.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis]
.
ODYSSEA[ΟΔΥΣΣΕΑΣ]
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΞΙΣΤΟΡΕΙ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΣΤ'ΑΚΡΟΓΥΑΛΙ,ΠΟΥ ΜΕΙΝΑΜΕ
.
.
.
θαλασσα[καραβι]-χ.ν.κουβελης
.
.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΞΙΣΤΟΡΕΙ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΣΤ'ΑΚΡΟΓΥΑΛΙ,ΠΟΥ ΜΕΙΝΑΜΕ
.
.
σταματησαμε το ταξιδι στη θαλασσα,νυχτωναμε,ο ηλιος βουτουσε στα
νερα κοκκινος και χανονταν,αραξαμε το καραβι στον κολπο και κατεβη-
καμε στο ακρογυαλι,μια μεγαλη μακρια και πλατια αμμουδαρια,απο τις
τρεις πλευρες της την εκλειναν τρεις χαμηλοι λοφοι,σκορπισαμε στη
γυρω περιοχη να μαζεψουμε ξυλα κι αν βρουμε να κυνηγησουμε κανενα
αγριογουρουνο,γυρισαμε χωρις κυνηγι κι αναψαμε φωτια να ζεσταθουμε
και να ετοιμασουμε να φαμε,ψαρια,που πιασαμε στα διχτια,καθησαμε
ολοι γυρω απ'τη φωτια και φαγαμε,οταν τελειωσαμε ο Οδυσσεας αρχι-
σε να μας εξιστορει:''ο πατερας μου ηταν στην αρχη απλος ναυτικος σε
αλλον,σ'ενα αδερφο της μανας μου τρανο καραβοκυρη,χρονια ταξιδευε
με το καραβι του,εκανε οικονομιες και ναυπηγησε ενα δικο του καραβι,
μ'αυτο ταξιδευε στον kοσμο,τριαντα χρονια παλευε με τα κυματα και
παντα ξεφευγε και σ'ενα ταξιδι ναυαγησε,τον σκεπασε η θαλασσα και
τον εφαγαν τα ψαρια'',σταματησε τη διηγηση του,γυρισε το κεφαλι
προς τη θαλασσα,αρπαξε με το δεξι του χερι ενα βοτσαλο και το πεταξε
με δυναμη στα νερα της,ακουσαμε τον χτυπο του στα νερα,''διωχνω τα
ψαρια,που τρωνε το κορμι του''ειπε,εμεις δεν απαντησαμε,''αυτο ομως
δεν ειναι δικιο κι εμεις τα τρωμε'',γυρισε και μας εδειξε τα υπολοιματα
του φαγητου μας και μας κοιταξε εναν-εναν στα ματια ξεχωριστα,''ο πα-
τερας μου'',συνεχισε,''ειχε σ'ενα ταξιδι του γνωρισει μια γυναικα,μ'αυτη
αποκτησε ενα παιδι,μια κοπελα,τωρα 30 χρονων περιπου,ποτε δεν μου'πε
ουτε τ'ονομα της,ουτε τον τοπο,που ειναι'',σταματησε μια στιγμη,''μου'δω-
σε μονο μια φωτογραφια της,και την εχω εδω μαζι μου'',εψαξε στη με-
σα τσεπη του σακακιου του,την βρηκε και μας την εδειξε,η φωτογραφια
εδειχνε μια κοπελα μ'ασπρο φορεμα,στην αυλη ενος σπιτιου,μπροστα
απο τη πορτα,''ο φοβος μου παντα ηταν μην βρισκονταν σε καποιο πορ-
νειο,και μεσα στο χαμηλο φως δεν την γνωριζα και πηγαινα μαζι της'',
εσκυψε το κεφαλι,τη φωτογραφια την εβαλε παλι στη τσεπη του,''μη-
πως κανεις απο σας την ειδε σε καποιο λιμανι ;''ρωτησε,σηκωσε ο κε-
φαλι και μας κοιταξε μεσα στα ματια εναν -εναν ξεχωριστα,ειπαμε οχι,
δεν την ειχαμε δει,πρωτη φορα τη βλεπαμε ,στη φωτογραφια,πουθενα
αλλου,μια αγνωστη ητανε,επειτα,που να θυμομαστε τις γυναικες,που
πηγαιναμε μαζι τους,τοσες πολλες ητανε,επειτα τις αλλαζαν,ποτε δεν
βρησκαμε τις ιδιες,στη θεση τους εφερναν αλλες,εμας ουτε μας ενοι-
αζε,ουτε ποιες ηταν,ουτε ποια τα ονοματα τους,ουτε απο που καταγον-
ταν,κουβεντα δεν πιαναμε μαζι τους,μια συναναστροφη της σαρκας
με τη σαρκα ηταν,περισσοτερο δεν διαρκουσε η επαφη,τι να μαθαινα-
με,εκεινη την ωρα απο το ανατολικο μερος περα μακρια απο εκει,που
τελειωνει,αν πουθενα τελειωνει,η θαλασσα βγηκε το φεγγαρι, πανσε-
ληνο,τεραστιο,φαινονταν σαν να'ταν κοντα μας,αν απλωναμε τα χερια
μας θα τ'αγγιζαμε,ο Οδυσσεας σηκωθηκε κι απομακρυνθηκε απο τη
συντροφια μας,προχωρησε στη θαλασσα και μπηκε μεσα στα νερα με
τα ρουχα,τον ακουσαμε,που κολυμπουσε,ειδαμε τα νερα να σηκωνον-
ται φωτεινα και να σκορπιζουν σταγονες ,μετα δεν ακουγαμε τιποτα,
οταν γυρισε ειχαμε αποκοιμηθει διπλα στη φωτια ετσι πολυ κουρασμε-
νοι,που ειμασταν μερες ,ξυπνησαμε,εβγαλε τα βρεγμενα ρουχα κι εβα-
λε αλλα στεγνα,καθισε λιγο στη φωτια να ζεστανει το κορμι του κι
υστερα ξαπλωσε να κοιμηθει,σκεπαστηκε και κοιμηθηκε,ησυχια,μο-
νο το κυμα ακουγονταν,να ερχεται και να φευγει,παλι να ερχεται και να
φευγει,επιμονο,κατω απ'το φως του φεγγαριου,που ερημο και μονο τα-
ξιδευε πανω απ'τις πολυπαθες ψυχες μας σε θαλασσα και σ'ουρανο
.
.
.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis]
.
ODYSSEA[ΟΔΥΣΣΕΑΣ]
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΞΙΣΤΟΡΕΙ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΣΤ'ΑΚΡΟΓΥΑΛΙ,ΠΟΥ ΜΕΙΝΑΜΕ
.
.
.
θαλασσα[καραβι]-χ.ν.κουβελης
.
.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΞΙΣΤΟΡΕΙ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΣΤ'ΑΚΡΟΓΥΑΛΙ,ΠΟΥ ΜΕΙΝΑΜΕ
.
.
σταματησαμε το ταξιδι στη θαλασσα,νυχτωναμε,ο ηλιος βουτουσε στα
νερα κοκκινος και χανονταν,αραξαμε το καραβι στον κολπο και κατεβη-
καμε στο ακρογυαλι,μια μεγαλη μακρια και πλατια αμμουδαρια,απο τις
τρεις πλευρες της την εκλειναν τρεις χαμηλοι λοφοι,σκορπισαμε στη
γυρω περιοχη να μαζεψουμε ξυλα κι αν βρουμε να κυνηγησουμε κανενα
αγριογουρουνο,γυρισαμε χωρις κυνηγι κι αναψαμε φωτια να ζεσταθουμε
και να ετοιμασουμε να φαμε,ψαρια,που πιασαμε στα διχτια,καθησαμε
ολοι γυρω απ'τη φωτια και φαγαμε,οταν τελειωσαμε ο Οδυσσεας αρχι-
σε να μας εξιστορει:''ο πατερας μου ηταν στην αρχη απλος ναυτικος σε
αλλον,σ'ενα αδερφο της μανας μου τρανο καραβοκυρη,χρονια ταξιδευε
με το καραβι του,εκανε οικονομιες και ναυπηγησε ενα δικο του καραβι,
μ'αυτο ταξιδευε στον kοσμο,τριαντα χρονια παλευε με τα κυματα και
παντα ξεφευγε και σ'ενα ταξιδι ναυαγησε,τον σκεπασε η θαλασσα και
τον εφαγαν τα ψαρια'',σταματησε τη διηγηση του,γυρισε το κεφαλι
προς τη θαλασσα,αρπαξε με το δεξι του χερι ενα βοτσαλο και το πεταξε
με δυναμη στα νερα της,ακουσαμε τον χτυπο του στα νερα,''διωχνω τα
ψαρια,που τρωνε το κορμι του''ειπε,εμεις δεν απαντησαμε,''αυτο ομως
δεν ειναι δικιο κι εμεις τα τρωμε'',γυρισε και μας εδειξε τα υπολοιματα
του φαγητου μας και μας κοιταξε εναν-εναν στα ματια ξεχωριστα,''ο πα-
τερας μου'',συνεχισε,''ειχε σ'ενα ταξιδι του γνωρισει μια γυναικα,μ'αυτη
αποκτησε ενα παιδι,μια κοπελα,τωρα 30 χρονων περιπου,ποτε δεν μου'πε
ουτε τ'ονομα της,ουτε τον τοπο,που ειναι'',σταματησε μια στιγμη,''μου'δω-
σε μονο μια φωτογραφια της,και την εχω εδω μαζι μου'',εψαξε στη με-
σα τσεπη του σακακιου του,την βρηκε και μας την εδειξε,η φωτογραφια
εδειχνε μια κοπελα μ'ασπρο φορεμα,στην αυλη ενος σπιτιου,μπροστα
απο τη πορτα,''ο φοβος μου παντα ηταν μην βρισκονταν σε καποιο πορ-
νειο,και μεσα στο χαμηλο φως δεν την γνωριζα και πηγαινα μαζι της'',
εσκυψε το κεφαλι,τη φωτογραφια την εβαλε παλι στη τσεπη του,''μη-
πως κανεις απο σας την ειδε σε καποιο λιμανι ;''ρωτησε,σηκωσε ο κε-
φαλι και μας κοιταξε μεσα στα ματια εναν -εναν ξεχωριστα,ειπαμε οχι,
δεν την ειχαμε δει,πρωτη φορα τη βλεπαμε ,στη φωτογραφια,πουθενα
αλλου,μια αγνωστη ητανε,επειτα,που να θυμομαστε τις γυναικες,που
πηγαιναμε μαζι τους,τοσες πολλες ητανε,επειτα τις αλλαζαν,ποτε δεν
βρησκαμε τις ιδιες,στη θεση τους εφερναν αλλες,εμας ουτε μας ενοι-
αζε,ουτε ποιες ηταν,ουτε ποια τα ονοματα τους,ουτε απο που καταγον-
ταν,κουβεντα δεν πιαναμε μαζι τους,μια συναναστροφη της σαρκας
με τη σαρκα ηταν,περισσοτερο δεν διαρκουσε η επαφη,τι να μαθαινα-
με,εκεινη την ωρα απο το ανατολικο μερος περα μακρια απο εκει,που
τελειωνει,αν πουθενα τελειωνει,η θαλασσα βγηκε το φεγγαρι, πανσε-
ληνο,τεραστιο,φαινονταν σαν να'ταν κοντα μας,αν απλωναμε τα χερια
μας θα τ'αγγιζαμε,ο Οδυσσεας σηκωθηκε κι απομακρυνθηκε απο τη
συντροφια μας,προχωρησε στη θαλασσα και μπηκε μεσα στα νερα με
τα ρουχα,τον ακουσαμε,που κολυμπουσε,ειδαμε τα νερα να σηκωνον-
ται φωτεινα και να σκορπιζουν σταγονες ,μετα δεν ακουγαμε τιποτα,
οταν γυρισε ειχαμε αποκοιμηθει διπλα στη φωτια ετσι πολυ κουρασμε-
νοι,που ειμασταν μερες ,ξυπνησαμε,εβγαλε τα βρεγμενα ρουχα κι εβα-
λε αλλα στεγνα,καθισε λιγο στη φωτια να ζεστανει το κορμι του κι
υστερα ξαπλωσε να κοιμηθει,σκεπαστηκε και κοιμηθηκε,ησυχια,μο-
νο το κυμα ακουγονταν,να ερχεται και να φευγει,παλι να ερχεται και να
φευγει,επιμονο,κατω απ'το φως του φεγγαριου,που ερημο και μονο τα-
ξιδευε πανω απ'τις πολυπαθες ψυχες μας σε θαλασσα και σ'ουρανο
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου