλατι του ο βασιλιας να
τους φιλοξενησει,οπως ηταν συνηθεια τους ξενους να παιρ-
νουν,κι εκει ,η Φυλλις κι ο Δημοφωντας ,ειδαν ο ενας τον αλ-
λον κι αγαπηθηκαν βαθεια,κι ηταν γρηγορα να γινουν οι γαμοι
κι οι χαρες του ζευγαριου,και τοτε ο Δημοφωντας θυμηθηκε τη
πατριδα και τους δικους του,κι ειπε πρωτα γοργα να παει να
τους δει κι επειτα γοργα να γυρισει και να γινουν οι γαμοι,ετσι
αποφασιστηκε,εφυγε ο Δημοφωντας κι εμεινε η Φυλλις να τον
περιμενει,και περνουν οι μερες κι οι βδομαδες και οι μηνοι απα-
νωτοι κι ο Δημοφωντας δεν γυριζε πισω,αποξεχασθηκε στη πα-
τριδα και τους δικους του και λησμονησε,κι απομεινε η Φυλλις
μοναχη,και τοσο πολυ πονεσε η απαρνημενη που ζητησε να πε-
θανει,και οι θεοι,π'ολα τα βλεπουν και τ'ακουν,την λυπηθηκαν
και την εκαναν δεντρο ,ξερο κι αφυλλο να στεκει στον ερημο
καμπο,
ηρθε ο καιρος και γυρισε ο Δημοφωντας και δεν τη βρηκε
τη Φυλλις κι ενιωσε πονο βαρυ κι απελπισια μεγαλη και σαν
ειδε το ξερο δεντρο το σιμωσε ,τ'αγκαλιασε το κορμο κι εκλαι-
γε με μαυρο δακρυ για το χαμο της αγαπημενης,μετανοιωμε-
νος,και τοτε εκεινο το ξερο δεντρο ανθισε κι επεσαν πανω του
τ'ανθη να τον σκεπασουν ,πως η αγαπη ποτε δεν καταλυεται,
λενε πως το δεντρο εκεινο που πρωτα ανθισε πριν βγαλει φυλ-
λα ειναι η αμυγδαλια.
.
.
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΜΑΣ,ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΤΩΝ ΒΟΣΚΩΝ
.
ο αγιος Μαμας φανερωθηκε στον υπνο ενος ποιμενα στο
ονειρο του κι οταν ξυπνησε ο αγαθος τσοπανος το ειπε στους
σλλους,
πως γεννηθηκε μεσα στη φυλακη μακρια στη Παφλαγονια
της Μικρας Ασιας,η μανα κι ο πατερας του ηταν στο δεσμω-
τηριο κι απο τις μεγαλες κακουχιες και τα πολλα βασανιστηρια
δεν κρατησαν πεθαναν και μια καλη γυναικα τον πηρε σπιτι
της τον αναθρεψε καλα και τον μεγαλωσε,την φωναζε μαμα,
κι απο κει πηρε αυτο το ονομα,Μαμας,ηταν δικαιος ανθρωπος
και παλευε για το καλο,τοτε οι ισχυροι δυσαρεστηθηκαν και τον
συνελαβαν,του κρεμασαν ενα βαρυ σιδερενιο ραβδι στο λαιμο και
τον πεταξαν στα νερα του ποντου να πνιγει,και δεν πνιγηκε,τοτε τον
πεταξαν μεσα σ'αναμενο καμινι στη φωτια να καει,και δεν καηκε,
και τοτε,τριτη φορα,τον πεταξαν μεσ'την αγρια ερημια στ'αγρια θηρια
να τον φανε,και δεν τον εφαγαν,κι ενα λιονταρι καθισε ηρεμο κι ανε-
βηκε στη ραχη πανω του και διεφυγε,στο τελος οι διωκτες του τρυ-
πησαν περα για περα το κορμι με αιχμηρη τριαινα και τον θανατω-
σαν,
ετσι ειπε και συμφωνησαν καθε χρονο αυτη τη μερα να σφαζουν
στη μνημη του σφαγια
[-τον αγιο Μαμα τον τιμουν στην Ελλαδα και στη Κυπρο,κι αλλου,στον
Λιβανο,στην Ιταλια,στην Ισπανια.Και μαλιστα στην Ισπανια το γηπεδο
της ποδοσφαιρικης ομαδας Ατλετικο Μπιλμπαο ονομαζεται San Mames
και βρισκεται κοντα στην εκκλησια του.Τους παιχτες της ομαδας τους
φωναζουν τα λιονταρια,les leones, στη μνημη του.
-τα απελατικια,οι ραβδοι που κρατουσαν οι απελατες, οι πολεμιστες
φρουροι του Βυζαντιου ειχαν πανω τους την εικονα του ]
.
.
ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ-Ο ΑΦΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΕΥΡΕΣΙΣ ΤΟΥ ΑΔΩΝΙ-
ΑΔΩΝΙΣ ΚΑΙ ΑΦΡΟΔΙΤΗ-ΤΑ ΑΔΩΝΙΑ-Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ-χ.ν.κουβελης
.
.
ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
Επιλογη-χ.ν.κουβελης
.
τρια πουλακια κελαηδουν
πανω στα δωματα μας
και λενε καλοριζικα
στα στεφανωματα μας
.
νυφη μου κει που καθεσε
εχει κι αλλες κοντα σου
εσυ'σαι η μοσκοκαρφια
κι οι αλλες τα κλωνια σου
.
η ταμπακερα του πασα
ηταν αυτη η κορη
ουτ'ανεμος τη φυσηξε
ουτ'ηλιος την εθωρει
.
-σφηνω γεια μανουλα μου
-ωρα καλη σου ματια μου
-αφηνω γεια πατερα μου
-ωρα καλη σου ματια μου
-αφηνω γεια γειτονισσες
-για δεστηνε πως περπατει
σαν αγγελος με το χρυσο σπαθι
.
ελα η ωρα η καλη
μπροστα στης νυφης την αυλη
να τους παραξυπνησουμε
μπας και βαροκοιμηθησαν
ξυπνα νιε και νιογαμπρε
ξυπνα και ξημερωσε
ξυπνα και τη περδικα σου
που'χεις μεσ'την αγκαλια σου
τα πουλακια καλαηδουνε
και τους νιογαμπρους ξυπνουνε
.
ν'ανεβω θελω σε βουνο
να κατεβασω το νερο
να πινει η νυφη κι ο γαμπρος
κι η πεθερα κι ο πεθερος
.
μερα μερωσε τωρα η αυγη χαραζει
τωρα τα πουλια τωρα τα χελιδονια
τωρα οι περδικες τωρα οι περδικοπουλες
τωρα κελαηδουν
.
.
Ο ΑΦΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΕΥΡΕΣΙΣ ΤΟΥ ΑΔΩΝΙ-χ.ν.κουβελης
.
κατθνα<ί>σκει, Κυθέρη', ἄβρος Ἄδωνις· τί κε θεῖμεν;
καττύπτεσθε, κόραι, καὶ κατερείκεσθε κίθωνας
[πεθαινει,Κυθερεια,ο ευγενικος Αδωνις,και τι θα κανουμε;
χτυπηστε τα στηθια σας,κοριτσια,και καταξεσχιστε τα ρουχα σας]
Σαπφω
.
σε δυνατο πελωριο κορμι βουητο ζωης
μπηχτηκαν και το τρυπησαν βαθια
τα δοντια του καπρου
κι αναπηδησε ζεστο το αιμα κοκκινο
κι επηξε ακινητο σκοτεινο
και το ουρλιαχτο της φωνης
τρανταξε συνθεμελα τα βουνα
με τα φωνηεντα του
κι επεσαν τα φυλλα απ'τα κλαρια
βουβαθηκαν τα πουλια
κι επεσαν βαρια θεωρατα τα βραχια
της σιωπης
''Πεθανε ο Αδωνις''
κι οσα φωναζουν στη μερα δεν ακουγονται
κι οσα υπαρχουν στη γη μαραζωνουν
''Αναστηθηκε ο Αδωνις''
κι οσα βλασταινουν ξαναβλαστησαν
κι οσα πουλια τραγουδουν ξανατραγουδησαν
.
.
ΑΔΩΝΙΣ ΚΑΙ ΑΦΡΟΔΙΤΗ-ΤΑ ΑΔΩΝΙΑ-Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ-χ.ν.κουβελης
.
τα παλαιοτατα χρονια τα αρχαια εις την γλυκειαν κι ακριβην
πατριδα Κυπρον ρε και ρηγας ηταν ο λεγομενος Κινυρας τι-
μιωτατος κι αξιωτατος αρχοντας,φιλτατος του λαου,κι ειχεν
μια θυγατερα την λεγομενην Σμυρνα ,Μυρρα,πολλα ομορφη
πολλα ασπρη πολλα χαριτωμενη,μηδ'ο αερας τη φυσηξε,μηδ'
ο ηλιος τη μαυρισε κι εκεινη η κορη η πριντσιπα εκαυχηθη την
πολλην ομορφια της,πως ηταν πλεον ομορφοτερη της ντιας
Αφροδιτης,πλεον σουπερτια σε χαρη,κι οντας τ'ακουσε η ντια
πολυ της κακοφανει,εθυμωσε κι εχολωθει και με βαρυ λογο
την καταραστηκε,και της πριντσιπας της Σμυρνας ευθυς εψη-
λωσεν ο νους κι αμοραθει σφοδρα τον κυρης της τον ρε Κινυρα
τον αποπλανεσεν και τον εκλεισεν στην καμαρα της,τρεις μερες
και τρεις νυχτες τον εμεθυεν κι εσμιγε μαζι του ερωτικα,και τελει-
ωντας η τριτη νυχτα ο Κινυρας ηρθε στον νου του,ντραπηκε πολυ
για τ'απρεπα και τ'ανομα που πραχτηκαν με τη θυγατερα του
την πριντσιπα,εθυμωσεν πολυ και κινησε να τη σκοτωσει κι εκεινη
φοβισμενη ξεφυγε και την κυνηγησε στα ορη στα βουνα,και
θα την σκοτωνε εκει στην ερημια που την εφτασε αγριεμενος
ο κυρης της,,αν δεν την λυπονταν οι ντιοι,που τα παντα βλεπουν,
και δεν την εκαμναν Σμυρνα το φυτο,Μυρτια,και τα δακρυα της
μυρουδια αρωμα της μυρτιας,και μεσ' απ'τα κλαδια της μυρτιας
ξεπεταχτηκε ο ανομος καρπος της κοιλιας της,ενα ομορφο μωρο,
ο Αδωνις,τοτε πηρε το παιδι η ντια Αφροδιτη,το 'βαλε μεσα σε
λαρνακα,απο εκεινη βγηκε το ονομα της πολεως Λαρνακα,και το'
δωκε να φυλαγει και να το αναστησει η ντια Περσεφωνη,κι ως
μεγαλωνε το παιδι μεγαλωνε κι η ομορφια κι η χαρι του κι η ντια
Περσεφωνη ηταν σφοδρα αμουρε με τον ομορφο Αδωνι,και
πισω δεν τον εδωνε στη ντια Αφροδιτη,οπως ειχαν συμφωνη-
μενα,και σφοδρα μαχονταν οι δυο ντιες κι ειχαν πολλην εχθροτητα
η μια την αλλην για το πια να'χει τον Αδωνι ολοδικο της,και τοτες
οι ντιοι συναχτηκαν και δικασαν το καζο κι εκριναν,το ενα τριτο του
χρονου ο Αδωνις να το περναει με τη ντια Περσεφωνη,το αλλο τριτο
με τη ντια Αφροδιτη και το λοιπον τριτο του χρονου να'ναι ελευθερος
να το περναει οπου αυτος θελησει,και θελησε να το περναει με τη
ντια Αφροδιτη,τεσσερους μηνους με τη ντια Περσεφωνη κι οχτω μη-
νους με τη ντια Αφροδιτη,κι εδιαβαινεν ο καιρος με το μελι με το γαλα,
με τα γλεντια με τα τραγουδια,με χαρες,και πολυ εζηλεψε το αμουρε
ζευγαρι ο σκληρος Αρης,που'ταν πριν αμουρε της ντιας Αφροδιτης
και τωρα εκεινη τον απαρνηθηκε γι' αλλον αντρα,να παρει εκδι-
κηση και να καταστρεψει την ευτυχια του ζευγαριου θελησε,τοτε
πηρε τη μορφη καπρου αγριοχοιρου θεριου πολυ αγριου και σε
μια βαθια ρεματια ,γυρω -γυρω βραχια και δεντρα, εκλεισε τον
Αδωνι,που'χε σε κυνηγι βγει,χυμηξε πανω του μ'ορμη και με το
πολυ πεζος του κορμιου του τον γκρεμισε και με τα δυνατα του
δοντια τον καταξεσκισε,κι ετσι κοματια τις σαρκες του τον εσυρε
με τα δοντια του πανω σε πρασινο λιβαδι κι εκει τον παρατησε
ετοιμοθανατο και σαν τ'ακουσε το φοβερο μαντατο η ντια Αφρο-
διτη ετρεξε κοντα του ξεμαλλιασμενη κι επεσε με δακρυα κι ουρλια-
χτα πανω στον πεσμενο Αδωνι και του σηκωσε το ματωμενο κορμι
στην αγκαλια,το κρατησε σφιχτα ,τον κοιταξε στα ματια,και τα ματια
του εσβησαν και ξεψυχησε,και τοτε η ντια Αφροδιτη εβγαλε φωνη
μεγαλη κι ουρλιαχτο που τρυπουσε τον αερα και τα ψηλα βουνα
ξεθεμελιωνε και τη θαλασσα σκοτεινιαζε:''Πεθανε ο Αδωνις''και
τραβουσε τα ομορφα μαλλια της να τα μαδησει,κι εγδερνε με τα
νυχια τα μαγουλα της και χτυπουσε το στηθος της με τις γροθιες
της να το σπασει να πεταχτει η καρδια της που πονουσε και τα
ρουχα της ξεσκιζε ,τοσο μεγαλος ηταν ο πονος της,κι απ'το κοκκι-
νο αιμα του Αδωνι που χυθηκε στο χωμα φυτρωσαν κοκκινα ρο-
δα τριανταφυλλα,πρωτη φορα στον κοσμο,κι απ'τα δακρυα της
ντιας Αφροδιτης ,που κυλησαν κι επεσαν στο χωμα φυτρωσαν οι
ανεμωνες,κι εμεινε ο Αδωνις στον κατω κοσμο μεσα στα παλατια
της ντιας Περσεφωνης και στον απανω κοσμο εμεινε λυπημενη
κι απαρηγορητη η ντια Αφροδιτη και τοτε οι ντιος,που ολα τα βλε-
πουν κι ολα τα κανονιζουν,συναχτηκαν και κανονισαν τους εξι
μηνους να'ναι ο Αδωνις αφανισμενος μεσα στη γη χωμενος στα
σκοταδια,στη ντια Περσεφωνη και τους αλλους εξι μηνους του
χρονου να'ναι πανω στη γη,στο φως να βρισκεται,στη ντια Αφρο-
διτη κι ετσι εγινε ισορροπια και κανονιστηκε ο κοσμος,ν'αναπαυ-
εται και ν'ανασταινεται,κυκλος παναρχαιος αιωνιος,
κι απο τοτε ο κοσμος οι ανθρωποι για να τα θυμουνται ολ'αυτα
και να τους ωφελουν κανουν γιορτες στις αρχες της Ανοιξης,τα
Αδωνια,κοπελες περιφερουν ομοιωματα ειδωλια κερινα και πη-
λινα του Αδωνι,και πανω σε δυο ξυλοκρεβατα εχουν ξαπλωμενα
τα ομοιωματα του Αδωνι και της Αφροδιτης,και γυρω-γυρω οι
κοπελες κλαινε θρηνουν κι οδυρονται ,τραβουν τα μαλλια γδερ-
νουν τα μαγουλα ,χτυπουν το στηθος ξεσκιζουν τα ρουχα τους ,
για τρεις μερες γινονται αυτα, κι εχουν καλαθια με χωμα και με-
σα σπαρμενα φυτα φακη βρωμη κριθαρι μαραθο,αυτα που βλα-
σταινουν γρηγορα,τα καλαθια αυτα ειναι οι κηποι του Αδωνι,και
μετα την τριτη ημερα του αφανισμου του,γιορταζουν την ευρεσι
του,ανασταινεται ο Αδωνις κι ολοι γιορταζουν κι ολοι χαιρονται
και χορευουν,μετα το μαρασμο της η γη ξαναβλαστησε καινουρ-
για κι ετσι θα κυλησει και θα κυλαει ο τροχος ο κυκλος της φυσης
και της ζωης,αιωνια
.
.
Ο ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΑΡΔΕΡΙΝΑ,ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥΣ
[απο παραδοση Μαχαιρα Ξηρομερου]
-Ο ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΟΣ ΚΙ ΕΝΑΣ ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΑΣ-χ.ν.κουβελης
.
.
Ο ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΑΡΔΕΡΙΝΑ,ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥΣ
[απο παραδοσηΜαχαιρα Ξηρομερου]-
.
-καργερινα ρινα
παιρνε τον καλοιαννο αντρα
-δεν τον θελω εγω τον κερατα
το σφαι του σαν κλωνα
-ου μωρη παλιοτσιρλιαρα
το σφαι μου κανει γαμο
κι η φτερουγα μου τραπεζι
το χρυσο μου πετραχειλι
βασιλια ξυπηρετευει
.
[παλιο τραγουδι+παραδομενο απο την Τασουλα του Γιωργου
Μπαρμπαρουση στη κορη της Ζωη του Βασιλη Λιαμη,[γεννημενη
το 1935,77 χρονων}απο τη ΜαχαιραΞηρομερου ]
.
Ο ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΟΣ ΚΙ ΕΝΑΣ ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΑΣ
ο καλογιαννος ειναι ενα μικρο πουλακι,περιπου 12 εκ,αποδημητικο,
ερχεται το φθινοπωρο με τα πρωτοβροχια απο τις βορειες χωρες και
τα ψηλα βουνα και φευγει την ανοιξη,το κελαηδισμα του ειναι μοναδικο,
και το λενε γι'αυτο το αηδονι του χειμωνα,
με το κελαηδισμα του οριζει το χωρο που κατεχει,περιπου 10 στρεμματα
και τον προστατευει,αν ειναι πολλα τοτε περιοριζεται στα 2 στρεμματα,
εχει στο λαιμο κοκκινο χρωμα και λεγεται και κοκκινολαιμης,
επειδη ειναι πολυ μικρο πουλι οταν ενα μικρο παιδι ηταν πολυ
αδυνατο λεγανε:''σαν καλογιαννακι'',θυμαμαι το ελεγε ο πατερας
μου,
.
στη περιοχη μας υπαρχει κι ενας μυθος για τον καλογιαννο:
μια φορα κι ενα καιρο μαζευτηκαν ολα τα πουλια κι ηθελαν να ορισουν
το βασιλια τους, ο θεος τους ειπε,βασιλιας θα γινει αυτο το πουλι που
θα πεταξει πιο ψηλα στον αερα,τα πουλια δεν ηθελαν αυτο τον τροπο,
γιατι ποιο πουλι τα περναει τον αητο;,και μονο ο καλογιαννος ηθελε,
με τα πολλα εγινε το δικο του,συμφωνησαν τα πουλια και πεταξαν ,μα πιο
να φτασει τον αητο;πεταξε απ'ολα τα πουλια πιο ψηλα,κι απο κει ψηλα
πανω που ηταν τους φωναξε κατω :''εγω πεταξα πιο ψηλα,δεν ειναι αλλο
ψηλοτερα απο μενα'' και τοτε ακουστηκε μια φωνη λιγο ψηλοτερα:
''εγω 'μαι ψηλοτερα'',κοιταζουν και τι να δουν,ητανε το καλογιαννακι
που στην αρχη που ηταν να πεταξουν πεταξε και σταθηκε στη πλατη του
αητου,τοσο μικρο δεν το καταλαβε ο αητος και δεν το ειδανε και τ'αλλα,,
κρατηθηκε εκει πανω γερα κι ετσι πεταξε ψηλοτερα.
Κι ετσι εγινε βασιλιας ολων των πουλιων το μικρο καλογιαννακι
.
.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΙΑ -3 ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ-ΛΑΙΚΕΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ-
ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΠΑΛΙΟΤΕΡΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ-χ.ν.κουβελης
.
[Για Μια Μεταφυσικη Του Φωτος
-το φως του ηλιου στοιβαζεται στους καρπους τις ελιας
μεσα στις κρυφες και μυστικες αποθηκες τους
κι αποσταζεται λαμπροτερο-και πλουσιοτερο εξω-]
.
στο πλαι ψηλα στο λοφοσειρα ,δυτικα του χωριου,ειναι οι πιο
παλιες ελιες οι αρχαιοτερες,εκει ευδοκιμουσαν
.
3 Μυθοι του Αισωπου
.
Κάλαμος καὶ ἐλαία
Διὰ καρτερίαν καὶ ἰσχὺν καὶ ἡσυχίαν κάλαμος καὶ ἐλαία ἤριζον.
Τοῦ δὲ καλάμου ὀνειδιζομένου ὑπὸ τῆς ἐλαίας ὡς ἀδυνάτου
καὶ ῥᾳδίως ὑποκλινομένου πᾶσι τοῖς ἀνέμοις, ὁ κάλαμος σιω-
πῶν οὐκ ἐφθέγξατο. Καὶ μικρὸν ὑπομείνας, ἐπειδὴ ἄνεμος
ἔπνευσεν ἰσχυρός, ὁ μὲν κάλαμος ὑποσεισθεὶς καὶ ὑποκλιν-
θεὶς τοῖς ἀνέμοις ῥᾳδίως διεσώθη· ἡ δ᾿ ἐλαία, ἐπειδὴ ἀντέ-
τεινε τοῖς ἀνέμοις, κατεκλάσθη τῇ βίᾳ.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οἱ τῷ καιρῷ καὶ τοῖς κρείττοσιν αὐτῶν
μὴ ἀνθιστάμενοι κρείττους εἰσὶ τῶν πρὸς μείζονας φιλονει-
κούντων
.
Το καλαμι κι η Ελια-μεταφραση χ.ν.κουβελης
Για το ποιος εχει μεγαλυτερη αντοχη,δυναμη και αταραξια φιλο-
νικουσαν το καλαμι κι η ελια..
Η ελια περιγελουσε το καλαμι πως ειναι αδυνατο και παρα πο-
λυ ευκολα σκυβει σ'ολους του ανεμους,το καλαμι σιωπουσε,
δεν ελεγε λεξη.
Μετα απο λιγο επειδη φυσηξε ισχυρος ανεμος και το καλαμι
σεισθηκε κι εγυρε και παρα πολυ ευκολα διασωθηκε στους ανε-
μους,ενω η ελια επειδη αντισταθηκε στους ανεμους,κατατσακι-
σθηκε απο τη βιαιοτητα τους
ο μυθος δηλωνει πως με το καιρο εκεινοι που δεν αντιστεκον-
ται στους ισχυροτερους απ'αυτους ειναι ισχυροτεροι απο εκει-
νους που τους δυνατοτερους απ'αυτους φιλονικουν
.
.
Συκη και Ελαια
Συκῆ τις, ὥρᾳ χειμῶνος τὰ ἑαυτῆς ἀποβαλοῦσα φύλλα,
ὑπό τινος ἐλαίας πλησιαζούσης τὴν γύμνωσιν ὠνειδίζετο,
λεγούσης ὡς:
«Ἐγὼ καὶ χειμῶνος καὶ θέρους τοῖς φύλλοις μου κεκαλλώ-
πισμαι καὶ ἀείφυλλος πέφυκα, σὺ δὲ μόνῳ τῷ θὲρει πρόσκαι-
ρον ἔχεις τὸ κάλλος».
Οὕτω δὲ αὐτῆς καυχωμένης, κεραυνὸς ἄφνω θωόθεν κατηνέ-
χθη καὶ ταύτην κατέφλεξε· τῆς δὲ συκῆς τὸ παράπαν οὐχ ἥψα-
το.
Οὕτως οἱ τῷ πλούτῳ καὶ τῇ τύχῃ ἐγκαυχώμενοι ἐξαίσιον πτῶμα
ὑφίστανται
.
Συκια κι Ελια-μεταφραση χ.ν.κουβελης
Καποια συκια,την εποχη του χειμωνα ερριχνε τα φυλλα της
κι απο μια ελια που ηταν κοντα κοροιδευονταν για τη γυμνια
της.Που της ελεγε:
''Εγω και το χειμωνα και το καλοκαιρι ειμαι απο τα φυλλα
μου στολισμενη,κι ειμαι φυτεμενη παντα να εχω φυλλα.Εσυ
μονον μεσα στο καλοκαιρι εφημερη εχεις ομορφια''
Μολις αυτη ετσι καυχηθηκε επεσε ξαφνικα κεραυνος απ'
το θεο και την λαμπαδιασε,τη δε συκια καθολου δεν την αγγιξε
Ετσι κι εκεινοι που καυχιωνται για τα πλουτη και τη τυχη τους
γινονται λαμπρα πτωματα
.
.
Ξυλα και Ελαια
Ξύλα ποτὲ ἐπορεύθη τοῦ χειροτονῆσαι ἐφ᾿ ἑαυτῶν βασιλέα
καὶ εἶπαν τῇ ἐλαίᾳ· Βασίλευσον ἐφ᾿ ἡμῶν. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς
ἡ ἐλαία· Ἀφεῖσα τὴν πιότητά μου ἣν ἐδόξασεν ἐν ἐμοὶ ὁ θεὸς
καὶ οἱ ἄνθρωποι, πορευθῶ ἄρχειν τῶν ξύλων; Καὶ εἶπαν τὰ
ξύλα τῇ συκῇ· Δεῦρο, βασίλευσον ἐφ᾿ ἡμῶν. Καὶ εἶπεν αὐτὴ
ἡ συκῆ· Ἀφεῖσα τὴν γλυκύτητά μου καὶ τὸ γέννημά μου τὸ
ἀγαθόν, πορευθῶ τοῦ ἄρχειν τῶν ξύλων; Καὶ εἶπαν τὰ ξύλα
πρὸς τὴν ῥάμνον· Δεῦρο, βασίλευσον ἐφ᾿ ἡμῶν. Καὶ εἶπεν
ἡ ῥαμνος πρὸς τὰ ξύλα· Εἰ ἐν ἀληθείᾳ ὑμεῖς χρίετέ με εἰς
βασιλέα ἐφ᾿ ὑμῶν, δεῦτε ὑπόστητε ἐν τῇ σκέπῃ μου· καὶ εἰ
μή, ἐξέλθοι πῦρ ἐκ τῆς ῥάμνον καὶ καταφάγοι τὰς κέδρους
τοῦ Λιβάνου
.
Δεντρα κι Ελια-μεταφραση χ.ν.κουβελης
Καποτε τα δεντρα ξεκινησαν για να χειροτονησουν τον
βασιλια τους και ειπαν στην ελια:Βασιλεψε σε μας.
Κι ειπε σ'αυτους η ελια:Να παρατησω του χυμους μου με
τους οποιους μ'εδοξασε ο θεος κι οι ανθρωποι και να'ρθω
να κυβερνησω στα δεντρα;
Κι ειπαν τα δεντρα στη συκια:Ελα,να βασιλεψεις σε μας.
Κι ειπε η συκια αυτη.Να παρατησω τη γλυκυτητα μου και
τους καλους καρπους μου και να'ρθω να κυβερνησω σε σας;
Κι ειπαν τα ξυλα στη βατο:Ελα,να βασιλεψεις σε μας.
Κι ειπε η βατος στα δεντρα.Αν αληθινα με χριζεται βασιλια
σας,ελατε να ειστε κατω απ'την προστασια μου ,αν ομως
δεν ειναι αληθεια τοτε θα πεταχτει φωτια απ'τη βατο και θα
κατακαψει ολα τα κεδρα του Λιβανου.
.
.
-εκφρασεις που λεμε για το λαδι:
.
-το λαδακι του θεου[το λαδι ειναι ιερο,πολυ ωφελιμο,
για φαγητο,πολυ θρεπτικο,παλια το χρησιμοποιουσαν
και για φωτισμο]
-νιο λαδι φαε και παλιο κρασι πιες[ποτε ειναι πιο καλα το λαδι και
το κρασι να καταναλωνεται]-
-μου'βγαλε το λαδι[πιεστηκα πολυ,οπως πιεζονται οι ελιες και
βγαινει το λαδι]-
-η θαλασσα ειναι λαδι[στρωτη,επιπεδη,ακινητη,ακυμαντη,οπως
η επιφανεια του λαδιου]-
-σωθηκε το λαδι του[στο καντηλι του][τελειωσαν οι μερες του]-
-το λαδι του αγιου[το λαδι,που θα πανε σε μπουκαλακι για ν'ανα-
ψουν τα καντηλια του αγιου ]-
-εβγαλε το λαδι της χρονιας του[τη σοδεια του,να περασει η χρονια
με επαρκεια]-
βγηκε λαδι[βγηκε καθαρος σ'αυτη τη περισταση,οπως το λαδι βγαινει,
-ανεβαινει-καθεται-,πανω απ'το νερο]-
-λαδωσε[να γινει η δουλεια του,εβαλε λαδι στο μηχανισμο να δου-
λεψει για αυτον,και φυσικα χρειαζεται λαδι δηλ. δωρα,χρηματα,κλπ]-
-εκανε λαδια[πονηρια,κοροιδια,μη κανονικη πραξη,ξεγελασε,οπως ο
λεκες στα ρουχα απο λαδι λερωσε]-
-τρεις το λαδι τρεις το ξυδι τρεις[εξι] το λαδοξυδο[λενε για το
αναποδραστο των πραγματων σε ατομικο επιπεδο ,αλλα και σε κοινω-
νικο-τα πραγματα θα γινουν ετσι δεν θα αλλαξουν,νομοτελειακα
-3+3=6]-
-ριχνει λαδι στη φωτια[οπως το λαδι αναζωοπυρωνει τη φωτια,ετσι κι
αυτος με τις πραξεις η' τα λογια του αναβει τον καυγα,τη φασαρια]-
-λαδι στη πληγη[να απαλυνει ο πονος σε τραυμα,βαλσαμο το λαδι,να
γιατρευτει η πληγη,να επουλωθει το τραυμα]-
-αυτος χανει λαδια[αυτος δεν στεκεται καλα στα μυαλα του,δεν λειτουρ-
γει κανονικα,οπως ενας μηχανισμος που εχασε το λαδι του και δεν λει-
τουργει καλα,αλλα ακανονιστα}-
-λαδωσε τ'αντερο του[εφαγε καλα, χορτασε,το λαδι καποτε ηταν σπανιοτα-
το για να εχει το φαγητο εστω και μικρη ποσοτητα]-
-ψωμι κι ελια[μη ζητας τα πολλα ,και τα λιγα φτανουν,ειναι αρκετα]
-ματια σαν ελια[μαυρα μεγαλα ομορφα,για ομορφια γυναικας και
κοριτσιου,παινεμα]-
.
.
ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΠΑΛΙΟΤΕΡΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
.
ηταν απο το πρωι στο χωραφι με τις ελιες,ο πατερας και τ'αδερφια
σκαρφαλωμενοι ως τα τζιτζικια και οι καλογιαννοι τις ραβδιζαν,μετα-
κινουνουμενοι απο δεντρο σε δεντρο,καθενα ξεχωριστο με τις ιδιο-
τροπιες του,κι απο κλαδι σε κλαδι,προσεχοντας μηπως γλυστρισουν και
τσακισθουν,οι γυαλιστεροι καρποι ,αλλοι μαυροι, αναλογα με το δεντρο
της ελιας ,αλλοι μαυροκοκκινοι,αλλοι πρασινοι,αλλοι μικροι,μιλιουνια,
τσαμπια,αλλοι μεγαλοι στρογυλλοι,σαν καρυδια,να τοσοι ητανε επεφταν
ποσοτητες κατω στ'απλωμενα πανια,εκει σκυμενες τις μαζευαν η μανα κι οι
αδερφες,οσες δεν ειχαν αρραβωνιαστει και παντρευτει ακομα κι ηταν ελευ-
τερες,και καμια θεια τους βοηθουσε,αφου τις καθαριζαν απ-τα φυλλα και
τα ξυλακια τις εβαζαν μεσα στα σακια κι οταν γιομιζαν ενα το εδεναν κι
επερναν να γεμισουν αλλο,πολυ καρπο εφετος ειχαν τα δεντρα,στοιβα,
θα εβγαζαν μπολικο και καλο λαδι,ηταν και γερες οι ελιες,δεν ειχαν δακο
ουτε σκουλικι,κι απο ζουμι γεματες,εκτος απο τις πολλες που θα πηγαι-
ναν στο λιοτριβειο για στιψιμο θα διαλεγαν τις πιο καλες,τις πιο γερες και
πιο μεγαλες να τις αλατισουν,καποιες θα τις εκαναν τσακιστες με θυμαρι να
μοσχοβολισουν ,καποιες ξυδατες με μαραθο,καποιες θρουμπες,καποιες θα
τις εψηναν στο φουρνο μετα θα τις ραντιζαν με το νεο λαδι θα-ριχναν και
ριγανι,ετσι περνουσε η ωρα απο δεντρο σε δεντρο,κι απο ραβδισμα σε ραβ-
δισμα,κι απο μαζεμα σε μαζεμα,τιναχτηκαν εικοσι δυο δντρα,ολη τη μερα,
αρκετη δουλεια,εμεναν ακομα πολλα δεντρα,δοξα σοι,ειχαν καιρο ακομα
να τελειωσουν,ηταν η τριτη μερα στο λιοστασι,,διψασαν,πεινασαν,ιδρω-
σαν,πιαστηκε η μεση τους,τρυπησαν τα χερια τους,φαγαν,ξεδιψασαν,ξεκουραστηκαν,φωναξαν,αστειευτηκαν,κουρα-
στηκαν,λιγο πριν δυσει ο ηλιος ετοιμαστηκαν να γυρισαν σπιτι να μην
νυχτωθουν εξω,θα περνουσε η νυχτα,την αλλη μερα ξυπνωντας το πρωι
θα επεστρεφαν ξεκουρασμενοι να δουλεψουν απ-την αρχη ολη τη μερα
Δοξα σοι.
.
.
ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ
ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΙ-Αποδοση ,Σχολια χ.ν.κουβελης
.
Η ΑΔΟΛΕΣΧΙΑ-Ο ΑΔΟΛΕΣΧΗΣ
[Η ΑΚΑΤΑΣΧΕΤΗ ΦΛΥΑΡΙΑ-Ο ΕΝΟΧΛΗΤΙΚΟΣ ΦΛΥΑΡΟΣ]
ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΥ-ΑΔΟΛΕΣΧΙΑΣ
Γ'
Ἡ δὲ ἀδολεσχία ἐστὶ μὲν διήγησις λόγων μακρῶν καὶ
ἀπροβουλεύτων, ὁ δὲ ἀδολέσχης τοιοῦτός ἐστιν, [2]
οἷος, ὃν μὴ γινώσκει, τούτῳ παρακαθεζόμενος
πλησίον πρῶτον μὲν τῆς αὑτοῦ γυναικὸς εἰπεῖν ἐγκώμιον·
εἶτα ὃ τῆς νυκτὸς εἶδεν ἐνύπνιον, τοῦτο διηγήσασθαι·
εἶθ' ὧν εἶχεν ἐπὶ τῷ δείπνῳ, τὰ καθ' ἕκαστα διεξελθεῖν.
[3] εἶτα δὴ προχωροῦντος τοῦ πράγματος λέγειν, ὡς πολὺ
πονηρότεροί εἰσιν οἱ νῦν ἄνθρωποι τῶν ἀρχαίων, καὶ ὡς
ἄξιοι γεγόνασιν οἱ πυροὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ, καὶ ὡς πολλοὶ
ἐπιδημοῦσι ξένοι, καὶ τὴν θάλατταν ἐκ Διονυσίων πλόϊμον
εἶναι, καὶ εἰ ποιήσειεν ὁ Ζεὺς ὕδωρ πλεῖον, τὰ ἐν τῇ γῇ
βελτίω ἔσεσθαι, καὶ ὃ ἀγρὸν εἰς νέωτα γεωργήσει, καὶ ὡς
χαλεπόν ἐστι τὸ ζῆν, καὶ ὡς Δάμιππος μυστηρίοις μεγίστην
δᾷδα ἔστησεν, καὶ πόσοι εἰσὶ κίονες τοῦ Ὠιδείου, καὶ Χθὲς
ἤμεσα, καὶ Τίς ἐστιν ἡμέρα τήμερον; [4] κἂν ὑπομένῃ τις
αὐτόν, μὴ ἀφίστασθαι,[καὶ] ὡς Βοηδρομιῶνος μέν ἐστι τὰ
μυστήρια, Πυανοψιῶνος δὲ τἀπατούρια, Ποσιδεῶνος δὲ
[τὰ] κατ' ἀγροὺς Διονύσια.
[Παρασείσαντα δὴ δεῖ τοὺς τοιούτους τῶν ἀνθρώπων καὶ
διαράμενον ἀπαλλάττεσθαι, ὅστις ἀπύρευτος βούλεται εἶναι·
ἔργον γὰρ [5] συναρκεῖσθαι τοῖς μήτε σχολὴν μήτε σπουδὴν
διαγινώσκουσιν.]
.
.
Η ΑΔΟΛΕΣΧΙΑ-Ο ΑΔΟΛΕΣΧΗΣ
[Η ΑΚΑΤΑΣΧΕΤΗ ΦΛΥΑΡΙΑ-Ο ΕΝΟΧΛΗΤΙΚΟΣ ΦΛΥΑΡΟΣ]
.
Η αδολεσχια ειναι η ακατασχετη ενοχλητικη κι απερισκεπτη
χωρις ειρμο φλυαρια,και ο ενοχλητικος φλυαρος ο αδολεσχης
ειναι αυτος,που πλησιαζει καποιον,ακομα κι αν δεν τον γνωρι-
ζει,κι αρχιζει να παινευει τη γυναικα του,επειτα διηγειται το
ονειρο που ειδε χθες τη νυχτα,υστερα λεει τι θα δειπνισει κι
αναφερνει ενα προς ενα καταλεπτως τα φαγητα που θα φαει,
υστερα καθως προχωραει στη κουβεντα του κρινει πως οι ση-
μερινοι ανθρωποι ειναι πολυ πιο πονηροι απ'τους παλιοτερους,
και πως το σταρι πουλιεται πανακριβα στην αγορα και πως παρα
πολλοι ξενοι μεταναστες ζουν και μενουν στη πολη,και πως
απο τα Διονυσια και μετα αρχιζουν τα ταξιδια στη θαλασσα,
και πως αν ο θεος ριξει πολυ βροχη η γη θα γινει πολυ ευ-
φορη,και πως με τη νεα χρονια θα οργωσει το χωραφι του,
και πως η ζωη εγινε πολυ δυσκολη δυσβασταχτη,και πως ο
Δαμιππος κατα τη τελεση των μυστηριων αναψε μια πολυ
μεγαλη λαμπαδα,κι ακομα ποσες ειναι οι κολωνες του Ωιδειου,
και ''Χθες πηρα εμετικο'',λεει,και ''Τι μερα ειναι σημερα;'',
λεει,κι αν καποιος μπορει και τον αντεχει στη μεγαλη φλυαρια του
δεν ξεκολλαει απ'αυτον,συνεχιζει περισσοτερο ακαθεκτοε,και
πως τον μηνα Βοηδρομιωνα ειναι τα Ελευσινια μυστηρια,και πως
τον μηνα Πυανοψιωνα ειναι η γιορτη τα απατουρια,και πως
τον μηνα Ποσιδεωνα ειναι τα κατ'αγρους Διονυσια,
γι'αυτο πρεπει κανενας με ποδια και με χερια να τρεξει
να ξεφυγει πολυ μακρυα απο τετοιους ανθρωπους και ν'απαλαχτει
πριν ν'αρρωστησει τον πιασει πυρετος,γιατι ειναι πολυ δυσκολο να
ξεφυγεις απ'αυτους τους φλυαρους που δεν καταλαβαινουν ουτε
αν εισαι απασχολημενος ουτε αν αναπαυεσαι και θελουν να
φλυαρισουν
.
,
ΣΧΟΛΙΑ:
-Αδολεσχια[α στερητικο+εσδυ,ηδυ,γλυκο+λεσχη,συνομιλια,συζη-
τηση,λεγειν]η'[αδην,κατα κορον-η' ααδειν,ενοχλω+λεσχη ]
-ο Θεοφραστος διεκρινε τρεις τυπους ανθρωπων που μιλουν
πολυ:
1:τον αδολεσχη-τον φλυαρο που μιλα απερισκεπτα χωρις ειρμο
και θελει να γινει ευχαριστος,αρεστος.
2:τον λαλον-αυτος μιλαει πολυ,τα ξερει ολα,''ξερολας'',οτι λεει
ειναι σωστο ,χωρις αντιρρηση.
3:τον λογοποιο-τον παραμυθα,μιλαει πολυ,λεει ακατασχετα ψεματα ,
δεν σταματα να λεει συνεχως παραμυθια.
-Ο Αριστοτελης,ο δασκαλος του Θεοφραστου, λεει:
αδολεσχους λεγομεν τους φιλομυθους και διηγηματικους και
περι των τυχοντων κατατριβοντας τας ημερας.
Αδολεσχους λεμε αυτους που τους αρεσει να μιλουν πολυ
και να συζητουν και να χανονται ολη την ωρα μ' οτι τυχει.
-μετα τα Μεγαλα Διονυσια,Μαρτιο 'Απριλιο,αρχιζαν να ταξι-
δευουν στη θαλασσα,τοτε δεν κινδυνευαν.
-τα Ελευσινεια μυστηρια προς τιμη της Δημητρας και της Περσε-
φωνης διαρκουσαν εννια μερες,τον μηνα Βοηδρομιωνα,Σεπτεμβριο
-Οκτωβριο,την πεμπτη μερα αναβαν λαμπαδες και πηγαιναν στην
Ελευσινα με τον δαδουχο ,εμεναν ολη τη νυχτα στο ιερο
της Δημητρας,αναπαρισταναν τις περιπλανησεις της Δημητρας
που αναζητουσε τη χαμενη κορη της Περσεφωνη.
-το Ωιδειον ηταν κυκλικο κλειστο θεατρο μουσικης με κολωνες,
το εκτισε ο Περικλης.
-οι χωριατες οι αγροτες ειχαν τη συνηθεια να παιρνουν καποιο
εμετικο να καθαρισθουν,να προφυλαχτουν απο αρρωστειες.
-τον μηνα Πυανοψιωνα,Οκτωβριο-Νοεμβριο,γινονταν τα Απατου-
ρια,οικογενειακη γιορτη,των φρατριων,διαρκουσε τρεις μερες,
την πρωτη μερα την δορπια,δορπεια, ετρωγαν σ'ενα πλουσιο σπιτι,
την δευτερη μερα την αναρρυσιν εκαναν θυσιες στον Φρατριο Δια
στην Αθηνα και στον Μελαναιγιδο Διονυσο,[ερρυαν,τραβουσαν
τους λαιμους των θυσιαζομενω ζωων προς τα πανω],και την
τριτη μερα την κουρεωτις κουρευαν τα αρσενικα παιδια ,που
θα τα δεχονταν στην φρατρια,και προσφεραν τα κουρεια,αρνια,
κατσικια,γινονταν και σχολικες γιορτες.
Φρατρια λεγονταν το ενα τριτο η τριτυς μιας απο τις δωδεκα φυλες.
-τα Κατ'Αγρους Διονυσια,τα Μικρα Διονυσια,γινονταν τον μηνα
Ποσιδεωνα,Δεκεμβριο-Ιανουαριο,σ-αυτη τη γιορτη του Διονυσου
χωριατες αγροτες μασκαρεμενοι περιφερονταν πανω σε καρα στε-
φανωμενοι,κρατουσαν φαλλους,τραγουδουσαν φαλλικα ασματα
και πειραζαν τους αλλους αγροτες,με λογια και με εργα,ελεγαν
κι ακουγαν τα εξ αμαξης,αλληλοπειραζονταν,ειχαν και διαφορα
δρωμενα.Επαιζαν και δυο παιχνιδια:τη Σκαπερδα και την Αιωρα.
Στην Σκαπερδα περνουσαν απο μια τρυπα σ'ενα καθετα στερεω-
μενο ξυλο στο εδαφος ενα σχοινι και το ταβουσαν απο τη μια κι
απο την αλλη μερια με τη πλατη γυρισμενη δυο ομαδες παιδιων,κι
οποια ομαδα κατεφερνε να τραβηξει την αλλη και να την φερει πιο
κοντα στο ξυλο νικουσε.
Στην Αιωρα αγορια και κοριτσια σε κουνιες,αιωρες, κρεμασμενες
σε κλαδια δεντρων κουνιονταν κι επαιζαν με τραγουδια,
τα Αλητις,τα περιπλανωμενα,ετσι τα λεγανε
Τα Μεγαλα Διονυσια η' τα Εν Αστει Διονυσια γινονταν τον μηνα
Ελαφηρολιωνα,Μαρτιο-Απριλιο,διαρκουσαν πεντε μερες,τοτε γινον-
ταν,εδιδου χορον,και οι δραματικοι Αγωνες με τρεις Τετραλογιες.
-βρες στον στενο κι ευρυτερο κυκλο σου[συμπεριλαμβανομενου
και του εαυτου σου] ποιοι ταιριαζουν στους τρεις τυπους του Θεο-
φραστου [και στις αναμειξεις τους]:
τον φλυαρον,τον λαλαν,τον λογοποιον.
.
.
[ ΑΠΟ ΠΛΑΓΙΟ ΣΕ ΕΥΘΥ ΛΟΓΟ ]
ΑΝ ΣΕ ΠΛΗΣΙΑΖΕ Ο ΑΔΟΛΕΣΧΗΣ,Ο ΑΚΑΤΑΣΧΕΤΑ ΦΛΥΑΡΟΣ,
ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΥ ΚΑΙ ΤΙ ΔΕΝ ΘΑ ΑΚΟΥΓΕΣ-χ.ν.κουβελης
.
φιλε ,που λες,η γυναικα μου ειναι θησαυρος,πολυ ομορφη,
καλη ,εργατικη,χρυσοχερα,καλη μαγειρισα,νοικοκυρα πρωτη,
οικονομα,ειμαι,τι να σου πω,πολυ τυχερος,ευχαριστημενος,
χθες το βραδυ ειδα ενα ονειρο πως ημουνα σ'ενα κηπο μεσα
πολυ μεγαλο,ειχε μεσα ο κηπος απ'ολα τα δεντρα,μηλιες θες;
ειχε,αχλαδιες θες;ειχε,πορτοκαλιες θες;,ειχε,συκιες θες;ειχε,
ειχε και τι δεν ειχε,απ'ολα τα κλαρια, θαμπωθηκα,κι απλωσα το
χερι να κοψω ενα μηλο,το αρπαξα να το κοψω και τοτε το κλαδι
της μηλιας σηκωθηκε ψηλα,εγω κρεμαστηκα σ'αυτο να μην πεσω,
μαζι με το κλαδι σηκωθηκε και το δεντρο ολοκληρο και πετουσαμε
στον αερα πανω απο καμπους και βουνα περνουσαμε,φθασαμε
σε μια θαλασσα,εκει το δεντρο αρχισε να πεφτει,περιεργα αλλα
δεν φοβηθηκα,λιγα μετρα πριν πεσει το δεντρο στο νερο παρατη-
σα το κλαδι κι επεσα στο νερο κι αρχισα να κολυμπω,κολυμπουσα
πολυ ωρα ,δεν θυμαμαι ποσο,τα κυματα ηταν μεγαλα,καταφερα
να φτασω σε μια στερια,εκει ειδα ενα παιδι στη παραλια,επαιζε
στην αμμο,σαραντα -πενηντα μετρα μακρια,το πλησιαζα και κεινο
ολο απομακρυνονταν,ηταν αδυνατο να το φτασω,ετρεχα και
δεν το εφτανα,μεχρι που το'χασα απ'τα ματια μου,αποψε το
βραδυ για δειπνο εχω κουνελι κοκκινιστο με κρεμμυδακια,φρε-
σκοτατο ψωμι με χωριατικο προζυμι,μια σαλατα με ντοματα κι
αγγουρακια και πιπεριες απ'τον κηπο μου απο τον κηπο μου,
υγιεινα,χωρις λιπασματα,εχω και τυρι φετα πολυ καλη,νοστιμο-
τατη,κοκκινο κρασι απο τον ματζανακη μου,ευφραινει τη καρδια,
τι τα θες ,φιλε μου,τι τα γυρευεις,χαλασε σημερα ο κοσμος,παει,
ολο ψευτες,πονηροι,και συμφεροντολογοι,λαμογια του κερατα,να
φυλαγεσαι απο δαυτους,να σε φανε θελουν,αχρειοι εκμεταλευτες,
οχι παλιοτερα δεν ηταν ετσι οι ανθρωποι,ανθρωπιζαν και λιγο,ειχαν
τσιπα,ειχαν φιλοτιμο,ειχαν καλωσυνες,οχι οπως καταντησαν ση-
μερα αγρια θηρια,τα 'μαθες τα νεα;παλι το σιταρι ακριβηνε,το που-
λανε πανακριβα οι εμποροι στην αγορα,να κερδισουν θελουν οσο
γινεται πιο πολλα,αισχροκερδεια και θα'δες γεμισε η πολη απο
ξενους,μεταναστες,απ'ολα τα μερη του κοσμου ερχονται εδω,τι
θελουν εδω,πες μου;,εδω δεν χωραμε εμεις,που θα παει αυτο το
ζητημα;,απο τις γιορτες τα Μεγαλα Διονυσια τον Μαρτη θ'αρχισουν
τα ταξιδια στη θαλασσα τα καραβια,τοτε καλλιτερευει ο καιρος,
δεν κινδυνευουν οι ναυτικοι να θαλασοπνιγουν ,α και να ριχνε
μια καλη δυνατη βροχη ο θεος να ποτισει τα χωραφια ,να χορτασει
το χωμα νερο,να γινουν ολα ,να το παρουν απανω τους,να
πρασινισει η γη,εγω με το νεο ετος μπαινω στο χωραφι κι οργω-
νω,ετσι εκανα ετσι θα κανω και φετος,τι να σου πω,φιλε μου,
δυστυχως η ζωη εχει γινει πολυ δυσκολη,δουλειες δεν υπαρ-
χουν,δεν κινειται το εμποριο,το χρημα ειναι λιγοστο,εξαφανι-
στηκε,η ανεργεια θ'ανεβει,κλεινουν μαγαζια,σε λιγο δεν θα τα
βγαζουμε περα,θα σφιξει το ζωναρι κι αλλο,α δεν σου'πα, ο
γειτονας μου ο Δαμιππος ,ενας δρομος χωριζει τα σπιτια μας ,
ηταν δαδουχος στα Ελευσινεια μυστηρια κι αναψε τη πιο μεγαλη
λαμπαδα,ξερεις τη πεμπτη μερα που πηγαινουν και καθονται
στην Ελευσινα οληνυχτια,ξερεις ποσες ειναι οι κολωνες γυρω-
γυρω στο Ωιδειο;,δεν ξερειςτις μετρησα,δεκαξι ακριβως,ουτε
μια πιο πανω η' πιο κατω,χθες πηρα εμετικο,παντα παιρνω
τετοια εποχη,τοσες αρρωστειες σερνονται,δεν ξερεις τι μπο-
ρει να κολλησεις,,δεν θυμαμαι,τι μερα εχουμε σημερα,Δευτε-
ρα,Τριτη;,εχασα το λογαριασμο,μυαλο ειν'αυτο,μπερδευεται,
α τον μηνα Βοηδρομιωνα γινονται τα Ελευσινια μυστηρια ,
ετσι δεν ειναι;,και μετα τον μηνα Πυανοψιωνα,ειναι τ'απατου-
ρια,που κουρευουν τα παιδια,και μετα τον μηνα Ποσιδεωνα
ειναι τα κατ'αγρους Διονυσια,τα'χεις δει,ετσι δεν ειναι;,εχουν
πλακα,μασκαρευονται οι χωριατες και πειραζει ο ενας τον
αλλον,το Ωιδειο σε πληροφορω το'κτισε ο Περικλης,τα μπαρ-
μπουνια τα προτιμω πιο πολυ απ'τις τσιπουρες,και μαλιστα
τηγανητα,στο Φαληρο πηγαινω για μπανιο το καλοκαιρι,προχθες ...
και συνεχιζει με το παραπροχθες,και με το περσινο,και το προ-
περσινο,και το φετινο και το κοντινο και το μακρυνο,το γνωστο
και το αγνωστο,το σχετικο και το ασχετο,...,και δεν βρισκει
ουτε ακρη,ουτε μεση,ουτε αρχη.
Καλη ακροση ,λοιπον,και πολυ υπομονη!
.
.
ΕΚΟΨΕ ΑΠΟ ΤΟ ΨΩΜΙ ΤΡΕΙΣ ΦΕΤΕΣ
.
εκοψε απο το ψωμι τρεις φετα,τη μια την εφαγε αυτος,
την αλλη την εδωσε στο παιδι και την τριτη την αφησε
πανω στο τραπεζα να ερθουν τα πουλια να την φανε,
ολοι χορτασαν,η μερα ηταν φωτεινη καθαρη,περπατησε
στην ακρη της θαλασσας,καπου εκατο μετρα,στον ισκιο
ενος δεντρου ξαπλωσε να κοιμηθει,τον ξυπνησαν φωνες,
ψαραδες περνουσαν με τις βαρκες για το βραδυνο ψαρεμα,
σηκωθηκε,περπατησε πισω,τα κυματα παραλληλες γραμμες
εσκαγαν ,γυριζαν κι αναδιπλωνονταν,εσκαγαν σε αφρους,
μ'αυτο τον σταθερο ρυθμο εφτασε στην ακρη της παραλιας,
στο σπιτι το παιδι ειχε κοιμηθει
.
.
ΧΡΟΝΙΚΟ:
ΣΤΗ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟ ΛΙΓΟΒΙΤΣΙ ΠΗΓΑΜΕ
[κειμενο χρονικου χ.ν.κουβελης]
.
.
Οταν ερχονταν ο Αυγουστος μηνας κι αρχι-
ζε το Δεκαπενταυγουστο της Παναγιας η δουλεια
στα καπνα ηταν στο ζενιθ,καιγομασταν,μαζωμα
πρωι απογευμα,αρμαθιασμα ολη σχεδον τη μερα,
τα πρωινα αν ειχε δροσια ξεκολλημα των φυλων
στις λιαστρες,κρεμασμα τα βαντακια στο σπιτι.
Πως και πως περιμεναμε να περασουν οι μερες
να φθασει η παραμονη της Παναγιας 14 Αυγου-
στου ν'ανεβουμε κατα το απογευμακι οταν πεφτει
το καμα στο Λιγοβιτσι,στο Μοναστηρι της Πα-
ναγιας.Θ'ανεβαιναμε παρεες παιδια 13-16 χρο-
νων,οι γονεις μας μας αφηναν να παμε.Ερχον-
ταν και οι γονεις,η μαννα πηγαινε,ο πατερας επρε-
πε να μεινει στο χωριο γιατι τα καπνα ηταν στη
λιαστρα απλωμενα εκτεθειμενα στον καιρο και
υπηρχε μεγαλος κινδυνος να πιασει ξαφνικη μπο-
ρα να βραχουν τα καπνα και να χαλασουν να
μαυρισουν,επρεπε να'ναι εκει να προλαβει να
τραβηξει τα πανια και να τα σκεπασει.Αυτος μας
κανονιζε,μας εδινε χρηματα να χαλασουμε.Κα-
βαλα στο γαιδουρι η μανα,επερνε μαζι και την
αδερφη μου.Ερχονταν και η βαβω η γιαγια
Πανωρια απο την Παπαδατου να παει να προ-
σκυνησει.Περναμε και εφοδια,νερο,ψωμι φρε-
σκοφουρνισμενο,κουλουρια,περναμε και ψωμι
αρτο για την Παναγια,επισης σταφυλια,τα πρω-
τα μολις ειχαν μαυρισει,και συκα,τα πρωτα μο
λις ειχαν φουσκωσει και μαλακωσει,λαδι,νηστι
σιμα γιατι κραταγαμε να μεταλαβουμε ,κι ενα
μπουκαλακι λαδι για το μοναστηρι.Περναμε
και ρουχα,απο μια κουβερτα ο καθενας να σκε-
παστουμε οταν θα κοιμομασταν τη νυχτα να μην
κρυωσουμε γιατι ηταν ψηλα το μοναστηρι.
Εμεις τα παιδια πηγαιναμε ποδαροδρομο απο
τη Μαχαιρα,φταναμε στη Σκουρτου,4-5 χιλ,
και απο το αρχαιο καστρο των Δυριεων ανεβαι
ναμε το μονοπατι που σκαρφαλωνε στο λοφο
μεσα στις βελανιδιες ,και φταναμε ψηλα στο
εκκλησακι του Αη Γιαννη του Θεολογου.Εκει
στριβαμε αριστερα βορεια κι ακολουθουσαμε
το μονοπατι που ανηφοριζε ελαφρα οχι τοσο
αποτομα οσο πριν.Στο δρομο μας συναντουσα-
με ομαδες προσκυνητων απο τα γυρω χωρια
του Ξηρομερου,απο τη Μαχαιρα,απο τη Σκουρ-
του κατω,απο τον Προδρομο και το Αγραμπελο
περα νοτια,και απο κατω,απ'την ανατολικη πλευ-
ρα του λοφου,ερχονταν προκυνητες απο τη
Γουριωτισα,τη Γαλιτσα,τους ξεχωριζαμε γιατι
μιλουσαν αλλη γλωσσα σαν λατινικα,επισης
ερχονταν απο πιο περα απο τη Ριγανι ,απο τα
Οχθια,κι αυτοι μιλουσαν την ιδια γλωσσα τα
λατινικα.Απο την αλλη μερια βορεια του μονα-
στηριου ερχοντουσαν οι Μαχαλιωτες και δεν
τους συναντουσαμε.Απο εκει ερχονταν και οι
Μπαμπνιωτες και οι Αιτινιοι.
Προχωρουσαμε προς τη Παναγια.Κατω απο κα-
ποιο δεντρο ,θυμαμαι ,ειχαμε καποτε δει καρ-
φωμενο ενα ξυλινο σταυρο απο δυο ξυλα,σημα
ενος ταπεινου ανθρωπου στον τοπο του.Προχω-
ρουσαμε ,εδω ο τοπος στη κορυφογραμμη ισιω-
νε καπως και ξαφνικα ανοιγε και στα δεξια μας
ανατολικα κατω οπως κατηφοριζε με πυκνους
θαμνους και βελανιδιες ο λοφος βλεπαμε τη
στρογγυλη οβαλ επιφανεια της λιμνης,τον Οζερο,
και περα ως περα τον μεγαλο καμπο του Αγρινιου.
Αυτο το τοπιο για μας,τοτε που δυσκολα ταξιδευ-
αμε,ηταν ενα μεγαλο θεαμα.Επιπεδη γη ευφορη
μακρια πλατια κι απεραντη,σε συγκριση με το
αγονο και στενοχωραφο τοπο το Ξηρομερο που
ζουσαμε.Βλεπαμε ευφορα τοπια με νερα.Απο
κατω ηταν η Λιμνη Οζερος και περα δεξιωτερα
ξεχωριζαμε την λιμνη Τριχωνιδα και την λιμνη
Λυσιμαχια.Βλεπαμε και τ'ασπρα γυρισματα σαν
φιδιου του ποταμου Αχελωου,που διεσχιζε το το-
πιο.
Καθομασταν εκει στα βραχια να ξελαχανιασουμε
λιγακι και ν'αγναντευσουμε περα το ψηλο βουνο
του Παναιτωλικου,τη Κυρα Βγενα,και περα στο
βαθος νοτια ητανε η λιμνοθαλασσα της Σταμνας
του Αιτωλικου και του Μεσολογγιου και μακρυτε-
ρα ο Πατραικος κολπος.
Αφου ξαποστεναμε και ευφραινομασταν το θεαμα
συνεχιζαμε τη πορεια.Πρωτα αντικρυζαμε το χα-
μηλο υψωμα δεξια με το αλωνι των μοναχων τα
παλια χρονια και τη μαντρα του.Στη κορυφη της
καμπυλης του δρομου οταν φταναμε βλεπαμε
στο βαθος βορεια το Μοναστηρι της Παναγιας.Το
Λιγοβιτσι.Το μοναστηρι ηταν σαν φρουριο με ψη-
λο τοιχο γυρω,φαινονταν η εκκλησια στο κεντρο
του.Μπροστα υπηρχε ενα πλατωμα μια μεγαλη
λακα ,κι απο πανω της συριζα δυτικα υψωνονταν
λοφος,στα ανατολικα της λακας ηταν το ανοιγμα
στο καμπο.
Γεματος ο τοπος της λακας απο προσκυνητες που
επιασαν θεση,η' εψαχναν για θεση,να διανυχτερευ-
σουν.Ανθρωποι διαφορων ηλικιων απο πολλα χω-
ρια γνωριζονταν,χαιρετιονταν,κουβεντιαζαν,ευ-
χονταν ο ενας στον αλλον:''Βοηθεια μας''.
Τ'αλογα και τα γαιδουρια τα εδεναν στη πλαγια
του λοφου.
Μπεναμε στο μοναστηρι απο την κεντρικη πυλη του,
πολυκοσμια,στη μεση δεξια με σκαλια υπερυψωμενη
η εκκλησια,στα δυτικα ηταν τα κελια,η σκεπαστη λον-
τζα με τη μεγαλη σκαλα.Οσοι ηρθαν πιο μπροστα
προλαβαν κι επιασαν θεση στα κελια,εκει θα περνου-
σαν τη νυχτα.Εμεις δεν ξερω γιατι προτιμουσαμε να
μεινουμε εξω στην λακα στην υπαιθρο,δεν μας πειραζε
αυτο,αντιθετα μας ευχαριστουσε.
Πηγαμε να παρουμε και να πιουμε δροσερο νερο απο
τη στερνα με την αντλια,βορεια διπλα απο την εκκλη-
σια.Μεγαλος συνωστισμος σ'ενα μικρο στενο χωρο,
αλλοι πολλοι ερχονταν κι αλλοι πολλοι εφευγαν.
Πολλες διαφορετικες φωνες υψωνονταν στον αερα
και διακλαδιζονταν απ'τον εναν ανθρωπο στον αλλον.
Πολυς κοσμος,μεγαλη ουρα σχηματιζε,περιμενε να
μπει στην εκκλησια να προσκυνησει την εικονα της
Παναγιας.
Πηγαμε στη μεγαλη ταρατσα πισω απο το ιερο.Μαζι
με αλλους πολλους ανθρωπους κοιταξαμε και θαυ-
μασαμε τη θεα στη λιμνη κατω και στον καμπο περα
ως τα βουνα και τη λιμνοθαλασσα,ν'ανοιξει η καρδια
μας και ν'αλαφρυνει η ψυχη μας.
Εκει στο μοναστηρι βλεπαμε πολυ κοσμο να περναει
απο μπροστα μας,αγνωστοι,για πρωτη φορα τους βλε-
παμε και μας βλεπανε,ανταμωναμε και γνωστους,παι-
δια που τα ξεραμε απο το σχολειο απο το γυμνασιο,
απο τη μπαλα,απο τα πανηγυρια,συγεννεις,φιλους,
συγχωριανους.
Εξω μπροστα απο τα τειχη του μοναστηριου ητανε
πωλητες με τους παγκους τους γεματους με ζαχαρωτα,
με καραμελες,με γλυφιτζουρια,με σαμαλι,με μπακλα-
βαδες.Θυμαμαι ακομα τη γευση και τη γλυκα του μπα-
κλαβα,τριγωνος,ολο ψιλα φυλλα ηταν με μπολικο σο-
ροπι ποτισμενα.
Καποια απο μας τα παιδια,τα πιο ξωηρα και τα πιο
περιεργα,ανεβαιναμε το λοφο,πανω απ'το μοναστηρι.
Βιαζομασταν να φτασουμε στην κορυφη πριν πεσει
το φως και νυχτωσει.Οταν φταναμε εκει κοιτουσαμε
και βλεπαμε γυρω -γυρω τον Μπουμστο,ψηλο βουνο
των Ακαρνανικων,το Περγαντι,το Αγρινιο κι ολο τον
καμπο ως περα,τα κατωμερα,τη Βελουτσα στον
Αστακο,τη Βιτσι στη Μαχαιρα,κορυφες των Ακαρνα-
νικων,την Μαχαιρα,την Μπαμπινη,τον Αετο,τον
Περσεβο,την Κατουνα,την Παπαδατου,την Μαχαλα.
Εκει πανω ειδαμε και τα ερειπια της ακροπολης της
αρχαιας Μητροπολης.
Οταν νυχτωνε καλα πηγαιναμε στη λακα στη θεση
που ειχαμε κρατησει.Εκει βρισκαμε τη μανα,τρωγαμε
στο φως του φεγγαριου.Παντα τυχαινε εκεινο τον καιρο
το φεγγαρι να'ναι γεματο λαμπερο.Λενε πως το φεγγαρι
τον Αυγουστο ειναι το πιο φωτεινο του χρονου.
Επειτα ερχονταν η ωρα να πεσουμε να κοιμηθουμε,
στρωναμε την κουβερτα ξαπλωναμε με τα ρουχα
και με τη μιση σκεπαζομασταν.Ξαπλωμενοι εξω
απο το μοναστηρι στη λακα μαζι με αλλους πολλους
ακουγαμε τις ψαλμωδιες στην εκκλησια,απαλα,ακου-
γαμε τα τριζονια τρι και τρι στα χορτα εκει γυρω,
ακουγαμε τα κουβεντιασματα και τα ψιθυρισματα
των ανθρωπων διπλα μας και μακρια μας,ακουγαμε
τα κυπρια των αλογων,τα περισσοτερα τα ειχαν βου-
λωμενα με σπερδουκλια να μην ακουγονται και τα
χτυπηματα των ποδιων τους,καποιοι απο μας που
ειχαμε προσεξει το δασκαλο στο μαθημα της Ιστο-
ριας ακουγαμε τον Καραισκακη και τα παλλικαρια
του που φιλοξενηθηκαν στο μοναστηρι,βλεπαμε
τον φωτισμενο καμπο,τα ηλεκτρικα φωτα στο Αγρι-
νιο,και τα φωτα των αυτοκινητων στον διεθνη,ετσι
λεγαμε τον δρομο Γιαννενα-Αγρινιο-Αντιριο,κι ο-
νειρευομασταν οταν μεγαλωσουμε να παμε στη μεγα-
λη πολιτεια.Εγω ηθελα εκει να δω τις φωτεινες επι-
γραφες να αναβοσβηνουν με γραμματα και σχεδια.
Βλεπαμε τα φωτακια των ανθρωπων,κερια αναμενα,
φακους.Και βλεπαμε παντου γυρω μας και πανω
μας το φως του φεγγαριου.Επειτα σιγα σιγα ολες οι
φωνες ολες οι παραστασεις ελιωναν διαλυονταν,ο κο-
σμος ηρεμουσε,το κορμι χαλαρωνε,ενα αερακι δρο-
σερο απαλο ερχονταν και κουνουσε τις κουνιες των
ανθρωπων.Τοτε τα βλεφαρα βαραιναν και τα ματια
εκλειναν στον ησυχο ευτυχισμενο υπνο.
Το πρωτο φως της μερας,και η δροσια του καμπου,
μαζι με τις πρωτες φωνες των ανθρωπων και των
ζωων μας ξυπνουσε.
Οσοι ειχαν κρατησει νηστεια πηγαιναν να μεταλαβουν,
και μετα μολις εβγαινε ο ηλιος τα παντα εκει ροδιζαν
κι ηταν πορτοκαλενια,μεσα στην ασπρογαλαζη ομιχλη
ολος ο καμπος.
Τοτε περναμε τον δρομο της επιστροφης.Κατω η λιμνη
δεν φαινονταν ηταν εξαφανισμενη στην ομιχλη κι ολος
ο τοπος στην ομιχλη απο κατω βυθισμενος,οσα ειχες
δει καθαρα το απογευμα της προηγουμενης μερα τωρα
το πρωι τιποτα δεν ξεχωριζες απο εκεινα.
Κι αλλοι ανθρωποι μαζι με μας εφευγαν,πεζα η' καβαλα
στα ζωα.Στον Αη Γιαννη τον Θεολογο χωρισαμε,εμεις
απο τη Μαχαιρα και τη Σκουρτου κατηφοριζαμε δεξια
προς τα δυτικα το λοφο,κι απο την αλλη μερια του λο-
φου αριστερα προς τα ανατολικα κατηφοριζαν λιγο
πιο περα οι προσκυνητες απο τη Γουριωτισα,τη Γαλι-
τσα,τα Οχθια,και σιγα σιγα χανονταν οι μορφες τους
και δεν ακουγαμε πια αλλο την λατινικη γλωσσα τους.
Προς τα εκει κατω πηγαιναν κι οι Ριγανιωτες.Οι Προ-
δρομιτες και οι Αγραμπελιωτες τραβουσαν ισια
νοτια.
Αν ειμασταν τυχεροι θα προλαβαιναμε στη Σκουρτου
που κατεβαιναμε κανενα κοκορετσι να αρτισθουμε με-
τα απο δεκα-πεντε ολοκληρες μερες που κρατουσαμε
νηστεια.
Φταναμε στο χωριο.Εκεινοι που δεν ειχαν παει στο
Λιγοβιτσι κι ειχαν μεινει στο χωριο μολις μας εβλε-
παν ερχονταν να μας ευχηθουν:''Βοηθεια σας και
του χρονου να ξαναπατε''.Εμεις τους ευχαριστουσα-
με με την καρδια μας κι ειχαμε πολλα να διηγηθουμε,
και για πολλα χρονια να θυμομαστε,τωρα που ολα
εχουν ριζικα και αμετακλητα αλλαξει.
.
.
''Ητανε τοτε τα χρονια του '60 ενας καλογερος στο
Λιγοβιτσι παλαιοημερολογιτης ονοματι Παχωμιος
απο τα Μεσογεια της Αττικης,στον ωμο του ανεβαζε
τη ξυλεια να φτιαξει το μοναστηρι,γυριζε και μεσα
στα χωρια και μαζευε σιταρι,...''
.
''Ητανε κι ενας ιερομοναχος απο το Αγγελοκαστρο
στο Λιγοβιτσι ονοματι Πριοβολος ο οποιος ειχε χασει
το χερι του απο καποιο πυρομαχικο που εσκασε,αυτος
λειτουργουσε και στη Μαχαιρα οταν ο Παπαχιλλεας
ηταν εξορια σαν αριστερος,...''
.
''Ηταν κι ενας ταπεινος ανθρωπος απο τη Μαχαλα
ονοματι Γιαννης Γουσας,τον εβαλε ο Παπαχιλλεας
τοτε που'χε τη διακυβερνηση στο Λιγοβιτσι κι ετρω-
γε ψωμακι ο φτωχος οπου δεν ειχε να φαει,...''
.
''Ητανε τοτε που ο Γατσελος ονοματι Δημητρης
Τσαμης απο την Μαχαιρα ητανε ληστης καταζητουμε-
νος και ζητουσε το αποσπασμα το κεφαλι του με αμοι-
βη και εγινε στα αμπελια του Λιγοβιτσιου βορεια
κατω απο το μοναστηρι πανω κοντα στη λιμνη να προ-
δωθει,...''
.
''Ητανε τοτε που στο Λιγοβιτσι καποιοι ψενανε κοκο-
ρετσια αν και δεν επρεπε επειδη ηταν νηστεια ημερα
κι ηταν αμαρτια να τρως κρεας κι ακουστηκε ξαφνικα
μεσα στη νυχτα η φωνη του Πουλου,τοτε πρωτοσυγγε-
λου της Μητροπολης να κρενει :''Μην ψενετε,ειναι αμαρ-
τια'' και το μικρο παιδι στη λακκα ξαπλωμενο διπλα στη
μαννα του το ακουσε κι απορησε κι απο μεσα του ειπε:
''Πως τους ειδε εξω που ειναι αυτοι αφου αυτος ειναι μεσα
στο μοναστηρι;Αγιος ειναι'',γι'αυτο λεω πως πρωτα τα νηπια
και τα παιδια θα καταλαβουν τον λογο του,...''
.
''Ηταν τα μαυρα χρονια της χουντας των συνταγματαρ-
χων και στο χωρο του Λιγοβιτσιου ητανε χωροφυλακοι
κι οποιον νεαρο βλεπανε με φαβοριτες τον επιαναν και
τον πηγαιναν στα σκοτεινα κατω απο το μεγαλο τειχο
μπροστα πλαι,στη γωνια,και του εκοβαν τις φαβοριτες
με τον νομο περι τεντιμποισμου και τον εξεφτιλιζαν,εμας
τα παιδια μας αφηναν να ειμαστε θεατες του εγκληματος
ισως για τον παραδειγματισμο προς αποφυγην,θυμαμαι
πως οι αλητες νεαροι ηταν κυριως Μαχαλιωτες,...''
.
''Ητανε στα χρονια του σχολειου,στ' ταξη, που πηγαμε
μια κοινη εκδρομη στο Λιγοβιτσι,το δημοτικο σχολειο
της Μαχαιρας και το δημοτικο σχολειο της Σκουρτους,
δασκαλος της Μαχαιρας ηταν ο Αχιλλεας Ζακοπουλος
απο το χωριο Αμαραντος των Ιωαννινων,και δασκαλος
της Σκουρτους ητανε ο Τσακαλογιαννης απο την Μπα-
μπινη,στη λακα παιξαμε μπαλα,ομαδες απο τα δυο σχο-
λεια,τοτε το μοναστηρι ητανε εγκαταλλελειμενο,δεν
υπηρχε κανεις,για να φαμε ,θυμαμαι ο Γεωργικος Συναι-
ρισμος Μαχαιρας μας ειχε δωσει δωρισει κονσερβες ψαρι
αυτες που τις λεγαμε ''ρωσικες'',φαγαμε στη σκεπαστη
λοντζα με τη μεγαλη σκαλα,εκει ο δασκαλος ο Ζακοπου-
λος μαζεψε τα κοριτσια να τα μαθει να χορευουν ενα
μοντερνο χορο ,το Φοξ Τροτ,δηλαδη τον βηματισμο της
πονηρης αλεπους,γυριζοντας επισκεφτηκαμε το δημο-
τικο σχολειο της Σκουρτους και ειδαμε τις αιθουσες
διδασκαλιας του,...''
.
.
ΤΡΙΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ,ΤΗ ΦΥΛΛΑΔΑ
ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ-χ.ν.κουβελης.
...
και το στρατευμα πεζοπορουσε ημερες ολοκληρες και
νυχτες χωρις ξεκουραση και υπνο και φαγητο ελαχιστο
και νερο λιγοστο,αγριεψαν οι στρατιωτες,τα μαλλια και τα
γεννια τους μεγαλωσαν,αγρια η μορφη τους,η οψη σκυ-
θρωπη,μιλια δεν εβγαζαν απ'το στομα,μοναχα βρισιες
και βλαστημια ακουγονταν,κι εκεινες συντομες, κι επειτα
βαρια σιωπη,οι βαριες αναπνοες,και πηγαν στον Αλεξανδρο
αντιπροσωποι τους δεκα και του ειπαν τα παραπονα,πως
δυσκολα συγκρατουνται οι στρατιωτες οταν ειναι απελπι-
σμενοι να μην στασιασουν και πως η υπομονη εξαντληθηκε
και ο Αλεξανδρος τους ακουσε προσεχτικα και μεσα του λυ-
πηθηκε,αλλα δεν το εδειξε,γοιατι ειχε μαθει πως ο αρχηγος
δεν πρεπει να δειχνει φοβια η' αμφιβολια,οταν ολοι οι
αλλοι φοβουνται και αμφιβαλουν,αλλα πρεπει να κρυβει
καλα τι σκεπτεται και να μην αποκαλυπτει τι αισθανεται,τους
ειπε πως θα κανει οτι μπορει να διορθωσει τη κατασταση,ν
α συγκρατηθουν για λιγο,κι εφυγαν οι αντιπροσωποι κι εμει-
νε ο Αλεξανδρος βαθεια συλλογισμενος και με βαρια τη καρ-
δια,κι εστειλε ανθρωπους εμπιστους δικους του να μαθει
τους πρωταιτιους τους αντιρρησιες,να τον ειδοποιησουν
κι εναν εναν να τους ξεμοναχιασει και να τους εξουδετερω-
σει,γιατι ηξερε πως χωρις αργηγο ο οχλος δεν οργανωνεται
και να κινηθει εναντιον του,και δεν ηθελε να κινδυνεψει η
εκστρατεια του με κανενα τροπο να ματαιωθει
...
ειπε να τον δεσουν με σχοινι να κατεβει στο πηγαδι,
εκει θα λυθει,κι οταν ειναι ετοιμος θα δεθει με το σχοι-
νι,θα το κουνησει να καταλαβουν πανω και να τον σηκω-
σουν,κατεβηκε ο Αλεξανδρος στο πηγαδι και μετρησε
το βαθος του κι ητανε χιλιες οργιες και το σκοταδι οσο
κατεβαινε τοσο πυκνωνε και το κρυο μεγαλωνε ,οταν
εφτασε στο πατο λυθηκε απ'το σχοινι ,μεσα στο σκοταδι
ειδε μια χαραμαδα φως,εσπρωξε τον τοιχο κι εκεινος
ανοιξε σαν πορτα και μπηκε ο Αλεξανδρος σε μια φωτι-
σμενη αιθουσα κι ειχε πολλες κολονες θεορατες που
βαστουσαν ψηλα τη τεραστια οροφη κι ειχε η οροφη,ση-
κωσε το κεφαλι κι ειδε,πολλα σχεδια απο το ζωικο κι απο
το φυτικο κοσμο,πολλα ζωα και πολλα φυτα δεν τα'χε ξα-
ναδει,στο βαθος της αιθουσαν ηταν ανθρωποι μαζεμενοι,
πλησιασε κι οσο κι αν τους πλησιαζε δεν εφτανε κοντα τους,
ενας απ'αυτους γυρισε και του φωναξε:Αλεξανδρε ελα εδω
κοντα μας,μην στεκεις μακρυα,κι ακουσε τη φωνη του δυνατη,
σαν να του μιλουσε απο πολυ κοντα απο διπλα του και του α-
παντησε:Πως να ερθω ,δεν μπορω,πλησιαζω κι απομακρυ-
νεστε και δεν σας φθανω ποτε,ο αλλος δεν του απαντησε,σαν
να μην τον ακουσε,του επανελαβε τα ιδια λογια πιο δυνατα,
παλι δεν τον ακουσε,και τοτε τον ειδε να του χειρονομει,σαν
να του φωναζε να τρεξει,ετρεξε και τους εφτασε,ηταν πολλοι
μαζεμενοι,απο κοντα του φανηκαν ιδιοι,το ιδιο προσωπο,
το ιδιο υψος ,τα ιδια ρουχα,ιδιο χρωμα μαλλιων,ιδια φωνη,
ιδιοι ανθρωποι,πως να ξεχωρισει τον ανθρωπο που του
φωναξε;αδυνατο ητανε,και τοτε ειδε να ειναι στημενοι
παντου αναμεσα τους πολλοι καθρεπτες σε διαφορες γω-
νιες και καθε ανθρωπος ειχε απο καθρεφτη σε καθρεφτη
πολλα ειδωλα,τοσο πολυ ζαλιστηκε που δεν ηταν σιγουρος
ποιοι ανθρωποι ηταν πραγματικοι και ποιοι ηταν μοναχα
ειδωλα,παρατηρησε πως οι καθρεφτες ηταν απο τετοιο
υλικο κατασκευασμενοι που μπορουσες να περασεις
στο εσωτερικο τους και να συνυπαρχεις με το ειδωλο
σου,με τα ειδωλα των αλλων ανθρωπων,μεσα στα ειδωλα
ειδε τη μορφη του ν'αλλαζει να γινεται ομοια με των αλλων,
σε λιγο δεν θα γνωριζε ποιος ηταν μεσα σε τοσους πολλους
ομοιους ανθρωπους,σκεφτηκε να γυρισει πισω,ομως το
πισω ,οπως κι οποιαδηποτε αλλη κατευθυνση ειχε εξαφα-
νισθει,ολοι κινουνταν,καποια στιγμη σταθηκαν ολοι ακινη-
τοι,ουτε καμια φωνη ακουγονταν,μοναχα ακουγε το χτυπο
ενος ρολογιου,δεν μπορουσε να προσδιορισει απο που,ακου-
γονταν καθαρα τα δευτερολεπτα,ειδε πως απεκτησε παλι το
δικο του προσωπο,καταλαβε πως χαθηκε σε λαβυρινθο,πριν
αρχισουν ολα απ'την αρχη να συμβαινουν ξανα ετρεξε προς
καποια διευθυνση να προλαβει να ξεφυγει.ειδε μια ανοιχτη
πορτα,ισα που προλαβε να τη περασει γιατι σταματησε το ρο-
λοι ,βρεθηκε στο σκοταδι,απλωσε τα χερια και ψηλαφησε ,
επιασε το σχοινι ,δεθηκε απ'τη μεση,το κουνησε δυνατα,
γρηγορα τον ανεβασαν επανω,τον ρωτησαν γιατι τοσα γρη-
γορα γυρισε,δεν τον ειχαν καλα καλα κατεβασει κατω κι αμε-
σως κουνησε το σχοινι να τον ανεβασουν επανω,μολις που
κατεβηκε,δεν τους ειπε τιποτα τι ειδε,ειπε πως δεν ειχε κατι
να δει
...
νυχτα,η Ρωξανη,ηταν εξω στον κηπο,τη βρηκε εκει,την
πλησιασε,σταθηκε κοντα της,την αγγιζε,ζεστο το κορμι
της,ειδε το προσωπο της,το φωτιζε η σεληνη,πανσεληνος,
''εχεις ομορφο προσωπο'' της ειπε,εκεινη χαμογελασε,
δεν απαντησε,αργοτερα στη κρεβατοκαμαρα,τον ρωτησε
τι εννοουσε οταν ,πριν,στο κηπο της ειπε:''εχεις ομορφο
προσωπο'',
...
.
.
Αποσπασματα της ιστοριας ενος αχρειου τυραννου
απο το εργο Ιωνα Ανωνυμου Λογογραφου
του Στ' αιωνα π.Χ-χ.ν.κουβελης
.
ηταν αχρειος ανθρωπος,πολλοι συγχρονοι του το μαρτυρουν,
καταφερε να παρει με βια την εξουσια,εξορισε τους αντιπα-
λους του και πολλους τους θανατωσε,κατααπαταλησε το δη-
μοσιο χρημα με τους ομοιους του,η υπαιθρος ερημωθηκε,
η φορολογια δυσβασταχτη,περιστοιχιζονταν απο δολιους και
πονηρους,κολακες τον συμβουλευαν,πορνες συναναστρεφον-
ταν,αμετρητα δεινα συσωρευτηκαν,κι εγινε πολυ μισητος στο
λαο,
τον επιασαν,τον εσυραν νυχτα σκοτεινη ασεληνο σε ερημικο με-
ρος,εκει τον παρατησαν χωρις τροφη και νερο,γυρνουσε μεσα στην
απεραντη ερημια,που πουθενα δεν ειχε ακρα,ουτε δεντρου σκια,
ο ηλιος δεν ανετειλε ουτε δουσε τον εκαιγε,υποφερε για οσα κακα
εκανε κι ετσι τελειωσε τις μερες του εκεινος ο τυραννος,
.
.
ο πινων του πινωνοντας τον πινωντα
ΕΝΑ ΑΝΑΚΡΕΟΝΤΕΙΟ ΠΟΙΗΜΑ-μεταφραση χ.ν.κουβελης
Αφιερωμενο στους Βαρελοφρονες του παλιου περιοδικου ΡΟΜΑΝΤΣΟ
.
.
Η γη μελαινα πινει,
πινει δενδρεα δ'αυ γην,
πινει θαλασ'αναυρους,
ο δ'ηλιος θαλασσαν,
τον δ'ηλιον σεληνη,
τι μοι μαχεσθ',εταιροι,
καυτωι θελοντι πινειν;
.
η μαυρ' η γης πινει,
πινουν τα δεντρα τους χυμους της ,
πιν'η θαλασσα τα ποταμια,
ο ηλιος τη θαλασσα,
τον ηλιο η σεληνη,
γιατι με κατηγορατε,φιλοι,
που και'γω θελω να πινω;
.
ο ενας φερνει τον αλλον Σχολιασμο:
-η φυσικη αλυσιδα :ο πινων του πινοντος τον πινοντα κ.ο.κ
η γη που πινει που την πινουν τα δεντρα
η θαλασσα που πινει τα ποταμια που την πινει ο ηλιος που
τον πινει η σεληνη
δηλαδη λιανωτερα,περιεχτικοτερα,σνιφ!,να μην γινει καμμια
παρεξηγησης περι αυτου οι Επισχολιασμοι.
-η γη πινει,ρουφα,απορροφα ,το νερο της βροχης,
ο πινων η γη,το ποτο η βροχη
-τα δεντρα πινουν ,ροφουν,με τις ριζες τους τα θρεπτικα συ-
στατικα της γης, του χωματος,
ο πινων το δεντρο,το ποτο οι χυμοι
-η θαλασσα δεχεται ,ρουφα,τα νερα των ποταμων,
ως γνωστον τα ποταμια καταληγουν στη θαλασσα,
ο πινων η θαλασσα,το ποτο ο ποταμος
-το νερο της θαλασσας το πινει,το ρουφα,το εξατμιζει
ο ηλιος,αν δεν το ξερετε,με τη θερμοκρασια του,με την
ακτινοβολια του,
ο πινων ο ηλιος,το ποτο η θαλασσα
¨-τον ηλιο τον πινει,τον ρουφα,τον κρυβει,τον εξαφανιζει,
κι αυτο αν δεν το ξερετε,η σεληνη,στην εκλειψη του ηλιου
απο τη σεληνη,καθως η σεληνη μπαινει αναμεσα σπο τη γη
και τον ηλιο και τον ηλιο τον κρυβει ,ο ηλιος σκοτινιαζει και
χανεται,σαν να τον πινει,να τον καταπινει,
αλλα και τ-αλλο, η σεληνη πινει,ρουφα το φως του ηλιου,γιατι
δεν εχει δικο της φως,το αντανακλα,και φαινεται φωτεινη απ'το
φως που πινει
ο πινων η σεληνη,το ποτο ο ηλιος
Ας αφησουμε τα σοβαρα ,τα επιστημονικα και τα αστρονομικα
κι ας ερθοομε στα καθ'εμας γηινα ,στα παθη του Ανακρεοντα,τα
γνωστα πινωντα,
ο πινων Εγω ο Ανακρεωντ,Εσυ,Εμεις,το ποτο τα ποτα
και ο Ανακρεων,γενικα ο πινων,πινει,αφου φυσικος νομος ειναι:
''ο πινων του πινοντος τον πινωντα'',το ενα να πινει το αλλο
που πινει το αλλο και ουτω καθεξης,ετσι κι αυτος πινει,και να μην
τον κατακρινετε[και τοτε και τωρα και παντα],γιατι ειναι πολυ αδυ-
νατος να ξεφυγει απ'αυτον τον δυνατο φυσικοτατον υπερανω νομο
γι'αυτο και νομοτελειακα...πινει,δηλαδη θελει ..φυσικω τω νομω
να πινει,δεν μπορει να ξεφυγει να μην πινει-και ως εκ τουτου τα
σχολια οι κρισεις και οι επικρισεις σας περιττευουν,ειναι,σας το
λεει και το τονιζει,ανακρουωντας,φανατικως,εμφυτως ουχι επικτη-
τως,...βαρελοφρων!
Τελεια και παυλα Παιδια,.Σνιφ!.
Επιρεπεις εις Το Πινειν.
Εις Υγειαν!.Σνιφ!Υγειενετε Απαντες!
Οι Πινωντες!
Οι Πινωντες τους Πινωντας τους Πινωντες...!
.
.
Εγω δεν εχω δυναμη να πικρανω ανθρωπο.
Εχω δυναμη στο χωραφι του αν θελει να τραβηξει μια ελια
να τη σηκωσω με τα χερια μου
[ακουστηκε απο ανθρωπο σε καφενειο]
.
.
ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΒΑΣΙΣΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΥΜΑΙΟΥ
ΣΤΗΝ ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ,Ραψωδια Ο',στιχοι 402-484
- χ.ν.κουβελης
.
.
τοῦτο δέ τοι ἐρέω, ὅ μ' ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς.402
νῆσός τις Συρίη κικλήσκεται, εἴ που ἀκούεις,
Ὀρτυγίης καθύπερθεν, ὅθι τροπαὶ ἠελίοιο,
Μια φορα τα πολυ παλια χρονια σ'ενα νησι πλουσιο π'απ'ολα
τα καλα ειχε,προβατα και σιταρια,αμπελια και κρασια,ηταν ενας
αρχοντας και η αρχοντισα του,βασιλιας και βασιλισα ητανε στον
τοπο εκεινο,κι ειχανε ενα παιδι μονακριβο,και το μεγαλωνε μια
ξενη γυναικα,αυτη το φροντιζε και το'παιζε,και το παιδι πολυ ηταν
ευτυχισμενο και την αγαπουσε,
τοτε ηρθανε στο νησι μ'ενα καραβι ξενοι εμποροι,κι ειχανε πολλες
πραματειες στ'αμπαρια του,ρουχα και στολιδια,κοσμηματα διαφο-
ρα και τριγυριζαν στη χωρα διαλαλουσαν το εμποτρευμα και το που-
λουσαν,κι ενας απ'αυτους τους εμπορους ενας νεαρος αντρας ειδε μια
μερα στην αγορα τη γυναικα που κρατουσε το παιδι και ητανε ομορφη
και του αρεσε πολυ την σταματησε και της μιλησε κι εκεινη δεχτηκε
και τον αγαπησε κι αυτη και της ζητησε να την κλεψει,και να την παρει
στο καραβι μαζι του,να φυγουν μακρια,
μα ομως αυτο το πραμα ευκολο καθολου δεν ηταν ,πως να παρατησει
το παιδι,πολυ θα του κακοφαινοντανε του αρχοντα,θα θυμωνε,ομως
τον αγαπουσε η γυναικα τον αντρα κι ηθελε πολυ να φυγει μαζι του,
και μια μερα ο αντρας ο εμπορος πηρε τη πιο καλη πραματεια του,κο-
σμηματα λαμπερα φανταχτερα,και πηγε στο σπιτι του αρχοντα με τεχνα-
σμα να κλεψει τη γυναικα,κι εκει τα'δειξε,και μαζευτηκαν στην αυλη
ολες οι γυναικες του σπιτιου και μαζι κι η μανα του παιδιου,
και πολυ θαμπωθηκαν απ'τα στολιδια και τα κοσμηματα,κι ενα χρυσο
περιδεραιο με κεχριμπαρια τους εκανε την περισσοτερη εντυπωση,
τους αρεσε πολυ και καθεμια το φοραγιε στο λαιμο της κι ηθελε να
το'χει δικο της,να τ'αγορασει και να καμαρωνει,
ολες οι γυναικες το νου τους τον ειχαν εκει και ξεχαστηκαν,
ἤλυθ' ἀνὴρ πολύϊδρις ἐμοῦ πρὸς δώματα πατρὸς
χρύσεον ὅρμον ἔχων, μετὰ δ' ἠλέκτροισιν ἔερτο. 460
τὸν μὲν ἄρ' ἐν μεγάρῳ δμῳαὶ καὶ πότνια μήτηρ
χερσίν τ' ἀμφαφόωντο καὶ ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶντο,
ὦνον ὑπισχόμεναι
[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
κι ηρθε πανουργος αντρας στο σπιτι του πατερα μου
κι ειχε μαζι του χρυσο περιδεραιο με κεχριμπαρια
περασμενα κι ολες οι δουλες τ'αρχοντικου κι η σεβαστη
μητερα το πηραν στα χερια και τ'αγγιζαν το κοιταζαν
με θαυμασμο και να τ'αγορασουν ζητουσαν
και τοτε βρηκε την ευκαιρια να ξεφυγει χωρις να την δουν
η γυναικα να παει στο καραβι, να φυγει και το παιδι κρατου-
σε απ-το χερι,κι αυτο την ακολουθησε,δεν καταλαβαινε,
κι ετσι εφυγαν απ'το νησι και βρεθηκαν οι εμποροι σ'αλλο νησι
κι εκει πουλησαν στον αρχοντα του τοπου,στο βασιλια,το παιδι,
τοὺς δ' Ἰθάκῃ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ ὕδωρ,
ἔνθα με Λαέρτης πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν.
οὕτω τήνδε τε γαῖαν ἐγὼν ἴδον ὀφθαλμοῖσι."484
και το παιδι δουλευε σαν χοιροβοσκος,[συβωτας],βοσκουσε
τα γουρουνια του αρχοντα,
ηταν καλος και τιμιος κι ευγενικος κι ολοι τον αγαπουσαν,
αρχοντας εγινε στο νησι ο γιος του βασιλια και μια μερα εφυγε
απ'το νησι για μεγαλη εκστρατεια μαζι μ'αλλους πολλους αρχον-
τους απ'ολη τη χωρα,εναν πολεμο περα μακρια σε ξενη πολη,
και περασαν χρονοι δεκα να τελειωσει ο πολεμος κι αλλους δεκα
χρονους εκανε να γυρισει πισω στη πατριδα,αφου πολυ παιδευτηκε,
και το σπιτι του το ειχανε πιασμενο αδικοι ανθρωποι που θελανε να
του αρπαξουν τη γυναικα και να του σκοτωσουν το γιο του,να του
παρουν την εξουσια,να κυβερνησουν τον τοπο εκεινοι,
ολο γλεντουσαν ετρωγαν κι επιναν,σπαταλουσαν το βιος του και
το σκορπουσαν,τα προβατα και τα γιδια και τα γελαδια και τα γουρου-
νια,το κρασι και το σιταρι,
κι ο αρχοντας σαν γυρισε ,σκεδιασε να τους ξεκανει και κρυφτηκε στις
ερημιες και σαν γερος και ζητιανος μεταμορφωθηκε,σ'ολους αγνωρι-
στος,και μοναχα σ'εκεινον τον χοιροβοσκο που τοσο πολυ τον εμπι-
στευον-ταν φανερωθηκε ,ποιος ειναι και τι σκοπευε να κανει κι εκει-
νος χαρηκε που ξαναβρηκε τον αφεντη του,κι οταν ωριμασε ο καιρος
κι ηρθε η μερα πηρε εκδικηση κι εναν-εναν ξεκανε τους αδικους αν-
θρωπους,με το τοξο και τα βελη του τους σκοτωσε,τοτε τον πιστο
χοιροβοσκο τον απελευθερωσε,δουλος να μην ειναι πια,κι εγινε κι
εκεινος αρχοντας μεγαλος κι απ'αυτον καταγεται μεγαλη γενια.
Κι ετσι εζησαν αυτοι καλα κι εμεις καλυτερα
.
.
ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ Η ΥΨΙΠΥΛΗ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ
-χ.ν.κουβελης
.
.
ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Τα παλια χρονια σ'ενα νησι ηταν ενας αρχοντας βασιλιας κι
η γυναικα του κι ειχαν μια θυγατερα,τοτε εγινε μια αρρω-
στεια και σ'ολες τις παντρεμενες γυναικες του νησιου μυριζε
ασχημα το σωμα κι οι αντρες τις παρατησαν και πηγαιναν
στο κρεββατι μ'αλλες γυναικες,αυτες οι στεφανωμενες
γυναικες θυμωσαν με τους αντρες και πολυ τους κακοφα-
νηκε κι ηθελαν να εκδικηθουν τους αντρες,τοτε μαζευτηκαν
κρυφα και πηραν την αποφ;αση να σκοτωσουν ολους τους
αντρες,η θυγατερα του βασιλια λυπηθηκε τον πατερα της κι η-
θελε να τον σωσει,τον εκρυψε μεσα σ'ενα πιθαρι κι εκει τον
κραταγε κρυμενο να μην τον βρουν και τον σκοτωσουν,κι
ετσι σωθηκε ο βασιλιας,τους αλλους αντρες τους σκοτωσαν
ολους κι εκεινη την εκαναν βασιλισα τους,κι οταν αραξε στο
λιμανι του νησιου ενα μεγαλο καραβι μ'αντρες πολεμισταδες
που πηγαιναν εκστρατεια σε μια μακρυνη ξενη χωρα,ολες οι
γυναικες πλαγιασαν μαζι τους να κανουν παιδια κι η βασιλισα
πλαγιασε με τον αρχηγο των αντρων,απο'κεινο το σμιξιμο γεν-
νηθηκαν δυο διδυμα παιδια,οταν εφυγαν οι αντρες για την εκ-
στρατεια ο αρχηγος τα πηρε μαζι του τα δυο παιδια,μετα μαθευ-
τηκε σ'ολο το νησι πως η βασιλισα δεν κρατησε τον ορκο της κι
εσωσε τον πατερα της,τον βρηκαν κρυμενον στο πιθαρι και τον
σκοτωσαν,τοτε την εβγαλαν απο βασιλισα και την εξορισαν,την
επιασε μια συμμορια ανθρωπων και την πουλησε σκλαβα σ'αλλο
μερος,εκει την πηρε δουλα ο βασιλιας κι η βασιλισα την ειχε τροφο
να μεγαλωσει το παιδι της,και το παιδι ειχε πανω του ενα βαρυ λο-
γο,να μην το αφησει στο χωμα πριν περπατησει γιατι θα πεθανει
αμεσως,κι αυτο,της ειπε η βασιλισα,να το προσεχει πολυ και να'χει
παντα το νου της,να μην ξεχαστει,και μια μερα περασε απο'κεινο τον
τοπο μια μεγαλη στρατεια που την κυβερνουσαν εφτα αρχηγοι,πηγαι-
να σ'εναν αλλο τοπο να πολεμησει ο αδερφος τον αδερφο, κι ειδανε
τη δουλα με το παιδι στην αγκαλια και τη ρωτησαν να τους πει που βρι-
σκεται πηγη με νερο να πιουν να ξεδιψασουν κι εκεινη τους ειπε,και
ξεχαστηκε κι αφησε το παιδι πανω στα χορταρια να παει να τους δειξει
το νερο,κι οταν γυρισε βρηκε το παιδι πεθαμενο ,ο βαρυς λογος βγηκε
αληθινος, το φιδι της πηγης το'φαγε το παιδι,κι ενας απ'τους αρχηγους
σκοτωσε το φιδι που'κανε το κακο,τοτε το'μαθε η βασιλισα πως παει
το παιδι,κι ο βασιλιας ετυχε να λειπει σε κυνηγι,κι η μανα ετρεξε
με κλαματα και δυνατες φωνες στο τοπο που'ταν το παιδι πεθαμε-
νο,και φωναζε να σκοτωσουν τη δουλα ,να μην ζει,γιατι αυτη
εφταιγε για το χαμο του παιδιου της,τοτε αυτος ο αρχηγος που
σκοτωσε το φιδι ειπε για να παρηγορησει τη μανα να κανουν
αγωνες να τιμησουν τη μνημη του παιδιου και να μην σκοτωσουν
τη δουλα γυναικα,ακουσε η βασιλισα και συμφωνησε να γινουν
αγωνες,οταν γυρισε ο βασιλιας απ'το κυνηγι κι εμαθε τα γεγο-
νοτα ηθελε να σκοτωσει τη δουλα,να μην την λυπηθει και τοτε
ενας αλλος αρχηγος της στρατειας την εσωσε και δεν την
σκοτωσαν,κα ιμεσα στο στρατο πολεμιστες ηταν και τα διδυμα
παιδια της δουλας,που καποτε ηταν βασιλισα,τα παιδια πηραν
μεροςστους αγωνες,νικησαν στ'αθληματα κι ακουστηκαν τα ονο-
ματα τους,τ'ακουσε τα ονοματα η μανα η δουλα και καταλαβε πως
αυτα ηταν τα χαμενα παιδια της και πηγε κοντα τους κι αναγνω-
ριστηκαν τα παιδια με τη μαννα,και την πηραν και γυρισαν πισω
στο νησι τους εκει να ζησουν
κι εζησαν αυτοι καλα κι εμεις ακομα καλυτερα
.
Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ
Η Υψιπυλη ηταν κορη του βασιλια της Λημνου Θοαντα ,απο την
Κρητη,γιος του Διονυσου και της Αριαδνης,μητερα της ηταν η Μυ-
ρινα,κορη του Κρηθεα βασιλια της Ιωλκου στη Θεσσαλια,κι αγαπου-
σε πολυ τον πατερα της.
Οι γυναικες αμελησαν να κανουν θυσια στη θεα Αφροδιτη κι εκει-
νη τις τιμωρησε να μυριζει ασχημα το σωμα τους,κι οι αντρες πη-
γαιναν στις εταιρες.Τοτε οι γυναικες θυμωσαν κι αποφασισαν να
σφαξουν τους αντρες.Η Υψιπυλη εσωσε το πατερα της,τον εκρυψε
σ'ενα πιθαρι.Οι αλλοι αντρες ολοι σφαχτηκαν και την Υψιπυλη την
εκαναν βασιλισα.
Οταν ηρθαν στο νησι οι Αργοναυτες με τον Ιασονα και τους αλλους
ηρωες,επιτραπηκε οι γυναικες να πανε μαζι τους να κανουν παιδια.
Η Υψιπυλη κοιμηθηκε με τον Ιασονα και γεννησε διδυμα παιδια,τον
Ευνηο και τον Θοαντα.Οταν εφυγαν απ'το νησι οι Αργοναυτες ο Ια-
σονας πηρε τα δυο παιδια μαζι του.
Μαθευτηκε πως η Υψιπυλη ειχε παραβει τον ορκο στις αλλες
γυναικες κι ειχε σωσει τον πατερα της,τον βρηκαν κρυμενον στο πιθαρι
και τον σκοτωσαν,εκεινη την εβγαλαν απο βασιλισα και την εξορισαν
απ'το νησι.Την επιασαν πειρατες και την πουλησαν σκλαβα στον βασι-
λια της Νεμεας Λυκουργο.Η γυναικα του Ευριδικη την ειχε τρο-
φο τους παιδιου τους Οφελτη.Για τον Οφελτη υπηρχε ενας χρησμος,
να μην πατησει το χωμα αν πρωτα δεν περπατησει.
Απο τη Νεμεα περασαν οι Επτα Αργειοι Στρατηγοι να πανε στη Θηβα
να εκδικηθει ο Ετεοκλης τον αδελφο του τον Πολυνεικη,ειπαν στην
σκλαβα να τους δειξει καποια πηγη με νερο να ξεδιψασουν.Εκεινη
αφησε πανω στα χορταρια το παιδι και πηγε να τους δειξει τη πηγη.
Οταν γυρισε βρηκε το παιδι πεθαμενο ,το ειχε φαει το φιδι της πηγης.
Ο Αμφιαραος,ενας απο τους επτα Αργειους αρχηγους σκοτωσε το φι-
δι.
Η Ευριδικη θυμωσε πολυ για το θανατο του παιδιου της και ζητησε
να πιασουν την Υψιπυλη και να την θανατωσουν.
Ο Αμφιαραος θεωρησε το θανατο του παιδιου κακο οιωνο για την
εκστρατεια στη Θηβα κι ονομασε το παιδι Αρχεμορο,[Αρχεμορος,αυτος
απο το οποιον αρχιζουν οι δυστυχιες]και προτεινε στην Ευριδικη,ο Λυ-
κουργος ελειπε,να τιμησουν τη μνημη του παιδιου με αγωνες.
Ετσι θεσπισθηκαν οι αγωνες τα Νεμεα.
Ο Λυκουργος οταν γυρισε κι εμαθε τα γεγονοτα επεμενε να σκο-
τωσουν την Υψιπυλη και τοτε με την επεμβαση του Αδραστου ενος
αλλου απο τους επτα στρατηγους και του Διονυσου που ηταν προ-
γονος της σωθηκε η Υψιπυλη.
Ακομα λενε πως στον στρατο ηταν και τα διδυμα παιδια της,ο Ια-
σονας τα ειχε φερει στη Κορινθο μαζι με τη Μηδεια μετα την
Αργοναυτικη Εκστρατυεια στη Κολχιδα.Τα παιδια πηραν μερος
στους αγωνες και νικησαν.Ακουστηκαν τα ονοματα τους ,η Υψι-
πυλη ακουσε τα ονοματα,καταλαβε πως ηταν τα δυο χαμενα
παιδια της ο Ευνηος και ο Θοας κι ετσι αναγνωρισθηκαν κι
εσμιξαν.Ο Ευνηος πηρε τη μανα του και γυρισαν στη Λημνο.
.
Η ΥΨΙΠΥΛΗ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ
Η Υψιπυλη ,το δραματικο εργο του Ευριπιδη,χαμενο για αιωνες
βρεθηκε σε παπυρο σε αποσπασματα στην Οξυρυγχο μια κωμο-
πολη της Ανω Αιγυπτου στη γειτονια του Φαγιουμ,τον Μαιο του
1906.Ειναι ο παπυρος 852 της Οξυρυγχου,γραμμενος περιπου το
200 μΧ.
Ο παπυρος απο τη μια πλευρα εχει λογαριασμους,με εσοδα εξοδα
και πληρωμες κι απο την αλλη την τραγωδια σε αποσπασματα.
Οι παπυροι βρεθηκαν σε ταφους στη περιοχη και σε χωρους σκουπιδιων.
Σωθηκαν γιατι συνηθιζαν να τυλιγουν τις μουμιες με αχρηστους παπυ-
ρους,τους οποιους αγοραζαν φθηνα και τους εβαζαν κολλημενους
τσε στρωματα στις μουμιες.
Για την τραγωδια της Υψιπυλη εχουμε πληροφοριες απο τους Βατραχους
του Αριστοφανη που διδαχθηκαν το 405 π.Χ στην Αθηνα σε σχολιο:
την Αδρομέδαν, των καλλίστων Ευριπίδου δράμα η Ανδρο-
μέδα, δια τι δε μη άλλο τι των προ ολίγου διδαχθέντων και
καλών Υψιπύλης, Φοινισσών, Αντιόπης. Η δε Ανδρομέδα
ογδόωι έτει προήκται».
Πρεπει να διδαχθηκε περιπου το 408 η' το 407 π.Χ.Και οι τρεις τραγωδιες
η Υψιπυλη,οι Φοινισσες[η μονη που σωθηκε ολοκληρη],η Αντιο-
πη,ανοικουν στον Θηβαικο Κυκλο.
Η Υψιπυλη του ΕυρΙπιδη διαδραματιζεται στη Νεμεα,οπου ειναι τροφος
του Οφελτη του γιου του βασιλια Λυκουργου και της Ευριδικης.
Ακολουθει το μυθο
Λεξεις-Αποσπασματα απο τον παπυρο της Οξυρυγχου:
Συμ[πλη]γαδων[αρχικος λογος της Υψιπυλης]
ζυγω
καταστήσειας α[ν … πρό]σθ’ ελευθέραν[ισως η Υψιπυλη
μιλαει στο παιδι και του διηγειται τα παθηματα της]
πότερα δώματος εισόδους σαίρεις;[τη ρωταει ο χορος]
Ιδου[δειχνει στο παιδι τα αετωματα]
καταλύσαντες παρά τη του Λυκούργου γυναικί[τα παιδια της,ο
Θοας και ο Ευνηος,που ακομα δεν ξερουν οτι ειναι η μητερα
τους,ζητουν φιλοξενια ,κι αυτη τους λεει πως μπορουν να μει-
νουν εκει]
χερνιβα[λεει ο Αμφιαραος οταν ζηταει νερο]
ημεις δ'ιδο[ντες][οι Αργειοι βλεπουν απο τη πηγη το παιδι
να κινδυνευει απο το φιδι]
αλ[ικες][απο τους θρηνους για το παιδι]
λε]ύσσειν αλλ[ά σοι πάρα»[ο χορος την ρωταει που ηταν
το παιδι]
εγγύς, ουχί μα[κράν[απανταει στο χορο η Υψιπυλη]
υπειδομην[ο Αμφιαραος πηγαινει στην Ευριδικη γιατι υπο-
ψιαζονταν πως θα καταδικαστει η Υψιπυλη για το θανατο
του παιδιου]
άνδρα κατέφυγεν[η Ευριδικη περιμενει να γυρισει ο αντρας
ο Λυκουργος για να αποφασισει τελικα την τυχη της Υψιπυλης]
ουκ έχουσι συμμάχους[οι δουλοι,και η Υψιπυλη που ειναι
δουλα]
Αμφιάρεως, σώσε [αυ]θις [η Υψιπυλη εχει την ελπιδα πως παλι
θα τη σωσει ο Αμφιαραος]
τον επιτάφιον του παιδός ηθέλησαν αγωνίσασθαι[τα δυο παιδια
της Υψιπυλης περνουν μερος στους αγωνες προς τιμη του
παιδιου Οφελτη,νικουν,κι ανακοινωνουν τα ονοματα τους,
τα ακουει η Υψιπυλη κι ετσι γινεται η αναγνωριση της μανας
και των χαμενων παιδιων της]
η δε τους προειρημένους ξενοδοχήσασα τούτους μεν επήνει
[η αναγνωριση των παιδιων της]
τούτους μεν επήνει, την μητέρα σ’ αυτών αποκτείνειν [ήμελ]λεν
[η Ευριδικη ηθελε να θανατωθει η Υψιπυλη στους αγωνες]
.
επεμβαινει ο Διονυσος προγονος απο τον πατερα της τον Θοαντα,
παιδι του Διονυσου και της Αριαδνης,σαν απο μηχανης θεος και τη
σωζει και λεει στον Ευνηο,κατα την Παλατινη Ανθολογια 3,10,5,
να την παρει στη Λημνο στη πατριδα της,στείχε δε και συ λιπών
Ασωπίδος, Εύνο’, άρουραν γειναμένην άξων Λήμνον ες ηγαθέην
κι επειτα να παει στην Αθηνα.Οι προγονοι του ηταν μουσικοι,οι
Ευνειδαι,[κατα τον Wilamovitz]
στη Μυριοβιβλο του ο Πατριαρχης Φωτιος ο Α'[Κωνσταντι-
νουπολη 810 η'820-893] γραφει:
γενος Αθήνησι μουσικόν, από Εύνεω του Ιάσονος και Υψιπύλης.
Γένος εστί παρά Αθηναίοις ούτως ονομαζόμενον. Ήσαν δε κιθα-
ρωδοί, προς τας ιερουργίας, παρέχοντες την χρείαν.
.
Ευνηος[ευ+ναυς,αυτος που εχει καλα πλοια,ο καλοταξειδος]
Ο Ευνηος στον Τρωικο Πολεμο τροφοδοτουσε με κρασι τους
Αχαιους.
Ομηρου Ιλιαδα,Ραψωδια Η',στιχοι 464-472
Ὣς οἳ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,
δύσετο δ' ἠέλιος, τετέλεστο δὲ ἔργον Ἀχαιῶν,
βουφόνεον δὲ κατὰ κλισίας καὶ δόρπον ἕλοντο.
νῆες δ' ἐκ Λήμνοιο παρέσταν οἶνον ἄγουσαι
πολλαί, τὰς προέηκεν Ἰησονίδης Εὔνηος,
τόν ῥ' ἔτεχ' Ὑψιπύλη ὑπ' Ἰήσονι ποιμένι λαῶν.
χωρὶς δ' Ἀτρεΐδῃς Ἀγαμέμνονι καὶ Μενελάῳ 470
δῶκεν Ἰησονίδης ἀγέμεν μέθυ χίλια μέτρα.
ἔνθεν οἰνίζοντο κάρη κομόωντες Ἀχαιοί
.
Ομηρου Ιλιαδα ,Ραψωδια Ψ',στιχοι 740-752
Πηλεΐδης δ' αἶψ' ἄλλα τίθει ταχυτῆτος ἄεθλα 740
ἀργύρεον κρητῆρα τετυγμένον· ἓξ δ' ἄρα μέτρα
χάνδανεν, αὐτὰρ κάλλει ἐνίκα πᾶσαν ἐπ' αἶαν
πολλόν, ἐπεὶ Σιδόνες πολυδαίδαλοι εὖ ἤσκησαν,
Φοίνικες δ' ἄγον ἄνδρες ἐπ' ἠεροειδέα πόντον,
στῆσαν δ' ἐν λιμένεσσι, Θόαντι δὲ δῶρον ἔδωκαν·
υἷος δὲ Πριάμοιο Λυκάονος ὦνον ἔδωκε
Πατρόκλῳ ἥρωϊ Ἰησονίδης Εὔνηος.
καὶ τὸν Ἀχιλλεὺς θῆκεν ἄεθλον οὗ ἑτάροιο,
ὅς τις ἐλαφρότατος ποσσὶ κραιπνοῖσι πέλοιτο·
δευτέρῳ αὖ βοῦν θῆκε μέγαν καὶ πίονα δημῷ, 750
ἡμιτάλαντον δὲ χρυσοῦ λοισθήϊ' ἔθηκε.
στῆ δ' ὀρθὸς καὶ μῦθον ἐν Ἀργείοισιν ἔειπεν·
.
Θοας[θεω,τρεχω,γρηγορος,γρηγοροποδαρος,απιαατος,αθεατος}
.
.
ΕΡΕΙΠΙΑ ΑΡΧΑΙΟΥ ΝΑΟΥ [ΠΙΘΑΝΟΝ ΤΗΣ ΑΓΡΟΤΕΡΑΣ ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ]
ΣΤΗ ΜΑΧΑΙΡΑ ΞΗΡΟΜΕΡΟΥ,ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΣΧΕΔΙΟ ΑΓΓΛΟΥ ΠΕΡΙΗΓΗΤΗ
ΣΤΙΣ 17 ΑΠΡΙΛΙΟΥ ΤΟΥ 1713,ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΚΛΙΜΑΤΟΒΡΗΣΚΑ ΠΑΝΑΓΟΥΛΑ-
χ.ν.κουβελης
.
ο φιλος μου ιστορικος ερευνητης Jean Donner ανακαλυψε
στην Εθνικη Βιβλιοθηκη της Γαλλιας στα αρχεια του 18ου αιωνα
ενα σημαντικο εγγραφοντοκουμεντο που αναφερεται στη Μαχαιρα
στις 17 Απριλιου του 1713,ειναι γραμμενο στα ελληνικα της εποχης,
συγγραφεας ενας ελληνομαθης αγγλος περιηγητης ο George
Greenfield φυτολογος ο οποιος πηρε αδεια απο τις Οθωμανικες
αρχες να περιοδευσει στη Δυτικη Στερεα και στη Πελοποννησο να
εξετασει τα φυτα της περιοχης,ειχε συνοδεια 10 ανθρωπων,
7 Αγγλων και 3 Ελληνων,η μετακινηση γινονταν με αλογα,σ'αυτα
ειχαν φορτωμενες και τις προμηθειες των ,τροφιμα,νερο,ρουχα,
στις 17 Απριλιου του 1713 εφτασαν στη Μαχαιρα,τοτε μικρο χωριο,
με διασπαρτους οικισμους γυρω-γυρω κυριως κτηνοτροφων,πριν
φτασουν στο χωριο,1-2 χιλιομετρα απο το σημερινο χωριο βορεια,
πιθανως στη θεση Κλιματοβρησκα Βρουσκα και Παναγουλα
αντικρυσαν τα ερειπια αρχαιου ναου,ο Αγγλος υποθεσε απο τον
αγροτικο χαραχτηρα της περιοχης πως ηταν ναος της Αγροτερας
Αρτεμιδος,οι κολωνες ηταν απο πορολίθο,δωρικου ρυθμου,καποιοι
κτηνοτροφοι που βρηκαν να βοσκουν τα ζωα τους εκει γυρω στη
περιοχη και τους ρωτησαν για τα ερειπια τους ειπαν πως τα λενε
''τα ελληνικα λιθαρια'',τιποτα αλλο δεν ηξεραν,και πολλοι βοσκοι τα
χρησιμοποιουσαν για μαντρια αρνιων και κατσικιων,στη συντροφια
του Αγγλου υπηρχε και καποιος σχεδιαστης που σχεδιασε τα ερειπια
του αρχαιου ναου,μαλλον βιαστικα γιατι το σχεδιο φαινεται προχει-
ρο,
ο φιλος μου μου εστειλε το σχεδιο με e-mail σημερα Δευτερα
1η Απριλιου του 1913 στις 12:10,μαζι και το κειμενο που αναφερει
τα ερειπια του αρχαιου ναου στη Μαχαιρα το 1713.τον ευχαριστω
πολυ,
σας το αντιγραφω οπως το εστειλε:
εκ του χωριου Μαχαλα βορεια εις υψωμα επηραμε το μονοπατι
εν μεσω πυκνων θαμνων νοτια προς τον Αστακον οπου ητο η
θαλασσα,η μερα ητο ζεστη και ειχεν ηλιον,ολιγον προ του μεση-
μεριου εφτασαμεν εις περιοχην πλησιον των οικισκων ενος μικρου
χωριου,το ονομα ειχε Μαχαιρα,ενα με δυο μιλια απο αυτο,εκει
ανατολικα εις μικρην αποστασιν ητο τα ερειπια ενος αρχαιου ναου,
εσταθμευσαμε,εις τον ναον εσωζετο μια λιθινη κολονα με δωρικο
κιονοκρανον,ητο και μια σπασμενη κολονα εις την μεσην,και ενας
κομματι γκρεμισμενου τειχου,και μια σπασμενη κολονα πεσμενη
στο χωμα,και ενα δεντρο ειχε φυτρωσει αναμεσα στα ερειπια,εκει
παραδιπλα εβοσκαν τα αιγοπροβατα τους κτηνοτροφοι,τους εκαλε-
σαμε να μας ειπουν για τα ερειπια,μας ειπαν πως δεν εγνωριζαν
τιποτα δια αυτα,μονον οτι τα λεγουν ''τα ελληνικα λιθαρια'',
απο τη θεση τους εις την αγρωδη περιοχην εσυμπερανα πως θα ητο
ναος αφιερωμενος μαλλον εις την Αγροτερα Αρτεμιδα,εζητησα απο
τον σχεδιαστη τον οποιο ειχα μαζι μου να σχεδιασει τα ερειπια ,
πραγμα το οποιον εκανεν αμεσως,δεν εκαθισαμεν εκει περισσοτερον
χρονον,εβιαζομασταν.και εσυνεχισαμεν νοτια την πορεια μας
.
.
[FAKEBOOK STORIES-ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΙΣΤΟΡΙΩΝ ΑΠΑΤΗΣ]
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΝΔΑΥΛΗ-χ.ν.κουβελης
.
το αισθανονταν ο Κανδαυλης πως το παθος για τη γυναικα του
δεν θα του εβγαινε σε καλο,απο τον μεγαλο θαυμασμο για
την ομορφια του κορμιου της πολυ γρηγορα εξελιχθηκε σε
παθολογικη ζηλεια,που τον κρατουσε ξαγρυπνο τη νυχτα
και τον τυραννουσε τηυ μερα,δεν ειχε διαθεση για τις υποθεσεις
των πολιτων και τα ζητηματα του κρατους,φοβονταν πως
θα κινουσαν συνομοσιες,πολλοι θα επωφελουνταν απο την
αδρανεια του,και η ιστορια θα τον κατεγραφε σαν ανικανο
αχρηστο κυβερνητη,ενα ανδρεικελο,επρεπε να βιαστει να σωσει
την υστεροφημια του,γνωριζε,ειχε ατρανταχτα στοιχεια,πως
η γυναικα του ειχε ερωτικη σχεση με τον Γυγη,εναν νεαρο
αξιωματικο της φρουρας του,ευνοημενο απ'αυτον,ενα χρονο
και περισσοτερο,σε μια νυχτα αγρυπνιας κατεστρωσε το σχεδιο,
διπλα του στο κρεβατι κοιμονταν ησυχα η γυναικα,ποσο ομορφη
ηταν,λυπηθηκε που θα την εχανε,δειλιασε,για λιγο,οχι δεν επρεπε
να υποχωρησει,τουλαχιστον να κερδισει την υστεροφημια του,
αν δεν βιαζονταν οι συνομωτες θα τον ανετρεπαν,και τοτε ο
εξευτελισμος,ξημερωνοντας καλεσε τον Γυγη,ηρθε ο νεαρος
αξιωματικος,[τα γεγονοτα τα αναφερει ο Ηροδοτος στις Ιστο-
ριες του,Βιβλιο Α' Κλειω,παραγραφοι 7-13},του παινεσε την ομορφια
της γυναικας του και τον παροτρυνε να τον μπασει στη κρεβατοκα-
μαρα κρυφα να την δει γυμνη,[ειρωνια,να την δει γυμνη αυτος
που πανω απο ενα χρονο τη γλεντα και την εχει δικη του],ο αλλος
ηθελε ν'αποφυγει,τον πιστευει,ο Κανδαυλης επεμενε,αλλο ειναι
κατι να τ'ακους ,του ειπε,κι αλλο να το βλεπεις,του υποκριθηκε,
θα σε κρυψω πισω απο τη πορτα και θα την δεις να γδυνεται χωρις
να σε βλεπει εκεινη,ο αλλος,υποκριτης,του ειπε τα κοινοτυπα,πως
ειναι ντροπη στη Λυδια να βλεπεις γυναικα γυμνη,αλλα και αντρα,
ο Κανδαυλης επεμενε,στο τελος το κανονισαν για τη νυχτα που ερχε-
ται,φυσικα και τα ειπε ολα στη βασιλισα ο Γυγης,εκεινη ακουσε,δεν
αντεδρασε,καταλαβε την ευκαιρια που της δινονταν,ετσι τη νυχτα
πηρε ο Κανδαυλης τον Γυγη στη καμαρα,κρυμμενος πισω απο το
φυλλο της πορτας ειδε τη γυναικα που μπηκε στο δωματιο και γδυ-
θηκε μπροστα του,εβγαλε ενα ενα τα ρουχα της και τα τοποθετησε
πανω σε μια καρεκλα,αφου ειδε βγηκε ο αντρας απο τη κρυψωνα του
να φυγει απο το δωματιο,τοτε γυρισε η γυναικα και τον ειδε,εκεινη
τη νυχτα κοιμηθηκε ησυχα,ειχε εκπληρωθει το πρωτο μερος του σχε-
διου της,το πρωι καλεσε τον Γυγη να εμφανισθει μπροστα της,εκεινος
πηγε,τον επεπληξε με αυστηρα λογια,να τολμησει να την κοιταξει
κρυφα γυμνη,εκεινος πηγε να δικαιολογηθει,ο αντρας της τον
εβαλε,κι εκεινος αναγκαστηκε να δεχθει να μην δωσει υποψιες,
η γυναικα τον εκοψε,τωρα δεν μενει παρα να διαλεξει,η' θα χασει τη
ζωη του η' θα σκοτωσει τον Κανδαυλη και να την παρει γυναικα
του,να διαλεξει,αλλο δρομο δεν εχει,την ειδε αποφασισμενη,η' αυτος
η' εκεινος,του ειπε και πως θα ενεργησει,θα κρυφτει τη νυχτα
που ερχεται στο δωματιο,οπως ακριβως τον ειχε δασκαλεψει ο
αντρας της να κανει για να την δει να γδυνεται,κι απο κει να
βγει οταν ο Κανδαυλης θα κοιμαται διπλα της στο κρεβατι και να
τον μαχαιρωσει,τ'αλλα να μην τον νοιαζουν ,θα τα κανονισει
εκεινη,ετσι ακριβως εγιναν τα γεγονοτα,κρυφτηκε στη κρεβατο-
καμαρα και σκοτωσε στον υπνο τον Κανδαυλη,να εκπληρωθει
το σχεδιο του για την υστεροφημια,
[αλλα και το δευτερο και τελικο μερος του σχεδιου της γυναικας
του]
ετσι κατεγραψε το τελος της ιστοριας του Κανδαυλη ο Ηροδοτος:
12. ὡς δὲ ἤρτυσαν τὴν ἐπιβουλήν, νυκτὸς γενομένης (οὐ γὰρ
ἐμετίετο ὁ Γύγης, οὐδέ οἱ ἦν ἀπαλλαγὴ οὐδεμία, ἀλλ᾽ ἔδεε
ἤ αὐτὸν ἀπολωλέναι ἢ Κανδαύλεα ) εἵπετο ἐς τὸν θάλαμον
τῇ γυναικί, καί μιν ἐκείνη, ἐγχειρίδιον δοῦσα, κατακρύπτει
ὑπὸ τὴν αὐτὴν θύρην. 2 καὶ μετὰ ταῦτα ἀναπαυομένου
Κανδαύλεω ὑπεκδύς τε καὶ ἀποκτείνας αὐτὸν ἔσχε
[και συνεχιζει]
καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὴν βασιληίην Γύγης τοῦ καὶ Ἀρχίλοχος
ὁ Πάριος κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον γενόμενος ἐν ἰάμβῳ
τριμέτρῳ ἐπεμνήσθη.
.
οὔ μοι τὰ Γύγεω τοῦ πολυχρύσου μέλει,
οὐδ΄ εἷλέ πώ με ζῆλος͵ οὐδ΄ ἀγαίομαι
θεῶν ἔργα͵ μεγάλης δ΄ οὐκ ἐρέω τυραννίδος·
ἀπόπροθεν γάρ ἐστιν ὀφθαλμῶν ἐμῶν.
[σε ελευθερη αποδοση]
καθολου δεν με νοιαζουν τα πλουτοι και τα χρυσαφια
του Γυγη δεν τα ζηλευω ουτε θελω αυτα που του'δωσαν
οι θεοι ουτε ποθω την εξουσια οση μεγαλη και να'ναι
πολυ μακρυα απο τα ματια μου κι απο μενα ειναι αυτα
[μαλλον καθολου ετσι δεν εγιναν στο βαθος της ιστοριας
οπως τα σχεδιασε τα πραγματα ο Κανδαυλης]
.
.
.
.
η απλη ιστορια ενος ανθρωπου απο τη δεκαετια του '60
.
απο γεωργικη οικογενεια,γεννημενος το 1936,μετα το στρατο
πηγε στην Αθηνα για δουλεια,η υπαιθρος εγκαταλειπονταν,
δουλεψε σε εργοστασιο ,το 1962 γνωρισε τη γυναικα του,τρια
παιδια,μια κορη δυο αγορια,νοικιαζε ενα σπιτι απο εκεινα τα προ-
πολεμικα,μετα απο μερικα χρονια το γκρεμισαν και στη θεση του
υψωσαν πολυκατοικια,στο χωριο κατεβαινε τις γιορτες χριστουγεν-
να πασχα και τα καλοκαιρια που ειχε αδεια,εβλεπε τους γερους και
τ'αδερφια του,ο μεγαλυτερος αδερφος ειχε μεινει,παντρεμενος,
γεωργος,η αδερφη παντρεμενη κι αυτη στο χωριο,οταν ηταν
μικρα τα παιδια τα εστελνε τα καλοκαιρια να τα περασουν κοντα
στους γονεις,εκει ειχαν παρεα,τα παιδια του αδερφου,3, και της αδερ-
φης,4,επαιζαν ,ενιωθαν χαρουμενα ,ευτυχισμενα,οταν αρχες Σεπτεμ-
βριου επεστρεφαν στην Αθηνα ηταν μαυρισμενα σαν γυφτακια απο
τα μπανια στη θαλασσα,γερα,τα αγορια δεν τα επαιρναν τα γραμμα-
τα,το κοριτσι ηταν καλη μαθητρια,δεν στεναχωριονταν για τ'αγορια,
ολοι οι ανθρωποι δεν μαθαινουν γραμματα,δεν θα χαθουν,στη δου-
λεια δεν ηταν ευκολα,απο το εργοστασιο,μετα απο πεντε χρονια,
τον απελυσαν,επιασε δουλεια σ'ενα αλλο ,κι απο κει απολυθηκε,
εμεινε πεντε μηνες ανεργος,σκεφτονταν να γυρισει στο χωριο πισω,
ντρεπονταν,δεν γυρισε,επιασε παλι δουλεια,του εδιναν λιγοτερα χρη-
ματα,τα ιδια επαναληφθηκαν,η υγεια του πειραχτηκε,ευτυχως εγινε
καλα,παρεα εκανε με συγχωριανους που ηταν στην Αθηνα,κοινωνικη
συναναστροφη,
τα χρονια περασαν,χαρες και λυπες ανακατα,τα παιδια μεγαλωσαν,
εκαναν τα δικα τους σπιτια,λιγο πολυ κανονιστηκαν,
η απλη ιστορια εκεινου του ανθρωπου εξελιχθηκε διπλα,παραλ-
ληλα και μεσα στη μεγαλη Ιστορια,
ετσι κυλησε η ζωη του μαζι με αλλους ομοιους
.
.
Πρωτομαγια οι Γαμοι του Αδωνι και της Αφροδιτης στις παπαρουνες
.
Πρωτομαγια εγιναν οι γαμοι του Αδωνι και της Κορης
μεσα σε λιβαδι με παπαρουνες κι αλλα μυριαδες λουλου-
δια ηταν ανθισμενα,οι χιλιοι κι αλλοι χιλιοι καλεσμενοι
τους συνοδευαν με τραγουδια και χορους, μαζεψαν λουλου-
δια και τα'καναν στεφανια ομορφα και στεφανωσαν τα δυο
τα νιοπαντρα,κι η Κορη η νυφη εκοψε κοκκινες κατακοκκινες
παπαρουνες και τις προσφερε στον γαμπρο,και τα ματια σηκωσε
και τα ματακια χαμηλωσε,κι ενα αηδονι απαντησε σ'αλλο αηδονι
με γλυκο κελαηδισμο,κι ολα τα πουλια ομοια κελαηδισαν στη
χαρα τους
''Τωρα ειν'ο Μαης κι Ανοιξη''
.
.ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΣ
.
φερανε εναν ανθρωπο και τον δειξανε,''Αυτος
Ειναι'',φωναξαν,τοτε μεσ' απ'το πληθος πεταχτηκε
ουρλιαζοντας ενα μικρο παιδι δεκα χρονων περιπου,
''Ειναι ο πατερας μου'',επεσαν πανω του.το επιασαν,
προλαβε να φωναξει,''μην τον πειραξετε'',του εκλεισαν
το στομα,το εσυραν στο χωμα,εκεινο κλωτσουσε,εμεις
βουβαθηκαμε,χαθηκαν με το παιδι απο τα ματια μας,μας
περικυκλωσαν ,νιωθαμε τη πιεση την ανασα τους να μας
κοβει το λαιμο,''γρηγορα να διαλυθητε'',φωναξαν αγρια,
ενας -ενας γυρισαμε στα σπιτια μας,μας ρωτησαν ,δεν απαν-
τησαμε,κλειστηκαμε,τιποτα εξω δεν δειχναμε,βουβα κρυφα,
μεσα μας,ετοιμαζομασταν,περιμεναμε,αυριο,την επομενη
στιγμη θα ηταν η ωρα
.
.
Απλο Παραμυθι
πεταλουδα και χελωνα
.
μια πεταλουδα καθησε πανω στο καβουκι μιας χελωνας,
η χελωνα αρχισε να κινειται ,αργα αργα,
''ειναι πολυ ευχαριστο να ταξιδευεις με αλλο τροπο'' ειπε
η χελωνα και διπλωσε τα φτερα της,
κοιμηθηκε κι ονειρευτηκε ενα χωραφι γεματο ανθισμενα
λουλουδια,κιτρινες μαργαριτες και κοκκινες παπαρουνες,
σ'αυτον τον θαυμασιο κηπο πετουσαν οι χελωνες απο λου-
λουδι σε λουλουδι,
''κοιτα ποσο ελαφρα πετουν,χορευουν,σαν χορευτριες ειναι'',
σκεφτηκε,
οταν ξυπνησε ειχε χαθει το λιβαδι κι οι χελωνες κι η χελω-
να που πανω της σταθηκε κι εκεινη ειχε χαθει,
η πεταλουδα τωρα πετουσε,''ξαναγυρισα παλι στη πραγματι-
κοτητα''ειπε
.
.
ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟΦΙΛΟ-χ.ν.κουβελης
.
.
1.η εικονα εφτανε μεχρι τη νησο Σκιαθο νοτια,ακουστηκε
το σφυριγμα του τραινου του ντε Κιρικο,''ο Μεγαλεξανδρος
καβαλικευων εις τον Βουκεφαλαν ορμων εις το πεδιον
της μαχης καταδιωκων τον Κυρον τον βασιλεα της Περσιας'',
2.τον ειδον υψηλα ανεβασμενον εις την σκαλαν,''το κιτρινο
κοντα εις το κοκκινο παιρνει φως,γινεται λαμπεροτερο'',
συμφωνησα σιωπηλα.μεγαν φως
3.η Αρετουσα ητανε μια αρχοντοπουλα της Αθηνας κι ηρθε
σ'αγαπη με τον Ρωτοκριτο και παθανε τα δυο τους πολλα
βασανα ωσοτου να ενωθουν,''να το γραφει ετουτη η φυλλα-
δα κι εχει κι ωραιες ζογραφιες μεσα'',
4.να καθεται ο χωριατης εις το καφενειο ειτε για τον πρωινο
καφε του ειτε τον μεσημεριανο ειτε τον απογευματινο και να
ευχαριστιεται το ματι και η ψυχη του στους τοιχους τους πα-
ραδεισους με τα πουλια τα δεντρα διαφορα μηλιες τα ζωα
εκει μεσα και τα σπιτακια με τις κοκκινες στεγες,ολα αυτα
τα χρωματα σ'ουρανο γη και θαλασσα,σκεφτηκα,αυριο πρωι
θα συναντουσα τον Κιτσο Μακρη στο σπιτι του στο Βολο
στη περιοχη Αναυρου,ειχα μεγαλη την επιθυμια να δω Τους
Τρεις Καπεταναιους Συμφιλιωθεντες και τον Ροβερτο και
την Ιουλια,εργα του Θεοφιλου
5.οταν πηγε να χαθει το Ελληνικο ηρθε στην Ιωλκο και στα
χωρια του Βολου ζωγραφιζε,''στον κυρ Γιαννη Κοντο εκανα
ζογραφιες στη σαλα,τον εκανα και καβαλαρη,καλος ανθρωπος''
6.''μια ζωγραφια μου ηταν ο Περικλης να δινει λογο στους
Αθηναιους πως δαπανησε τα χρηματα για την Ακροπολη'',
εβγαλε να φαγει,ψωμι ,σ'ενα πιατακι μερικες ελιες,τον
ακουγα να τρωγει,και πως γεμισε πληθυνθηκε ο τοπος χωρα-
φια με σταχια καρπισμενα και οι πλαγες ελιες
7.απο λιθογραφιες ταχυδρομικα δελταρια και εικονογραφη-
μενα φυλλαδια ''παιρνω τα σχεδια μου,βαζω τις μπογιες μου
και κανω τις εικονες μου'',υπογραφε Θεοφιλος Χατζημιχαηλ
''το ονομα της μητερας '',μια φορα υπογραψε Θεοφιλος Κε-
φαλας ''το ονομα του πατερα ''
8.''να ,αυτο το ρουχο πρεπει να το κανω ωραιο'',αυριο τις Απο-
κριες θα ντυθουν,η κομπανια με τα παιδια,''εγω θα ειμαι ο Με-
γαλεξανδρος και τα παιδια ο στρατος μου οι Μακεδονες,θα
γυρισουμε στους δρομους και στις πλατειες και στις γειτονιες
στα σπιτια,να δειξουμε το μεγαλειο της πατριδας'',τους εβλε-
παν οι προσφυγες και τα δακρυα τρεχανε στα ματια,''εκανα
στο Ελληνικο Προξενειο της Σμυρνης θυροφυλαξ καβασης,
τοτε ημουνα πολυ νεος'',τωρα η Σμυρνη που ητανε δεν ειναι
9.''ο Λεωνιδας Αντρουτσος ο πατερας του Δυσσεα,λεβεντης'',
κοιταξα την εικονα,''το μηλο κατω απ'τη μηλια''ειπα σιγανα,
ανεμος φυσηξε και μυρισε ριγανι και θυμαρι,το χορταρι ερι-
ξε φτενη τη σκια του ,''η φωνη του ητο ως του λεοντα,αρπαγε
θεορατο βραχο στα χερια του και τον πετουσε περα μακρυα,
τοσην ειχε δυναμη εκεινος ο ανθρωπος για οφελος της πατρι-
δας''
10.''εκει στους τοπους που ζογραφιζα στα μαγαζια μαζευονταν
κοσμος να βλεπει πως εκανα την εικονα'',ελεγαν διαφορα,πολ=
λοι τον πειραζαν,''Θεοφιλε,τα ψωμια οπως τα δειχνεις θα πε-
σουν απο το φτυαρι'',και γελασαν,εκεινος δεν αλλαξε τη ζογρα-
φικη ,ο φουρναρης εδειχνε τα ψωμια,''τα ζωγραφισμενα ψωμια'',
ειπε ο Στρατης Ευστρατιαδης ο Terriade,''δεν πεφτουν,δεν ισχυ-
ουν οι νομοι της βαρυτητας'',εδειξε τα σχηματα τα χρωματα,''
τοτε γιατι να υπαρχει η ζωγραφικη αν αναπαραγει σωστα την
πραγματικοτητα;''
11.να γελασουν,δεν το περιμεναν,τοσα του καναν,''τραβηξε κα-
ποιος τη σκαλα να γελασουμε'',επεσε,το πηρε κατακαρδα,εφυ-
γε απ'τον τοπο εκεινο,''εφυγε,αφησε πισω του τα δεντρα που
φυτεψε τα αγριμια που ζωντανεψε τα πουλια του πετανε οι
ηρωες του ανασαινουν τους χαιρεταμε και μας χαιρετανε,σαν
εμας ειναι'',γυρισε στη Μυτηλινη στη Βαρεια ,''ξαναηρθε'',γε-
ροι που ηταν παιδια τον γνωρισαν,''για ενα πιατο λιγο φαι και
κρασι ζογραφιζει'',εδω ειναι η πραγματικοτητα εκει ειναι το
ονειρο
12.ο Στρατης ο Αντρεας ο Οδυσσεας στη Βαρεια,στο σπιτι του,
''τα τζιτζικια ξεφωνιζουν τον ουρανο'',στη γλωσσα του Ομηρου,
η ελια γερικη λυγιζει το φως,η σκια παιρνει το σχημα ανθρωπι-
νης πατουσας,πιεσε κι ελαφρα βαθυνε το χωμα,''ο Μεγας Πα-
νας ο Ορθιος Φαλλος Δοξα σοι'',πουλι πουλακι πεταξε φωνου-
λα εσκαψε τον αερα,''η Ελλαδα αυτη ειναι'',
αυτος ο ταπεινος ο ελαχιστος ανθρωπος που δεν χορτασε το
ψωμι κι οι ανθρωποι δεν τον καταδεχονταν,που δεν αποστασε
να ζογραφιζει χαθηκε,''ενα φαγητο ''ειπαν ''τον δηλητηριασε'',
τωρα πως εγινε και πλημμυρισε ο κοσμος γυρω του φιλους,
πως ο ταπεινος υψωθησεται
.
.
ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΠΟΥΛΙ ΠΟΥ ΕΙΔΕ ΤΟ ΠΑΙΔΙ
.
.
''ενα πουλι,ενα πουλι,φωναζε το παιδι κι ετρεχε στους δρο-
μους , χτυπουσε τις πορτες και φωναζε ''ενα πουλι,ενα που-
λι'',εμεις ανοιγαμε τις πορτες να δουμε τι ειναι,ρωτουσαμε
ο ενας τον αλλον,''τι ειναι'',''το παιδι φωναζει για ενα που-
λι'',γελασαμε, ''σιγα το πραμα,ολος ο τοπος εδω ειναι γε-
ματος πουλια,οτι θες ειδος,σπουργιτια,κοτσυφια,αηδονια,
κοκκινολαιμηδες,ολα ειναι'', γυρισαμε στις δουλειες μας,
δεν ησυχασαμε,παλι περασε το παιδι, δυο και τρεις φορες
και παλι χτυπουσε τις πορτες και φωναζε, ''ενα πουλι,ενα
πουλι'',καποιος ,δεν κρατηθηκε και το ρωτησε, ''πουλι;τι
πουλι;,που ειναι;'',''ελα να στο δειξω'',του φωναξε το παιδι,
ο ανθρωπος τον ακολουθησε,απο περιεργεια ακολουθη-
σαμε κι εμεις,στην αρχη καμμια δεκαρια αντρες και γυ-
ναικες,μετα ακολουθησαν κι αλλοι πολλοι,το παιδι μπρο-
στα κι εμεις απο πισω, το παιδι εφτασε σ'ενα μεγαλο λιβα-
δι,καταπρασινο,''να ,δεστε το'', σηκωσε το δεξι χερι και με
τον δειχτη τεντωμενο μας εδειχνε,κοιτα ταξαμε ψηλα ,δεν
ειδαμε τιποτα,''δεν υπαρχει πουλι,μας κοροιδευει'', ειπε κα-
ποιος,''αληθεια,κοιταξτε το πουλι'',επεμενε το παιδι,''δεν το
βλεπετε;πως πεταει ,τι ομορφο που ειναι,εχει χρυσα φτερα'',
δεν του διναμε σημασια,φωναξαμε τα παιδια μας να γυρι-
σουμε στα σπιτια μας,εκεινα δεν μας ακουγαν,αλλα μαζευ-
τηκαν γυρω-γυρω απ'το παιδι και κοιτουσαν ψηλα,εβγαλαν
επιφωνηματα θαυμασμου,'ω, να το πουλι,το βλεπουμε,τι
ομορφο που ειναι'',θελαμε να τα μα λωσουμε,δεν ειναι σοβα-
ρα πραγματα αυτα,τελικα τ'αφησαμε ησυχα,παιδιαστικα κα-
μωματα,
το βραδυ τα ρωτησαμε,''αληθεια,ειδατε καποιο πουλι;'',εκει-
να μας κοιταξαν σοβαρα κι ειπαν,''και βεβαια ειδαμε το που-
λι,ηταν φτιαγμενο απο ενα κομματι συννεφο'',''αληθινο χρυ-
σο πουλι απ'το φως του ηλιου'',
τοτε καταλαβαμε,γελασαμε,
δεν ημασταν πια παιδια,ημασταν μεγαλοι,ετσι δικαιολογη-
σαμε τη συμπεριφορα μας
εμεις ξεραμε για νερο για εξατμιση για υδρατμους
.
.
ΟΙ ΠΑΡΑΘΕΡΙΣΤΕΣ ΣΤΗ ΒΕΛΑ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1960
- ΧΡΟΝΙΚΟ-
ΠΑΜΕ ΣΤΗ ΒΕΛΑ ΓΙΑ ΜΠΑΝΙΑ [απο τη Μαχαιρα]
.
παμε στη Βελα-θα παμε στη βελα-ειμαστε στη Βελα-
πηγαμε στη Βελα-πηγαινουμε στη Βελα-για μπανια,
καθε χρονια,τον ιδιο καιρο,αρχες και μεσα της δεκα-
ετιας του 1960,τελος Ιουλη μεχρι τον δεκαπενταυγου-
στο και μετα,20-25 αυγουστου,πηγαιναν για μπανια
απο το χωριο,τη Μαχαιρα ,πηγαιναν οι γιαγιαδες και
παιρναν τα εγγονια μαζι τους,να κανουν μπανια,ν'αμπο-
λυσουν τα νευρα,πηγαιναν με τα γαιδουρια ,τα μουλα-
ρια τα μπλαρια και τα αλογα φορτωμενα τα πραματα
τους,ρουχα μαντανιες να σκεπαστουν,τροφιμα,ψωμι,
τυρι,λαδι να-χουν να φανε,νερο,διαφορα συγυρια,τη-
γανια,τα πιατα,νταμτζανες για νερο,κατσαρολες να
μαγειρεουν,ολα τα αναγκαια,φευγανε το απογευμα
που επεφτε το καμα η' πολυ πρωι,απο το χωριο στη
Τσαπουρνια στα Δασκαλεικα εφταναν κατω στο Αχιλ-
ειο στη Βασλοπ'[το Βασιλοπουλο],εκει διανυχτερευαν
σε καποιο συγγενικο σπιτι στην αυλη του η' αν δεν ει-
χαν συγγενεις σε καποια λακκα εξω αν εφευγαν το α-
πογευμα και θα νυχτωναν,ξυπναγαν το πρωι και συνε-
χιζαν το δρομο τους,απο κει στριβανε περνανε το μο-
νοπατι και απο τη Μερατζουλα κατεβαινανε προς τη
θαλασσα και φτανανε στη Βελα,στις παραλιες της Βε-
λας, εκει φτιαχνανε στην ακρογυαλια καλυβες,τσατου-
ρες,με ξυλα και καλαμια,εκει μενανε,τοτε δεν υπηρχε
ο δρομος απο τον Αστακο προς τον Μυτικα,ουτε ο δρο-
μος απο το Βασιλοπουλο,εκει πιανανε θεση,εβρησκαν
αυτους που ειχανε παει μπροστυτερα,απο τη Βασλοπ',
απο τη Μαχαιρα,παραθεριστες,οι πατεραδες αφου αφη-
ναν τις μανες τους,τις γιαγιαδες,και τα παιδια και τα εγ-
καθιστουσαν στις καλυβες γυριζαν στο χωριο,ειχανε
δουλειες,τα καπνα,ηταν στο μαζεμα,καιγονταν,οι για-
γιαδες επρεπε να κανουν μπανια,ν'αμπολυσουν τα νευ-
ρα,να τριφτουν τ'αρθριτικα,να φυγουν οι ψυξεις,να πε-
ρασουν το χειμωνα,το αλατι ,η θαλασσα ηταν ιαματι-
κη,οι γιατροι ελεγαν να καμουν δεκα-δεκαπεντε μπα-
νια,τοσα φτανουν ,ειναι καλα και στα παιδια τα μπανια
κανανε καλο, το αλατι αργαζε το κορμι,ο ηλιος καιει το
κορμι,το ιωδιο που αναπνεανε,θα περνουσαν το χειμω-
να χωρις να κρυωσουν,να θερμανθουν,ηταν τα μπανια,
θεραπεια,κουργιαλο,τοτε δεν ειχανε μαγιο,μπανιαρα,οι
γυναικες με τα μισοφορια και οι αρσενικοι με τα σωp-
βρακα,εκει που κανανε μπανιο οι γυναικες η παραλια
ηταν αβατο,απαραβιαστο,τα γυναικεια μπανια,ουτε αρ-
σενικα παιδια δεν πηγαιναν εκει,τα διωχνανε,οι γυναι-
κες σκαβανε στην αμμο στη λακκα λουμπες επιμηκεις
στο μηκος του σωματος,καθε μια ειχε τη δικια της λουμ-
πα,αυτη η λουμπα γεμιζε με θαλασσινο νερο που εβγαι-
νε μεσα απ'το χωμα,και το ζεστανε ο ηλιος,γινοταν το
νερο χλιαρο,θερμο,καυτο,εκει μεσα μπενανε και ξα-
πλωνανε,τις σκεπαζε το ζεστο νερο και τις ξεκουραζε,
τις αλαφρωνε,ποτιζε το σωμα τους,μ-ολα τα στοιχεια
του,στο κεφαλι φορουσανε ενα μαντηλι να μην τους κα-
ψει και τους ζαλισει ο ηλιος, φαντασθητε το θεαμα την
εικονα,στη λακκα στην αμμο να προεξεχουν μεσα απο
τις λουμπες τα κεφαλια με τα μαντηλια,τα παιδια κανα-
νε μπανιο κολυμπουσαν,πλεανε, εκει στη παραλια που
ειναι μπροστα απ'το νησακι,μια ξερα,20μ μηκος επι 10μ
πλατος επιφανεια, εκατο μετρα περιπου αποσταση απο
την ακτη,καποια παιδια που ξερανε μπανιο,να κολυμπα-
νε,κι ειχανε αντοχη και δεν φοβοντουσαν πηγαιναν στο
νησακι,ανεβαιναν πανω του κι απο κει φωναζαν και χει-
ρονομουσαν προς τους αλλους απεναντι,περηφανα για
το κατορθωμα τους,κανανε και αγωνες,συναγωνισμους
ποιος θα φτασει πρωτος πιο γρηγορα στο νησακι και
ποιος θα γυρισει πιο γρηγορα,πρωτος,καθημερινα κανα-
νε δυο μπανια,ενα το πρωι κι ενα τ'απογευμα,υστερα
οταν επεφτε ο ηλιος,στη Βελα αργει να πεσει ο ηλιος,
να δυσει, κι εχει ενα φανταστικο ηλιοβασιλεμα,ολο
χρωματα,πορφυρα κοκκινα πορτοκαλια μωβ χρωματα,
τοτε που δροσερευε χωριζονταν σε δυο ομαδες τα παι-
δια και παιζανε μπαλα ποδοσφαιρο στη λακκα μπροστα
απο τη παραλια,εκει γνωριζονταν τα παιδια μεταξι τους
απο τη Μαχαιρα και τη Βασλοπ' ,με τις ντριπλες,τα
σουτ,τις πασες,ηταν η αποθεωση μιας αλλης μερας που
περασε στη Βελα,υστερα οταν βραδυαζε και νυχτωνε
καθονταν να φανε,οι γυναικες ειχαν μαγειρεψει εξω στην
αμμο ,αναβαν φωτια ,εψηναν ψαρια, η' κρεας,εβραζαν
και φαγητα,και τηγανιζαν,μυριζε φαγητο η παραλια,ετοι-
μαζονταν το τραπεζι,καθοντουσαν ολοι να φανε,ειχαν
αναψει λαμπες πετρελαιου να βλεπουν,εξω τρωγανε,
διπλα στη θαλασσα που ερχονταν κι εφευγε,που κυλαγε,
αφου τελειωναν το φαγητο μαζευονταν οι ανθρωποι στις
καλυβες ,σε καποια καλυβα,γινονταν παρεες και κουβεν-
τιαζαν,οι μεγαλες γυναικες,ελεγαν διαφορα,αστειευαν,
γελουσαν,θυμοντουσαν,ελεγαν τα βα-
σανα τους, πολλα ειχαν να πουν απ'αυτα που εχει και κου-
βαλα ο κοσμος,τα παιδια ακουγαν,τις ιστοριες των μεγα-
λων,η θαλασσα,ηρεμη η' με κυμα,η παλιρροια,αν ειχε φεγ-
γαρι ηταν ασημενια,τοπους,κινουμενο φως,ειχε και φωσφο-
ρισμο στα νερα,ακουγαν τον ηχο της θαλασσας,την ανασα
της,το κυμα στην αμμο,το νερο ανασηκωνε τα χαλικια,τ'α-
φηνε κι εφευγε πισω,ηχος περιοδικος,επαναλαμβανομενος,
που τα νανουριζε τα παιδια,κλεινανε τα ματακια,κατω απ'τ'α-
στερια ερχονταν ο υπνος ελαφρυς δροσερος ζεστος,χαδι,της
μανας,εβλεπαν και τις βαρκες με τα φωτα,τα γρι γρι,που ε-
βγαιναν για νυχτερινο για ψαρεμα, εβλεπαν και τα φωτα στο
νησι απεναντι τον Καλαμο κι ο υπνος τα επαιρνε,τα σκεπα-
ζαν εκει εξω που επεσαν να μην κρυωσουν τη νυχτα,η' τα
πηγαιναν μεαα στη καλυβα να κοιμηθουν ,τα μικροτερα
τα σηκωναν στην αγκαλια τους,το πρωι ξυπνουσαν οταν
χτυπαγαν την επιφανεια της θαλασσας οι πρωτες ακτινες
του ηλιου και ζεστανε,οι γυναικες καθαριζανε τις κατσαρο-
λες τα πιατα και τα τηγανια στη θαλασσα,τα τριβανε με την
αμμο,ειχε κι ενα πηγαδι στη λακκα πιο πανω,το νερο ηταν αρ-
μυρο,γλυφο,δεν πινονταν,για πλυσιμο το ειχαν,για τα ρουχα,
ποτιζαν και τα ζωα απο κει,τα γιδια και τα γουρουνια,την κα-
θημερινη τους φυσικη αναγκη την εκαναν στα υψωματα,πι-
σω απ'τα πουρναρια,αλλο θεαμα κι αυτο,να πηγαινουν προς
τα κει και να γυριζουνι,αλλες εποχες τοτε αλλοι ανθρωποι,
αθωα χρονια,φυσικα,απολυτα φυσικα,απο τον Αστακο και
τον Μυτικα ερχονταν βαρκες το πρωι και πουλουσαν,φρε-
σκα ψαρια,φερνανε και ντοματες,καρπουζια,πεπονια,διαφο-
ρα τροφιμα, αγοραζαν να φανε,καθε Σαββατο ερχοντανε απ'
το χωριο ο πατερας, η' εστελναν με καποιον αλλο, κι εφερ-
νε ψωμια και τροφιμα,συκα,απιδια ασχλαδια,τα πρωτα στα-
φυλια,το ψωμι ηταν φρεσκο,καρβελια απ'τον φουρνο,εφερ-
ναν και νεα,να μαθουν τι γινεται,επειτα γυριζαν παλι πισω,
στη δουλεια,στα καπνα,μεχρι το αλλο Σαββατο,ερχοντουσαν
με τα γαιδουρια και τ'αλογα,αναλογα πεζοι η' καβαλλα,μερι-
κοι παραθεριστες ερχοντουσαν με καικι απ' τον Αστακο,κι
ετσι εφευγαν απο τη Βελα,με το καικι,για σωσιβια ειχανε
σαμπρελες απο τις πισω μεγαλες ροδες των τρακτερ,απο τα
μπελαρους κι απο τις ροδες φορτηγων αυτοκινητων,απ'αυτες
πιανονταν ,να ξαποστασουν κι απο κει κανανε βουτιες ειχε
η θαλασσα στις πετρες αχινους,τους καλογερους τους μι-
κρους,και τους μεγαλους αχινους,τους κανονικους,επρεπε να
προσεξεις να μην τους πατησεις,γιατι αν μπουν τ'αγκαθια ει-
ναι δυσκολο να βγουν,θα ποναει το ποδι,η πατουσα,δεν μπο-
ρεις να πατησεις και θα κουτσενεις για μερες,αν πατουσε κα-
ποιος αχινο για να βγαλει τ'αγκαθια αλοιφε με λαδι το μερος
που ειχανε μπει και προσπαθουσε να τα βγαλει ενα-ενα με
βελονι,με τις ωρες υπομονετικα,να μην σπασουν γιατι τοτε
εμεναν μεσα,δεν βγαινανε,πολλοι ξερανε να ξεχωριζουν τα
χταποδια και να τα πιανουν,με τα χερια η' με καμακι,ειχε
πολλα χταποδια τοτε,τα χτυπουσαν στους βραχους και τα
γουλιζαν,υστερα ειτε τ'απλωνανε στον ηλιο να ξεραθουν
ειτε τα εψηναν ωμα,μοσσχοβολουσε ο τοπος,η παραλια,εκει
γυρω βοσκουσαν και γιδια,ακουγες τα κουδουνια και τις φω-
νες τους,τα'βλεπες,κατεβαιναν μεχρι κατω στη παραλια,στην
ακρη της θαλασσας,παρα θιν αλος,αναμεσα στις τσατουρες
στις καλυβες,ητανε και πολλα γουρουνια,κυλιοντουσαν στα
νερα,εκει που ηταν το πηγαδι,για το ποτισμα,αναγλυτσαζαν,
επρεπε να τα προσεχεις γιατι μπορουσαν να μπουν μεσα στη
καλυβα και να φανε οτι βρησκανε,δεν αφηναν τροφιμο για
τροφιμο,ψωμια,καρπουζια,πεπονια,ντοματες,κολοκυθια,πα-
τατες,ολα τα σαρωνανε,αυτα τα γουρουνια καθαριζανε τρω-
γανε κι οτι πεταγαν,φλουδες απο καρπουζια,πεπονια,τ'απο-
φαγια,φυσικος οικολογικος καθαρισμος,υπηρχαν και μαγα-
ζακια στημενα στη παραλια,ειχαν γκαζοζες αναψυκτικα,ου-
ζο,μπυρες σε βαρελια με παγο,ψενανε στη σουβλα κατσικι,
η' προβατινα,και γουρουνοπουλο,νοστιμοτατο με κριταανι-
στη πετσα,ητανε τα μαγαζια και χασαπικα σφαζανε ζωα
ν'αγορασει ο κοσμος κρεας,πολλες φορες τυχαινε να πιασει
ξαφνικη μπορα που περνουσε,τυχαινε ομως να ειναι δυνατη
με πολυ νερο και αερα και τους ξεσηκωνε τις καλυβες,τοτε
αν ηταν προς το τελος της διαμονης των μαζευαν τα πραγμα-
τα τους τα φορτωναν κι εφευγαν,του χρονου θα ξαναγυριζαν,
με το καλο ετσι περνουσαν τις μερες τους στη Βελα στα μπα-
νια,οι ανθρωποι που παραθεριζανε εκει,κανανε παρεες,ασκουν-
ταν το κορμι,μαυριζαν,τα παιδια γινοντουσαν μαυρα σαν γυ-
φτακια,και μετα της Παναγιας τον δεκαπενταυγουστο κατα τις
20-25 του μηνος γυριζαν στο χωριο,και διηγουντουσαν πως πε-
ρασαν,
μια μυθικη εποχη,
τωρα που πια ολα αλλαξαν μενουν εκει στις παραλιες τα ιχνη
τους,οι φωνες τους,οι κινησεις τους,οι συναναστροφες τους,
η παρουσια τους ,
η ελαχιστη και μεγιστη
.
.
η μανα μας κι εμεις τα παιδια
μια ομολογια
δεν πειραζει που το παιδι μου δεν παιρνει τα γραμματα,
θα γινει γεωργος,θα μεινει εδω,θα παντρευτει και μια
καλη και γερη κοπελα,θα κανει πολλα παιδια,θα κοιταξει
και μας σαν γερασουμε,τον πατερα του και μενα,
δεν θα παει χαμενο,θα δεις,θα προοδευσει
.
.
Φωτογραφια-Μαθηματα Ιστοριας-1-χ.ν.κουβελης
.
1
.
-ηρθε διαταγη να διωξουνε τους ελληνες,να πανε στην ελλαδα,
ανταλλαγη πληθυσμων-]
(Να πως τα οικοπεδα μας αποκτησαν τετοιες τρομακτικες αντικειμενικες
αξιες ανα τμ) ηρθαν οι ξενοι,προσφυγες,ξεριζωμενοι,των συμφερονταων
διεθνων και εντοπιων θυματα,ανθρωπινα κορμια για καμια χρηση αλλα
και για παντια χρηση,μνημες ανεστιες,παστικωμενες στην ελλαδα,αποροι
ανεστιοι ανεργοι,''να μετρηθουμε.ποιοι ειμαστε;ποιοι λειπουμε;'',κι ελει-
παν πολλοι,κι αυτοι που σωθηκαν εγκατασταθηκαν σε χερσα χωραφια
και σε απαλλοτριωσιμους χωρους,εκει οικισθηκαν σε παραγκες με πλι-
θρες απο χωμα,με ξυλοδεσιες ,πισοχαρτα στις σκεπες και λαμαρινες,σε
τετραγωνα του ιπποδαμειου συστηματος πολεοδομιας,σε πολεοδομικο
καναβο γραμμων και στηλων,με ελευθερα τετραγωνα,πλατειες,κοινο-
χρηστα λουτρα,αποχωρητηρια,πλυντηρια,
Νεα Σμυρνη,Νεα Ιωνια,Νεα Φιλλαδελφεια,Κοκκινια,Καισαριανη,
Κερατσινι,Κορυδαλλος,Δραπετσωνα,Προσφυγικα Λεωφορου Αλεξανδρας,Θεσσαλονικη,Αρετσου,Τουμπα,Τριανδρια,Νεα Κρηνη,
Καλαμαρια,Σαραντα Εκκλησιες,Σταυρουπολη,Νεα Ευκαρπια,
Νεο Κορδελιο,Νεα Μενεμενη,Αγρινιο,Αγιος Κωνσταντινος,Κυψελη,
Ξηρομερο,Αγιος Βασιλειος,Αγιος Νικολαος Βονιτσας,η Ελλαδα ολη.
εκει εγκατασταθηκαν,παιδια.μωρα με συλλογικη μνημη,απο τον Ομηρο,
και τους Ιωνες Ηρακλειτο Θαλη Αναξιμενη,μεγαλοι με τη πραγματικη
μνημη,τι χασανε,ειχαν κι αγωνα με τα κουνουπια με τα ποντικια με
τους σκορπιους και μετα φιδια,αφου πρωτα περασαν και ξεφυγαν,οσοι
ξεφυγαν,απο τα λοιμοκαθαρτηρια στο Καραμπουρνακι,στη Δραπετσωνα,
στη Μακρονησο κι αλλου,
να χωρεσουν στη μικρη πατριδα,που τους εβλεπαν με μισο ματι οι
ντοπιοι,με ζηλια,με δυσπιστια,πως ηρθαν να τους φανε το ψωμι,να
πιασουν τις δουλειες τους,να τους μολυνουν με τις συμπεριφορες τους
με τα ηθη και τα εθιμα τους,ανταγωνιστες,εκεινοι ανωνυμοι,κενα ονοματα,απροσωποι,οχλος,ξεριζωμενοι,τα κοκκαλα των προγονων
περα εκει,τοσοι πολλοι σκοτωμενοι περα εκει,τα σπιτια καμενα γκρε-
μισμενα παρατημενα περα εκει,η φωνη τους οι παρουσιες τους περα
εκει,κι εδω στη νεα πατριδα νοσταλγια που μαχαιρωνει,πικρα και
καημος που πνιγει,μνημη που βασανιζει
Σμυρνη,Αλικαρνασσος,Αιδινιο,Σαρδεις,Ερυθραια,Σαμσουντα,Αλατσατα,
Βουρλα,Καππαδοκια,Ικονιο,Φιλαδελφεια,Σπαρτη,Τσεσμε,Περγαμος,
Φωκαια,Σεβαστεια,Νικομηδεια,Πανορμος,Τραπεζουντα,Ραιδεστος,
Αιβαλι,Κορδελιο,Μπουρνοβας,Προυσα,Φαρασα,Μακρη,Αγχιαλος,
Ικονιο,Κωνσταντινουπολη,
και τα χρονια 1922-1929 στην ελλαδα εχουμε αυξηση της βιομηχανιας
κατα 82% και κατα 40% τα χρονια 1930-1940
απο εκεινα τα μερη ηρθαν διωγμενοι,ξεριζωμενοι,προσφυγες
...η Ζωγραφινα Ζαφειρακη,η Ελενη Χρηστακη(στη Θεσσαλονικη)...
...ο Ιωαννης Καικουσης,ο Διαμαντης Χατζημιχαλης(στη Νεα Ραιδεστο
Θεσσαλονικης)...
...η Ευγενια χηρα Νικολαου Ζαφειρακη(στη Νεα Απολλωνια Θεσσαλο-
νικης)...
...η χηρα Λογοθετη(στον Αγιο Χαραλαμπο Κοζανης)...
...ο Σταθης (απο τον Αγιο Νικολαο Ξηρομερου που καθε Αυγουστο περ-
νουσε απο το χωριο για να παει στον Αη Γερασιμο στη Κεφαλλονια και
μιλουσε τα προσφυγικα,απλοικος ανθρωπος)...
.
Φωτογραφια-Μαθηματα Ιστοριας-2-χ.ν.κουβελης
.
2
.
[-ηρθε διαταγη να διωξουνε τους ελληνες,να πανε στην ελλαδα,
ανταλλαγη πληθυσμων-]στεκονται και μας κοιταζουν μπροστα
απο το φωτογραφικο φακο,μας λενε για τα μπουγαζια τ'Αιβαλιου
που αφησανε και χαθηκαν,ελιωσαν διαλυθηκαν μεσα στις
μυλοπετρες της Ιστοριες,η μνημη σκοτεινιασε
...Σουλτανα Καλιογλου απο το Παμπουτζακ της Μικρας Ασιας,
Αικατερινη Αραμπατζη απο το Ουζουν Κιοπρε της Ανδριανουπολης,
η Αλικη και η Ερμιονη απο τη Σμυρνη,η Σοφιαn απο τις Παλαιες
Φωκαιες της Σμυρνης,Νικολαος,Σεβαστη,Προδρομος,Ιωαννης,Μαρια
απο τη Σμυρνη,Νικολαος Μπουλγκαμης απο τη Ραιδεστο,
οσοι ειχαν κολλητικες αρρωστειες χολερα πανουκλα φυματιωση τους
πεταγανn στη θαλασσα να γλυτωσουν,
στα σκοτεινα της Ιστοριας.
μεσημερι,δεκαετια του 60,οι Αναζητησεις του Ελληνικου Ερυθρου
Σταυρου στο ραδιο-
φωνο,''οι( ) αναζητουν τους γονεις τους ( )",αναζητουν τον αδερφο τους
τοτε 3 ετων,
αναζητουν τη θεια τους,...
Αναζητουν τη χαμενη πατριδα τους
.
.
-Απο τη φωτογραφια αυτη το παιδι εκει μας βλεπει εδω-χ.ν.κουβελης
.
δεν ηθελε να φωτογραφηθει,γι'αυτο ειναι συνοφριουμενο,
δεν ειχε καλα ρουχα,τι να δειξει τ'αποφορια,ξυπολητο,το
στησανε σ'ενα τοιχο,οπως στηνουνε στο τοιχο αυτους που
εκτελουν,του δωσανε στα χερια μια πετσετα τυλιγμενη,ξερο
ψωμι,για μια εικονα της προπαγανδας,'η φτωχεια ,τα παιδια
πεινανε,ειναι ξυπολητα,δεν εχουν χαρουμενα προσωπα,βοη-
θεια',ζητιανευουν βοηθεια,κατα τα συμφεροντα τους,το παιδι
δεν ειναι ζητιανακι,εχει ονειρα,δεν θα πουληθει σε κανεναν,
θ'αντεξει,θα προοδεψει η κοινωνια,αργοτερα θα καταλαβει το
σκοπο,το στοχο,της φωτογραφισης του,θα καταλαβει γιατι ει-
ναι συνοφριουμενο,θα'θελε να τους κλωτσησει,να τους πετα-
ξει χωμα στα ματια,να τους φωναξει,''ο πατερας μου ειναι
ηρωας κι η μανα μου ηρωιδα'',να ουρλιαξει,''γιατι τους πειρα-
ξατε,τι σας εφταιξαν;'',Και απο μια φωτογραφια,δηθεν αθωα,
δηθεν ρεαλιστικη,φαινεται η ιστορια ενος ανθρωπου κι ενος
τοπου
.
.
-Ιστορια απο μια φωτογραφια μας με τη μανα
.
Η μανα περασε δυσκολα χρονια,τη βλεπω σ'αυτη τη φωτογραφια,
ειμαι το πιο μεγαλο παιδι,ο Γιωργακης,αριστερα μου ειναι η αδερ-
φη μου η Σουλα,και δεξια μου τ'αλλα αδερφια μου,η Μαρια και
ο Νικος,η μανα μια ομορφη γυναικα,τον πατερα τονχασαμε νεο,η
μανα ποτε δεν μαςειπε πως,οταν την ρωτουσαμε δεν μας απαντουσε,
το προσωπο της γινονταν σοβαρο σκοτεινιαζε,καταλαβαιναμε πως
στεναχωριονταν πολυ,την αγαπουσαμε τη μανα,Κωνσταντινα τη λε-
γανε,καποτε εφερε στο σπιτι εναν αντρα,η μικρη η Σουλα ολο εκλαι-
γε,απο εκεινη τη μερα δεν τον ξαναειδαμε,εγω που ημουνα μεγαλυ-
τερος ηξερα πωςτον συναντουσε κρυφα εξω,τοτε λουζονταν φορου-
σε ωραιο φουστανι γινονταν ομορφη,εγω εκανα πως δεν εβλεπα,με
φιλουσε κι ελεγε,''οταν θα μεγαλωσεις θα καταλαβεις'',το μαγουλο
της ,που μ'αγγιζε ,το'νιωθα υγραμενο,ηθελα να της πως μεγαλωσα
και καταλαβαινα και πως την αγαπουσα,ομως δεν της το ελεγα,και
τωρα που δεν την εχουμε πια παρα.μονο στη φωτογραφια μετανιω-
νω,η μανα μας υπηρξε κι εζησε τη ζωη της, μονη της και μαζι με
αλλους,και με μας τα παιδια της που την αγαπουσαμε πολυ και πιο
πολυ αυτη εμας
.
.
Ενα Απλοικο Σχολιο Οικονομικης Θεωριας του κυριου Κ.
.
Ενα μικρο παιδι ρωτησε τον κ.Κ τι ειναι το εργοστασιο
Ο κ.Κ απαντησε;ενας τεραστιος χωρος,με τεραστιες μηχανες,
με τρομακτικο θορυβο,με τεραστια παραγωγη
Το παιδι ειπε:Καταλαβα.Το Εργοστασιο ειναι ενας Δρακος,οπως
στα παραμυθια
.
.
ροδι-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
.
.
ροια ροιδια ροδια ρογδια-χ.ν.κουβελης
.
ροια ροιη ροιδια ρογδια
ροιδι γλυκορροδο
ροιδια στους κηπους της Ναυσικας του Αλκινοου
και στο δικο μου κηπο
ροιδια που πρωτοφυτεψε η μανα μου
.
[Ομηρου Οδυσσεια - η' ραψωδια 112-119]
ἔκτοσθεν δ᾽ αὐλῆς μέγας ὄρχατος ἄγχι θυράων
τετράγυος· περὶ δ᾽ ἕρκος ἐλήλαται ἀμφοτέρωθεν.
ἔνθα δὲ δένδρεα μακρὰ πεφύκασι τηλεθόωντα,
ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι
συκέαι τε γλυκεραὶ καὶ ἐλαῖαι τηλεθόωσαι.
τάων οὔ ποτε καρπὸς ἀπόλλυται οὐδ᾽ ἀπολείπει
χείματος οὐδὲ θέρευς, ἐπετήσιος· ἀλλὰ μάλ᾽ αἰεὶ
Ζεφυρίη πνείουσα τὰ μὲν φύει, ἄλλα δὲ πέσσει.
.
[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
πιο εξω απ'την αυλη ειναι μεγαλος κηπος,κοντα στη πορτα,
τεσσερες οργωμενος και με φραχτη γυρω -γυρω
πο'χει εκει μεσα φυτεμενα δεντρα ψηλα και φουντωμενα
αχλαδιες και ροιδιες και μηλιες με λαμπερα τα μηλα
συκιες με γλυκα τα συκα και φουντωμενες ελιες
που ο καρπος μητε μαραινεται μητε λειπει
χειμωνα καλοκαιρι ολο το χρονο αλλα ο Ζεφυρος
πνεει και τα φυτρωνει αλλα τα ωριμαζει
.
εριξε η νυφη ροδι κι εσπασε σε χιλια χιλια κλωνια ροιδια
.
ροια ροα στο Περι Φυτων Ιστοριαι του Θεοφραστου
ροδι των Ανθεστηριων
ροιη στον Ομηρικο Υμνο στη Δημητρα
αυτάρ ο λάθρη. Έμβαλε μοι ροιής κόκκον, μελήδε εδωδήν
[επειτα κρυφα στο χερι μ'αφησε σπυρι ροιδιου
τροφη σαν μελι]
ροιδια της αφθονιας της γονιμοτητας
ροιαι στη λ' ραψωδια 589 της Οδυσσειας
[ο καταδικασμενος Τανταλος δεν εφτανε να πιασει καρπους
απο τα δεντρα τετοια αιωνια τιμωρια ειχε]
τα δεντρα με τα ψηλα φυλλωματα τους π'ολουθε καρπους γιοματα
αχλαδιες και ροιδιες και μηλιες με λαμπερα τα μηλα
συκιες με τα γλυκα τα συκα και φουντωτες ελιες]
δένδρεα δ᾽ ὑψιπέτηλα κατὰ κρῆθεν χέε καρπόν,
ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι
[απλωνε τα χερια κι εκεινα ψηλωναν και δεν προλαβαινε να κοψει
καρπο να φαει και να ξεδιψασει]
ροα στις Σφηκες του Αριστοφανη [στιχος 1268]
οὗτος ὅν γ᾽ ἐγώ ποτ᾽ εἶδον ἀντὶ μήλου καὶ ῥοᾶς
ροων στους Νομους του Πλατωνα[845b]
845b ξένια δεχόμενος, τῆς δὲ ἀγροίκου λεγομένης καὶ τῶν τοιούτων ὁ
νόμος εἰργέτω μὴ κοινωνεῖν ἡμῖν τοὺς ξένους: ἐὰν δέ τις ἀίστωρ ὢν αὐτὸς
ἢ δοῦλος ἅψηται, τὸν μὲν δοῦλον πληγαῖς κολάζειν, τὸν δὲ ἐλεύθερον
ἀποπέμπειν νουθετήσαντα καὶ διδάξαντα τῆς ἄλλης ὀπώρας ἅπτεσθαι
τῆς εἰς ἀπόθεσιν ἀσταφίδος οἴνου τε καὶ ξηρῶν σύκων ἀνεπιτηδείου
κεκτῆσθαι. ἀπίων δὲ πέρι καὶ μήλων καὶ ῥοῶν καὶ πάντων 845c τῶν
τοιούτων,
ροιδια
των φλογατων λουλουδιων
τρομπετες η' γραμμοφωνα
.
.
ΑΝΤΩΝΙΝΟΥ ΛΙΒΕΡΑΛΙΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΝ ΣΥΝΑΓΩΓΗ-
2 Μελεαγριδες[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
.
2.Μελεαγριδες
Οινευς ο Πορθεως του Αρεως εβασιλευσεν εν Καλυδωνι και εγεν-
το αυτω εξ Αλθαιας της Θεστιου Μελεαγρος,Φηρευς,Αγελεως,Το-
ξευς,Κλυμενος,Περιφας,θυγατερες δε Γοργη,Ευρυμηδη,Δηιανειρα,
Μελανιππη,επει δ' εθυεν απαρχας υπερ της χωρας εκλανθανεται
της Αρτεμιδος,αυτη κατα μηνιν εφορμα συν αγριον,ος κατεφθειρε,
την γην και πολλους απεκτεινεν,επειτα Μελεαγρος και οι Θεστιου
παιδες συνηγειραν τους αριστεας εκ της Ελλαδος επι τον συν,οι δε
αφικομενοι κτεινουσιν αυτον,ο δε Μελεαγρος διανειμας τα κρεα
αυτου τοις αριστευσι την κεφαλην και το δερος εξαιρει γερας εαυτω,
Αρτεμις δε,επει το ιερον συν εκτειναν,ετι μαλλον εχολωθη και νεικος
ενεβαλεν αυτοις,οι γαρ παιδες οι Θεστιου και οι αλλοι Κουρητες
απτονται του δερους φαμενοι μετεινε τα ημισεια των γερων εαυτοις,
Μελεαγρος δε αφαιρειται κατα βιαν και κτεινει τους Θεστιου παιδας,
εκ ταυτης της προφασεως πολεμος εγενετο Κουρησι και Καλυδωνιοις
και ο Μελεαγρος εις τον πολεμον ουκ εξηει μεμφομενος οτι αυτω
κατηρασατο η μητηρ δια τον των αδελφων θανατον,ηδη δε των Κου-
ρητων μελλοντων αιρειν την πολιν επεισε τον Μελεαγρον η γυνη
Κλεοπατρα τοις Καλυδωνιοις αμυναι,ο δε αναστας επι τον στρατον
των Κουρητων και αυτος αποθνησκει της μητρος εμπρησασης τον παρα
των Μοιρων αυτη δοθεντα δαλον,επεκλωσαν γαρ επι τοσουτον αυ-
τον εσεσθαι χρονον εφ' οσον αν ο δαλος διαμενη,απεθανον δε και οι
αλλοι παιδες Οινεως μαχομενοι,και πενθος επι Μελεαγρω μεγιστον
εγενετο παρα Καλυδωνιοις,αι δε αδελφαι αυτου παρα το σημα
εθρηνουν αδιαλειπτως αχρις αυτας Αρτεμις αψαμενη ραβδω μετα-
μορφωσεν εις ορνιθας και απωκισεν εις Λερον την νησον,ονομα-
σασα μελεαγριδας,αι δε αχρι νυ ετι καθ'ωραν ετους πενθος επι
Μελεαγρω φερειν,δυο δε των Αλθαιας θυγατερων ,Γοργην και
Δηιανειραν φασι κατ'ευμενειαν Διονυσου μη μεταβαλειν,οτι την
χαριν αυτω Αρτεμι διδοι
.
[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
2.Μελεαγριδες
.
Ο Οινεας του Πορθεα γιου του Αρη εβασιλεψε στη Καλυδωνα
και απο την Αλθαια τη κορη του Θεστιου απεκτησε τον Μελεαγρο,
τον Φηρεα,τον Αγελαο,τον Τοξεα,τον Κλυμενο,τον Περιφα και θυγα-
τερες τη Γοργη,την Ευρυμηδη,την Δηιανειρα,και την Μελανιππη,
επειδη στη θυσια που εκανε για την αρχη των εργασιων στη χωρα
ξεχασε την Αρτεμη ,εκεινη θυμωσε πολυ κι εστειλε ενα αγριο χοιρο
που κατεστρεφε τη γη και πολλους ανθρωπους σκοτωσε,τοτε ο
Μελεαγρος και τα παιδια του Θεστιου καλεσαν τους αριστους
αντρες στην Ελλαδα να κυνηγησουν τον αγριοχοιρο,εκεινοι ηρθαν
και τον σκοτωσαν,ο Μελεαγρος μοιρασε το κρεας του στους αριστους
αντρες και το κεφαλι και το δερμα του το κρατησε επαθλο για τον
εαυτο του,η δε Αρτεμη επειδη σκοτωσαν το ιερο της αγριοχοιρο παρα
πολυ οργισθηκε και εσπειρε τη φιλονεικια αναμεσα τους,και τα
παιδια του Θεστιου και οι αλλοι Κουρητες παιρνουν το δερμα λεγον-
τας πως το μισο επαθλο ανηκει σ'αυτους ,τοτε ο Μελεαγρος
τ'αρπαξε με τη βια και σκοτωνει τα παιδια του Θεστιου κι απ'αυτη
τη προφαση ξεσπασε αναμεσα στους Κουρητες και τους Καλυδωνιους
πολεμος και ο Μελεγρος σ'αυτον τον πολεμο δεν βγαινει να παρει με-
ρος κατηγορωντας τη μανα του πως τον καταραστηκε που σκοτωσε
τ'αδερφια της, κι οταν οι Κουρητες ηταν ετοιμοι να καταλαβουν την πο-
λη τοτε επεισε τον Μελεαγρο η γυναικα του η Κλεοπατρα να βοηθησει
τους Καλυδωνιους να αμυνθουν,αυτος σταθηκε μπροστα στο στρατο
των Κουρητων και πεθανε οταν η μανα του εκαψε το ξυλο που της ειχαν
δωσει οι Μοιρες που του εκλωσαν οταν ηταν μωρο τοσο χρονο να ζησει
οσο χρονο το ξυλο θα μενει ακαιγο,και τ'αλλα παιδια του Οινεα πεθαναν
μαχομενα,και το πενθος για το θανατο του Μελεαγρου ηταν πολυ μεγαλο
στους Καλυδωνιους,κι οι αδερφες του θρηνουσαν στο μνημα του ακα-
ταπαυστα,μεχρι που η Αρτεμη πιανωντας μια ραβδο τις αγγιξε και τις
μεταμορφωσε σε πουλια και τις εγκατεστησε στο νησι Λερο και τις ονο-
μασε μελεαγριδες,που μεχρι τωρα λεγεται πως φερουν το πενθος για
τον Μελεαγρο,δυο δε απο τις θυγατερες της Αλθαιας,η Γοργη και η
Δηιανειρα,λενε πως απο ευμενεια του Διονυσου δεν μεταμορφωθηκαν,
πως η Αρτεμη του εκανε αυτη τη χαρι
.
.
[στο κυνηγι του αριοχοιρου εκτος απ' τους αριστους πηρε μερος και
μια γυναικα,η Αταλαντη,απο την Αρκαδια,ηταν πανεμορφη,ξακουστη
δρομεας και κυνηγος[γι'αυτο προστατευομενη της Αρτεμης,ορκισμενη
παρθενα μεχρι που τη νικησε σε αγωνα δρομου ο Ιππομενης χαρις στα
τρια μηλα των εσπεριδων που της πετουσε κι αυτη,γυναικα ηταν,καθυ-
στερουσε να τα πιασει,μια και δυο και τρεις φορες,κι εχασε τελικα το
δρομο και τη παρθενια της],αυτη τραυματισε πρωτη τον αγριοχοιρο
και σ'αυτη εδωσε,το δικαιουνταν, το δερμα του ο Μελεαγρος για επα-
θλο]
.
.
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙΟΥ ΤΟΥ ΓΥΓΗ ΣΤΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΔΙΚΕΙΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΗ ΑΔΙΚΕΙΣΘΑΙ-
ΑΔΙΚΙΑ /ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
.
η θεση του σοφιστη Θρασυμαχου ειναι πως ισχυει το δικιο του
ισχυροτερου,
και ο Σωκρατης πως η δικαιοσυνη ειναι αρετη ,αγαθον,και με
αυτη ο ανθρωπος θα γινει ευτυχης,και σε καμια περιπτωση
δεν πρεπει να πρατουμε το αδικο και να νομιζουμε πως μας
ωφελει,
ο Γλαυκων, ο αδελφος του Πλατωνα,λεει πως ο ανθρωπος επιλε-
γει το αδικο σαν το πιο ωφελιμο απο το δικαιο,και αναγκαζεται
να ειναι δικαιος γιατι δεν δυναται να αδικησει και να τιμωρησει
αυτους που τον αδικουν,η δικαιοσυνη ειναι μεσοτης του βελτιστου
που ειναι το αδικειν και του χειριστου να αδικεισαι,
οι ανθρωποι αδυνατωντας να τιμωρησουν αυτους που αδικουν,
επειδη ειναι ισχυροτεροι ,εξαναγκασθηκαν να θεσπισουν νομους,
η δικαιοσυνη ειναι μια αναγκαστικη συμβαση,
καθε ανθρωπος,δικαιος και αδικος,αν του δινονταν η δυναμη να
αδικησει και να μην τιμωρηθει τοτε με ευχαριστηση θα επελεγε
το αδικο απο το δικιο σαν περισσοτερο ωφελιμο γι'αυτον,προ-
τιμοτερον να αδικεις παρα να αδικεισαι.
Ο Γλαυκων στη Πολιτεια του Πλάτων. Πολιτείνα. [Βιβλίο Β,
359d-360d] διηγειται τον μυθο του δαχτυλιδιου του Γυγη:
.
οἵαν [359d] ποτέ φασιν δύναμιν τῷ [Γύγου] τοῦ Λυδοῦ προγόνῳ
γενέσθαι.εἶναι μὲν γὰρ αὐτὸν ποιμένα θητεύοντα παρὰ τῷ τότε
Λυδίας ἄρχοντι, ὄμβρου δὲ πολλοῦ γενομένου καὶ σεισμοῦ ῥα-
γῆναί τι τῆς γῆς καὶ γενέσθαι χάσμα κατὰ τὸν τόπον ᾗ ἔνεμεν.
ἰδόντα δὲ καὶ θαυμάσαντα καταβῆναι καὶ ἰδεῖν ἄλλα τε δὴ
ἃ μυθολογοῦσιν θαυμαστὰ καὶ ἵππον χαλκοῦν, κοῖλον, θυρίδας
ἔχοντα, καθ’ ἃς ἐγκύψαντα ἰδεῖν ἐνόντα νεκρόν, ὡς φαίνεσθαι
μείζω ἢ κατ’ ἄνθρωπον, τοῦτον δὲ ἄλλο μὲν οὐδέν, περὶ δὲ
[359e] τῇ χειρὶ χρυσοῦν δακτύλιον ὄντα περιελόμενον ἐκβῆναι.
συλλόγου δὲ γενομένου τοῖς ποιμέσιν εἰωθότος, ἵν’ ἐξαγ-
γέλλοιεν κατὰ μῆνα τῷ βασιλεῖ τὰ περὶ τὰ ποίμνια, ἀφικέσθαι
καὶ ἐκεῖνον ἔχοντα τὸν δακτύλιον· καθήμενον οὖν μετὰ τῶν
ἄλλων τυχεῖν τὴν σφενδόνην τοῦ δακτυλίου περιαγαγόντα
πρὸς ἑαυτὸν εἰς τὸ εἴσω τῆς χειρός, τούτου δὲ γενομένου
[360a] ἀφανῆ αὐτὸν γενέσθαι τοῖς παρακαθημένοις, καὶ διαλέ-
γεσθαι ὡς περὶ οἰχομένου. καὶ τὸν θαυμάζειν τε καὶ πάλιν ἐπιψη-
λαφῶντα τὸν δακτύλιον στρέψαι ἔξω τὴν σφενδόνην, καὶ
στρέψαντα φανερὸν γενέσθαι.
καὶ τοῦτο ἐννοήσαντα ἀποπειρᾶσθαι τοῦ δακτυλίου εἰ ταύτην
ἔχοι τὴν δύναμιν, καὶ αὐτῷ οὕτω συμβαίνειν, στρέφοντι μὲν
εἴσω τὴν σφενδόνην ἀδήλῳ γίγνεσθαι, ἔξω δὲ δήλῳ· αἰσθό-
μενον δὲ εὐθὺς διαπράξασθαι τῶν ἀγγέλων γενέσθαι τῶν παρὰ τὸν
βασιλέα, ἐλθόντα [360b] δὲ καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ μοιχεύσαντα,
μετ’ ἐκείνης ἐπιθέμενον τῷ βασιλεῖ ἀποκτεῖναι καὶ τὴν ἀρχὴν οὕτω
κατασχεῖν.
εἰ οὖν δύο τοιούτω δακτυλίω γενοίσθην, καὶ τὸν μὲν ὁ δίκαιος
περιθεῖτο, τὸν δὲ ὁ ἄδικος, οὐδεὶς ἂν γένοιτο, ὡς δόξειεν,
οὕτως ἀδαμάντινος, ὃς ἂν μείνειεν ἐν τῇ δικαιοσύνῃ καὶ
τολμήσειεν ἀπέχεσθαι τῶν ἀλλοτρίων καὶ μὴ ἅπτεσθαι, ἐξὸν
αὐτῷ καὶ ἐκ τῆς ἀγορᾶς ἀδεῶς ὅτι βούλοιτο λαμβάνειν,
[360c] καὶ εἰσιόντι εἰς τὰς οἰκίας συγγίγνεσθαι ὅτῳ βούλοιτο,
καὶ ἀποκτεινύναι καὶ ἐκ δεσμῶν λύειν οὕστινας βούλοιτο, καὶ
τἆλλα πράττειν ἐν τοῖς ἀνθρώποις ἰσόθεον ὄντα. οὕτω δὲ
δρῶν οὐδὲν ἂν διάφορον τοῦ ἑτέρου ποιοῖ, ἀλλ’ ἐπὶ ταὔτ’ ἂν
ἴοιεν ἀμφότεροι.
καίτοι μέγα τοῦτο τεκμήριον ἂν φαίη τις ὅτι οὐδεὶς ἑκὼν δίκαιος
ἀλλ’ ἀναγκαζόμενος, ὡς οὐκ ἀγαθοῦ ἰδίᾳ ὄντος, ἐπεὶ ὅπου γ’ ἂν
οἴηται ἕκαστος οἷός τε ἔσεσθαι ἀδικεῖν, ἀδικεῖν.
λυσιτελεῖν γὰρ δὴ οἴεται πᾶς ἀνὴρ πολὺ [360d] μᾶλλον ἰδίᾳ
τὴν ἀδικίαν τῆς δικαιοσύνης, ἀληθῆ οἰόμενος,ὡς φήσει ὁ περὶ
τοῦ τοιούτου λόγου λέγων· ἐπεὶ εἴ τις τοιαύτης ἐξουσίας ἐπιλα-
βόμενος μηδέν ποτε ἐθέλοι ἀδικῆσαι μηδὲ ἅψαιτο τῶν ἀλλοτρίων,
ἀθλιώτατος μὲν ἂν δόξειεν εἶναι τοῖς αἰσθανομένοις καὶ ἀνοητό-
τατος, ἐπαινοῖεν δ’ ἂν αὐτὸν ἀλλήλων ἐναντίον ἐξαπατῶντες ἀλλή-
λους διὰ τὸν τοῦ ἀδικεῖσθαι φόβον.
.
[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
.
σαν εκεινη τη δυναμη που καποτε λενε απεκτησε ο Γυγης του Λυδου
ο προγονος,
ηταν λοιπον αυτος βοσκος υπηρετωντας τον τοτε αρχοντα της Λυδιας ,
επιασε δυνατη καταιγιδα και σεισμος ανοιξε τη γη κι εγινε χασμα στο
τοπο εκει που εβοσκε,
το ειδε κι απο περιεργεια κατεβηκε κι ειδε κι αλλα περιεργα εκει μεσα,
οπως μυθολογειται,και ενα χαλκικο αλογο κοιλο που'χε μικρες πορτες
κι απ'αυτες σκυβοντας βλεπει μεσα εναν νεκρο που φαινονταν να ηταν
πολυ μεγαλυτερος στο σωμα απο εναν συνειθισμενο ανθρωπο,απ'αυτον
τιποτα αλλο,στο χερι του φορουσε χρυσο δαχτυλιδι το οποιο τρα-
βωντας και γυρνωντας το το'βγαλε και βγηκε εξω,
οταν εγινε η καθιερωμενη συγκεντρωση των βοσκων για να
δωσουν την μηνιαια αναφορα στο βασιλια για τα κοπαδια
πηγε κι εκεινος εχοντας το δαχτυλιδι,κι οπως καθονταν με
τους αλλους συνεβηκε κατα τυχη να γυρισει τη πετρα του δα-
χτυλιδιου προς τα μεσα του χεριου, οταν εγινε αυτο εγινε αο-
ρατος στους παρευρισκομενους που συζητουσαν σαν να'χε φυ-
γει,εκεινος απορισε και ψαχουλευωντας το δαχτυλιδι γυρισε πα-
λι τη πετρα προς τα εξω και αφου την εστρεψε εγινε ορατος
κι αυτο συνειδοποιωντας δοκιμασε αν το δαχτυλιδι εχει αυτη τη
δυναμη και αυτο το ιδιο σμβαινει,στρεφοντας τη πετρα προς τα
μεσα γινεται αορατος,προς τα εξω αορατος,
αφου βεβαιωθηκε αμεσως ενεργησε να γινει ενας απ'τους εκπρο-
σωπους που θα παρουσιαζονταν στον βασιλια,
πηγε και με τη γυναικα του μοιχευσε,μ'εκεινη επιτιθεμενος στο βα-
σιλια τον σκοτωσε και την εξουσια ετσι του αρπαζει
αν λοιπον δυο τετοια ιδια δαχτυλιδια γινονταν να υπαρχουν και το ενα
το φορουσε ο δικαιος,το αλλο ο αδικος,κανενας τους δεν θα'ταν,οπως
θα φαινονταν,τοσο ισχυρος που να παραμεινει στη δικαιοσυνη και χω-
ρις δισταγμο ν'απεχει απο τα ξενα και να μην τ'αγγιξει,
ενω απ'αυτο θα μπορουσε απ'την αγορα αφοβα να παιρνει οτι θελει
και μπαινοντας στα σπιτια να'χει στενη επαφη μ'οποιον θελει
και να σκοτωνει και ν'απελευθερωνει απ'τη φυλακη οποιους θελει
κι αλλα τετοια να κανει μεσα στους ανθρωπους σαν ισος με θεο
κι ετσι δρωντας τιποτα διαφορετικο απ'τον αλλον δεν κανει
αλλα και οι δυο στα ιδια να ειναι,
και ποια μεγαλυτερη αποδειξη απ'αυτο αν καποιος πει πως κα-
νενας απ'τη θεληση του δικαιος αλλα αναγκαζεται να ειναι,
αφου δεν ειναι αγαθο απο μονο του,επειδη οπου ο καθενας
νομιζει πως μπορει ν'αδικει αδικει,
πολυ δε περισοτερο επωφελιμη καθε ανθρωπος νομιζει την
αδικια απ' τη δικαιοσυνη,κι αληθινα θα το νομιζει,οπως λεει
αυτος που υποστηριζει αυτο το λογο,
επειδη αν κανεις εχοντας λαβει τετοια εξουσια σε τιποτα δεν θελει
ν'αδικησει κι ουτε τιποτα απ'τα ξενα ν'αρπαξει,δυστυχισμενος θα φαι-
νονταν σ'οσους καταλαβαινουν και παρα πολυ ανοητος, να τον επαι-
νουν οταν ειναι μπροστα σ'αλλους παραπλανωντας ο ενας τον αλλον
για τον φοβο να αδικηθουν
.
.
απο τους Μυθους του Αισωπου
[μεταφραση χ.ν.κουβελης]
μερικα διασκεδαστικα και εκπαιδευτικα ετυμολογικα ολιγον
αυθαιρετα:
Αισωπος-[Αισα[αισιος]+ωπα[το 'ωπα ωπα'που φωναζουμε οταν
χορευουμαι,αλλα και οψη,προσωπο]]-
επομενως:Αισωπος-Γελαστος
[αν το αισα εχει σχεση με την αιθαλη,τη σταχτη,τοτε Αισωπος
σημαινει ο Μαυροματης δηλαδη ...ο Καραγκιοζης]
.
Ἐχθροὶ δύο-
Δύο τινὲς ἀλλήλοις ἐχθραίνοντες ἐπὶ τῆς αὐτῆς νεὼς ἔπλεον,
ὧν ἅτερος μὲν ἐπὶ τῆς πρύμνης,ἅτερος δὲ ἐπὶ τῆς πρώρας
ἐκάθητο. Χειμῶνος δὲ ἐπιγενομένου καὶ τῆς νεὼς μελλούσης
ἤδη καταποντίζεσθαι, ὁ ἐπὶ τῆς πρύμνης τὸν κυβερνήτην ἤρετο
πότερον τῶν μερῶν τοῦ πλοίου πρότερον μέλλει καταβαπτί-
ζεσθαι. Τοῦ δὲ τὴν πρώραν εἰπόντος· "Ἀλλ᾿ ἔμοιγε οὐκ ἔστι
λυπηρόν, εἶπεν, ὁ θάνατος, εἴγε ὁρᾶν μέλλω πρὸ ἐμοῦ τὸν
ἐχθρὸν ἀποθνῄσκοντα".
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων οὐδὲν τῆς ἑαυτῶν
βλάβης φροντίζουσιν, ἐὰν τοὺς ἐχθροὺς μόνον ἴδωσι πρὸ
αὐτῶν κακουμένους
οι δυο εχθροι-
καποιοι δυο που εχθρευονταν ο ενας τον αλλον πανω στο
ιδιο καραβι επλεαν,ο ενας ηταν στη πρυμνη,ο αλλος στη πλωρη
καθονταν,επιασε σφορδη κακοκαιρια και το καραβι επροκειτο
να καταποντισθει,αυτος που ηταν στη πρυμνη ρωτησε τον
καπετανιο,απο ποια μερια προκειται το πλοιο πρωτα να βου-
λιαξει,οταν του ειπε την πλωρη,εκεινος ειπε,''τοτε για μενα
δεν ειναι λυπη ο θανατος αν προκειται να δω πριν απο μενα τον
εχθρο μου να πεθαινει''
ο μυθος δηλωνει πως πολλους απ'τους ανθρωπους δεν τους
νοιαζειι η δικια τους ζημια αν και μονο ειναι να δουν τους εχθρους
των πριν απ'αυτους να κακοπαθαινουν
.
Λύκος καὶ ἒριφος-
Ἔριφος ἐπὶ τινος δώματος ἑστώς, ἐπειδὴ λύκον παριόντα εἶδεν,
ἐλοιδόρει καὶ ἔσκωπτεν αὐτόν.Ὁ δὲ λύκος ἔφη· οὐ σύ με λοιδορεῖς,
ἀλλ' ὁ τόπος.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι πολλάκις καὶ ὁ τόπος καὶ ὁ καιρὸς δίδωσι τὸ
θράσος κατὰ τῶν ἀμεινόνων.
.
Λυκος και κατσικι-
Κατσικι πανω σ'ενα βραχο καθονταν ,οταν ειδε ενα λυκο να
περνα τον λοιδορουσε και τον περιγελουσε.Κι ο λυκος του
ειπε:δεν με λοιδορεις εσυ αλλα ο τοπος.
Ο μυθος δηλωνει πως πολλες φορες ο τοπος και η περισταση
σε κανουν θρασυ κατα των δυνατοτερων
.
Πῆραι δύο-
Ἀνθρώπων ἕκαστος δύο πήρας φέρει, τὴν μὲν ἔμπροσθεν, τὴν
δὲ ὄπισθεν, γέμει δὲ κακῶν ἑκατέρα΄ ἀλλ' ἡ μὲν ἔμπροσθεν ἀλ-
λοτρίων, ἡ δὲ ὄπισθεν τῶν αὐτοῦ τοῦ φέροντος. Καὶ διὰ τοῦτο
οἱ ἄνθρωποι τὰ μὲν ἑαυτῶν κακὰ οὐχ ὁρῶσι, τὰ δὲ ἀλλότρια
πάνυ ἀκριβῶς θεῶνται.
.
Οι δυο σακκοι-
Καθε ενας ανθρωπος δυο σακκους κουβαλα,τον ενα μπροστα του,
τον αλλο πισω του,και τα δυο γεματα κακα,αλλα ο μπροστινος των
ξενων,ο δε πισω του τα κακα αυτου που τους κουβαλα.
Και γι'αυτο οι ανθρωποι τα δικα τους κακα δεν τα βλεπουν,
τα δε ξενα παρα πολυ καθαρα τα παρατηρουν.
.
Χῆνες καὶ γέρανοι-
Χῆνες καὶ γέρανοι ἐπὶ ταὐτοῦ λειμῶνος ἐνέμοντο. Τῶν δὲ θη-
ρευτῶν ἐπιφανέντων, οἱ μὲν γέρανοι, κοῦφοι ὄντες, ταχέως
ἀπέπτησαν, οἱ δὲ χῆνες, διὰ τὸ βάρος τῶν σωμάτων μείναντες,
συνελήφθησαν.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι καὶ ἐν ἁλώσει πόλεως οἱ μὲν ἀκτήμονες εὐ-
χερῶς φεύγουσιν, οἱ δὲ πλούσιοι δουλεύουσιν ἁλισκόμενοι.
.
Χηνες και γερανοι-
Χηνες και γερανοι στο ιδιο λιβαδι εβοσκαν.Οταν εμφανισθη-
καν οι κυνηγοι,οι μεν γερανοι,οπως ηταν ελαφροι,γρηγορα πετα-
ξαν,οι δε χηνες ,λογω του βαρους των σωματων τους εμειναν,
και πιαστηκαν.
Ο μυθος δηλωνει πως και στη πτωση πολης οι μεν ακτημονες
ευκολα ξεφευγουν,οι δε πλουσιοι αιχμαλωτιζονται και γινονται
δουλοι.
.
Λέαινα καί ἀλώπηξ-
Λέαινα ὀνειδιζομένη ὑπὸ ἀλώπεκος ἐπὶ τῷ διὰ παντὸς ἕνα τίκτειν·
«Ἕνα, ἔφη, ἀλλὰ λέοντα.»
Ὅτι τὸ καλὸν οὐκ ἐν πλήθει δεῖ μετρεῖν, ἀλλὰ πρὸς ἀρετὴν ἀφορᾶν.
.
Λεαινα και αλεπου-
Λεαινα κοροιδευομενη απο αλεπου πως γεννα ενα μια φορα και για
παντα
''Ενα,''ειπε,''αλλα λεοντα''
Ετσι το καλο δεν πρεπει να το μετρας με το πληθος,αλλα αν σχετιζε-
ται με την αρετη
.
Γηπόνος, ὄνος καὶ βοῦς-
Ὄνον τις ἔχων καὶ τῷ βοΐ συζεύξας ἠροτρία, πτωχῶς μὲν ἀλλ’ ἀναγ-
καίως. Ἐπεί δέ τὸ ἔργον ἐπληρώθη καὶ λύειν ἔμελλεν αὐτούς, ἡ ὄνος
διηρώτα τὸν βοῦν: «Τὶς ἄξει τῷ γηπόνῳ τὰ σκεύη;» Ὁ δὲ πρὸς αὐτὴν
εἶπε: «Πάντως ὅσπερ εἴωθεν.»
.
Γεωργος γαιδαρος και βοδι-
Καποιος ειχε ενα γαιδαρο και με το βοιδι το εζευξε και οργωνε,
δεν ηταν στη φυση του αλλα εξαναγκασθηκε.Οταν η εργασια τελει-
ωσε και επροκειτο να τους λυσει,ο γαιδαρος ρωτησε το βοιδι:
''Ποιος θα φορτωθει τα εργαλεια του γεωργου;''
Κι αυτο του ειπε:''Αυτος που παντα τα φορτωνονταν''
.
Αἶξ καί αἰπόλος-
Αἶγα ἀποστᾶσαν ἀγέλης ἐπανάγειν αἰπόλος ἐπειρᾶτο πρὸς τὰς
λοιπάς: ὡς δέ, φωναῖς καὶ συριγμοῖς χρώμενος, οὐδὲν μᾶλλον
ἤνυε, λίθον ἀφεὶς καὶ τοῦ κέρως τυχών, ἐδεῖτο τῷ δεσπότῃ μὴ
κατειπεῖν. ἡ δέ: " ἀνούστατε - εἶπεν - αἰπόλων, τὸ κέρας κεκρά-
ξεται κἂν ἐγὼ σιωπήσωμαι. "
Οὕτω λίαν εὐήθεις οἱ τὰ πρόδηλα κρύπτειν ἐθέλοντες
.
Κατσικα και βοσκος-
Μια κατσικα ξεφυγε απ'το κοπαδι κι ο βοσκος πασχιζε να την
γυρισει στις αλλες.Οπως με τις φωνες και τα σφυριγματα τιποτα
δεν καταφερε,πεταξε μια πετρα και την πετυχε στο κερατο,επει-
δη φοβονταν μην το μαρτυρησει στο αφεντικο εκεινη του'πε:
''απ'ολους τους βοσκους πιο ανοητε,το κερατο θα το φωναξει
κι αν εγω σιωπησω''
Ετσι παρα πολυ αγαθοι ειναι αυτοι που τα φανερα θελουν να
κρυψουν.
[στη Μαχαιρα Ξηρομερου οι βοσκοι μεχρι σημερα λενε μια
παροιμια που την ακουσαν απο τους παλιοτερους:
η γιδα δεν μαρτραει το κερατο μαρτραει]
.
Λύκος καί ποιμένες-
Λύκος ἰδὼν ποιμένας ἐσθίοντας ἐν σκηνῇ πρόβατον ἐγγὺς προ-
σελθών,"ἡλίκος ἂν ἦν",ἔφη, "θόρυβος ὑμῖν, εἰ ἐγὼ τοῦτο ἐποί-
ουν;"
.
Λυκος και βοσκοι-
Λυκος βλεποντας βοσκους να τρωνε στη καλυβα προβατο
πλησιασε κοντα κι ειπε''ποση πολυ μεγαλη αναστατωση θα γι-
νονταν σε σας αν αυτο εγω το εκανα ''
.
Ἔλαφος καί λέων-
Ἔλαφος κυνηγοὺς φεύγουσα ἐγένετο κατά τι σπήλαιον, ἐν ᾧ λέων
ἦν, καὶ ἐνταῦθα εἰσῄει κρυβησομένη. Συλληφθεῖσα δὲ ὑπὸ τοῦ λέ-
οντος καὶ ἀναιρουμένη ἔφη· "Βαρυδαίμων ἔγωγε, ἥτις ἀνθρώπους
φεύγουσα ἐμαυτὴν θηρίῳ ἐνεχείρισα."
Οὕτως ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων διὰ φόβον ἐλάττονος εἰς κίνδυνον μεί-
ζονα ἑαυτοὺς ἐμβάλλουσιν.
.
Ελαφινα και λιονταρι-
Ελαφινα απο κυνηγους ξεφευγοντας βρεθηκε σε σπηλια,σ'αυτη
ηταν λιονταρι,κι εκει μεσα μπηκε να κρυφθει.Πιαστηκε απ'το λιον-
ταρι και κατασπαραζομενη ειπε:''η δυστυχη εγω,που απ'τους αν-
θρωπους ξεφυγα κι η ιδια επεσα στα νυχια του θηριου''
Ετσι μερικοι απ'τους ανθρωπους απο τον φοβο για το μικρο-
τερο σε πολυ μεγαλυτερο κινδυνο ριχνονται
.
Λυκος και ιππος-
Λυκος, κατά τινα αρουραν ιδευων, ευρε κριθας. Μη δυναμενος
δε αυταις τροφη χρησασθαι καταλιπων απηει. Ιππω δε συντυχων
[τουτον επι την αρουραν] εκει αυτόν εκαλει , λεγων ως ευρων κρι-
θας αυτος μεν ουκ εφαγεν , αυτω δε εφυλαξεν, επειδη και ηδεως
αυτου τον ψοφον των οδοντων ακουει. Και ιππος υποτυχων εφη :
«Αλλ’, ω ουτος, ει λυκοι κριθων τροφη ηδυναντο, ουκ αν ποτε τα
ωτα της γαστρος προεκρινας''
.
Λυκος και αλογο-
Λυκος απο καποιο χωραφι περνωντας βρηκε κριθαρια.Μη μπο-
ρωντας αυτα να του χρησιμεψουν για τροφη παρατωντας τα ε-
φυγε.Αλογο συναντωντας εκει προς το χωραφι το καλουσε,λε-
γωντας πως βρισκοντας κριθαρια αυτος δεν τα'φαγε,γι'αυτον
τα φυλαξε,επειδη και ευχαριστα το θορυβο τον δοντιων του α-
κουει.Και τ'αλογο απαντωντας ειπε:''Αλλα,τετοιε, αν οι λυκοι
μπορουσαν να τραφουν με κριθαρια,ποτε δεν θα προτιμουσες
τ'αυτια απ'το στομαχι''
..
Κώνωψ καὶ ταῦρος-
Κώνωψ ἐπιστὰς κέρατι ταύρου καὶ πολὺν χρόνον ἐπικαθίσας, ἐπειδὴ
ἀπαλλάττεσθαι ἔμελλεν, ἐπυνθάνετο τοῦ ταύρου εἰ ἤδη βούλεται
αὐτὸν ἀπελθεῖν. Ὁ δὲ ὑποτυχὼν εἶπεν· «Ἀλλ᾿ οὔτε, ὅτε ἦλθες, ἔγνων,
οὔτε, ἐὰν ἀπέλθῃς, γνώσομαι.»
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις πρὸς ἄνδρα ἀδύνατον, ὃς οὔτε παρὼν
οὔτε ἀπὼν ἐπιβλαβὴς ἢ ὠφέλιμός ἐστι.
.
Κουνουπι και ταυρος-
Κουνουπι καθισε στο κερατο ταυρου και για πολυ χρονο εκει
θρονιατηκε,επειδη επροκειτο να φυγει ρωτησε τον ταυρο αν
ηθελε αυτος να αναχωρισει.Ο δε ταυρος απαντωντας ειπε:
''Αλλα ουτε οταν ηρθες το καταλαβα, ουτε αν φυγεις θα το
καταλαβω''
Αυτος ο μυθος θα χρησιμευσει σε καποιον για τον αδυνατο αν-
θρωπο,ο οποιος ουτε παρων ουτε απων επιβλαβης η' ωφελιμος
ειναι.
.
.
μορφη αγελαδας σε ξυλο
.
ΣΥΝΤΟΜΑ
Ενδογραφιες
σαν παραμυθι
.
μου μου η αγελαδα
βοσκει χορτο στη λιακαδα
ηταν καποτε ενας καιρος που τα δεντρα επαιρναν αλλες
μορφες ,οπως μιας αγελαδας,τοτε ενα απο το παιδια
μας φωναξε''να μια αγελαδα'',''η αγελαδα βοσκει'',
θαυμασαμε τη γραμματικη του παιδιου και το συντακτικο
του,''αληθεια,μια αγελαδα βοσκει'',επανελαβε,''την βλεπετε
κι εσεις;'',μας ρωτησε,''την βλεπουμε''του απαντησαμε
.
.
[μαρτυρια ανθρωπου]
εδω γυριζαμε δαφνια καμμενα παλιουργια πρικη γουρδια
παλιουρος βρωμοβρυση κτηνοτροφοι και γεωργοι εδω στις βελανιδιες και
στα δεντρα επιασαν οι γυναικες τα παιδια μας
τωρα ερημωσε ο τοπος απο μας
.
.
the tale of the Flying Dutchman
Das Marchen von Der Fliegende Holländer
το παραμυθι του Ιπταμενου Ολλανδου-χ.ν.κουβελης
καποτε τα παλια χρονια στις κρυες θαλασσες της Νορβηγιας ενα καραβι
βρεθηκε μεσα σε δυνατη κακοκαιρια και κινδυνευε να βουλιαξει απ'τα θε-
ωρατα κυματα,καταφερε να φτασει σε μια αγνωστη παραλια,εκει ο καπετα-
νιος καποιος Νταλμαντ με το πληρωμα κουρασμενοι οπως ηταν πηγαν
στ'αμπαρια του πλοιου να κοιμηθουν κι αφησε στο καταστρωμα μονο του
τον τιμονιερη να φυλαει τη νυχτα το καραβι στην αγρια θυελλα,τοτε μεσα
στη ομιχλη και την αναταραχη εμφανισθηκε ξαφνικα ενα καραβι σαν φαν-
τασμα ν'αραζει διπλα κι οσο κι αν φωναζε ο τιμονιερης ποιοι ειναι αυτοι και
τι θελουν κανεις δεν του απαντουσε και να κανουν περα φωναζε γιατι θα πε-
σει το ενα καραβι πανω στ'αλλο και θα τσακιστουν,υστερα ειδε ενα παραξε-
νο ανθρωπο τον μοναδικο σε εκεινο το καραβι χλωμο σαν φαντασμα να
φωναζει δυνατα,μεσα στο θορυβο του αερα και τη θαλασσας δεν καταλαβαι-
νε τι ελεγε σαν να θρηνουσε του φανηκε,ο ανθρωπος εκεινος ηταν ενας Ολ-
λανδος ναυτικος που μια βαρια καταρα τον κυνηγουσε,επειδη καποτε επικα-
λεστηκε το διαβολο,για παντα να περιπλανιεται στη θαλασσα και ποτε να μην
αραξει το καραβι του σε στερια,θα λυτρωθει μονο αν βρεθει στο κοσμο κα-
ποια γυναικα να τον αγαπησει αληθινα κι αιωνια ,τοτε θα σωθει,και καθε εφτα
χρονια του επιτρεπονταν να φτανει σε στερια,ομως περασαν τοσα πολλα χρο-
νια κι οσο και να'ψαξε δεν βρηκε τετοια αγαπη να γλυτωσει,ξημερωσε κι ο τι-
μονιερης ξυπνησε τον καπετανιο απ'τον βαρυ υπνο κι εκεινος ειδε τον παρα-
ξενο Ολλανδο και μιλησε μαζι του,κι οταν εμαθε ο ξενος πως ο Νταλμαντ εχει
μια κορη του ζητησε να την παρει γυναικα του και να του δωσει δωρα πολλους
κι αμυθητους θησαυρους,εκεινος συμφωνησε να του τη δωσει κι οταν εφτα-
σαν στη χωρα του κι αραξαν τα καραβια οι κοπελες στο σπιτι του Νταλμαν
μαζι με τη κορη του τη Σεντα ηταν στους αργαλειους υφαιναν και τραγουδου-
σαν,η Σεντα ειχε μια ζωγραφια του Ιπταμενου Ολλανδου στο τοιχο της καμαρα
της κρεμασμενη και κρυφα τις νυχτες την κοιτουσε ωρες κι αναστεναζε,εκει-
νον τον αντρα τον αγαπουσε κι ας μην τον ηξερε κι ας μην τον ειχε συναντη-
σει ποτε,ομως ηξερε καλα την ιστορια του και την καταρα που τον κυνηγου-
σε,τοτε την πλησιασε εκει που ηταν με τις αλλες κοπελες ο αρραβωνιαστικος
της ο Ερικ ενας κυνηγος και της ειπε πως στ'ονειρο του ειδε πως γυρισε ο πα-
τερας της κι ειχε φερει μαζι του ενα ξενο και πως ο ξενος εκεινος τη πηρε μαζι
του στη θαλασσα για παντα,εκεινη σαν ακουσε εκεινα τα λογια πολυ χαρηκε
κι οταν ηρθε ο πατερας με τον ξενο και της ειπε πως αυτος ειναι ο αντρας της
τοτε καταλαβε,τον κοιταξε κι ενιωσε την αγαπη βαθεια στην καρδια της ,ετοι-
μασθηκαν για το γαμο φαγητα και μουσικες κι αρχισαν τα τραγουδια κι οι χοροι,
τοτε πλησιασε ο Ερικ την Σεντα και την κατηγορουσε πως τον προδωσε για κεινον
τον ξενο και τον εγκατελειπε κι ας του ορκιστηκε καποτε πιστη,ολ'αυτα τα λογια
τα κρυφακουσε ο Ολλανδος και πολυ στεναχωρηθηκε πως γι'αλλη μια φορα δεν
βρηκε την αγαπη που ζητουσε και γυρισε στο καραβι του λυπημενος,σηκωσε την
αγκυρα κι απλωσε τα πανια να φυγει ν'ακολουθησει τη κακια μοιρα του,την αιω-
νια περιπλανηση του στη θαλασσα ,μολις το'μαθε αυτο η Σεντα ξεφυγε απ'τον
Ερικ που την εμποδιζε να μην παει μαζι του κι απ'τις κοπελες που την κυνηγουσαν
ετρεξε κι επεσε απ'τα βραχια ψηλα στη θαλασσα να τον προφτασει και πνιγηκε
φωναζοντας στο καραβι στον Ολλανδο πως ετσι για παντα θα'ναι μαζι του,τοτε
εκεινοι απ'την ακτη ειδαν το καραβι του Ολλανδου να βουλιαζει και μετα ειδαν
τη Σεντα και τον Ιπταμενο Ολλανδο τα φαντασματα τους ν'ανεβαινουν αγκαλια-
σμενα κι ευτυχισμενα στον ουρανο
.
.
Απο τις Διηγησεις Μεγαλεξανδρου-χ.ν.κουβελης
...ητανε τοτε οπου μετα απο πορεια δεκα ημερων ηλθομεν εις μερος
μεγα ερημον ουδενα δενδρον ηταν ουδε θαμνος μικρος και υποφεραμεν
ολοι απο το μη υποφερτον καυμα και οι νυχτες ηταν πολυ σκοτεινες και ψυ-
χροτατες πολλα δε παιδια τοτε χαθηκαν απο υψηλην θερμη και ριγη
εις το κορμι-ο Αλεξανδρος εκ τουτων των συμβαντων εστεναχωρεθη πολυ
και αγρυπνος εμενεν τις νυχτες στη σκηνη του να ευρει λυσιν της δυστυ-
χιας εσυλογιζετο-τα πραγματα εις το στρατοπεδον ησαν λιαν κρισιμα και
ηκουετο πως ωρα με την ωρα θα ξεσπασει επανασταση μεταξυ των στρα-
τιωτων-ολοι ητο εξαντλημενοι και γυρνουσαν περιξ με τα προσωπα τους
αγριεμενα να τους φοβασαι τοσο καταβεβλημενοι ησαν και τα κακομοιρα
ζωα υποφεραν πολλα εχασαν τη ζωη τους απο τη κακουχια κι αλλα εξαν-
τλημενα καθονταν στο χωμα ημιλυποθημα και περιμεναν το τελος τους
αβοηθητα κι αλλα ως να τρελλαθηκαν και να εχασαν τας φρενας των βγα-
ζοντας φοβερους αφρους απο το στομα τους ορμουσαν ασυγκρατητα με
δυναμη και με πολυ ταχυτητα εχανοντο εις το βαθος του αχανους οριζοντα
και ποτε δεν επεστρεψαν ουτε τα ξαναειδαμε κι ητανε να σου πισνεται η
ψυχη απο την απελπισια και πολυ μεγαλη δυσκολια οπου ειχαμε οπου
εσωνοντο οι προμηθειες ελιγοστευαν τα θροφιμα και λιγο το νερο αρχισαμε
κι ολας να πειναμε και να διψαμε και εφοβομασταν την ελλειψη κι ητανε
πολυ κριμα και πονος να ακους τις αγριες φωνες των συνθροφων και τις βλα-
σφημιες τους φοβος σαν ουρλιαχτα λαβωμενων αγριων ζωων ητανε και τρο-
μος και πονος στη καρδια να τους ακους και σε αυτη τη κατασταση οπου ελπιδα
δεν ειχε μας εσυγκεντρωσεν ο Αλεξανδρος και μας ειπεν πως την νυχτα ειδε σε
ονειρο την αγαπημενη μητερα του μετα απο πολυ καιρο οπου ειχε να την δει
την ειδε κι εκεινη πολυ τον.πονεσε για εκεινα οπου ετραβουσε και του ειπεν
πως ησαν μεσα σε μεγαν λαβυρινθον και οσοι εκει μεσα εμβηκαν δεν μπορεσαν
να εβγουν επειδη ειναι απεραντος ο τοπος κι ολοενα αυξανει εις μεγεθος καθε
ημερα δεκακις γινεται μεγαλυτερος και πως συνεχως προστιθεται νεα αμμος
απροσμετρητος και πως σε καθε μερος της ομοια ειναι και δεν δυναται να ξεχω-
ρισεις εις ποιον μερος της εισαι αν εις το μεσον η εις το ακρον της εισαι ειναι σαν
πουθενα να εισαι και παντου να εισδαι και πως δεν εχει χρονο να διαβει μητε
ωρας μητε μηνους μητε εποχας μητε χειμωνας η' καλοκαιρι η' ανοιξις η' φθινο-
πωρος μητε ετη ο χρονος ειναι στασιμος ανυπαρχτος ειπεν και του ειπεν η μητε-
ρα πως να παυσουμε να αγρυπνουμε και πως στον υπνο μας το κακο ονειρο οπου
ζουμε θα διαλυθει κι τοτε θα ξεφυγουμε και θα ευρωμεν τη σωτηρια απο τον κακο
τοπο ειδαλλως μενει να χαθουμε εδω-πολλοι που ακουσαν αυτα γελασαν και φω-
ναξαν του Αλεξανδρου πως τουτα ηταν μεγαλες ανοησιες δια μωρα παιδια να ξεγε-
λασεις και πολλοι συμφωνησαν μαζι τους και εγινετο μεγαλη βοη και ταραχη στο
στρατευμα κι εκεινοι τοτε εξαγριωμενοι ορμησαν στα αλογα αρπαξαν και προμη-
θειες οσες πολλες ημπορουσαν να φορτωσουν φορτωσαν και πηδηξαν στα εξα-
θλιωμενα αλογα και εξαφανισθηκαν μεσα στην μεγαλη αμπουρα και αμμον οπου
εσηκωθει κι ητο μεγαλος θορυβος και ταραχη οσαν κολασις εφανη τοση μεγαλη
μαχη εγινε κι εμειναμε εμεις οι αλλοι βαρυθυμοι και πολυ στεναχωρεμενοι και
πολλοι ηταν μεσα εις το στρατον οπου επιστεψαν στα λογια του Αλεξανδρου και
επεριμεναν υπομονετικως να παυσει η μεγαλη αγρυπνια τους και η κουραση και
η μεγαλη εξαντληση να λυσει τα μελη τους και να κλεισουν τα ματια στον υπνο
και δεν περασεν πολυ καιρος και εκοιμηθηκαμε οσοι απο εμας σταθηκαμε τυχεροι
και δεν χαθηκαμε και οταν εξυπνησαμε ευρεθηκαμε εις καλοημερον και ευτυχε-
στατον τοπον οπου ειχεν πλειστα πλειστα καρποφορα μηλιες αχλαδιες και αλλα
πληθωρα ολων των λογιων και αμπελια ειχε με ωριμασμενα τσαμπια σταφυλια.
ροζακια ειχεν και πουλια καλλικελαδα εις τα κλαδια οπου εκελαηδουσαν πολυ
ευχαριστα και νερα σε λιμνουλες και σε ποταμια κυλουσαν κρυσταλινα και δια-
φανα καθαροτατα κελαρουσαν και μελισσουλες βομβιζαν στα ανθισμενα λου-
λουδια τριανταφυλλα κοκκινα και γαρυφαλλα βιολετες και ορταντσιες ολα τα
ανθη της υπαιθρος να χαιρεσε κι ακομη ηταν το μερος κατωκοιμενον απο ανθ-
ρωπους πολιτισμενους με ωραιοτατα σπιτια με πανεμορφους κηπους και οι κο-
πελες ηταν πολυ ωραιοτατες και τουτοι οι ευτυχισμενοι ανθρωποι μας εφιλοξε-
νησαν εις τα σπιτια τους και επανδρευτηκαμε απο εκει γυναικες και καναμε πολ-
λα παιδια...
.
.
χερι βιβλιο μολυβι σχεδιο σκακι-
The hand moving
.
γυρισε τη σελιδα.η εικονα μιας γατας.απο κατω εγραφε.
γ-γα-τα-γατα.
εκλεισε το βιβλιο.
ειδε τη γατα να κοιμαται στη καρεκλα.πηγε τη χαιδεψε.εκεινη
αναδευτηκε.ξυπνησε.επαιξε μαζι της.γελασε.
γ-γα-τα-γατα.ειπε
.
.
Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ
[Ενα Παραμυθι]
.
.
Ηταν τα παλια χρονια,που συνεβηκε αυτη η ιστορια,κι ο
τοπος ηταν διαφορετικος κι οι ανθρωποι αλλιως ντυνον-
ταν κι αλλιως πολιτευονταν,η γλωσσα ομως εμεινε ιδια κι
εφτασε ως εμας απειραχτη
τοτε ηταν ενας πλουσιος αρχοντας κι ειχε ολα τα καλα του
κοσμου,χωραφια και δεν υπηρχε τιποτα να μην το'χει,κι οτι
ηθελε κι επιθυμουσε αμεσως τ'αποκτουσε,
ειχε και μια μοναχοκορη ομορφη σαν το τριανταφυλλο κι
ασπρη σαν τον κρινο κι εχτισε καστρο ψηλο απορθητο να μην
του κλεψουν κορη ,εφταδιπλο το τειχος του κι εφταπυργο το
σηκωσε κι εσκαψε βαθυ χανδακα να το περιτριγυριζει με το
νερο
κι ενα φτωχο μαστοροπουλο την ειδε την αρχοντοπουλα κι
απ'την ομορφια της θαμπωθηκε ,κι εκεινη ειδε το μαστο-
ροπουλο και τ'αγαπησε στ'αληθεια,κι ητανε τις νυχτες με σκο-
ταδι,που ανταμωναν τα δυο και κρυφομιλουσαν,
κι ηρθε καιρος και μαρτυρηθηκαν στον αρχοντα κι εκεινος θυ-
μωσε πολυ κι αγριεψε κι εδιωξε το μαστοροπουλο μακρια στην
εξορια και τα,που αγαπηθηκαν πολυ ξεχωρισθηκαν
κι εκει στα ξενα και τα μακρυνα της εξοριας το μαστορο-
πουλο ειχε μεγαλο τον καημο της αρχοντοπουλας,πικραμενο
γυριζε και ξαγυριζε τις πικρομερες και τις πικρονυχτες του
χωρις τελειωμο,κι αναπαμο δεν ειχε η καρδια κι ο πονος
του διακοπη
Κι ηρθε απο πουλι πουλακι,μ'ανθρωπινη λαλιτσα πικρο βαρυ
μαντατο τη λυγερη παντρευουνε σε δυο βδομαδες μερες,κι ως
τ'ακουσε το βαριομοιρο πολυ του κακοφανει,και γρηγορα τον
μαυρο του σελωνει και γρηγορα τον καβαλικευγει και δινει
του βιτσια και παει ο μαυρος χιλια μιλια και ξαναδευτερων-
ει κι αλλα χιλια τοσα παει
κι ως εφτασε στα μερη του αρχοντου αλλαξε τα ρουχα βαφτη-
κε στο προσωπο μαυρο,αλλαξε την οψη του κι ανθρωπος του
τοπου,που πριν τον γνωριζε τωρα δεν τον γνωρισε,κι αφαντος
ηταν και γι'αγνωστος περνιονταν
και σκεφτηκε,ν'αρπαξει την αγαπη του,και πριν φτασει η ωρα
στο γαμο να προλαβει
να μπει στο καστρο,ειναι τα εμποδια πολλα κι ανυπερβλητα,και
το χανδακι το νερο,και τα εφταδιπλα τα τειχοι,και τα εφτα-
πυργα,και οι στρατιωτες πολλοι κι αγρυπνοι μερα και νυχτα
το καστρο φυλλανε
κι ηταν η στεναχωρια του μεγαλη κι η απελπισια του πως να
προλαβει να μπει στο καστρο μεσα, να μην την παρει αλλος
και τοτε του'ρθανε στο νου τα παιδικα του χρονια και τα
παιχνιδια,που'παιζε στο σπιτι της μανας του πατερα του,και
με τ'αδερφια του και τ'αλλα παιδια τα'παιζε ξεγνοιαστα και
τοτε θυμηθηκε καλα τη τεχνη του να στεριωνει χαρταετους κι
αλαφρους να τους σηκωνει στα ψηλα τ'ουρανου κι ητανε ο θαυ-
μασμος μεγαλος για τα εργα του
και τοτε τ'αποφασισε πρωτα να φτιαξει χαρταετο ,δευτερο να
τον πεταξει να σηκωθει στα υψη ακριβως πανω απ'τ'αρχοντικο
μεσα στο περικλειστο καστρο,τριτο να υπολογισει την αποστα-
ση ως εκει και τεταρτο να σκαψει αυλακι κρυφο συριγγα στη γη
μεσα ισα,που να χωραει δυο νοματους και να περασει στο κα-
στρο και στ'αρχοντικο
κι εκει νυχτα ν'ανεβαινει τα σκαλια ν'ανοιξει τις πορτουλες
κι οπου σε καμαρη θα βρει την αγαπη του της φανερωνεται και
φευγουνε μαζι
κι ετσι εγινε,
σηκωσε τον χαρταετο και τον ισορροπησε ψηλα πανω απ'τ'αρχον-
τικο ,κι ενα τριγωνο αορατο σχηματιστηκε στο χωρο,το ψηλος του
το ηξερε,ισο ειναι με το ψηλος του αρχοντικου,που μαστοροπουλο
ηταν και το χτισανε,κι η αλλη πλευρα του ηταν το τεντωμενο
σχοινι του χαρταετου,αν το μαζεψει το σχοινι θα τη μετρησει,
κι η τριτη πλευρα του τριγωνου ειναι τα μετρα της υπογειας
τρυπας,που θα σκαψει,
τραβηξε το σκοινι του χαρταετου,το μαζεψε στο χερι του και το
μετρησε,τοσους γυρους τοσους ποντους η μια γυρα τοσα μετρα το
σχοινι,
και το υψος του τριγωνου τοσο,
καθισε κι υπολογισε το μηκος του υπογειου δρομου ως τ'αρχον-
τικο και τα βρηκε
και το βραδυ αρχισε να σκαβει στο λιγοστο φως του φεγγαριου
και τη μερα,που ηρθε εσκαβε κι εβγαζε το χωμα κι ανοιγε τη
συριγγα και συνεχισε τις αλλες μερες και τις αλλες νυχτες,
που ηρθαν επομενες
κι η οριζοντια τρυπα πλησιαζε τα μετρα της και το τελος της,να
προφθασει βιαζονταν πριν το γαμο,
κι ηρθε η ωρα κι ηταν κατω απ'τ'αρχοντικο στο κεντρο του
και τη νυχτα βγηκε στ'αρχοντικο,κι ανεβηκε προσεκτικα τις σκα-
λες,κι ανοιξε αθορυβα τις πολλες πορτουλες και βρεθηκε στη κα-
μαρα της αρχοντοπουλας,π'αγαπουσε,εκεινη τρομαξε σαν τον ειδε
τον ξενο αντρα
κι εκεινος της φανερωθηκε,καθαρισε το προσωπο του κι εκεινη
τον γνωρισε τον αντρα,π'αγαπουσε,επεσε στην αγκαλια του κι
εκλαψε
και κεινος της ειπε να φυγουν κι εκεινη με χαρα το δεχτηκε
κι ετσι εγινε
εφυγαν
γρηγορα κι αθορυβα κατεβηκαν τις σκαλες στο υπογειο εκει περα-
σαν το κρυφο στη γη αυλακι και φανηκαν στο φως της μερας,
την σηκωσε τη λυγερη στο αλογο κι επειτα κι εκεινος καβαλικεψε
και δινει βιτσια του μαυρο του και παει χιλια μιλια και ξαναδι-
νει του και παει χιλια μυρια τοσα
και σ'ενα τοπο εφτασαν που'χε περιβολακι ειχε μηλιες ειχε και
τριανταφυλλα ειχε και γαργαρα νερα κι αηδονια στα κλαρακια
ειχε και μια λεμονια διπλοφορτωμενη κι ητανε σπιτι κρυσταλλο,
και γυαλιζε στον ηλιο και περα καμπος πρασινος
εκει τα δυο τους εζησαν καλα κι αγαπημενα
κι ηρθαν παιδια να χαιρονται να γλυκοτραγουδουν τις ωρες τους
.
.
Η ΧΡΥΣΟΥΛΑ
.
.
''Ανδρα μοι ενεπε...''
Ομηρος
.
''Ειναι παιδια πολλων ανθρωπων
τα λογια μας''
Γ.Σ.Σεφερης
.
.
Μια φορα κι ενα καιρο στα χρονια τα παλια ηταν
ενας βασιλιας σοφος και μια βασιλισα καλη και
φρονιμη,ειχαν και μια μονακριβη κορη .Η ομορφια
και η καλοσυνη της ηταν μεγαλη.Ασπρη σαν το γαλα,
ροδαλη σαν το τριανταφυλλο και τ'ονομα της ητα-
νε :Χρυσουλα.Βασιλιαδες ξακουστοι απο μερη μα-
κρυνα εστελναν στο βασιλια προξενηταδες να την
ζητησουν γυναικα στα βασιλοπουλα.Ο βασιλιας δεν
ηθελε ουτε ν'ακουσει να παντρευτει η μοναχοκορη
του σε ξενο και μακρυνο τοπο.
Σ'εκεινους τους παλιους καρους στα μακρυνα μερη
ητανε ενας κακος δρακος.Γυρνουσε σ'ανατολη και δυ-
ση να παιδευει τους ανθρωπους.Μια μερα ηρθε,μετα-
μορφωμενος σε πραματευτη,κατω απ'τα μπαλκονια
του βασιλια και διαλαλουσε τη πραματεια του:χτενες
φιλντισενιες,στολιδια ασημια,χρυσα κοσμηματα,μαν-
τηλια μεταξενια.Ειχε ακουσει για την ομορφια της βα-
σιλοπουλας κι ηρθε να την αρπαξει.
Ακουσε η Χρυσουλα τη φωνη του πραματευτη και
βγηκε στο μπαλκονι και σαν τον ηλιο ελαμψε.Μολις
την ειδε ο πονηρος δρακος θαμπωσε απο την ομορφια
της και την καλεσε με γλυκεια φωνη να κατεβει να δια-
λεξει τα προικια της.
Κι αυτη γελαστηκε και κατεβηκε.
Και στα γρηγορα την αρπαξε και στα γρηγορα την ανε-
βασε στο μαυρο αλογο του και δυνατα το βιτσισε κι
εκεινο σαν τον ανεμο πηγε χιλια μιλια και ξαναβιτσισε
και πηγε αλλα τοσα.
Τοτε αμεσως σαν μαθευτηκε η αρπαγη της Χρυσουλας
εγινε μεγαλη αναταραχη στο ανακτορο του βασιλια κι
επεσε μεγαλη λυπη,και σ'ολο το βασιλειο απ'ακρη σ'α-
κρη.
Εστειλε τοτε ο βασιλιας κηρυκες σ'ολη τη γη την οικου-
μενη να μηνυσουν πως οποιο βασιλοπουλο του φερει πισω
τη μονακριβη του κορη,θα του την δωσει για γυναικα και
θα του δωσει κι ολο το βασιλειο του.
Κινησαν αμεσως της γης τα βασιλοπουλα,μα πουθενα οπου
κι αν εψαξαν δεν την βρηκαν την λιγερη.
Εστειλε τοτε δευτερη φορα κηρυκες σ'ολη τη γη την οικου-
μενη να μηνυσουν να πανε ολα τ'αρχοντοπουλα κι οποιο
τη φερει θα την παρει γυναικα του κι ολο το βασιλειο του.
Κινησαν αμεσως της γης τ'αρχοντοπουλα,μα πουθενα οπου
κι αν εψαξαν δεν την βρηκαν την λιγερη.
Εστειλε τοτε τριτη φορα κηρυκες σ'ολη τη γη την οικου-
μενη να μηνυσουν να πανε ολα τα παλικαρια ,πλουσια και
φτωχα,κι οποιο τη φερει θα την παρει γυναικα του κι ολο
το βασιλειο του.
Τον ιδιο καιρο εκεινο,μεσα στο δασος σε μια καλυβα ηταν
μια χηρα φτωχια γυναικα με τον μονακριβο γιο της.Το παι-
δι ηταν ομορφο και δυνατο παλικαρι και τ'ονομα του ητα-
νε:Κωνσταντακης.
Τ'ακουσε τα συμβαντα για τη βασιλοπουλα,κι οπως ηταν
τολμηρος κι αψηφιστος τ'αποφασισε να παει κι αυτος και
στη μανα του πηγε:Το και το,της ειπε για την αρπαγη της
βασιλοπουλας.
''Μανα,εχε γεια''
Τι να κανει η φτωχια μανα στην αγυριστη γνωμη του παι-
διου;Του δινει τρια ψωμια,ενα απο σιταρι,ενα απο κριθαρι,
κι ενα απο καλαμποκι,του δινει κι ενα φλασκι απο κατσικι-
σιο δερμα γεματο νερο,να'χει για το δρομο,μην πεινασει να
φαει,μην διψασει να πιει.
Και κινησε ο Κωνσταντακης.
Δρομο περνει δρομο αφηνει,μακρεψε απο πολιτειες και χω-
ρια και επειτα πηρε τα ορη τα βουνα και παει και παει.
Και μια μερα σε μια ερημια που βρεθηκε ακουσε να τον φω-
ναζουν.Πηγε προς το μερος που ακουστηκε η φωνη,και συναν-
τησε στην ακροποταμια μια γρια γυναικα εκατοχρονη.Εκεινη
τον παρακαλεσε να την περασει απεναντι.
Την σηκωσε στα χερια του ,μπηκε στο νερο του ποταμου,και
την περασε απεναντι.Εκει η γρια γυναικα του ζητησε κατι να
φαει γιατι πεινουσε πολυ.Κι εκεινος της εδωσε το σιταρενιο
ψωμι.Εκεινη του'δωσε για ανταμοιβη για το καλο που της εκα-
νε ενα ασημενιο μηλο,να του χρησιμεψει.Επειτα τον ευχηθηκε
και εξαφανισθηκε.
Δρομο παει δρομο αφηνει ο Κωνσταντακης και παει βαθεια
στους λογγους και σ'απομερους τοπους.
Ξαφνικα ακουσε φωνη,αδυναμη φωνη σαν να'βγε-
νε απ'τα βαθη της γης.
''Ε εσυ ξενε βγαλε με απο δω ''
Πηγε προς το μερος που ακουστηκε η αδυνατη
φωνη κι ειδε μεσα σ'ενα πηγαδι ενα μικρο ελαφι
που αγωνιζονταν να μην πνιγει στα θολα νερα.Κι
ακομα μεσα στα νερα ηταν φαρμακερα φιδια.Κα-
ταφερε και το τραβηξε απ'τα θολα νερα και το'σωσε
το ελαφακι και κεινο μ'ανθρωπινη φωνη τον ευχα-
ριστησε.Του ζητησε να του δωσει κατι,αν εχει,να
φαει κι αν εχει νερο να του δωσει να πιει.Κι εκει-
νος του'δωσε το δευτερο ψωμι απο το κριθαρι να
φαει και νερο απο το φλασκι να ξεδιψασει.
Σαν ξεδιψασε απο την διψα του και χορτασε την πει-
να του τοτε το μικρο ελαφι με τα δυο μπροστινα του
ποδια εσκαψε τη γη και ξεθαψε ενα χρυσο ραβδακι
και του το'δωσε γι'ανταμοιβη.Και μετα αφου εγινε
αυτο εξαφανισθηκε .
Κι ο Κωνσταντακης δρομο παιρνει δρομο αφηνει
να γυρευει τη Χρυσουλα και παει και παει.
Και σ'ενα μερος μακρυνο που εφτασε συναντησε
εναν ζητιανο εναν κουρελη ανθρωπο.Εκεινοε ο ζη-
τιανος του ζητησε ψωμι να φαει και νερο να ξεδιψα-
σει.Κι ο Κωνσταντακης του 'δωσε το τριτο ψωμι απο
το καλαμποκι να φαει και νερο απ'το φλασκι του'δω-
σε να πιει να ξεδιψασει.Σαν δυναμωσε απ'το φαι και
το νερο ο ζητιανος τον ρωτησε για που παει.Κι ο
Κωνσταντακης του ειπε.Τοτε ο ζητιανος σαν τ'α-
κουσε ολα εβγαλε απ'το σακο του τρια χρυσα δαχτυ-
λιδια ,ενα με ζαφειρι,ενα με μαργαριταρι κι ενα με δια-
μαντι,του τα'δωσε και του'πε:.
''Περα πολυ μακρυα σαν φτασεις,σ'ενα τριστρατο ,εκει
ειναι μια μαρμαρενια βρυση.Προσεξε,μην πιεις νερο να
ξεδιψασεις ,γιατι ειναι το αμιλητο νερο κι οσοι το πινουν
χανουν τη φωνη τους.Μονο να ριξεις μεσα στο νερο της
μαρμαρολεκανης ενα απο τα τρια δαχτυλιδια και τοτε θα
πεταχτει μεσα απ'το νερο μια ομορφη κοπελα,μια νεραιδα.
Προσεξε,μην θαμπωθεις απο την ομορφια της και ξεχα-
σθεις,γρηγορα να την ρωτησεις να σου πει που'ναι ο πυρ-
γος του δρακοντα.Αλλιως αν δεν προφτασεις να ρωτησεις
η νεραιδα θα χαθει απ'τα ματια σου.Κι εχεις αλλες δυο φο-
ρες να δοκιμασεις.Αν και τις τρεις φορες αποτυχεις,χαθη
κες.''
Οταν τελειωσε τα λογια του ο γεροντας ζητιανος εξαφανι-
σθηκε.
Δρομο παιρνει δρομο αφηνει ο Κωνσταντακης και παει
και παει.
Κι εφτασε στη χωρα της ερημου,που χορτο δεν φυτρω-
νει και δεντρο κλαρακι δεν ευδοκιμει,μονο ο ηλιος την
ψηνει και παντου ειναι φιδια και ερπετα.
Πεινουσε πολυ και διψουσε πολυ.Και τοτε θυμηθηκε τα
λογια της γριας γυναικας κι εχωσε μεσα στην αμμο που
εψηνε το ασημενιο μηλο που του'χε δωσει και απο
κει φυτρωσε δεντρο μηλια τα μηλα φορτωμενη.Εφα-
γε απο τους γλυκους καρπους κι ευφρανθει η καρδια
του κι οταν αποφαγε τραβηξε προς τα μερη που βασι-
λευει ο ηλιος .
Κι εφτασε στη χωρα με τα λιοπυρια,εκει που'ναι ο ηλιος
ακινητος ψηλα στον ουρανο και πυρωνει τη γη. Κι ει-
χε διψα μεγαλη,ασβεστη.Και τοτε θυμηθηκε το λογια
του μικρου ελαφιου και χτυπησε εναν ξεροβραχο με το
χρυσο ραβδακι.Ο βραχος ο ξεροβραχος ανοιχτηκε στα
δυο και αναπηδησε απο μεσα του κρυσταλλινο δροσερο
νερο.Ηπιε και ξεδιψασε,γεμισε και το φλασκι του νερο
και τραβηξε ορμητικος τον δρομο του.
Περασαν μερες πολλες κι αλλες τοσες νυχτες περασαν,
κι εφτασε στο τριστρατο που του'χε πει εκεινος ο γερον-
τας ζητιανος εκει που ηταν η μαρμαρενια βρυση με το
αμιλητο νερο.
Και χωρις να χασει χρονο ο Κωνσταντακης εριξε
το πρωτο δαχτυλιδι με τη ζαφειροπετρα στο νερο
και πεταχτηκε εξω απ'το νερο μια ομορφη νεραι-
δα και τοσο ξαφνιαστηκε και θαμπωσε απ'την ο-
μορφια της που δεν εβγαλε λεξη να τη ρωτησει
και εξαφανισθηκε η κοπελα.
Εριξε το δευτερο δαχτυλιδι με το μαργαριταρι στο
νερο και πεταχτηκε εξω απ'το νερο μια ομορφη νε-
ραιδα και τοσο ξαφνιαστηκε και θαμπωσε απ'την
ομορφια της που κι αυτη τη φορα δεν ειπε λεξη να
τη ρωτησει και εξαφανισθηκε η κοπελα.
Και τοτε ο Κωνσταντακης εριξε το τριτο δαχτυλιδι
με το διαμαντι στο νερο και πεταχτηκε εξω απ'το
νερο μια ομορφη νεραιδα,δεν ταχασε ο Κωνσταντα-
κης και γρηγορα τη ρωτησε:
''Καλη μου νεραιδα,πες μου που'ναι ο πυργος του δρα-
κοντα,πο'χει αρπαξει τη Χρυσουλα και την εχει εκει
μεσα κλεισμενη;''
και η νεραιδα τ'απαντησε:
''Αντρειωμενε ,κατα τα μερη του βορρα να πας τρεις με-
ρες και τρεις νυχτες απο'δω,διχως να σταματησεις,και
τοτε θα δεις τον πυργο του δρακοντα.Προσεξε,ο δρακον-
τας ειναι πονηρος και πλανος και μην δηλιασεις στα τε-
χνασματα τα μαγικα του,παρα να τον παραβγαινεις με
εξυπναδα και τολμη.Εφτα μεταμορφωσεις μπορει να κα-
νει στη σειρα αλλες δεν εχει.Κι αφου τον νικησεις και ξεμ-
περδεψεις μαζι του τραβα γρηγορα στους ψηλους πυργους,
εκει μεσα σε φυλακη θα'βρεις την Χρυσουλα με εφτα κλει-
δαριες κλεισμενη.Για τη φυγη σας σας στελνω το φτερωτο
αλογο το γρηγορο.''
Ετσι ειπε η κοπελα κι εξαφανισθηκε.
Κι ο Κωνσταντακης εμεινε μονος του και τα συλλογιστη-
κε ολα αυτα.
Κι επειτα στο χωμα εχωσε το ασημενιο μηλο και φυτρω-
σε μηλια τα μηλα φορτωμενη,χτυπησε και με το χρυσο ραβ-
δακι τον βραχο τον ξεροβραχο και πηδησε απο μεσα του
κρυσταλλο δροσερο νερο.
Ηπιε κι εφαγε κι εστρωσε χορτα για στρωμα κι εβαλε λιθα-
ρι για προσκεφαλακι να κοιμηθει.
Κι αποκοιμηθηκε ο αντρειωμενος.
Και πριν ο ηλιος ν'ανατειλει ξυπνησε και κινησε ο Κωνσταν-
τακης.
Δρομο παιρνει δρομο αφηνει και παει και παει,χωρις σταματη-
μο τρεις μερες .
Και τελειωνοντας η τριτη νυχτα στο ξημερωμα βλεπει τον
πυργο του δρακοντα.Κι ο δρακοντας απο μακρυα τον ειδε.
Και τοτε ξεχυθηκε ορμητικος χειμαρος ποταμι νερο να τον
πνιξει κι ο Κωνσταντακης εγινε ψαρι που στα νερα κολυ-
μπαει και σωθηκε.Κι εκεινος ο πονηρος εγινε ψαρι σκυλοψα-
ρο της θαλασσας να το καταβροχθισει το μικρο ψαρι και το-
σο τρομαξε που βγηκε εξω στην ακτη και σαν λαγος ξεφυγε.
Κι ο πλανος εγινε ευτυς αγριο και γρηγορο κυνηγοσκυλο και
τον κυνηγησε και θα το εφτανε αν ο Κωνσταντακης δεν αλ-
λαζε σε δυνατο λιονταρι κι ο πονηρος δρακοντας εγινε φο-
βερος αετος και πεταξε και ξεφυγε στα επουρανια κι ο Κων-
σταντακης ευτυς αλλαξε σε κυνηγο στοχευτη κι ο δρακον-
τας τοτε εγινε φιδι που σερνεται στο χωμα κι ο Κωνσταν-
τακης εγινε γατα αρπακτικη να το αρπαξει κι εγινε ευτυς
ο πονηρος φωτια κι ο Κωνσταντακης δυνατη μπορα βρο-
χη να τη σβησει τη φωτια να την εξαφανισει κι ο πλα-
νος εβδομη φορα στη σειρα εγινε σφιγγα και καθισε στα
τριστρατα και ρωτουσε αινιγματα τους ανθρωπους,κι αν
δεν τα'λυναν τους μαρμαρωνε τα σωματα.Και γεμισε ο το-
πος μαρμαρα και περασε κι ο Κωνσταντακης και τον ρω-
τησε η σφιγγα:
''Πες μου τι'ναι εκεινο που το πρωι περπατει με τα τεσ-
σερα το μεσημερι με τα δυο και το βραδυ με τα τρια;''
Κι ο Κωνσταντακης αμεσως της απαντησε το αινιγ-
μα:
'' Εκεινος ειναι ο ανθρωπος.Το πρωι της ζωης του ειναι
μωρο που περπατει στα τεσσερα,το μεσημερι αντρας
που στεκεται σταθερα στα δυο ποδια του και το βραδυ
γεροντας που στηριζεται στη ραβδο του.''
Σαν ακουσε τη λυση του αινιγματος η σφιγγα επεσε
στον γκρεμο και τσακιστηκε και παει ο δρακοντας.
Τοτε γρηγορα ο Κωνσταντακης ανεβηκε στους ψηλους
πυργους του δρακοντα.Και με το ξυλινο κλειδι και με
το πετρινο κλειδι και με το χαλκινο και με το μπρουτζι-
νο και με το σιδερο και με το αργυρο και με το χρυσο
κλειδι ανοιξε τις εφτα κλειδαριες της φυλακης κι ειδε
την Χρυσουλα πενταμορφη μπροστα του,γρηγορα την
πηρε και την εβγαλε απ'την φυλακη.
Και στο φτερωτο αλογο το γρηγορο την εβαλε διπλα
του την λιγερη κι εδωσε βιτσια και πηγαν χιλια μιλια
και ξαναβιτσισε και πανε αλλα τοσα.
Κι ως διαβαινε κι ως πηγαινε ο ηλιος ελαμπε και τα
πουλακια στα δεντρα κελαηδουσαν κι ελεγαν:
''Για δες την Λιγερη πως τηνε παει της γης ο Αντρειωμε-
νος''
''Και τι λαλουνε ,Λιγερη,τι λενε τα πουλακια;''
''Πουλακια ειναι και λαλουν,πουλακια ειναι κι ας λενε''
''Κι εγω,ακριβη,θυμηθηκα τη μανα μου,και θελω παω
στη μανα μου.Γοργα ξεκαβαλικευω,γοργα τη χαιρεταω,
γοργα γυρνω κοντα σου.''
Κι εκεινη του ειπε:
''Κανε πως θελει και ποθει η καρδια σου.Μοναχα μην
σε κρατησει η μανουλα σου και μενα με ξεχασεις''
Κι εκεινος την πονεσε και της ειπε:
''Και τι θα φας και τι θα πιεις;''
Εχωσε το ασημενιο μηλο στο χωμα και φυτρωσε μηλια
τα μηλα φορτωμενη.χτυπησε και τον βραχο τον ξερο-
βραχο με το χρυσο ραβδακι και πηγασε κρυσταλλο δρο-
σερο νερο.Και σαν τα'κανε ολα εκεινα εκεινη ανεβηκε
στους
στους κλωνους της μηλιας να κρυφτει για τον φοβο των
αγριων θηριων.
Κι εκεινος γοργα εφτασε στη μανα του,γοργα ξεκαβαλι-
κεψε και γοργα την χαιρετησε:
''Γεια και χαρα σου μανα μου''
''Καλως τονε τον γιοκα μου τον μοσχοαναθρεμενο''
Και του΄'στρωσε η μανα να φαει και του'δωσε να πιει
κι αποβραδυς του ξεστανε νερο να λουσθει και να πλυ-
θει να μοσχοσαπουνισθει κι ετσι η μανα τον αποκοι-
μισε και στον υπνο τον βαρυ πηγε και τον γλυκοφιλη-
σε κι εκεινος λησμονισε την Λιγερη.
Περασε μια μερα,περασαν δυο μερες,περασαν οι τρεις
και τεσσερις,περνουν οι πεντε μερες κι η Χρυσουλα αρ-
ρωστησε να πεσει να πεθανει.Και η μηλια φυλλοροησε
και η πηγη ξεραθηκε.
Κι ελεγε η Λιγερη στον ανεμο τα λογια:
''Τι να σου στειλω ξενε μου;
Τι να σου στειλω ξενε;
Σου στελνω μηλο σεπεται
Κυδωνι μαραγγιαζει'''
Και πηρε ο ανεμος το πικρο μοιρολοι της Λιγερης στης
χηρας την αυλη.Και τ'ακουσε ο Κωνσταντακης κι ειπε
της μανας του:
''Και ποια'ναι μανα,αυτη που βαριοτραγουδα και ποια'
ναι,μανα,αυτη που βαριαναστεναζει; ''
''Γιοκα μου,ειναι ο ανεμος που βαριοτραγουδα τ'αγερι
που βαριαναστεναζει''
Περασε ο καιρος και διαβηκε και μια καλη μαγισσα α-
κουσε τους πικρους θρηνους της Λιγερης και την λυπη-
θηκε στα παθη της και σε περιστερα την μεταμορφωσε.
Κι η περιστερα φτερουγισε απ'τα κλαδια της μηλιας κι
εφτασε στης χηρας την αυλη και σε κλαδακι καθισε κι
ολη τη μερα πικροτραγουδουσε κι ελεγε:
''Δεν ειναι κριμα κι αδικο
Δεν ειναι κι αμαρτια
να'μαι πανω σε κλαδακι ξεχασμενη''
Και τ'ακουσε το πικροκελαηδεμα ο Κωνσταντακης κι
ειπε της μανας του:
''Μανα,το πουλι τι πικροτραγουδει και τι λαλει τι λεει;''
Κι εκεινη του απαντησε:
''Ας το ,πουλακι ειναι και λαλει ,πουλακι ειναι και λεει''
Κι εκεινο πικροτραγουδουσε κι ελεγε:
''Δεν ειναι κριμα κι αδικο
Δεν ειναι κι αμαρτια
να'μαι πανω σε δεντρακι ξεχασμενη''
''Μανα,το πουλι τι λαλει τι κελαηδει;''
''Ας το ,πουλακι ειναι κι ας λαλει κι ας κρενει''
Κι εκεινη πικροτραγουδουσε κι ελεγε:
'Δεν ειναι κριμα κι αδικο
Δεν ειναι κι αμαρτια
να'μαι πανω στη μηλιτσα ξεχασμενη''
Κι ηταν τοτε που θυμηθηκε ο Κωνσταντακης κι ει-
πε της μανας του:
''Μανα,μην ειν'αυτη η καλη κι η ακριβη μου;''
Κι εκεινη του απαντησε:
''Γιοκα μου,η καλη κι η ακριβη σου σ'αλλα τραπεζια χαι-
ρεται σ'αλλα χαροκοπιεται,σ'αργυρολεκανες λουζεται
και μοσχοσαπουνιζεται,και σ'αλλα κρεβατια στρωνει
και κοιμαται''
Κι αυτος καταλαβε και φωναξε με δυνατη φωνη στη μα-
να:
''Μανα,σκυλα μανα,αυτη ειναι η καλη κι η ακριβη μου''
Γρηγορα καλιβωνει τ'αλογο,γρηγορα το σελωνει,γρηγο-
ρα το καβαλικευει και δυνατη βιτσια του'δωσε και παει
χιλια μιλια και ξαναβιτσισε και παει αλλα τοσα.
Και βρηκε ο Κωνσταντακης την καλη την ακριβη του πα-
νω στη μηλιτσα,γρηγορα απ'το δεντρο την κατεβασε,την
αγκαλιασε κι εκλαψαν τα δυο ωρα πολυ.
Οταν πηραν το δρομο του γυρισμου ελαμπε η μερα κι
ολος ο τοπος περα ως περα.
Σαν ξαναβρηκαν τη Χρυσουλα ο βασιλιας και η βασιλισα
χαρηκαν πολυ κι ορισαν συντομα τη μερα του γαμου της
με τον Κωνσταντακη.Κι εγιναν στους γαμους τους χαρες
μεγαλες,σαραντα μερες γλενταγαν και χορευαν σαραντα
μερες τρωγαν κι επιναν.
Κι εζησαν αυτοι καλα κι ευτυχισμενα κι εμεις το ιδιο.
.
.
ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΠΟΥΛΙ
[Παραμυθι]
.
.
''Ανδρα μοι εννεπε...''
Ομηρος
.
''Ειναι πολλων ανθρωπων
τα λογια μας''
.
.
Μια φορα κι ενα καιρο ηταν ενας βασιλιας κι ειχε
τρεις γιους.
Στον κηπο του φυτρωνε χρυσομηλια,το μεσημερι
ανθιζε,νωρις το βραδυ καρπιζε κι αργα τη νυχτα
ωριμαζε τα μηλα.
Τη νυχτα κατι ερχονταν κι ετρωγε τα μηλα.
Κι ο βασιλιας απορουσε πολυ και στεναχωριονταν.
Ο μεγαλυτερος γιος πηγε και του'πε:
''Πατερα,αποψε τη νυχτα θα παραφυλαξω στη μη-
λια να πιασω τον κλεφτη''
''Πηγαινε,γιε μου,και καλη τυχη''του'πε ο βασι-
λιας.
Πηγε,κι εκανε στον κηπο ενα παρατηρητηριο ξυ-
λινο κι ανεβηκε πανω να παραφυλαξει με το τοξο
του,ομως νυσταξε ,εκλεισαν τα ματια του και κοι-
μηθηκε μεχρι το πρωι,και στη μηλια τα μηλα ελει-
παν.
Πηγε στον βασιλια που τον ρωτησε:
''Γιε μου,ειδες κι επιασες τι μας τρωει τα μηλα;''
''Νυσταξα βαρια,εκλεισαν τα ματια μου και κοι-
μηθηκα μεχρι το πρωι και τιποτα δεν ειδα''απαν-
τησε.
Λιγο πριν δυσει ο ηλιος πηγε στον βασιλια ο με-
σαιος γιος να του ζητησει να τον αφησει να παει
στον κηπο να παραφυλαξει στη μηλια.
Ο βασιλιας του'πε:''Πηγαινε,γιε μου,και καλη τυ-
χη'' κι αυτος πηγε.
Τη νυχτα εκει μεσα στον κηπο νυσταξε βαρια,εκλει
σαν τα ματια του και κοιμηθηκε μεχρι το πρωι και
στη μηλια τα μηλα ελειπαν.
Τ'αλλο βραδυ πηγε ο μικροτερος γιος στον βασιλια
να του ζητησει να τον αφησει να παραφυλαξει στη
μηλια.
Ο βασιλιας του'πε:
''Τι λες,γιε μου,τα μεγαλυτερα αδερφια σου αποτυ-
χαν και θα τα καταφερεις εσυ;''
''Ασε με,πατερα,να παω''επεμενε εκεινο.
''Αν τοσο το θελεις,πηγαινε,γιε μου,και καλη τυχη''
δεχτηκε ο βασιλιας.
Κι αυτο πηρε το τοξο του και πηγε στον κηπο,ανε-
βηκε στο παρατηρητηριο κι εκοψε το μικρο του δα-
χτυλο με το μαχαιρακι και πανω στη πληγη εριξε
αλατι να τον ποναει για να μην νυσταξει και κλει-
σουν τα ματια του και κοιμηθει.
Τα μεσανυχτα ηρθε στη μηλια κατι,το ειδε,θαμπω-
σαν τα ματια του,σαν τον ηλιο ελαμπε,κι ετρωγε τα
μηλα στη μηλια.
Ηταν ενα χρυσο πουλι.
Το βασιλοπουλο αρπαξε γρηγορα το τοξο του το
τεντωσε,εριξε το βελος του,και του τιναξε ενα φτε-
ρο.
Πηρε το φτερο και το'φερε στον βασιλια.
Αστραψε ολοκληρο το ανακτορο.Ο βασιλιας σαν
ειδε το χρυσο φτερο του αποκριθηκε:
''Αν ειναι τοσο ομορφο το φτερο,το πουλι θα'ναι
εκατο φορες ομορφοτερο.''
Τοτε καλεσε τα τρια βασιλοπουλα και τους ειπε:
''Πηγαινετε να βρητε το χρυσο πουλι.Οποιο απο
σας το βρει πρωτο και το φερει εδω μπροστα μου
θα παρει για πληρωμη το μισο βασιλειο κι οταν
πεθανω θα παρει και τ'αλλο μισο.Αν ομως δεν το
βρητε μην τολμησετε να γυρισετε πισω.Για τιμω-
ρια θα σας θανατωσω.''
Εκεινα υπακουσαν,φιλησαν τον πατερα τους,χαι-
ρετησαν τους συγγενεις κι εφυγαν να ψαξουν το
χρυσο πουλι.
Σε ποιο μερος του οριζοντα να πανε δεν ηξεραν,
και τα'βαλαν τα δυο μεγαλυτερα αδερφια με τον
μικροτερο αδερφο.Το κατηγορησαν πως εκεινος
ηταν ο αιτιος να τους στειλει ο πατερας να βρουν
το χρυσο πουλι.Θυμωσαν και τον εδιωξαν,να μην
πηγαινει μαζι τους.
Εκεινοι πηγαιναν μπροστα,κι εκεινος απο πισω τους
απο πολυ μακρυα τους ακολουθουσε.Οταν σταμα-
τουσαν,στεκονταν ,οταν ξεκινουσαν,ξεκινουσε.
Στο δρομο τους συναντησαν,πρωτα,οι δυο μεγαλυ-
τεροι ενα γερο.
''Κατα που πηγαινετε,παιδια μου;''τους ρωτησε ο γε-
ρος.
''Τι σε νοιαζει εσενα,παλιογερε,που παμε και ρωτας
να μαθεις;''
του απαντησαν θυμωμενα.Κι εφυγαν.
Κατοπιν συναντησε το γερο ο μικροτερος.
''Κατα που πηγαινεις,παιδι μου;''τον ρωτησε ο γερος.
''Ελα,παππουλάκη ,καθησε στον ισκιο να ξεκουρα-
στεις,και μετα σου λεω κατα που πηγαινω'' του απαν-
τησε ευγενικα το παιδι.
Καθησαν στο ισκιο,του'δωσε ψωμι να φαει,του'δωσε
νερο να ξεδιψασει και του διηγηθηκε την ιστορια
απ' την αρχη.
Για την μηλια στο κηπο,για τα μηλα που τα'τρωγε
τη νυχτα κατι,και τα δυο μεγαλυτερα αδερφια του
νυσταζαν και σε υπνο βαρυ επεφταν και δεν ειδαν,
και τοτε πηγε εκεινος κι ειδε ενα χρυσο πουλι να
τρωει τα μηλα,να το πιασει δεν μπορεσε,μονο ενα
χρυσο φτερο εφερε στον πατερα κι εκεινος τους εστει-
λε και τους τρεις να του φερουντο χρυσο πουλι,κι ο-
ποιος το φερνει πρωτος περνει το βασιλειο,αλλιως αν
δεν το φερουν για τιμωρια θα τους θανατωσει.Κι ειπε
ακομη πως τα αδερφια του τον κατηγορησαν πως εκει-
νο φταιει και τον εδιωξαν να μην πηγαινει μαζι τους.
Ο γερος τον ακουσε με προσοχη κι οταν τελειωσε
του'πε:
''Παρατησε τ'αδερφια σου,ειναι κακοι ανθρωποι.
Ο δρομος,θα δεις,χωριζεται,αν παρουν τον ανηφο-
ρικο δρομο,εσυ παρε τον κατηφορικο,κι αν παρουν
τον κατηφορικο,τοτε εσυ παρε τον ανηφορικο κι εγω
θα σ'οδηγησω στο χρυσο πουλι.''
Ο γερος ετσι ειπε κι εξαφανισθηκε απο μπροστα
του.
Οταν ειδε πως τ'αδερφια του πηραν τον κατηφορικο
δρομο αυτος πηρε τον ανηφορικο οπως τον συμβουλε-
ψε ο γερος κι ετσι ξεχωρισθηκε απ'τ'αδερφια του.
Ξαναβρηκε τον γερο κι εκεινος του'πε να καθησει
στον ισκιο γιατι ηταν κουρασμενος.Το παιδι καθη-
σε και κοιμηθηκε.Τοτε ο γερος το σηκωσε στα χε-
ρια του και πηγαν χιλια μιλια μακρυα και το ξυπνη-
σε:
''Ξυπνα,παιδι μου,αρκετα κοιμηθηκες''
Αυτο σηκωθηκε κι ουτε καταλαβε πως ξυπνησε σ'αλλο
τοπο.
Δρομο περνουν δρομο αφηνουν ωσπου νυχτωσε.Σαν
το βασιλοπουλο κοιμηθηκε βαρια ,παλι το σηκωσε
στα χερια του και πηγαν χιλια κι αλλα χιλια μιλια
μακρυα.Εκει το ξυπνησε και πηραν το δρομο τους.
Ετσι ταξιδευαν πολλες μερες.
Καποτε εφτασαν κοντα στη πολιτεια που βρισκονταν
το χρυσο πουλι.Ανεβηκαν ενα λοφο κι απ'την κορυφη
του ειδαν την πολιτεια.
Του εδειξε ο γερος και του'πε:
''Βλεπεις εκει περα εκεινο το ψηλο κτιριο.Ειναι το ανα-
κτορο του βασιλια.Εκει βρισκεται το χρυσο πουλι.Πρω-
τα θα περασεις δυο πυλες,εκει ειναι δυο φυλακες,περνα
χωρις να σε δουν,κι επειτα θα περασεις εβδομηντα εφτα
πορτουλες.Σε καθε μια ειναι κι ενας φρουρος,περνα χω-
ρις να σε δουν.Οταν περασεις ολες τις πορτες θα φτασεις
στο χρυσο πουλι.Ειναι κλεισμενο σε χρυσο κλουβι,δυο
φορες ομορφοτερο απ'το πουλι.Παρε μονο το πουλι,αν
παρεις και το κλουβι θα σε συλλαβουν οι φυλακες.Πη-
γαινε και να κανεις οπως σου ειπα.''
Το βασιλοπουλο εφτασε στο ανακτορο,περασε τις δυο
πυλες χωρις να το δουν οι δυο φυλακες.περασε και τις
εβδομηντα εφτα πορτουλες χωρις να τον δουν οι εβδομην-
τα εφτα φυλακες κι εφτασε στο χρυσο πουλι που ηταν
κλεισμενο σε χρυσο κλουβι,δυο φορες ομορφοτερο απ'το
πουλι.Πηρε μονο το χρυσο πουλι κι εφυγε γρηγορα.
Στο δρομο σκεφτηκε και σταματησε:
''Το χρυσο κλουβι ειναι δυο φορες ομορφοτερο απ'το
χρυσο πουλι,θα γυρισω να το παρω,κι ας γινει οτι γινει.''
Γυρισε πισω,αρπαξε το κλουβι και στην πορτα τον συνε-
λαβαν οι φυλακες.Τον πηραν και τον πηγαν στον βασιλια,
που θυμωσε πολυ.
''Ποιος εισαι εσυ που ηρθες εδω να κλεψεις το χρυσο
πουλι;''
Του ειπε,πως ηταν βασιλοπουλο και γιατι ηρθε να κλεψει
το πουλι.
Κι ο βασιλιας αφου το ακουσε του αποκριθηκε:
''Αν καταφερεις να μου φερεις το φτερωτο αλογο θα σε
συγχωρεσω,θα σου δωσω και την μονακριβη κορη μου
για γυναικα.Αν δεν το φερεις,για τιμωρια,θα σε θανατω-
σω.''
Συμφωνησε με τον βασιλια κι εκεινος τον αφησε να φυ-
γει να βρει το φτερωτο αλογο.
Κι εκεινο πηρε το δρομο να βρει τον γερο.
Οταν τον συναντησε εκεινος τον ρωτησε:
''Που ειναι το χρυσο πουλι;''
Κι εκεινο του τα'πε ολα:πως εφτασε στο ανακτορο,
πως περασε τις πορτες χωρις να τον δουν οι φυλακες,
πως πηρε πρωτα το χρυσο πουλιπως επειτα γυρισε κι
αρπαξε το χρυσο κλουβι,δυο φορες ομορφοτερο απ'το
πουλι,πως στην πρωτη πορτα τον συνελαβαν οι φυλα-
κες,πως τον πηγαν στον βασιλια,πως αυτος θα τον συγ-
χωρεσει αν του φερει το φτερωτο αλογο και θα του δω-
σει την μονακριβη κορη του να τον κανει γαμπρο του,
και πως αν δεν φερει το φτερωτο αλογο για τιμωρια θα
τον θανατωσει.
Τ'ακουσε ολα ο γερος με προσοχη και τον καθησυχασε.
Αυτος θα τον οδηγουσε στο φτερωτο αλογο.
Δρομο περνουν δρομο αφηνουν ωσπου νυχτωσε.Οταν
το βασιλοπουλο κοιμηθηκε βαρια,το σηκωσε στα χερια
του και πηγαν χιλια κι αλλα χιλια μιλια μακρυα.Εκει το
ξυπνησε και πηραν το δρομο τους.
Ετσι ταξιδευαν πολλες μερες κι εφτασαν σε τοπους
ζεστους με μεγαλη ζεστη.
''Ας σταματησουμε να ξεκουραστουμε λιγο'' ειπε ο γερος,
σταματησαν και καθησαν στη σκια.Το βασιλοπουλο κοι-
μηθηκε αμεσως βαρια .Τοτε παλι το σηκωσε
στα χερια του και πηγαν χιλια κι αλλα χιλια μιλια
μακρυα.Εκει το ξυπνησε και πηραν το δρομο τους.
Ετσι ταξιδευαν πολλες μερες.
Καποτε εφτασαν κοντα στη πολιτεια που βρισκονταν
το φτερωτο αλογο.Ανεβηκαν ενα λοφο κι απ'την κορυ-
φη του ειδαν την πολιτεια.
Του εδειξε ο γερος και του'πε:
''Βλεπεις εκει περα εκεινο το ψηλο κτιριο.Ειναι το ανα-
κτορο του βασιλια.Εκει βρισκεται το φτερωτο αλογο.
Πρωτα θα περασεις μια μεγαλη πυλη,εκει ειναι εξι φυλα-
κες,περνα χωρις να σε δουν,κι επειτα θα περασεις ενενην-
τα εννια πορτουλες.Σε καθε μια ειναι δυο φρουροι,περνα
χωρις να σε δουν..Οταν περασεις ολες τις πορτες θα φτα-
σεις στο φτερωτο αλογο.Ειναι κλεισμενο στον σταυλο,
απ'το χρυσο χαλιναρι του το κραταει ενα κοιμισμενο θη-
ριο και η σελα του χρυση εκατο φορες ομορφοτερη.Ξε-
σελωσε το γρηγορα,βγαλε το χαλιναρι γρηγορα μην ξυ-
πνησει το θηριο ,καβαλικεψε το γρηγορα και φυγε.Μονο
προσεξε καλα.Μην γυρισεις ν'αρπαξεις τη χρυση σελα,
τοτε θα σε συλλαβουν οι φυλακες.Πηγαινε και να κανεις
οπως σου ειπα.''
Το βασιλοπουλο εφτασε στο ανακτορο,περασε την πυλη
χωρις να το δουν οι εξη φυλακες.περασε και τις ενενηντα
εννια πορτουλες ,που σε καθε μια ηταν δυο φρουροι,χωρις
να τον δουν κι εφτασε στο φτερωτο αλογο,που ηταν κλει-
σμενο στον σταυλο με χρυσο χαλιναρι που το κρατουσε ενα
κοιμισμενο θηριο΄κι ειχε χρυση σελα εκατο φορες ομορφο-
τερη,το ξεσελωσε γρηγορα,αν και λυπηθηκε για τη χρυση
σελα,εβγαλε το χαλιναρι γρηγορα να μην ξυπνησει το θη-
ριο,καβαλικεψε γρηγορα το φτερωτο αλογο κι εφυγε.
Γυρισε στον γερο.
Οταν πλησιασαν την πολιτεια που ηταν το χρυσο πουλι,ειπε
το βασιλοπουλο:
''Το φτερωτο αλογο μου αρεσει πολυ.Ας γινονταν να μην το
παραδωσω στον βασιλια.''
''Αν τοσο πολυ σ'αρεσει''του ειπε ο γερος,''κρατησε το δικο
σου,κι αλλο θα δωσεις στον βασιλια.''
Και τοτε σφυριξε στον αερα,κι αμεσως παρουσιασθηκε
μπροστα τους ενα ομοιο αλογο.
''Παρε αυτο το αλογο και δωστο στον βασιλια.Τ'αλλο αφη-
σε το εδω,ειναι δικο σου.''
Καβαλικεψε το ομοιο αλογο και μπηκε στην πολιτεια.Το
αλογο εσκαβε βαθια τους δρομους με τις οπλες του και το
χλιμιντρισμα του γρεμιζε πορτες και παραθυρα,τοση μεγα-
λη ηταν η δυναμη του.
Ο βασιλιας ειδε το φτερωτο αλογο και χαρηκε πολυ,συγχω-
ρεσε το βασιλοπουλο,του'δωσε το χρυσο πουλι μαζι με το
χρυσο κλουβι και για γυναικα τη μονακριβη κορη του,ομορ-
φη σαν τριανταφυλλια ανθισμενη.
Και του'δωσε ακομα πολλα προικια,μεταξωτα ρουχα,του'δω-
σε και χρυσο δαχτυλιδι σαν τον ηλιο αστραφτερο και σ'ενα
καρυδοτσουφλο κλεισμενα του'δωσε τα αραχνουφαντα φο-
ρεματα της νυφης.Αυτα τα κρατησε το βασιλοπουλο,τ'αλλα
προικια τα φορτωσε σε μια χρυση αμαξα.
Τ'αρραβωνιασμενα ανεβηκαν σε μια δευτερη χρυση αμαξα
και πηγαν να βρουν τον γερο.
Οταν τον ηβραν τον πηραν κι αυτον μαζι τους.
Ταξιδευαν και ταξιδευαν μερες και καποτε εφτασαν
σ'εναν αγνωστο τοπο.Εκει ο γερος κατεβηκε απο
την αμαξα,τους εδειξε ποιο δρομο ν'ακολουθησουν
για τον γυρισμο,εκεινοι τον ευχαριστησαν και τον
αποχαιρετησαν κι εκεινος εξαφανισθηκε.
Ταξιδευαν και ταξιδευαν μερες.
Καποτε εφτασαν σ'ενα πανδοχειο.Εκει το βασιλοπου-
λο σταματησε να παρει εφοδεια τροφιμα προμηθειες
για το δρομο.
Οταν μπηκε μεσα στο πανδοχειο,ειδε τους ιδιοκτητες
του και αμεσως σ ' αυτους αναγνωρισε τ ' αδερφια
του.
Οταν εκεινα ειχαν παρει τον κατηφορικο δρομο μετα
απο λιγο ειπαν:
''Που να παμε τωρα να ψαχνουμε το πουλι,ουτε το
ακουσαμε κι ουτε το'χουμε δει.Ας μεινουμε εδω,να
κανουμε ενα πανδοχειο,κι οταν πεθανει ο πατερας
γυρναμε πισω να γινουμε βασιλιαδες.''
Ετσι ειπαν,κι ετσι εκαναν.
Αυτα ηταν τα βασιλοπουλα ,τα μεγαλυτερα αδερ-
φια του κι απο το πανδοχειο ειχαν κερδισει πολλα
χρηματα.
Οταν ο μικροτερος αδερφος μπηκε μεσα στο πανδο-
χειο δεν τον αναγνωρισαν.Αυτος αρχισε να τους ρω-
ταει,δηθεν πως δεν γνωριζε,απο που ηταν,αν ειχαν
πατερα,μανα,αλλα αδερφια κι αδερφες,και ποσο και-
ρο ζουσαν κι εμπορευονταν σ'εκεινα τα μερη.Εκει-
νοι του απαντουσαν με ψεματα.Αυτος επεμενε κι εκει-
νοι δεν αντεξαν και του τα'παν ολα:
Πως ηταν αδερφια βασιλοπουλα,πως μια μηλια ειχαν
στην αυλη,πως τη νυχτα κατι ετρωγε τα μηλα,κι αυτοι
κοιμηθηκαν και δεν το ειδαν,κι ο μικροτερος αδερφος
το ειδε,ηταν ενα χρυσο πουλι,και δεν το επιασε,τοτε
ο πατερας θυμωσε πολυ και τους εστειλε να του φε-
ρουν το χρυσο πουλι,αλλιως για τιμωρια θα τους θανα-
τωσει,και τι να κανουν εφυγαν να βρουν το χρυσο
πουλι,αυτοι πηγαιναν μπροστα κι απο πισω τους ακο-
λουθουσε απο μακρυα ο μικροτερος αδερφος,κι σ'ενα
διστρατο αυτοι πηραν το κατηφορικο δρομο,ξεχωρι-
σαν και τον εχασαν,κι απο τοτε δεν εμαθαν γι'αυτον
και δεν ξερουν που να βρισκεται.Αυτοι επειδη δεν
ηξεραν που να πανε να βρουν το χρυσο πουλι,σ'αυτο
εδω το μερος σταθηκαν κι εκαναν το πανδοχειο ετου-
το και πλουτισαν,κι οταν πεθανει ο πατερας θα γυρι-
σουν πισω να γινουν βασιλιαδες.
Τους ακουσε προσεκτικα το βασιλοπουλο κι οταν τε-
λειωσαν τους ρωτησε:
''Αν παρουσιαζονταν μπροστα σας ο μικροτερος αδερ-
φος θα τον αναγνωριζατε;''
''Και βεβαια θα τον αναγνωριζαμε''απαντησαν και οι
δυο με μια φωνη.
Εκεινος τους ειπε:''Εχει καποιο σημαδι στο κορμι;''
Κι εκεινοι απαντησαν:Εχει ελια στο στηθος κι αλλη
μια στο χερι το δεξι''.
Και τοτε ο μικροτερος αμεσως ξεγυμνωσε το στηθος
και τους εδειξε την ελια στο στηθος και στο δεξι
χερι.
''Αυτα ειναι τα σημαδια;'' ρωτησε
Κι εκεινα απαντησαν:''Αυτα ειναι'' και κοιταξαν το
ενα τ'αλλο.
Κι αυτο τους ειπε;
''Εγω ειμαι ο μικροτερος σας αδερφος.Εδω μπροστα
σας.Βρηκα το χρυσο πουλι,και το'χω μαζι μου.Κλει-
στε το πανδοχειο κι ελατε μαζι μου στον πατερα.''
Κι ετσι εγινε,εκλεισαν το πανδοχειο κι ανεβηκαν
πανω στη χρυση αμαξα με τα προικια της νυφης,εκει-
νοι μπροστα και πισω πηγαινε η χρυση αμαξα με το
βασιλοπουλο και την αρραβωνιαστικια του τη βα-
σιλοπουλα τον δρομο του γυρισμου.
Ταξιδευαν μεσα απο χωρες και χωρια.
Οι δυο μεγαλυτεροι αδερφοι ελεγαν ο ενας στον
αλλον:
''Οταν επιστρεψουμε σπιτι,αυτος θα πει πως μονος του
βρηκε το χρυσο πουλι,και πως εμεις τον παρατησαμε,
τον αφησαμε μονο του,και παρακουσαμε τον πατερα
και δεν ψαξαμε για το χρυσο πουλι, και καναμε πανδο-
χειο να πλουτισουμε και τοτε ο πατερας για τιμωρια
θα μας σκοτωσει.Ας τον χτυπησουμε,να του παρουμε
το χρυσο πουλι,και μεις να το παρουσιασουμε στον
πατερα.Κι αν μας ρωτησει γι'αυτον τον μικροτερο να
πουμε πως απο μας ξεχωρισθηκε και δεν ξερουμε τι
απογινε''
Ετσι ειπαν κι ετσι εκαναν.
Σταματησαν την αμαξα του ξευγαριου,πηδηξαν πανω,
αρπαξαν τον αδερφο τον κατεβασαν κατω ,η κοπελα
ουρλιαζε,κανεις δεν την ακουγε,και με τη βια τον εσυ-
ραν σε δασος πυκνο.Εκει σ'ενα κορμο δεντρου τον εδε-
σαν σφιχτα κι ο μεγαλυτερος αδερφοςειπε να τον σκοτω-
σουν,αλλα ο μεσαιος αδερφος του ειπε:
''Να μην τον σκοτωσουμε,μα να τον αφησουμε δεμενο
σφιχτα στο δεντρο να πεθανει απ'την πεινα και τη διψα
και να τον φανε τ'αγρια θηρια.''
Ο μεγαλυτερος αδερφος τ'ακουσε και συμφωνησε μαζι
του.
Κι ετσι εγινε οπως συμφωνησαν.Τον αφησαν τον μικρο-
τερο αδερφο σφιχτα δεμενο στο δεντρο μεσα σε πυκνο
δασος να πεθανει απο την πεινα και την διψα και να τον
φανε τ'αγρια θηρια.
Επειτα γυρισαν πισω,εκει βρηκαν τη βασιλοπουλα να
κλαιει για τον αρραβωνιαστικο της,την επιασαν την φο-
βερισαν να μην μιλησει,τι ειδε και τι ακουσε,γιατι θα
παθει μεγαλο κακο.
Συνεχισαν το δρομο τους κι εφτασαν στον βασιλια.
Παρουσιασθηκαν στον βασιλια,του εδειξαν το χρυσο
πουλι κι εκεινος χαρηκε πολυ.Επειτα τους ρωτησε για
τον μικροτερο γιο,που ηταν κι ο αγαπημενος του.Κι
εκεινοι με μια φωνη του αποκριθηκαν, πως εκεινος
γρηγορα αποχωρισθηκε απ'αυτους κι απο τοτε τον εχα-
σανκαι δεν ξερουν που ειναι.
Στο ανακτορο του βασιλια ετοιμαζονταν για τον γαμο,
ο μεγαλυτερος αδερφος θα παντρευονταν την βασιλο-
πουλα.
Και μεσα στο πυκνο δασος ο μικροτερος αδερφος εμεινε
σφιχτα δεμενος στο δεντρο,περασαν δυο μερες και δυο
νυχτες και κανεις δεν περασε να τον ελευθερωσει και πο-
λυ τον ταλαιπωρουσε η πεινα και η διψα και την τρι-
τη μερα περασε ενας γιδοβοσκος.Τον ειδε το βασιλο-
πουλο και τον φωναξε να'ρθει κοντα του να τον λυσει.
Ο γιδοβοσκος τον ειδε δεμενο στο δεντρο και φοβηθηκε
πως ληστες τον εδεσαν και να μην μπλεξει μαζι τους.Και
πηγε να φυγει,κι εκεινος ο δυστυχος τον ξαναφωναξε με
δυνατη φωνη να τον λυσει,πως τα μεγαλυτερα αδερφια
του τον ειχαν δεσει.
Τον πλησιασε τοτε ο γιδοβοσκος και τον ελυσε,κι εκεινος
σωριαστηκε λιποθυμος στο χωμα απο την μεγαλη ταλαι-
πωρια.Του'δωσε νερο ο καλος ανθρωπος κι ηρθε στις αι-
σθησεις του.Του'δωσε και ψωμι να φαει,κι οταν συνηλ-
θε και δυναμωσε,αλλαξε το βασιλοπουλο τα ρουχα του με
τα ρουχα του γιδοβοσκου,φορεσε τα κουρελια κι εκεινος
φορεσε τα δικα του τα μεταξωτα,κρατησε πανω του μονο
το χρυσο δαχτυλιδι και το καρυδοτσουφλο με τα αραχνο-
υφαντα φορεματα της βασιλοπουλας.
Αφου εγιναν ολ'αυτα τον ευχαριστησε τον γιδοβοσκο,
τον αποχαιρετησε κι εφυγε.
Στον δρομο που πηγαινε ζητιανευε να τρωει.
Καποτε εφτασε στη πολιτεια που βασιλευε ο πατερας
του,και πηγε στο μαγειριο που ετοιμαζαν τα φαγητα
του γαμου.Ζητησε δουλεια,να σκιζει ξυλα για τη φωτια
στους φουρνους,να κερδιζει το ψωμι του.
Τον πηραν για δουλεια.Κανενας δεν τον αναγνωρισε.
Ο γαμος του μεγαλυτερου αδερφου με τη βασιλοπου-
λα την δικη του αρραβωνιαστικια θα γινονταν σε δυο
μερες.
Το μαγειριο ηταν απεναντι απ'το ανακτορο και το παρα-
θυρο της βασιλοπουλας.Πηρε το χρυσο δαχτυλιδι και
το πεταξε απ'το παραθυρο στο δωματιο της.Τοτε ολο το
δωματιο αστραψε.Εκεινη στην αρχη σαν ειδε το ξαφνι-
κο φως τρομαξε κι υστερα σαν ειδε το χρυσο δαχτυλιδι
χαρηκε πολυ.Ηταν το χρυσο δαχτυλιδι που δωρησε ο
πατερας στο βασιλοπουλο τον αρραβωνιαστικο της.
Κι ειπε χαρουμενη πολυ:
''Ζει κι ειναι καπου εδω κοντα''και σε κανεναν δεν ειπε
τιποτα.
Οταν εφτασε η ορισμενη ωρα του γαμου πηγαν οι δυο
αδερφοι στη νυφη και της ειπαν να ετοιμασθει και να
μην αργοπορει.Κι αυτοι τους ειπε:
''Οταν μου ραψουν φορεματα να χωρανε σ'ενα καρυδο-
τσουφλο τοτε θα παντρευτω.''
Οταν τ'ακουσε ο βασιλιας εστειλε διαλαληταδες στη
χωρα να διαλαλησουν:
''Οποιος ραφτης μεσα σ'ολη τη χωρα μπορει να ραψει
φορεματα της βασιλοπουλας να χωρανε σ'ενα καρυδο-
τσουφλο,να τα φερει στον βασιλια και θα παρει πολλα
δωρα.''
Σαν τ'ακουσαν οι ραφταδες απορουσαν πολυ:ποιος ρα-
φτης μεσα σ'ολο τον κοσμο ειναι τοσο επιδεξιος τεχνιτης
που μπορει να ραψει φορεμα να χωρανε σ'ενα καρυδοτσου-
φλο;
Το βασιλοπουλο ντυμενο με τα κουρελια του σαν ζητια-
νος παρουσιασθηκε σ'εναν ραφτη και του'πε:
''Εγω μπορω να ραψω τα φορεματα''
Ο ραφτης τον πηρε για τρελλο κι πως τους κοροιδευε και
τον φωναξε θυμωμενα:
''Φυγε απο'δω,παλιοζητιανε.Τοσοι τεχνιτες ειμαστε και
δεν ξερουμε και ξερεις εσυ;''
''Κι ομως εγω θα τα ραψω''επεμενε εκεινος,''αρχιζω αυτο
το βραδυ και το πρωι ειναι ετοιμα.Να'ρθεις να τα παρεις.''
''Και τι ζητας για τη δουλεια σου;''τον ρωτησε ειρωνικα
ο ραφτης.
Κι εκεινος του ειπε:
''Θελω ενα καλαθακι καρυδια,μια χηνα ψητη κι ενα καρ-
βελι ψωμι.''
''Εγινε,οτι θελεις θα'χεις'' του΄πε παλι ειρωνικα ο ραφτης
και σκεφτηκε υπολογιζοντας:τα καρυδια ,η ψητη χηνα
και το καρβελι το ψωμι κοστιζουν-δεν κοστιζουν τριαν-
τα με σαραντα δραχμες.Σιγα τη ζημια,ασημαντη.Αν ο-
μως καταφερει και ραψει τα φορεματα της βασιλοπου-
λας που χωρανε σ'ενα καρυδοτσουφλο μεσα τοτε το
κερδος ειναι πολυ μεγαλο,απ΄τον βασιλια θα παρει πολ-
λα δωρα.Αν δεν καταφερει να τα ραψει τοτε θα'χει ενας
φτωχος ζητιανος χορτασει,με τα καρυδια ,την ψητη χη-
να και με το καρβελι το ψωμι.Ας ειναι.
Και δεχτηκε.
Και του'δωσε το καλαθι με τα καρυδια,την ψητη χηνα
και το καρβελι το ψωμι.Το βασιλοπουλο κλεισμενο στο
ραφταδικο,ολο το βραδυ και τη νυχτα μεχρι το πρωι εφα-
γε την ψητη χηνα και το καρβελι το ψωμι κι εσπαγε κι
ετρωγε τα καρυδια.
Σαν ηρθε η μερα και ξημερωσε ,ηρθε κι ο ραφτης.
''Τα'ραψες τα φορεματα της βασιλοπουλας που χωρα-
νε σ'ενα καραδυτσουφλο;'' τον ρωτησε.
Εκεινος αμεσως του'δειξε το καρυδοτσουφλο,επειτα
τ'ανοιξε κι εβγαζε απο μεσα ενα-ενα ολα τα φορεματα
της βασιλοπουλας.
Και του'πε;
''Να τα.Αυτα ειναι τα φορεματα.Δες τα.''
Αφου τα εδειξε στον ραφτη,τα διπλωσε,τα'κλεισε καλα
μεσα στο καρυδοτσουφλο και του το'δωσε να το παει
στον βασιλια.
Σαν ειδε τα φορεματα ο βασιλιας χαρηκε πολυ και διε-
ταξε να δωσουν στον ραφτη δωρα πολλα.Και του'δω-
σαν πολλα δωρα.
Τα φορεματα τα πηγαν στη βασιλοπουλα που οταν τα
ειδε τα αναγνωρισε αμεσως και χαρηκε πολυ.
''Ζει κι ειναι καπου εδω κοντα'' ειπε απο μεσα της,κανε-
νας να μην την ακουσει.
Οταν την αλλη μερα ηρθαν να της πουν να ετοιμαζεται
για τον γαμο,εκεινη ειπε:
''Θελω,πρωτα,πριν τον γαμο μου να περασουν απο μπρο-
στα μουολοι οι ανθρωποι που ζουν στη χωρα που θα βα-
σιλεψω,ολοι,πλουσιοι και φτωχοι,χωρις εξαιρεση,και κα-
θε ενας να μου πει μια λεξη.Τοτε μονο,σαν γινει αυτο,
θα'βγω να παντρευτω.''
Οταν τ'ακουσε ο βασιλιας εστειλε διαλαληταδες στη χω-
ρα να διαλαλησουν:
''Αυριο πρωι ολοι οι ανθρωποι που ζουν στη χωρα,ολοι,
πλουσιοι και φτωχοι,χωρις εξαιρεση,να'ρθουν στο ανα-
κτορο του βασιλια,Εκει θα περασουν μπροστα απο τη
νυφη βασιλοπουλα που θα γινει βασιλισα τους και να
της πουν μια λεξη.Οποιος δεν ερθει θα τιμωρηθει.
Κι ετσι εγινε,κι ηρθαν τ'αλλο πρωι στο ανακτορο του βα-
σιλια ολοι οι ανθρωποι που ζουσαν στη χωρα,ολοι,πλου-
σιοι και φτωχοι,και περνουσαν μπροστα απ'την βασιλο-
πουλα κι ολοι της ελεγαν μια λεξη.
Και περνουσαν μπροστα της χιλιαδες και χιλιαδες,
Περασαν ολοι,κι εκεινος,που περιμενε να περασει,δεν πε-
ρασε.
Τοτε ρωτησε η βασιλοπουλα:
''Υπαρχει καποιος που ζει στη χωρα και δεν ηρθε εδω να πε-
ρασει απο μπροστα μου να μου πει μια λεξη;''
Και της απαντησαν:
''Ειναι ενας ζητιανος εδω,τοσο πολυ κουρελιασμενος και
βρωμικος,που δεν τον αφησαμε να ερθει.''
Τους ειπε να πανε να τον φερουν μπροστα της.
Κι ετσι εγινε,πηγαν και τον βρηκαν και τον εφεραν.
Οταν τον ειδε η βασιλοπουλα αμεσως τον αναγνωρισε απο
μακρυα,ετρεξε κοντα του τον αγκαλιασε κι εκλαιγε απο χα-
ρα μεγαλη.
Οταν το ειδαν αυτο ο βασιλιας και ολοι οι συγκεντρωμενοι
εκει πολυ απορησαν ,
Τοτε η βασιλοπουλα πηρε τον ζητιανο και πηγαν μπροστα
στον βασιλια και του ειπε:
''Βασιλια μου αυτος εδω ο ζητιανος ειναι ο μικροτερος γιος
σου ο αγαπημενος κι αυτος ειναι ο αρραβωνιαστικος μου.
Αυτος βρηκε το χρυσο πουλι κι ο πατερας μου ο βασιλιας
μ'εδωσε σ'αυτον για γυναικα του,οταν του'φερε το φτερωτο
αλογο.Στο δρομο του γυρισμου βρηκαμε τους δυο μεγαλυ-
τερους γιους σου σ'ενα πανδοχειο που ειχαν κανει για να
πλουτισουν.Τους πηραμε στη χρυση αμαξα να γυρισουμε
μαζι,κι εκεινοι σ'ενα ερημικο τοπο χτυπησαν τον μικρο-
τερο γιο σου τον αντρα μου και τον πηγαν σε πυκνο δασος,
εκει τον εδεσαν σφιχτα σε δεντρο και τον παρατησαν να
πεθανει απο την πεινα και τη διψα και να τον φανε τ'α-
γρια θηρια.
Αυτος ειναι ο αρραβωνιαστικος μου κι αυτον θελω να παν-
τρευτω.''
Σαν τ'ακουσε ολα αυτα με προσοχη ο βασιλιας θυμωσε πο-
λυ με τους δυο μεγαλυτερους γιους.
Ζητησε να τους πιασουν ,να τους κλεισουν στη φυλακη και
για τιμωρια να τους θανατωσουν.
Κι ετσι εγινε.
Επειτα ο βασιλιας ειπε να γινουν οι γαμοι και τους ευχηθη-
κε.Και παντρευτηκε ο μικροτερος γιος με την βασιλοπουλα,
που ηταν ομορφη σαν ανθισμενη τριανταφυλλια,και τους
εδωσε το μισο βασιλειο κι οταν ερθει η ωρα του και τελει-
ωσουν οι μερες του στη γη θα παρουν και τ'άλλο μισο βα-
σιλειο.
Κυβερνησαν και βασιλεψαν καλα και δικαια χρονια πολλα,
και μεχρι σημερα οι ανθρωποι μιλουν γι'αυτους τους δυο και
τους μνημονευουν.
Κι εγω,που τα διηγηθηκα ολ'αυτα,τους τιμω και τους μνημο-
νευω σ'ολους τους καιρους, που ηρθαν, που ειναι και που
θα'ρθουν.
.
.
Η ΑΓΕΝΝΗΤΗ
[Παραμυθι]
.
''Ανδρα μοι ενεπε...''
Ομηρος
.
''Ειναι παιδια πολλων ανθρωπων
τα λογια μας''
Γ.Σ.Σεφερης
.
.
Μια φορα κι ενα καιρο ηταν ενα βασιλοπουλο,
κι ειχε χτισει μια βρυσουλα να τρεχει μελι και
γαλα.Να'ρχονται οι κοπελλες της χωρας να γε-
μιζουν τα δοχεια τους μελι και γαλα.Να δει ηθε-
λε ποια απ'αυτες θα του αρεσε περισσοτερο να
την ζητησει να παντρευτει.
Πρωτη ηρθε μια γρια να γεμισει μελι και γαλα.
Γεμισε οσα δοχεια ειχε στο σπιτι της.Γεμιζε και
γεμιζε και τελειωμο δεν ειχε.
Μεχρι κι αυγοτσουφλα γεμιζε με μελι και γαλα.
Το βασιλοπουλο ηταν κρυμενο εκει κοντα και
τα'βλεπε ολα.
Η γρια συνεχεια γεμιζε αυγοτσουφλα με μελι και
γαλα.
Τοτε για να γελασει μαζι της το βασιλοπουλο της
εριξε πετρουλα στ'αυγοτσουφλα και τα'σπασε.
Η γρια τοτε θυμωσε πολυ και κακισε περισοτερο
και στο θυμο της πανω τον καταραστηκε:
''Να παντρευτεις τοτε μονο αν βρεις την Αγεννητη!''
Το βασιλοπουλο ακουσε την καταρα και τρομαξε
πολυ.
Στην βρυσουλα ερχονταν παρεες οι κοπελλες της
χωρας να γεμισουν μελι και γαλα.Εκεινος τις κοι-
τουσε κρυμενος,μα καμια κοπελλα δεν του αρεσε.
Σκεφτηκε,πως εκεινη η γρια του εκανε μαγια και
του φαινονται ολες ασχημες.
Μερα τη μερα,βδομαδα τη βδομαδα,μηνα το μηνα
ελιωνε απ'τον καημο του.
Τον εβλεπε η μανα του και βαθεια στεναχωριονταν.
Μια μερα τον ρωτησε:
''Τοσο πολυ καιρο τι σου τρωει τα σωθηκα και τι
σου βασανιζει το μυαλο;''
Το βασιλοπουλο τα ειπε ολα στη μανα του,της
ειπε για τη γρια και την καταρα της:Τοτε μονο
θα παντρευτει αν βρει την Αγεννητη!
Κι η μανα του του ειπε:
''Ποιος ξερει,γιε μου,που ειναι η Αγεννητη;Αν στον
κοσμο καπου ειναι και ζει αυτο μονο ο Ηλιος το
γνωριζει.Αυτος απο χαμηλα ανεβαινει ψηλα και
χαμηλωνει κι ολα κοντινα και μακρυνα,κρυφα και
φανερα τα βλεπει.Παρε το δρομο κατα που δυει
ο Ηλιος.Εκει θα τον συναντησεις και παρακαλα τον.
Να σου μαρτυρησει που ειναι η Αγεννητη,να την
παντρευτεις.''
Γρηγορα ετοιμασθηκε το βασιλοπουλο και τ'αλλο
πρωι πριν ξημερωσει κινησε κατ'εκει που δουσε
ο Ηλιος.
Πηγαινε,πηγαινε και πηγαινε.
Διαβηκε πυκνα δαση,περασε ψηλα βουνα και διε-
σχισε ορμητικα ποταμια,κι αλλα δαση κι αλλα
βουνα κι αλλα ποταμια απ'την αρχη.
Και το μεσημερι μιας μερας εφτασε σ'ενα ποταμι.
Στις οχθες του ποταμου ηταν φυτρωμενα πολλα
ψηλα δεντρα σκιερα και σ'ενα πλατυ ισκιο αρνο-
βοσκος ησυχαζε αποκοιμισμενος.
Οταν το βασιλοπουλο πλησιασε,γαυγισαν τα σκυλια
και ορμησαν πανω του και θα τον κατασπαραζαν
αν δεν ξυπνουσε ο αρνοβοσκος και δεν πετιονταν
πανω και με δυνατες φωνες δεν τα φωναζε.Τοτε
αυτα σαν ακουσαν τη φωνη του αφεντη τους σωπα-
σαν και καθησαν κατω ησυχα.
Ο βοσκος ηταν γερος ανθρωπος,με τα γενια του
ασπρα,ψηλος ομως και δυνατος στο κορμι.
''Καλη σου μερα,παππουλακη!''
''Καλη σου μερα και σενα,παλλικαρακη!''του
ανταπαντησε ο γερος κι αμεσως τον ρωτησε:
''Τι ειν'αυτο που σ'εφερε σε τουτα εδω τα μερη;
Εδω σπανια φτανουν ταξιδιωτες.''
Το βασιλοπουλο του διηγηθηκε την ιστορια του,
απο την αρχη ως το τελος.Πως παει να βρει τον
Ηλιο να τον ρωτησει για την Αγεννητη.
Κι εκεινος του ειπε:
''Πρωτα να περασεις απο το στενωμα τον ποτα-
μο κι επειτα εκεινο τον λοφο να σκαρφαλωσεις.
Πισω απο τον λοφο κατω απλωνεται μεγαλη πε-
διαδα,στο μεσο της πεδιαδας ακριβως ειναι κηπος
και μεσα στον κηπο ειναι το παλατι του Ηλιου.Σπα-
νια παταει εκει ανθρωπου ποδι.Τραβα εκει κι οτι
ο θεος σ'ορισε ας γινει.''
''Ο θεος να σου δινει υγεια,παππουλη,κι ησυχα γε-
ραματα.''τον ευχαριστησε το βασιλοπουλο κι εφυ-
γε.
Περασε πρωτα το ποταμι απ'το στενωμα,κι ανεβηκε
επειτα τον λοφο.
Ο Ηλιος σε λιγο θα δουσε.
Το βασιλοπουλο εφτασε στην κορυφη του λοφου.Κα-
τω χαμηλα ως περα μακρια απλωνονταν μεγαλη πε-
διαδα και στο κεντρο ακριβως ηταν καταπρασινος
κηπος και στον κηπο μεσα ολολευκο μαρμαρινο
ανακτορο,οπως του το'πε ο γερος αρνοβοσκος.
Κατηφορισε το λοφο κι εφτασε στον κηπο και
στις πορτες του Ηλιου.
Χτυπησε την πορτα τρεις φορες,κι η πορτα ανοιξε
και στο ανοιγμα εμφανισθηκε μια μεγαλη ψηλη γυ-
ναικα.
''Καλημερα,Κυρα-Μανα του Ηλιου.''
''Καλημερα,γιε μου''του απαντησε,''εδω περα σ'αυτα
τα μερη,ξενε,ανθρωπος δεν περπατει και ταξιδιωτης
δεν φτανει.Μα σαν μ'αποκαλεσες Μανα του Ηλιου
ελα μπες μεσα στο σπιτι,και πες μου για ποιο λογο
ως εδω μακρια εφτασες,γρηγορα πριν να γυρισει ο
Ηλιος.''
Μπροστα πηγαινοντας αυτη και πισω ακολουθων-
τας το βασιλοπουλο μπηκαν μεσα στο ανακτορο.
Η μεγαλη και ψηλη σαλα του ελαμπε σαν τη φω-
τια κι αστραφτε σαν το χρυσαφι.
Σταθηκε .Γυρισε και του ειπε:
''Θα'σαι πολυ κουρασμενος,γιε μου,απ'το ταξιδι κι
ο ηλιος θα σ'εχει καψει.Καθησε,αναπαυσου και μου
τα ανιστορεις ολα με τη σειρα στην ωρα τους.
Κι ολα με τη σειρα της τα διηγηθηκε,απο το χτι-
σιμο της βρυσουλας ως εδω τωρα που ειναι,πως
εφτασε στο ανακτορο του Ηλιου,και πως ηρθε να
ρωτησει τον Ηλιο που απο τα χαμηλα ανεβαινει
ψηλα και χαμηλωνει κι ολα τα βλεπει κοντινα και
μακρυνα κρυφα και φανερα,αν ειδε την Αγεννητη
να του πει και που' ναι να τη βρει και να την παν-
τρευτει.
Τ'ακουσε ολα με προσοχη η Μανα του Ηλιου και
του'πε με τη σειρα της:
''Εδω ανθρωπος ποτε δεν φτανει,κι εχουμε ξεμα-
θει απο ανθρωπους.Σε λιγο ο Ηλιος θα γυρισει και
θα'ναι κουρασμενος,θα'ναι και σκονισμενος,θα'ναι
και οργισμενος και φλογισμενος και θα σε κατα-
καψει αν μπροστα του σε βρει.Ολη τη μερα του
μαγειρευα φαγητα να φαει να χορτασει,εννια πα-
χιες αγελαδες του'ψησα κι εννια μεγαλα καρβελια
του φουρνισα.Προτου χορτασει τη μεγαλη πεινα
του κανεις μην του μιλησει να τολμησει.Να σε με-
ταμορφωσω πρεπει σε σιδερενιο καρφι και να σε
καρφωσω πισω απ'τη πορτα στα ξυλα της.Κι οταν
ο Ηλιος χορτασει την πεινα του,τοτε σε ξεκαρφωνω
κι οπως τωρα εισαι και φαινεσαι θα γινεις παλι.Τοτε
να παρουσιαστεις μπροστα στον Ηλιο,και κινδυνος
δεν υπαρχει,να του τα διηγηθεις ολα με τη σειρα
τους.''
Κι ετσι εγινε.Η Κυρα-Μανα του Ηλιου τον αγγιξε
και τον μεταμορφωσε σε σιδερενιο καρφι που το
καρφωσε πισω απ'την πορτα στα ξυλα της.
Αρχισε μετα να στρωνει το μεγαλο τραπεζι του
Ηλιου,εβαλε πανω τις εννια ψητες παχιες αγελα-
δες,τα εννια μεγαλα φουρνιστα καρβελια κι εννια
μεγαλα κανατια γεματα με κρασι.
Κι ηρθε στην ωρα του ο Ηλιος φλογερος και σκο-
τεινος,πεινασμενος,σκονισμενος.Πλυθηκε στα μα-
τια και στα χερια με το ζεστο καθαρο νερο που του
ετοιμασε η Μανα,επειτα σκουπισθηκε και καθησε
στο μεγαλο στρωμενο τραπεζι με τα φαγητα.
Καθως αρχισε να τρωει ρωτησε τη μανα του:
''Μανα,ανθρωπινη σαρκα μου μυριζει!''
''Τι ζηταει,γιε μου,ενας ανθρωπος εδω στην ερημια;''
του'πε η μανα του,''τρωγε το δειπνο σου και μην σκε-
φτεσαι ανθρωπινη σαρκα''.
Ετρωγε και σαν μισοχορτασε ειπε παλι:
''Μανα,μυριζει ανθρωπινη σαρκα!''
''Τι λες ,γιε μου;Καμια ανθρωπινη ψυχη δεν φτανει
ως εδω.Φαε και πιες.Δεν υπαρχει εδω καμια ανθρω-
πινη ψυχη!''
Ο Ηλιος ετρωγε και σαν χορτασε απο φαι κι απο
πιοτο ,την ρωτησε για τριτη φορα.
''Μανα,μια ανθρωπινη ψυχη ειναι εδω''
''Κανεις,γιε μου,δεν μπορει να κρυφτει απο σενα''.
Κι ολα για το βασιλοπουλο του διηγηται απο την
αρχη ως το τελος.Και πως σε καρφι σιδερενιο τον
μεταμορφωσε.
Σαν τ'ακουσε ολα με προσοχη ο Ηλιος της ειπε να
παει να τον φερει μπροστα του.
Κι ετσι εγινε.Πηγε η Μανα και ξεκαρφωσε το καρφι
απο τα ξυλα της πορτας .Το καρφι εξαφανισθηκε στα
χερια της και παρουσιασθηκε το βασιλοπουλο μπρο-
στα της και μπροστα στον Ηλιο.
Οταν ειδε τον Ηλιο γονατισε και του φιλησε τα χερια.
''Εδω κανενας ανθρωπος δεν φτανει.Εσυ πως εφτασες
εδω;''τον ρωτησε ο Ηλιος.
''Μ'εχουν καταραστει,Αρχοντα μου,αλλη γυναικα
να μην παντρευτω μοναχα την Αγεννητη.Μα δεν γνω-
ριζω ουτε που ειναι ουτε που ζει.Η μανα μου μ'εστει-
λε να ρθω σε σενα.Απο χαμηλα ανεβαινεις ψηλα κι
επειτα χαμηλωνεις κι ολα στον κοσμο κοντινα και
μακρινα κρυφα και φανερα τα βλεπεις.Καπου θα'χεις
δει την Αγεννητη.Γι'αυτο ηρθα να σε ρωτησω.''
Και τοτε τα διηγηθηκε ολα του Ηλιου,απο το χτι-
σιμο της βρυσουλας ως τον ερχομο στο ανακτορο
του.
Ο Ηλιος τ'ακουσε ολα με προσοχη.Οταν το βασιλο-
πουλο τελειωσε την ιστορια του,εμεινε λιγο σιω-
πηλος,σαν να συλλογιζονταν ,επειτα γελασε και
ειπε:
''Πισω απ' το κηπο ειναι μια μηλια. Απ'τα κλαδια
της κρεμονται τρια χρυσα μηλα. Κοψε ενα, οποιο
απ'αυτα σ'αρεσει κι οταν απομακρυνθεις απο 'δω,
κοψε το μηλο στα δυο. Απο μεσα θα πεταχτει μια
χρυση κοπελα και θα σου πει :
“Δως μου αλατι και ψωμι!”
Εσυ να της δωσεις ψωμι κι αλατι .Οταν φατε μαζι
ψωμι και αλατι τοτε θα 'ναι δικη σου,να την παν-
τρευτεις.''
Το βασιλοπουλο τ'ακουσε,φιλησε του Ηλιου τα
χερια,και της Μανας του φιλησε τα χερια,τους
ευχαριστησε κι εφυγε.
Βρεθηκε στον κηπο με την μηλια.Σαν ειδε τα
κλαδια με τα χρυσα μηλα θαμπωσαν τα ματια
του.Διστασε,δεν ηξερε ποιο απ'τα τρια να κο-
ψει.Το'να μηλο ομορφοτερο απ'τ'αλλο.Στο τελος
τ'αποφασισε και τα κοψε και τα τρια μηλα,και
πηρε τον δρομο του γυρισμου.
Και τοτε συλλογισθηκε:
''Τον Ηλιο δεν ακουσα κι εκοψα και τα τρια μη-
λα.Θα κοψω ενα μηλο να βγει μια χρυση κοπελ-
λα''
Το ειπε και το εκανε.Πηρε ενα χρυσο μηλο εβγα-
λε το μαχαιρακι του κι εκοψε στα δυο το μηλο.
Μολις το'κοψε το χρυσο μηλο πεταχτηκε απο
μεσα μια χρυση κοπελλα ομορφη λαμπερη σαν
τον Ηλιο και σταθηκε μπροστα του.
''Δως μου αλατι και ψωμι!''του ζητησε
''Δεν εχω'' της ειπε κι η χρυση κοπελλα χαθηκε
σαν σκια απο μπροστα του.
Πολυ στεναχωρεθηκε που η χρυση κοπελλα εξα-
φανισθηκε.Υστερα θυμηθηκε πως ειχε αλλα δυο
μηλα και παρηγορηθηκε.
Τραβηξε και παλι τον δρομο του.Πουθενα δεν
εβρησκε ψωμι κι αλατι.Τ'αποφασισε και με το μα-
χαιρακι του εκοψε και το δευτερο χρυσο μηλο
στα δυο.Απο μεσα πεταχτηκε μια χρυση κοπελ-
λα ομορφοτερη απ'την πρωτη και σταθηκε μπρο-
στα του λαμπερη σαν τον ηλιο.
''Δως μου ψωμι κι αλατι!''του ζητησε η κοπελλα.
''Δεν εχω''της ειπε κι η χρυση κοπελλα χαθηκε
σαν σκια απο μπροστα του.
Οταν κι αυτη η χρυση κοπελλα εξαφανισθηκε
τοτε καταλαβε πως τιμωρηθηκε γιατι παρακου-
σε τον Ηλιο.
Και πηγαινε και πηγαινε.
Κι ορκιστηκε στη μανα του το τριτο χρυσο μηλο
να το κοψει μονο σαν βρει ψωμι κι αλατι.
Κι εφτασε στα μερη τα δικα του και βρηκε ψωμι
κι αλατι.
Τοτε πηρε το τριτο χρυσο μηλο και με το μαχαι-
ρακι του το εκοψε σε δυο κοματια.Απο μεσα
πεταχτηκε μια χρυση κοπελλα πιο ομορφοτερη
απ'ολες και σταθηκε μπροστα του λαμπερη σαν
τον ηλιο.
''Δως μου ψωμι κι αλατι!'' του ζητησε η κοπελλα.
Της εδωσε.Κι ετρωγε η κοπελλα μια μπουκια κι
ετρωγε και το βασιλοπουλο το ιδιο.Μαζι φαγανε
ψωμι κι αλατι.Κι ετσι εγινε δικη του.
Το βασιλοπουλο μιλησε στην Αγεννητη.
''Εδω στον κηπο θα σ'αφησω.Θα παω στη πολι-
τεια να ετοιμασω το γαμο μας.Και σαν γυρισω
θα σε παρω με χορο και τραγουδι νυφη στη μα-
να μου.''
''Με ποιον εδω θα μεινω;,που μονη μου να μεινω
φοβαμαι''του ειπε η κοπελλα.
Στον κηπο μεσα ηταν ενα ψηλο δεντρο κι απο κα-
τω λιμνουλα.
''Θα σ'ανεβασω στο δεντρο εκει να μεινεις ωσπου
να γυρισω,να μην σε πειραξουν ανθρωποι κι αγρι-
μια''της ειπε.
Ετσι κι εγινε.Την ανεβασε το βασιλοπουλο την Α-
γεννητη στο ψηλο δεντρο κι εκεινη εκατσε σ'ενα
κλαδι να τον περιμενει να γυρισει.
Και το βασιλοπουλο εφυγε για την μανα του.
Μετα απο λιγο ηρθε μια κακια γυναικα να βγαλει
νερο απ'τη λιμνουλα.Κι ως εσκυψε στη λιμνουλα
ειδε τη χρυση κοπελλα να καθρεφτιζεται στα νερα
της.Θαμπωθηκε.Κι εκανε πως δεν την ειδε.Αναπο-
δογυρισε το δοχειο της με τον πατο προς τα πανω,
κι εβγαζε νερο και το εχυνε στο αναποδογυρισμε-
νο δοχειο να γεμισει,που εμενε αδειο.Αρχισε τα
ψευτικα κλαματα,η δυστυχη,πως θα γεμισει το
δοχειο.
Η χρυση κοπελλα την λυπηθηκε και της φωναξε
ψηλα απο το δεντρο.
''Αναποδογυρισε το δοχειο σου με το ανοιγμα προς
τα πανω κι επειτα ριξε το νερο μεσα να γεμισει''
Η κακια γυναικα κοιταξε προς τα πανω κι εκανε
πως εβλεπε την κοπελλα για πρωτη φορα.
''Κατεβα κατω ,νυφουλα μου,να με βοηθησεις και
δεν ξερω''ειπε με παραπονιαρικη φωνη.
Και την πιστεψε η χρυση κοπελλα την κακια γυναι-
κα πως δεν ηξερε και κατεβηκε να της δειξει.
Δεν προλαβε να πατησει το ποδι της στο χωμα κι
επεσε η κακια γυναικα πανω στη κοπελλα σαν
αρπακτικο και την επνιξε.Μετα πηρε τα χρυσα
ρουχα της και τα φορεσε,και πεταξε την Αγεννητη
μαζι με τα κουρελια της στα νερα της λιμνης.Σαν
εκανε αυτα ανεβηκε στο δεντρο στη θεση της κο-
πελλας και περιμενε.
Μετα απο λιγο ηρθε το βασιλοπουλο να την παρει
την Αγεννητη,καββαλαρης σ'αλογο στολισμενος γαμ-
προς και πισω ακολουθουσε χρυση αμαξα για την
νυφη,μαζι ηταν κι οργανοπαιχτες.
Κατω απ'το δεντρο σταματησε τ'αλογο,κοιταξε ψη-
λα κι ειδε τα χρυσα τα ρουχα και κοπελλα μαυρη
κι ασχημη να καθεται στα κλαδια.Της φωναξε να
κατεβει να την παρει η χρυση αμαξα νυφη.Η κακια
γυναικα κατεβηκε κι οταν την ειδε απο κοντα την
ρωτησε:
''Που'ναι η πρωτη σου ομορφαδα,τι τοσο μαυρη κι
ασχημη εγινες;''
Κι εκεινη απαντησε:
''Ηλιος ποτε δεν μ'ειδε,κι εδω μ'εκαψε.Αερας ποτε
δεν μ'αγγιξε κι εδω με μαρανε''
Το βασιλοπουλο στεναχωρηθηκε,ομως ορκο ειχε
παρει και την πηρε στη μανα του νυφη.Ο γαμος
εγινε με την κακια γυναικα στη θεση της Αγεννη-
της.
Κι εγινε το βασιλοπουλο ο βασιλιας κι η κακια
γυναικα η βασιλισα της χωρας.
Δεν περασαν πολλες μερες και παραπονεθηκαν
οι υπηρετες του βασιλια πως στα νερα της λιμνης
ειναι ενα χρυσοψαρο κι εμποδιζει τ'αλογα του βα-
σιλια να πιουν νερο να ξεδιψασουν.Κι ως τ'ακουσε
ο βασιλιας διεταξε επιδεξιους ψαραδες να πιασουν
το χρυσοψαρο.
Κι ετσι εγινε,το'πιασαν και το πηγαν στον βασιλια.
Το'πιασε στα χερια του κι ελαμπε το χρυσοψαρο
σαν τον ηλιο.Επειτα το'δωσε στους μαγειρους να
το τηγανισουν να το φαει αυτος και η βασιλισσα.
Κι ετσι εγινε ,τηγανισθηκε το χρυσοψαρο και κα-
θησαν στο τραπεζι να φανε.Κι η βασιλισσα δεν
ετρωγε απο το ψαρι.
''Ελα,βασιλισα,ας φαμε το φρεσκο ψαρι''της ειπε
ο βασιλιας.
''Δεν τρωω ψαρια''αρνιονταν η βασιλισα να φαει.
Οταν ο βασιλιας χορτασε η βασιλισα διεταξε ολα
τα υπολειματα του ψαριου να τα ριξουν στη φωτια
να καουν.
Ομως στο χερι του βασιλια καρφωθηκε ενα ψα-
ροκοκκαλο στο χερι του,το 'βγαλε απ'το χερι
του και το πεταξε απ'τ'ανοιχτο παραθυρο στον
κηπο κατω.
Και δεν περασε καιρος και φυτρωσε κατω απ'το
παραθυρο του βασιλια στον κηπο μια μηλια και
μεγαλωσε γρηγορα τον κορμο και τα κλαδια της.
Κι εμπεναν τα κλαδια της φορτωμενα μηλα στη
κρεβατοκαμαρα του βασιλια,χαιδευαν τον βασιλια
και χτυπουσαν την βασιλισα.
''Κοψ'την την παλιομηλια''φωναζε η βασιλισα.Και
την εκοψε την μηλια ο βασιλιας.Την ξεριζωσαν κι
ολο το δεντρο το εριξαν στη φωτια να καει κατα
διαταγη της βασιλισας.
Ομως ενα ξερο μικρο κλαδι εμεινε και το βρηκε
το παιδι μιας γυναικας υφαντρας που δουλευε στον
βασιλια,και το μικρο παιδι το'κανε παιχνιδι αλογακι,
το καβαλικευε να παιξει.
Οταν τελειωσε τη δουλεια στον βασιλια η υφαντρα
εφυγε και το μικρο παιδι πηρε μαζι του και το μι-
κρο ξυλο.Επαιξε κι οταν το βαρεθηκε το αφησε
κατω απ'το κρεβατι του και το ξεχασε εκει.
Η μανα του πηγαινε σε ξενες δουλειες κι ελειπε ολη
τη μερα απ'το σπιτι ,επερνε μαζι της και το μικρο
παιδι να μην μενει μονο του στο σπιτι.Οταν γυρνου-
σαν το βραδυ εβρισκαν το σπιτι συγυρισμενο ,σκου-
πισμενο,ολα τακτοποιημενα,καθαρα και μαλιστα
ειχαν μαγειρεψει.Μια φορα δυο φορες και τρεις
φορες αυτο εγινε.
''Θα κρυφτω,να δω ποιος μας υπηρετει'' ειπε η υφαν-
τρα.
Κι ετσι εγινε,κρυφτηκε κι ειδε κατω απ'το κρεβατι
του παιδιου να βγαινει μια πανεμορφη κοπελλα,και
ν'αρχιζει το σκουπισμα.Η γυναικα βγηκε απ'την κρυ-
ψωνα της κι αρπαξε την κοπελλα,αυτη πασχισε να
ξεφυγει να κρυφτει,αλλα δεν το καταφερε.
''Στασου,κορουλα μου,μην φοβασε ,καλη μου.Μην
μου φυγεις.Μεινε μαζι μας,να γινεις η μονακριβη
κορη μου''
Κι ετσι εγινε.την επεισε να μεινει μαζι τους και να
γινει κορη της.
Η γυναικα εμαθε τον αργαλειο στην χρυση κοπελλα
κι εκεινη γρηγορα εμαθε την τεχνη κι ηταν πολυ
επιδεξια.
Το σπιτι που εμενε κι υφαινε η κορη ηταν στο δρο-
μο κι η κοπελλα στο παραθυρο αστραφτε σαν τον
ηλιο.Και περασε μια μερα απο εκει ο βασιλιας κοιτα-
ξε ψηλα την ειδε και θαμπωθηκε απο την ομορφια
της.
Τοτε διεταξε ολες οι κοπελλες οι υφαντρες της χωρας
να μαζευτουν στην αυλη του,να υφανουν σε διαγωνι-
σμο.
Κι ετσι εγινε και μαζευτηκαν οι κοπελλες,κι αναμεσα
τους ξεχωριζε η κορη της υφαντρας.Σαν απο λαμπερο
ηλιο φωτισθηκε η αυλη.
Καθησαν στους αργαλειους τα κοριτσια να υφανουν.
Καθε κοπελλα τραγουδουσε κι ενα τραγουδι με τη
σειρα.Ηρθαν κι ο βασιλιας με τη βασιλισα να δουν
να ακουσουν και να κρινουν.
Σαν ηρθε η σειρα της κορης της υφαστρας να τρα-
γουδησει,αυτη ειπε:
''Να τραγουδησω δεν μπορω τι'ναι βαρια η καρδια
μου.Μοναχα θελω να αφηγηθω μια ιστορια.Δωστε
μου ενα καλαθακι γεματο με κοραλλια κι ενα αδειο.''
Ο βασιλιας διεταξε και της εδωσαν ενα καλαθακι
με κοραλλια γεματο κι ενα αδειο.
Η χρυση κοπελλα πηρε ενα κοραλλι κι αρχισε την
ιστορια της:
''Μια φορα κι ενα καιρο ηταν ενα βασιλοπουλο-ενα
κοραλλι''κι εριξε το κοραλλι στ'αδειο καλαθακι.Συ-
νεχισε:''κι ειχε χτισει μια βρυσουλα-ενα κοραλι-
να τρεχει μελι και γαλα-ενα κοραλλι-...''
Ετσι διηγονταν την ιστορια του βασιλοπουλου.
Ο βασιλιας με την βασιλισα ακουγαν κι η κοπελλα
με καθε φραση αφηνε να πεφτει ενα κοραλλι στο
αδειο καλαθι,που γεμιζε.
Οταν η διηγηση της εφτασε στο σημειο που η κα-
κια γυναικα την πλανεψε απ'το δεντρο να κατεβει
και πως σαν αρπακτικο την αρπαξε και την επνιξε
κι επειτα στη λιμνουλα την πεταξε,τοτε η βασιλισα
χλωμιασε και προφασιστηκε πως ξαφνικα αρρωστη-
σε κι εφυγε απο την συναξη.
Ο βασιλιας ακουσε την ιστορια ολοκληρη ως το τελος
της.Κι οταν η κοπελλα ειπε:
''Τωρα εκεινα διηγηθηκε η χρυση κοπελλα μπροστα
στον αργαλειο,εδω στην αυλη του βασιλια''και τελει-
ωσε την ιστορια της,αφηνοντας το τελευταιο κοραλλι
στο αδειο καλαθι που ηταν στην αρχη γεμιζοντας το,
τοτε ο βασιλιας καταλαβε πως αυτη ηταν η Αγεννητη
κι αυτη που παντρευτηκε κι εγινε βασιλισα ηταν η
κακια γυναικα.Κι αμεσως ζητησε την βασιλισα,κι
εστειλε στρατιωτες να την πιασουν πριν προλαβει
να ξεφυγει.
Κι ετσι εγινε.Την επιασαν και την εφεραν μπροστα
του.Τοτε σηκωθηκε και την ξεντυσε απο τα χρυσα
φορεματα,την εντυσε παλι στα κουρελια της και την
εδιωξε σε μακρινη εξορια.
Απο την αλλη μερα το πρωι ξεκινησαν οι ετοιμασιες
για τον γαμο του βασιλια με την Αγεννητη,την μονα-
κριβη κορη της φτωχης υφαντρας.
Κι εγιναν οι γαμοι τους με τραγουδια και χορους,και
εφερε απο τον βασιλια στη ζωη η χρυση κοπελλα τρια
αγορια και τρια κοριτσια,ομορφα οπως τα χρυσα μηλα
και λαμπερα σαν τον ηλιο.
Κι εγω που σας τα διηγηθηκα αυτα,περασα μια μερα
απο κει και τα ειδα με τα ματια μου τα παιδια να παιζουν
στον καταπρασινο κηπο,τρεχοντας απο δω κι απο κει
ξεγνοιαστα,και τραγουδωντας στον αερα σαν χρυσα
πουλια.
.
.
ΜΙΚΡΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
.
.
Ητανε τα παλια χρονια μια γυναικα με το μικρο γιο της
σε μερος μακρυνο γυρω -γυρω ψηλα βουνα και γυρω
απ'τα βουνα πλατια θαλασσα.Κι ητανε μοναχοι μεσα στους
αλλους ανθρωπους τι ο αρχοντας κακος και πονηρος της χω-
ρας βουληθηκε ανομα τη ξενη γυναικα για δικη του,και κατα-
σκευασε πλεκτανη και κατηγορησε τον αντρα της.Και τον κατα-
δικασε στην εξορια σε χωρα μακρυνη κι αγυριστη περα απ'τη
θαλασσα.Και μητε γυρισε ποτε,μονο εμαθαν απο ταξιδευτη
δικο τους πως εκει στα ξενα χαθηκε.Τα χρονια περασαν
και το παιδι μεγαλωσε.Και μια μερα μεσημερι βγηκε
μπροστα απ'τον αχρειο εκεινον αρχοντα δεν λογαριασε
τους φυλακες του του φωναξε δυνατα το ονομα του πατερα
του και πριν προφτασουν να τον εμποδισουν εβγαλε το ξιφος
του και σκοτωσε τον αρχοντα.Κι ως λιοντας αγριος φαινεται
εξαφνα μεσα σε κοπαδια προβατα κι εκεινα σκορπιζουν φο-
βισμενα και τα κοβει ετσι κι εκεινος φανηκε λιοντας εξαφνα
αναμεσα στους δολερους ανθρωπους και τρομαξαν σφοδρα
πολυ και τους πηρε το αδικο αιμα.Κι ως αετος πελωριος θαυμα-
σιος ανοιξε τα μεγαλα φτερουγια του με δυναμη κι ορμη φο-
βερη κι ανεβηκε γοργα στους ουρανους πολυ ψηλα και χαθηκε.
Και μητε απο τοτε τον ειδε κανεις,αυτον τον περηφανο ,ουτε
και τη μανα του ξαναειδαν σ'εκεινον τον μακρυνο τοπο.
Κλειστηκαν φωτεινα μετεωρα στη μνημη και στα λογια
των δικαιων ανθρωπων.
.
.
Εισαγωγη
[Σχεδιαζοντας Μια Θεωρια για το Παραμυθι]
Introduction
[Designing A Theory For The Fairy Tale ]
.
.
Τα Παραμυθια ειναι πολλων ανθρωπων .
Μια Πρωτο - Λογοτεχνια , ακομα ο αφηγητης δεν ειναι
ατομο, αλλα αποτελει μερος ενος κοινωνικου συνολου ,
που παραγει και διαχειριζεται τις αφηγησεις του .
Αφηγησεις για να κατανοησει και να ερμηνευσει τον
κοσμο συνολικα , '' πως ξεκινησαν '' [ Πρωτη Αρχη ],
'' γιατι συμβαινει αυτο ,που συμβαινει '' [ Πρωτη Φυσικη
Επιστημη ] , '' να θυμηθουμε αυτο που συνεβηκε τωρα
και πριν '' [ Πρωτη Ιστορια ] , '' να μνημονευσουμε ενα
σημαντικο προσωπο της κοινοτητας '' [ Πρωτη Βιογραφια
Ενος Ηρωα ] , '' να μιλησουμε για τις σχεσεις των ανθρω-
πων με τα ζωα , τα πουλια , ... '' [ Πρωτη Ζωολογια ] , '' να
ορισουμε κοινωνικες δομες '' [ Πρωτη Ανθρωπολογια ,
Πρωτη Κοινωνιολογια ] , '' τι υπαρχει Πριν , Τωρα και Μετα
απο Μας '' [ Πρωτη Κοσμολογια , Πρωτη Θρησκεια ] ,
'' τι υπαρχει πιο περα και πολυ μακρυα απο τη
περιοχη που ζουμε '' [ Πρωτες Εξερευνησεις ] , '' να βελτιω-
σουμε τα μεσα παραγωγης '' [ Πρωτες Εφευρεσεις ] ,
'' να φαντασθουμε πραγματα και καταστασεις ''[ Πρωτη
Λογοτεχνια του Φανταστικου ] , '' να καταγραφουν τα
συμβαντα που παραβαινουν την ισορροπια της κοινο-
τητας '' [ Πρωτη Ειδησεογραφια ] ,'' να συμβουλευσουμε
, να διελευκανουμε καταστασεις, να ξεπερασουμε
τις διαφορες δυσκολιες , να ορισουμε και να υπερασπι-
σθουμε δικαιι'κους νομους , κοινωνικους θεσμους , ...,
να ερμηνευσουμε συμπεριφορες , .. '' [ Πρωτη Φιλοσοφια,
Πρωτη Πολιτικη Επιστημη , Πρωτη Ψυχολογια ],...
Απο το Λαβυρινθο αυτων των Αρχαιων Πρωτων Χρονων
του Ανθρωπου φτανοντας στην ευθεια της
Ιστορικης Πραγματικοτητας χαθηκαν [ η' ξεχασθηκαν ]
αυτα τα ουσιαστικα στοιχεια των Παραμυθιων κι εμεινε
η γραφικη [ η ' η φολκλορικη ] αφηγηση
τους [ ΄΄ τις χειμωνιατικες μερες στο τζακι η γιαγια
αρχιζει να ξετυλιγει το παραμυθι - μυθι . Μια
φορα κι ενα καιρο ητανε ... ''.
Βεβαια το Παραμυθι σαν ειδος πια της Λογοτεχνιας
σημερα εξελιχθηκε και στη Μορφη του και στο
Περιεχομενο του . Νεα Θεματα Συγχρονα,Νεα Μεσα
[ π.χ ηλεκτρονικα ] ενσωματωθηκαν σ'αυτο .
Οι Μεγαλοι Παραμυθαδες [ Αδελφοι Γκριμ ,
Χανς Κριστιαν Αντερσεν , αλλα και ο Μεγαλος
Αριθμος των Ανωνυμων Παραμυθαδων σ ' ολες
τις Γλωσσες και σ ' ολους τους Λαους του
Κοσμου ] εγραψαν Μεγαλα Παραμυθια που τα
απολαμβανουν μικροι και μεγαλοι σ ' ολους τους
καιρους .
Επισης Μεγαλοι Ερευνητες [ Εθνολογοι , Λαογραφοι ,
Σημειολογοι , ... ] εχουν ασχοληθει με το
Παραμυθι . Συλλογες Παραμυθιων , Επιστημονικες
Αναλυσεις [ Δομη - Γλωσσα - Υπερκειμενα
- ... ] . Ενδεικτικα αναφερουμε , Ελληνες [ τον πατερα
της Ελληνικης Λαογραφιας τον Νικολαο
Πολιτη , τον Γεωργιο Μεγα, τον Στιλπωνα Κυριακιδη,
τον Δημητριο Λουκατο , ... ] , Ξενους [ τον
Κλοντ Λεβι - Στρως , τον Τζβεταν Τοντοροφ ,
τον Ρομαν Γιακομπσον , και κυριως τον Βλαντιμιρ
Προπ [ Vladimir Propp ] με το εργο του '' Μορφολογια
του Παραμυθιου '' [ Morphology of Folk Tale ]
αναλυοντας την αφηγηματικη δομη του Παραμυθιου
σε μια ακολουθια 31 πρωτων δομικων στοιχειων ]
Θα προσπαθησουμε συνοπτικα να δειξουμε πως
το Παραμυθι εξελλισεται στον Συντακτικο Αξονα .
- ο Α βρισκεται σε μια δυσκολη κατασταση [ Διαταραξη
της Ισορροπιας ]
- ο Β ειναι ο υπαιτιος [ ο δραστης ] αυτης της δυσκολης
καταστασης του Α [ο Κακοποιος Παραγων]
- ο Γ επεμβαινει να αντιμετωπισει τον Β και να βοηθησει
τον Α [ η διαμεσολαβηση του Ηρωα να
επαναφερει την Ισορροπια ]
- εμφανιζεται ο Δ [ συνεργος του Β ] και φερνει εμποδια
στον ηρωα Γ [ οι κακοι συννεργοι ]
- ο ηρωας Γ με την βοηθεια του Ε αντιμετωπιζει επιτυχως
τον Δ [ οι βοηθοι του ηρωα ]
- ο ηρωας Γ τελικα αντιμετωπιζει τον ιδιο τον Κακο Β
[ η τελικη κρισιμη αναμετρηση ]
- ο ηρωας Γ νικα και τιμωρει τον κακο Β [ η τιμωρια του
Κακοποιου Παραγοντα ]
- ο ηρωας Γ απελευθερωνει τον Α [ Επαναφορα της
Αρχικης Ισορροπιας ]
- ο ηρωας Γ επιβραβευεται για τη πραξη του
[ η Επιβραβευση του Ηρωα , Η Λυση του
Παραμυθιου]
Στον Παραδειγματικο Αξονα εχουμε .
- ο Α μπορει να ειναι ανθρωπος [ παιδι , γυναικα ,
γερος , ...] , ζωο , ...
- ο Β, ο Κακοποιος Παραγων ,μπορει να ειναι ανθρωπος,
ζωο , φανταστικο ον , φυσικο φαινομενο , ...
- η Διαταραξη της Ισορροπιας μπορει να ειναι αρπαγη,
φυλακιση, μεταμορφωση , κακομεταχειριση , αρρωστια,
πολεμος , μαγια , φτωχεια ,...
-ο ηρωας Γ μπορει να ειναι ανθρωπος [ βασιλοπουλο ,
πολεμιστης, κυνηγος , ο μικρος αδερφος ,
μικρο παιδι , η μαννα , ... ] , ζωο [ αλογο , γατα , δελφινι,
ποντικι , ...], ...
- ο κακος συνεργος Δ μπορει να ειναι ανθρωπος , ζωο ,
φανταστικο ον ,... τα εμποδια του [ φυσικες δυσκολιες,
γριφοι , μαχες , ... ]
- ο καλος βοηθος Ε μπορει να ειναι ανθρωπος , ζωο ,
φανταστικο ον , ..., τα βοηθηματα του
[ μηχανες , συμβουλες , συμπολεμιστης , ...]
- η Τελικη Αναμετριση του Ηρωα Γ με τον Κακοποιο
Παραγοντα Β μπορει να ειναι . Μαχη , Λυση Γριφου , ...
- η Τιμωρια του Κακοποιου Στοιχειου Β μπορει να ειναι
.Θανατος , Φυλακιση , Εξορια , Διαπομπευση , ...
- η Απελευθερωση του Α μπορει να ειναι . Απελευθερωση,
Δικαιοσυνη , Νικη , το Τελος της Μεταμορφωσης του ,
η Εξαλειψη Φυσικων Καταστροφων , ...
- η Επιβραβευση του Ηρωα Γ μπορει να ειναι . Ο Γαμος ,
ο Ενθρονισμος , ο Πλουτισμος , η Φημη ,...
Τωρα θα αναφερθουμε ,παλι συνοπτικα , για τη Γλωσσα
στη οποια ειναι γραμμενα τα '' 12 Παραμυθια '' .
Οπως σημειωσαμε στην αρχη τα Παραμυθια ειναι πολλων
ανθρωπων, γι ' αυτο η γλωσσα στην οποια γραφτηκαν
ειναι απο ολες τις περιοδους της Ελληνικης Γλωσσας .
Ενδεικτικα αναφερουμε .
-απο την Αρχαι'κη [ Ομηρικη ] Εποχη [ σε παρα πολλα
σημεια το κειμενο παραπεμπει στα Ομηρικα Κειμενα
της '' Ιλιαδας'' και της '' Οδυσσειας '' ]
- απο την Βυζαντινη Εποχη [ τα Χρονικα , τα Συναξαρια
Αγιων , τον Πτωχοπροδρομο , ... ]
-απο τα Δημοτικα [ τα Ακριτικα , τις Παραλογες ,
της Ξενιτειας, τα Κλεφτικα , ...]
-απο τη Νεα Ελληνικη Λογοτεχνια [ Σολωμος ,
Μακρυγιαννης , Παπαδιαμαντης ,... ]
Τελος οσον αφορα τη Μορφη και το Περιεχομενο
των ''12 Παραμυθιων '' , σε γενικες γραμμες ,προσπαθη-
σαμε να εφαρμοσουμε τα Παραδειγματα των Εργων
της Αρχαιας Ελληνικης Τραγωδιας
και τα Μαθηματα της '' Ποιητικης '' του Αριστοτελη
.
.
α '
.
Αρχιζει το παραμυθι . μια φορα κι ενα καιρο δρακοντας κακος αρπαξε
τη μοναχη θυγατερα μιας χηρας γυναικας . Μητε ειχε κυρη η' συγγενη
να την συνδραμει. Η ερμη μανα σχιζεται στα σωθικα της χιλια κομματια
και την βαριομοιρολογα την αμοιρη την κορη .Πανω σε ολα αυτα τα δυσ-
τυχα ο δρακοντας κρατουσε και το νερο της πηγης ,και τις βρυσες αστα-
λαχτες να μενουν .
Οντας επεστρεψε το βασιλοπουλο απ' το μακρυνο σεφερι με το στρατο του
νικητη κι ελογιαστηκε απ' τους ανθρωπους του για την αρπαγη της κορης
της χηρας βαρια τον κακοφανηκε τετοια να συμβαινουν στο βασιλειο του .
ητανε ακομα πως την καλοβλεπε τη κοπελα καιρο γυναικα να την παρει
αφοτου την πρωτοσυναντησε σαν ειχε βγει να κυνηγησει ελαφια και μπρο-
στα του σταθηκε ξαφνικα η ομορφη σαν τον ηλιο λαμπερη . Βαζει , λοιπον ,
σελωνουν τ' αλογο την αργυρη τη σελλα , βαζει το πεταλωνουν τα πεταλα
χρυσα , δωσαν του και χρυση βιτσουλα να το βιτσισει , κι ως το βιτσισε
ετρεξε σαν αστραπη στα νεφη χιλια μιλια.
Μηνυσανε του δρακοντα τον κινδυνο ο ηλιος το φεγγαρι βιγλατορες πιστοι
υποτακτικοι του .Με μιας αδραχνει νεφη και συλλεγει τα μαυρα κι αραχνα ,
χουγιαζει με τη φωνη του μεγαλη κραυγη κι ανασηκωθηκε ανεμοστροβιλος
κακος και κατεπεσε στη γη δεινη χαλαζα κι ομβρος πολυς εφτα των ημερων
ακαταπαυστα , τοτε θα ελαχε κακο πνιγμο το βασιλοπουλο αν δυνατοι γυπα-
ετοι , που τον βοηθανε στο κηνυγι του λιονταριου , δεν τον ψηλωναν στα
επουρανια με τ' αρπαγια τους.
Τη δευτερη φορα ο δρακοντας περιτριγυρισε το καστρο με εφταδιπλα τειχια
κι αρματωσε τα ορθοπυργα με τρικεφαλους γιγαντες , που ' χαν σε καθε κεφα-
λη μοναχα ενα τεραστιο ματι ορθανοιχτο παντα.
Ως κοιτονταν συλλογισμενο και στενοχωρημενο το βασιλοπουλο εσπευσαν
με τη θεληση τους αρωγοι τα μυρμηγγια αρματωμενα . Αρχισε ολημερις
κι ολονυχτις πολεμος φοβερος κι η κλαγγη των οπλων επηρε ολουθε
τον αερα , τοσος ηταν ο θορυβος μεγαλος που τα πουλια σκορπιστηκαν
τρομαγμενα , κι ενας μετα τον αλλον οι πυργοι παραδινονταν με τους πολε-
μισταδες τους κι επακολουθησε σφαγη ανελεητη .
Ειδε κι αποειδε ο δρακος και μεταχειριστηκε το τριτο τεχνασμα που τ' απομενε
πλεον .Σκεπαστηκε το καστελι του απ' ακρου σ' ακρο εφταγλωσση φωτια και
κατακαψε τα δρυμονια ολοτριγυρω κι οι γρανιτες ασπρισαν και τριβοντουσαν
τριβολια σαν την ασβεστο . Εκειδα , που τον ηβρε βαρυθυμο το βασιλοπυλο
μια μαγιοπουλα , κορη μαγισσας , τον πηρε στη κατοικια της . τον ελουσε και
τον μοσχοσαπουνισε με τ' αθανατο νερο , που προσδιδει τη χαρι ακαυτο κι
ατρωτο να' ναι το κορμι .Μολις εκεινα τα γιατρικα τελεψαν εν τω αμα
ζωστηκε το χρυσο σπαθι και το κονταρι χυμενο με σπανιο μιγμα μεταλλων
κρατωντας στο χερι χουμιξε σαν ανεμος στο πυρ και διχως να καψαλιστουν
τα ομορφα σγουρα του κονταρισε νεκρο τον δρακοντα και τον αποτελειωσε
με το χρυσο σπαθακι . Αιφνης μετα το φονικο καλυτερευσε ο καιρος κι
εβγαλ' η γης χορταρι , τ ' αηδονια κελαηδιζαν τους ψαλμους μεσ ' στις δαφ-
νουλες κρυμμενα κι η μονακριβη θυγατερα της χηρας παιζογελουσε στη
κουνια του περιβολαριου, δεμενη με μεταξενιες κλωστες απο τους κλωνους
της λεμονιας .
Ευτυς ως καβαλικεψε τ ' αλογο το βασιλοπυλο εφωλευσε η λυγερη στην αγκα-
λια του μισολιγοθυμισμενη απο τ' αρωματα και τα μυρωδικα , που εχυνε ολο-
τριγυρα η φυση ολη απλοχερα . Βιτσιζει τον μαυρο του και πανε χιλια μιλια ,
και ξανα τον βιτσισε και πανε αλλα τοσα , ως που φανηκαν τα μερη τα δικα
τους .
Εταξε ο βασιλιας τους γαμους και τις χαρες , συντομα να γινουν , την ερχο-
μενη Κυριακη ημερα . Και εσυναχτηκε συμπεθερολογι μεγα το πληθος με
δωρα πολλα χρυσο ασημι και σμυρνα .
Εγω , που σας το αφηγηθηκα το παραμυθι αυτο ημουν μεσα στο ψικι
του γαμπρου λαγουτιερης και να λεγω ψεματα δεν ξερω , ουτε το ' χω συνει-
θιο , πως περασαν αυτοι καλα κι εμεις καλυτερα .
.
.
β'
.
Ως μου τα παρεδωσαν απαραλλαχτα παραδιδω τα λογια των παλαιοτερων .
μια φορα μια καλομανα ειχε εννια τους γυιους κι υστερη καλομαθημενη
κορη με ονομα βαφτιστικο Ερωφιλη . Η μανα της με τ 'αστρι την ελουζε
ματι κακο και πονηρο να μην την παραβλεψει , και στο χαμοφεγγαρο την
χτενιζε , τα δε αδερφια της βαλανε τον ηλιο φυλακα να παραφυλαει την
ακριβη .
Ο κυρης τους αποθανε νωρις . ητανε ξακουστος στα μερη εκεινα στη συ-
νεση στη γνωση,ποτες του δεν ξαστοχουσε στο κυνηγι και στο τρεξιμο πα-
ραβγαινε τα γρηγορα ελαφια .
Σαν τοτε σιμωσε η τελευταια ωρα της μοιρας του τον ξεμοναχιαστηκε τον
ανδρειωμενο μεγαλη ορδη απο λεοντες , εκεινοι χυμηξαν καταπανω του
αγριεμενοι , στη μαχη απανω θανατωσε πεντε κι αλλους εφτα μαχαιρωσε ,
μα στο τελος τον ξεδυναμωσανε τον αντρειωμενο , ξεσκισανε στα δοντια
τους τις σαρκες του και τις καταβροχθισαν ωμες.
Υστερα απο εκεινα τα γεγονοτα και σαν περασαν τα χρονια τα αγορια
μεγαλωσαν κι ανδρειωθηκαν .
Ο πρωτος εγινε ζευγιτης , στη γη καρπιζανε αφθονα τα σπαρτα του κι
ευλογηθηκε το σπιτικο του .Ο δευτερος εθρεφε αλογα , αλογα με πυρινο
τριχωμα , λευκα και στο μελι , στο χρωμα του μελιου , κι ητανε ξακουστα
για στον πολεμο για στην ειρηνη . Ο τριτος εβοσκουσε χιλια προβατα και
χιλιες πεντακοσιες αιγες , κι απο τους ασφακους του αιγιαλου σαλαγιζε
τα ζωντανα ως μεσα τα πυκνα ρουμανια . Ο τεταρτος εμαθητευσε τεχνη
πολιτικη , μαζευει και θερμενει τα χαλικια , που βρισκονται σωροι στις
ακρες της θαλασσας , σι ' ακρογιαλια , κι οντας λιωσουν φυσα με το φυ-
σερο στη λαβα τους και πλαθει τα στολισματα του γυαλιου .Ο πεμπτος
σαν ηταν αψυς κατεληξε στρατιωτης. Ο εκτος στη σειρα παντρευτηκε
ζηλοφθονη γυναικα και μαγισσα . Ο εβδομος σαν αγαπουσε τους ναυ-
τικους χαρτες , τους πορτολανους ,και τον μπουσουλα, αρμενιζει,
καλη του η ωρα να ' ναι ,τα πελαγα .Ο πρωτελευταιος αρνηθηκε τα εγ-
κοσμια κι αποσυρθηκε περα μακρυα στην ερημο να σωσει τη ψυχη
του με την νηστεια και την προσευχη . Ο ενατος γυιος,τελος,βουλη-
θηκε στην ξενιτεια να παει, τα μαυρα ξενα , κι ως ηταν ωχρος και
φιλασθενος απο γεννησιμιου του τον πονεσε η μανα .
'' Μεινε καλε μου , μην μακραινεις μου , ξενος στη ξενιτεια πεφτεις και
χερι να σε σηκωσει δεν βρισκεται , αρρωστευεις και ποιος να σου δροσισει
στα χειλια σου τη θερμη , σου στελνω μηλο σεπεται , κυδωνι μαραγγιαζει ,
σου στελνω και το δακρυ μου το πινει το μαντηλι , σου στελνω και το λογο
μου στο δρομο ξαστοχαει ''.
'' Μανα σωπασε σε παρακαλω και μην κακοκαρδιζεσαι , περνω ανταμα
συντροφια καλη στα ξενα την Ερωφιλη , να με συντρεχει και να με πονα
στα ξενα '' .
Κι ο Κωνσταντης δεν αλλαζε τη γνωμη , ειδε κι αποειδε η δολια η μανα ,
κι ευτυς τον βαζει να της ορκιστει σ ' ορκο μεγαλο . μα ν' αρρωστησει ,μα
να πεσει για το θανατο ,πισω να της στελνει γρηγορα την Ερωφιλη π ' αγαπα
κι οχι αλλον στον απανω κοσμο .Κι αυτος ο αμυαλος της ωμοσε ορκον βαρυ
μεγαλο . ορκιζεται , εκεινο να το πραξει , εξαπαντος στο κοσμο .
Ειχε ο καιρος πολλα γυρισματα κι η κορη κακοαρρωστησε στα ξενα ,μεσα
στον μηνα ωχρηνε την οψη , μεσα στον μηνα η ερμη ξεψυχαει . Σκαβει μονα-
χος με τα χερακια του τη γης και τηνε παραχωνει , σπερνει απανω της τριαν-
ταφυλλιες να τριανταφυλλισουν . πρωι' του ' ρχεται η αποθυμια της κι απο-
βραδυς την μοιρολογαται . '' Μη και δεν σου' πρεπαν λεμονια στα μαλλια
σου ανθισμενα ,και ποσες φορες δεν σωπισαν τ ' αηδονια στη γλυκεια λα-
λια σου , τωρα ακριβη μου λυγερη για που ταξιδεψες , για που μου αλαρ-
γευεις εσυ αμιλητη ''.
Στα τρυγισματα του αμπελωνα , τον μηνα τον Τρυγητη , τον εφτασε το τρο-
μερο μαντατο εκει στα ξενα . η μανα , λεει , ειναι στα στερνα της κι αποζη-
ταει την Ερωφιλη κοντα της .
Ως τ ' ακουσε ευτυς παρατησε την καλη τη συντροφια και το γλυκο τραγουδι ,
ευτυς σελωνει ο χαι'δος τ ' αλογο , ευτυς το καλλιγωνει κι ευτυς το καβαλι-
κευσε ,μερα περνει διπλα τα βουνα και παραδιπλα τις κοντοραχουλες ,νυχτα
σερνεται στους καμπους με το φεγγαρι συντροφια , μητε σταθμιζει να γευτει
ψωμι στο στομα η ' να δροσισει χειλη στο νερο . Κι απανω στις τριαντα δυο
προβαινει στην αυλιτσα του σπιτιου του , κοσμος πολυς ητανε μαζωμενος κι
ολοτριγυρα ο κηπος μαραμενος . Παλια ειχανε ειχανε φυτεψει μηλια τα μηλα
καρπισμενη , και λεμονια στους λεμονανθους νυφουλα , τωρα φυτρωνει
αγκαθι κι αγριαδα.Ορμαει στη καμαρα της μανας του που ξεψυχαει , σκυβει
την σφιχταγγαλιαζει , κλαιει θρηνει και το κορμι του τρεμει .
Κι εκεινη η δυστυχη η μανα τον κραζει.''Μωρε απιστε,που' ναι η Ερωφιλη; ''
κι εκεινος ο κακομοιρος την ανταπαντησε . '' Μανα η Ερωφιλη μας μ ' απο-
μεινε στα μακρυνα τα ξενα μερη και σου παραγγελνει χαιρετισματα μ' αυτο
το τριανταφυλλο , που ' ναι βαμμενο στο κοκκιναδι'',κι ευτυς εκεινη του 'πε .
''Αυτο ' ναι , δυσμοιρε , τριανταφυλλο , στολισμα σε κουφαρι .Τη καταρα
της μανας να ' χεις ''. κι εκεινος σαν δεν τ' αντεξε βαρια ξεστομισε
'' Μανα μου ακουσε το τρομερο μαντατο , η Ερωφιλη μας θαφτηκε στα
ξενα περα ''.
Οντας τ ' ακουσε εκεινη ευτυς ξεπεταξε η ψυχη της , στην αγκαλια του
απομεινε κουφαρι αψυχο κι αμιλητο .εκεινος ο πικροχειλος ζηταει μαχαιρι
να κοπει , γκρεμο να τσακιστει, και θα το επραττε το αποτροπαιο αν δεν
σωριαζονταν εμβροντητος μπροστα στα ποδια του νεκρος.
Μανα και γυιο τους θαψανε ομαδι στην αυλιτσα , πανω στο χρονο φυτρω-
σε τριανταφυλλια στο μνημα , που απλωσε μοσχομυριστη
.
.
γ'
.
Μια φορα κι ενα καιρο ησανε τρεις αδερφαδες . Κι οι τρεις κακα
μοιραμενες .
Η πρωτη εστοιχειωσε γεφυρι στα μερη της Μικρασιας οταν ησαν
Ελληνικα.Ο πρωτομαστορας δεν μπορουσε να στεριωσει το γεφυρι
στα νερα του ποταμου ,τη μερα το ' χτιζε τη νυχτα γκρεμιζονταν κι
ενα μικρο μικρο πουλι του μηνυσε να το στεριωσει με τη γυναικα
του στη μεσιανη καμαρα με πετρες και λασπη να τη χτισει γρηγορα.
Εκεινη το καταραστηκε να τρεμει και να πεφτει στο ελαφρο-
πεταγμα πουλιου , σαν ομως ειχε μονακριβο αδερφο και τυχαινε
να διαβαινει αλλαξε λογο.
Η δευτερη σκλαβωθηκε στον πολεμο . αφου την κοιμηθηκανε δεκα
πεντε την συρανε στη σκλαβια , να υφαινει , δουλα μεσα στις δουλες ,
στον αργαλειο ολημερις και τη νυχτα στα σκοταδια της γευεται
τους κρυφους καρπους ο σκληρος αφεντης .
Η τριτη κι ομορφοτερη , π ' ολες τις αλλες ξεπερνουσε σ ' ασπραδα
και τα χρυσα μαλλια τα χτενιζε στον ηλιο, ξελογιαστηκε απο πλανο
αντρα πολλα χορευτη και ξενο .Με λογο απιστο την αρραβωνιασε ,
με γλυκολογα τη λογιασε και την κοιμηθηκε .
Αφου ο πλανος χαρηκε τους χυμους του κορμιου της ομορφης μια
μερα της ειπε , πως ταχα επρεπε να κινησει για τα μερη του και με
το καλο σαν τελεψει τα αιωρουμενα ζητηματα να επιστρεψει σ ' αυ-
την να παντρευτουν .Ηταν τα λογια του πιστικα και τον εμπιστευ-
τηκε , ηταν τα φιλια του γλυκα κι αποπλανηθηκε στο ψεμα .
Περασε ο ορισμενος χρονος κι ο αγαπητικος δεν γυρισε πισω , στην
αρχη εκεινη δικαιολογησε την καθυστερηση . βροχες και κυλουνε
οι δρομοι , χιονια πολλα και παγωνουν τα ποταμια , αργοτερα σαν
περασε ο καιρος τον συλλογιστηκε για αρρωστο και στα τελευταια
για πεθαμενο. Σαν ακουσε ομως πως παντρευτηκε αλλη γυναικα
εκει στον τοπο του , εχασε τα συλλογικα της .
Το φυτρο στη κοιλια της μερα με τη μερα φυτρωνε κι αυγαταινε
με τον ηλιο το φεγγαρι , σε λιγο θα ηταν δυσκολο να το αποκρυψει
στους περιεργους το φουσκωμα της κοιλιας . Αλλοπαρμενη γυρευε
το λυτρωμο , κρυφα τη συμβουλευανε φαρμακολυτρες με βοτανα
και ξορκικα να το αποριξει το παιδι , του κακου , ο σπορος
του απαρνητη της αγαπης βαθεια ριζωσε και δεν ξεριζωνε.Στο κανο-
νικο γυρισμα των ημερων και των μηνων ξεγεννησε μονη κι ερμη .
Με το παιδι ασπαργανωτο στην αγκαλια να κλαιει ορμησε ξετρελ-
λαμενη μεσα στην αφεγγαρη νυχτα να κρυφτει .Μετα απο πολλη
ωρα εφτασε στα μερη που' χε βαλτονερια πολλα κι απεραντα, προ-
χωρησε καταξεσκισμενη στο κορμι και στα ρουχα μεσα στα πυκνα
καλαμια του μεγαλου καλαμιωνα,και συνεχεια προχωρουσε η αμοι-
ρη, προχωρουσε , κι ως τα ποδια της βυθιζονταν μαζυ με το
κορμι στον βαλτο τοσο το αμοιρο ξεγεννημα , σαν λες να ψυχανε-
μιστηκε τι συνεβαινε,συμμερισθηκε τη δυστυχη μανα κι επαψε το
δυστυχο τα κλαματα του για παντα .
Πριν εκεινη κυλησει στα σκοταδια μαζυ με το παιδι προλαβε τον
αρνητη πικρα να τον καταραστει . ''Να λεπρισει κακα ολο το κορμι
του και τα κομματια των σαρκων του που θα πεφτουν στο χωμα σαπι-
σμενα να τα καταβροχθιζουν τ' αγρια σκυλια κι ο θανατος οσο κι αν
τον επιθυμησει ο πλανος να μην ερθει να λυτρωθει , ετσι να τιμωρη-
θει ''.
Κι οπως καταραστηκε η παρατημενη της αγαπης πληρωσε εκεινος
ο αχρειος .
.
.
δ'
.
Μια φορα κι ενα καιρο ενα ξενακι ξελογιαστηκε απο μια φαρμακια ,
γυναικα ,που γνωριζ τα βοτανα και τα φαρμακα .Κι οπως στον κοσμο
δεν ειχε αλλον να τον νοιαστει αποφασισε να την παρει στα μερη τα
δικα του .Εκεινο τον καιρο εφανερωνε αλλη γνωμη η μαγισσα και τον
ξεγελασε .Οι συγγενεις αντιδρασανε για την ξενικια γυναικα και την
αμοροζα , που εφερε .
Και κεινης η καρδια τοτε μολυνθηκε και σκληρηνε .Απο το ξημερωμα
ως το βραδυασμα της μερας ο αντρας της εκανε τις δουλειες των γεωρ-
γων .Εκεινη , λιγο καιρο αφοτου γεννησε τον Γιαννακο σχετισθηκε με
αλλον αντρα και κρυφα τον ξαπλωνε στη κλινη της .
Κι επερασαν οι χρονοι κι εγινε στην ηληκια ο Γιαννακος να πηγαινει
στο σχολειο .Τα γραμματα του αρεσαν και τα αναγνωσματα στο ψαλ-
τηρι .Κι οσο αυξανε σε γνωση τα εβλεπε τα γυρω του εξεταστικα .
Μια μερα υποκριθηκε ταχα πως κινησε για το σχολειο,μαζεψε τα
μολυβδοκονδυλα του,τακτοποιησε τις φυλλαδες του οπως εκανε καθη-
μερινα .Στον αλλο δρομο στην παρακατω ρουγα λοξοδρομησε και σαν
τον καλογυμνασμενο γατο πηδηξε το τειχαλακι και κρυφτηκε μεσα
στον κηπουλι .Σιμωσε και μπηκε σαν νυχτεριδα μεσ ' στο σπιτι , και
στο μισοσκοταδο ειδε τη μανα του αγκαλιασμενη με τον ξενο αντρα
κι εκλαψε πικρα .
'' Μανα σκυλα θε να το μαρτυρησω του κυρη μου ταχια το ανομο
τ ' αγκαλιασμα στον ξενο αντρα .''
'' Σωπασε , κακοριζικο , μην κακοθανατησεις '' του φωναξε η μανα
του η φαρμακια .
'' Μανα , το βραδυ , θα δεις στον κυρη '' . Ποτε τον αρπαξε στα χερια
της , ποτε τον εσυρε στο αραχνο κελαρι , ποτε τον μακελλαρισε τον
Γιαννακο η φονισσα , η παιδοφονισσα .
Κι υστερα τεμαχισε η ανομη μαγισσα το κορμι του παιδιου , αλλα
κομματια πεταξε βορα των σκυλων , αλλα εσκαψε και τα παραχωσε
στο χωμα κι απο πανω φυτεψε τα φαρμακοδεντρα της .
Οσα κομματια απομειναν , μαζι με τη γλωσσιτσα του παιδιου , τα
μαγειρεψε φαγητο του αντρα της τ ' αποβραδυς να φαγει .
Εκεινη τη μερα ο ηλιος σαν ειδε το φονικο βιαστηκε τον δρομο του
στον ουρανο ,θελησε να κρυψει τα ανομηματα και τη μερα μικρηνε
για το κακο , που εγινε .
Σαν γυρισε ο δυσμοιρος ο κυρης απ ' τα χωραφια , ζητησε ζεστο νερο
για να πλυθει και ρουχα καθαρα ν ' αλλαξει . Σαν φρεσκοπλυθηκε και
καθαροφορεσε γυρευσε τον Γιαννακη .'' Και που ' ναι ο Γιαννακης μου
και που ' ναι ο Γιαννακος , τι βραδυασε κι ακομα να φανει στο σπιτι ,
το μοσχοαναθρεμενο μου , μην τ 'αργησε ο δασκαλος , μηνα στο
δρομο αργοπορει σαν σπουργιτακι παιζοντας '' .
'' Φαγε , αντρα μου , και καπου θα ξομεινε να παιξει με τη μπαλα
η ' ο δασκαλος το μαθητευει ακομα ''
Δεν αποστομωσε μπουκια στο στομα κι ομιλησε η γλωσσιτσα
του παιδιου μ ' ανθρωπινη λαλια.'' Εγω,που τωρα ετοιμαζεσαι να φας ,
μια φορα βρισκομουνα στου Γιαννακου το στομα , γλυκοτραγουδα κι
ελεγα τα παιδικα . Κι η μανα η σκυλα μ ' αποκοψε συριζα με το μα-
χαιρι να μην σωσω να μαρτυρησω το ανομο τ ' αγκαλιασμα της ''.
Εκεινος σαστισε σαν ακουσε , και σαν δευτερωσε και τριτωσε
ο λογος τοτε εκεινος καταλαβε κι εθυμωσε καταβαθα , απο τα
μαλλια την αρπαξε την σηκωσε στην γη την κατεβαζει και το μα-
χαιρι κοφτερο της εμπηξε στα φυλλοκαρδια .
Την αλλη μερα κι ολες τις αλλες μερες ,που ηρθαν ο Γιαννακης
δεν μαθητευσε στα γραμματα και στα σπουδαγματα , μητε τα παι-
χνιδια επαιξε .
'' Τα παιδια και τα μωρα τα πρωτα εισερχομενα στην αιωνια ζωη ''
.
.
ε'
.
Μια φορα κι ενα καιρο , τα χρονια ,που γιγαντες πυργωναν στα ορη
τα οικηματα τους κι οργωναν τη γη με αλογα ,που εβγαζαν πυρινους
ατμους απο τα ρουθουνια τους τοτε στις ευφορες κοιλαδες βασι-
λευαν οι ανθρωποι.
Μια γυναικα χηραμενη ειχε γυιο αντρειωμενο , λογιοταν επιδεξιος
τοξευτης.Οταν επεδραμαν στα κατωμερα οι γιγαντεςνα αρπαξουν
τις γυναικες των ανθρωπων δοξαστηκε πολυ κι ισαμε εκατο και πλεον
πελωρια κουφαρια αραδιασε απο δαυτους.Στα ευτυχισμενα υστερα
των επισοδειων εσυναχτηκαν οι προεστοι και πηραν αποφαση να
διαβιβασουν σ 'εκεινον την διακυβερνηση .Παρα τη μικρη του ηλη-
κια τα καθεκαστα πορευονταν ειρηνικα κι οι ανθρωποι προοδευαν.
Οταν ηρθε η εποχη της παντρειας καλεσανε ολες τις νυφες της επι-
κρατειας στο ανακτορο να διαλεξει αναμεσα απ'ολες ποια του αρε-
σει να νυμφευτει.Ηρθανε οι μαυρες,ηρθανε οι ασπρες,συμμαζω-
χτηκαν ρουσες και ξανθες , αμμυγδαλωματες και γαι'τανοφρυ-
δουσες, κοντουλες και γεματες , ηρθε και μια του ηλιου ομορφοτερη.
Στην ωρα της κρισης πεζος τις περιδιαβασε πανω σε περιτεχνο χαλι .
ν 'αποφασισει η καρδια του διστασε,''η ομορφαδα ειναι περαστικη ,
μα η ικανοσυνη μενει'' .Διαταχτηκε να μπουν στους αργαλειους να
αγωνιστουν το καλυτερο υφασμα.Με τις αργυροσαι'τες υφαιναν εφτα
μερονυχτα , και σαν ο θεος ξημερωσε την ογδοη μερα τελειωσαν τα
υφαντα .Το ματι μαγεμενο θαυμαζε τα τεχνασματα λεπτα εργασμενα.
σ'ενα λεπτουφαντο πανι κυνηγοσκυλα ειχαν επιπεσει σαν σφοδρη
καταιγιδα σε σμηνος αγριοχηνες , σ ' αλλο μεταξενιο δεντρα φρου-
τοφορα εικονιζονταν ,που τα διαδεχονταν σειρες ελιοφυτα ,μια απο
τις κοπελες ειχε ιστορημενο το μυθο της γυναικας, που περιφανευ-
τηκε για την ομορφαδα των θυγατερων της κι επεσε πανω τους η συμ-
φορα . και τις αποδεκατισε .Τα λογια ειναι φτωχα και λιγοστα να
περιγραψουν συμπαντα τα θαυμαστα τεχνηματα .
Τις προσπερασε μια φορα και δυο φορες , την τριτη απλωσε το χερι
κι εδωσε το μηλο στην πιο ασχημη και στην πιο φτωχη .''Η ομορφαδα
ειναι εφημερη , η τεχνοσυνη ανηκει στον Θεο , μα οι εσχατοι εσονται
πρωτοι ''. Κι αυτην πηρε συντροφια στην κλινη του στεφανωτη ,
και με τα γυρισματα του καιρου του 'δωσε γεννηματα τρεις γυιους
και στην ακρη θυγατερα ωραιοτατη.
Εγω , που περιηγουμε ακαταπαυστα στον κοσμο παρομοιο ζευγαρι
σαν αυτο δεν εσυναντησα στην ευτυχια , κι οταν τελειωσουν ησυχα
τα ημερινα τους θα τους αναθυμουνται οι ανθρωποι με ευλαβεια
στα συλλειτουργηματα τους.
.
.
στ'
.
Στα παληα περασμενσ χρονια ενας ανθρωπος περι-
βολαρης ειχε τρεις μοσχοθυγατερες,σαν τον ηλιο
σαν την πουλια σαν το φεγγαρι.
Οταν ανθισαν και μυρωδισαν τα λουλουδια τους
τις προξηνευτηκαν.Την πρωτη κρινο του αγρου
αρχοντας παντρευτηκε,την δευτερη με ματι γαλανο
της θαλασσας νησιωτης ,περα μεσα στα νησια παν-
τρευτηκε,και την τριτη την μικροτερη την ρουσα
κι ασπρη σαν το γαλα τη προξενευτηκε αντρας ταξι-
δευτης κι εκεινον παντρευτηκε.
Καθως ο κυρης ο πατερας τους τις νοιαζονταν πολυ
φυτεψε στο περιβολακι τρια δεντρα για καθεμια κορη
σημαδι.Στην πρωτη φυτεψε κοντουλα λεμονιτσα,στην
δευτερη μηλια γλυκομηλιτσα και στη τριτη φυτεψε
νεραντζουλα φουντωμενη.
''Οπως θα'ναι τα δεντρα στο χρονο και στον καιρο ετσι
θα'στε κι εσεις στα σπιτια των αντρων σας.Αν ειστε
καλα κι αυτα θ'ανθιζουν θα καρπιζουν.Αν ομως ερθουν
δισεχτοι καιροι θα μαραθουν θα ξεραθουν''
Ετσι ειπε ο πατερας και καθεμια πηρε τον αντρα της
και πηγε στον τοπο του να ζησει.
Η πρωτη η αρχοντισα βρηκε κακια και μαγισα την μανα
του αντρα της,εβαζε λογια κακα στον αντρα της και κακο-
περνουσε.Τρια παιδια του γεννησε ,δυο γυιους του ηλιου
αστρα και μια κορη θυγατερα αστρο της αυγης.Κι εκεινη
η στριγγλα η πεθερα ολα τ'αλλαζε κρυφα στην κουνια
με μικρα γουρουνακια,και τα παιδια τα επνιγε στην στερ-
να.Οσο και να την αγαπουσε ο αντρας την γυναικα του
θυμωσε αγριεψε και την εδιωξε.Την εστειλε την δυστυχη
να βοσκει βρωμικη τις χηνες απ'την ανατολη ως την δυ-
ση του ηλιου.Κι υστερα αρραβωνιαστηκε αλλη γυναικα
της μανας αρεσκεια.
Και τυχη κακη θα την εβρισκε αν δεν γινονταν τα θαυματα.
Τα πουλακια καθονταν στου αρχοντα το παραθυρι καθε πρωι-
νο,τρια πουλακια δυο αηδονια και στην μεση καρδερινα
και τραγουδουσαν κι ελεγαν μ'ανθρωπινη λαλιτσα:
''Τρια παιδακια ειμαστε κακοθανατισμενα
απο κακουργα πεθερα της μανας μας,
της μανας μας ,οπου φυλλαει τις χηνες''
Εκεινο το τραγουδι των πουλιων πολυ τον παραξενεψε
τον αρχοντα και θελησε να μαθει.Κι επιασε τη μανα του
την μαγισα και την ρωτησε ,εκεινη αρνηθηκε,την ρωτησε
δευτερη και παλι αρνηθηκε ,την ρωτησε και τριτη και
τοτε η φονισα μαρτυρησε για το κακο το φονικο των παι-
διων.Εκεινη την φονισα την επιασαν και την πεταξαν στα
νερα της λιμνης να πνιγει και μεσα στις χηνες στις βοσκες
βρηκαν την κορη βρωμισμενη,την καθαρισαν με νερο,την
εντυσαν στα μεταξωτα και την ειχαν για αρχοντισα.
Και μεσα στις τρεις μερες βρεθηκαν τα παιδια στις κουνιες
οι δυο οι γυιοι αστρα φωτεινα του ηλιου κι η κορη η θυγατε-
ρα αστρο της αυγης.
Ο κυρης ο πατερας ειδε και ταραχτηκε η καρδια του την
λεμονια στο περιβολακι τα φυλλα να κιτρινιζει να ξερενει κι
να μενει ξυλο ξερο και μαυρο.Κι ενα πρωινο και μια λαμπρην
ημερα τα φυλλα πεταξε πρασινα πολλα κι ανθοβολησε,της
πρωτης κορης του σημαδι,της φωτεινης του ηλιου..
Η δευτερη παντρευτηκε ,οπως ειπαμε,αντρα νησιωτη ναυτι-
κο περα και μεσα στα νησια.Την ανοιξη τα καλοκαιρια τα-
ξιδευε στης θαλασσας τα πελαγα και τους χειμωνες το φθι-
νοπωρο γυρνουσε στο σπιτι στο νησι.
Κι ηρθε ο καιρος κι ολοι γυρισαν στον τοπο τους στις μανες
στα παιδια και στις γυναικες στις αγαπητικιες κι εκεινος
ο ναυτης ο δικος της δεν γυρισε.Κι αλλος,που ρωτησε της
ειπε πως σε λιμανι μακρυνο παντρευτηκε μαγισας κορη
μαγιοπουλα,και τον ποτιζει δυνατο κρασι ολα να τα ξεχα-
σει.Κι αλλος,που ρωτησε της ειπε πως θεορατα κυματα
σαν ορη σαν βουνα σαν το στομα της φαλαινας τον κατα-
βροχθισαν τον επνιξαν και τον εφαγε ο καρχαριας και τα
ψαρια.
Και περασε η δυστυχη πολλα κι αυτη και τα παιδια της.
Και δοκιμασθηκε πολυ στην φτωχεια και στη πεινα,κι
ηρθε να χασει το μυαλο της να πεσει στη θαλασα στα
βραχια να σκοτωθει.Κι ηρθε κι ο πειρασμος να τον απαρ-
νηθει τον αντρα της μ'αλλον αντρα να παει.Κι εκεινη ε-
κανε υπομονη πως θα γυρισει.
Κι ηρθε καιρος λαμπρη ημερα και γυρισε στο νησι ο
αντρας της ο κυρης.Της ειπε πως ειδε πολλων ανθρωπων
τις πολιτειες, πως επαθε πολλα στης θαλασσας τα πελαγα
κι ειδε τους συντροφους του να χανονται στα κυματα και
να μην εχουν μερα γυρισμου.
Ο κυρης ο πατερας ειδε και ταραχτηκε η καρδια την
μηλια στο περιβολακι τα μηλα να μαρακιαζει να σαπιζει,κι
να μενει ξυλο στεγνο και μαυρο.Κι ενα πρωινο και μια ηλιο-
λουστην ημερα πεταξε φυλλα και κλαδια στα μηλα φορτωμε-
νη,της δευτερης κορης του σημαδι,της ασπρης και της γαλα-
νης.
Η τριτη η μικροτερη η μοσχοθυγατερα αρρωστησε βαρεια κι
ηταν ο αντρας της ταξιδευτης στα ξενα.Ο πυρετος της εκαιγε
της ελιωνε της λυγερης το σωμα.Κι ετυχε να'χει μικρο παιδι
μωρο στην κουνια,να κλαιει για το γαλα του βυζιου να τρα-
φει το σωμα .Και δεν την ωφελησαν τα βοτανα τα γιατρικα
κι ενα αποβραδο και μια μαυρη νυχτα περασε πανω σε μαυ-
ρο αλογο μαυρος καβαλλαρης σιμα στα κυπαρισσια του σπι-
τιου.
Κι ακουσε εκει στα ξενα και τα μακρυνα ο κυρης ο αντρας
της ταξιδευτης στα ορη στα βουνα στους καμπους,που περ-
νουσε περδικας λαλιτσα λυπητερη κι ακουσε τρυγωνα μο-
ναχη κι εκει στους καμπους ακουσε τον μαυροκορακα.Κι
ειπε με σιγανη κι ανησυχη φωνη:
''Μην ειναι η καλη καλιτσα μου αρρωστη
μην η αγαπη μου πεθαινει;''
Δινει βιτσια του μαυρου του και παει χιλια μιλια,και δευτε-
ρωνει την βιτσια και παει αλλα τοσα χιλια μυρια.Ισα και
την προλαβε την λιγερη την ομορφη και παλεψε τον νικησε
τον μαυρο τον αρχαγγελλο σαν διγενης ακριτας και δεν
της πηρε την ψυχη.Και περασε η αρρωστεια της και γλυκα-
ναν τα ματια κοκκινησαν τα μαγουλα.
Ο κυρης ο πατερας ειδε και ταραχτηκε η καρδια του την
νεραντζουλα στο περιβολακι τα ανθνη να ριχνει να σκορπιζει
και να μενει ξυλο γυμνο και μαυρο.Κι ενα πρωινο και μια
καλην ημερα φουντωσε κλωνους και πουλια,της τριτης κορης
του σημαδι,της ομορφης στου φεγγαριου την οψη.
Τοτε εκεινος ησυχος εκλεισε για παντα τα ματια και τ'ανοι-
ξε στου παραδεισου το περιβολι,εκει μεσα στις λεμονιτσες,
στα δεντρα στις μηλιες και στις νεραντζοπουλες.
Αυτη η ιστορια ηταν μεγαλη πολυ,κι εχει καιρο να ξημερωσει,
να ροδισει η ανατολη,κι αλλος ας παρει τη σειρα να ιστορησει.
.
.
ζ'
.
Τα λογια ειναι πολλων ανθρωπων λογια και οι πραξεις
μας φτανουν στα παιδια των παιδιων μας.
Μια φορα κι ενα καιρο ηταν τρια αδερφια.Ο πρωτος αν-
τρας της παντρειας παντρευτηκε κορη πολυ ομορφη γυ-
ναικας χωρις στεφανι γαμου.Ο δευτερος ,πανω στην πρω-
τη ανθιση της νιοτης,λεβεντης κι οξυθυμος.Ο τριτος ,ο μι-
κροτερος,ο Κωνσταντακης,τριων χρονων παιδι οταν ορ-
φανεψε απο την μανα.Ο πατερας γερος ηρθαν τα χρονια
του και πεθανε.
Ο δευτερος αδερφος ως ηταν πανω στην ανθιση της νιο-
της την ειδε την νυφη,που'ταν κρινολουλουδο του αγρου
και του αρεσε και με λογια λαγνα πυρωμενα την πλησιαζε,
κι εκεινη πλανευτηκε και κρυφα τον σφιχταγκαλιαζε.
Κι ηρθε το πληρωμα του χρονου και του μηνα και γεννη-
σε η νυφη κορη .Ηρθαν και οι συγγενεις και οι δικοι τους
να δωρισουν και να ευχηθουν το παιδι.Κι ολοι ειπαν
για την μεγαλη ομοιοτητα του παιδιου με τον θειο.Ποτε
ομως το μυστικο τους δεν μαθευτηκε στο φως του
ηλιου.
Μεγαλωσε η μικρη η ξανθουλα στο μελι και στο γαλα.Το
ονομα της ητανε Αρετουσα.Και στα παιχνιδια της ειχε πα-
ρεα τον Κωνσταντακη,τι ηταν ακομα παιδι.Ηταν τα δυο
τους ταιριαστα κι αγαπημενα.
Οταν περασαν τα χρονια κι ο Κωνσταντακης πηγε στον
στρατο του βασιλια να πολεμησει η Αρετουσα πολυ λυ-
πηθηκε κι εχασε τη μιλια της.Μητε να φαει μητε να πιει
ηθελε.Και μητε να τραγουδησει,αυτη ,που'χε γαργαρη φω-
νη σαν της βρυσουλας το νερο και σωπαιναν τ'αηδονακια
αυτη να τραγουδησει.Μητε να παντρευτει ηθελε,τα προ-
ξενια αρνιονταν και τα γυρνουσε πισω.
Σαν γυρισε απο τον πολεμο ο Κωνσταντης η Αρετουσα δεν
κρατησε το μυστικο της στην καρδια και του'πε πως τον
αγαπα .Κι εκεινος της ειπε πως κι αυτος την αγαπα.Και τον
πηρε τον Κωνσταντακη η Αρετουσα στο κρεβατι της.
Και γρηγορα φουσκωσε η κοιλια της και φανερωθηκαν.Τα
δυο τα κυνηγησαν σαν τους κακουργους και σαν τους
εγκληματιες τα εξορισαν.Κι εκεινα τα αγαπημενα εφυγαν
γι'αλλους τοπους.
Ηρθε το πληρωμα του χρονου και η Αρετουσα γεννησε
του Κωνσταντακη την Πουλια ασπρη κορη ομορφη.
Κι εζησαν ευτυχισμενοι χρονια πολλα.
Ακομα και τωρα οι βοσκοι δειχνουν στον ουρανο τους
αστερισμους και διηγουνται την ιστορια τους
.
.
η'
.
Μια φορα κι εναν καιρο ενας γερος βασιλιας στα
γεραματα του αποκτησε ενα γυιο,διαδοχο στο θρο-
νο,απο την νεαρη βασιλισα.Εκεινα τα χρονια συνει-
θιζαν να ρωτανε αυτους,που γνωριζαν για τα πεπρω-
μενα των ανθρωπων.Ετσι οταν του ειπαν πως σαν
μεγαλωσει ο γυιος,που μολις γεννηθηκε,θα τον σκο-
τωσει και μαλιστα θα παρει για γυναικα του την ιδια
του την μανα,που τον γεννησε,ανησυχησε και ταρα-
χτηκε πολυ.Εδωσε σ'εναν απο τους βοσκους του το
νεογεννητο παιδι,μελλοντα δολοφονο του πατερα
βασιλια και αιμομικτη της μητερας του βασιλισας,να
το παρει στο λογγο στα βουνα και να το θανατωσει.
Εκεινος ο βοσκος το λυπηθηκε το βασιλοπουλο,ετσι
που εκλαιγε ,αδυνατο και τρομαγμενο στα χερια του,
νομισε ακαρδο τον τυραννο και το παρατησε στη μεση
του μεγαλου δασους με τις βελανιδιες.
Τρεις μερες και τρεις νυχτες ακουγε τα κλαματα του
παιδιου στο δασος.Εκεινο κλαρακι σε δεντρο δεν πετου-
σε μητε ανθους ανοιγε μητε φυλλα εβγαζε,μητε βατο-
μουρα κομπιαζε στους βατους και του ραγιζονταν η καρ-
δια.
Υστερα την τεταρτη μερα και στις ερχομενες μερες
δεν το ξανακουσε,σωπασε αποκαμωμενο απο το κλα-
μα και απο την μεγαλη πεινα ,γαλα της μανας δεν ειχε
να χορτασει.Ισως να πεθανε απο την πεινα και την δι-
ψα,γιατι τα μωρα των ανθρωπων οπως γεννιουνται αδυ-
νατα δεν μπορουν να πορευτουν μονα τους η' ισως το
βρηκε στο κυνηγι της καποια λυκαινα η' καποια λιοντα-
ρισα λεχωνα και το πηρε να το μεγαλωσει μαζι με τα δι-
κα της παιδια,οπως το συνειθιζουν,ως γνωστον,εκεινα
τα ζωα .
Κανενα απο εκεινα δεν ειχε συμβει.Το βρηκε ελαφινα,
μικρομανα,που το μεγαλωσε στο μελι και στο γαλα.Πολ-
λα μαθητευσε και διδαχτηκε κοντα της.Στην γρηγοραδα
των ποδιων και τους λαγους ξεπερνουσε και μ'ενα
σαλτο των ποδιων του πηδουσε πανω απ'τα ανοιγματα
των γκρεμων στα βουνα.Κι οπως φωνη ανθρωπων δεν
ακουσε κι ανθρωπινη μορφη δεν ειδε,αγνοουσε την αν-
θρωπινη γεννια ,την γλωσσα και τις πολιτειες των.
Οταν σκυλια αγρια για κυνηγι περικυκλωσαν την ελα-
φινα αλλα απο μπροστα αλλα απο πισω και αλλα απο
το πλαι την κυνηγησαν για ωρες κι εκεινη σαν αποκανε
η δυναμη της την πλησιασαν την αρπαξαν και κατασπα-
ραξαν τις σαρκες της,τοτε αισθανθηκε μεγαλη λυπη για
το χαμο της.
Εκτοτε βιωνε την ζωη του μοναχος τρωγοντας τα αγρια
και τα ημερα των χορτων και των καρπων.
Περιπλανηθηκε πανω στην πλατη της γης ποτε για να
βρει τροφη ποτε για να ξεφυγει την κακοκαιρια της βρο-
χης τα χιονια,αλλη φορα ζεστανε πολυ η μερα κι αλλοτε
γυρω του ειχαν πληθυνει τα αγρια των θηριων και κινδυ-
νευε.
Καποτε περιπλανωμενος μπηκε σε κηπο.Κι ειχε ο κηπος
μηλιες και δεν το γνωριζε κι ειχε τριανταφυλλιες κι ειχε
φυτεμενα δεντρα κερασιες και βερυκοκιες,κι αυτος δεν
γνωριζε τα ονοματα τους.Κοιμηθηκε στον κηπο ως ηταν
κουρασμενος βαρια και τον ξυπνησε το λαμπερο φως
του ηλιου,που δεν ηξερε το ονομα του,και γυρω του
παρουσιασθηκαν οντα,που πρωτη φορα τα εβλεπε και,
που εμοιαζαν στην μορφη με την δικη του μορφη.
Τον πηραν κι εζησε μαζι τους.Πολυ γρηγορα αποκτησε
τις συνηθειες των ανθρωπων, μιλησε την γλωσσα τους .
Εμαθε τους τροπους με τους οποιους κυβερνουν στις κοι-
νωνιες τους και γνωρισε πως συμβαινουν τα φαινομενα
της φυσης.Εγινε γνωστος και πολυ τον αγαπουσαν για
την κριση του.
Οταν ηρθε ο καιρος να γινουν τα γραμμενα,που δεν ξε-
γραφουν,τον οδηγησαν στην βασιλισσα.Εκεινη τον δε-
χτηκε καθισμενη πανω σε χρυσο θρονο.Θαμπωθηκε σαν
την ειδε ,εμοιαζε του ηλιου στην ομορφια και τα χρυσα.
Του ειπε πως εμαθε γι'αυτον και τον θελει για αντρα της.
Εκεινος μεσα του βαθεια χαρηκε να συμβει εκεινο να πα-
ρει γυναικα τη βασιλισα και δεχτηκε.
Εγιναν ολα οσα απο την αρχη ετσι καθορισθηκαν.
Βασιλεψε δικαια δωδεκα χρονια,και πανω στον δωδεκατο
χρονο επεσε λοιμος θανατικο και πανουκλα στον λαο του.
Γεμισαν τα σπιτια οι δρομοι οι πλατειες της αγαπημενης
του πολιτειας με πτωματα ανθρωπων και ζωων.Φωναξε
τους θεραπευτες και τους ιατρους να τον συμβουλευσουν.
Αναψαν σ'ολη την πολη φωτιες,παντου,να καθαρισθει το
μολυσμα στον αερα.Τιποτα δεν ωφελησε.Σ'ολη την πολι-
τεια νυχτα και μερα ακουγες τα βογγητα και τις κραυγες
των αρρωστων ανθρωπων,και ο αερας γεμισε απο τη σταχτη
και την μυρωδια των σωματων που τα καιγανε σωρους -
σωρους ομαδικα.
Τοτε βγηκε στην Αγορα μπροστα στους αλλους ανθρωπους
ανθρωπος πλανος και συκοφαντης,βαλτος απο αντιπαλους
κι εχθρους του βασιλια και τον κατηγορισε σαν αιτιο του
κακου.Τον ειπε σφετεριστη της εξουσιας,δολοφονο του γε-
ρου βασιλια και μιερο αιμομικτη.Πως σκοτωνοντας τον
πατερα του παντρευτηκε την ιδια την μανα του και μαζι
της ζευγαρωνοντας εκαμε παιδια ,ντροπη στους νομους
των ανθρωπων.
Εκεινοι οι πονηροι ανθρωποι εφεραν για του λογου το
ασφαλες διαφορους να μαρτυρησουν εκεινα.Πολλοι ηταν
εκεινοι που γυρισαν την γνωμη τους εναντιον του,κι αλλους
πολλους τους εκφοβισαν κι αλλους τους εξαγορασαν.
Εφεραν κι ενα γερο βοσκο,με απειλες και φοβερες τον αναγ-
κασαν να ομολογησει μπροστα στους ανθρωπους και τον
βασιλια πως αυτος ο ιδιος με τα χερια του τον πηρε μωρο παι-
δι και τον πηγε μεσα στο μεγαλο δασος με τις βελανιδιες να
τον σκοτωσει οπως τον διεταξε ο δολοφονημενος βασιλιας,
ομως τον λυπηθηκε και τον παρατησε στην μοιρα του.
Μετα απ'αυτα ξεσηκωθηκε ο λαος,τον συνελαβαν,τον εσυ-
ραν σε δικη,ποιος ειναι και τι εκανε.Εκεινος στην αρχη αν-
τισταθηκε,φωναζε πως ειναι αθωος,υστερα κατω απο το
βαρος των κατηγοριων κλειστηκε στη σιωπη του.
Οταν εφτασε το φριχτο νεο για την τυχη της βασιλισας,
πως κρεμαστηκε στο δοκαρι της οροφης στο σπιτι τους,
κατερευσε.Ουρλιαξε.Φωναξε.'' Να την δω.Θελω να την
δω''.
Τον πηραν και το πηγαν εκει.
Και την βρηκε να αιωρειται κρεμασμενη στο σχοινι μεσα
στο σκοτεινο δωματιο.Ουρλιαξε.Τραβηξε τις χρυσες καρ-
φιτσες ,που στερεωνε και στολιζε τα ομορφα μαλλια της
κι εχωσε τις βελονες τους στα ματια του και τα ξεριζωσε
απο τις κογχες τους.
Αιματωβαμμενος βγηκε στο μπαλκονι και παρουσιαστηκε
στο πληθος ,που ουρλιαζε εναντιον του παρακινουμενο
απο τους λαοπλανους και με φωνη αργοσυρτη κραυγασε:
''Ιδου ο Ανθρωπος''
Μετα απο εκεινα,εχοντας στο πλαι τις δυο κορες απο εκεινο
τον γαμο με την μανα,περασε στους δρομους της πολης του,
που τον δοξασε και τον εξορισε,τυφλος,ακουμπωντας πανω
σ'ενα ξερο κλαδι ελιας και βγηκε στη εξοχη κι εφτασε εκει,
που λαλουν τ'αηδονια.
Στα ματια του,που δεν εβλεπαν πια τα εφημερα του κοσμου,
ειδε καθαρα τα ανειδωτα και καταλαβε με δεος τα ακατανοη-
τα
.
.
θ'
.
Με τα παραμυθια παληα παιδευονταν οι αν-
θρωποι και στα συναισθηματα και στα κοινω-
νικα ζητηματα.
Μια φορα κι ενα καιρο περασμενο , ενας φη-
μισμενος αρχιτεκτονας πηρε εντολη απο τον
αρχοντα της χωρας να χτισει ενα κατασκευα-
σμα , που οποιος μπει στο εσωτερικο του η '
στα εγκατα του να μην μπορεσει ποτε να βρει
την εξοδο του απο εκει μεσα .Εκεινος , που
θεωρουνταν σοφος , αμεσως του εδειξε εναν
ανθρωπο , πως αυτος ειναι εκεινο το
δημιουργημα , που ζηταει.Ομως αλλαζονας ο
δυναστης και φιλοδοξος τον απειλησε με τιμω-
ρια τον θανατο αν δεν πραγματοποιησει την
υψηλη επιθυμια του.Ακομα τοποθετησε ολο-
γυρα του αγρυπνους φυλακες σιδεροφρακτους
στρατιωτες , μην τυχον διανοηθει να δραπε-
τευσει.Του παραχωρησε στη διαθεση του αφ-
θονα οικονομικα μεσα και τεραστιο ανθρωπινο
δυναμικο .Στολιδια χρυσα των γυναικων και
λαμπρα διαμαντια στα δακτυλιδια δημευτηκαν,
καραβια με μεγαλα αμπαρια για τη μεταφορα
του σιταριου τωρα κουβαλουσαν δουλους στοι-
βαγμενους με τα ποντικια , για το κουβαλημα
της πετρας , το λαξεμα της , για τη λασπη του
πηλου.Εκανε πληθος σχεδια , πολλα απερ-
ριψε , μερικα τα κρατησε με βελτιωσεις : ανα-
καλυψε κι επεξεργαστηκε διαφορα γεωμετρικα
συστηματα πανω στα οποια θα βασιζε τη κατα-
σκευη [ σ' εκεινες τις ερευνες οφειλονται πολ-
λα προβληματα στα Μαθηματικα ακομα αλυτα
μεχρι σημερα] .Σε καποια απ ' αυτα , τα γεω-
μετρικα σχηματα της κατασκευης σχηματιζο-
νται απο τις πραξεις των συνολων, που αποτε-
λουνται απο σημεια του υπερβατικου χωρου .
Ομως σε ολα αυτα του ελειπε η κεντρικη ιδεα.
Το βραδυ , που θα ξημερωνε την ημερα των
εργασιων ξενυχτησε .Περιφερθηκε κατω απο
τον γεματο δισκο του φεγγαριου .Εκεινο
αρμενιζε εγκλωβισμενο στον κυκλο του μηνα.
Φανταστηκε ενα κατασκευασμα , που να
συμπεριφερεται οπως ενας ζωντανος οργα-
νισμος .Ανεπαισθητα να αυξανει η ' να ελ-
λατωνει τα μερη του στις διαστασεις τους ,
ορισμενα δε μερη να αναπαραγονται με τη
μεθοδο της συνεχους διχοτομησης . Και ο
ιδιος ο επισκεπτης να ενσωματωνεται σαν
οργανικο του στοιχειο , οπως τα εισερχομε-
να σ'ενα σωμα παρασιτα η ' μικροβια να
προκαλει μια σειρα αντιδρασεις στην
οντοτητα της κατασκευης. Θεωρησε πως
εκεινοι οι συλλογισμοι ειναι ανιεροι ,
υβριστικοι και θα οδηγησουν σε τερατουρ-
γηματα .Γυρισε απο τη νυχτερινη περιπλα-
νιση το πρωι ξημερωνοντας στο σπιτι
του , επεσε να κοιμηθει κι ο υπνος του
ηταν ησυχος κι αδιαταραχτος , αφου αδι-
αφορουσε στη σκεψη , πως θα τον τι-
μωρουσε σε θανατο αν δεν πραγματοποι-
ουσε την επιθυμια του .
Μετα τα εγκαινια των εργασιων ξεκινησε
η κατασκευη , με τοιχους ισομεγεθεις ,
ισομηκεις και ισου'ψεις , προχωρησε με
καθετους τοιχους σ'εκεινους κι εκεινο
επαναληφθηκε ολη τη μερα μεχρι τη δυση
του ηλιου , που σταματησαν οι εργασιες .
Το ιδιο επαναληφθηκε και τις επομενες
ημερες των εργασιων .Χιλιαδες ανθρωποι
κατω απο τα δυνατα βελη του ηλιου
καθρεφτιζαν στα ιδρωμενα κορμια τους
ενα τεραστιο συστημα μιας ματαιοδοξης
μηχανης .Η σταθερη επαναληπτικοτητα
του σχεδιου δημιουργησε στους ανθρωπους
συγχιση και μοναχα ο δημιουργος του
διατηρουσε τη διαυγεια στο νου του και
τη σταθεροτητα στο στοχο του .Οταν το-
ποθετηθηκε μετα απο χρονια και η τελευ-
ταια πετρα στη θεση της , τοτε ολοι με
τρομο διαισθανθηκαν το εφυεστατο τε-
χνασμα : ειχε χτιστει ενας τεραστιος ιστος
αραχνης με μοναδικο θυμα τον τυραννο.
Στο κεντρου του εσωτερικου του εγκλει-
στος ,σαν μυγα πιασμενος κι ολοι οι αλλοι
ανθρωποι τηςχωρας και οι δουλοι στον
εξωτερικο χωρο του ιστου.
Η τελευταια πραξη του δραματος παιχτηκε
με τον ακολουθο τροπο: διαλεχτηκε με
ανοιχτη ψηφοφορια ενας εφηβος , αρμα-
τωμενος με ξιφος να μπει μεσα στον
λαβυρινθο .Τον εφοδιασαν επιπλεον
μ' ενα κουβαρι σχοινι .Του το προσφερε σε
ιερη τελετη μια νεαρη ιερεια πανω σε
χρυσο δισκο με παραστασεις ταυρων .
Την μια ακρη , την αρχη , του κουβαριου την
εδεσαν σ' ενα σταθερο σημειο στην εισοδο του
λαβυρινθου και ξετυλιγοντας το κου-
βαρι ο ηρωας εφτασε στη κεντρικη αι-
θουσα.Μεσα στο μισοσκοταδο αντι-
κρυσε τρομακτικες τοιχογραφιες
στους τοιχους .Εκει σκοτωσε μετα απο
μαχη τον δυναστη .Οταν επεστεψε τρο-
παιοφορος , τυλιγοντας τον μιτο , και
τον ρωτησαν τι ειδε και τι εκανε ,ανα-
φερθηκε σ' ενα θηριο , σ'ενα τερας , με
κεφαλη ταυρου πανω σ'ενα σωμα αν-
θρωπου . Κανεις δεν τον πιστεψε , θεω-
ρησαν τα λεγομενα του φανταστικα ,
προκαλουμενα απο τη δυσκολια και τον
μεγαλο κινδυνο του εγχειρηματος.
Την αλλη μερα πρωι ξημερωνοντας ο
αρχιτεκτονας αναχωρησε σε αλλη χωρα,
περα απ ' τη θαλασσα , για να μην τον
εξαναγκασουν με τη βια να καταστρεψει
το εργο της επιθυμιας του
.
.
ι'
.
Μια φορα κι ενα καιρο ζουσε στον κοσμο μια γυ-
ναικα μονη χωρις αντρα με τον μοναχογυιο της.Τον
μεγαλωνε με την φτωχεια,μαζευε χορτα να φανε,γυ-
ριζε στα χωραφια και μαζευε τα σταχυα,π'αφησαν
οι θερισταδες να κανει λιγο αλευρι να ψησει ψωμι,
μαζευε και τα σταφυλια ,π'αφησαν οι τρυγηταδες
και τα ζυμωνε κρασι,μαζευε και τις ελιες ,που πα-
ρατουσαν στα δεντρα και τις ελιωνε να βγαλουν
λαδι,ενα μερος να φανε ,ενα μερος για τον φωτισμο
τη νυχτα.
Το παιδι σαν μεγαλωσε δεν το'στειλε στο σχολειο.Τι
χρειαζονται τα γραμματα στους φτωχους ανθρωπους;
Εκεινη του εμαθε τα ονοματα και τις χρησεις των βοτα-
νων,τις κινησεις και τις θεσεις των αστεριων στον
ουρανο,τον Σειριο,την Μεγαλη Αρκουδα,τον Πο-
λικο Αστερα,την Πουλια.Το εμαθε τις εποχες του
χρονου,την ανοιξη το καλοκαιρι το φθινοπωρο και
τον χειμωνα,,ποτε θεριζουν τα σπαρτα,σιταρι βρωμη
και κριθαρια,ποτε τρυγουν στ'αμπελια τα μοσχοστα-
φυλα ,ποτε ψαρευουν την μαριδα ,ποτε τη σαρδελλα,
στη θαλασσα,ποτε ειναι ο καιρος να κυνηγησουν τους
λαγους,τις χηνες και τα παπια.Και του'πε να'ναι ομορφος
και γερος στο σωμα ,και τα λογια του να'ναι λιγοστα και
φρονιμα.Να'ναι και δικαιος και να νοιαζεται τον αλ-
λον ανθρωπο .
Οταν εγινε αντρας τ'αποφασισε κι εφυγε για τα ξενα
και τα μακρυνα.Εκει να βρει χωραφια παχια να σπει-
ρει να θερισει,εκει να βρει αμπελια να κλαδεψει,εκει να
βρει θαλασσα πλατια βαθεια να ριξει στα ψαρια διχτια.
Εφυγε και περασε βουνα καμπους και ποταμια,και συναν-
τησε μεγαλες πολιτειες και συναστραφηκε με πολλους
ανθρωπους.Εκανε και περιουσια με τον ιδρωτα και
την τεχνη του.
Εκει περα στα ξενα και τα μακρυνα παντρευτηκε γυ-
ναικα,και την ειχαν για μαγισσα,πως ξερει τροπους
με βοτανα να δενει τα κορμια μαγεμενα,και πως αν
σ'ακουμπουσε ,ελεγαν,με το χρυσο ραβδακι της σε με-
ταμορφωνε σε χοιρο.Τετοια γυναικα μαγισσα ηταν
και τον μαγεψε και τον πηρε για αντρας της κι ας ηταν
φρονιμος.
Ηρθαν οι μερες και πηγαν,οι μηνες και τα χρονια δια-
βηκαν,μητε γραμμα μητε νεα λαβαινε η ερημη η μα-
να του.
Εκεινη ολα τα βραδυα κι ολες της νυχτες ανοιγε το
παραθυρο ,και της φαινονταν της αμοιρης πως εφτα-
νε μεσα απ'τα κυπαρισσια και τις ελιες ο αερας και
ακουγε λυπητερη φωνη λυπητερο τραγουδι περα απο
τα περατα τα μακρυνα.Κι ελεγε η φωνη:
''Καλοτυχα ειναι τα βουνα
οπου βοσκουνε τα περδικια
Καλοτυχοι ειναι οι καμποι
οπου λαλουνε τ'αηδονια
και μενα το βαριομοιρο
με δεσανε στα ξενα
με τρεις αλυσσους με δεσανε
σκλαβακι να με πανε''
Κι εκεινη η βαριομοιρη σαν τ'ακουγε το πονεμενο
τραγουδι την επερνε το παραπονο και το βαρυ το
κλαμα ,της λυνονταν τα γονατα,κι ηθελε να ξεριζω-
σει την καρδια της.
Οταν δεν αντεξε στον πονο και στα βασανα και τε-
λειωσε τις μερες της πεταξε η ψυχουλα της σαν το
πουλι πουλακι στα ξενα και τα μακρυνα.
Κι ως πετουσε στο ταξιδι της στα βουνα στους καμ-
πους κυνηγοι την πηραν για παπια αγριοπαπια και την
σημαδεψαν.Κανενας δεν την πετυχε.Και την σημαδε-
ψε κι εκεινος ο δυστυχος ο γυιος και την πετυχε κατα-
στηθα τη μανα.
Εκει στο χωμα ,που'πεσε φυτρωσε στον χρονο πανω
γλυκομηλια,που φουντωσε στους κλωνους,τα μηλα
φορτωμενη.Κι οποιος απλωνε το χερι να κοψει καρπο
ψηλωνε και δεν εφτανε ,μοναχα στον μοναχογυιο της
χαμηλωνε να κοψει καρπο να φαει και να δροσισει.Και
τρωγοντας απ'τον γλυκο καρπο του'ρθαν στο μυαλο
τα λογια της μανας σαν ητανε παιδι κοντα της.Να'ναι
δικαιο και να'ναι φρονιμο.Και γυριζοντας στο σπιτι σκο-
τωσε τη μαγισσα γυναικα.
Υστερα διαλεξε γυναικα ομορφη στην οψη και φρο-
νιμη στα λογια.Και του γενησε η λυγερη κορη θυγατε-
ρα ομορφη να δωσει το ονομα της πικρομανας του.
Τι Ευγενικια την ελεγαν.
Κι εκανε η μηλια,που φυτεψαν στον κηπο χρυσα γλυκα
τα μηλα.
Εκεινοι εζησαν καλα κι εμεις το ιδιο ζουμε.
Εγω περασα τη σειρα μου κι αλλος εχει σειρα ν'αρχισει
το παραμυθι.
.
.
ια'
.
Καποτε παληα οι ανθρωποι ζουσαν με δυσκολιες τη ζωη
τους,στα καματα του ηλιου δεν ειχαν,που να προφυλαχθουν
και στις βροχες απ'τον ουρανο αυτοι και τα υπαρχοντα τους
πλημμυριζαν.Κανενα εργο δεν ωφελουσε απ'οσα μηχανευον-
ταν να αποφυγουν τα κακα.
Αποφασισαν να φυγουν και μια μερα πηραν τις γυναικες,τα
παιδια,τους αρρωστους και τους γεροντες, τα ζωα τους και τα
πραγματα του σπιτιου τους και πορευτηκαν μερες και μηνες
διψασμενοι και πεινασμενοι.Κι οταν η μερα αλλαξε και φωτι-
σθηκε η ατμοσφαιρα η ψυχη τους επιτελους ημερεψε.
Σταθηκαν σ'ενα αγνωστο μερος,εκει εκτισαν τα σπιτια τους
με τις πετρες,που πηραν απ'τη γη,εκει παντρευτηκαν οι αν-
τρες τις γυναικες και πληθυνθηκαν.Οι αντρες κυνηγουσαν
στα δαση ελαφια και ζαρκαδια και αγριογουρουνα,στη θαλασ-
σα ψαρευαν,αφθονα τοτε τα ψαρια,και στα ποταμια ψαρευαν
χελια και πεστροφες.Η ζωη τους ειχε αλλαξει,κι ηταν ευτυχι-
σμενοι.
Μοναχα ενα παιδι μεσα σ'αυτους ,ενα παιδι ορφανο,δεν ησυ-
χαζε κι ειχε στην καρδια λυπη.Καποια μερα εφυγε να γυρισει
πισω στα μερη ,που πρωτα ειδαν τα ματια του κι εκει πρωτο-
μιλησε.Οταν εφυγαν ηταν πολυ μικρος και δυσκολευτηκε πο-
λυ να ξαναβρει εκεινο το μερος.Ολα τα θυμονταν θολα και
θαμπα,και μονο στον υπνο του τα' βλεπε καθαρα και φωτισμε-
να.Και οταν ξαναγυρισε βρηκε τα σπιτια τους ερειπωμενα,
εκει μεσα σερνονταν φιδια,κι ειχε φαρμακερους σκορπιους,οι
δρομοι ειχαν χαθει μεσα στα χορταρια και τ'αγκαθια.
Εψαξε και βρηκε τα κοκκαλα τους,ξασπρισμενα,συγκινημε-
νος τα μαζεψε,τα καθαρισε με νερο και τα μοσχομυρισε στα
αρωματα των αγριων λουλουδιων,υστερα εσκαψε με τα χε-
ρια του το χωμα και τα εθαψε στη γη.Γυρω -γυρω απο το
μνημα εκτισε εκκλησια,την εκανε σταυρο στο σχημα,στην
κορυφη της καμπυλωσε τρουλο,πηρε πηλο και τον επλασε
επειτα τον εψησε ,εφτιαξε τα κεραμιδια και την σκεπασε,
και μεσα στην εκκλησια εστησε ξυλινο τεμπλο,πανω του
σκαλισε φυλλα και βεργες αμπελιου και ανθη,ακομη την
εικονογραφησε με αγιους,και στην κογχη του ιερου εκανε
την γεννηση,ανοιξε και παραθυρα να μπαινει το φως της
μερας του ηλιου και την νυχτα το ασημι του φεγγαριου.
Σαν τελειωσε εκεινο το εργο σαραντα μερες νηστεψε
Σαν περασαν οι σαραντα μερες καλεσε ολα τα πουλια του
τοπου ανοιγοντας την πορτα και τα παραθυρα της εκκλησι-
ας να μπουν στην εκκλησια να ψαλλουν με τις φωνες τους.
Οταν τελειωσε και μ'εκεινο το εργο επεστρεψε.
Σε κανεναν δεν μαρτυρισε τιποτα.Παντρευτηκε,εκανε πολ-
λα παιδια και δουλευε στα χωραφια μεχρι,που τελειωσαν
οι μερες του πανω στη γη.
Το παραμυθι αυτο,που σας ειπα μου το παρεδωσε ενας γε-
ροντας αναχωρητης,εξηντα χρονια ειχε στις εκκλησιες της
ερημιας.
.
.
ιβ'
.
Μια φορα ζουσε ενα παιδι μονακριβο, με τη μανα
του ολες τις μερες του χρονου και με τον πατερα
του, που θαλασσωνονταν , σαν επερνε να
χειμωνιαζει ο καιρος,την εποχη ,που αγκυρο-
βολουσαν τα καραβια στα λιμανια για το
φοβο της τρικυμιας και των ανεμων.Δεν ηθελε
τα γραμματα , μητε τα σπουδαγματα, η ψυχη
του λαχταρουσε μοναχα τη μουσικη.Μαθαινε
στο βιολι με το δοξαρι του τα φερσιματα των
κυματων στα βραχια και στα χαλικια ,κρατουσε
στις χορδες του τα κελαηδισματα των πουλιων
και τ'απελευθερωνε παιζοντας, τ'αηδονι την
ανοιξη στα ευκαλυπτα και την καρδερινα,
που γλυκολαλει ,ακουγε και τον ανεμο αναμε-
σα στα φυλλα της ελιας να μουρμουριζει
κι αποτυπωνε τη φωτεινη γραμμη ,
το οργωμα, του φεγγαριου στο χωραφι
τ'ουρανου , υστερα επαιζε τη ''μαντζου-
ρανα'',που του διδαξε να παιζει στο βιολι
οσο ζουσε ενας γεροντας σοφος δασκαλος
της μουσικης,εκεινους τους ρυθμους ,που
προερχονταν απο τα οργανα τη ζυγια
της τσαμπουνας , τα χερια του φτερουγιζαν
ασκημενα στη δεξιοτεχνια .Αργοτερα
επακολουθησαν οι διηγησεις των αντρων
και των γυναικων ,κι αλλαζε σε σκοπους
γαμηλιους και χορευτικους ,φθογγοι ,λε-
ξεις κι ολοκληρη η γλωσσα μας χορευε
στη ψυχη του .
Εκεινα τα χρονια ζουσε ο βασιλιας ,που
κατειχε τα σιταροφαγα αλογα και τους
ψηλους πυργους,κι ειχε τη δυναμη να
εξουσιαζει τους ανθρωπους ,τα ζωντανα
και τ'αψυχα.
Σαν τον χτυπησε το κακο στο σπιτι του
εστειλε να'ρθουν οσοι μεσα κι εξω απ 'το
βασιλειο του δυνονταν να γιατρεψουν
τη βασιλοπουλα απ'την αρρωστεια της.
Κι οπως ειχε σταματησει να τρεφεται
η οψη της χλωμιασε πολυ ,οπως χλωμιαζουν
και σβηνουν τ'αστρα της νυχτας στον
ερχομο της μερας και του ηλιου.Κι η ομορ-
φια στα ματια τα ματοκλαδα χαθηκε
μαζι με την ασπραδα του κορμιου ,που
ματι κρυφο ποτε δεν ειδε στον
κοσμο.Και πως ξαφνικα σταματησε
να γελα το στομα με τα μαργαριταρενια
δοντια , και τα μαγουλα σαν τα κοκκινα
τριανταφυλλα στον φραχτη του κηπου
φυλλοροησαν στο αποτομο φυσημα
τ' ανεμου ,τ'αγγιγμα.
Οποιος την εκανε καλα,διαλαλησαν
οι κηρυκες ,εκεινον θα παντρευονταν
η βασιλοπουλα και θα βασιλευε στο βασι-
λειο.
Κινησαν τοτε κι απ'τα τεσσερα περατα
του κοσμου παλικαρια διαλεχτα , κινησε
κι εκεινο το μικρουτσικο το μοναχο.Η μανα
του του φωναξε κι εκεινο διαβαινει τα ορη
τα βουνα, η μανα του του ξαναφωναξε κι
εκεινο πορευεται στη νυχτα με φεγγαρι , η
μανα του το ευχηθηκε κι εκεινο εφτασε
στο παλατι του βασιλια .
Κανενας δεν πετυχε να γιατρεψει τη βασι-
λοπουλα , μητε με τα τεχνασματα μητε
με τ'αστεια λογια πετυχε , μητε με την ομορ-
φαδα και την λεβεντια του.Εκεινη στεκωνταν
ακινητη σαν να'ταν μαρμαρωμενη, μητε
ετρωγε μητε γελουσε.
Σαν ηρθε κι η σειρα του νιουτσικου κι εστα-
θηκε αντικρυ στη βασιλοπουλα , πηρε στα
χερια το βιολι τοιμασε το δοξαρι και στις
χορδες κυλησαν τα κυματα στην αμμο
της ακρογυαλιας χιλια γλυκοφιληματα,
κι επειτα δοξαρισε επιδεξια το σταλαγμα
της κληματαριας καθως φουντωνει στους
χυμους , υστερα συνοδεψε τα πεταγματα
της χελιδωνας σαν ερθει η ανοιξη κι ανοι-
ξει ο καιρος . Πηρε γλυκοφωνα το νανου-
ρισμα της μανας στο μικρο παιδι ,πο'χει
στη κουνια :''κοιμησου αστερακι μου και
σου παραγγειλα με τον ηλιο το φεγγαρι'',
και το τραγουδι ,που πλεκει η φαλαινα
επαιξε .
Ομως ,τιποτα .Εκεινα δεν ειχαν αποτελεσμα
κανενα , μεσα στις τοσες φωνες του βιολιστη.
Κι ωρες πολλες εκεινος επαιζε ακαταπαυστα
το οργανο :μηπως κι ανθισει το χαμογελο
στα κλειστα χειλη , μηπως και πηδηξει η χαρα
απ'τ' απνοα στηθη.
Αλιμονο, καθως δεν ειχαν αποτελεσμα κανενα
οι μουσικες του , αποκαμε ο λαλητης , κι η
ψυχη του σφιχτηκε ,μαραθηκε και τοτε
σιγα-σιγα σαν απο λευκο κυκνο ,που
μονος αργοπεθαινει ξεχυθηκε μακροσυρτο
παραπονο ,της απελπισιας ποταμι ελευθε-
ρωθηκε ,και λοξοδρομησε στα κρυφα τα
λογια της αγαπης κι ηταν απ'τα χρυσαφια
στα μαλλια της ,που θαμπωθηκε κι ηταν
,που'μοιαζε στον κρινο το λευκο ο λαιμος
της , στο γαρυφαλλο το χρωμα των
χειλιων της κι επαιζε πληγωμενος της
αγαπης το τραγουδι. Κι επαιζε κι επαιζε.
Εκεινη ,σαν απο βαθυ υπνο να ξυπνησε,
χρονια κοιμωμενη , ροδισε στα μαγουλα
σαν την αυγουλα , τα ματια ανοιξε κι ελαμ-
ψε σαν ηλιος στην οψη η ομορφαδα της ,
και το χαμογελο κυλησε κελαριστο στο
προσωπο της ,κι εκεινη η ομορφη η ζη-
λευτη αναστηθηκε στ'ακουσματα της
μουσικης του.
Καθως ταχτηκε του την δωσανε νυφη γυναικα
στο πλευρο του .Περασανε τα στεφανα και μια
βδομαδα γλεντουσαν και χορευανε.
Κι ετσι αυτοι ζησανε καλα κι εσεις ακομα καλυ-
τερα.
Εγω ,που ολα εκεινα διηγηθηκα, γλεντησα και
μεθυσα μαζι τους
.
.
.
16 ΜΙΚΡΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ [ και 5 ζωγραφιες ]
16 SORT FAIRY TALES[and 5 paintings ]
.
.
α'
.
Μια φορα κι ενα καιρο εκανε χρονια να βρεξει
κι ο ηλιος ειχε σιμωσει τη γη και την κατακαψε.
Σ'ολοκληρη την επιφανεια της γης ηταν σκορπι-
σμενα τα πτωματα των ανθρωπων αταφα και τα
κορακια κατετρωγαν τις σαρκες τους. Μεσα στην
απελπισια οι καταρες μαζυ με τις βλαστημιες και
τις ικεσιες για ελεος υψωνονταν στους ουρανους,
σαν τους καπνους οταν καινε στις αθημωνιες τα
ξερα χορτα.Ανθρωποι σκελετωμενοι με μακριες
γενειαδες τους καλουσαν να μετανοησουν γιατι
εφτασε η συντελεια του κοσμου, και τοτε πολλοι
εχασαν τα λογικα τους και τρελλαθηκαν κι αλλοι
πανω στην απελπισια τους σκοτωσαν τους ιδιους
τους εαυτους των.Αυτος δεν εδειξε ελεος κι ολοι
χαθηκαν για παντα
.
.
β'
.
Η νυχτα ειναι μεγαλη και δεν διαβαινει διχως λο-
για, πρωτος λοιπον αρχιζω στη σειρα να λεω το
παραμυθι.Θα ηταν τα πολυ παλια χρονια ,που ο-
ταν γεννιοταν ενας ανθρωπος την ιδια στιγμη
μ'αυτον γεννιοταν κι ενα αλογο,που τον συντρο-
φευε σ'ολη του τη ζωη.Αν το ζωο παθαινε κακο,
κακο παθαινε κι ο ανθρωπος και το αντιθετο :αν
παθαινε καλο ο ανθρωπος,καλο παθαινε και τ'α-
λογο..Βρεθηκαν τοτε τσαρλατανοι να παινευον-
ται πως μπορουν να ξεγραψουν τα γραμμενα, κι
ηταν πολλοι οι αφελεις ,που τους πιστεψαν κι ε-
τρεξαν σ'αυτους για τις μαγιες τους,που ομως δεν
τους ωφελησαν.Κι αυτη η γεννια των ανθρωπων
εζησε πανω στη γη τρεις χιλιαδες χιλιαδων χρο-
νια. Απομειναρια τους και λειψανα υπαρχουν α-
κομα κι εχουν συναντηθει πολλα ως τα σημερα,
μερικα απ'αυτα παραμενουν στις συνηθειες και
στη γλωσσα μας.
.
.
γ'
.
Ημουν μικρος σαν ακουσα αυτη την ιστορια ,και
το μυαλο μου δεν ηταν ωριμασμενο,μητε κατεχα
τη γλωσσα.Στα παλια χρονια μια φορα ενας γερον-
τας ζουσε ,ακληρος,με τη γυναικα του, κι ηρεμοι
προσμεναν να ησυχασουν για παντα.Μια μερα,που
η γρια πηγε να μαζεψει χορτα ακουσε μιλια ανθρω-
πινη που πολυ την ταραξε, γιατι προερχονταν απο'
ναν τοσο δα μικρουλικο ψυλλο:''παρε με κυρα ,να
μ'εχεις γυιο''.Το σκεφτηκε η γρια ,το ξανασκεφτηκε,
δεν της φανηκε παραλογο κι αποφασισε να τον πα-
ρει στο σπιτι.Ο γερος ευχαριστηθηκε πολυ κι εκα-
νε χαρες, κι ολη η μεριμνα κι η φροντιδα του ηταν
αυτος ο μικρος γυιος του.Εκεινος για να τους δια-
σκεδασει και να τους κανει να γελασουν εκανε
διαφορα πηδηματα απο δω κι απο κει.Ετσι περνου-
σε ο καιρος και τα χρονια ,ο ψυλλος φαινεται με-
γαλωσε γιατι τους ζητησε να τον παντρεψουν και
μαλιστα με τη βασιλοπουλα τη μονακριβη κορη
του βασιλια, που ηταν ασπρη σαν το γαλα και ρο-
δαλη σαν το τριανταφυλλο.Τι να κανουν ,δεν η-
θελαν να του χαλασουν χατηρι ,μια και δυο πανε
στο βασιλια.Το και το ,αυτος στη αρχη τους πηρε
στα γελια, μα υστερα θυμωσε πολυ κι ηταν να
φοβασαι.Σαν εφτασαν οι γεροι στο σπιτι απραχτοι
με την αρνηση του βασιλια επεσε ο κακομοιρος
ο ψυλλος του θανατα κι εκεινοι ηταν πολυ απελ-
πισμενοι.Τα πραγματα πηγαιναν απ'το κακο στο
χειροτερο και χειροτερεψαν παντελως σαν μαθευ-
τηκε πως αρραβωνιαστηκε η βασιλοπουλα αλλον
και μαλιστα την Κυριακη ,που μας ερχεται θα
τον παντρευονταν.Τοτε απ'το κρεβατι ,που κειτον-
ταν αρρωστος σηκωθηκε ο ψυλλος .Καλεσε και
μαζεψε μεγαλο στρατο απο ψυλλους πολεμιστες
και τους εστειλε γενναιους κι αρματωμενους
παση θυσια να ματαιωσουν τους γαμους της
βασιλοπουλας.Κι ετσι εγινε.Η μαχη ηταν σκληρη
κι ο πολεμος ανελεητος:οποιον τσιμπουσαν οι ψυλ-
λοι πεθανε αμεσως η' αρρωστενε βαρεια κι αγια-
τρευτα.Ειδε κι αποειδε ο βασιλιας ,τι να κανε ;πα-
ραδοθηκε στο στρατο των ψυλλων κι αυτος κι
ολοκληρη η οικογενεια του μαζυ με το βασιλειο.
Και ταχια την αλλη Κυριακη οριστηκαν οι γαμοι.
Ο ψυλλος κι η βασιλοπουλα παντρευτηκαν ,και
ζησανε αυτοι καλα κι εμεις καλυτερα.
.
.
δ'
.
Εκεινα τα χρονια ,που δεν ζουσε ο παππους ,ουτε
ο προπαππους μου ο αφεντης ,που αφεντευε τον
τοπο ηταν κακος κι αχρειος δυναστης.Αλυσσοδενε
τους ανθρωπους τη νυχτα και τη μερα απ'τ'αγρια
χαραματα ως το βαθυ βραδιασμα τον εδουλευαν
σκληρα κι ασταματητα.Τοτε ειδαν τη μεγαλη αδι-
κια ,που γινονταν στους ανθρωπους τ'αγρια ζωα
και μαζωχτηκαν σε συναξη μεγαλη μυστικη να
κρινουν.Κι η κριση να εκτελεσουν ηταν αμετα-
κλητα καταδικαστικη για τον δυναστη τυραννο.
Αφου τον συνελαβαν ,τον δεσανε σφιχτα με χον-
τρο σχοινι απ'τον λαιμο ως τα ποδια ,πισθαγγωνα.
Κι ετσι τον εστησαν μπροστα σ'ενα βραχο , ψηλο
ξεροβραχο και ριχνοντας του απανωτα βελη αιχ-
μηρα ως να δυσει ο ηλιος τον κακοθανατωσαν .
Οπως του'πρεπε πληρωθηκε.Οσοι μετα απ'αυτον
κυβερνησαν ησαν φρονιμοι και βαδιζαν στη δι-
καιοσυνη για τον μεγαλο φοβο μηπως κι αυτοι
παθουν τα ιδια και χειροτερα απο εκεινον.
.
.
ε'
.
Μια φορα κι ενα καιρο ηταν ενα παλλικαρι,γυιος
μιας χηρας ο μονογεννης .Η αντρειωσυνη του
ηταν ξεχωριστη μεσα στ'αλλα παλλικαρια και
σαν ακουσαν τ'αυτια του πως δρακοντας κακος
κρατα το νερο της πηγης να μην κυλησει και
να μην ποτισει τους κηπους και τα στοματα των
ανθρωπων να μην ξεδιψασει ,αλλα και ολων
των αλλων ζωων ,εδραμε ευθυς καβαλλα στ'ασ-
προ του αλογο φοβερος στην οψη .Κι ως ζηγωσε
στα μερη που κατοικουσε εκεινο το θεριο δεν
λιγοψυχισε η καρδια του , μονο βιτσια δινει
στ'αλογο και την ξαναδευτερωνει.Οπως το θεριο
ξαντικρυσε πεταει να κονταρισει και ξαστοχησε,
ευθυς βγαζει σπαθι σπαθακι να το σπαθισει στη
καρδια ,τσακησε το σπαθακι και ξεσπαθισε ο
διγενης.Κι οταν ο δρακοντας τον ειχε πια απο-
δυναμωμενο στα δυνατα του χερια εκεινη ακρι-
βως την ωρα αναθυμηθηκε τη μανα του στο
σπιτι και πως την αφηνε στον πανω κοσμο μονη
και παντερμη
.
.
στ'
.
''Κοκκινη κλωστη δεμενη στην ανεμη γυρισμενη
δωστου κλωτσο να γυρισει παραμυθι ν'αρχινισει''
Παλια οι ανθρωποι ειχαν ανοιξει τρυπες βαθεια
μεσα στη γη.Εκει στα σπλαχνα της καλλιεργουσαν,
οσο κι αν φαινεται παραξενο ,σιταρια και βγαζανε
κρασι μυρωδατο απ'τ'αμπελια τους.Τοτε τους ζηλο-
φθονησαν τα μερμυγκια,που εκεινα τα χρονια ηταν
τεραστια στο σωμα, εκστρατευσανε εναντιον τους
αρματωμενα και μαχεψανε μαζυ τους.Σ'εκεινο τον
πολεμο κατανικησαν τους α;νθρωπους κι αφου τους
κυνηγησαν τους καταδικασαν να ζουν πλεον εξορι-
σμενοι πανω στην επιφανεια της γης.Τα μερμυγκια
κατασπαταλησαν τις σοδειες κι επεσαν σε μεγαλη
χρεια τροφης,ετσι αναγκαστηκαν απο την ανυποφο-
ρη ασιτεια ,που θα τα ξεκανε μεσα σε λιγο καιρο,
να εκδραμουν ξανα πανοπλα εναντιον των ανθρω-
πων,που εν τω μεταξυ ειχαν προοδευσει.Μοναχα,
που αυτη τη φορα ο Θεος βοηθησε τους ανθρωπους
κι εκεινα τα τιμωρησε να μεινουν μικρα κι αδυνατα
για την απληστια ,που δειξανε .
.
.
.
.
ζ'
.
.
Τωρα θ'αρχισω εγω με τη σειρα μου να ιστορω το
παραμυθι:Μια φορα μεσα στο δασος στο πιο απρο-
σιτο μερος του ηταν χτισμενη μια μεγαλη πολιτεια,
που εκτεινονταν και στα τεσσερα σημεια του ορι-
ζοντα.Ηταν τοσο απομακρυσμενη απ'τους ανθρω-
πους που ανθρωπινο ον ποτε δεν πατησε σ'εκεινα
τα μερη.Οι γεφυρες ηταν σαν τεραστια τοξα πανω
απο τις ξεραμενες κοιτες των ποταμων,που καποτε
την διεσχιζαν σ'ολο της το μηκος και τα καμπαναρια
στις εκκλησιες της ,που ηταν αμετρητες, εμοιαζαν
με υψωμενα δαχτυλα.Περνουσαν τα χρονια ερημα
κι ετσι θα ησαν και τα μελλουμενα αν τα πουλια,
που τα χρονια εκεινα ειχαν φωνη και μιλουσαν,δεν
προδιδαν το κρυμενο μυστικο στους ανθρωπους.
Εκεινοι απ' την αλλη μερα κιολας βαλανε χιλιαδες
μυριαδες ξυλοκοπους να ξυλοκοπησουν τα δεντρα
του δασους ,μα οσο και να ψαξανε δεν μπορεσαν
ποτε να βρουν την κρυμενη πολιτεια.
.
.
η'
.
Ριξτε ακομα ενα κουτσουρο στη φωτια στο τζακι
ωσοτου ν'αποκαει ν'αποσωσω το παραμυθι.
Μια φορα στα χρονια ,που περασαν και διαβηκαν
μια μανα ειχε ενα μονακριβο γυιο.Κι οταν τη
νυχτα ,που γεννηθηκε ,ηρθαν οι μοιρες τον μοιρα-
ναν και του 'ταξαν κακα βασανισμενα.Η δολια η
μανα,που παραφυλαξε τ'ακουσε ολα και ταραχτηκε
στη καρδια συνθεμελα.Κι απο τοτε πολλα μηχανευ-
τηκε ν'αποφυγει το παιδι της τα γραμμενα: με γυναι-
κεια ρουχα τον εντυσε και τον εστειλε στον γυναι-
κωνιτη μεσα στις κοπελλες κρυμενο να μαθει τον
αργαλειο και το κεντημα στο χερι.Μα η ομορφαδα
του στα μαυρα ματια και η γυαλαδα του στα μαγου-
λα ξελογιασαν μια ασπρη λυγερη και κεινη η ανο-
μη γκαστρωθηκε.Μεσα στους εφτα τους μηνες ξε-
γεννησε σαν τις κατσικες στο μαντρι του γιδοβο-
σκου κρυφα.Το παιδι ητανε σημαδεμενο οπως ο
κυρης του και σαν αντρωθηκε επραξε ανομα πολ-
λα: παντρευτηκε ο αδιαντροπος τη μανα του και
την κοιμηθηκε τα βραδυα στην αγνοια της ,τον δε
πατερα σαν τον βρηκε βαρια ανημπορο στο στρω-
μα αρρωστο αφου πρωτα με το αιχμηρο μαχαιρι
του ξερριζωσε και τους δυο οφθαλμους απ'τις
κογχες τον πεταξε τον αμοιρο μαζυ μ'αυτους στα
πεινασμενα γουρουνια να τον κατασπαραξουν
αγρια .Κι αλλα πολλα ιδια και χειροτερα εγκλη-
ματα θα συνεβαιναν αν τα ιδια του τα παιδια δεν
αποφασιζαν με σκληρο κι ακαμπτωτο ξυλο να
του τρυπησουν τη καρδια στο στηθος ,αφου
αποβραδυς τον ποτισαν με δυνατο κρασι να ζα-
λιστει ν'αποκοιμηθει ,τι μοναχα στον βαθυ υ-
πνο μπορουσαν να τον κανουν καλα.
.
.
θ'
.
Τα αστρα εχουν ακομα ωρα να βολταρουν στον
ουρανο κι αργει πολυ ν'ανατειλει το λαμπερο ασ-
τρο της αυγης.Μου'λεγε η μανα μου το παραμυθι,
που της παραδοθηκε απ'τη δικια της μανα.
Μια φορα κι ενα καιρο μια βοσκοπουλα βοσκου-
σε τις χηνες κι ενα μικρο χηνοπουλο της μιλησε
μ'ανθρωπινη φωνιτσα: ''Σκαψε ,λυγερη, εκει
μπροστα στα ποδια σου που βρισκεσαι''.Κι αυτη
το ακουσε κι ετσι εγινε,εσκαψε ,και να μην πολ-
λυλογουμε βρηκε κασελα αργυρη ,γεμισμενη με
διαμαντικα και χρυσα.Μ'αυτα στολιστηκε,γιορ-
τανια και χρυσες καρφιτσες, την Κυριακη να
βγει για το σεργιανι.Μ'αυτα βγηκε κι ελαμπε
σαν τον ηλιο τη μερα σαν το φεγγαρι τη νυχτα.
Οι ανθρωποι ομως ειναι κακοι και φθονεροι και
την ζηλεψαν :την παραειδανε για κλεφτρα,στη
φυλακη την κλεισανε.Εκεινη η βαριομοιρη
ολη μερα κι ολη νυχτα εκλαιγε και φωναζε πως
ειναι αθωα πως τιποτα δεν εκλεψε, πως ,να, ενα
χηνοπουλο εκει που βοσκουσε τις χηνες της
εδειξε τον κρυμενο θησαυρο εκει μπροστα στα
ποδια της.Κι οι φυλακες που την κρατουσαν
κλεισμενη στη φυλακη ηταν σκληροι στη
καρδια και την περιγελουσαν:'' Α κι εγω, ομορ-
φουλα , αμα κλεψω θα φωναζω πως γι'αυτο
φταιει ενα χηνοπουλο ασπρο και ζουμερο της
μανας του καμαρι ''
Και λεγοντας αυτα οι παρανομοι κι ανομοι
αδιαντροπα την μοιρασαν την ασπρη στα
ζαρια .Ποιος παιρνει τα διαμαντικα και τα
χρυσαφια .Και ποιος παιρνει την ομορφουλα
με τη σειρα του .
.
.
ι'
.
''...Τα Παραμυθια μετα[γραφουν] και κατα[γρα-
φουν] το α[συνειδητο].Η Πλοκη του Παραμυθιου
βασιζεται στα Πρωτα Στοιχεια [Κανονες ] της
Λογοτεχνιας :Μεταφορα , Συμπυκνωση,Μετωνυ-
μια,Το Μερος Για Το Ολον.
Το Περιεχομενο τους δομειται πανω στις Υπερ[βα-
σεις] της Γλωσσας.
Οι ανθρωποι ποτε δεν εγκατελειψαν την παρα-μυθια
αφηγηση, απλα μετα[αλλαχτηκε] ο αφηγηματι-
κος τροπος ...
Τελειωνω την Διαλεξη μου '' Η Μορφολογια του
Παραμυθιου'' μ'ενα ... Παραμυθι'' :
''Μια φορα κι ενα καιρο δυο κοπελες ειχαν στην
ακρη αδερφο μικροτερο.Κωνσταντακη τ'ονομα.
Η μια κοπελα ηταν ασπρη σαν τη μερα κι αλλη
μαυρη σαν τη νυχτα και τον αγαπουσαν σαν τα
ματια τους τα δυο τον Κωνσταντακη.Ειχαν απο
μικρες ορφανεψει και τον μεγαλωσαν με το με-
λι με το γαλα.Τον περναν παιδι στον ποταμο μα-
ζυ τους να πλυνουν τ'ασπρορουχα.Και στον αρ-
γαλειο που 'φαιναν τα κιλιμια και τις μαντανιες.
Και συχνα πυκνα τον επαιρναν στα γλυκοφιλη-
ματα για φιλια στο μαγουλο για στα χειλη για
στο μετωπο.Περασε ο καιρος κι ηρθε καιρος
που μεστωσε το κορμι τους , ειχαν απλωσει
κλαδια κι ανθους ανθισει.Η ομορφια των θυγα-
τερων οπως τ'αρωμα στα τριανταφυλλα του
κηπου την ανοιξη εποχη του χρονου.
Εν τω μεταξυ απο κοντα κι ο Κωνσταντης τις
παραβγαινε στην ωραιοτητα και το κορμι ειχ'αν-
δρωθει . Τα πονηρα λογια του κοσμου φουσκω-
σαν ,κυλλησαν και πηραν δρομο: ''Για δεστε
αδερφαδες της παντρειας σαν τα κρινα τ'αγρου
και δεν ντρεπονται ν'αγαπαν αντρικα τον αδερφο
τους''
Εκεινα τα κακομοιρα πολυ καιρο δεν χαρηκαν.
Επεσε αρρωστεια κακια αγιατρευτη στον
Κωνσταντακη και το γερο κορμι του σαπισε.
Κι οσα γιατρικα φαρμακια στον ντουνια ολο-
κληρο δεν τον φελουσαν και παει χασανε οι
αδερφες τον αδερφο .
Αποβραδυς τον κλαιγανε τον δυστυχο το βρα-
δυ τον μοιρολογανε:πως γινεται να φαει τετοιο
κορμι ομορφο η μαυρη γη .Και την αυγιτσα
σκαβουνε βαθεια πλατια τη γη για τρεις νομα-
τους χωρο .Στ'αριστερα η μια του αδερφη η
ασπρη σαν τη μερα , στα δεξια η αλλη του
αδερφη η μαυρη σαν τη νυχτα και κει στη με-
ση ο πικρο-Κωνσταντακης να τον σφιχταγκα-
λιαζουν.
Κι εριξε ο Θεος νερα τρεις μερες και τρεις
νυχτες ακαταπαυστα να τους αποκαθαρισει
απ'τ'αμαρτηματα των ανθρωπων .Κι ως εφεξε
την τεταρτη μερα το χωμα μυροβολισε σ'εκει-
νο τον τοπο.
Κι ετσι αναπαυφτηκαν τα πολυαγαπημενα ''
.
.
ια'
.
Παραμυθι -μυθι το κουκι και το ρεβυθι
επαντρεψαν το γατι και το ποντικι
Μια φορα στον καιρο εκεινο για να ταξιδεψουν
οι ανθρωποι στον αερα ψηλα κολλουσαν φτε-
ρουγες στον ωμο τους με κερι.Επειτα απο πολυ-
ημερα ταξιδια στον κοσμο γυρνουσαν πισω κι
διηγουνταν τα τοσα που ακουσαν και ειδαν.
Ενας απ'αυτους τους ταξιδευτες, ο πιο αλαφρο-
ισκιωτος , ολους τους ξεπερνουσε στα ψεματα κι
ουτε τον ενοιαζε που καταλαβαιναν τα ψεματα και
τον περιγελουσαν.Εκεινον αλλο δεν τον μαγευε πα=
ρα μονοχα η μαστορια που'χτιζε τις ιστοριες του,
σαν τους μαστορους ,τους αρχιτεκτονες ,που χτιζουν
τα μεγαλα σπιτια.
Μια φορα ,τους ειπε, πως τοσο μακρια ταξιδεψε,που
εφτασε στο φεγγαρι ,''να αυτο που βλεπετε στον ου-
ρανο'', και τον φιλοξενησαν οι φεγγαρισιοι ,που κα-
θολου δεν μοιαζουν ''με μας '' τους ανθρωπους.
Εκει ,αυτοι οι φεγγαρισιοι , τον ζευγαρωσαν με τη
βια με γυναικα ,μ'οτι τελοσπαντων αυτοι εννοουν
γυναικα.Αυτος ομως το'σκασε και να 'τος εδω μαζι
τους και τωρα ζηταει τη συμπαρασταση και τη βο-
ηθεια τους.Εκεινοι τον ειρωνευτηκαν , τον κατη-
γορισαν πως ηθελε να τους γελοιοποιησει με τα
ανοητα παραμυθια του .Κι ολοι χωρις καμια εξαι-
ρεση του γυρισαν την πλατη και τον απομονω-
σαν.
Την νυχτα που ηρθε δεν νυχτωσε ουτε και τις
αλλες νυχτες που ηρθαν δεν νυχτωσε.Αυτο πολυ
τον φοβισε ,το κορμι του ετρεμε σαν απο κρυο και
πυρετο και δεν ειχε πανω στη γη πουθενα καταφυ-
γιο να τον κρυψει.
Οταν ηρθε ο καιρος κι οι μερες του φεγγαριου,που
στον ουρανο περιοδευει τις νυχτες, ολοι αναρωτηθη-
καν γιατι αργοπορει το ταξιδι του στον ουρανο τοσο
πολυ.Και τοτε καποιος κοροιδευτικα ειπε:'' Το φεγ-
γαρι φαινεται σαν κατι να ψαχνει να βρει ''
Εκεινο μεγαλωσε στο σχημα κι αυξηθηκε στο φως
ωσπου σαν εγινε πανσεληνος φωτισθηκαν με απλετο
φως οι κρυφες σκιες της γης και ξεθαψε τα κρυμενα,
εκεινα που πηγαν να κρυφτουν.
Οταν η αλλη μερα ξημερωσε στον ηλιο μαθευτηκε
[και βεβαιωθηκε] η εξαφανιση ενος ανθρωπου.Που
ελεγε μεγαλα ψεματα.
Και τις νυχτες, που ακολουθησαν εκεινο το συμβαν
το φεγγαρι στον ουρανο ταξιδευε κανονικα οπως
πριν , μικρενε και μεγαλωνε οπως το 'χει ορισει η
φυση
Εκεινα ,που τελικα βρηκαν ηταν μονο τα φτερα του,
αποκολλημενα απ'τους ωμους του
.
.
ιβ'
.
Τα Παραμυθια,μου'λεγε ο παππους μου, ειναι για τη
ζωη των παλαιοτερων ανθρωπων και φτανουν ως ε-
μας την ιστορια τους.Εγω ομως ειχα καταλαβει πως
πολλα απ'αυτα που μου διηγουνταν τα'χε ο ιδιος ι-
στορησει .Κι αυτο το ιδιο ,να ιστορω ,το κληρονο-
μησα κι εγω.
Μια φορα κι ενα καιρο μια κορη ομορφη σαν τα
κρυα τα νερα υφαινε στον αργαλειο καμαρι της
μανας τον ουρανο με τάστρα .Κι ειχε στο νου σαν
τελειωσει με τους αστερισμους ν'αρχισει να ιστορει
τη θαλασσα,που'ναι γαλαζιος καθρεφτης τ'ουρανου.
Και πανω στο πανι να βαλει ολα τα υπαρχοντα της :
τα στειδια,το χταποδι ,τη περκα και τ'αλλα ψαρια.
Η μανα της την παινευτηκε την ομορφη κι αξια θυ-
γατερα κι ειχε στην καρδια γι'αυτην μεγαλο λογο.
Μονο σαν τον ξεστομισε οι αλλοι ανθρωποι που'χαν
κοριτσια στην ωρα της παντρειας πολυ την ζηλεψαν
κι ηρθε στο λογο τους η κακια ωρα ν'αρρωστησει τη
θυγατερα.Τα χερακια της παραλυνε και τα λαμπερα
ματια τυφλωσε, η λιγεραδα στο κορμι μαραθηκε σαν
το βλασταρακι στον παγο τη χειμωνια κι η γλυκεια
φωνιτσα χαθηκε σαν πουλακι που γλυκοκελαηδουσε μια φορα.
Κι ελεγε η μαυρομανα:
''Τι μου'γινες ετσι , καλιτσα μου, τι μου'παθες ,καλη
μου ,και μου μαραθηκες κι εριξες κλωνους και καρ-
πους;''
Κι η κορη πριν ξεψυχισει την παρηγορουσε κι ελεγε:
''Μανα μανιτσα καλη μου μανα δεν σου'τανε γραφτο
νυφουλα να με καμαρωνεις, σαν ανθισμενη αμυγ-
δαλια .Και τα προικια εμειναν ,μανα ,στον αργαλειο
η θαλασσα κι ο ουρανος ο ηλιος το φεγγαρι.Σαν
,μανα,θα σ'αφησω ,σαν ερθει ο μαυρος καβαλλαρης
ο αγγελος ,μην φοβηθεις μην λυπηθεις μονο ,μανου-
λα.να τον κερασεις το γλυκο να του ποτισεις τ'αλογο
να μου σηκωσει τη ψυχουλα απαλα κι ελαφρια για
στους ουρανους που τ'αστρα φωτανε λαμπερα πη-
γαινω,για στη θαλασσα συντροφια με στρειδια και
χταποδια''
Αυτα τα λογια ειπε η διαλεχτη και πεταξε η ψυχουλα
της σαν πουλι στον ουρανο η ' σαν περκα βυθιστηκε
στα πελαγα στη θαλασσα.
.
.
ιγ'
.
Μια φορα κι ενα καιρο στη γη γεννηθηκε και με-
γαλωσε μια κορη ,κορη του Ηλιου.Ηταν ομορφη
πολυ λαμπερη στη οψη.Το κορμι ηταν φτιαγμενο
απο διαφανο κρυσταλλο,κι ολοι την προσεχαν στα
παιχνιδια της μην πεσει μην σκονταψει:αν σκοντα-
φτε κι αν επεφτε θα γινονταν κομματια,κι αυτο τον
Ηλιο πολυ θα τον πικρανε.Τοτε ,αλιμονο τι θα γινο-
ταν,ποτε πια δεν θα ξαναδειχνε το λαμπερο του προ-
σωπο στη γη απανω και στους ανθρωπους.
Φαινεται πως μεχρι τωρα ,αυτην την ωρα, που εμεις
μιλαμε το'χουν καλα καταφερει μητε να πεσει μητε
να σκονταψει η κορη του Ηλιου
.
.
ιδ'
.
Μια φορα στα πολυ παλια χρονια ενας γιγαντας δια-
φεντευε οχι μονο τα μερη της γης αλλα και τα πληθη
των αστεριων στον ουρανο ψηλα.Αναλογα με τις δια-
θεσεις του,αρπαζε με τα τεραστια χερια ολοκληρα
βουνα και τα βυθιζε στη θαλασσα ,και με τις χουφτες
του αλλοτε βουτουσε αστρα πολλα αμετρητα και
τα'σπερνε σαν φοβερος σπορεας στα απεραντα μηκη
και πλατη τ'ουρανου.Ευτυχως που τοτε ,τα χρονια
εκεινα,δεν υπηρχαν ακομα ανθρωποι πανω στη γη.
Φαντασθητε πως θα ενιωθαν να μην βλεπουν απ'τ'α-
νοιχτα παραθυρα τους τα βουνα ,που εβλεπαν την
προηγουμενη μερα η' να μην γνωριζαν απ' τους
αστερισμους στον βραδυνο ουρανο ποια η ωρα κι
ο καιρος να σπειρουν να ψαρεψουν ποτε να φυτε-
ψουν δεντρα ποτε να καρπισουν τη γυναικα τους.
Η' αν ηταν ανηξεροι απο θαλασσα βαρκες και
κουπια να πρεπει να φτιαξουν λιμανια και να συμ-
βουλευονται ναυτικους χαρτες και πυξιδες.Και που
να βρεις τον...Πολικο Αστερα για ασφαλη ταξιδια;
Τωρα ,θα μου πειτε,πως γινεται και τα γνωριζω
ολ'αυτα και μαλιστα τα διηγουμαι ,αφου τοτε
δεν ημουν;
Πολλοι λενε πως αυτα ειναι κατασκευασματα της
φαντασιας μου η' πως οφειλονται στα μεγαλα ψε-
ματα ,που εχω την αδυναμια εδω και καιρο να επι-
νοω.
Αληθεια, ποιος ξερει;
.
.
ιε'
.
Μια φορα στους περασμενους καιρους ο ουρανος
ειχε γεμισει απ'ακρη σ'ακρη μ'αετους μεγαλοπτερυ-
γους.Πολλοι απορουσαν σφοδρα μ'αυτο το θεαμα
και δεν μπορουσαν να το ερμηνευσουν.
Οι παλαιοτεροι μαρτυρουσαν πως παρομοιο συμ-
βαν στο παρελθον δεν ειχε ξαναγινει.Ορισμενοι
νεωτεροι ,στη προσπαθεια να καταλαβουν,μιλουσαν
για καποιο θαυμα η' το χαραχτηριζαν αοριστα σαν
οραμα, οφθαλμαπατη.Με το περασμα του καιρου
ομως το συνειθισαν και δεν τους προκαλουσε πια
καμια εντυπωση .
Μια μερα ,την ωρα του μεσημεριου,ενα μικρο παι-
δι,απροσωπο οπως ολα τα παιδια του κοσμου ειναι,
σηκωσε τον δειχτη του δεξιου χεριου του στον ουρα-
νο και τους εδειξε:
''Ε ,κοιταξτε'' τους φωναξε ''δεν υπαρχει ουτε ενας
αετος στον ουρανο ψηλα''
Αυτοι ανασηκωσαν τα κεφαλια τους στον ουρανο
και με εκπληξη τον αντικρυσαν αδειασμενο.Πραγ-
ματικα ουτε ενας αετος δεν πετουσε εκει ψηλα.
Απο εκεινη την ωρα προετοιμασθηκαν για τα
μεγαλα κακα,που θα ερχονταν.Το παιδι πρωτο
απ'ολα το εσυραν σ'ενα παρατημενο ερημικο λατο-
μειο ,εκει το λιθοβολισαν μεχρι θανατου.
.
.
ιστ'
.
Μια φορα κι ενα καιρο ενας πατερας ειχε τρεις
γιους και τους καλοπαντρεψε.
Ο πρωτος ο μεγαλυτερος πηρε γυναικα υφαντρα
παινεμενη ,ο δευτερος παντρευτηκε γυναικα περι-
βολαρισα κι ο τριτος ο μικροτερος βρηκε να'χει
αμπελια και σταφιδες γυναικα.
Οσο καιρο ακομα ειχε στο φως τα ματια ανοιχτα
ο γερος τα πραγματα πηγαιναν δεξια, μα σαν τα'
κλεισε τα ματια ο γερος στο σκοταδι ολα ξαφνικα
στραβωσαν.Τ'αδερφια ,πρωτα αγαπημενα και
μονιασμενα,φιλονικησαν για τα χωραφια και
τα χτηματα και δεν μιλιοντουσαν τωρα.
Εκεινες οι εχθρητες τραβηξαν πολυ καιρο και
δεν ειχαν διορθωμο.
Στα τελευταια ,βαρυνθηκαν κι οι γυνακες στη
καρδια, πηραν τα ματια τους ,τους παρατησαν κι
εφυγαν.
Κι ο αργαλειος ,που'φαινε η λιγερη ,ξεστυλωθηκε
απ' τα ξυλα του.Το δε περιβολι ,που καλλιεργουσε
η ομορφη γεμισε αγριοχορτα κι αγριαγκαθια .Και
τ'αμπελι που φροντιζε η γαιτανοφρυδουσα ξεραθη-
κε κι εριξε τα φυλλα.
.
.
Στο Τελος του Παραμυθιου ζησανε αυτοι καλα
κι εμεις καλυτερα
.
.
Μεγας Αλεξανδρος-Great Alexander-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
.
.
ΤΙ ΕΣΥΝΕΒΗ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΝ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ -χ.ν.κουβελης
μετα απο δυο ημερας ηρθομεν εις τοπον ερημικον και πολλα πετρωδην.
ο Αλεξανδρος μας ειπεν να σταθμευσωμεν εις ετουτον τον ερημον τοπον.
πως ητον λεει ασφαλεστατος.κι ετσι εγεννετο.κατασκηνωσαμεν και.ως ημαστο
κατακοποι τοσας ημερας εκλειστηκανε οι οφθαλμοι μας.οτε εξυπνησαμε
παραξενευτηκαμε οτι ο ηλιος ητον εις τον ουρανον.εις το αυτον σημειον ως
τον ειχομεν ιδει προτερον.εις των επιστημονικων εταιρων ερωτηθεις περι
αυτου ουδεν εγνωριζεν να αποκριθη.και το πλεον παραξενον δεν ητο ετουτο.
αλλα αλλον .ηκουαμε λιαν καθαρως τις φωνες αλλων ανθρωπων και τις
φωνες ζωων.και πουλιων ηκουαμε.και του ανεμου το φυσητον.και απο τον.ηχο
φλοισβου νερων ενομισαμεν πως η θαλασσα ητο.επειδη και γλαρων φωνες
ακουαμε και κυματων χτυπους.σαν ο τοπος εκεινος να ητο παραθαλασσιος
αλλα ουδεν βλεπαμεν.ο.Αλεξανδρος τοτε συγκαλεσεν τους ειδικους να συσκε-
φθουν δια το συμβαν.τι ετουτο ητο.ο ηλιος δε εις το αυτον.σημειον του ουρανου
ακινητος.ειχαμε την αισθησιν.πως ουτε ο χρονος ετρεχε .καποιος εκ των σοφων
αποφανθη πως αληθως δεν εξυπνησαμεν εκ του υπνου και πως εις ονειρον εγκλει-
στοι ευρισκομεθα ετι και πως εαν κοιμηθουμεν εις το ονειρον παλιν εις αλλον
ονειρον θα εξυπνησομεν. απο ονειρον εις ονειρον και πως ηδυνατο καποτε να επα-
νελθομεν εις την αρχην.και τουτο ο Αλεξανδρος το εδεχθει και προσταξεν ολο το
στρατευμα να κοιμηθει.κι ετσι εγεννετο.την επομενην δε φοραν ητο αλλως .τωρα
εβλεπαμε τους ανθρωπους αλλα δεν.ημπορουσαμε να τους ακουσουμε ουτε να
τους αγγιξουμε ως να μην ειχουν ουτε σαρκαν ουτε οστα.ως να ητο φασματα.αλλα
και εκεινοι εφαινετο να μην μας εκαταλαβαινουν.τους παρατηρουσαμε λεπτομερως,
αλλα ως να ειχαμε καταληφτει απαντες απο μιαν νοσον αμνησιας δεν ημπορουσαμε
να αφηγηθουμε εις τινα το παραμικρον.τοσον μεγαλη η ληθη η μας κατελαβεν.
εκοιμηθηκαμε και εις αλλο ονειρο οι αυτοι ανθρωποι.τωρα και τους εβλεπαμε και
τους ακουγαμε.εκεινοι ουτε μας εβλεπαν ουτε μας ακουγανε οπου φορες τους εφω-
ναζαμε.εφαινετο δε ωσαν να παρηλθεν χρονος πολυς ενδιαμεσως.ειχον αλλαξει
εις τας φυσιογνωμιας των.τινες των παλαιων δεν ειδομεν.και ειδομεν πρωτην αλλους
νεωτερους.εις των.αντρων μας ερωτευθει σφοδρα μια των γυναικων τους και την
ακολουθει οπου ευρισκετο.ο δυστυχος τοσον εχασεν τα μυαλα του δια δαυτην ωστε
αληθη την ενομιζετο και της εξεθετε τον.ερωτα του λαβρον και περιπαθην.και με
παθος της ομιλουσε.και αγριευε οταν του ελεγαμε την αληθεια και πως η γυναικα
ητο φασμα ονειρου.ουδεν ηθελεν ακουσει.και οταν την ειδε να συνευρισκεται με
εναν αντρα της κοινωνιας της τοτε πληρως αλλοφρονησεν και ητο να τον λυπασαι
τον δυσμοιρον και αδυνατο να τον συγκρατησεις εις τας φρενας.τον εβρηκαμε απο
υψηλο βραχο να εχει πηδηξει κατω και να συντριφτει ο δυσμοιρος.εις αλλον ονειρο
δεν τους ειδαμε εκεινους τους ανθρωπους ουτε τους ακουαμε.ομως ειχαμε εις την
μνημη μας ζωηρην την καθε εκδηλωση τους .τα παντα καθαροτατα τα ενθυμουμεθα
και καθεις του αλλου τα ανακαλουσε απο τη μνημη του.και τα αφηγουμεθα με πολλας
λεπτοερειες.πολλοι δε πολυλογουσανε ωρες.τινες δε τεχνικοτατοι οντες μυθολογουσαν.
εφευρισκαν ιδικα των συμβαντα και τα εννοουσαν ως αληθη και να εσυνεβησαν.εμας
αλλα μας ετερπανε και τα επαινουσαμε και αλλα τα κριναμε και τα ψεγαμε.εις επομενα
ονειρα τους βλεπαμε δια ολιγην ωραν και συνεχως ετουτο ελαττουτο μεχρι οπου τους
εχασαμε εντελως.εκεινος ο σοφος εσυμπερανε πως εις καποια αγνωστο εις εμας μηχανη
ωφειλετο αυτο .οτι τους επροβαλε εις τον τοπον ενω αυτοι δεν υφισταντο πλεον .πως
αυτη η αγνωστος μηχανη τους ειχε καταγραψει τις ζωες και τους επροβαλε δια παντος.
επ'απειρον.και πως εμεις εκοιμωμεθα κανονικα και κανονικα εξυπνουσαμε ουχι εις ονει-
ρον αλλα εις ετουτον τον ερημον.τοπον εδω οπου εξαρχης ευρεθηκαμεν και εγινομασταν
μαρτυρες του φαινομενου της προβολης.και πως ο ακινητος ηλιος οπου ειδαμεν εις τον
ουρανον ητο μια εικονα της προβολης αυτης.και εσυμπερανε πως αν μεινουμε εδω παλιν
θα τους ειδομε να προβαλλονται.κι ετσι εγεννετο.κοιμηθηκαμε και οταν ξυπνησαμε τους
ειδαμε παλιν.τους βλεπαμε αναμεσα μας και τους ακουγαμε αλλα παλιν δεν τους αγγιζαμε.
τοτε ητο οπου ειδαμε τον αδικοσκοτωμενο συντροφο μας.και μαλιστα τον ειδαμε εις ερω-
τικη συνομιλιαν με την γυναικα εκεινην και εγελουσαν.και εφαινοντο πολυ ευτυχισμενοι οι
δυο.και τοτε καποιος απο εμας του εφωναξε με δυνατη φωνη.συντροφε πως εφτασες ως
εδω;εμεις σε μαζεψαμε απο τα βραχια κατω ασυντριμενο το σωμα σου και με τιμες σε
θαψαμε και χωμα.σηκωσαμε και σημα πανω στησαμε το κονταρι σου.πες μας, αληθεια,πως
εφτασες ως εδω;εκεινος γυρισε προς το μερος μας σαν κατι φανηκε να ακουσε ειτε να
αιστανθηκε αλλα δεν απαντησε.τοτε ο Αλεξανδρος ειπε να συνελθουμε και την αλλη μερα
να κινησουμε ολο το στρατευμα προς τα ανατολικα μερη.κι ετσι εγεννετο
.
.
.
συννεφα-Μαχαιρα Ξηρομερου-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
συννεφα οι εκρηκτικες φανερωσεις της Τιτανομαχιας-χ.ν.κουβςλης
με δολο εδωσε η Μητιδα το φαρμακι στον σκληρο Κρονο και ξερασε τα παιδια
του που'χε καταπιει μην του παρουν την εξουσια μαζι με τ'αλλα αδερφια του και
τοτε πιαστηκε ο μεγαλος πολεμος ,απ'τη μια μερια ο Κρονος με τους Τιτανες κι
απ'την αντιπαλη μερια ο Διας με τ'αδερφια του και πηρε,με τη σημβουλη της μα-
νας Γης, συμμαχους τους Κυκλωπες και τους τρεις Εκατογχειρες αφου τους απε-
λευθερωσε απ'τα Ταρταρα που'ταν φυλακισμενοι κι αλυσσοδεμενοι κι ακομη στην
τρομερη φιλονικια μαζι τους ηταν κι η φοβερη Στυγα με τα τεσσερα παιδια της το
Κρατος τη Βια το Ζηλο και τη Νικη κι ο Προμηθεας ο γιος του Ιαπετου ηρθε στο
μερος τους πανοπλος κι ο Διας ειχε τη βροντη και τον κεραυνο οπλα κι απ'την
ολεθρια μαχη τα δαση με τα δεντρα τους στη γη καιγονταν και στα ουρανια φτα-
ναν οι μαυροι καπνοι και τα νερα τ'ωκεανου και της θαλασσας εβραζαν και καυτοι
υδρατμοι ζεματιζαν τα παντα και τεραστια βραχια οι τρεις Εκατογχειρες με τα τρα-
κοσια χερια τους εκσφενδονιζαν με τρομερη δυναμη κι ορμη καταπανω των Τιτα-
νων και τους καταπλακωναν μ'αυτα ιση αποσταση γης κι ουρανου κι ο τρομαχτι-
κος θορυβος του πολεμου που κρατησε ανελεητος δεκα χρονια συνταραξε συνθε-
μελα τον Κοσμο και στο τελος κερδισαν οι νεωτερες δυναμεις τις παλεωτερες αρ-
χεγονες δυναμεις και πηραν την εξουσια κι εμειναν απο τοτε απο εκεινα τα παλια
αρχαια χρονια ως τα σημερα αυτες οι πολυ θεαματικες εκρηκτικες φανερωσεις
της Τιτανομαχιας αυτα τα εκπληκτικα συννεφα στον ουρανο πανω απ'τη γη μαρ-
τυρια της συντελειας του Κοσμου και της εκ νεου αναγεννησης του,της Κοσμο-
γονιας του
.
.
.
αγριογουρουνα( σε πετρα )-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Κυνηγι αγριοχοιρου-χ.ν.κουβελης
ηρθε απ'ορη πανω κι απ'τους πυκνους λογκους μεσα αγριος καπρος και καταστροφες
μεγαλες εκανε σε ζωα προβατα γιδια μοσχαρια αφανιζε και σε καλλιεργειες τα παντα
ανεσκαπτε κι οι ανθρωποι κινδυνευαν στα σπιτια τους,τοτε απο τον φοβο του
συγκαλεσθηκαν στην αγορα οι αντρες ποιοι αναμεσα τους νεωτεροι και δυνατοτεροι
να τον πολεμησουν.να τον κυνηγησουν παντου κι ενεδρα να του στησουν να τον πια-
σουν και να τον εξοντωσουν,κι ετσι εγινε μ'αλογα κι οπλισμενοι με τοξα κονταρια και
σπαθια και τυμπανα που τα χτυπουσαν δυνατα να κανουν μεγαλο θορυβο και με τρο-
μπετες φωναζαν και του χουγιαζαν να του βγουν απο μπροστα κι απο πισω κι απο
πλαι να τον περικυκλωσουν κι αδυνατουσαν μερες να τον πετυχουν και τοτε στην με-
γαλη αναγκη τους καλεσαν να'ρθουν βοηθεια φημισμενοι κυνηγοι απ'ολα τα μερη κι
εκεινοι ακουσαν και μαζευτηκαν κι ηρθαν κι αναμεσα τους ηταν ατρομητη κοπελα
ορμητικη πολεμιστρια κι εκεινη πρωτη τον τραυματισε κι ετσι τον σκοτωσαν και του
πηραν το κεφαλι και το τομαρι του για επαθλο κι εκεινη την πανωρια παρθενα την
αρραβωνιασε και την παντρευτηκε ο αντρειωτερος απο εκεινους τους αντρες κυνη-
γους
.
.
.
Lewis Caroll and Alice in Wonderland-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
ΕΝΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ ΤΟΥ LEWIS CARROLL ΚΑΙ ΤΟΝ ΛΑΓΟ
Η Αλικη κοιταξε μεσα στον καθρεφτη τον κολυμβητη λαγο
πως επεσε με περιτεχνη βουτια απ'τον ψηλο βατηρα μεσα
στη πισινα-πλατς-περιμενε να αναδυθει μεσα απ'τα νερα
κι αρχισε να μετραει 1-2-3-4-5-...-99 πριν πει 100 ακουσε
μια φωνη πισω της:''ε εδω ειμαι''-γυρισε κι ειδε τον λαγο
-''βλεπεις ειμαι εξω ενω ημουνα μεσα''-γελασε-''η μερα μου
αρχισε με γριφους''-ο λαγος εβγαλε απ'την αριστερη τσεπη
του ενα πλαστικο ακκορντεον το φουσκωσε με το στομα
του κι αρχισε να παιζει ενα γνωστο λαικο τραγουδι:''ενα
νερο κυρα Βαγγελιω'' και με χορευτικη κινηση πηδηξε
μεσα στον καθρεφτη εκει πηρε τη θεση του ασπρου
αξιωματικου στη παρτιδα σκακιου που παιζονταν στο
σκακι δαπεδο του δωματιου-η Αλικη του φωναξε:''προσεξε!
σε απελει το αλογο''-ο λαγος αξιωματικος δεν ακουσε τι
του ειπε-εκανε χειρονομιες να τον καταλαβει-αυτος με μια
εξυπνη κινηση απεφυγε τον κινδυνο-κι ετρεξε στην πορτα
του βαθους την ανοιξε κι εξαφανισθηκε-''προς στιγμην''
σκεφτηκε η Αλικη-ακουσε τη πορτα πισω της να ανοιγει
στον καθρεφτη ειδε το ειδωλο του λαγου-γυρισε προς
το μερος του-εκεινος εβγαλε το ημιψηλο καπελο του
της εκανε μια βαθεια υποκλιση και πολυ σοβαρα της
απευθυνθηκε:''παρων!δεσποινις μου ειμαι στην απολυτη
διαθεση σας!''-εκεινο το ''στην απολυτη διαθεση σας''
το τονισε ιδιαιτερα με γαλικη προφορα-με το ασπρο παπιγιον
και τη μαυρη ρεντικοτα του φαινονταν πολυ αστειος κι
η Αλικη δεν κρατηθηκε και ξεσπασε σε δυνατα γελια
''φιλε μου εισαι πολυ αστειος!δεν μπορεις να φανταστεις
ποσο διασκεδαζω!-ο λαγος συνοφρυωθηκε σαν να
πειραχτηκε-''θα λεγα πως εισαι παρα πολυ χαριτωμενος!
φιλε μου!ειμαι πολυ ενθουσιασμενη μαζι σου''του φωναξε
η Αλικη-τοτε τα ματια του λαγου ελαμψαν απ'τη χαρα του
.
.
.
Βιαντας και Πηρω-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
.
.
ΜΕΛΑΜΠΟΔΑΣ ΒΙΑΝΤΑΣ ΚΑΙ ΠΗΡΩ ΤΟΥ ΝΗΛΕΑ-χ.ν.κουβελης
μια φορα κι ενα καιρο ητανε ο βασιλιας Νηλεας στη Πυλο κι ειχε γυναικα την
πανεμορφη Χλωρη και μια ακριβη θυγατερα την Πηρω που τη φυλλαγε κανεις
να μην πειραξει και κανενα ματι να μην τη δει κι ουτε χερι να την αγγιξει κι ηρθαν
απ'τους γυρω τοπους πολλα παλληκαρια να την ζητησουν για γυναικα,κι εκεινος
δεν την εδωνε σε κανεναν,παρα μοναχα σ'εκεινον που θα του'φερνε τα φημισμενα
βοδια του δυνατου Ιφικλου απ'τη Φυλακη της Θεσσαλιας αρπαζοντας τα,αυτο να γινει
ηταν πολυ δυσκολο,και του μαντη Μελαμποδα ο μικρος αδερφος Βιαντας πολυ
μελαγχολισε για τον ερωτα της Πηρως και βαθεια πολυστεναζε,και τοτε τον λυπη-
θηκε ο αδερφος του κι ειπε στον βασιλια αυτος να παει να φερει τα βοδια,κι εκεινος
δεχτηκε κι ετσι εγινε και πηγε μοναχος χωρις συνοδεια στη Θεσσαλια στους Φυλακους
κι εκει τον περικυκλωσαν ανθρωποι βουκολοι αγροικοι και τον αρπαξαν και τον
εσυραν στη φυλακη του Ιφικλου και τον εδεσαν χειροποδαρα μ'αλυσιδες,κι εμεινε
εκει στα σκοτεινα μεσα δεσμιος μηνες και μερες και σαν γυρισε παλι ο χρονος κι
ηρθε η ανοιξη μια νυχτα που ξαγρυνουσε απ'τους δυνατους πονους στα ποδια και
στα χερια,σαν μαντης που'ταν απο μικρο παιδι οταν τυλιχτηκαν στ'αυτια του δυο
φιδια και πηρε το χαρισμα,ακουσε στη γλωσσα τους τα σκουληκια να λενε ,πως η
σκεπη της φυλακης γρηγορα θα'πεφτε,και φωναξε τους φυλακες κι ειπε να 'ρθει ο
βασιλιας κι ηρθε και το'πε,και τοτε ο βασιλιας διεταξε να λυθουν οι αλυσοι απ'τα
ποδια κι απ'τα χερια του,και σαν εμαθε πως ηταν μαντης τον ρωτησε να του πει
γιατ'ειναι ατεκνος να μαθει,κι εκεινος τοτ'ειπε να σφαξουν δυο κριαρια και να τα
κομματιασουν και να τα παρατησουν ετσι σφαγμενα στην υπαιθρο και δεν περασε
πολυ ωρα κι ακουστηκαν πολλα κρωξιματα κι ηρθαν τα κορακια κι επεσαν λιμασμενα
πανω στα τεμαχισμενα κριαρια να φανε τις σαρκες τους και τοτε αυτος τ'ακουσε να
μιλουνε και καταλαβε τη γλωσσα τους κι ελεγαν πως παλια ο Φυλακος ο πατερας του
Ιφικλου μια μερα που μουνουχιζε τα μοσχαρια παρατησε το ματωμενο μαχαιρι εκει
στο χωμα και το'δε ο Ιφικλος που τοτε ηταν μικρο παιδι και το παιδι φοβηθηκε μην
τον σφαξει ο πατερας και τ'αρπαξε το μαχαιρι και πηγε το'κρυψε στο κορμο μιας
βελανιδιας κι η φλουδα της μεγαλωσε και χονδρηνε και το σκεπασε κι απο τοτε χαθηκε
το μαχαιρι κι αυτος,ειπαν ειν'ο λογος που'ναι ατεκνος ο βασιλιας Ιφικλος,ακληρος,και
πως γινεται να γιατρευτει αν καποιος το βρει και με τη σκουρια του μαχαιριου κανει
φαρμακι ποτο και του το δωσει να το πιει,τοτε θα γιανει,κι ακομα ακουσε ο μαντης σε
ποια ριζα βελανιδιας ειναι τωρα χωμενο το μαχαιρι κι οταν τελειωσε η ομιλια των πουλιων
πηγε στην βελανιδια που ειπαν και το ξεχωσε,και με τη σκουρια του μαχαιριου εκανε
φαρμακι και το'δωσε στον Ιφικλο να το πιει,ετσι εγινε κι ο βασιλιας γιατρευτηκε κι εσμιξε
με τη βασιλισα κι εκεινη εμεινε εγκυος εννια μηνες και τεκνοποιησε παιδι,τον Ποδαρκη,
και σ'εκεινον για να τον ευχαριστησει του'δωσε τα φημισμενα βοδια που'θελε με τα
στριφτοκερατα και τα πλατια μετωπα ,τα πηρε και μαζι μ'αυτα επεστρεψε απ'τη Φυλακη
της Θεσσαλιας στη Πελοποννησο στη Πυλο και τα'δωσε τ'αδερφου του να τα παει στον
βασιλια κι ετσι εγινε κι ο Βιαντας τα πηγε τα στριφτοκερατα βοδια στον Νηλεα κι εκεινος
του δωσε για επαθλο ακριβο γυναικα την κορη του Πυρω που πολυ αγαπουσε ο Βιαντας
κι εγιναν συντομα οι γαμοι τους και παντρευτηκαν κι εζησαν αυτοι καλα κι εμεις καλυτερα
.
.
.
Τα σύννεφα, η εικονογραφιση της Τιτανομαχιας του Ησιοδου-Μαχαιρα-χ.ν.κουβελης
Ο Κρονος εκθρόνισε τον πατέρα του Ουρανό ευνουχιζοντας τον κι ήρθε σε σύγκρουση
με τον γιο του Δια.Κι άρχισε ανελέητος δεινός πελωριος. πόλεμος.
Με τον Κρονο ήταν οι Τιτανες Κόιος,Κριός, Υπερίων, Ιαπετός, Άτλας.
Με τον Δια συνταχτηκαν η Εστία,η Δήμητρα,ο Ήλιος, η Ήρα, ο Άδης/Πλούτων,ο
Ποσειδώνας, οι Εκατόγχειρες, οι Γίγαντες και οι Κύκλωπες.
Μετά από δέκα χρόνια πόλεμο όπου τη γη σεισμος φοβερά ταρακουνουσε κι ο ουρανός
αστράφτε και βρονταγε κι οι δυνατες καταιγιδες κι η αδυσωπητη βροχή καταπιναν τον
πόντο οπου ο κόσμος αναταραχτηκε. και θεορατα βράχια ξεκκολησαν και πετάχτηκαν και
δάση ξεριζώθηκαν και βαθεια χάσματα ανοίχτηκαν,οπου ολέθριες φωτιές κατετρωγαν το
πρόσωπο της γης τελικά επικράτησαν οι σύμμαχοι του Δια και πήραν τον αέρα τη θάλασσα
κι όλη τη γη. Τους Τιτάνες του πέταξαν στα Ταρταρα. Εκεί τους φύλαγαν οι Εκατογχειρες,κι
αργότερα τους απελευθερωσε ο Διας εκτός από τον Άτλαντα..
.
.
.
ιπποδρομια-2μ χ 3μ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
.
.
Η ΕΡΗΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ
[απο τη φυλλαδα του Μεγαλεξαντρου-χ.ν.κουβελης]
ο Αλεξαντρος και το φουσατο του εισεβησαν εις μιαν τεραστια ερημον οπου δεν
ειχεν ουδε μακρος ουδε πλατος ανθρωπος να μετρησει και η μερα ητο δεκα ανθρωπι-
νες μερες και η νυχτα ομοιως δεκα νυχτες των ανθρωπων,η δε ζεστη την ημερα ητον
ανυποφορος και η κρυωτη την νυχτα παρομοιως δυσβαταχτος και τοτε απο ετουτα
τα δεινα αιτια εχαθησαν πολλοι στρατιωτες και πολλα αλογα και ζωα και τα εφοδια
εις τροφιμα και εις ποσιμο νερο λιγοστευαν εις την ποσοτητα και λιαν ταχια θα ειχον
παντελως τελειωθει και θα ειχε το στρατευμα μεγαλην χρειαν,και ο Αλεξαντρος διετα-
ξεν να μην ησυχασουν αλλα ολημερις κι ολονυχτις να εζοπορουν και μητε να ιππευουν
τα αλογα ινα να μη εξασθενισουν απο την κουραση,και μητε να στεναζουν και τους
ακουν οι αλλοι και δειλιαζουν κι οσοι αρρωστοι τους παρατουσαν στη μοιρα τους το
ιδιο και τα αρρωστα αλογα τα αφηναν απνοα κι αδυνατισμενα να ξεραθουν στη μεγαλη
θερμη της μερας και οι κουβεντες τους ηταν λιγοστες και τα λογια τους βαρια,ξερανε πως
αυτο θα ειναι το αναποφευκτο τελος τους και η ερημος ολογυρω τους δεν ειχεν ακρα
και τελειωμο,και βλεπανε στον ουρανο οχι εναν ηλιο,αλλα δυο η' και τρεις,αλλος ηλιος
ν'ανατελει κι αλλος ηλιος να δυει κι αλλος ηλιος ακινητος να μεσουρανει,η' και να
πηγαινουν ανταμα η' ο ενας εναντι στον αλλον η' και σταυρωτα,τετοια παραξενα ηταν
και τη νυχτα,δυο η' τρια φεγγαρια ,το ενα φεγγαρι στη χαση,τ'αλλο φεγγαρι
πανσεληνο,τ'αλλο φεγγαρι στη γεμιση του,κι ητανε ο ουρανος γεματος αστρα,αλλοι
αστερισμοι ειχαν το σχημα αρκουδας,αλλοι παρδου,αλλοι σκυλου,αλλοι κυνηγου,
κι ελαμπε εκτυφλωτικα η απεραντη αμμος κι ητανε και νυχτες που κανενα αστερι
στον ουρανο δεν ηταν να γυριζει η' να στεκει και τοτε το σκοταδι ηταν βαθυ κι αδια-
περαστο,αλλα ουτε και τοτε επαυαν να πεζοπορουν ,κι ελεγε ο Αλεξαντρος πως στην
ερημο κανενας δεν ημπορει να χασει τον προσανατολισμο του,αφου παντου το ιδιο
κι ομοιο ειναι ,και περασαν εικοσι μερες μεγαλου κοπου και στενους και δεν αντεχαν
αλλο,και πεινασμενοι ητανε και διψασμενοι κι αγρυνοι ητανε τοσες μερες και
νυχτες,ειχαν αγριεψει στην οψη και στη ψυχη και πολλοι απ'αυτους παραλογισαν,
γελουσαν δυνατα κι υστερα κλαιγαν κι ακατανοητα λογια εξεμβαιναν απ'τα στοματα
τους χειμαρρος και καποιοι σωριαζονταν καταγης και τρανταζονταν τα σωματα και
τα μελη τους κι εβγαζαν απ'τα στοματα αφρους να φοβασαι,και τους παρατουσαν,
τι δεν ητο δυνατον να τους περιμαζεψουν και να τους κουραρουν,τοση μεγαλη η
δυστυχια τους,επειτα ειχαν λιαν μεγαλο το φοβο μην τους φορτωσουν την μαλαρια
τους,και τοτε εγινε την εικοστη μερα και εσυναπαντησαν εναν ερημιτη,αυτος κατοι-
κουσε τρωγδολυτης σ'ενα ορυγμα σκαμενο μεσα στη γη δεκα οργυιες υποκατω της,
τον εχαιρετησαν ως τον αντικρυσαν και τον ερωτησε ο Αλεξαντρος πως απο ετουτη
την δαιμονικη την ερημο θα απελευτερωθουν οπου ησανε τοσο καιρο φυλακισμενοι,
αυτος του ειπε με αργοσυρτη χαμηλη φωνη πως καμια ερημος δεν ειναι,ουτ'εδω ουτε
αλλου πουθενα,κι Αλεξαντρος τον ερωτητησε τι λεγει,κι ο ερημος εκεινος ανθρωπος
του αποκριθηκε,πως αυτο που λεγεται ερημος δεν ειναι παρα ο χρονος ο οποιος χωρις
περατα να μετρηθουν ειναι ουδ'αρχη ουτε τελος εχει κι αυτο τον παραδεχτουμε και το
εννοησουμε θα εξαφανισθει τοτε αυτο που λεμε ερημος,κι Αλεξαντρος ακουσε πολυ
προσεχτικα και ερωτησε πως θα γινει αυτο,κι εκεινος ο ερημιτης του ειπε,πως στη
ζωη του μια φορα στα χιλια χρονια ενας ανθρωπος απ' τους πολλους που γεναει και
θρεφει η γη θα τυχει να περασει απ'το μερος ετουτο εδω που ζει και θα τον συναπαντη-
σει ,γιατι αυτος ο ιδιος ειναι ο χρονος,που περνα και δεν περνα,κι αυτος ο ανθρωπος
θα'ναι πολυτυχερος γιατι μετα θα εχει στο δικο του γκοβερνο ολη τη γη,και τους
ειπε ο ερημιτης πως σε τρεις μερες και τρεις νυχτες πεζοπορια η ερημος θα χαθει απ'τα
ματια τους,ως να μην ητανε παρα οπτασια,κι ο Αλεξαντρος κι αυτοι τοτε τον ευχαριστη-
σαν και τον χαιρετισαν και προχωρησε ολο το στρατευμα προς τη διευθυνση που τους
εδειξε...
.
.
.
.
ενα κουνελακι για ενα μικρο κοριτσακι-χ.ν.κουβελης
Η ΑΛΙΚΗ ΤΟ ΚΟΥΝΈΛΙ ΚΑΙ Η ΠΑΡΤΙΔΑ ΧΑΡΤΙΩΝ-χ.ν.κουβελης
[-HOMAGE TO LEWIS CARROLL-]
το κουνελι καθισε στο τραπεζι απεναντι απο την Αλικη ηταν πολυ αστειο με το κιτρινο ημιψηλο καπελο και το πρασινο παπιγιον.''Θελεις να παιξουμε μια παρτίδα χαρτια;''ειπε στην Αλικη.''Δεν ξερω καποιο παιχνιδι''απαντησε η Αλικη ''και θα με κερδισεις''.''Δεν πειραζει ''ειπε το κουνελι και χαμογελασε''ετσι κι αλλιως σε καθε παιχνιδι καποιος χανει και κάποιος κερδίζει","μα δεν γνωρίζω τους κανόνες του παιχνιδιου"απαντησε η Αλικη,"δεν υπάρχει πρόβλημα"γελασε το κουνελι και ίσιωσε το πράσινο παπιγιόν "σ'αυτό το παιχνιδι δεν υπάρχουν κανονες, κάθε παίχτης μπορεί να παίξει όπως θέλει, με τους δικούς του κανόνες","πως;"ρώτησε η Αλικη, "να"απαντησε το κουνέλι"παραδειγμα,καθε μικρότερο χαρτί κερδίζει το αμέσως μεγαλύτερο του, το 5 το 6 η' τους διαιρετες του, το 8 το 1 το 2 το 4 το 8 η' τα πολλαπλάσια του, το 3 το 3 το 6 το 9 η' τον αφαιρετεο και τον μειωτεο του, το 2 το 7 και το 5 ,του ίδιου χρώματος η' διαφορετικου,καρο με καρό, καρό με κούπα","και ποιος κερδίζει;" ρώτησε η Αλικη που άρχισε να διακεδαζει την όλη υποθεση,"όποιος πάρει τα λιγότερα χαρτιά"απαντησε σοβαρό το κουνέλι, "παράξενο,μα εγώ ξέρω πως κερδίζει αυτός που παίρνει τα περισσοτερα"ειπε και γέλασε η Αλικη, "εδώ γίνεται το αντίθετο"χαμογελασε το κουνέλι"κερδιζει αυτός που παίρνει τα λιγοτερα,αυτη είναι και η ουσία του παιχνιδιού, ενάντια στους νόμους του εμπορίου","και τι κερδίζω;"ρώτησε η Αλικη που τώρα πραγματικά το διασκεδαζε ,"κερδίζεις χάνοντας τον χώρο-χρόνο σου"απαντησε πολυ αινιγματικα το κουνέλι που φάνηκε πολύ αστείο, "άλλο παράξενο κι αυτό"ειπε η Αλικη"να κερδίζεις χάνοντας"και γέλασε"ας αρχίσουμε το παιχνίδι ανυπομονώ",το κουνελι σήκωσε το κιτρινο ημιψηλο καπέλο του κι έβγαλε από μέσα του μια τράπουλα κάνοντας μια κίνηση ταχυδαχτυλουργου ,την ανακάτεψε, "κόψε"ειπε στην Αλικη, η Αλικη έκοψε και το κουνέλι ρώτησε"θελεις ν'αρχισουμε με πρώτο αριθμό η ' με άρτιο αριθμό χαρτιων η' εσύ να πάρεις πρωτο κι εγώ τετράγωνο αριθμό ,τι προτιμάς;","προτιμώ κυβικό αριθμό"απαντησε χαριτολογοντας η Αλικη, το κουνέλι της μοίρασε 8 φύλλα, "κι εγώ διαλέγω 2,άρτιο" και πήρε δύο χαρτιά, η Αλικη τα είδε στον καθρέφτη που ήταν πίσω του, το 2 και το 7,"α! ξέχασα να σου πω"της είπε το κουνελι"θελεις να παίξεις με μένα εδώ η' με το είδωλο μου στον καθρεφτη;","και το ρωτάς;μα φυσικα με το είδωλο σου στον καθρεφτη" απάντησε γελωντας η Αλικη"χαρα μου είναι",σοβαρο σηκώθηκε το κουνέλι πήρε τη θέση του μέσα στον καθρέφτη κι από εκεί της φώναξε "εσύ αρχίζεις πρώτη, ρίξε χαρτί",η Αλικη έκλεισε τα χαρτιά, διάλεξε ένα στη τύχη και το έριξε στο τραπέζι,8,"οχτω"ειπε το κουνέλι κάι το πήρε με το 7 απλώνοντας το χέρι του κι έριξε το 2 καρο ,η Αλικη το πήρε με το 6 σπαθί,το κουνέλι ίσιωσε το πράσινο παπιγιόν του κι ανασηκωνοντας το ημιψηλο κίτρινο καπέλο του πήρε πέντε φύλλα κι έριξε δύο απ'αυτά στο τραπέζι, το 3 μπαστούνι και το 7 κούπα, η Αλικη ερριξε το 10 κούπα, "γιατί δεν τα παίρνεις;"αντέδρασε το κουνέλι"εφτα και τρία κάνουν δέκα","σωστα "απάντησε η Αλικη"αλλα και 7 μειον 3 κάνουν 4 ,και 4 δεν έχω"και γελώντας συνέχισε"οπως και 3 μείον 7 κάνουν μείον 4 και δεν έχω ουτε -4 κι εξάλλου δεν θέλω να χάσω τον χωροχρόνο μου"
.
.
.
Τώρα είναι Μαης κι Άνοιξη τωρα είναι το καλοκαίρι-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Τώρα κι ο ξένος βούλεται στον τόπο του να παει
Κι ήτανε στον τοπο του λιβάδι παπαρούνες κι όπου νεράκι αηδόνι στα κλαδακια και
πέρασε μια λιγερη μια νιουτσικη και πηγε στη μανούλα του μάνα κεινη η λιγερη κείνη
η ασπροντυμενη το νου μου πήρε κάι στήλε της μήλο κόκκινο άλλος να μην την προξενευει
κι αυτος τ'αλογο του καλιβωνει τα πέταλα ασημένια και χρυσή τη σελα το σελλωνει ταχια
το καβαλικευγει και δίνει του βίτσια και ματαδευτερωνει στη τρίτη στην αυλιτσα της τη
κορη βρίσκει να φέρνει άνθη στα μαλλιά γεια σου χαρά σου λιγερη καλως τον παλλικαρά
τον άντρα τον δικό μου γοργά την άρπαξε γοργά στη σελλα τήνε βανει και δινει βιτσια
τ'αλόγου του και ματαδευτερωνει και στη τρίτη πέταξαν τα δύο τα νιουτσικα τα
πολλυαγαπημενα σε κάμπο πράσινο χλωρό που'χεν και κρυσταλλενιο πυργο κι ητανε της
ανοιξης καιρος και του καλοκαιριου η ωρα
.
.
.
Lewis Caroll and Alice in Wonderland-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
ALICE IN THE WONDERLAND,THE HARE, AND THE CARD GAME 'EVEN UNEVEN'-c.n.couvelis
Η ΑΛΙΚΗ Ο ΛΑΓΟΣ ΚΑΙ Η ΠΑΡΤΙΔΑ ΧΑΡΤΙΩΝ 'ΑΡΤΙΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΣ'-χ.ν.κουβελης
ηλιολουστη μερα,πρωινη ωρα στο κηπο,η Αλικη μ'ενα ασπρο φουστανι καθονταν σε μια
ψαθινη καρεκλα μπροστα απο εναν μεγαλο οβαλ καθρεφτη στημενο στο εδαφος,
''μια παγιδα για τον πονηρο λαγο'' σκεφτηκε ''δεν μπορει θα περασει θα τον δω'',
πανω στο τραπεζι διπλα εβαλε τη τραπουλα,
της αρεσε πολυ στο κηπο ,τα λουλουδια ολα ανθισμενα,κιτρινα,μπλε,κοκκινα,ασπρα,
ροζ,πορτοκαλι χρωματα, οι μελισσες ζουζουνιζαν,τα πουλια πετουσαν χαριτωμενα απο
κλαδι σε κλαδι κι απο δεντρο σε δεντρο,το χορταρακι χλωρο πρασινο με δροσια που
πανω του ελαμπε,
το φως του ηλιου τη ζαλισε γλυκα,εκλειναν τα ματια της,
πρεπει να κοιμηθηκε για λιγο γιατι την ξυπνησε ενας θορυβος,''να'μαι κι εγω''ακουσε μια
χαρουμενη φωνη,κι ειδε τον λαγο να πηδαει μεσα απο τον καθρεφτη και να προσγειωνεται
μπροστα της,κανωντας μια υποκλιση,φορουσε ενα κιτρινο κουστουμι με γαλαζιες οριζοντιες
ριγες,ειχε ασπρο κολαρο,στο κεφαλι ενα γαλαζιο ημιψηλο καπελο,και στο χερι ενα γυαλι-
στερο μαυρο μπαστουνι,ηταν πολυ αστειος,
''χα! χα! εισαι πολυ αστειος!''γελασε η Αλικη,υστερα σοβαρευτηκε ''ελα,που σε γυρευα απ'
το πρωι να παιξουμε'',''τι να παιξουμε;''ρωτησε ο λαγος ''δεν ειμαστε και παιδια''συνεχισε
περιπαιχτικα ''αλλωστε δεν εχω απειρο χρονο,σε ειδα εξω απ'το καθρεφτη κι ηρθα μονο και
μονο να σου πω μια καλημερα''ειπε κι ετοιμαστηκε να πηδησει μεσα στον καθρεφτη,
''ε,που πας;''του φωναξε η Αλικη ''μου υποσχεθηκες πως θα παιξουμε μια παρτιδα
χαρτια,δεν θυμασαι;'',''για να σου υποσχεθηκα σιγουρα θα σου υποσχεθηκα αν και δεν το
θυμαμαι''της απαντησε ο λαγος ''αλλ'ομως πως σου υποσχεθηκα αφου δεν ξερω να παιζω
χαρτια,ουτε,βεβαια,ξερω και τι ειναι τα χαρτια,αληθεια πως μπορει να παιξει καποιος κατι
που δεν το ξερει πως να το παιξει; '',''ασε τις φλυαριες και τις παραδοξολογιες,η φιλοσοφια
ειναι γι'αλλη ωρα,αν δεν ξερεις ,φιλε μου,δεν υπαρχει προβλημα,κι οπως ξερεις 'καθε
προβλημα εχει τη λυση του''αποκριθηκε η Αλικη,
'' τωρα,αγαπητη μου,εσυ μου φαινεται φιλοσοφεις''απαντησε γελωντας ο λαγος ,
''οχι,κανεις μεγαλο λαθος''τον διεκοψε η Αλικη ''η φιλοσοφια ειναι αλλο πραγμα,
και η πρακτικη αλλο'',''δηλαδη;''αντεδρασε ο λαγος,''πολυ απλο ειναι,το παιχνιδι με τα
χαρτια ειναι πρακτικο,μαθαινεται,εχει κανονες,ενα δυο τρια,κανουμε αυτο κανουμε
εκεινο''ανταπαντησε η Αλικη,''κι αν δεν ξερεις να παιζεις,μην σε νοιαζει εγω θα σε μαθω'',
''γιατι θελεις σωνει και καλα θελεις να χαρτοπαιξεις με καποιον που δεν εχει ιδεα τι ακριβως
ειναι η χαρτοπαιξια,ουτε και τι ακριβως ειναι τα χαρτια;''ειπε ο λαγος
-''θελω να παιξουμε γιατι βρηκα ενα καινουργιο παιχνιδι με τα χαρτια και θελω να το δοκιμα-
σω μαζι σου στη πραξη''
-''και βρηκες εμενα τον καταλληλο,που δεν ξερω,να το δοκιμασεις,ωραια εκλογη,και σε
διαβεβαιω πως πολυ γρηγορα θα απογοητευτεις''
-''ελα,ασε τις υπεκφυγες,δεν ειναι καθολου δυσκολο,καθησε απεναντι μου στο τραπεζι κι εχε
υπομονη να μαθεις κι αμα μαθεις''
-''θα παιξω''
-''πολυ σωστα ,φιλε μου,το καταλαβες''
ο λαγος καθησε στο τραπεζι απεναντι της
-''ειμαι ετοιμος,ολο αυτια''
-''ας αρχισουμε απο τα βασικα''ειπε η Αλικη παιρνωντας τη τραπουλα ''εγω θα στα δειξω
ολα,με τη σειρα,σαφη και κατανοητα,μην ανησυχεις''
κι αρχισε να του δειχνει ενα ενα τα χαρτια ανοιγωντας τα πανω στο τραπεζι
''πρωτα πρωτα χωριζονται σε τεσσερις ομαδες,τεσσερα χρωματα,τα μπαστουνια,να αυτα,τα
σπαθια,αυτα,τα καρο,αυτα,και τελος οι κουπες,αυτα
καθε ομαδα οπως βλεπεις,αποτελειται απο δεκατρια χαρτια,οριστε,μετρησε,
ενα ο Ασσος,δυο τρια τεσσερα πεντε εξι εφτα οχτω εννια δεκα εντεκα βαλες δωδεκα η νταμα
δεκατρια ο ρηγας,τα τρια αυτα με τις ζωγραφισμενες φιγουρες,
το συνολο πενηντα δυο χαρτια
τωρα αν συνδιασουμε ομαδα,χρωμα και αριθμο ενα χαρτι ονοματιζεται απο αυτα τα δυο,
ας παρω ενα,αυτο ειναι το εφτα κουπα,αυτο ειναι το δεκα σπαθι,αυτο η νταμα κουπα,
απλο δεν ειναι;το καταλαβες;για πες μου κι εσυ,να αυτο το φυλλο ποιο ειναι;
-''ο Ασσος καρο''
-''μπραβο!αυτο;''
-''ο Ρηγας κουπα''
-''περιφημα τα πας!κι αυτο;
-''το εννια σπαθι''
-''μπραβο!τελεια!πιο τελεια δεν γινεται!''αναφωνησε ενθουσιασμενη η Αλικη
-''μην ξεχνας μονο οτι ξεχναω και μπορει να ξεχασω''την προσγειωσε ο λαγος
-''δεν θελω ν'ακουω ανοησιες,να δεις που ολα θα ξετυλιχτουν εξαιρετικα,ομαλα''αντα-
παντησε η Αλικη
''και τωρα ηρθε η ωρα των κανονων,α ξεχασα να σου πω πως το νεο μας παιχνιδι που
βρηκα ονομαζεται 'ΑΡΤΙΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΣ'
-''τι αρτιος και περιττος;σαν κινεζικα μου ακουγωνται,αν δεν ειναι κι ολας''αντεδρασε
ρωτωντας ο λαγος
-''αρτιοι αριθμοι,φιλε μου,ειναι οι φυσικοι αριθμοι που διαιρουνται ακριβως με το δυο
και περιττοι οι υπολοιποι,δηλαδη αυτοι που δεν διαιρουνται ακριβως με το δυο,
παραδειγμα,το 2,το 4,το 6, το 8,το 10,το 12 ειναι αρτιοι,το 1,το 3,το 5,το 7,το 9,11,το 13
ειναι αρτιοι''του εξηγησε η Αλικη
-''σιγα σιγα''την διεκοψε ο λαγος''ενα ενα,να τα χωνεψω,πρωτον ,τι ειναι αριθμος;δευτε-
ρον,τι ειναι φυσικος αριθμος; και τριτον,τι ειναι 'διαιρω ακριβως''; κι αλλα πολλα πιθανως
σιγουρα που θα βρω να απορισω''
-''θα σου εξηγησω οσο απλα γινεται''κι αρχισε η Αλικη να του εξηγει
''πρωτα οι αριθμοι,ας δουμε τις καρτες''ξεχωρισε μια καρτα ''αυτη λεμε ειναι μια καρτα,
ο αριθμος ενα,αν τωρα βαλουμε και αλλη καρτα,δηλαδη αλλη μια καρτα,εχουμε δυο
καρτες,ο αριθμος δυο,επομενως ενα και ενα ισον δυο,αν τωρα σ'αυτες τις καρτες προσθεσω
και αλλη μια καρτα,τοτε εχω τρεις καρτες,το αριθμο τρια,δυο και ενα ισον τρια,αν ετσι
συνεχισω ως το απειρο σχηματιζω,χτιζω,ολους τους απειρους αριθμους,το 4,το 5,το 6,
το 7,το 8,το,9,το 10 και λοιπα,
τωρα γιατι λεγονται αυτοι οι αριθμοι 1,2,3,4,5,6,7,...και λοιπα φυσικοι αριθμοι;η απαντηση
ειναι πως ετσι οριζονται γιατι αντιστοιχουν σε φυσικα,πραγματικα,ολοκληρα πραγματα,
αντικειμενα,οχι σε κλασματα,τμηματα τους,π.χ το μισο,το ενα τριτο,κλπ,
ουτε σε σχεσεις τους,οπως αυτο απεχει τοσο προς τα δεξια η' προς τα αριστερα ενος σταθε-
ρου σημειου αναφορας ,να οπως εμεις τωρα ειμαστε μπροστα απο τον καθρεφτη,συν,ενω εσυ
πριν λιγο ησουνα μεσα στον καθρεφτη,πλην''
-''δεν σου ειπα γω,παλι ακαταλαβιστικα'' την διεκοψε διασκεδαζοντας ο λαγος ''εμπρος,
συνεχισε και με τα αλλα κινεζικα σου''
-''απορω,αγαπητε μου,τι δεν καταλαβαινεις;''απορησε η Αλικη και συνεχισε σοβαρα ''η πραξη
'διαιρει ακριβως' σημαινει πως 'ενας αριθμος διαιρει,χωριζει,εναν αλλο αριθμο σε ακεραια
ακριβως μερη,χωρις να αφηνει υπολοιπα τμηματα,
παραδειγμα,το 2 διαιρει το 6 σε δυο ακριβως ακεραια μερη ,3 και 3,
ενω το 2 το 9 σε δυο μερη 4 και 4 και αφηνει υπολοιπο 1,το 2 δεν διαιρει ακριβως το 9,
αλλο παραδειγμα,το 3 διαιρει ακριβως το 9 σε τρια 3 ,
ενω στη διαιρεση του 11 με το 3 εχουμε υπολοιπο 2,το 3 δεν διαιρει ακριβως το 11
-''στοπ με τις διαιρεσεις,γιατι παει διαιρεθηκε το μυαλο μου,με υπολοιπο ακαταλαβιστικο,
εκει που καταλαβαινω δεν καταλαβαινω,ας τελειωνουμε με τις διαιρεσεις που δεν ξερω να
κανω κι ας αρχισει το παιχνιδι,κι αν εμαθα εμαθα,κι αν δεν εμαθα δεν εμαθα,αλλωστε ενα παιχνιδι ειναι,οπως λες,κι ας παιξω οπως παιξω,τι υπολοιπο θα χασω;ας διακεδασω γιατι τα
παιχνιδια εναι για να διασκεδαζεις,νομος''της απαντησε χαρουμενος ο λαγος
-''ωραια τοτε,ας αρχισουμε με τους κανονες,για τι οπως ξερεις,κι αν δε το ξερεις μαθε το
'καθε παιχνιδι εχει κανονες' που πρεπει να τηρουνται αυστηρως και αμετακλητως και φυσικα
και το δικο μου παιχνιδι 'ΑΡΤΙΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΣ' δεν ειναι εξαιρεση του κανονα.
Ας τους απαριθμισω εναν εναν:
1.τραβουμε απο το πακετο της τραπουλας ενα φυλλο ο καθενας,αυτος που θα τραβηξει τον μεγα-
λυτερο αριθμο μοιραζει τα φυλλα και παιζει δευτερος
2.τραβουμε ενα φυλλο ο καθενας,οποιος τραβηξει φυλλο με αρτιο αριθμο θα παιξει τους
αρτιους αριθμους,οποιος φυλλο περιττο τους περιττους,αν και οι δυο τραβηξουν αρτιους θα
παιξουν αρτιους,αν περιττους τοτε περιττους
3.ανακατευεται η τραπουλα κι αυτος που παιζει πρωτος κοβει την τραπουλα,ο αλλος μοιραζει
τα φυλλα κρυμμενα ανα δυο με τη σειρα ,συνολικα εξι στον καθενα αντιπαλο,και σκαει,βγαζει,
ειτε απο πανω ειτε απο κατω της τραπουλας τεσσερα χαρτια ανοιγωντας τα,φανερωνοντας τα
4.στοχος του παιχνιδιου ειναι να μαζεψεις οσα περισσοτερα φυλλα και ποντους μπορεις στο
τελος καθε παρτιδας,
οι ποντοι και η αξια των φυλλων ειναι αυτη:
τα πιο πολλα φυλλα εχουν 5 βαθμους,το δυο σπαθι 2,το δεκα καρο 3 βαθμους,στο χρωμα
κουπες τα περισσοτερα χαρτια εχουν 4 βαθμους,δηλαδη 2 και 3 και 4 και 5 συνολο 14
βαθμους,και κερδιζει ο παιχτης που θα φτασει πρωτος στους 61 βαθμους
5.τωρα πως παιζουμε;θα σου πω,
καθε χαρτοπαιχτης οταν ειναι η σειρα του προσπαθει σε καποιο ανοιχτο χαρτι που ειναι
κατω να πεταξει ενα χαρτι πανω του και να δημιουργησει αριθμο αρτιο αν ειναι αρτιος η'
περιττο αν ειναι περιττος ,ασχετου χρωματος,
δηλαδη αν κατω ειναι το 3 σπαθι τοτε με τον Ασσο,το 3,το 5,το 7,το 9,το βαλε,το ρηγα,ασχε-
του,επαναλαμβανω,χρωματος φτιαχνουμε τους αρτιους αριθμους,4,6,8,10,12,14,16,
το ιδιο κανουμε αν ειμαστε περιττοι,σ'αυτη τη περιπτωση κατασκευαζουμε περιττους,
επισης αρτιους η' περιττους μπορουμε να κανουμε κι απο περισσοτερα απο ενα πεταμενα
κατω φυλλα,
δηλαδη αν ειναι 3 και 7 τοτε με το 1 κανουμε τον περιττο αριθμο 11 αν ειμαστε περιττοι
κι αν ειμαστε αρτιοι τον αρτιο 20 με το 10,ασχετου χρωματος,επαναλαμβανω,φυλλα
κι οπως θα καταλαβες οι δυο αντιπαλοι προσεχουν τι χαρτι θα πεταξουν κατω αν δεν πιανουν,
τι θα σηκωσουν απο κατω αν πιανουν ,για να δυσκολεψουν τον αντιπαλο,να μαντεψουν τις
τις μελλοντικες κινησεις και τα φυλλα του κι ετσι να τον κερδισουν,βασει παντα σχεδιου και
φυσικα,οπως σ'ολα τα τυχερα παιχνιδια,με συμμαχο τη τυχη
και 6.στο τελος της παρτιδας τα φυλλα που μενουν κατω τα παιρνει αυτος που πηρε χαρτια,
χαρτωσια,τελευταιος''
-''εμενα σε ολα αυτα τα κινεζικα επι κινεζικα φυλλα τα μονα φυλλα που με ενδιαφερουν
ειναι τα τρυφερα δροσερα πρασινα φυλλα του μαρουλιου''μονολογησε ο λαγος
-''Ας αρχισει,λοιπον, το παιχνιδι''αναφωνησε ζωηρα και πανηγυρικα η Αλικη
Τραβηξαν χαρτι,η Αλικη νταμα κουπα,ο λαγος 2 καρο,η νταμα 12 μεγαλυτερη απο το 2,
''μοιραζω εγω''ειπε η Αλικη,''εχω ατου,πλεονεκτημα,παιζεις εσυ πρωτος''
τραβουν ξανα,10 καρο ο λαγος,3 μπαστουνι η Αλικη,αρτιος η Αλικη περιττος ο λαγος,
κοβει τα χαρτια ο λαγος,μοιραζει ανα δυο εξι χαρτια η Αλικη στον καθεναν,και βγαζει
απο κατω και τα σκαζει φανερα τεσσερα φυλλα,Ασσος κουπα,νταμα κουπα,3 σπαθι και
5 καρο,''παιξε,εισαι περιττος''του λεει η Αλικη,ο λαγος φαινεται προβληματισμενος τι να
παιξει,εντελει ετοιμαζεται να ριξει ενα φυλλο,
εκεινη τη στιγμη ακουγεται ενα δυνατος θορυβος,η Αλικη ξυπναει τρομαγμενη κι ανοιγωντας
τα ματια βλεπει τα τραπουλοχαρτα να τα εχει σηκωσει απο το τραπεζι και να τα εχει σκορπισει
στον αερα ενα ξαφνικο ρευμα και στο βαθος του καθρεφτη βλεπει το λαγο να περνα τρεχον-
τας και να την χαιρετα σηκωνοντας το χερι,ισα που προλαβαινει να του φωναξει
.
.
,
Marchen-Παραμυθι-Frau Holle,η κυρα Χολε [Jacob & Wilhelm Grimm]
[ Übersetzung translation μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
και
ΤΟ ΔΟΜΙΚΟ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ FRAU HOLLE ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ GRIMM
-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
Marchen-Παραμυθι-Frau Holle,η κυρα Χολε
[Jacob & Wilhelm Grimm]
[Übersetzung translation μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis]
Eine Witwe hatte zwei Töchter, davon war die eine schön und fleissig,die andere hässlich
und faul. Sie hatte aber die hässliche und faule,weil sie ihre rechte Tochter war, viel lieber,
und die andere musste alle Arbeit tun und der Aschenputtel im Hause sein. Das arme Mädchen
musste sich täglich auf die grosse Strasse bei einem Brunnen setzen und musste so viel spinnen,
dass ihm das Blut aus den Fingern sprang. Nun trug es sich zu,dass die Spule einmal ganz blutig
war, da bückte es sich damit in den Brunnen und wollte sie abwaschen; sie sprang ihm aber aus
der Hand und fiel hinab.Es weinte, lief zur Stiefmutter und erzählte ihr das Unglück. Sie schalt es
aber so heftig und war so unbarmherzig, dass sie sprach: "Hast du die Spule hinunterfallen
lassen, so hol sie auch wieder herauf." Da ging das Mädchen zu dem Brunnen zurück und wusste
nicht, was es anfangen sollte; und in seiner Herzensangst sprang es in den Brunnen hinein, um
die Spule zu holen. Es verlor die Besinnung, und als es erwachte und wieder zu sich selber kam,
war es auf einer schönen Wiese, wo die Sonne schien und vieltausend Blumen standen.
Auf dieser Wiese ging es fort und kam zu einem Backofen, der war voller Brot; das Brot aber
rief: "Ach, zieh mich raus, zieh mich raus, sonst verbrenn ich: ich bin schon längst ausgebacken."
Da trat es herzu und holte mit dem Brotschieber alles nacheinander heraus. Danach ging es
weiter und kam zu einem Baum, der hing voll Äpfel, und rief ihm zu: "Ach, schüttel mich,
schüttel mich, wir Äpfel sind alle miteinander reif." Da schüttelte es den Baum, dass die Äpfel
fielen, als regneten sie, und schüttelte, bis keiner mehr oben war; und als es alle in einen
Haufen zusammengelegt hatte, ging es wieder weiter. Endlich kam es zu einem kleinen Haus,
daraus guckte eine alte Frau, weil sie aber so grosse Zähne hatte,ward ihm angst, und es wollte
fortlaufen. Die alte Frau aber rief ihm nach:"Was fürchtest du dich, liebes Kind? Bleib bei mir,
wenn du alle Arbeit im Hause ordentlich tun willst, so soll dir's gut gehn. Du musst nur
achtgeben,dass du mein Bett gut machst und es fleissig aufschüttelst, dass die Federn
fliegen, dann schneit es in der Welt; ich bin die Frau Holle." Weil die Alte ihm so gut zusprach,
so fasste sich das Mädchen ein Herz, willigte ein und begab sich in ihren Dienst. Es besorgte
auch alles nach ihrer Zufriedenheit und schüttelte ihr das Bett immer gewaltig, auf dass die
Federn wie Schneeflocken umherflogen; dafür hatte es auch ein gut Leben bei ihr, kein böses
Wort und alle Tage Gesottenes und Gebratenes. Nun war es eine Zeitlang bei der Frau
Holle, da ward es traurig und wusste anfangs selbst nicht, was ihm fehlte,endlich merkte es,
dass es Heimweh war; ob es ihm hier gleich vieltausendmal besser ging als zu Haus, so hatte
es doch ein Verlangen dahin. Endlich sagte es zu ihr: "Ich habe den Jammer nach Haus gekriegt,
und wenn es mir auch noch so gut hier unten geht, so kann ich doch nicht länger bleiben, ich
muss wieder hinauf zu den Meinigen." Die Frau Holle sagte: "Es gefällt mir, dass du wieder
nach Haus verlangst, und weil du mir so treu gedient hast, so will ich dich selbst wieder
hinaufbringen." Sie nahm es darauf bei der Hand und führte es vor ein grosses Tor. Das Tor
ward aufgetan, und wie das Mädchen gerade darunter stand, fiel ein gewaltiger Goldregen,
und alles Gold blieb an ihm hängen, so dass es über und über davon bedeckt war. "Das sollst
du haben, weil du so fleissig gewesen bist," sprach die Frau Holle und gab ihm auch die Spule
wieder, die ihm in den Brunnen gefallen war. Darauf ward das Tor verschlossen, und das
Mädchen befand sich oben auf der Welt, nicht weit von seiner Mutter Haus; und als es in den
Hof kam, sass der Hahn auf dem Brunnen und rief:
"Kikeriki,
Unsere goldene Jungfrau ist wieder hie."
Da ging es hinein zu seiner Mutter, und weil es so mit Gold bedeckt ankam,ward es von ihr
und der Schwester gut aufgenommen.Das Mädchen erzählte alles, was ihm begegnet war,
und als die Mutter hörte,wie es zu dem grossen Reichtum gekommen war, wollte sie der
andern,hässlichen und faulen Tochter gerne dasselbe Glück verschaffen. Sie musste sich
an den Brunnen setzen und spinnen; und damit ihre Spule blutig ward,stach sie sich in die
Finger und stiess sich die Hand in die Dornhecke. Dann warf sie die Spule in den Brunnen
und sprang selber hinein. Sie kam, wie die andere, auf die schöne Wiese und ging auf
demselben Pfade weiter. Als sie zu dem Backofen gelangte, schrie das Brot wieder: "Ach,
zieh mich raus, zieh mich raus, sonst verbrenn ich, ich bin schon längst ausgebacken." Die
Faule aber antwortete: "Da hätt ich Lust, mich schmutzig zu machen," und ging fort. Bald
kam sie zu dem Apfelbaum, der rief: "Ach, schüttel mich, schüttel mich, wir Äpfel sind alle
miteinander reif." Sie antwortete aber: "Du kommst mir recht,es könnte mir einer auf den
Kopf fallen," und ging damit weiter. Als sie vor der Frau Holle Haus kam, fürchtete sie sich
nicht, weil sie von ihren grossen Zähnen schon gehört hatte, und verdingte sich gleich zu ihr.
Am ersten Tag tat sie sich Gewalt an, war fleissig und folgte der Frau Holle, wenn sie ihr etwas
sagte, denn sie dachte an das viele Gold, das sie ihr schenken würde; am zweiten Tag aber fing
sie schon an zu faulenzen, am dritten noch mehr, da wollte sie morgens gar nicht aufstehen.
Sie machte auch der Frau Holle das Bett nicht, wie sich's gebührte, und schüttelte es nicht, dass
die Federn aufflogen. Das ward die Frau Holle bald müde und sagte ihr den Dienst auf. Die Faule
war das wohl zufrieden und meinte, nun würde der Goldregen kommen; die Frau Holle führte
sie auch zu dem Tor, als sie aber darunterstand, ward statt des Goldes ein grosser Kessel voll
Pech ausgeschüttet. "Das ist zur Belohnung deiner Dienste," sagte die Frau Holle und schloss
das Tor zu. Da kam die Faule heim, aber sie war ganz mit Pech bedeckt,und der Hahn auf dem
Brunnen, als er sie sah, rief:
"Kikeriki,
Unsere schmutzige Jungfrau ist wieder hie."
Das Pech aber blieb fest an ihr hängen und wollte, solange sie lebte,nicht abgehen.
.
.
η κυρα Χολε
[Jacob & Wilhelm Grimm]
[Übersetzung translation μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis]
μια χηρα ειχε δυο θυγατερες,η μια ηταν ομορφη κι εργατικη κι αλλη ασχημη και τεμπελα,
αλλ'αυτη την ασχημη και τεμπελα,επειδη ηταν η πραγματικη της κορη,πιο πολυ αγαπουσε,
κι η αλλη επρεπε ολες τις δουλειες να κανει κι ηταν η σταχτοπουτα στο σπιτι,το καημενο
κοριτσι επρεπε καθημερινα στο μεγαλο δρομο σ'ενα πηγαδι να καθεται κι επρεπε τοσο πολυ
να γνεθει που απ'τα δαχτυλα της κυλουσ'αιμα,μια φορα που η κουβαριστρα ηταν γεματη
αιματα καθως εσκυψε στο πηγαδι κι ηθελε να την ξεπλυνει,αυτη ξεγλυστριψε απ'το χερι της
κι επεσε μεσα,εκλαψε,κι ετρεξε στη μητρυια και της διηγηθηκε την ατυχια,αλλ'αυτη την
επεπληξε βιαια κι ηταν τοσο ασπλαχνη που της φωναξε:'Εσυ π'αφησες την κουβαριστρα μεσα'
κει να πεσει,εσυ εξω να την ξαναβγαλεις ',τοτε το κοριτσι γυρισε στο πηγαδι και δεν ηξερε
τι επρεπε να κανει,και στην απελπισια της πηδηξε μεσα στο πηγαδι για να γυρεψει την κουβα-
ριστρα,εχασε τις αισθησεις και σαν ξυπνησε και συνηλθε,ηταν πανω σ'ενα ωραιο λιβαδι,
οπ'ο ηλιος ελαμπε και πολλες χιλιαδες λουλουδια ηταν,σ'αυτο το λιβαδι προχωρησε κι ηρθε
σ'ενα φουρνο,που ηταν γεματος ψωμι,το ψωμι ομως φωναζε:'αχ,συρε με εξω,συρε με εξω,
αλλιως θα καω,ειμ'ηδη απ'ωρα πολυ ψημενο' τοτ'αυτη πλησιασε κι εβγαλε με το φτυαρι του
ψωμιου ολα τα ψωμια το'ενα μετα τ'αλλο εξω,μετα πηγε παραπερα κι ηρθε σ'ενα δεντρο,
παραφορτωμενο με μηλα,και φωναζε σ'αυτη:'αχ,κουνησε με,κουνησε με,εμεις τα μηλα
ειμαστε ολα μαζι ωριμασμενα',τοτ'αυτη κουνησε το δεντρο,που τα μηλα επεσαν,σαν να'βρεχε
αυτα,και κουνουσε,μεχρι πια πανω κανενα να μην μεινει,και σαν ολα σ'ενα σωρο μαζωμενα
ειχε,πηγε παλι παραπερα,τελικα ηρθε σ'ενα μικρο σπιτι,απ'οπου κοιτουσε μια γρια,αλλ'επειδη
αυτη'χε μεγαλα δοντια,φοβηθηκε,κι ηθελε να τρεξει μακρυα,αλλ'η γρια της φωναξε:
'γιατι τρομαζεις,καλο παιδι;μεινε κοντα μου,κι οταν ολη τη δουλεια στο σπιτι με ταξη φροντι-
σεις να κανεις,τοτε σε σε ολα καλα θα πανε,πρεπει μοναχα να δωσεις προσοχη,ωστε το κρεβα-
τι μου καλα να κανεις κι αυτο με φροντιδα να ξετιναζεις,για να πεταχτουν τα πουπουλα,γιατι
τοτε χιονιζει στον κοσμο,εγω'μαι η κυρα Χολε',επειδη η γρια σ'αυτη τοσο καλα μιλουσε,τοσο
ξεθαρρεψε το κοριτσι,που δεχτηκε και μπηκε στην υπηρεσια της,επισης φροντιζ'ολα συμφω-
να με την ευχαριστηση της και τιναζε το κρεβατι παντα δυνατα,που τα πουπουλα σαν νιφαδες
χιονιου πετουσαν ολογυρα,γι'αυτο επισης ειχε μια καλη ζωη κοντα της,καμια κακια κουβεντα
κι ολη τη μερα βραστα και ψητα φαγητα,οταν περασε αρκετος καιρος κοντα στη κυρα Χολε,
στεναχωριονταν και στην αρχη δεν ηξερε ,τι της συνεβαινε,τελικα καταλαβε,πως ηταν η
νοσταλγια για το σπιτι,αν κι εδω περνουσε χιλιαδες φορες καλυτερα παρα στο σπιτι,ομως
ειχε μια βαθεια λαχταρα,τελικα της το'πε:'μ'εχει πιασει λυπη για το σπιτι,που αν και τοσο καλα
εδω κατω περναω,ομως δεν μπορω να μεινω περισσοτερο,πρεπει να ξαναπαω πανω στους
δικους μου',η κυρα Χολε ειπε,'αυτο μ'αρεσει,που το σπιτι ξαναποζητας ,κι επειδη τοσο πιστα
μ'εχεις υπηρετησει,που'γω θελω η ιδια πανω να σε ξαναφερω',και την πηρε αμεσως απ'το
χερι και την οδηγησε μπροστα σε μια μεγαλη πορτα,η πορτα ανοιξε κι οπως το κοριτσι ορθιο
απο κατω στεκονταν,επεσε μια πολυ δυνατη βροχη απο χρυσο,κι ολος ο χρυσος εμεινε πανω
της κρεμασμενος,ετσι που'ταν απο παντου σκεπασμενη,'αυτος ειναι δικο σου,γιατι τοσο
εργατικη ησουν' ειπε η κυρα Χολε κι επισης της ξαναδωσε την κουβαριστρα,που'ταν στο
πηγαδι πεσμενη,μετα ηταν η πορτα κλεισμενη,και το κοριτσι βρεθηκε πανω στον κοσμο,οχι
μακρυα απ'το σπιτι της μανας,και σαν ηρθε στην αυλη,ο κοκκορας που καθονταν πανω στο
πηγαδι φωναξε:
'κικιρικου,
η χρυση μας η κοπελα ειναι παλι εδω'
τοτε μπηκε μεσα στη μανα της, κι επειδη ετσι με τοσο χρυσο εφτασε σκεπασμενη,εγιν'απ'αυτη
κι απ'την αδελφη καλοδεχουμενη,το κοριτσι τα διηγηθηκε ολα,οτι σ'αυτο συνεβηκε,κι η μανα
ακουσε,πως στο μεγαλο πλουτο εφτασε,και θελησε η αλλη,η ασχημη και τεμπελα θυγατερα
την ιδια καλη τυχη να'βρει,επρεπε στο πηγαδι να καθησει και να γνεθει και μ'αυτο η κουβα-
ριστρα της να ματωσει,τρυπηθηκε λοιπον στο δαχτυλο αγγιζοντας το χερι σ'εναν αγκαθωτο
θαμνο,κατοπιν εριξε τη κουβαριστρα στο πηγαδι κι επεσε μεσα,κι ηρθε,οπως η αλλη,πανω
σ'ενα ωραιο λιβαδι και προχωρησε στο ιδιο μονοπατι,και σαν αυτη στον φουρνο εφτασε,και
το ψωμι παλι φωναζε,'αχ,συρε με εξω,συρε με εξω,αλλιως θα καω,ειμ'ηδη απ'ωρα πολυ ψημε-
νο',αλλα η τεμπελα απαντησε,' αλλη ορεξη δεν εχω να λερωθω',και τραβηξε μακρυα,σε λιγο
ηρθε στη μηλια,που φωναζε,'αχ,κουνησε με,κουνησε με,εμεις τα μηλα ειμαστε ολα μαζι ωρι-
μασμενα ',αλλ'αυτη απαντησε:'τι μου λες ,να μου πεσει κανενα πανω στο κεφαλι',και μ'αυτο
τραβηξε παραπερα,σαν αυτη μπροστα απ'το σπιτι της κυρας Χολε ηρθε,δεν τρομαξε,επειδη
για τα μεγαλα της δοντια,ειχε κιολας ακουσει,και προσφερθηκε η ιδια σ'αυτη,την πρωτη μερα
εβαλε τα δυνατα της,ηταν εργατικη κι ακολουθουσε τη κυρα Χολε,επειδη σκεφτοντα τον πολυ
χρυσο,που θα της χαριζε,αλλα τη δευτερη μερα αρχισε κιολας να τεμπελιαζει,στη τριτη ακομα
πιο πολυ,που δεν ηθελε καθολου να σηκωθει το πρωι ,επισης δεν εκανε ουτε το κρεβατι της
κυρας Χολε,οπως αυτο επιβαλονταν,και δεν το ξετιναζε,για να πεταχτουν τα πουπουλα,γρηγο-
γρηγορα κουραστηκε η κυρα Χολε και της ειπε να διακοψει την υπηρεσια,αυτο τη τεμπελα
πολυ την ευχαριστησε,και νομιζε,πως τωρα θα'ρθει η βροχη του χρυσου,,η κυρα Χολε την
οδηγησε αμεσως στη πορτα,αλλα σαν αυτη απο κατω σταθηκε,αντι για χρυσος ενα καζανι
γεματο πισσα χυθηκε,'αυτ'ειναι η αμοιβη για την υπηρεσια σου'ειπε η κυρα Χολε κι εκλεισε
την πορτα,τοτ'ηρθε η τεμπελα σπιτι,αλλα ηταν ολοκληρη σκεπασμενη με πισσα ,κι ο κοκκορας
πανω στο πηγαδι,σαν την ειδε,φωναξε:
'κικιρικου
η βρομικη μας η κοπελα ειναι παλι εδω'
αλλα η πισσα εμενε στερεα πανω της κολλημενη και δεν μπορουσε ,οσο καιρο συτη ζουσε,
να ξεκολλησει
.
.
ΤΟ ΔΟΜΙΚΟ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ FRAU HOLLE ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ GRIMM-c.n.couvelis
χ.ν.κουβελης
-το παραμυθι ειναι διηγηματικα κατατασκευασμενο συμμετρικα:δομικος δυισμος:-
καλο/κακο,ασχημο/ομορφο,εργατικοτητα/τεμπελια,ευνοικη/αδικη μεταχειριση,καλωσυνη/
σκληροτητα,ηθικη/ανηθικη συμπεριφορα,αγαθοεργια/κακοεργια,πραγματικοτητα/
σκηνοθεσια [επινοηση]πραγματικοτητας,συνεπεια/ασυνεπεια,τηρηση/αθετηση συμφωνιας,
αγαθοτητα/πονηρια,εγκρατεια/απληστια
-Ιδιοτυπια κυριων ηρωων-
ο καλος[αγαθος]ηρωας:η ομορφη κι εργατικη κορη
οι κακοι ηρωες:η μητρυια και η ασχημη και τεμπελα κορη
-Αρχικη Κατασταση-Παραβιαση Αρμονιας ,Δικαιου-
δυσαρμονια:η μητρυια αγαπα τη δικη της κορη,την ασχημη και τεμπελα,ενω η ομορφη κι
εργατικη κορη κανει ολες τις δουλειες του σπιτιου[Σταχτοπουτα],γνεθει και τρυπουν τα
δαχτυλα της/η τεμπελα δεν κανει τιποτα
-Εξελιξη της δυσαρμονιας-Οι Αντιστροφες δρασεις των κυριων ηρωων-
αφορμη για τιμωρια του αγαθου ηρωα:τη ματωμενη κουβαριστρα που της επεσε στο πηγαδι
αυτη η ιδια πρεπει να τη βγαλει
απελπισια[αδιεξοδο]του καλου ηρωα:πτωση στο πηγαδι
/η τεμπελα[κακη]σκηνοθετει το ματωμα και το ριξιμο της κουβαριστρας στο πηγαδι και τη
πτωση της σ'αυτο
-Εμφανιση και ρολος των δευτερευοντων ηρωων στην ψυχοσυνθεση των κυριων ηρωων-
δευτερευοντες ηρωες[απο τη συμπεριφορα του ηρωα σ'αυτους εξαρταται η τυχη του]:
ο φουρνος με τα ψημενα ψωμια και το δεντρο με τα ωριμασμενα μηλα,η συμπεριφορα
του καλου ηρωα[της ομορφης κι εργατικης κοπελας] ως προς αυτα ειναι θετικη,τα ανακουφι-
ζει,βγαζοντας τα ψωμια και τιναζοντας τα μηλα
\ενω της ασχημης τεμπελας η συμπεριφορα ως προς αυτα ειναι αρνητικη,τα παραταει
-Εμφανιση και ρολος του κρισιμου δευτερευοντα ηρωα για την ανταμοιβη η' την τιμωρια
των κυριων ηρωων-
κρισιμος ηρωας:απο αυτον εξαρταται η λυση της κακοδαιμονιας του αγαθου ηρωα:
η κυρα Χολε,παρα την τρομακτικη της εμφανιση,τεραστια δοντια,αμοιβει για τις καλες
υπηρεσιες της την ομορφη κι εργατικη κοπελα με χρυσο
/και την ασχημη και τεμπελα για αρνηση κι αθετηση υπηρεσιων με πισσα,βρωμια
-Η ηθικη ανωτεροτητα του καλου ηρωα-
τονισμος της υπερτερης ηθικης αξιας[και ιδιοτυπιας;]του καλου ηρωα:
η ομορφη κι εργατικη κοπελα αν και καλοπερνα κοντα στην κυρα Χολε[δεν ακουει κακια
κουβεντα,τρωει καθημερινα βραστα και ψητα φαγητα]ομως νοσταλγει το σπιτι της,τη μανα
της και την αδελφη της κι ας την κακομεταχειριζονται και θελει να επιστρεψει κοντα τους
[αλλη μια αποδειξη του καλου ηρωα και της συνακολουθης ανταμοιβης του]
-Τελικη Κατασταση-Αποκατασταση ισορροπιας,Αρμονιας,Δικαιου-
επιστροφη του καλου[αγαθου ηρωα]/αποκατασταση της ισορροπιας /τιμωρια του κακου
ηρωα:η ομορφη εργατικη κοπελα ειναι γεμισμενη με χρυσο
/η ασχημη και τεμπελα κοπελα ειναι γεμισμενη με βρωμια πισσα
κι αυτο τονιζεται,ως μοττο,στο τελος των δυο μερων του παραμυθιου,απο τον κοκκορα
στο πηγαδι:
[α' μερος,δοκιμασια της καλης κοπελας]
'κικιρικου,
η χρυση μας η κοπελα ειναι παλι εδω'
[β' μερος,δοκιμασια της κακης κοπελας]
'κικιρικου
η βρομικη μας η κοπελα ειναι παλι εδω'
Ηθικος αντιθετικος συμβολισμος[χρυσος,καλο / πισσα,βρωμια,κακο,αμαρτια]
.
.
.
-ένα μικρό παραμυθι-
το μεγάλο μήλο στο δέντρο
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
μια φορά κι ένα καιρό τα πολύ παλιά χρόνια σ'ενα μακρυνό βασίλειο
φύτρωσε μια μηλιά,
η μηλιά πολύ γρήγορα ψήλωσε και κλαδισε και φούντωσε κι έγινε
ένα τεράστιο δέντρο,
ηρθ' ο καιρός και καρπισε,ένα μεγάλο κατακόκκινο μήλο στο πιο
ψηλό κλωνάρι της,
πιο μεγάλο σ'ολο το κόσμο δεν υπαρχει
εκεί ήταν και λιμνούλα και πήγε η βασιλόπουλα με τις φίλες της
να λουσθουν και να παίξουν τοπι
είδε τη μηλιά και θαύμασε το μέγεθος της και το μήλο το επιθυμισε
κι είπε στον πατέρα της τον βασιλιά πως το μήλο θέλει
κι εκείνος έστειλε σ'ολη τη χώρα διαλαλητες,
όποιος το μήλο κόψει αυτός θα παντρευτεί τη βασιλοπούλα και
θα γίνει βασιλιάς,
κι ήρθαν απ'όλα τα μέρη βασιλοπούλα να δοκιμάσουν
και κανένα δεν μπόρεσε το δέντρο ν'ανεβει όσο αντρειωμένο
και να'ταν
το δέντρο ψήλωνε και χοντρενε τον κορμό του και πιο ψηλά
το μήλο τραβαγε
κι ήρθε κι ο μοναχογιός μιας χήρας,πρωτοπαλίκαρο,και γρήγορα
κρέμασε σκοινί στο πρώτο το κλωνάρι και γρήγορα σκαρφαλωσε
και γρήγορα το ξεδεσε και γρήγορα το τίναξε στο παραπάνω,
να προλάβει το γρηγορα ψηλωμα του δέντρου,
και γρήγορα σκαρφαλωσε,
κι αυτό το'κανε χιλιες φορές κι έφτασε στο μηλο,
και το μήλο έκοψε και πάλι γρήγορα δένοντας και ξεδενοντας
το σκοινι κατέβηκε με το μήλο στον κόρφο του,
κι η βασιλοπούλα δάγκωσε το μήλο κι ευφρανθηκε,
κι είπε αυτός είναι ο άντρας μου και βασιλιας
κι έγιναν οι γάμοι εφτά μέρες κι εφτά νύχτες γλεντούσαν κι ήταν
καλεσμένοι όλοι οι άνθρωποι του βασιλείου,φτωχοί και πλούσιοι,
και το μήλο μοιράσθηκε κι έσωσε να φάνε όλοι
ήμουνα κι εγώ εκεί κι εφαγα απ'το μηλο και σας τ'αφηγουμε όλα
ως έγιναν
κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς ακόμα καλλίτερα
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου