.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis}
.
.
η περηφανη ζωη της μανας μας
.
.
[ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ]
Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΤΑ ΤΑΜΠΟΥΡΙΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 1950
.
.
εκει στον Πειραια,στα Ταμπουρια μεγαλωσε ο Γιωργος,μεγα-
λωσε ενας λογος ειναι,μαλλον επεζησε,στις αρχες του '50
18 χρονων,το 1952,γεννηθηκε το 1934,ο πατερας εργατης,
η μανα ξεγεννουσε το ενα παιδι μετα απ'τ'αλλο,της εμειναν
5,ο Γιωργος και 4 κοριτσια,ειχαν δικο τους σπιτι στα Ταμπουρια,
κληρονομια απο μια θεια της μανας ,δυο καμαρες,τους εφτα-
και περισσευαν εκεινα τα δυσκολα χρονια,ο πατερας χαθηκε
στον εμφυλιο,ανενταχτος,φιλησυχος ανθρωπος,εμεινε η μανα
με τα παιδια,ομορφη αρχοντικη γυναικα δεν θελησε να ξανα-
παντρευτει ,να ξαναφκιαξει τη ζωη της,''ο πατερας σας μου'τυχε,
μ'αυτον θα μεινω'',ελεγε στα παιδια,ο Γιωργος ηταν ο πιο μεγαλος,
η μανα δουλευε απ'τα χαραματα μεχρι που νυχτωνε σε καπνεργο-
στασιο,ερχονταν τα βραδυα πολυ κουρασμενη,την μεγαλυτερη αδερ-
φη την ειχε μαθει να μαγειρευει,να πλενει τα ρουχα,να τα σιδερωνει,
την βοηθουσαν κι οι μικροτερες,η μανα που εβρισκε το κουραγιο
και παντα χαμογελουσε,''αυριο θα'ρθω και'γω στο εργοστασιο να
ζητησω δουλεια'',ειπε ο Γιωργος,''εισαι μικρος ακομα για δουλεια'',
απαντησε αυστηρα η μανα,''εχει καπνια,υγρασια,θ'αρρωστησεις,
θα παθεις στην υγεια σου'',''Εσυ;',''Εγω,δεν πειραζει,τα εφαγα τα ψω-
μια μου,εσυ εισαι παιδι ακομα'',του ειπε,ο Γιωργος επεμεινε,πηγε
στο εργοστασιο,ζητησε δουλεια κι οπως ηταν γερος τον πηραν
αμεσως για δουλεια,βαρδια τη νυχτα,μολις εφευγε η μανα πηγαινε
αυτος,μολις τελειωνε αυτος ερχονταν η μανα,εναμισυ χρονο
δουλεψε μ'αυτο το ωραριο,και τοτε πρωταρχισε να βηχει,ο βηχας
εγινε πολυ επιμονος,να πνιγει,η μανα και οι αδερφες του ανησυ-
χησαν,αυτος τις καθησυχαζε, ελεγε δεν ειναι τιποτα το σοβαρο,
θα περασει,ενα κρυολογημα,μεχρι που εκανε την πρωτη αιμο-
πτηση,λυποθημησε,και την δευτερη και την τριτη σε λιγο χρονο,
τον πηραν και τον πηγαν στο νοσοκομειο,τα πνευμονια του ηταν
χαλασμενα,σαπια,εκανε ψηλο πυρετο,καιγονταν,μερα με τη μερα
χειροτερευε,ζητησε να βγει απ'το νοσοκομειο να παει στο σπιτι του,
''θελω το σπιτι μου'',ελεγε και ξαναλεγε,η κατασταση του δεν το επε-
τρεπε,''μανα παρε με σπιτι'',επεμενε,εκαναν το θελημα του,η μανα
σταματησε τη δουλεια,τον φροντιζε με τις αδερφες,κρυφα τις νυχτες
εκλαιγε,ο Γιωργος το καταλαβαινε,''μανα,μην κλαις,δεν θελω να κλαις,
με στεναχωρεις'',εκεινη δεν ελεγε τιποτα,βουβη,αμιλητη,σε εικοσι μερες
ο Γιωργος χαθηκε,οπως ο πατερας του χαθηκε,οπως και τοσοι αλλοι
χαθηκαν τοτε εκεινα τα χρονια και πιο πριν,αναπαυτηκε,εμειναν πισω
στο σπιτι και στον κοσμο η μανα κι οι αδερφες του να τον θυμουνται
οπως ηταν καλος και λεβεντης,σαν να μην χαθηκε ποτε ,αλλα να'ναι
καπου σε καποιο μακρυνο μερος κι εκει να ζει ευτυχισμενος κι απο να
τις νοιαζεται
.
.
.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis}
.
.
η περηφανη ζωη της μανας μας
.
.
[ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ]
Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΤΑ ΤΑΜΠΟΥΡΙΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 1950
.
.
εκει στον Πειραια,στα Ταμπουρια μεγαλωσε ο Γιωργος,μεγα-
λωσε ενας λογος ειναι,μαλλον επεζησε,στις αρχες του '50
18 χρονων,το 1952,γεννηθηκε το 1934,ο πατερας εργατης,
η μανα ξεγεννουσε το ενα παιδι μετα απ'τ'αλλο,της εμειναν
5,ο Γιωργος και 4 κοριτσια,ειχαν δικο τους σπιτι στα Ταμπουρια,
κληρονομια απο μια θεια της μανας ,δυο καμαρες,τους εφτα-
και περισσευαν εκεινα τα δυσκολα χρονια,ο πατερας χαθηκε
στον εμφυλιο,ανενταχτος,φιλησυχος ανθρωπος,εμεινε η μανα
με τα παιδια,ομορφη αρχοντικη γυναικα δεν θελησε να ξανα-
παντρευτει ,να ξαναφκιαξει τη ζωη της,''ο πατερας σας μου'τυχε,
μ'αυτον θα μεινω'',ελεγε στα παιδια,ο Γιωργος ηταν ο πιο μεγαλος,
η μανα δουλευε απ'τα χαραματα μεχρι που νυχτωνε σε καπνεργο-
στασιο,ερχονταν τα βραδυα πολυ κουρασμενη,την μεγαλυτερη αδερ-
φη την ειχε μαθει να μαγειρευει,να πλενει τα ρουχα,να τα σιδερωνει,
την βοηθουσαν κι οι μικροτερες,η μανα που εβρισκε το κουραγιο
και παντα χαμογελουσε,''αυριο θα'ρθω και'γω στο εργοστασιο να
ζητησω δουλεια'',ειπε ο Γιωργος,''εισαι μικρος ακομα για δουλεια'',
απαντησε αυστηρα η μανα,''εχει καπνια,υγρασια,θ'αρρωστησεις,
θα παθεις στην υγεια σου'',''Εσυ;',''Εγω,δεν πειραζει,τα εφαγα τα ψω-
μια μου,εσυ εισαι παιδι ακομα'',του ειπε,ο Γιωργος επεμεινε,πηγε
στο εργοστασιο,ζητησε δουλεια κι οπως ηταν γερος τον πηραν
αμεσως για δουλεια,βαρδια τη νυχτα,μολις εφευγε η μανα πηγαινε
αυτος,μολις τελειωνε αυτος ερχονταν η μανα,εναμισυ χρονο
δουλεψε μ'αυτο το ωραριο,και τοτε πρωταρχισε να βηχει,ο βηχας
εγινε πολυ επιμονος,να πνιγει,η μανα και οι αδερφες του ανησυ-
χησαν,αυτος τις καθησυχαζε, ελεγε δεν ειναι τιποτα το σοβαρο,
θα περασει,ενα κρυολογημα,μεχρι που εκανε την πρωτη αιμο-
πτηση,λυποθημησε,και την δευτερη και την τριτη σε λιγο χρονο,
τον πηραν και τον πηγαν στο νοσοκομειο,τα πνευμονια του ηταν
χαλασμενα,σαπια,εκανε ψηλο πυρετο,καιγονταν,μερα με τη μερα
χειροτερευε,ζητησε να βγει απ'το νοσοκομειο να παει στο σπιτι του,
''θελω το σπιτι μου'',ελεγε και ξαναλεγε,η κατασταση του δεν το επε-
τρεπε,''μανα παρε με σπιτι'',επεμενε,εκαναν το θελημα του,η μανα
σταματησε τη δουλεια,τον φροντιζε με τις αδερφες,κρυφα τις νυχτες
εκλαιγε,ο Γιωργος το καταλαβαινε,''μανα,μην κλαις,δεν θελω να κλαις,
με στεναχωρεις'',εκεινη δεν ελεγε τιποτα,βουβη,αμιλητη,σε εικοσι μερες
ο Γιωργος χαθηκε,οπως ο πατερας του χαθηκε,οπως και τοσοι αλλοι
χαθηκαν τοτε εκεινα τα χρονια και πιο πριν,αναπαυτηκε,εμειναν πισω
στο σπιτι και στον κοσμο η μανα κι οι αδερφες του να τον θυμουνται
οπως ηταν καλος και λεβεντης,σαν να μην χαθηκε ποτε ,αλλα να'ναι
καπου σε καποιο μακρυνο μερος κι εκει να ζει ευτυχισμενος κι απο να
τις νοιαζεται
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου