ζ ' Δωρο
Τα ψαρια καθως βυθιστηκαν με περιτεχνη βουτια
ανακαλυψαν τη πνιγμενη γυναικα π'απεγνωσμενα
αναζητουσαμε στα κτηματα του Ραζικοτσικα μεσα
στα κληματα των σταφυλιων. απ'τα στηθια ασπρα,
στρογγυλα ,αναβλυζε αφθονη η μαρμαρυγη τ'αλατιου,
την ειδαμε μπροστα στον μεγαλο καθρεφτη μ'αρμο-
νικες κινησεις χθες ως αργα τ'αποβραδο να ποστια-
ζει κυκλωτερα τα φορτια των νερων ,που πιαστη-
κανε στα διχτυα της / εξω
απ'τ 'ανατολικο παραθυρο και ψηλα βολταριζε
η σεληνη ολοστρογγυλη μπρατζερα προς τη
χαση ,κατω τα ξυλινα παλουκια, που δενονται
οι βαρκες μας, πριν να διαλυθουν γαλαζιες στον
οριζοντα / τωρα
διαλυθηκαν χωρις αμφιβολια γαλαζια τα ματια,
ωσοτου να φαγωθει στη ματαιοτητα θα'χει στρε-
ψει το πλευρο κατα τα δυτικα, απο πια μουραγια
θα ορτσαρουμε στα καμπυλωμενα μερη, τα ευω-
διαστα κηπαρια της Μαριας ; / Χαιρε ,
η αορατη των λογισμων / Χαιρε,
η επιστροφη της ευτυχιας ,Χαιρε,
η πολυανθουσα τα εγκοσμια ,Χαιρε,
περιστεριωνα της λευκοτητας
Αμην
η ' Δωρο
Αληθεια,πως να ονειρευεται στο θαλασσιο υπνο
του χωμενο το σπιτι εκεινο το ευτυχισμενο ψαρι ,
που σπαρταρωντας λιγοστευει το λαδι στο καντηλι
του, φετος οι θαλασσινοι με τα πριαρια στο αι'βα-
ρι ειναι ετοιμοι / ειναι τα χρωματα να
αιχμαλωτισθουν η' παραμενουν παρ'ολ 'αυτα
ελευθερα πολιορκημενα; / απαντησε , εσυ στοχαστη
των ασημαντων και παντα εφημερων / ρωτων-
τας αναγνωριζουμε στα πραγματα τα ελαττωματα
των ιδεων μας,απαντωντας αιμμοραγουμε την αληθεια/
εχω ενα σπιτακι καρφιτσωμενο κοσμημα
στο γαλαζιο μισοπελαγα ,πεταλουδα στο μεσο
των αορατων/ '' εαλω η πολις,
η λαμπρη , η βασιλευουσα πολιτεια '' γρηγορα,
στ'ανατολικο ν'ανεβουμε στα βαρια καραβια,
οπως- οπως, για τα εφτανησα , ''σα σωθουμε
μανα, αχ. ερμη πατριδα , τ'ορκιζουμε '' να κοπει
συριζα η γλωσσα μας αν σ'απολησμονησουμε''
στην αιχμαλωσια μας ''συριζα,αρνουμενοι
την τυρβη και την πολυτελεια/ εχω ενα σπιτακι
παστωμενο στ'ασπρο λευκο αλατι της αλυκης,
λευκασμενο στην ασπρη συντροφια των
γλαρων / Εει'
Τακη Πλουμα τ'ακους ; και να μετρω και να'σαι
μεσ' στο χωμα / αθανατος
θ ' Δωρο
γλυστρισε λιτα στα νερα τα εργα του, αρμυρενει
τη γνωμη του στα συμβαντα των φυκιων,ως
το τελος απαραδοτος θα πορευεται στον ατρυγητο
ποντο, απ 'τα παναρχαια χρονια βυθιστηκε
αρματωλος στις πολιτειες του , ανεγραψε δε
τ' ονομα του αρχετυπο των παντοτεινων
ιδεων/με τ ' αρμυρικια
πορευεται η μνημη σου στην ισαξια μνημη των
ερχομενων, εσαει/αρκετα στον λυρισμο
της μερας εστρωσα παντοειδη θαλασσινα στο
τραπεζιμου, ποιος να ιερουργει εκει μεσα , στον
ομφαλο , περα ; το θυμιασμα μαρτυρειται
στο συννεφο , αιωρουμενο βαμβακι των
καμπων/σιγουρα , εδω, ανασταινεται το
κατασκοτεινο θεολαμπρο, πασιχαρες
στον ξανθο Απριλη του Ζακυνθινου ποιη
-ταρη/ οραματισθηκα τη ξαπλωμενη λιμνη
σαν γυναικα , και στη θαλασσα τα μαγια ,
τωρα ειν' ο Μαης κι Ανοιξη κι ο Γιωργης,
που' ναι θαμμενος θ' αναστηθει , θα το δει-
τε , Κωνσταντινος Παλαιολογος Δραγατσης
θ 'αναστηθει στη Χρυσοπορτα των Αναπαιστων
Ρυθμων , ναι.
Γρηγορειτε οι Μεταφυσικοι , εμφρονες
ι ' Δωρο
παπιες κολυμπαγανε γαληνιες στα ονειρα των κυκνων,
το ηξερες για τη χλοη , που φυλλαει την ορεξη των
αλογων, μπρουτζινη / το
ηξερες αραγε πως ανεβαζε [ η' μαλλον ανεβαινουν ]
στα επουρανια με τριχινες σκαλες τ' αγριοπεριστερα;
η' προσποιηθηκες τον ανηξερο ,μηπως και γλυτωσεις
την ισοβια καταδικη στα ομορφα και θαυμα-
στα ; / Εσυ , ξερεις . Αληθεια ,ε-
συ ξερεις. Εγω, βουταω στην αμφιβολια των λο-
γων ,εγω αρνουμαι τον εγκλεισμο στην αμφι-
βολια/ Εσυ, ξερεις τα νησια ,που μολις
αποβιβαστουνε τα κακοδαρμενα κορμια μας
μεμιας θα αναληφθουνε εκλαμπρα; / το
ξερεις/ Εγω , μερες συντροφευμενος
με σαυρες , σιτομενος το προζυμι των πουλιων,
αγρυπνω , μηπως η κακια μου παρει δρομο / ως
τωρα μπουλουκια - μπουλουκια καταφθανουν
οι αρματωμενοι , εγω φιλοξενα τους καταδεχουμαι
φιλους
ια' Δωρο
Ας ητανε να ξεθεμελιωθουνε τα βουνα να ορμη-
σουνε δεινοι κολυμβηταδες στη θαλασσα /Για δες
τε θαμα κι αντιθαμα. στα ονειρα των κυματων
οι βαρκες συχνοκοιμουνται τα βραδια/ Ευ-
λογημενοι εισιν οι οικιστες εν τω κηπω τουτω/
κι
ειναι κινουμενοι οι ογκοι των συννεφων κι
ειναι ακινητοι , ακινητοι οι ογκοι των βουνων /
το
ομοιασμα του Θεου./ το αγιασμα των
νερων. / Γρηγορειτε , οι μακαρισμενοι.
Μαθευτηκε γρηγορα, σαν τη σπηλιαδα στο
πελαγο ,πως σαν αποσωθηκανε οι τροφες
και τα ταγισματα χυμηξανε οι ανθρωποι
ολεθρια πεινασμενοι πανω στα ζωα τ'ακα-
θαρτα να σωθουνε στη ζωη κι ητανε πολλες
φορες , που τα κουφαρια τους ετσι μ' αυτον
τον τροπο ταγισμενα τα τρωγανε τα σαρκο-
φαγα ψαρια κι ητανε οι κραυγες
και τα μοιρολογια τους φρικτο πολυ να τ'α-
κους/ ετσι,
λοιπον , ειναι μοιρασμενα τα επικα των αν-
θρωπων ; αδικα δικαια
ακους ;
ιβ' Δωρο
Πληθαινοντας ο αρχαιος καιρος , βρεθηκα μεσο-
πελαγα τοτε στ' αβαθη νερα , τα δακτυλα των πο-
διων , πεντε στο καθενα , βυθιστηκαν αμετακλητα
σπαζοντας τον σαθρο σκελετο του βυθου , ορθω-
θηκα εκατομυρια χρονια αναμεσα στα πολυκλα-
δα κοραλλια κι αφησα πισω μου τις φυσαλλιδες ,
π'ανεπνευσα στο βιο μου , ισως ανοιγοκλεινοντας
τα βελουδενια βλεφαρα ανακαλυψα τη μερα και
τη νυχτα , ταπεινη εφευρεση θα μου πειτε . καθε-
νας εναποθετει καθως δυναται το ιδιαιτερο ση-
μαδι του στον κοσμο/πλησιαζον-
τας η Κυριακη της προηγιασμενης ανθοβολισε
στο μυστικο κορφο τα κρινα [ η ' χρησιμοποιω-
ντας την τετριμμενη μεταφορα]ζωοπυρωθηκαν
τα μαγουλα/απλωνοντας το χερι γεφυρωθηκε
ο κοσμος / ειθε/
ειδε τα περπατηματα του αερα , πλησιαζοντας
τους βηματισμους στην εσχατη κριση των
ροδων/ανθ ' ημων
ο σιτοβολωνας της λογοτεχνιας , αει και τρις
αει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου