.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ-FAIRY TALES
GREEK FAIRY TALES - MARCHEN
-Η Σταχτοπουτα-
(Παραμυθι)-χ.ν.κουβελης
Marchen-Παραμυθι-Frau Holle,η κυρα Χολε [Jacob & Wilhelm Grimm]
[ Übersetzung translation μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
και
ΤΟ ΔΟΜΙΚΟ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ FRAU HOLLE ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ GRIMM
-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ-C.N.COUVELIS[Χ.Ν.ΚΟΥΒΕΛΗΣ]
.
.
Η Σταχτοπουτα
(Παραμυθι)-χ.ν.κουβελης
Μια.φορα κι ενα καιρο εδω σ'αυτη τη περιοχη ητανε αλλοι ανθρωποι και ζουσανε
αλλιως απο μας που ζουμε τωρα κι ειχανε αλλες ασχολιες κι αλλη συμπεριφορα
αναμεταξυ τους.Αλλα σπιτια ειχανε κι αλλιως καλλιεργουσανε τη γη κι αλλιως φυ-
λαγανε τα ζωα.Και μ'αλλον διαφορετικο τροπο κυβερνιοντουσαν οι ανθρωποι.
Τοτε εκεινα τα παλια χρονια ητανε μια φτωχη μανα χηρα γυναικα απροστατευτη
μαζι με τις τρεις θυγατερες της σ'ενα μικρο και ταπεινο σπιτι.Ητανε καλη γυναικα
κι εκανε υπομονη να θρεψει το σπιτι τα παιδια της.Οι δυο μεγαλυτερες ομως ηταν
κακιες και δυστροπες και βασανιζαν τη μικροτερη που'ταν καλη ψυχη κι ομορφη
πολυ.Τετοια ανυποφορη ηταν η φτωχεια και η πεινα τους που οι δυο κρυφομιλη-
σαν και τ'αποφασισαν να σφαξουν τη μανα και να την κοψουν κομματια και να την
μαγειρεψουν.Η δυστυχη μανα τ'ακουσε τ'ανομα λογια και δεν φωναξε και δεν διαρ-
τυρηθηκε μονο δεχτηκε να θυσιασθει για το καλο των παιδιων της κι ετσι εγινε επε-
σε σε πολυ βαθυ υπνο και δεν καταλαβε το φονο κι οι δυο αδερφες την εσφαξαν και
την κομματιασαν.Ξημερωνοντας η αλλη μερα η μικρη ζητησε τη μανα της και δεν την
βρηκε και της ειπαν πως σηκωθηκε πολυ πρωι να παει στο δασος να φερει χορτα και
ξυλα.Κι ηρθε το μεσημερι και δεν γυρισε η μανα κι ηρθε τ'απογευμα και δεν ηρθε και
πολυ λυπονταν.Και τοτε οι δυο της ειπανε πως ειναι η ωρα να φανε να δειπνισουνε
μαγειρεμενο κρεας κι εκατσαν να φανε κι εκεινη ρωτουσε τι κρεας τρωνε μην ειναι
κατσικας μην ειναι προβατινας μην ειναι αγελαδας κι εκεινες δεν της ελεγαν μονο την
φοβερισαν-φαγε και σωπα-κι εκεινη δεν ηθελε να φαει γιατι για τη μανα κακοκαρδι-
σμενη ηταν και τοτε ακουσε φωνη κι ηταν η τρυφερη φωνη της μανουλας της-φαε
καλη μου απο τη σαρκα μου ν'αναστηθεις-και τοτε καταλαβε τι εγινε και βγηκε εξω
στη σκοτεινη νυχτα κι εκλαιγε κι εκλαιγε τη μανα.Την αλλη μερα μαζεψε τα κοκκαλα
της μανας τα'πλυνε σε νερο και τα καθαρισε με τα μαλλια της και τα μυρωδισε μ'αρω-
ματα απο αγριολουλουδα και σ'ενα λευκο καθαρο σεντονι τα τυλιξε κι εσκαψε στη γη
βαθεια να μην τα σηκωσουν τ'αγια λειψανα τ'αγρια θερια και τα'χωσε και πανω φυτε-
ψε αγριοτριανταφυλλια.Και τις αδερφες της δεν συγχωρεσε και δεν ηθελε να τις δει
κι ουτε να μιλησει μαζι τους.Κι εκεινες την φοβεριζαν μην μαρτυρησει το φονο τη
σφαγη της μανας γιατι πολυ κακο θα της κανουν.Κι ετσι θλιμενες περνουσαν οι μερες
της.Και μια νυχτα στ'ονειρο στον υπνο της ειδε τη μανα της κι ηταν λεει χαμογελαστη
κι αυτη ντρεπονταν πολυ κι ενιωθε τυψεις κι ηταν ακινητη κι εκεινη με γλυκεια φωνη
της ειπε να πλησιασει να μην λυπαται γιατι εκεινη ηταν χαρουμενη και τοτε πλησιασε
κι αγκαλιαστηκαν σφιχτα μανα και κορη και μιλησαν.Κι η μανα της ειπε πως εχει ετοι-
μα και θα της στειλει ομορφα φορεματα και παπουτσια να φορεθει και να παει στην
εκκλησια κι αφου τη φιλησε στο μαγουλο χαθηκε απ'τ'ονειρο της.Και το πρωη η κο-
πελλα βρηκε τα ομορφα φορεματα και τα παπουτσια κι η χαρα της ητανε απεριγρα-
πτη για το δωρο της μανας τα φορεσε κι ετοιμαστηκε να παει στην εκκλησια.Κι εκει
μεσα αλλη ομορφοτερη κοπελλα δεν ηταν απ'αυτη κι ελαμπε σαν ηλιος σαν φεγγαρι
και την ειδε τ'αρχοντοπουλο και θαμπωθηκε κι εχασε το νου του κι οταν τελειωσε
η εκκλησια ετρεξε να την προλαβει και δεν την προλαβε μονο της ξεφυγε απ'το
μικρο της ποδι το σανταλι κι εκεινος το μαζεψε κι εστειλε ανθρωπους του να γυρι-
σουν τη χωρα κι οπου υπαρχει κοπελλα να δοκιμασουν το παπουτσι και γυριζαν
μερες και σε καμια δεν ταιριαζε,σ' αλλη ηταν στενοτερο σ'αλλη μεγαλυτερο και
διαταχτηκαν να πανε και στα πιο φτωχα σπιτια κι ετσι εφτασαν και στο σπιτι της
φτωχης μανας.Δοκιμασαν οι δυο κακες αδερφες και δεν εκανε.Τοτε ρωρησαν οι
απεσταλμενοι αν στο σπιτι υπαρχει αλλη κοπελλα κι εκεινες απαντησαν οχι δεν
υπαρχει κι εκεινοι υποπτευθηκαν τη ζηλεια τους και τις διεταξαν αυστηρα να φα-
νερωσουν την αλλη κοπελλα κι εκεινες φοβηθηκαν και φανερωσαν τη μικρη κο-
πελλα κι ητανε σκοτεινη απ'τη σταχτη η οψη της και λερωμενη απ'το μερος που
την ειχανε περιορισμενη να μενει.Της εδωσαν κι αυτης να δοκιμασει κι εκεινη
εβαλε το ποδι της στο σανδαλι και ταιριαζε και τοτε αυτοι ειπανε πως αυτη ητα-
νε η κοπελλα που γυρευε τ'αρχοντοπουλο και να ετοιμασθει γρηγορα και να κα-
θαρισθει να φορεθει και να την παρουν μαζι τους στ'αρχοντικο που τ'αρχοντο-
πουλο περιμενει.Κι ετσι εγινε πλυθηκε καθαριστηκε και φορεθηκε η κοπελλα
κι ελαμψε σαν ηλιος και φεγγαρι η ομορφια της και την πηραν μαζι τους οι αν-
θρωποι τ'αρχοντα και τις δυο κακες αδερφες τις τιμωρησαν να μεινουν στη
φτωχεια στο σπιτι.
Μολις ειδε την μικρη κοπελλα τ'αρχοντοπουλο χαρηκε πολυ και φτερουγισε η
καρδια του στα στηθια κι ορισε γρηγορα να γινουν οι γαμοι τους κι εγιναν οι γαμοι
κι ειναι ξακουστοι ως τα σημερα ενα μηνα γλεντουσαν κι ετρωγαν και χορευαν και
τραγουδουσαν.
Κι ημουνα κι εγω ο ιδιος π'αυτα σας ανιστορω εκει προσκαλλεσμενος τ'αρχοντα
και χαρηκα στο γαμο τους και στις χαρες τους.Και ζησανε αυτοι καλα κι εμεις
ακομα καλυτερα
.
.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ-FAIRY TALES
GREEK FAIRY TALES - MARCHEN
-Η Σταχτοπουτα-
(Παραμυθι)-χ.ν.κουβελης
Marchen-Παραμυθι-Frau Holle,η κυρα Χολε [Jacob & Wilhelm Grimm]
[ Übersetzung translation μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
και
ΤΟ ΔΟΜΙΚΟ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ FRAU HOLLE ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ GRIMM
-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ-C.N.COUVELIS[Χ.Ν.ΚΟΥΒΕΛΗΣ]
.
.
Η Σταχτοπουτα
(Παραμυθι)-χ.ν.κουβελης
Μια.φορα κι ενα καιρο εδω σ'αυτη τη περιοχη ητανε αλλοι ανθρωποι και ζουσανε
αλλιως απο μας που ζουμε τωρα κι ειχανε αλλες ασχολιες κι αλλη συμπεριφορα
αναμεταξυ τους.Αλλα σπιτια ειχανε κι αλλιως καλλιεργουσανε τη γη κι αλλιως φυ-
λαγανε τα ζωα.Και μ'αλλον διαφορετικο τροπο κυβερνιοντουσαν οι ανθρωποι.
Τοτε εκεινα τα παλια χρονια ητανε μια φτωχη μανα χηρα γυναικα απροστατευτη
μαζι με τις τρεις θυγατερες της σ'ενα μικρο και ταπεινο σπιτι.Ητανε καλη γυναικα
κι εκανε υπομονη να θρεψει το σπιτι τα παιδια της.Οι δυο μεγαλυτερες ομως ηταν
κακιες και δυστροπες και βασανιζαν τη μικροτερη που'ταν καλη ψυχη κι ομορφη
πολυ.Τετοια ανυποφορη ηταν η φτωχεια και η πεινα τους που οι δυο κρυφομιλη-
σαν και τ'αποφασισαν να σφαξουν τη μανα και να την κοψουν κομματια και να την
μαγειρεψουν.Η δυστυχη μανα τ'ακουσε τ'ανομα λογια και δεν φωναξε και δεν διαρ-
τυρηθηκε μονο δεχτηκε να θυσιασθει για το καλο των παιδιων της κι ετσι εγινε επε-
σε σε πολυ βαθυ υπνο και δεν καταλαβε το φονο κι οι δυο αδερφες την εσφαξαν και
την κομματιασαν.Ξημερωνοντας η αλλη μερα η μικρη ζητησε τη μανα της και δεν την
βρηκε και της ειπαν πως σηκωθηκε πολυ πρωι να παει στο δασος να φερει χορτα και
ξυλα.Κι ηρθε το μεσημερι και δεν γυρισε η μανα κι ηρθε τ'απογευμα και δεν ηρθε και
πολυ λυπονταν.Και τοτε οι δυο της ειπανε πως ειναι η ωρα να φανε να δειπνισουνε
μαγειρεμενο κρεας κι εκατσαν να φανε κι εκεινη ρωτουσε τι κρεας τρωνε μην ειναι
κατσικας μην ειναι προβατινας μην ειναι αγελαδας κι εκεινες δεν της ελεγαν μονο την
φοβερισαν-φαγε και σωπα-κι εκεινη δεν ηθελε να φαει γιατι για τη μανα κακοκαρδι-
σμενη ηταν και τοτε ακουσε φωνη κι ηταν η τρυφερη φωνη της μανουλας της-φαε
καλη μου απο τη σαρκα μου ν'αναστηθεις-και τοτε καταλαβε τι εγινε και βγηκε εξω
στη σκοτεινη νυχτα κι εκλαιγε κι εκλαιγε τη μανα.Την αλλη μερα μαζεψε τα κοκκαλα
της μανας τα'πλυνε σε νερο και τα καθαρισε με τα μαλλια της και τα μυρωδισε μ'αρω-
ματα απο αγριολουλουδα και σ'ενα λευκο καθαρο σεντονι τα τυλιξε κι εσκαψε στη γη
βαθεια να μην τα σηκωσουν τ'αγια λειψανα τ'αγρια θερια και τα'χωσε και πανω φυτε-
ψε αγριοτριανταφυλλια.Και τις αδερφες της δεν συγχωρεσε και δεν ηθελε να τις δει
κι ουτε να μιλησει μαζι τους.Κι εκεινες την φοβεριζαν μην μαρτυρησει το φονο τη
σφαγη της μανας γιατι πολυ κακο θα της κανουν.Κι ετσι θλιμενες περνουσαν οι μερες
της.Και μια νυχτα στ'ονειρο στον υπνο της ειδε τη μανα της κι ηταν λεει χαμογελαστη
κι αυτη ντρεπονταν πολυ κι ενιωθε τυψεις κι ηταν ακινητη κι εκεινη με γλυκεια φωνη
της ειπε να πλησιασει να μην λυπαται γιατι εκεινη ηταν χαρουμενη και τοτε πλησιασε
κι αγκαλιαστηκαν σφιχτα μανα και κορη και μιλησαν.Κι η μανα της ειπε πως εχει ετοι-
μα και θα της στειλει ομορφα φορεματα και παπουτσια να φορεθει και να παει στην
εκκλησια κι αφου τη φιλησε στο μαγουλο χαθηκε απ'τ'ονειρο της.Και το πρωη η κο-
πελλα βρηκε τα ομορφα φορεματα και τα παπουτσια κι η χαρα της ητανε απεριγρα-
πτη για το δωρο της μανας τα φορεσε κι ετοιμαστηκε να παει στην εκκλησια.Κι εκει
μεσα αλλη ομορφοτερη κοπελλα δεν ηταν απ'αυτη κι ελαμπε σαν ηλιος σαν φεγγαρι
και την ειδε τ'αρχοντοπουλο και θαμπωθηκε κι εχασε το νου του κι οταν τελειωσε
η εκκλησια ετρεξε να την προλαβει και δεν την προλαβε μονο της ξεφυγε απ'το
μικρο της ποδι το σανταλι κι εκεινος το μαζεψε κι εστειλε ανθρωπους του να γυρι-
σουν τη χωρα κι οπου υπαρχει κοπελλα να δοκιμασουν το παπουτσι και γυριζαν
μερες και σε καμια δεν ταιριαζε,σ' αλλη ηταν στενοτερο σ'αλλη μεγαλυτερο και
διαταχτηκαν να πανε και στα πιο φτωχα σπιτια κι ετσι εφτασαν και στο σπιτι της
φτωχης μανας.Δοκιμασαν οι δυο κακες αδερφες και δεν εκανε.Τοτε ρωρησαν οι
απεσταλμενοι αν στο σπιτι υπαρχει αλλη κοπελλα κι εκεινες απαντησαν οχι δεν
υπαρχει κι εκεινοι υποπτευθηκαν τη ζηλεια τους και τις διεταξαν αυστηρα να φα-
νερωσουν την αλλη κοπελλα κι εκεινες φοβηθηκαν και φανερωσαν τη μικρη κο-
πελλα κι ητανε σκοτεινη απ'τη σταχτη η οψη της και λερωμενη απ'το μερος που
την ειχανε περιορισμενη να μενει.Της εδωσαν κι αυτης να δοκιμασει κι εκεινη
εβαλε το ποδι της στο σανδαλι και ταιριαζε και τοτε αυτοι ειπανε πως αυτη ητα-
νε η κοπελλα που γυρευε τ'αρχοντοπουλο και να ετοιμασθει γρηγορα και να κα-
θαρισθει να φορεθει και να την παρουν μαζι τους στ'αρχοντικο που τ'αρχοντο-
πουλο περιμενει.Κι ετσι εγινε πλυθηκε καθαριστηκε και φορεθηκε η κοπελλα
κι ελαμψε σαν ηλιος και φεγγαρι η ομορφια της και την πηραν μαζι τους οι αν-
θρωποι τ'αρχοντα και τις δυο κακες αδερφες τις τιμωρησαν να μεινουν στη
φτωχεια στο σπιτι.
Μολις ειδε την μικρη κοπελλα τ'αρχοντοπουλο χαρηκε πολυ και φτερουγισε η
καρδια του στα στηθια κι ορισε γρηγορα να γινουν οι γαμοι τους κι εγιναν οι γαμοι
κι ειναι ξακουστοι ως τα σημερα ενα μηνα γλεντουσαν κι ετρωγαν και χορευαν και
τραγουδουσαν.
Κι ημουνα κι εγω ο ιδιος π'αυτα σας ανιστορω εκει προσκαλλεσμενος τ'αρχοντα
και χαρηκα στο γαμο τους και στις χαρες τους.Και ζησανε αυτοι καλα κι εμεις
ακομα καλυτερα
.
.
.
Marchen-Παραμυθι-Frau Holle,η κυρα Χολε [Jacob & Wilhelm Grimm]
[ Übersetzung translation μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
και
ΤΟ ΔΟΜΙΚΟ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ FRAU HOLLE ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ GRIMM
-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
Marchen-Παραμυθι-Frau Holle,η κυρα Χολε
[Jacob & Wilhelm Grimm]
[Übersetzung translation μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis]
Eine Witwe hatte zwei Töchter, davon war die eine schön und fleissig,die andere hässlich
und faul. Sie hatte aber die hässliche und faule,weil sie ihre rechte Tochter war, viel lieber,
und die andere musste alle Arbeit tun und der Aschenputtel im Hause sein. Das arme Mädchen
musste sich täglich auf die grosse Strasse bei einem Brunnen setzen und musste so viel spinnen,
dass ihm das Blut aus den Fingern sprang. Nun trug es sich zu,dass die Spule einmal ganz blutig
war, da bückte es sich damit in den Brunnen und wollte sie abwaschen; sie sprang ihm aber aus
der Hand und fiel hinab.Es weinte, lief zur Stiefmutter und erzählte ihr das Unglück. Sie schalt es
aber so heftig und war so unbarmherzig, dass sie sprach: "Hast du die Spule hinunterfallen
lassen, so hol sie auch wieder herauf." Da ging das Mädchen zu dem Brunnen zurück und wusste
nicht, was es anfangen sollte; und in seiner Herzensangst sprang es in den Brunnen hinein, um
die Spule zu holen. Es verlor die Besinnung, und als es erwachte und wieder zu sich selber kam,
war es auf einer schönen Wiese, wo die Sonne schien und vieltausend Blumen standen.
Auf dieser Wiese ging es fort und kam zu einem Backofen, der war voller Brot; das Brot aber
rief: "Ach, zieh mich raus, zieh mich raus, sonst verbrenn ich: ich bin schon längst ausgebacken."
Da trat es herzu und holte mit dem Brotschieber alles nacheinander heraus. Danach ging es
weiter und kam zu einem Baum, der hing voll Äpfel, und rief ihm zu: "Ach, schüttel mich,
schüttel mich, wir Äpfel sind alle miteinander reif." Da schüttelte es den Baum, dass die Äpfel
fielen, als regneten sie, und schüttelte, bis keiner mehr oben war; und als es alle in einen
Haufen zusammengelegt hatte, ging es wieder weiter. Endlich kam es zu einem kleinen Haus,
daraus guckte eine alte Frau, weil sie aber so grosse Zähne hatte,ward ihm angst, und es wollte
fortlaufen. Die alte Frau aber rief ihm nach:"Was fürchtest du dich, liebes Kind? Bleib bei mir,
wenn du alle Arbeit im Hause ordentlich tun willst, so soll dir's gut gehn. Du musst nur
achtgeben,dass du mein Bett gut machst und es fleissig aufschüttelst, dass die Federn
fliegen, dann schneit es in der Welt; ich bin die Frau Holle." Weil die Alte ihm so gut zusprach,
so fasste sich das Mädchen ein Herz, willigte ein und begab sich in ihren Dienst. Es besorgte
auch alles nach ihrer Zufriedenheit und schüttelte ihr das Bett immer gewaltig, auf dass die
Federn wie Schneeflocken umherflogen; dafür hatte es auch ein gut Leben bei ihr, kein böses
Wort und alle Tage Gesottenes und Gebratenes. Nun war es eine Zeitlang bei der Frau
Holle, da ward es traurig und wusste anfangs selbst nicht, was ihm fehlte,endlich merkte es,
dass es Heimweh war; ob es ihm hier gleich vieltausendmal besser ging als zu Haus, so hatte
es doch ein Verlangen dahin. Endlich sagte es zu ihr: "Ich habe den Jammer nach Haus gekriegt,
und wenn es mir auch noch so gut hier unten geht, so kann ich doch nicht länger bleiben, ich
muss wieder hinauf zu den Meinigen." Die Frau Holle sagte: "Es gefällt mir, dass du wieder
nach Haus verlangst, und weil du mir so treu gedient hast, so will ich dich selbst wieder
hinaufbringen." Sie nahm es darauf bei der Hand und führte es vor ein grosses Tor. Das Tor
ward aufgetan, und wie das Mädchen gerade darunter stand, fiel ein gewaltiger Goldregen,
und alles Gold blieb an ihm hängen, so dass es über und über davon bedeckt war. "Das sollst
du haben, weil du so fleissig gewesen bist," sprach die Frau Holle und gab ihm auch die Spule
wieder, die ihm in den Brunnen gefallen war. Darauf ward das Tor verschlossen, und das
Mädchen befand sich oben auf der Welt, nicht weit von seiner Mutter Haus; und als es in den
Hof kam, sass der Hahn auf dem Brunnen und rief:
"Kikeriki,
Unsere goldene Jungfrau ist wieder hie."
Da ging es hinein zu seiner Mutter, und weil es so mit Gold bedeckt ankam,ward es von ihr
und der Schwester gut aufgenommen.Das Mädchen erzählte alles, was ihm begegnet war,
und als die Mutter hörte,wie es zu dem grossen Reichtum gekommen war, wollte sie der
andern,hässlichen und faulen Tochter gerne dasselbe Glück verschaffen. Sie musste sich
an den Brunnen setzen und spinnen; und damit ihre Spule blutig ward,stach sie sich in die
Finger und stiess sich die Hand in die Dornhecke. Dann warf sie die Spule in den Brunnen
und sprang selber hinein. Sie kam, wie die andere, auf die schöne Wiese und ging auf
demselben Pfade weiter. Als sie zu dem Backofen gelangte, schrie das Brot wieder: "Ach,
zieh mich raus, zieh mich raus, sonst verbrenn ich, ich bin schon längst ausgebacken." Die
Faule aber antwortete: "Da hätt ich Lust, mich schmutzig zu machen," und ging fort. Bald
kam sie zu dem Apfelbaum, der rief: "Ach, schüttel mich, schüttel mich, wir Äpfel sind alle
miteinander reif." Sie antwortete aber: "Du kommst mir recht,es könnte mir einer auf den
Kopf fallen," und ging damit weiter. Als sie vor der Frau Holle Haus kam, fürchtete sie sich
nicht, weil sie von ihren grossen Zähnen schon gehört hatte, und verdingte sich gleich zu ihr.
Am ersten Tag tat sie sich Gewalt an, war fleissig und folgte der Frau Holle, wenn sie ihr etwas
sagte, denn sie dachte an das viele Gold, das sie ihr schenken würde; am zweiten Tag aber fing
sie schon an zu faulenzen, am dritten noch mehr, da wollte sie morgens gar nicht aufstehen.
Sie machte auch der Frau Holle das Bett nicht, wie sich's gebührte, und schüttelte es nicht, dass
die Federn aufflogen. Das ward die Frau Holle bald müde und sagte ihr den Dienst auf. Die Faule
war das wohl zufrieden und meinte, nun würde der Goldregen kommen; die Frau Holle führte
sie auch zu dem Tor, als sie aber darunterstand, ward statt des Goldes ein grosser Kessel voll
Pech ausgeschüttet. "Das ist zur Belohnung deiner Dienste," sagte die Frau Holle und schloss
das Tor zu. Da kam die Faule heim, aber sie war ganz mit Pech bedeckt,und der Hahn auf dem
Brunnen, als er sie sah, rief:
"Kikeriki,
Unsere schmutzige Jungfrau ist wieder hie."
Das Pech aber blieb fest an ihr hängen und wollte, solange sie lebte,nicht abgehen.
.
.
η κυρα Χολε
[Jacob & Wilhelm Grimm]
[Übersetzung translation μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis]
μια χηρα ειχε δυο θυγατερες,η μια ηταν ομορφη κι εργατικη κι αλλη ασχημη και τεμπελα,
αλλ'αυτη την ασχημη και τεμπελα,επειδη ηταν η πραγματικη της κορη,πιο πολυ αγαπουσε,
κι η αλλη επρεπε ολες τις δουλειες να κανει κι ηταν η σταχτοπουτα στο σπιτι,το καημενο
κοριτσι επρεπε καθημερινα στο μεγαλο δρομο σ'ενα πηγαδι να καθεται κι επρεπε τοσο πολυ
να γνεθει που απ'τα δαχτυλα της κυλουσ'αιμα,μια φορα που η κουβαριστρα ηταν γεματη
αιματα καθως εσκυψε στο πηγαδι κι ηθελε να την ξεπλυνει,αυτη ξεγλυστριψε απ'το χερι της
κι επεσε μεσα,εκλαψε,κι ετρεξε στη μητρυια και της διηγηθηκε την ατυχια,αλλ'αυτη την
επεπληξε βιαια κι ηταν τοσο ασπλαχνη που της φωναξε:'Εσυ π'αφησες την κουβαριστρα μεσα'
κει να πεσει,εσυ εξω να την ξαναβγαλεις ',τοτε το κοριτσι γυρισε στο πηγαδι και δεν ηξερε
τι επρεπε να κανει,και στην απελπισια της πηδηξε μεσα στο πηγαδι για να γυρεψει την κουβα-
ριστρα,εχασε τις αισθησεις και σαν ξυπνησε και συνηλθε,ηταν πανω σ'ενα ωραιο λιβαδι,
οπ'ο ηλιος ελαμπε και πολλες χιλιαδες λουλουδια ηταν,σ'αυτο το λιβαδι προχωρησε κι ηρθε
σ'ενα φουρνο,που ηταν γεματος ψωμι,το ψωμι ομως φωναζε:'αχ,συρε με εξω,συρε με εξω,
αλλιως θα καω,ειμ'ηδη απ'ωρα πολυ ψημενο' τοτ'αυτη πλησιασε κι εβγαλε με το φτυαρι του
ψωμιου ολα τα ψωμια το'ενα μετα τ'αλλο εξω,μετα πηγε παραπερα κι ηρθε σ'ενα δεντρο,
παραφορτωμενο με μηλα,και φωναζε σ'αυτη:'αχ,κουνησε με,κουνησε με,εμεις τα μηλα
ειμαστε ολα μαζι ωριμασμενα',τοτ'αυτη κουνησε το δεντρο,που τα μηλα επεσαν,σαν να'βρεχε
αυτα,και κουνουσε,μεχρι πια πανω κανενα να μην μεινει,και σαν ολα σ'ενα σωρο μαζωμενα
ειχε,πηγε παλι παραπερα,τελικα ηρθε σ'ενα μικρο σπιτι,απ'οπου κοιτουσε μια γρια,αλλ'επειδη
αυτη'χε μεγαλα δοντια,φοβηθηκε,κι ηθελε να τρεξει μακρυα,αλλ'η γρια της φωναξε:
'γιατι τρομαζεις,καλο παιδι;μεινε κοντα μου,κι οταν ολη τη δουλεια στο σπιτι με ταξη φροντι-
σεις να κανεις,τοτε σε σε ολα καλα θα πανε,πρεπει μοναχα να δωσεις προσοχη,ωστε το κρεβα-
τι μου καλα να κανεις κι αυτο με φροντιδα να ξετιναζεις,για να πεταχτουν τα πουπουλα,γιατι
τοτε χιονιζει στον κοσμο,εγω'μαι η κυρα Χολε',επειδη η γρια σ'αυτη τοσο καλα μιλουσε,τοσο
ξεθαρρεψε το κοριτσι,που δεχτηκε και μπηκε στην υπηρεσια της,επισης φροντιζ'ολα συμφω-
να με την ευχαριστηση της και τιναζε το κρεβατι παντα δυνατα,που τα πουπουλα σαν νιφαδες
χιονιου πετουσαν ολογυρα,γι'αυτο επισης ειχε μια καλη ζωη κοντα της,καμια κακια κουβεντα
κι ολη τη μερα βραστα και ψητα φαγητα,οταν περασε αρκετος καιρος κοντα στη κυρα Χολε,
στεναχωριονταν και στην αρχη δεν ηξερε ,τι της συνεβαινε,τελικα καταλαβε,πως ηταν η
νοσταλγια για το σπιτι,αν κι εδω περνουσε χιλιαδες φορες καλυτερα παρα στο σπιτι,ομως
ειχε μια βαθεια λαχταρα,τελικα της το'πε:'μ'εχει πιασει λυπη για το σπιτι,που αν και τοσο καλα
εδω κατω περναω,ομως δεν μπορω να μεινω περισσοτερο,πρεπει να ξαναπαω πανω στους
δικους μου',η κυρα Χολε ειπε,'αυτο μ'αρεσει,που το σπιτι ξαναποζητας ,κι επειδη τοσο πιστα
μ'εχεις υπηρετησει,που'γω θελω η ιδια πανω να σε ξαναφερω',και την πηρε αμεσως απ'το
χερι και την οδηγησε μπροστα σε μια μεγαλη πορτα,η πορτα ανοιξε κι οπως το κοριτσι ορθιο
απο κατω στεκονταν,επεσε μια πολυ δυνατη βροχη απο χρυσο,κι ολος ο χρυσος εμεινε πανω
της κρεμασμενος,ετσι που'ταν απο παντου σκεπασμενη,'αυτος ειναι δικο σου,γιατι τοσο
εργατικη ησουν' ειπε η κυρα Χολε κι επισης της ξαναδωσε την κουβαριστρα,που'ταν στο
πηγαδι πεσμενη,μετα ηταν η πορτα κλεισμενη,και το κοριτσι βρεθηκε πανω στον κοσμο,οχι
μακρυα απ'το σπιτι της μανας,και σαν ηρθε στην αυλη,ο κοκκορας που καθονταν πανω στο
πηγαδι φωναξε:
'κικιρικου,
η χρυση μας η κοπελα ειναι παλι εδω'
τοτε μπηκε μεσα στη μανα της, κι επειδη ετσι με τοσο χρυσο εφτασε σκεπασμενη,εγιν'απ'αυτη
κι απ'την αδελφη καλοδεχουμενη,το κοριτσι τα διηγηθηκε ολα,οτι σ'αυτο συνεβηκε,κι η μανα
ακουσε,πως στο μεγαλο πλουτο εφτασε,και θελησε η αλλη,η ασχημη και τεμπελα θυγατερα
την ιδια καλη τυχη να'βρει,επρεπε στο πηγαδι να καθησει και να γνεθει και μ'αυτο η κουβα-
ριστρα της να ματωσει,τρυπηθηκε λοιπον στο δαχτυλο αγγιζοντας το χερι σ'εναν αγκαθωτο
θαμνο,κατοπιν εριξε τη κουβαριστρα στο πηγαδι κι επεσε μεσα,κι ηρθε,οπως η αλλη,πανω
σ'ενα ωραιο λιβαδι και προχωρησε στο ιδιο μονοπατι,και σαν αυτη στον φουρνο εφτασε,και
το ψωμι παλι φωναζε,'αχ,συρε με εξω,συρε με εξω,αλλιως θα καω,ειμ'ηδη απ'ωρα πολυ ψημε-
νο',αλλα η τεμπελα απαντησε,' αλλη ορεξη δεν εχω να λερωθω',και τραβηξε μακρυα,σε λιγο
ηρθε στη μηλια,που φωναζε,'αχ,κουνησε με,κουνησε με,εμεις τα μηλα ειμαστε ολα μαζι ωρι-
μασμενα ',αλλ'αυτη απαντησε:'τι μου λες ,να μου πεσει κανενα πανω στο κεφαλι',και μ'αυτο
τραβηξε παραπερα,σαν αυτη μπροστα απ'το σπιτι της κυρας Χολε ηρθε,δεν τρομαξε,επειδη
για τα μεγαλα της δοντια,ειχε κιολας ακουσει,και προσφερθηκε η ιδια σ'αυτη,την πρωτη μερα
εβαλε τα δυνατα της,ηταν εργατικη κι ακολουθουσε τη κυρα Χολε,επειδη σκεφτοντα τον πολυ
χρυσο,που θα της χαριζε,αλλα τη δευτερη μερα αρχισε κιολας να τεμπελιαζει,στη τριτη ακομα
πιο πολυ,που δεν ηθελε καθολου να σηκωθει το πρωι ,επισης δεν εκανε ουτε το κρεβατι της
κυρας Χολε,οπως αυτο επιβαλονταν,και δεν το ξετιναζε,για να πεταχτουν τα πουπουλα,γρηγο-
γρηγορα κουραστηκε η κυρα Χολε και της ειπε να διακοψει την υπηρεσια,αυτο τη τεμπελα
πολυ την ευχαριστησε,και νομιζε,πως τωρα θα'ρθει η βροχη του χρυσου,,η κυρα Χολε την
οδηγησε αμεσως στη πορτα,αλλα σαν αυτη απο κατω σταθηκε,αντι για χρυσος ενα καζανι
γεματο πισσα χυθηκε,'αυτ'ειναι η αμοιβη για την υπηρεσια σου'ειπε η κυρα Χολε κι εκλεισε
την πορτα,τοτ'ηρθε η τεμπελα σπιτι,αλλα ηταν ολοκληρη σκεπασμενη με πισσα ,κι ο κοκκορας
πανω στο πηγαδι,σαν την ειδε,φωναξε:
'κικιρικου
η βρομικη μας η κοπελα ειναι παλι εδω'
αλλα η πισσα εμενε στερεα πανω της κολλημενη και δεν μπορουσε ,οσο καιρο συτη ζουσε,
να ξεκολλησει
.
.
ΤΟ ΔΟΜΙΚΟ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ FRAU HOLLE ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ GRIMM-c.n.couvelis
χ.ν.κουβελης
-το παραμυθι ειναι διηγηματικα κατατασκευασμενο συμμετρικα:δομικος δυισμος:-
καλο/κακο,ασχημο/ομορφο,εργατικοτητα/τεμπελια,ευνοικη/αδικη μεταχειριση,καλωσυνη/
σκληροτητα,ηθικη/ανηθικη συμπεριφορα,αγαθοεργια/κακοεργια,πραγματικοτητα/
σκηνοθεσια [επινοηση]πραγματικοτητας,συνεπεια/ασυνεπεια,τηρηση/αθετηση συμφωνιας,
αγαθοτητα/πονηρια,εγκρατεια/απληστια
-Ιδιοτυπια κυριων ηρωων-
ο καλος[αγαθος]ηρωας:η ομορφη κι εργατικη κορη
οι κακοι ηρωες:η μητρυια και η ασχημη και τεμπελα κορη
-Αρχικη Κατασταση-Παραβιαση Αρμονιας ,Δικαιου-
δυσαρμονια:η μητρυια αγαπα τη δικη της κορη,την ασχημη και τεμπελα,ενω η ομορφη κι
εργατικη κορη κανει ολες τις δουλειες του σπιτιου[Σταχτοπουτα],γνεθει και τρυπουν τα
δαχτυλα της/η τεμπελα δεν κανει τιποτα
-Εξελιξη της δυσαρμονιας-Οι Αντιστροφες δρασεις των κυριων ηρωων-
αφορμη για τιμωρια του αγαθου ηρωα:τη ματωμενη κουβαριστρα που της επεσε στο πηγαδι
αυτη η ιδια πρεπει να τη βγαλει
απελπισια[αδιεξοδο]του καλου ηρωα:πτωση στο πηγαδι
/η τεμπελα[κακη]σκηνοθετει το ματωμα και το ριξιμο της κουβαριστρας στο πηγαδι και τη
πτωση της σ'αυτο
-Εμφανιση και ρολος των δευτερευοντων ηρωων στην ψυχοσυνθεση των κυριων ηρωων-
δευτερευοντες ηρωες[απο τη συμπεριφορα του ηρωα σ'αυτους εξαρταται η τυχη του]:
ο φουρνος με τα ψημενα ψωμια και το δεντρο με τα ωριμασμενα μηλα,η συμπεριφορα
του καλου ηρωα[της ομορφης κι εργατικης κοπελας] ως προς αυτα ειναι θετικη,τα ανακουφι-
ζει,βγαζοντας τα ψωμια και τιναζοντας τα μηλα
\ενω της ασχημης τεμπελας η συμπεριφορα ως προς αυτα ειναι αρνητικη,τα παραταει
-Εμφανιση και ρολος του κρισιμου δευτερευοντα ηρωα για την ανταμοιβη η' την τιμωρια
των κυριων ηρωων-
κρισιμος ηρωας:απο αυτον εξαρταται η λυση της κακοδαιμονιας του αγαθου ηρωα:
η κυρα Χολε,παρα την τρομακτικη της εμφανιση,τεραστια δοντια,αμοιβει για τις καλες
υπηρεσιες της την ομορφη κι εργατικη κοπελα με χρυσο
/και την ασχημη και τεμπελα για αρνηση κι αθετηση υπηρεσιων με πισσα,βρωμια
-Η ηθικη ανωτεροτητα του καλου ηρωα-
τονισμος της υπερτερης ηθικης αξιας[και ιδιοτυπιας;]του καλου ηρωα:
η ομορφη κι εργατικη κοπελα αν και καλοπερνα κοντα στην κυρα Χολε[δεν ακουει κακια
κουβεντα,τρωει καθημερινα βραστα και ψητα φαγητα]ομως νοσταλγει το σπιτι της,τη μανα
της και την αδελφη της κι ας την κακομεταχειριζονται και θελει να επιστρεψει κοντα τους
[αλλη μια αποδειξη του καλου ηρωα και της συνακολουθης ανταμοιβης του]
-Τελικη Κατασταση-Αποκατασταση ισορροπιας,Αρμονιας,Δικαιου-
επιστροφη του καλου[αγαθου ηρωα]/αποκατασταση της ισορροπιας /τιμωρια του κακου
ηρωα:η ομορφη εργατικη κοπελα ειναι γεμισμενη με χρυσο
/η ασχημη και τεμπελα κοπελα ειναι γεμισμενη με βρωμια πισσα
κι αυτο τονιζεται,ως μοττο,στο τελος των δυο μερων του παραμυθιου,απο τον κοκκορα
στο πηγαδι:
[α' μερος,δοκιμασια της καλης κοπελας]
'κικιρικου,
η χρυση μας η κοπελα ειναι παλι εδω'
[β' μερος,δοκιμασια της κακης κοπελας]
'κικιρικου
η βρομικη μας η κοπελα ειναι παλι εδω'
Ηθικος αντιθετικος συμβολισμος[χρυσος,καλο / πισσα,βρωμια,κακο,αμαρτια]
.
.
Marchen-Παραμυθι-Frau Holle,η κυρα Χολε [Jacob & Wilhelm Grimm]
[ Übersetzung translation μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
και
ΤΟ ΔΟΜΙΚΟ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ FRAU HOLLE ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ GRIMM
-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
Marchen-Παραμυθι-Frau Holle,η κυρα Χολε
[Jacob & Wilhelm Grimm]
[Übersetzung translation μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis]
Eine Witwe hatte zwei Töchter, davon war die eine schön und fleissig,die andere hässlich
und faul. Sie hatte aber die hässliche und faule,weil sie ihre rechte Tochter war, viel lieber,
und die andere musste alle Arbeit tun und der Aschenputtel im Hause sein. Das arme Mädchen
musste sich täglich auf die grosse Strasse bei einem Brunnen setzen und musste so viel spinnen,
dass ihm das Blut aus den Fingern sprang. Nun trug es sich zu,dass die Spule einmal ganz blutig
war, da bückte es sich damit in den Brunnen und wollte sie abwaschen; sie sprang ihm aber aus
der Hand und fiel hinab.Es weinte, lief zur Stiefmutter und erzählte ihr das Unglück. Sie schalt es
aber so heftig und war so unbarmherzig, dass sie sprach: "Hast du die Spule hinunterfallen
lassen, so hol sie auch wieder herauf." Da ging das Mädchen zu dem Brunnen zurück und wusste
nicht, was es anfangen sollte; und in seiner Herzensangst sprang es in den Brunnen hinein, um
die Spule zu holen. Es verlor die Besinnung, und als es erwachte und wieder zu sich selber kam,
war es auf einer schönen Wiese, wo die Sonne schien und vieltausend Blumen standen.
Auf dieser Wiese ging es fort und kam zu einem Backofen, der war voller Brot; das Brot aber
rief: "Ach, zieh mich raus, zieh mich raus, sonst verbrenn ich: ich bin schon längst ausgebacken."
Da trat es herzu und holte mit dem Brotschieber alles nacheinander heraus. Danach ging es
weiter und kam zu einem Baum, der hing voll Äpfel, und rief ihm zu: "Ach, schüttel mich,
schüttel mich, wir Äpfel sind alle miteinander reif." Da schüttelte es den Baum, dass die Äpfel
fielen, als regneten sie, und schüttelte, bis keiner mehr oben war; und als es alle in einen
Haufen zusammengelegt hatte, ging es wieder weiter. Endlich kam es zu einem kleinen Haus,
daraus guckte eine alte Frau, weil sie aber so grosse Zähne hatte,ward ihm angst, und es wollte
fortlaufen. Die alte Frau aber rief ihm nach:"Was fürchtest du dich, liebes Kind? Bleib bei mir,
wenn du alle Arbeit im Hause ordentlich tun willst, so soll dir's gut gehn. Du musst nur
achtgeben,dass du mein Bett gut machst und es fleissig aufschüttelst, dass die Federn
fliegen, dann schneit es in der Welt; ich bin die Frau Holle." Weil die Alte ihm so gut zusprach,
so fasste sich das Mädchen ein Herz, willigte ein und begab sich in ihren Dienst. Es besorgte
auch alles nach ihrer Zufriedenheit und schüttelte ihr das Bett immer gewaltig, auf dass die
Federn wie Schneeflocken umherflogen; dafür hatte es auch ein gut Leben bei ihr, kein böses
Wort und alle Tage Gesottenes und Gebratenes. Nun war es eine Zeitlang bei der Frau
Holle, da ward es traurig und wusste anfangs selbst nicht, was ihm fehlte,endlich merkte es,
dass es Heimweh war; ob es ihm hier gleich vieltausendmal besser ging als zu Haus, so hatte
es doch ein Verlangen dahin. Endlich sagte es zu ihr: "Ich habe den Jammer nach Haus gekriegt,
und wenn es mir auch noch so gut hier unten geht, so kann ich doch nicht länger bleiben, ich
muss wieder hinauf zu den Meinigen." Die Frau Holle sagte: "Es gefällt mir, dass du wieder
nach Haus verlangst, und weil du mir so treu gedient hast, so will ich dich selbst wieder
hinaufbringen." Sie nahm es darauf bei der Hand und führte es vor ein grosses Tor. Das Tor
ward aufgetan, und wie das Mädchen gerade darunter stand, fiel ein gewaltiger Goldregen,
und alles Gold blieb an ihm hängen, so dass es über und über davon bedeckt war. "Das sollst
du haben, weil du so fleissig gewesen bist," sprach die Frau Holle und gab ihm auch die Spule
wieder, die ihm in den Brunnen gefallen war. Darauf ward das Tor verschlossen, und das
Mädchen befand sich oben auf der Welt, nicht weit von seiner Mutter Haus; und als es in den
Hof kam, sass der Hahn auf dem Brunnen und rief:
"Kikeriki,
Unsere goldene Jungfrau ist wieder hie."
Da ging es hinein zu seiner Mutter, und weil es so mit Gold bedeckt ankam,ward es von ihr
und der Schwester gut aufgenommen.Das Mädchen erzählte alles, was ihm begegnet war,
und als die Mutter hörte,wie es zu dem grossen Reichtum gekommen war, wollte sie der
andern,hässlichen und faulen Tochter gerne dasselbe Glück verschaffen. Sie musste sich
an den Brunnen setzen und spinnen; und damit ihre Spule blutig ward,stach sie sich in die
Finger und stiess sich die Hand in die Dornhecke. Dann warf sie die Spule in den Brunnen
und sprang selber hinein. Sie kam, wie die andere, auf die schöne Wiese und ging auf
demselben Pfade weiter. Als sie zu dem Backofen gelangte, schrie das Brot wieder: "Ach,
zieh mich raus, zieh mich raus, sonst verbrenn ich, ich bin schon längst ausgebacken." Die
Faule aber antwortete: "Da hätt ich Lust, mich schmutzig zu machen," und ging fort. Bald
kam sie zu dem Apfelbaum, der rief: "Ach, schüttel mich, schüttel mich, wir Äpfel sind alle
miteinander reif." Sie antwortete aber: "Du kommst mir recht,es könnte mir einer auf den
Kopf fallen," und ging damit weiter. Als sie vor der Frau Holle Haus kam, fürchtete sie sich
nicht, weil sie von ihren grossen Zähnen schon gehört hatte, und verdingte sich gleich zu ihr.
Am ersten Tag tat sie sich Gewalt an, war fleissig und folgte der Frau Holle, wenn sie ihr etwas
sagte, denn sie dachte an das viele Gold, das sie ihr schenken würde; am zweiten Tag aber fing
sie schon an zu faulenzen, am dritten noch mehr, da wollte sie morgens gar nicht aufstehen.
Sie machte auch der Frau Holle das Bett nicht, wie sich's gebührte, und schüttelte es nicht, dass
die Federn aufflogen. Das ward die Frau Holle bald müde und sagte ihr den Dienst auf. Die Faule
war das wohl zufrieden und meinte, nun würde der Goldregen kommen; die Frau Holle führte
sie auch zu dem Tor, als sie aber darunterstand, ward statt des Goldes ein grosser Kessel voll
Pech ausgeschüttet. "Das ist zur Belohnung deiner Dienste," sagte die Frau Holle und schloss
das Tor zu. Da kam die Faule heim, aber sie war ganz mit Pech bedeckt,und der Hahn auf dem
Brunnen, als er sie sah, rief:
"Kikeriki,
Unsere schmutzige Jungfrau ist wieder hie."
Das Pech aber blieb fest an ihr hängen und wollte, solange sie lebte,nicht abgehen.
.
.
η κυρα Χολε
[Jacob & Wilhelm Grimm]
[Übersetzung translation μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis]
μια χηρα ειχε δυο θυγατερες,η μια ηταν ομορφη κι εργατικη κι αλλη ασχημη και τεμπελα,
αλλ'αυτη την ασχημη και τεμπελα,επειδη ηταν η πραγματικη της κορη,πιο πολυ αγαπουσε,
κι η αλλη επρεπε ολες τις δουλειες να κανει κι ηταν η σταχτοπουτα στο σπιτι,το καημενο
κοριτσι επρεπε καθημερινα στο μεγαλο δρομο σ'ενα πηγαδι να καθεται κι επρεπε τοσο πολυ
να γνεθει που απ'τα δαχτυλα της κυλουσ'αιμα,μια φορα που η κουβαριστρα ηταν γεματη
αιματα καθως εσκυψε στο πηγαδι κι ηθελε να την ξεπλυνει,αυτη ξεγλυστριψε απ'το χερι της
κι επεσε μεσα,εκλαψε,κι ετρεξε στη μητρυια και της διηγηθηκε την ατυχια,αλλ'αυτη την
επεπληξε βιαια κι ηταν τοσο ασπλαχνη που της φωναξε:'Εσυ π'αφησες την κουβαριστρα μεσα'
κει να πεσει,εσυ εξω να την ξαναβγαλεις ',τοτε το κοριτσι γυρισε στο πηγαδι και δεν ηξερε
τι επρεπε να κανει,και στην απελπισια της πηδηξε μεσα στο πηγαδι για να γυρεψει την κουβα-
ριστρα,εχασε τις αισθησεις και σαν ξυπνησε και συνηλθε,ηταν πανω σ'ενα ωραιο λιβαδι,
οπ'ο ηλιος ελαμπε και πολλες χιλιαδες λουλουδια ηταν,σ'αυτο το λιβαδι προχωρησε κι ηρθε
σ'ενα φουρνο,που ηταν γεματος ψωμι,το ψωμι ομως φωναζε:'αχ,συρε με εξω,συρε με εξω,
αλλιως θα καω,ειμ'ηδη απ'ωρα πολυ ψημενο' τοτ'αυτη πλησιασε κι εβγαλε με το φτυαρι του
ψωμιου ολα τα ψωμια το'ενα μετα τ'αλλο εξω,μετα πηγε παραπερα κι ηρθε σ'ενα δεντρο,
παραφορτωμενο με μηλα,και φωναζε σ'αυτη:'αχ,κουνησε με,κουνησε με,εμεις τα μηλα
ειμαστε ολα μαζι ωριμασμενα',τοτ'αυτη κουνησε το δεντρο,που τα μηλα επεσαν,σαν να'βρεχε
αυτα,και κουνουσε,μεχρι πια πανω κανενα να μην μεινει,και σαν ολα σ'ενα σωρο μαζωμενα
ειχε,πηγε παλι παραπερα,τελικα ηρθε σ'ενα μικρο σπιτι,απ'οπου κοιτουσε μια γρια,αλλ'επειδη
αυτη'χε μεγαλα δοντια,φοβηθηκε,κι ηθελε να τρεξει μακρυα,αλλ'η γρια της φωναξε:
'γιατι τρομαζεις,καλο παιδι;μεινε κοντα μου,κι οταν ολη τη δουλεια στο σπιτι με ταξη φροντι-
σεις να κανεις,τοτε σε σε ολα καλα θα πανε,πρεπει μοναχα να δωσεις προσοχη,ωστε το κρεβα-
τι μου καλα να κανεις κι αυτο με φροντιδα να ξετιναζεις,για να πεταχτουν τα πουπουλα,γιατι
τοτε χιονιζει στον κοσμο,εγω'μαι η κυρα Χολε',επειδη η γρια σ'αυτη τοσο καλα μιλουσε,τοσο
ξεθαρρεψε το κοριτσι,που δεχτηκε και μπηκε στην υπηρεσια της,επισης φροντιζ'ολα συμφω-
να με την ευχαριστηση της και τιναζε το κρεβατι παντα δυνατα,που τα πουπουλα σαν νιφαδες
χιονιου πετουσαν ολογυρα,γι'αυτο επισης ειχε μια καλη ζωη κοντα της,καμια κακια κουβεντα
κι ολη τη μερα βραστα και ψητα φαγητα,οταν περασε αρκετος καιρος κοντα στη κυρα Χολε,
στεναχωριονταν και στην αρχη δεν ηξερε ,τι της συνεβαινε,τελικα καταλαβε,πως ηταν η
νοσταλγια για το σπιτι,αν κι εδω περνουσε χιλιαδες φορες καλυτερα παρα στο σπιτι,ομως
ειχε μια βαθεια λαχταρα,τελικα της το'πε:'μ'εχει πιασει λυπη για το σπιτι,που αν και τοσο καλα
εδω κατω περναω,ομως δεν μπορω να μεινω περισσοτερο,πρεπει να ξαναπαω πανω στους
δικους μου',η κυρα Χολε ειπε,'αυτο μ'αρεσει,που το σπιτι ξαναποζητας ,κι επειδη τοσο πιστα
μ'εχεις υπηρετησει,που'γω θελω η ιδια πανω να σε ξαναφερω',και την πηρε αμεσως απ'το
χερι και την οδηγησε μπροστα σε μια μεγαλη πορτα,η πορτα ανοιξε κι οπως το κοριτσι ορθιο
απο κατω στεκονταν,επεσε μια πολυ δυνατη βροχη απο χρυσο,κι ολος ο χρυσος εμεινε πανω
της κρεμασμενος,ετσι που'ταν απο παντου σκεπασμενη,'αυτος ειναι δικο σου,γιατι τοσο
εργατικη ησουν' ειπε η κυρα Χολε κι επισης της ξαναδωσε την κουβαριστρα,που'ταν στο
πηγαδι πεσμενη,μετα ηταν η πορτα κλεισμενη,και το κοριτσι βρεθηκε πανω στον κοσμο,οχι
μακρυα απ'το σπιτι της μανας,και σαν ηρθε στην αυλη,ο κοκκορας που καθονταν πανω στο
πηγαδι φωναξε:
'κικιρικου,
η χρυση μας η κοπελα ειναι παλι εδω'
τοτε μπηκε μεσα στη μανα της, κι επειδη ετσι με τοσο χρυσο εφτασε σκεπασμενη,εγιν'απ'αυτη
κι απ'την αδελφη καλοδεχουμενη,το κοριτσι τα διηγηθηκε ολα,οτι σ'αυτο συνεβηκε,κι η μανα
ακουσε,πως στο μεγαλο πλουτο εφτασε,και θελησε η αλλη,η ασχημη και τεμπελα θυγατερα
την ιδια καλη τυχη να'βρει,επρεπε στο πηγαδι να καθησει και να γνεθει και μ'αυτο η κουβα-
ριστρα της να ματωσει,τρυπηθηκε λοιπον στο δαχτυλο αγγιζοντας το χερι σ'εναν αγκαθωτο
θαμνο,κατοπιν εριξε τη κουβαριστρα στο πηγαδι κι επεσε μεσα,κι ηρθε,οπως η αλλη,πανω
σ'ενα ωραιο λιβαδι και προχωρησε στο ιδιο μονοπατι,και σαν αυτη στον φουρνο εφτασε,και
το ψωμι παλι φωναζε,'αχ,συρε με εξω,συρε με εξω,αλλιως θα καω,ειμ'ηδη απ'ωρα πολυ ψημε-
νο',αλλα η τεμπελα απαντησε,' αλλη ορεξη δεν εχω να λερωθω',και τραβηξε μακρυα,σε λιγο
ηρθε στη μηλια,που φωναζε,'αχ,κουνησε με,κουνησε με,εμεις τα μηλα ειμαστε ολα μαζι ωρι-
μασμενα ',αλλ'αυτη απαντησε:'τι μου λες ,να μου πεσει κανενα πανω στο κεφαλι',και μ'αυτο
τραβηξε παραπερα,σαν αυτη μπροστα απ'το σπιτι της κυρας Χολε ηρθε,δεν τρομαξε,επειδη
για τα μεγαλα της δοντια,ειχε κιολας ακουσει,και προσφερθηκε η ιδια σ'αυτη,την πρωτη μερα
εβαλε τα δυνατα της,ηταν εργατικη κι ακολουθουσε τη κυρα Χολε,επειδη σκεφτοντα τον πολυ
χρυσο,που θα της χαριζε,αλλα τη δευτερη μερα αρχισε κιολας να τεμπελιαζει,στη τριτη ακομα
πιο πολυ,που δεν ηθελε καθολου να σηκωθει το πρωι ,επισης δεν εκανε ουτε το κρεβατι της
κυρας Χολε,οπως αυτο επιβαλονταν,και δεν το ξετιναζε,για να πεταχτουν τα πουπουλα,γρηγο-
γρηγορα κουραστηκε η κυρα Χολε και της ειπε να διακοψει την υπηρεσια,αυτο τη τεμπελα
πολυ την ευχαριστησε,και νομιζε,πως τωρα θα'ρθει η βροχη του χρυσου,,η κυρα Χολε την
οδηγησε αμεσως στη πορτα,αλλα σαν αυτη απο κατω σταθηκε,αντι για χρυσος ενα καζανι
γεματο πισσα χυθηκε,'αυτ'ειναι η αμοιβη για την υπηρεσια σου'ειπε η κυρα Χολε κι εκλεισε
την πορτα,τοτ'ηρθε η τεμπελα σπιτι,αλλα ηταν ολοκληρη σκεπασμενη με πισσα ,κι ο κοκκορας
πανω στο πηγαδι,σαν την ειδε,φωναξε:
'κικιρικου
η βρομικη μας η κοπελα ειναι παλι εδω'
αλλα η πισσα εμενε στερεα πανω της κολλημενη και δεν μπορουσε ,οσο καιρο συτη ζουσε,
να ξεκολλησει
.
.
ΤΟ ΔΟΜΙΚΟ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ FRAU HOLLE ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ GRIMM-c.n.couvelis
χ.ν.κουβελης
-το παραμυθι ειναι διηγηματικα κατατασκευασμενο συμμετρικα:δομικος δυισμος:-
καλο/κακο,ασχημο/ομορφο,εργατικοτητα/τεμπελια,ευνοικη/αδικη μεταχειριση,καλωσυνη/
σκληροτητα,ηθικη/ανηθικη συμπεριφορα,αγαθοεργια/κακοεργια,πραγματικοτητα/
σκηνοθεσια [επινοηση]πραγματικοτητας,συνεπεια/ασυνεπεια,τηρηση/αθετηση συμφωνιας,
αγαθοτητα/πονηρια,εγκρατεια/απληστια
-Ιδιοτυπια κυριων ηρωων-
ο καλος[αγαθος]ηρωας:η ομορφη κι εργατικη κορη
οι κακοι ηρωες:η μητρυια και η ασχημη και τεμπελα κορη
-Αρχικη Κατασταση-Παραβιαση Αρμονιας ,Δικαιου-
δυσαρμονια:η μητρυια αγαπα τη δικη της κορη,την ασχημη και τεμπελα,ενω η ομορφη κι
εργατικη κορη κανει ολες τις δουλειες του σπιτιου[Σταχτοπουτα],γνεθει και τρυπουν τα
δαχτυλα της/η τεμπελα δεν κανει τιποτα
-Εξελιξη της δυσαρμονιας-Οι Αντιστροφες δρασεις των κυριων ηρωων-
αφορμη για τιμωρια του αγαθου ηρωα:τη ματωμενη κουβαριστρα που της επεσε στο πηγαδι
αυτη η ιδια πρεπει να τη βγαλει
απελπισια[αδιεξοδο]του καλου ηρωα:πτωση στο πηγαδι
/η τεμπελα[κακη]σκηνοθετει το ματωμα και το ριξιμο της κουβαριστρας στο πηγαδι και τη
πτωση της σ'αυτο
-Εμφανιση και ρολος των δευτερευοντων ηρωων στην ψυχοσυνθεση των κυριων ηρωων-
δευτερευοντες ηρωες[απο τη συμπεριφορα του ηρωα σ'αυτους εξαρταται η τυχη του]:
ο φουρνος με τα ψημενα ψωμια και το δεντρο με τα ωριμασμενα μηλα,η συμπεριφορα
του καλου ηρωα[της ομορφης κι εργατικης κοπελας] ως προς αυτα ειναι θετικη,τα ανακουφι-
ζει,βγαζοντας τα ψωμια και τιναζοντας τα μηλα
\ενω της ασχημης τεμπελας η συμπεριφορα ως προς αυτα ειναι αρνητικη,τα παραταει
-Εμφανιση και ρολος του κρισιμου δευτερευοντα ηρωα για την ανταμοιβη η' την τιμωρια
των κυριων ηρωων-
κρισιμος ηρωας:απο αυτον εξαρταται η λυση της κακοδαιμονιας του αγαθου ηρωα:
η κυρα Χολε,παρα την τρομακτικη της εμφανιση,τεραστια δοντια,αμοιβει για τις καλες
υπηρεσιες της την ομορφη κι εργατικη κοπελα με χρυσο
/και την ασχημη και τεμπελα για αρνηση κι αθετηση υπηρεσιων με πισσα,βρωμια
-Η ηθικη ανωτεροτητα του καλου ηρωα-
τονισμος της υπερτερης ηθικης αξιας[και ιδιοτυπιας;]του καλου ηρωα:
η ομορφη κι εργατικη κοπελα αν και καλοπερνα κοντα στην κυρα Χολε[δεν ακουει κακια
κουβεντα,τρωει καθημερινα βραστα και ψητα φαγητα]ομως νοσταλγει το σπιτι της,τη μανα
της και την αδελφη της κι ας την κακομεταχειριζονται και θελει να επιστρεψει κοντα τους
[αλλη μια αποδειξη του καλου ηρωα και της συνακολουθης ανταμοιβης του]
-Τελικη Κατασταση-Αποκατασταση ισορροπιας,Αρμονιας,Δικαιου-
επιστροφη του καλου[αγαθου ηρωα]/αποκατασταση της ισορροπιας /τιμωρια του κακου
ηρωα:η ομορφη εργατικη κοπελα ειναι γεμισμενη με χρυσο
/η ασχημη και τεμπελα κοπελα ειναι γεμισμενη με βρωμια πισσα
κι αυτο τονιζεται,ως μοττο,στο τελος των δυο μερων του παραμυθιου,απο τον κοκκορα
στο πηγαδι:
[α' μερος,δοκιμασια της καλης κοπελας]
'κικιρικου,
η χρυση μας η κοπελα ειναι παλι εδω'
[β' μερος,δοκιμασια της κακης κοπελας]
'κικιρικου
η βρομικη μας η κοπελα ειναι παλι εδω'
Ηθικος αντιθετικος συμβολισμος[χρυσος,καλο / πισσα,βρωμια,κακο,αμαρτια]
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου