Μια φορα ζουσε ενα παιδι μονακριβο, με τη μανα
του ολες τις μερες του χρονου και με τον πατερα
του, που θαλασσωνονταν , σαν επερνε να
χειμωνιαζει ο καιρος,την εποχη ,που αγκυρο-
βολουσαν τα καραβια στα λιμανια για το
φοβο της τρικυμιας και των ανεμων.Δεν ηθελε
τα γραμματα , μητε τα σπουδαγματα, η ψυχη
του λαχταρουσε μοναχα τη μουσικη.Μαθαινε
στο βιολι με το δοξαρι του τα φερσιματα των
κυματων στα βραχια και στα χαλικια ,κρατουσε
στις χορδες του τα κελαηδισματα των πουλιων
και τ'απελευθερωνε παιζοντας, τ'αηδονι την
ανοιξη στα ευκαλυπτα και την καρδερινα,
που γλυκολαλει ,ακουγε και τον ανεμο αναμε-
σα στα φυλλα της ελιας να μουρμουριζει
κι αποτυπωνε τη φωτεινη γραμμη ,
το οργωμα, του φεγγαριου στο χωραφι
τ'ουρανου , υστερα επαιζε τη ''μαντζου-
ρανα'',που του διδαξε να παιζει στο βιολι
οσο ζουσε ενας γεροντας σοφος δασκαλος
της μουσικης,εκεινους τους ρυθμους ,που
προερχονταν απο τα οργανα τη ζυγια
της τσαμπουνας , τα χερια του φτερουγιζαν
ασκημενα στη δεξιοτεχνια .Αργοτερα
επακολουθησαν οι διηγησεις των αντρων
και των γυναικων ,κι αλλαζε σε σκοπους
γαμηλιους και χορευτικους ,φθογγοι ,λε-
ξεις κι ολοκληρη η γλωσσα μας χορευε
στη ψυχη του .
Εκεινα τα χρονια ζουσε ο βασιλιας ,που
κατειχε τα σιταροφαγα αλογα και τους
ψηλους πυργους,κι ειχε τη δυναμη να
εξουσιαζει τους ανθρωπους ,τα ζωντανα
και τ'αψυχα.
Σαν τον χτυπησε το κακο στο σπιτι του
εστειλε να'ρθουν οσοι μεσα κι εξω απ 'το
βασιλειο του δυνονταν να γιατρεψουν
τη βασιλοπουλα απ'την αρρωστεια της.
Κι οπως ειχε σταματησει να τρεφεται
η οψη της χλωμιασε πολυ ,οπως χλωμιαζουν
και σβηνουν τ'αστρα της νυχτας στον
ερχομο της μερας και του ηλιου.Κι η ομορ-
φια στα ματια τα ματοκλαδα χαθηκε
μαζι με την ασπραδα του κορμιου ,που
ματι κρυφο ποτε δεν ειδε στον
κοσμο.Και πως ξαφνικα σταματησε
να γελα το στομα με τα μαργαριταρενια
δοντια , και τα μαγουλα σαν τα κοκκινα
τριανταφυλλα στον φραχτη του κηπου
φυλλοροησαν στο αποτομο φυσημα
τ' ανεμου ,τ'αγγιγμα.
Οποιος την εκανε καλα,διαλαλησαν
οι κηρυκες ,εκεινον θα παντρευονταν
η βασιλοπουλα και θα βασιλευε στο βασι-
λειο.
Κινησαν τοτε κι απ'τα τεσσερα περατα
του κοσμου παλικαρια διαλεχτα , κινησε
κι εκεινο το μικρουτσικο το μοναχο.Η μανα
του του φωναξε κι εκεινο διαβαινει τα ορη
τα βουνα, η μανα του του ξαναφωναξε κι
εκεινο πορευεται στη νυχτα με φεγγαρι , η
μανα του το ευχηθηκε κι εκεινο εφτασε
στο παλατι του βασιλια .
Κανενας δεν πετυχε να γιατρεψει τη βασι-
λοπουλα , μητε με τα τεχνασματα μητε
με τ'αστεια λογια πετυχε , μητε με την ομορ-
φαδα και την λεβεντια του.Εκεινη στεκωνταν
ακινητη σαν να'ταν μαρμαρωμενη, μητε
ετρωγε μητε γελουσε.
Σαν ηρθε κι η σειρα του νιουτσικου κι εστα-
θηκε αντικρυ στη βασιλοπουλα , πηρε στα
χερια το βιολι τοιμασε το δοξαρι και στις
χορδες κυλησαν τα κυματα στην αμμο
της ακρογυαλιας χιλια γλυκοφιληματα,
κι επειτα δοξαρισε επιδεξια το σταλαγμα
της κληματαριας καθως φουντωνει στους
χυμους , υστερα συνοδεψε τα πεταγματα
της χελιδωνας σαν ερθει η ανοιξη κι ανοι-
ξει ο καιρος . Πηρε γλυκοφωνα το νανου-
ρισμα της μανας στο μικρο παιδι ,πο'χει
στη κουνια :''κοιμησου αστερακι μου και
σου παραγγειλα με τον ηλιο το φεγγαρι'',
και το τραγουδι ,που πλεκει η φαλαινα
επαιξε .
Ομως ,τιποτα .Εκεινα δεν ειχαν αποτελεσμα
κανενα , μεσα στις τοσες φωνες του βιολιστη.
Κι ωρες πολλες εκεινος επαιζε ακαταπαυστα
το οργανο :μηπως κι ανθισει το χαμογελο
στα κλειστα χειλη , μηπως και πηδηξει η χαρα
απ'τ' απνοα στηθη.
Αλιμονο, καθως δεν ειχαν αποτελεσμα κανενα
οι μουσικες του , αποκαμε ο λαλητης , κι η
ψυχη του σφιχτηκε ,μαραθηκε και τοτε
σιγα-σιγα σαν απο λευκο κυκνο ,που
μονος αργοπεθαινει ξεχυθηκε μακροσυρτο
παραπονο ,της απελπισιας ποταμι ελευθε-
ρωθηκε ,και λοξοδρομησε στα κρυφα τα
λογια της αγαπης κι ηταν απ'τα χρυσαφια
στα μαλλια της ,που θαμπωθηκε κι ηταν
,που'μοιαζε στον κρινο το λευκο ο λαιμος
της , στο γαρυφαλλο το χρωμα των
χειλιων της κι επαιζε πληγωμενος της
αγαπης το τραγουδι. Κι επαιζε κι επαιζε.
Εκεινη ,σαν απο βαθυ υπνο να ξυπνησε,
χρονια κοιμωμενη , ροδισε στα μαγουλα
σαν την αυγουλα , τα ματια ανοιξε κι ελαμ-
ψε σαν ηλιος στην οψη η ομορφαδα της ,
και το χαμογελο κυλησε κελαριστο στο
προσωπο της ,κι εκεινη η ομορφη η ζη-
λευτη αναστηθηκε στ'ακουσματα της
μουσικης του.
Καθως ταχτηκε του την δωσανε νυφη γυναικα
στο πλευρο του .Περασανε τα στεφανα και μια
βδομαδα γλεντουσαν και χορευανε.
Κι ετσι αυτοι ζησανε καλα κι εσεις ακομα καλυ-
τερα.
Εγω ,που ολα εκεινα διηγηθηκα, γλεντησα και
μεθυσα μαζι τους
του ολες τις μερες του χρονου και με τον πατερα
του, που θαλασσωνονταν , σαν επερνε να
χειμωνιαζει ο καιρος,την εποχη ,που αγκυρο-
βολουσαν τα καραβια στα λιμανια για το
φοβο της τρικυμιας και των ανεμων.Δεν ηθελε
τα γραμματα , μητε τα σπουδαγματα, η ψυχη
του λαχταρουσε μοναχα τη μουσικη.Μαθαινε
στο βιολι με το δοξαρι του τα φερσιματα των
κυματων στα βραχια και στα χαλικια ,κρατουσε
στις χορδες του τα κελαηδισματα των πουλιων
και τ'απελευθερωνε παιζοντας, τ'αηδονι την
ανοιξη στα ευκαλυπτα και την καρδερινα,
που γλυκολαλει ,ακουγε και τον ανεμο αναμε-
σα στα φυλλα της ελιας να μουρμουριζει
κι αποτυπωνε τη φωτεινη γραμμη ,
το οργωμα, του φεγγαριου στο χωραφι
τ'ουρανου , υστερα επαιζε τη ''μαντζου-
ρανα'',που του διδαξε να παιζει στο βιολι
οσο ζουσε ενας γεροντας σοφος δασκαλος
της μουσικης,εκεινους τους ρυθμους ,που
προερχονταν απο τα οργανα τη ζυγια
της τσαμπουνας , τα χερια του φτερουγιζαν
ασκημενα στη δεξιοτεχνια .Αργοτερα
επακολουθησαν οι διηγησεις των αντρων
και των γυναικων ,κι αλλαζε σε σκοπους
γαμηλιους και χορευτικους ,φθογγοι ,λε-
ξεις κι ολοκληρη η γλωσσα μας χορευε
στη ψυχη του .
Εκεινα τα χρονια ζουσε ο βασιλιας ,που
κατειχε τα σιταροφαγα αλογα και τους
ψηλους πυργους,κι ειχε τη δυναμη να
εξουσιαζει τους ανθρωπους ,τα ζωντανα
και τ'αψυχα.
Σαν τον χτυπησε το κακο στο σπιτι του
εστειλε να'ρθουν οσοι μεσα κι εξω απ 'το
βασιλειο του δυνονταν να γιατρεψουν
τη βασιλοπουλα απ'την αρρωστεια της.
Κι οπως ειχε σταματησει να τρεφεται
η οψη της χλωμιασε πολυ ,οπως χλωμιαζουν
και σβηνουν τ'αστρα της νυχτας στον
ερχομο της μερας και του ηλιου.Κι η ομορ-
φια στα ματια τα ματοκλαδα χαθηκε
μαζι με την ασπραδα του κορμιου ,που
ματι κρυφο ποτε δεν ειδε στον
κοσμο.Και πως ξαφνικα σταματησε
να γελα το στομα με τα μαργαριταρενια
δοντια , και τα μαγουλα σαν τα κοκκινα
τριανταφυλλα στον φραχτη του κηπου
φυλλοροησαν στο αποτομο φυσημα
τ' ανεμου ,τ'αγγιγμα.
Οποιος την εκανε καλα,διαλαλησαν
οι κηρυκες ,εκεινον θα παντρευονταν
η βασιλοπουλα και θα βασιλευε στο βασι-
λειο.
Κινησαν τοτε κι απ'τα τεσσερα περατα
του κοσμου παλικαρια διαλεχτα , κινησε
κι εκεινο το μικρουτσικο το μοναχο.Η μανα
του του φωναξε κι εκεινο διαβαινει τα ορη
τα βουνα, η μανα του του ξαναφωναξε κι
εκεινο πορευεται στη νυχτα με φεγγαρι , η
μανα του το ευχηθηκε κι εκεινο εφτασε
στο παλατι του βασιλια .
Κανενας δεν πετυχε να γιατρεψει τη βασι-
λοπουλα , μητε με τα τεχνασματα μητε
με τ'αστεια λογια πετυχε , μητε με την ομορ-
φαδα και την λεβεντια του.Εκεινη στεκωνταν
ακινητη σαν να'ταν μαρμαρωμενη, μητε
ετρωγε μητε γελουσε.
Σαν ηρθε κι η σειρα του νιουτσικου κι εστα-
θηκε αντικρυ στη βασιλοπουλα , πηρε στα
χερια το βιολι τοιμασε το δοξαρι και στις
χορδες κυλησαν τα κυματα στην αμμο
της ακρογυαλιας χιλια γλυκοφιληματα,
κι επειτα δοξαρισε επιδεξια το σταλαγμα
της κληματαριας καθως φουντωνει στους
χυμους , υστερα συνοδεψε τα πεταγματα
της χελιδωνας σαν ερθει η ανοιξη κι ανοι-
ξει ο καιρος . Πηρε γλυκοφωνα το νανου-
ρισμα της μανας στο μικρο παιδι ,πο'χει
στη κουνια :''κοιμησου αστερακι μου και
σου παραγγειλα με τον ηλιο το φεγγαρι'',
και το τραγουδι ,που πλεκει η φαλαινα
επαιξε .
Ομως ,τιποτα .Εκεινα δεν ειχαν αποτελεσμα
κανενα , μεσα στις τοσες φωνες του βιολιστη.
Κι ωρες πολλες εκεινος επαιζε ακαταπαυστα
το οργανο :μηπως κι ανθισει το χαμογελο
στα κλειστα χειλη , μηπως και πηδηξει η χαρα
απ'τ' απνοα στηθη.
Αλιμονο, καθως δεν ειχαν αποτελεσμα κανενα
οι μουσικες του , αποκαμε ο λαλητης , κι η
ψυχη του σφιχτηκε ,μαραθηκε και τοτε
σιγα-σιγα σαν απο λευκο κυκνο ,που
μονος αργοπεθαινει ξεχυθηκε μακροσυρτο
παραπονο ,της απελπισιας ποταμι ελευθε-
ρωθηκε ,και λοξοδρομησε στα κρυφα τα
λογια της αγαπης κι ηταν απ'τα χρυσαφια
στα μαλλια της ,που θαμπωθηκε κι ηταν
,που'μοιαζε στον κρινο το λευκο ο λαιμος
της , στο γαρυφαλλο το χρωμα των
χειλιων της κι επαιζε πληγωμενος της
αγαπης το τραγουδι. Κι επαιζε κι επαιζε.
Εκεινη ,σαν απο βαθυ υπνο να ξυπνησε,
χρονια κοιμωμενη , ροδισε στα μαγουλα
σαν την αυγουλα , τα ματια ανοιξε κι ελαμ-
ψε σαν ηλιος στην οψη η ομορφαδα της ,
και το χαμογελο κυλησε κελαριστο στο
προσωπο της ,κι εκεινη η ομορφη η ζη-
λευτη αναστηθηκε στ'ακουσματα της
μουσικης του.
Καθως ταχτηκε του την δωσανε νυφη γυναικα
στο πλευρο του .Περασανε τα στεφανα και μια
βδομαδα γλεντουσαν και χορευανε.
Κι ετσι αυτοι ζησανε καλα κι εσεις ακομα καλυ-
τερα.
Εγω ,που ολα εκεινα διηγηθηκα, γλεντησα και
μεθυσα μαζι τους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου