.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis}
το αθλητικο παπουτσι ενος παιδιου
the athletic shoe of a child- A POP ART χ.ν.κουβελης
.
.
[ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ]
ΤΟ ΣΥΜΒΑΝ ΣΥΝΕΒΕΙ ΠΑΛΙΑ ΣΕ ΜΙΑ ΣΥΝΟΙΚΙΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ--χ.ν.κουβελης
.
γυρισε σπιτι,τι να λεγε στη μανα του;πως του πηραν τα
παπουτσια,φοβονταν την μανα του,την αντιδραση της,
την ηξερε,τρια μεγαλυτερα παιδια δυνατοτερα τον επιασαν τον
ακινητοποιησαν τα δυο και το τριτο του εβγαλε τα παπουτσια,
κι ετρεξαν,τα κυνηγησε,σαν σκυλι που κυνηγαει λυκους τα κυνη-
γησε,εκεινα ηξεραν καλα το μερος κι εξαφανιστηκαν,δεν μπορεσε
να τα βρει,τα καταπιε η γη,τα θυμαται ομως καλα τα προσωπα
τους,καποτε θα πεσει πανω τους,τοτε θα τα κανονισει,θα τους
σπασει τα κεφαλια,θα δουν τι θα παθουν,να του παρουν και-
νουργια παπουτσια,ετσι θα φωναζε η μανα του,βλακας ηταν,
την ειδε εξω στην αυλη,δεν την πλησιασε,του φανηκε μεγαλη
θεορατη,τεραστια,φωναξε απο μακρια,''μανα'',εκεινη γυρισε
προς το μερος του,''τι θελεις;'',η φωνη της ακουστηκε αγρια,
''να μανα,κατι παιδια μου αρπαξαν τα παπουτσια'',εκεινη
εκανε προς το μερος,του,του φανηκε απειλιτικη,''και συ τους
αφησες;,''τα κυνηγησα'',τολμησε να πει υψωνοντας τη φωνη
του να τον ακουσει πως αντεδρασε,πως αμυνθηκε,''ηταν μεγα-
λυτερα,αλλα εννοια σου θα τα τσακωσω,και τοτε '',εκεινη του
πεταξε ενα ξυλο,εκανε να τον πιασει,''φυγε απο μπροστα μου'',
ουρλιαξε,''εξαφανισου,μην πατησεις στο σπιτι αποψε'',''μανα που
θα παω;''φωναξε τρομαγμενο,''μανα δεν εχω που να παω'',ξανα-
φωναξε,''φυγε,φυγε απο μπροστα μου,να μη σε βλεπω,ακους
κανουργια παπουτσια και στα πηρανε,βλακα,'',απομακρυν-
θηκε,γυριζε στα χωραφια,αν ζουσε ο πατερας θα 'περνε το μερος
του,αυτος ηταν αλλιως,τον αγαπουσε,θα γελουσε με το παθημα
του,θα του λεγε ''ελα,ησυχασε,και τι εγινε;αυριο θα σου παρω
αλλα,καλυτερα παπουτσια'',ομως πανε δυο χρονια που τον εχασε,
εκλαψε,νυχτωνε,τι θα'κανε στην ερημια;,πως θα περνουσε τη
νυχτα,ακουσε μια φωνη,αφουγκραστηκε,φωναζαν τ'ονομα του,
ναι το δικο του ονομα φωναζαν,γνωρισε τη φωνη,ηταν της μανα
του,πλησιαζε,''που εισαι;,στασου,μη φοβασαι,ελα να παμε στο
σπιτι μας'',ελεγε η φωνη,ηρθε κοντα του,εσκυψε και το αγκα-
λιασε σφιχτα,''εσυ κλαις;'',του ειπε,''με συγχωρεις,ειναι ωρες
που δεν ξερω τι κανω,τρελλενουμαι,εχω τα νευρα μου,και ξε-
σπαω σε σενα'',καταλαβε,πολλες φορες την παρακολουθουσε
που εκλαιγε κρυφα,σιωπηλα,μην την ακουσει,τη νυχτα,''μανου-
λα,ξερω σου λειπει πολυ ο μπαμπας;'',εκεινη δεν απαντησε,τον
εσφιξε στην αγκαλια της κι εκλαιγε,''και μενα μου λειπει πολυ,
αυτον ειχα στον κοσμο,τωρα δεν εχω κανεναν'',γυρισαν σπιτι,του
εκανε μπανιο,τον ελουσε,τον καθαρισε,του φορεσε καθαρα ρου-
χα,σιδερωμενα,πεινουσε και του μαγειρεψε το φαγητο που τ'α-
ρεσε,τηγανητες πατατες με αυγα,η μανα γελουσε,τον κουβεντιαζε
γλυκα,τρυφερα,ποτε δεν την ειχε δει ετσι,καποια στιγμη τραγου-
δησε,επειτα,οταν περασε η ωρα,τον πηγε στο κρεβατι του,τον σκε-
πασε,καθισε διπλα του και του ειπε την ιστορια,την ηξερε,πως
γνωρισε τον πατερα του,ομορφος αντρας,παλικαρι,εκεινη ηταν
μικρη ακομα,τον αγαπησε,ταξιδευε,στα καραβια,παντρευτηκαν,
γρηγορα εγινε η πρωτη αδερφη του ,επειτα η δευτερη,υστερα η
τριτη,ηταν μεγαλες οι αδερφες του οταν γεννηθηκε αυτος,τον
αγαπουσε πολυ ο πατερας,οι αδερφες μια-μια παντρευτηκαν,εκα-
ναν τα δικα τους σπιτια ,ηταν πολυ περηφανος γι 'αυτο,ευτυχι-
σμενος,ενα χρονο ακομα και θα παρατουσε τα καραβια,θα'μενε
μονιμα κοντα τους,κι ολα εγιναν αναποδα,ξαφνικα ολα αλλαξαν,
χαθηκε στη θαλασσα,ναυαγησε το καραβι,μακρυα στον ωκεανο,
πανε κι αλλοι,επεσαν στη θαλασσα,δεν γλυτωσαν,δεν τους βρηκαν ,
τους εφαγαν τα ψαρια,ετσι ειπαν,τον φιλησε στο μετωπο,ενιωσε
στο προσωπο του τα δακρυα της,ζεστα,αρμυρα,καληνυχτα,του ειπε,
καληνυχτα,και ξαπλωσε στο διπλανο κρεβατι,σε λιγο εκεινη απο-
κοιμηθηκε,ακουγε την αναπνοη της μεσα στη νυχτα,ησυχη,απαλη,
μ'αυτο τον ρυθμο αποκοιμηθηκε κι εκεινο.
.
.
.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis}
.
.το αθλητικο παπουτσι ενος παιδιου
the athletic shoe of a child- A POP ART χ.ν.κουβελης
.
.
[ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ]
ΤΟ ΣΥΜΒΑΝ ΣΥΝΕΒΕΙ ΠΑΛΙΑ ΣΕ ΜΙΑ ΣΥΝΟΙΚΙΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ--χ.ν.κουβελης
.
γυρισε σπιτι,τι να λεγε στη μανα του;πως του πηραν τα
παπουτσια,φοβονταν την μανα του,την αντιδραση της,
την ηξερε,τρια μεγαλυτερα παιδια δυνατοτερα τον επιασαν τον
ακινητοποιησαν τα δυο και το τριτο του εβγαλε τα παπουτσια,
κι ετρεξαν,τα κυνηγησε,σαν σκυλι που κυνηγαει λυκους τα κυνη-
γησε,εκεινα ηξεραν καλα το μερος κι εξαφανιστηκαν,δεν μπορεσε
να τα βρει,τα καταπιε η γη,τα θυμαται ομως καλα τα προσωπα
τους,καποτε θα πεσει πανω τους,τοτε θα τα κανονισει,θα τους
σπασει τα κεφαλια,θα δουν τι θα παθουν,να του παρουν και-
νουργια παπουτσια,ετσι θα φωναζε η μανα του,βλακας ηταν,
την ειδε εξω στην αυλη,δεν την πλησιασε,του φανηκε μεγαλη
θεορατη,τεραστια,φωναξε απο μακρια,''μανα'',εκεινη γυρισε
προς το μερος του,''τι θελεις;'',η φωνη της ακουστηκε αγρια,
''να μανα,κατι παιδια μου αρπαξαν τα παπουτσια'',εκεινη
εκανε προς το μερος,του,του φανηκε απειλιτικη,''και συ τους
αφησες;,''τα κυνηγησα'',τολμησε να πει υψωνοντας τη φωνη
του να τον ακουσει πως αντεδρασε,πως αμυνθηκε,''ηταν μεγα-
λυτερα,αλλα εννοια σου θα τα τσακωσω,και τοτε '',εκεινη του
πεταξε ενα ξυλο,εκανε να τον πιασει,''φυγε απο μπροστα μου'',
ουρλιαξε,''εξαφανισου,μην πατησεις στο σπιτι αποψε'',''μανα που
θα παω;''φωναξε τρομαγμενο,''μανα δεν εχω που να παω'',ξανα-
φωναξε,''φυγε,φυγε απο μπροστα μου,να μη σε βλεπω,ακους
κανουργια παπουτσια και στα πηρανε,βλακα,'',απομακρυν-
θηκε,γυριζε στα χωραφια,αν ζουσε ο πατερας θα 'περνε το μερος
του,αυτος ηταν αλλιως,τον αγαπουσε,θα γελουσε με το παθημα
του,θα του λεγε ''ελα,ησυχασε,και τι εγινε;αυριο θα σου παρω
αλλα,καλυτερα παπουτσια'',ομως πανε δυο χρονια που τον εχασε,
εκλαψε,νυχτωνε,τι θα'κανε στην ερημια;,πως θα περνουσε τη
νυχτα,ακουσε μια φωνη,αφουγκραστηκε,φωναζαν τ'ονομα του,
ναι το δικο του ονομα φωναζαν,γνωρισε τη φωνη,ηταν της μανα
του,πλησιαζε,''που εισαι;,στασου,μη φοβασαι,ελα να παμε στο
σπιτι μας'',ελεγε η φωνη,ηρθε κοντα του,εσκυψε και το αγκα-
λιασε σφιχτα,''εσυ κλαις;'',του ειπε,''με συγχωρεις,ειναι ωρες
που δεν ξερω τι κανω,τρελλενουμαι,εχω τα νευρα μου,και ξε-
σπαω σε σενα'',καταλαβε,πολλες φορες την παρακολουθουσε
που εκλαιγε κρυφα,σιωπηλα,μην την ακουσει,τη νυχτα,''μανου-
λα,ξερω σου λειπει πολυ ο μπαμπας;'',εκεινη δεν απαντησε,τον
εσφιξε στην αγκαλια της κι εκλαιγε,''και μενα μου λειπει πολυ,
αυτον ειχα στον κοσμο,τωρα δεν εχω κανεναν'',γυρισαν σπιτι,του
εκανε μπανιο,τον ελουσε,τον καθαρισε,του φορεσε καθαρα ρου-
χα,σιδερωμενα,πεινουσε και του μαγειρεψε το φαγητο που τ'α-
ρεσε,τηγανητες πατατες με αυγα,η μανα γελουσε,τον κουβεντιαζε
γλυκα,τρυφερα,ποτε δεν την ειχε δει ετσι,καποια στιγμη τραγου-
δησε,επειτα,οταν περασε η ωρα,τον πηγε στο κρεβατι του,τον σκε-
πασε,καθισε διπλα του και του ειπε την ιστορια,την ηξερε,πως
γνωρισε τον πατερα του,ομορφος αντρας,παλικαρι,εκεινη ηταν
μικρη ακομα,τον αγαπησε,ταξιδευε,στα καραβια,παντρευτηκαν,
γρηγορα εγινε η πρωτη αδερφη του ,επειτα η δευτερη,υστερα η
τριτη,ηταν μεγαλες οι αδερφες του οταν γεννηθηκε αυτος,τον
αγαπουσε πολυ ο πατερας,οι αδερφες μια-μια παντρευτηκαν,εκα-
ναν τα δικα τους σπιτια ,ηταν πολυ περηφανος γι 'αυτο,ευτυχι-
σμενος,ενα χρονο ακομα και θα παρατουσε τα καραβια,θα'μενε
μονιμα κοντα τους,κι ολα εγιναν αναποδα,ξαφνικα ολα αλλαξαν,
χαθηκε στη θαλασσα,ναυαγησε το καραβι,μακρυα στον ωκεανο,
πανε κι αλλοι,επεσαν στη θαλασσα,δεν γλυτωσαν,δεν τους βρηκαν ,
τους εφαγαν τα ψαρια,ετσι ειπαν,τον φιλησε στο μετωπο,ενιωσε
στο προσωπο του τα δακρυα της,ζεστα,αρμυρα,καληνυχτα,του ειπε,
καληνυχτα,και ξαπλωσε στο διπλανο κρεβατι,σε λιγο εκεινη απο-
κοιμηθηκε,ακουγε την αναπνοη της μεσα στη νυχτα,ησυχη,απαλη,
μ'αυτο τον ρυθμο αποκοιμηθηκε κι εκεινο.
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου