α' Δωρο
εφευγε η πολη βορεια, η ' εμεινε στασιμη ,σιμωνε ο
νοτος η' μονιμα οπισθοχωρουσε, στ'αριστερα η θα-
λασσα ρηχη, στα δεξια η θαλασσα αβαθης , στη
μεση το πελαγου ευθεια γραμμη ο δρομος, στ'α-
ριστερα της ζυγαριας αντιζυγιζονταν το ποδηλατο
κι ο φτωχος ψαρας , τα βραχια τ'αρμυρικια , τα
ξυλινα παλουκια , ο φραχτης της θαλασσας ,το
πλεουμενο σπιτακι της θαλασσας , γλαρονι , -
μ'ασπρογαλαζες μπογιες χαμογελουσε ο κοσμος /
Εγω, που βλε-
πω ερμηνευοντας τον κοσμο, Εγω , ο κατασκευαστης,
ο ιερος μαραγκος των ψαριων, Εγω, ο ξενιος ψαρας,
αλιευς των ψυχων, ημαρτον ,ο ισορροπιστης
στο σχοινι: ''εδωθε - εκειθε '' μετεωρος, μεγαλυνω
τα εργα Μου , απ' τα βαθη της ψυχης, τα εργα Σου
μεγαλυνω /
Εγω , πληθυνθηκα ως
οι κοκκοι της αμμου στα εικονισματα κι αυξηθηκα
ως τα πανυψηλα βουνα στα λογια, αιωνια/
Εγω , ειμι η ευθεια ο-
δος
Εγω , το χελι , ο εγχει-
λος
Εγω , ο κεφαλος, Εγω
ο βηματιζων στο Μεσον , Εγω , λακωνιζοντας οδευ-
ω, Εγω , ερημιτης εν τη πληροτητι , Εγω , συμμε-
ριστης των Προηγιασμενων δωρων , Εγω , πενης κι
εχορτασθηκα , διψασμενος κι εξεδιψασα , Εγω ,
ο μικρος , ο Μεγας , εγω , ο ανθρωπος /
Εγω
β ' Δωρο
απ' τη μερια της δυσης ξεμπαρκαρε ο αρχαιος
καραβοκυρης , τα βραδια γυρω απ 'τη φωτια,
π' αναβαμε να ζεσταθουμε στα κοκκαλα μας
ξεμπερδευε επιδεξια τις περιπετειες , εκεινη
ομως , που περισσοτερο μας τρομαξε ηταν
εκεινη η παραξενη της μαγισσας γυναικας
, που μαγεψε τους συντροφους μας σε γου-
ρουνια , εκεινα τα αγρια και βρωμικα, ο πιο
μικρος αναμεσα μας το πηρε ασηκωτο κι
αψηλωθηκε ασχημα ο νους του ,ετσι την ορι-
σμενη ωρα οταν τ ' αστρο ερχεται να βυθιστει
στα νερα , γαληνια προκρινοντας τον καιρο
στους θνητους , αρματονοντας τρικαταρτο
καραβι ξεφυγε αποφασισμενος κι αραχνος
στο πλατυ πελαγο κατα το νοτο , νεα του δεν
μαθαμε μητε καλα μητε κακα ως τα τωρα,
που ολ' αυτα τ ' απολογουμαι, μητε ακουστηκε
να γυρισε κανενας τους
Μακαριες οι ψυχες , π ' αφηνουνε ξωπισω τους
σαν πεταλουδες πολυχρωμες τα χρωματισματα
στην ατμοσφαιρα, για βραδυνη για πρωινη ,
μνημουρι παντοτεινο των απογονων ανθρωπων
Μακαρισμενοι οι θαλασσιτες των αλυκων , κι αυτοι
και τα αλατισμενα ισκιωματα τους στη θαλασσα
τη ρηχη κι αβαθη
των αβυθων
γ ' Δωρο
Απ' την αβεβαιη μερια της θαλασσας δεθηκε με
διπατα , τριπατα τα καραβια / στα
μπαλκονια αγκαλιαζανε τα παιδια σφιχτα στο
στηθος , τρισαλι των φτωχων του αιωνα /
τα ειρηνικα
του μελλοντα αιωνα θα καταφθασουν στο λιμανι
νωρις αυριο το πρωι'/
αν προφητευεις
την αδικια , ποτε μαντη κακων , αισχημονεστατε ,
θα προμηνυσεις την δικαιοσυνη ; /
αριθμω
απειρα τα περατα των λογων , δηλαδη ο λογος
με την αυστηρη εννοια των αρχαιων , Ελληνων
των δικων μας προγονων/
εφτασε στο
βυζαντινο εκκλησακι ο ορθρος με τα τρεμουλιαστα
αγγελματα των γλαρων , τον γυιο της τον κατα -
σαρκωσε στο κυπαρισσι ισκιο καται'σκιο ''εδωκας
στις αμαρτιες μου μεριδιο δικαιο , μην μ' αξιωσεις
της τιμωριας '' την ωρα , που τελειωνει το οραμα
των θαλασσινων κηπων/
εξιστορουμαι την απεραντη αφηγηση . πρωτο
κατα πρωτο , πρωτατο , το αλφα , στο βαθος
βυθισμενη η στερια στον αδολο υπνο των μακα-
ρισμενων , αιωνια αφουγκραζουμαι τις φτερουγες
των αγγελων ειτε για την ψυχη /
κι εκειθε
με την ψυχη
δ ' Δωρο
Καποτε θα ερχονταν , θα εφθανε η ωρα , το αγριο
στον τοπο του, το αγριο το φυσικο , οχι το αλλο,
των δαιμονων. ηθελε , λεει , να βοσκησει αμεριμνο
κι ευτυχισμενο σε χλωροπρασινα περιβολια , που
τρεχουν τα νερα αυλακια γυρω απ' τις μηλιτσες ,
επειτα να ισκιωθει στις αγριοτριανταφυλλιες προτου
η ωρα να ερθει να ζευγαρωθει καθως ειναι ορισμενη,
ακομη , λεει , ηθελε καταβαθα να τριποδισει
ελευθερο στο μονοπατι πλαι' στης θαλασσας
τ 'ακρογυαλι/
και
τ 'αναποφευκτο σ ' ανθρωπους και ζωα να το' βρει,
λεει , καλοταγισμενο/
αυτα,
που ηθελε δεν ξερω αν ετσι γυρισαν για κεινο /
ειναι αδιαπεραστα τα μυστικα τα συνθεμελιωματα
του ειναι /
κι εσυ φτωχο
στο νου και δυνατο στο σωμα , πως δυνασαι να
ξεκλειδωσεις τα σφραγισματα των θεων ; /
κι εσυ
δυνατο στο νου και ρωμαλαιο στο σωμα , πως
δυνασαι να ξεκλειδωσεις τα σφραγισμενα
των αλογων ;
κι εσυ ,δηλαδη εγω ,
πως υπαρχεις εκει , που υπηρξε
αυτο / αγριο/
αγριο /
αεικινητο/
Ποιος ξερει ;
Αν στη φαντασια του ειμαι , οτι υπηρξα , ειναι
ε ' Δωρο
ο ηλιος στοιβαχτηκε γαλαζιος , γαληνια περιμενε
το μεγαλυναριο του τρουλου, κι αφου αρμοσε τους
ισκιους του μεσημεριου στους τοιχους , δεν αποσυρ-
θηκε στους εξοχους κηπους , μητε απο τα πρασινα
δεντρα ξεσκαρφαλωσε /
Εγω , που δεν αρνουμαι το ωραιο , ξεκρεμασα
και φυλαξα κρυφη τη λειτουργημενη α -
γιογραφια στους δισεκτους καιρους /
κανεις
να μην μαρτυρησει το μυροβλητο μερος , απο-
κρυφο το παραδιδω στην ευγενικη κληρονομια
των ελαχιστων
Εν πασει περιπτωσει εξακολουθω να σαγηνευο-
μαι αμετανοητος απο την κλιμακωση του ιερου,
μεθερμηνευομενο ταπεινα '' ως των ανθρωπων ''
Ενωπιον των οικηματων αφηγουμαι τη παραδεισο,
που ισως μοναχα εγω αγνοω /
ειτε
αγνωριστη κατεχω ως τωρα
στ ' Δωρο
λυνοντας τα συννεφα ταξιδεψανε τα βουνα , ε -
ξον απ ' τις ελιες , καταφορτωμενες καρπο φετος,
μεταφερανε στις πλατες τους ολοκληρες πλαγιες
στ' αμπελια καταφυτες , τα σχοινια των μαλλιων
τους τα στερεωσανε στα ορθια κυπαρισσια λαμ-
ποντας το αντικαθρεφτισμα τους ο ποντος με-
τακινηθηκε στις μεσα στεριες , εκει γευτηκανε
το εσωτερικο των κοχυλιων , ρωτησανε για τις
καρφωμενες ταβλες , τα ξυλα , που πλεουν στα
νερα , η απαντηση ηρθε ολοκληρωμενη απ' τα
κανονικα χτυπηματα των κουπιων , παρακατω
μ ' αγκυρες αγκιστρωσανε την καρδια μας
την μεθεπομενη Κυριακη /των βαι'ων /
παιρ-
νοντας το νερο με τις φουχτες το κυλουσε ρυα-
κια στη κοιλια της , παρακατω τρυπωνε χρωματιστο
στα φυκια , τολμησε να τ ' αναδευσει πριν το ψαρι
χωθει στη κρυψωνα του ν ' ανταμωσει τα λογια,
ευφραντικα/
παιρ-
νοντας τα καλαμια στα χερια μελωδισε την απα-
λοτητα στο στομα , εν τω μεταξυ ταξιδευανε
τα συννεφα .
εφευγε η πολη βορεια, η ' εμεινε στασιμη ,σιμωνε ο
νοτος η' μονιμα οπισθοχωρουσε, στ'αριστερα η θα-
λασσα ρηχη, στα δεξια η θαλασσα αβαθης , στη
μεση το πελαγου ευθεια γραμμη ο δρομος, στ'α-
ριστερα της ζυγαριας αντιζυγιζονταν το ποδηλατο
κι ο φτωχος ψαρας , τα βραχια τ'αρμυρικια , τα
ξυλινα παλουκια , ο φραχτης της θαλασσας ,το
πλεουμενο σπιτακι της θαλασσας , γλαρονι , -
μ'ασπρογαλαζες μπογιες χαμογελουσε ο κοσμος /
Εγω, που βλε-
πω ερμηνευοντας τον κοσμο, Εγω , ο κατασκευαστης,
ο ιερος μαραγκος των ψαριων, Εγω, ο ξενιος ψαρας,
αλιευς των ψυχων, ημαρτον ,ο ισορροπιστης
στο σχοινι: ''εδωθε - εκειθε '' μετεωρος, μεγαλυνω
τα εργα Μου , απ' τα βαθη της ψυχης, τα εργα Σου
μεγαλυνω /
Εγω , πληθυνθηκα ως
οι κοκκοι της αμμου στα εικονισματα κι αυξηθηκα
ως τα πανυψηλα βουνα στα λογια, αιωνια/
Εγω , ειμι η ευθεια ο-
δος
Εγω , το χελι , ο εγχει-
λος
Εγω , ο κεφαλος, Εγω
ο βηματιζων στο Μεσον , Εγω , λακωνιζοντας οδευ-
ω, Εγω , ερημιτης εν τη πληροτητι , Εγω , συμμε-
ριστης των Προηγιασμενων δωρων , Εγω , πενης κι
εχορτασθηκα , διψασμενος κι εξεδιψασα , Εγω ,
ο μικρος , ο Μεγας , εγω , ο ανθρωπος /
Εγω
β ' Δωρο
απ' τη μερια της δυσης ξεμπαρκαρε ο αρχαιος
καραβοκυρης , τα βραδια γυρω απ 'τη φωτια,
π' αναβαμε να ζεσταθουμε στα κοκκαλα μας
ξεμπερδευε επιδεξια τις περιπετειες , εκεινη
ομως , που περισσοτερο μας τρομαξε ηταν
εκεινη η παραξενη της μαγισσας γυναικας
, που μαγεψε τους συντροφους μας σε γου-
ρουνια , εκεινα τα αγρια και βρωμικα, ο πιο
μικρος αναμεσα μας το πηρε ασηκωτο κι
αψηλωθηκε ασχημα ο νους του ,ετσι την ορι-
σμενη ωρα οταν τ ' αστρο ερχεται να βυθιστει
στα νερα , γαληνια προκρινοντας τον καιρο
στους θνητους , αρματονοντας τρικαταρτο
καραβι ξεφυγε αποφασισμενος κι αραχνος
στο πλατυ πελαγο κατα το νοτο , νεα του δεν
μαθαμε μητε καλα μητε κακα ως τα τωρα,
που ολ' αυτα τ ' απολογουμαι, μητε ακουστηκε
να γυρισε κανενας τους
Μακαριες οι ψυχες , π ' αφηνουνε ξωπισω τους
σαν πεταλουδες πολυχρωμες τα χρωματισματα
στην ατμοσφαιρα, για βραδυνη για πρωινη ,
μνημουρι παντοτεινο των απογονων ανθρωπων
Μακαρισμενοι οι θαλασσιτες των αλυκων , κι αυτοι
και τα αλατισμενα ισκιωματα τους στη θαλασσα
τη ρηχη κι αβαθη
των αβυθων
γ ' Δωρο
Απ' την αβεβαιη μερια της θαλασσας δεθηκε με
διπατα , τριπατα τα καραβια / στα
μπαλκονια αγκαλιαζανε τα παιδια σφιχτα στο
στηθος , τρισαλι των φτωχων του αιωνα /
τα ειρηνικα
του μελλοντα αιωνα θα καταφθασουν στο λιμανι
νωρις αυριο το πρωι'/
αν προφητευεις
την αδικια , ποτε μαντη κακων , αισχημονεστατε ,
θα προμηνυσεις την δικαιοσυνη ; /
αριθμω
απειρα τα περατα των λογων , δηλαδη ο λογος
με την αυστηρη εννοια των αρχαιων , Ελληνων
των δικων μας προγονων/
εφτασε στο
βυζαντινο εκκλησακι ο ορθρος με τα τρεμουλιαστα
αγγελματα των γλαρων , τον γυιο της τον κατα -
σαρκωσε στο κυπαρισσι ισκιο καται'σκιο ''εδωκας
στις αμαρτιες μου μεριδιο δικαιο , μην μ' αξιωσεις
της τιμωριας '' την ωρα , που τελειωνει το οραμα
των θαλασσινων κηπων/
εξιστορουμαι την απεραντη αφηγηση . πρωτο
κατα πρωτο , πρωτατο , το αλφα , στο βαθος
βυθισμενη η στερια στον αδολο υπνο των μακα-
ρισμενων , αιωνια αφουγκραζουμαι τις φτερουγες
των αγγελων ειτε για την ψυχη /
κι εκειθε
με την ψυχη
δ ' Δωρο
Καποτε θα ερχονταν , θα εφθανε η ωρα , το αγριο
στον τοπο του, το αγριο το φυσικο , οχι το αλλο,
των δαιμονων. ηθελε , λεει , να βοσκησει αμεριμνο
κι ευτυχισμενο σε χλωροπρασινα περιβολια , που
τρεχουν τα νερα αυλακια γυρω απ' τις μηλιτσες ,
επειτα να ισκιωθει στις αγριοτριανταφυλλιες προτου
η ωρα να ερθει να ζευγαρωθει καθως ειναι ορισμενη,
ακομη , λεει , ηθελε καταβαθα να τριποδισει
ελευθερο στο μονοπατι πλαι' στης θαλασσας
τ 'ακρογυαλι/
και
τ 'αναποφευκτο σ ' ανθρωπους και ζωα να το' βρει,
λεει , καλοταγισμενο/
αυτα,
που ηθελε δεν ξερω αν ετσι γυρισαν για κεινο /
ειναι αδιαπεραστα τα μυστικα τα συνθεμελιωματα
του ειναι /
κι εσυ φτωχο
στο νου και δυνατο στο σωμα , πως δυνασαι να
ξεκλειδωσεις τα σφραγισματα των θεων ; /
κι εσυ
δυνατο στο νου και ρωμαλαιο στο σωμα , πως
δυνασαι να ξεκλειδωσεις τα σφραγισμενα
των αλογων ;
κι εσυ ,δηλαδη εγω ,
πως υπαρχεις εκει , που υπηρξε
αυτο / αγριο/
αγριο /
αεικινητο/
Ποιος ξερει ;
Αν στη φαντασια του ειμαι , οτι υπηρξα , ειναι
ε ' Δωρο
ο ηλιος στοιβαχτηκε γαλαζιος , γαληνια περιμενε
το μεγαλυναριο του τρουλου, κι αφου αρμοσε τους
ισκιους του μεσημεριου στους τοιχους , δεν αποσυρ-
θηκε στους εξοχους κηπους , μητε απο τα πρασινα
δεντρα ξεσκαρφαλωσε /
Εγω , που δεν αρνουμαι το ωραιο , ξεκρεμασα
και φυλαξα κρυφη τη λειτουργημενη α -
γιογραφια στους δισεκτους καιρους /
κανεις
να μην μαρτυρησει το μυροβλητο μερος , απο-
κρυφο το παραδιδω στην ευγενικη κληρονομια
των ελαχιστων
Εν πασει περιπτωσει εξακολουθω να σαγηνευο-
μαι αμετανοητος απο την κλιμακωση του ιερου,
μεθερμηνευομενο ταπεινα '' ως των ανθρωπων ''
Ενωπιον των οικηματων αφηγουμαι τη παραδεισο,
που ισως μοναχα εγω αγνοω /
ειτε
αγνωριστη κατεχω ως τωρα
στ ' Δωρο
λυνοντας τα συννεφα ταξιδεψανε τα βουνα , ε -
ξον απ ' τις ελιες , καταφορτωμενες καρπο φετος,
μεταφερανε στις πλατες τους ολοκληρες πλαγιες
στ' αμπελια καταφυτες , τα σχοινια των μαλλιων
τους τα στερεωσανε στα ορθια κυπαρισσια λαμ-
ποντας το αντικαθρεφτισμα τους ο ποντος με-
τακινηθηκε στις μεσα στεριες , εκει γευτηκανε
το εσωτερικο των κοχυλιων , ρωτησανε για τις
καρφωμενες ταβλες , τα ξυλα , που πλεουν στα
νερα , η απαντηση ηρθε ολοκληρωμενη απ' τα
κανονικα χτυπηματα των κουπιων , παρακατω
μ ' αγκυρες αγκιστρωσανε την καρδια μας
την μεθεπομενη Κυριακη /των βαι'ων /
παιρ-
νοντας το νερο με τις φουχτες το κυλουσε ρυα-
κια στη κοιλια της , παρακατω τρυπωνε χρωματιστο
στα φυκια , τολμησε να τ ' αναδευσει πριν το ψαρι
χωθει στη κρυψωνα του ν ' ανταμωσει τα λογια,
ευφραντικα/
παιρ-
νοντας τα καλαμια στα χερια μελωδισε την απα-
λοτητα στο στομα , εν τω μεταξυ ταξιδευανε
τα συννεφα .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου